Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Η Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα ασκήσασα εορτάζει στις 6 Μαΐου



site analysis





Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ.Χ. παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 μ.Χ., απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914 μ.Χ. χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε.

Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.

Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία».

Το 1927 μ.Χ. με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.

Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.

Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό, τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».

Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.

Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς... Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».

Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.

Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Το 1967 μ.Χ., αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.

Η Οσία Σοφία, η «ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974 μ.Χ. Στις 7 Ιουλίου 1981 μ.Χ. γίνεται η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της, τα οποία ευωδιάζουν. Στις 27 Μαΐου 1998 μ.Χ. γίνεται η δεύερη ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από το Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ.

Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 μ.Χ. στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012 μ.Χ., έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά.

Τόσο την Ακολουθία του Εσπερινού και του Όρθρου όσο και τον Παρακλητικό κανόνα και τα Εγκώμια προς την Οσία, έγραψε ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, χαρισματούχος Δρ Χαράλαμπος Μπούσιας.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα
Σοφίας γέγονας, μῆτερ ἀοίδημε, Σοφία, σέμνωμα, τῆς Θεομήτορος, ἐν τὴ Μονὴ ἀσκητικῶς τὸν βίον σου διελθοῦσα,ὅθεν καὶ ἀπείληφας τῶν καμάτων σου ἔπαινον, κατατραυματίσασσα τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας, καὶ πρέσβειρα Χριστῷ παρεστώσα, μὴ ἐπιλάθου τῶν πόθω τιμώντων σέ.

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Βίος Αγίας Ειρήνης της Μεγαλομάρτυρος



site analysis


Η Αγία Ειρήνη η Μεγαλομάρτυς τιμάται στις 5 Μαΐου


Η αφήγηση τον Συναξαρίου
Διαφορετική είναι η εκδοχή του Συναξαρίου της αγίας Μεγαλομάρτυρος Ειρήνης, όπως εκτίθεται στο «Μηναίον Μαΐου», 
την ημέρα εορτασμού της μνήμης της (5 του μηνός), έχει δε ως έξης, σε απόδοση μας στη νεοελληνική:

«Η Ειρήνη ήταν θυγατέρα μονογενής του βασιλίσκου Λικινίου και της μητέρας της Λικινίας, από την πόλη Μαγεδώ, και αρχικά είχε ονομαστεί 
από τους γονείς της Πηνελόπη. Σωματικά ήταν πολύ όμορφη και ξεπερνούσε τις συνομήλικές της σε εμφάνιση. 
Ο πατέρας της είχε οικοδομήσει για χάρη της ψηλό πύργο στον όποιο περνούσε τον χρόνο της μαζί με δέκα τρία όμορφα συνομήλικα παιδιά, 
έχοντας στη διάθεσή της κάθε άνεση και θρόνο και τραπεζαρία και λυχνία, φτιαγμένα όλα από χρυσό. Όταν έγινε έξι χρονών προσέλαβε 
ο πατέρας της Λικίνιος έναν γέροντα παιδαγωγό, τον Απελλιανό, για τη διαπαιδαγώγησή της.

»Κάποιο βράδυ λοιπόν βλέπει η Ειρήνη σε δράμα να έρχεται ένα περιστέρι κρατώντας στο ράμφος του κλωναράκι ελιάς, πού το άφησε κοντά στο τραπέζι. 
Επίσης έναν αετό να φέρνει στεφάνι από λουλούδια και να το ακουμπά πάνω στο τραπέζι. Στη συνέχεια, από άλλο παράθυρο, να μπαίνει ένας κόρακας 
και ν’ αφήνει στο τραπέζι φίδι. Ενώ δε η Ειρήνη απορούσε και σκεφτόταν, τι άραγε να σημαίνουν αυτά πού είδε στο δράμα, ο γέροντας Απελλιανός της εξήγησε ότι: 
Το μεν περιστέρι είναι παιδευτήριο γνώμης, το δε κλωναράκι της ελιάς επισφράγιση πραγμάτων και είσοδος του Βαπτίσματος, ο αετός, πού είναι ο βασιλιάς των πτηνών, 
με το στεφάνι του προαναγγέλλει τη νίκη της στους καλούς αγώνες, τέλος ο κόρακας, με το φίδι, υπονοεί τη θλίψη και ταλαιπωρία. Και γενικά ο γέροντας 
της εξήγησε τα πάντα και τον αγώνα του μαρτυρίου της περιέγραψε, αυτόν πού θα έκανε για τον Ιησού Χριστό. Έκτοτε πολλά παράδοξα λέγεται ότι συνέβησαν μ’ αυτήν. 
Διότι άφησε το όνομα Πηνελόπη και ονομάστηκε από άγγελο Κυρίου Ειρήνη, μυήθηκε στην πίστη του Χριστού και προφητεύθηκε ότι χάρη σ’ αυτήν θα σωθούν πολλές 
μυριάδες ψυχών και ότι θα τη συναντήσει ο μαθητής του Παύλου Τιμόθεος και θα τη βαπτίσει.

»Όταν αυτά πραγματοποιήθηκαν, συνέτριψε και έριξε κάτω τα είδωλα πού είχε στο σπίτι ο πατέρας της. Και κατά πρώτον δικάζεται από τον ίδιο τον πατέρα της, 
ο όποιος διέταξε να ποδοπατηθεί από άλογα, ένα από τα οποία αντί να προξενήσει κάτι κακό σ’ εκείνην, όρμησε εναντίον του βασιλίσκου Λικινίου, τον έριξε κάτω, 
του έσπασε το δεξί χέρι και αφού τον σκότωσε, με ανθρώπινη λαλιά μακάρισε την αγία. Αμέσως λοιπόν τότε εκείνη ελευθερώθηκε από τα δεσμά 
και αφού άκουσε την παράκληση των παρισταμένων, προσευχήθηκε και ανάστησε το νεκρό πατέρα της. Ο οποίος μαζί με τρεις χιλιάδες άντρες 
και τη γυναίκα του πίστεψε στο Σωτήρα Χριστό και δέχθηκε το Βάπτισμα. Και αφού παραιτήθηκε από τα βασιλικά του καθήκοντα, έζησε στο έξης στον πύργο πού 
είχε οικοδομήσει για την κόρη του.


»Όταν στη βασιλεία τον διαδέχθηκε ο Σεδεκίας, εξαναγκάστηκε και πάλι η αγία να θυσιάσει στα είδωλα. Επειδή όμως δεν υπάκουσε, 
την έβαλαν με το κεφάλι προς τα κάτω σε ένα λάκκο γεμάτο διάφορα δηλητηριώδη ερπετά. Εκείνη παρέμεινε άβλαβής και όταν μετά από τέσσερις ημέρες την έβγαλαν, 
της έκοψαν με πριόνι τα πόδια. Και πάλι άγγελος Κυρίου την έκανε καλά. Στη συνέχεια την έδεσαν σε τροχό, όμως το νερό πού κινούσε τον τροχό σταμάτησε 
και η αγία δεν έπαθε τίποτε. Βλέποντας αυτό το θαύμα, προσήλθαν στην πίστη του Χριστού οκτώ χιλιάδες λογικών ψυχών.

»Όταν ο Σεδεκίας έχασε τη βασιλεία από το γιο του Σαβώριο πού εκστράτευσε εναντίον του, η αγία Ειρήνη τον συνάντησε στην είσοδο της πόλεως. 
Εκεί, τόσο τον Σαβώριο όσο και τον στρατό του τον τύφλωσε κατόπιν προσευχής της και τον τιμώρησε. Και πάλι όμως προσευχήθηκε και τους χάρισε το φώς. 
Τότε της βάζουν καρφιά στις φτέρνες, της φορτώνουν ένα σακί γεμάτο άμμο και την υποχρεώνουν να τρέξει τρία μίλια. Η γη όμως άνοιξε στα δύο κάτω από τα πόδια τους 
και κατάπιε δέκα χιλιάδες άντρες ειδωλολάτρες και τους υπηρέτες του τυράννου. Το θαύμα αυτό έκανε άλλες τριάντα χιλιάδες άντρες να πιστέψουν στο Χριστό. 
Παρόλα αυτά ο τύραννος Σαβώριος παρέμενε άπιστος, γι’ αυτό και άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε και τον θανάτωσε.

» Αφού η Μεγαλομάρτυς αφέθηκε ελεύθερη και περιόδευε την πόλη, πολλά θαύματα ενεργούνταν με τη χάρη της. Όταν μάλιστα πήγε στον πύργο, 
στον όποιο έμενε ο πατέρας της μαζί με τον πρεσβύτερο Τιμόθεο, εμφάνισε πέντε μυριάδες ψυχές πού με τη διδασκαλία είχαν προσέλθει στο Χριστό και μαζί με αυτούς 
και τους τριάντα τρεις άντρες πού ήταν ταγμένοι να φυλάγουν τον πύργο. Στη συνέχεια πήγε στη πόλη Καλλίνικο, την όποια διοικούσε ο Νουμεριανός. 
Αφού εμφανίστηκε μπροστά του, ομολόγησε πίστη στο Χριστό και για τιμωρία της ρίχνεται μέσα σε τρία χάλκινα βόδια, πού είχαν πυρακτωθεί, στο ένα κατόπιν του άλλου. 
Όταν την έβαλαν στο τρίτο πυρωμένο βόδι, εκείνο παραδόξως κινήθηκε και περπάτησε και κατόπιν έσπασε, η δε αγία βγήκε άκαυτη, με αποτέλεσμα να προσέλθουν 
και να πιστέψουν στο Χριστό περίπου δύο μυριάδες.


»Στη συνέχεια ο βασιλιάς, πού αρρώστησε και έφευγε από τη ζωή, έδωσε εντολή στον έπαρχο να μη την αφήσει αλλά να την τιμωρήσει. Εκείνος την οδήγησε
σιδεροδέσμια και την έβαλε μέσα σε δυνατή φωτιά. Άγγελος όμως Κυρίου έσβησε τη φλόγα και η αγία Ειρήνη διέμεινε άβλαβής, ενώ και τα δεσμά της έσπασαν. 
Αποτέλεσμα ήταν να μείνει κατάπληκτος ο έπαρχος και μαζί με τους εκεί παρευρισκόμενους να πιστέψει και να προσέλθει στο Χριστό. Όταν η σχετική για την αγία φήμη 
ξαπλώθηκε παντού, ο Σαβώριος, βασιλιάς των Περσών, διέταξε να αποκεφαλιστεί. Μόλις αυτό έγινε, τοποθετήθηκε σε τάφο και πάλι όμως ανασταίνεται από άγγελο 
πού την μακάρι σε για τους αγώνες της υπέρ του Χριστού και για το ότι θα μνημονεύεται στους μετέπειτα χρόνους.

»Μετά τον αποκεφαλισμό της και την εκ νεκρών ανάσταση της, λέγεται ότι κρατώντας στο χέρι της κλάδο ελιάς πήγε στην πόλη Μεσημβρία και εμφανίστηκε στο βασιλιά.
Βλέποντας την εκείνος πίστεψε στο Χριστό και βαπτίσθηκε από τον πρεσβύτερο Τιμόθεο, μαζί με πολλές μυριάδες ανθρώπων. Στη συνέχεια έφτασε στην πατρίδα της Μαγεδώ, 
κοντά στους γονείς της. Και για μεν τον πατέρα της, πού είχε ήδη φύγει από την παρούσα ζωή, δάκρυσε, έμεινε δε ένα διάστημα μαζί με τη μητέρα της. 
Ύστερα ένα σύννεφο την πήρε και την πήγε στην Έφεσο όπου έζησε, επιτελώντας πολλά θαύματα, και την αποκαλούσαν αληθινή ισαπόστολο.

»Κατόπιν συνάντησε τον Απελλιανό, πού ο πατέρας της τον είχε προσλάβει στον πύργο ως παιδαγωγό και διδάσκαλο της στα ιερά γράμματα. 
Τότε η αγία, αφού από τους χριστιανούς της Εφέσου πήρε μαζί της μόνο έξι άντρες και τον Απελλιανό, πήγε σ’ έναν καινούργιο τάφο στον όποιο 
δεν είχε ποτέ ταφεί κάποιος άλλος, και μπήκε σ’ αυτόν για να κοιμηθεί. Έδωσε δε εντολή, για τέσσερις ημέρες να μη σηκώσουν την πέτρινη πλάκα 
πού θα έβαζε πάνω στον τάφο ο διδάσκαλος Απελλιανός. Μόλις όμως πέρασαν δύο ημέρες, η πλάκα βρέθηκε σηκωμένη και το σώμα της Μάρτυρος έλειπε.

»Όλα βέβαια αυτά για την ανθρώπινη λογική ίσως σε κάποιους να φαίνονται απίστευτα, αλλά τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό».


Η τιμή της Μεγαλομάρτυρος
Στην Κωνσταντινούπολη, είχαν ανεγερθεί και αφιερωθεί στο όνομά της μεγαλοπρεπείς ναοί. Πρώτος ναός είχε ανεγερθεί από τον όσιο Μαρκιανό 
στα παράλια της Πόλης, αυτός του Περάματος, ενώ συνεχόμενος στο ναό της του Θεού Σοφίας υπήρχε και ναός της Αγίας Ειρήνης πού οικοδομήθηκε 
από τον Μέγα Κωνσταντίνο και ανακαινίστηκε από τον Ιουστινιανό. Στην περιοχή του Γαλατά είχε ανεγερθεί ήδη από τον 3ο αιώνα ναός προς τιμήν της, 
ενώ και στη Ρώμη είχε συμβεί το ίδιο. Στην εποχή μας, τόσο στον ελλαδικό όσο και στον εκτός αυτού χώρο, αρκετοί ναοί μεγαλοπρεπείς είναι αφιερωμένοι 
στην πανίερη μνήμη της, ενώ το όνομά της δίνεται σε πολλά κοριτσάκια.

Η μνήμη της Αγία εορτάζεται από την Εκκλησία μας στις 5 Μαΐου.




Στίχος
Ξίφει θανοῦσα καὶ βιώσασα ξένως, Εἰρηνικῶς τέθνηκας αὖθις, Εἰρήνη. Εἰρήνη τμηθεῖσα ἀνέγρετο καὶ θάνε πέμπτῃ.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Ἁγνείας λαμπρότησι, κρίνον ὡς εὔοσμον, ἐξήνθησας ἔνδοξε Εἰρήνη μάρτυς Χριστοῦ, στολαῖς μαρτυρίου σου, κάλλεσιν ὡραΐσθης, ἐπιγνώσεως Θείας, 
πλάνης δυσωδεστάτης ἀπελαύνουσα βλάβην· διό σου τὴν πανεύφημον μνήμην γεραίρομεν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
Ὁ Χριστὸς ἡ εἰρήνη σὲ Εἰρήνην ἐκάλεσε· σὺ γὰρ τὴν εἰρήνην βραβεύεις τοῖς τελοῦσι τὴν μνήμην σου, καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, προστρέχουσι 
τῷ θείῳ σου ναῷ, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων, τῇ τρισηλίῳ παρισταμένη Θεότητι. Ἅπαντες οὖν χαρμονικῶς, τὴν μνήμην αὐτῆς τελέσωμεν, τὸν 
ἀντιδοξάσαντα αὐτήν, Χριστόν μεγαλύνοντες. 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Εἰρήνης τὸν ἄρχοντα, ἰχνηλατοῦσα σεμνή, εἰρήνης ἐπώνυμος, δι' ἐπιπνοίας Θεοῦ, ἐδείχθης πανεύφημε, σὺ γὰρ τοῦ πολέμου, τᾶς ἐνέδρας φυγοῦσα, 
ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, ὡς παρθένος φρονίμη, διὸ Μεγαλομάρτυς Εἰρήνη, εἰρήνην ἠμὶν αἴτησαι.

Κοντάκιον Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, τῇ ἀθλήσει γέγονας, ὡραιοτάτη Εἰρήνη· αἵμασι, τοῖς ἐκχυθεῖσί σου φοινιχθεῖσα, πλάνην τε, καταβαλοῦσα τῆς
ἀθεΐας· διὰ τοῦτο καὶ ἐδέξω, βραβεῖα νίκης χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.

Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεῖς
Τὴν καλλιπάρθενον ὑμνήσωμεν πάντες, νύμφην Χριστοῦ, ἐκ τῶν νεκρῶν ἀναστάσαν, ἧν ὁ Θεός ἐδόξασε σημείοις φρικτοῖς, Εἴλκυσε γὰρ πλῆθος ἄπειρον, 
ἀσεβῶν ἐν τῇ πίστει, καὶ θεόθεν ἔλαβε, τὴν Χριστώνυμον κλήσιν, ὁ τοῦ Θεοῦ γὰρ Ἄγγελος ἐλθών, ἐκ Πηνελόπης Εἰρήνην ἐκάλεσε.


Κάθισμα Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ
Τῷ κάλλει σου Χριστέ, ἡ παρθένος τρωθεῖσα, παρέδραμε σπουδῇ, τὰ ὁρώμενα πάντα, καὶ πᾶσαν τὴν τοῦ σώματος, εὐμορφίαν ἐκδέδωκε, ταῖς κολάσεσι, 
καὶ ταῖς πικραῖς τιμωρίαις, ἀφανίζεσθαι· ἣν εἰς ὡραίους νυμφῶνας, εἰσήγαγες Δέσποτα. 

Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ
Κατεπλάγησαν ἁγνή, μάρτυς Εἰρήνη οἱ χοροί, τῶν ἀγγέλων καὶ βροτῶν, φύσις ἐξέστη ἐπὶ σοί, πῶς τὸν ἀρχέκακον δράκοντα κατεπάτησας, ὡραίοις σου 
ποσὶ καὶ κατηδάφισας, καὶ πλήθη ἀσεβῶν ἐχειραγώγησας, καὶ διαδήματι κάλλους παρὰ Χριστοῦ τοῦ Νυμφίου σου ἐστέφθης· διὸ αἰτοῦμεν, μὴ ἐπιλάθου 
καὶ ἡμῶν τῶν τιμώντων σοι.

Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
Καλλιμάρτυς Εἰρήνη, καὶ Χριστοῦ Νύμφη ἄφθορε, σὺ αὐτῷ παρεστῶσα ὡς ὡραία καὶ πάγκαλος, ὡς λίθους φαιδροὺς καὶ διαυγεῖς, τὰ στίγματα φέρουσα 
σαρκός, καὶ αἱμάτων τὴν πορφύραν, ὑπέρ ἡμῶν ἀπαύστως πρέσβευε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ σὲ ἀναδείξαντι 
λαμπρῶς, Παρθένων ὄντως καλλονὴν καὶ Μαρτύρων καύχημα.

Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος Πλ. δ΄. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον
Τὴν οὐράνιον νύμφην τοῦ ποιητοῦ, καὶ ἀκήρατον κόρην τοῦ λυτρωτοῦ, Εἰρήνην τιμήσωμεν, τὴν ἀμνάδα τὴν πάντιμον, τὴν καὶ μετὰ πότμον ἐν νεφέλαις 
ἀρθεῖσαν, Μαγεδὼν ἐκ πόλεως, καὶ εἰς Ἔφεσον φθάσασαν, ἔνθα τοῖς σημείοις καὶ τοῖς τέρασι πάντας ἐνθέως ἐξέπληξας, καὶ τὴν πίστιν ἐκήρυξας, 
ἀθληφόρε ἀήττητε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἀφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τοῦ νυμφίου Χριστοῦ ἔρωτι, Παναοίδιμε, ἀπὸ βρέφους σεμνὴ πυρποληθεῖσα ἔδραμες, δορκὰς ὡς διψῶσα πηγαῖς ἀειρύτοις, καὶ τῇ ἀθλήσει σαυτὴν 
συντηρήσασα, ἐν τῷ ἀφθάρτῳ, ὄντως τοῦ Κτίστου σου θαλάμῳ ἔνδοξε, ὡς νύμφη εὐκλεής, ἐστολισμένη, πεποικιλμένη, εἰσῆλθες ὡς ἐκλεκτή, 
στεφανηφόρος ὁραθεῖσα, ἐξ ἀφθάρτου νυμφίου δεξαμένη, ὡς χρυσίον, βραβεῖον νίκης τῆς σῆς ἀθλήσεως. 

Μεγαλυνάριον
Τῇ εἰρηνωνύμῳ κλήσει σεμνή, κατακολουθοῦσα, εὐηγγέλισαι μυστικῶς, ἄθλοις σου θαυμάτων, ψυχαῖς πολεμουμέναις, σωτήριον εἰρήνην, Εἰρήνη ἔνδοξε. 

Θαύματα της Αγίας Ματρώνας στην Ελλάδα



site analysis


Θαύματα της Αγίας Ματρώνας στην Ελλάδα
Ο Ναός τής Αγίας Ματρώνας στόν Περισσό τής Νέας Ιωνίας, στήν Αθήνα
1) "...Ήταν Κυριακή πρωί. Καθόμουν πολύ στενοχωρημένη στη βεράντα του σπιτιού μου και έκανα προσευχή στην Αγία Ματρώνα τη Ρωσίδα την αόμματο, την οποία πριν από μερικές εβδομάδες είχα επισκεφθεί στο Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στον Περισσό, όπου φυλάσσεται ιερό λείψανό της και η θαυματουργός εικόνα της.
Είχα ακούσει αρκετά θαύματα που πραγματοποιεί η Οσία και με κατάνυξη αλλά και με δάκρυα στα μάτια ζητούσα να δώσει υγεία και στο πρόβλημα της κόρης μου της Αγγελικής, που υπέφερε από στραβισμό του δεξιού της οφθαλμού και προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να αποφύγει το παιδί την επέμβαση.
Είχα πάρει λαδάκι από την κανδήλα της Αγίας και άλειψα το ματάκι της αλλά και νυχθημερόν προσευχόμουν με δάκρυα στα μάτια για τη θεραπεία της.
Η Οσία που αγαπά πολύ τον πονεμένο άνθρωπο και ειδικά τα νέα παιδιά, δεν άργησε και χάρισε στο παιδί μου τη θεραπεία του και δεν χρειάστηκαν ιατρικές επεμβάσεις.
Ευχαριστώ την Αγία για το μεγάλο θαύμα της. Να είναι ευλογημένο το άγιό της όνομα στους αιώνες.
Με πίστη Μαρία Αποστολοπούλου
2) Είμαι ένας αμαρτωλός που αξιώθηκα να δω το μεγάλο θαύμα του Θεού και της Αγίας Ματρώνας της Ρωσίδας. Ήξερα ότι κάθε Δευτέρα απόγευμα στο Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στον Περισσό γίνεται η Παράκληση της Οσίας και ήρθα και εγώ να παρακαλέσω για ένα μεγάλο πρόβλημά μου.
Πριν καιρό είχα ένα ατύχημα. Τίποτε δεν μπορούσε να βελτιώσει την κατάστασή μου. Οι αφόρητοι πόνοι αφενός και η άσχημη ψυχολογική μου κατάσταση αφετέρου, μου έκαναν μαρτυρική τη ζωή. Και όμως ο Θεός ο οποίος θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν ασθένειαν των ανθρώπων, διά πρεσβειών της Οσίας Ματρώνας, χάρισε την βραδιά εκείνη και σε μένα το θαύμα.
Δεν είχε τελειώσει η Παράκληση και αισθάνθηκα το βάρος του πόνου και την κακή ψυχολογική μου κατάσταση να χάνονται και να αισθάνομαι σαν πρώτα που ήμουν υγιής. Μεγάλη η χαρά μου αλλά και η ευχαριστία μου προς την Οσια, γιατί από εκείνη τη στιγμή έπαψα να υποφέρω και σαν κλωστή κόπηκαν οι πόνοι και η άσχημη ψυχολογία μου.
Κωνσταντίνος Κωστόπουλος

3) Σεβαστέ μου Γέροντα Αθηναγόρα, ευλογείτε.
Προ πολλού καιρού έπρεπε ίσως να σας πληροφορήσω περί της ευεργεσίας και θεραπείας την οποία έλαβα από την Αγία Ματρώνα τη Ρωσίδα, προστάτιδα των χριστιανών και καταφύγιο των πονεμένων και ασθενούντων.
Φορτωμένος με κακοήθη όγκο και φρικτούς πόνους στην κοιλιακή χώρα βάδιζα το δρόμο μου σκεπτόμενος ότι το τέλος πλησιάζει. Μέσα μου όμως κάτι μου έλεγε ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Με τη σκέψη αυτή αλλά και με την πίστη που με διακρίνει από παιδί (δώρο της μητέρας μου) άρχισα να ζητώ τη βοήθεια από το Θεό και την πρεσβεία της θαυματουργού Αγίας Ματρώνας.
Πολλές φορές προχώρησα ως το επιβλητικό προσκυνητάρι της Αγίας, έκλαψα, παρακάλεσα, πήρα λαδάκι από την κανδήλα της και καθημερινώς σταύρωνα και άλειφα το σημείο του σώματος που βρισκόταν ο όγκος. Μετά από καιρό και με την υπόδειξη του ιατρού έκανα αξονική και, ω του παραδόξου θαύματος, ο όγκος είχε υποχωρήσει. Οι πόνοι με είχαν εγκαταλείψει και εγώ χαρούμενος και υγιής πλέον επέστρεφα στο σπίτι μου.
Δέκα μήνες έχουν περάσει από τότε και με τη χάρη του Θεού και την πρεσβεία της Αγίας Ματρώνας, χαίρω άκρας υγείας! Σ’ ευχαριστώ, Αγία μου, για την απλόχερη ευλογία σου σε μένα τον αμαρτωλό που πιστεύω ότι αναξίως την δέχθηκα.
Ο ικέτης σου Σπύρος Τάνταρος
Η εικόνα τής Αγίας Ματρώνας τήν ημέρα τής εορτής της, στίς 2 Μαϊου, πλαισιωμένη από λουλούδια πού πάντα τής άρεσαν...
3) Επισκεφθήκαμε τον ιερό ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, προσκεκλημένοι, ο άνδρας μου και εγώ, σε γάμο φιλικού μας προσώπου. Έως ότου αρχίσει το μυστήριο του γάμου, περιεργαζόμουν τον πανέμορφο αυτό ναό της Παναγίας μας και σε κάποιο σημείο διέκρινα ένα τεράστιο προσκυνητάρι με μία επιβλητική εικόνα σε χρυσό φόντο και προχώρησα να προσκυνήσω.
Μετά από λίγο και ενώ προσευχόμουν, με πλησίασε ένας μακρυγένης ιερεύς πνευματικός και με περισσή ταπείνωση, αν το διέκρινα σωστά, με ρώτησε: «Γνωρίζετε ποιά είναι η Οσία αυτή;». Του απάντησα πως δεν την γνωρίζω. Εκείνος με πολλή καλοσύνη με ενημέρωσε εκτενώς για τη βιογραφία της Οσίας Ματρώνας.
Μου μίλησε για τα θαύματά της και εγώ έχοντας μέσα μου μεγάλο πόνο, γιατί δεν είχα αποκτήσει έπειτα από αρκετό χρονικό διάστημα γάμου ένα παιδί, έκλαψα και του είπα να παρακαλέσει για μένα και τον άνδρα μου να μεσολαβήσει η Αγία στον Κύριο να μας δώσει ένα παιδί. Ευγενής ο ευλογημένος παππούλης μου είπε:
«Κάνε προσευχή και συ και ο άνδρας σου κι εγώ καθημερινώς θα ανάβω ένα κερί στην Οσία και θα την παρακαλώ για σένα». Μετά από τρεις μήνες, έπειτα από πολλή προσευχή, έμεινα έγκυος και γέννησα ένα αγοράκι το οποίο βαπτίσαμε σ’ αυτόν το ναό, δοξάζοντας το Θεό και την Αγία Ματρώνα για το μεγάλο δώρο τους στην αναξιότητά μας. Όπως επίσης και το σεβαστό Γέροντα Αθηναγόρα για τις προσευχές και την αγάπη του.
Μαργαρίτα – Αλέξανδρος
4) Ο Ιερεύς του Ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στον Περισσό είχε ένα πρόβλημα εξωτερικά στο αυτί του· συγκεκριμένα μία οξύτατη φλεγμονή η οποία του δημιουργούσε πολύ πόνο και άλλα σοβαρά προβλήματα. Πολλές φορές παρακαλούσε τον Κύριο και την Θεοτόκον την οποία πολλά χρόνια υπηρετεί, να του θεραπεύσουν το πρόβλημα.
Μία ημέρα ευρισκόμενος σε απελπιστική κατάσταση, έρχεται στο προσκυνητάρι της Οσίας Ματρώνας όπου εκτός της θαυματουργού εικόνας της υπάρχει και ιερό της λείψανο και άρχισε μετά δακρύων να προσεύχεται και να την επικαλείται να τον θεραπεύσει λέγοντάς της:
«Αγία μου, ο πατήρ Αθηναγόρας ομιλεί στον κόσμο και σε μένα πολλές φορές για τα αναρίθμητα θαύματά σου· κάνε και σε μένα το θαύμα σου...». Κλαίγοντας και βάζοντας λαδάκι από την κανδήλα της Αγίας μπήκε στο γραφείο του Ιερού Ναού προβληματισμένος.
Μετά από λίγο και ενώ σταύρωνε το σημείο της φλεγμονής αυτής άνοιξε και άρχισε να αποβάλλει πύον, θεραπεύοντας έτσι το μεγάλο πρόβλημα της υγείας που αντιμετώπιζε ο συγκεκριμένος ιερεύς. Θέλω επίσης να αναφέρω για την ιστορία ότι προ ενός έτους ο ίδιος αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα στο αριστερό αυτί, αλλά δυστυχώς έκανε επέμβαση για την ίασή του.
Ευγνώμων
Δημήτριος Ντούνης, Ιερεύς
5) Αγία μου Ματρώνα, σ’ ευχαριστώ για τη βοήθειά σου και τη θεραπεία που πρόσφερες στο παιδί μου το Νικόλα, ο οποίος είχε μεγάλο πρόβλημα δυσλεξίας.
Ειδικοί επιστήμονες με είχαν ενημερώσει ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα. Θα προσπαθούσαν φυσικά για το καλύτερο, χωρίς να μας βεβαιώνουν ότι θα είχαμε επιτυχία. Και όμως εγώ, γνωρίζοντας τα θαύματά σου, πήρα το παιδί μου και κρατώντας άνθη στα χέρια μας που τόσο αγαπάς ήρθα στο Ναό που φιλοξενεί ιερό σου λείψανο και την εικόνα σου και με δάκρυα στα μάτια σε παρακάλεσα γι’ αυτό το παιδί. Πίστεψα ότι με άκουσες, ότι δέχθηκες την κραυγή μιας πονεμένης μάνας.
Πήρα λαδάκι από την κανδήλα σου και κάθε ημέρα, επί 40 ημέρες, έσταζα στο στόμα του παιδιού μου λάδι ευλογημένο και το θαύμα δεν άργησε. Το παιδί μου μετά από καιρό και με τη βοήθεια των ειδικών είχε γίνει καλά. Δέξου και πάλι τις ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη μας.
Με όλη μας τη πίστη
Μαύρα και Νικόλας Σιδέρης
6) Θαυμαστή βοήθεια χρειάσθηκα και είχα τη βοήθεια της Αγίας τρεις φορές:
Μια φορά σε σοβαρό πρόβλημα υγείας του υιού μου Γρηγορίου, ο οποίος ξαφνικά αντιμετώπισε πρόβλημα με την καρδιά του. Ύστερα από θερμή και ειλικρινή παράκληση, η οσία Ματρώνα έκανε το θαύμα της και το πρόβλημα αντιμετωπίσθηκε με τον καλύτερο και ασφαλέστερο τρόπο και είχε αίσια έκβαση και αποτελεσματική θεραπεία.
Μια δεύτερη φορά σε σοβαρό πρόβλημα υγείας της συζύγου μου Ιωάννας, το οποίο πρόβλημα επίσης αντιμετωπίσθηκε με μεγάλη επιτυχία, πάντοτε φυσικά με τη βοήθεια της οσίας Ματρώνας, στην οποία και πάλι είχα προσφύγει, με πίστη και ειλικρινά παράκληση για βοήθεια.
Μια τρίτη φορά σε πάρα πολύ σοβαρό πρόβλημα του εξ αγχιστείας πατέρα μου Χρήστου, η αντιμετώπιση του οποίου, με τη συμπαράσταση της οσίας μας Ματρώνας, έχει την καλύτερη έκβαση, που θα μπορούσε να έχει, από κάθε άποψη, με ανέλπιστα και εξαιρετικά μέχρι στιγμής, αποτελέσματα.
Δεν είχαν ποτέ, φυσικά, την παραμικρή αμφιβολία, για την άμεση βοήθεια της οσίας μας, όπου και όταν θα τη ζητούσα, ωστόσο είμαι πλέον πεπεισμένος ότι όταν με πίστη ζητά κάποιος τη βοήθεια ενός αγίου για μεσιτεία προς τον Κύριο, τότε είναι σίγουρο ότι θα την έχει.
Το έχει πει άλλωστε και ο ίδιος ο Κύριος Υμών Ιησούς Χριστός: «αιτείτε και δοθείσετε υμίν».
Παύλος Γρ. Βενιέρης
Από τό βιβλίο : Αρχιμ. Αθηναγόρα Δ. Κολυβά, " Οσία Ματρώνα η Ρωσίδα, η αόματος και θαυματουργός Ουρανοπολίτισσα", Αθήνα 2011

Βίος της Αγία Μόνικας μητέρας του Αγίου Αυγουστίνου



site analysis

Η Αγία Μόνικα μητέρα του Αγίου Αυγουστίνου τιμάται στις 4 Μαΐου


Ανατροφή της Μόνικας
Η Μόνικα γεννήθηκε εν Ταγάστη της Νουμιδείας της Αφρικής τω 332 μ.Χ. Οι γονείς της ήσαν ευσεβείς Χριστιανοί δια τούτο φρόντισαν να την αναθρέψουν συμφώνως με τα αθάνατα
διδάγματα του Ευαγγελίου. Μολονότι ήσαν αρκετά πλούσιοι, δεν παρασύρθηκαν από τις συνηθισμένες αντιλήψεις να της δώσουν εξωτερικό ψιμύθιο, το επίχρισμα της κοινωνικής
αβροφροσύνης. Ζήτησαν κυρίως η κόρη των να ζήσει την χριστιανικών ζωή. Ενεπιστεύθησαν δε την με ταύτα ανατροφή της κόρης των εις μίαν ηλικιωμένη και δοκιμασμένη εις την αρετή και 
την ευσέβεια υπηρέτρια. Η υπηρέτρια αυτή εργάστηκε όντως μετά ζήλου διά να καταστήσει την Μόνικα ενάρετο, δεν παρέλειπε δε και την αυστηρότητα εν συνδυασμό με την γλυκύτητα, 
οσάκις παρίστατο ανάγκη, όπως την απομακρύνει από πάσα κακήν συνήθεια, η οποία εκάστοτε ανεφύτρωνε. Αλλά παρά τις συμβουλές και τας προφυλάξεις, τας οποίας ελάμβανε η γραία
εκείνη υπηρέτρια, η Μόνικα νικήθηκε από μίαν κακήν συνήθεια.
Ας αφήσουμε δε τον υιό της τον Άγιο Αυγουστίνο να μας διηγηθεί με απλότητα, αλλά και με
θαυμαστή γλαφυρότητα το παράπτωμα της μητρός.
«Καί πῶς ὤ Θεέ μου, εἶχε διολισθήσει εἰς τήν Μόνικά της, διηγοῦμαι τά τῆς δούλης σου ἐγώ ὁ υἱός της, κάποια ἐπιθυμία πρός τόν οἶνον. Ἐπειδή ἦτο φρόνιμος καί λογική, οἱ γονεῖς τῆς τήν
ἔστελλον εἰς τήν οἰναποθήκην, ὅπως φέρη οἶνον ἀπό τό βαρέλιον. Ἀλλ’ ἐκεῖ εἰλκύσθη κατ’ ἀρχάς καί ἤθελε νά δοκιμάση, ἄν τό κρασί εἶναι καλόν. Τῆς ἠρεσε καί ἐνικήθη. Μέ τήν πάροδον
δέ τοῦ χρόνου ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ὄχι μόνον ἐδοκίμαζεν ἁπλῶς, ἀλλ’ ἔπινε πολλά ποτήρια οἴνου. Δέν ἐπρατε τοῦτο ἀπό ἀγάπην πρός τό ποτόν, ἀλλ’ ἀπό νεανικήν ἀπερισκεψίαν, ἡ
ὅποια δέν διορθώνεται ἄλλως παρά μέ τήν αὐστηρᾶν ἐπέμβασιν τῶν γονέων. Ἐν τῷ μεταξύ ὅμως προσθέτουσα ἀπό ἡμέρας εἰς ἡμέραν σταγόνα πρός σταγόνα, ἡ περιφρόνησις τῶν
μικρῶν ὑποχωρήσεων φέρει ἀσυναισθήτως εἰς ὄλεθρον, παρεσύρθη ὑπό τῆς συνήθειας νά καταπίνη ὁλόκληρα ποτήρια».
Και έρωτα ο Αυγουστίνος: Πού ήτο κατά την ώρα εκείνην, η τόσο φρόνιμος γραία με τας ρητάς απαγορεύσεις; Ούτε ο πατήρ αυτής ούτε η μήτηρ της ήσαν εκεί. Αλλά συ ήσο παρών, Θεέ μου,
συ όστις την έπλασας, όστις μας καλείς προς σε, και δύνασαι έστω και διά της μεσολαβήσεως των ανθρώπων να πράττεις το επωφελές διά την σωτηρία των ψυχών. Τί έκαμες λοιπόν τότε
Θεέ μου; Πώς την νοσήλευσας; Πώς της απέδωσες την ψυχική υγεία; Η υπηρέτρια η οποία συνόδευε συνήθως εις το βαρέλι, ήλθε ημέρα τινά εις προστριβές με την νεαρά κυρία της, μόνην
προς μόνην και της επέρριψε κατά πρόσωπον την υβριστή λέξιν: «Σύ θά μέ διδάξης, ποῦ εἶσαι μέθυσος;». Η υβριστική αυτή λέξις, το κτύπημα αυτό, επέφερε σωτήριο αποτέλεσμα. Η κόρη
συνησθάνθη την κακήν συνήθειά της, την μίσησε και απηλάγη ολοτελώς. Και ο ιερός Αυγουστίνος κάμνει τας εξής διδακτικές παρατηρήσεις: Εάν οι φίλοι μας διαφθείρουν με τας
κολακείας των, οι εχθροί συχνά μας παιδαγωγούν με τις προσβολές των.
Εις το εξής η Μόνικα αφιερώνετε εις την κατά Χριστό ζωή. Η τακτική μελέτη της άγιας Γραφής αποτελεί το εντρύφημα της. Κρυφή της ευχή, διά την οποίαν παρακαλεί αδιακόπως νυχθημερόν
τον Θεό ήτο η απόκτησης αγαθού συζύγου και ευσεβών τέκνων. 

Πως αντέδρασε η Αγία στην συμπεριδορά του συζύγου της;
Όταν ήλθε εις νόμιμο ηλικία, οι γονείς της απεφάσισαν να την υπανδρεύσουν με έναν νέον ανήκοντα εις αριστοκρατική οικογένεια καλόγνωμο, αλλά εθνικό, τον Πατρίκιο. Η Μόνικα, καίτοι
ήτο ειδωλολάτρης ο Πατρίκιος, έστερξε να τον λάβει σύζυγο, διότι έλπιζε ότι ταχέως θα τον έκαμνε Χριστιανό και ούτω θα προσέθετε εις την ποίμνη του Χριστού ένα ακόμη λογικό
πρόβατο. Διά τούτο μολονότι ο σύζυγος ήτο ειδωλολάτρης, εξακολούθησε να εκτελεί τα χριστιανικά της καθήκοντα όλα, όπως και πρότερο και ουδέν παρέλειπε. Έκανε τακτικά την
προσευχή της, μελετούσε την αγία Γραφή, μετέβαινε εις την Εκκλησία καθέ εκάστην Κυριακή, σύχναζε εις τα ιερά κηρύγματα, χωρίς να παραλείπει εννοείται, και τα καθήκοντα της οικογενείας
της. Ατυχώς είχε να παλέψει προς ένα χαρακτήρα κακοσυνηθισμένο. Ήτο βεβαίως αγαθής φύσεως ο σύζυγος της, αλλά ήτο αιχμάλωτος δύο μεγάλων ελαττωμάτων. Ήτο άσωτος, είχε
παραδοθεί τελείως εις τας παρανόμους ηδονές, ακόμη δε ήτο και εις το άκρον οξύθυμος.
Πολλάκις την απατούσε, παραδινόταν εις διεφθαρμένες γυναίκες και την ωραία Μόνικα την άφηνε να μαραίνεται μόνη της και να σπογγίζει τα πολλά δάκρυά της. Εις την οικία των μετέβαινε
τας περισσότερες φορές μετά το μεσονύκτιο. Όχι δε ολίγας φοράς διανυκτέρευσε εις ένοχους διασκεδάσεις. Όλες αυτές οι παρεκτροπές του συζύγου της έπλητταν την Μόνικα διπλός. Από 
το ένα μέρος διότι ο σύζυγος της, προσέβαλε την συζυγική τιμή, από το άλλο, διότι η ψυχή του ανδρός της κυλιόταν μέσα εις τον βόρβορο της ακολασίας. Και τί έκαμε νομίζετε διά να τον
διορθώσει; Τον φώναζε, τον ύβριζε, προκαλεί σκηνές μέσα εις το σπίτι και φιλονικίας; Όχι. Ουδέποτε η συνετή αυτή γυναίκα, ουδέ και εις το παραμικρό παρασύρθηκε. Εξακολούθησε να
περιβάλει τον σύζυγο της με όλη την αγάπη της και την χριστιανική τρυφερότητα. Συλλογιζόταν και πολύ ορθά η φρόνιμος αυτή σύζυγος, ότι αν έβριζε τον σύζυγο της, θα τον ψύχραινε, και το
χειρότερο με την διαγωγή της αυτήν θα τον έσπρωχνε περισσότερο εις τις αμαρτωλές γυναίκες. Αντιθέτως δε πίστεψε, και πολύ σωστά, ότι με την γλυκύτητα, με όλη την χριστιανικών αγάπη
της, θα κατόρθωνε να τον παρελκύσει ώστε να την αγαπήσει και να απομακρυνθεί από τας πονηρές γυναίκες. Διά τούτο παρακαλεί τον Θεό αδιακόπως. Ουδέποτε έχασε το θάρρος της 
και την ελπίδα της. Αγωνίζεται και παλαίει διά να απομακρύνει αυτόν από την ακολασία επί πολλά έτη, με την πραείαν συμπεριφορά της και το άδολο ενδιαφέρον της.
Αλλά δεν είχε μόνον το ολέθριο τούτο ελάττωμα ο σύζυγος της Μόνικας. Κατείχετο και από μεγάλη οξυθυμία. Ήτο πολύ ευέξαπτος. Διά το παραμικρό πράγμα, ήτο ικανός ο σύζυγος της 
να την υβρίσει κατά τον χυδαιότερο τρόπον, να της αραδειάσει τα μάλλον εξευτελιστικά επίθετα και να την εξουθενώσει εις τα μάτια των υπηρετριών. Παρ’ όλα αυτά η Μόνικα δεν ανταπέδωσε
ποτέ τα ίσα. Ούτω διά της άκρας υπομονής της και διά της τρυφερής της συμπεριφοράς με την οποίαν προσέβλεπε τον σύζυγο της και ότε ακόμη την ύβριζε χυδαιότατα, κατόρθωνε να
περιορίζει τον θυμό του μόνον εις ύβρεις, με λέξεις, και ουδέποτε τον εξανάγκασε να την κτυπήσει. Οι άλλες γυναίκες, οι οποίες είχαν λιγότερο οξύθυμους άνδρες, έφεραν συχνά σχεδόν
ίχνη και μώλωπας από το δάρσιμο εις το πρόσωπον εκ μέρους των συζύγων των. Επειδή δε ήξεραν ότι ο σύζυγος της Μόνικας ήτο περισσότερο ευερέθιστος, απορούσαν, γιατί αυτή δεν 
είχε τα σημάδια του δαρσίματος εις το πρόσωπον. Από απορία την ρωτούσαν λοιπόν, πώς κατόρθωνε να μαλάσσει την καρδία του ανδρός της. Και ενώ την ρωτούσαν, συγχρόνως
στιγμάτιζαν την συμπεριφορά του συζύγου των με τα μελανότερα χρώματα. Η Μόνικα τότε με αφέλεια υπό τύπον αστειότητος, καυτηρίαζε την γλώσσα αυτών απέναντι των συζύγων των.
Εξηγεί δε εις αυτές πώς κατόρθωνε να μη εξάπτει περισσότερο τον θυμό του συζύγου της. Όταν με υβρίζει ο σύζυγος μου, έλεγε όχι μόνον δεν θυμώνω, αλλά παρακαλώ τον Θεό καθ’ όλον
τον χρόνο πού με υβρίζει, να τον συμπαθήσει και ως παντοδύναμος να του εκριζώσει την οργή. Αφού δε καταπραϋνθεί, τότε του εξηγώ πώς έγινε εκείνο, διά το οποίον κραύγαζε. 


Πώς μάλαξε την σκληρότητα της πεθεράς της
Η Μόνικα ήτο ακόμη ατυχής και εις την πεθερά της. Η πενθερά της ήτο εις άκρον ιδιότροπος. Εννοούσε την αγαθή γυναίκα να την υβρίζει, να την αποπαίρνει εμπρός εις τους ξένους. 
Η Μόνικα όμως, παρά την ισχυρή λύπη την οποίαν δοκίμαζε, εδείκνυε μεγάλη άνεκτικότητα και σεβασμό. Είχε να παλαίση με δύο μεγάλα θηρία. Με την ακολασία του ανδρός της και με την
ασυμπάθεια της πενθεράς της. Η Μόνικα με την ανοχή της και με τας προσευχές της, επέτυχε κάπως να ημερώσει την πεθερά της. Τοσούτον δε μετεβλήθη η πενθερά της και τοσούτον
αγαπούσε πλέον την Μόνικα, ώστε πάσαν νέα διαβολή, την οποίαν μηχανογραφούσαν οι υπηρέτριες, την κατήγγειλε εις το υιό της και διατύπωνε την αξίωση να τιμωρήσει τις υπηρέτριες,
οι οποίες τόλμησαν να συκοφαντήσουν την αγαθή νύμφη της. Ούτω και εις το σημείο τούτο θριάμβευσε η πιστή εκτέλεσης των εντολών του Θεού.

Η Επιστροφή του συζύγου
Εκείνο όμως το οποίον ελύπει κατάκαρδα την Μόνικα, ήτο το ότι ο σύζυγος της ζει μακριά του Χριστού. Είχε παρέλθει πλέον των δέκα πέντε ετών και ο σύζυγος της κυλιόταν μέσα στην
ακολασία, επί πλέον δε δεν είχε γίνει Χριστιανός. Οι τροποί της όμως οι φιλόφρονες, προ παντός δε η χριστιανική συμπεριφορά της, η πίστης της προς τον Χριστό και η μετά πολλών
δακρύων προσευχή της, εισακούστηκε επί τέλους υπό του Θεού. Ο σύζυγος της ο Πατρίκιος, βλέπων την ενάρετο διαγωγή της αγαθής συζύγου του, την τρυφερότητα, την άδολο αγάπη με
την οποίαν πάντοτε τον περιέβαλε, αισθάνθηκε τις παρεκτροπές του, εξετίμησε τις ιερές προσπάθειες της και πλέον έπαυσε την αμαρτωλή ζωή. Ελκύστηκε προς τον Θεό και ολίγον προ
του θανάτου του βαπτίστηκε Χριστιανός. Δεν λυπήθηκε υπερβολικά, διότι ήξερε ότι ούτος πλέον διά της μετανοίας καθαρισθείς ανήλθε εις τους ουρανούς. Της άφησε δε τρία τέκνα.

Η Καρτερία και η επιμονή της μητρός διασώζουν τον Αυγουστίνο
Μεταξύ αυτών ανήκε και ο δεκαεπταετής υιός της Αυγουστίνος, ο οποίος κατόπιν έμελλε να αποβεί ένα από τα καλύτερα πνεύματα του κόσμου. Ο Αυγουστίνος είχε προικισθεί από έξοχα
προτερήματα, είχε νουν έκτακτο και θέληση ισχυρή. Ήταν όμως επιρρεπής, λόγω των κακών συναναστροφών, εις τας παρανόμους απολαύσεως. Βεβαίως από μικρή ηλικία φρόντισε να
εμφυτεύσει εις τον υιό της η Μόνικα τα αγαθά σπέρματα του Ευαγγελίου. Ατυχώς όμως το άθλιο ειδωλολατρικό περιβάλλον, εις το οποίον ζει, όλους τους κόπους και τους μόχθους, μόλις ολίγον
μεγάλωσε ο Αυγουστίνος, κρήμνισε. Ούτος όταν έγινε 19 ετών εζήτησε άδεια από την μητέρα του να μεταβεί εις την Καρχηδόνα χάριν ευρύτερων σπουδών. Η μητέρα του κατόπιν πολλών
φόβων του επέτρεψε. Αλλά εις την μεγαλούπολη ταύτη, όπου η ακολασία οργίαζε, αιχμαλωτίστηκε τελείως ο παράφορος και ζωηρός Αυγουστίνος εις τις ηδονές. Η μητέρα του, 
η οποία παρακολουθεί τον βίο του, μόλις έμαθε τον θλιβερό κατήφορο του προσφιλούς τέκνου της, μετέβη εις την Καρχηδόνα. Παραμένει λοιπόν πλησίον του υιού της. Και μολονότι γνωρίζει,
ότι έρχεται από τους οίκους της αμαρτίας τον αναμένει μαραμένη, χωρίς να του λέγει τι υβριστικό. Μόνο κλαίει. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα από τα δάκρυα. Κλαίει αλλά και
προσεύχεται μετά πίστεως.
Επειδή δε ο Αυγουστίνος ήτο ερευνητικό πνεύμα, ήθελε να συμβιβάσει τις φιλοσοφικές του ιδέας, με την πίστη την χριστιανική. Νόμισε δε ότι βρήκε τούτο εις τους αιρετικούς Μανιχαίους, 
οι οποίοι καυχώνται ότι ερμήνευαν την Αγία Γραφή φιλοσοφικώς και έλυαν όλα τα θρησκευτικά και ηθικά ζητήματα. Ούτω λοιπόν απελάκτισε την Ορθόδοξο Χριστιανική πίστη και ασπάσθηκε
τας αιρέσεις των Μανιχαίων. Η πληροφορία αυτή κατέθλιψε θανάσιμος την Μόνικα. Και πρότερο προσευχόταν, ήδη δε εντείνει τις προσπάθειες της και περισσότερο προσεύχεται και χύνει
άφθονα δάκρυα υπέρ του υιού της.
Το αναφέρει και αυτός ο ίδιος. Ας δώσουμε τον λόγο εις αυτόν.
«Ἡ μήτηρ μου ἔχυνε περισσότερα δάκρυα ἀπό ἐκεῖνα, τά ὁποῖα χύνουν αἵ μητέρες ἐπί τῆς σοροῦ τῶν πεφιλημένων τέκνων τῶν. Διότι μέ ἔβλεπε νεκρόν ἠθικῶς δυνάμει τῆς διαπύρου
πίστεως τήν ὁποίαν ἐνέπνεεν εἰς αὐτήν ἡ ἄκρα εὐσέβειά της. Καί εἰσήκουσας, Κύριε, τήν δεησίν της, δέν περιεφρόνησας τά δάκρυά της, τά ὁποία ἐπότιζαν τό ἔδαφος πανταχοῦ, ὅπου
προσηύχετο...».
Τα έτη περνούσαν και ο Αυγουστίνος κυλιόταν εις την αμαρτία προς λύπη της μητρός του. Ιδίως κατέλαβε την Μόνικα βαθύτερα λύπη οπότε ο υιός της διδάσκαλος πλέον της ρητορικής, εζήτησε
να μεταβεί εις την Ρώμη και εξασκήσει εκεί την ρητορική του τέχνη.

Μετάβασης στο Μιλάνο
Και όντως οι διαρκείς και ολόθερμοι προσευχές της Μόνικας, έσωσαν εκ του θανάτου τον υιό της, ίνα μίαν ημέρα επαναδώσουν και την σωτηρία της ψυχής του. Εις την Ρώμη ο Αυγουστίνος
παρέμεινε εν έτος. Τω 384 προσεκλήθη και προσελήφθη ως διδάσκαλος της ρητορικής εις τα Μεδιόλανα το σημερινό Μιλάνο της Ιταλίας. Τούτο δε εγένετο κατά δάκτυλον της θείας Πρόνοιας.
Απ’ εδώ αρχίζει η μεταβολή της ζωής του Αυγουστίνου. Εις τα Μεδιόλανα ποίμαινε την Εκκλησία του Χριστού εις των ευσεβέστερων Ιεραρχών και δοκιμωτέρων, ο ιερός Αμβρόσιος.
Η μητέρα δε τούτου μόλις έμαθε ότι ο υιός της μετέβη εις Μιλάνο, το θεώρησε ως δώρο της θείας Προνοίας, διό αμέσως απεφάσισε να μεταβεί έχει, ίνα διά των ενεργειών του διασήμου 
και ευσεβούς επισκόπου Αμβροσίου επαναφέρει τον υιό της εις τους κόλπους της Εκκλησίας. Ο Αυγουστίνος είχε απελπιστεί ότι δεν θα εύρη την αλήθεια. Η ακρόασης των λόγων του
Αμβροσίου κατά τούτο μόνον συνετέλεσαν, εις το να κατανοήσει το ψεύδος της αιρέσεως των Μανιχαίων και να αποστραφεί την πλάνη των. 
Και διά να επιτύχει η Αγία Μόνικα την επιστροφή του υιού της γνωρίσθηκε με τον ευσεβή ιεροκήρυκα και επίσκοπο Αμβρόσιο. Άκουγε τακτικά τα κηρύγματά του και τον επισκεπτόταν
συχνά παρακαλούσα, όπως και αυτός προσεύχεται διά την επιστροφή του υιού της. Με τας δραστήριους αυτές ενέργειες κατόρθωσε να συνδέσει στενότερο τον υιό της με τον επίσκοπο,
ώστε οι επισκέψεις του να γίνονται συχνότερες. Ο ιερός Αμβρόσιος συνέχαιρε τον Αυγουστίνο, διότι είχε τοιαύτην μητέρα.
Αλλ’ η Μόνικα εκτός των ενεργειών τας οποίας έκαμνε διά την ανατροφή του υιού της, δεν έπαυσε και τα άλλα χριστιανικά της καθήκοντα εις το Μιλάνο. Μετέβαινε και παρηγορεί τους
τεθλιμμένους, ειρήνευε τους φιλονικούντας, περιποιείτο τους ασθενείς, βοηθούσε τους πτωχούς, ανακούφιζε τους δυστυχούντες και έρριπτε βάλσαμο παρηγοριάς εις τις πονεμένες ψυχές διά
την σκληρή επίσκεψη του θανάτου. Εντός ολίγου εγνώσθησαν οι αγαθοεργίες της εις όλη την πόλη. Ο άγιος Αμβρόσιος έχαιρε διά την τοιαύτην αγαθοεργό και ευσεβή μητέρα και αυτή 
θεώρει αυτόν ως άγγελο Θεού, ο οποίος θα καθοδηγήσει ασφαλώς τον υιό της εις τον Χριστό.
Παρά τας θεάρεστους αγαθοεργίας της δεν λησμόνησε η Μόνικα να παρακαλεί τον Θεό ενθέρμως διά την μετάνοια του υιού της. Εις την σχολή ταύτη της υπομονής και της ελπίδος
πλέον γέρασε. Ο Θεός ηθέλησε να αμείψει τις αδιάκοπες προσευχές της μητρός κατά μυστηριώδη τρόπον. Ας αφήσουμε αυτόν τον Αυγουστίνο ο οποίος υπήρξε ένα από τα
μεγαλύτερα φιλοσοφικά πνεύματα, τα οποία ανέδειξε ποτέ η ανθρωπότης να μας διηγηθεί. Επί ημέρας δοκιμάζει μίαν πάλην ο Αυγουστίνος του κάλου και του κακού. Ήθελε να επιστρέψει
προς τον Χριστό, αλλά η αμαρτία τον κρατεί σιδηροδέσμιο. 
«Καί ἰδού, γράφει χαρούμενος ὁ ἴδιος εἰς τάς ἐξομολογήσεις του, ἀκούω φωνήν ἐκ γειτονικῆς οἰκίας φωνήν παιδός ἤ κόρης, ἡ ὅποια μοί ἔλεγεν ἄδουσα καί ἐπαναλαμβάνουσα: «λάβε καί
ἀναγνωσε» Κατ’ εὐτυχίαν ἦτο ἐκεῖ πλησίον τό Εὐαγγέλιον τοῦ φίλου μου Ἀλυπίου. Τό ἁρπάζω καί τό ἀνοίγω εἰς ἕνα μέρος, εἰς τό ὁποῖον προσέπεσαν οἱ ὀφθαλμοί μου: «Μή κώμοις καί
μέθαις, μή κοίταις καί ἀσελγείαις, μή ἔριδι καί ζήλω, ἀλλ’ ἐνδύσασθε τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί τῆς σαρκός πρόνοιαν μή ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας». (Ρώμ. Ἴγ΄. 13 - 14) (ὄχι μέ ἄσεμνα
συμπόσια καί μέ μέθας, οὔτε μέ φιλονικείας καί ζηλοτυπίας. Ἀλλά φορέσατε ὡς ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί μή φροντίζητε διά τήν σάρκα, πῶς νά ἱκανοποιῆτε τάς
παρανόμους ἐπιθυμίας αὐτῆς». Τα ιερά και θεία ταύτα λόγια ήρκεσαν να του δώσουν ώθηση προς τον Χριστό. Οι δεσμοί της αμαρτίας αποκόπτονται και η καρδία του Αυγουστίνου αρχίζει
να ελευθερώνεται. Διά τούτο μίαν ημέρα διακόπτει οριστικώς τας σχέσεις του προς την αμαρτία. Αποστρέφεται τους αμαρτωλούς φίλους του και αποφασίζει να βαπτισθεί, να γίνει αληθινός
Χριστιανός. Τρέχει αμέσως και αναγγέλλει εις την μητέρα του ότι πλέον θα παραδοθεί εις τον Χριστό. Η μητέρα του μόλις ακούει την σταθερή απόφαση του να ακολουθήσει τον Χριστό, 
αλλά και πώς τον προέτρεψε θαυμασίως ο Θεός, «ἐνθουσιά, ὡς μᾶς ἀναφέρει ὁ υἱός, θριαμβεύει καί εὐλογεῖ σέ, ὤ Θεέ, τόν δυνάμενον ὑπέρ πάντα ποιῆσαι ὑπέρ ἐκ περισσοῦ 
ὧν αἰτούμεθα ἤ νοοῦμεν» (Εφεσ. γ΄ 20) (διότι δύναται να παράσχει αφθόνως περισσότερα παρ όσα ζητούμε ή και φανταζόμαστε), διότι έβλεπε ότι χορήγει εν τω προσώπω μου περισσότερα
των όσων συνήθιζε να ζητάει διά των στεναγμών και των δακρίων της η δούλη σου, η μητέρα μου. Διότι με επανέφερε πλησίον σου, ώστε να μη ζητώ τι εκ των του κόσμου. Η ημέρα της εις
Χριστό επιστροφής του Αυγουστίνου υπήρξε η 24η Απριλίου του 387 έτους. Χαίρει βεβαίως και ο ίδιος διά την ανεκδιήγητο ταύτη δωρεάν, περισσότερο όμως η ευσεβέστατη μητέρα του. 


Οι τελευταίες ημέρες της Μόνικας
Η χαρά την οποίαν δοκιμάζει η Μόνικα κατά την οριστική επιστροφή του υιού της εις τον Χριστό, είναι απερίγραπτος. Και αυτή και αυτός δοξάζουν τον Θεό. Αλλά διά να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου
ο ιερός Αυγουστίνος εις την μελέτη της αγίας Γραφής απερίσπαστος, αποφασίζουν να επανέλθουν εις την πατρίδα των. Επιστρέφουν εις την Ρώμη. Αλλ’ εκεί καταλαμβάνει την 
μητέρα θανατηφόρος ασθένεια, ίσως λόγω των μόχθων και των συγκινήσεων, τας οποίας είχε δοκιμάσει διά την επιστροφή του υιού της. Η ασθένεια της επιδεινώνονταν. Η ημέρα πλησιάζει,
οπότε έμελλε να απέλθει του παρόντος κόσμου και ο Αυγουστίνος μόνος με ταύτη υπάρχων, άρχισε να συνομιλεί μετ’ αυτής διά το κάλλος της ουρανίου ζωής και της αιωνίου ευφροσύνης.
Εις ταύτα προσέθεσε η μακαρία Μόνικα: «Υἱέ μου, ἐμέ οὐδέν πλέον θέλγει εἰς τήν παροῦσαν ζωή. Ἀγνοῶ ποῖος δύναται νά εἶναι εἰς τό ἑξῆς ὁ προορισμός μου, διότι ἡ ἐλπίς τῆς περαιτέρω
ζωῆς ἔχει καταναλωθῆ. Δί’ ἕνα καί μόνον ἐπόθουν νά μείνω ἀκόμη ὀλίγον εἰς τήν ζωή, διά νά σέ ἴδω Χριστιανόν καί ὕστερον νά ἀποθάνω. Ὁ Θεός μοί παρεχώρησε περισσότερον τοῦτο
παρ’ ὅσον ἐζήτησα, καί ἰδού σύ τώρα εἶσαι δοῦλος ἰδικός του, περιφρονῶν τά ἀγαθά τῆς γής. Τί θά κάμω πλέον ἐδῶ;»…
Η ασθένεια προχωρεί και ο πυρετός εξακολουθεί. Έχασε πλέον τας δυνάμεις της. Κάλεσε τότε ο Αύγουστος τον αδελφό του διά να τον ενισχύσει. Διότι τώρα αρχίζει η θλίψις εις την καρδία του
Αυγουστίνου, καθ’ όσον εγγίζει το τέλος της προσφιλούς μητρός του. Ενώ επί τόσα έτη την έθλιβε, ήδη αρχίζει βαθέως να συγκλονίζεται, διότι θα χάση μίαν τοιαύτην μεγαλόφρονα και
στοργική μητέρα. Όσον δε την έβλεπε να φθίνει από την ασθένεια, κατετήκετο. Η Μόνικα έπειτα από λήθαργο ανοίγει τους οφθαλμούς της και βλέπει τους δύο υιούς της καταθλιμμένους και
καθηλωμένους υπό της λύπης. Τούς συμπαθεί και τους παρηγορεί λέγουσα: «Μή λυπεῖσθε ἦλθε τό τέλος εἰς ἐμέ. Θά ἐνταφιάσητε ἐδῶ τήν μητέρα σας». Η αναγγελία αυτή ως μάχαιρα διστόμος
εισήλθε εις την καρδία του Αυγουστίνου. Ο αδελφός του καταλυπημένος ψιθυρίζει, ότι καλόν είναι να την θάψουμε εις την πατρίδα μας. Αυτήν την επιθυμία είχε εκδηλώσει άλλοτε η ίδια.
Τέλος περιγράφων τον θάνατον της ο Αυγουστίνος, λέγει, «ἐννέα ἥμερες κατά τήν ἀσθένειά της, κατά τό πεντηκοστό ἕκτον ἔτος τῆς ἡλικίας της, κατά τό τριακοστό τρίτον της ἰδικῆς μου, τῷ
(387 μ.Χ.) ἡ θεία ἐκείνη ψυχή ἀπηλλάγη τοῦ σώματος. Ἔκλεισα τούς ὀφθαλμούς της. Ὀξυτάτη ὀδύνη διέσχισε τήν καρδία μου. Θρήνησα ἐπί τίνας ὥρας τήν μητέρα μου, νεκράν ἐπί τινά
χρόνον εἰς τούς ὀφθαλμούς μου. Τήν μητέρα μου, ἡ ὅποια μέ ἐθρήνησεν ἔτη μακρά διά νά ζήσω ἐνώπιόν Σου, Ὤ Θεέ μου».

Αλλά εκεί ένθα κατανάλωσε σχεδόν ολόκληρο την ζωή της, πλέον των είκοσι ετών, είναι η διαρκής και αδιάκριτος προσπάθεια διά τον υιό της Αυγουστίνο, ο οποίος παρουσίαζε ένα βίο
εντελώς ανώμαλο. Από μικρής ηλικίας εμφυτεύει τα σπέρματα της ευσεβείας εις την καρδία του υιού της. Ατυχώς το διεφθαρμένο περιβάλλον τα συμπνίγει. Η Μόνικα δεν απελπίζεται,
αδιακόπως παρακολουθεί τον υιό της. Τον συμβουλεύει, τον νουθετεί και κυρίως προσεύχεται. Προσεύχεται αδιακόπως. Τα δάκρυά της σπείρονται ανά πάν βήμα του βίου της. Προσεύχεται
και ελπίζει και όταν ο υιός της έφτασε εις ηλικία 25 ετών. Προσεύχεται και οπόταν ο υιός της πάτησε τα 30 έτη, εξακολουθεί και κατόπιν να προσεύχεται. Ουδέποτε κάμπτεται προσευχομένη.
Δεν οργίζεται ουδέποτε κατά του υιού της, όπως κάμνουν μερικές απερίσκεπτες μητέρες. Δεν μεμψιμοιρεί κατά του Θεού, ούτε υβρίζει εκείνους, οι οποίοι παρασύρουν τον υιό της.
Εξακολουθεί διά της προσευχής να ζητάει την θαυμάσια μεταβολή του υιού της. Την προσευχή της, την συνοδεύει με άγιο βίο, με διαφόρους αγαθοεργίας και επιτέλους όταν ήτο ο υιός της 33
ετών, επιστρέφει τελειωτικώς προς τον Χριστό και αποστρέφεται οριστικώς την αμαρτία. Αφιερώνεται ολοψύχως εις τον Θεό, ο Αυγουστίνος. Η Εκκλησία εκτίμησε τις σπάνιες αρετές του
τον κάμνει κληρικό και τέλος τον ανυψώνεις εις το ύπατο εκκλησιαστικό αξίωμα του Επισκόπου. Την μνήμην του η άγια Εκκλησία εορτάζει την 15 Ιουνίου.
Ώ, πόσον παρηγορητικές είναι αυτές οι γραμμές! Πόσον συγκινητική είναι η διήγησης αυτή!
Εάν εσύ, η οποία αναγινώσκεις ταύτα είσαι σύζυγος και υποφέρεις και βασανίζεσαι από τον σύζυγο σου μελέτησε προσεκτικός τους προγραφέντες τρόπους της μακαρίας Μόνικας και όχι
μόνον θα παρηγορηθείς, αλλά και θα διορθώσεις τον σύζυγο σου. Εάν είσαι νύμφη και έχεις απότομο και υπερήφανο πεθερά, μιμήσου την Μόνικα, και ασφαλώς θα καταπραΰνεις την
πενθερά σου και θα προσελκύσεις την καρδία της τόσον, ώστε να σε αγαπήσει. Εάν δε είσαι τεθλιμμένη μητέρα από την φαύλη διαγωγή των τέκνων σου. Μεταχειρίσου την μέθοδο, την
οποίαν χρησιμοποίησε η μητέρα του Αυγουστίνου, προσεύχου και πάλιν προσεύχου. Έλπιζε και πίστευε και ανυπερθέτως μίαν ημέρα, εάν συνοδεύσεις τις προσευχές σου με άγιο βίο, 
ασφαλώς ο υιός σου, ή οι υιοί σου, θα γίνουν υποδείγματα βίου ενάρετου εις την κοινωνία.
Εάν είσαι νέος, ο οποίος έτυχε από τις κακές συναναστροφές να παρασυρθείς, να κατρακυλήσεις εις παρεκτροπές ηθικές μη νομίσεις ποτέ, ότι δεν σε δέχεται ο Χριστός.
Επίστρεψε, διάκοψε τις σχέσεις τις αμαρτωλές, μελέτησε το Ευαγγέλιο του, πλησίασε τον Ιησού μας και προθυμότατα θα σε δεχτεί. Άφησε ελεύθερη την καρδία σου να την θερμάνει η ζωογόνος
πνοή του Ιησού.



Πηγή: Αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Αγία Μόνικα»