Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Από την Σμύρνη ως τον... Παράδεισο



site analysis



Όπως αναφέραμε, (διηγείται ο πατήρ Εφραίμ Φιλοθεϊτης), ο (πρώτος) πνευματικός μου στον κόσμο, ο πατήρ Εφραίμ (του Βόλου), είχε αποκτήσει μεγάλο ποίμνιο στον Βόλο κι έκανε ένα πολύ όμορφο πνευματικό έργο. Αλλά το 1952 τον συκοφάντησαν και αναγκάσθηκε να φύγει αφήνοντας τα πνευματικοπαίδια του ορφανά... 

Μεταξύ αυτών ήσαν και 5-6 πνευματικές κοπέλες, που ζούσαν μαζί, σαν άτυπο κοινόβιο, με πόθο να αφιερωθούν στον Χριστό μας. Μία απ' αυτές τις κοπέλες ήταν η Μαρία, η μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα  της Πορταριας, που έκοιμήθη έν όσιότητι, την Κυριακή 4 Ιουνίου 1995.

Η Μαρία γεννήθηκε το 1921, από ευσεβείς γονείς στο Βιλαέτι της Σμύρνης. με την Μικρασιατική καταστροφή η οικογένεια της αναγκάσθηκε να αφήσει την πατρική Ιωνική γη και να μεταφυτευθή στον Βόλο. Ενώ όμως ήταν μόλις 10 ετών, συνέβη και μία άλλη οικογενειακή συμφορά: κοιμήθηκαν και οι δύο γονείς της κι' έτσι η μικρή Μαρία, μαζί με το μικρότερο αδερφάκι της, τον Γιωργάκη, έμειναν παντελώς έρημα και εγκαταλελειμμένα στους πέντε δρόμους.

Όμως η μικρή Μαρία δεν ήταν από τους ανθρώπους που απελπίζοντο εύκολα. Έπιασε δουλειά, πρώτα σε μία μικρή βιοτεχνία μεταποιήσεως τροφίμων, όπου με τα μικρά της χεράκια έσπαζε καρύδια για λίγο ψωμί. Κατόπιν εργάσθηκε σ' ένα καπνεργοστάσιο. Έτσι, με πολλές στερήσεις, το πεντάρφανο κοριτσάκι κατάφερε να μεγαλώσει το πολυαγαπημένο μικρό της αδελφάκι. Και ενώ τα πράγματα άρχισαν κάπως να στρώνουν, ξέσπασε ξαφνικά ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος και μαζί του τα απαίσια χρόνια της Κατοχής. 

 Στις αρχές της Κατοχής οι γείτονες πρόσφεραν κάποια βοήθεια στα ορφανά.Όταν όμως άρχισαν οι άνθρωποι να πεθαίνουν κατά δεκάδες στους δρόμους από την πείνα, κανείς δεν κοίταζε πλέον τα δύο παιδιά. για μέρες ολόκληρες έμεναν νηστικά και κόντευαν να πεθάνουν από ασιτία.

Τα αδελφάκια, λοιπόν, χρειάσθηκε να χωρίσουν, με την ελπίδα πως έτσι ίσως τουλάχιστον επιζήσει το ένα από τα δύο. Ο μικρός Γιωργάκης έφυγε στην Θεσσαλονίκη και η Μαρία παρέμεινε στον Βόλο παντελώς μόνη της και βυθισμένη στην θλίψι για τον χωρισμό τους.

Και τα χρόνια της Κατοχής, άλλα και τα μεταπολεμικά χρόνια στάθηκαν για την Μαρία πολύ δύσκολα. Δούλευε σκληρά εδώ κι εκεί για λίγο ψωμί, άλλα και αυτό το μοίραζε, γιατί είχε χρυσή καρδιά. 

Χαρακτηριστικά της γνωρίσματα ήταν: η μεγάλη της ευσπλαχνία, η συγχωρητικότητα, η ελεημοσύνη, η μεγάλη της υπομονή, η εργατικότητα και η ολονύκτιος προσευχή. Σ' όλη της την ζωή η προσευχή στάθηκε, για την κατοπινή Γερόντισσα Μακρίνα, πυξίδα και βακτηρία .

Συνέβη μάλιστα αρκετές φορές να γευθεί "χειροπιαστά" την θεϊκή άντίληψι. Την περίοδο αυτή η νεαρή Μαρία γνωρίσθηκε με την οσιωτάτη μητέρα μου, γράφει ο πατήρ Εφραίμ Φιλοθεϊτης.

Οι δύο αυτές αγιασμένες ψυχές προσηύχοντο μαζί στην κουζίνα του πατρικού μου σπιτιού, γονατιστές όλο το βράδυ, με πάμπολλα δάκρυα και γονυκλισίες. Πολλά με δίδαξε το άγιο παράδειγμα τους! Αυτές οι αρετές της στάθηκαν η αιτία να μαζευτούν γύρω της μερικά ευλαβέστατα κορίτσια, από τα χρόνια της Κατοχής και να ζητήσουν να γίνουν νύμφες του Χριστού μας. Οι κοπέλες ζούσαν υπό την πνευματική καθοδήγηση του πατρός Εφραίμ από τον Βόλο. 

Όταν όμως εκείνος αναγκάσθηκε να γυρίση στο Άγιον Όρος, οι κοπέλες βρέθηκαν ξαφνικά ορφανές...

Πολλοί πνευματικοί ζήτησαν να τις αναλάβουν, άλλα δεν άνεπαύοντο με κανέναν, διότι είχαν αποκτήσει το πνευματικό φρόνημα του Γέροντος Ιωσήφ

Γι' αυτό και έγραψαν στον Γέροντα μου τον Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη και ζήτησαν να τις αναλάβει  αυτός. Ήσαν λίγο διστακτικές, διότι είχαν ακούσει το πόσο αυστηρός ασκητής υπήρξε, άλλα δεν μπορούσαν πλέον να συμβιβασθούν με κάτι λιγότερο. 

 Εγώ, ήδη ήμουν στο ΄Αγιον Όρος, κοντά στον Γέροντα. Ο Γέροντας έκανε προσευχή και απάντησε: 

«Αν κάνετε υπακοή, θα σας αναλάβω. Εάν δεν κάνετε, θα σας αφήσω». Κι εκείνες του απάντησαν: 

«Γέροντα, σ' ό,τι θα μας πήτε, θα κάνουμε υπακοή...».

Μόλις ο Γέροντας πήρε την απάντησή τους, έκανε πάλι προσευχή. Και μετά τους έγραψε να κάνουν υπακοή στην Μαρία, την μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα, την οποία ποτέ του δεν είχε δει. Και τους εξήγησε το λόγο: 

«Είδα σε όραμα την Μαρία. Θα κάνετε υπακοή σ' αυτήν, διότι εγώ απόψε την είδα σε οπτασία την ώρα πού προσευχόμουν. Την είδα στην μέση και γύρω-γύρω ήσαν πολλά προβατάκια. Κι' έτσι κατάλαβα ότι αυτήν πρέπει να την βάλω Γερόντισσα. Όποτε θα κάνετε υπακοή και καμιά σας να μην αντιλογήση».

Οι αγνές κοπέλες του είπαν: «να 'ναι ευλογημένο», και πολύ χάρηκε ο Γέροντας με την υπακοή τους. Τις αγαπούσε πάρα πολύ, διότι με τους νοερούς του οφθαλμούς έβλεπε την αγάπη πού είχαν για τον Νυμφίο Χριστό. Γι' αυτό και συχνά τους έγραφε γράμματα προς στηριγμό τους με λόγια άπλα, αλλά πολύ δυνατά σαν και τα ακόλουθα:

«Λοιπόν, άλλο μην κοιτάζετε, αλλά ομόνοια και αγάπη, κάντε υπακοήν, διά να κερδίσετε την ταπείνωση, διότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός έγινε παράδειγμα εις ημάς και μας δίδαξε την ταπείνωση, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου. Λοιπόν υποτάσεσθε στην Μαρία, όπου προσπαθεί να σας ωφελήσει και εμείς εδώ όλοι προσευχόμεθα να σας βοηθήση ο Κύριος και να σας αξιώση της αιωνίου ζωής. Σας εύχομαι εξ όλης ψυχής,

 Ο Ταπεινός Γεροντάκης Ιωσήφ».

Οι κοπέλες έγραφαν τις εξομολογήσεις τους στον Γέροντα. Αυτός τους απαντούσε με πάρα πολλά γράμματα, που θησαύριζαν [=τα συγκέντρωναν] ως ανεκτίμητο πλούτο. Τους είχε γράψει θεωρίες [=οράματα] και πολλές πνευματικές του καταστάσεις, άλλα δυστυχώς αναγκάσθηκαν να τα κάψουν, διότι συνέβη ο ακόλουθος πειρασμός: 

Ήταν ένας μοναχός, όχι τόσο καλά στα μυαλά του, και ζούσε πολύ στο θέλημά του. Μόνο άσκηση ήξερε να κάνη. Ήθελε να αναλάβη εκείνος τις μοναχές, αλλ' αυτές δεν του είχαν εμπιστοσύνη. Άλλωστε, είχαν ήδη γνωρίσει μεγάλη ωφέλεια από τον Γέροντα. Εκείνος, επειδή είχε πολύ φθόνο, τις απειλούσε να τις συκοφαντήσει στις εφημερίδες, αν εύρισκε τις επιστολές του Γέροντος. 

Φοβήθηκε η Μαρία, και για να μην πέσουν αυτά τα γράμματα στα χέρια του, στα όποια φυσικά ήταν γραμμένοι όλοι οι λογισμοί τους, έκαψε όλα τα γράμματα έκτος από οκτώ, που μια αδελφή είχε κρυμμένα ξεχωριστά. Κι έτσι, δυστυχώς, χάθηκαν οι ανεκτίμητες εκείνες επιστολές του Γέροντος. Πολλή ωφέλεια θα προέκυπτε, αν διασώζονταν και δημοσιεύονταν μαζί με τις άλλες στο ήδη εκδοθέν βιβλίο.

 Ο Γέροντας στάθηκε για τις αγνές αυτές ψυχές αλάνθαστος νηπτικός, διορατικός και διακριτικός οδηγός. Μια απ' αυτές τις μοναχές διηγήθηκε τα εξής για την ζωή τους κοντά στον Γέροντα: 

«Όλα μας τα προέλεγε. Ό,τι συνέβαινε στο μοναστήρι τα έγραφε στα γράμματα του δίχως να του το πούμε. Όταν ήμουν στην αρχή της καλογερικής, είχε αρρωστήσει η αδελφή μου, που ήταν κι αυτή δόκιμη τότε. Εγώ πολύ στενοχωρήθηκα και λέω:

-Παναγία μου, γιατί; Εμείς ήλθαμε εδώ να σε υπηρετήσουμε. Γιατί να αρρωστήσει και να μην μπορή να προσφέρη τη βοήθειά της στο μοναστήρι;

Και πήγα και κάθισα στην αυλή κάτω από μια ελιά και έκλαιγα όλη νύκτα…

Μετά από λίγες μέρες, ήλθε ένα γράμμα για μένα από τον Γέροντα πού έγραφε: «Μικρό μου παιδάκι, ακούω την φωνούλα σου, και δεν μπορώ, μου σπαράζει την ψυχή από τον πόνο και με διακόπτει  από την προσευχούλα. Μην κλαις. Η αδελφούλα σου θα γίνη καλά».

Και το έγραψε δίχως κανείς να το ξέρη! Μου λένε οι αδελφές:

-Τι έκανες αδελφή;

Τους λέω:

-Να, πήγα και έκλαιγα κάτω από την ελιά. Πώς όμως αυτός το γνώριζε, αφού ήταν μακριά, στο Άγιον Όρος; 

Παρομοίως, κάποτε είχε αρρωστήσει η Γερόντισσα Μακρίνα κι έκανε αιμόπτυσι. Κι εμείς δεν είχαμε τηλέφωνο να επικοινωνήσουμε με τον Γέροντα και να του πούμε. Αλλά και στο γράμμα που γράψαμε μετά, του το κρύψαμε, για να μην τον στενοχωρήσουμε και να τον διακόψουμε από την προσευχή του. Εκείνος όμως μας στέλνει ένα γράμμα και μας γράφει: 

«Παιδάκια μου, γιατί δεν μου γράψατε ότι η Γερόντισσα είναι άρρωστη και πάσχει, για να προσευχηθούμε; Κάνατε πολύ κακώς να νομίζετε ότι θα με διακόψετε από την προσευχή. Διότι εμείς την είδαμε νοερώς το βράδυ, που προσευχόμασταν με τον πατέρα Αρσένιο, ότι η Γερόντισσα Μακρινά ήταν σοβαρά άρρωστη. Και κάναμε πολλή προσευχή. Παιδιά μου, θέλω να με ενημερώνετε για ό,τι θα σας συμβαίνει  στο μοναστήρι και ιδίως με την Γερόντισσα. Να μου τα γράφετε».

Αλλά και η Γερόντισσα Μακρίνα τους έβλεπε το βράδυ δίπλα στο μαξιλάρι της και τους δυο, τον Γέροντα Ιωσήφ και τον πατέρα Αρσένιο, ότι έκαναν κομποσχοίνι με σταυρό και έλεγαν: «Κύριε, θεράπευσον την δούλην σου».

«Πολλές φορές μας το έκανε αυτό ο Γέροντας. Την ώρα που προσηύχετο, έβλεπε τι κάναμε και πού βρισκόμασταν. Και εμείς απορούσαμε πως ό,τι σκεφτόμασταν, αυτός μας τα έγραφε μόνος του. και μετά γέμιζαν οι ψυχές μας από δέος και φόβο!» 

Αυτά έλεγε η Γερόντισσα. Το μοναστήρι αυτό πρόκοψε πάρα πολύ. από εκείνο το ευλογημένο κοινόβιο βγήκαν πολλοί ευκλεείς καρποί, ψυχές αγνές, αφιερωμένες στην αγάπη και την λατρεία του επουρανίου Νυμφίου. Μετά την κοίμησι του Γέροντος Ιωσήφ, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτηςπολλές φορές τα βράδυα στην αγρυπνία του έβλεπε με τους νοερούς του οφθαλμούς, δύο στύλους πυρός πάνω από τον Βόλο, να υψώνονται από την γη στον ουρανό.

Επρόκειτο για την ήδη μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα και μία από τις χαριτωμένες  μοναχές της. Και έλεγε ο παπα-Εφραίμ χαρούμενος: 

«Βρε-βρε! Για κοίτα! Εμείς στα βράχια τόσο κοπιάζουμε, για να βρούμε λίγα ψίχουλα [θείας χάρης], και αυτές στον κόσμο τόση Χάρι! Τι κάνουν αυτές εκεί πέρα!»   

 Το μοναστήρι της Πορταριάς διακρίθηκε για την πνευματικότητά του και χιλιάδες πιστών, όχι μόνον από την περιοχή, άλλα και από όλη την Ελλάδα ευρήκαν καταφύγιο κοντά στην αλησμόνητη Γερόντισσα Μακρίνα και ωφελήθηκαν πνευματικά.

Το πρόσωπο της ακτινοβολούσε καλοσύνη, αγάπη, ειλικρίνεια και πίστι. Η ηρεμία της και ο γλυκός της λόγος ήταν στήριγμα και πηγή δυνάμεως για όσους ευτύχησαν να την γνωρίσουν. Από αυτή τη χαριτωμένη αδελφότητα, στάλθηκαν μοναχές και επάνδρωσαν την Μονή του Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Θάσο. Και απ' αυτές τις Μονές στάλθηκαν κατόπιν μοναχές σαν προζύμι, στην Βόρειο Αμερική και στον Καναδά, για να φυτεύσουν κι εκεί το Ορθόδοξο μοναχικό ιδεώδες...  



 Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ  
Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959)






Η ασθένεια



Κατά τα μέσα του έτους 1987 η Γερόντισσα προσεβλήθη από καρκίνο του εντέρου. Πριν χειρουργηθή, μετέβη με μεγάλη ευλάβεια και πίστι στην Κρήτη, στα Ρούστικα Ρεθύμνου, για να την σταυρώση ο ιερεύς π. Σταύρος Τσαγκαράκης με το Τίμιο Ξύλο. Βίωσε τότε εντόνως την θαυματουργική ενέργεια του Τιμίου Σταυρού, διά του οποίου αισθάνθηκε να συρρικνούται ο καρκίνος. Χειρουργήθηκε στο Λονδίνο συνοδευομένη από τον Γέροντά μας, π. Εφραίμ, την αδελφή Εφραιμία και την μακαριστή αδελφή Μακρίνα, πρώην προϊσταμένη στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Η Γερόντισσα ειχε πάρει μαζί της την εικόνα των Αγίων Αναργύρων, παλαιά ευλογία του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού.

Ο κανονισμός του νοσοκομείου δεν επέτρεπε συνοδούς τις βραδινές ώρες. Η Γερόντισσα, επειδή η ίδια δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα και δεν μπορούσε μόνη της να συνεννοηθή, παρακαλούσε την Παναγία να φωτίζη τις νοσοκόμες και να τις στέλλη, όταν χρειαζόταν βοήθεια μετά την νάρκωσι και την εγχείρησι. Την νύκτα μετά την επέμβασι, αλλά και επί, αρκετές νύκτες, η Γερόντισσα δεχόταν την επίσκεψι των Αγίων Αναργύρων, που εμφανίζονταν με λευκές ιατρικές στολές. Ήταν μελαμψοί, μιλούσαν στην αραβική γλώσσα και κρατούσαν στα χέρια τους λευκά μανδηλάκια βοηθώντας την να βγάζη μετεγχειρητικώς τα πτύελα. Η Γερόντισσα αρχικώς δεν είχε αντιληφθή ποιοι ήταν οι ιατροί που την διακονούσαν και παρακάλεσε τον Γέροντα και τις αδελφές να τους αναζητήσουν για να τους ευχαριστήσουν, δίδοντάς τους κάποια ευλογία ως δώρο για όλη την βοήθεια που της προσέφεραν. Όμως, η περιγραφή των δύο ιατρών από την Γερόντισσα δεν ταίριαζε με τους ιατρούς που εργάζονταν σε εκείνο το νοσοκομείο. Τότε αντελήφθησαν όλοι ότι ήταν θαύμα των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, η μνήμη των οποίων ετιμάτο εκείνη την ημέρα.

Η Γερόντισσα είδε ακόμη δύο νέες γυναίκες, ως αδελφές νοσοκόμες, που φορούσαν λευκές στολές και λευκά σκουφάκια και όχι θαλασσιά, όπως στο εκεί νοσοκομείο. Ήταν όρθιες στο κάτω μέρος της κλίνης και με το γλυκύ βλέμμα τους την παρηγορούσαν. Όταν η Γερόντισσα διερωτήθηκε ποιές να είναι, άκουσε στην διάνοιά της μία φωνή που της έλεγε ότι είναι ο Άγγελος της ψυχής της και ο Άγγελος του Μεγάλου Σχήματος. Ο Άγγελος της ψυχής μάλιστα την πληροφόρησε ότι δεν θα την έπαιρνε ακόμη, αλλά μετά από επτά χρόνια.
Καθ’ όλην την διάρκεια της παραμονής της, των δεκαεπτά ημερών, στο νοσοκομείο δοκίμασε μέν τον ανθρώπινο πόνο στην ασθένεια, αλλά δεν της έλειψε και η θεία παρηγορία. Αισθανόταν ένα απαλό αεράκι, όπως διηγείτο, να δροσίζη το πρόσωπό της και να την ανακουφίζη. Ζούσε ένα ουράνιο μεγαλείο στην ψυχή της. Παραλλήλως αισθανόταν τις προσευχές των άνθρώπων για την αποκατάστασι της υγείας της· όπως έλεγε χαρακτηριστικώς, περνούσαν νοερώς όλοι από εμπρός της σαν να ήταν ένα τάγμα. Πριν επιστρέψουν στην Ελλάδα, η Γερόντισσα Μακρίνα επισκέφθηκε μαζί με τους συνοδούς της τον μακαριστό Γέροντα π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ (1896-1993) στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας. Ο Γέρων Σωφρόνιος τους υποδέχθηκε με πολλή εγκαρδιότητα και η φιλοξενία τους εκεί ήταν αβραμιαία.

Οσιακή τελευτή

Όταν πλησίαζε η συμπλήρωσι των επτά ετών από την εγχείρησι της Γερόντισσας, ενθυμουμένη τον λόγο του Αγγέλου της ψυχής, άρχισε να λέη ότι πλησίαζε ο καιρός της εκδημίας της. Σε μία από τις συνάξεις μας ανέφερε ότι είδε την μακαριστή Γερόντισσα Ταξιαρχία να την πλησιάζη για να την πάρη. Στην ερώτησί μας αν την πλησίαζε με γρήγορο ή αργό βηματισμό απάντησε, «με γρήγορο». Σε μία άλλη σύναξι μας είπε ότι είδε να την συνοδεύη κάπου ένας νεανίας. Καθώς βάδιζαν συνάντησαν ένα κανδηλάκι που τρεμόσβηνε και τελείωνε το λαδάκι του. Η Γερόντισσα έσπευσε να συμπληρώση το λάδι και να το ανάψη, αλλά ο συνοδός της την εμπόδισε λέγοντας ότι «τελειώνει» το λάδι του και πληροφορώντας την ότι εννοούσε το λαδάκι του κανδηλιού της ζωής της.
Παλαιά επιθυμία της Γερόντισσάς μας ήταν να αξιωθή να προσκύνηση την Τιμία Ζώνη της Παναγίας. Όταν πληροφορήθηκε την έξοδο της Τίμιας Ζώνης από την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους εξέφρασε την επιθυμία της να την προσκυνήση. Η Τιμία Ζώνη αφίχθη στο Μοναστήρι, όπου της επιφυλάχθηκε η προσήκουσα υποδοχή. Η Γερόντισσα με έκδηλη την συγκίνησί της και με πολλή ευλάβεια και κατάνυξι μετέφερε στα χέρια της το ιερό κειμήλιο στο Καθολικό της Μονής, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το προσκύνησε και είπε: «Τώρα που ήρθε η Τιμία Ζώνη, θα φύγω». Μετά από δεκαπέντε ημέρες εκοιμήθη οσιακώς.
Την εβδομάδα πριν από την κοίμησί της είπε σε μία από τις μεγαλύτερες αδελφές, την αδελφή Εφραιμία, κατά την ώρα που της έπλενε τα πόδια, «αυτά τα πόδια σε λίγες μέρες θα είναι μέσα στο χώμα». Κατά τις τελευταίες ημέρες επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με πολλούς ανθρώπους γνωστούς της, τους προσκαλούσε στο Μοναστήρι και τους έδιδε τις τελευταίες συμβουλές της, χαρίζοντας και κάτι από το κελλί της ως ευλογία.
Την περίοδο αυτή, λόγω της καρδιακής της ανεπάρκειας, είχε δυσκολία στην αναπνοή. Τα βράδια που η κατάστασί της επιδεινωνόταν έβλεπε από την εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, που υπάρχει στο κελλί της, να βγαίνη μία παιδούλα με πλεξούδες σε ηλικία δώδεκα ετών, να την πλησιάζη και να την σκεπάζη. Καθώς την κοίταζε, υποχωρούσε η δυσκολία της και έτσι μπορούσε να αποκοιμηθή. Η Γερόντισσα δεν το είχε αναφέρει αυτό σε κανένα και δεν άφηνε καμμία αδελφή να μένη στο κελλί της, για να μη χάση αυτή την ουράνια συντροφιά της Παναγίας. Κάποιο βράδυ η αδελφή Εφραιμία, ανησυχώντας για την δύσπνοια που παρουσίαζε, σύρθηκε αθόρυβα στον καναπέ του κελλιού της και όταν κάποια στιγμή η Γερόντισσα σηκώθηκε και την είδε, την επέπληξε και ακουσίως της φανέρωσε ότι λόγώ της παρουσίας της στερήθηκε εκείνο το βράδυ την επίσκεψι της Παναγίας.
Η ημέρα της Κοιμήσεως της Γερόντισσας ήταν η Κυριακή των Αγίων Πατέρων, 22-5/4-6 του έτους 1995. Εκείνη την ημέρα λόγω της ασθενείας της δεν μετέβη στην εκκλησία. Το μεσημέρι παρ’ όλη την δυσκολία σηκώθηκε, κατευώδωσε μερικούς φιλοξενούμενούς μας και αποσύρθηκε πάλι στο κελλί της. Κατά την 1:30 το μεσημέρι πέρασαν από το κελλί της οι αδελφές που διακονούσαν την εβδομάδα εκείνη στο μαγειρείο, η αδελφή Μαρία (νυν Γερόντισσα της Ιεράς Μονής Παναγίας Γλυκοφιλούσης στην Ραψάνη Λαρίσης), η αδελφή Χρυσοβαλάντου και η δόκιμος Χρυσαυγή (νύν αδελφή Ακυλίνα). Μαζί τους κάθισε και μία από τις μεγαλύτερες αδελφές, η αδελφή Νεκταρία. Η Γερόντισσα, καθιστή στην καρέκλα, άρχισε την συζήτησι περί θανάτου. Αναφέρθηκε στην εν ουρανοίς συνοδία μας, στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, στον πρώτο πνευματικό της, και κατωνόμασε τις αδελφές που είχαν ήδη κοιμηθή. Μετά από λίγο έφυγαν οι αδελφές Χρυσοβαλάντου και Χρυσαυγή και έμείνε η Γερόντισσα με τις άλλες δύο. Κάθισε στον καναπέ και, επειδή άρχισε να αισθάνεται πόνο, ζήτησε από την αδελφή Μαρία να την τρίψη στην πλάτη επάνω από τα ρούχα, ενώ παραλλήλως η μεγαλύτερη αδελφή ετοίμαζε το κρεββάτι της.
Μετά τις 2:00 η Γερόντισσα πήγε να ξαπλώση, αλλά σε λίγο ανασηκώθηκε λόγω της δυσφορίας που ένοιωθε. Η αδελφή Νεκταρία προσφέρθηκε να σηκώση ψηλότερα τα μαξιλάρια, για να ανακουφισθή. Αισθάνθηκε κάπως καλύτερα και ζήτησε από τις αδελφές να αποσυρθούν και να επανέλθουν κατά τις 4:00 το απόγευμα. Η αδελφή Μαρία μετά από μιάμιση περίπου ώρα άκουσε μία φωνή που την ξύπνησε λέγοντας ότι η Γερόντισσα δεν είναι καλά. Σηκώθηκε αμέσως και με ενα ποτήρι χυμό, που πάντα ευχαριστούσε την Γερόντισσα, κατέβηκε στο κελλί της, όπου συνάντησε την αδελφή Μακρίνα, η οποία την ενημέρωσε ότι η Γερόντισσα δεν αισθανόταν καλά. Η Γερόντισσα ήπιε δύο γουλιές μόνο από το χυμό, που της προσέφερε η αδελφή Μαρία. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθή ότι όταν η Γερόντισσα Μαρία, κατά κόσμον Μαρίνα, ήταν δεκατριών ετών και είχε έλθει για να φιλοξενηθή στο Μοναστήρι κατά το διάστημα από 17 Ιουλίου μέχρι και τον Δεκαπενταύγουστο, αισθάνθηκε έντονη αγάπη προς την μοναχική ζωή· όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες της φιλοξενίας της, έκλαιγε, διότι δεν ήθελε να φύγη. Η Γερόντισσα της είπε, «δεν θα μείνης τώρα, αλλά στα δεκαεπτά σου χρόνια θα έρθης». Επειδή όμως η Γερόντισσα ήταν πάντοτε φιλάσθενος, η μικρή Μαρίνα της είπε με παράπονο, «τότε δεν θα ζήτε», κι εκείνη της απάντησε, «δεν θα έχω πεθάνει, αλλά εσύ θα μου κλείσης τα μάτια!».
Ήδη είχαν αρχίσει να εμφανίζουν οι πνεύμονες υγρό που ακουγόταν στην αναπνοή της Γερόντισσας. Εντός ολίγων λεπτών έφθασαν στο κελλί η αδελφή Μυροφόρα και η αδελφή Νεκταρία, η οποία παρέμεινε συνεχώς κοντά στην Γερόντισσα και της σφράγισε εν τέλει τα μάτια. Η αδελφή Σιλουανή, η ιατρός της Μονής, μέτρησε την πίεσι της Γερόντισσας· ήταν είκοσι δύο, της έδωσε ένα υπογλώσσιο και της χορήγησε οξυγόνο. Στο διάστημα αυτό ειδοποιήθηκαν και οι υπόλοιπες αδελφές. Άλλες άρχισαν Παράκλησι στην Θεοτόκο και άλλες έσπευσαν να βοηθήσουν. Η Γερόντισσα ήταν σιωπηλή και ανέπνεε με πολλή δυσκολία. Το πρόσωπό της ήταν εντόνως ροδαλό και είχε αρχίσει η εφίδρωσι. Η πίεσι εξακολουθούσε να ανεβαίνη και σε λίγο ζήτησε από την αδελφή Μακρίνα να καλέση τον εφημέριο της Μονής μας, π. Ιωσήφ, για να την σταυρώση με την Αγία Λόγχη και με άγια Λείψανα. Ήταν ο τελευταίος λόγος που είπε.
Εντός ολίγου έφθασε και ο παθολόγος ιατρός της Μονής, κ. Νικόλαος Μπαλδιμτσής, ο οποίος διέγνωσε οξύ πνευμονικό οίδημα με άρτηριακή πίεσι απροσδιόριστη. Προσπάθησε με καρδιακές μαλάξεις να βοηθήση, αλλά το καρδιογενές σοκ ήταν μη αναστρέψιμο και μετά από λίγο η Γερόντισσα κατέληξε, γεγονός που τεκμηριώθηκε με ηλεκτροκαρδιογράφημα. Η Γερόντισσα είχε ήδη παραδώσει την αγία της ψυχή.
Κατά τις στιγμές αυτές η αδελφή Μακρίνα προσπαθούσε να επικοινωνήση τηλεφωνικώς με τον σεβαστό Γέροντά μας, ο οποίος ήταν στην Αμερική, για να τον ενημερώση για την κατάστασι της Γερόντισσας. Κατά την διάρκεια της επικοινωνίας ειδοποιήθηκε η αδελφή ότι η Γερόντισσα εκοιμήθη. Στην είδησι της εκδημίας της ο Γέροντας εξέφρασε με πεποίθησι ότι «η Γερόντισσα ανεβαίνει ολόλαμπρη και ανεμπόδιστη από τα τελώνια στον θρόνο του Χριστού». Επιστρέφοντας η αδελφή Μακρίνα στο κελλί της μακαριστής Μητρός μας και ασπαζομένη το ιερό της μέτωπο, που ήταν ιδρωμένο, αισθάνθηκε ευωδία.
«Την αειτάραχον θάλασσαν, του βίου διαδραμούσα, τώ του Κυρίου λιμένι προσέδραμε τη πίστει»[1] η μεταστάσα Γερόντισσά μας. Το σεπτό σκήνωμά της παρέμεινε στο Καθολικό της Μονής επί τρεις ημέρες μέχρι την Εξόδιο Ακολουθία και την ταφή. Κατά την διάρκεια της αναγνώσεως του ιερού Ψαλτηρίου ετελούντο Τρισάγια υπό των προσερχομένων Ιεραρχών, Ηγουμένων, Ιερομονάχων και Ιερέων τόσο του Αγίου Όρους όσο και άλλων Ιερών Μονών και περιοχών της Ελλάδος. Κατέφθαναν επίσης Γερόντισσες και μοναχές από διάφορα Μοναστήρια και πλήθη λαϊκών αδελφών, για να ασπασθούν την οσιωτάτη Μητέρα μας, άνθρωποι περίλυποι και ενδάκρυες που είχαν ευεργετηθή από τις προσευχές, τις νουθεσίες και τις συμβουλές της.
Στο οσιακό πρόσωπο της μακαριστής Γερόντισσάς μας, που αναπαυόταν, είχε εντυπωθή η εκ Θεού μακαρία ειρήνη. Παρευρίσκετο εν Αγίω Πνεύματι ανάμεσά μας δίδοντας στις ψυχές μας θεία παρηγορία και χάρι. Από τους οφθαλμούς μας έρρεαν ησύχως άφθονα τα δάκρυα που επήγαζαν από τα αισθήματα λύπης και χαράς, πένθους και Αναστάσεως και που ανεξηγήτως εναλλάσσονταν στις καρδιές μας. Πράγματι αυτές τις η μέρες και τις νύκτες και εν συνεχεία καθ’ όλο το τεσσαρακονθήμερο που ακολούθησε, βιώσαμε εν σιωπή την πνευματική εμπειρία της χαρμολύπης, όπως την αναφέρουν οι Άγιοι Πατέρες και Ασκητές της Εκκλησίας μας. Η πνευματική αυτή κατάστασι ήταν δωρεά του Θεού διά των ευχών της οσιωτάτης Μητρός μας προς παραμυθίαν και ενίσχυσίν μας.
Η Εξόδιος Ακολουθία ετελέσθη την Τρίτη 24η-5/ 6η-6 και μετά την ταφή παρετέθη τράπεζα αγάπης στην Μονή για όλους τους παρευρισκομένους, εις μνήμην της αοιδίμου Μητρός μας. Πλήθος μοναχών και λαϊκών κατέκλυσαν τις ημέρες αυτές την Ιερά Μονή και φιλοξενήθηκαν σε αυτήν, αποτίοντες έτσι εμπράκτως φόρο τιμής και αγάπης, και κατευοδούντες την διδάσκαλο, την ευεργέτιδα και την Μητέρα προς την αιώνιον πατρίδα εις συνάντησιν του Νυμφίου, Όν ηγάπησεν.
Πηγή: Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς», Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, 2012.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Γερόντισσα Ευπραξία (1931 – 9 Απριλίου 2013) Καθηγουμένη Ι.Μ. Κυράς των Αγγέλων Κερκύρας



site analysis


Την Τρίτη 9 Απριλίου 2013 εκοιμήθη εν Κυρίω η οσιωτάτη μοναχή Ευπραξία Μεταξά, Καθηγουμένη της ιστορικής Ιεράς Μονής Υπεραγίας Θεοτόκου «Κυράς των Αγγέλων» Λευκίμμης Κερκύρας.
Panagia Kyria ton Aggelon
Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας «Κυράς των Αγγέλων»
Εγεννήθη το 1931 στο χωριό Αναπλάδες της Νοτίου Κερκύρας. Υπήρξε θυγατέρα των θεοσεβούμενων και πολυτέκνων (9 τέκνα) αγροτών Χαραλάμπους Μεταξά και Κωνσταντίνας Γαρδικιώτου. Κατά το Άγιο Βάπτισμα της εδόθη το όνομα Ελευθερία. Λόγω των δυσχερειών της περιόδου εκείνης και του Β’ Παγκοσμίου πολέμου δεν ετελείωσε ούτε το δημοτικό σχολείο. Όμως ειργάζετο χειρωνακτικώς για να βοηθεί την οικογένειά της.
Αγαπούσε ιδιαιτέρως την Εκκλησία και την πνευματική ζωή. Εκκλησιάζετο στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων όπου εμυήθη στα της πνευματικής ζωής και προσέφερε διακονία για την καθαριότητα και τον ευπρεπισμό του ναού και τις υποχρεώσεις της ενορίας. Παιδιόθεν επεσκέπτετο μαζί με την φίλη της Φανή Παπαβλασσοπούλου την Ιερά Μονή της Παναγίας «Κυράς των Αγγέλων» (16ου μ.Χ. αι.) και διετηρούσε δεσμό με την χαρισματική Ηγουμένη της Μονής, την ασκήτρια Αναστασία Βλάχου καθώς και την αδελφότητα της Μονής. Καίτοι η Φανή ητοιμάζετο να γίνει μοναχή, εν τούτοις η Ελευθερία έγινε μοναχή σύμφωνα με θαυμαστή πρόρρηση της θεοφωτίστου Ηγουμένης Αναστασίας.
Η ασκήτρια της Κυράς, Ηγουμένη Αναστασία Βλάχου
Η ασκήτρια της Κυράς, Ηγουμένη Αναστασία Βλάχου
Η ζωή της εκυλούσε ήρεμα με προσευχή, εκκλησιασμό και εργασία. Με ιδιαίτερη επιμέλεια και υπομονή εγηροκόμησε τους γονείς της και μια θεία της άτεκνη. Ελεύθερη από υποχρεώσεις στα 48 της χρόνια έφυγε για το μοναστήρι όπου και εγκατεστάθη κατά την ημέρα του 40νθήμερου μνημοσύνου της Ηγουμένης Αναστασίας. Στην από 8 Μαΐου 1980 αίτησή της προς την Ιερά Μητρόπολη Κερκύρας φαίνεται η ωριμότητα της αποφάσεώς της και ο ένθεος ζήλος της να γίνει μοναχή καθώς και η αγνότης της προθέσεώς της. Στην Μονή αφιέρωσε εις μνημόσυνον αιώνιον των γονέων της την περιουσία της που ήταν 54 ελαιόδενδρα και έτσι εισήλθε στην Μονή πτωχή σαν τις άλλες αδελφές.
Την κοιμηθήσα Ηγουμένη Αναστασία Βλάχου διεδέχθη η μοναχή Αναστασία Καστρινού στην οποία η αδελφή Ελευθερία υπετάγη μετά προθυμίας και αναντίρρητα.
Η αδελφή Ελευθερία ήταν άνθρωπος της σιωπής και της προσευχής. Δεν παρετηρούσε τίποτε και κανέναν. Δεν εσχολίαζε, δεν κατέκρινε, δεν κατηγορούσε. Αγαπούσε ιδιαιτέρως τις ιερές ακολουθίες. Δεν εγνώριζε πολλές προσευχές και δεν μπορούσε να διαβάζει. Από μνήμης εγνώριζε μόνο το μισό προοίμιο του μεσονυκτικού το οποίο επανελάμβανε πολλές φορές. Όμως εστόλιζε το ένδυμα της ψυχής της με την μνήμη του θανάτου και τα υψοποιά δάκρυα. Το όνομα του Χριστού και το κομβοσχοίνι ήταν η ολοήμερη συντροφιά της. Έτσι ήταν πάντοτε γαλήνια και ήρεμη, έτοιμη για την υπακοή, την καλλιέργεια της ψυχής της, την διακονία, την ενέργεια της αγάπης. Ηξιώθη από το Θεό -όπως έλεγε η ίδια- να γηροκομήσει μόνη της έξι συνασκήτριές της με πολλή φροντίδα, αγάπη και υπομονή. Παράλληλα ειργάζετο ακούραστα στις αγροτικές εργασίες της Μονής που διαρκούν όλο το χρόνο (μόνο η συγκομιδή κλπ. των ελαιών διαρκεί 6 μήνες) και διετηρούσε ορνιθώνα και ποίμνιο αιγών.
Ρασοφόρος και μεγαλόσχημος εκάρη υπό του Μητροπολίτου Τιμοθέου ο οποίος της έδωσε και τον διορισμό της ηγουμενοσυμβούλου. Μετά την κοίμηση της Ηγουμένης Αναστασίας Καστρινού (+ 25 Ιουλίου 2002) ο Μητροπολίτης Νεκτάριος την διώρισε Ηγουμένη της Μονής τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Ηγουμένη Ευπραξία Μεταξά
Ηγουμένη Ευπραξία Μεταξά
Ηξιώθη να αποκτήσει και μια υποτακτική, την Ολυμπία Δήμα από την Ηγουμενίτσα την οποία ενέδυσε δια των χειρών του Επισκόπου με το μεγάλο και αγγελικό σχήμα δίδοντάς της το μοναστικό όνομα «Αθανασία».
Ως Ηγουμένη ανεδείχθη για τα χαρίσματά της. Για την απλότητά της, την μη σχηματοποιημένη συμπεριφορά της και την αφάνειά της. Την ενέργεια της προσευχής της για όσους της το εζητούσαν. Την καλωσύνη και την ευγένειά της, τον καλωσυνάτο και θεοφώτιστο λόγο της. Την υπακοή της στον Επίσκοπο και τον πνευματικό. Την μεγάλη ενέργεια της αγάπης προς άπαντας. Την φιλοξενία της και την μεγάλη ελεημοσύνη της. Την απέριττη και λιτή της ζωή με το ασκητικό βίωμα. Την αυστηροτάτη νηστεία με την ολιγοφαγία. Την αφιλοχρηματία. Την αδιάλειπτη προσευχή και το φιλακόλουθο. Την αγαθότητα του λογισμού, την πραότητα και την αμνησικακία. Και επίσης το γεγονός ότι παρ’όλες τις ολίγες γνώσεις της διέθετε την μείζονα των αρετών διάκριση, δια της οποίας εγένετο συμπαθής και προσηνής και είλκυε τις ψυχές. Με την διάκριση και την ευγενική συμπεριφορά εχειρίζετο την υποτακτική της και τα πνευματικά της Μονής τέκνα.
Ένα χρόνο προ της κοιμήσεώς της έλαβε χαρά κρατώντας στα χέρια της το υπό τον τίτλον «Αναστασία η ασκήτρια της Κυράς» βιβλίο το οποίο αποτελεί ιστορική μελέτη της Μονής της Παναγίας της «Κυράς των Αγγέλων» ή «Κοκκινάδας» και διήγηση του βίου και της πολιτείας της πνευματικής της μητρός Γεροντίσσης Αναστασίας Βλάχου.
Η χαρά της αυτή εκορυφώθη όταν την Κυριακή Β’ Νηστειών, 31 Μαρτίου 2013, παρηκολούθησε με συγκίνηση στο πνευματικό κέντρο της Μητροπόλεως Κερκύρας την παρουσίαση του βιβλίου και της ταινίας με θέμα το περιεχόμενο του βιβλίου. Μετά από τρεις ημέρες εκαθηλώθη με κρυολόγημα στο κρεββάτι και την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως 7 Μαρτίου έλαβε δι’οράματος πληροφορία για το επικείμενο τέλος της ανακοινώνουσα ότι «μετά δύο ημέρες φεύγω». Και όντως την Τρίτη 9 Απριλίου εσηκώθη από το κρεββάτι και αφού έκαμε την προσευχή της, επλύθη, ητοιμάσθη και ειδοποίησε τους δικούς της και τα πνευματικά τέκνα της Μονής. Τους εχαιρέτησε όλους δίδοντας συμβουλές και περί τις 15.00 μ.μ. εκοιμήθη εν Κυρίω καθιστή, προσευχομένη και ήρεμη. Ο γιατρός που το επληροφορήθη τηλεφωνικώς δεν μπορούσε να το πιστεύσει, διότι όντως είχε γίνει καλά…….
Την επομένη 10η Απριλίου, στις 16.00 μ.μ. έγινε η εξόδιος ακολουθία και η ταφή υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας κ.κ. Νεκταρίου με την παρουσία Ηγουμένων και Ιερέων, μοναζουσών από όλες τις Μονές της νήσου οι οποίες έψαλλαν (και οι οποίες εδιάβαζαν από την προηγουμένη νύχτα το ψαλτήρι) και πλήθος κόσμου. Ο λόγος του Σεβασμιωτάτου έδωσε χαρά και ελπίδα στους προσκυνητές καθώς αποχαιρετούσαν την πνευματική τους μητέρα. Χαρακτηριστική ήταν η μεγάλη ευκαμψία του λειψάνου της.
Είθε η Παναγία να οικονομήσει την κατάσταση ώστε με πολλές και καλές μοναχές να συνεχισθεί η ζωή στο Μοναστήρι τώρα που έχει μείνει μόνη της η αδελφή Αθανασία που ανάβει το καντήλι της Παναγίας και περιποιείται το ιερό Θεομητορικό προσκύνημα.
Exofyllo vivliou gia Gerontissa Anastasia
Αιωνία της η μνήμη! Την ευλογία της «Κυράς των Αγγέλων» και την ευχή της μακαριστής Ηγουμένης Ευπραξίας να έχουμε!
† Ιερομόναχος Δημήτριος Καββαδίας

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Η μοναστική ζωή είναι ένας έρωτας.(ηγουμένη Θεοξένη, της Χρυσοπηγής Χανίων Κρήτης)



site analysis




Η ηγουμένη  Θεοξένη, της Χρυσοπηγής Χανίων Κρήτης, συζητάει με τον δημοσιογράφο Σταύρο Θεοδωράκη -στα πλαίσια της εκπομπής του " Οι άλλοι πρωταγωνιστές"- 

" Ήταν Σάββατο ξημέρωμα όταν έφτασα. Έβρεχε, ήταν σχεδόν σκοτάδι και οι μοναχές με προσπερνούσαν σαν να μην υπήρχα.
 Ή μάλλον με προσπερνούσαν γιατί υπήρχα.
 Βιαστικά βήματα, σκυμμένο κεφάλι. Στην εκκλησία διάβαζαν με το φως το κεριών. 
Σε λίγο θα σκόρπιζαν στα διακονήματα. Κάποιες στα μελίσσια, άλλες στις μανταρινιές, πέντε-έξι στην τυποποίηση του λαδιού, δυο να ταΐζουν τις κότες. Η Θεοφήμη και η Θεοφόρα θα έφευγαν με το μεγάλο τζιπ για τον Ναό του Πέτρου και Παύλου στο κέντρο των Χανίων. Με μια σακούλα πινέλα και χρώματα «δροσερά». Η ηγουμένη Θεοξένη στη μεγάλη αυλή κατηύθυνε τη ζωή σαν στρατηγός στη μάχη. 
«Πολυμήχανη και πανταχού παρούσα» μού την είχαν περιγράψει. 
Το μοναστήρι στα χρόνια της μεγάλωσε πολύ, σε εκτάσεις, σε μοναχές, σε απήχηση. Γυναίκες εκδρομείς έκαναν ουρές για να της σφίξουν το χέρι.
 «Σε δέκα λεπτά θα έρθει κοντά σας», μου είπε η Μαρία, δόκιμη μοναχή με μεταπτυχιακό στο Πολυτεχνείο. 
-Για ποιο πράγμα προσευχόσασταν μικρή; 
-Δεν ξέρω αν μπορείτε να το καταλάβετε, αλλά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αισθανόμουν τη χαρά της αφιέρωσης στον Χριστό. 
-Μεγαλώσατε σε θρησκευτικό περιβάλλον;
- Όχι, δεν μεγάλωσα σε τέτοια οικογένεια. Δεκατεσσάρων χρόνων όμως πήγα στην Τήνο και συγκλονίστηκα με τον βίο της Οσίας Πελαγίας. Και τότε για πρώτη φορά στη ζωή μου σκέφτηκα ότι έτσι ήθελα να ζήσω. Μετά, όταν σπούδαζα, έβλεπα τους φίλους μου που προσπαθούσαν να αγαπήσουν άλλους ανθρώπους και εγώ ήθελα να αγαπήσω πιο πολύ τον Χριστό. 
-Πώς ήρθατε στη Χρυσοπηγή;
- Ήμασταν πολύ νέες και θέλαμε να πάμε σε ένα ερειπωμένο μοναστήρι και να το αναστηλώσουμε. Να ξεκινήσουμε από το μηδέν. Κι έτσι ήρθαμε εδώ στα ερείπια. Ήταν ένα περίεργο τόλμημα για εκείνη την εποχή. Ερείπια και ένας μοναχός... Ναι, εδώ ήταν πάντα ένα μοναστήρι ανδρικό. Ούτε στην Τουρκοκρατία δεν σταμάτησε. Με τη γερμανική κατοχή όμως ήρθε το τέλος, γιατί το επέλεξε ο Γερμανός διοικητής και έδιωξε τους πατέρες της Μονής.
 -Και μέσα σε μερικές δεκαετίες καταφέρατε να κάνετε ένα μοναστήρι με πολλές μοναχές και βιολογικές καλλιέργειες. 
-Πρώτον, δεν το κάναμε εμείς, το έκανε η Παναγία. 
-Βάλατε κι εσείς λίγο το χέρι σας. 
-Εντάξει, αλλά ήταν πολύ δυνατή η παρουσία της Παναγίας Χρυσοπηγής. Και βέβαια το έκανε η μακαριστή γερόντισσα Θεοσέμνη. Αυτή είχε την τόλμη, την αγάπη, την εργατικότητα. Αυτή στερέωσε τη Χρυσοπηγή και ενέπνευσε τις δύο πρώτες αδελφές που την ακολουθήσαμε. Τώρα, το άλλο που μου είπατε- και τα λουλούδια που βλέπετε εδώ με βιολογικό τρόπο τα καλλιεργούμε. Δεν χρησιμοποιούμε πουθενά τίποτα χημικό. Αλλά αυτό έγινε αβίαστα, γιατί έτσι αισθανόμασταν ότι πρέπει να ζούμε στο μοναστήρι. 
-Ναι, αλλά κάποιος σας το δίδαξε. 
-Τότε που ξεκινήσαμε δεν υπήρχαν μέθοδοι βιολογικής γεωργίας. Τρέξαμε στα χωριά να βρούμε παππούδες, να δούμε πώς καλλιεργούσαν τη γη. Και τώρα τα χωράφια τα καλλιεργούν οι μοναχές.Οι περισσότερες εκ των οποίων είναι μορφωμένες. Μα πολλά μοναστήρια που ανθίζουν στην Ελλάδα έχουν νέες μοναχές, που εργάζονται, που κάνουν διακονήματα. Τα παλιά χρόνια, ευσεβείς οικογένειες έδειχναν στα παιδιά τους τον δρόμο του Θεού, σήμερα αυτά έχουν εκλείψει. Οπότε, αν συναντήσει κανείς αυτό το κάλεσμα, θα είναι στην ηλικία που σπουδάζει, που ψάχνει... 
-Ο περισσότερος κόσμος έχει την εντύπωση ότι στα μοναστήρια καταφεύγουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν αποτυχίες στην προσωπική τους ζωή. 
-Αυτό είναι τελείως λάθος... Άνθρωπος που έχει απογοήτευση δεν μπορεί να σταθεί στο μοναστήρι ούτε ένα 24ωρο. Μπορεί να έρθει να παρηγορηθεί, αλλά δεν μπορεί να μείνει. Είναι δύσκολη η καλογερική. Πρέπει να έχεις χαρά, αισιοδοξία... Καμιά φορά μια κοπέλα περνάει μια δοκιμασία και λέει να ΄ρθω να κάτσω 15 μέρες και της λέω κάτσε ένα Σαββατοκύριακο, δεν μπορείς παραπάνω. 
-Μα είναι χαρά η μοναστηριακή ζωή; 
-Παράδεισος είναι το μοναστήρι. Είναι ο παράδεισος στη γη. Μπορεί να σας φαίνεται λίγο καλλωπισμένο, αλλά είναι η πραγματικότητα.
 -Μπορεί να υπάρχει παράδεισος όμως αν δεν υπάρχει ένας σύντροφος; Ένας άλλος άνθρωπος στο πλευρό του κάθε ανθρώπου;
- Αυτός ο άνθρωπος για μας είναι ο Χριστός. Έχουμε ακολουθήσει με ζήλο ερωτικό το πρόσωπο του Χριστού. Η μοναχική ζωή είναι ένας έρωτας αλλά δεν μπορεί κανείς να τον καταλάβει, αν δεν τον νιώσει. Όπως εγώ δεν μπορώ να αισθανθώ πώς αισθάνεστε για έναν άνθρωπο. Δεν μπορώ να σας το μεταδώσω με λόγια. Ο μόνος τρόπος για να το καταλάβετε είναι να δείτε τη χαρά και τη δημιουργία των αδελφών. Άνθρωπος ανέραστος δεν μπορεί να δημιουργεί και να έχει χαρά. Αυτό μόνο μπορώ να σας πω.
-Ναι, άλλος είναι ο τρόπος που καταλαβαίνουν οι άνθρωποι την αγάπη και άλλος ο τρόπος της Εκκλησίας.
 -Σήμερα είδατε πόσο εφήμερες και επιδερμικές είναι οι σχέσεις των ανθρώπων. Η αγάπη όμως είναι ένα θυσιαστικό γεγονός. Οι άνθρωποι στις συζυγικές, στις ερωτικές σχέσεις τους δεν αγαπούν θυσιαστικά, αγαπούν εγωιστικά. Γι΄ αυτό έχουμε όλα αυτά τα διαζύγια, τις διαλύσεις, τη μοναξιά. 
-Ποιες είναι οι κοπέλες που έρχονται στο μοναστήρι; Τι τις απασχολεί; 
-Είναι κοπέλες οι οποίες έχουν αυτήν την κλίση. Αυτή η υπαρξιακή τους αναζήτηση όμως πρέπει να δοκιμαστεί. Και δοκιμάζεται έξω στον κόσμο, όχι στο μοναστήρι. Λέμε στις νέες κοπέλες "διάβασε, ζήσε με συνέπεια, δούλεψε, έλα στις λειτουργίες". 
-Προβλήματα με τις οικογένειες έχετε;
 -Γενικώς δεν έχουμε προβλήματα. Πρώτον, γιατί δεν παίρνουμε για δόκιμες πολύ μικρές κοπέλες. Όταν έρθει μια νεαρή κοπέλα, θα της πούμε «τελείωσε τις σπουδές σου, αυτό θα σε ωριμάσει». Οπότε μέσα σ΄ αυτήν την περίοδο και οι γονείς κατανοούν τη σοβαρότητα της αποφάσεώς της. Και τελικά και οι πιο άσχετοι με την Εκκλησία γονείς, όταν δουν ότι το παιδί τους έχει χαρά και ισορροπία, συγκατατίθενται. Το παίρνουν απόφαση δηλαδή και δεν συνεχίζουν να αντιδρούν. Ναι, και έχουμε πολλούς πατεράδες και μητέρες που βοηθάνε το μοναστήρι. Άνθρωποι που κάποτε για το παιδί τους είχαν άλλα όνειρα- υπάρχει και αυτή η προκατάληψη, ότι στο μοναστήρι χάνονται τα προσόντα του ανθρώπου. Μετά βλέπουν οι γονείς ότι το παιδί τους δημιουργεί και χαίρονται.
 -Τι απαγορεύετε στις μοναχές σας;
 -Τίποτα. 
-Να γελούν;
 -Δεν απαγορεύεται να γελούν, εξάλλου το νόημα είναι να μην απαγορεύεις. Στο μοναστήρι ισχύει αυτό που ισχύει στην παιδαγωγική. Τα παιδιά δεν πρέπει να τα τιμωρούμε. Πρέπει να τα μαθαίνουμε να ζουν σωστά. Οι νεώτερες μαθαίνουν από τις μεγαλύτερες πώς να πορεύονται, πώς να ζουν την έννοια της καταλλαγής μέσα στην αδελφότητα.
 -Δεν είναι όμως αποκομμένες από τον κόσμο; Από τη διεθνή πραγματικότητα; Απαγορεύετε να διαβάζουν εφημερίδες, βιβλία που δεν έχετε εγκρίνει...
- Κατ΄ αρχήν δεν απαγορεύεται, απλώς δεν είναι επιθυμητό. Οι μοναχές έχουν να κάνουν πολύ σημαντικότερα πράγματα. Για να είσαι ενημερωμένος όμως, δεν χρειάζεται να ξέρεις τη λεπτομέρεια των γεγονότων. Η μακαριστή γερόντισσα Θεοσέμνη ήταν ο καταπληκτικότερος πολιτικός αναλυτής. Δεν παρακολουθούσε τηλεόραση ούτε διάβαζε εφημερίδες.
 -Ισχύει ότι η ηγουμένη έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στις μοναχές;
- Όχι. Τι πάει να πει δικαιώματα ζωής και θανάτου. Δικαίωμα ζωής και θανάτου έχει μόνο ο Θεός, κ. Θεοδωράκη. 
-Ναι,μέσω της ηγουμένης ή του ηγουμένου...
- Όχι, αυτό είναι λάθος. Υπάρχει η έννοια της υπακοής στον ηγούμενο. Της απόλυτης υπακοής, αλλά είναι ένας άνθρωπος τον οποίο έχουν εμπιστευτεί. Και αυτό δοκιμάζεται κάθε μέρα στη ζωή της Εκκλησίας. 
-Τι εννοείτε; Ότι αν πάρετε λάθος αποφάσεις, η κοινότητα θα αντιδράσει; 
-Αν δεν αξίζεις, η αδελφότητα θα αποσύρει την εμπιστοσύνη της. Η εμπιστοσύνη είναι αυτή που φέρνει την απόλυτη εξουσία. Η ηγουμένη ακούει, αφουγκράζεται, αποφασίζει. Αυτό είναι το διακόνημά της, να είναι σε απόλυτη επικοινωνία με όλη την κοινότητα. 
«Στον θάνατο ανοίγεις μια πόρτα και περνάς μιαν άλλη»
"Είμαι επιφυλακτική προς εκείνους που γνωρίζουν πολύ καλά τι θέλει ο Θεός, γιατί παρατηρώ πως συμπίπτει πάντα με τις δικές τους επιθυμίες", έχει γράψει μια Αμερικανίδα φεμινίστρια.
 Έτσι επιφυλακτικός πλησίασα και εγώ το γυναικείο μοναστήρι της Χρυσοπηγής στα Χανιά.
 Όπως επιφυλακτικός μπήκα πέρυσι στο Άγιον Όρος. 
Αυτήν τη φορά όμως ένιωσα και μια αμηχανία. Απέναντί μου είχα μόνο γυναίκες. Δεν έπρεπε να τις πλησιάζω πολύ, έπρεπε να είχαν την ευλογία της ηγουμένης για να μου μιλήσουν. Και μετά υπήρξαν κάποιες πόρτες που δεν άνοιξαν ποτέ. 
Από τις 40 μοναχές της Χρυσοπηγής θα πρέπει να είδα τελικά τις 20. Οι υπόλοιπες έμειναν σκιές. 
Βιολογικές καλλιέργειες, αγιογραφίες, αξιοποίηση του δάσους, βοήθεια σε φτωχές οικογένειες:
-Αν έλειπε η προσευχή,θα μπορούσατε να είσθε η πρόεδρος μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης.
 - Κάνετε λάθος. Οι μοναχοί -όλους τους αιώνες- έτσι ζούσαν. Τον 6ο και τον 7ο αιώνα, όταν δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, οι περιηγητές και καροτσέρηδες έμεναν στους ξενώνες των μοναστηριών. Και τότε είχαν 24ωρα ολόκληρα ανοιχτές τις πόρτες. Ο ρόλος μιας μοναχής είναι ο ίδιος, όπως ήταν πριν από δυο χιλιάδες χρόνια. 
-Ποιός δηλαδή; 
- Να μεταδίδει στους ανθρώπους την έννοια της υπέρβασης του θανάτου. Οι άνθρωποι σήμερα φοβούνται τρομακτικά τον θάνατο. Και αυτή η ιδέα της καύσης των νεκρών ξεκινάει από το ότι θέλουμε να εξαφανίσουμε ό,τι έχει σχέση με τον θάνατο. Ο άνθρωπος θέλει να έχει εφήμερη ζωή γι΄ αυτό και ζει με τέτοιο ειδωλολατρικό τρόπο, γιατί δεν θέλει να σκεφτεί την αιωνιότητα. 
-Και είδατε προχτές στο Μέγαρο Μουσικής τι έγινε όταν ήρθε ο διάσημος ψυχαναλυτής. Ο Γιάλομ.
 -Ναι, πήγανε τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι, αν είναι δυνατόν, για να ακούσουνε έναν άνθρωπο να τους πει ότι η ψυχή είναι θνητή. 
Ε, το ακριβώς αντίθετο λέει το μοναστήρι. 
Λέει ότι η ζωή μας είναι αιώνια. «Ανοίγει μια πόρτα» λέει ο γέροντας Πορφύριος «και περνάς σε μιαν άλλη».
 Όταν η γερόντισσα, η κεκοιμημένη Θεοσέμνη, εκοιμήθηκε, αισθανθήκαμε σα να μην έφυγε. Έφερναν άνθρωποι τα μωρά τους και τα ακουμπούσανε πάνω στο σκήνωμά της. Έχετε δει μωρά να τα ακουμπάνε στους πεθαμένους; Εγώ πάντως δεν το είχα ξαναδεί. 
-Εντάξει,πάντα υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να πιαστούν από κάπου.
 - Μα αισθανόντουσαν οι άνθρωποι ότι ήτανε ζωντανός άγιος. Και βάζαν το μωρό τους να πάρει ευλογία. Η δε κεκοιμημένη γερόντισσα ήτανε ζωντανή. Μπορεί να ακουστεί σαν παραμύθι αλλά ανέπνεε. Πέρασε τη φθορά της ασθένειας του καρκίνου και όταν έφτασε το σκήνωμά της στο φέρετρο, ήτανε σαν να ήτανε νέα και ζωντανή. Σαν να μην έχει περάσει ασθένεια. Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Κάποιοι είπαν «μα, μακιγιάρουν τους νεκρούς;». Τέτοια ήτανε η ομορφιά και το κλέος της μορφής της.
- Ώς πού θέλετε να φτάσετε; 
-Τι εννοείτε; 
-Χτίζετε, καλλιεργείτε,παράγετε,εκ- παιδεύετε νέες μοναχές. Ποιος είναι ο στόχος σας; 
- Ο στόχος μου είναι μόνο να γίνει το θέλημα του Θεού. "

(Από το ιστολόγιο ΑΝΕΜΩΝ ΠΝΟΗ, Ιανουάριος 2013)

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Αρετές και πνευματικές εμπειρίες στην μοναχική παλαίστρα [Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995)]



site analysis


image002 (2)«…Δέν έχω την ευφράδεια του λόγου…
τα ταπεινά αυτά λογάκια που λέω,
τα λέω άπ’ την καρδιά μου…».
(Γερ. Μακρίνα, Διακαινήσιμος 1989)

Η Γερόντισσα Μακρίνα εκοσμείτο με πλείστες αρετές που επήγαζαν από την Χριστοκεντρική βιοτή της και από την γνήσια ασκητική πολιτεία της, αλλά ιδιαιτέρως διεκρίνετο για την εγκάρδια φιλοξενία και την ελεημοσύνη. Βοηθούσε αφανώς και στήριζε ποικιλοτρόπως πολλούς πονεμένους αδελφούς μας που ευρίσκοντο σε ανάγκη και δυσχέρεια. Διαρκώς μας νουθετούσε περί ελεημοσύνης: «Η Παναγία δεν αφήνει. Δίνεις ένα, εκατό δίνει η Παναγία. Όταν έχουμε αυτή την πίστι! Ό,τι δίνουμε από το σπίτι της Παναγίας, είναι όλα ευλογία της Παναγίας. Γι’ αυτό λοιπόν η Χάρι της Κυρίας Θεοτόκου μας ενισχύει και μας βοηθάει».
Όταν ζυμώνανε οι αδελφές, είχε πάρα πολύ μεγάλη χαρά να δίδη ως ευλογία ζυμωτό ψωμί. Κάποτε στον Εσπερινό του Σαββάτου της Τυρινής είχε έλθει μία οικογένεια και η Γερόντισσα, όταν την κατευώδωνε, είπε σε μία μοναχή να τους δώση ενα καρβέλι ψωμί, καίτοι η υπεύθυνη αδελφή την είχε ενημερώσει ότι ήταν το τελευταίο και δεν υπήρχε χρόνος να ζυμώσουν άλλο, διότι θα άρχιζε η Καθαρά Εβδομάδα. Η Γερόντισσα είχε πλήρη εμπιστοσύνη ότι η Παναγία θα οικονομούσε το Μοναστήρι Της και έτσι το τελευταίο καρβέλι δόθηκε. Μετά το Απόδειπνο, και ενώ είχε κλείσει η πύλη της Μονής, κάποιος κτυπούσε το κουδούνι επιμόνως. Ήταν ένας αρτοποιός, γνωστός της Μονής, ο οποίος είχε φέρει ένα αυτοκίνητο φρέσκα ψωμιά. Ήταν τόσο μεγάλη η ποσότητα, ώστε οι αδελφές το έκαναν παξιμάδι και πέρασαν με αυτό όλη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Η αρετή της φιλοξενίας της Γερόντισσας φαίνεται και στην περίπτωσι ενός ευλαβούς ιερομονάχου, που επισκέφθηκε την Μονή μαζί με πενήντα άτομα προσκυνητές από την συνοικία Χαριλάου της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι ζήτησαν να διανυκτερεύσουν για να παρευρεθούν στην Θεία Λειτουργία της Κυριακής. Παρ’ ότι η φιλοξενία τόσων άνθρώπων ήταν αδύνατη, εν τούτοις η Γερόντισσα μερίμνησε να τους προσφερθή φαγητό και κατάλυμα πρόχειρο σε τρία δωμάτια, τα μόνα που υπήρχαν διαθέσιμα, για να ξεκουρασθούν. Η Γερόντισσα ήταν στενοχωρημένη που δεν είχε την δυνατότητα να φιλοξενήση άνετα, όπως θα ήθελε, τους προσκυνητές, και σκέφθηκε να αγρυπνήση όλη την νύκτα, για να συμμετέχη με αυτόν τον τρόπο στην ταλαιπωρία τους. Το πρωί που κατέβηκαν στην εκκλησία ο ιερεύς με τους προσκυνητές έσπευσαν να την ευχαριστήσουν, διότι όλη την νύκτα ξάγρυπνη δεν σταμάτησε να περνά ανάμεσά τους και να τους σκεπάζη για να μή κρυώσουν. Η Γερόντισσα όμως τους είπε ότι δεν βγήκε καθόλου από το κελλί της και τότε όλοι αντιλήφθηκαν ότι ήταν θαύμα της Παναγίας της Οδηγητρίας και το απόγευμα πριν φύγουν ετέλεσαν την ιερά Παράκλησι προς τιμήν Της.
Η Γερόντισσα Μακρίνα είχε, επίσης, το χάρισμα της προσευχής, την οποία ήδη από μικρό παιδί είχε «εγκολπωθή». Στην προσευχή η ψυχή της εύρισκε την ανάπαυσι και σε αυτήν εμπιστευόταν όλα τα αιτήματά της. Κάποτε ζήτησε με δάκρυα από τον Θεό να της δείξη πως πρέπει να προσεύχεται, ούτως ώστε η προσευχή ενώπιον Του να είναι καθαρή και απηλλαγμένη από την οίησι, για να μπορή ανεμπόδιστα ο προσευχόμενος να ενώνεται με τον Θεό. Εκείνο το βράδυ της παρουσιάσθηκε Άγγελος Κυρίου με ολόλευκη στολή, ο οποίος την δίδαξε πως πρέπει να προσεύχεται ο άνθρωπος αναλόγως προς τις πνευματικές καταστάσεις του. Συμφώνως με τις υποδείξεις του Αγγέλου, όταν η ψυχή αισθάνεται την τελεία αγάπη προς τον Θεό, ο άνθρωπος υψώνει τα χέρια του ψηλά. Όταν κυριαρχούν εντός του η ταπείνωσι και η μνήμη των Παθών του Κυρίου, ο άνθρωπος σταυρώνει τα χέρια και σκύβει το κεφάλι. Όταν η ψυχή από τον πόλεμο των παθών νοιώθη την άκρα ταπείνωσι, τότε ο άνθρωπος προσεύχεται με τα χέρια πίσω, σαν κατάδικος. Κατόπιν ο Άγγελος άρχισε να προσεύχεται γονατισμένος και να κλαίη σαν να αγκάλιαζε τα πόδια του Χριστού, δεικνύων πως, όταν ο άνθρωπος συναισθάνεται την μηδαμινότητά του, προσεύχεται έτσι και βιώνει ανεκλάλητη χαρά και παράκλησι από τον Θεό.
Στην συνέχεια εμφανίσθηκε μία τεράστια κλίμαξ, που στεκόταν στον αέρα· τα δε σκαλοπάτια της είχαν μεγάλη απόστασι μεταξύ τους. Ο Άγγελος της είπε να τον ακολουθήση και κρατώντας την από το χέρι άρχισαν να τα ανεβαίνουν. Σιγά-σιγά τους περιέβαλε ένα πυκνό, μελανό και ψηλαφητό σκότος που μύριζε θειάφι. Καθώς ανέβαιναν, ολοένα και περισσότερο δυσκολευόταν η Γερόντισσα στην αναπνοή. Έφθασαν τέλος στις φυλακές, όπου ευρίσκονταν οι άνθρωποι με τα θανάσιμα αμαρτήματα. Στον απαράκλητο εκείνο τόπο με το βαθύ σκοτάδι, κυριαρχούσαν τα μουγκρητά των κολασμένων που η όψι τους ήταν φρικτή. Από παντού ακούγονταν θρήνοι και οιμωγές. Αυτόν τον θρήνο η Γερόντισσα δεν μπόρεσε ποτέ σε όλη της την ζωή να τον ξεχάση.
Μετά από αυτή την εμπειρία που βίωσε, όταν συνήλθε, κατελήφθη από κλαυθμό. Επί δέκα ημέρες δεν μπορούσε να σταματήση τα δάκρυά της. Αισθανόταν αφ’ ενός την ευφροσύνη της αγγελικής παρουσίας και της διδασκαλίας του Αγγέλου περί προσευχής αφ’ ετέρου το πένθος από την θεωρία της Κολάσεως. Μετά από αυτήν την επίσκεψι αισθανόταν στην προσευχή της περισσότερη κατάνυξι, δεν είχε κατ’ αυτήν την αίσθησι του χρόνου και τα δάκρυά της έρρεαν άφθονα.
Πολιτευομένη ησυχαστικώς και ασκούσα αδιαλείπτως την «ευχή», η Γερόντισσα Μακρίνα προσευχόταν για όλους τους ανθρώπους και ιδιαιτέρως για όσους είχε γνωρίσει εν όσω ζούσε στον κόσμο. Με πολύ πόνο ευχόταν υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των κεκοιμημένων, οι οποίοι δεν είχαν εξομολογηθή, κυρίως θανάσιμα αμαρτήματα. Μία τέτοια περίπτωσι, για την οποία παρακαλούσε και άλλους ανθρώπους να προσεύχωνται υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της, ήταν η Γλυκερία, μία γνωστή της από τα νεανικά της χρόνια. Η Γλυκερία στην Κατοχή δεν άντεξε την πείνα και για να επιβιώση άρχισε να κάνη στην ζωή της παραχωρήσεις μέχρι που κατέληξε στην αμαρτία. Η Γερόντισσα με πολλή θλίψι διερωτάτο σε τι κατάστασι ευρίσκεται η ψυχή της Γλυκερίας, η οποία είχε κοιμηθή. Ένα βράδυ, ύστερα από έντονη προσευχή, είδε ένα πύρινο ποταμό και στο μέσο του πάνω σε μία σχεδία διέκρινε την Γλυκερία, που φώναζε προς την Γερόντισσα εκλιπαρώντας την για προσευχή και βοήθεια: «Βοήθησέ με, Γερόντισσα, καίγομαι!». Αυτή η εικόνα της Κολάσεως και οι απεγνωσμένες κραυγές της Γλυκερίας δεν έφυγαν ποτέ από τον νού της Γερόντισσας και η προσευχή της γινόταν με πολύ πόνο ψυχής και συντριβή για την ανάπαυσι ανθρώπων, που έφευγαν από αυτόν τον κόσμο ανεξομολόγητοι και ατακτοποίητοι ενώπιον του Θεού.
Διαρκής μέριμνα και διακαής πόθος της Γερόντισσας μας ήταν η σωτηρία όλων των ανθρώπων και πρωτίστως των μοναζουσών. Για να δύναται να αντεπεξέρχεται στην διακονία της διαποιμάνσεως της αδελφότητος, ζητούσε από τον Θεό να της χαρίζη βιώματα, για να μή μας ομιλή μόνο μέσα από τα βιβλία, αλλά και από την προσωπική της πείρα, για να έχη έτσι μεγαλύτερη απήχησι ο λόγος της στις ψυχές μας. Και ο Κύριος της έδωσε όρασι πνευματική, διδάσκοντάς την με θείες οπτασίες και ουράνιες εμπειρίες. Μέσα της δεκαετίας του 1980, κατά την εορτή της Κυριακής των Βαΐων και κατά την ώρα του Χερουβικού ύμνου, ενώ η Γερόντισσα ήταν γονατισμένη εμπρός από το στασίδι της, βρέθηκε νοερώς στο Ιερό Βήμα. Είδε ότι η Αγία Προσκομιδή είχε ως κάλυμμα ένα ύφασμα κατακόκκινο, σαν βελούδο. Επάνω ήταν το Άγιο Ποτήριο και ολόγυρά του σχηματίζονταν γλώσσες. Η κάθε μία γλώσσα είχε παραστάσεις από την εβδομάδα των Παθών του Κυρίου μέχρι και την Ανάστασί Του. Καθώς κοιτούσε η Γερόντισσα, επάνω από το Άγιο Ποτήριο ξεχύθηκε ένα φως με εκτυφλωτική λάμψι και επί ολίγα λεπτά νόμιζε ότι έχασε την δρασί της. Η έμπειρία αυτή του ακτίστου Φωτός χάρισε στην Γερόντισσα ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια και κατάνυξι εις το φρικτόν Μυστήριον της Θείας Εύχαριστίας.
Η πνευματική μας Μητέρα είχε πολύ μεγάλη ευλάβεια και στον όσιο Εφραίμ τον Σύρο, τον Άγιο των δακρύων, και τακτικώς μελετούσε και εντρυφούσε στα Ασκητικά Έργα του. Μία ημέρα ο Άγιος εμφανίσθηκε στο κελλί της ως γέρων ασκητής, με το Αγγελικό Σχήμα και με ένα «ντουρβά» στον ώμο του. Συστήθηκε και την κάλεσε πλησίον του, την ευλόγησε, την ασπάσθηκε στην κεφαλή και εξαφανίσθηκε· αμέσως μετά αισθάνθηκε τον εαυτό της σαν μικρό παιδάκι και ένοιωσε μία ευλογημένη θερμότητα στο πρόσωπό της. Η χαρά που της άφησε κράτησε για ημέρες.
Πέρα από τις προσωπικές της εμπειρίες, η Γερόντισσα επιζητούσε θεοφρόνως να πληροφορήται τα πνευματικά βιώματα και άλλων ανθρώπων, και δή των ιερέων, για να ωφελήται η ίδια και εν συνεχεία για να καταρτίζη και εμάς. Στις συναθροίσεις μας πάντοτε μας μιλούσε με πολύ δέος και φόβο Θεού για την μεγίστη αξία της Θείας Λειτουργίας. Συνήθιζε να λέη ότι το Θείον Μυστήριον δεν εξαγοράζεται με τίποτε γήινο. Όταν επισκεπτόταν κάποιος ιερέας την Μονή μας, παρακινουμένη από την βαθυτάτη ευλάβειά της προς το ύψιστο υπούργημα της ιερωσύνης, τον ρωτούσε τι βίωνε κατά την ώρα της Θείας Μυσταγωγίας. Κάποτε επισκέφθηκε το Μοναστήρι μας ο μακαριστός Γέρων π. Γαβριήλ (1910-1994) εκ της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Φλαμουρίου Μαγνησίας. Ερωτηθείς από την Γερόντισσα για τις πνευματικές καταστάσεις που του χαρίζει ο Θεός κατά την ώρα της Θείας Λατρείας και ειδικώτερα για την θεωρία των Αγγέλων εν αυτή, ο Γέρων Γαβριήλ απάντησε με απλότητα: «… Λέγονται αυτά, Γερόντισσα; Δεν μπορείτε να τα καταλάβετε, δεν μπορεί να τα πή η γλώσσα μας αυτά. Δεν μπορούμε να τα πούμε, είναι ουράνια! Την ώρα της Θείας Μυσταγωγίας τι γίνεται εκεί μέσα!… Άγγελοι, Αρχάγγελοι, γεμίζει περισσότερο από την αναπνοή μας η εκκλησία από αγίους Αγγέλους». Έν συνεχεία ο σεβάσμιος Γέρων κατανυχθείς δάκρυσε και πρόσθεσε ότι η θεωρία της Παναγίας μας υπερτερεί ασυγκρίτως της θεωρίας των Ασωμάτων Θείων Δυνάμεων.
Η Γερόντισσα, παρ’ όλη την πίστι και την θερμή προσευχή της, δεν εφησύχαζε ποτέ, αλλά απαύστως αγωνιούσε και προβληματιζόταν για την πορεία και την σωτηρία της αδελφότητος. Νυχθημερόν παρακαλούσε την Παναγία για όλες τις ψυχές που ειχε ύπ’ ευθύνη της, και η Παναγία δεν της στερούσε την παράκλησι και την επίσκεψί Της. Κάποια φορά, κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, στον Χερουβικό ύμνο, καθώς ήταν γονατισμένη και ενώ την συνείχε αυτή η αγωνία, είδε στην Ωραία Πύλη την Παναγία, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, με υπερκόσμιο φως στο πρόσωπό Της. Κρατούσε ως βρέφος τον Χριστό, όπως είναι η εικόνα της Γοργοϋπηκόου στο κελλί της. Η Γερόντισσα εξέφρασε την ανησυχία της για την σωτηρία της αδελφότητος και η Παναγία της χαμογέλασε, γεγονός που έφερε πάραυτα την ειρήνη εντός της.
Αλλά και στις πρακτικές υποθέσεις και εργασίες της Μονής η Υπεραγία Θεοτόκος την καθοδηγούσε. Κάποτε ειδε την Παναγία στο μαγειρείο να της υποδεικνύη πως να εργάζεται, να τακτοποιή τα φλιτζάνια και τα ποτήρια και να συμμαζεύη τον χώρο εν ριπή οφθαλμού. Διά τούτο συνήθιζε να λέη ότι η Παναγία είναι πολύ καλή νοικοκυρά και πολύ σβέλτη και μας παρώτρυνε να εργαζώμαστε προσεκτικώς και εν τάχει. Άλλοτε πάλι πορευομένη προς το παρεκκλήσι της Παναγίας Οδηγητρίας, για τα πνευματικά καθήκοντά της, είδε την Παναγία ως μοναχή να την διδάσκη πως να κάνη τον κανόνα της.
Η Γερόντισσα αγαπούσε πολύ να ψάλλη στον Χριστό και στην Παναγία ύμνους και τροπάρια, με την εύτονον και κατανυκτική φωνή της, και κυρίως τα δογματικά Θεοτοκία των Αναστασίμων Εσπερινών της Οκτωήχου και τα Απολυτίκια των Αγίων. Ιδιαιτέρως έψαλλε το τροπάριο: «Επιθυμώ, Παναγία, τα κάλλη του Παραδείσου, τους μυρισμούς και τα άνθη, και την τερπνήν ευωδίαν, και τάς φωνάς των Αγγέλων, όταν υμνούν τον Δεσπότην»[1]. Επίσης, πολύ κατανυσσόταν με το Προκείμενον: «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών…»[2], καθώς και με το ιδιόμελο Δοξαστικό των Αποστίχων του Εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής: «Σε τον αναβαλλόμενον το φως…», τα οποία παρακαλούσε να της ψάλλουν και οι εκάστοτε ιεροψάλτες επισκέπτες της Μονής. Όταν έψαλλε, το πρόσωπό της φωτιζόταν από την εμπειρική θεολογία των υψηλών νοημάτων των ύμνων, όπως μυστικώς τα εβίωνε την ώρα της Λατρείας και της κατ’ ιδίαν προσευχής.
Σημειώσεις:
1. Κατά το μέλος των Εξαποστειλαρίων του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, σε ήχο γ’.
2. Μέγα Προκείμενον των μεθεόρτων Εσπερινών Δεσποτικών εορτών, σε ήχο βαρύ.
 Φωτογραφία:  pigizois.net 
Πηγή: Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς», Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, 2012.

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Εκδημία της μακαριστής Ηγουμένης Ευφροσύνης



site analysis



larx
Ανακοινωθέν της Ι.Μ. Κορίνθου για την εκδημία της Γερόντισσας Ευφροσύνης
Έπειτα από πολυήμερη ασθένεια ανεπαύθη εν Κυρίω και κηδεύτηκε χθες 21-3-2013 με την πρέπουσα τιμή, στην Ιερά Μονή Αγίου Βλασίου Άνω Συνοικίας Τρικάλων, η Καθηγουμένη αυτής Γερόντισσα Ευφροσύνη (κατά κόσμον Ευαγγελία) Γκλίτση.
Η μεταστάσα ηγουμένευσε στην Ιερά Μονή του Αγίου Βλασίου από το έτος 1987 και επί της ηγουμενίας της η Ι. Μονή στερεώθηκε και ανακαινίσθηκε εκ βάθρων, με αποτέλεσμα οι προσκυνητές να βρίσκουν σ’ αυτήν τόπο πνευματικής ανατάσεως, τόσο από τον ευπρεπισμένο και καλλωπισμένο χώρο του Μοναστηριού όσο και από την φιλόξενη, καταδεκτική και γεμάτη προσήνεια χριστιανική καρδιά της αοιδίμου και των λοιπών αδελφών.
Φιλόπονη και εργατική η μακαριστή Γερόντισσα ίδρυσε εξ υπ’ αρχής, στην Ρίζα Ξυλοκάστρου, το μετόχι του Αγίου Δημητρίου, προς εξυπηρέτηση  της Αδελφότητος, ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες, που η διαβίωση στο χώρο της Ι. Μονής δεν είναι εφικτή από τις σφοδρές χιονοπτώσεις.
Λόγω των ιδιαίτερων πνευματικών δεσμών, ως σύντοπος, με την εκλιπούσα αλλά και ένεκα της αδυναμίας παραστάσεως του Σεβ. Ποιμενάρχου μας κ. Διονυσίου, εξ αιτίας ανειλημμένης Συνοδικής αποστολής στο εξωτερικό ως μέλος της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εξοδίου Ακολουθίας προέστη ο Σεβ. Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνάτιος, ο οποίος και εξεφώνησε τον επικήδειο, αναφερθείς στην προσωπικότητα της μακαριστής, στην από την πρώτη νεότητα αφιέρωσή της στον Κύριο, στην διατήρηση «της ανημμένης φλόγας της λαμπάδας της» έως του τέλους, στο ανδρείο φρόνημα της, στη μαρτυρία, που έδωσε με όλη της την ζωή, μη παραλείψας να οικοδομήσει και τις ψυχές των πολυπληθών πιστών που παρευρέθησαν στην Εξόδιο Ακολουθία εν όψει της Α’ Εβδομάδος των Αγίων Νηστειών.
Σύντομο λόγο για την προσωπικότητα της μακαριστής εξεφώνησε και ο κ. Αθανάσιος Μελισσάρης, Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.
Την σεβαστή Γερόντισσα Ευφροσύνη προέπεμψαν με τις ταπεινές προσευχές του πλήθος Κληρικών και Μοναζουσών από την Ιερά Μητρόπολή μας ως και από άλλες Ι. Μητροπόλεις ως και Λαϊκών. Ας είναι αιωνία η μνήμη της.
lar3
Επικήδειος λόγος του Σεβ. Λαρίσης για την μακαριστή Ηγουμένη Ευφροσύνη
Μία αγία και ενάρετη μοναχή εξεδήμησεν προς Κύριον την Τρίτη της Καθαράς Εβδομάδος, μετά από πολύμηνη ασθένεια, η μοναχή Ευφροσύνη, Καθηγουμένη της Ιεράς Μονής Αγίου Βλασίου Τρικάλλων Κορινθίας.
Η εξόδιος ιερά ακολουθία της αειμνήστου μοναχής και Καθηγουμένης τελέσθηκε στο καθολικό της  Ιεράς Μονής της την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013 το απόγευμα, από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνάτιο, ο οποίος εκπροσωπούσε και τον οικείο Ιεράρχη, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κορίνθου κ. Διονύσιο, του οποίου μετέφερε και τις συλλυπητήριες ευχές.
Η μακαριστή Γερόντισσα καταγόταν από το νησί της Σαλαμίνος και εκάρη μοναχή στην Ιερά Μονή της Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνος, όπου εκεί έδωσε τους πρώτους ασκητικούς της αγώνες, για να συνεχίσει το Θεάρεστο έργο της στην Ιερά Μονή του Αγίου Βλασίου στα ορεινό και πανέμορφο χωριό των Τρικάλων της Κορινθίας, στην ιδιαιτέρα πατρίδα του Οσίου Γερασίμου και του Αγίου Μακαρίου, του Νοταρά.
Πλήθη πιστών παρέστησαν συμπροσευχόμενοι στην εξόδιο ακολουθία της μεταστάσης από την Κορινθία και την Σαλαμίνα, ενώ πολλοί Πατέρες έλαβαν μέρος και πολλές Ηγουμένες  και μοναχές συνέψαλλαν την νεκρώσιμο εις μεγαλόσχημον μοναχήν ιερά ακολουθία.
Την απελθούσα Γερόντισσα Ευφροσύνη αποχαιρέτησαν με επικηδείους λόγους τόσο ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνάτιος, όσο και ο Κορίνθιος την καταγωγή Επίκουρος Καθηγητής Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αθανάσιος Μελισσάρης, ο οποίος με την ρητορική του ικανότητα και με καθαρά εκκλησιαστική γλώσσα, χαρακτήρισε την απερχομένη μοναχή πραγματική και στοργική μητέρα τόσο των καλογραιών της όσο και των πολυπληθών προσκυνητών της Ιεράς Μονής της.
Ακολουθεί ο αποχαιρετιστήριος λόγος που με ιδιαιτέρα συγκίνηση εξεφώνησε ο Σεβασμιώτατος κ. Ιγνάτιος προς την αείμνηστη Καθηγουμένη:lar4
Ἐκοιμήθη λοιπόν καί ἀπέρχεται τοῦ βίου τούτου ἡ πολυαγαπημένη μας Γερόντισσα Εὐφροσύνη. Παίρνει ἕνα πολύτιμο μέρος τῆς ζωῆς μας ἐκ τοῦ κόσμου τούτου καί ἀπέρχεται. Ἐσφράγισε τά χαριέστατα χείλη της, τά στάξαντα γλυκύτητα οὐκ ὀλίγην, καί μᾶς ἀποχαιρετᾶ ἡ γλυκυτάτη αὐτή καί ἁγία Μοναχή.
Ἁπλῆ καί ὀλιγογράμματη, ἀλήθεια, ἡ μεταστάσα Μοναχή διερωτᾶται κανείς ἀπό ποῦ ἀντλοῦσε αὐτήν τήν πνευματικήν εὐφορίαν; Διότι ἀφ’  ὅτου ἐγνωρίσαμεν αὐτήν ἐκ τῆς πρώτης νεότητός της, ἐθαυμάζαμεν τόν ἐνθουσιασμόν της διά τά θεῖα καί τά ἐπουράνια. Μέ τά πηγαῖα φυσικά χαρίσματά της, ἰδίως τῆς ἀνεξικακίας καί τῆς ἀπεράντου καλωσύνης, καταμαρτυροῦσε τούς ἀγῶνας της διά τήν πρόσκτησιν ἐπικτήτων ἀρετῶν τάς ὁποίας ἦτο ἐμφανές ὅτι καθ’ ἡμέραν προσελάμβανε.
Ἦτο κατάδηλον εἰς τό πρόσωπόν της ὅτι ὁ Μοναχός λαμβάνει κλῆσιν ἀπό τόν Θεόν διά νά ἀποκτήσῃ τό μέγα τοῦ Μοναχοῦ ἀξίωμα. Ἦταν ἐμφανής ἡ θεία κλῆσις της. Ὡσάν προφῆτις καί ἀπόστολος ἔλαβε θείαν κλῆσιν. Καί αὐτή ἡ κλῆσις ἦτο ἡ δύναμίς της, ἡ καύχησίς της, ὁ στέφανός της, τό ἐξαίρετον ἰδίωμά της. Ὅπως ἐξεκίνησεν ἔτσι καί ἔζησεν. Δέν ἔπαυσεν παλλομένη ἡ καρδία της διά τόν Κύριον. Δέν ἐδίδαξε προφητικά, δέν ἐκήρυξεν ἀποστολικά μέ λόγους, ἀλλ’ ἐξήγγειλεν τοῦ Θεοῦ τό ὄνομα μέ μόνην τήν παρουσίαν της, προκαλοῦσα ἀληθῆ εὐφροσύνην εἰς ἅπαντας ἡ Εὐφροσύνη μας. Μαζί διανύσαμε διά πολλά ἔτη τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου. Ἐζήσαμεν ἀνεπανάληπτες πνευματικές χαρές, συνευφραινόμενοι στή Θεία Λατρεία τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας καί εἰς τήν ἐν γένει ἐκκλησιαστικήν βιοτήν μας.
Κλαίομεν σήμερον καί θρηνοῦμεν διά τόν ἀποχωρισμόν, ἀλλά ἐν ταὐτῷ χαίρομεν, διότι ἑνός θαύματος ἠξίωσεν ἡμᾶς τῆς δόξης ὁ Κύριος. Νά ἴδωμεν τό θαῦμα τῆς πληρώσεως ἑνός θείου ἔργου. Νά ἴδωμεν τήν ἀδελφήν ἡμῶν Εὐφροσύνην νά τελειώνῃ τό ἐπί γῆς ἔργον της. Νά ἐξέρχεται τοῦ βίου θριαμβολογοῦσα ὅτι τόν δρόμον τετέλεκε. Πέρασαν πολλά χρόνια ἀπό τήν ἡμέραν τῶν ὑποσχέσεών της. Ὅταν ὁ Λειτουργός εἶπεν αὐτῇ «ἀλλ’ ἐάν καί τελειώσῃς». Καί ἰδού, τετελειωμένη μετά πνευμάτων τετελειωμένων ἔχουσα ἀνημμένην τήν λαμπάδα ἑαυτῆς, ἀπέρχεται πρός τόν Νυμφίον τῆς καρδίας της. Χαίρουσα καί εὐφραινομένη ἡ τῆς ὄντως εὐφροσύνης ἐπώνυμος.
Ἡ Μονή τῆς Φανερωμένης, τό πρῶτον της πνευματικόν ἐφαλτήριον, ὁ τόπος τοῦ ἁγιάσματος τῆς δόξης τοῦ Κυρίου, μετρᾶ τά πρῶτα νεανικά, ὄμορφα, δημιουργικά καί πανευφρόσυνα χρόνια της καί τῆς ἀποδίδει σήμερον τό δίκαιον ὄφλημα. Τά ἅγια πρόσωπα μέ τά ὁποῖα συνέζησεν ἐκεῖ χαίροντα διά τόν θρίαμβόν της, τήν ὑποδέχονται. Ἡ Κορινθία ἡ ἁγία καί ἡ ἱερά Μονή ταύτη τοῦ Ἱερομάρτυρος Ἁγίου Βλασίου, ἥτις τήν ὑπεδέχθη, τήν περιέθαλψε καί τήν ἠγάπησε, τήν προπέμπει. Συνέπεσεν νά εἶναι Ἐπίσκοπός της αὐτά τά ἔσχατα χρόνια ὁ εὑρυμαθής καί ἱεροπρεπής Ἱεράρχης Διονύσιος, ὁ ἀδελφός μας ὁ πολυαγαπημένος, ὅστις κατεκόσμησεν ἐν χαρᾷ μέ ἄπειρον ἀγάπην καί πατρικήν στοργήν τόν ὕστερον χρόνον τῆς ἐπιγείου ζωῆς της. Ἦτο καύχημά της αὐτή ἡ ἀγάπη καί δέν ἐπαύετο νά τήν καθομολογῇ. Καί σήμερον τήν συνοδεύομεν τῇ ἰδικῇ του εὐλογίᾳ καί ἀδείᾳ τήν Γερόντισσά μας ὅλοι.
Καί ὁ π. Τιμόθεος, καί ἡ Φανερωμένη καί οἱ Σαλαμίνιοι συγγενεῖς πρῶτον καί ἀδελφοί ἠγαπημένοι καί ὁ Ἱερός Κλῆρος καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ὁ παροικῶν χάριτι Θεοῦ τήν ἀποστολικήν ταύτην γῆν, τήν ὁποίαν θεῖοι πόδες ἐπάτησαν καί διά τόν καταρτισμόν τοῦ ὁποίου ἀθάνατα ἱερά μοναδικά εἰς τόν Ἁγιογραφικόν ἡμῶν πλοῦτον κείμενα ἐγράφησαν. Διανύοντες ὅμως αὐτήν τήν α΄. τῶν Νηστειῶν ἑβδομάδα, ἥτις ἀποτελεῖ ὅρον ἀσκήσεως δι’ ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, θά ἦτο παράλειψις νά μήν εἴπωμεν ὁποίαν ἱεράν παρακαταθήκην ἀφήνει εἰς ἡμᾶς ἡ ἀπερχομένη Γερόντισσα Εὐφροσύνη.lar5
Τώρα πού καλούμεθα ὅλοι μας νά οἰκοδομήσωμεν τόν οἶκον τῆς ψυχῆς μας, μέλλοντες νά εὑρεθῶμεν καί ἡμεῖς εἰς τήν θέσιν εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκεται τώρα ἡ ψυχή της μεταστάσης ἀδελφῆς ἡμῶν, καλόν εἶναι νά ἀναμνησθῶμεν τούς Ἑβραίους, οἵτινες ἐπιστρέψαντες ἀπό τήν βαβυλώνειον αἰχμαλωσίαν καί θελήσαντες νά ἀνοικοδομήσουν τήν Πόλιν τήν Ἁγίαν, τήν Ἱερουσαλήμ τήν ἐπίγειον καί τό Ἱερόν, εὗρον λαούς ἀπειλοῦντας αὐτούς καί ἐμποδίζοντας αὐτούς. Καί ὁ Δαβίδ ὁ προφητάναξ ἀποτυπώνοντας αὐτό εἰς τόν 126ον Ψαλμόν αὑτοῦ, λέγει τό γνωστόν «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήση οἶκον εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐάν μή Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων».
Ὁπωσδήποτε χρειάζεται ἡ βοήθεια τοῦ Κυρίου, ἡ βοήθεια τοῦ εἰπόντος «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Ἡ βοήθεια αὕτη, ἥτις ἐμφανῶς ἀναγνωρίζεται εἰς τό πρόσωπον τῆς μεταστάσης ἁγίας Μοναχῆς. Καί ὅλοι γνωρίζομεν καί ψάλλομεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τόν ἀναβαθμόν τόν ὁποῖον ἐνεπνεύσθη ἐκ τοῦ Ψαλμικοῦ τούτου στίχου ὁ πρύτανις τῶν Ὑμνογράφων ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐξευρών τό ἀπόθετον κάλλος αὐτοῦ, τό μέλι τό ἐκ πέτρας, ἀποδώσας ἀλληγορικῶς αὐτό εἰς τόν τέταρτον ἀναβαθμόν τοῦ γ΄. ἤχου «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον τῶν ἀρετῶν, μάτην κοπιῶμεν· τήν δέ ψυχήν σκέποντος, οὐδείς πορθεῖται πόλιν».
Ἡ οἰκοδομή λοιπόν τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἱερά παρακαταθήκη πού ἀφήνει φεύγουσα ἡ μακαρία ἤδη Γερόντισσα Εὐφροσύνη καί εἰς τάς ὑπ’ αὐτήν ἠγαπημένας ἀδελφάς καί συναθλητρίας ἀλλά καί εἰς ἅπαντας ἡμᾶς. Νά ἀπαρτισθοῦμε λοιπόν ἕκαστος εἰς οἶκον καί ναόν τῶν ἀρετῶν εἶναι τό ἔσχατον πνευματικόν δῶρον τῆς μεταστάσης πρός ἡμᾶς. Νά δειχθῶμεν «κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ», ὅπως γράφει στούς Ἐφεσίους ὁ Ἀπόστολος καί Ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας Σας. Νά «μορφωθῇ Χριστός ἐν ἡμῖν» ὅπως ἐπεθύμει ὁ Προστάτης Σας Ἀπόστολος διά τούς Γαλάτας. Καί ὅλοι γνωρίζομεν ὅτι τοῦτο δέν εἶναι εὔκολον. Ὅλοι γνωρίζομεν ὅτι ὅπως τότε δι’  αὐτούς ὑπῆρχον ἐχθροί τοῦ ἔργου τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ ἱεροῦ καί τοῦ οἴκου, ἔτσι καί τώρα, καί ἡμεῖς εὑρίσκομεν κατέναντι τῆς προσπαθείας μας τόν ἀντίδικον ἡμῶν διάβολον.
Ἐν «τεσσαράκοντα καί ἕξ ἔτεσιν ᾠκοδομήθη ὁ ναός». Ἁρματωμένοι ἔκτιζον τήν Ἱερουσαλήμ, τήν ὁρμήν τῶν ἐχθρῶν φοβούμενοι, κρατοῦντες ὡς μαρτυρεῖ ὁ Ἱερός Νεεμίας μέ τό ἕνα χέρι τό δοξάρι καί τήν σαΐταν καί μέ τό ἄλλο κτίζοντες, ὡς ἀναγωγικῶς ἑρμηνεύει ὁ Ἱερός Θεόδωρος. Καί ἡ μεταστᾶσα ἐνθαρρύνουσα ἡμᾶς λέγει τόν Παύλειον λόγον «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ». Καί ὡς τά πάντα κατασκευάζονται ὑπό τινος ὁ δέ τά πάντα κατασκευάσας Θεός, ἐπ’ Αὐτόν ἀνέσχε τάς ἐλπίδας της ἵνα οἰκοδήσῃ ἑαυτήν.
Καί ἰδού, ἀδελφοί μου, καλούμεθα καί ἡμεῖς ἐν τεσσαράκοντα καί πλέον ἡμέραις νά ἀνοικοδομήσωμεν τόν Ναόν τῆς ψυχῆς ἡμῶν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς διδάσκει: «Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐπεθύμησε μέ τάς ἰδικάς του δυνάμεις νά πολεμήσῃ καί νά νικήσῃ τό σαρκικόν φρόνημα, ματαίως κοπιάζει. Διότι, ἐάν ὁ Κύριος δέν κρημνήσῃ τόν οἶκον τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, καί ἐάν ὁ Κύριος δέν οἰκοδομήσῃ τόν οἶκον τῆς ψυχῆς, ματαίως ἀγρυπνεῖ καί νηστεύει ἐκεῖνος πού προσπαθεῖ μέ τίς ἰδικές του μόνον δυνάμεις νά τό ἐπιτύχῃ. «Μετά σοφίας οἰκοδομεῖται οἶκος, καί μετά συνέσεως ἀνορθοῦται», ὡς λέγει ὁ σοφός Σολομών.
Σολομών καί Ζοροβάβελ καλεῖται νά ἀναδειχθῇ ἕκαστος ἐξ ἡμῶν, οἰκοδομῶν καί παλεύων. Θεμελιῶν καί πολεμῶν συγχρόνως. Καί περαίνων τόν λόγον τοῦτον, τόν ὁποῖον ἡ ἀγάπη τοῦ Ἐπισκόπου σας μοι παρεχώρησεν ἵνα ἐκφωνήσω εἰς τήν πενθοῦσαν ταύτην ὁμήγυριν, ὑπενθυμίζω τούς λόγους τούς ὁποίους εἶπεν ὁ ἀββᾶς Νεῖλος ὁ καθήμενος ἐν Σινᾷ πρός ἐρωτῶντα νεοσσόν τῆς Πνευματικῆς ζωῆς: «Σύ οὖν τέκνον ἐποίησας τόν οἶκον τῆς ψυχῆς σου καί τοῦ σώματος, τετράπυλον· καί αἱ θύραι τοῦ νοός καί τῆς διανοίας ἐπήρθησαν, καί αἱ θυρίδες τῶν αἰσθητηρίων τοῦ σώματος ἀνεωγμέναι εἰσί· καί παρερχόμενοι καί παροδίται καί λησταί καί κλέπται καί κοπρισταί, εἴ τι δ’ ἄν εὕρωσι τό ἀρέσκον αὐτοῖς λαμβάνουσιν· οὐ γάρ ἔστιν αὐτοῖς ὁ ἀντιλέγων ἤ κωλύων αὐτούς· πᾶς γάρ οἶκος ἄθυρος καί ἀθυρίδωτος, ὀζοθήκη γίνεται».
Ὁ θεούμενος ὅμως, ὁ τετελειωμένος Ὀρθόδοξος Μοναχός, ὡς ἡ ἀπερχόμενη Γερόντισσα Εὐφροσύνη, ἥτις τοιαύτην μόρφωσιν εὐσεβείας ἔσχεν ἀποίχεται ἀπό τοῦ κόσμου τούτου τῆς αἰχμαλωσίας καί τῆς δουλείας προβαίνων ἐπί τήν ἐπουράνιον Πόλιν τήν Ἱερουσαλήμ τήν Ἁγίαν, καί ἐπί τό Ἐπουράνιον θυσιαστήριον. Καί ἡ Εὐφροσύνη μας ἡ ἠγαπημένη πηγνύουσα τώρα τήν σκηνήν αὐτῆς μετά τῆς σκηνῆς τοῦ Κυρίου της, καταλείπει εἰς ἡμᾶς ἅπαντας τό φωτεινόν παράδειγμά της καί τάς Ἁγίας Εὐχάς της.
Ἀμήν.
trikal
Πηγή: romfea.gr

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Ομιλία Γερόντισσας Μακρίνης



site analysis



image0021 Ιανουαρίου 1985
Ήταν κάποτε ένας Αββάς που ζούσε με τον υποτακτικό του πάρα πολύ πνευματικά. Λίγο μακρύτερα είχαν στην ιδιοκτησία τους κι ένα σπιτάκι, εγκαταλελειμμένο. Κάποια μέρα ήρθε ένας άλλος Αββάς και ζήτησε να μείνη σ’ αυτό. Είπε: «Αββά, δεν μου δίνεις αυτή την καλύβα, να καθήσω και ’γώ εδώ κοντά σας;». Κι ο άλλος Αββάς απάντησε: «Γιατί να μη σου τη δώσω; Νάναι ευλογημένο, να την πάρης». Και την πήρε. Αυτός ο Αββάς ο νεοφερμένος ήτανε πολύ καταρτισμένος και ο κόσμος πήγαινε συνέχεια σ’ αυτόν. Έβλεπε τον κόσμο ο άλλος Αββάς και σκεφτόταν, πως εκεί πέρα πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι και σε ’κείνον δεν πατάει κανείς. Δεν μπορούσε να το χωνέψη. Μετά από λίγο καιρό είπε στον υποτακτικό του: «Να πας να πης τώρα στον Αββά να φύγη από την καλύβα, να βρή άλλη καλύβα να καθήση, γιατί την χρειάζομαι». Εκείνος ειπε:
—Νάναι ευλογημένο.
Σηκώνεται και πάει.
—Τι κάνεις, παππούλη; Ρώτησε ο υποτακτικός.
—Τι να κάνω, παιδί μου; Εδώ πολιτεύομαι, αγωνίζομαι.
—Έχεις πολλές ευχές από τον Γέροντά μου και σε αγαπάει πάρα πολύ.
—Να του πης ευχαριστώ, να εύχεται, γιατί δεν είμαι καλά, με πονάει το στομάχι μου.
Μετά από λίγο βλέποντας ο Αββάς του κελλιού ότι ο Αββάς παρέμενε κι ο κόσμος εξακολουθούσε να πηγαίνη σ’ εκείνον τον Γέροντα ξαναείπε στον υποτακτικό του να πάη στο νεοφερμένο Αββά και να του πη το δίχως άλλο να φύγη από την καλύβα. Πάει αυτός.
—Τι κάνεις, παιδί μου, λέει, πως ήρθες εδώ;
—Ήρθα να σε δώ, παππούλη μου. Άκουσε ο Γέροντας ότι είσαι άρρωστος και με έστειλε να σε δώ, έχεις ευχές και ευλογίες και πολύ σε αγαπάει, πολύ σε σέβεται και σε εκτιμάει.
—Τον ευχαριστώ, δεν έχω λόγους να τον ευχαριστήσω για την αγάπη την πολλή που μου δείχνει. Πες του ότι έγινα καλά, με τις ευχές του.
Γυρίζει ο υποτακτικός στο κελλί τους και λέει στον Γέροντα ότι μέχρι την Κυριακή θα φύγη, αν θέλη ο Θεός. Εκείνος ο καημένος ειρήνεψε. Πάλι κόσμος πολύς πήγαινε στον Αββά και ήρθε η Κυριακή και δεν είχε φύγει. Έχασε την υπομονή του ο Γέροντας της καλύβης και είπε: «Τώρα θα σηκωθώ, θα πάω και θα τον αρχίσω με το μπαστούνι και θα τον βγάλω έξω από την καλύβα». Σηκώνεται λοιπόν να πάη.
«Για στάσου να πάω εγώ πιο μπροστά, πρόλαβε να πη ο υποτακτικός του, να του πω να βγή, για να μη κουρασθής και τρέχης εσύ. Να δω μήπως έχει κόσμο και γίνει κανένα σκάνδαλο εκεί πέρα που θα πας».
Φτάνει λοιπόν πρώτος και λέει: «Παππούλη, θα έρθη ο Γέροντάς μου να σε επισκεφθή με πολλή αγάπη και να σε πάρη στο κελλί μας». Εκείνος μόλις άκουσε ότι έρχεται ο Αββάς, ο ιδιοκτήτης του κελλιού, σκέφτηκε πως θα κουρασθή και βγήκε πιο μπροστά να τον προϋπαντήση. Βγήκε λοιπόν και μόλις τον είδε, έβαλε μετάνοια εδαφιαία: «Αδελφούλη μου, πατέρα μου, ευεργέτη μου», άρχισε να του λέη πολλά λόγια στοργικά. Μόλις είδε αυτός την αγάπη του Αββά, μαλάκωσε λοιπόν και ασπάσθηκε τον Αββά και δεν είπε τίποτε και τον πήρε στο κελλί του. Ύστερα ρώτησε το μαθητή του: «Δεν του είπες τίποτε απ’ όσα σου έλεγα;». «Όχι», απάντησε. Τότε βγάζει τον σκούφο του και λέει στον υποτακτικό του: «Εγώ δεν αξίζω για Γέροντας, πάρε εσύ το σκούφο». Και λέω, κοίταξε τι αγάπη είχαν οι Πατέρες και οι υποτακτικοί! Τώρα, αν ό,τι τούλεγε ο Γέροντάς του, πήγαινε και τάλεγε, θα αναστάτωνε τον άλλο, θάθελε να βγη έξω από τα ρούχα του, «τι είναι αυτό που μου λες, ένα παραπανίσιο πράγμα είχε και μου έδωσε την καλύβα αυτή να καθήσω, και μήπως εγώ καλούσα τον κόσμο, απλούστατα ο Θεός τον καλεί». Με τι ευγένεια ζούσανε τότε, με τι αγάπη ζούσανε τη μοναχική πολιτεία, με τι συμπόνια, με τι ευλάβεια! Η εργασία αυτού του υποτακτικού ήταν τόσο υψηλή! Πόσο υψηλό φρόνημα είχε, για να μη χαλάση τις καρδιές των δύο Γερόντων! Έκανε υπακοή μετά διακρίσεως. Του έλεγε ο Γέροντας κάνε ’κείνο, κάνε το άλλο, αυτός διέκρινε τι έπρεπε να κάνη, για να κάνη το καλό. Έκανε και την υπακοή και πήγαινε, όταν τον έστελνε ο Γέροντάς του, αλλά είχε και το φρόνημα ότι «θα φέρωμαι, όπως θέλει ο Θεός». Είχε μέσα του την Χάρι του Θεού που τον φώτιζε πως να φερθή, για να βοηθήση τους Γεροντάδες. Πως πολιτευόντουσαν οι άνθρωποι, τι όμορφα! Γι’ αυτό λοιπόν να έχουμε πολλή διάκρισι και πολύ φόβο στην ψυχή μας.
Τι μεγάλο πράγμα είναι η διαβολή! Τώρα λοιπόν ακούμε μία κουβέντα και πάμε και την μεταφέρουμε, όπως εμείς την καταλαβαίνουμε, είτε την ξέρουμε είτε είναι σωστή είτε δεν είναι είτε είναι καλή είτε δεν είναι καλή, πάμε λοιπόν και τη μεταφέρουμε. Λοιπόν για σκεφτήτε αυτό το ωραίο πράγμα που έκανε αυτός ο υποτακτικός μεταξύ των δυο Γερόντων! Τι ωραία αγάπη, τι ωραία συμπόνια! Πως τους ένωσε, πως βοήθησε τον Γέροντά του να του φύγη το πάθος και να συζήσουν αγαπημένοι, ειρηνικά!
Να ακούμε με προσοχή στην Τράπεζα τα ωραία Μαρτύρια και τους βίους των Οσίων, όπως ακούσαμε σήμερα τον βίο της αγίας Μελάνης. Η αγία Μελάνη τι όμορφο βίο είχε! Τι ομορφιά είχε! Τότε δεκατεσσάρων χρονών παντρεύανε τα κορίτσια. Όταν έφυγε για μοναχή ήταν δεκαπέντε χρονών κοριτσάκι. Συμφώνησε με το σύζυγό της και πήγε, ο ένας έγινε ασκητής και η άλλη ασκήτρια. Παρά το μικρό της ηλικίας της, φορούσε από μέσα τρίχινα και αγωνιζόταν όπως οι μεγαλύτερες μοναχές. Έτσι λοιπόν πόσα ωραία πράγματα μπορούμε να διδαχθούμε, άμα δίνουμε προσοχή στους βίους των Αγίων! Είδατε, κάποια φορά διαβάζαμε για ένα Άγιο που έλεγε: «όποιος με ευλαβηθή, με επικαλεσθή, όποιος διαβάση το βίο μου, θα απαλλαχθή από τον τάδε πειρασμό, από την τάδε ασθένεια». Λοιπόν εμείς γιατί να μη έχουμε τις πρεσβείες των Αγίων που μας λένε θα απαλλαχθούμε από ’κείνο, από το άλλο, από τα πάθη μας που μας πολεμάνε και από τις ασθένειες που μας ταλαιπωρούν; Μας βοηθούν οι Άγιοι, όταν διαβάζουμε με προσοχή τους βίους των, οπότε θα έχουμε την ευλογία τους. Όσα ακούμε στην Τράπεζα, να τα κάνουμε μελέτη. Μετά θα πάμε στο κελλάκι μας, θα ξεκουραστούμε λίγο, θα αρχίσουμε να τα μελετούμε, θα κάνουμε μία προσευχούλα, ένα κομποσχοινάκι, θα πούμε δυο λογάκια στον Χριστό, δυο λογάκια στην Παναγία, ούτε αργολογίες ούτε συζητήσεις ούτε τίποτε. Να μη περνάνε οι ώρες, οι μήνες μας, τα χρόνια ανώφελα. Να έχουμε τη σειρούλα μας την πνευματική· να γράψουμε, να διαβάσουμε, να δούμε το φως της Θεότητος. Τι Χάρι θα αισθάνεσθε, όταν προσέχετε όταν γίνεται ανάγνωσι! Δεν θα μπορήτε να σταθήτε, τέτοια αλλοίωσι, τέτοια Χάρι θα έχετε στην ψυχή σας.
Όταν αγωνιζώμαστε, ο Θεός κάτι θα δώση. Έστω και μια βδομάδα να κάνη βία κανείς, να κάνη σιωπή, να πη «για την αγάπη του Χριστού δεν θα μιλήσω, θα είναι οι λέξεις μου τηλεγραφικές, θα κάνω το κομποσχοινάκι μου, θα κάνω λίγη εγκράτεια, λίγη αγρυπνία, εκείνο που θέλει ο Θεός», και θα δήτε την έκβασι της αγάπης του Θεού. Θαρθή στην καρδιά σας μέσα και θα αισθανθήτε το μέλι της Θείας Χάριτος.
Πολλές φορές θυμάμαι, παλαιότερα, τρώγαμε παστά, τρώγαμε ρέγγες και μας ερχόταν τέτοια δίψα, και έλεγα, «δεν θα πιω νερό, ο κόσμος να χαλάση, δεν θα πιω». Ερχόταν η Χάρις του Θεού και δεν μας ένοιαζε. Αν ό,τι λέει ο νους, το κάνουμε, και ό,τι ζητάει το σώμα μας, το δίνουμε, τότε ποια θα είναι η εγκράτεια που τάξαμε;
Μια φορά ήταν ένας Αββάς και πήγε ένας ληστής στο κελλί του και του λέει: «Αββά, έχω σκοτώσει ενενήντα εννέα και με σένα εκατό!». Μόλις ακούει ο Αββάς αυτό, λέει: «Νάναι ευλογημένο, παιδί μου, είη το όνομα Κυρίου ευλογημένο, αφού ήρθε η ώρα να φύγω, να με αποκεφαλίσης και μένα· αλλά πήγαινε να μου φέρης λιγάκι νεράκι από την πηγούλα· φέρε μου λίγο νεράκι κι έλα να με αποκεφαλίσης». Σηκώνεται λοιπόν, παίρνει το σταμνάκι του Αββά και πάει να του φέρη νερό. Έκανε υπακοή. Επειδή έκανε πρώτον γενική εξομολόγησι, όταν είπε στον Αββά οτι ενενήντα εννέα σκότωσε και με εκείνον εκατό, δεύτερον, ότι έκανε υπακοή να του φέρη νερό, το έλεος του Θεού δεν τον άφησε. Εκείνη την ώρα που ο ληστής πήγε να φέρη το νερό, ο Αββάς γονάτισε και έκανε προσευχή: «Βοήθησέ τον, να μη το κάνη αυτό, βοήθησέ τον, Χριστέ μου, να μετανοήση, να συντριβή». Στο διάστημα αυτό, ενώ γέμιζε το σταμνάκι, ήρθε μία αλλοίωσι στην ψυχή του ληστού και άρχισε να κλαίη. Εκεί στη μοναξιά έκλαψε, έκλαψε, το μαντήλι το έκανε μούσκεμα. Την ώρα που προσευχόταν ο Αββάς, βλέπει ένα άνθρωπο μέσα στα ολόλευκα ντυμένο και με ενα χρυσό στεφάνι στο κεφάλι και είπε: «Ποιος είναι;». Και ακούει φωνή: «Είναι ο ληστής που ήθελε να σε σφάξη. Επειδή έκανε γενική εξομολόγησι και έκανε και την υπακοή του, τώρα πάει στον ουρανό». Σηκώθηκε ο Αββάς και πήγε και βρήκε το ληστή πεθαμένο. Τι ευσπλαγχνία ο Θεός! «Ενενήντα εννέα έσφαξα και με σένα εκατό!». Κοίτα αγάπη ο Θεός, κοίτα μακροθυμία, κοίτα ευσπλαγχνία, κοίτα, κοίτα… Κι εμείς τώρα δεν σηκώνουμε τίποτε και δεν μακροθυμούμε, δεν ανεχόμαστε, δεν έχουμε ταπείνωσι να πούμε «νάναι ευλογημένο, έτσι επέτρεψε ο Θεός, για τις αμαρτίες μου. Τις οίδε πόσο λύπησα τον Θεό και επέτρεψε ο Θεός αυτό το πράγμα, να μου πουν μία λέξι, να μου πουν μία κουβέντα». Όταν υπάρχη ταπείνωσι και υπακοή, βλέπεις ένα μεγαλείο μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. «Νάναι ευλογημένο», «ευλόγησον», «έτσι οικονόμησε ο Θεός, νάναι ευλογημένο, Σε ευχαριστώ, Θεέ μου».
Όταν λοιπόν μας ταπεινώση ένας άνθρωπος και σηκωθούμε και πάμε στο κελλάκι μας μέσα και έχουμε ταπεινό λογισμό, δεν θα μας επισκιάση η Χάρις του Θεού; Δεν θα μας αλλοιώση την ψυχή μας που είναι σαν πέτρα, σαν μάρμαρο και δεν φεύγουμε από το θέλημά μας και από το λογισμό μας; Δεν θα μας μιλήση ο Θεός στην ψυχή μας; Όταν θα δούμε αυτή την αλλοίωσι, θα προσέχουμε και θα λέμε στον εαυτό μας: «Θα προσπαθώ να μή υπάρχη μώμος μέσα στην ψυχή μου για κανένα άνθρωπο, μα για κανένα άνθρωπο». Να δώσουμε τόση βία μέσα μας, που να λέμε: «Αυτός είναι άγιος για μένα, αυτός είναι άγιος για μένα, αυτός είναι άγιος για μένα». Έτσι δεν θα έχουμε μώμο μέσα στην ψυχή μας για κανένα. Είναι δυνατόν ο Θεός αυτήν την πέτρινη καρδιά μας να μη μας την κάνη συντρίμματα και να μή την λυγίση και να μή παραμερίση τους βράχους που υπάρχουν μέσα της και δεν τους καταλαβαίνουμε; Έτσι είναι! Αυτή είναι η ευσπλαγχνία του Θεού, είναι η αγάπη του Θεού, είναι η άπειρος ευσπλαγχνία του Θεού· γι’ αύτό λέγανε οι Πατέρες: «Παύσον, Κύριε, τα κύματα της Χάριτός Σου»[1], γιατί δεν μπορούσαν να αντέξουν την ευσπλαγχνία του Θεού· τέτοια Χάρι τους έδινε. Γιατί τώρα να μη μπορούμε κι εμείς να έχουμε αυτή την πνευματική κατάστασι και να μη ζούμε αυτό το μεγαλείο στην ψυχή μας, αλλά να έχουμε μέσα μας το λογισμό: «εκείνη μου έκανε εκείνο, εκείνη μου έκανε το άλλο». Καλέ, που πας, που θα ξεφύγης από την δικαιοσύνη του Θεού; Ο Θεός σε ανέχεται, σε έχει στη γη απάνω, σε ταΐζει, σε ποτίζει, σου έχει δώσει την υγεία σου, όλα τα καλά και τα αγαθά σου δίνει. Εσύ γιατί Τον προσβάλλεις; Γιατί δεν δέχεσαι μία κουβέντα από τον άλλο; Γιατί δεν ανέχεσαι τον άλλο; Μόνο έτσι έρχεται η Χάρις του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου και μέσα του αισθάνεται να είναι ένας άγγελος με χρυσά φτερά που πετάη στα ουράνια περιβόλια του Θεού, να βρίσκεται κοντά στην Κυρία Θεοτόκο και να πετάη από ’δώ και από ’κεί. Αγγελική ζωή, αγγελική ζωή! Εάν το σκεφτούμε βαθειά στην καρδιά μας, ότι ζούμε αγγελική ζωή, και εγώ δεν ξέρω πως θα είμαστε, και τι θα μας δώριζε ο Χριστός μέσα στην καρδιά μας! Τι θα αισθανόμαστε μέσα στην ψυχή μας, δεν μπορούμε να το συλλάβουμε! Ξέρεις τι θα πη Άγγελος; Ούτε γελάει ούτε θυμώνει ούτε ψεύδεται ούτε μαλώνει ούτε συζητάει ούτε κρίνει ούτε κατακρίνει ούτε υπερηφανεύεται.
Το μεγαλύτερο θέμα, είναι το θέμα της κατακρίσεως. Αυτό πρέπει να το προσέξουμε, δηλ. το μεγαλύτερο τελώνιο που θα περάσουμε είναι της κατακρίσεως. Γι’ αυτό λοιπόν, όταν υπάρχη μώμος μέσα στην ψυχή μας για ένα αδελφό και έχουμε πειρασμό, τότε η Χάρις του Θεού δεν θα επισκιάζη. Η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος δεν μπορεί ναρθή μέσα στην ψυχή να λαλήση, να φωτίση, να ανάψη, ναρθή το άκτιστο φως μέσα στην καρδιά. Και το μεγαλύτερο δαιμόνιο που σκαλώνουμε είναι αυτό, το «γιατί εκείνη», το «γιατί το έκανε εκείνο και δεν έπρεπε να το κάνη έτσι και έπρεπε να γίνη αλλιώς». Έρχεται και η Γερόντισσα σε μία κατάστασι που παρακαλεί τον Θεό ολοψύχως και λέει: «Θεέ μου βοήθησέ με, δος μου την ανεξικακία Σου, δος μου την αγάπη Σου, δός μου να αγαπήσω όλους τους ανθρώπους, ό,τι και να κάνουν, ό,τι κι αν συμβή, ό,τι και κακό ακόμη, δος μου την πρέπουσα αγάπη, να αγαπήσω όπως και Εσύ αγάπησες τον Υιόν Σου». Λοιπόν ο Θεός είναι όλο αγάπη, η αγάπη «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει»[2]. Η αγάπη κάνει τα πάντα. Όταν δεν υπάρχη αυτό το πράγμα, τότε υπάρχει μέσα συνέχεια αυτός ο λογισμός και δεν φεύγει. Παραμερίζουμε τον Χριστό, ενώ ο Χριστός έχει τας αγκάλας ανοιχτάς και λέει: «Έλα τέκνο, έλα παιδάκι μου, έλα χρυσό μου, έλα διαμάντι μου, που να σε βάλω, έλα στην αγκαλιά μου, έλα να σε χαϊδέψω, έλα να σου κάνω αυτό που ζητάς και επιθυμείς». Λοιπόν αυτό θέλει ο Θεός, θέλει πολλή αγάπη, θέλει πολλή στοργή, θέλει να γίνουμε ένας μικρός Χριστός· και να δής τι θα γίνεται εδώ μέσα, τι θα αισθανώμαστε! Όπως είπε και κάποιος, περισσότεροι είναι οι άγιοι Άγγελοι από την αναπνοή μας. Σκεφθήτε τι γίνεται!
Και εύχομαι τώρα ο καινούργιος χρόνος, αν και η πρωτοχρονιά είναι κοσμικό γεγονός, δεν είναι εκκλησιαστικό, εύχομαι στην Παναγία, στον Χριστό μας, δι’ ευχών του Γέροντος να βάλουμε μία σειρούλα καλή, πνευματική, αγιασμένη και ό,τι τέλος πάντων συνέβη από αδυναμίες, πάθη, ελαττώματα, να μας συγχωρή ο Χριστός και να μας δώση μετάνοια, να μας δώση φωτισμό, να μας δώση αγιασμό στην ψυχούλα μας ως εύσπλαγχνος που είναι και έχει πολλή αγάπη· πρώτα σ’ εμένα που δεν κάνω το θέλημα του Θεού και γι’ αυτό βρισκόμαστε στο ίδιο μέρος και δεν παρουσιάζουμε αυτή την πρόοδο που πρέπει να έχουμε. Γι’ αυτό λοιπόν ας ευχηθούμε στον Χριστό μας να μας συγχωρήση ό,τι Του πταίσαμε είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία είτε εν παραβάσει είτε εν παρακοή είτε ό,τι και αν Του πταίσαμε, να μας συγχωρή και ναρθή το έλεος Του τον καινούργιο χρόνο να μας βοηθήση να βιώσουμε καλώς και να αγωνισθούμε σ’ αυτά που θέλει ο Θεός από μας και ζητάει, για να απολαύσουμε τα αιώνια αγαθά Του.
Σας εύχομαι να πολυχρονήσετε. Όσες δεν είναι μοναχές να γίνουν καλές μοναχούλες, να λάβουν το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα και να ζήσετε με πολλή αγάπη και πίστι στον Θεό και μεγάλη προετοιμασία πνευματική· και όσες είναι Μεγαλόσχημες να τιμήσουν την μοναχική τους πολιτεία και να τηρήσουν τις υποσχέσεις που δώσανε στον Θεό, γιατί θα ζητήση πολλά από μας ο Χριστός μας. Και όλες να μας βοηθήση η Χάρις του Θεού και δι’ ευχών του Γέροντός μας να μας ανοίξη το δρόμο της σωτηρίας μας και να πολιτευθούμε ευαρεστώντας τον Θεό.
Σας εύχομαι χρόνια πολλά, ευλογημένα.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1.Έφραίμ ο Σύρος, Έργα, τόμ. Α’, εκδ. «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1988. «Λόγος ασκητικός», σ. 177.
2.Α’ Κορ. ιγ’, 7.
vatopaidi.wordpress.com