Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Βίος Αγίων Ζηνοβίου και Ζηνοβίας των αδελφών



site analysis

Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία τα αδέλφια εορτάζουν στις 30 Οκτωβρίου

Zoom in (real dimensions: 237 x 340)Εικόνα

Οι Άγιοι Μάρτυρες, ο Ζηνόβιος και η Ζηνοβία ήσαν αδέλφια, πού κατάγονταν από την επαρχία των Κιλίκων.


Ο πατέρας τους ονομαζόταν και αυτός Ζηνόβιος και η μητέρα τους Θέκλα. Όταν πέθαναν οι γονείς τους, μοίρασαν τα υπάρχοντα τους στους ξένους και δεν κράτησαν τίποτα 
για τον εαυτόν τους. Ο Ζηνόβιος είχε σπουδάσει Ιατρική και γιάτρευε τούς αρρώστους όχι μόνο γιατί ήταν εύσπλαχνος, αλλά και με τη Χάρι του Θεού, δεν έπαιρνε λεφτά από 
τούς φτωχούς, όπως λέει το ευαγγέλιο.



Βασιλιάς ήταν εκείνη την περίοδο ο Διοκλητιανός και είχε έπαρχο σε εκείνη την περιοχή τον Λυσία. Ο Λυσίας ήταν ειδωλολάτρης και αυτός και έτρεφε μίσος κατά των χριστιανών 
όπως και ο Διοκλητιανός. Αυτός λοιπόν ο Λυσίας δεν ήθελε καθόλου τούς Χριστιανούς ενώ ο καλός και ευσεβής Ζηνόβιος ζούσε ήσυχα με τούς χριστιανούς, διότι ο Κύριος τον 
πρόσταξε με θεία αποκάλυψη να γίνει επίσκοπος των Κιλίκων. Πρώτον ήταν στα σώματα γιατρός, ύστερα τις ψυχές επιμελείτο με σοφία Θεού.



Όταν άκουσε ο κακός έπαρχος Λυσίας, για τον ιερό Ζηνόβιο, ότι κηρύττει ένα και μοναδικό Θεό και θεραπεύει στο όνομά Του κάθε ασθένεια, και ότι δίδει άπειρη ελεημοσύνη 
στους πτωχούς, θύμωσε για την τόσην πολλή φιλανθρωπία του Αγίου, διέταξε και του έφεραν τον Άγιο μπροστά του, και του είπε: «Πολλά άκουσα για σένα Ζηνόβιε, αλλά εγώ 
δεν πιστεύω αυτά αν δεν τα δω με τα ίδια τα μάτια μου. Γι αυτό σε έφερα εδώ για να βεβαιωθώ. Γι αυτό λοιπόν διάλεξε ένα από τα δύο, ή να θυσιάσεις μαζί μου στους θεούς, 
οπότε θα ζήσης ζωή με πλούτο και λαμπρότητα, ή θα πεθάνεις με μεγάλα βάσανα και μαρτύρια».



Ο Άγιος απάντησε:
«Εγώ έχω έναν Θεό αληθινό, τον Ιησού Χριστό. Αυτός με έπλασε και μου χάρισε τη ζωή και επιθυμώ να θυσιαστώ γι αυτόν». Όταν άκουσε αυτά ο τύραννος, διέταξε να τον 
κρεμάσουν.
Όταν γινόταν αυτά έφτασε η αδελφή του Αγίου, Ζηνοβία και όταν είδε στο ξύλο να κρέμεται ο αδελφό της, δεν δείλιασε καθόλου, αλλά έλεγξε με θάρρος τον έπαρχο και του 
είπε:
«Κακέ και υπερήφανε τύραννε, ποιά κακουργία έκανε ο αδελφός μου και τον δέρνεις;»



Τότε τούς έβαλαν και τούς δυο σε κρεβάτι και κάτω από αυτό έβαλαν κάρβουνα αναμμένα πού έκαιγαν αυτό αλλά οι μάρτυρες υπέμεναν με καρτερία. Μετά τους έβαλαν σε 
καζάνι γεμάτο βρασμένο νερό και τους έριξαν μέσα να βράσουν μέχρι να διαλυθούν. Εις μάτην όμως ο δύστυχος κοπίαζε, διότι όσον έβραζε το νερό τόσο αυτοί δροσίζονταν 
και έψαλλαν χαίροντες.



Αφού δεν είχε άλλη ελπίδα ο τύραννος, έλαβε την τελική απόφαση να τούς θανατώσει με ξίφος, έξω από την πόλη. Όταν έφθασαν εκεί, προσευχήθηκαν οι Άγιοι λέγοντες: 
«Σε ευχαριστούμε Χριστέ μας πού μας αξίωσες να τελέσουμε τον δρόμο του Μαρτυρίου, και να φυλάξουμε την πίστη μας καθαρή. Σε παρακαλούμε, φιλάνθρωπε Κύριε, να 
μας αξιώσεις του χαρίσματος της αιωνίου Βασιλείας σου και να μας συναριθμήσεις με τούς Αγίους δούλους σου».



Έκοψαν λοιπόν οι δήμιοι την 30ήν Οκτωβρίου τα κεφάλια των Μαρτύρων σύμφωνα με τη διαταγή, τα άγια δε λείψανά τους ευρίσκοντο έξω από την πόλη. Τα μεσάνυχτα πήγαν 
δύο πρεσβύτεροι, ο Ερμογένης και ο Γάιος, έλαβαν κρυφά τα λείψανα και τα ενταφίασαν μαζί. Έτσι οι Άγιοί μας όπως είχαν κοινούς γονείς και κοινή διαβίωση, έτσι αξιώθηκαν 
κοινής αθλήσεως και κοινής ενταφιάσεως.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Εγκώμια εις την Αγίαν Οσιοπαρθενομάρτυρα Αναστασίαν Ρωμαία



site analysis
ΣΤΑΣΙΣ Α'
Ήχος πλ. α. Η ζωή εν τάφω.
Μακαρίζομέν σε, του Νυμφίου Χριστού, την φιλτάτην Νύμφην και καλλιπάρθενον, και το καύχημα πιστών Χριστιανών.
Μακαρίζομέν σε, μοναζόντων χορός, την σεμνήν Αναστασίαν και πάντιμον, καταστέφοντες σους άθλους εμμελώς.
Η ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΣ ΚΑΤ' ΑΛΦΑΒΗΤΩΝ.
Απαρνησαμένη, τα του βίου τερπνά, παιδιόθεν τον Χριστόν επεπόθησας· όθεν γέγονας φιλέρημος τρύγων.

Βασιλείας δόξαν, κοσμικάς τε τρυφάς, απηρνήσω εκ καρδίας αοίδιμε, εμφοιτώσα εν σεμνείω ιερώ.

Γένους παριδούσα, περίοπτους τιμάς, πενιχρόν περιεβλήθης ιμάτιον, και εξέδραμες θηρεύσαι τον Χριστόν.

Διδαχάς αγίας, ηγουμένης σοφής, ώσπερ μέλι φιλοπόνως συνέλεξας, εντρυφώσα εν ταις θείαις εντολαίς.

Επελθόν το Πνεύμα, συν Πατρί και Υιώ, ενεποίησαν μονήν τη καρδία σου, θείας χάριτος εμπλήσαντες αυτήν.

Ζόφον αμαρτίας, ενοχλήσεις σαρκός, νουνεχώς Αναστασία διέλυσας, εζωσμένη πανοπλίαν θεικήν.

Ησυχίας πόθος, πυρπολών σην ψυχήν, εστερέωσε τη πίστει σε Πάνσεμνε, ευτρεπίσας προς μαρτύριον στερράν.

Θείον πόθον σχούσα, εξελέξω σοφώς, το μαρτύριον το της συνειδήσεως, δι αιμάτων σου λαμπρώς τελειωθέν.

Ισχυρών ενέδρας, πλανεράς, δολεράς, κολακείας τε ,επάρχου διέφυγες, και ερρύσθης ως στρουθίον εξ αυτών.

Κατατμήσεις πάντων, των μελών καί πληγάς, σθεναρώς Αναστασία υπέμεινας, καταισχύνασα εχθρού τας μηχανάς.

Λαμπροφόρος ώφθης, εστεμμένη τρισσώς, παρθενίας και ασκήσεως σκάμμασι, και αγώσι μαρτυρίου σου Σεμνή.

Μεγαλύνω πάθη, τας πληγάς εξυμνώ, και γεραίρω τα λαμπρά σου παλαίσματα, α υπέμεινας Αγνή δια Χριστόν.

Νυμφοστόλος αίγλη, παρθενίας κλεινής, και ασκήσεως αγώνες υπέρμετροι, μαρτυρία) εκοσμήθησαν φαιδρώς.

Ξέσεις τη σαρκί σου, εκκοπάς των μαστών, και τανύσεις των οστέων υπήνεγκας, προς δε τούτοις την της γλώσσης εκτομήν.

Ουρανόθεν ήλθε, μαρτυρούσα φωνή, την τελείωσιν Σεμνή σης αιτήσεως, του ιάσθαι πάσαν νόσον ασθενών.

Πειρασμούς ποικίλους, οικισμών συμφοράς, και τομήν της κεφαλής καθυπέμεινας, συντριβέντων κεφαλών δυναστικών.

Ρώμη πάσα χαίρει, και σκιρτά η Μονή, του Οσίου Γρηγορίου ως έχουσα, σων λειψάνων θαυματόβρυτον πηγήν.

Σων αιμάτων ρείθρα, Φαραώ νοητόν, κατεπόντισαν δισσώς θεραπεύοντα, ιαμάτων ως πηγαί πάντας πιστούς.

Τυραννούντων θράση, αισθητά, νοητά, εν τω αίματί σου άμφω κατέπνιξας, και συνέκοψας δρακόντων κεφάλας.

Υπομένω, άδεις, τον Χριστόν ψαλμικώς, και προσέσχε εισακούων την δέησιν, καταπέμπων επ' εμέ την δωρεάν.

Φαιδροτάτη αίγλη, επιφάνηθι νυν, επιχέουσα αγάπης Ιάματα, τη αθλία μου ψυχή και τη σαρκί.

Χορηγός υγείας, ιατήρ συμπαθής, και φρουρός ,Αναστασία συ πέφυκας, φωτισμός δε μοναστών αθωνιτών.
Δόξα πατρί...
Ψαλμωδούντες αίνους, και δεήσεις πυκνάς, αναφέρομεν αιτούντες το έλεος, την Τριάδα την Παντοκρατορικήν.
Και νυν...
Ως νυμφών Νυμφίου, ως του Λόγου παστάς, ως ανύμφευτος Δεσπότου γεννήτρια, διασώζοις τους πιστούς εκ των δεινών.

(Και πάλιν το πρώτον τροπάριον)
ΣΤΑΣΙΣ Β'
Ήχος πλ. α. "Αξιόν εστίν.
Άξιόν εστίν, μεγαλύνειν σε Αναστασία, των αθωνιτών λαμπρόν εγκαλλώπισμα, και Μονής του Γρηγορίου αρωγόν.

Άξιόν εστίν, μακαρίζειν σε Παρθενομάρτυς, των μοναζουσών περίλαμπρον καύχημα, και αγλάισμα μαρτύρων γυναικών.
Η ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΣ ΚΑΤ' ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ
Άσπιλος αμνάς, και αήττητος εδείχθης μάρτυς αντιπάλων κέντρα γαρ ήμβλυνας, και συνέτριψας τυράννων απειλάς.

Βάπτισμα τρισσόν, υποδέδεξαι Οσιομάρτυς, το δι' ύδατός τε και Πνεύματος, το της σης κουράς και το μαρτυρικόν.

Γάμοις μυστικοίς, υπαντήσασα Χριστόν Τρισμάκαρ, φρόνιμος παρθένος καθέστηκας, εισελθούσα τω νυμφώνι εν φωτί.

Δένδρον ευθαλές, φυτευθέν εν τω μοναστηρίω, εν τω μαρτυρίω εξήνθησας, και απέδωκας καρπούς εν ουρανοίς.

Έσπειρας εν γη, και ελίπανας δια δακρύων, εν κρουνοίς αιμάτων επότισας, και εθέρισας ουράνιον ζωήν.

Ζήλος πυρπολών, καταφλέγων δε σου την καρδίαν, σε Αναστασία ανέδειξε, κοινωνόν των παθημάτων του Χριστού.

Ήχον καθαρόν, ακατάπαυστον εορταζόντων, νυν απολαμβάνειν ηξίωσαι, κατά πρόσωπον ορώσα τον Χριστόν.

Θεραπευτικήν, Μάρτυς δύναμιν ητήσω πάλαι, έργω δε ο λόγος πεπλήρωται, και ιδού η μαρτυρία τηλαυγής.

Ιαματικήν, σε γινώσκομεν παραμυθίαν όθεν την υγείαν χορήγησαν, την κατ' άμφω τοις πιστοίς Χριστιανοίς.

Καταθορυβών, την ψυχήν μου ο εχθρός συνθλίβει συ Αναστασία βοήθει μοι, επιστάζουσα ειρήνης γλυκασμόν.

Λαμπαδηφορείς, δι' ελαίου αρετών Οσία αλλά σαις λιταίς καταξίωσαν, συναρίθμιον γενέσθαι σοι καμέ.

Μέτοχος παθών, των Χριστού γενέσθαι ηξιώθης, κοινωνός δε και Αναστάσεως, επαξίως τη ση κλήσει αγαθή.

Νίκην φωταυγή, αληθώς νικήσασαν τον κόσμον,πίστιν την σεπτήν συ απέδειξας, ως διδάσκει ο Υιός ο της βροντής.

Ξένη επί γης, ανεφάνη εν μοναστηρίω, και τη σθεναρά αντιστάσει σου, ξενιτείας άκρον μέτρον εκπληροίς.

Ολοθρευτικός, ο σος θάνατος εδείχθη Μάκαρ, τω εχθρώ ημών και πικρότατος, φυγαδεύων πάσαν φάλαγγα αυτού.

Πάσαν ζοφεράν, εβδελύξω ειδωλομανίαν, τους ανθρώπους έργω διδάσκουσα, προσκυνείν ένα θεόν Τριαδικόν.

Ρήσεις τας χρηστάς, ενηχήθης εν μοναστηρίω, παρά της σοφής διδασκάλου σου, ουρανίους δε απήνεγκας καρπούς.

Στέφανος ζωής, ητοιμάσθη σοι παρά Κυρίου, τρίκλωνος, φαιδρός και λαμπρότατος, οία τύπος δόξης της τρισσοφεγγούς.

Τείχισον ημάς, εκτενέσι μεσιτείαις Κόρη, παύσον τάς ορμάς των παθών ημών, ανιστώσα τας ψυχάς εις προσευχήν.

Ύδωρ ζωηρόν, αναβλύζοις τη εμή καρδία, όμβρον κατανύξεως στέλλουσα, τη διψώση καί αυχμώση μου ψυχή.

Φυγαδεύουσα, πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν, πάσαν συμφοράν και ασθένειαν, θεραπεύεις σους ικέτας πολλαπλώς.

Χάρισμα διπλούν, ουχί μόνον εις Χριστόν πιστεύειν, αλλά και το πάσχειν υπέρ Αυτού, επεδόθη σοι ως μάρτυρι πιστή.
Δόξα.
Ψήγματα χαράς, επιρρίπτων τη εμή καρδία, νυν τα σα ελέη θαυμάστωσον, επ' εμέ Τριάς Αγία ο θεός.
Και νυν.
Ως περικαλλής, ως πανάμωμός τε καί ωραία,Μήτηρ του θεού αναδέδειξαι, παρεστώσα δεξιόθεν σου Υιού.

(Και πάλιν το πρώτον τροπάριον)

ΣΤΑΣΙΣ Γ'
Ήχος γ'. Αι γενεαί πάσαι.
Αι γενεαί πάσαι, μακαρίζομέν σε, σεμνή Αναστασία.

Αι γενεαί πάσαι, χοροί τε μοναζόντων, τιμώμενσους αγώνας.

Η ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΣ ΚΑΤ' ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ
Αγάπης τετρωμένη, εγώ ειμί εβόας, ασματικώς ως νύμφη.

Βίω σου αγίω, αγώσί τε γενναίοις, Χριστός ευηρέστηθη.

Γυνή ανδρεία ώφθης, χρυσώ αγιωσύνης, περικεκοσμημένη.

Δεήσεσιν απαύστοις, Χριστόν καθικετεύεις, υπέρ ασθενούντων.

Ελπίς ου καταισχύνει· διο αυτήν κατέσχες, ως βάσιν μαρτυρίου.

Ζήλω ευσεβείας, και πόθω αληθείας, τα σπλάγχνα κατεφλέγης.

Ησυχίας λύχνος, ασκήσεως τε φάρος, εν κόσμω ανεφάνης.

Θάνατον εδέξω, τίμιον Οσία, ενώπιον Κυρίου.

Ικέτις προς Δεσπότην, γενού Παρθενομάρτυς, υπέρ των σε υμνούντων.

Καρδίας καθαρότης, και Πνεύματος ευθέος, εδόθη καινισμός σοι.

Λατρεύειν θεώ ζώντι, μη θύειν δαιμονίοις, μανθάνεις εν Σεμνείω.

Μετάνοιαν και πένθος, και θείαν χαρμολύπην, επέδειξας Αγία.

Νηστεία και δεήσει, εμπόνω τε ασκήσει, προσφόρως ητοιμάσθης.

Ξενιτείας έρως, ηυτρέπισε σον πνεύμα, προς μείζονας αγώνας.

Ομολογίας στύλος, κρηπίς τε μαρτυρίου, Αναστασία ώφθης.

Πίστει ακραδάντω, και έργοις θεαρέστοις, εισήλθες εν Νυμφώνι.

Ρίζας θείου φόβου, τοις μέλεσί μου ένθες, συντόνω σου δεήσει.

Σταυρούσθαι κατά κόσμον, υπέρ Χριστού τε θνήσκειν, Παμμάκαρ εξελέξω.

Ταπείνωσις υψοί σε, μαρτύριον καθαίρει, αγάπη δε θεοί σε.

Υπήκοος εγένου, θεώ έως θανάτου, Αγνή χριστομιμήτως.

Φωτί θεού ακτίστω, καταυγασθείσα όλη, Τρισμάκαρ εθεώθης.

Χάριν ως λαβούσα, ταύτην δη προσνέμοις, καμοί τω τρισαθλίω.

Δόξα.
Ψαλμόν καρδίας δέχου, ει και ανενδεής ει, Τριάς Μονάς θεέ μου.
Και νυν.
Ώραν παρθενίας, στηλογραφείς τοις πάσι, Παρθένε Θεοτόκε.
(Και πάλιν το πρώτον τροπάριον)

Αμήν..

Στις ηρωικές γυναίκες της Πίνδου…



site analysis



ελάχιστη ανταπόδοση στην τεράστια προσφορά τους. ΑΘΑΝΑΤΕΣ! 


 της ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ

Είχε φασόλια μαυρομάτικα, τα μούσκεψε, έριξε ξύλα στο τζάκι, μπας και σβήσει, γιόμισε καπνούς το σπίτι, δεν καλοτράβαγε το τζάκι, άτσαλα το ‘χε χτίσει ο μακαρίτης.

Απ’ το στενόμακρο παραθύρι κοίταξε τον ουρανό, μπλαβιασμένος ο ουρανός, χιονίζει μερόνυχτα, μα δε λέει να ξεθυμάνει. Καινούργιο χιόνι πάνω στο παλιό και ο λυσσασμένος παγωμένος αγέρας, να το κάνει πάγο. Βουνά ο πάγος να παραβγαίνουν θαρρείς σε μπόι με τα κατσάβραχα.

Για τον κύρη της ξέρει, τον πήρε κοντά του ο Θεός! Θεός σχωρέσ’ τον.

Μα εκείνος που να ‘ναι; Ο γιος της, το μοναχοπαίδι της, ε, βρε παιδεμός να τον μεγαλώσει, άντρακλας έγινε, που η Παναγιά να τον φυλάει.

Κι ήταν ώρες να βρει το ταίρι του, ν’ ανοίξει κι αυτηνής το σπίτι κι η καρδιά της, μα ήρθε ο πόλεμος.
Καί τώρα που να ‘ναι;

Πήγε χωρίς βιάση, άναψε το καντήλι της. “Εγώ δεν ξέρω Παναγιά μου που ‘ναι, μα εσύ ξέρεις· μάνα και του λόγου σου νογάς από καημούς”. 

Πήρε μετά μια ξεφτισμένη ρόμπα της κι άρχισε να τη ρεμπατεύει. Το χωριό, το Ηπειρώτικο χωριό δεχόταν με βόγκο το χιόνι που έπεφτε… έπεφτε… έπεφτε.

Το χιόνι έπεφτε… έπεφτε. Κόντευες να πιστεύεις πως δε θα μπορούσε η μέρα να διώξει τη νύχτα. Κι όμως ξημέρωσε και τότε τόλμησαν να ξεκινήσουν.

Μπρος ορθό εχθρικό το βουνό. Κάτω το Ηπειρώτικο χωριό, δεξιά ζερβά οι χαράδρες. Και το χιόνι να τους κόβει την ανάσα, να τους ζαλίζει, που τελειώνει το μονοπάτι, που αρχίζει η χαράδρα;

Καί πάγος κάτω, πάγος που γλιστράει, τσουλήθρα θανάτου. Κι απάνω στο βουνό, ‘κει προς την κορφή να καρτερούν τα πυρομαχικά -ζωή και θάνατος η έλλειψη τους -και τους είχαν τελειώσει. Κι αυτοί ανέβαιναν… ανέβαιναν κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο μέσα στην τόση παγωνιά είχαν ιδρώσει . Απ’ το κόπο κι απ’ τον φόβο…

Και ‘κει ήταν που και τα μουλάρια σταμάτησαν. Ή πιο σωστά πήραν τα πόδια τους τη γλιστρά της κατηφοριάς, οι ασήκωτες κάσες που ‘χαν στις πλάτες τους μετακινήθηκαν… κίνδυνος να γκρεμιστούν στο βάραθρο μαζί με τα μουλάρια. Κι απάνω στο βουνό εκεί προς την κορφή, να καρτερούν τα πυρομαχικά, ζωή και θάνατος η έλλειψη τους, και τους είχαν τελειώσει…

- “Δε φτάνουμε”, είπε ο λοχίας κι όλοι συμφώνησαν.
“Δε φτάνουμε ‘κει πάνω”.
“Να κατεβούμε στο χωριό, να ζητήσουμε παλιολινάτσες να βάλουμε στα ποδάρια των ζωντανών να μη γλιστράνε”, είπε ο δεκανέας κι όλοι το ‘δαν σα μόνη ελπίδα.

Πήρε δυο φανταράκια ο δεκανέας μαζί του και ροβόλησαν για το χωριό. Στο έμπα ήταν που αντάμωσαν τον παπά με δυο-τρεις άλλους που ασφάλιζαν γερά ένα παραθύρι της Εκκλησιάς μη τύχη και ο χιονιάς μπει μέσα.

Τους είδε να ‘ρχονται αλαλιασμένοι.

“Παιδιά, έσπασε το μέτωπο”, ρώτησε ο παπάς και κρεμάστηκαν κι οι υπόλοιποι απ’ το στόμα του. Είχε σπάσει η χολή τους, τέτοια τρομάρα!

“Παπά, το και το, γρήγορα μονάχα βρες παλιολινάτσες κι οι απάνω μείναν χωρίς βόλι”.
Είχε πιαστεί να κάθεται στο σκαμνί, της πόνεσε η μέση “έρμα γεράματα” γκρίνιαξε, τράβηξε κατά το παραθύρι, το παραθύρι, που το μαστίγωνε το χιόνι.

“Αγρίεψε ο καιρός, φύλαγε τα παιδιά μας, Παναγιά μου, ξέρεις εσύ πως…”.
Δεν απόσωσε, τους είδε εκεί στην Εκκλησιά. Λαχτάρησε. Καλά, ο παπάς να ‘ναι εκεί, η φανταρία όμως; Τυλίχτηκε σφιχτά με το χοντρό σάλι της και βγήκε κι αντάμωσε τη χιονοθύελλα. Κουβέντιαζαν έντονα, δε την κατάλαβαν.

“Να μαζώξουμε λινάτσες κι ό,τι μας βρίσκεται, μα μη θαρρείς πως τα ζωντανά δε θα γλιστράνε πάλι. Ξέρουμε από τέτοια κι έχουν χαθεί αν έχουν χαθεί ζωντανά μαζί μ’ ανθρώπους σε τούτα τα φαράγγια!”,είπε σκεφτικά ο παπάς.

“Εγώ θα σας πω και κάτι άλλο παλληκάρια: Τώρα να βαρέσουμε την καμπάνα, να καλέσουμε τις κυράδες να μας βρούνε ό,τι έχουν και δεν έχουν σε λινατσόπανα, θα κυλήσει ώρα. Άντε τα μαζώξαμε, τα πήρατε, πάτε στην ευχή του θεού. Μέχρι ν’ ανταμώσετε τους άλλους και τα ζωντανά σας βρήκε η νύχτα. Και δε δείχνει ο ουρανός να ξανοίγει, ώρα στην ώρα άλλη χιονιά έρχεται. Δε θα προκάνετε και εσείς λέτε πως βόλι πάνω στην κορφή οι φαντάροι μας δεν έχουνε βόλι, όχι οβίδες και…”.

Δεν αποτέλειωσε. Η φωνή κοφτή τον έκοψε. “Δεν προκάνουνε!!!…”.

Γύρισαν, είδαν τη γυναίκα που σίμωσε.

“Δε προκάνουνε”, ξανάπε με πεποίθηση.
“Και κυρά Σαράντη, τι λες να γίνει;” ρώτησε ο παπάς.
“Βάρα την καμπάνα, παπά μου, να μαζωχτούν οι γυναίκες. Εμείς θα ζαλωθούμε τα κιβώτια”. “Εσείς;” ξαφνιάστηκαν οι φαντάροι.

“Τα γουρουνοτσάρουχα δε γλιστράν, ξέρουμε σα τα σπιτικά μας τα μονοπάτια, “θα αντέξετε; Είναι βαριά, πες ασήκωτα”, είπε δειλά ο δεκανέας. 

“Βαστάν οι καρδιές και τα κότσια τους”, είπε ο παπάς και ανακούφιση και περηφάνεια ένιωσε.

“Το λοιπόν μην αργείς παπά μου, και ξαναμούτρωσε ο καιρός”, είπε η γυναίκα και ίδια κοπελλίτσα τράβηξε για το σπίτι της, να βάλει τα γουρνοτσάρουχά της.

Η καμπάνα αυτοστιγμής χτύπησε δυνατά, χαρούμενα, ίδιος αναστάσιμος ο ήχος της…
Η μια πίσω απ’ την άλλη ανέβαιναν… ανέβαιναν… οι κάσες λύγιζαν τις μέσες τους, το χιόνι τις μάχονταν… ο θάνατος -το φαράγγι -δεξιά ζερβά τις παραμόνευε.

Κι αυτές ανέβαιναν… ανέβαιναν… 
πηγή.trelogiannis

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Βίος Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας, της Οσιομάρτυρος



site analysis

Η Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η Οσιομάρτυς εορτάζει τις 29 Οκτωβρίου

Zoom in (real dimensions: 315 x 430)Εικόνα

Καταγωγή
Η Άγια Αναστασία κατήγετο από τη Ρώμη, έζησε δε κατά τους χρόνους του αιμοβόρου και χριστιανομάχου Δεκίου το 250 περίπου μ.Χ. Δεν έχανε τον καιρό της η Αναστασία στα 
μάταια και πρόσκαιρα Αυτή προσπαθούσε να στολίσει την ψυχή της με αρετές, για να αρέσει στο Χριστό. Όταν έγινε είκοσι ετών, αυτή η σεβαστή κόρη, απαρνήθηκε γονείς και 
συγγενείς, Μίσησε τον πλούτο και την δόξα. Εγκατέλειψε και όλες τις κοσμικές απολαύσεις και επήγε να ζήση μέσα σε Παρθενώνα.
Την εποχή εκείνη δεν είχαν δημιουργηθεί ακόμη τα Μοναστήρια. Γι αυτό πολλές νέες, που ήθελαν να αφιερωθούν στο Θεό, ζούσαν όλες μαζί σε ένα σπίτι μέσα εις τας πόλεις. 
Εκεί ασχολούνταν με την λατρεία του Θεού και με την διάδοση της χριστιανικής πίστεως στους ειδωλολάτρες και στους εβραίους. Μία μορφωμένη προϊσταμένη, πού ονομαζόταν 
Σοφία, την δέχτηκε και την δίδαξε τους κανόνες του παρθενικού βίου. Η Αναστασία μέρα με την ημέρα και με την βοήθεια του Θεού αύξανε τις αρετές της.

Την συλλαμβάνουν
Ο διάβολος όμως, βλέποντας αυτό προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την διώξει από τον Παρθενώνα. Χρησιμοποίησε τα όργανα του και αυτά επήγαν και ανέφεραν στον διοικητή,
Πρόβο ονομαζόμενο, ότι η Αναστασία δεν πιστεύει στους θεούς, πού πιστεύουν εκεί οι Ρωμαίοι, και ότι αναγνωρίζει, ότι ο Θεός είναι ο Κτίστης του παντός.
Ο Πρόβος, τότε εξαγριώθηκε εναντίον της Αναστασίας. Έδωσε διαταγή να την συλλάβουν. 

Στο δικαστήριο των ασεβών.
Ο άρχοντας προσπαθώντας με κολακείες και υποσχέσεις να της βρει πλούσιο γαμπρό, προσπαθούσε να την πείσει να θυσιάσει στους θεούς αλλιώς θα δοκίμαζε την μανία του. 
Όμως η Αναστασία με γεναίο φρόνημα του απάντησε στις κολακείες και τις απειλές του:
— Για μένα, άρχοντα μου, Νυμφίος είναι ο Χριστός. Ο θάνατος μου για χάρη Του είναι προτιμότερος και από τη ζωή μου. Για τον Χριστό μου αρνήθηκα όλες τις κοσμικές 
απολαύσεις. Οι πληγές, οι μαστιγώσεις, οι διάφορες τιμωρίες, για μένα είναι ευχάριστα, όταν τα υπομένω προς χάριν Εκείνου. Κάνε λοιπόν ότι έχεις να κάνης. Εγώ σου 
δηλώνω καθαρά: ξύλινους και πέτρινους θεούς σε καμία περίπτωση δεν θα λατρεύσω.

Της σπάζουν τα δόντια και την γυμνώνουν
Ακούγοντας αυτά ο ηγεμόνας διέταξε να την χτυπήσουν στο πρόσωπο. Τόσο την χτύπησαν που της έσπασαν τα δόντια και έτρεχε στο πρόσωπο της αίμα. Έπειτα έδωσε 
διαταγή να την γυμνώσουν για να την ρεζιλέψουν όμως η Αγία έμενε σταθερή στην πίστη της και ευχαριστούσε τον Κύριο.

Zoom in (real dimensions: 127 x 557)Εικόνα

Την καίουν
Ο άρχοντας όμως θύμωσε πάρα πολύ και διέταξε να βασανίσουν αλύπητα την νέα. Διέταξε και έμπηξαν στη γη τέσσερεις μεγάλους πασσάλους. Εκεί επάνω σ' αυτούς 
κρέμασαν την κόρη. Για να την βασανίσει ακόμη πιο πολύ, διέταξε να βάλουν από κάτω φωτιά. Έτσι., άρχισε να καίγεται το σώμα της κόρης από τις φλόγες, ενώ στην ράχη 
την χτυπούσαν οι υπηρέτες του αυτοκράτορα. Από τα πολλά βασανιστήρια από τις φλόγες και από τα κτυπήματα των υπηρετών του αυτοκράτορα το σώμα της κόρης κα 
σχίσθηκε. Η Άγια είχε τόσους πόνους, πού κανείς δεν μπορεί να τους περιγράψει. Οι φλέβες της είχαν ανοίξει και το αίμα της έτρεχε και η φωτά σιγά-σιγά την έκαιγε. 
Η κύρη όμως παρ’ όλα αυτά, δεν δείλιασε.

Στον τροχό
Το απάνθρωπο όμως εκείνο θηρίο, βλέπονιας, την κόρη να βαστάει ακόμα, διέταξε να την κατεβάσουν από εκεί να την βάλουν σε τροχούς. Η μηχανή του τροχού έσπαζε τα 
κόκκαλα της Αγίας. Εκείνη όμως παρ' όλα αυτά ακόμη βαστούσε με τη δύναμη ταυ Θεού. Υπέμενε όλα εκείνα τα βασανιστήρια η Αγία, λέγοντας σιγανά:
— Θεέ μου, Εσύ πού χαρίζεις δύναμη και υπομονή, μην απομακρύνεσαι από μένα αυτή την στιγμή, γιατί οι σάρκες μου έχουν καεί και τα κόκκαλα μου έχουν σπάσει. Θεέ μου, 
χάρισέ μου υπομονή να μείνω σταθερή μέχρι τέλους.
Όταν η κόρη τελείωσε τα λόγια αυτά, ώ του θαύματος! Αμέσως βρέθηκε γεμάτη υγεία, χωρίς ίχνος εγκαύματος. Την κοίταξε ο αιμοχαρής τύραννος και απορούσε. Δυστυχώς 
όμως εκείνος ο ανόητος ήταν πωρωμένος και δεν κατάλαβε το θαύμα.

Τα σιδερένια νύχια
Διέταξε τότε να κρεμάσουν και πάλι την κόρη, και με σιδερένια νύχια να της ξεσχίσουν το σώμα. Η Αγία όμως παρ' όλα αυτά εξακολουθούσε να προσεύχεται, χωρίς να 
υπολογίζει τα βασανιστήρια. Τότε ήλθε βοήθεια από τον Θεό και τα χέρια των δημίων έμειναν ξερά και ακίνητα. Απόρησε τότε ο άρχοντας για το γεγονός αυτό και σηκώθηκε 
από τον θρόνο του. Δεν ήξερε τί να κάνη. Έλεγε, ότι η Αναστασία είναι μάγισσα και γι' αυτό γίνονται αυτά τα καταπληκτικά πράγματα. Δεν ήθελε δε ο ελεεινός επ' ουδενί 
λόγω να πιστέψει στο Χριστό.

Της κόβουν τους μαστούς
Ο διάβολος έβαλε στο νου αυτοκράτορα να κόψει τους μαστούς της κόρης. Οι δήμιοι άρχισαν το απάνθρωπο έργο τους. Η Αγία όμως με το βλέμμα της στραμμένο προς τον 
ουρανό και με την σκέψη της καρφωμένη στο Χριστό, υπέμεινε, χωρίς γογγυσμό και αυτό ακόμη το βασανιστήριο.
Ο τύραννος τότε, βλέποντας υπεράνθρωπη την υπομονή της Αναστασίας προσπάθησε να βρει άλλο τρόπο για να βασανίσει ακόμη περισσότερο την Αγία. Διέταξε να της 
βγάλουν όλα τα δόντια της και τα νύχια.
Άρχισαν οι βασανιστές με τις τανάλιες να της ξεριζώνουν τα νύχια. Οι πόνοι ήσαν τρομεροί, αφόρητοι. Η Αγία όμως λες και δεν αισθανόταν κανένα πόνο. Στεκόταν ήρεμη σαν 
να μη συνέβαινε τίποτε. Ευχαριστούσε μόνο τον Κύριο, επειδή αξιώθηκε να πάθη για χάρι του. Έβριζε συγχρόνως συνέχεια τούς θεούς, πού λάτρευαν ο Αυτοκράτορας και 
οι άλλοι ειδωλολάτρες.

Zoom in (real dimensions: 273 x 395)Εικόνα

Της ξεριζώνουν τη γλώσσα
Επειδή δεν μπορούσε ο άπιστος άρχοντας να υπομένει τα λόγια αυτά της Αγίας, διέταξε να της κόψουν την γλώσσα. Αλλά να την κόψουν βαθειά από τον φάρυγγα. Εκείνη, 
όταν άκουσε τη διαταγή αυτή ζήτησε να την αφήσουν για λίγο να προσευχηθεί στον Κύριό της με φωνή για τελευταία φορά. Της επέτρεψαν. Ευχαρίστησε τότε τον Θεό και 
τον παρεκάλεσε να την δυναμώσει να βαστάξει μέχρι τέλους και να πεθάνει ένδοξα. Επίσης τον παρεκάλεσε να της δώσει την δύναμη να θεραπεύει κάθε αρρώστια. Όταν 
τελείωσε η Αγία την προσευχή της, θεϊκή φωνή ακούστηκε από ψηλά, λέγοντάς της, ότι θα γίνει ότι ζήτησε.
Η κόρη όταν άκουσε την φωνή χάρηκε πάρα πολύ και είπε στον άρχοντα να κάνη αυτό πού πριν από λίγο διέταξε. Οι σκληροί δήμιοι τότε της τράβηξαν την γλώσσα με τανάλια 
και την έκοψαν σύρριζα. Τα ρούχα της βάφτηκαν κόκκινα από το αίμα.

Αποκεφαλίζεται
Η Αγία τότε από τα πολλά βασανιστήρια, ζήτησε λίγο νερό να βρέξει το ματωμένο στόμα της. Έτρεξε αμέσως με προθυμία και της έδωσε νερό κάποιος Χριστιανός, πού 
ονομαζόταν Πρόβος. Εκείνος όμως έπειτα από λίγο πλήρωσέ πάρα πολύ ακριβά την πράξη του. Ο Αυτοκράτορας διέταξε, ουρλιάζοντας από μανία, να κόψουν το κεφάλι 
του Πρόβου και της Αναστασίας.
Για μερικές ημέρες το σώμα της Άγιας έμεινε εκεί, όπου μαρτύρησε, χωρίς να το αγγίζει κανείς άνθρωπος ή ζώο με την βοήθεια της θείας χάριτος.
Η Σοφία από την στιγμή, που είχε φύγει η Αγία, γονατιστή συνέχεια παρακαλούσε τον Θεό να βοηθήσει την Αγία να αντιμετωπίσει τα βασανιστήρια του άρχοντα νικηφόρα. 
Σε μια στιγμή όμως ενώ εκείνη με θερμά δάκρυα προσευχόταν στον Θεό, παρουσιάστηκε μπροστά της ένας άγγελος Κυρίου και της ανακοίνωσε το μαρτύριο και το τέλος της 
Αναστασίας. Εκείνη τότε από το γεγονός χάρηκε υπερβολικά.

Ευχαριστούσε το Θεό, πού την αξίωσε να είναι πνευματική μητέρα μιας Αγίας. Κατόπιν ο Άγγελος την βοήθησε να εύρη το άγιο λείψανο της Αγίας. Εκείνη όταν το είδε, με θερμά 
δάκρυα το καταφιλούσε λέγοντας:
— Παιδί μου, πού σε ανάθρεψα με τόσον κόπο, σε ευχαριστώ, διότι άκουσες τις συμβουλές μου, φύλαξες τις υποσχέσεις πού είχες δώσει, και έτσι μπόρεσες ντυμένη με το 
ολόλευκο φόρεμα της αγνότητος και στολισμένη με τις πληγές του μαρτυρίου σου να αντικρίσεις τον Χριστό μας μέσα σε όλο το μεγαλείο του. Σε παρακαλώ θερμά βοήθησε με 
και μένα τώρα πού είμαι γερασμένη και παρακάλεσε τον Θεό να κληρονομήσω την αιώνια Βασιλεία.
Όταν τελείωσε τα λόγια της και ενώ σκεπτόταν, πώς θα μπορέσει να σηκώσει το Άγιο λείψανο, παρουσιάσθηκαν μπροστά της δύο σεβαστοί άνδρες. Αυτοί σήκωσαν το λείψανο 
και με την Σοφία το μετέφεραν στη Ρώμη και το τοποθέτησαν μέσα σε μία Εκκλησία.
Η μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Αναστασίας της Ρωμαίας η οποία τόσα βασανιστήρια υπέμεινε για την δόξα του Χριστού μας, τιμάται από την Εκκλησία μας στις 29 Οκτωβρίου.


Zoom in (real dimensions: 229 x 368)
Εικόνα


Στίχος
Κάρας τομὴν ἤνεγκε ῥώμῃ καρδίας, βλάστημα Ῥώμης, Μάρτυς Ἀναστασία. Τλῆ δὲ Ἀναστασίη ἐνάτη ξίφος εἰκάδι ὀξύ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα, ὥσπερ παρθένος σεμνή, ἀθλήσεως αἵμασι, τὴν τῆς ἁγνείας στολήν, ἐνθέως ἐφοίνιξας• ὅθεν Ἀναστασία, ὡς Ὁσία καὶ Μάρτυς, χάριτας
ἰαμάτων, ἀπαστράπτεις τῷ κόσμῳ, πρεσβεύουσα τῷ Σωτήρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοvτάκιοv. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας νάμασι, καθηγνισμένη Ὁσία, μαρτυρίου αἵμασι, Αvαστασία πλυθεῖσα, παρέχεις, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν τοῖς προσιοῦσιν, 
ἐκ καρδίας• ἰσχὺν γὰρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύων, χάριν ἀέναοv.

Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἐκ βρέφους τῷ Θεῷ, ἀνετέθης Ὁσία, νεκρώσασα σαρκός, ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη, εἰς ὕψος δ' ἀνέδραμες, μαρτυρίου περίδοξον, ἐναθλήσασα, Ἀναστασία νομίμως,
καὶ τόν δράκοντα, καταβαλοῦσα εἰς χάος, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.

Μεγαλυνάριον.
Ἔφυς ὥσπερ ῥόδον πανευθαλές, ἐν δικαιοσύνης, τοῖς λειμῶσιν ἀσκητικῶς, καὶ ὀσμὴν χαρίτων, ἀθλητικῶς ἐκπέμπεις, σεμνὴ Ἀναστασία, τοῖς σὲ γεραίρουσι.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr