Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Εκοιμήθη η Μοναχή Αλεξία, ύστερα από 106 χρόνια ζωής



site analysis


του Νικολάου Μαγγίνα
Εξεδήμησε εις Κύριον η υπεραιωνόβιος μοναχή Αλεξία, κατά κόσμον Μελπομένη Μουράτογλου, σε ηλικίαν 106 ετών, στην Μονή Χρυσοπηγής Χανίων, όπου εγκαταβίωνε τα τελευταία 3 χρόνια. Προηγουμένως ζούσε στην Κωνσταντινούπολη όπου εκκλησιαζόταν στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου. 
Η μοναχή Αλεξία γεννήθηκε εις Τένεδον το έτος 1909, επί κραταιάς βασιλείας Σουλτάνου Abdülhamid Β΄. Ήτο εξ εγγάμων και το έτος 1993 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος την έκηρε μοναχήν εις την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Πρώτης Πριγκηποννήσων, δίδοντάς της το όνομα του αειμνήστου Πατριάρχου Μόσχας και πάσης Ρωσσίας Αλεξίου, τον οποίο είχε μόλις επισκεφθεί κατά την πρώτη του ειρηνική επίσκεψη στην Εκκλησία της Ρωσίας. Η εξόδιος ακολουθία της μεταστάσης πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι του Σαββάτου στη Μονή Χρυσοπηγής και τον Οικουμενικό Πατριάρχη εκπροσώπησε ο Πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου Αρχιμ. Δαμασκηνός Λιονάκης.
Η μοναχή Αλεξία μέχρι του μακαρίου τέλους της είχε πλήρη διαύγεια, ενδιαφερότανε για όλα και τακτικά ρωτούσε τις μοναχές της Μονής, πώς είναι η υγεία του Πατριάρχη. Τις τελευταίες ημέρες του επιγείου βίου της παρουσίασε καρδιακή ανεπάρκεια. Παρόλα αυτά δεν το έβαλε κάτω και δεν σταμάτησε να ενδιαφέρεται για τα της Μονής. Περιτρυγιρισμένη από τις μοναχές, οι οποίες με επικεφαλής την Ηγουμένη Θεοξένη τα τελευταία αυτά χρόνια τόσο της συμπαραστάθηκαν και με τόση αγάπη την γηροκόμησαν, έψαλλε το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου», έκανε τον Σταυρό της και παρέδωσε την ψυχή της στά χέρια του δικαιοκρίτου Χριστού. 
Ας είναι η μνήμη της αιωνία.





ΠΗΓΗ.Amen

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Ή γερόντισσα Ναταλία η «διά Χριστόν σαλή»



site analysis



Η Ναταλία ήταν μια «διά Χριστόν σαλή» πού ζούσε σ' ένα φτωχικό σπιτάκι και έκοιμήθη το 1975 σέ ηλικία 138 ετών!

Μια ήμερα την επισκέφθηκε μια γυναίκα άρρωστη, πού έπασχε από βαριά πτώση των σπλάγχνων και δεν μπορούσε να σηκώσει ούτε ένα κανάτι νερό. Είχε ακούσει για τη χάρη της Ναταλίας κι' έφθασε με πολύ πόθο εκεί για να την βοηθήσει στην υγεία της. Ή Γερόντισσα την υποδέχθηκε με καλοσύνη και την προσφώνησε με τ' όνομα της, χωρίς να την έχει ξαναδεί ή να έχει ακούσει κάτι γι' αυτή. Της είπε να πάει να φέρει δύο κουβάδες γεμάτους νερό! Στους δισταγμούς της για την αδυναμία της, της επέμενε, και μάλιστα της είπε να τούς γέμιση μέχρις επάνω. 
Πήγε, κι άρχισε σιγά-σιγά να τούς γεμίζει. Όταν τούς σήκωσε για να τούς πάει στο σπίτι, το έκανε με μεγάλη ευκολία και τότε αισθάνθηκε ότι θεραπεύτηκε. Από τότε έγινε τελείως καλά και δεν είχε καμιά ενόχληση.

Το θαύμα μαθεύτηκε σ' όλη την περιοχή. Ή μητέρα ενός νέου ήθελε να πάει με τον γιό της αυτόν να την επισκεφθούν. Ό νέος αρνιόταν επίμονα. Όμως, μετά από λίγο καιρό άρχισε να θερμαίνεται ή καρδιά του, αλλά ντρεπόταν να πει στη μητέρα του την αλλαγή της γνώμης του. Μόνο της είπε, πως θα επισκεφθεί τη Ναταλία μόνος του. Πράγμα το όποιο έκανε. Ή Ναταλία, από πολύ καιρό, δεν δεχόταν άνδρες στο κελί της, γιατί πολλούς πειρασμούς είχε πάθει απ' αυτούς, με το να την κυνηγούν για την ενάρετη ζωή της και να την κτυπούν υπακούοντας στους δαίμονες. Όμως σ' αυτόν τον νέο έκανε εξαίρεση.

Την βρήκε πλαγιασμένη, πολύ αδύνατη και κουβαριασμένη σέ μια γωνιά του κακοφωτισμένου δωματίου, πού είχε μια βαριά μυρωδιά. Μέσα της όμως έκρυβε μια μεγάλη δύναμη. Ό νέος δεν καταλάβαινε καλά τί του έλεγε ή Ναταλία και χρειαζόταν να του εξηγεί τα λόγια της μια γυναίκα πού την υπηρετούσε και την φιλοξενούσε στο σπίτι της. Του έδειχνε πώς έχει να κάνη μακρύ δρόμο και πρέπει να ετοιμασθεί, εννοώντας το Αγιον Ορος, και ότι θα γίνη μοναχός, πράγμα πού ποτέ δεν είχε σκεφθή.

Διηγούνται πολλά για την μακάρια Ναταλία. Με την προσευχή της έκανε καλά πολλούς αρρώστους, δίνοντας τους να πιουν αγιασμένο νερό και να βάλουν απ' αυτό πάνω στον πόνο τους. Τυφλοί και δαιμονισμένοι έβρισκαν εκεί την ίαση τους. Αλκοολικοί, διαζευγμένοι, απελπισμένοι και φτωχοί, ανάπαυση και παρηγοριά.

Όταν οι Αρχές του τόπου ανησύχησαν για την κίνηση πού δημιουργήθηκε γύρω της και θέλησαν να την εξορίσουν, συνέβη το έξης: Ό υπεύθυνος πού θα πήγαινε να εκτέλεση την απόφαση αυτή, βρήκε ξαφνικά το παιδί του παράλυτο, από τη μέση και κάτω. Το πήρε αμέσως στην αγκαλιά του κι έτρεξε στη Ναταλία να προσευχηθεί γι' αυτό. Το παιδί έγινε καλά και ό πατέρας του δεν μπόρεσε να πραγματοποίηση την απειλή του...

Ή Ναταλία δεν είχε σπίτι δικό της. Φιλοξενούνταν σέ μια ευσεβή χριστιανή. Όταν επέστρεψε από ένα ταξίδι του ό γιός της γυναίκας πού φιλοξενούσε τη Ναταλία, είπε στη μητέρα του, με θυμό και αγανάκτηση, πώς πρέπει να την διώξει από το σπίτι. Ή Ναταλία άκουσε τις φωνές και κάλεσε τη μητέρα να της πει να την υπομείνουν μέχρι την άλλη ήμερα και τότε θα φύγει. Ή μητέρα προτιμούσε να τα χαλάσει με το γιό της παρά να διώξει την άγια αυτή γυναίκα, πού έβλεπε την προσευχή της καθημερινά να θαυματουργή και τα λόγια της να αναπαύουν τόσες πονεμένες ψυχές. Ή Ναταλία, με ιλαρότητα και ηρεμία, την ευχαρίστησε θερμά για την υπομονετική φιλοξενία της και την αγόγγυστη διακονία της και της έδωσε πολλές εγκάρδιες ευχές. Ή γυναίκα δεν καταλάβαινε κι' επέμενε να της λέει να μη φύγει. Την ιδία νύχτα ή Ναταλία άνεπαύθη εν Κυρίω...


(«Ορθόδοξος Τύπος» 3-1-1986)/ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Agafia: Η συγκλονιστική ιστορία της εβδομηντάχρονης Ρωσίδας Ερημίτισσας



site analysis



agafia-1
Η Agafia, μία γηραιά γυναίκα ερημίτισσα από τη Ρωσία, γεννήθηκε στην τάιγκα της Σιβηρίας και η οικογένεια της απομακρύνθηκε από τον πολιτισμό όπως τον γνωρίζουμε περίπου έναν αιώνα πριν.
Το ειδησεογραφικό δίκτυο Russia Today επισκέφθηκε την Agafia, που αποτελεί το μοναδικό ζωντανό μέλος μίας οικογένειας «Παλαιών Πιστών» της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Κατά τα μέσα του 17ου αιώνα, ο ηγέτης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας, ο Πατριάρχης Νίκων, εισήγαγε δραστικές αλλαγές. Πολλοί Πιστοί δεν μπόρεσαν να αποδεχτούν τις αλλαγές αυτές, και έγιναν γνωστοί ως οι «Παλαιοί Πιστοί».
Για να αποφύγουν τον θρησκευτικό διωγμό πρώτα από την Ορθόδοξη Εκκλησία και μετέπειτα από τους Σοβιετικούς, πολλές οικογένειες διέφυγαν στα πιο απομακρυσμένα σημεία της χώρας.
Το 1978, μία οικογένεια Παλαιών Πιστών ανακαλύφθηκε από ομάδα γεωλόγων στην απομακρυσμένη Δημοκρατία της Χακασίας (σ.σ. pentapostagma.gr – ομοσπονδιακό υποκείμενο της Ρωσίας) στη Σιβηρία. Η οικογένεια των Lykov, μία οικογένεια με τέσσερα παιδιά, δεν είχε συναντήσει άλλους ανθρώπους για αρκετές δεκαετίες.
Η Agafia – που πλέον πλησιάζει τα 70 έτη  – γεννήθηκε στην άγρια φύση και η ομάδα των γεωλόγων ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που συνάντησε πέραν των μελών της οικογένειας της. Οι γεωλόγοι, ερευνώντας την οικογένεια και τον τρόπο ζωής τους, κατέληξαν ότι ο τρόπος ζωής της έμοιαζε με αυτόν του περασμένου αιώνα.
agafia-2
Η οικογένεια ήταν απολύτως αυτάρκης και πολύ θρησκευόμενη. Μόλις τρία χρόνια αφότου η οικογένεια ανακαλύφθηκε από την επιστημονική ομάδα, τρία από τα τέσσερα παιδιά αρρώστησαν και πέθαναν. H Agafia, ο πατέρας της οποίας έχει επίσης αποβιώσει, αποτελεί πλέον την μοναδική επιζήσασα της, διάσημης πλέον, οικογένειας των ερημιτών.
Η Agafia εργάζεται σκληρά και προσεύχεται όλη μέρα, κάθε ημέρα. Ζει μόνη της στην τάιγκα, με τις αρκούδες να επιτίθενται τακτικά στην ταπεινή της κατοικία. Οι τοπικές αρχές προσπάθησαν να βοηθήσουν την Agafia, αλλά η προσπάθεια προσέγγισης της απομακρυσμένης κατοικίας της είναι μία μεγάλη πρόκληση.
Πλέον, η 70-χρονη ερημίτισσα είναι απεγνωσμένη για βοήθεια, αλλά κανείς δεν φαίνεται πρόθυμος να αποκοπεί από τον υπόλοιπο κόσμο..  Το γράμμα που έγραψε, ζητώντας βοήθεια, είναι εξόχως συγκινητικό:
«Κύριε μας Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησαι ημάς. Αμήν. Αυτό είναι το γράμμα της Agafia Lykova προς τους αδερφούς και αδερφές μου. Εύχομαι σε όλους να σας χαρίσει ο Θεός καλή υγεία, αλλά πρώτα και κυριότερα, Σωτηρία των ψυχών σας και ευημερία. Ακόμη ένα πράγμα που πρέπει να σας πω, Πατέρες μου και Αδερφοί/Αδελφές εν Θεώ, είναι ότι μένω μόνη, είμαι ορφανή, και η υγεία μου χειροτερεύει. Είμαι σε προχωρημένη ηλικία. Χρειάζομαι έναν άνθρωπο να με βοηθήσει. Σας παρακαλώ, μην με αφήσετε, για όνομα του Χριστού, είμαι μια ταπεινή ορφανή σε ανάγκη. Υπάρχουν ακόμη καλοί Χριστιανοί και Παλαιοί Πιστοί εκεί έξω. 21 Ιουνίου«.
agafia-3
pentapostagma.gr

Η Αγία Ευφροσύνη



site analysis
Η Αγία Ευφροσύνη εορτάζει στις 25 Σεπτεμβρίου

Zoom in (real dimensions: 302 x 414)Εικόνα


Θυγάτηρ Παφνουτίου του Αιγυπτίου

Η Οσία Ευφροσύνη έζησε στα χρόνια του Θεοδοσίου του μικρού [περί το 410 μ.Χ.), ήταν μοναχοκόρη και πολύ πλούσια. Ο πατέρας της Παφνούτιος ήταν ο πλουσιότερος της 
Αλεξάνδρειας και μαζί με τη σύζυγο του διακρίνονταν για τη θερμή πίστη τους στο Θεό.
Δώδεκα χρονών η Ευφροσύνη έμεινε ορφανή από μητέρα, και ο πατέρας της αφοσιώθηκε ακόμα πιο φιλόστοργα στην επιμέλεια της κόρης του. Όταν η Ευφροσύνη έφθασε 
στο 18ο έτος της ηλικίας της, ο πατέρας της θέλησε να την παντρέψει με ένα νέο υψηλής κοινωνικής τάξης.
Όμως την ψυχή της Ευφροσύνης είχε καταλάβει ο θείος έρωτας. Ο γάμος και οι κοσμικότητες θα της ήταν εμπόδιο να αφιερωθεί συστηματικά στην ελεημοσύνη και στην υπηρεσία 
του πλησίον.

Η Ευφροσύνη πραγματοποιεί το θέλημα της
Κάποιες μέρες πού απουσίαζε ο πατέρας της, κατά θεία Πρόνοια ήλθε στην Αλεξάνδρεια ένας Πνευματικός ενάρετος από κάποια σκήτη. Αυτόν τον κάλεσε η Ευφροσύνη για να 
εξομολογηθεί. Με την εξομολόγηση είπε και όλον της τον πόθο, να απαρνηθεί τον κόσμο, για την αγάπη του Κυρίου.
Τον ερώτησε ακόμη, και τί πρέπει να κάμει σ’ αυτήν την περίσταση. Ο Καλόγηρος της απάντησε:
- Ξέρεις, κόρη μου, ότι ο Κύριος λέγει στο ιερό Ευαγγέλιο: ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ εστί μου άξιος. Αφού λοιπόν ο φιλόστοργος αυτός Δεσπότης άναψε στην  καρδιά σου τον ιερόν αυτόν και σωτήριον έρωτα, να σπεύσης όσο μπορείς γρηγορότερα. Άρον τον σταυρόν και ακολούθησε. Αυτόν, πριν ψυχρανθή ο πόθος σου. Μη αφήσης να φθείρη την παρθενία σου φθαρτός άνθρωπος. Νυμφεύσου τον ουράνιο Βασιλέα, για να αγάλλεσαι με αυτόν ζωήν αιώνιον.

Η Ευφροσύνη γίνεται Μοναχή
Όταν άκουσε τα θεια αυτά λόγια η Ευφροσύνη, χάρηκε πάρα πολύ, και τον παρακάλεσε να την αξιώσει να γίνει Μοναχή. Αμέσως ο Πνευματικός εξετέλεσε την επιθυμία της. 
Διάβασε την ανάλογη ευχή, την κούρεψε και της φόρεσε το Αγγελικό Σχήμα, με δεήσεις προς τον Θεό να την αξιώσει να τελειώσει τον πόθο της.
Όταν τελείωσε την τελετή αυτή ο Πνευματικός, έφυγε για το ασκητήριό του.
Όταν έμεινε μόνη η Ευφροσύνη σκεπτόταν πώς να κάμη, πού να πάει να κρυφθή να μην την εύρουν οι συγγενείς της και την εμποδίσουν. Συλλογίζονταν αν έμπαινε σε Μοναστήρι γυναικών, ήταν ενδεχόμενο να την εύρουν οι συγγενείς της. Γι αυτό, απέβαβαλε τη Μοναχική στολή, έβγαλε μαζί και τον χιτώνα και τη γυναικεία νοοτροπία, και ντύνεται ανδρικά. 
Κατόπιν με προφύλαξη ξεφεύγει από την προσοχή των υπηρετών της και αφήνει σπίτι λαμπρό, χρυσάφι και ασήμι άφθονο, μαργαριτάρια και λοιπά χρυσαφικά. Απαρνιέται πατέρα,μνηστήρα, συγγενείς. Περιφρονεί τις απολαύσεις του κόσμου, και παίρνει τον Σταυρό τον γλυκύτατο του Χριστού και πηγαίνει σε κείνο το ίδιο το Μοναστήρι, από το όποιο την ίδια μέρα έφυγε ο πατέρας της ο Παφνούτιος.

Παρουσιάζεται σαν άνδρας στον Ηγούμενο
Όταν παρουσιάσθηκε στον Ηγούμενο, εκείνος τη ρώτησε κατά την τάξη, από πού είναι και τί ζητούσε. Εκείνη αποκρίθηκε:
Σμάραγδος, ονομάζομαι, Δέσποτα, και είμαι ευνούχος στο παλάτι του Θεοδοσίου. Επειδή δε βαρέθηκα το θόρυβο και τη σύγχυση του βίου, άκουσα δε και την καλή φήμη και τις αρετές της αγιοσύνη σας, ήλθα να σας παρακαλέσω να με δεχτείτε στη συνοδεία σας.
Δέχτηκαν τον Σμάραγδο στο Μοναστήρι και τον έστειλαν να γίνει υποτακτικός σε έναν γέροντα. Όμως ο σατανάς που φθονούσε προσπαθούσε να νικήσει την Ευφροσύνη.
Αφού όμως είδε, ότι δεν μπορεί να μείωση τον τόνο της αρετής της, προκαλούσε τους άλλους Μοναχούς με έρωτα του κάλλους της, πού όταν την έβλεπαν σκανδαλίζονταν. Τόσο δε επάθαιναν, πού αναγκάσθηκαν να το πουν στον ηγούμενο.

Ο Σμάραγδος απομονώνεται
Όταν έμαθε αυτά ο Ηγούμενος, διέταξε το Σμάραγδο να ησυχάσει σε ένα κελί αναχωρητικό. Δεν του επέτρεψε να πάει αλλού, ούτε να δέχεται κανένα στο κελί του, ούτε να συνομιλεί με κανένα. Να διαβάζει μόνος του την ακολουθία του, και ο Αγάπιος να του φέρνει ότι χρειάζεται. Βιβλία για να αναπτύσσεται πνευματικά και τρόφιμα για τη συντήρηση του.
Η μακαρία χάρηκε υπερβολικά, όταν βρέθηκε μόνη και απαλλάχθηκε από κάθε ενόχληση. Με τον τρόπο αυτό αύξανε και ο ζήλος της προς τον Κύριο. Πρόσθεσε νηστεία στη νηστεία και με αγρύπνιες και προσευχές αγωνιζόταν περισσότερο ώστε να θαυμάζει ο Αγάπιος και να τα διηγείται στην αδελφότητα με κάθε λεπτομέρεια.

Επιστρέφει ο πατέρας και αναζητεί την κόρη του
Όταν γύρισε ο Παφνούτιος από το Μοναστήρι στο σπίτι του, και δεν βρήκε την θυγατέρα του, άρχισε να ρωτά τους δούλους του και τις θεραπαινίδες της μήπως επήγε σε κανένα από τους συγγενείς τους. Άρχισε να θρηνεί ο πατέρας της αλλά και ο μνηστήρας της θρηνούσε περισσότερο ακόμη.
Μη υποφέροντας τη λύπη του ο Παφνούτιος, έρχεται στον αγιώτατο Ηγούμενο του Μοναστηρίου ρκείνου για να του αναγγείλει τη συμφορά του. Είχε την ελπίδα, ότι αφού με τις προσευχές του χάρισε ο Θεός την Ευφροσύνη, έτσι πάλι με τις προσευχές του μπορούσε να του φανερώσει τι έγινε.

Ο ηγούμενος προσεύχεται με όλους τους Μοναχούς
Ο Ηγούμενος δάκρυσε. Σπλαχνίστηκε το φίλο του και κάλεσε όλη την αδελφότητα για να μάθουν τη θλίψι του φίλου των. Προτείνει λοιπόν να νηστέψουν όλη την εβδομάδα και να προσεύχονται όλοι, έως ότου αποκαλύψει ο Κύριος σε κανένα από αυτούς, σε ποιόν τόπο βρίσκεται η Ευφροσύνη. Οι μοναχοί έκαμαν, όπως τους είπε ο ηγούμενος. Αλλά κανένα όνειρο δεν είδαν, διότι η Όσια δεόταν και αυτή να μην την φανερώσει ο Κύριος. Γι αυτό επέτρεψε ο ελεήμων και φιλεύσπλαχνος Κύριος, να βασανίζεται ο Παφνούτιος μάλλον και να πένθη κλαίγοντας, παρά να τον παρηγορήσει, και να λυπήσει την ψυχή εκείνη, η οποία τον αγάπησε και για την αγάπη του θυσίασε την πατρική αγάπη και κάθε κοσμική απόλαυση.
Λέγει λοιπόν ο Ηγούμενος στον Παφνούτιο:
Μη λυπάσαι, τέκνον μου, μήτε να οδύρεσαι ανόητα και άσκοπα, καθώς οι άπιστοι, πού δεν έχουν άλλη ελπίδα, παρά μόνο της παρούσης ζωής. Πίστεψέ με, πού είμαι γέροντας, ότι η θυγατέρα σου σε καλό και θεάρεστο δρόμο πήγε. Γιατί, αν δεν ήταν άσφαλισμένη για το καλό της, δεν θα μάς καταφρονούσε ο Κύριος, άλλά θα μάς έδειχνε τί έγινε. Λοιπόν για να μη εμπόδιση τη σωτηρία της την σκεπάζει. Παρηγορήθηκε κάπως με τα λόγια αυτά ο Παφνούτιος και σε λίγο έφυγε. Άλλα και πάλιν ερχόταν πολλές φορές στη Μονή, για να βλέπει τους αγίους Πατέρες και να παίρνει μικρή παρηγοριά από τα λόγια τους.
Zoom in (real dimensions: 304 x 431)Εικόνα


Βλέπει την κόρη του
Κάποια μέρα, πού είχε πάει πάλι στο Μοναστήρι ο Παφνούτιος, του λέγει ο ηγούμενος:
Θέλεις να δεις ένα αδελφό πού έχουμε, πολύ νεαρό, αλλά πολύ θαυμάσιο στην αρετή. Ονομάζεται Σμάραγδος και είναι από αρχοντικό γένος. Παράτησε πλούτο και δόξα του κόσμου, και τόσο αγωνίζεται για τις εντολές του Κυρίου, ώστε δεν είναι άλλος όμοιός του.
Χάρηκε ο Παφνούτιος, όταν άκουσε αυτά, και αφού τον οδήγησε ο Αγάπιος πήγε στο κελί της Ευφροσύνης. Τί απροσδόκητη χαρά για την Ευφροσύνη να δη ξαφνικά τον πατέρα της μπροστά της! Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα και έτρεχαν ποταμηδόν. Αλλ' αυτός δεν την γνώρισε. Τόση κακοπάθεια είχε από τη νηστεία, τις αγρυπνίες και τις γονυκλισίες και τις ορθοστασίες και τους κόπους! Τέλος έπαυσε να κλαίει η Ευφροσύνη. Έκαμε αμέσως ευχή κατά την συνήθεια και ύστερα λέγει στον Παφνούτιον:
Πίστεψέ με, άνθρωπε, άνθρωπε αν ήταν η θυγατέρα σου στον δρόμο της απώλειας, δεν θα περιφρονούσε ο ελεήμων Θεός τις ευχές και τις ελεημοσύνες και τα δάκρυά σου. Δε θα περιφρονούσε τις δεήσεις, πού κάνουμε εμείς οι αμαρτωλοί μαζί με τον καθηγούμενο μας, όλη την ημέρα, από αγάπη προς σένα. Αλλά πιστεύω στον Θεό, ότι διάλεξε την αγαθή μερίδα. Αφού είπε αυτά τον άφησε να φύγει. Φεύγοντας ο Παφνούτιος επήγε στον Ηγούμενο και του λέγει:
Σε ευχαριστώ Άγιε Πάτερ, τόσο ευχαριστήθηκα με τα λόγια του Όσιου Σμάραγδου, πού μου φάνηκε πώς είδα το ίδιο το κορίτσι μου.

Πεθαίνει η Ευφροσύνη
Τριάντα οκτώ χρόνια έμεινε αγνώριστη η Ευφροσύνη στο Μοναστήρι και τότε αρρώστησε. Κατά θείαν πρόνοιαν έτυχε να είναι εκεί ο Παφνούτιος. Όταν είδε το Σμάραγδο άρρωστο, άρχισε να κλαίει πικρά και να λέγει:
Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο! Ποιος θα με παρηγορήσει στα γηρατειά μου; Τριάντα οκτώ χρόνια είναι πού έχασα το παιδί μου, και μόνο συ, πάτερ Σμάραγδε, με παρηγόρησες. Συ μου έδωσες θάρρος και ελπίδα. Τώρα ούτε εκείνο βλέπω, ούτε εσένα έχω πλέον, πού ήσουνα η παρηγοριά της λύπης μου. Τώρα απελπίστηκα και δεν πιστεύω πλέον να δω την θυγατέρα μου.
Τότε εκείνη του λέγει:
Γιατί θλίβεσαι τόσο και βασανίζεσαι; Μην χάνεις την ελπίδα σου. Κάμε υπομονή, υπόμενε άλλες τρεις ημέρες, και να δεις του Θεού τα θαυμάσια.
Έμεινε λοιπόν ο Παφνούτιος, νομίζοντας, ότι ο Κύριος αποκάλυψε στο Σμάραγδο αυτό, πού ποθούσε, και γι' αυτό του είπε να μείνει τρεις ήμερες. Όταν έφθασε η τελευταία ημέρα της Όσιας κάλεσε τον Παφνούτιο και του λέγει:
Επειδή ο Παντοδύναμος Θεός οικονόμησε τα δικά μου όπως ήθελε, και με αξίωσε να τελειώσω την καλή μου πρόθεση, θέλω να σου αποκαλύψω τώρα πού φεύγω για την αιώνια αγαλλίαση, και να σε απαλλάξω από τη φροντίδα. Μάθε λοιπόν, ότι εγώ είμαι η θυγατέρα σου. Για να μη με εμποδίσρις, άλλαξα σχήμα, και με βοήθησε ο Θεός να μη με αναγνωρίσεις. Και πάλι τώρα σε έφερε κοντά μου, για να με δεις και παρηγορηθείς και να ενταφιάσεις το σώμα μου. Όταν ήλθα εδώ στη Μονή, υποσχέθηκα στον ηγούμενο επειδή είχα πλούτη πολλά, να τα αφιερώσω στη Μονή, αν μπορέσω ως το τέλος να υποφέρω και να μείνω εδώ. Ο Κύριος με αξίωσε. Λοιπόν σε παρακαλώ, ξεπλήρωσε εσύ την υπόσχεση αυτή. Δώσε στους Πατέρες όσα ήθελες να δώσεις σε μένα. Είναι πολύ ενάρετοι άνθρωποι.
Αφού είπε αυτά, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.

Ο Παφνούτιος συντρίβεται
Ο πατέρας της Ευφροσύνης έμεινε κατάπληκτος, για το απροσδόκητο τέλος της κόρης του. Έπεσε στη Γή σαν νεκρός άφωνος και άλαλος. Δεν ήξερε εάν έπρεπε να ευρανθεί που την βρήκε ή να θρηνήσει για τον θάνατο της. Αλλά τους θρήνους διαδέχεται η χαρά πού μετατρέπει σε ευχαρίστηση τα δάκρυα.

Ένα θαύμα στον ένταφιασμό της
Ο Αγάπιος από τα λόγια του Παφνούτιου κατάλαβε, ότι ο Σμάραγδος ήταν η θυγατέρα του Παφνούτιου, και έτρεξε και το ανήγγειλε στον Ηγούμενο και σε όλη την αδελφότητα. 
Έτρεξαν αμέσως όλοι και συναγωνίζονταν ποιος να πλησιάσει πιο μπροστά το άγιο λείψανο, για να το ασπασθεί με ευλάβεια. Ένας ασκητής, πού είχε το ένα μάτι τυφλό, όταν ασπάστηκε την Αγία ώ του θαύματος! Βρέθηκε με δυο μάτια γερά. Από το μεγάλο αυτό θαύμα κατάλαβαν πόση χάρη επήρε από τον Κύριο. Αμέσως αύξησαν την ευλάβεια προς αυτήν και δοξολόγησαν τον Κύριο.
Κατόπιν ενταφίασαν με τιμή το ιερότατο λείψανο και κατά την ταφή, έλαμψε το πρόσωπο της Άγιας, σαν ήλιος.

Ο Παφνούτιος μένει για πάντα στο Μοναστήρι
Μετά την ταφή της Αγίας, ο Παφνούτιος δεν έφυγε. Έμεινε για πάντα στη Μονή. Διαμοίρασε όλα τους τα υπάρχοντα στους φτωχούς, σε σχολεία σε Εκκλησίες και κατοίκησε στη Μονή αφού έγινε Μοναχός. Κατοικία του ήταν το κελί της Ευφροσύνης και κοιμόταν στην ίδια ψάθα, πού κοιμόταν και κείνη. Έζησε σαν Μοναχός δέκα έτη με μεγάλη αρετή και ευσέβεια.
Όταν πέθανε τον ενταφίασαν στο μνημείο της Ευφροσύνης, εις δόξαν του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος. Αμήν.


Zoom in (real dimensions: 291 x 394)Εικόνα


Στίχος
Εικάδα Ευφροσύνη κατά πέμπτην πότμον υπέστη.
Το θήλυ κρύπτεις ανδρικώς, Ευφροσύνη, και κρυπτά τον βλέποντα Δεσπότην βλέπεις.

Ἀπολυτίκιον
Ἐν τῇ ἀσκήσει τὸ θῆλυ ἐκάλυψας, ἐν τῇ κοιμήσει τοὺς πάντας ἐξέπληξας, Εὐφροσύνη ἀνύσασα ἀνδρικῶς, νεᾶνις οὖσα λαμπρά, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς 
τῶν κινδύνων ἀπαλλάττεις τοὺς τιμῶντάς σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς παρθένος φρόνιμη καὶ ἀδιάφθορος, κοτηγγυήθης ὁσίως τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ προσκαίρων τὴν χλιδὴν ἐμφρόνως ἔλιπες, ὅθεν ἐν μέσω τῶν ἀνδρῶν, 
ὡς ἀμόλυντος ἀμνάς, ἐξέλαμψας Εὐφροσύνη, καὶ τοῦ Βελίαρ τὰ κέντρα, τὴ πολιτεία σου ἀπήμβλυνας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα• λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, 
παρέρχεται γάρ• ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ• διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Εὐφροσύνη τὸ πνεῦμά σου.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω ζωῆς, τυχεῖν ἐπιποθήσασα, τὴν κάτω τρυφήν, σπουδαίως καταλέλοιπας, καὶ σαυτὴν ἀνέμιξας, ἀνάμεσον ἀνδρῶν παναοίδιμε• διὰ Χριστὸν γὰρ 
τὸν νυμφίον σου, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησας.

Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Εὐφροσύνης πρόξενος, βιοτῆ σου, τοῖς ἐν κόσμω γέγονε, προτυπωθεῖσα ἐναργώς, τή φερωνύμω σου πανσεμνέ, προσηγορία, Εὐφροσύνη ἔνδοξε.

Ὁ Οἶκος
Ἐν εὐφροσύνῃ καὶ θυμηδίᾳ, τάς ψυχὰς εὐφρανθέντες, ἀναστῶμεν σπουδῇ ἀκοῦσαι λόγον παράδοξον• ὑπερβαίνει γὰρ ἔννοιαν πᾶσαν τὸ διήγημα τοῦτο 
καὶ καταπλήττει, ὅτι γυνὴ ἐν μέσῳ ἀνδρῶν καταμένουσα, ἐνίκησε τὸν Βελίαρ, καὶ τὸ πῦρ κατεπάτησε τῶν ἡδονῶν, καὶ οὐκ ἐφλέχθη τὸ σύνολον• τὸν Χριστὸν γὰρ ποθοῦσα ἡ ἄσπιλος, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησε.

Μεγαλυνάριον.
Μνήστορα λιποῦσα τὸν γεηρόν, φαιδρῶς ἐνυμφεύθης, τῷ ὡραίῳ κάλλει Χριστῷ, δι’ ἀμέμπτου βίου, Ὁσία Εὐφροσύνη, δι’ οὗ ἀεὶ εὐφραίνεις, τοὺς σὲ γεραίροντας.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΑΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΕΚΛΑ (24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ)



site analysis





«Η αγία Θέκλα καταγόταν από την πόλη του Ικονίου, η μητέρα της λεγόταν Θεόκλεια και ανήκε σε ευγενές και ένδοξο γένος. Κατηχήθηκε τον λόγο της πίστεως από τον μεγάλο απόστολο Παύλο, τον οποίο άκουσε να διδάσκει στο σπίτι του Ονησιφόρου. Όταν έγινε χριστιανή, ήταν δεκαοκτώ ετών και είχε μνηστευθεί τον Θάμυρη. Αφού περιφρόνησε τη φωτιά, στην οποία την έβαλαν, όπως και τη μητέρα της και τον μνηστήρα της, ακολούθησε τον Παύλο. Μετά από αυτά βρέθηκε στην Αντιόχεια, κι εκεί λόγω της πίστεώς της ρίχθηκε από τον Αλέξανδρο στα θηρία και σε ταύρους, προκειμένου να την κομματιάσουν. Από όλα όμως σώθηκε με τη χάρη του Θεού, οπότε άρχισε να περιέρχεται διάφορες πόλεις κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, με αποτέλεσμα να φέρει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Ύστερα επανήλθε στην πατρίδα της, όπου αποσύρθηκε σε κάποια από τα βουνά της και ασκήτεψε μόνη της. Επιτέλεσε πολλά θαύματα στους ανθρώπους που την επισκέπτονταν, μέχρις ότου τελείωσε τη ζωή της, μπαίνοντας μέσα σ’  ένα βράχο που άνοιξε με τη δύναμη του Θεού για χάρη της. Όλος ο χρόνος της ζωής της  ήταν ενενήντα έτη».

Δεν είναι μόνον οι άνδρες που μπορεί να καυχώνται για τον πρώτο εν μάρτυσι, τον άγιο Στέφανο. Είναι και οι γυναίκες που αντιστοίχως έχουν την πρώτη μεταξύ των γυναικών μάρτυρα, την αγία Θέκλα, μεγαλομάρτυρα επίσης και ισαπόστολο. Η αγία αυτή κατέχει ιδιαίτερη θέση μεταξύ των αγίων και των μαρτύρων, όχι μόνον ως «σύναθλος Στεφάνου», αλλά και ως «συνόμιλος Παύλου». Διότι κ α ι από τον απόστολο Παύλο μεταστράφηκε και έγινε χριστιανή,  αλλά κ α ι τον ακολούθησε σε πολλές από τις περιοδείες του, δείχνοντας τέτοιο ανδρείο φρόνημα, ιδίως σ’  αυτά που υπέστη, που έκανε, κατά τον υμνογράφο,  την προμήτορα Εύα, η οποία υποτάχτηκε στα κελεύσματα του διαβόλου, να χαίρεται, γιατί βρέθηκε γυναίκα να υποτάσσει τον πονηρό. «Εύα χαίρει, καθορώσα γυναιξί τον όφιν υποπίπτοντα».

Ο υμνογράφος ιδιαιτέρως επιμένει στο γεγονός ότι η αγία, νεότατη στην ηλικία, ευθύς ως έγινε χριστιανή, άφησε τον μνηστήρα της, για να γίνει ακόλουθος του Παύλου και ευαγγελίστρια Χριστού. Η μεταστροφή της αυτή, από έγγαμος που επρόκειτο να γίνει, τελικώς να αφιερωθεί ως άγαμη στον Χριστό, δεν οφείλετο βεβαίως σε μία υποβάθμιση του γάμου. Κάτι τέτοιο δεν είναι χριστιανικό, αφού ο γάμος και η κατά Χριστόν παρθενία θεωρούνται χαρίσματα εκ Θεού και ισάξιοι δρόμοι μέσα στην Εκκλησία, που ορθά ασκούμενοι εκβάλλουν στη βασιλεία του Θεού. Άλλωστε ο Θάμυρης ο μνηστήρας της ήταν ειδωλολάτρης και η σχέση τους είχε ξεκινήσει πριν γίνει η αγία χριστιανή, συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για γάμο, κατά τον τρόπο τον χριστιανικό. Η αγία απλώς, μπροστά στο νέο που ανοίχτηκε ενώπιόν της, τον Χριστό και τη Βασιλεία Του, θέλχτηκε από την αγάπη προς Εκείνον τόσο, που θεώρησε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζει να ζει όπως και πριν. Μπροστά στο δίλημμα: μαζί με τον μνηστήρα της σε μία ζωή ειδωλολατρική ή μαζί με τον Χριστό ως χριστιανή, χωρίς δισταγμό προτίμησε το δεύτερο. Διότι κατενόησε ότι η αγάπη προς τον Χριστό ήταν πάνω από όλα. «Ο φιλών…τι υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» είπε ο Κύριος. Τα πράγματα θα ήταν ασφαλώς διαφορετικά, αν και ο Θάμυρης ήταν χριστιανός. Τότε θα συναγωνίζονταν μάλλον για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού. Ως ειδωλολάτρης όμως ο μνηστήρας δεν είχε πολλά περιθώρια να «επιβιώσει» πια στη σχέση αυτή. Ο υμνογράφος το επισημαίνει: «Μνηστευθείσαν Θαμύριδι, ο νυμφαγωγός σε Παύλος ηρμόσατο, τω νυμφίω ως αμώμητον, τω επουρανίω Θέκλα πάνσοφε». Δηλαδή, Θέκλα πάνσοφε, ο νυμφαγωγός Παύλος ένωσε εσένα, που ήσουν μνηστευμένη με τον Θάμυρη, σαν αγνή νύμφη με τον επουράνιο νυμφίο (Χριστό). Ποιος μπορεί να συγκριθεί με τον Χριστό και με την αγάπη Εκείνου; Η αγάπη προς τον Χριστό έκανε πια τη Θέκλα να θεωρεί παραλήρημα τα όποια λόγια που έλεγε ο Θάμυρης: «Θαμύριδος τα ρήματα, ώσπερ λήρον Μάρτυς εμυκτήρισας».

Αυτή η αγάπη προς τον Χριστό, ο πόθος της αγίας προς τον Δημιουργό της είναι εκείνο που επίσης διαπιστώνει ο υμνογράφος. Αν η αγία Θέκλα νίκησε τον ανθρώπινο έρωτα – νόμιμο κάτω από άλλες συνθήκες βεβαίως – αν νίκησε το φίλτρο προς τη μητέρα της, αν νίκησε όλες τις ηδονές που υπόσχεται η νεανική ηλικία, ήταν γιατί ακριβώς η καρδιά της κυριαρχήθηκε από τον νυμφίο της Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο ποιητής: «ο πόθος του Ποιητού, των κτισμάτων ενίκα τους έρωτας». Κι είναι τούτο ό,τι επισημαίνουμε γενικώς στους αγίους μας: μπορούν να υπερβαίνουν όλα τα εμπόδια, μπορούν και φαίνονται υπεράνθρωποι και ήρωες, γιατί η αγάπη του Χριστού τους συνέχει. Σαν τον απόστολο Παύλο μπορούν και εκείνοι να λένε: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη, στενοχώρια, κίνδυνος, μαχαίρι; Ούτε θάνατος ούτε κάποια κτίση μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη Εκείνου». Αυτήν την αγάπη του Χριστού πρέπει να έχει και κάθε χριστιανός, αν θέλει να ζει ως χριστιανός. Και για να την αποκτήσει, πρέπει πρώτα από όλα να νιώσει την έλλειψή της στη ζωή του και να την ζητήσει από Εκείνον που τη χορηγεί: τον ίδιο τον Κύριο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν την ζητάμε. Και δεν τη ζητάμε, γιατί δεν νιώθουμε την έλλειψή της. Και δεν νιώθουμε την έλλειψή της, γιατί άλλες αγάπες, του κόσμου τούτου, κατακλύζουν την ύπαρξή μας. Αγάπες όμως φθαρτές, που το μόνο που προσφέρουν είναι η θλίψη και ο θάνατος.

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Η αγία Θεοδώρα από την Σύχλα (17ος-18ος αιών)



site analysis



[el]image1
Η αγία Θεοδώρα από την Σύχλα
(17ος-18ος αιών)
Α) Η ζωή της
Η Οσία Θεοδώρα της Σύχλας είναι η σπουδαιότερη αγίας μοναχή ανάμεσα στις άλλες, που έζησαν στα ρουμανικά μοναστήρια. Γεννήθηκε στο χωριό Βινατόρι της επαρχίας Νεάμτς το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνος. Ο πατήρ Στέφανος Γιώλντεα ήταν φύλακας του φρουρίου Νεάμτς. Μετά τον θάνατο της αδελφής της Μαργαρίτας, η Θεοδώρα παντρεύθηκε ένα νεαρό από το Ισμαήλ (πόλις της Ρουμανίας). Μα επειδή δεν έκαναν παιδιά, επήγαν και οι δύο σε μοναστήρια. Η μακαρία Θεοδώρα εφόρεσε το μοναχικό ένδυμα στην σκήτη Βαρζαρέστ της επαρχίας Ρίμνικ Σαράτ, ενώ ο σύζυγός της Ελευθέριος στην σκήτη Μάρε Ποϊάνα (Μεγάλο Ξέφωτο). Επειδή καταστράφηκε η σκήτη από τους τούρκους, η Θεοδώρα έγινε ησυχάστρια στα βουνά του Μπουζάου. Κατόπιν, αναχωρώντας για την περιοχή του Νεάμτς, ησύχασε μόνη της επί 30 χρόνια μέσα σε μια σπηλιά του βουνού Σύχλα, όπως η Οσία Μαρία η Αιγυπτία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ευαρεστώντας τον Θεό, μετώκισε απ’ αυτή την ζωή τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνος και ενταφιάσθηκε στην σπηλιά. Στα χρόνια 1828-1834, τα Λείψανα της αγίας Θεοδώρας μετεφέρθησαν στο μοναστήρι Πετσέρσκα του Κιέβου, όπου και ευρίσκονται μέχρι σήμερα.
Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας
1) Αυτό το μακάριο βλαστάρι του Ρουμανικού μοναχισμού, ήταν από βρεφικής ηλικίας επίλεκτο και φυτεύθηκε στον Οίκο του Θεού. Αν και ήταν συνδεδεμένη με άνδρα η μακαρία Θεοδώρα, δεν εύρισκε ανάπαυσι στην ψυχή της, έως ότου έγινε νύμφη του Χριστού. Εγκατέλειψε τα μάταια και, φορώντας το ένδυμα της μετανοίας, ασκήτευσε σε μια από τις σκήτες, που είναι στην κοιλάδα του Μπουζάου.
2) Εδώ προώδευσε πάρα πολύ η οσία Θεοδώρα στην σιωπή, την προσευχή και την υπακοή. Σε λίγα χρόνια έφθασε στα μέτρα των παλαιών αγίων, αφού αξιώθηκε να λάβη την καρδιακή προσευχή και να γνωρίζη το πλήθος των μεθοδειών του νοητού εχθρού. Για όλα αυτά οι μοναχές την αγάπησαν και ωφελούντο από την ταπείνωσι, την άσκησι και τον ζήλο της.
3) Όταν εισέβαλαν οι τούρκοι στην κοιλάδα του Μπουζάου, η οσία Θεοδώρα κρύφθηκε στα όρη με την πνευματική της Μητέρα, την Μεγαλόσχημη μοναχή Παϊσία. Εκεί αγωνίσθηκαν μερικά χρόνια με νηστεία και αγρυπνία, υπομένοντας με ανδρικό φρόνημα την πείνα, το ψύχος και άλλους, αγνώστους σ’ εμάς, πειρασμους του διαβόλου. Αλλά αντιπαλαίοντας η μακαρία με την φλογερή προσευχή της, τα υπέμενε όλα, αφού γευόταν τις μυστικές παρηγοριές του Αγίου Πνεύματος.
4) Σαν εκοιμήθη στο όρος η πνευματική της Μητέρα μεταξύ των ετών 1670-1675, η οσία Θεοδώρα έλαβε πληροφορία από τον Θεό για τα βουνά του Νεάμτς. Εδώ, αφού επροσκύνησε την θαυματουργό Εικόνα της Μητέρας του Κυρίου που ήταν στην μεγάλη Λαύρα, επήγε να συμβουλευθή τον ηγούμενο της σκήτης Συχαστρίας, ιερομόναχο μεγαλόσχημο Βαρσανούφιο. Αυτός πληροφορήθηκε στην καρδιά του ότι η Θεοδώρα επιθυμεί την ερημική ζωή και εγνώρισε από το Άγιο Πνεύμα την αρετή της. Πρώτα της μετέδωσε το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Κατόπιν, δίνοντάς της για πνευματικό οδηγό τον Πνευματικό Παύλο, της είπε: «Πήγαινε στην έρημο για ένα χρόνο, στα δάση των βουνών της Σύχλας. Εάν ημπορέσης με την Χάρι του Θεού να υπομείνης τις δυσκολίες και τους φοβερούς πειρασμούς του διαβόλου, μείνε εκεί μέχρι του θανάτου σου. Εάν όμως δεν ημπορέσης να υπομείνης, να επιστρέψης σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι και εκεί να εργάζεσαι με ταπείνωσι την σωτηρία της ψυχής σου».
5) Αναζητώντας ο όσιος Παύλος ένα ερημικό κελλί για την μακαρία Θεοδώρα και μη ευρίσκοντας, συνάντησε ένα γέροντα ησυχαστή, που ασκήτευε κάτω από κάτι βράχους της Σύχλας. Αυτός, έχοντας το προορατικό χάρισμα, είπε στη Θεοδώρα:
― Αγωνίσου, μοναχή Θεοδώρα στο κελλί μου, διότι εγώ θα πάω σ’ άλλο ερημικώτερο καλυβόσπιτο. Ως εκ τούτου, αφού εγκατέστησε ο ιερομόναχος και μεγαλόσχημος Παύλος την οσία Θεοδώρα στα βουνά της Σύχλας και την ευλόγησε, επέστρεψε πάλι στην σκήτη.
6) Σ’ αυτό το κελλί αγωνίσθηκε η οσία Θεοδώρα περίπου 30 χρόνια, δοξάζοντας ακατάπαυστα τον Θεό και υπερνικώντας με υπομονή και ταπείνωσι όλες τις παγίδες του εχθρού. Επειδή ενισχύετο με την άνωθεν δύναμι, δεν κατέβηκε πλέον από το βουνό, ούτε ανθρώπινη βοήθεια δέχθηκε από κανέναν. Μόνο ο μακάριος Παύλος, ο Πνευματικός της, ανέβαινε μόνος του από καιρό σε καιρό στο κελλί της με τα Άχραντα Μυστήρια και έτσι πάντοτε αγωνίσθηκε σ’ όλη την ζωή της. Μ’ αυτή την αγγελική πολιτεία τόσο πολύ προώδευσε η οσία, ώστε έκανε αγρυπνίες όλες τις νύκτες με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, μέχρι να έλθουν τα χαράματα και το πρόσωπό της έλαμπε. Ύστερα αναπαυόταν δύο ώρες και πάλι άρχιζε. Τροφή ελάμβανε μόνο μια φορά κάθε δεύτερη ημέρα, λίγο παξιμάδι με χόρτα του δάσους, φτέρη και ξυνήθρα (λάπαθο), το οποίο μέχρι τώρα ονομάζεται «Το λάπαθο της αγίας Θεοδώρας». Νερό συγκέντρωνε από το βρόχινο, μέσα σ’ ένα κοίλωμα ενός βράχου, που μέχρι σήμερα ονομάζεται «Το πηγάδι της οσίας Θεοδώρας». Και ένα παράδοξο θαύμα είναι ότι, το νερό δεν τελειώνει ουδέποτε απ’ αυτό το κοίλωμα του βράχου.
Αργότερα όταν εκοιμήθη ο όσιος Παύλος, η μακαρία Θεοδώρα απέμεινε μόνη της, έχοντας μόνο την πρόνοια του Θεού.
7) Κάποτε, όταν εισέβαλαν οι τούρκοι μέσα στα χωριά και τα μοναστήρια της περιοχής Νεάμτς, τα δάση εγέμισαν από χωρικούς και μοναχούς. Τότε έφθασαν και μερικές μοναχές στο κελλί της οσίας Θεοδώρας. Η μακαρία Θεοδώρα τους είπε:
― Μείνετε εσείς στο κελλί μου, διότι εγώ έχω άλλο τόπο πιο κατάλληλο για καταφύγιο. Από εκείνη την στιγμή μετέβη σε μια άλλη κοντινή σπηλιά και συνέχισε μόνη της την άσκηση, άγνωστη απ’ όλους. Την νύκτα αναπαυόταν λίγο επάνω σε μια πέτρινη πλάκα, η οποία φαίνεται μέχρι σήμερα.
8) Κάποτε μια συμμορία από τούρκους περιπλανιόταν στα βουνά της Σύχλας για σατανικές δουλειές και έφθασαν και στην σπηλιά της οσίας Θεοδώρας. Τότε ώρμησαν κατ’ επάνω της για να την εξοντώσουν. Μα η αγία έπεσε στα γόνατα, εσήκωσε τα χέρια της προς τον Θεό και είπε: Λύτρωσέ με Κύριε, από τα χέρια των φονευτών μου! Εκείνη την στιγμή άνοιξε θαυματουργικά ο τοίχος της σπηλιάς. Αμέσως η νύμφη του Χριστού έφυγε από εκεί, κρύφθηκε στα δάση και έτσι εγλύτωσε από τον θάνατο.
9) Ξεχασμένη απ’ όλους τους ανθρώπους, ως τα γεράματά της χωρίς καμμιά συντροφιά, άφησε όλη την ελπίδα της μόνο στον Θεό. Αφού εγκατέλειψε το κελλί η οσία Θεοδώρα, αγωνίσθηκε στην σπηλιά σαν ένας ενσώματος άγγελος. Τώρα πλέον ούτε κρύο ούτε πείνα αισθάνεται καθόλου, ούτε ο διάβολος πλέον την ταλαιπωρεί. Προσεύχεται αδιάκοπα στον Θεό με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, μέχρι ν’ αρπαγή με τον νου σ’ αυτά τα ουράνια μυστήρια, ενώ με το σώμα υψώνεται επάνω από το έδαφος. Τότε φωτίζεται το πρόσωπό της, ενώ από το στόμα εξέρχεται και ανεβαίνει υψηλά μια φλόγα πυρός, όπως στους μεγάλους αγίους. Διότι είχε φθάσει η μακαρία με την προσευχή πολύ υψηλά, σε έκστασι, και γλυκαινόταν το πρόσωπό της με μια απερίγραπτη θεϊκή Χάρι.
10) Τα ενδύματα της αγίας Θεοδώρας είχαν φθάσει τώρα να είναι μερικά κουρέλια, με τα οποία μετά δυσκολίας εσκέπαζε το αδύνατο από την πολλή άσκησι σώμα της. Ακόμη και η τροφή τελείωσε. Γι’ αυτό ανέλαβαν τα πουλιά του ουρανού, κατόπιν εντολής του Δημιουργού των, να της φέρνουν καθημερινά ψίχουλα και φλούδες από ψωμί που τα έπαιρναν από την τράπεζα της σκήτης Συχαστρίας. Η μακαρία Θεοδώρα προσευχόταν ακατάπαυστα για τον κόσμο και χαιρόταν διότι σε λίγο θα αποδημούσε από το θνητό σώμα της.
Σαράντα ημέρες πριν από το μακάριο τέλος της, προσευχήθηκε στον Θεό να της αποστείλη ένα ιερέα, για να μεταλάβη τα Πανάχραντα Μυστήρια. Και ο Κύριος δεν άφησε απαρατήρητη την ψυχική της επιθυμία.
11) Κάποια φορά παρετήρησε ο ηγούμενος της Συχαστρίας κοπάδια από πουλιά να φέρνουν ψίχουλα στο ράμφος των και να πετούν προς το βουνό της Σύχλας. Συλλογίστηκε λοιπόν κατ’ ιδίαν μήπως εκεί ζη κανένας άγιος ησυχαστής. Γι’ αυτό έστειλε δύο αδελφούς να παρακολουθήσουν πού πηγαίνουν αυτά τα πουλιά. Εβάδιζαν πλέον οι αδελφοί αυτοί στην περιοχή εκείνη και, περιπλανώμενοι την νύκτα μέσα στο δάσος, προσεύχονταν και περίμεναν να φωτίση. Κατόπιν, παρατηρώντας μπροστά των μια στήλη φωτός να υψώνεται στον ουρανό, την επλησίασαν και είδαν μια γυναίκα να λάμπη σαν ήλιος στο πρόσωπο, να προσεύχεται με τα χέρια υψωμένα και να μη στηρίζεται στο έδαφος. Ήταν η αγία Θεοδώρα.
― Σ’ ευχαριστώ, Κύριε που με άκουσες! Είπε η μακαρία. Μετά επρόσθεσε: Μη φοβάσθε, αδελφοί, διότι είμαι μια ταπεινή δούλη του Θεού. Αλλά, σας παρακαλώ, να μου ρίξετε ένα επανωφόριο να σκεπασθώ διότι είμαι στο σώμα γυμνή. Αφού κατόπιν τους εκάλεσε να πλησιάσουν, τους διηγήθηκε τη ζωή της, το τέλος της που πλησίαζε, και τους έδωσε την εξής εντολή:
― Κατεβήτε στην σκήτη και πέστε στον ηγούμενο να στείλη τον Πνευματικό Αντώνιο και τον ιεροδιάκονο Λαυρέντιο εδώ, με το σώμα και το Αίμα του Χριστού.
― Πώς να πάμε με τέτοια νύκτα στην σκήτη, απάντησαν οι αδελφοί, αφού δεν γνωρίζουμε τον δρόμο;
― Πηγαίνετε με το φως που βλέπετε μπροστά σας και αμέσως θα φθάσετε.
12) Τα χαράματα της επομένης ημέρας έφθασαν στην Σύχλα ο Πνευματικός Αντώνιος με τον διάκονο Λαυρέντιο και τους δύο αδελφούς και ευρήκαν την αγία Θεοδώρα μπροστά στην σπηλιά της, κάτω από τους κλώνους ενός ελάτου. Στην αρχή η οσία τους αφηγήθηκε την ζωή της, κατόπιν απήγγειλε το «Πιστεύω», μετέλαβε τα Θεία Μυστήρια και, ζητώντας ευλογία από τον ιερέα, είπε: «Δόξα σοι ο Θεός, πάντων ένεκεν». Την ίδια στιγμή η αγία Θεοδώρα παρέδωσε την μακαρία ψυχή της στην αγκαλιά του Χριστού, ενώ το σώμα της ευωδίασε. Κηδεύθηκε και τοποθετήθηκε τιμητικώς από τους πατέρας στην σπηλιά, όπου ασκήτευσε.
13) Η είδησις για την ζωή και τον θάνατο της αγίας Θεοδώρας της Σύχλας διαδόθηκε γρήγορα σ’ όλα τα μοναστήρια, στα χωριά της Μολδαβίας, μέχρι ακόμη και το άλλο μέρος των συνόρων. Γι’ αυτό έτρεχαν στην σπηλιά της πιστοί από τα χωριά, προ παντός ασθενείς, και εθεραπεύοντο από τις διάφορες αρρώστειές των. Διότι το σώμα της δοξάσθηκε με αφθαρσία, ανέβλυσε ευωδία και έκανε θαύματα. Μερικοί προσκυνούσαν τα Λείψανά της, άλλοι ασθενείς άγγιζαν το φέρετρό της, ενώ πολλοί πλένονταν με νερό από το πηγάδι της και ελάμβαναν βοήθεια και παρηγοριά.
14) Το άγιο σώμα της οσίας Θεοδώρας της Σύχλας έμεινε στην σπηλιά επί εκατό χρόνια, αφού απήλαυσε μια βαθειά ευλάβεια και τιμή, περισσότερο απ’ όλους τους άλλους πατέρας. Μα ως θνητό και κρίμασιν οις οίδε Κύριος, το σώμα αποσυνετέθη. Στα χρόνια 1828-1834 τα άγια Λείψανά της μετεφέρθηκαν στο Κίεβο και τοποθετήθηκαν στις κατακόμβες του μοναστηριού Πετσέρσκα με το όνομα σε μια επιγραφή «Η αγία Θεοδώρα των Καρπαθίων», όπου και υπάρχουν μέχρι σήμερα. Η ψυχή της όμως τώρα προσεύχεται πάντοτε μπροστά στην Παναγία Τριάδα για όλο τον κόσμο.
Οσιωτάτη Μήτηρ ημών Θεοδώρα, πρέσβευε τω Κυρίω υπέρ ημών!
Ρουμανικό Γεροντικό
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”
Θεσσαλονίκη