Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Η Αγία Γλυκερία η Μάρτυς



site analysis

τιμάται στις 13 Μαΐου


Η Αγία Μάρτυς Γλυκερία γεννήθηκε στην Τραϊανούπολη τον 2ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138 – 161 μ.Χ.). Ο πατέρας της ονομαζόταν 
Μακάριος και είχε διατελέσει τρεις φορές ύπατος της Ρώμης. Σε μικρή ηλικία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό και ανέπτυξε έντονη χριστιανική και κατηχητική δράση. Όταν βρισκόταν 
η Αγία στην ακμή της ηλικίας της αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Αντωνίνος και ηγεμόνας της θρακικής επαρχίας ήταν ο Σαββίνος. Και οι δύο ήταν φανατικοί ειδωλολάτρες. 
Ο αυτοκράτορας Αντωνίνος, φανατικός ειδωλολάτρης, εξέδωσε νόμο κατά τον οποίο υποχρέωνε όλους τους υπηκόους του να προσφέρουν θυσία στους θεούς. Έτσι και αυτός 
ο νόμος στάλθηκε και στην επαρχία την οποία ζούσε και η Αγία Γλυκερία. Η Αγία όμως είχε πάρει της απόφαση, να επιτεθεί, κατά του διαβόλου και να ελέγξει την πλάνη των 
ειδωλολατρών.

Μπροστά στον ηγεμόνα
Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο ηγεμόνας Σαββίνος, την κάλεσε να παρουσιασθεί μπροστά του. Με μεγάλη προθυμία η Αγία εμφανίσθηκε σε εκείνον, έχοντας σημειώσει στο 
μέτωπό της τον Τίμιο Σταυρό και δεν δίστασε να ομολογήσει με παρρησία και σθένος την πίστη της στον Σωτήρα και Λυτρωτή Ιησού Χριστό. 
Ο Σαββίνος την οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό, προσπαθώντας να την πείσει να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Η Αγία στράφηκε προς τον λαό, ο οποίος ήταν εκεί 
συγκεντρωμένος και του είπε δυνατά:
-Βλέπετε τη φωτεινή λαμπάδα που είναι σημειωμένη στο μέτωπο μου;
Ο λαός άναυδος, παρακολουθούσε την Αγία, να δείχνει με το χέρι της, το Σταυρό στο μέτωπο της και ακολούθως προσευχήθηκε στον Θεό λέγοντας:
-Ο Θεός, ο Παντοκράτορας, Συ που δοξάζεσαι με το Σταυρό του Χριστού Σου από τους δούλους Σου, Συ που εμφανίσθηκες στους Οσίους Σου παίδες και τους γλύτωσες από 
αναμμένο καμίνι, Συ που έκλεισες τα στόματα των λιονταριών και ανέδειξες νικητή τον δούλο Σου Δανιήλ, Συ που κατέστρεψες τον Βάαλ και εξόντωσες τον δράκοντα και 
συνέτριψες τη διαβολική εικόνα (του βασιλέως Ναβουχοδονόσορ), Ιησού Χριστέ, το άμωμο και άκακο αρνίον του Θεού, έλα σε εμένα την ταπεινή και συνέτριψε τον δαίμονα 
(τον Δία) που δημιουργήθηκε με την ανθρώπινη τέχνη και διασκόρπισε την κακή τους θυσία.
Αμέσως μετά την προσευχή έγινε βροντή μεγάλη και έπεσε το άγαλμα του Δία και συντρίφθηκε, γιατί ήταν πέτρινο. Όταν ο ηγεμόνας και οι ειδωλολάτρες ιερείς είδαν να 
συντρίβεται το άγαλμα του θεού τους, γεμάτοι από οργή, έδωσαν την εντολή να πεθάνει η Γλυκερία με λιθοβολισμό. Αμέσως τα πλήθη των ειδωλολατρών όρμησαν μανιασμένα 
και άρχισαν να λιθοβολούν την Αγία. Οι πέτρες όμως έπεφταν δίπλα της χωρίς καθόλου να την αγγίζουν. Οι ειδωλολάτρες βλέποντας το φαινόμενο και μη αντιλαμβανόμενοι αυτή 
τη δωρεά και ευεργεσία του Θεού, νόμισαν ότι η Αγία είναι μάγισσα και γι’ αυτό δεν την άγγιζαν οι πέτρες. Άρχισαν λοιπόν να την υβρίζουν. 
Ο ηγεμόνας παρεμβαίνοντας διέταξε να την βάλουν μέχρι το πρωί της επόμενης ημέρας στη φυλακή και να την ασφαλίσουν καλά, μήπως κάνοντας χρήση των μαγικών της 
ικανοτήτων κατορθώσει να φύγει και έπειτα διαδώσει ότι την βοήθησε ο Θεός της με συνέπεια να εξαπατήσει πολλούς. 

Την κρεμούν από τα μαλλιά
Εκεί στην φυλακή, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, επισκέφθηκε την Αγία ο Χριστιανός επίσκοπος της πόλεως, Φιλοκράτης, τον οποίο η Αγία παρακάλεσε να τη σφραγίσει με το 
σημείο του Σταυρού, ώστε με την δύναμη του Τιμίου Σταυρού, να μπορέσει να νικήσει την κακία του διαβόλου.
Το πρωί της επόμενης ημέρας ο ηγεμόνας ήλθε στο δικαστήριο, για να δικάσει και τιμωρήσει παραδειγματικά την Αγία Γλυκερία. Διέταξε λοιπόν να την οδηγήσουν μπροστά του 
και την ρώτησε, εάν θέλει να θυσιάσει στον Δία. Της επέστησε δε την προσοχή ότι σε περίπτωση που δεν επείθετο και δεν υπάκουε θα έδινε την εντολή να την σκοτώσουν.
Η Αγία αρνήθηκε να προσφέρει θυσία στους θεούς και παρρησία ομολόγησε τον Νυμφίο της Χριστό. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και να την 
καταξεσκίσουν.
Άρχισαν με μίσος να καταξεσκίζουν το σώμα της Μάρτυρος. Βλέποντας όμως ο χριστιανομάχος ηγεμόνας της Αγία σώα, έδωσε αμέσως διαταγή να την ξεκρεμάσουν και να την 
χτυπήσουν στο πρόσωπο τόσο όσο να αλλοιωθεί η όψη της. Η Αγία μπροστά στο άκουσμα αυτού του μαρτυρίου συνεχίζει να προσεύχεται στον Κύριο και ενώ οι βασανιστές 
άρχισαν το έργο τους. Ξαφνικά εμφανίστηκε Άγγελος Κυρίου, ο οποίος τους παραλύει και γίνονται σαν νεκροί. Ο ηγεμόνας όμως τυφλωμένος και πωρωμένος δεν πιστεύει και 
προσπάθησε και πάλι να πείσει την Αγία να προσφέρει στον θεό Δία θυσία. Βλέποντας όμως ότι η Αγία δεν αρνείται τον Χριστό, διέταξε και πάλι να την ρίξουν στην φυλακή, 
χωρίς να την δίνουν τροφή και νερό.


Ουράνια Τροφή
Η Αγία Γλυκερία γεμάτη χαρά και δοξάζοντας τον Θεό επανήλθε στην φυλακή. Ο δεσμοφύλακάς της με πολύ σεβασμό και φόβο την κλείδωσε στο κελί της. Η Μεγαλομάρτυς 
ευχαρίστησε τον Θεό. Από τότε πέρασε ικανός χρόνος κατά τον οποίο η Αγία ήταν πάντα κλεισμένη μέσα στη φυλακή και δοξολογούσε τον Θεό, ενώ Άγγελος Κυρίου της έφερνε 
ουράνια τροφή. 
Κάποτε ο ηγεμόνας επρόκειτο να μεταβεί στην Ηράκλεια. Τότε σκέφθηκε να περάσει και από την φυλακή, για να δει τι γίνεται η Γλυκερία και αν είναι σε θέση να τον ακολουθήσει 
στην Ηράκλεια. Όταν όμως έφθασε στη φυλακή και είδε την πόρτα σφραγισμένη, νόμισε ότι είχε ήδη πεθάνει η Αγία. Αλλά μόλις άνοιξε η πόρτα διαπίστωσε ότι η Αγία ήταν λυμένη 
και δίπλα της υπήρχε ένα πινάκιο με γάλα και ψωμί και ένα δοχείο με νερό. Γεμάτος έκπληξη ο ηγεμόνας και μη γνωρίζοντας ότι ο Θεός έτρεφε την Αγία, την έβγαλε από την 
φυλακή.
Μετά από αυτά, πήρε ο ηγεμόνας την Αγία και κατευθύνθηκε προς την Ηράκλεια. Όταν οι Χριστιανοί της Ηράκλειας άκουσαν για την αθληφόρο του Χριστού και ότι την έφερναν 
στην πόλη τους, έτρεξαν όλοι να την προϋπαντήσουν έχοντας επικεφαλής τους τον Επίσκοπο της πόλεως, Δομίτιο. 
Το πρωί της επομένης ημέρας η ηγεμόνας διέταξε να προσαχθεί σε δίκη η Αγία και σε περίπτωση που και πάλι θα αρνιόταν να υπακούσει, να την έριχναν στη φωτιά. Η Αγία και 
πάλι ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να ρίξουν την Αγία μέσα σε καμίνι.

Η Αγία στο αναμμένο καμίνι
Όταν ετοιμάσθηκε η φωτιά μέσα στο καμίνι, ώστε να μην μπορεί να το πλησιάσει άνθρωπος, η Αγία κάνοντας το σημείο του Σταυρού σφράγισε τον εαυτό της και προσευχήθηκε 
προς τον Θεό. Μόλις την έριξαν μέσα στο καμίνι, ήλθε ουράνια δροσιά και έσβησε τη φλόγα της φωτιάς. Ο λαός που παρακολουθούσε τα έχασε όταν είδε αυτό το θαύμα.
Ο φανατικός ειδωλολάτρης Σαββίνος, πικραμένος, μη μπορώντας να αισθανθεί το μεγαλείο και τη παντοδυναμία του Αληθινού Θεού, με απορία της έλεγε:
-Πες μου, από ποιον παίρνεις θάρρος και δε θυσιάζεις; Σταμάτα και μην προσπαθείς με διάφορα τεχνάσματα να εξαπατάς τους παντές.
-Θάρρος, δύναμη και ελπίδα, παίρνω μόνο από τον Αληθινό Θεό, τον Υιό και Λόγο του Θεού, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον Λυτρωτή του κόσμου. Σε πληροφορώ, ότι δε 
χρησιμοποιώ τεχνάσματα, αλλά με έργα και λόγια αληθείας, βεβαιώνω εκείνους που θέλουν να πιστέψουν στον αληθινό Θεό.

Γδέρνουν το κεφάλι της Αγίας
Μετά από αυτά, ο ηγεμόνας θυμωμένος διέταξε να της γδάρουν το κεφάλι μέχρι το μέτωπο και αφού έδεσαν οι υπηρέτες χειροπόδαρα την Αγία, έπρατταν κατά της διαταγές του 
ηγεμόνος. Παρά τους φοβερού πόνους, η Γλυκερία δεν χάνει το θάρρος της. Πιστεύει ακράδαντα ότι ο Κύριος δεν θα την εγκαταλείψει. Και έτσι με όλη τη δύναμη της ψυχής της 
δεν παύει να προσεύχεται. Ο ηγεμόνας, μη υποφέροντας την ψυχική και πνευματική αντοχή της Αγίας, διέταξε να την κλείσουν πάλι στην φυλακή. Εκεί διέταξε να την δέσουν 
χειροπόδαρα και να την ξαπλώσουν πάνω σε κοφτερές πέτρες, για να υποφέρει αφόρητα όταν ήθελε να μετακινηθεί δεξιά και αριστερά. Και οι υπηρέτες έκαναν ότι τους διέταξε
ο ηγεμόνας.


Την θεραπεύει Άγγελος Κυρίου
Κατά το μεσονύκτιο όμως Άγγελος Κυρίου ήλθε και έλυσε τη Μάρτυρα από τα δεσμά της και επούλωσε τα τραύματα του προσώπου της, ώστε να καταστεί απόλυτα υγιείς, χωρίς 
κανένα σημάδι η ουλή, όπως δηλαδή της το είχε χαρίσει ο Θεός. 
Το επόμενο πρωί ήλθε ο ηγεμόνας στο δικαστήριο και διέταξε να φέρουν μπροστά του την Αγία. Όταν ο δεσμοφύλακας, ονόματι Λαοδίκιος, άνοιξε την πόρτα της φυλακής, βρήκε 
την Γλυκερία λυμένη και υγιή, ώστε δεν την αναγνώρισε. Η Αγία όμως του είπε: «Μην κάνεις τίποτε και λυπήσου τον εαυτό σου, εγώ είμαι εκείνη που ζητάς».
Ο δεσμοφύλακας γεμάτος έκπληξη και έντρομος έβγαλε την Αγία από την φυλακή και αφού δέθηκε ο ίδιος με τα δεσμά της Μάρτυρος την ακολούθησε στο βήμα του ηγεμόνα. 
Αντικρίζοντας αυτό το θέαμα ο ηγεμόνας ρώτησε τον δεσμοφύλακα. Εκείνος του είπε τι ακριβώς συνέβη κατά την ώρα που Άγγελος Κυρίου επεσκέφτηκε την Αγία στην φυλακή και 
του ομολόγησε ότι και αυτός μετά από όλα αυτά που είδε ότι πιστεύει στον αληθινός Θεό τον οποίο πιστεύει και η Γλυκερία. Ο άρχοντας έδωσε αμέσως εντολή και οι στρατιώτες 
αποκεφάλισαν τον Μάρτυρα. Το λείψανό του το πήραν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν. 

Η Αγία ρίχνετε στα άγρια θηρία
Στη συνέχεια ο ηγεμόνας διέταξε να ριχθεί η Γλυκερία στα θηρία. Αλλά η Μάρτυς ακούγοντας την απόφαση του ηγεμόνα αντί να πανικοβληθεί χάρηκε ως να της συνέβη κάτι το 
ευχάριστο. Μόλις κάθησε ο ηγεμόνας στο θρόνο του, μπήκε στο Στάδιο και η Αγία, θαραλλέα και χαρούμενη, περιμένοντας μετά την αδιάλειπτη προσευχή της, βοήθεια από τον 
Κύριο, και πράγματι, δεν άργησε η Θεία βοήθεια Του.
Ο θηριοδαμαστής, ανασηκώνει την πόρτα του θηριοτροφείου και εξέρχεται μία λέαινα μεγαλόσωμη, η οποία, τρέχοντας και βρυχώμενη, κατευθύνεται προς την Γλυκερία. Ω του 
θαύματος, η λέαινα όταν έφθασε κοντά στην Αγία, άρχισε να κυλιέται στα πόδια της και να της γλείφει τα πέλματα των γυμνών ποδιών της. Τότε η Αγία Γλυκερία και ενώ το 
κατάπληκτο πλήθος παρακολουθούσε το παράδοξο αυτό θέαμα, ύψωσε τα μάτια της και τα χέρια της προς τον Ουρανό και είπε για να ακούσουν όλοι:
-Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, Θεέ των Πατέρων, διότι και τα άγρια ζώα εξημέρωσες για να γνωρίσουμε το μεγαλείο της Θεότητας Σου και παρουσίασες σε μένα, τις τόσες δυσκολίες, 
σαν ευκολίες. Δοξασμένο να είναι το Πανάγιο Όνομά Σου. Σε παρακαλώ, εισάκουσέ με και επίτρεψέ μου να έχω το μαρτυρικό τέλος, που επιθυμεί ο σκληρόκαρδος ηγεμόνας. 
Δυνάμωσέ με, Κύριε και αξίωσέ με του μαρτυρικού στεφάνου, για να συναγάλλομαι μετά των Μαρτύρων και Αγίων της Εκκλησίας Σου, Αμήν.
Και, ω του θαύματος. Μόλις τελείωσε η θερμή αυτή προσευχή της Αγίας, φωνή ακούστηκε από τον ουρανό, η οποία έλεγε:
-Ω πιστή μου, δούλη Γλυκερία. Όντως, για σένα άνοιξαν οι πύλες της Βασιλείας των Ουρανών.

Το μαρτυρικό τέλος
Ο Σαββίνος, παραμένει άφωνος, ασυγκίνητος και ανέκφραστος μπροστά στα όσα συμβαίνουν ενώπιον του. Ο θηριοδαμαστής, σαν να μην συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο, συνεχίζει 
το έργο του, ανασηκώνει την πόρτα του θηριοτροφείου και βγαίνει άλλη μία λέαινα. Αυτή ορμά πάνω στην Αγία και την δαγκώνει, χωρίς να της προξενήσει την ελάχιστη πληγή. 
Η Μάρτυρας πέφτει νεκρή. Έτσι, μετά το δάγκωμα, παραδίδει το πνεύμα της στο Νυμφίο της Χριστό. Ο Σαββίνος, προφανώς ικανοποιημένος από το τέλος της Χριστιανής 
Γλυκερίας, αναχώρησε από το Στάδιο την ίδια ώρα, προτού προφθάσει να χαρεί ιδιαίτερα, για τον θάνατό της. Κι’ αυτό, γιατί, καθ’ οδόν, αρρώστησε αιφνιδίως από υδρωπικία 
(δηλαδή γέμισε η κοιλιά του ορώδες υγρό) και πέθανε παραδειγματικά, εν μέσω φοβερών πόνων, χωρίς να μπορεί κανείς να τον βοηθήσει.
Μετά το μαρτυρικό τέλος της Αγίας και την αναχώρηση των ειδωλολατρικών κατοίκων της Ηράκλειας από το Στάδιο, ο Επίσκοπος Δομίτιος, μαζί με άλλους Χριστιανούς, που 
παρακολουθούσαν προσευχόμενοι, την τελευταία μαρτυρική της δοκιμασία, παρέλαβαν το σεπτό σκήνος της και το ενταφίασαν σε τόπο απέρριτο, κοντά στην πόλη της 
Ηράκλειας.
Η Αγία, μετά το μαρτύριό της, λόγω των πολλών θαυμάτων που έκανε, ανακηρύχτηκε προστάτιδα και πολιούχος της πόλης της Ηράκλειας. Μάλιστα, προς τιμή της ανήγειραν και 
μεγαλοπρεπή ναό. Επίσης, η Μάρτυρας, ξεχωριστά τιμήθηκε και από τους κατοίκους της νήσου Λήμνου, γιατί επί εικονομαχιών είχε μεταφερθεί προσωρινά εκεί, το ιερό λείψανο 
της, πλην της Τίμιας Κάρας της.




Στίχος
Θηρὸς τὸ πικρὸν δῆγμα τῇ Γλυκερίᾳ Ὑπὲρ γλυκάζον ὡς ἀληθῶς ἦν μέλι. Ἐν τριτάτῃ δεκάτῃ δάκε καὶ κτάνε θὴρ Γλυκερίαν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα
Τὴν καλλιπάρθενον, Χριστοῦ τιμήσωμεν, τὴν ἀριστεύσασαν, πόνοις ἀθλήσεως, καὶ ἀσθένειᾳ τῆς σαρκός, τὸν ὄφιν καταβαλοῦσαν· πόθῳ γὰρ τοῦ Κτίσαντος, τῶν βασάνων
τὴν ἔφοδον, παρ’ οὐδὲν ἡγήσατο, καὶ θεόθεν δεδόξασται· πρὸς ἣν ἀναβοήσωμεν πάντες· χαίροις θεόφρον Γλυκερία.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καί πάσχω διά σέ, ὡς 
βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον 
τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον
Τὴν παρθένον στέργουσα, καὶ Θεοτόκον Μαρίαν, διετήρεις ἄφθορον, τὴν σεαυτῆς παρθενίαν· πόθῳ δέ, καρδιωθεῖσα τῷ τοῦ Κυρίου, ἤθλησας, ἀνδρειοφρόνως μέχρι θανάτου· 
διὰ τοῦτο Γλυκερία, διπλῷ στεφάνῳ, σὲ στέφει Χριστὸς ὁ Θεός.

Μεγαλυνάριον
Μύρον πολυσύνθετον τῷ Χριστῷ, ἐξ ἁγνοίας πόνων, καὶ αἱμάτων τοῖς σταλαγμοῖς, προσενεγκαμένη, θεόφρον Γλυκερία, ἐν μύροις θεοβρύτοις, λαμπρῶς δεδόξασαι

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Ἡ Ὁσία Ὀλυμπία καὶ ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη



site analysis

Ἡ Ὁσία Ὀλυμπία καὶ ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἔζησαν τὸν ΙΓ´ αἰῶνα καὶ παρέδωσαν τὴν ψυχή τους μὲ μαρτυρικὸ θάνατο στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1235. Ἡ Ὀλυμπία γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς ποὺ καταγότανε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ἦταν ἱερεὺς καὶ ἡ μητέρα της κόρη ἱερέως. Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἄγνωστο γιὰ ποιὸ λόγο, ἔφυγαν καὶ κατοίκησαν στὴν Πελοπόννησο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἡ Ὀλυμπία ἔχασε τοὺς γονεῖς της καὶ οἱ συγγενεῖς της τὴν ἔστειλαν στὸ μοναστήρι τῶν Καρυῶν τῆς Θερμῆς, τὴν σημερινὴ ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ῥαφαήλ, ὅπου ἡ τότε ἡγουμένη Δωροθέα ἦταν θεία τῆς Ὀλυμπίας. Σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν ἔγινε ἡ Ὀλυμπία μοναχὴ καὶ σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν, ὅταν ἀπέθανε ἡ θεία της, ἔγινε ἡγουμένη. Ἔπειτα ἀπὸ δέκα χρόνια, στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1235, πειρατὲς ἦλθαν στὴ Μυτιλήνη, πῆγαν στὸ μοναστήρι, διασκόρπισαν τὶς τριάντα μοναχὲς καὶ ὅσες δὲν πρόλαβαν νὰ φύγουν, τὶς κακοποίησαν. Τὴν ἡγουμένη καὶ μία γερόντισσα Εὐφροσύνη τὶς βασάνισαν φοβερά. Τὴν Εὐφροσύνη, ἀφοῦ τὴν κρέμασαν σὲ δένδρο, τὴν ἔκαψαν. Τὴν Ὀλυμπία τὴν ἔκαυσαν σ᾿ ὅλο τὸ σῶμα μὲ λαμπάδες καὶ ἔπειτα πέρασαν πυρωμένη σιδηρόβεργα στὰ αὐτιά της καὶ τέλος κάρφωσαν τὸ βασανισμένο σῶμα της μὲ εἴκοσι καρφιὰ σὲ μία σανίδα καὶ ἔτσι μὲ τὴν σανίδα τὸ ἐνταφίασαν μετὰ τὴν ἀναχώρηση τῶν πειρατῶν. Ὁ βίος καὶ τὸ μαρτύριο τῶν δυὸ τούτων ἁγίων γυναικῶν ἔγιναν γνωστὰ κατὰ τὸ ἔτος 1959, ὅταν βρέθηκαν τὰ σεπτὰ λείψανα τῶν ἁγίων τῆς Θερμῆς καὶ ἔγινε γνωστὴ μὲ θεῖες ἀποκαλύψεις ἡ ἱστορία τους, ὅπως καὶ οἱ τάφοι μὲ τὰ σεπτὰ λείψανά τους. Στὸν τάφο τῆς ἁγίας Ὀλυμπίας βρέθηκαν καὶ τὰ εἴκοσι καρφιὰ μὲ τὰ ὅποια τὴν εἶχαν καρφώσει

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Η κοίμηση της δούλης του Θεού Γάλλας και ο καρκίνος του μαστού



site analysis


 84493
Μέσα σε αυτά κρίνω πως δεν πρέπει να αποσιωπηθεί και αυτό πού μου γνωστοποιήθηκε από διήγηση σοβαρών και πιστών προσώπων: Στα χρόνια των Γότθων ή Γάλλα , μια ευγενέστατη κόρη αυτής της πόλης μας, θυγατέρα του υπάτου και πατρικίου Συμμάχου , σέ νεανική ηλικία δόθηκε σέ σύζυγο, αλλά σέ διάστημα ενός χρόνου εκείνος πέθανε και την άφησε χήρα. Τα άφθονα αγαθά του κόσμου δελέαζαν. Τα πλούτη και ή νεότητα φώναζαν να κάνει δεύτερο γάμο. Αυτή όμως διάλεξε μάλλον να συνάψει με τον Θεό πνευματικούς γάμους, οι όποιοι αρχίζουν από θρήνο, αλλά καταλήγουν στις αιώνιες χαρές, παρά να υποβληθεί σέ σαρκικούς γάμους, οι όποιοι πάντοτε αρχίζουν από ευφροσύνη και φθάνουν στο τέλος με θρήνο.
Επειδή μάλιστα το σώμα της ήταν ιδιαίτερα φλογερής ιδιοσυγκρασίας, άρχισαν οι γιατροί να της λένε πώς, αν δεν  επέστρεφε σέ ανδρικές αγκάλες, από την υπερβολική θέρμη επρόκειτο να βγάλει γένια παρά φύσιν.
Πράγμα πού και πράγματι συνέβη αργότερα. Αλλά ή άγια γυναίκα δεν φοβήθηκε καθόλου την εξωτερική ασχήμια, γιατί αγάπησε την ωραιότητα τού εσωτερικού της νυμφίου. Δεν ντρεπόταν αν κάτι σέ αυτήν ασχήμαινε, εφόσον αυτό δεν ήταν το αντικείμενο Αγάπης τού ουράνιου νυμφίου.
Μόλις λοιπόν άπεδήμησε ό σύζυγός της, πέταξε από πάνω της το κοσμικό σχήμα και αφιερώθηκε στην υπηρεσία του Παντοδυνάμου Θεού στο μοναστήρι κοντά στην εκκλησία του μακαρίου Πέτρου τού Αποστόλου .
Εκεί έζησε πολλά χρόνια με απλότητα καρδίας και δοσμένη στην προσευχή, ξοδεύοντας μεγαλόδωρα για έργα ελεημοσύνης στους ενδεείς. Κι όταν αποφάσισε ό Παντοδύναμος Θεός να αποδώσει την αιώνια πια ανταμοιβή στους κόπους της, έπλήγη από έλκος καρκίνου στον μαστό. Κατά τις νύκτες συνήθως άναβαν δύο κηροπήγια μπροστά στο κρεβάτι της, γιατί ως φίλη τού φωτός μισούσε όχι μόνο το πνευματικό σκοτάδι, αλλά και το σωματικό.
Κάποια νύκτα, ενώ ξάπλωνε καταπονημένη από αυτήν την ασθένεια, είδε τον μακάριο Απόστολο Πέτρο να στέκεται ανάμεσα στα δύο κηροπήγια μπροστά στο κρεβάτι της. Δεν τρόμαξε, ούτε φοβήθηκε, αλλά αποκτώντας παρρησία από τον πόθο ένιωσε αγαλλίαση, και τού είπε:
«Τί είναι, κύριέ μου; Αφέθηκαν οι αμαρτίες μου;». Εκείνος, όπως είναι αγαθότατος στοπρόσωπο , έκλινε το κεφάλι νεύοντάς της καταφατικά, και είπε: «Αφέθηκαν. Έλα». Αλλά επειδή ή Γάλλα αγαπούσε μιαν μονάστρια σέ εκείνο το μοναστήρι-παραπάνω από τις άλλες, για αυτό πρόσθεσε: «Παρακαλώ να έλθει μαζί μου ή αδελφή Βενεδίκτη». Εκείνος της απάντησε: «Όχι, αλλά εκείνη ή τάδε θα έλθει μαζί σου. Ενώ αυτή που ζητάς, θα σέ άκολουθήσει σέ τριάντα μέρες ». Σαν ειπώθηκαν αυτά, ή οπτασία του Αποστόλου, να στέκεται δίπλα και να συζητάει, εξαφανίστηκε.
Αυτή αμέσως έστειλε να φωνάξουν την μητέρα ολόκληρης της αδελφότητας και της φανέρωσε τί είδε και τί άκουσε. Την τρίτη λοιπόν ημέρα εκοιμήθη, μαζί με την αδελφή πού είχε κληθεί. Ενώ εκείνη, την οποία είχε ζητήσει, τις άκολούθησε την τριακοστή μέρα. Αυτού του γεγονότος ή μνήμη διατηρείται στο μοναστήρι αυτό μέχρι σήμερα και με τόσες λεπτομέρειες συνηθίζουν να το διηγούνται εκεί οι νεώτερες πού είναι σήμερα, όπως τούς παραδόθηκε από τις προηγούμενες μητέρες, σαν να παρευρισκόντουσαν και οι ίδιες εκείνο τον καιρό σέ αυτό το τόσο μεγάλο θαύμα.

πηγήΒΙΟΙ ΑΓΝΩΣΤΩΝ ΑΣΚΗΤΩΝ. ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 1988. ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ. ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΛΦΟΤ. ΙΕΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ ¨ΚΟΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ” ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ

Η Αγία Γουίνιφρεντ για την αιώνια ζωή…



site analysis



AgiaWinifred01

…Το μόνο που ευχόταν, έλεγε και προσευχόταν ήταν να μη την ενοχλήσει και την νικήσει ο πειρασμός στο τελευταίο της πέρασμα προς την αιωνιότητα, αλλά κάθε μέρα που περνά να αγαπά τον Χριστό όλο και περισσότερο.
Τις τελευταίες ημέρες της ζωής της έλεγε στις μοναχές που ήταν γύρω της και θρηνούσαν: “Μην αμφιβάλλετε, αγαπημένα μου παιδιά, ότι στον ουρανό, όπου με τη χάρη του Θεού πηγαίνω, θα κάνω περισσότερα για εσάς από αυτά που μπορώ να κάνω εδώ στη γη.
Η υποσχόμενη από τον Χριστό χώρα, όπου μεταβαίνω, δεν είναι χώρα αγνώστων, αλλά ευλογημένος τόπος, όπου η κατανόηση των αναγκών των φίλων και αδελφών στη γη είναι μεγαλύτερη. Δύναμις δίνεται από τον Τριαδικό Θεό και χάρις στους κατοίκους της επουρανίου βασιλείας, για να βοηθούν τους εις την γη ζώντας και να στέλνουν πλούσιες χάρες με τις πρεσβείες τους.
Σας υπόσχομαι να κάνω αυτό στη βασιλεία των ουρανών, γι’ αυτό μην είστε λυπημένες, σαν εκείνους που δεν έχουν ελπίδα, σαν τα παιδιά της γης, που πεθαίνουν μέσα στην αμαρτία και δεν έχουν άλλο παρά τον φόβο της κρίσεως, που γι’ αυτούς ο θάνατος είναι μόνο ο εκτελεστής που τους σέρνει ανάμεσα από ένα συνωστισμό αποπνικτικό.
Να θυμάστε ότι για τις αγνές ψυχές και καθαρές ο θάνατος είναι ένα θερμό αγκάλιασμα, προσκάλεσμα στον Νυμφίο Χριστό”.  Στις νεότερες μοναχές έλεγε:
” Να υπενθυμίσω ότι το σώμα, που είναι όμορφο εξωτερικά, είναι φυλακή της αθάνατης ψυχής σας. Κρατήστε το καθαρό και θυμηθείτε ότι οι καθαρές και αγνές ψυχές στο κρεβάτι του θανάτου λαμβάνουν εκατονταπλάσιες χαρές από τον Κύριο.”
Από το βιβλίο της Κασσιανής Γ. Μαζαράκη-Ορθόδοξη Βρετανική και Κελτική Εκκλησία σελ.494
 Για την αγία Γουίνιφρεντ δείτε εδώ  http://orthodoxy-rainbow.blogspot.gr/2012/09/winefride-treffynon.html
 Πηγές:orthodoxy-rainbow.blogspot.gr - hristospanagia3.blogspot.gr 

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Παρακλητικός Κανων Οσίας Σοφίας Κλεισούρας



site analysis


(Χ. Μπούσια 6 Μαιου..)

Εὐλογήσαντος τοῦ ἱερέως, ὁ ῬΜΒ΄ ψαλμός, τό· Θεὸς Κύριος καὶ τὸ τροπάριον. 

Ἦχος πλ. δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητριῶν τῶν πάλαι ἄρτι ἐκθύμως, ἀκολουθήσασαν ὁδοῖς ἐν Κλεισούρᾳ, Σοφίαν ἐνδιαίτημα σοφίας Θεοῦ, ὡς καθυπομείνασα τοῦ χειμῶνος τὸ ψῦχος, εὐσθενῶς καὶ τήξασαν, χαμευνίᾳ τὴν σάρκα, μελισταγέσι μέλψωμεν ᾠδαῖς, λιτὰς πρὸς Κτιστην αὐτῆς ἐξαιτούμενοι.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομέν ποτε Θεοτόκε...

Ὁ Ν΄ ψαλμός.
Ὁ Κανών, οὗ ἡ ἀκροστιχίς: Σοφία, Κλεισούρας εὖχος, φρούρει με. Χ. Μ. Μ.

ᾨδὴ α΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας.
Σοφία σεμνότης Ἀσκητριῶν, Κλεισούρας σεμνείου, ἐνδιαίτημα ἱερόν, ἡμῖν καθιλέωσαι τὸν Κτίστην, τοῖς ἐκζητοῦσι τὰς θείας πρεσβείας σου.

Ὁσίων ἀπαύγασμα νεαυγῶν, Σοφία λιταῖς σου, ἀποδίωξον σκοτασμόν, ἡμῶν τῶν σπευδόντων ἐν Κλεισούρᾳ, λειψάνων θήκην τῶν σῶν κατασπάσασθαι.

Φανὲ νεοφώτιστε ἀκραιφνοῦς, νηστείας Σοφία, χαμευνίας καὶ προσοχῆς, φωτὶ σῶν εὐχῶν ἀδιαλείπτων, ἡμῶν παθῶν σκοτομήνην ἀπέλασον.
Θεοτοκίον.
Ἰάσεων φρέαρ παντοδαπῶν, ἁγνὴ Θεοτόκε, ἀνεδείχθη ἡ Σὴ εἰκών, ἣν εχει Κλεισούρας τὸ σεμνεῖον, ὡς θησαυρὸν πολυτίμητον Δέσποινα.

ᾨδῆ γ΄. Οὐρανίας ἀψίδος.
Ἀρετῆς ἐκμαγεῖον τῶν συμφορῶν πέλαγος, βίου σταθηρῶς διελθοῦσα, εἰς ὅρμον ἄκλυστον, Σοφία τῶν οὐρανῶν, ἔφθασας ἔνθα πρεσβεύεις, τῷ Κυρίῳ πέμψαι μοι, χάριν καὶ ἔλεος.

Κιβωτὸν ὡς σοφίας καὶ ἀρετῆς πάγχρυσον, σὲ ὑμνολογοῦντες Σοφία, πίστει κραυγάζομεν· Κλεισούρας ἡ τὴν Μονήν, καθαγιάσασα πόνοις, σῆς στεῤῥᾶς ἀσκήσεως, σκέπε σοὺς πρόσφυγας.

Λυπηρῶν τῶν ἐν βίῳ ἡμῶν ἀχλὺν δίωξον, φέγγει πρεσβειῶν σου Σοφία, ἡ βίον ἅπαντα, τῇ τοῦ Κυρίου Μητρί, τῇ θαυμαστῇ παραθεῖσα, ὁλοθύμως πάνσοφε, ὄντως Ἀσκήτρια.
Θεοτοκίον.
Ἐπακούουσα Μῆτερ τοῦ Ὑψίστου μὴ παύσῃ, τῶν δεομένων Σου, καὶ πίστει προσκυνούντων, Σὴν θαυμαστὴν εἰκόνα, ἐν Κλεισούρᾳ Μητρόθεε, ενὶ ἑκάστῳ ταχύ, παρέχουσα Σὴν χάριν.

Διάσωσον, ὥσπερ στρουθὸς ἡ ἀσκήσασα ἐν Κλεισούρᾳ, καὶ ἀσκήσει δόξαν Θεοῦ σαφῶς κελαδήσασα, Σοφία ἡμᾶς ἐκ παντὸς κινδύνου.
Ἐπίβλεψον, ἐν εὐμενείᾳ...

Κάθισμα. Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Την προπτωτικὴν κατάστασιν βιώσασαν, σὺν τοῖς τοῦ δρυμοῦ θηρίοις καὶ σκηνώσασαν, Ἁγίων σὺν τάγμασιν, ἐν σεμνείῳ Κλεισούρας τιμήσωμεν, σεπτὴν Σοφίαν ἣνπερ πρὸς Θεόν, προβάλλομεν πρέσβειραν ἀκοίμητον.

ᾨδὴ δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε.
Ἱκετῶν εἰς βοήθειαν, σπεῦσον σῶν ἐνθέρμων Σοφία πάνσεμνε, Πόντου βλάστημα θειότατον, καὶ Κλεισούρας θρέμμα ἱερώτατον.
Στερηθεῖσα τοῦ τέκνου σου, ἔδραμες βιῶσαι καθάπερ ἄϋλος, τέκνα οἰομένη ἅπαντας, τοὺς πιστοὺς Σοφία ἐγκρατεύτρια.

Ὁλικῶς ἀτενίζουσα, πρὸς τὸν μόνον σώζοντα πάντας Κύριον, ὡς μωρὰ διῆλθες βίον σου, πρέσβειρα ἡμῶν Σοφία ἔνθερμε.
Θεοτοκίον.
Ὑπερόπτας ἀνάδειξον, σχέσεων προσύλων τοὺς ἀνυμνοῦντάς Σε, Θεοτόκε παρακλήσεσι, τῆς μητρὸς Σοφίας τῆς θεόφρονος.

ᾨδὴ ε΄. Φώτισον ἡμᾶς.
Ῥείθροις σῶν λιτῶν, σβέσον πάθη τὰ χαμαίζηλα, τῶν σπευδόντων σοι Σοφία εὐλαβῶς, καὶ τὴν θήκην προσκυνούντων τῶν λειψάνων σου.

Αἴγλῃ θεϊκῇ, αὐγασθεῖσα τῶν προσφύγων σου, καταφώτισον Σοφία τῶν ψυχῶν, ζόφον φέγγει τῶν παμφώτων σου δεήσεων.
Στήριξον ἡμᾶς, ἐν τῇ πίστει ἡ στηρίξασα, τοῖς σοῖς λόγοις τοὺς προστρέχοντας πιστῶς, εἰς Κλεισούρας τὴν Μονὴ Σοφία πάνσοφε.
Θεοτοκίον.
Εὔφρανον ἡμᾶς, εὐωδίᾳ Σῶν δεήσεων, πρὸς Υἱόν Σου Μῆτερ τὸν μονογενῆ, ἀφθαρσίας μύροις πάντα τὸν ἡδύναντα.

ᾨδὴ στ΄. Τὴν δέησιν.
Ὑμνοῦντές σε, ὡς σοφίας σκήνωμα, καὶ ταμεῖον ἀρετῶν ψυχοτρόφων, ἐκδυσωποῦμέν σε Μῆτερ Σοφία, Κλεισούρας Μάνδρας σεπτὸν ἐνδιαίτημα, ἐθνῶν τοὺς ἄρχοντας λιταῖς, τοὺς ἀσόφους ἀόκνοις σου σόφισον.

Χρηστότητος, βάθρον καὶ συνέσεως, ἀδιάσειστον σοφία Ὁσία, ἡ ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις Κλεισούραν, σῇ ἀγωγῇ τῇ ἐνθέῳ κλεΐσασα, τοὺς σοὺς ἱκέτας σωφρονεῖν, καὶ διάγειν σεμνῶς καταξίωσον.

Ὁδήγησον, εὐσεβεῖς πρὸς θέωσιν, τοὺς ὑμνοῦντάς σου τὴν σκληραγωγίαν, ἐκ τοῦ χειμῶνος δριμύτητι Μῆτερ, καὶ παγετῷ καὶ χιόνι ἰσάγγελε, Σοφία φλόγα ἐν ψυχῇ, ἀνημμένην τῆς πίστεως ἔχουσα.
Θεοτοκίον.
Σκοτόμαιναν, πάντων ἀποδίωξον, τῶν παθῶν καὶ λογισμῶν τῶν ἀτάκτων, Θεοκυῆτορ τῶν Σοὶ προστρεχόντων, καὶ προσκυνούντων τὴν Σὴν χαριτόβρυτον, εἰκόνα ἐν τῇ ἱερᾷ, τῆς Κλεισούρας Μονῆ Μῆτερ ἄχραντε.
Διάσωσον, ὥσπερ στρουθὸς ἡ ἀσκήσασα ἐν Κλεισούρᾳ, καὶ ἀσκήσει δόξαν Θεοῦ σαφῶς κελαδήσασα, Σοφία ἡμᾶς ἐκ παντὸς κινδύνου.
Ἄχραντε, ἡ διὰ Λόγου...

Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱματῶν Σου.
Τὴν ἀρνηθεῖσαν ἀσθένειαν φύσεως, καὶ ἀνδρικῷ ἐν Κλεισούρᾳ φρονήματι, ἀσκήσασαν πίστει τιμήσωμεν, σεπτὴν Σοφίαν βοῶντες ἀξίωσον, ἡμᾶς σοφῶς ἐπὶ γῆς πολιτεύεσθαι.


Προκείμενον: Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου.
Στ.: Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου, καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου.
Εὐαγγέλιον, κατὰ Μάρκον (Κεφ. η΄ 34- θ΄ 1): Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν... Ζήτει τῇ Κυριακῇ μετὰ τὴν Ὕψωσιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Δόξα: Ταῖς τῆς Σῆς Ὁσίας...
Καὶ νῦν: Ταῖς τῆς Θεοτόκου...
Προσόμοιον. Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι. Στ.: Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεός...
Ὄρνις ὡς φιλέρημος, ἐν τῇ Μονῇ τῆς Κλεισούρας, καλιὰν ἀσκήσεως, νυχθημέρου ἔπηξας Μῆτερ ἔνδοξε, ἡ ἐκ νεότητος, θλίψεις καὶ στερήσεις, υπομείνασα καὶ δάκρυα, πολλὰ ἐκχύσασα, ὥσπερ Παραδείσου ἀπέναντι, καθήμενοι προπάτορες, ἔνθεε Σοφία διδάσκουσα, πάντας ὑπομένειν, τὰς λύπας καὶ τὰς θλίψεις ἀκλινῶς, παρόντος βίου προσβλέποντες, χαρμονὴν εἰς ἄληκτον.

ᾨδὴ ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Φέγγει πόνων Σοφία, σῶν ἀόκνων πρὸς κτῆσιν σοφίας ἄνωθεν, καὶ ἀρετῆς ἐνθέου, φωτίσασα ἀρτίως, εὐσεβῶν τὰ συστήματα, φωτὶ ἀΰλῳ τὸν νοῦν, ταχὺ καταύγασόν μου.

Ῥυπογόνους ἑστίας, μολυνούσας καρδίας, πιστῶν τοῖς νάμασιν, ἀπόπλυνον εὐχῶν σου, πρὸς τὸν Χριστὸν σοφία, παρ’ ἑστίαν τὴν αὔλειον, ἡ καθημένη σαρκί, ἀνάπαυσιν διδοῦσα.

Οὐρανίων δωμάτων, κληρονόμος ἐγένου Σοφία πάνσεμνε, ἡ σὴν οὐρανοδρόμον, ἐν Κλεισούρᾳ πανεύφημε, διὸ τὴν χάριν τὴν σήν, καὶ ἀρωγὴν αἰτοῦμαι.
Θεοτοκίον.
Ὑμνητῶν Σου Παρθένε, ἱκεσίας προσδέχου ὥσπερ θυμίαμα, εὐῶδες οἳα πόνους, Σοφίας Ἀσκητρίας, καὶ αὐτὰς τῷ Παντάνακτι, καὶ Σῷ ἀχράντρῳ Υἱῷ, προσάγαγε καὶ Κτίστῃ.

ᾨδὴ η΄. Τὸν Βασιλέα.
Ῥοὰς δακρύων, τῶν ἱκετῶν σου Σοφία, σμῆξον τῷ μανδηλίῳ εὐχῶν σου, πρὸς Χριστὸν Οὗ κάλλος, ὁρᾷς μορφῆς τὸ θεῖον.
Ἐγχειρισθεῖσα, ὑπὸ Παρθένου Σοφία, χάριν εὗρες αὐτῆς συνεργείᾳ, ἀπελαύνεις νόσους, πιστῶν τὰς ἀνιάτους.
Ἰλύος πάσης, τῶν μεριμνῶν ὑπερτέρα, καθ’ ἑκάστην ὀφθεῖσα Σοφία, κάθαρον ἱκέτας, τοὺς σοὺς παθῶν ἰλύος.
Θεοτοκίον.
Μονῆς Κλεισούρας, ἀκέστορ καὶ ἀντιλῆπτορ, Θεοτόκε πρεσβείαις Σοφίας, Ἀσκητρίας ῥῦσαι, ἡμᾶς ἐχθροῦ παγίδων.

ᾨδὴ θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
Ἑώας μυροβόλον, κρίνον ἐν Κλεισούρᾳ, τὸ ἐξανθήσαν σαλότητος μόχθοις σου, Σοφία δεῖξόν με σκήνωμα ὁσιότητος.
Χαρᾶς ἧς ἀπολαύεις, ἐν σκηναῖς ἀφθίτους, μέτοχον δεῖξον Σοφία πανεύφημε, τοὺς μεγαλύνοντας πόνους τῆς σῆς ἀσκήσεως.
Μετὰ τῆς Θεοτόκου, ᾗ σεμνὴ Σοφία, ἐν τῇ Κλεισούρᾳ καλῶς ὑπηρέτησας, ὑπὲρ ἡμῶν ἐκδυσώπει Χριστὸν τὸν εὔσπλαγχνον.
Θεοτοκίον.
Μυράλειπτρον ἁγνείας, Κεχαριτωμένη, Μονῆς Κλεισούρας πολύτιμον κόσμημα, χαρᾶς ἀφθίτου ἐν πόλῳ ἡμᾶς ἀξίωσον.

Ἄξιόν ἐστι... καὶ τὰ Μεγαλυνάρια.
Χαίροις τῆς Ἀρδάσσης σεπτὸς βλαστός, χαίροις Πόντου κρίνον, μυροβόλον καὶ εὐανθές, χαίροις τῆς Κλεισούρας, κιννάμωμον Σοφία, ἡ ἀκραιφνεῖ ἀσκήσει, κόσμον ἡδύνασα.

Πάντας τοὺς προστρέχοντας εὐλαβῶς, σαῖς θερμαῖς πρεσβείαις, ῥῦσαι βλάβης τοῦ πονηροῦ, ἡ αὐτοῦ ἐνέδρας, σαλότητι ἀρτίως, Σοφία ἐν Κλεισούρᾳ, καταπατήσασα.

Χαίροις καλλικέλαδε ἀηδών, Πόντου καὶ στρουθίον, παρ’ ἑστίαν σεπτῆς Μονῆς, τῆς Κλεισούρας ἄρτι, Σοφία ὑπὲρ φύσιν, τὸ καλιὰν ἀγώνων, πήξαν πανθαύμαστε.

Χαίροις τῆς Παρθένου θεραπαινίς, ἡ σκληραγωγίᾳ, χαμευνίᾳ καὶ προσευχῇ, ἐν Μονῇ Κλεισούρας, ἑλκύσασα τὴν χάριν, τοῦ Πνεύματος Σοφία, θεία Ἀσκήτρια.

Χάρις ἐπεσκίασε δαψιλῶς, Πνεύματος ἁγίου, σὲ Σοφία θεοσεβές, καὶ ἀνέδειξέ σε, χαρίτων ἐκμαγεῖον, Κλεισούρας νέον εὖχος, καὶ προοράσεως.

Δεῦτε ἀσπασώμεθα εὐλαβῶς, θήκην τῶν λειψάνων, Ἀσκητρίας τῆς θεαυγοῦς, τῆς Μονῆς Κλεισούρας, Σοφίας τῆς ἀρτίως, σαλότητι λαμψάσης, καὶ ἀγαθότητι.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων...

Τρισάγιον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Προσευχῇ χαμευνίᾳ πολλαῖς στερήσεσι, κακοπαθείαις νηστείαις, καὶ ἀγρυπνίαις Χριστῷ, εὐηρέστησας Σοφία παναοίδιμε, σὲ τῷ σοφίας ἀληθοῦς, ἀναδείξαντι φανόν, καὶ λύχνον λαμπρῶν χαρίτων, ὅθεν ὡς πρέσβειραν θείαν, Κλεισούρας σέμνωμα τιμῶμέν σε.

Ἀπόλυσις, μεθ’ ἧν ψάλλομεν τό τροπάριον. Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Μάνδρας τῆς Κλεισούρας θησαυρέ, ἄσυλε καὶ πάντιμον γέρας, ἐνθέων Ἀσκητριῶν, ἡ σοφία ἔμπλεως, Θεοῦ καὶ σκήνωμα, ἀρετῆς πολυτίμητον, Ὁσία Σοφία, σόφισον τοὺς σπεύδοντας, ταῖς ἱκεσίαις σου, καὶ ἀνευφημοῦντας ἐκθύμως, σοῦ σκληραγωγίας τοὺς πόνους, πρὸς τὴν ὁλοκλήρωσιν καὶ θέωσιν.
Δέσποινα πρόσδεξαι...
Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου

Δι’ εὐχῶν.