Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Βίος Οσίας Πελαγίας της Τηνίας



site analysis

Η Οσία Πελαγία η Τηνία εορτάζει στις 23 Ιουλίου



Η Πελαγία ήταν κόρη του παπά Νικηφόρου Νεγρεπόντη. Η μητέρα της ήταν από τον Τριπόταμο της Τήνου και άνηκε στην οικογένεια Φραγκούλη. Γεννήθηκε το 1752 μ.Χ. στο χωριό Κάμπο της
Τήνου και το κοσμικό της όνομα ήταν Λουκία. Από διάφορα έγγραφα φαίνεται ότι είχε ακόμα τρεις αδελφές. Η οικογένειά της διακρινόταν για την αγνή πίστη και την προσήλωση στα θρησκευτικά
ιδεώδη.

Λίγα χρόνια μετά τη γέννηση της Λουκίας ο πατέρας της πέθανε. Ήταν τότε 12 χρονών και έδειχνε σημάδια έντονης επιθυμίας να αφιερωθεί και να υπηρετήσει το θέλημα του Θεού. Οι δυσκολίες της
ζωής έκαναν την μητέρα της να τη στείλει στον Τριπόταμο, στην κάπως πιο ευκατάστατη αδελφή της. Εκεί η Λουκία έμεινε τρία χρόνια και συχνά επισκεπτόταν την άλλη θεία της, που ήταν μοναχή
στη Μονή Κεχροβουνίου. Ένοιωσε τότε επιτακτική την ανάγκη ν' ακολουθήσει τον μοναχικό βίο και σε ηλικία 15 χρονών μπήκε στο Μοναστήρι σαν δόκιμη, υπό την επίβλεψη της θείας της
μοναχής Πελαγίας. Όταν ήλθε η ώρα έγινε και η ίδια μοναχή με το όνομα Πελαγία.

Ως μοναχή αφοσιώθηκε με ψυχή και σώμα στην λατρεία του Θεού και στην ανακούφιση των πασχόντων. Η αγνότητα της ψυχής της, η οσιότητα της ζωής της, η αυταπάρνηση της, η μυστική
ζωή της κι ο πόθος της για λύτρωση συντέλεσαν ώστε η μοναχή Πελαγία να γίνει το «σκεύος εκλογής» για ν' αποκαλυφθεί σ' αυτήν η Παναγία για την εύρεση της Αγίας εικόνας της στον αγρό
του Δοξαρά στην πόλη της Τήνου (30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ.), γεγονός που έμελλε να κάμει την Τήνο ιερό νησί και να κατατάξει την Πελαγία μεταξύ των Αγίων. Το γεγονός δε αυτό συνέβη όταν
η Όσια ήταν 73 χρόνων και αρχιερέας Τήνου ήταν ο Γαβριήλ.

Η Οσία Πελαγία έκανε, με τις πρεσβείες της Παναγίας και τη χάρη του Θεού, αρκετά θαύματα πριν και μετά τον θάνατο της, ο όποιος ήλθε στις 28 Απριλίου 1834 μ.Χ. και τάφηκε στο ναό των
Ταξιαρχών του μοναστηριού.

Το 1973 μ.Χ. όμως, κτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός στο όνομα της, όπου φυλάσσεται και προσκυνείται η αγία κάρα της σήμερα. Ανακηρύχτηκε αγία με Συνοδική Πατριαρχική Πράξη στις
11 Σεπτεμβρίου 1970 μ.Χ. και η μνήμη της ορίστηκε να τιμάται στις 23 Ιουλίου, την ήμερα δηλαδή του οράματος της.



Το όραμα της ευρέσεως

Η εύρεση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας, έγινε ύστερα από όραμα της Αγίας Πελαγίας.

Την Κυριακή 9 Ιουλίου 1822μ.Χ. βλέπει στον ύπνο της μία μεγαλοπρεπή κυρία με φωτοστέφανο, η οποία της εξηγεί πόσο υπέφερε θαμμένη τόσα χρόνια κάτω από το χώμα. Της ζήτησε όταν
ξημερώσει να επισκεφθεί τον επίτροπο εσωτερικών υποθέσεων της Μονής και να του ανακοινώσει την επιθυμία της να αποκαλυφθεί το ερειπωμένο θαμμένο μέγαρό της στον αγρό του Αντ. Δωξαρά.

Όταν ξύπνησε κατάλαβε ότι η κυρία ήταν η Θεοτόκος και ότι το μέγαρο ήταν προφανώς ο Ναός Της. Της γεννήθηκαν όμως αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί κάτι τέτοιο να συμβαίνει σε εκείνη
την άσημη ταπεινή και το πώς θα έπρεπε να υποφέρει τους χλευασμούς και τις κοροϊδίες του δύσπιστου κόσμου. Έτσι αποφάσισε να μην αναφέρει τίποτα.

Την επόμενη Κυριακή 16 Ιουλίου 1822 μ.Χ., εμφανίζεται και πάλι στον ύπνο της η ίδια Κυρία δίνοντας και πάλι την ίδια παραγγελία. Η Πελαγία δεν είχε πλέον καμία αμφιβολία ότι ήταν η
εκλεκτή από την Θεοτόκο, αλλά και πάλι την απέτρεψαν οι αμφιβολίες.

Όταν και την τρίτη Κυριακή 23 Ιουλίου 1822 μ.Χ. εμφανίζεται στον ύπνο της με στεναχωρημένο, αλλά αυστηρό ύφος ζητώντας εξηγήσεις για την αγνόηση της παραγγελίας της, η Πελαγία
αποφασίζει πλέον να προχωρήσει χωρίς να ολιγωρήσει.

Την ίδια μέρα η Πελαγία κατέφυγε στην Ηγουμένη η οποία γνωρίζοντας τον ενάρετο βίο της την πίστεψε και επισκέφθηκε τον επίτροπο. Ο επίτροπος με την σειρά του ειδοποίησε με την συνοδεία
της Πελαγίας τον Μητροπολίτη της Τήνου ο οποίος προσκαλεί τον λαό της Τήνου στον Μητροπολιτικό ναό των Ταξιαρχών, παρακαλώντας τον να συνδράμουν για τον σκοπό αυτό σε
χρήμα ή και σε εργασία.

Ο λαός πρόθυμα άρχισε τις ανασκαφές στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 μ.Χ. από τις οποίες αποκαλύφθηκαν ο αρχαίος ναός του Διονύσου και ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Ωστόσο δεν βρέθηκε κανένα ίχνος εικόνας πράγμα που επισκίασε το θετικό κλίμα και οδήγησε τον κόσμο σιγά, σιγά στην εγκατάλειψη του εγχειρήματος. Η Πανώλη θέριζε εκείνη την εποχή, πράγμα
που ο επίτροπος το θεώρησε θεία τιμωρία.

Σε συνεργασία πάλι με τον Μητροπολίτη Τήνου συγκαλούν και πάλι τον λαό της Τήνου με την ίδια έκκληση ορίζοντας επιπλέον και μια επιτροπή ελέγχου του έργου. Όσο οι εργασίες δεν έφερναν
αποτέλεσμα, ο λαός χλεύαζε και κατηγορούσε την Πελαγία ως ονειροπόλα.

Με δάκρια στα μάτια η Πελαγία ζητά την βοήθεια της Παναγίας, η οποία της αποκαλύπτει πλέον το ακριβές σημείο στο οποίο ήταν θαμμένη η εικόνα Της.

Στις 30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ., μετά από την υπόδειξη της εν λόγω θέσης, η αξίνα του Δημ. Βλάσση προσκρούει στο θαυματουργό εικόνισμα!



Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε
Ἀμέμτπως ἐβίωσας ἐν ἐγκράτειᾳ πολλὴ καὶ πόνοις ἀσκήσεως καὶ ἐν ἀγάπῃ θερμή, Πελαγία Θεόληπτε. Ὅθεν τὴν Θεοτόκον ἐπαλλήλως κατεῖδες, μηνύουσαν
σοὶ Εἰκόνος τὴν ἀνεύρεσιν ταύτης. Ἣν πρέσβευε, Ἁγία Μῆτερ, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σέ.

Κοντάκιον. Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικός
Ζωὴν θεοφιλῆ, διανύσασα Μῆτερ, ἀσκήσει ἀρετῶν, καὶ ἠθῶν εὐκοσμίᾳ, θεράπαινα πεφήνας, τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος. Ὅθεν χαίρουσα, Κεχροβουνίου ἡ Μάνδρα,
μακαρίζει σε, ὦ Πελαγία θεόφρον, τιμῶσα τὴν Κάραν σου.
ΠΗΓΗ.ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Η μοναχή Μόνικα, ο πνευματικός της Καλύμνου



site analysis


Έφερε πάντα πολύτιμο περιδέραιο την διάκριση, την σιωπή και το ακατάκριτο. Διαμάντια πιο λαμπερά και από τον φωστήρα της ημέρας. Την γνώρισα στα μέσα του ’50. Ερχότανε στην Πάτμο στον γέροντα Αμφιλόχιο όσο το γήρας της το επέτρεπε και γιόρταζε κοντά του το Πάσχα το καινό. Τα χρόνια εκείνα ήταν ο Ευαγγελισμός η πόλις Ιερουσαλήμ. Εκεί ανέβαιναν αι φυλαί, φυλαί Κυρίου να γιορτάσουν Πάσχα Κυρίου. Ήταν υψίκορμη και λιπόσαρκη σαν  δούγα παλαιού ξύλινου βαρελιού. ‘Όταν κάποτε νοσηλεύθηκε σε θεραπευτήριο των Αθηνών, οι φοιτητές ρώτησαν τον γιο της, καθηγητή της Παιδιατρικής :

-         Η μητέρα σας δεν έφαγε ποτέ μια μπριζόλα;

Ερχότανε στον ναό της Βαγγελίστρας μαζί με την αδελφή που άναπτε τις κανδήλες. Καθότανε στο στασίδι, με το μακροφούστανο και το μαντήλι μέχρι την μύτη, τόσο ήσυχα, που δεν έδειχνε μέσα στο μισοσκόταδο πως υπάρχει παρουσία ζωντανού ανθρώπου. Ήταν σαν κάποια αδελφή να κρέμασε το ράσο της στο θρονί. Είτε έμπαιναν είτε έβγαιναν από την εκκλησία, ούτε σήκωνε το κεφάλι  ούτε το έστρεφε. Ρώτησα:

-         Αυτή η γριά δεν βλέπει, δεν ακούει;

-         Και βλέπει και ακούει, αλλά συνεχώς προσεύχεται.

Μου θύμιζε την μάννα του Σαμουήλ , όταν πήγαινε στο  ναό να προσευχηθή και ο γιος του ιερέα Ηλεί την πρόσεξε και είπε στον πατέρα του: «Μια γυναίκα ίσταται στον ναό και μαίνεται».

Καθόμουνα απέναντί της .Η μόνη κίνηση που έκανε ήταν να σκουπίζη τα δάκρυά της, τα ασίγητα και αθόρυβα, με το άσπρο της μαντήλι. Περισσότερο έστρεφα την προσοχή μου στην γερόντισσα Μόνικα παρά στο τέμπλο της εκκλησιάς.

Όταν απαντούσε στις ερωτήσεις του Γέροντα, μιλούσε τόσο στοχαστικά, σαν να έβγαινε η φωνή της μέσα από τους παλαιούς αιώνες. Αν ήταν άνδρας, θα μου θύμιζε τον παλαιό των ημερών. Ο λόγος της ήταν τόσο μετρημένος σαν ρήση ευαγγελική.

Εκεί όμως που εγνώρισα τον άνθρωπο αυτόν πρόσωπο με πρόσωπο ήταν στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Τότε έζησα από κοντά τον άνθρωπο των δακρύων και της καρδιακής προσευχής και έμαθα την ιστορία της ζωής της.

Ο σύζυγός της Γεράσιμος Ζερβός ήταν πάντα «ο πατέρας» και για την σύζυγο και για τα παιδιά. Οσάκις έλεγε «ο πατέρας μας» , αρκετό καιρό υπελάμβανα την πατέρα της, αλλ’ αργότερα εννόησα ότι επρόκειτο περί του συζύγου. Εργαζόταν στις Ινδίες, στις αγγλικές επιχειρήσεις εξορύξεως πολύτιμων μετάλλων. Σε μία από τις επισκέψεις του στον οίκο του πατρός του εγνώρισε την Άννα και ηράσθη του αληθινού κάλλους της ψυχής της. Την ζήτησε εις γάμου κοινωνίαν . Έπασχε όμως από μυοκαρδίτιδα. Του λέει:

-         Δεν μπορώ να σταθώ όρθια. Πώς θα γίνη ο γάμος;

Και υπανδρεύθη καθιστή. Τον ακολούθησε στην Ινδία και έφερε στον κόσμο πέντε παιδιά. Έπειτα από λίγα χρόνια εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα , ίσως για τις σπουδές των παιδιών. Τα δύο, την Φανή και τον Τζον, τα έχασε εφήβους από κάποια λιμώδη νόσο της εποχής εκείνης. Ο Τζον έγινε ουρανοβάμων προτού γίνη άνδρας. Δεκαέξι ετών ήταν ψάλτης αριστερός στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση. Υπέμεινε την αρρώστια με μαρτυρική υπομονή. Τα τελευταία λόγια του στην αγία μάννα του ήταν:

-         Θα λυπηθώ πολύ, όταν φορέσης μαύρα και κλάψης. Εγώ είδα τον Χριστό και μου είπε: «Έρχου γρήγορα∙ σε περιμένω».

Εκεί στην Αθήνα η κυρία Άννα εδέχετο όλη την ημέρα όχι μόνον πονεμένους, αλλά και κληρικούς. Έτσι γνωρίστηκε με τον πατέρα Σάββα και τον βοήθησε , μαζί με τον σύζυγό της, να εγκατασταθή στο νησί και σήμερα είναι ο προστάτης της Καλύμνου και των κήπων του ανατολικού Αιγαίου το εγκαλλώπισμα. Ο προϊστάμενος της Ζωής πατήρ Σεραφείμ Παπακώστας ήταν από τους πιο τακτικούς επισκέπτες. Ο γιος της ο παιδίατρος της έλεγε:

-         Μάννα ,  εσύ έχεις περισσότερους επισκέπτες από μένα.

Κάτω από το προσκέφαλό της είχε τρία βιβλία: τον Ιωάννη της Κλίμακος, τον Νείλο τον Σιναΐτη και τον αββά Ισαάκ. Αυτούς μελετούσε μέρα και νύχτα. Προτιμούσε την ανάγνωση από το κείμενο.

-         Καλύτερα – έλεγε- να διαβάσω μια σελίδα κείμενο παρά δέκα ερμηνεία. Στο κείμενο βρίσκεται το πνεύμα του Πατρός. Στην ερμηνεία έχει εξατμισθή το πνεύμα του και επικρατεί του ερμηνευτού.

Στους προσερχομένους πάντα απαντούσε από τους Πατέρες : «Αυτό μας λέγει ο αββάς Ισαάκ Ιωάννης, αυτό ο Νείλος και αυτό ο Ισαάκ». Ποτέ δεν έκλωθε δικά της λόγια. Έτσι, κανένας δεν αντέλεγε στις νουθεσίες της. Όλοι ευχαριστημένοι έφευγαν από την εξαγόρευση και την πατερική νουθεσία.

Είχε φοβερή υπομονή να ακροάζεται τους πειρασμούς , τον πόνο και την θλίψη των άλλων. Η νύφη της ερχόταν κάθε πρωί και μιλούσε επιθετικά εις βάρος του γιού της. Έπειτα από δίωρη ακρόαση αναπάντητη , της έλεγε:

-         Πήγαινε τώρα να ετοιμάσης φαγητό, γιατί τα παιδιά θα επιστρέψουν από το σχολείο.

-         Δεν στενοχωριέστε για όσα λέγει;

-         Καθόλου. Μόνον για την ψυχή της θλίβομαι.

Είχε τόση διάκριση, που ακουμπούσε στις ψυχές αυτό που μπορούσαν να βαστάξουν. Κανένας δεν έφευγε ούτε βαρυφορτωμένος ούτε ξεφόρτωτος. Το στόμα της ήτανε χρυσό. Ούτε αστεϊσμούς ούτε σαπρούς λόγους έλεγε ούτε κατάκριση εξήρχετο. Αυτά είναι τα στόματα των Αγίων.

Στην προσευχή – όπως μου ωμολόγησε η θεία μου μοναχή Θεοκτίστη και όπως και εγώ είδα και μαρτυρώ- συνεχώς έτρεχαν τα μάτια της αστείρευτη πηγή.

-         Πού , Γρηγόριέ μου –μου έλεγε η θεία μου μοναχή –βρίσκονταν τόσα δάκρυα; Εσπερινό κάναμε; Απόδειπνο διαβάζαμε; Όρθρο ψάλλαμε; Ώρες λέγαμε; Οι βρύσες των ομματιών της έτρεχαν.

Στην νοερά προσευχή η στάση της ήταν ουράνια. Μοναχός Πάτμιος, Αντίπας το όνομα, της είχε προσφέρει το επίτομο βιβλίο της Φιλοκαλίας των αγίων Πατέρων, το οποίο μελέτησε πολύ καλά.

Αλλά και ο Γεράσιμος καθόλου δεν υστερούσε στα πνευματικά της «μητέρας»- συζύγου του. Φαίνεται από πολύ νωρίς είχε συναναστραφή με πνευματικούς άνδρες. Είχε πολλά ωφεληθή και πολλά σπουδάσει. Αυτός πρέπει να βοήθησε την Άννα να προαχθή στα πνευματικά γυμνάσματα. Στον οίκο του στην Κάλυμνο είχε δωμάτιο με τους τέσσερις τοίχους γεμάτους βιβλία. Το δωμάτιο αυτό το έλεγαν «παπαδικό». Στους επισκέπτες έλεγε:

-         Περάστε να σας δείξω τα χόμπι της ζωής μου. Από ΄δω είναι τα «τσιγάρα» μου. Από ‘κει τα «ποτά» μου. Και πιο  ‘κει τα «γλυκά» μου.

Κάθε βράδυ περιήρχετο το λιμάνι μήπως βρη κάποιον άστεγο επισκέπτη του νησιού να φιλοξενήση στο σπίτι του. Αν επέστρεφε με επισκέπτη, έλεγε στην Άννα:

-         Έφερα τον Χριστό.

Αν δεν λάχαινε  κανένας άστεγος, γύριζε λυπημένος.

-         Χάσαμε , μητέρα, σήμερα.

Στο τέλος του προσεβλήθη από την επάρατο νόσο του καρκίνου. Δάγκωνε τα σίδερα του κρεβατιού να μη φανή ο πόνος του ούτε στους ανθρώπους ούτε στους Αγγέλους.



Η σύζυγός του, μετά την χηρεία, εκάρη ,μοναχή από τον γέροντα Αμφιλόχιο με το όνομα Μόνικα. Της ζήτησα κάποτε το βιβλίο του αββά Νείλου. Μου είπε:

-         Μετά την κοίμησή μου να είναι δικό σου. Τώρα όμως δεν μπορώ να το αποχωριστώ, γιατί ό όσιος Νείλος με τέρπει. Ο Σιναΐτης με οικοδομεί και όλα τα λαμπικάρει στην καρδιά μου ο Ισαάκ ο Σύρος.

Εκοιμήθη ενενήντα ετών η καρδιοπαθής και αδύνατη σαν την καλαμιά του ξηροπόταμου.

Αυτά έζησα και ενθυμούμαι και τα καταθέτω. Ξεύρω ότι είναι φτωχά και λίγα. Ας έχω την συμπάθειά της και τις πρεσβείες της μαζί μου.
 

πηγή:Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος
Γραφικές Τέχνες – Εκδόσεις: «Το Παλίμψηστον

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Η Αγία Φωτού στο χωριό Άγιος Ανδρόνικος Καρπασίας -



site analysis


Καρηασέων το κλέος και Κυπρίων αγλάισμα και των ασθενούντων η ρώσις, των πεπηρωμένων ανάβλεψις, των προς σε πιστώς προστρεχόντων εν τω θείω ναώ σου, πανένδοξε, τας ιάσεις παράσχου τοις δούλοις σου πάντοτε, ίνα ευχαρίστως κράζωμεν, Φωτεινή Οσία νύμφη Χριστού καλλιπάρθενε. Δόξα τω σε δοξάσαντι, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν Ιάματα.

Στο χωριό Άγιος Ανδρόνικος Γιαλούσας στη χερσόνησο της Καρπασίας , βρίσκεται το σπήλαιο στο οποίο ασκήτεψε η Αγία Φωτεινή η Κυπρία που στην Κύπρο είναι γνωστή ως Αγία Φωτού και είναι μια από τις πιο αγαπημένες αγίες της περιοχής. Όταν ανακάλυψαν το σπήλαιο οι κάτοικοι του χωριού ανακήρυξαν την Αγία Φωτού ως πολιούχο του χωριού τους και της έκτισαν ναό επί Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, κατά τον 18 ο ειώνα.
Κάθε χρόνο τη παραμονή της γιορτής της αγίας που είναι στις 2 Αυγούστου, χιλιάδες πιστοί απ' όλη την Καρπασία αλλά και από άλλα μέρη της Κύπρου κατέκλυζαν τον Άγιο Ανδρόνικο όπου έστηναν καλύβες και άρχιζαν ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια του νησιού, με χορούς τραγούδια και μπόλικο φαγοπότι. Ο Άγιος Ανδρόνικος μέχρι το 1964 ήταν μικτό χωριό και έτσι συμμετείχαν και οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι στο πανηγύρι οι οποίοι γιόρταζαν μαζί με τους Ελληνοκύπριους.
Παρόλη την αγάπη που τρέφουν οι κάτοικοι της Καρπασίας για την Αγία Φωτού, δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ζωή της , την καταγωγή της, και τον χρόνο που έζησε. Τα όσα είναι γνωστά αναφέρονται από την παράδοση και τον χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά.
Η τοπική παράδοση στη Καρπασία, λέγει ότι η Αγία Φωτού καταγόταν από το Ριζοκάρπασο, από απλοϊκούς γονείς. Από νεανική ηλικία απέρριψε την κοσμική ζωή και τον γάμο και απεσύρθηκε σε ασκητήριο που δημιούργισε, μέσα σε μια σπηλιά. Εκεί έζησε μία άγια ζωή , με προσευχή, νηστεία εγκράτεια, και παρθενία, αφιερωμένη στον Θεό.
Η παράδοση λέγει επίσης 'οτι η Αγία έκανε θαύματα ενώ ακόμη βρισκόταν στην ζωή. Όταν απεβίωσε ετάφη από πιστούς και ευλαβείς Χριστιανούς. Στον Τάφο της ο οποίος ανεκαλύθηκε μετά από θεία αποκάλυψη, έγραφε τα εξής λόγια: Φωτεινή Παρθένος Νύμφη Χριστού.
Η θεία αυτή αποκάλυψη έγινε κατά τον 15 ο αιώνα καθώς μαρτυρεί ο χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς. Γράφει στο " Χρονικόν " του: " Ακόμη ευρίσκεται εις την Ακροτικήν ( Καρπασίαν ) εις την Κώμην του Αγίου Ανδρονίκου της Κανακαριάς, έχει ολίγον καιρόν και ευρέθη δι αποκαλύψεως Θεού, την λέγουν Αγίαν Φωτεινήν, και ο τάφος της έχει κάτω της γης. Έχει βήμαν και λειτουργούν και έχει νερόν αγίασμαν και έχει πολλύν βάθος νερόν και εις το γύρισμαν του φενκαριού ( στην αλλαγή του φεγγαριού), πήσση απάνω το νερόν, καθώς πήσσει το πάγος εις μίαν τζίππαν και σηκώνουν το ως γοιόν μίαν τάβλαν ως πάγος, και το ν' αργήση λεί ( όταν αρχίσει να λιώνει ) και γίνεται ψιλόν ως σγιόν τον κορνιακτόν ( λεπτόν σαν σκόνη ) και χολλιάζονται τυφλοί και θεραπεύονται ( και αλοίφονται οι τυφλοί και βλέπουν ) ".
Η Αγία Φωτού πιστεύεται ότι θεραπεύει ιδίως τις παθήσεις των ματιών. Ο τάφος της είναι υπόγειος και λαξευτός με 23 σκαλοπάτια και το αγίασμα βρίσκεται στο βάθος της σπηλιάς.
Μετά την προσφυγοποίηση τους, οι κάτοικοι του Αγίου Ανδρονίκου μετέφεραν τα οστά της Αγίας Φωτούς τις ελεύθερες περιοχές και τα τοποθέτησαν στον νεόκτιστο ναό του Αποστόλου Ανδρέα στον Συνοικισμό Κολοσσίου στη Λεμεσό. Από το 1974 μέχρι το 2003, ο Ναός της Αγίας Φωτούς που βλέπετε στις φωτογραφίες, εχρησιμοποιείτο από του Τούρκους σαν στάβλος για πρόβατα, αφού συλήθηκε και λεηλατήθηκε πρώτα.

Αγία Μαρκέλλα: Το φρικτό μαρτύριο της προστάτιδας της Χίου



site analysis



PIC_16899
Η Αγία Μαρκέλλα είναι η προστάτιδα της Χίου, μαρτύρησε στο ομώνυμο ακρωτήρι που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, κοντά στη Βολισσό.
Η Αγία γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βολισσό. Η μητέρα της ήταν χριστιανή ενώ ο πατέρας της ειδωλολάτρης. Όταν έγινε 18 ετών ασπάσθηκε τον χριστιανισμό πράγμα που εξόργισε τον πατέρα της, ο οποίος προσπάθησε να την μεταπείσει. Άλλες φορές με το καλό και άλλες με απειλές προσπαθούσε να την κάνει να αλλάξει απόφαση. Η συμπεριφορά αυτή του πατέρα της ανάγκασε την Αγία να εγκαταλείψει το πατρικό της σπίτι.
Έφυγε στο βουνό και κρύφτηκε σε ένα βάτο. Εκεί την βρήκε ο πατέρας της μετά από υπόδειξη ενός βοσκού. Για να την αναγκάσει να βγει από το βάτο, του έβαλε φωτιά. Η Αγία έτρεξε προς τη θάλασσα προσπαθώντας να σωθεί. Πάνω σε αυτήν την προσπάθεια ο πατέρας της τη σημάδεψε με το τόξο του και την πλήγωσε με ένα βέλος. Το αίμα της Αγίας έβαψε κόκκινα τα βράχια πάνω στα οποία έτρεχε.
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjCFrq65rPCBtdHzS7I4GzHToNzZGXR22LlEMoqmgS4vMPOIH3ygvJAWUC3iEs8BhQu1Gm4_feUoO6hNk1fovL8ueb3NFi1VUzrwcggFFqdyqyArzeV5p1ktc9z3VMFZuKu2Qp2VeyybcQy/s1600/img108aa.jpgΑκόμα και σήμερα φαίνονται τα σημάδια που άφησε πάνω τους το αίμα. Τις τελευταίες στιγμές της ζωής της έκανε προσευχή στο Χριστό και τον παρακάλεσε να ανοίξει έναν βράχο για να κρυφτεί μέσα του. Έτσι και έγινε. Ένας βράχος άνοιξε και έκρυψε όλο το σώμα της Αγίας εκτός από το κεφάλι της το οποίο βρήκε ο πατέρας της και το έκοψε. Μετά από το αποτρόπαιο αυτό έγκλημά του, πέταξε το κεφάλι της κόρης του στη θάλασσα.Από αυτόν τον βράχο αναβλύζει αγίασμα.
Στον όρμο της Αγίας Μαρκέλλας ανάμεσα σε πλατάνια είναι χτισμένος ο ναός της. Εκτός από το ναό υπάρχουν κελιά στα οποία μπορούν να φιλοξενηθούν περιηγητές για μια νύχτα. Ο τόπος του μαρτυρίου της Αγίας, βρίσκεται σε απόσταση 20 λεπτών περίπου από τον ναό. Η εικόνα της θεωρείται από πολλούς θαυματουργή.
http://www.diakonima.gr/wp-content/uploads/2010/07/agia_markella-ceb2ceb5cebdceb4ceb9ceb1cebcceb5cf83ceb1.jpgΟι εκδοχές για την κατάληξη της Κάρας της Αγίας ποικίλλουν. Σύμφωνα με αυτήν της Ιεράς Σκήτης των Αγίων Πατέρων, περισυλλέχθη και ετάφη στο σημείο της καμένης βάτου. Από την άλλη, ο Άγιος Νικηφόρος ο Χίος υποστηρίζει πως η Αγία Κάρα πιθανόν να βρίσκεται στην Παλαιά Ρώμη όπου ενδεχομένως να μεταφέρθηκε όταν τη Χίο εξουσίαζαν οι Γενουάτες, στοιχείο όμως το οποίο δεν είναι εξακριβωμένο.
Στο βράχο όπου φιλοξενούνται τα λείψανα της Αγίας Μαρκέλλας, όταν γίνεται δέηση για την θεία «χάρη» της στις 22 Ιουλίου, η θάλασσα βράζει, χάνει την αλμυρή ιδιότητα της και αναβλύζει αγίασμα. Επίσης σύμφωνα με την παράδοση την ημέρα εκείνη η θάλασσα, που βρίσκεται πλησίον του προσκυνήματος παίρνει ένα σκούρο, σχεδόν κόκκινο χρώμα, όπως το αίμα της αγίας, που χύθηκε στα νερά αυτά. Την ημέρα αυτή γίνεται μεγάλο πανηγύρι και προσκυνητές έρχονται όχι μόνο από όλο το νησί αλλά και από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Λόγος εις την αγίαν Ισαπόστολον Μυροφόρον Μαρία την Μαγδαληνή(Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθοπουλου)



site analysis


Από το βιβλίο του αρχ.Νεκταριου Ζιόμπολα''Η Ισαπόστολος Μαρία η Μαγδαληνή και η βυζαντινή υμνογράφος Κασσιανή-Οι παρεξηγημένες-Χρέος η αποκατάστασή τους''.
Παρακάτω παραθέτουμε έναν σχολιασμό του π Νεκταρίου, στο λόγο του Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθόπουλου εις την Αγ.Μαρία την Μαγδαληνή.
Ο λόγος του σοφοϋ και πιστοϋ Νικηφόρου του  Καλλίστου, όπως θα φανεί είναι ό,τι καλύτερο είναι γνωστό για την μεγάλη Μυροφόρο. Μάλιστα όσα γράφει για την νεανική της ζωή, για τα επτά δαιμόνια καί γενικά για την ζωή της πριν γνωρίσει τον Ίησοϋ Χριστό. Μάλιστα ειδικό ενδιαφέρον έχουν τα όσα αναφέρει το γιατί ό διάβολος με βάση την προφητεία «ιδού ή Παρθένος...»,ως αγνότατη την επισήμανε καί πάσχισε να θίξει την παρθενία της κλ.π. όπως θα δοΰμε. Τα στοιχεία αυτά είναι άγνωστα ακόμη καί στους πολύ θρησκευόμενους. Την Κυριακή των Μυροφόρων πού συνήθως γίνεται λόγος για τη Μαγδαληνή, το θέμα εστιάζεται ως προς τη στάση της την προσφορά της στον τάφο του Χρίστου ως μυροφόρα καί όχι για την εν γένει ζωή της. Όταν ή Αγία 22 Ιουλίου εορτάζεται, ή εορτή της περνά σχεδόν απαρατήρητη από το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Καί όμως, ως Πρόσωπο του άμεσου περιβάλλοντος του Χρίστου καί λόγω της τόσης συκοφαντήσεως καί σπιλώσεως της μνήμης καί ηθικής της από τους βλάσφημους πού έγινε λόγος, θα έπρεπε γενικά εκ μέρους της Εκκλησίας εύκαίρως- άκαίρως, κυρίως την Μ. Εβδομάδα καί το Πάσχα, να γίνεται λόγος για τη Με¬άλη αυτή μορφή της πίστεως, το ποια στην ουσία ήταν καί είναι, δίδοντας έτσι υλικό καί γνώση στο να αμύνονται οι πιστοί όταν θίγεται το ιερό της πρόσωπο. Το ότι έκκλησιαστικώς ιερά άμυνα δεν υπάρχειγια τη μεγάλη Μυροφόρο εκτός από φραστικά πυρά, είναι ένα κρίμα.

Ακόμη στο ότι υπάρχει άγνοια στους πιστούς -ακόμη καί σε ιερείς καί θεολόγους - για τη ζωή καί δράση της Μαρίας της Μαγδαληνής, φαίνεται ότι επαληθεύεται το «έκαστος εξ ετέρου σοφός, τότε πάλαι το τε νυν». Δηλαδή δεν «άρδευόμεθα» από τα κείμενα, από τίς πηγές, αλλά άρκούμεθα σε ό,τι συνήθως κυκλοφορεί, αναπαράγεται.

Με την ευκαιρία πάντως πού ασχολούμεθα εδώ με την ιερή αύτη προσωπικότητα, παρέχεται ή δυνατότητα στους αναγνώστες να μάθουν πολλά καί για αυτή τη μοναδική όντως μορφή της Εκκλησίας του Χρίστου.

Τα κείμενα του σοφού Νικηφόρου είναι σε δύσκολη αρχαΐζουσα γλώσσα. Όρισμένα άπ' αυτά θα τα σχολιάσουμε πλην ελευθέρως.

«...Πατρίς τοίνυν (λοιπόν) τη μακαριά ταύτη μαθήτρια του Λόγου Μαγδαληνή, ην ό Θεός τω μεγάλω πατριάρχη Αβραάμ καί τοις εξ αυτού έπηγγείλατο, ή γη της επαγγελίας ή κληροδοτηθεϊσα τω Ισραήλ.... Αυτή μεν ουν της μακαριάς Μαγδαληνής ή πατρίς». Δηλαδή ή Παλαιστίνη. Οι γονείς της, «άνωθεν καί γαρ αύτοϊς ως εκ σειράς το της ευγενείας καλόν των άφ' ηλίου ανατολών καί ούτοι ορμώμενοι, ευγενείς το σώμα, την ψυχην ευγενέστεροι... Γεννώσι τοίνυν την μακαρίαν ταύτη ν Μαρίαν περί τα μέσα που της μοναρχίας του Καίσαρος Όκταβίου.... Έπεί δ' άπέσχετο γάλακτος, καί πόρρω τιτθών ην, καί άρτι ποσίν οικείοις έπιβαίνειν της γης ήρξατο, ουκ έπ' άτρακτονέρεΐδειν πήχεις, ούδ έρια νήθειν... άλλ' ες γραμματι-στού φοιτάν έγκελεύεται... καί ασκείται μεν αύτη, όσα τω θεόπτη γέγραπται Μωϋσεΐ, καί τη λοιπή σκιώδει Γραφή, δσα τε προφήται καί ψαλμοί διεξέρχονταΐ τοις μέντοι ψαλμοις καί προσετετήκει τα μάλιστα, καί τούτοις νυκτός ην καί ημέρας έμμελετώσα, καί των προφητικών έκείνοις έγκειμένη διηνεκές, όσα περί Χρίστου, ει'τ' ούν περί του ήλειμμένου καί Μεσσίου εμφανέστατα διαγγέλλουσιν».


Ιδού πώς αρχίζει ή ζωή της Μαγδαληνής Μαρίας. Αφού ως μικρά παιδίσκη ακόμη άπεκόπει από το μητρικό γάλα καί δεν είχε σχέση με τη θηλή του μαστού καί άρχισε να κινήται να σκέπτεται, δεν ασχολήθηκε με κλωστικά όργανα με το αδράχτι καί με το να γνέθει μαλλιά, αλλά παροτρύνθηκε να φοιτήσει να ακούσει προς διδαχή γραμματοδιδάσκαλο. Κάτι φυσικό όχι για όλους καί μάλιστα για μικρή παιδίσκη. Ασκείται λοιπόν στα του θεόπτου Μωϋσέως, στους προφήτες καί μάλιστα καταγίνεται με τους ψαλμούς του Δαβίδ. Φθάνει δε έως του σημείου να έρευνα να ένασχολεΐται με όσα περί Χρίστου Μεσσίου γίνεται λόγος στην Παλαιά Διαθήκη. Ή πληροφορία αύτη λέει πολλά για την μετέπειτα ζωή καί δράση της άκρως θρησκευόμενης Μαρίας. Εξ απαλών ονύχων λοιπόν διέτριβε στα ιερά βιβλία της Π. Δ. καί επομένως από πρώτο χέρι γνώριζε πολλά καί περί Μεσσίου. "Ωστε ή ζωή της αρχίζει με το να έχει εφοδιασθεί πνευματικά με τα όντως εφόδια της ζωής πού για τα παιδικά χρόνια της Μαρίας ήταν ό προφητικός λόγος, οί ψαλμοί. Καί συνεχίζεται το κείμενο.
»...'Άρτι δε των γονέων ταύτη διαμετρισαμένων το ζην, αυτή καί παρούσης εξουσίας είς το ραθυμεϊν, ουκ έμεινεν εν άπαιδευσία• ου γαρ προς τρυφάς άπεϊδε, καί βλακείας ανήκε το σώμα, καί τη λοιπή ραστώνη έκδεδιήτητο• καί ταϋτα παρηβώσαν ήδη την ήλικίαν επαγόμενη, πλούτω τε βριθομένη, καί άρτι παθών των εκ φύσεως επιβαίνουσα• άλλ' ασχολον έργον ταύτη νηστεία καί προσευχή, τηξις σαρκός, καί ή προς το θείον νεΰσις τε καί οίκείωσις, νόμου μελέτη, Γραφών άνάγνωσις... Τα του ρέοντος πλούτου ψυχής γενναιότητι αποθησαυρίζει...».


Ενώ ήταν ακόμη μικρή ή Μαρία, πέθαναν οι γονείς της οπότε είχε όλα τα περιθώρια καί την άνεση να ζήσει μια αδιάφορη καί ξέφρενη ζωή. Όμως ή θωρακισμένη από μικρή με τα ουσιώδη της ζωής Μαρία δεν είχε σχέση με «το ραθυμεϊν» ούτε «προς τρυφάς» εστράφη ή ζωή της καί με ότι καταγίνονται συνήθως τα νιάτα. Καί μάλιστα ενώ βρέθηκε να έχει κάποιον πλοϋτον από τους γονείς της καί ως εκ τούτου θα ήταν εύκολο ως νέα γυναίκα να κλίνει προς πάθη καί νεανικές αδυναμίες, αύτη πάση θυσία απέφευγε όλα αυτά. Καί αυτό το μπόρεσε διότι ως σκοπό καί βασική ασχολία της είχε τη νηστεία την προσευχή τη μελέτη των Γραφών καί την άσκηση, είς τρόπον ώστε να κυριαρχεί να έχει πλήρη έλεγχο στίς οποίες επιθυμίες της σαρκός, ή μάλλον να είναι οριστικά στραμένη προς τα θεια πράγματα. Θησαύριζε δηλαδή όχι τα ρέοντα καί χαμερπή, αλλά σε αρετή καί γενναιότητα ψυχής.
»...Ην γαρ αύτη καί προ της χάριτος τα της χάριτος σπουδαζόμενα. Άγνεία μεν βίου τοσαύτη έκέ-χρητο, καί ούτω δια σπουδής ην αύτη το της παρθενίας καλόν ως άποσχέσθαι μεν εορτών, άπείπασθαιδε πανηγύρεως καί του θάμα παραβάλλει προσήκουσι, καί άνδράσιν αύτοϊς ες όψιν το παράπαν άνομίλητα είναι των άτοπων καί γαρ έκρινε, παρθενεύειν έλομένη, καί της κατά την πράξιν αφής άφεστώσα δια των αισθήσεων οίον τισιν άσωμάτοις άφαϊ, του ποθούμενου δράττεσθαι πόρρωθεν, καί ο όραν αίσχρόν δια σώματος τούτο ταϊς διανοίαις καί τη του νου έμπαθεϊ συνάφεια έργάζεσθαι,ταϊς τε των ομμάτων έπιβολαϊς περιπτύσσεσθαι δι' ων άπεμάξατο τύπων ο πολλού δέουσι περί αυτών είδέναι, αϊ νυν άσκεϊν παρθενίαν προείλατο. Δια τοι ταϋτα καί γέλωτος άμετρίαν συνέστελλε, καί παρρησίας άφηρεϊτο το πλείστον, καί ησυχία έντρυφώσα συνήν αεί τω θεώ, νοός καθαρότητι συγγινομένη, καί τη συνέχει των Γραφών αναγνώσει καί τοις άλλοις καί πρόγε πάντων τη καί μέχρις αυτής παροράσεως παρθενία καί καθαρότητι».

Στήν παράγραφο αύτη ό συγγραφέας Κάλλιστος αναφέρει αρχικά κάτι το άκρως σπουδαίο, το ασύγκριτο θα έλεγα. Ότι ή νεαρή Μαρία εκεί στα Μάγδαλα της Γαλιλαίας, «καί προ της χάριτος τα της χάριτος σπουδαζομένη». Πρίν δηλαδή εμφανισθεί ό Χριστός αυτή κατεγίνετο, άσχολείτο μετά ζήλου καί στα σοβαρά, ήταν δοσμένη σε εκείνα τα μεγάλα καί τα υψηλά πού χαρακτηρίζουν τίς θεοφιλές ψυχές πού άκουσαν καί ελκύστηκαν από τη θεία διδασκαλία. Τόσο δε αυστηρή ήταν ή ζωή της άγνείας καί ψυχοσωματικής καθαρότητας καί φροντίδος ώστε να διατηρεί το αγαθόν της παρθενίας άμεμπτο, ώστε δεν είχε σχέση καί συμμετοχή σε συνάξεις καί ξεφαντώματα καί μάλιστα όπου υπήρχε το ανδρικό στοιχείο, απέφευγε το δυνατόν κάθε σχέση επαφή ή ακόμη καί συνομιλία. Καί όλα αυτά, διότι είχε χαράξει οριστικά καί μετά ζήλου ψυχής στο να παρθενεύει, καί επομένως έπρεπε να αποφεύγει καί να διατηρεί καθαρές τίς αισθήσεις της ως κόρην οφθαλμού, ωσάν να μην είχε σώμα καί για να πετύχει του ποθούμενου έπρεπε να απέχει στο να βλέπει ο,τι το αισχρό, διότι καί μόνο ματιά δυνατόν να έχει στη συνέχεια εμπαθείς λογισμούς πού οδηγούν ακόμη καί σε πράξεις. Έτσι απέφευγε ακόμη καί επιτρεπόμενους τύπους. Με άλλα λόγια ό,τι διακαώς ποθούν αυτές πού καί τώρα εκλέγουν την παρθενική ζωή. Γενικά ή Μαρία ζούσε καί εντρυφούσε στο δικό της ηθικό κόσμο καί δια της προσευχής καί μελέτης πάσχιζε να έχει κατά το δυνατόν συνεχώς καθαρόν τον νουν, να έχει πνευματική επαφή με το Θεό. Ακόμη καί στο να γελάσει είχε μέτρο καί απέφευγε τολμηρές εμφανίσεις. Προκειμένου λοιπόν να διατηρεί συνεχώς την ψυχική της καθαρότητα καί παρθενία δεν επέτρεπε στον εαυτό της το να παραβλέπει καί ολιγωρεί στα ιερά της καθήκοντα.


Στ' αλήθεια καταπλήσσουν όλα αυτά το τί αυστηρή ζωή ζούσε ως νέα γυναίκα ή Μαρία, μάλιστα πρίν κάνει την εμφάνιση του «το φως του κόσμου », δηλαδή σε εποχή άκρως ηθικής παρακμής. Εξαίρεση εξαιρέσεως ή τόσο πειθαρχημένη μάλιστα παρθενική ζωή πού ζούσε ή ψυχή αυτή, καί χωρίς να έχει πλάι της τους γονείς της ως στήριγμα. "Οντως αποτελεί ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ πού εκπλήσσει. Με βάση αυτά γίνεται φανερό το αβυσσαλέο συκοφαντικό μένος αυτών πού σπιλώνουν την τιμήν της καί ετοιμάζουν την κόλαση τους.
ΠΗΓΗ.ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

St Theodora of Sihla Commemorated on August 7 Troparion & Kontakion Saint Theodora, one of Romania’s greatest female ascetics, was born in the village of Vanatori, Neamts in the first half of the seventeenth century, and was the daughter of Stephen Joldea and his wife. In her youth, St Theodora went through a great trial in her family. Her sister, Marghiolita, had a tragic death. The event affected her deeply. At this point, the thought of retreating from the world blossomed in her heart. She wished to atone for her parents, for her sister, for herself. But her grieving parents did not agree to her decision, since she was now their only child. They entreated her, and, at the proper time, they married her to a young man from Ismail, who was working in their parts, and who often went to venerate the holy sites. After entering into a lawful marriage, they lived together in her husband’s house. St Theodora and her husband did not have any children. Therefore, she and her husband decided to enter the monastic life. Her husband went to the Skete of Poiana Marului, where he was tonsured with the name Eleutherius. He was also ordained to the holy priesthood. Theodora also received the monastic tonsure in the Skete of Poiana Marului. In just a few short years, she advanced in obedience, prayer, and asceticism, acquiring the grace of unceasing prayer of the heart. When her skete was destroyed by the Turks, she fled to the Buzau Mountains with her Spiritual Mother, Schemanun Paisia. They lived for several years in fasting, vigil and prayer, enduring cold, hunger, and demonic temptations. When her Spiritual Mother fell asleep in the Lord (between 1670-1675), St Theodora was led by God to the mountains of Neamts. After venerating the wonderworking Neamts Icon of the Mother of God (June 26) in the monastery, she was told to seek the advice of Hieromonk Barsanuphius of Sihastria Skete. Seeing her desire for the eremetical life, and recognizing her great virtues, he gave her Holy Communion and assigned Hieromonk Paul as her Father Confessor and spiritual guide. Fr Barsanuphius advised Theodora to go and live alone in the wilderness for a year. “If, by the grace of Christ, you are able to endure the difficulties and trials of the wilderness, then remain there until you die. If you cannot endure, however, then go to a women’s monastery, and struggle there in humility for the salvation of your soul.” Fr Paul searched in vain for an abandoned hermitage where St Theodora might live. Then they met an old hermit living beneath the cliffs of Sihla. This clairvoyant Elder greeted them and said, “Mother Theodora, remain in my cell, for I am moving to another place.” Fr Paul left Theodora on Mount Sihla, blessing her before he returned to the skete. St Theodora lived in that cell for thirty years. Strengthened with power from on high, she vanquished all the attacks of the Enemy through patience and humility. She never left the mountain, and never saw another person except for Fr Paul, who visited her from time to time to bring her the Spotless Mysteries of Christ and the supplies she needed to survive. St Theodora made such progress in asceticism that she was able to keep vigil all night long with her arms lifted up toward heaven. When the morning sun touched her face, she would eat some herbs and other vegetation to break her fast. She drank rain water which she collected from a channel cut into the cliff, which is still known as St Theodora’s Spring. When Turks attacked the villages and monasteries around Neamts, the woods became filled with villagers and monastics. Some nuns found St Theodora’s cell, and she called out to them, “Remain here in my cell, for I have another place of refuge.” Then she moved into a nearby cave, living there completely alone. An army of Turks discovered the cave, and were about to kill the saint. Lifting up her hands, she cried out, “O Lord, deliver me from the hands of these murderers.” The wall of the cave opened, and she was able to escape into the woods. As St Theodora grew old, she was forgotten and there was no one to care for her. Placing all her hope in God, she continued her spiritual struggles, and reached great heights of perfection. When she prayed her mind was raised up to Heaven, and her body was lifted up off the ground. Like the great saints of earlier times, her face shone with a radiant light, and a flame came forth from her mouth when she prayed. In time her clothes became mere rags, and when her food ran out, she was fed by birds just as the Prophet Elias (July 20) was. They brought crusts of bread to her from the Sihastria Skete. Seeing the birds come to the skete and then fly away with pieces of bread in their beaks, the Igumen sent two monks to follow them. Night fell as they walked toward Sihla, and they lost their way in the woods. They decided to wait for daylight, and began to pray. Suddenly, they saw a bright light stretching up into the sky, and went to investigate. As they approached, they saw a woman shining with light and levitating above the ground as she prayed. St Theodora said, “Brethren, do not be afraid, for I am a humble handmaiden of Christ. Throw me something to wear, for I am naked.” Then she told them of her life and approaching death. She asked them to go to the skete and ask for Fr Anthony and the hierodeacon Laurence to come and bring her Communion. They asked her how they could find their way to the skete at night, for they did not know the way. She said that they would be guided to the skete by a light which would go before them. The next day at dawn, Fr Anthony went to Sihla with the deacon and two other monks. When they found St Theodora, she was praying by a fir tree in front of her cave. She confessed to the priest, then received the Holy Mysteries of Christ and gave her soul to God. The monks buried her in her cave with great reverence sometime during the first decade of the eighteenth century. News of her death spread quickly, and people came from all over to venerate her tomb. Her holy relics remained incorrupt, and many miracles took place before them. Some kissed the relics; others touched the reliquary, while others washed in her spring. All who entreated St Theodora’s intercession received healing and consolation. St Theodore’s former husband, Hieromonk Eleutherius, heard that she had been living at Sihla, and decided to go there. He found her cave shortly after her death and burial. Grieving for his beloved wife, Eleutherius did not return to his monastery, but made a small cell for himself below the cliffs of Sihla. He remained close to her cave, fasting, praying, and serving the Divine Liturgy. He lived there for about ten years before his blessed repose. He was buried in the hermits’ cemetery and the Skete of St John the Baptist was built over his grave. St Theodora’s relics were taken to the Kiev Caves Monastery between 1828 and 1834. There she is known as St Theodora of the Carpathians. Our Venerable Mother Theodora was glorified by the Romanian Orthodox Church in June 1992.





St Theodora of Sihla

Saint Theodora, one of Romania’s greatest female ascetics, was born in the village of Vanatori, Neamts in the first half of the seventeenth century, and was the daughter of Stephen Joldea and his wife.
In her youth, St Theodora went through a great trial in her family. Her sister, Marghiolita, had a tragic death. The event affected her deeply. At this point, the thought of retreating from the world blossomed in her heart. She wished to atone for her parents, for her sister, for herself. But her grieving parents did not agree to her decision, since she was now their only child. They entreated her, and, at the proper time, they married her to a young man from Ismail, who was working in their parts, and who often went to venerate the holy sites. After entering into a lawful marriage, they lived together in her husband’s house.
St Theodora and her husband did not have any children. Therefore, she and her husband decided to enter the monastic life. Her husband went to the Skete of Poiana Marului, where he was tonsured with the name Eleutherius. He was also ordained to the holy priesthood.
Theodora also received the monastic tonsure in the Skete of Poiana Marului. In just a few short years, she advanced in obedience, prayer, and asceticism, acquiring the grace of unceasing prayer of the heart.
When her skete was destroyed by the Turks, she fled to the Buzau Mountains with her Spiritual Mother, Schemanun Paisia. They lived for several years in fasting, vigil and prayer, enduring cold, hunger, and demonic temptations. When her Spiritual Mother fell asleep in the Lord (between 1670-1675), St Theodora was led by God to the mountains of Neamts. After venerating the wonderworking Neamts Icon of the Mother of God (June 26) in the monastery, she was told to seek the advice of Hieromonk Barsanuphius of Sihastria Skete. Seeing her desire for the eremetical life, and recognizing her great virtues, he gave her Holy Communion and assigned Hieromonk Paul as her Father Confessor and spiritual guide.
Fr Barsanuphius advised Theodora to go and live alone in the wilderness for a year. “If, by the grace of Christ, you are able to endure the difficulties and trials of the wilderness, then remain there until you die. If you cannot endure, however, then go to a women’s monastery, and struggle there in humility for the salvation of your soul.”
Fr Paul searched in vain for an abandoned hermitage where St Theodora might live. Then they met an old hermit living beneath the cliffs of Sihla. This clairvoyant Elder greeted them and said, “Mother Theodora, remain in my cell, for I am moving to another place.”
Fr Paul left Theodora on Mount Sihla, blessing her before he returned to the skete. St Theodora lived in that cell for thirty years. Strengthened with power from on high, she vanquished all the attacks of the Enemy through patience and humility. She never left the mountain, and never saw another person except for Fr Paul, who visited her from time to time to bring her the Spotless Mysteries of Christ and the supplies she needed to survive.
St Theodora made such progress in asceticism that she was able to keep vigil all night long with her arms lifted up toward heaven. When the morning sun touched her face, she would eat some herbs and other vegetation to break her fast. She drank rain water which she collected from a channel cut into the cliff, which is still known as St Theodora’s Spring.
When Turks attacked the villages and monasteries around Neamts, the woods became filled with villagers and monastics. Some nuns found St Theodora’s cell, and she called out to them, “Remain here in my cell, for I have another place of refuge.” Then she moved into a nearby cave, living there completely alone. An army of Turks discovered the cave, and were about to kill the saint. Lifting up her hands, she cried out, “O Lord, deliver me from the hands of these murderers.” The wall of the cave opened, and she was able to escape into the woods.
As St Theodora grew old, she was forgotten and there was no one to care for her. Placing all her hope in God, she continued her spiritual struggles, and reached great heights of perfection. When she prayed her mind was raised up to Heaven, and her body was lifted up off the ground. Like the great saints of earlier times, her face shone with a radiant light, and a flame came forth from her mouth when she prayed.
In time her clothes became mere rags, and when her food ran out, she was fed by birds just as the Prophet Elias (July 20) was. They brought crusts of bread to her from the Sihastria Skete. Seeing the birds come to the skete and then fly away with pieces of bread in their beaks, the Igumen sent two monks to follow them. Night fell as they walked toward Sihla, and they lost their way in the woods. They decided to wait for daylight, and began to pray. Suddenly, they saw a bright light stretching up into the sky, and went to investigate. As they approached, they saw a woman shining with light and levitating above the ground as she prayed.
St Theodora said, “Brethren, do not be afraid, for I am a humble handmaiden of Christ. Throw me something to wear, for I am naked.”
Then she told them of her life and approaching death. She asked them to go to the skete and ask for Fr Anthony and the hierodeacon Laurence to come and bring her Communion. They asked her how they could find their way to the skete at night, for they did not know the way. She said that they would be guided to the skete by a light which would go before them.
The next day at dawn, Fr Anthony went to Sihla with the deacon and two other monks. When they found St Theodora, she was praying by a fir tree in front of her cave. She confessed to the priest, then received the Holy Mysteries of Christ and gave her soul to God. The monks buried her in her cave with great reverence sometime during the first decade of the eighteenth century.
News of her death spread quickly, and people came from all over to venerate her tomb. Her holy relics remained incorrupt, and many miracles took place before them. Some kissed the relics; others touched the reliquary, while others washed in her spring. All who entreated St Theodora’s intercession received healing and consolation.
St Theodore’s former husband, Hieromonk Eleutherius, heard that she had been living at Sihla, and decided to go there. He found her cave shortly after her death and burial. Grieving for his beloved wife, Eleutherius did not return to his monastery, but made a small cell for himself below the cliffs of Sihla. He remained close to her cave, fasting, praying, and serving the Divine Liturgy. He lived there for about ten years before his blessed repose. He was buried in the hermits’ cemetery and the Skete of St John the Baptist was built over his grave.
St Theodora’s relics were taken to the Kiev Caves Monastery between 1828 and 1834. There she is known as St Theodora of the Carpathians.
Our Venerable Mother Theodora was glorified by the Romanian Orthodox Church in June 1992.