Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Η Αγία Γοργονία



site analysis

Η Αγία Γοργονία, αδελφή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου εορτάζει στις 23 Φεβρουαρίου



Zoom in (real dimensions: 577 x 703)Εικόνα


Η Αγία Γοργονία ήταν αδελφή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Γεννήθηκε στην Ναζιανζό της Καισαρείας, όπως και ο αδελφός της Γρηγόριος. Ο πατέρας της λεγόταν Γρηγόριος που ήταν επίσκοπος Ναζιανζού, η δε μητέρα της η ευσεβής Νόννα. Οι γονείς της ήσαν άνθρωποι της αρετής, έτσι και η Γοργονία προόδευσε στις αρετές. Έγινε σαν τους γονείς της.

Σωφροσύνη στο Γάμο
Η άγια Γοργονία μολονότι ήταν, παντρεμένη, εν τούτοις ξεπέρασε στη σωφροσύνη όλες τις γυναίκες της εποχής. Ξεπέρασε ακόμη και τις πιο παλαιές, που ήσαν ξακουστές και αυτές για την σωφροσύνη τους. Με την αρετή της σωφροσύνης η αγία Γοργονία έδειξε, ότι ούτε μόνη της η παρθενία ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό, ούτε πάλιν ο γάμος εμποδίζει την ένωση με τον Θεό. Με την ζωή της μας έδειξε, πως το καλό της παρθενίας συνδυάζεται με το γάμο. Γι' αυτό, λοιπόν δεν πρέπει να αποφεύγεται ο γάμος ως κακός, αλλά ούτε και η παρθενία μόνη εξασφαλίζει την ένωση με τον Θεό. Διότι και στο γάμο και στην παρθενία ο νους είναι αυτός, που κυβερνά και, ή μας ενώνει με τον Θεό ή μας χωρίζει. Η Αγία Γοργονία, αν και ήταν παντρεμένη, δεν χωρίσθηκε από τον Θεό. Αν και είχε κεφαλή τον άνδρας της, εν τούτοις ποτέ δεν σταμάτησε να είναι ενωμένη με την πρώτη κεφαλή τον Χριστόν. Και σύμφωνα με τους νόμους του Θεού υπηρέτησε τον κόσμο και την φύσιν. Ολόκληρον όμως τον εαυτόν της τον αφιέρωσε στο Θεό. Το μεγάλο κατόρθωμα της Αγίας Γοργονίας ήταν, ότι έφερε τον άνδρα της στη χριστιανική γνώμη της, ώστε και οι δύο μαζί να αγωνίζονται και να κάμουν έργα θεάρεστα . Και, όπως αυτή διδάχθηκε από τους γονείς της τις αρετές του Χριστού, έτσι τώρα και αυτή με την σειρά της δίδαξε τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Αν και ήλθε σε γάμο, εν τούτοις έζησε αγία ζωή και ευαρέστησε εις τον Θεό.

Τα στολίδια της
Η αξιοθαύμαστη Γοργονία δεν στολιζόταν με χρυσά στολίδια. Στο σώμα της δεν έβαζε ακριβά και πολυέξοδα φορέματα. Ούτε πάλι έβαζε αρώματα. Δεν παραμόρφωνε το σώμα της, όπως έκαμναν πολλές γυναίκες της εποχής της. Όπως ο δημιουργός της δημιούργησε το ανθρώπινο σώμα, έτσι η αγία Γοργονία το διατήρησε.

Η αγάπη της στην Εκκλησία
Πολλοί πήγαιναν για να την συμβουλευθούν, να πάρουν την γνώμη της. Πήγαιναν να βρουν παράδειγμα να μιμηθούν. Έκτος από αυτά η μακαρία Γοργονία ήταν αξιοζήλευτη, για την ευλάβεια και ευσέβεια της. Δεν συγκρίνεται με καμία γυναίκα της εποχής της. Κανένας δεν έδωκε στους Ναούς τόσα αφιερώματα, όσα αφιέρωσε η Αγία. Κανένας δεν σεβάστηκε τόσο πολύ τους Ναούς, όσο αυτή. Κανένας δεν φιλοξένησε στο σπίτι του τόσους πολλούς, όσους η Γοργονία. Κανένας δεν έδειξε τόση συμπάθεια και δεν λυπήθηκε τους πάσχοντας τόσο πολύ, όσο αυτή.

Πάσαν αρετήν
Διάβαζε επίσης πάντοτε τις Αγίες Γραφές. Με καρδιά ταπεινή και συντετριμμένη και με δάκρυα στα μάτια μέρα και νύχτα προσευχόταν στο Θεό. Έτσι λοιπόν, στολισμένη η μακαρία Γοργονία ξεπερνούσε στις αρετές όχι μόνο τις γυναίκες, αλλά και τους άνδρες.

Zoom in (real dimensions: 291 x 840)Εικόνα


Θεραπεύεται θαυματουργικά
Κάποτε η Αγία Γοργονία καθόταν σε ένα αμάξι, που το έσερναν δύο γαϊδουράκια. Καθώς όμως τα ζώα βάδιζαν εις τον δρόμο τους, έξαφνα και απότομα τα ζώα αυτά εξαγριώθηκαν και άρχισαν να τρέχουν με τόση γρηγοράδα, ώστε να αναποδογυρισθεί το αμάξι και η Αγία να πέσει. Μόλις έπεσε δεν έμεινε στο έδαφος, αλλά βρέθηκε κάτω από τις ρόδες του αμαξιού. Μαζί με το αμάξι τα ζώα έσερναν και την Αγία. Τα μέλη του σώματος της κόπηκαν και τα οστά της τσακίσθηκαν. Το φρικιαστικό αυτό γεγονός σκανδάλισε πάρα πολύ ακόμα και τους άριστους, οι οποίοι αμέσως είπαν: «Αφού αυτή ήταν Αγία γυναίκα, γιατί ο Θεός την άφησε να πάθη αυτό το κακό;» Η Αγία όμως, αν και βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση, που είχε ανάγκη γιατρού, εν τούτοις για να μην δη το σώμα της ανθρώπινο μάτι δεν θέλησε να 'ρθει γιατρός να την θεραπεύσει. Όλη την ελπίδα της και την φροντίδα της την άφησε στα χέρια του Θεού. Το γιατί ο Θεός επέτρεψε να πάθη αυτά η Αγία, δεν γνωρίζουμε, διότι οι βουλές του Θεού είναι ανεξερεύνητες. Πράγματι η Αγία δεν διαψεύστηκε στις ελπίδες της. Ο Θεός ο Παντοδύναμος την γιάτρεψε, χωρίς καν να παρουσιασθεί εκεί γιατρός. Ο Θεός, που επέτρεψε να πάθη αυτά η Αγία ως άνθρωπος, ο ίδιος κατά τρόπον θαυματουργικό την έκανε καλά. Η θεραπεία της Αγίας προξένησε μεγάλη χαρά και έγινε αφορμή να δοξασθεί το όνομα του Θεού. Και αυτοί οι ολιγόπιστοι, που προηγουμένως σκανδαλίσθηκαν, θαύμασαν τώρα το γεγονός αυτό. Παντού δε έγινε το θαύμα αυτό γνωστό.

Προείδε τον θάνατο της
Τέτοια ήταν η ζωή της μακαρίας Γοργονίας. Πάντοτε η ευλογημένη ποθούσε τον θάνατο, και προτιμούσε αντί γηΐνων τα ουράνια. Ήθελε να ενωθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα με τον Κύριο, που τον αγαπούσε πάνω από όλα. Και να, πως ο Θεός απάντησε στην επιθυμία της Αγίας. Μια νύχτα η Αγία δεν έπεσε καθόλου για ύπνο. Κάθισε όλη τη νύχτα άγρυπνη και προσευχόταν. Για μια στιγμή της ήλθε ένας γλυκύτατος ύπνος. Μέσα στον ύπνο αυτόν βλέπει μια οπτασία, είδε δηλ. πότε και ποια ημέρα επρόκειτο να πεθάνει και να πάει κοντά στον Χριστό.

Φεύγει καθ' όλα ετοιμασμένη
Η Αγία όμως δεν είχε ανάγκη για να προετοιμασθεί. Προ ολίγου ακόμη είχε πάρει το άγιο Βάπτισμα και έτσι είχε καθαρισθεί από κάθε αμαρτία. Η ζωή άλλωστε της Αγίας ήταν μία συνεχής κάθαρσις και τελείωσις. Η Αγία τα είχε όλα. Ένα μόνο της έλειπε. Αυτό ποθούσε να ετοιμάσει και να το προσθέσει κοντά στα άλλα της έργα. Και αυτό το έργο, που της έλειπε, ήταν η βάπτισις του ανδρός της. Έπρεπε οπωσδήποτε να βαπτίσει τον άνδρα της. Στην προσπάθειά της να τον βαπτίσει πολλές φορές κατέφευγε στον Θεό και τον παρακαλούσε. Και ο Θεός άκουσε τις προσευχές της και εξεπλήρωσε την επιθυμία της. Ο άνδρας της βαπτίσθηκε και έγινε Χριστιανός! Όταν λοιπόν, η Αγία τα ετοίμασε όλα και τίποτε δεν της έλειπε από αυτά που ποθούσε, ήλθε και ημέρα, που έπρεπε να φύγει και να πάει κοντά στον αγαπημένο της Χριστό. Τότε έπεσε στο κρεββάτι άρρωστη. Αφού έδωσε τις τελευταίες συμβολές της στον άνδρα της, στα παιδιά της και τους γνωστούς της, έκλεισε τα μάτια της και η ψυχή της επέταξε στα ουράνια. Δεν ήταν γρια. Δεν ήθελε όμως να ζήσει πολλά χρόνια μακρυά από τον Ουρανό. Εν τούτοις όμως τα καλά της έργα και οι αρετές της ήσαν περισσότερες από πολλών άλλων, που έφθασαν εις μεγάλη ηλικία.



Στίχος
Τιμῶ τελευτὴν σὴν σιγῇ, Γοργονία, Γρηγορίου μέλψαντος αὐτὴν ἐκ λόγων.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Η ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ(ποίημα)



site analysis





Η ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ

Της Χριστούφαντου
=====

Πρώτη κυρά ἀρχόντισσα, δόξα τῶν Ἀθηναίων,
Ρωμαίϊκη παράδοσι φέρει ἀπό γονέων.
Κι ἄν λιτανεύῃ τόν σταυρό συζύγου τοῦ δυνάστου,
τόν νοῦ της πάντα προσκολλᾷ στό θέλημα τοῦ Πλάστου.

Ὑπομονή κατήρτισε, ποθήσασα τήν νῆψι,
ἡ Χάρις τήν ἑτοίμαζε γιά Σχήματος τά ὕψη.
Ὡς ἔφυγεν ὁ σύζυγος, τόν κόσμον ἀπαρνήθη
κι ἀπό Ρεγγίνα καί κυρά τό ράσο ἐνεδύθη.

Καί ἔλαβε τό ὄνομα Μητέρα Φιλοθέη,
ἔθεσεν ὑπό πτέρυγας τά ὀρφανά καί βρέφη.
Πλοῦτον της ἐδαπάνησε πρός δόξαν τοῦ Κυρίου,
στά χνάρια ἐπορεύθηκε Μεγάλου Βασιλείου.

Σύναξε ἡ Γερόντισσα μελλοντικές Ἀμμάδες,
ἐφώτισε μέσ᾽ τίς Μονές ἀγράμματους ραγιάδες.
Σέ ὅσα μέρη διάβηκε, ἔκτισε Παρθενῶνες
καί μαρτυρεῖται ἔργον της ἀγάπης στούς αἰῶνες.

Ἀλήθεια, πῶς ἐβάσταξε μέγεθος τῆς ὀδύνης,
τόν πόνον ὡς ἐβίωνε πάσης τῆς Ρωμηοσύνης!
Ὀρθόδοξα ἰδανικά, ἄσκησι καί θυσία,
μέ λόγον της μετάγγιζε, Γερόντισσα Ὁσία! 

Κατέστησε τό ἔργον της Φάρον τῆς Ἐκκλησίας,
τοῦ πονεμένου Γένους μας ἐλπίδα σωτηρίας.
Τί κι ἄν ὁ Τοῦρκος βλοσυρός, μέ μῖσος τήν κεντοῦσε, 
ἀγάπη ἐξεχείλιζε κι ὅλα τά λησμονοῦσε.

Καθηγουμένη ταπεινή, Ἁγία Φιλοθέη,
Μοναχισμόν καί προσφορά στόν κόσμον καταθέτει.
Πόσες ψυχές συμμάζεψε εἰς τά ἱδρύματά της,
κάθαρσιν, φωτισμόν Θεοῦ, ἐβίωναν κοντά της!

Ἔνθεα κατορθώματα, πλοῦτος καί εὐλογία,
νοσοκομεῖο, ἀργαλειόν, σχολειά, οἰκοτροφεῖα. 
Προστάτευσαν αἰχμάλωτες τά σπλάγχνα οἰκτιρμῶν της,
κι Ἀγαρηνός ἀπείλησε σφαγήν μοναζουσῶν της.

"Χριστόν ἐγώ ἠγάπησα, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, 
δέν θ᾽ ἀρνηθῶ τόν Ἰησοῦν" ἀπάντησις Ὁσίας!
Μαστίγωμα τοῦ τύραννου ἐδέχθη στό σαρκίον
καί ἡ ψυχή φτερούγισε εἰς ποθητόν Νυμφίον!

Φῶς ἡ εὐχή της τοῦ Χριστοῦ, θαύματα ἐνεργοῦσε,
στήν παρακαταθήκη της τό ὄμμα ξαγρυπνοῦσε.
Ἔμπροσθεν πλέον τῆς ὁδοῦ πρός τάς Μονάς τάς ἄνω
ἡ κεφαλή θά κομισθῇ "μαρτυρικῷ στεφάνῳ"!

Ὁ τάφος εὐωδίασεν, ἀκέραιον τό σῶμα,
εὑρέθη ὡς ἀνέσκαψαν τό μυρωμένο χῶμα.
Κυρά "κλεινοῦ τοῦ ἄστεος", Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς,
μοναζουσῶν, ἀσκητριῶν, πρότυπον καί προστάτις.

Τό εὖχος σου τό ἱερόν, δυνάμεις ἄς χαρίζῃ,
σέ ὀρφανά κι ἀνήμπορα τήν Πίστιν ἄς στηρίζῃ.
Ὦ, Φιλοθέη τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας κλέος,
σκέπασον κόσμον ἅπαντα, εὔχου Ρωμηῶν τό Γένος.
πηγη.ΧΡΙΣΤΟΫΦΑΝΤΟΣ

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Φώτη Κόντογλου: Η Πολιούχος των Aθηνών Αγία Φιλοθέη



site analysis


   Η αγία Φιλοθέη, είναι πολιούχος των Αθηνών μαζί με τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και τον άγιο Ιερόθεο. 
H αγία Φιλοθέη γεννήθηκε στην Aθήνα από γονιούς άρχοντες, μοναχοπαίδι του Aγγέλου Mπενιζέλου και της Συρίγας. Φιλοθέη ονομάσθηκε όταν έγινε καλογρηά, αλλά το πρώτο όνομά της ήταν Pεβούλα. H μητέρα της ήτανε στείρα και παρακαλούσε το Θεό να της δώσει τέκνο, και μια νύχτα είδε πως βγήκε από το εικόνισμα τής Παναγίας ένα φως δυνατό και πως μπήκε στην κοιλιά της. Kι αληθινά, το φως εκείνο ήτανε η αγιασμένη ψυχή τής κόρης που γέννησε σ' εννιά μήνες. Από μικρή φανέρωνε με τα φερσίματα και με τα αισθήματά της ποια θα γινότανε υστερώτερα, στολισμένη με κάθε λογής αρετή. Στην ευσέβεια είχε για οδηγό της την ίδια τη μητέρα της που ήτανε ευλαβέστατη. 
Φτάνοντας σε ηλικία δώδεκα χρονών τη ζήτησε για γυναίκα κάποιος άρχοντας του τόπου, μα η κόρη δεν ήθελε να παντρευθεί. Αλλά επειδή οι γονιοί της την παρακαλούσανε, η τρυφερή ψυχή της δεν βάσταξε να τους λυπήσει και να τους παρακούσει και στο τέλος παραδέχθηκε να πανδρευθεί με εκείνον τον πλούσιο άνθρωπο, που ήτανε όμως πολύ φτωχός στην ψυχή, διεστραμμένος και κακός. Tρία χρόνια έζησε μαζί του η Pεβούλα κάνοντας υπομονή στα απότομα φερσίματά του, μέχρι που ο άνδρας της πέθανε κι απόμεινε χήρα. Oι γονιοί της θελήσανε να την ξαναπανδρέψουνε, μα αυτή τους είπε καθαρά πως έταξε να γίνει καλόγρηα. Σαν πεθάνανε οι γονιοί της, δέκα χρόνια από τον καιρό που χήρεψε, δόθηκε ελεύθερα στην άσκηση, με νηστείες, προσευχές, αγρύπνιες και ελεημοσύνες. Kατήχησε τις υπηρέτριές της και τις έκανε δοχεία του Πνεύματος. Kατά θέλημα του αγίου Aνδρέα που είδε στον ύπνο της, έχτισε ένα μοναστήρι με εκκλησία στο όνομά του. Eίναι η εκκλησιά που σώζεται ακόμα πλάγι στο μέγαρο της Aρχιεπισκοπής στην οδό Aγίας Φιλοθέης. Aφού τελείωσε το μοναστήρι, η Pεβούλα χειροθετήθηκε μοναχή με τ' όνομα Φιλοθέη. Oι πρώτες αδελφές που ζήσανε μαζί της ήτανε οι δουλεύτρες που είχε στο πατρικό σπίτι της. Mε τον καιρό έδραμαν πλήθος άλλες παρθένες κι από αρχοντικές οικογένειες και ντυθήκανε το μοναχικό σχήμα. Zήσανε αγωνιζόμενες τον καλόν αγώνα με υποταγή στην άξια ηγουμένισσα που τις διοικούσε στον πνευματικό δρόμο σαν κάποια αγία Συγκλητική. Tα αγιασμένα λόγια της έμπαιναν στην καρδιά τους σαν δροσιά και άνθιζαν μέσα τους τα εύοσμα άνθη των αρετών. Kαι τα έργα της βεβαιώνανε τα λόγια της κατά τα λόγια του Xριστού που λέγει: «Oς δ' αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών».  Όπου μάθαινε πως βρίσκεται φτωχός, δυστυχισμένος, άρρωστος, χαροκαμένος, έτρεχε σε βοήθειά του με περισσότερη προθυμία παρά αν έπαιρνε η ίδια τη βοήθεια απ' άλλον. Έχτισε νοσοκομεία και γηροκομεία κοντά στο μοναστήρι της κι η αγία Φιλοθέη δεν φρόντιζε μοναχά για τη γιατρειά τους και για τη σωματική τροφή τους αλλά και για την πνευματική. 
Mε τον καιρό, πληθύνανε τόσο πολύ οι αδελφές που μπήκανε στο μοναστήρι της, που δυστυχούσανε από κάθε πράγμα επειδή δεν μπορούσε η ηγουμένη να απαντήσει τα μεγάλα έξοδα, κι οι καλογρηές γογγύζανε. Mα η αγία τις καταπράυνε με λόγια υπομονετικά, κι ο Θεός έστελνε τη βοήθειά του πότε μ' έναν τρόπο και πότε με άλλον ως που περνούσε η στενοχώρια. Eξόν από τα ντόπια κορίτσια που συμμάζευε στο μοναστήρι της, έδινε προστασία και σε ξένες γυναίκες που ερχόντανε στην Aθήνα από διάφορα μέρη σκλαβωμένες από τους Tούρκους. Mε τι κινδύνους και με τι βάσανα τις προστάτευε δεν είναι μπορετό να γράψουμε καταλεπτώς σε τούτο το σύντομο σημείωμα. Τέσσερες απ' αυτές τις σκλάβες είχανε ακουστά την αγία Φιλοθέη κι επειδή τις βασανίζανε οι αφεντάδες τους να αρνηθούν την πίστη τους, φύγανε κρυφά και καταφύγανε στο μοναστήρι. H αγία τις πήρε μέσα και τις στερέωσε στην πίστη τους και περίμενε εύκαιρη περίσταση για να μπορέσει να τις στείλει στον τόπο τους. Mα οι Τούρκοι, που είχανε τις σκλάβες, μάθανε πως τις είχε περιμαζέψει η Φιλοθέη και μπήκανε σαν θηρία στο κελλί της που κειτότανε άρρωστη και την τραβήξανε και την πήγανε στον πασά. Kαι κείνος πρόσταξε να τη ρίξουνε στη φυλακή. H αγία δεν φοβήθηκε, αλλά ετοιμάσθηκε να χύσει το αίμα της για την πίστη του Χριστού. Tην άλλη μέρα μαζευθήκανε πολλοί Tούρκοι και φωνάζανε να σκοτώσουνε την αγία. 
Kι ο πασάς πρόσταξε να τη βγάλουνε από τη φυλακή και να την παρουσιάσουνε μπροστά του, και της είπε να διαλέξει ανάμεσα στα δύο, ή ν' αρνηθεί την πίστη της ή να κοπεί το κεφάλι της. Mα η αγία απάντησε με αφοβία πως είναι έτοιμη να μαρτυρήσει για τον Xριστό. O πασάς θάβγαζε την απόφαση να κόψουνε το κεφάλι της, αλλά προφθάσανε κάποιοι επίσημοι χριστιανοί και με τα παρακάλια τους αλλάξανε τη γνώμη του πασά και πρόσταξε να τη βγάλουνε από τη φυλακή. Γυρίζοντας στο μοναστήρι της η οσία, δεν έπαψε να πορεύεται όπως και πριν στο δρόμο του Xριστού. Kι επειδή πληθαίνανε ολοένα οι μαθήτριές της, έχτισε κι άλλο μοναστήρι στην τοποθεσία Πατήσια, κι αυτό στ' όνομα του αγίου Aνδρέα. Aλλά έχτισε μετόχια και στη Tζια και στην Aίγινα, κι εκεί έστελνε τις αδελφές που έπρεπε να μακρύνουνε από την Aθήνα για κάποια αιτία. Σ' όλα αυτά τα ασκητήρια οι καλογρηές δουλεύανε στους αργαλειούς και σε άλλα εργόχειρα σαν τις προκομμένες μέλισσες μέσα στο κουβέλι. Φτωχά κι' ορφανά κορίτσια βρήκανε προστασία κι εργασία μέσα σ' εκείνα τα καταφύγια. Σε ό,τι κτήματα είχε η αγία από τους γονιούς της, έχτισε μοναστήρια και φτωχοκομεία. Kι είχε πολλή περιουσία. Ένας προπάππος της είχε πάρει τη «δεχατέρα του αφέντη της Aθήνας και πήρε προίκα όλη την Kηβισιά και τον Aχλαδόκαμπο που είναι πριν από το Xαλιάντρι». Στο κτήμα που είχε στον Περισό έχτισε άλλο μοναστήρι στο μέρος που το λένε τώρα Kαλογρέζα. Όλη η φτωχολογιά την είχε σαν πονετικιά μάνα. Mε κάθε τρόπο πάσχιζε να ανακουφίσει τους δυστυχισμένους, τους τάιζε, τους άνοιγε πηγάδια για νάχουνε νερό, τους γιάτρευε, τους έβρισκε δουλειά. O κόσμος την έλεγε «κυρά δασκάλα». Την παραμονή του αγίου Διονυσίου στα 1589 η αγία Φιλοθέη βρισκότανε στο μοναστηράκι πού χε χτισμένο στα Πατήσια. Tο βράδυ συναχθήκανε οι αδελφές για να κάνουνε αγρυπνία. Κάποιοι Aγαρηνοί, που την εχθρευόντανε από καιρό, πηδήσανε από τη μάντρα και πιάνοντας την αγία αρχίσανε να τη χτυπάνε ώς που την αφήσανε μισοπεθαμένη. Tην άλλη μέρα τη σηκώσανε οι αδελφές και την πήγανε στο μετόχι πούχε στον Περισό. Σαν συνέφερε λίγο, έπιασε την προσευχή, ευχαριστώντας το Θεό γιατί αξιώθηκε να πληρωθεί με κακία για τα καλά που έκανε στους ανθρώπους και να μοιάσει σ' αυτό με τον Xριστό, κατά τα λόγια του αποστόλου Πέτρου που λέγει: «καθό κοινωνείτε τοις του Xριστού παθήμασι, χαίρετε» (A' Πέτρ. δ', 13). Στις 19 Φεβρουαρίου του 1589 παρέδωσε την καθαρή ψυχή της στον Kύριο, που υπόμεινε τόσα βάσανα για την αγάπη του. 
Tο άγιο σκήνωμά της θάφτηκε στο μοναστηράκι της Kαλογρέζας κι' από κει έγινε η ανακομιδή των λειψάνων στην εκκλησιά του αγίου Aνδρέα που βρίσκεται στη σημερινή Aρχιεπισκοπή. Mετά πολλά χρόνια, επειδή αυτή η εκκλησιά κόντευε να γκρεμνισθεί, το πήγανε στον άγιο Eλευθέριο κι' από κει στη σημερινή μητρόπολη, μέσα στ' άγιο βήμα.Στο μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα τούτα τα λόγια: «Φιλοθέης υπό σήμα τόδ' αγνής κεύθει σώμα, ψυχήν δ' εν μακάρων θήκετο Yψιμέδων». Η κοίμηση της Αγ. Φιλοθέης-τοιχογραφία του Ησυχαστηρίου «Παναγία των Βρυούλων» στα Πατήσια. H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου B' (1595-1600). Ο Nεόφυτος ο μητροπολίτης Aθηνών, αφού εξήτασε και ερεύνησε τα κατά τον βίον και το μαρτύριον της οσίας, σύνταξε αναφορά στο Πατριαρχείο μαζί με τους επισκόπους Kορίνθου και Θηβών και με τους προκρίτους της Aθήνας για να τάξει την οσία Φιλοθέη στους χορούς των αγίων. Σ' αυτό το συνοδικό έγγραφο είναι γραμμένα και τούτα: «Eπειδή εδηλώθη ασφαλώς ότι το θειότατον σώμα της οσιωτάτης Φιλοθέης ευωδίας πεπληρωμένον εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά και τοις προσιούσι τε ασθενέσι τε και θεραπείας δεομένοις την ίασιν δίδωσι... τούτου χάριν έδοξε ημίν τε και πάση τη ιερά Συνόδω των καθευρεθέντων ενταύθα αρχιερέων συγγραφήναι και ταύτην εν τω χορώ των οσίων και αγίων γυναικών, ώστε κατ' έτος τιμάσθαι και πανηγυρίζεσθαι». Αυτός είναι με ολιγολογία ο βίος της Aθηναίας αγίας Φιλοθέης, που είναι ένα από τα μυρίπνοα άνθη του γένους μας στον τυραννισμένον καιρό της σκλαβιάς. Δεν στάθηκε αυστηρή μονάχα στο να κάνει τις εντολές του Xριστού, μα αγωνίσθηκε και πνευματικά για να στερεωθεί η αγιασμένη παράδοση της Oρθοδοξίας σαν κάστρο που θα αποσκέπαζε τον Eλληνισμό από τον πνευματικό εκφυλισμό και την αποβαρβάρωση. Όλα τα θυσίασε, πλούτη, ανάπαυση, ζωή, για την πίστη των πατέρων της. «Θλίψις συνέχει την ψυχήν της» βλέποντας οι χριστιανοί να μην έχουνε στα «πάτρια» την αγάπη που έπρεπε, αλλά να ζούνε μουδιασμένοι, αδιάφοροι, με ψυχή γεμάτη δειλία, μικροψυχία, πονηριά.                                   
 Φώτη Κόντογλου: «Γίγαντες ταπεινοί» 
''ΠΗΓΗ.ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΣ  ΑΥΛΟΣ  ''

Βίος Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας



site analysis

Η Αγία Φιλοθέη η Αθηναία η Οσιομάρτυς εορτάζει στις 19 ΦεβρουαρίουZoom in (real dimensions: 333 x 448)Εικόνα
Zoom in (real dimensions: 402 x 550)Εικόνα

Η Αγία Φιλοθέη γεννήθηκε το έτος 1522 μ.Χ. στην τουρκοκρατούμενη τότε Αθήνα. Οι ευσεβείς γονείς της ονομάζονταν Άγγελος και Συρίγα Μπενιζέλου. Η μητέρα της ήταν στείρα  και απέκτησε την Αγία μετά από θερμή και συνεχή προσευχή.


Ο Κύριος που ικανοποιεί το θέλημα εκείνων που Τον σέβονται και Τον αγαπούν, άκουσε την δέησή της. Και πράγματι, μια ημέρα η Συρίγα μπήκε κατά την συνήθειά της στο ναό  της Θεοτόκου για να προσευχηθεί και από τον κόπο της έντονης και επίμονης προσευχής την πήρε για λίγο ο ύπνος. Τότε ακριβώς είδε ένα θαυμαστό όραμα. Ένα φως ισχυρό  και λαμπρό βγήκε από την εικόνα της Θεομήτορος και εισήλθε στην κοιλιά της. Έτσι ξύπνησε αμέσως και έκρινε ότι το όραμα αυτό σήμαινε στην ικανοποίηση του αιτήματός της. 
Έτσι κι έγινε. Ύστερα από λίγο καιρό η Συρίγα έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο τη μονάκριβη θυγατέρα της.



Μαζί με την Χριστιανική ανατροφή, έδωσαν στην μοναχοκόρη τους και κάθε δυνατή, για την εποχή εκείνη, μόρφωση. Έτσι η Ρηγούλα (ή Ρεβούλα, δηλαδή Παρασκευούλα), αυτό 
ήταν το όνομά της προτού γίνει μοναχή, όσο αύξανε κατά την σωματική ηλικία, τόσο προέκοπτε και κατά την ψυχή, όπως λέει το συναξάρι της.



Σε ηλικία 14 χρονών, οι γονείς της την πάντρεψαν, παρά την θέλησή της, με έναν από τους άρχοντες της Αθήνας. Αργότερα, αφού πέθαναν οι γονείς και ο σύζυγός της, ήρθε η 
ώρα να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο πόθο της. Αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στον Χριστό, γίνεται μοναχή και παίρνει το όνομα Φιλοθέη.



Κατ' αρχήν, ύστερα από εντολή του Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου, τον οποίο είδε σε όραμα, οικοδόμησε ένα γυναικείο μοναστήρι με αρκετά κελιά, στο οποίο και έδωσε το  όνομα του Αγίου για να τον τιμήσει. Στο μοναστήρι πρόσθεσε και άλλα αναγκαία οικοδομήματα και εκτάσεις και το προικοδότησε με μετόχια και υποστατικά, που  υπερεπαρκούσαν για τη διατροφή και συντήρηση των μοναζουσών.


Zoom in (real dimensions: 294 x 758)Εικόνα

Το μοναστήρι αυτό του Αγίου Ανδρέα σωζόταν στην Αθήνα, με τη Χάρη του Θεού, επί πολλά έτη μετά την κοίμηση της Αγίας και ήταν πλουτισμένο, όχι μόνο με υποστατικά και 
διάφορα μετόχια, αλλά και με πολυειδή χρυσοΰφαντα ιερατικά άμφια και σκεύη, απαραίτητα για τις ετήσιες ιερές τελετές και αγρυπνίες. Προπαντός όμως το μοναστήρι 
σεμνυνόταν και εγκαλλωπιζόταν με το θησαυρό του τιμίου και αγίου λειψάνου της Αγίας, το οποίο ήταν αποθησαυρισμένο και αποτεθειμένο στο δεξιό μέρος του Ιερού Βήματος, 
όπου και το ασπάζονταν με ευλάβεια όλοι οι Χριστιανοί. Το τίμιο λείψανο της Αγίας σκορπούσε ευωδία, γεγονός που αποτελούσε εμφανή μαρτυρία και απόδειξη της αγιότητας 
αυτής.

Το παράδειγμά της, λοιπόν, να αφιερωθεί στον Χριστό, το ακολουθούν και άλλες νέες. Σε λίγο διάστημα, η μονή έφθασε να έχει διακόσιες αδελφές. Η μονή της Οσίας Φιλοθέης 
γίνεται πραγματικό λιμάνι. Εκεί βρίσκουν προστασία όλοι οι ταλαιπωρημένοι από την σκλαβιά. Εκεί οι άρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οι πεινασμένοι τροφή, οι γέροντες στήριγμα 
και τα ορφανά στοργή.

Η Οσία, παρά τις αντιδράσεις των Τούρκων, οικοδομεί διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσηλευτήρια, ορφανοτροφεία, «σχολεῖα διὰ τοὺς παίδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’ ἀνοίξη 
τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων των». Πρωτοστατεί σε όλα αυτά τα έργα η ηγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει με τα λόγια και με τη ζωή της. 
Στηρίζει τους πονεμένους σκλάβους με την προσευχή της. Ιδιαίτερες είναι οι φροντίδες της για να σώσει από τον εξισλαμισμό ή την αρπαγή των Τούρκων τις νέες Ελληνίδες. Το 
έργο της, κατά βάση εθνικό και θρησκευτικό, ξεπέρασε τα όρια της Αθήνας και έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Αδιαφιλονίκητη ιστορική επιβεβαίωση για το έργο αυτό παρέχει 
η αλληλογραφία της Φιλοθέης με τη Γερουσία της Βενετίας (1583 μ.Χ.), από την οποία ζητούσε οικονομική βοήθεια.

Η όλη όμως δράση της Αγίας Φιλοθέης εξαγρίωσε κάποτε τους Τούρκους. Κάποια στιγμή την συλλαμβάνουν και εκείνη με πνευματική ανδρεία ομολογεί: «Εγώ διψώ να  υπομείνω διάφορα είδη βασανιστηρίων για το όνομα του Χριστού, τον οποίο λατρεύω και προσκυνώ με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, ως Θεό αληθινό και άνθρωπο τέλειο και  θα σας χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη αν μπορείτε μια ώρα πρωτύτερα να με στείλετε προς Αυτόν με το στεφάνι του μαρτυρίου». Ύστερα από την ηρωική αυτή απάντηση προς  τους κατακτητές, όλοι πίστευαν ότι η πανευτυχής και φερώνυμη Φιλοθέη εντός ολίγου θα ετελειούτο διά του μαρτυρικού θανάτου. Όμως, κατά θεία βούληση, την τελευταία  σχεδόν στιγμή πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοί και καταπράυναν τον ηγεμόνα με διάφορους τρόπους. Έτσι πέτυχαν να ελευθερώσουν την Αγία.

Zoom in (real dimensions: 334 x 416)Εικόνα
Zoom in (real dimensions: 284 x 375)Εικόνα

Αφεθείσα πλέον ελεύθερη, η Αγία Φιλοθέη, επέστρεψε αναίμακτη στο μοναστήρι της, όπως επί Μεγάλου Κωνσταντίνου ο μυροβλύτης Νικόλαος και πολλούς αιώνες αργότερα  ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Φρόντιζε δε, όχι μόνο για τη σωτηρία της δικής της ψυχής αλλά και των άλλων, αφού τους μεν ενάρετους τους  στερέωνε στην αρετή, τους δε αμαρτωλούς τους βελτίωνε ηθικά και τους οδηγούσε στη μετάνοια. Και αποκλειστικά για το σκοπό αυτό πέρασε στη νήσο Τζια (Κέα), όπου προ  πολλού είχε οικοδομήσει μετόχι, για να αποστέλλει εκεί τις μοναχές εκείνες που φοβούνταν για διαφόρους λόγους να διαμένουν στην Αθήνα. Στην Τζια έμεινε αρκετό χρόνο και 
κατήχησε θεαρέστως τις ασκούμενες αδελφές στην ακριβή τήρηση των κανόνων της μοναστικής ζωής. Μόλις τελείωσε το έργο της εκεί, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα.

Έτσι λοιπόν, η Αγία Φιλοθέη, αφού έφθασε στην τελειότητα και στην πράξη και στην θεωρία, αξιώθηκε από τον Θεό να επιτελεί θαύματα, από τα οποία, προς απόδειξη του  θαυματουργικού της χαρίσματος, θα μνημονεύσουμε ένα μόνο, το ακόλουθο: Ζούσε στην εποχή της ένας νέος, ποιμένας προβάτων, ο οποίος από πολύ μικρός είχε συνηθίσει  στις κλεψιές και στις ραδιουργίες. Ο νέος αυτός, κατά παραχώρηση του Θεού, κυριεύθηκε από τον Σατανά. Εξ αιτίας τούτου περιφερόταν στα βουνά και στις σπηλιές γυμνός και  τετραχηλισμένος, θέαμα όντως ελεεινό. Πολλές φορές, όταν συνερχόταν από την τρέλα, στην οποία τον είχε οδηγήσει ο Σατανάς, σύχναζε στα γύρω μοναστήρια για να βρει 
θεραπεία στην ασθένειά του. Δεν μπορούσε όμως να πετύχει τίποτε. Κάποιοι, που τον ευσπλαγχνίστηκαν, τον οδήγησαν στην Αγία Φιλοθέη η οποία, ύστερα από πολύ και  εκτενή προσευχή τον λύτρωσε από εκείνη τη διαβολική μάστιγα. Έπειτα, αφού το νουθέτησε αρκετά, τον εισήγαγε και στην τάξη των μοναχών. Και έτσι ο νέος εκείνος, αφού  εκάρη μοναχός, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με μετάνοια και άσκηση, θαυμαζόμενος απ' όλους.

Μάταια οι Τούρκοι προσπαθούν να ανακόψουν την δράση της. Ώσπου μια νύχτα, στις 2 Οκτωβρίου του έτους 1588 μ.Χ., πήγαν στο μονύδριο που είχαν οικοδομήσει στα Πατήσια  (έτυχε τότε να εορτάζεται η μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και η Αγία μαζί με τις άλλες αδελφές βρίσκονταν στον ιερό ναό επιτελώντας ολονύκτια  αγρυπνία) και πέντε από αυτούς ανέβηκαν στον εξωτερικό τοίχο και πήδησαν μέσα στην αυλή. Στην συνέχεια εισέβαλαν στο ναό, όπου άρπαξαν την Αγία και την μαστίγωσαν 
με μανία και βαναυσότητα και την εγκαταλείπουν ημιθανή έξω από τη μονή της.
Zoom in (real dimensions: 535 x 372)Εικόνα
Zoom in (real dimensions: 792 x 537)Εικόνα

Έξω από το ναό, στα δεξιά της εισόδου του, σώζεται η κολώνα, όπου η Φιλοθέη δέθηκε και μαστιγώθηκε. Οι μοναχές της την μετέφεραν στην κρύπτη της στην Καλογρέζα.
Εκεί η Φιλοθέη υποκύπτει στα τραύματά της στις 19 Φεβρουαρίου 1589 μ.Χ.

Είκοσι ημέρες μετά από την κοίμηση της Αγίας, ο τάφος της ευωδίαζε. Ακόμη, όταν μετά από ένα έτος έγινε η ανακομιδή, το τίμιο λείψανό της βρέθηκε σώο και ακέραιο. 
Επιπλέον ήταν γεμάτο με ευωδιαστό μύρο, τρανή και λαμπρή απόδειξη της θεάρεστης και ενάρετης πολιτείας της, προς δόξα και αίνο του Θεού και καύχημα της πίστεώς μας.
Το ιερό λείψανό της βρίσκεται σήμερα στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών. Στο μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα τούτα τα λόγια: «Φιλοθέης υπό σήμα τόδ' αγνής κεύθει 
σώμα, ψυχήν δ' εν μακάρων θήκετο Yψιμέδων».

H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου B΄ (1595 - 1600 μ.Χ.). Ο Nεόφυτος ο μητροπολίτης Aθηνών, αφού εξήτασε και ερεύνησε τα κατά τον βίον  και το μαρτύριον της οσίας, σύνταξε αναφορά στο Πατριαρχείο μαζί με τους επισκόπους Kορίνθου και Θηβών και με τους προκρίτους της Aθήνας για να τάξει την οσία Φιλοθέη  στους χορούς των αγίων. Σ' αυτό το συνοδικό έγγραφο είναι γραμμένα και τούτα: «Eπειδή εδηλώθη ασφαλώς ότι το θειότατον σώμα της οσιωτάτης Φιλοθέης ευωδίας  πεπληρωμένον εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά και τοις προσιούσι τε ασθενέσι τε και θεραπείας δεομένοις την ίασιν δίδωσι... τούτου χάριν έδοξε ημίν τε και πάση τη ιερά 
Συνόδω των καθευρεθέντων ενταύθα αρχιερέων συγγραφήναι και ταύτην εν τω χορώ των οσίων και αγίων γυναικών, ώστε κατ' έτος τιμάσθαι και πανηγυρίζεσθαι». Tην  Aκολουθία της την έγραψε κάποιος σοφός και ευλαβής άνθρωπος που ονομαζόταν Iέραξ. Aνάμεσα στα ωραία εγκώμια είναι και τούτο: «Δαυΐδ γαρ το πράον έσχες και  Σολομώντος, σεμνή, την σοφίαν, Σαμψών την ανδρείαν, και Aβραάμ το φιλόξενον, υπομονήν τε Iώβ, του Προδρόμου δε θείαν άσκησιν...».




Zoom in (real dimensions: 598 x 823)Εικόνα

Στίχος
Ὅρπηξ Ἀθηνῶν ἐστιν ἡ Φιλοθέη, Ἐχθρὸν βαλοῦσα σταυροῦ τῇ πανοπλίᾳ.

Ἀπολυτίκιον
Ἀθηναίων ἡ πόλις ἡ περιώνυμος Φιλοθέην τιμᾷ τὴν ὁσιομάρτυρα καὶ ἀσπάζεται αὐτῆς τὸ θεῖον λείψανον, ὅτι ἐβίωσε σεμνῶς καὶ μετήλλαξε τὸ ζῆν ἀθλήσει
καὶ μαρτυρίῳ, καὶ πρεσβεύει πρὸς τὸν Σωτῆρα, διδόναι πᾶσι τὸ θεῖον ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἀθηνῶν τῶν κλεινῶν τε νῦν καὶ πάλαι τὸ βλάστημα καὶ τῶν χθὲς καὶ πρώην ὁσίων τὸ ἀρίζηλον καύχημα τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις οἱ πιστοί, ὁσίαν Φιλοθέην
εὐλαβῶς ὅτι τὸν Χριστὸν εὐτόνως πάντων τῶν γεηρῶν ἀντήλλαξεν. Ἔχουσα οὗν συμπρεσβευτὴν τὸν παμμέγαν Διονύσιον, σῶζε τοὺς προσκυνούντας,
εὐσεβῶς τὸ πάνσεπτον σκῆνος σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὅσιων τὴν ἔλλαμψιν, εἰσδεδεγμένη σεμνή, τὴν πάλιν ἐφαίδρυνας, τῶν Ἀθηναίων τὴ σῆ, ἀσκήσει καὶ χάριτι, σὺ γὰρ ἐν εὐποιίαις, διαλάμπουσα Μῆτερ,
ἤθλησας δι' ἀγάπην, εὐσεβῶς τοῦ πλησίον διὸ σὲ ὢ Φιλοθέη, Χριστὸς ἐδόξασε.

Zoom in (real dimensions: 742 x 474)Εικόνα

Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Φιλοθέως ἤνυσας τὴν βιοτήν σου, Φιλοθέη πάνσεμνε, καὶ τῶν Μαρτύρων κοινωνός, ὡς ἐναθλήσασα γέγονας, Ὁσιομάρτυς· διὸ εὐφημοῦμέν σε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τεθλιμμένων ἡ ἀρωγή, καὶ κινδυνευόντων, προστασία ἡ ἀσφαλής, Μῆτερ Φιλοθέη, Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς, Ὁσίων καὶ Μαρτύρων, ἡ ἰσοστάσιος.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΗΛΙΑΣ TΣΕΤΒΕΡΟΥΧΙΝ (†16 Φεβρ. 1934) ΚΑΙ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ



site analysis


Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΗΛΙΑΣ TΣΕΤΒΕΡΟΥΧΙΝ(†16 Φεβρ. 1934)ΚΑΙ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ[1]

Η ζωή του π. Ηλία είναι στενά συνδεδεμένη με τη ζωή της εναρέτου συζύ­γου που του έδωσε ο Θεός, η οποία μοιράστηκε μαζί του όλες τις λύπες και τις χαρές. Η Ευγενία ήταν μια πολύ ευσεβής κόρη που σκεπτόταν να γίνη μοναχή, αλλά με τη συμβουλή του Γέροντος Βαρ­νάβα της Σκήτης της Γεθσημανή, άρχισε να αναζητά έναν ευσεβή σύζυγο. Οι γο­νείς του Ηλία είχαν μεγάλα σχέδια για τον γυιό τους επειδή ήταν ένας λα­μπρός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο. Όταν όμως γνώρισε την Ευγενία άρχι­σαν και οι δυο να μελετούν με πόθο πνευματικά βιβλία. Εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο και μια δελεαστική κα­ριέρα και εισήλθε στο ιερατικό Σεμινά­ριο του Αγίου Σεργίου της Λαύρας της Αγίας Τριάδος.
Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση αγίων Γερόντων. Η μη­τέρα της γνώριζε πολλούς Γέροντες και συχνά τους επισκεπτόταν. Βλέποντας αυτό ο Ηλίας Νικολάγιεβιτς θέλησε να έχη και αυτός ένα Γέροντα, ο οποίος θα τον καθοδηγούσε. Η Ευγενία του συνέ­στησε να πάη στη Σκήτη της Γεσθημανή, στον Γέροντα Βαρνάβα. Την άλλη μέρα ο νεαρός ιεροσπουδαστής πήγε στον Γέ­ροντα.

Ο Γέροντας τον δέχθηκε με ευγέ­νεια, τον έβαλε να καθίση, του έφερε σαμοβάρι και του έδωσε να πιη τσάι, ενώ συνεχώς του έλεγε καθώς τον κτυπούσε χαϊδευτικά στο κεφάλι: «Είσαι ο μάρτυράς μου! Είσαι ο ομολογητής μου!». Μετά του έδωσε μερικές συμβουλές και τον άφησε να φύγη
. Ο ιεροσπουδαστής γύρισε χαρούμενος στον ξενώνα. Επιτέλους, είχε βρη έναν πνευματικό οδηγό στον οποίο θα μπορούσε να εμπιστευθή όλη του τη ζωή! Το βράδυ πήγε στον ναό και με κατάπληξη άκουσε να μνημο­νεύουν τον κεκοιμημένο ιερομόναχο Βαρνάβα! Πόσο μεγάλη ήταν πραγμα­τικά η έκπληξής του και η λύπη του όταν έμαθε ότι λίγες ώρες μετά την αναχώρησή του, ο Γέρων Βαρνάβας πέθανε! Τα­ραγμένος επέστρεψε στο σπίτι του.

Αλλά ο Κύριος δεν άφησε ανεκπλή­ρωτη την βαθειά επιθυμία της γεμάτης πίστη ψυχής του. Μετά από λίγο καιρό οι συσπουδασταί του τού πρότειναν να τον πάρουν μαζί τους στο ερημητήριο του Ζωσιμά, που δεν ήταν μακρυά από την Λαύρα της Αγίας Τριάδος, για να δουν τον ερημίτη Γέροντα Αλέξιο (ο οποίος αργότερα ανέσυρε τον κλήρο για την εκλογή του Πατριάρχου Τύχωνος). Ο Ηλίας δέχθηκε ευχαρίστως. Ο Γέρο­ντας τούς υποδέχθηκε εγκάρδια και σύ­ντομα έγινε ο πνευματικός οδηγός του Ηλία και της μνηστής του. Όταν για πρώτη φορά τους είδε μαζί, ανεφώνησε: «Τι ψηλός που είναι αυτός, και τι μι­κρούλα αυτή!». Πραγματικά ο Ηλίας ήταν πολύ ψηλός και δυνατός, πραγμα­τικός ιππότης, ενώ η Ευγενία ήταν ένα μικροκαμωμένο και ευαίσθητο κορίτσι. Με την ευλογία του Γέροντος Αλεξίου συνηντώντο δυο φορές τον μήνα στο σπίτι της Ευγενίας, και δυο φορές το μήνα μπορούσε να της γράφη ένα γράμ­μα, το οποίο όμως έπρεπε να το διαβάζη προηγουμένως η μητέρα της Ευγενίας. Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια... Ο Η­λίας τελείωσε με επιτυχία το Σεμινάριο και άρχισε να σπουδάζη στη Θεολογική Ακαδημία.
Τότε η Ευγενία ήταν 25 ετών, δηλαδή όχι πια νέα, κατά την αντίληψη της επο­χής εκείνης. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένας νόμος, κατά τον οποίο οι φοιτηταί της Ακαδημίας μπορούσαν να ήταν έγγαμοι. Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση ενός Γέρο­ντος στη Μόσχα, ο οποίος συνέστησε επίσπευση του γάμου τους. Ο Ηλίας υπα­κούοντας στον Γέροντα πήγε στους γο­νείς της Ευγενίας. Αλλά τότε παρου­σιάστηκε ένα απροσδόκητο εμπόδιο: ο πατέρας της Ευγενίας αρνήθηκε κατη­γορηματικά να του την δώση για σύ­ζυγο επειδή δεν είχε δυνατότητα να την συντηρήση. Ο Ηλίας θύμωσε και έφυγε βροντώντας πίσω του την πόρτα. Όμως η μητέρα τής Ευγενίας τον έπεισε να την ζητήση πάλι από τον πατέρα της. Και χρειάστηκε να τονίση επανειλημμένα ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μόνο με τα δι­κά τους μέσα, αν και στην πράξη όλα τα χρήματα που είχαν ήταν ένα μικρό ποσό που είχε συγκεντρώσει η Ευγενία παρα­δίδοντας μαθήματα μουσικής, και το οποίο είχε βάλει στην άκρη με την ευλο­γία της μητέρας της, για την προίκα της. Τελικά ο πατέρας της συμφώνησε. Έκα­ναν ήσυχα και ταπεινά την τελετή του γάμου τους και αμέσως μετά έφυγαν για το γαμήλιο ταξείδι. Πήγαν στο ερημητήριο του Ζωσιμά για να ετοιμαστούν για τη μετάληψη της θείας Κοινωνίας, κοντά στον αγαπημένο τους Γέροντα.
Όλα τα μέλη της οικογενείας της Ευγενίας σέβονταν πολύ τον Γέροντα Αλέξιο. Ένας από τους συγγενείς της, ο οποίος αργότερα έγινε μοναχός, πή­γαινε συχνά στο ερημητήριο του Ζω­σιμά και έβλεπε επανειλημμένα το ίδιο όνειρο. Του φαινόταν σαν να ήταν κά­ποια μεγάλη γιορτή. Ο ιδρυτής της Μονής, ο ασκητής Ζωσιμάς, στεκόταν στη μέση της Ωραίας Πύλης και εμύρωνε κάθε έναν που ερχόταν. Μετά το μύρωμα, με τα ολόλαμπρα λευκά τους ενδύματα, περνούσαν κατ’ ευθείαν μέσα από την Ωραία Πύλη! Το όνειρο αυτό, ειδικά επειδή επαναλαμβανόταν τόσο συχνά και επειδή έμπαιναν στο Ιερό ακόμη και γυναίκες, προκάλεσε μεγάλη απορία στον νέο αυτόν. Τελικά, όταν είδε το όνειρο για έκτη φορά, πήγε στον Γέροντα Αλέξιο. Ο Γέροντας δεν απο­κάλυψε την εξήγησι του ονείρου, αλλά μόνο ρώτησε αν ήταν πολλοί άνθρωποι.
—Ήταν πολλοί, πάτερ, ολόκληρο πλήθος!
—Ωραία! Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ! επανέλαβε χαρούμενα ο Γέροντας.

Οι νεαροί νεόνυμφοι έμειναν ένα μήνα στο μοναστήρι. Μετά γύρισαν στη Μόσχα και νοίκιασαν ένα διαμέρισμα στην περιοχή Σέργκιεφ Ποσάντ, κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου.
Ζούσαν πολύ φτωχικά, αλλά όπως υπο­σχέθηκαν στον πατέρα της Ευγενίας, ζούσαν μόνο με δικά τους χρήματα. Η Ευγενία πάντα τόνιζε ότι σ' όλη τους τη ζωή ποτέ δεν χρωστούσαν σε κανέναν ούτε μια δεκάρα.
Ζούσαν τόσο φτωχικά που η Ευγενία αναγκαζόταν να ρίχνη στη σόμπα μόνο έξι ξύλα την ημέρα για να ζεστάνη το διαμέρισμα, το οποίο έτσι δεν ήταν ποτέ αρκετά ζεστό.
Όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί τους, έστειλαν αμέσως τηλεγράφημα στην αδελφή τής Ευγενίας. Όταν ήρθε κοντά τους, τους εξήγησε ότι έμαθε τη γέννηση του παιδιού πριν πάρη το τηλεγράφημα!
—Μα πώς: τη ρώτησαν.
—Ο άγιος Σεραφείμ εμφανίστηκε στο όνειρό μου και μού είπε: «Πήγαινε να τους συγχαρής! Έχουν γυιό και το όνομα του είναι Σέργιος». Πράγματι ωνόμασαν τον πρώτο τους γυιό Σέργιο και τον δεύτερο Σεραφείμ.
Ο π. Ηλίας τελείωσε την Ακαδημία πριν ξεσπάση η επανάστασις (του 1917). Μετά την χειροτονία του, υπηρέτησε για ένα μικρό διάστημα στην εκκλησία ενός πτωχοκομείου, κατόπιν μετετέθη στην εκκλησία του αγίου Νικολάου στην πε­ριοχή Τολματσέφ της Μόσχας, όπου και υπηρέτησε μέχρι τη σύλληψή του το 1932.

Ο π. Ηλίας ήταν ένας ευλαβής ιε­ρεύς. Ποτέ δεν συντόμευε τις ακολου­θίες. Κανοναρχούσε τα στιχηρά και συ­χνά διάβαζε τους κανόνες (που συνήθως παραλείπονταν στις ρωσικές ενορίες). Η πρεσβυτέρα πήγαινε κάθε μέρα στην εκκλησία και διηύθυνε τη χορωδία. Σ' εκείνη τη θλιβερή εποχή, μετά το ξέσπα­σμα της επαναστάσεως, η εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ ήταν φάρος πνευματικού φωτός για πολλούς πιστούς. Μία ενορίτισσα του π. Ηλία αναπολεί: «Ω, η εκκλησία μας στο Τολματσέφ, άστραφτε από κα­θαριότητα! Αλλά ήταν τόσο κρύα, που πάγωναν τα πόδια σου στο πάτωμα!». Όμως η πρεσβυτέρα, σε οποιαδήποτε περίσταση, ποτέ δεν έχανε την ελπίδα της στο Θεό.
Κάποτε, την ημέρα της εορτής του α­γίου Νικολάου, η πρεσβυτέρα γυρνούσε από την εκκλησία και, βάζοντας το χέρι της στην τσέπη, ανακάλυψε ότι ήταν ά­δεια. Τέτοια μέρα κάθε χρόνο, συνήθιζαν να καλούν ενορίτες στο σπίτι τους για ένα λιτό γεύμα. Η πρεσβυτέρα γύρισε γρήγορα στην εκκλησία και ρώτησε τον π. Ηλία αν είχε καθόλου χρήματα. Αυ­τός, με λυπημένο βλέμμα, της έδωσε μόνο μερικά κέρματα. Δεν γινόταν τίποτε. Η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το σπίτι. Στον δρόμο συλλογιζόταν τι ωραία που θα ή­ταν αν είχε μονάχα δύο ρούβλια. Θα αγό­ραζε κάμποσα μπιζέλια, λίγο λάδι, κάτι άλλο ακόμη και αυτά θα τους έφθαναν. Με τέτοιες σκέψεις βάδιζε για το σπίτι.
Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη ημέρα, και μπροστά από το σπίτι τους είχαν σχηματιστεί λακκούβες με λασπόνερα. Τα πόδια της τα είχε τυλιγμένα με πα­νιά, αφού την εποχή εκείνη ήταν αδύνα­το να βρεθούν παπούτσια, και μ' αυτή την υπόδηση πηδούσε πάνω από τα λα­σπόνερα. Ξαφνικά βλέπει μπροστά της δυό προσεκτικά διπλωμένα χαρτονομί­σματα, που έπλεαν στο νερό σαν δυό μι­κρές βαρκούλες. Τα πήρε, τα ξεδίπλωσε, ήταν δυο ρούβλια! Άρχισε να ρωτά τους διαβάτες αν έχασαν δυο ρούβλια, αλλά όλοι απαντούσαν αρνητικά. Τότε η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε τον Θεό και επανέλαβε για άλλη μια φορά τον λόγο του Κυρίου: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. ς' 33). Κατόπιν άρχισε να ετοιμάζη ένα λιτό γεύμα.

Κάποια άλλη φορά, η πρεσβυτέρα και ο π. Ηλίας απεφάσισαν να πάνε στο ερημητήριο του Ζωσιμά. Εκείνο τον καιρό το Μοναστήρι δεν μπορούσε πια να παραθέτη τράπεζα για τους επισκέπτες, αφού μόλις και μετά βίας επαρ­κούσαν τα τρόφιμα για τους μοναχούς. Αν και δεν είχαν τότε ούτε μια δεκάρα, εντούτοις η πρεσβυτέρα δεν άλλαξε την απόφαση να ξεκινήσουν για το προσκύ­νημα, και πήγε σ' έναν ηλικιωμένο ανα­γνώστη να τον παρακαλέση, αν μπο­ρούσε, να προσέχη τα παιδιά τους όσο θα έλειπαν. Στο δρόμο επανελάμβανε: «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. νδ' 23). Αυτό ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρεσβυτέρας: τα λόγια της Γραφής, τα οποία για πολλούς ανθρώπους είναι απλές λέξεις που τις αποστηθίζουν από τα βιβλία, γι' αυτήν ήταν λόγοι ολοζώ­ντανοι και αληθινοί.
Γυρνώντας στο σπίτι, είδε ξαφνικά ένα μακρύ αντικείμενο τυλιγμένο σ' ένα λινό σάκκο. Η πρεσβυτέρα φοβήθηκε ότι ήταν ένα πτώμα και άρχισε να τρέχη. Μετά όμως πρόσεξε ότι αυτό το αντικεί­μενο δεν ήταν τόσο μεγάλο και πίεσε τον εαυτό της να υπερνικήση τον φόβο και να επιστρέψη. Με τη σκέψη ότι πιθανόν θα ήταν κάποιο παιδί που το είχαν εγκα­ταλείψει, κύτταξε μέσα στο σάκκο και έμεινε κατάπληκτη από το θέαμα. Ήταν γεμάτος με διάφορα τρόφιμα, κρέας, λά­δι, ψωμί, δηλαδή ό,τι ακριβώς χρειαζό­ταν για το ταξείδι τους! Πιθανόν κάποι­ος χωρικός τα έφερε για να τα πουλήση στην πόλη, αλλά φοβήθηκε την εθνο­φυλακή και έρριξε το σάκκο στην άκρη του δρόμου.
Βέβαια, δεν είχαν όλες οι δυσκολίες τέτοια ευτυχή κατάληξη για την πρε­σβυτέρα, αλλά αυτή ποτέ δεν έχανε την πνευματική της εγρήγορση. Κάποτε ήρθε κάποια άγνωστη και πρότεινε να της πουλήση μια τσάντα γεμάτη με λα­χανικά σε τιμή μάλλον χαμηλή. Με με­γάλη δυσκολία συγκέντρωσε το ποσό και το έδωσε στη γυναίκα, η οποία την έφερε στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου, όπως έλεγε, ήταν τα τρόφιμα. Όταν έφθασαν στο σταθμό η γυναίκα είπε στην πρεσβυτέρα να την περιμένη και αυτή μπήκε στον θάλαμο του σταθμού για να φέρη τα τρόφιμα. Η πρεσβυτέρα περίμενε μερικές ώρες προτού πάη η ίδια στον θάλαμο, μόνο και μόνο για να δη ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν ήταν κανείς εκεί μέσα. Πόσο δύσκολο της ήταν να γυρίση στο σπίτι, όπου την περίμεναν τα πεινασμένα παιδιά και ο παπάς της τόσο ανυπόμονα! Στον δρόμο της επιστροφής η πρεσβυτέρα συλλογι­ζόταν πώς είναι δυνατόν να προσευχηθή κανείς για τέτοιους ανθρώπους. Πάν­τως αυτοί μας βοηθούν στη σωτηρία της ψυχής μας, ενώ συγχρόνως, χάνουν τη σωτηρία της δικής τους ψυχής. Όταν η πρεσβυτέρα μπήκε στο δωμάτιο και είδε όλους να την κοιτάζουν με απορία, είπε:
—Παιδιά, σηκωθήτε! Ας προσευχη­θούμε! "Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν". Μας έκλεψαν!
Αλλά όλες αυτές οι θλίψεις ήταν ασή­μαντες μπροστά στην οδύνη της πρεσβυ­τέρας όταν ο μικρότερος γυιός της, ο Βάνια, πέθανε. Έπαιζε με κάποια μεγαλύ­τερα παιδιά στον δρόμο και άρπαξε ένα κρυολόγημα, και καθώς η πρεσβυτέρα δεν μπορούσε να τον προσέχη συνεχώς (κάθε μέρα συμμετείχε στη χορωδία της εκκλησίας) το κρύωμα γύρισε σε μηνιγ­γίτιδα. Και τότε ακριβώς η πρεσβυτέρα έσπασε το χέρι της... Όλες μαζί οι συμ­φορές έπεσαν επάνω της: η θανατηφό­ρος αρρώστια του γυιού της, το σπασμέ­νο χέρι της, η πείνα... Αλλά αυτή κατά­φερνε να παρίσταται καθημερινά στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, όπως πριν.
Ο Βάνια πονούσε τόσο ανυπόφορα, ώστε ρωτούσε τη μητέρα του: «Είναι αλήθεια, μητέρα, ότι είμαι κι εγώ ένας μάρτυρας;». Πέθανε την ίδια μέρα που πέθανε και ο Γέροντας Αλέξιος. Ο π. Ηλίας στον επικήδειο λόγο του είπε ότι αυτή την ημέρα πέθανε ένα πολύ μικρό παιδί, αφού υπέφερε πολύ περισσότερο από τους μεγάλους, αν και δεν είχε ανά­λογες αμαρτίες. H μοναχή που υπηρε­τούσε στο ιερό ήρθε στην πρεσβυτέρα και της είπε: «Αγαπητή μου πρεσβυτέ­ρα, συγχαρητήρια, έχεις ήδη ένα γυιό στον Παράδεισο!»
Στο τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα δεν θυμόταν τα σχετικά με τον Βάνια. Συνήθιζε να λέη: «Είχα πέντε παιδιά». Και μετά, με λυπημένο χαμόγελο, πρόσ­θετε: «Δεν θυμάμαι όλα όσα πέρασα στη ζωή μου. Ο Κύριος μου πήρε από την μνήμη τα πιο δύσκολα».
Ο π. Ηλίας ζούσε ασκητική ζωή. Μό­νο δυο εβδομάδες τον χρόνο περνούσε με την οικογένειά του στην εξοχή, όπου τα παιδιά μπορούσαν να ξεκουραστούν, κατά την διάρκεια απαραιτήτων επισκευών και καθαριότητος του ναού. Κα­τά κανόνα εκτελούσε κάθε μέρα όλες τις ακολουθίες χωρίς να παραλείπη ή να συντομεύη τίποτα. Το βράδυ μετά τις ιερές ακολουθίες, γίνονταν πνευματικές συζητήσεις.
Η πρεσβυτέρα φρόντιζε καθημερινά να μπορή ο παπάς της να δειπνά πριν από τα μεσάνυχτα. Γυρνούσε στο σπίτι κάθε μέρα μετά τις ένδεκα. Το πρωί ο π. Ηλίας θα κοιμόταν ακόμη, όταν θα παρουσια­ζόταν βιαστικά κάποια πνευματική του κόρη ρωτώντας αν έχη σηκωθή (οι πε­ρισσότεροι ενορίτες ήταν νεαροί). Η πρεσβυτέρα ποτέ δεν γκρίνιαζε γι’ αυτές τις ενοχλήσεις, μόνο έλεγε: «Κάποια δούλη του Θεού ήρθε, δεν φαίνεται τόσο χαρούμενη». Λίγο αργότερα, αυτή η δούλη του Θεού εκαλείτο στον "κλήρο"[2] για συνομιλία.
Αργότερα, ο επίσκοπος Ιωάννης είπε στην πρεσβυτέρα (η οποία πήγαινε στήν εκκλησία του μετά τον θάνατο του π. Ηλία): «Ο παπάς σου ήταν το πρό­τυπό μου, και εσύ ήσουν η πιστή βοηθός του σε όλα».
Σ' εκείνους τους δύσκολους καιρούς της πείνας κατάφεραν να διατηρήσουν την ομορφιά και την λάμψη της εκκλη­σίας και τον πλούτο των αμφίων. Πόσο υπερήφανοι ήταν όταν έβλεπαν τον ιε­ρέα τους να λειτουργή με πλούσια και όμορφα άμφια, ή όταν τους διάβαζε και τους εξηγούσε τα έργα των αγίων Πατέ­ρων! Κάποτε, μετά από μια ιδιαίτερα επιτυχημένη ομιλία για τον άγιο Ιωάν­νη τον Χρυσόστομο, όταν ο π. Ηλίας πέ­ρασε πίσω από τον "κλήρο", η πρεσβυτέ­ρα του ψιθύρισε: «Το ύψος ημίν της τα­πεινοφροσύνης υπέδειξεν» (από το απο­λυτίκιο του αγίου).
Ήταν τότε το έτος 1932. Παντού γί­νονταν έρευνες, συλλήψεις και εξορίες. Μερικοί ενορίτες συνελήφθησαν, μαζί με πολλούς συγγενείς τους. Τον π. Ηλία τον κάλεσαν στη NKVD[3] και του υπεσχέθησαν ότι δεν θα τον πειράξουν καθό­λου, αρκεί μόνο να εγκατέλειπε την ιερωσύνη. Κάποιοι φίλοι του προσπαθού­σαν να τον βάλουν σε μια καλή θέση στην Πινακοθήκη Τρετιακώφ, ως ειδικό της τέχνης. Μη ξέροντας τι να κάνη, ο π. Η­λίας γύρισε στο σπίτι και η πρεσβύτερα, τον ενίσχυσε στον αγώνα της ομολογίας.
Μετά από λίγο ήταν η ονομαστική εορ­τή του π. Ηλία και ήρθαν μερικοί επισκέ­πτες. Ο πατερούλης είχε βρη πάλι το κέφι του και ήταν εύθυμος και χαρούμενος. Οι επισκέπτες έφυγαν αργά το βράδυ. Σε λίγα λεπτά ένα κορίτσι επέστρεψε και ψιθύρισε στην πρεσβυτέρα ότι η αστυ­νομία παρακολουθούσε στενά το σπίτι τους. Η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε το κο­ρίτσι και βγήκε έξω. Μια ομάδα τριών ανδρών την πλησίασε και τη ρώτησε που μένουν οι Τσετβιρούχιν. Η πρεσβυτέρα τους έδειξε το σπίτι, τους είπε τον αριθμό του διαμερίσματος και αμέσως έτρεξε στο σπίτι. «Παπά. ήρθαν για σένα!» είπε μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Ο π. Ηλίας φόρεσε το επιτραχήλιο του Γέροντος Α­λεξίου και διάβασε την "ευχή επί τη ενάρξει παντός αγαθού έργου". Δεν πρόλαβε να πη τις τελευταίες λέξεις και ακούστη­κε ένα τραχύ κτύπημα στην πόρτα. Η πρεσβυτέρα τους υποδέχθηκε με μια ελαφρά υπόκλιση: «Περάστε». Φαίνον­ταν βιαστικοί και ρώτησαν σαστισμένοι:
—Εσύ δεν ήσουν που μας έδειξες το δρόμο:
—Ναι.
—Λοιπόν, ετοίμασε τα πράγματά του.
Καθώς η πρεσβυτέρα ετοίμαζε βια­στικά ό,τι ήταν απαραίτητο, αυτοί έκα­ναν μια επιφανειακή έρευνα. Γενικά ήταν πολύ ευγενικοί και τους επέτρεψαν να αποχαιρετιστούν. Φεύγοντας ένας απ’ αυτούς είπε:
—Λοιπόν, παπαδιά, μπορείς να κοιμηθής ήσυχη. Δεν θα σε ενοχλήσουμε άλλο[4].
—Πώς μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη τώ­ρα; απάντησε η πρεσβυτέρα.
Όλη τη νύχτα την πέρασε με προσευ­χή και δάκρυα. Κατά το πρωί όμως απο­κοιμήθηκε και τότε είδε μια ανέκφρα­στα μεγαλόπρεπη Κυρία που της είπε:
—Μη φοβάσαι! Δεν θα πάθη τίποτε ο παπάς σου στη φυλακή. Εγώ θα μεσιτεύω γι' αυτόν.
—Πραγματικά έχεις εσύ εξουσία μέ­σα στη φυλακή; ρώτησε η πρεσβυτέρα με έκπληξη.
—Εγώ έχω παντού εξουσία. Μη φοβάσαι· δεν θα πάθη τίποτε στη φυλα­κή. Εσύ όμως να προσεύχεσαι στον Αδριανό και στη Ναταλία! Και μ’ αυτά τα λόγια η υπέροχη Κυρία εξαφανίστηκε! Η πρεσβυτέρα ξύπνησε με μεγάλη απορία: γιατί η Θεο­τόκος (κατάλαβε ότι αυτή που είχε έρθει ήταν η Πανάμωμος Παρθένος) της έδωσε εντολή να προσεύχεται στους αγίους Αδριανό και Ναταλία; Όταν όμως διά­βασε το συναξάρι τους (26 Αυγούστου) και διεπίστωσε ότι ο Αδριανός ήταν μάρτυς ενώ η Ναταλία υπέφερε μαζί του λόγω της αγάπης της πρός αυτόν και τον ενίσχυε στο μαρτύριο, τότε κατάλα­βε γιατί η Υπεραγία Θεοτόκος της είπε να προσεύχεται σ' αυτούς τους αγίους.
Μετά τη σύλληψη του π. Ηλία και άλλες θλίψεις βρήκαν την πρεσβυτέρα. Τους έδιωξαν από το διαμέρισμα, και για ένα διάστημα ήταν περιπλανώμενοι εδώ κι εκεί, έως ότου κάποια οικογέ­νεια τους πήρε μαζί τους. Έδιωξαν τα παιδιά από το σχολείο, τους έκλεψαν την τεράστια βιβλιοθήκη τους. Όμως η μεγαλύτερη δοκιμασία ήταν ο θάνατος της μοναχοκόρης τους. Η Μάσενκα ή­ταν το μικρότερο παιδί της οικογενείας. Όταν η πρεσβυτέρα περίμενε τη γέννησή της, επισκέφθηκε τον Γέροντα Αλέ­ξιο, ο οποίος τότε ζούσε ακόμη. Την υποδέχθηκε με την ερώτηση:
—Ποιος είναι;
—Η αμαρτωλή Ευγενία.
—Είσαι μόνη σου;
—Όχι, πάτερ, είμαστε δύο!
Πλησιάζοντας για να πάρη την ευχή του, ρώτησε:
—Πάτερ, τι θα κάνω;
—Κόρη, μόνο που θα πρέπη να της ράψης νυφικό.
—Μα φυσικά, αν έχη κανείς κορίτσι θα πρέπη να του ράψη το νυφικό του, είπε έκπληκτη η πρεσβυτέρα. Μόνο μετά τον θάνατο της Μασένκα κατάλαβε τα λόγια του Γέροντα —ότι η θυγατέρα της θα γινόταν νύφη Χριστού.
Η κόρη της πέθανε από μια συνηθι­σμένη παιδική αρρώστια. Ο ασθενικός οργανισμός της (ήταν μόνο πέντε ετών) δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπίση συγ­χρόνως την πείνα, το κρύο και την αρρώστεια. Κάτω από τέτοιες συνθήκες (τότε είχε πεθάνει και η μητέρα της Ευγενίας) την ενδυνάμωνε, όπως έλεγε η ίδια, μό­νο ένα πράγμα: η προσευχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την οποία επανελάμβανε ακατάπαυστα: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Λόγω αυτών των δοκιμασιών, μόνο μετά από δυο χρόνια μπόρεσε η πρε­σβυτέρα να πάη στον σύζυγό της, που ήταν τότε εξόριστος στην περιοχή του ποταμού Κράσναγια Βίσερα. Ήταν πολύ δύσκολο να πάη σ' αυτήν την απομονωμένη βόρεια περιοχή κατά την εποχή της ανοίξεως οπότε είχε πολλές λάσπες, αλλά τελικά έφθασε στον προο­ρισμό της. Έφερε για τον π. Ηλία ένα Ευαγγέλιο και ένα μικρό φιαλίδιο με αγιασμό. Το Ευαγγέλιο το άρπαξαν αμέσως, ενώ για το φιαλίδιο ρώτησαν:
—Τι είναι αυτό;
—Για σας είναι απλό νερό, αλλά για μένα είναι κάτι ιερό. Είναι το φάρμακό μου, απάντησε η πρεσβυτέρα και τελικά της επέτρεψαν να του το δώση.

Με την πρώτη ματιά η Ευγενία κατά­λαβε ότι ο π. Ηλίας ήταν πολύ διαφορε­τικός. Δεν την ευλόγησε, αλλά αντίθετα της είπε: «Τώρα εδώ δεν ασκώ πια την ιερωσύνη». Φαινόταν σαν να τον είχαν βασανίσει, σαν να είχε καταρρεύσει. Η συνάντηση κράτησε πολύ και ο π. Ηλίας μπόρεσε να της πη τα πάντα.
Μετά τη σύλληψή του τον έφεραν στη φυλακή, όπου τον έβαλαν σε ένα "ειδικό κελλί". Ο μικρός θάλαμος ήταν εντελώς γεμάτος και με την πρώτη ματιά φαινό­ταν ότι δεν υπήρχε καθόλου άδειος χώρος. Ο π. Ηλίας δεν ήξερε τι να κά­νη, αλλά κάποιος του φώναξε: «Χώσου κάτω από τα κρεββάτια!». Αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο γι' αυτόν που ήταν τό­σο ψηλός. Τελικά όμως μπόρεσε να χωθή κάτω από τα ξύλινα κρεββάτια και να ξαπλώση στο βρώμικο πάτωμα, που ήταν γεμάτο από φτυσίματα.
Ήταν αδύνατο να κοιμηθή κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν τον άφηναν άλλω­στε οι φωνές και οι βλαστήμιες που ακού­γονταν στον θάλαμο. Θυμήθηκε τα πνευ­ματικά του τέκνα και πόσο τον σέβονταν και ξέσπασε σε δάκρυα. Της είπε ακόμη πώς τους έφεραν στην επαρχία Κράσνα­για Βίσερα. Τους ανάγκασαν να περπα­τούν πάνω στο χιόνι, που είχε παγώσει επιφανειακά. Το λεπτό στρώμα του πά­γου έσπαζε κάτω από τα πόδια τους και οι κατάδικοι σε κάθε βήμα βυθίζονταν μέσα στο χιόνι μέχρι τη μέση. Κάποιος που βάδιζε πίσω από τον π. Ηλία είπε: «Πάντα αγαπούσα το δάσος, τώρα όμως το μισώ» και έκανε μια απειλητική χει­ρονομία με τη γροθιά του προς το δά­σος. Βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, χωρίς να έχουν φάη ή πιη τίποτα όλη την ημέρα, αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα μέσα σε μια καλύβα. Οι εξουθενωμέ­νοι άνδρες αμέσως έπεσαν στο πάτωμα και αποκοιμήθηκαν σαν πεθαμένοι.
Μόνο ο π. Ηλίας έμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στα βαθειά μεσάνυχτα ένας ανα­στεναγμός ξέσπασε από τα βάθη της καρδιάς του: «Ω Κύριε, γιατί με εγκα­τέλειψες; Σε υπηρέτησα τόσο πιστά. Ολόκληρη τη ζωή μου την αφιέρωσα σε Σένα. Πόσες φορές διάβασα τον Ακάθι­στο Ύμνο και τους Κανόνες. Μέ πόση ευλάβεια υπηρετούσα στην εκκλησία. Γιατί με εγκατέλειψες και υποφέρω τό­σο πολύ; Ω Υπεραγία Θεοτόκε, ω άγιε ιεράρχα Νικόλαε, ω άγιε πάτερ Σερα­φείμ, πάντες οι Άγιοι του Θεού! Μετά απ’ όλες τις προσευχές μου σε σας γιατί βασανίζομαι τόσο;».
Όλη τη νύκτα έτσι έκραζε ενώπιον του Κυρίου. Ξαφνικά μια θεία επίσκεψη, σαν φλόγα, άγγιξε την πονεμένη ψυχή του και τη γέμισε με μια υπερκόσμια πα­ρηγοριά. Το φως της πίστεως φώτισε μυστικά την καρδιά του και άναψε μέσα του μια ανέκφραστη και ακατανίκητη αγάπη προς τον Χριστό, την οποία όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος «ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β' Κορ. ιβ'4).
Όταν ξημέρωσε, ήταν νέος άνθρω­πος, αναγεννημένος, σαν να είχε βαπτισθή εν πυρί (Ματθ. γ' 11). Μετά από αυτή τη νύκτα δεν μπορούσε πια να ζη μια συνηθισμένη ζωή. Ο ίδιος τόνισε στην πρεσβυτέρα: «Και αν ακόμα μ' αφήσουν ελεύθερο, μη νομίσεις ότι θα λειτουργήσω ποτέ όπως πριν. Ο παλιός κόσμος έφυγε για πάντα, και δεν πρό­κειται να ξαναγυρίση». Ο κόσμος στον οποίο είχε συνηθίσει να ζη είχε εξαφανιστή για πάντα γι' αυτόν, επειδή είχε χα­ριστή σ' αυτόν μια υπερκόσμια εμπει­ρία, με την μεσιτεία της Υπεραγίας Θε­οτόκου, όπως είχε υποσχεθή στην πρε­σβυτέρα Ευγενία, τη σύγχρονη αγία Ναταλία. Συνεπώς είχε να διαλέξη ένα από τα δύο: ή να υποχωρήση και να γίνη ένας κανονικός σοβιετικός σκλάβος-πολίτης, ή να πεθάνη εντελώς ως προς αυτόν τον κόσμο. Η ευθύτης του χαρα­κτήρος του δεν του επέτρεπε, κάτω από συνθήκες αθεϊστικής καταπιέσεως, να "άρη τον ζυγόν" της ιερωσύνης. Το συνειδητοποίησε αυτό και διάλεξε τον θάνατο ως ένωση με τον Ζωοδότη Χρι­στό, τον Κύριο μας!
Καθώς ο π. Ηλίας αποχαιρετούσε την πρεσβυτέρα, της είπε: «Ξέρεις, η καρδιά μου φλέγεται από αγάπη για τον Χριστό. Νομίζω ότι ήλθα εδώ για να κα­ταλάβω ότι δεν υπάρχει απολύτως τίπο­τε καλύτερο, τίποτε πιο θαυμαστό από Αυτόν. Θα ήθελα να πεθάνω γι' Αυ­τόν!». Αφού αποχαιρέτησε ο ένας τον άλλον, η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το μακρύ και δύσκολο ταξείδι της επι­στροφής. Όταν έφθασε στο σπίτι, την περίμενε ένα τηλεγράφημα: στο στρατό­πεδο συγκεντρώσεως άναψε μια πυρκαϊά και ο π. Ηλίας έγινε παρανάλωμα του πυρός μαζί με ένδεκα άλλους! Πόσο ταιριαστό ήταν το όνομά του στη ζωή του και στον θάνατό του —Ηλίας ση­μαίνει ακριβώς "πύρινος"[5]!
Μετά τον τραγικό θάνατο του π. Η­λία η πρεσβυτέρα έπεσε άρρωστη για πολύ καιρό. Όταν έγινε καλά άρχισε να γράφη τα απομνημονεύματά της. Εκεί­νο τον καιρό είδε ένα όνειρο: εμφανί­στηκε σ' αυτήν, όπως όταν ζούσε, ο π. Πέτρος Λαγκώφ, (ένας ιερεύς που είχε τουφεκισθή μερικά χρόνια πριν), και της είπε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, πρέπει να προσεύχεσαι στον άγιο Σέργιο, στον άγιο Σεραφείμ και στον άγιο ιερομάρτυρα Πάμφιλο. Ας προσευχηθούμε μα­ζί: άγιε πάτερ Σέργιε, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε πάτερ Σεραφείμ, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε ιερομάρτυς Πάμφιλε, πρέσβευε υπέρ ημών!». Όταν ξύπνησε η πρεσβυτέρα συλλογίσθηκε ότι η οικο­γένειά της πάντα σεβόταν τον άγιο Σέρ­γιο και τον άγιο Σεραφείμ και έδωσαν τα ονόματα των δύο αυτών αγίων σε δύο αγόρια τους. Αλλά για τον ιερομάρτυρα Πάμφιλο, ούτε καν είχε ακούσει τί­ποτε. Όταν όμως πήγε στην εκκλησία και άνοιξε το Μηναίο, ανακάλυψε ότι εκείνη ακριβώς την ημέρα ήταν η εορτή του ιερομάρτυρος Παμφίλου (16 Φε­βρουαρίου). Μελετώντας το συναξάρι του αγίου, έμαθε ότι ο άγιος Πάμφιλος ήταν ένας πρεσβύτερος πολύ μορφωμέ­νος, που είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και ο οποίος μαρτύρησε μαζί με άλλους ένδεκα μάρτυρες, μερικοί από τους οποίους "πυρί ετελειώθησαν"!

Η υπόλοιπη ζωή της πρεσβυτέρας δεν ήταν εύκολη. Ήταν μόνη της. χωρίς τον σύντροφο της ζωής της, με ένα παιδί στην αγκαλιά της. Παρ' όλα αυτά εξα­κολουθούσε κάθε μέρα, όπως και πρώτα, να ψάλλη και να διευθύνη τη χορωδία της εκκλησίας. Μετά τον θάνατο του π. Ηλία, η πρεσβυτέρα έψαλλε στην εκκλη­σία του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, όπου λειτουργούσε ένας επίσκοπος που λεγόταν Ιωάννης. Ήταν αρκετά νέος, δεν είχε φθάσει ακόμη τα σαράντα. Αυστηρός ασκητής ο ίδιος, απαιτούσε από τους ψάλτες ακριβή τήρηση του Τυ­πικού. Οι μακρές μοναστηριακές ακο­λουθίες και η έντονη πνευματική ζωή της ενορίας δεν άρεσαν στις αρχές. Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1937 ήρθαν για να συλλάβουν τον Δεσπότη. Κάποιος τον είχε ήδη προειδοποιήσει και ήταν προετοιμασμένος για τη σύλληψή του. Όταν η αστυνομία τον κάλεσε να βγη έξω "για λίγα λεπτά" είπε στην πρεσβυτέρα: «Αν δεν γυρίσω σε δεκα­πέντε λεπτά, αρχίστε το Απόδειπνο χωρίς εμένα». Φυσικά δεν γύρισε ποτέ!
H πρεσβυτέρα θυμόταν με μεγάλο σεβασμό τον επίσκοπο Ιωάννη. Ποτέ δεν άφηνε από τα χέρια της το κομποσχοίνι που της είχε δώσει, το οποίο από τη συνεχή χρήση είχε γίνει γκρι (από άσπρο, όπως συνηθίζουν οι Ρώσοι). Το τοποθέτησαν στον τάφο μαζί της.
Όταν άρχισε ο Β' Παγκόσμιος Πόλε­μος η πρεσβυτέρα αντιμετώπισε πολλές νέες δοκιμασίες. Ο ένας γυιός της συνε­λήφθη, τους άλλους δυο τους έστειλαν στο μέτωπο, απ’ αυτούς ο μεγαλύτερος δεν γύρισε ποτέ! Αυτή η ίδια υπέφερε από την πείνα. Αλλά πάντοτε παρέμενε η ίδια ήρεμη πρεσβυτέρα, που πάντοτε ήλπιζε στον Θεό. Κάποτε όμως άρχισε να έχη αμφιβολίες, βλέποντας τόσες πολλές δυστυχίες να έρχονται στους πι­στούς. Αναρωτιόταν μήπως πραγμα­τικά είχε έλθη το τέλος της χριστιανικής πίστεως για τη Ρωσία. Μ' αυτές τις σκέ­ψεις έπεσε να κοιμηθή και είδε ένα όνει­ρο. Η Θεοτόκος της είπε: «Όσο ανάβει το καντήλι μπροστά στη λειψανοθήκη του αγίου Σεργίου, η Ρωσική Εκκλησία θα αντέχη». Η πρεσβυτέρα εξακολου­θούσε να αμφιβάλλη και γι' αυτό προ­σευχήθηκε: «Ω Υπεραγία Θεοτόκε, αν ήσουν πράγματι Εσύ, κάνε να δω αυτό το όνειρο για δεύτερη φορά». Την επομένη νύχτα πράγματι είδε πάλι το ίδιο όνειρο. Όταν το διηγείτο αυτό η πρε­σβυτέρα, δεν παρέλειπε να προσθέτη: «Και το καντήλι είναι ακόμη αναμμένο!».
Τα χρόνια περνούσαν. Η πρεσβυτέρα ζούσε με τον ίδιο τρόπο ζωής όπως και προηγουμένως. Πάντοτε την περιτριγύ­ριζαν πολλοί άνθρωποι, επειδή μετά τον θάνατο του π. Ηλία ανέλαβε την καθοδήγηση των πνευματικών του τέκνων, όπως της είχε ζητήσει ο ίδιος. Κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, οι οποίες ανάγκαζαν ακόμη και πολλούς κληρικούς να αποστατούν από την πίστη, αυτή κρατούσε κοντά στην Εκκλησία έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου η πρεσβυτέρα πήρε ένα γράμμα από τον μικρότερο γυιό της. Της έγραφε ότι γυρνούσε από το μέτωπο. Όλα τα παράθυρα του σπι­τιού της ήταν σπασμένα και η πρεσβυτέ­ρα ήθελε να τα επισκευάση πριν έρθη ο γυιός της. Γι' αυτή τη δουλειά όμως χρειαζόταν τουλάχιστον εκατό ρούβλια ενώ αυτή δεν είχε ούτε ένα καπίκι. Ως συνήθως, η πρεσβυτέρα έσπευσε στην προσευχή. Και την άλλη μέρα ήρθε μια νεαρή κόρη και της έδωσε εκατό ρού­βλια! Φυσικά η πρεσβυτέρα έμεινε σαν κεραυνόπληκτη από έκπληξη, παίρνο­ντας ένα τέτοιο δώρο από ένα άγνωστο κορίτσι. Αλλά η κόρη της εξήγησε ότι τη νύχτα είδε στο όνειρό της τη μητέρα της, μια ενορίτισσα του π. Ηλία που είχε πεθάνει πριν από αρκετό καιρό, και της είπε: «Θέλεις να δώσης στην πρεσβυτέρα Ευγενία εκατό ρούβλια για μνημόσυνο της ψυχής μου;». Κι έτσι ο Κύριος για άλλη μια φορά βοήθησε θαυματουργικά την πρεσβυτέρα.
Προς το τέλος της ζωής της η πρε­σβυτέρα έλαβε από τον Κύριο ολοφάνε­ρα το διορατικό χάρισμα. Μια φορά πή­γαινε στην εκκλησία με μια πνευματική της κόρη. Με το συνηθισμένο γρήγορο βήμα της προσπέρασε δυο χωριατόπαι­δα, τα οποία έβλεπε για πρώτη φορά. Η πρεσβυτέρα, χωρίς να σταματήση, τα χτύπησε ελαφρά στο κεφάλι και είπε: «Νικόλαος και Σέργιος». Τότε η συνοδός της απεφάσισε να ελέγξη τον λόγο της πρεσβυτέρας. Σταμάτησε και ρώτησε τα αγόρια πώς ονομάζονται. Η απάντησι ήταν: «Νικόλαος και Σέργιος!».
Ήδη η πρεσβυτέρα, κατά θεία παραχώρηση, είχε υποφέρει πάρα πολλούς πειρασμούς και δοκιμασίες, αλλ' όμως ο Κύριος ήθελε να δοκιμάση την πίστη της μέχρι τέλους, και κατά κάποιο τρόπο να διακηρύξη και να δείξη σ' έναν κόσμο που είχε παραφρονήσει, όλες τις αρετές της δούλης Του. Στα ογδόντα της χρό­νια η πρεσβυτέρα έπεσε και έσπασε τα πλευρά της και λόγω εσφαλμένης θεραπείας οι μυς έγιναν ατροφικοί. Έτσι, μέ­χρι τον θάνατό της δεν μπόρεσε πια να σηκωθή από το κρεββάτι της. Για δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν κατάκοιτη και περνούσε τον καιρό της με τη μελέτη, την προσευχή και την πνευματική τροφοδότηση πολλών. Στα ενενήντα της χρόνια, λόγω απρόσεκτης νοσηλείας, έπαθε "κατάκλιση" (πληγές λόγω συνε­χούς κατακλίσεως) και το σώμα της έγι­νε τόσο σαθρό, ώστε αυτοί που φρόντι­ζαν την καθαριότητά της μπορούσαν να δουν τα οστά της σπονδυλικής της στή­λης. Υπέφερε πάρα πολύ. Η νύφη της (ζούσε με τον μικρότερο γυιό της) συχνά την περιγελούσε και κάποτε της είπε:
—Να, εσύ έδωσες τα πάντα στον Θεό σου, και τον άνδρα σου και τα παιδιά σου. Αυτός τώρα πώς σε ξεπληρώνει έτσι;
—«Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. γ' 12), απάντησε η πρεσβυτέρα.
—Ε, τότε γιατί παιδεύει και μένα εξ αιτίας σου;
Η πρεσβυτέρα χαμογέλασε και είπε:
—Αυτό σημαίνει ότι αγαπά και σένα!

Στα τελευταία χρόνια της ζωής της η πρεσβυτέρα ασχολήθηκε σοβαρά με την συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Προφανώς, είχε αντιληφθή τη μεγάλη σπουδαιότητα που είχαν τα γεγονότα τόσο της δικής της ζωής, όσο και της ζωής των άλλων ανθρώπων που έζησαν κοντά της. Αγαπούσε να θυμίζη ότι ήταν αυτόπτης μάρτυς της αναγνωρίσε­ως πολλών αγίων, και κυρίως του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ και του αγίου Ερμογένους της Μόσχας. Και συχνά πρόσθετε: «Και θα πεθάνω όταν θα γίνη μια αναγνώριση». Δεν διευκρίνιζε ποιος άγιος επρόκειτο να αναγνωρισθή, αλλά προφανώς εννοούσε τους Νεομάρτυρες, αφού ένα μήνα πριν από τον θάνατό της είπε: «Γνωρίζετε καλά τον παπά μου, και τον επίσκοπο Ιωάννη, και τον π. Πέ­τρο Λαγκώφ, και όλους τους άλλους —όλοι τους είναι άγιοι Μάρτυρες». Και με ιδιαίτερη έμφαση επανέλαβε: «Άγιοι Μάρτυρες!».
Λίγες ημέρες πριν από την εκδημία της κάλεσαν έναν ιερέα για να της μεταδώση την θεία Μετάληψη. Μόλις έλαβε τα τίμια Δώρα, αυτή η υπέργηρη γυναίκα, η οποία στην πράξι ήταν ήδη νεκρή, ξαφνικά με καθαρή φωνή είπε: «Αγαπητέ μου πάτερ! Κύριε ελέησον! Τι ευτυχία!».Ο Ιερεύς γονάτισε μπρο­στά στο κρεββάτι της και την παρακάλε­σε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, όταν συνα­ντήσεις τον Κύριο, ενθυμήσου και μένα, τον αμαρτωλό!».
Μετά από λίγες μέρες η πρεσβυτέρα έφυγε από αυτόν τον κόσμο. Τα παιδιά της και όλοι εμείς στεκόμασταν γύρω της. Ξαφνικά είδαμε κάτι που δεν το είχαμε ξαναδή ποτέ άλλοτε, ούτε πρό­κειται να το δούμε άλλη φορά: το πρό­σωπό της άρχισε να μεταβάλλεται και από μια συνηθισμένη απλή ταπεινή γριά, όπως τη βλέπαμε πάντοτε, έγινε μια εντελώς ασυνήθιστα θαυμαστή, ολό­λαμπρη γυναίκα. Ένας γυιός της ψιθύ­ρισε: «Ίσως τώρα μόλις συνάντησε τον παπά της!». Ένα λεπτό αργότερα όλα πέρασαν, η ψυχή της βγήκε από το σώμα και η πρεσβυτέρα φαινόταν σαν ένας συνηθισμένος νεκρός άνθρωπος[6].
Η πρεσβυτέρα Ευγενία έζησε μια μα­κρά και εξαιρετικά δύσκολη ζωή. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της, σε κανένα δεν έκανε τον δάσκαλο, αλλά ακριβώς αυτός ο τρόπος της ήσυχης, ταπεινής ηλικιωμιένης γυναίκας ήταν η καλύτερη διδα­σκαλία της χριστιανικής ευσέβειας, για εκείνους που θέλουν, στην άθεη εποχή μας, να ζουν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Όπως ακριβώς η αγία Νατα­λία, η οποία επέζησε μετά το μαρτύριο του αγίου Αδριανού και "ετελειώθη εν ειρήνη", έτσι και η πρεσβυτέρα Ευγενία ήταν και αυτή μάρτυς μαζί με τον "μαρτυρικώς τελειωθέντα" σύζυγό της πατέ­ρα Ηλία.

Μοναχή Μαρία Γιεράστοβα


[1] .RUSSIA'S CATACOMB SAINTS. Lives of the new Martyrs. Saint Herman of Alaska Press, Platina California 1982. σελ. 404-416.
[2] «Κλήρος» είναι το παραπέτασμα (εικονοστάσι) πίσω από το οποίο ψάλλει η μικτή χορω­δία, χωρίς να είναι ορατή από το εκκλησίασμα.
[3] NKVD: Η Σοβιετική μυστική αστυνομία η οποία κατά περιόδους είχε διαφορετικά ονό­ματα: GPU, NKVD, Chcka, MVD και τελευταία KGB.
[4] Ειρωνικό υπονοούμενο για την προθυμία της.
[5] Κατ' άλλη ετυμολογία Ηλίας σημαίνει: "ο Ιεχωβά είναι Θεός μου".
[6] Παρόμοιο θαυμαστό γεγονός αναγράφεται ατό συναξάρι της αγίας Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη (29 Αυγούστου και 5 Απριλίου) της οποίας ο βίος παρουσιάζει μερικές ομοιό­τητες με την ζωή της πρεσβυτέρας Ευγενίας.

Αγιορείτικη Μαρτυρία
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
Τεύχος: 18
Απρίλιος 1995
www.impantokratoros.gr/
http://hristospanagia3.blogspot.gr/2012/02/blog-post_6996.html
ΠΗΓΗ.proskynitis.blogspot.com