Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Η Πολυγυρινή νεομάρτυρας του 1822



site analysis



Η νεομάρτυς Μαρία Καρατάσου μαρτύρησε την ίδια μέρα μαζί με την αγνώστου
ονόματος Πολυγυρινή αγία, η μητέρα της οποίας επίσης Πολυγυρινή
περιέγραψε το μαρτύριο τους

ΠΗΓΗ ΤΕΎΧΟΣ 76 σελίδες 6-11
-proskynitis.blogspot.com

Η Αγία Αγριππίνα (23 Ιουνίου)



site analysis

Αγία Αγριππίνα


Αγία Αγριππίνα
Αγία Αγριππίνα
Εορτάζει στις 23 Ιουνίου εκάστου έτους.

Πλησθεῖσα δεινῶν τραυμάτων ἐκ τυμμάτων,
Πολλῶν μετέσχε στεμμάτων Ἀγριππῖνα.
Εἰκάδι θεινομένη τριτάτῃ θάνεν Ἀγριππῖνα.
Βιογραφία23
Η Αγία Αγριππίνα, γεννήθηκε και μαρτύρησε στη Ρώμη. Από νεαρή ηλικία ανέπτυξε βαθύτατο χριστιανικό φρόνημα και αφοσιώθηκε στην υπηρεσία του Κυρίου και Λυτρωτού της. Για το λόγο αυτό διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των πτωχών και τη θεραπεία των ασθενών. Για την αγάπη του ουράνιου Νυμφίου της, απέφυγε το γάμο και προτίμησε να γίνει νύμφη του Χριστού. Όσες δε φορές είχε ανάγκη, η εκκλησία της Ρώμης, η Αγριππίνα έτρεχε πρώτη να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες της. Όμως η Αγία δεν προσέφερε μόνο υλικά αγαθά αλλά και πνευματικά, διδάσκοντας την χριστιανική πίστη και οδηγώντας στο δρόμο της αλήθειας, πλήθη πλανημένων. Η θεάρεστη αυτή δράση της Αγρυππίνας δεν ήταν δυνατό να παραμείνει για πολύ καιρό κρυφή. Το 262 μ.Χ., την κατήγγειλαν στις αρχές, ως ανατροπέα της πατροπαράδοτης λατρείας των ειδώλων. Η Αγία αποδέχθηκε τις καταγγελίες και με περισσό θάρρος, ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό. Οι διώκτες της δεν δίστασαν να τη μαστιγώσουν για να κάμψουν το αγωνιστικό της φρόνημα. Όταν κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να μεταπείσουν την Αγριππίνα, την υπέβαλαν σε νέα φρικτά βασανιστήρια. Το σώμα της Αγίας δεν άντεξε τα μαρτύρια και με μαρτυρικό και ένδοξο τρόπο παρέδωσε την Αγία ψυχή της. Τρεις χριστιανές γυναίκες, η Βάσσα, η Παύλα και η Αγαθονίκη παρέλαβαν το σεπτό σκήνωμά της και μετά από αρκετή περιπλάνηση κατέληξαν, στη Σικελία, όπου και το ενταφίασαν.
Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον Πνεύματι, κραταιωθεῖσα, ἠνδραγάθησας, γενναιοφρόνως, Ἀγριππίνα παρθενίας ὀσφράδιον ὅθεν Χριστοῦ δοξασθεῖσα τὴ χάριτι, πηγᾶς θαυμάτων βλυστάνεις τοὶς πέρασι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Αδελφή Ζωή: Το «αλητάκι» του Θεού



site analysis
Ρώτησαν κάποτε τον Γερ.Παϊσιο:
-Eάν γυρίζανε τα χρόνια πάλι πίσω τι θα έκαμες στην ζωή σου;
Και ο Γέροντας ευθύς και ειλικρινής, καθώς ήτο ,απάντησε  αυθόρμητα :
«Αν ξανάρχιζα την ζωή μου δεν θα πιανόμουν σαν το έξυπνο πουλί απ’τη μύτη και δεν θα δεσμευόμουνα πουθενά,αλλά  θα ήμουν το αλητάκι του Θεού.
Θα  ήμουν αδέσμευτος, τελείως ελεύθερος και πάντοτε προσευχόμενος.Αντί για ράσο θα φορούσα μία καμπαρντίνα και θ’αλώνιζα όπου ήθελα, χωρίς να με προσέχει κανείς.»
Η μακαριστή μας Γερόντισα Ζωή έφερε  όχι έναν,  αλλά 3 σταυρούς στους μοναχικούς της ώμους .
Όχι  μόνο  τον ζωοπάροχο σταυρό της ισαγγελικής  ,μοναχικής  ζωής , αλλά και τον σταυρό της «ενσυναίσθησης» του ανθρωπίνου πόνου και οδύνης των αδελφών της, οι οποίοι  κατέκλιζαν καθημερινά το ησυχαστήριό της για να ξεκουραστούν  ,ως σε γαλήνιο λιμανάκι, από τος κόπους και θλίψεις αυτής της ζωής.
Ήταν το σφουγγαράκι που μάζευε το δάκρυ των πονεμένων τέκνων του Θεού και ενστάλαζε με τον σοφό ,ενσυμπάθητο , γλυκό και δροσερό  της λόγο παράκληση Χριστού στις ταλαιπωρημένες ψυχές.
Οποια ημέρα και ώρα και εάν πήγαινες , όποιος και αν ήσουν, θα σε δεχόταν στο αρχονταρικάκι της ,θα σε αγκάλιαζε με την μητρική καρδιά της και θα ένοιωθες πως απέκτησες και άλλη μία άλλη μάνα στην ζωή σου.
Παράλληλα όμως και ισοβίως σήκωνε και τον βαρύ και πικρό σταυρό της ανθρωπίνης απορρίψεως και δη από τους «ευσεβείς» και Ορθοδόξως  αν-ορθοπρακτούντας του χρέους της αγάπης, που νομίζουν ό,τι μπορούν να εγκιβωτίζουν τον Θεό  στα δικά τους δεδομένα και στους δικούς τους κανόνες.
Ήταν η επικηρυγμένη  και αποβλημένη των ανθρώπων των   «πατρώων παραδόσεων», που πολλές φορές στο όνομα του γλυκύ Χριστού ξεβράζουν την πικροτέρα αναλγησία και σκληροκαρδία, αλλά ελεύθερη από  εγκόσμιες στρατολογήσεις,σαν το χαρούμενο χελιδονόπουλο, έζησε η αγαπημένη μας Γερόντισσα Ζωή.
Ήταν το μαύρο πρόβατο  ,το ένα από  τα 99 που εξέκλινε από τους τους κανόνες ,τους κώδικες  και τις τιμές του απατεώνος αιώνος τούτου και προτίμησε να ζει ελεύθερη από ανθρώπινα σαμάρια, μα δούλη της Αγάπης του Χριστού.  Αφού όπως λέγει και ο Απ.Παύλος :
«οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία»(Β΄Κορ.γ΄-17) και για να το αντιστρέψουμε συντακτικά «όπου ελευθερία εκεί και το Πανάγιον Πνεύμα»
 Γι'αυτό λοιπόν το»παράξενο» πρόβατο προτίμησε ο Χριστός να κάμει τον κόπο της Αγάπης του ,να το βάλει στους ώμους του και να ευφρανθεί μάλλον (περισσότερο) από τα 99 «σεσωσμένα».
«Τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ,»(Ιωάνν.γ΄-8) και πολλές φορές  βρίσκει σκανδαλωδώς και πεισματωδώς  πολύ απρόσμενους χώρους για να καρπίσει.
Τέτοιος  άγιος τόπος στάθηκε και το ασκητηριο της Γερόντισσάς μας όπου το Πνεύμα το Άγιον μέσα από την ταπεινή διακονία της στήριξε αναρίθμητες απλές ψυχές.
Η αδελφή Ζωή σε πείσμα της  εποχής που κατάντησε κοιλάδα θανάτου,με έντονη την οσμή της πεθαμενίλας και της εξατμίσεως της Αγάπης, κέρδισε τον σεβασμό, την εκτίμηση και την απεριόριστη αγάπη των ανθρώπων που την είχαν γνωρίσει στο διάβα της ζωής αυτής.
Και τί εντυπωσιακό!
Ετούτη την Καλόγρια, που από τα 7 της έτη,  μοικρό κοριτσάκι ντύθηκε στα μαύρα για την Αγάπη του Χριστού, εκείνη που ως αγιό-φιλος είχε ερωτευθεί τον βίο των Αγίων ,θέλησε  ο Χριστός να την επάρει παραμονή των Αγίων Πάντων για να μπορεί ανεμπόδιστα να πανυγηρήσει  με όλους τους Αγίους,την μέρα της τιμή τους, στα παραδεισένια σκηνώματα ,πέρα από τις ουρανίες αψίδες.
Χρέος μας όμως να αποδώσουμε και στον Ποιμενάρχη μας  κ.Νεκτάριο ,τις ειλικρινείς ευχαριστίες που έστω σε αυτό , το μικρό έως τώρα διάστημα της Ποιμαντικής του διακονίας ,περιέβαλλε με όλη του την Αγάπη ,εκτίμηση και ανεπιτήδευτη στοργή την μακαριστή μας Γερόντισσα ως αντιστάθμισμα της xόλης του όξους  που είπιε από τον δικό της Γολγοθά .
Αν και την γνώρισα λίγο την εκτίμησα πολύ,
τέτοιοι ελεύθεροι και ασαμάρωτοι ανθρώποι σπάνια βγαίνουν!
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΗΣ

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Μια αφανής Aγία………………



site analysis



10352768_228472067363882_8631652997078485752_n
Σε μια κωμόπολη της βορείου Ελλάδος ζούσε μια κοπέλα τυφλή ονόματι Ασπασία. Ήταν ορφανή, πολύ φτωχή και εγκαταλελειμμένη απ’ όλους γι’ αυτό και μεγάλωσε χωρίς να μπορέση να μάθη γράμματα.
Ήταν περίπου 18-20 ετών, όταν πέρασε κάποιος ιεροκήρυκας της μητροπολιτικής περιφερείας και την είδε, την πήρε μαζί του και την έβαλε στη Σχολή Τυφλών στη Θεσσαλονίκη κι έτσι έμαθε ανάγνωση δια της αφής κατά το σύστημα των τυφλών. Εν συνεχεία, αφού έμαθε καλώς να διαβάζη, της χάρισε και μια Καινή Διαθήκη, γραμμένη στην ίδια γλώσσα, στη γλώσσα των τυφλών. Άρχισε λοιπόν η κοπέλα να τη διαβάζη ψηλαφώντας τη με τα δάχτυλα. Κι όσο τη μελετούσε, τόσο και μάθαινε τι ήταν ο Χριστός και τι έκανε γι’ αυτήν προσωπικά καθώς και για ολόκληρο τον κόσμο. Και όσο μάθαινε, τόσο γαλήνευε και τόσο ειρήνευε η ταραγμένη της καρδιά.
Ο πόνος από τα τόσα βασανιστικά χρόνια που πέρασε, μαλάκωσε μέσα από τη μελέτη της Καινής Διαθήκης. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά γέμισε από χαρά και ειρήνη. Πλημμύρισε από ευτυχία. «Βρήκα τη χαρά, έλεγε. Τώρα άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου κι αν λείπουν τα μάτια του σώματος, δεν με πειράζει. Με τα μάτια της ψυχής μπορώ να δω όλο τον κόσμο». Έβλεπε το φως του Θεού σε κάθε Θεία Λειτουργία και εχαίρετο. ( Εμείς που είμαστε «ανοιχτομάτηδες» το βλέπουμε αυτό το Φως;…).
Κάποτε όμως έπαθε μια φοβερή δερματική νόσο που επρόσβαλε ακόμη και τα χέρια της, τα οποία «κάηκαν» , με αποτέλεσμα να χάση από τα δάχτυλά της την αφή. Δεν μπορούσε πλέον να ψηλαφήση την Αγία Γραφή ούτε και κανένα άλλο ιερό βιβλίο.
Η λύπη της και ο πόνος της ήταν απερίγραπτος . Έκλαιγε μέρα-νύχτα. Είχε χάσει τη δυνατότητα να παίρνη δύναμι και χαρά μέσα από το άγιο Βιβλίο. Της είχε μείνει όμως η προσευχή. Διότι, όταν ήταν στη Θεσσαλονίκη, στη Σχολή τυφλών ένας Αγιορείτης μοναχός, της δίδαξε τον τρόπο πώς να λέγη την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Έκανε λοιπόν πολλή προσευχή , για να δώση ο Ιησούς Χριστός μια καλή λύσι. Και ο Θεός απάντησε.
Μια μέρα πήρε με λαχτάρα το ιερό Βιβλίο , την Καινή Διαθήκη, και το έφερε στο στόμα της, για να ασπαστή τα γράμματά του, που αυτά τα γράμματα , μας μεταφέρουν τη σοφία του Θεού, τη λύτρωσι και τη σωτηρία. Και τότε ανακάλυψε κάτι παράξενο: κατάλαβε ότι μπορούσε να διαβάζη την γραφή των τυφλών με τα χείλη της! Και ξαναγέμισε η ζωή της χαρά, που της την έδινε πάλι η μελέτη του λόγου του Θεού. Και μέσα απ’ αυτή την παράδοξη μελέτη, ήλθε η δοξολογία, ήλθε η ευχαριστία, ήλθε η ζώσα προσευχή.
Μελετούσε και ύστερα έκανε προσευχή μετά δακρύων για όσους είχαν τα ίδια προβλήματα με σωματικές αναπηρίες και ασθένειες και ιδιαιτέρως προσευχή για όσους ήσαν τυφλοί στην ψυχή από την αμαρτία. Με την προσευχή της έβλεπε το θρόνο του Θεού και Τον παρακαλούσε και Τον ικέτευε για τους πτωχούς , τα ορφανά, τους ανέργους, τους αστέγους, για όλους τους ασθενείς. Για τους καλούς και τους κακούς, για τους αγαθούς και πονηρούς, για τους δικαίους και αδικουμένους, αλλά και για εκείνους που εξακολουθούν να αδικούν τον κόσμο… για τους άρχοντας και τους αρχομένους. Όλοι τους να φωτιστούν κι όλοι τους να δουν το Φως το αληθινό, τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου!
Κάποτε, αρρώστησε βαρειά. Εξομολογήθηκε για τελευταία φορά και κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων. Και ζήτησε την Καινή Διαθήκη, είπε να την ανοίξουν και ανοιχτή να της την ακουμπήσουν στα χείλη της.
Άπλωσε τα χέρια της η Ασπασία και την κράτησε γερά, αλλά ξεψυχισμένα. Οι οικείοι της κατά Θεία Πρόνοια την άνοιξαν στο Α΄ κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Και επαναλαμβάνοντας συνεχώς το «Εν αρχή ην ο Λόγος ,και ο Λόγος ην προς τον Θεόν», πέταξε η ψυχούλα της ψηλά στον ουρανό, ενώ συγχρόνως πλημμύρισε το δωμάτιό της με άρρητη γλυκύτατη ευωδία.
Είναι κι αυτή μια αφανής Αγία!…

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

ΜΟΝΑΧΗ ΣΕΡΑΦΕΙΜΑ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ .



site analysis

ΠΑΤΗΡ ΙΓΝΑΤΙΟΣ . ΜΟΝΗ ΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ.



Εχθές το απόγευμα βρέθηκα στο γυναικείο μοναστήρι της Μάρθας και της Μαρίας των αγίων αδελφών του Αγ.Λαζάρου του Τετραημέρου,στη Βηθανία.Εμεινα εκεί καμία δυό ώρες με την ηγουμένη γερόντισσα Ευπραξία και τις οκτώ-εννιά ευλογημένες αδελφούλες.Πέρασα τόσο καλά μαζί τους.Εφυγα πετώντας από χαρά.!!!!Ευλογημένες ψυχούλες ,όλες τους!!! Ηρωίδες,απλές,ταπεινές αληθινά,σαν παιδάκια τις είδα όλες,σαν μικρά γλυκά,ευλογημένα κοριτσάκια,αγγελάκια!!!Ο Θεός να τις ευλογεί.Οσα κι αν πω θα είναι λίγα......!!!!!!!!!!!!!!!!!!


Η γερόντισσα Ευπραξία μεταξύ πολλών άλλων,έλεγε ...."έχουμε ευλογία από τον Θεό ,να έχουμε στην Αγία Γη τους Ορθοδόξους προσκυνητές. Αυτοί μας δίνουν ζωή,κίνηση, και με την παρουσία τους έχουμε λιγότερα βάσανα διότι φαίνεται ότι πίσω απ'όλους εμάς εδώ τους λίγους μοναχούς και μοναχές ευρίσκεται μια ολόκληρη Ορθοδοξία και Ενας,..... Παντοδύναμος ΘΕΟΣ!!! Φαίνεται η υπεροχή των λίγων,των ελαχίστων...με τον Χριστό μας από πίσω!!!


Σήμερα πήγα το απόγευμα στη μονή του Αγίου Ονουφρίου του Αιγυπτίου στην περιοχή της Κολυμβήθρας του Σιλωάμ στα Ιεροσόλυμα στην ηγουμένη γερόντισσα Παϊσία.Αυτήείναι εντελώς μοναχούλα της αλλά πόση χάρη είδα στα μάτια της;;; πόση λάμψη;;; πόση δύναμη;;;πόση χαρά έλαβα;;; "Μία καλογριά είχα μαζί μου,έλεγε, κι ο Θεός, μου την πήρε πριν ένα χρόνο κοντά Του,κι ενώ εγώ είμαι μεγάλη σε ηλικία,πήρε εκείνη, που ήταν νέα,αλλά ...δοξασμένο το Ονομα Του!!! Ποιός από μας θα μείνει πίσω,θα μείνει εδώ;;; αφού όλοι μας θα φύγουμε αργά η γρήγορα!!! Είμαι χαρούμενη που η καλή μου Σεραφείμα....είναι κοντά Του!!!Ο καρκίνος την βασάνισε πολύ.....αλλά έφυγε σαν πουλάκι.Της μίλαγα,της έλεγα στο νοσοκομείο που ήμασταν ,και έκανε όλο αιμοπτύσεις,να κλείσει τα ματάκια της και να κοιμηθεί λίγο,και χαμογελαστή ,...τα έκλεισε,και δεν τα ξανάνοιξε!!! Σε μερικές ώρες...έφυγε για τους Ουρανούς!!!Αυτό το Σάββατο έχουμε το χρόνο της.....,να μας έλθεις γέροντα!!!!".

Δεν έχω άλλα λόγια........................!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Παναγιώτα Χατζηκτωρή



site analysis

   
Η μακαριστή Παναγιώτα γεννήθηκε στις 10-3-1909 στο κατεχόμενο σήμερα κεφαλοχώρι Κάτω Ζώδια της Κύπρου. Οι γονείς της Χαράλαμπος Καρής και Θεογνωσία Χατζηπαναγιώτου απέκτησαν ακόμη πέντε παιδιά. Καταγόταν από ευλαβή παραδοσιακή οικογένεια. Ο αδελφός της γιαγιάς της ήταν πρωτόπαπας, ενώ ανάμεσα στους προγόνους της υπήρχαν αρκετοί ιερείς. Μέχρι σήμερα οι απόγονοί τους ξεχωρίζουν για την καλωσύνη, την ευλάβεια και τον καλό τους χαρακτήρα, κυρίως όμως για την αγάπη τους προς τον Θεόν και την Εκκλησία.
Η Παναγιώτα ως παιδί ήταν ήσυχη, είχε απλότητα, καλωσύνη και ήταν τελείως απονήρευτη.
Όταν ήταν δέκα ετών περίπου, ένα απόγευμα την πήρε η αδελφή της γιαγιάς της σ’ ένα εξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου για ν’ ανάψουν τα καντήλια. Όταν έφθασαν είπε με απλότητα η γιαγιά: «Ήρθαμε στον Αγιο, μας θέλει άραγε; Ας τον ρωτήσουμε», και φωνάζει έξω από το ναό: «Αγιέ μας Γεώργιε, μας θέλεις ή όχι;». Τότε ακούστηκε φωνή μέσα από την Εκκλησία να λέη:
«Ναι, σας θέλω». Αυτό επαναλήφθηκε τρεις φορές, και άκουσαν έκπληκτες και οι δύο την φωνή του. Εισήλθαν μέσα στο εξωκκλήσι αλλά διεπίστωσαν ότι δεν υπήρχε κανείς. Έψαξαν έξω αλλά πάλι δεν είδαν άνθρωπο.
Σε ηλικία 14 ετών αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε τον Χρήστο Χαραλάμπους Χατζηκτωρή. Στα 19 της απέκτησε το πρώτο της παιδί με μεγάλη δυσκολία. Αυτό επισφράγισε ολόκληρη την ζωή της. Παρέμεινε καχεκτική και αδύνατη, γι’ αυτό έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα στο κρεββάτι. Δεν μπορούσε να κάνη βαρειές δουλειές. Μία ώρα πήγαινε στο χωράφι, μετά γύριζε στο σπίτι και έκανε το νοικοκυριό της. Ευτυχώς είχε κατανόηση και συμπαράσταση από τον άνδρα της, με τον οποίον απέκτησαν πέντε παιδιά ενώ είχε άλλες τόσες αποβολές.
Αγαπούσε πολύ τα παιδιά της. Τα είχε συνέχεια κοντά της, τα νουθετούσε, κάθε Σάββατο τα έπλενε και την Κυριακή εκκλησιάζετο όλη η οικογένεια μαζί.
Παρ’ όλο που είχαν μεγάλη περιουσία και έπαιρναν εργάτες για να καλλιεργούν τα κτήματά τους, τις Κυριακές και τις εορτές τις τιμούσαν με αργία. Η Παναγιώτα δεν άφηνε τις κόρες της στις αργίες ούτε να σκουπίσουν. Τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι, τα μάζευε με το χέρι της κάτω από το τραπέζι για να μην τα πατάνε και σκούπιζε την άλλη μέρα.
Αν και ήταν φιλάσθενη και αδύνατη, τηρούσε κατά γράμμα όλες τις νηστείες και αυτό απαιτούσε να κάνουν και τα παιδιά της. Κάποτε που η κόρη της Θεογνωσία σκούπιζε μία ντουλάπα και βρήκε ένα κομμάτι τραχανά, ασυναίσθητα το έφαγε σε ημέρα νηστείας. Η Παναγιώτα την μάλωσε και την έστειλε να εξομολογηθή για να μπορέση να κοινωνήση.
Δεν σύχναζε σε γειτονικά σπίτια για να πίνη καφέ και να κουβεντιάζη. Έλεγε ότι ο καφές βλάπτει, δεν είναι καλό πράγμα. Ήταν πράος χαρακτήρας και περνούσε απαρατήρητη. Ήταν με όλους ειρηνική και προσπαθούσε να ειρηνεύη τον σύζυγό της, όταν παρεξηγείτο με τους εργάτες. Έδινε σε όποιον της ζητούσε, ακόμη και αν ήταν απ’ αυτούς που είχαν διαφορές με τον σύζυγό της.
Ούτε με τα παιδιά της ούτε με κανέναν άλλον ποτέ παρεξηγήθηκε ή μάλωσε. Παρ’ όλο που το πρόσω­πό της ήταν πολύ ρυτιδωμένο, εν τούτοις είχε κάτι αλλοιώτικο πάνω της. Μία ηρεμία, ένα φως, μία ξεχωριστή χάρη. Είχε μεγάλη ευλάβεια και σεβασμό στην Ιερωσύνη και τιμούσε τους Ιερείς.
Όταν με κόπους και θυσίες πάντρεψε τις κόρες της, τις συμβούλευε να αγαπούν τους άνδρες τους, τις οικογένειές τους αλλά και όλους τους ανθρώπους· να υπομένουν και να σιωπούν για να τις αγαπά ο Θεός.
Η Παναγιώτα δεν ήξερε γράμματα. Είχε πάει μόνο στην πρώτη Δημοτικού και λίγο στην δευτέρα. Διάβαζε δύσκολα και συλλαβιστά. Μέχρι που πάντρεψε τα παιδιά της δεν είχε τον χρόνο να κάνη πολλές προσευχές αλλά ούτε και ήξερε. Έλεγε όμως συνέχεια «Δόξα σοι, ο Θεός». Ήταν φιλήσυχη και σιωπηλή. Αν δεν την ρωτούσαν, δεν μιλούσε. Και όταν μιλούσε, δεν έλεγε άσκοπα και περιττά πράγματα.
Μετά την εισβολή των Τούρκων ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Κάτω Λακατάμια, στον συνοικισμό προσφύγων του Αγίου Μάμαντος, μαζί με την κόρη της Θεογνωσία και τον σύζυγό της.
Εκεί γνώρισε τον π. Ανδρέα, πρώην Σιναΐτη ιερομόναχο, που ζούσε ασκητικά μέσα σε παράγκα με λαμαρίνες χειμώνα-καλοκαίρι, και το πάτωμα ήταν χώμα. Η Παναγιώτα εξωμολογήθηκε στον π. Ανδρέα και αυτός της έδωσε ένα μικρό προσευχητάρι και ένα μικρό βιβλιαράκι με τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Αυτή με απλότητα κράτησε ό,τι της είπε ο Πνευματικός και τα τηρούσε με ακρίβεια.
Είχε εν τω μεταξύ κοιμηθή ο σύζυγός της και αυτή έμενε μόνη στο δωμάτιό της στον επάνω όροφο. Από τις δυσκολίες στους πολλούς τοκετούς και ίσως εξ αιτίας της οστεοπόρωσης είχε αρχίσει να κυρτώνη και στα τελευταία της είχε γίνει σαν την συγκύπτουσα του Ευαγγελίου. Η κύρτωσή της ήταν τόσο μεγάλη που το κεφάλι της απείχε μόνο μία σπιθαμή από το έδαφος. Βάδιζε δύσκολα στηριζόμενη σ’ ένα μπαστουνάκι σχήματος Τ. Για να δη κάποιον στο πρόσωπο έπρεπε να καθήση σε καρέκλα ή σε σκαμνάκι.
Κατ’ οικονομία Θεού πέρασε από το σπίτι της μία φιλομόναχη νέα, η οποία αργότερα έγινε μοναχή, έδωσε στην γιαγιά Παναγιώτα ένα κομποσχοίνι και της μίλησε για τη νοερά προσευχή. Έτσι άρχισε να λέη την ευχή με το κομποσχοίνι. Είχε τώρα δύο όπλα. Το κομποσχοίνι και το προσευχητάρι που τα αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην ησυχία της.
Ξυπνούσε νωρίς και πρώτα άρχιζε τα πνευματικά της. Όπως ήταν κυρτωμένη και δεν μπορούσε να στέκεται όρθια, δεν καθόταν να διαβάζη, αλλά έβαζε μία τσάντα με μία καρέκλα, ακουμπούσε πάνω το προσευχητάρι και διάβαζε όρθια. Διάβαζε συλλαβιστά όλο το προσευχητάρι και αυτό κρατούσε πολλές ώρες. Το προσευχητάρι της άρχιζε με τον Εσπερινό και τελείωνε με το Απόδειπνο. Και η γιαγιά ξεκινούσε το πρωΐ την ακολουθία με τον Εσπερινό και τελείωνε με το Απόδειπνο· έτσι φαίνεται ότι κατάλαβε πως της είπε ο Πνευματικός της να κάνη. Επειδή δεν μπορούσε να κάνη μεγάλες μετάνοιες, έκανε μικρές με σταυρούς, όσες μπορούσε.
Την ημέρα διάβαζε τους Χαιρετισμούς με τον ίδιο τρόπο, συλλαβιστά, στο αυτοσχέδιο αναλόγιό της. Τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας προσηύχετο με το κομποσχοίνι της, λέγοντας την ευχή. Το απόγευμα, όταν ερχόταν η συγκεκριμένη ώρα να κάνη την ακολουθία της, όποιοι επισκέπτες κι αν ήταν, όσο αγαπητοί κι αν ήταν, -εγγόνια, παιδιά, νύφες,- εσηκώνετο σιωπηλή και ανέβαινε στο υπερώο της για να διαβάση την ίδια ακολουθία που είχε κάνει το πρωΐ.
Την ρώτησε ένας ιερέας τί διαβάζει, και του ανέφερε το Προσευχητάρι. Την έβαλε να διαβάση. Αρχισε από τον Εσπερινό «Κύ-ριε (ε) κέ-κρα-ξα προς σε». Διάβαζε την κάθε λέξη συλλαβιστά, τονίζοντας την κάθε συλλαβή, και έβγαινε η φωνή της από μέσα απ’ την καρδιά της με δύναμη τρεμουλιαστά. Την ρώτησε ακόμη τί σημαίνουν αυτά και αν τα καταλαβαίνη. Και απάντησε: «Ακούεις; ακούεις; Όταν εκέκραξεν ο πετεινός». Αυτή ήταν η μετάφραση της γιαγιάς [Η Παναγιώτα με όλη την απλότητά της δίνει μία απάντηση και μία λύση στο πολυσυζητημένο θέμα της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων. Ελάχιστα κατανοούσε, αλλά τα βίωνε, γι’ αυτό και είχε θείες εμπειρίες. Για όσους επιθυμούν, υπάρχουν βοηθητικές ερμηνείες στα λειτουργικά κείμενα. Δεν μας λείπουν σήμερα τόσο οι γνώσεις, όσο η ευλάβεια, η απλότητα, η δυνατή πίστη, ο ένθεος ζήλος και η καθαρότητα των λογισμών].
Κάποτε την πήρε ο γαμπρός της στο κτήμα, και το απόγευμα, όταν ήρθε η ώρα της ακολουθίας, η γιαγιά κοίταζε δεξιά-αριστερά ανήσυχη. Ο γαμπρός της κατάλαβε. Την πήγε σ’ ένα σπιτάκι που είχε, έβαλε ένα κασόνι πάνω στην καρέκλα και της έκανε ένα πρόχειρο αναλόγιο. Η γιαγιά χαρούμενη έκανε την ακολουθία της.
Η Παναγιώτα εκκλησιαζόταν τακτικά και κοινωνούσε συχνά. Καθόταν σε μία καρέκλα μπροστά και ήταν πολύ αφοσιωμένη στην Λειτουργία. Παρατηρούσε με συγκεντρωμένη την προσοχή της στο Ιερό. Ήταν εντυπωσιακά και απόλυτα προσηλωμένη.
Κάποια ημέρα μετά την Λειτουργία είπε στην κόρη της: «Πάνω στην Αγία Τράπεζα ήταν ο Χριστός με τέσσερους άλλους που έκαναν έτσι», και με τα χέρια της προσπαθούσε να δείξη τις κινήσεις που έκαναν.
Έβλεπε συχνά Αγίους και Αγγέλους κατά την θεία Λειτουργία, και ειδικά τα τελευταία χρόνια. Το θεωρούσε πολύ φυσικό και νόμιζε ότι όλοι βλέπουν αυτά που έβλεπε η ίδια.
Την ρώτησε κάποιος ιερέας τί βλέπει, και αυτή δεν μιλούσε, μόνο κοίταζε αθώα. Στην επιμονή του τον ρώτησε «εσύ δεν βλέπεις;». «Όχι», απάντησε, αυτή χαμογέλασε και είπε με απορία, «δεν γίνεται». Υποχρεώθηκε να της πη τί βλέπει για να πη κι αυτή, «να δούμε αν βλέπουμε τα ίδια πράγματα». Είπε λοιπόν: «Ο Χριστός, η Παναγία και οι Αγιοί μας είναι κρυμμέ­νοι κάτω από την Αγία Τράπεζα. Άμα γίνεται Λειτουργία βγαίνουν».
Εκοιμήθη εν τω μεταξύ ο γαμπρός της και ήταν με την κόρη της. Κάποια μέρα πήγε η Θεογνωσία να ποτίση το χωράφι και νυχτώθηκε. Δεν πρόλαβε να γυρίση και κοιμήθηκε στο σπιτάκι που είχαν στο χωράφι. Η γιαγιά ήταν μόνη της. Όταν επέστρεψε η κόρη της την άλλη μέρα διηγήθηκε: «Εψές, σαν εκαθόμουν στο κρεββάτι μου και κρατούσα το κομποσχοίνι μου και προσευχόμουν γέμισε το σπίτι φως. Ήταν ένα φως σαν την λίρα την χρυσή. Εγώ έκλαια, έκλαια και έκανα συνέχεια τον σταυρό μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Έμεινε κάμποση ώρα και ύστερα λίγο-λίγο έφυγε από τον διάδρομο και εχάθη. Τί είναι τούτον το πράμα;».
Κάποτε έμεινε στην κόρη της Αιμιλία και την έβαλε να κοιμηθή στο δωμάτιο που ήταν τα εικονίσματα. Όλη τη νύχτα έβλεπε δύο καντήλια που φώτιζαν το δωμάτιο. Όταν ξημέρωσε το ένα χάθηκε.
Επίσης κατά την παραμονή της εκεί αρρώστησε. Μία νύχτα της παρουσιάστηκε μία γυναίκα με άσπρα ρούχα που έμοιαζε σαν νοσοκόμα, και της είπε ότι θα γίνει καλά, όπως και έγινε.
Την Μ. Σαρακοστή του έτους 1998 η γιαγιά Παναγιώτα, παρά το ότι πλησίαζε τα 90, νήστεψε κανονικά, αλλά ένιωθε μεγάλη αδυναμία. Μετά το Πάσχα τον περισσότερο καιρό ήταν ξάπλα. Στις 8-5-98 το απόγευμα πονούσε στα πόδια και δεν είχε διάθεση. Ζήτησε να φάη μούσμουλα. Εκείνη την ώρα έμπαινε η κόρη της Ελένη με μία σακκούλα μούσμουλα και έφαγε δύο-τρία. Τα κορίτσια της την έπλυναν και την άλλαξαν. Λέει στην κόρη της, «θα πεθάνω». Σε λίγο έγειρε το κεφάλι της και παρέδωσε το πνεύμα της ειρηνικά. Μέχρι την τελευταία στιγμή, είχε σώας τας φρένας και τις αισθήσεις της καλές, εκτός από την ακοή. Όπως ήταν καθαρή και ντυμένη, την έντυσαν πάλι με τα νεκρικά και το σάβανο. Το λείψανό της έμεινε μαλακό και ευλύγιστο μέχρι την επομένη ημέρα που το έβαλαν στον τάφο.
Την ίδια στιγμή που ξεψυχούσε η γιαγιά, το δισεγγονάκι της, ο Μάριος, ηλικίας 4-5 ετών, έδειχνε προς τις σκάλες ψηλά και έλεγε: «Μαμά, να, η γιαγιά η Παναγιωτού». Το παιδί με τα αθώα ματάκια του έβλεπε την εξαστράπτουσα ψυχή της γιαγιάς του που ανέβαινε στον ουρανό.
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο τ. Β’», Ιερόν Ησυχαστήριον «Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Αγιον Όρος)

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Des glaneuses - Jean Francois Millet



site analysis





Περιγράφοντας αὐτὸν τὸν ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ πίνακα ὁ E.H.Gombrich, σημειώνει τὰ  ἀκόλουθα: " Οὔτε δραματικὸ ἐπεισόδιο ὑπάρχει ἐδῶ, οὔτε ἡ εἰκονογράφηση κάποιας ἱστορίας. Ἁπλῶς τρεῖς μορφὲς ποὺ δουλεύουν σκληρὰ σὲ ἕνα χωράφι ὅπου γίνεται θερισμός. Οἱ τρεῖς γυναῖκες δὲν εἶναι οὔτε ὄμορφες οὔτε χαριτωμένες. Δὲν ὑπάρχει τίποτα στὴν εἰκόνα ποὺ νὰ ἀναφέρεται σὲ κάποιο βουκολικὸ εἰδύλλιο. Οἱ γυναῖκες κινοῦνται ἀργὰ καὶ βαριά, ἀφοσιωμένες στὴ δουλειά τους. Ὁ Μιλλὲ ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γὰ νὰ δώσει ἔμφαση στὴν τετράγωνη βαριὰ φτιαξιά τους καὶ τὶς μετρημένες τους κινήσεις. Τὶς ἔπλασε στέρεα, μὲ ἁπλὰ περιγράμματα, μὲ φόντο τὴ φωτεινὴ, ἡλιόλουστη πεδιάδα. Ἔτσι οἱ τρεῖς του χωριάτισσες ἀπέκτησαν μιὰ ἀξιοπρέπεια πιὸ φυσικὴ καὶ πιὸ πειστικὴ ἀπὸ τοὺς ἀκαδημαϊκοὺς ἤρωες. Ἡ διάταξη, ποὺ μὲ τὴν πρώτη ματιὰ μοιάζει τυχαία, ὑπογραμμίζει αὐτὴ τὴν ἐντύπωση τῆς ἤρεμης στάσης. Ὑπάρχει ἕνας ὑπολογισμένος ρυθμὸς στὴν κίνηση καὶ στὴν τοποθέτηση τῶν μορφῶν, ποὺ δίνει σταθερότητα στὴν ὅλη σύνθεση καὶ μᾶς κάνει νὰ νιώσουμε πὼς ὁ ζωγράφος ἀντιμετώπισε τὴν ἐργασία τοῦ θερισμοῦ σὰν ἕνα ἐπεισόδιο ἐπίσημο καὶ σημαντικὸ". 

Ἔχω τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ ἀνάλυση τοῦ Gombrich περιορίζεται ἀποκλειστικὰ στὶς "αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες",  κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ζήσιμου Λορεντζάτου, καὶ παραλείπει τὸ σπουδαιότερο, δηλαδὴ τὴν κοινωνιολογικὴ ἀλήθεια. Οἱ κοινωνικὲς ἀναφορὲς τοῦ πίνακα παραμένουν ἀσχολίαστες, τὸ ἔργο κρίνεται μόνο μὲ τοὺς κανόνες τῆς τέχνης καὶ ἡ ὅποια σχέση του μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ γέννησε σχεδὸν ἀποσιωπᾶται. Μὲ αλλα λόγια, ὁ συγγραφέας τοῦ Χρονικοῦ τῆς τέχνης"ἐγκλωβίζεται" στὸ πλαίσιο τοῦ αἰσθητικοῦ ἀποτελέσματος, χωρὶς νὰ ἐπιχειρεῖ τὴν ἔξοδο ἀπὸ αὐτὸ, ὤστε οἱ "σταχομαζῶχτρες" νὰ συνδεθοῦν μὲ τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἱστορία.

Οἱ τρεῖς μορφὲς ὄντως δουλεύουν σὲ ἕνα χωράφι. Ὡστόσο, στὴν "ἡλιόλουστη πεδιάδα" δὲν γίνεται θερισμὸς καὶ ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: ὁ θερισμὸς ἔχει τελιώσει. Οἱ τεράστιες θυμωνιὲς ποὺ διακρίνονται στὸ βάθος τοῦ πίνακα καὶ τὸ ὐπερφορτωμένο μὲ γεννήματα κάρρο δείχνουν καθαρὰ ὅτι οἱ τρεῖς γυναῖκες μαζεύουν σπυρί-σπυρὶ σχεδὸν τὸ σιτάρι, τουτέστιν τὰ ψιχία τοῦ εὐαγγελικοῦ Λάαρου, ἐνῶ δίπλα τους ὑπάρχει συσσωρευμένος τόσος πλοῦτος βρίσκονται σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς, ἡ ἐντύπωση ποὺ δημιουργεῖται εἶναι ὅτι μεταξύ τους "χάσμα μέγα ἐστήρικται" (Λουκ., ιστ΄, 26).

Ἀξίζει, λοιπόν, νὰ δοῦμε τίγράφει "ἐπ΄ αὐτοῦ" ὁ Παπαδιαμάντης,τοῦ ὁποίου "οἱ βουλὲς τῆς ποιήσεως" εἶχαν ἀρχίσει τὴν ἴδια περίπου ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Millet φιλοτέχνησε τὸν περίφημο ζωγραφικὸ πίνακα. Τὸ ἀπόσπασμα ποὺ παρατίθεται προέρχεται ἁπὸ τὸ διήγημα "Ἡ Σταχομαζὠχτρα" (πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφημ. Ἐφημερίς, 25 Δεκεμβρίου 1889), τὸ ὁποῖο ἀνήκει στὴν κατηγορία τῶν "ἑορταστικῶν":

Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεια-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾽ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾽στάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ φ᾽στάνες*!» Ἀλλ᾽ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλουσίας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τέσσαρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὰ δύο ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.


ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Στέλιου Παπαθανασίου 
"Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ἡ γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντος",
Μυγδονία 2007
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ