Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΘΗ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ- Η ΜΟΝΑΧΗ ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΑΓΕΛΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ-



site analysis


Αυτές οι δύο καλογριές, Λουκία και Αντωνία, πού έφεραν ονόματα Άγιων, προς τιμήν των οποίων υπήρχαν παρεκκλήσια στην μονή του Ευαγγελισμού, ήτανε το ευλογημένο ζευγάρι, πού αροτριούσε τα μπαΐρια του μοναστηριού- τα δυο ευλογημένα ζώα, πού θέρμαιναν με την ζεστή τους αναπνοή το Βρέφος το τεχθέν τα δύο ζώα, πού ανάμεσα τους γνώριζες τον Χριστό Θεό. Εύρισκαν εκπλήρωση τού Προφήτου τα λόγια: «Εν μέσω δύο ζώων γνωσθήση». Πώς να μη θυμάσαι την Αντωνία, πού αυγή-αυγή σκόλη-καθημερινή με τις γαλότσες στα πόδια και τα ράκη της έτρεχε να περιποιηθεί τα ζώα; Αγαπούσε τόσο πολύ το διακόνημά της, πού πασιχαρής έφθανε στον στάβλο. Έτρεχε σαν μικρή κοπελούδα. Δεν φαίνεται πώς πάταγε στην γη’ έχω την εντύπωση πώς πέταγε. Ολοπρόθυμα εκτελούσε την ταπεινή της διακονία, αγόγγυστα, χωρίς κοντανάσες και φυσήματα δύστηνα και λογισμούς: «Οι άλλες στο γραφείο, στο ραφείο, στην εκκλησία- εγώ στα ζώα». Και αυτό όχι μόνον κάποιες φορές, άλλ’ όλες τις μέρες της αφιέρωσης της. Και τα ευλογημένα ζώα ενστικτωδώς καταλάβαιναν την αγάπη και την φροντίδα της γι’ αυτά και πανηγύριζαν στην ταπεινή της παρουσία. Πάντα σιγοψιθύριζα στην θέα της: «Να ό Κουκουζέλης με τα τραγιά στον Άθωνα’ κι εκείνα, την ώρα πού έψαλλε στις ρεματιές και τους λόγγους, άφηναν την βοσκή και εκστατικά τον άκουγαν». Τραυλή και ίσχνόφωνη όπως ήταν, θύμιζε τον Μωυσή, πού έβοσκε τα πρόβατα τού πεθερού του Αιθήρ. Τα εύρισκε ή Αντωνία με τα ζουλάπια. Την ρωτούσα διάφορα για το διακόνημά της και μού απαντούσε: - Οι ταπεινές διακονίες βοηθούνε τον αδύναμο άνθρωπο στην μετάνοια. Μια χρονιά λοιπόν πού ξεκινούσε, κατά την συνήθεια, ή αδελφή Αντωνία να πάει και πάλι στην Σάμο για τις ελιές, πήγε στον Γέροντα, για να χαιρετίσει και να πάρει την ευχή του. Εκείνος με πολλή πατρική αγάπη της λέει: - Να πάς, παιδί μου, στην ευχή τού Θεού και της Παναγίας, αλλά θέλω, πρώτα ό Θεός, να είσαι πίσω στο μοναστήρι παραμονή Χριστουγέννων οπωσδήποτε. -Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα -λέει ή αδελφή και ξεκινά. Έφυγε πράγματι ή αδελφή Αντωνία, πήγε στην Σάμο και μάζευε με πολλή προθυμία τις ελιές. Κάθε μέρα της έδιναν ένα καλάθι ελιές και λίγο λάδι. Όταν τελείωσε το μάζεμα των ελιών, συγκέντρωσε ότι της είχαν δώσει και ετοιμάστηκε να φύγει για το μοναστήρι, γιατί ήδη ήταν προπαραμονή Χριστουγέννων και έπρεπε, κατά την εντολή τού Γέροντα, να επιστρέψει στην Μονή. Την εποχή εκείνη όμως δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και ό μόνος τρόπος για να μεταφερθεί κάποιος στο λιμάνι ήταν οι αγωγιάτες, οι όποιοι είχαν άλογα με καρότσες και έβαζαν μέσα εκεί τα πράγματα. Πηγαίνει και ή αδελφή Αντωνία και βρίσκει τον μοναδικό αγωγιάτη τού χωριού και τού λέει: - Σάς παρακαλώ πολύ, μπορείτε να με πάτε στο λιμάνι, για να φύγω για την Πάτμο; Έχω και μερικά πράγματα μαζί μου. Και όσο κάνει θα σάς πληρώσω. Ό αγωγιάτης, αντί άλλης απαντήσεως, άρχισε να φωνάζει και να την βρίζει άσχημα. (Ήταν κομμουνιστής, όπως αργότερα έμαθε ή αδελφή.) - Φύγε από κοντά μου. Δεν θέλω ούτε να σε βλέπω, όχι να σε πάω και στο λιμάνι -της έλεγε. Ή αδελφή τον παρακαλούσε, λέγοντας του: - Άνθρωπε μου, μόνον ηρέμησε και μη με πάς στο λιμάνι. Τόσο πολύ είχε αγριέψει, πού νόμιζε ότι θα της έκανε κακό. Τί να έκανε ή αδελφή Αντωνία; Ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει και δεν είχε πλέον άλλα περιθώρια. Γύρισε και κλείστηκε στο φτωχικό σπιτάκι πού έμενε με μεγάλη λύπη, διότι ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων και δεν μπορούσε να κάνη την υπακοή πού της έβαλε ό Γέροντας. - Δεν με ένοιαζε για μένα -μου έλεγε- όσο ήθελα να μη στενοχωρήσω τον Γέροντα. Εκεί μέσα στο σπιτάκι της γονάτισε και όλη την νύχτα προσευχόταν με δάκρυα στους Αρχαγγέλους πού έχουμε κοντά μας. Τούς είχε μεγάλη ευλάβεια. Ή προσευχή της ήταν ή έξης: «Αρχάγγελε μου Μιχαήλ, εσύ πού τα φτερά σου είναι μεγάλα και δυνατά και έχεις παρρησία στον Θεό, βρες τρόπο να φύγω, για να μη στενοχωρηθεί ό Γέροντας μου και φώτισε και τον αγωγιάτη να μη μού κάνη κακό». Αυτά έλεγε όλη την νύχτα και παρακαλούσε τον Αρχάγγελο με δάκρυα. Τί οικονόμησε λοιπόν ό Θεός; Όταν ό αγωγιάτης πήγε στο σπίτι του και έπεσε να κοιμηθεί, βλέπει στον ύπνο του ένα νέο λαμπερό και τού λέει: - Γιατί δεν θέλεις να πάς την καλόγρια στο λιμάνι; Ό αγωγιάτης τότε αγρίεψε και λέει στον νέο: - Ποιος είσαι εσύ, πού τόλμησες να έρθεις στο σπίτι μου τέτοια ώρα και με διατάζεις; Ό νέος τού άπαντα: - Το ποιος είμαι εγώ, θα το δεις, αν δεν κάνης αυτό πού σού λέω. Τού λέει ό αγωγιάτης: - Δηλαδή με φοβερίζεις; Και πήγε να σηκωθεί για να τον δείρει. - Στάσου! -τού λέει ό νέος-Εγώ πού σε διατάζω είμαι ό αρχάγγελος Μιχαήλ και, εάν δεν σηκωθείς να την πάρεις την μοναχή τώρα στο λιμάνι να φύγει, αύριο θα είσαι πεθαμένος. Θα σου πάρω εγώ την ψυχή σου. Ακούγοντας αυτά σηκώθηκε με τρόμο πολύ, παίρνει αμέσως το άλογο με την καρότσα και πηγαίνει εκείνη την ώρα στο σπιτάκι πού έμενε ή αδελφή κι αρχίζει να χτυπά δυνατά την πόρτα. Ή αδελφή βρισκόταν ακόμη γονατιστή στην προσευχή. Μόλις άκουσε τα χτυπήματα στην πόρτα έτρεξε και άνοιξε, αλλά αντικρίζοντας τον αγωγιάτη τρόμαξε υπερβολικά και θέλησε να ξανακλείσει την πόρτα. Εκείνος όμως της φώναξε και της είπε: - Φέρε γρήγορα τα πράγματα σου, φέρε τα πράγματα σου! - Μα, άνθρωπε μου, τί έπαθες, πώς σού ήρθε τέτοια ώρα; Κα! πάλι εκείνος τρομαγμένος της λέει: - Φέρε, σού λέω, τα πράγματα σου και δεν έχω καμιά όρεξη να τα βάλω με αυτόν. Τα φόρτωσε επιτέλους και μετά της λέει: - Ανέβα κι εσύ. Ή αδελφή ανέβηκε με την ψυχή στο στόμα από τον φόβο της. Καθώς προχωρούσαν στον δρόμο της λέει ό αγωγιάτης: - Δεν μού λες, καλογριά μου, τί σχέση έχεις εσύ με τον Ταξιάρχη και ήρθε απόψε στον ύπνο μου και με φοβέριζε; «Αν δεν πάς την καλογριά στο λιμάνι -μού είπε- αύριο θα είσαι πεθαμένος, δεν θα ζεις». Λοιπόν γι’ αυτό σε πάω, γιατί δεν έχω καμιά όρεξη να τα βάλω με τον Ταξιάρχη. Ή αδελφή, ύστερα από αυτό, συγκινημένη ευχαρίστησε τον Θεό, την Παναγία μας και τον Ταξιάρχη, πού την βοήθησε να φύγει και να κάνη την υπακοή της. Στον αγωγιάτη εξήγησε ότι προσευχόταν όλη την νύχτα στον Ταξιάρχη να την βοηθήσει, γι’ αυτό έγινε αυτό το θαύμα. Έτσι, ή αδελφή Αντωνία αξιώθηκε πράγματι να φθάση στο μοναστήρι παραμονή Χριστουγέννων, χάριν της υπακοής της και της θαυματουργικής επεμβάσεως του Αρχαγγέλου. Ή Αντωνία, πλήρης ήμερων και καλών έργων, άπήλθεν εις τας αιωνίους μονάς και συναγάλλεται μετά των Αγγέλων και των απ’ αιώνος άμμάδων. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ. ΙΕΡΟΝ ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΙΚΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ. ΑΓΙΩΝ ΌΡΟΣ 2012

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Εις μνήμην Μαγδαληνής Μοναχής



site analysis


magdalini
Του Λάμπρου Παγούνη
«Δίκαιος, ἐάν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται» (Σοφ.Σολ. δ’. 7)
Μόλις  λίγες ημέρες έχουν συμπληρωθεί από το απόγευμα της 21ης Φεβρουαρίου 2014, όπου η μακαριστή γερόντισσα  Μαγδαληνή «ἐπλήρωσε το κοινόν καί ἀναπόφευκτον  χρέος».
Η «καλογριά» όπως την αποκαλούσαν στον τόπο μας, παρέδωσε το ταλαιπωρημένο από την επίπονη ασθένεια σώμα της, «εἰς την γῆν, ἐξ ἧς ἐπλάσθη, μέχρι τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως˙ ἡ δε ψυχή ἀπήλθεν προς τον πλάστην Θεόν ἡμῶν και δίκαιον κριτήν, ἐν ᾧ προσωποληψία οὐχ ὑπάρχει». Θλίψη γέμισε όμως τις καρδιές μας το άκουσμα της «κοιμήσεώς» της.
Η θλίψη του αποχωρισμού από την αγαπητή και ευλογημένη αυτή γερόντισσα που κάθε πονεμένος άνθρωπος έβρισκε δίπλα της την παρηγοριά.
Η θλίψη όμως αυτή, κατά βάση συναισθηματική, όταν ακόμα είναι νωπό το γεγονός του θανάτου, επισκιάζει την πνευματικότητα του γεγονότος αυτού.
Μια πνευματικότητα που έγινε ορατή με θαυμαστό τρόπο καθώς το σκήνωμα της γερόντισσας Μαγδαληνής διατηρήθηκε ζεστό και εύκαμπτο και της είκοσι ώρες που τέθηκε σε προσκύνηση.
Και αυτό το γεγονός μπορεί να ακούγεται παράδοξο σε μια κοσμική κοινωνία, αλλά αποτελεί σύνηθες γεγονός στην κοινωνία των μεγαλόσχημων μοναχών. 
Είναι ένα γεγονός που αποδεικνύει ότι ο θάνατος αποτελεί απλά ένα πέρασμα. Ότι ο δίκαιος άνθρωπος όταν έλθει η ώρα του θανάτου, τον βιώνει απλά ως έναν ύπνο και μια ανάπαυση από τις φροντίδες της ματαιότητας του κόσμου τούτου.
Και θα αναρωτηθεί κάποιος ποιός ο λόγος να αναφερθούμε σε μια απλή και ταπεινή μοναχή. Η απάντηση έρχεται από τον παραβολικό λόγο του Χριστού που μας λέει ότι το αναμμένο λυχνάρι δεν το τοποθετούμε κάτω από το κρεβάτι αλλά το βάζουμε σε ψηλό σημείο για να φωτίσει  το δωμάτιο.
Έτσι και εμείς, φωτεινά παραδείγματα ανθρώπων που αγάπησαν με όλη τους την ύπαρξη τον Θεό και μετέδωσαν το φως Του στις καρδιές των ανθρώπων με την απλή και ταπεινή ζωή τους, έχουμε την πνευματική υποχρέωση να τα προβάλλουμε ως παραδείγματα που αποδεικνύουν πως ο δρόμος της κατά Θεόν τελειώσεως είναι μεν δύσκολος, αλλά βατός  για κάποιον που αγαπάει τον Θεό.
Η μακαριστή Γερόντισσα Μαγδαληνή, κατά κόσμον Δέσποινα Χαλβατζή, γεννήθηκε το έτος 1925 σε ένα χωριό προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία, την Αγία Βαρβάρα Βεροίας. 
Ήταν το τρίτο από τα τέσσερα τέκνα του Αθανασίου και της Μαρίας Χαλβατζή.  Μεγάλωσε με τις αρχές μιας απλής και θρησκευόμενης οικογένειας, σεβόμενη τις παραδόσεις και τις αξίες που της μετέδωσαν.
Η αγάπη της για τον Χριστό φάνηκε από τα παιδικά της χρόνια, καθώς όπως η ίδια ομολογούσε το αγαπημένο της μάθημα ήταν τα θρησκευτικά. Το έτος 1950 νυμφεύθηκε τον Ιωάννη Παπαδίκη ενώ το 1951 απέκτησαν έναν υιό, τον Αργύριο. 
Καθώς όμως  διαβάζουμε στη Σοφία Σειράχ «εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἑτοίμασον την ψυχήν σου εἰς πειρασμόν».
Το έτος 1962, ο σύζυγός της Ιωάννης, απεβίωσε αιφνιδίως σε ηλικία 40 ετών, αφήνοντάς την πίσω με τον μόλις 11 ετών υιό τους.
Ο πόνος όμως δεν άργησε να επισκεφτεί ξανά την μακαριστή γερόντισσα, καθώς την Μεγάλη Τρίτη του 1973 απεβίωσε και ο υιός της Αργύριος σε ηλικία 22 ετών μετά από μια μακρά και επίπονη ασθένεια.
Η γερόντισσα όμως δεν έχασε την πίστη της και την ελπίδα της στον Θεό. Οπλίστηκε με δύναμη και μετέτρεψε τον πόνο της σε προσευχή. Άρχισε να επισκέπτεται και να διακονεί την Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Σφηνίτσης όπου τότε λειτουργούσε και ως ιερατική σχολή, ενώ στις 19 Ιουλίου του 1977  εκάρη μοναχή από τον τότε Μητροπολίτη Βεροίας κυρό Παύλο και έλαβε το όνομα Μαγδαληνή.
Παρέμεινε και διακόνησε στο μοναστήρι ασταμάτητα επί 15 έτη ενώ το έτος 1998 με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βεροίας κ. Παντελεήμονος μετέβη στην Ιερά Μονή Παναγίας Μακρυράχης της Ιεράς Μητροπόλεως Κίτρους και Κατερίνης, όπου και παρέμεινε εγγεγραμμένη μέχρι την κοίμησή της.
Τα τελευταία όμως έτη, με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου πρώην Κίτρους και Κατερίνης κ. Αγαθονίκου, λόγω προβλημάτων υγείας, ζήτησε να μεταβεί και να διαμείνει στον τόπο  καταγωγής της, μαζί με τον αδελφό της και τα ανίψια της, ενώ λίγο πριν κοιμηθεί εξέφρασε την επιθυμία να κηδευτεί και να ενταφιαστεί στο κοιμητήριο του χωριού, όπου ήταν ενταφιασμένοι ο σύζυγος και το τέκνο της.
Όσοι ζήσαμε τη μοναχή γερόντισσα Μαγδαληνή από κοντά, τον τελευταίο καιρό της δοκιμασίας της, θαυμάσαμε την υπομονή που υπέδειξε αλλά και τον δοξολογικό της τρόπο με τον οποίο επικοινωνούσε με τον Θεό.
Μας έλεγε «η Εκκλησία είναι όπως όταν βάζεις το χέρι σου στο μέλι και δοκιμάσεις και μετά δε θες να το αφήσεις. Όταν ζήσεις την Εκκλησία και σε γλυκάνει η παρουσία του Θεού στην καρδιά σου, τότε δεν μπορείς να την αποχωριστείς, ακόμα και όταν η ίδια η Εκκλησία σε πληγώνει».
Πάντα μας δίδασκε να τιμάμε τα ψυχοσάββατα και ο Θεός την αξίωσε να μεταβεί προς ουρανίους μονάς το Μέγα Ψυχοσάββατο της Απόκρεω.
Η μακαρία Γερόντισσα Μαγδαληνή «εὐάρεστη Θεῷ γενομένη, ἠγαπήθη˙ και ζῶσα μεταξύ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη».
Ας έχουμε την ευχή της.
ΠΗΓΗ. inveria.gr 

Η ΣΠΗΛΙΑ ( ΤΟ ΑΣΚΗΤΑΡΙΟ ) ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΕΛΑΓΙΑΣ ΚΑΣΤΡΟΣΥΚΙΑΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ



site analysis























ΤΟ ΑΣΚΗΤΑΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΕΛΑΓΙΑΣ ΚΡΥΜΜΕΝΟ ΚΑΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ
ΧΡΟΝΙΑ ΑΠ' ΤΟ 1995 ΒΓΗΚΕ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΦΩΣ ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥ Π. ΧΑΡΙΤΩΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ 27.02.2014. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΞΕΚΙΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΠΗΛΙΑ ΟΠΟΥ ΜΟΝΑΧΟΙ  ΑΣΚΗΤΕΣ ΖΟΥΣΑΝ ΕΚΕΙ ΕΧΟΝΤΑΣ ΦΕΡΕΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΕΛΑΓΙΑΣ.ΟΤΑΝ ΧΤΙΣΤΗΚΕ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΘΕΛΗΣΑΝ ΝΑ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΝ ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΕΚΕΙ ΜΑ ΑΥΤΟ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ .ΕΠΙΣΗΣ ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΑΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΠΑΞΟΥΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΝΔΗΛΑ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΕΙΔΑΝ ΕΝΑ ΦΩΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ ΠΕΛΑΓΟΥΣ ΕΝΩ ΤΟ ΠΡΩΙ Η ΕΙΚΟΝΑ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ. Η ΜΟΝΗ ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΕΙ ΣΤΙΣ 4 ΜΑΙΟΥ.


ΠΗΓΗ.ΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Αγία Οσιομάρτυς Ευδοκία: η αγία της μεγάλης μετάνοιας… (μνήμη 1η Μαρτίου)



site analysis

1 Μαρτίου 2014
Κατά τους χρόνους του βασιλιά Τραϊανού (98-117 μ.Χ.), έζησε στην Ηλιούπολη, στην επαρχία της Λιβανησίας της Φοινίκης, η Ευδοκία, Σαμαρείτιδα κατά το γένος. Ήταν πάρα πολύ όμορφη, γι’ αυτό κιόλας το λόγο, εξέκλινε από μικρή στην πορνεία, γιατί πολλές φορές είναι δύσκολο να συμβαδίζει η ομορφιά του σώματος με τη σεμνότητα. Κάθε ημέρα, την επισκέπτονταν πάρα πολλοί για να εκτελέσουν την επιθυμία τους, και όχι μόνο από εκείνη τη χώρα, αλλά και από άλλες πολλές, ξοδεύοντας πολλά χρήματα προς χάρη της. Έτσι, η Ευδοκία, είχε συγκεντρώσει άπειρο πλούτο ζώντας αμαρτωλή ζωή και φυσικά δεν φρόντιζε για την μέλλουσα ζωή, ούτε σκεφόταν τι γίνεται μετά τον θάνατο. Επειδή όμως ο καλός βοσκός ψάχνει για το απολωλός πρόβατο, έφθασε και γι’ αυτή ο καιρός της ψυχικής της γιατρειάς με τον εξής τρόπο:
Ένας μοναχός ευσεβής, πηγαίνοντας προς την πατρίδα του, έμεινε σε κάποιο σπίτι κοντά στης Ευδοκίας. Κάνοντας λοιπόν την καθημερινή του βραδυνή μελέτη, και διαβάζοντας τα σχετικά με την Κρίση, την κόλαση των αμαρτωλών, και την ανταπόδωση των δικαίων, έτυχε και τα άκουσε η Ευδοκία όλα τη νύχτα, από ένα παράθυρο και τόσο πολύ ηρθε σε κατάνυξη, πού έτρεχαν σαν ποτάμι τα δάκρυά της, σκεπτόμενη τις αμαρτίες της. Όταν ξημέρωσε, προσκάλεσε τον μοναχό να της εξηγήσει όλα αυτά τα όποια άκουγε να διαβάζει όλο το βράδυ. Ο μοναχός την παρότρυνε να βαπτιστεί χριστιανή και να σκορπίσει σωστά, εκείνον τον πλούτο τον οποίο κακώς απέκτησε, να τον μοιράσει μετά χαράς σε φτωχούς και τότε ο Πανάγαθος Θεός θα την ανταμείψει, αντί γι’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, με πλούτο άϋλο και αιώνια ζωή… το μόνο στο οποίο είχε ενδοιασμούς η Αγία είναι στο ότι ηταν πολύ καλομαθημένη, χρειαζόταν κάποιο πνευματικό οδηγό και βασικά ήθελε να βεβαιωθεί για το αν αυτά πού της είπε ο μοναχός ήταν αληθινά. Ο μοναχός τη συμβούλευσε να προσευχηθεί στο Θεό για μία εβδομάδα με νηστεία, για να της δείξει το θέλημά Του. Η Ευδοκία ακολούθησε πιστά τις εντολές του μοναχού. Αφού πέρασε μία εβδομάδα και βγήκε από το κελλί, τη ρώτησε ο μοναχός εάν ο Θεός της έδειξε κάποιο σημείο Του. Αυτή τότε του απάντησε, ότι καθώς προσευχόταν με δάκρυα στα μάτια, ενθυμούμενη τις αμαρτίες της, είδε πριν ξημερώσει, φως τεράστιο πάνω από τον ήλιο και έναν λαμπερό νέο, ο οποίος την άρπαξε και την ανέβασε στον ουρανό. Εκεί είδε άπειρους λευκοφόρους με την ίδια αστραφτερή μορφή, οι οποίοι την υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Καθώς έμπαινε σ’ αυτό το απερίγραπτο φως, φάνηκε έξω από την πόρτα ενας μεγάλος και άσχημος γίγαντας, ο οποίος αφού της έτριξε τα δόντια του, φώναζε τόσο δυνατά, ώστε όλος ο τόπος σειόταν. Άρχισε λοιπόν σε κάποια στιγμή να φιλονικεί με τον οδηγό της, τον αρχάγγελο Μιχαήλ και να του λέει ότι εάν σώσει αυτή, η οποία μίανε τόσους ανθρώπους με τις ασωτίες της, θα πρέπει να σωθούν και όλοι αυτοί οι οποίοι έχουν κάνει άσχημες και άδικες πράξεις. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε γλυκειά φωνή εξ’ ουρανού, η οποία έλεγε: “Έτσι θέλησε ο Θεός για τους υιούς των ανθρώπων, να υποδέχεται τους μετανοημένους σαν εύσπλαχνος πού είναι και να τους οδηγεί στην αιώνιο ζωή. Αυτά είπε ο Άγγελος, την σφράγισε τρεις φορές και έφυγε προς τον ουρανό.
Ο μοναχός αφού άκουσε όλα αυτά τα θαυμαστά, την διαβεβαίωσε ότι αυτό ήταν σημάδι από τον Θεό. Της έδωσε κουράγιο, την προέτρεψε να πενθήσει για τις αμαρτίες της, την βοήθησε να μοιράσει την άπειρη περιουσία της, την έστειλε στον Επίσκοπο της πόλης για να την βαπτίσει και στο τέλος την οδήγησε στο γυναικείο μοναστήρι, το οποίο είχε υπό την επίβλεψή του. Η Ευδοκία αγωνιζόταν τον καλόν αγώνα περισσότερο από τις υπόλοιπες μοναχές. Έτσι, όταν κοιμήθηκε η Γερόντισσα της Μονής, με θεία υπόδειξη, όλες ψήφισαν την Ευδοκία για Γερόντισσα, η οποία με την αγία πολιτεία της είχε υποστεί πραγματικά “θεία αλλοίωση”.Έτσι διήλθε τον επίγειο βίο της, τελώντας άπειρα θαύματα ακόμα και όταν ήταν στη ζωή.
Όταν ηγεμόνας ήταν στην Ηλιούπολη ο Αυρηλιανός κάποιοι από τους παλαιούς εραστές της Ευδοκίας πού άκουσαν ότι πίστεψε στο Χριστό και μονάζει σε μοναστήρι, έστειλαν μια ψευδή αναφορά στον βασιλέα και την κατηγόρησαν, ότι έκλεψε βασιλικά χρήματα και με αυτά χτίζει μοναστήρια στην έρημο. Ο ηγεμόνας τότε κίνησε διωγμό και έστειλε τριακόσιους στρατιώτες μ’ έναν άρχοντα για να την πάρουν από τη Μονή βιαίως μαζί με τα χρήματα. Επί τρία ημερόνυχτα προσπαθούσαν να μπουν στη Μονή, αλλά μία αόρατη δύναμη τους εμπόδιζε και τρεις ημέρες μετά, κάποια αόρατη θανάσιμη πνοή τους εθανάτωσε και ξεψύχησαν όλοι, εκτός από τον άρχοντα και τρεις στρατιώτες, πού έφεραν και το μήνυμα στο βασιλέα για το γεγονός. Τότε, ο ίδιος ο γιος του βασιλιά, κίνησε εναντίον της αγίας, αλλά καθώς πήγαινε έφιππος στο Μοναστήρι, έπεσε και χτύπησε θανάσιμα. Τότε ο βασιλιάς έστειλε γράμμα στην αγία, η οποία μετά από προσευχή ανέστησε, όχι μόνο το γιό του βασιλιά, αλλά και όλους τους στρατιώτες πού είχαν αιφνίδια πεθάνει ενώ πήγαιναν να συλλάβουν την αγία. Τότε όλοι οι παρόντες, μαζί και ο βασιλιάς πίστεψαν ότι ο Θεός της χριστιανης Ευδοκίας είναι Μέγας και Αληθινός.
Κατόπιν, στην Ηλιούπολη, έγινε ηγεμόνας ένας ειδωλολάτρης ονόματι Διογένης, ο οποίος βασάνισε την αγία, αλλά κατά τα βασανιστήρια έγιναν τόσα πολλά θαύματα πού και αυτός τελικά πίστεψε στον αληθινό Θεό. Αφού έζησε ο ηγεμόνας θεάρεστη ζωή, ανέβηκε στο αξίωμα κάποιος Βικέντιος, πολύ σκληρός με τους Χριστιανούς. Αυτός, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να σταματήσει την Αγία με άλλον τρόπο, έστειλε στρατιώτες και έκοψαν την οσία της κεφαλή, την 1η του μηνός Μαρτίου. Έτσι, η Αγία, αφού τελείωσε τον δρόμο του μαρτυρίου της, το μεν πνεύμα της απήλθε στα ουράνια, το δε τίμιο και πάνσεπτο λείψανό της έμεινε στην γη, τελώντας τα μετά θάνατον θαύματα, χάρη την οποία έλαβε από τον Θεό, για τη θερμή της μετάνοια. Ας αξιωθούμε και εμείς τέτοιας ειλικρινούς και μεγάλης μετάνοιας με τις πρεσβείες της. Αμήν.
πηγή: Διμηνιαίο Περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», τ. 1, Μάρτιος-Απρίλιος 2004

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

« Κυράννα παθών και βασάνων κυρία φανείσ’απήλθεν εις Κύριον κυρίων…»



site analysis


« Κυράννα παθών και βασάνων κυρία φανείσ’απήλθεν εις Κύριον κυρίων…»

Βρισκόμαστε στην σκλαβωμένη Ελλάδα του 1751. Κάπου εκεί σ’ένα χωριουδάκι, μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, στη Βυσσώκα (σημερινή Όσσα), ζεί μια οικογένεια. Δεν έχει βιός. Ο πατέρας εργάζεται τη γή, η μάνα τον παραστέκει. Μια κόρη, αυτή μοναδικός της θησαυρός. Η θερμή πίστη, η ολόψυχη αφοσίωση στον Θεό είναι βαθιά ριζωμένες στην καρδιά των γωνέων. Τούτη την πίστη την ανυπόκριτη εμπνέουν στον τρυφερό τους βλαστό. Η Κυράννα, έτσι ονομάζουν την Κόρη, είναι πλέον στο άνθος της νειότης της. Η έκφραση της γεμάτη καλοσύνη. Η αγάπη της υπέραγνη στον Χριστό και τους γύρω της. Γνέθει, υφαίνει, πλέκει κι όλο ετοιμάζει τα προικιά της. Ώρα την ώρα περιμένει το μελλοντικό της σύντροφο. Θα τον φαντάζεται έναν ευγενικό νέο με ζέουσα πίστη, με αγνή κι ηρωική ψυχή, άξιο για την αρμονική ένωση των δύο ψυχών με θεμέλιον Εκείνον, που « άλλον ουδείς δύναται θείναι».
Κάποιος μια ημέρα εμφανίζεται. Γνώριμη μορφή : ο σούμπασης, ο φοροεισπράκτορας του χωριού. Τι να ζητά άραγε; Το φόρο τον εισπράτει. Τι να ζητά; Την απορία την λύει ο ίδιος. « Ζητώ την θυγατέρα σου», λέγει της μάνας. Υπόσχεται στην κοπέλα πλούτη, δόξες, μεγαλεία..

Η απάντηση είναι σκληρή για το γενίτσαρο: Όχι. Έρχεται κατόπιν απειλητικός. Τρίζει τα δόντια του. Οι γονείς κλονίζονται. Να γίνει γαμπρός τους ένας αντίχρηστος! Αυτό ούτε να το φαντασθούν ποτέ. Οι απειλές εντείνονται.Υποχωρούν, παρακαλούν, καθικετεύουν την παρθένο να ενδώση, να δεχθή. Μάταιος κόπος. Η μεγάλη απόφαση έχει παρθή.
«Χριστιανή γεννήθηκα, Χριστιανή θα αποθάνω». Ο αγαρηνός διψά για εκδίκηση. Ουρλιάζει σαν θεριό, θα ξεπλύνη την προσβολή. Τον καίει σατανικός έρωτας. Θα την κάνη δική του. Ποιος τον εμποδίζει άλλωστε; Τα πάντα βρίσκονται στη διάθεση του κατακτητού. Είναι αφέντης και αυτή σκλάβα. Την αρπάζει βίαια και την οδηγεί στην Θεσσαλονίκη. Της υπόσχεται μεγαλεία και δόξες, της υπόσχεται πολλά, μια παίρνει πάντα την ίδια απάντηση: Όχι.
Την φέρνει μπρός στον Κριτή. Λέει πως τάχα τον θέλει άνδρα της, ακόμα πως και την πίστη της αρνιέται…
Η κόρη στέκει ατάραχη. Η όψη της δεν χάνει τίποτε από τη φαιδρότητα της, ενώ οι λέξεις αργά και σταθερά βγαίνουν από τα χείλη της: Εγώ είμαι Χριστιανή. Έχω νυμφίο τον Χριστό, τον Κύριο μου, στον οποίο προσφέρω σαν προίκα την αγνότητα μου. Αυτόν πόθησα και ποθώ από τα παιδικά μου χρόνια. Είμαι έτοιμη για την αγάπη Του να χύσσω το αίμα μου, για ν’ αξιωθώ να τον απολαύσω. Ακούσατε την απόκριση μου και μην περιμένετε πλέον από εμένα άλλο λόγο.
Αυτές ήταν οι ύστατες λέξεις που πρόφεραν τα χείλη της Αγίας. Έγειρε κατόπιν την κεφαλήν της αισχυνόμενη να βλέπη και τα πρόσωπα ακόμη των απίστων.
Αντικρύζει κατάματα τη θυσία. ΕΚΕΙΝΟΣ στον οποίο πιστεύει πρώτος ανέβηκε το Γολγοθά, κι ύστερα εκατομμύρια μάρτυρες Του σήκωσαν το Σταυρό του Μαρτυρίου. Αυτή πιστή του Ναζωραίου, δεν θα διστάση να Τον ακολουθήση.
Τα βαριά σίδερα της φυλακής σημαίνουν τα δικό της Γολγοθά.
Ο γενίτσαρος κοχλάζει από το πάθος του. Πρέπει να εκδικηθεί. Βρίσκει κάποιον που μπορεί να τον βοηθήσει σε αυτό. Είναι ο Αλή μπέης. Έχει θέση σημαίνουσα. Προστάζει λοιπόν το δεσμοφύλακα της φυλακής να μπαίνουν ελεύθερα ο αγαρηνός με την συντροφιά του. Οι βασανιστές συχνά – πυκνά κάνουν την εμφάνιση τους στο δεσμωτήριο. Παριστάνουν πότε τον κόλακα και πότε εκδηλώνουν όλη τους την κτηνωδία, όταν πείθωνται για την αμετάκλητη απόφαση της Αγίας. Τότε άλλοι με ξύλα και με μαστίγια και άλλοι με γρόνθους και με κλωτσιές χτυπούν αλύπητα την παρθένο, ύστερα την εγκαταλείπουν μισοπεθαμένη. Ο δεσμοφύλακας, ένας μοχθηρός και απαίσιος άνθρωπος, διαδέχεται τη συντροφιά στο ρόλο του βασανιστού.
Κρεμά την ετοιμοθάνατη Αγία, αλυσοδεμένη καθώς είναι, από τις μασχάλες κι ανελέητα την χτυπά με ότι αντικείμενο βρίσκει μπροστά του, μέχρι να αποκάμη. Κρεμασμένη έτσι, την αφήνει στη ψυχρή φυλακή, μέσα στις παγωμένες νύχτες του Φλεβάρη, το έτος 1751.
Κανένα όμως παράπονο δεν εκφράζει. Καμιά κατάρα δεν εκστομίζει. Την εμπνέει Εκείνος για τον οποίο πάσχει, Εκείνος που για τους σταυρωτές του παρακαλούσε : « Πάτερ άφες αυτοίς ου γάρ οίδασι τι ποιούσι». Πόσες φορές θα ψιθύρισε λόγια σαν αυτά του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου : « Κύριε μην τους καταλογίσης αυτή τους την αμαρτία…»! Νομίζει κανείς πως δεν πάσχει αυτή. Να, το πρόσωπο της λάμπει σαν αγγελικό. Νιώθει πως είναι ψηλά κοντά στον Νυμφίο.
Στην φυλακή βρίσκεται και κάποιος χριστιανός. Θεατής όλων αυτών των συνταρακτικών γεγονότων. Παίρνει το θάρρος και παρουσιάζεται στο δεσμοφύλακα. Τον ημερώνει και τον γαληνεύει και του αποσπά την άδεια να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία. Μόλις αντικρύζουν οι άλλοι συγκρατούμενοι το φρικτό θέαμα αρχίζουν να ελέγχουν τον δεσμοφύλακα για την ασπλαχνία του. Ανάμεσα του Εβραίοι, Τούρκοι και Τουρκάλες. Οι βασανιστές ανησυχούν. Μπαινοβγαίνουν κάθε τόσο από την πόρτα της φυλακής. Στέλνουν αρνησίθρησκες γυναίκες να την πείσουν να αλλάξη την πίστη της, όπως έπραξαν και οι ίδιες.

Άδικος κόπος.

Η Αγία Κυράννα προσεύχεται αδιάλειπτα. Προσεύχεται ακόμη και για τους δημίους της. Εκείνοι φέρονται σαν δαιμονισμένοι. Φουντώνει η μανία τους, μπροστά στο θάρρος της παρθένου κόρης. Ορμούν ως ατίθασα τέρατα στην ετοιμοθάνατη Αγία. Τώρα διαβλέπουν το γρήγορο θάνατό της. Έτσι θα κορέσουν τα εκδικητικά τους αισθήματα και θα διασκεδάσουν.
Ο χριστιανός σκέφτεται πώς κάτι μπορεί να κάνει. Απειλεί τον δεσμοφύλακα, οτί θα τον καταγγείλει στον πασά, πως επιτρέπει σε ανθρώπους που δεν έχουν καμιά εργασία, να πηγαινοέρχονται στη φυλακή;
Νάσου όμως πάλι οι γενίτσαροι! Βρίσκουν την πόρτα της φυλακής κλειστή. Δεν χάνουν καιρό, αναφέρονται στο μεγάλο τους προστάτη, τον Αλή μπέη. Αυτός με τη σειρά του καλεί τον δεσμοφύλακα και τον επιπλήττει δριμύτατα.
Ο δεσμοφύλακας αφρίζει από το θυμό του. Επιστρέφει έξαλλος στο δεσμωτήριο. Αρπάζει την ετοιμοθάνατη Αγία, την κρέμα κι αρχίζει ασυναίσθητα να την δέρνη με μια σχίζα που βρίσκεται μπρός του.
Η δύστυχής παρθένος δεν λέγει ούτε λέξη, σαν να πονά άλλη κι όχι αυτή. Είναι τόση η βαρβαρότητα του, οι συγκρατούμενοι ταράσσονται, εξεγείρονται, βάζουν τις φωνές. Ο δήμιος χόρτασε…
Αφήνει την Αγία για να απολαύσει τον καφέ που πρόσταξε να του ετοιμάσουν. Ο χριστιανός βρίσκει την ευκαιρία να τον παρατηρήση για την σκληρότητά που έδειξε σ’ ένα τόσο αθώο πλάσμα. Ο άπιστος συνέρχεται, αρχίζει να συναισθάνεται κάπως. Πέφτει κατόπιν μπρούμητα και κλαίει από την ντροπή σαν μικρό παιδί…
Αιφνής ένα εκτυφλωτικό φώς περιβάλλει τη μάρτυρα. Η λάμψη πλημμύρισε τη φυλακή λες και μπήκε μέσα όλος ο ήλιος. Ήταν δεν ήταν τούτη τη στιγμή η ώρα 10 το βράδυ. Μέσα στη σκοτεινή νύχτα, φώς, φώς γέμισε το δεσμωτήριο. Κραυγές δέους ακούονται τότε από τους συγκρατουμένους. Οι Εβραίοι πέφτουν μπούμητα για να μη βλέπουν το φώς. Οι Τουρκάλες βγάζουν τρεμάμενες φωνές, ω!ω! το κρίμα της φτωχής ρωμηάς έπεσε ως αστραπή να μας κάψη.
Ο δεσμοφύλακας τρέμει σύγκορμος σαν το φύλλο από το φόβο του. Παραγγέλνει στο χριστιανό να την ξεκρεμάση. Δεν την προλαβαίνει όμως. Η μάρτυς δεν υπάρχει πιά. Η νύμφη του Κυρίου πέταξε ψηλά κοντά στο Νυμφίο πολύ τόσο πόθησε. Το φώς έφυγε και μια άρρητη θεία ευωδία διαχύθηκε για αρκετή ώρα. Ο χριστιανός ξεκρέμασε ευλαβικά το σεπτό της σκήνωμα. Άναψε μερικά κεριά και το θυμίασε. ‘Εντρομοι οι Τούρκοι μάθαιναν την επομένη το θαύμα. Οι χριστιανοί με άδεια της τουρκικής αρχής έθαψαν το άγιο σώμα έξω από την πόλη.
Το 1868 στήθηκε στη γενέτειρα της Αγίας Κυράννας ένας μεγαλοπρεπής ναός, αφιερωμένος σε εκείνη που διάλεξε τη θυσία στο βωμό της πίστης, αντί τις δόξες και τα μεγαλεία που πλούσια της πρόσφερε η απιστία.
Να τι διασώζει η παράδοση γύρω από την ανέγερση της Εκκλησίας.

Ένα φώς κόκκινο από την τοποθεσία « Παλιό Κουρί» έκανε τρείς γύρους κάθε βράδυ εκεί οπού σήμερα υψώνεται ο ναός. Το φώς το έβλεπαν μόνον οι χριστιανοί. Το ίδιο χρονικό διάστημα η Αγία παρουσιαζόταν στον ιδιοκτήτη του οικοπέδου Κ.Τζιώρτζη κάθε νύκτα ζητώντας του να παραχωρήση τον τόπο να κτίσθη η Εκκλησία, ενώ η εικόνα της με αναμμένο καντηλάκι εμφανιζόταν κάπου στο σπίτι του. Ύστερα από ιδιοτελείς δισταγμούς ( θα έχανε το οικόπεδο) και αρκετά φαινόμενα, ο Τζιώρτζης, σε συνδιασμό και με το φώς που εμφανιζόταν, αναφέρει στην επιτροπή τα γινόμενα. Έτσι αποφασίζεται η ανέγερση του ναού, μέσα σε μια συγκινητική εξόρμηση μικρών και μεγάλων Βυσσωκινών και μη ( όπως δείχνει το σημειωματάριο που πρόσφατα βρέθηκε).
Σήμερα σεμνοπρεπώς υψώνεται ο ναός της Αγίας και πάμπολλοι είναι οι προσκυνητές. Αλήθεια! Εκείνη πρόσφερε τη ζωή της για Χριστό. Σήμερα δεν ζητεί από μας ο Κύριος να πεθάνουμε γι’ Αυτόν μας καλεί να ζήσουμε γι’ Αυτόν.
Είναι η μικρότερη προσφορά από μας, κι η μεγαλύτερη τιμή για την Αγία που γιορτάζουμε.

Τι λέτε, θα το αρνηθούμε; 
Πηγή 

γία Κυράννα

« Κυράννα παθών και βασάνων κυρία φανείσ’απήλθεν εις Κύριον κυρίων…»

Βρισκόμαστε στην σκλαβωμένη Ελλάδα του 1751. Κάπου εκεί σ’ένα χωριουδάκι, μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, στη Βυσσώκα (σημερινή Όσσα), ζεί μια οικογένεια. Δεν έχει βιός. Ο πατέρας εργάζεται τη γή, η μάνα τον παραστέκει. Μια κόρη, αυτή μοναδικός της θησαυρός. Η θερμή πίστη, η ολόψυχη αφοσίωση στον Θεό είναι βαθιά ριζωμένες στην καρδιά των γωνέων. Τούτη την πίστη την ανυπόκριτη εμπνέουν στον τρυφερό τους βλαστό. Η Κυράννα, έτσι ονομάζουν την Κόρη, είναι πλέον στο άνθος της νειότης της. Η έκφραση της γεμάτη καλοσύνη. Η αγάπη της υπέραγνη στον Χριστό και τους γύρω της. Γνέθει, υφαίνει, πλέκει κι όλο ετοιμάζει τα προικιά της. Ώρα την ώρα περιμένει το μελλοντικό της σύντροφο. Θα τον φαντάζεται έναν ευγενικό νέο με ζέουσα πίστη, με αγνή κι ηρωική ψυχή, άξιο για την αρμονική ένωση των δύο ψυχών με θεμέλιον Εκείνον, που « άλλον ουδείς δύναται θείναι».
Κάποιος μια ημέρα εμφανίζεται. Γνώριμη μορφή : ο σούμπασης, ο φοροεισπράκτορας του χωριού. Τι να ζητά άραγε; Το φόρο τον εισπράτει. Τι να ζητά; Την απορία την λύει ο ίδιος. « Ζητώ την θυγατέρα σου», λέγει της μάνας. Υπόσχεται στην κοπέλα πλούτη, δόξες, μεγαλεία..

Η απάντηση είναι σκληρή για το γενίτσαρο: Όχι. Έρχεται κατόπιν απειλητικός. Τρίζει τα δόντια του. Οι γονείς κλονίζονται. Να γίνει γαμπρός τους ένας αντίχρηστος! Αυτό ούτε να το φαντασθούν ποτέ. Οι απειλές εντείνονται.Υποχωρούν, παρακαλούν, καθικετεύουν την παρθένο να ενδώση, να δεχθή. Μάταιος κόπος. Η μεγάλη απόφαση έχει παρθή.
«Χριστιανή γεννήθηκα, Χριστιανή θα αποθάνω».

Ο αγαρηνός διψά για εκδίκηση. Ουρλιάζει σαν θεριό, θα ξεπλύνη την προσβολή. Τον καίει σατανικός έρωτας. Θα την κάνη δική του. Ποιος τον εμποδίζει άλλωστε; Τα πάντα βρίσκονται στη διάθεση του κατακτητού. Είναι αφέντης και αυτή σκλάβα. Την αρπάζει βίαια και την οδηγεί στην Θεσσαλονίκη. Της υπόσχεται μεγαλεία και δόξες, της υπόσχεται πολλά, μια παίρνει πάντα την ίδια απάντηση: Όχι.

Την φέρνει μπρός στον Κριτή. Λέει πως τάχα τον θέλει άνδρα της, ακόμα πως και την πίστη της αρνιέται…

Η κόρη στέκει ατάραχη. Η όψη της δεν χάνει τίποτε από τη φαιδρότητα της, ενώ οι λέξεις αργά και σταθερά βγαίνουν από τα χείλη της: Εγώ είμαι Χριστιανή. Έχω νυμφίο τον Χριστό, τον Κύριο μου, στον οποίο προσφέρω σαν προίκα την αγνότητα μου. Αυτόν πόθησα και ποθώ από τα παιδικά μου χρόνια. Είμαι έτοιμη για την αγάπη Του να χύσσω το αίμα μου, για ν’ αξιωθώ να τον απολαύσω. Ακούσατε την απόκριση μου και μην περιμένετε πλέον από εμένα άλλο λόγο.

Αυτές ήταν οι ύστατες λέξεις που πρόφεραν τα χείλη της Αγίας. Έγειρε κατόπιν την κεφαλήν της αισχυνόμενη να βλέπη και τα πρόσωπα ακόμη των απίστων.

Αντικρύζει κατάματα τη θυσία. ΕΚΕΙΝΟΣ στον οποίο πιστεύει πρώτος ανέβηκε το Γολγοθά, κι ύστερα εκατομμύρια μάρτυρες Του σήκωσαν το Σταυρό του Μαρτυρίου. Αυτή πιστή του Ναζωραίου, δεν θα διστάση να Τον ακολουθήση.

Τα βαριά σίδερα της φυλακής σημαίνουν τα δικό της Γολγοθά.

Ο γενίτσαρος κοχλάζει από το πάθος του. Πρέπει να εκδικηθεί. Βρίσκει κάποιον που μπορεί να τον βοηθήσει σε αυτό. Είναι ο Αλή μπέης. Έχει θέση σημαίνουσα. Προστάζει λοιπόν το δεσμοφύλακα της φυλακής να μπαίνουν ελεύθερα ο αγαρηνός με την συντροφιά του. Οι βασανιστές συχνά – πυκνά κάνουν την εμφάνιση τους στο δεσμωτήριο. Παριστάνουν πότε τον κόλακα και πότε εκδηλώνουν όλη τους την κτηνωδία, όταν πείθωνται για την αμετάκλητη απόφαση της Αγίας. Τότε άλλοι με ξύλα και με μαστίγια και άλλοι με γρόνθους και με κλωτσιές χτυπούν αλύπητα την παρθένο, ύστερα την εγκαταλείπουν μισοπεθαμένη. Ο δεσμοφύλακας, ένας μοχθηρός και απαίσιος άνθρωπος, διαδέχεται τη συντροφιά στο ρόλο του βασανιστού.
Κρεμά την ετοιμοθάνατη Αγία, αλυσοδεμένη καθώς είναι, από τις μασχάλες κι ανελέητα την χτυπά με ότι αντικείμενο βρίσκει μπροστά του, μέχρι να αποκάμη. Κρεμασμένη έτσι, την αφήνει στη ψυχρή φυλακή, μέσα στις παγωμένες νύχτες του Φλεβάρη, το έτος 1751.

Κανένα όμως παράπονο δεν εκφράζει. Καμιά κατάρα δεν εκστομίζει. Την εμπνέει Εκείνος για τον οποίο πάσχει, Εκείνος που για τους σταυρωτές του παρακαλούσε : « Πάτερ άφες αυτοίς ου γάρ οίδασι τι ποιούσι». Πόσες φορές θα ψιθύρισε λόγια σαν αυτά του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου : « Κύριε μην τους καταλογίσης αυτή τους την αμαρτία…»! Νομίζει κανείς πως δεν πάσχει αυτή. Να, το πρόσωπο της λάμπει σαν αγγελικό. Νιώθει πως είναι ψηλά κοντά στον Νυμφίο.

Στην φυλακή βρίσκεται και κάποιος χριστιανός. Θεατής όλων αυτών των συνταρακτικών γεγονότων. Παίρνει το θάρρος και παρουσιάζεται στο δεσμοφύλακα. Τον ημερώνει και τον γαληνεύει και του αποσπά την άδεια να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία. Μόλις αντικρύζουν οι άλλοι συγκρατούμενοι το φρικτό θέαμα αρχίζουν να ελέγχουν τον δεσμοφύλακα για την ασπλαχνία του. Ανάμεσα του Εβραίοι, Τούρκοι και Τουρκάλες. Οι βασανιστές ανησυχούν. Μπαινοβγαίνουν κάθε τόσο από την πόρτα της φυλακής. Στέλνουν αρνησίθρησκες γυναίκες να την πείσουν να αλλάξη την πίστη της, όπως έπραξαν και οι ίδιες.

Άδικος κόπος.

Η Αγία Κυράννα προσεύχεται αδιάλειπτα. Προσεύχεται ακόμη και για τους δημίους της. Εκείνοι φέρονται σαν δαιμονισμένοι. Φουντώνει η μανία τους, μπροστά στο θάρρος της παρθένου κόρης. Ορμούν ως ατίθασα τέρατα στην ετοιμοθάνατη Αγία. Τώρα διαβλέπουν το γρήγορο θάνατό της. Έτσι θα κορέσουν τα εκδικητικά τους αισθήματα και θα διασκεδάσουν.
Ο χριστιανός σκέφτεται πώς κάτι μπορεί να κάνει. Απειλεί τον δεσμοφύλακα, οτί θα τον καταγγείλει στον πασά, πως επιτρέπει σε ανθρώπους που δεν έχουν καμιά εργασία, να πηγαινοέρχονται στη φυλακή;

Νάσου όμως πάλι οι γενίτσαροι! Βρίσκουν την πόρτα της φυλακής κλειστή. Δεν χάνουν καιρό, αναφέρονται στο μεγάλο τους προστάτη, τον Αλή μπέη. Αυτός με τη σειρά του καλεί τον δεσμοφύλακα και τον επιπλήττει δριμύτατα.

Ο δεσμοφύλακας αφρίζει από το θυμό του. Επιστρέφει έξαλλος στο δεσμωτήριο. Αρπάζει την ετοιμοθάνατη Αγία, την κρέμα κι αρχίζει ασυναίσθητα να την δέρνη με μια σχίζα που βρίσκεται μπρός του.

Η δύστυχής παρθένος δεν λέγει ούτε λέξη, σαν να πονά άλλη κι όχι αυτή. Είναι τόση η βαρβαρότητα του, οι συγκρατούμενοι ταράσσονται, εξεγείρονται, βάζουν τις φωνές. Ο δήμιος χόρτασε…

Αφήνει την Αγία για να απολαύσει τον καφέ που πρόσταξε να του ετοιμάσουν. Ο χριστιανός βρίσκει την ευκαιρία να τον παρατηρήση για την σκληρότητά που έδειξε σ’ ένα τόσο αθώο πλάσμα. Ο άπιστος συνέρχεται, αρχίζει να συναισθάνεται κάπως. Πέφτει κατόπιν μπρούμητα και κλαίει από την ντροπή σαν μικρό παιδί…
Αιφνής ένα εκτυφλωτικό φώς περιβάλλει τη μάρτυρα. Η λάμψη πλημμύρισε τη φυλακή λες και μπήκε μέσα όλος ο ήλιος. Ήταν δεν ήταν τούτη τη στιγμή η ώρα 10 το βράδυ. Μέσα στη σκοτεινή νύχτα, φώς, φώς γέμισε το δεσμωτήριο. Κραυγές δέους ακούονται τότε από τους συγκρατουμένους. Οι Εβραίοι πέφτουν μπούμητα για να μη βλέπουν το φώς. Οι Τουρκάλες βγάζουν τρεμάμενες φωνές, ω!ω! το κρίμα της φτωχής ρωμηάς έπεσε ως αστραπή να μας κάψη.

Ο δεσμοφύλακας τρέμει σύγκορμος σαν το φύλλο από το φόβο του. Παραγγέλνει στο χριστιανό να την ξεκρεμάση. Δεν την προλαβαίνει όμως. Η μάρτυς δεν υπάρχει πιά. Η νύμφη του Κυρίου πέταξε ψηλά κοντά στο Νυμφίο πολύ τόσο πόθησε. Το φώς έφυγε και μια άρρητη θεία ευωδία διαχύθηκε για αρκετή ώρα. Ο χριστιανός ξεκρέμασε ευλαβικά το σεπτό της σκήνωμα. Άναψε μερικά κεριά και το θυμίασε. ‘Εντρομοι οι Τούρκοι μάθαιναν την επομένη το θαύμα. Οι χριστιανοί με άδεια της τουρκικής αρχής έθαψαν το άγιο σώμα έξω από την πόλη.

Το 1868 στήθηκε στη γενέτειρα της Αγίας Κυράννας ένας μεγαλοπρεπής ναός, αφιερωμένος σε εκείνη που διάλεξε τη θυσία στο βωμό της πίστης, αντί τις δόξες και τα μεγαλεία που πλούσια της πρόσφερε η απιστία.

Να τι διασώζει η παράδοση γύρω από την ανέγερση της Εκκλησίας.

Ένα φώς κόκκινο από την τοποθεσία « Παλιό Κουρί» έκανε τρείς γύρους κάθε βράδυ εκεί οπού σήμερα υψώνεται ο ναός. Το φώς το έβλεπαν μόνον οι χριστιανοί. Το ίδιο χρονικό διάστημα η Αγία παρουσιαζόταν στον ιδιοκτήτη του οικοπέδου Κ.Τζιώρτζη κάθε νύκτα ζητώντας του να παραχωρήση τον τόπο να κτίσθη η Εκκλησία, ενώ η εικόνα της με αναμμένο καντηλάκι εμφανιζόταν κάπου στο σπίτι του. Ύστερα από ιδιοτελείς δισταγμούς ( θα έχανε το οικόπεδο) και αρκετά φαινόμενα, ο Τζιώρτζης, σε συνδιασμό και με το φώς που εμφανιζόταν, αναφέρει στην επιτροπή τα γινόμενα. Έτσι αποφασίζεται η ανέγερση του ναού, μέσα σε μια συγκινητική εξόρμηση μικρών και μεγάλων Βυσσωκινών και μη ( όπως δείχνει το σημειωματάριο που πρόσφατα βρέθηκε).

Σήμερα σεμνοπρεπώς υψώνεται ο ναός της Αγίας και πάμπολλοι είναι οι προσκυνητές. Αλήθεια! Εκείνη πρόσφερε τη ζωή της για Χριστό. Σήμερα δεν ζητεί από μας ο Κύριος να πεθάνουμε γι’ Αυτόν μας καλεί να ζήσουμε γι’ Αυτόν.

Είναι η μικρότερη προσφορά από μας, κι η μεγαλύτερη τιμή για την Αγία που γιορτάζουμε.

Τι λέτε, θα το αρνηθούμε;

Αγία Ευδοκία η από Σαμαρειτών (1 Μαρτίου)



site analysis



Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Η οσία Ευδοκία ήταν από την Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας της Φοινίκης, κατά τους καιρούς της βασιλείας του Τραϊανού, που έζησε πρώτα ακόλαστη ζωή, παρασύροντας πολλούς εραστές με την ομορφιά της και μαζεύοντας πολύ πλούτο. Ύστερα όμως προσήλθε στον Χριστό, όταν άκουσε κάποιο μοναχό Γερμανό στο όνομα, ο οποίος κήρυσσε λόγους ευσεβείας και μετανοίας. Βαπτίζεται λοιπόν από τον επίσκοπο Θεόδοτο, καθώς πείστηκε σε θείες αποκαλύψεις. Διότι της φάνηκε ότι ανήλθε στους ουρανούς, σαν να είχε βγει από τον εαυτό της και καθοδηγείτο από άγγελο, και ότι οι άγγελοι τη συνέχαιραν για την επιστροφή της, όπως και ότι κάποιος μαύρος και φοβερός στην όψη βρυχιόταν και κραύγαζε ότι τάχα αδικείται, αν του την έπαιρναν.
Η Ευδοκία λοιπόν μοίρασε τον πλούτο της, τον έδωσε σε πτωχούς και πήγε σε μοναστήρι. Εκεί ζούσε τον δρόμο της ασκήσεως θεάρεστα, έως ότου οι πρώην εραστές της την κατήγγειλαν και την οδήγησαν στον Αυρηλιανό, που είχε τότε ανέβει στον βασιλικό θρόνο. Όταν όμως θαυματούργησε και ανέστησε τον υιό του βασιλιά που είχε πεθάνει, οδήγησε και τον βασιλιά στην πίστη του Χριστού. Μετά από αρκετά χρόνια δικάζεται από τον Διογένη τον ηγεμόνα της Ηλιούπολης, αλλά καθώς θαυματούργησε και πάλι, ελευθερώνεται. Τέλος ο Βικέντιος, που διαδέχτηκε τον Διογένη, έδωσε διαταγή και την έκοψαν το κεφάλι».

Η αγία Ευδοκία αποτελεί τύπο και σύμβολο της δύναμης της μετανοίας, όπως και άλλες μεγάλες άγιες της Εκκλησίας μας, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία για παράδειγμα. Και θα ‘λεγε κανείς ότι όπως η Εκκλησία μας προβάλλει στο τέλος της Σαρακοστής την οσία Μαρία, για να δώσει θάρρος στους ραθύμους, ώστε, έστω και την τελευταία στιγμή, να μετανοήσουν – ο Κύριος έχει πει δέχεται τον εργάτη της τελευταίας ώρας όπως τον εργάτη της πρώτης, αρκεί να μην υπάρχει πονηρία μετάθεσης της ώρας της μετάνοιας – έτσι και τώρα, ήδη στην αρχή της Σαρακοστής, δίνει ισχυρή ώθηση μετανοίας, με την ευκαιρία της μνήμης της συγκεκριμένης οσίας. Διότι και αυτή, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου που ο Κύριος συγχώρησε λόγω της μετανοίας της, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία που είπαμε, ενώ η ζωή της ήταν βουτηγμένη στην ασωτία, ευθύς ως άκουσε λόγο πίστεως και μετανοίας, πίστεψε κι άλλαξε τρόπο ζωής τόσο, ώστε να γίνει καλόγρια, να κάνει θαύματα, να δώσει και την ίδια τη ζωή της προς χάρη του Κυρίου της.
Ο υμνογράφος μάλιστα Ιωάννης ο μοναχός, στο Δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της ακολουθίας της, κινούμενος στα χνάρια της ποιητικής έμπνευσης της αγίας υμνογράφου Κασσιανής, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ίδιες εκφράσεις, μας φέρνει ενώπιον του μεγαλείου της καρδιακής συντριβής της: «Άφησε τα ωραία και ποικίλα του βίου η οσία και μάρτυς, σήκωσε τον σταυρό στους ώμους της και προσήλθε να σε νυμφευθεί, Χριστέ. Και με θρηνητικά δάκρυα φώναζε: Μη με απορρίψεις την πόρνη, συ που καθαρίζεις τους ασώτους. Μη περιφρονήσεις τα δάκρυα που χύνω για τις φοβερές αμαρτίες μου. Αλλά δέξου με, όπως την πόρνη εκείνη που σου πρόσφερε το μύρο, και να ακούσω κι εγώ: η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στον δρόμο της ειρήνης» («Καταλιπούσα τα τερπνά και ποικίλα του βίου η οσία και μάρτυς, και τον σταυρόν αραμένη επ’ ώμων, προσήλθε του νυμφευθήναί σοι, Χριστέ, και σηυν οιμωγαίς δακρύων εβόα∙ Μη με την πόρνης απορρίψης, ο ασώτους καθαίρων∙ μη μου τα δάκρυα παρίδης των δεινών οφλημάτων∙ αλλά δέξαι με, ώσπερ την πόρνην εκείνην, την το μύρον σοι προσενέγκασαν, και ακούσω καγώ∙ η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην»). Ο υμνογράφος πράγματι μας κατανύσσει περιγράφοντας τον εσωτερικό αγώνα της οσίας Ευδοκίας και μας ανάγει στην πνευματική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας, τότε που το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, αιρόμενοι στα φτερά της ποίησης της αγίας Κασσιανής, γινόμαστε μέτοχοι και εμείς της συντριβής της γυναίκας εκείνης του Ευαγγελίου, που έλουσε με τα δάκρυα της αγάπης της τα πόδια του Κυρίου. Είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό στον Ιωάννη τον μοναχό, τον άγιο υμνογράφο.
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας βέβαια μας τονίζουν και άλλες όψεις της αγιασμένης ζωής της οσιομάρτυρος. Κι αξίζει κανείς πρώτον να σταθεί στο πώς η οσία μπόρεσε να ξεπεράσει την παθολογική στροφή της στα αμαρτωλά πάθη της. Μας λέει λοιπόν ότι μόνο η δύναμη της αγάπης του Χριστού ήταν εκείνη που της έδωσε τη δύναμη. Με άλλα λόγια, κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τα πάθη του και τη γοητεία που ασκεί ο αμαρτωλός κόσμος πάνω σ’ αυτά, αν δεν υπάρξει η μεγαλύτερη δύναμη ελευθερίας στον κόσμο, η δύναμη και η αγάπη του Χριστού. «Προτίμησες, Ευδοκία, τον σεμνό Νυμφίο Χριστό, αντί της αγάπης των εραστών που φθείρουν την ψυχή, και απόθεσες τον εαυτό σου στον άφθαρτο έρωτά Του» («Αγάπης εραστών των φθαρτικών σεμνόν προτιμήσασα Νυμφίον, τω έρωτι, Ευδοκία, τω αφθάρτω επανέθου σαυτήν») (ωδή ς΄). Και δεύτερον, ο υμνογράφος μας παραλληλίζει την οσία, λόγω της καταγωγής της από τη Σαμάρεια, με τη Σαμαρείτιδα του Ευαγγελίου του αγίου Ιωάννου, τη μετέπειτα αγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή. Για να πει: «η Σαμαρείτις Ευδοκία δεν σου πρόσφερε, Σωτήρα Κύριε, νερό, σαν εκείνην του Ευαγγελίου παρά το φρέαρ του Ιακώβ, αλλά το αίμα της που έρρευσε από τον τράχηλό της, όταν αποκόπηκε για χάρη Σου η αγία κεφαλή της» («Η Σαμαρείτις ουχ ύδωρ Ευδοκία, αλλ’ αίμα, Σώτερ, εκ τραχήλου σοι φέρει») (στίχοι κοντακίου). Πράγματι: δεν υπάρχει ανώτερο δώρο προς τον Χριστό από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού. Διότι στην πραγματικότητα πρόκειται περί αντιδώρου, αφού Εκείνος πρώτος μας πρόσφερε ως δώρο το δικό Του αίμα. Όταν Εκείνος μας τα έχει δώσει όλα, δεν μπορούμε εμείς να κινηθούμε σε μικρότερη κλίμακα. Απλώς το γνωρίζουμε: η προσφορά η δική μας γίνεται με τη χάρη και πάλι Εκείνου και κατανοείται ως συμμετοχή στη δική Του θυσία. 

Ακολουθείν

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Σαμαρείτιδα Φωτεινή και η συνάντηση που της άλλαξε τη ζωή .



site analysis




"Η συνάντηση αυτή είναι ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας όχι μόνο για την ταλαιπωρημένη γυναίκα. 
Ο Χριστός συναντάται με όλο τον ξεπεσμένο κόσμο, ακόμη και τον σημερινό. Δεν ξεσυνερίζεται, δεν απορρίπτει και αποδιώχνει κανένα. Θέλει να επικοινωνήσει με όλους, ακόμη και τους πιο παρακατιανούς. Ο Χριστός, το είπε, κυρίως ήλθε για τους αμαρτωλούς. Αρκεί να τον δεχθούν, να του ανοίξουν τα φύλλα της κλειστής καρδιάς τους. Δεν ζητά κάτι το πολύ. Λίγο νερό. Κάτι ελάχιστο, για να γίνει αφορμή εξόδου από το κλουβί της αυτοφυλάκισής μας. 
Η Σαμαρείτιδα στην αρχή είναι αρκετά επιφυλακτική. Είναι δέσμια λαθεμένων απόψεων, φανατικών ιδεών, χρόνιων προκαταλήψεων και ως εκ τούτου εγκλωβισμένη, παγιδευμένη, μπλοκαρισμένη και καχύποπτη. Αδυνατεί να δώσει, κατά την παράδοσή της, νερό σ’ έναν Ιουδαίο, σ’ έναν εχθρό. Ο Χριστός δεν είναι αλήθεια πως διψά πολύ για νερό. Διψά για απελευθέρωση της ταλαιπωρημένης συνομιλήτριάς του. Η συζήτηση αρχίζει να γίνεται συναρπαστική και αποκαλυπτική. 
Ο Χριστός δεν επιθυμεί να την εκθέσει, να την ντροπιάσει, να της στραπατσάρει την προσωπικότητα. Αντίθετα, μάλιστα, τη λυπάται που πέντε φορές προσπάθησε να βρει αγάπη, να δημιουργήσει οικογένεια και δεν τα κατάφερε. Η Σαμαρείτιδα δεν αντιδρά, δεν νευριάζει, δεν δικαιολογείται, αλλά ταπεινώνεται, μετανοεί, παραδέχεται την ήττα της. Αποδέχεται τον Ιησού ως προφήτη μέγα, καρδιογνώστη και θαυματοδότη. Ο Χριστός τής εμπιστεύεται ότι είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας. Η Σαμαρείτιδα σώθηκε, γέμισε από χαρά αληθινή για πρώτη φορά στην ταραγμένη ζωή της. 
Η Σαμαρείτιδα δεν ήταν καμιά σπουδαία γυναίκα. Ήταν μια όχι και τόσο καλής φήμης γυναίκα και ως εκ τούτου καταφρονεμένη. Συγκαταβαίνει ο Σωτήρας στην ανθρώπινη αθλιότητα, τον ξεπεσμό, την αήθεια. Καθαρίζει, φωτίζει, υιοθετεί και διορθώνει την ανθρώπινη αδυναμία. Η συζήτηση με τον Ιησού θα λέγαμε ξεναρκώνει τη Σαμαρείτιδα και της θυμίζει την παιδική της αθωότητα. Της εμπιστεύεται μάλιστα ο Χριστός σπάνιες και υψηλές αλήθειες. Η Σαμαρείτιδα ήταν μια φεμινίστρια της εποχής της. Θα τη διευκόλυνε μάλιστα το πολυσυζητημένο συμβόλαιο ελεύθερης συμβίωσης. Η Σαμαρείτιδα όμως μετά την εξαίσια συζήτηση με τον Χριστό μετατρέπει το σαρκικό έρωτα σε θείο. Αναγεννάται, μεταμορφώνεται, ανίσταται. 
Πέντε άνδρες δεν μπόρεσαν να της δώσουν χαρά. Έγινε Ευαγγελίστρια, Ισαπόστολος και Μεγαλομάρτυρα. Μαρτύρησε με τα παιδιά της για την αγάπη του Χριστού. Πρόκειται για την αγία Φωτεινή. Η ζωή της γέμισε χαρά και ειρήνη. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει με τη μετάνοια γίνεται και ο λύκος αρνί. " Μοναχος Μωυσης Αγιορειτης

πηγή 
http://www.catichisis.gr