Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΑΥΤΗΣ ΠΑΦΝΟΥΤΙΟΣ



site analysis




«Η οσία Ευφροσύνη έζησε στην Αλεξάνδρεια, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος ο Μικρός (408-450 μ.Χ.). Ήταν κόρη του Παφνουτίου, πλουσίου άρχοντα, ο οποίος, λόγω θανάτου της συζύγου του, ανέθρεψε τη μονάκριβη κόρη του με μεγάλη αγάπη και πίστη στον Θεό. Η οσία από μικρή θέλησε να αφιερωθεί στον Θεό, κάτι όμως που δεν κατάφερε, αφού  ο πατέρας της, όταν έγινε η κόρη του δεκαοκτώ ετών, την εμνήστευσε με πλούσιο και ευγενή νέο. Πριν από τους γάμους, η Ευφροσύνη εκμεταλλευόμενη την απουσία του πατέρα της σ’ ένα γνωστό του μοναστήρι, κούρεψε τα μαλλιά της, φόρεσε ανδρικά ρούχα και θέλησε   να ενταχτεί στη μοναστική γνωστή κοινότητα του πατέρα της, παρουσιαζόμενη ως  ευνούχος του βασιλιά. Ο ηγούμενος πράγματι την δέχτηκε ως καλόγερο, δίνοντάς την το όνομα Σμάραγδος. Από τότε αποδύθηκε σε σκληρότατους ασκητικούς αγώνες, τέτοιους που υπερέβαλε σχεδόν όλους, γι’  αυτό και τα γυναικεία της χαρακτηριστικά αλλοιώθηκαν και έγιναν σκληροτράχηλα. Αργότερα, με τη σύμφωνη γνώμη του ηγουμένου, αποσύρθηκε σε κατά μόνας άσκηση, μακρύτερα από τη μονή, φτάνοντας εκεί σε μεγάλη ύψη αγιότητας. Ο πατέρας της που την αναζητούσε με πολύ πόνο διαρκώς, ήταν απαρηγόρητος, ενώ η Ευφροσύνη, μετά από τριάντα οχτώ χρόνια άσκησης αρρώστησε, οπότε και η οσία θέλησε να αποκαλυφθεί στον πατέρα της, προγνωρίζοντας τον θάνατό της. Η αποκάλυψη υπήρξε ιδιαιτέρως συγκινητική για τον Παφνούτιο, βλέποντας την κόρη του σε τέτοιο ύψος αγιασμού, αλλά αμέσως εκείνη πέθανε. Ο Παφνούτιος θέλησε έκτοτε να μονάσει στο κελλί της Ευφροσύνης, και μετά δεκαετία άσκησης, άφησε κι εκείνος εκεί την τελευταία του πνοή».  

Δεν πρόλαβε να «στεγνώσει η μελάνη», καθώς λέγανε παλιά,  από την αναφορά μας στην αγία Θέκλα, η οποία άφησε τον επίγειο μνηστήρα της χάριν του επουρανίου, και πρόβαλε άλλη αγία, η οσία Ευφροσύνη, η οποία και αυτή προτίμησε τον Κύριο Ιησού Χριστό από την αγάπη του υποψηφίου άνδρα της. Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε υπέρμετρη αγάπη προς τον Χριστό, σε βαθύ πόθο για τον ουράνιο Δημιουργό, τέτοιο που κάθε τι επίγειο θεωρείται πολύ δεύτερο και κατώτερο. Όχι διότι, όπως εξηγήσαμε, η επίγεια αγάπη, και μάλιστα των δύο φύλων, θεωρείται κάτι κακό και αρνητικό, αλλά διότι εκεί που θα έλθει η ιδιαίτερη χάρη αφιέρωσης στον Θεό, η μεγάλη αγάπη προς Αυτόν, όλες οι άλλες αγάπες κατ’  ανάγκην υποχωρούν. Όπως συμβαίνει μπροστά στον ήλιο να μη φαίνεται το φως ενός φανού ή ενός σπίρτου, κατά τον ίδιο τρόπο μπροστά στο ήλιο της αγάπης του Θεού φαίνεται να «σβήνει» το φως της ανθρώπινης αγάπης. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος, βλέποντας τη φωτιά που έκαιγε την καρδιά της Ευφροσύνης, φωτιά πλήρους αφιέρωσης στον Θεό, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, αφενός τον βίο της οσίας μάς τον προσφέρει σε μορφή ποιητική – ο πεζός λόγος δεν του επαρκεί - αφετέρου  καταλαβαίνει ότι ο βίος αυτός προκαλεί θετικά , δηλαδή προς δοξολογία Θεού, και τους απλούς πιστούς και τους οσίους της Εκκλησίας, αλλά και τους ίδιους τους αγγέλους: «Λαμπρύνει τα των πιστών ενθέως συστήματα, η λαμπρά σου μνήμη και αξιέπαινος, θέλγει των οσίων τους χορούς, Αγγέλους επευφραίνει». Κι αυτό γιατί η οσία έζησε «ώσπερ άγγελος».

Εκείνο που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό στο βίο της οσίας είναι το γεγονός ότι δεν δίστασε να «μετασχηματιστεί», να μεταμφιεστεί δηλαδή σε άνδρα, προκειμένου να ζήσει την σκληρή ασκητική ζωή των ανδρών. Ξεπέρασε δηλαδή τη γυναικεία φύση της η Ευφροσύνη, αλλά με ταυτόχρονη υπέρβαση και άλλων ανθρωπίνων στοιχείων, όπως της αγάπης προς τον πατέρα της, όπως της συναισθηματικής ανταπόκρισης στον έρωτα ενός νέου ανθρώπου.  Υποκλινόμαστε κυριολεκτικά μπροστά στην «ατσάλινη» θέλησή της, η οποία συνεργαζόταν με απόλυτη υπακοή  με το θέλημα του Θεού. Αυτή η ευθύτητά της, η χωρίς καμία απολύτως παρέκκλιση απόβλεψή της στον Κύριο, θυμίζει την ευθύτητα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μετά τη μεταστροφή της από τον αμαρτωλό τρόπο ζωής. Με τη διαφορά ότι η οσία Μαρία είχε ζήσει την αμαρτία και είχε εισπράξει το τίμημα της κατάντιας και της θλίψης που φέρνει αυτή. Η οσία Ευφροσύνη όμως δεν είχε εμπειρία τέτοιου τρόπου ζωής, γι’  αυτό και ίσως είναι πιο αξιοθαύμαστη στο σημείο αυτό και από την οσία Μαρία. Κι αυτή η μεταμφίεσή της αποκαλύπτει βεβαίως και την αλήθεια ότι αν κανείς πράγματι αγαπά τον Θεό, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να Τον ακολουθήσει. Κανένα εμπόδιο δεν θα μπορεί να σταθεί μπροστά του, για να ανακόψει την ευλογημένη πορεία του. Πόσο μας ελέγχει η αγάπη της αυτή, εμάς που πολύ εύκολα βρίσκουμε «επιχειρήματα», για να δικαιολογούμε τον εαυτό μας ότι είναι δύσκολη η βίωση της χριστιανικής ζωής. Δύσκολη ναι, αλλά όταν δεν υπάρχει η κινητήρια δύναμη, η αγάπη του Θεού.

Ο υμνογράφος όμως ήδη απαρχής επισημαίνει κι εκείνο το στοιχείο  που σχετίζεται με το όνομά της. «Μήτερ οσία, Ευφροσύνη αξιάγαστε, την όντως ευφροσύνην επιποθήσασα, την ταύτην προξενούσαν ώδευσας τρίβον». Οσία μητέρα, αξιοθαύμαστη Ευφροσύνη, επειδή πόθησες την πραγματική χαρά και ευφροσύνη, περπάτησες το δρόμο που φέρνει σ’  αυτήν. Η αγία Ευφροσύνη δηλαδή, μέσα από τους ασκητικούς αγώνες, τους σκληρούς και υπεράνθρωπους για μία μικρή και απαλή κόρη, βρήκε τον δρόμο για την αληθινή χαρά. Διότι η αληθινή χαρά, η ευφρόσυνη διάθεση της καρδιάς, δεν είναι θέμα διασκεδάσεων, περιδιαβάσματος του κόσμου με ταξίδια, απλών συναναστροφών, αποκτήσεως υλικών αγαθών, πράγματα που διαπιστώνουμε στους περισσοτέρους ανθρώπους. Μία τέτοια αναζήτηση χαράς δυστυχώς τις περισσότερες φορές προκαλεί περισσότερη θλίψη και δυσθυμία, παρά όντως φέρνει χαρά. Διότι λείπει Εκείνος που αποτελεί την πηγή της χαράς: ο ίδιος ο Θεός. Η αγία Ευφροσύνη από πολύ νωρίς κατενόησε ότι η σχέση με τον Θεό φέρνει την ευφροσύνη στην καρδιά του ανθρώπου. Και τον Θεό Τον βρίσκει κανείς, όταν στραφεί μέσα του, στο «έδαφος» της καρδιάς του. Σ’  αυτό το έδαφος όμως αναπτύσσονται και τα ζιζάνια της πονηρίας και της κακίας, γι’  αυτό και αν δεν τα εκριζώσει κανείς, με την προσευχή, την άσκηση, την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, αυτά θα αλώσουν την καρδιά και θα γίνουν περιεχόμενό της. Οπότε η θλίψη σ’  αυτήν την περίπτωση θα γίνει καθεστώς στον άνθρωπο. Η αγία Ευφροσύνη λοιπόν γίνεται οδηγός μας για την πραγματική ευφροσύνη μας και την ευγνωμονούμε γι’  αυτό. «Ταις αυτής και του πατρός της αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».
πηγη.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Η Μαρία Μαγδαληνή στο ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ.Σχόλια



site analysis

Η γυναίκα που ταράζει την Εκκλησία των ανδρών

Η πιο παρεξηγημένη προσωπικότητα που «έθαψε» ο Ευαγγελιστής Λουκάς, αλλά κλαίει μαζί με την Παναγία κάτω από τον Σταυρό του Μαρτυρίου, αποκαλύπτεται...
Η γυναίκα που ταράζει την Εκκλησία των ανδρών
Οι δύο όψεις της Μαρίας Μαγδαληνής: - ως προκλητικής γυναίκας σε άγνωστο έως πρόσφατα πίνακα του 1515 που αποδίδεται στον Λεονάρντο ντα Βίντσι και στο εργαστήριό του και ως αγίας στην ορθόδοξη εικονογραφία

Στα Μάγδαλα, σ’ εκείνη την εμπορική πόλη της δυτικής ακτής της Γαλιλαίας, λέγεται ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε η πανέμορφη Μαρία που στο διάβα των αιώνων χαρακτηρίστηκε πόρνη. Η Μαρία η αφοσιωμένη μαθήτρια του Χριστού. Η Μαρία που δεν κρύφτηκε μετά τη Σταύρωση του Κυρίου της, όπως οι άρρενες μαθητές του. Η Μαρία η πρώτη από τις γυναίκες μαθήτριές του. Η Μαρία η Μαγδαληνή, η δραστήρια, ικανή, εύπορη γυναίκα που τον ρόλο της αποσιώπησε ένας Ευαγγελιστής, νόθευσε ένας Πάπας, αδίκησε η Ιστορία, δήθεν αναγνωρίζοντάς την σε ευφάνταστα σενάρια ερωτισμού. Και όμως, ο ίδιος ο διδάσκαλός της την ανέδειξε σε μαθήτριά του ισότιμη με τους άνδρες που τον περιέβαλλαν και η Εκκλησία σε Ισαπόστολο. Οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί θεολόγοι, όπως ο καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης, σήμερα μιλάνε για μια παρεξηγημένη προσωπικότητα, θύμα της ανδροκρατούμενης κοινωνίας.


Στους προχριστιανικούς αιώνες, αλλά και χρόνια μετά τη Γέννηση και τη Σταύρωση, οι γυναίκες ήταν κλεισμένες στον οίκο τους. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν μόνο οι μετρημένες στα δάχτυλα γυναίκες φιλόσοφοι, οι πόρνες, οι εταίρες, οι δούλες και οι πωλήτριες των λαϊκών αγορών. Ο Χριστός όμως αναστατώνει την κοινωνία και το ιερατείο με το κήρυγμά του και προκαλεί την μήνιν τους επειδή περιδιαβαίνει τις πόλεις και τα χωριά της Ιουδαίας με τους 12 Απόστολους και τις γυναίκες μαθήτριές του. Η Μαρία και η Μάρθα, οι αδελφές του Λαζάρου, η Μαρία του Κλωπά, η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη του Ζεβεδαίου βρίσκονται πάντα κοντά στον Χριστό και όλες βοηθούν στη διάδοση του μηνύματός του αναπτύσσοντας το φιλανθρωπικό έργο του. Και είναι οι μόνες που βρίσκονται κοντά του την ώρα της Σταύρωσης και λίγο αργότερα, εκείνα τα άγρια χαράματα, όταν ξεπερνώντας τον φόβο των μαθητών πήγαν με τα μύρα να αλείψουν το σώμα του νεκρού Χριστού γεμάτες από αγωνία για το πώς θα κυλήσουν τον λίθο που σφράγιζε το μνήμα του. Αυτές ήταν οι πρώτες που το είδαν άδειο και αντίκρισαν Αναστημένο τον Χριστό και έλαβαν την εντολή να κηρύξουν την έγερσή του από τους νεκρούς στους φοβισμένους και κρυμμένους Αποστόλους. Ανάμεσά τους πάντα η Μαρία η Μαγδαληνή, αρωγός, συντονίστρια, ηγέτιδα. «Η Μαγδαληνή έχει την προσωπικότητα ενός φυσικού ηγέτη που υποτάσσεται μόνο στην αυθεντία του Ιησού» λέει η ερευνήτρια της ιστορίας της κυρία Κατερίνα Δροσιά.
Τα παιδικά της χρόνια άγνωστα. Κανένας δεν μπορεί να προσδιορίσει την ηλικία που είχε όταν άκουσε τον Χριστό να κηρύττει για πρώτη φορά, αν και πιθανολογείται ότι η πρώτη τους συνάντηση έγινε στα όρη Μάγδαλα. Γνωστός όμως είναι ο πρώτος που προσπάθησε να αποσιωπήσει την ιστορία της. Ηταν ένας γιατρός από την Αντιόχεια, μαθητής του Αποστόλου Παύλου, ο γνωστός στους αιώνες Ευαγγελιστής Λουκάς. Ο άνθρωπος που συγγράφει το Ευαγγέλιό του τουλάχιστον σαράντα χρόνια μετά την Ανάσταση και ρίχνει τον πρώτο λίθο στη φήμη της Μαρίας: «Και ήταν οι δώδεκα μαζί Του και μερικές γυναίκες που ήταν θεραπευμένες από πνεύματα κακά και από ασθένειες, η Μαρία, που καλείται Μαγδαληνή, από την οποία είχαν εξέλθει εφτά δαιμόνια...». Η αναφορά του Λουκά στα επτά δαιμόνια και κυρίως η αντίστοιχη που γίνεται στη μεταγενέστερη προσθήκη στο Ευαγγέλιο του Μάρκου, πέντε αιώνες αργότερα, θα της αποδώσουν τον τίτλο της πόρνης. Κι όμως, ο Απόστολος Ματθαίος στο δικό του Ευαγγέλιο εκθειάζει τη στάση των γυναικών, και μεταξύ τους πρώτη της Μαρίας της Μαγδαληνής, σε δύο κορυφαίες στιγμές του Θείου Πάθους, τη Σταύρωση και την Ανάσταση, αντίθετα με των Αποστόλων. Ακόμη και ο Λουκάς το παραδέχεται: «Ηρθαν στο μνήμα μαζί και με μερικές άλλες (...), βρήκαν την πέτρα μετατοπισμένη κι ενώ έμεναν εκεί απορώντας παρουσιάστηκαν ξαφνικά μπροστά τους δύο άντρες με ρούχα που λαμποκοπούσαν (...) "Tι αναζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είναι εδώ. Aναστήθηκε". (...) Ετσι, επέστρεψαν από το μνήμα και τα διηγήθηκαν όλα αυτά στους ένδεκα μαθητές και σε όλους τους υπόλοιπους. (...) Ηταν η Mαρία η Mαγδαληνή, η Iωάννα, η Mαρία η μητέρα του Iακώβου και οι άλλες που ήταν μαζί τους. Σ' εκείνους όμως τα λόγια αυτά φάνηκαν σαν ανοησίες...». Ετσι ο Λουκάς εμφανίζει, στο Ευαγγέλιό του, τον Πέτρο να συναντά πρώτος τον αναστημένο Χριστό. Αλλά αντίθετα ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού, Ιωάννης, όπως επίσης ο Ματθαίος και ο Μάρκος, λένε ότι ο Χριστός εμφανίζεται για πρώτη φορά μετά την Ανάστασή Του στη Μαρία• και ακούγεται το γνωστό στους αιώνες: «Μη μου άπτου»!


Οι πρώτοι χριστιανικοί χρόνοι
Ο Πάπας καταδίκασε τη Μαρία...

Πολλοί μελετητές, θεολόγοι και ιστορικοί προσπάθησαν να ταυτίσουν στα πρώτα χριστιανικά χρόνια τη Μαρία τη Μαγδαληνή, τη Μαρία την αδελφή του Λαζάρου, με την ανώνυμη αμαρτωλή γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού ζητώντας συγχώρεση. Ανάμεσά τους μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Τερτυλλιανός αλλά και ο Ωριγένης καλλιέργησαν αυτή την άποψη. Και το 550 μ.Χ. η «ανίερη» ταύτιση επικυρώθηκε και με τη σφραγίδα του Πάπα Γρηγορίου του Α'. Τότε, στα χρόνια της Μίας και Αδιαίρετης Εκκλησίας, ο Πάπας Γρηγόριος δηλώνει απευθυνόμενος στους κληρικούς του: «Εκείνη την οποία ο Λουκάς αποκαλεί αμαρτωλή γυναίκα και ο Ιωάννης ονομάζει Μαρία πιστεύουμε πως είναι η Μαρία που από μέσα της διώχθηκαν επτά δαιμόνια σύμφωνα με τον Μάρκο. Και τι άλλο μπορούν να σημαίνουν αυτά τα επτά δαιμόνια αν όχι τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Είναι ολοφάνερο αδελφοί μου πως αυτή η γυναίκα προηγουμένως χρησιμοποίησε τα μύρα για να αρωματίσει τη σάρκα της και να την προετοιμάσει για ακόλαστες πράξεις. Ο,τι λοιπόν προηγουμένως το επεδείκνυε με τόσο σκανδαλώδη τρόπο, τώρα τη βλέπουμε να το προσφέρει στον Θεό με αρετή. Τα γήινα μάτια της που ορέγονταν την αμαρτία τώρα εξαγνίζονται μέσα από τα δάκρυα της αμαρτίας». Με αυτό τον τρόπο λέει ο καθηγητής Π. Βασιλειάδης «παγιώθηκε ο μύθος της Μαρίας της Μαγδαληνής ως της πόρνης με τη χρυσή καρδιά». Και παρ' ότι στον ανατολικό xριστιανισμό αυτές οι ερμηνείες απορρίφθηκαν νωρίς, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συνέχισε να τις καλλιεργεί επί αιώνες για να τις αποσύρει αθόρυβα μόλις το 1969.


Δοξασίες
Ερωμένη, σύντροφος και μητέρα

Οι δοξασίες των δυτικών θεολόγων για τη Μαρία Μαγδαληνή και την πραγματική σχέση της με τον Χριστό δεν αποτέλεσαν μόνο την αφορμή για την εφεύρεση των γνωστών μυθιστοριών για το περίφημο Γκράαλ, το ιερό και βασιλικό αίμα και τον ρόλο των ναϊτών ιπποτών. Προκάλεσαν ή δικαιολόγησαν ποταμούς αίματος στη μεσαιωνική Ευρώπη. Κι όμως, όλοι γνωρίζουν από τα απόκρυφα Ευαγγέλια, αλλά και από το Ευαγγέλιο που φέρεται να έγραψε η ίδια η Μαγδαληνή, όπως λένε στις μελέτες τους οι Σάββας Αγουρίδης και Πέτρος Βασιλειάδης, ότι φαίνεται να κατείχε εξέχουσα θέση μεταξύ των μαθητών του Ιησού. Οι θεολόγοι λένε σήμερα ότι δεν υπάρχει καμία υποψία πως η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν πόρνη, ερωμένη, σύντροφος ή σύζυγος του Ιησού ή μητέρα των φυσικών παιδιών του. Ηταν μια απόστολος και προβεβλημένη μαθήτρια του Ιησού, με το έργο της οποίας ελάχιστοι ασχολήθηκαν. Επί 20 αιώνες οι περισσότεροι στροβιλίζονται στις υποτιθέμενες ερωτικές ή συζυγικές της σχέσεις της με τον Χριστό, ή με το εάν ήταν πόρνη και μετανόησε, ή με το εάν τα επτά δαιμόνια συμβόλιζαν τα στάδια της μύησής της. Ηταν αδύνατον να δεχτούν ότι είχαν να κάνουν απλώς με μια ηγετική γυναικεία φυσιογνωμία. Η ανύπαντρη ή νεαρή χήρα γυναίκα που με τα χρήματα τα οποία διέθετε από την οικογένειά της στήριζε οικονομικά τη διακονία των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων πάντα δεχόταν αμφισβητήσεις. Αλλωστε στο Ευαγγέλιο που της αποδίδεται η ίδια αφηγείται: «Τότε η Μαρία έκλαψε και είπε στον Πέτρο: "Αδελφέ μου, τι σκέπτεσαι; Νομίζεις ότι τα επινόησα μόνη στην καρδιά μου, ή ότι ψεύδομαι για τον Σωτήρα;". Ο Λεβί απάντησε και είπε στον Πέτρο: "Πέτρο, πάντοτε ήσουν ευέξαπτος. Τώρα σε βλέπω να μάχεσαι εναντίον της γυναίκας, όπως εναντίον των αντιπάλων. Αλλά αν ο Σωτήρας την έκανε άξια, πραγματικά, ποιος είσαι εσύ για να την απορρίψεις;"».




ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΡΘΡΟ
Η δημοσίευση του σπαράγματος του συμβατικά ονομαζόμενου Ευαγγελίου της Συζύγου του Ιησού φαίνεται ότι έδωσε την αφορμή στο σύντομο άρθρο της Μαρίας Αντωνιάδου στην οnline έκδοση της εφημερίδας ΒΗΜΑ. 
Μάλιστα το δημοσίευμα επιγράφεται με τον αρκετά πιασάρικο δημοσιογραφικό τίτλο "Η γυναίκα που ταράζει την Εκκλησία των ανδρών".
Επιτρέψτε μου μερικές σκέψεις σχετικά με αυτό το δημοσίευμα. Κατά τη γνώμη μου απουσιάζουν σημαντικά κομμάτια του μωσαϊκού της εικόνας της Μαρίας, όπως αυτή προκύπτει από τις πηγές μας, ενώ παρερμηνεύονται κάποιες από αυτές.
Ειδικότερα ξεκινώντας από τα κείμενα της Κ.Δ. είναι γεγονός ότι η Μαρία εμφανίζεται αρκετές φορές, όπως δε νομίζω ότι προκύπτει από κάπου ότι ήταν εύπορη, όπως υποστηρίζει το δημοσίευμα ή ότι έχει ηγετικό ρόλο μέσα στην ομάδα των γυναικών. Είναι βέβαια γεγονός ότι η Μαρία απαντά μεταξύ των γυναικών που παρακολουθούν την ταφή και πηγαίνουν στον τάφο και στους τρεις συνοπτικούς και στον Ιωάννη. Η επίμονη εμφάνιση του ονόματός της μεταξύ εκείνων των γυναικών καθώς και η ιδιαίτερη αφήγηση για την εμφάνιση του Αναστημένου σε αυτήν στον Ιωάννη μαρτυρεί την ύπαρξη μίας ιδιαίτερης παράδοσης η οποία συνδέεται με το πρόσωπό της. Πολύ πιθανόν συγγενείς ή κάποιος κύκλος που συνδέεται με αυτήν αλλά και με τις άλλες γυναίκες (δεν είναι η μόνη που θυμάται η παράδοση) να διατηρεί τη μνήμη της εμφάνισης του Ιησού σε αυτήν και στις άλλες γυναίκες. Εκεί που η Μαρία αποκτά ηγετικό ρόλο και τη θέση μαθήτριας ανώτερης από τον Πέτρο είναι στα γνωστικά κείμενα, βλ. Ευαγγέλιο Μαρίας ή Ευαγγέλιο Φιλίππου. Υπάρχει όμως μια ανοικτή συζήτηση στην έρευνα από πού προέρχεται αυτή η παράδοση στη διαμόρφωση της οποίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο κι η αφήγηση του Ιω.
Όσον αφορά στις εμφανίσεις του Ιησού σε αυτήν, το δημοσίευμα δείχνει άγνοια του κειμένου των κανονικών ευαγγελίων και στοιχειωδών γνώσεων Εισαγωγής στην Κ.Δ. Ουσιαστικά μόνο ο Ιωάννης αναφέρει μια ιδιαίτερη συνάντηση της Μαρίας με τον Αναστημένο. Στον Ματθαίο η Μαρία είναι μία από τις γυναίκες που πηγαίνουν στον τάφο από τις οποίες ο Μτ ξεχωρίζει δύο, την Μαγδαληνή και μια άλλη Μαρία, στις οποίες εμφανίζεται ως ομάδα ο Αναστημένος, ενώ στο Μκ, αν ισχύουν όσα γνωρίζουμε από την κριτική του κειμένου, το ευαγγέλιο τελειώνει απότομα στο 16, 8 αφήνοντας ανοικτό το τέλος του ευαγγελίου και αποσιωπώντας μια συνάντηση του Αναστημένου με τις γυναίκες (τα όσα ακολουθούν είναι αρχαία αλλά μεταγενέστερη προσθήκη). Άδικα κατηγορείται ο Λκ για "θάψιμο" της Μαρίας. Η παρανόηση ή παρερμηνεία του Λκ έγινε από τον πάπα Γρηγόριο τον Διάλογο.   Πουθενά ο ευαγγελιστής δεν την ταυτίζει με την πόρνη της γνωστής ιστορίας. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για αποσιώπηση των γυναικών ως μαρτύρων της Ανάστασης, αυτή έγινε σαφώς πριν τον Λκ και στην παράδοση που ο Παύλος παραλαμβάνει και επαναλαμβάνει στο Α΄ Κορ 15.
Οπωσδήποτε το γεγονός ότι προκρίθηκαν ανδρικές μορφές στην παράδοση, ενώ κάποιες άλλες, γυναικείες, πέρασαν στο παρασκήνιο έχει να κάνει και με τις ανδροκρατούμενες κοινωνικές δομές του περιβάλλοντος της αρχαίας Εκκλησίας, οι οποίες σχετικά νωρίς πέρασαν μέσα στη ζωή και την οργάνωσή της ως αποτέλεσμα πιθανόν της καθυστέρησης της Παρουσίας. Δε νομίζω όμως ότι αυτό αποτελεί την αποκλειστική εξήγηση του φαινομένου. Ας μην ξεχνούμε ότι στην Ανατολή η Μαρία Μαγδαληνή συνέχισε να τιμάται ως ισαπόστολος από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα καταλαμβάνοντας μία θέση δίπλα στους άνδρες "συμμαθητές" της. Επιμένω πως η ιστορία είναι πολύ πιο σύνθετη από ό,τι μπορούμε σήμερα να αντιληφθούμε και πως οι απλουστευμένες ερμηνείες του αποσπασματικού υλικού, που έχουμε στη διάθεσή μας, αδικούν την ιστορία και περιορίζονται σε επιφανειακές αναγνώσεις των δεδομένων. Προκαλούν βέβαια εντύπωση και αναδεικνύουν μυθιστορήματα του τύπου Κώδικας ντα Βίντσι στα πλέον ευπώλητα παγκοσμίως, όμως σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν τις μοναδικές αναγνώσεις των λιγοστών δεδομένων και μάλιστα, όπως ισχυρίζονται, απελευθερωμένες από την ανδρική οπτική και νοοτροπία. Κατά τη γνώμη μου τέτοιες ερμηνείες, που αγνοούν δεδομένα ή τα παραποιούν, πέφτουν στο ίδιο ολίσθημα της ιδεολογικοποίησης των δεδομένων και ανακατασκευάζουν κι αυτές την ιστορία μέσα από μία συγκεκριμένη οπτική. Θεμιτό μόνο στο μέτρο που αναγνωρίζουν την υποκειμενική τους προσέγγιση και το μυθιστορηματικό τους, πολλές φορές,  χαρακτήρα. 
Aikaterini Tsalampouni

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Οι άγιες Ξανθίππη και Πολυξένη



site analysis



Οι δύο αυτές αγίες ήσαν αδελφές κατά σάρκα, έζησαν δε στην Ισπανία κατά τους χρόνους του αύτοκράτορος Κλαυδίου (41-54 μ.Χ.). Η Ξανθίππη ήταν σύζυγος του Πρόβου, άρχοντος της χώρας, και οδηγήθηκε στην πίστη του Χριστού από τον απόστολο Παύλο, όταν αυτός ενδημούσε στην πατρίδα της (βλ. Ρωμ. 15, 28).

Η Πολυξένη ήταν παρθένος, προτού δε λάβη το άγιο βάπτισμα, είχε αρπαγή από κάποιον άνδρα ασελγή, αλλά ή χάρις του Θεού την προστάτευσε και δεν του επέτρεψε να την διαφθείρη. Μεταβαίνοντας από τόπου εις τόπον άκουσε το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου και κατόπιν το κήρυγμα του αποστόλου Φιλίππου στην Ελλάδα. Τέλος, έγινε μαθήτρια του αποστόλου Ανδρέα, ο οποίος την έβάπτισε. Επανερχόμενη στην πατρίδα της, παρέλαβε μαζί της τον απόστολο Ονήσιμο και την συνοδοιπόρο των ταξιδιών της Ρεβέκκα, μαζί μέ την οποία είχε βαπτισθή. Στην Ισπανία έζησε το υπόλοιπον της ζωής της μαζί με την αδελφή της Ξανθίππη κηρύττοντας την πίστι του Χρίστου και επιτελώντας πολλά θαύματα. Οί δύο αδελφές έκοιμήθησαν εν ειρήνη.

Πηγή:  “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος – Σεπτέμβριος, σ. 205-206)

Η Αγία ένδοξος Πρωτομάρτυς και Ισαπόστολος Θέκλα.(24 Σεπτεμβρίου)



site analysis



Στα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα ο Απόστολος της Αλήθειας Παύλος έφτασε στο Ικόνιο στο σπίτι του ευσεβούς οικογενειάρχη Ονησιφόρου.
Εκεί τον άκουσε να κηρύττει το λόγο του Θεού η παρθένος και Ισαπόστολος Θέκλα.
Επί 3 ημέρες ούτε έφαγε ούτε πήγε σπίτι της ακούγοντας το θειο κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου.
Με αποτέλεσμα να την αναζητήσουν οι γονείς της. Επειδή όμως δεν εκάμφθη να γυρίσει σπίτι της συνέλαβαν την Θέκλα και την φυλάκισαν.
Η Θέκλα δωροδόκησε τον φρουρό για να δει τον Παύλο και κάθισε κοντά του όλη νύχτα να ακούει το Θείο Λόγο του.
Οι συγγενείς της ζήτησαν από τον άρχοντα να την θανατώσει. Όμως τίποτα δεν μπορούσε να αγγίξει την θεόπνευστη ψυχή της Θέκλας.
Οι παρακλήσεις προς τον Κύριο έσβησαν την φωτιά που άναψαν για να την κάψουν.
Αποφάσισε να ακολουθήσει τον Παύλο και έφτασαν στην Αντιόχεια, αλλά και εκεί η ομορφιά της την έκανε να υποφέρει τα πάνδεινα. Αλλά τίποτα δεν μπορούσε να πτοήσει την θεϊκά εμπνευσμένη Θέκλα. Ο κόσμος σάστισε καθώς κανένα θηρίο δεν την κατασπάραζε όσες φορές και αν επιχείρησαν να την θανατώσουν. Μια αρχόντισσα μάλιστα, η Τρύφαινα της έγραψε τα υπάρχοντα της και η Θέκλα βοηθούσε τους φτωχούς και αδυνάτους. Όμως η λαχτάρα της ήταν να δει ξανά το δάσκαλο της, τον Παύλο, και έστελνε μηνύματα στα μέρη που ήξερε ότι θα περνούσε ή πέρασε ο Παύλος. Τον βρήκε στα Μύρα της Λυκίας. Ο Παύλος της είπε ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψει στην πατρίδα της.
Προσευχήθηκε λοιπόν για να την οδηγήσει στο σωστό μέρος. Πήγε λοιπόν στη Σελεύκεια και ανέβηκε πάνω σ’ ένα βουνό οδηγημένη από ένα φωτεινό σύννεφο. Κατάλαβε ότι ήταν θέλημα Θεού να κατοικήσει εκεί και βρήκε μια σπηλιά και εγκαταστάθηκε, θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα των ανθρώπων.
Μόλις πλησίαζαν οι ασθενείς γιατρεύονταν. Οι Μάγοι όμως είδαν στο πρόσωπο της τον άμισθο γιατρό, τον εχθρό τους και έκαναν συμβούλιο και αποφάσισαν να στείλουν πληρωμένους νεαρούς να την βιάσουν για να χάσει τη δύναμη της, όπως πίστευαν.
Η Αγία Θέκλα δεν φοβήθηκε καθόλου όταν τους είδε. Σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό και προσευχήθηκε για τη σωτηρία της. Τότε ακούστηκε από τον ουρανό μια φωνή να της λέει να μην φοβάται και ότι είναι κοντά της για να την βοηθήσει. Μία πέτρα που ήταν μπροστά της άνοιξε για να γίνει η αιώνια κατοικία της. Μόλις άνοιξε η πέτρα η Αγία πέρασε μέσα και η πέτρα ξανάκλεισε χωρίς να αφήσει ρήγμα. Οι νέοι αποσβολωμένοι πρόλαβαν μόνο και άρπαξαν το χιτώνα της.
Και τούτο κατά θείαν οικονομίαν, άμα μεν εις πίστην του γενομένου, άμα δε εις ευλογίαν και παραμυθίαν των μεταγενεστέρων ευσεβών τε και φιλοχρίστων. Αυτό ήταν και το τέλος της πρωτομάρτυρας και Ισαποστόλου Αγίας Θέκλας. Όταν άρχισε το μαρτύριο της ήταν μόλις 18 ετών και απήλθε εις Κύριον 90 ετών. Επί 72 δηλαδή χρόνια υπήρξε οδοιπόρος πιστή εις τον Κύριον, χωρίς να λυγίσει μπροστά σε τόσα βασανιστήρια και σε διωγμούς. Αυτήν ας έχουν όλοι οι Χριστιανοί άγρυπνο φύλακα των ψυχών τους, ευπρόσωπο πρέσβη προς τον Θεό και συμπαραστάτη τους στις δύσκολες ώρες των μεγάλων κινδύνων.
Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη της Αγίας Πρωτομάρτυρας και Ισαποστόλου Θέκλας την 24η Σεπτεμβρίου.
«Αυτός σε σώζει, Θέκλα, ρήξας την πέτραν,
Ου τω πάθει πρίν ερράγησαν αί πέτραι.
Πέτρη αμφί τετάρτην εικάδα δέξατο Θέκλην.»

Η Νεομάρτυς Νίνα Κουζνέτσοβα (†1938)



site analysis



«Το μυστήριο τούτο μέγα εστί»· ο τρόπος που ο άνθρωπος επιλέγει την πνευματική του πορεία, πως ανακαλύπτει η ψυχή τους δρόμους προς τα ποτάμια με ζωντανό νερό, που εκβάλλουν στην αιώνια ζωή, και πως αφού γευτεί τα καθαρά νάματα, δεν επιθυμεί πλέον να επιστρέψει στις απατηλές χαρές αυτού του κόσμου. Μόνο εδώ, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δίπλα στο Σταυρό του Χριστού, κάτω από τη Σκέπη της Θεομήτορος, η ψυχή αποκτά την αληθινή ειρήνη, την πραγματική επίγνωση όλων των αξιών και αρετών, όταν αυτή μπορεί να κρίνει όλο τον κόσμο, χωρίς να τον κατακρίνει. «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού· μωρία γαρ αυτώ εστί, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται. Ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α΄ Κορ. 2, 14-15).
Η βόρεια Ρωσία δεν κατακτήθηκε και δεν εδραιώθηκε με την ανδρεία των μαχητών της, αλλά με την ευλογημένη δύναμη των αθλητών της πίστεως, μοναχών και ασκητών. Μαζί με τους μοναχούς· αθλητές σε αυτή τη γη έλαμψαν οι άμεμπτοι (ευλογημένοι) άγιοι ιερείς, όπως ο Λεωνίντ Ουστνεντούμσκιϊ, τα λείψανα του οποίου επαναπαύονται (φυλάσσονται) στην πόλη Λάλσκ, καθώς και οι κοσμικοί αθλητές της πίστεως, όπως ο άγιος Προκόπιϊ στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ. Η πραγματική και η αληθινή ιστορία της Ρωσίας είναι η ιστορία των πνευματικών αθλητών της, χωρίς των οποίων η ιστορία της θα ήταν δίχως περιεχόμενο – ασήμαντη και κενή, όμοια με ένα ξέφραχτο αμπέλι από όπου περνάνε διάφοροι λαοί, που στερούνται τη δική τους ιστορία.
Στον 20ο αιώνα οι περισσότεροι μάρτυρες, προτού να στεφτούν με τα στεφάνια των μαρτύρων, ήταν μεγάλοι αθλητές της πίστεως, άλλοι νηστευτές, άλλοι σαλοί διά τον Χριστόν, άλλοι πλανόβιοι, και άλλοι διακρίνονταν με τα έργα της ελεημοσύνης.
Η μάρτυς Νίνα γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1887 στο χωριό Λαλσκ -είναι πόλη και ανήκει στην περιφέρεια Κίροβσκαγια (Βιάτσκαγια)- της περιοχής Ουστιούγκ του νομού Βολογκόντσκ, από μια ευσεβή οικογένεια ενός αστυφύλακα του Αλεξέϊ Κουζνετσόβ και της συζύγου του Άννας.
Η Νίνα ήταν μοναχοκόρη και οι γονείς της την αγαπούσαν υπερβολικά. Ονειρεύονταν να την παντρέψουν, αλλά η Νίνα από τα παιδικά της ακόμα χρόνια αγάπησε υπερβολικά την προσευχή, τα μοναστήρια και τα πνευματικά βιβλία. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλές εκκλησίες στην περιοχή. Το χωριό Λαλσκ αριθμούσε οκτώ ναούς, αν και ήταν μικρό χωριό με κατοίκους που δεν ξεπερνούσαν τα χίλια άτομα. Ο πατέρας, αφού διέκρινε την κλήση της κόρης του στα πνευματικά, θεώρησε παράλογο να επιμένει στην επιλογή του οικογενειακού βίου για την κόρη του και να της φέρει εμπόδια στις πνευματικές της αναζητήσεις. Της παραχώρησε τη σιταποθήκη για κελί, όπου ο ίδιος κατασκεύασε ράφια και έψαχνε στα μοναστήρια και στα εκκλησιαστικά βιβλιοπωλεία πνευματικά βιβλία. Με αυτό τον τρόπο η Νίνα απέκτησε μια πλούσια βιβλιοθήκη. Δεν υπήρχε γι’ αυτή μεγαλύτερη παρηγοριά παρά το διάβασμα των πνευματικών βιβλίων. Προσευχόταν πολύ, ήξερε απ’ έξω πολλές προσευχές και όλο το Ψαλτήριο. Μέσα από την αδιάλειπτη προσευχή, η ψυχή της αναπτυσσόταν και στερέωνε στην καθαρότητα και στις αρετές, κατευθυνόταν προς την τελειότητα. Τότε άρχισε να δέχεται, σύμφωνα με την Ευαγγελική εντολή, τους πλανόβιους και τους άστεγους. Οι γονείς της συμβιβάσθηκαν με την επιλογή της κόρης τους, αφού και μόνοι τους διέκριναν ότι πλησίασε η εποχή των διωγμών. Για ποιά ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, αφού ξεκίνησαν παντού να καταδιώκουν, να βασανίζουν και να σκοτώνουν τους Χριστιανούς;
Το 1932 οι αρχές είχαν συλλάβει τον Αλέξιο και την Άννα. Και οι δυο τους ήταν ήδη προχωρημένης ηλικίας. Δεν άντεξαν τις δυσχέρειες της φυλάκισης και σε λίγο πέθαναν. Οι αρχές είχαν σκοπό να φυλακίσουν και τη Νίνα, αλλά την ώρα της σύλληψης των γονέων η Νίνα έπαθε κρίση η οποία την είχε παραλύσει και την αφήσανε σπίτι. Μέχρι το τέλος της ζωής της περπατούσε με δυσκολία και το δεξί της χέρι έμεινε σχεδόν εξ ολοκλήρου παράλυτο. Όταν ήθελε να κάνει το σταυρό, πάντα υποβοηθούσε τον εαυτό της με το αριστερό χέρι. Λόγω βαριάς ασθένειας, δεν της κατασχέθηκε το σπίτι και η περιουσία της, την οποία η Νίνα διαχειρίστηκε με το καλύτερο δυνατόν τρόπο. Το σπίτι ήταν μεγάλο, πεντάτοιχο, με μια ευρύχωρη κουζίνα, όπου στο ειδικό χώρο που προεξείχε του δαπέδου χωρούσαν είκοσι άτομα, και πάνω στην πέτρινη ρωσική σόμπα υπήρχε θέση για άλλα πέντε. Το σπίτι είχε και ένα μεγάλο δωμάτιο, το όποιο έσφυζε από κόσμο, ιδίως από γυναίκες, που είχαν φυλακίσει τους συζύγους τους και τους είχαν κατασχέσει όλη την περιουσία. Όλος αυτός ο κόσμος έβρισκε καταφύγιο και φαγητό στο σπίτι της Νίνας.
Όταν στις αρχές της επανάστασης κλείσανε το μοναστήρι Κοριαζεμσκιϊ, η αδελφότητά του μετακόμισε στο Λαλσκ, όπου ίδρυσε ένα μοναστήρι με δώδεκα μοναχούς. Κάτω από το ναό, σε ένα χώρο τον οποίο παλιά χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη, έχτισαν μια παραδοσιακή πέτρινη σόμπα, άνοιξαν δύο παράθυρα, διαίρεσαν σε δύο χώρους την αποθήκη με ένα διαχωριστικό και έτσι δημιούργησαν δύο κελιά. Εδώ ζούσαν οι μοναχοί, αλλά λειτουργούσαν στην εκκλησία του Λαλσκ, διατηρώντας στην προσωπική και εκκλησιαστική ζωή τους το κοινοβιακό τυπικό και την καλογερική ευλάβεια. Ως καθηγούμενος του μοναστηρίου ορίστηκε ο π. Πάβελ (Χοτέμοβ). Ήταν από την φυλή των Ζαριαίων, από ένα μακρινό χωριό κοντά στο Ούστ-Σισόλσκ (τώρα είναι η πόλη Σικτιβκάρ). Τα γράμματα διδάχθηκε από ένα δάσκαλο-ευεργέτη, ο οποίος δίδασκε στην πόλη, αλλά κάθε καλοκαίρι, επιστρέφοντας στο πατρικό του σπίτι, περνούσε από το χωριό όπου ζούσε το αγόρι με τους γονείς του. Ο δάσκαλος του εξηγούσε το μάθημα, του έδινε την ύλη για όλο το καλοκαίρι και έφευγε. Όταν επέστρεφε, τον έλεγχε, έκανε τις παρατηρήσεις του και του έδινε νέα ύλη – και έτσι με αυτό τον τρόπο το αγόρι μάθαινε γράμματα. Ο πάτερ Πάβελ διαφύλαξε σε όλη του τη ζωή την ευγνωμοσύνη προς τον δάσκαλό του και τον μνημόνευε σε κάθε λειτουργία. Αλλά πιο πολύ ευγνωμοσύνη έτρεφε ο πάτερ σε αυτούς τους ανθρώπους οι όποιοι του παρακίνησαν το ενδιαφέρον για πνευματικά, τον έκαναν να αγαπήσει τον Χριστό και το μοναχικό βίο. Ήταν ακόμα έφηβος, όταν μια φορά οι συγχωριανές γυναίκες, σκοπεύοντας να κάνουν, οδοιπορικώς, ένα προσκύνημα στο Κίεβο, πρότειναν στους γονείς του να τον πάρουν μαζί τους. Προετοιμάστηκε τόσο γρήγορα, ώστε ξέχασε να πάρει μαζί του το γούνινο καπέλο, και το ταξίδι κράτησε ένα ολόκληρο χρόνο. Ακριβώς τότε, δίπλα στα λείψανα των αγίων στα σπήλαια του μοναστηρίου Κίεβο-Πετσόρσκιϊ, είχε ανακαλύψει για τον εαυτό του το τι είναι η σωτήρια μοναστική οδός. «Προσεύχομαι κάθε μέρα για εκείνες τις γυναίκες που μ’ έφεραν στο Κίεβο», έλεγε ο πάτερ Πάβελ.
«Εάν δεν ευδοκούσε ο Θεός τότε να πάω στο Κίεβο, δε θα γινόμουν μοναχός, δεν θα σωζόμουν». «Και τώρα, πάτερ, σώζεσαι;», τον ρωτούσε ο υποτακτικός του Αντρέϊ Μελέντιεβ (αργότερα, αρχιμανδρίτης Μοντέστ, υπηρετούσε στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ, κοιμήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του  ’80). «Γιατί να μη σωθώ; Οι δαίμονες θα με σέρνουν στον Άδη, εγώ όμως θα απλώσω τα χέρια μου και θα τους πω: «Εγώ είμαι Χριστιανός! Εσείς τί δουλειά έχετε μ’ εμένα;».
Ο πάτερ Πάβελ ήταν μεγάλος αθλητής της πίστεως. Ήξερε απ’ έξω πάνω από εξακόσια ονόματα ανθρώπων, τους οποίους μνημόνευε κάθε φορά στη λειτουργία. Για να έχει δυνατότητα να τους μνημονεύει όλους ανεξαίρετα, ερχόταν στο ναό μερικές ώρες πριν τον Όρθρο, έκανε την προσκομιδή και προσευχόταν για τον καθένα ξεχωριστά. Όταν τον ρωτούσαν «Τί είναι το μοναστήρι;», απαντούσε: «Το μοναστήρι είναι το «Δέκατον Έβδομον Κάθισμα» -το «Κάθισμα Δέκατον Έβδομον» του Ψαλτηρίου συμπεριλαμβάνει τον ψαλμό 118 – και λάχανο τουρσί κάθε μέρα» και με την απλότητα που τον διέκρινε, επεσήμανε στον ερωτήσαντα τα πιο ουσιώδη, την προσευχή και τη νηστεία. Ο ίδιος νήστευε πολύ σκληρά. Τύχαινε να του φέρουν σπιτικά μπισκότα ή και νόστιμες «βατρούσκι»  (είδος ζυμαρικού με γέμιση). Ο πάτερ τα κοιτούσε, τα ψαχούλευε και έλεγε γελώντας: «Πω! Πω! Αυτά είναι πολύ καλά, είναι κρίμα να τα φάει κανείς». Και έφευγε. Οι «βατρούσκι» έμεναν απείραχτες μέχρι να ξεραθούν. Όταν τα περιμάζευε η Νίνα, αυτά ήταν ήδη σκληρά σαν παξιμάδια, τα μούσκευε στο νερό και τα έτρωγε. Αυτή ήταν η τροφή της αθλήτριας της πίστεως στη διάρκεια πολλών ετών.
Όταν κλείσανε οι αρχές και αυτό το μοναστήρι στο χωριό Λαλσκ, μερικοί από την αδελφότητα, μεταξύ των οποίων ήταν και οι Ηγούμενοι Πάβελ και Νήφων, βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι της μακάριας Νίνας.
Το τυπικό της αθλήσεως της μακάριας αυτής ψυχής ήταν πολύ αυστηρό. Κοιμόταν τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και στις 2 η ώρα τα μεσάνυχτα πάντα σηκωνόταν να προσευχηθεί μαζί με τους μοναχούς.
Ποτέ της δεν έπινε τσάι, ούτε γάλα, δεν έτρωγε ζάχαρη και τίποτα εύγευστο. Όλη της η καθημερινή τροφή ήταν από τα μουσκεμένα στο νερό παξιμάδια, παρότι στην τραπεζαρία το σαμοβάρι ποτέ δεν έλειπε από το τραπέζι, το ένα που έβραζε διαδεχόταν το άλλο, και γύρο από το τραπέζι καθόταν ο κόσμος, έπινε τσάι, έτρωγε το μεσημεριανό του φαγητό, και η αυλή έσφυζε από άλογα, γιατί και οι περαστικοί κάνανε στάση στο σπίτι της. Δεν πλήρωναν τίποτα για τη διαμονή, και ούτε έμπαιναν στον κόπο να ψάχνουν στέκι. Το σπίτι της μακάριας Νίνας, της κόρης ενός αστυφύλακα, ο καθένας θα μπορούσε να το επιδείξει. Στο σπίτι της όλα ήταν απλοϊκά, συνδεδεμένα με την ορθόδοξη παράδοση, και όχι με το νεόφερτο σοβιετικό τρόπο. Ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να βρει εδώ στέγη και κάποια τροφή. Όποιος είχε περίσσευμα από ψωμί, αλεύρι ή και μπληγούρι, φεύγοντας, το άφηνε για τους άλλους. Οι φιλοξενούμενοι ως συνήθως καθόταν γύρω από το τραπέζι, η Νίνα όμως ποτέ δεν καθόταν μαζί τους, αλλά σε μια γωνιά μπροστά στη σόμπα και δίπλα στο διαχωριστικό πάνω σε ένα κατεργασμένο κούτσουρο. Ποτέ της δεν κοιμόταν στο κρεβάτι, αλλά κάτω από το νιπτήρα σε μια γωνιά της ιζμπά (Ρωσικό χωριατόσπιτο), τραβώντας με τα σακατεμένα της χέρια το πάπλωμα για να σκεπάσει το κεφάλι της, διπλωνόταν σαν την κουλούρα και κοιμόταν. Στην εκκλησία ήταν παρούσα στην κάθε λειτουργία, βολεύονταν κάπου και έκανε πως προσπιόταν ότι κοιμόταν. Εάν όμως τύχαινε να σκοντάφτει κανείς στην ανάγνωση των κειμένων, αμέσως προσέθετε τις επόμενες προτάσεις, καθότι ήξερε όλη τη λειτουργία απ’ έξω.
Η όραση του πάτερ Πάβελ δεν ήταν καθόλου καλή, και αυτός γνωρίζοντας πως η μακάρια γνώριζε τέλεια όλα τα κείμενα της λειτουργίας, καθώς και το εκκλησιαστικό τυπικό, τύχαινε να ανοίγει την πόρτα του Ιερού και να ρωτάει από εκεί: «Νίνκα (υποκοριστικό της Νίνας στα ρωσικά), πια περικοπή από τις Πράξεις των Αποστόλων και το Ευαγγέλιο πρέπει να διαβαστούν;» Η Νίνα απαντούσε αμέσως και ποτέ δεν έτυχε να κάνει λάθος.
Εκείνη την εποχή τα καθήκοντα του ψάλτη στον κλήρο εκτελούσε ο υποτακτικός Αντρέϊ Μελέντιεβ. Τους περισσότερους ψάλτες που έψαλλαν στις εκκλησίες οι αρχές, άλλους είχαν ξυλοφορτώσει μέχρι θανάτου, άλλους εξορίσει, και κάποιοι δραπέτευσαν μόνοι τους ή και κρύφθηκαν. Έμειναν μόνο οι γερόντισσες και οι ηλικιωμένες σύζυγοι των εμπόρων, και κάποιες άλλες υπερήλικες, τις οποίες μάζευε όλες ο ψάλτης και έψελνε μαζί τους. Και καθώς έψελνε μαζί τους, ξεχνούσε έγκαιρα να εντοπίζει την περικοπή από τις Πράξεις των Αποστόλων, ενώ πλησίαζε η ώρα να την απαγγείλει. Η μακαρία καθόταν στον κλήρο με μάτια κλειστά, κάνοντας πως κοιμόταν, και εκείνη τη στιγμή έλεγε: «Άνοιξε την περικοπή τάδε….», «Μη με ενοχλείς Νίνκα», απαντούσε ο υποτακτικός, αλλά ο ίδιος έψαχνε βιαστικά (ευσπεσμένα) την περικοπή. Τον πρώτο καιρό δεν εμπιστευόταν σε αυτά που ορθώς του υπαγόρευε η Νίνα, μετέπειτα όμως, πείστηκε πολλές φορές και δεν έλεγχε πλέον τα λεγόμενα της.
Κατά τη δεκαετία του 1930 από τους μοναχούς-ιερομόναχους έμεινε μόνο ο Ηγούμενος Πάβελ (Χοτέμοβ), και οι ενορίτες άρχισαν να ανησυχούν εάν θα μπορούσε ο Γέροντας να λειτουργεί κάθε μέρα, καθώς η προχωρημένη ηλικία του τον έκανε όλο και πιο ανήμπορο. Ο πάτερ Πάβελ ήθελε να καλέσει ένα ιερομόναχο για να λειτουργήσει στην εκκλησία τους, ο οποίος μόλις αποφυλακίστηκε, αλλά η επίτροπος του ναού φοβήθηκε να μη γινόταν η πρόσληψη ενός φυλακισμένου αφορμή για να κλείσει εξ ολοκλήρου η εκκλησία, και έφερε αντίρρηση. Τότε καλέσανε τον πρωθιερέα Λεονίντ Ιστόμιν, ο οποίος ιερουργούσε στην εκκλησία του χωρίου Οπάρινο. Καταγόταν από το Βελίκιϊ Ουστιούγκ και πριν την επανάσταση ήταν δασάρχης Μετά όμως την επανάσταση, την εποχή των πιο σκληρών διωγμών εναντίον της Εκκλησίας, εξέφρασε την επιθυμία να γίνει ιερέας και χειροτονήθηκε.
Στενοχωρήθηκαν πολύ ο πάτερ Πάβελ και η μακάρια Νίνα, γιατί θα ερχόταν στην ενορία τους ένας κοσμικός ιερέας, ο οποίος θα μπορούσε να παραβιάσει το κοινοβιακό τυπικό που τηρούσαν. Θα οριζόταν ως πρωθιερέας – πως θα μπορούσε να δείξει κανείς ανυπακοή, εάν θα ζητούσε αυτός την συντόμευση της λειτουργίας; Ο Αντρέϊ Μελέντιεβ είπε στην μακαρία: «Νίνουσκα (υποκοριστικό –χαϊδευτικό- της Νίνας στα ρωσικά), έλα να συμφωνήσουμε ως εξής: δεν θα ενδώσουμε, μέχρι να το απαγορεύσει ο ίδιος. Και εάν έχουμε απαγορευτικό, θα διαφωνήσουμε λίγο, θα του πούμε: «Πάτερ, κατ’ αρχάς αυτός είναι καθεδρικός ναός, και κατά δεύτερον, η πόλη είχε μοναστήρι, ο κόσμος εδώ δεν είναι ανίδεος, ξέρει από λειτουργία. Να γιατί κρατάμε το εκκλησιαστικό τυπικό, για να μη μας εκκοσμικεύσουν οι άνθρωποι. Εάν όμως θα ευλογήσετε αυτό που νομίζετε σωστό, αυτό θα ευλογηθεί». Εξ αρχής όμως καταλήξανε να μην προειδοποιήσουν τον ιερέα, ούτε να θέσουν ερωτήσεις. Ο πάτερ Λεονίντ, κάνοντας τις πρώτες λειτουργίες, δεν είπε τίποτα, και έτσι διατηρήθηκε στο ναό ο τρόπος τέλεσης της λειτουργίας με πλήρες μοναστηριακό τυπικό.
Με τις προσευχές και την προστασία της μακάριας Νίνας ο καθεδρικός ναός στο Λάλσκ έμεινε ανοιχτός γιά πολύ ακόμα καιρό, παρά τις πολλές προσπάθειες των αρχών να σταματήσει η λειτουργία του. Στις αρχές όμως της δεκαετίας του 1930 οι αρχές κατάφεραν να τον κλείσουν. Η μακαρία όμως άρχισε να στέλνει τολμηρά γράμματα στη Μόσχα, στο Κρεμλίνο. Συγκέντρωσε και έστειλε οδοιπόρους με τα αιτήματα, και έδειξε τόση αποφασιστικότητα, εμμονή και επιμονή, ώστε οι αρχές υποχώρησαν και επέστρεψαν τον ναό στους Ορθοδόξους.
Στις αρχές του 1937 οι συνεργάτες του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων είχαν συλλάβει τον πρωθιερέα Λεονίντ Ιστόμιν, τον ψάλτη Αντρέϊ Μελέντιεβ, την Επίτροπο, τις γυναίκες που έψελναν, καθώς και πολλούς ενορίτες του καθεδρικού ναού του Λαλσκ και τους άλλους ιερείς των κοντινών ενοριών, οι οποίοι ακόμα ήταν ελεύθεροι. Όλοι τους μεταφέρθηκαν στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ και φυλακίστηκαν στο ναό του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ, τον όποιο οι άθεοι μετέτρεψαν σε φυλακή. Τους Ορθοδόξους τους τοποθέτησαν σε ένα μικρό κελί πάνω από το ιερό, εκεί έβαλαν και τους ιερείς και τους διακόνους από το Λαλσκ. Στις μεγάλες γιορτές, τις αγρυπνίες τις κάνανε ξαπλωμένοι: οι ιερείς δε σηκωνόταν από το σανιδοκρέβατο, εκφωνούσαν μισόφωνα τους ήχους. Δύο χρόνια έμεινε στη φυλακή και στο στρατόπεδο μαζί με τους ενορίτες του ο πάτερ Λεονίντ Ιστόμιν, και ύστερα τον είχαν στείλει μαζί με τους άλλους ιερείς στις υλοτομίες στην Καρέλια. Οι συνθήκες ήταν τόσο άθλιες, ώστε οι φυλακισμένοι πέθαιναν σε κάθε στρατόπεδο. Εδώ είχε κοιμηθεί ο πάτερ Λεονίντ.
Στις 31 Οκτωβρίου 1937 οι συνεργάτες του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων είχαν συλλάβει τη μακαρία Νίνα, αλλά αδυνατούσαν να συλλέξουν καταγγελίες εναντίον της. Την κράτησαν στη φυλακή του Λαλσκ δύο εβδομάδες, χωρίς να τη ρωτάνε κάτι και χωρίς να την καταγγείλουν. Οι αρχές ανάγκαζαν πολλούς ανθρώπους να ψευδομαρτυρήσουν εναντίον της, αλλά συγκατατέθηκε μόνο ένας, ο αντιπρόεδρος του σοβιέτ (όργανο εξουσίας και διοίκησης στα τότε σοβιετικά χωριά και πόλεις (σ.μ.), του χωριού Λαλσκ. Κατέθεσε ότι η μακαρία Νίνα είναι μια δραστήρια εκκλησιαζόμενη, η οποία όχι μόνο αντιτάσσεται στο κλείσιμο των ναών, αλλά φροντίζει ακαταπόνητα (ακούραστα) για την ίδρυση νέων. «Το καλοκαίρι του 1936, όταν το σοβιέτ του χωριού σκόπευε να κλείσει το ναό του Λαλσκ, -κατήγγειλε αυτός- η Κουζνετσόβα είχε οργανώσει μια εκστρατεία, η οποία παρεμπόδισε την υλοποίηση αυτών των μέτρων. Μάζευε υπογραφές και οργάνωνε συνελεύσεις των πιστών, παραχωρώντας γι΄ αυτό το σκοπό τη στέγη της. Τον Αύγουστο του 1937 το σοβιέτ του χωριού άρχισε να συγκεντρώνει υπογραφές των κατοίκων του Λαλσκ, όσοι ήταν υπέρ του κλεισίματος του ναού, αλλά η Κουζνετσόβα πάλι συγκέντρωσε κόσμο στο σπίτι της και ανέτρεψε το αποτέλεσμα, που επιδίωκαν οι σοβιετικές αρχές. Όταν συνελήφθηκε ο ψάλτης Μελέντιεβ, η Κουζνετσόβα άρχισε αμέσως να φροντίζει για την απελευθέρωσή του, τον πήρε υπό την προστασία της».
Βάσει αυτής της καταγγελίας, στα μέσα του Νοεμβρίου 1937, η μακαρία Νίνα κατηγορήθηκε και ανακρίθηκε.
-Τα ανακριτικά όργανα διαθέτουν πληροφορία, ότι εσείς στη διάρκεια ετών παραχωρούσατε το σπίτι σας για συγκεντρώσεις των εκκλησιαζόμενων, είναι έτσι;
-Μάλιστα. Μέχρι τώρα στο σπίτι μου διαμένει ο ιερέας Πάβελ Φιόντοροβιτς Χοτέμοβ, εξίσου το σπίτι μου επισκέπτονταν και άλλοι πιστοί που τους απασχολούσαν τα θέματα της εκκλησίας και της διακονίας εις αυτήν.
-Τα ανακριτικά όργανα γνωρίζουν, ότι για το ζήτημα της επαναλειτουργίας του ναού στο Λαλσκ, είπατε: Αυτή η εξουσία των σοβιέτ δε θα κρατήσει για πολύ, θα ξεσπάσει πάλι ο πόλεμος και όλα θα επανέλθουν στα παλιά». Είναι έτσι;
- Όχι, δεν το είπα αυτό.
Η μακαρία Νίνα δεν παραδεχόταν ότι ήταν ένοχη απέναντι στην εξουσία των σοβιέτ. Μα τι να την έκαναν αυτήν την ανάπηρη, ανήμπορη, η συντήρηση της οποίας προκαλούσε πρόβλημα για τις αρχές, και καθότι ήταν και δημοφιλής μέσα στον κόσμο, πήραν την απόφαση της επομένης της ανάκρισης να τη στείλουν στις φυλακές της πόλης Κοτλάς.
Στις 27 Νοεμβρίου 1937 η «τρόϊκα» των συνεργατών του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων καταδίκασε την μακαρία Νίνα για οκτώ χρόνια φυλάκισης στο στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων.
Την μακαρία Νίνα την μετέφεραν στην μια από τις φυλακές της περιφέρειας Αρχάγκελσκ, αλλά εδώ δεν παρέμεινε για πολύ η ομολογήτρια της πίστεως η αγία Νίνα Κουζνετσόβα. Στις 14 Μαΐου 1938 η μακαρία Νίνα κοιμήθηκε εν Κυρίω.
(Το  μαρτυρολόγιο αυτό είναι από τον Συναξαριστή ομολογητών και νεομαρτύρων του 20ου αιώνος στην Ρωσία).
Πηγή: Τετραμηνιαίο Τεύχος Ορθοδόξου Πνευματικής Οικοδομής Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου – Ο ασκητής και ιεραπόστολος (1884-1980), Τεύχος 25, Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος-Απρίλιος 2009.Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

H αγία Αριάδνη (η και Μαρία ονομαζομένη) η εν Φρυγία – 18 Σεπτεμβρίου



site analysis



Αγία Αριάδνη. Μηνολόγιον Βασιλείου Β΄, φ. 48 (11ος αι.)
Αγία Αριάδνη. Μηνολόγιον Βασιλείου Β΄, φ. 48 (11ος αι.)
Η αγία Αριάδνη έζησε κατά τους χρόνους των βασιλέων Αδριανού (117-138) και Αντωνίνου (138-161). Δούλη κάποιου Τερτύλου, πρώτου πολίτου της Πρυμνησού της Φρυγίας Σαλουταρίας, αρνήθηκε να ακολουθήση την οικογένεια του κυρίου της στον ναό των ειδώλων, για να συνεορτάση μαζί τους τα γενέθλια του υιού του. Επειδή ομολόγηση πως ήταν χριστιανή, την εκτύπησαν σκληρά και την έρριξαν στην φυλακή, όπου έμεινε τελείως άσιτη. Αργότερα στρατιώτες του ηγεμόνος την κρέμασαν και της ξέσχιζαν τα πλευρά. Όταν την άφησαν ελεύθερη, βρήκε ευκαιρία και έφυγε στο όρος, αλλά οι στρατιώτες την κατεδίωξαν με ξίφη. Μπροστά στον κίνδυνο να συλληφθή πάλι, η μάρτυς παρεκάλεσε τον Θεό να ανοίξη μία πέτρα και να την δεχθή στην ρωγμή της. Εκεί μέσα η Αριάδνη ευχαριστώντας τον Θεό παρέδωσε το πνεύμα της. Τους διώκτες της θανάτωσαν με δόρατα άγγελοι Κυρίου.
Πηγή (κειμένου και φωτογραφίας): “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος, σ. 197-198).

Αγ. Σοφίας, Πίστης, Ελπίδας και Αγάπης – 17η Σεπτεμβρίου



site analysis



Agies Sofia Agapi Pisti Elpida
Η Αγία μάρτυς Σοφία καταγόταν από μεγάλη πόλη της Ιταλίας. Ήταν γυναίκα σεμνή και ευσεβής. Έμεινε χήρα πολύ νωρίς. Έτσι αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στη Ρώμη με τις τρεις κόρες της, την Πίστη δώδεκα ετών, την Ελπίδα δέκα και την Αγάπη εννέα ετών.
Καθημερινά ανέτρεφε τις κόρες της με ιδιαίτερη επιμέλεια. Συνέχεια τις προέτρεπε να μιμούνται τη ζωή της καί να στολίζονται με αρετές. Έβαλε μές στην καρδιά τους το φόβο του Κυρίου και τη λαχτάρα της Βασιλείας των ουρανών. Πρόσεχε παράλληλα το όνομά τους νά συμβαδίζει με τη ζωή τους.
Όλοι επαινούσαν τη μητέρα με τις τρεις κόρες, για τα σωματικά και ψυχικά τους χαρίσματα. Ο επιστάτης της πόλεως Αντίοχος, φανέρωσε στον αυτοκράτορα Αδριανό τη χριστιανική πίστη της Σοφίας και των τριών θυγατέρων της. Κι αυτός έδωσε εντολή να τις οδηγήσουν στο δικαστήριο. Παρουσιάστηκαν μπροστά του με ιδιαίτερο θάρρος έχοντας στην καρδιά τους τα λόγια του Κυρίου μας:
«Μή φοβάστε αυτούς, πού φονεύουν το σώμα, αλλά δε μπορούν να βλάψουν την ψυχή».
Όταν τις αντίκρυσε, έμεινε έκθαμβος από την ευγένεια και τον στολισμό της ψυχής τους. Προσπάθησε τότε με κολακείες να τις ξεγελάσει ν’ αρνηθούν την πίστη τους
Agia sofia_Απολυτίκιον Αγίας Σοφίας
Agia sofia_Απολυτίκιον Αγίας Σοφίας
Η μητέρα αποκρίθηκε:
«Ονομάζομαι Σοφία, πατρίδα μου είναι η Ιταλία, κι οι γονείς μου ήταν από τους πρώτους άρχοντες της χώρας. Είμαι Χριστιανή, δούλη του αληθινού Θεού, στον οποίο αφιερώθηκα από την γέννησή μου.
Ο Αδριανός θαύμασε τη σύνεση και τη σεμνότητα της Σοφίας. Νικημένος από την απόκρισή της, στράφηκε στις κόρες της. Αφού βρήκε σ’ αυτές το ίδιο θάρρος, τις παρέδωσε στην αρχόντισσα Παλλαδία, να τις κατηχήσει στην ασέβεια, μέσα σε τρεις μέρες. Μάταια όμως, γιατί βρήκε εμπόδια το γενναίο τους φρόνημα και τη δυνατή τους πίστη.
Έφεραν τότε μπροστά του την Πίστη και την παρακίνησε να θυσιάσει στην Αρτέμιδα. Η κόρη όμως αρνήθηκε να υαπκούσει. Κι ο δικαστής οργισμένος δίνει εντολή ν’ αρχίσουν τα μαρτύρια.
Λίγο πριν ο δήμιος αποκεφαλίσει την Πίστη, η μητέρα της της είπε:
«Αγαπημένο μου κορίτσι, πολλούς πόνους υπέφερα κατά την γέννησή σου και πολύ κουράστηκα να φτάσεις σ’ αυτή την ηλικία. Τώρα όμως πληρώθηκαν οι κόποι μου με το παραπάνω, καθώς βλέπω να υπομένεις τα μαρτύρια για το Χριστό μας».
Αμέσως έσκυψε το κεφάλι και με χαρά δέχτηκε τον αποκεφαλισμό της. Ήρθε έπειτα η σειρά της Ελπίδας, πού πέρασε μέσα από τα ίδια μαρτύρια κι είχε το ίδιο τέλος με την αδελφή της. Τέλος διέταξε να φέρουν την Αγάπη. Νόμιζε πώς σαν πιο μικρή και αδύνατη, θα την έπειθε να θυσιάσει στα είδωλα. «Μή σε ξεγελά η ηλικία μου, του λέει εκείνη. Μην ελπίζεις, πώς θα με πείσεις με τις κολακείες σου».
Τη στιγμή εκείνη, η ευλογημένη μητέρα έλεγε στην κόρη της:
«Κορίτσι μου! Με το μαρτύριο πού έζησες τίμησες τους γονείς σου και δόξασες το Θεό. Πήγαινε τώρα κοντά στον Νυμφίο σου Χριστό».
Τότε ο αυτοκράτορας έδωσε διαταγή να την αποκεφαλίσουν. Τρεις μέρες αργότερα η μητέρα τους Σοφία, ήρθε στο μνήμα τους. Έκλεισε τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού με τα παρακάτω λόγια.
«Αγαπημένα μου παιδιά, δεχτείτε τη μητέρα σας εκεί, όπου και σείς αναπαύεστε».