Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Η Μαρουδιά: Ένα παλαιό διήγημα από τη Κύπρο



site analysis


Η Μαρουδιά

Εξέβηκε μια πρωίαν ο Χάροντας να πάει να γυρίσει τα χωριά για να ήβρει ανθρώπους να πάρει μετά του στον Άδη. Πήγε και κτύπησε την πόρτα της Μαρουδιάς. Η Μαρουδιά ήταν κεντήτρα σπουδαία στον τόπο μας. Χιλιάδες μεταξωτά υφαντά κι ολόπλουμα μαντήλια πέρασαν από τα χέρια της. Ακόμη και χρυσοκέντητα εκκλησιαστικά άμφια, Επιτάφιοι, και ποδιές των εικόνων. Ακούστηκε η φήμη της σ΄όλη την Πάφο, ως πέρα στη Χώρα.
Ήρθε ο Χάροντας κι έσεισε το ξεπόρτι της, σείστηκε η αυλή της και το σπίτι της, ως και η μονή της. Πετάχτηκε πάνω:
- Ποιός ένι ;-
Άνοιξε, κόρη Μαρουδιά, λαλεί της ο Χάροντας, ήρθα για να σε πάρω.
- Δεν είμαι ακόμα έτοιμη, λαλεί του εκείνη, έχω δουλειές στη μέση.
- Και ποιές ειν’ οι δουλειές σου; Την ερωτά.
- Έχω να κτίσω εκκλησίες, να κτίσω μοναστήρια.Έφυγε ο Χάροντας.
Αμέσως εκείνη έπιασε δουλειά. Έφερε μαστόρους, πρωτομαστόρους, και πλήθος μαθητάδες. Έκτισε εξήντα εκκλησιές κι εξήντα μοναστήρια.Μια μέρα ξαναγύρησε ο Χάροντας.
- Τέλειωσες τις δουλειές σου, Μαρουδιά, να πάμε;
- Έχω δουλειές ατέλειωτες κι άλλες αρχινεμένες… του απαντά αυτή.
- Και ποιές είναι τώρα οι δουλεές σου;- Φέρνω νερά τρεχάμενα να πίνουν οι διαβάτες.-

 Ο Χάροντας δεν είπε τίποτα κι έφυγε.Έβαλε τότε τους μαστόρους η Μαρουδιά να κτίσουν βρύσες στα χωριά, στες στράτες, να πίνουν οι διαβάτες νερό, να ξεκουράζονται. Έκτισε εξήντα βρύσες και εξήντα γιεφύρια. Μόλις τέλειωσε, νάσου τον Χάροντα κι ανέφανε ομπρός της.
- Άνου να πάμε, Μαρουδιά.
- Μην με εξαργείς Χάροντα και έχω δουλιές ανέγγιχτες, έργα πολλά που περιμένουν τέλειωμα.
- Και ποιές είναι πάλι οι δουλείες σου κοκόνα Μαρουδιά;
- Άρχισα και αναγιώννω μωρά έσσω μου Χάροντα. Μην μου ξηντιλιείς τώρα τη ζωή μου.
Και αυτή τη φορά ο Χάροντας έφυγε άπρακτος.Πήρε τότε η Μαρουδιά, μωρά ορφανά, φτωχά, άρρωστα, και τα φρόντιζε στο σπίτι της να μεγαλώσουν, να μπορούν να δουλέψουν. Πήρε και μαθήτριες και τις μάθαινε την κεντητική.
Πέρασαν λίγα χρόνια, μεγάλωσαν το παιδιά, έμαθαν την κεντητική οι μαθήτριες, και ήρθε πάλι ο Χάροντας.
– Σήκου να πάμε, Μαρουδιά.
– Οι δουλιές μου πολλυνίσκουν Χάροντα. Έχω πολλά να κάμω. Έχω να δω τον κύρην μου, την μάνα μου, που δεν τους τίμησα όπως έπρεπε , τους αντιπολογήθηκα, τους είπα λόγια πικρά… και με τον αδελφό μου έχουμε έχθρα.
Έτσι έφυγε ο Χάροντας.
Η Μαρουδιά πήγε τότε στο σπίτι της το πατρικό. Φίλησε το χέρι του κυρού της, έπεσε στην αγκάλη της μάνας της, και συγχωρέθηκε με τον αδελφό της. Μόλις γύρισε στο σπίτι της, βρήκε τον Χάροντα στο ξεπόρτι της να την περιμένει.
– Έλα να πάμε, Μαρουδιά, λαλεί της πάλι ο Χάροντας.
– Έχω ένα μαντήλι μεταξωτό για σένα να κεντίσω, του λέει η Μαρουδιά.
– Να το κεντίσεις, αμμά πότε να το γυρέψω; Την ρώτησε ο Χάροντας.
– ‘Οταν περάσουν εξήντα Σάββατα και εξήντα Κυριακές, θα το τελειώσω και έλα να το γυρέψεις, του είπε η Μαρουδιά.
Κέντα, κέντα ψιλοβελονιά, ψιντροδουλειά, πάνω σε μεταξωτό μαντήλι, πέρασε ο καιρός, το μαντήλι τέλειωσε και ήρθε ο Χάροντας. Ξεδιπλώνει το μεγάλο μαντήλι, το ‘ βαλε στα γόνατα του.
Η Μαρουδιά είχε κεντήσει, μάνα μου, ‘ κει πάνω όλες τις οφορφιές του κόσμου: τον ουρανό με τ’ άστρα, τον ήλιο και το φεγγάρι, τη θάλασσα με τα ψάρια και τα καράβια, τη γη με τα όρη, τα δέντρα και τα λουλούδια!
Θαύμασε ο Χάροντας, λυπήθηκε, δάκρυσε:
– Θωρώ σ’ εσένα και θωρώ και τα έργα σου και λυπούμε, μα ίντα να σου κάμω; Είναι προσταγή από τον Άδη να σε πάρω.
– Παρακαλώ σε , Χάροντα, του λέει η Μαρουδιά, χάρισε μου τριάντα μέρες ακόμα.
– Εσύ μου ζητάς ακόμα τριάντα μέρες, εγώ σου δίνω ακόμα τριάντα χρόνια. Έλα δώσε μου το χέρι σου ν΄αποχαιρετιστούμε.
Η Μαρουδιά τον πίστεψε, και μόλις του έδωσε το χέρι της, και τον άγγιξε, αυτός πήρε την ψυχή της, γιατί είχε αγγίξει τον θάνατο.
Ο Θεός την λυπήθηκε γιατί η Μαρουδιά αγαπούσε τόσο πολύ την ομορφιά του κόσμου που έπλασε, και την έκεμε ένα πλουμιστό ζωύφιο που το λέγουν Μαρουδιά. Το παίρνουν στα χέρια τους τα παιδιά και τραγουδούν: “πέτα, πέτα Μαρουδιά με τα κόκκινα βρακιά”.
Στη Κύπρο είναι γνωστή και ως “παπα(δ)ούρα” όπως λέγει και το τραγούδι ” παπαούρα, παπαούρα, πιασ΄τα ρούχα σου και βούρα”, αλλά σε άλλα μέρη την λέγουν και παπαδίτσα ή πασχαλίτσα.

Κυπριακό Λαϊκό Διήγημα. Καταγράφηκε από τον Χαράλαμπο Επαμεινώνδα


Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Οσία Αμαλία



site analysis



Οσία Αμαλία
Οσία Αμαλία
Εορτάζει στις 10 Ιουλίου εκάστου έτους.
Βιογραφία
Η Οσία Αμαλία (στη φλαμανδική γλώσσα Αμαλβέργη), έζησε κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα στο τότε ορθόδοξο Βέλγιο, στην επαρχία της Βραβάνδης, της οποίας πρωτεύουσα σήμερα είναι οι Βρυξέλλες. Ήταν αδελφή (ή σύμφωνα με άλλους ανεψιά) του Αγίου Πιπίνου Δούκα της Βραβάνδης, κόμη του Λάντεν και κύριου αυλικού των Φράγκων βασιλέων της δυναστείας των Καρολιδών. Παντρεύτηκε τον κόμη Βιτγέρον και ανεδείχθη μητέρα των αγίων Εμβέρτου επισκόπου Καμπραί, Γουδούλης Οσίας, Ραϊνέλδης οσιομάρτυρος και Φαραΐλδης Οσίας.
Μετά από ενάρετο βίο στον κόσμο, διακρινόμενο για τα έργα της αγάπης και της φιλανθρωπίας, έγινε μοναχή σε μεγάλη ηλικία στη Μονή του Μομπέζ, του τάγματος των Βενεδικτίνων, όπου εκοιμήθη οσιακώς το έτος 690 μ.Χ.
Στην εικονογραφία εικονίζεται ως γηραιά μοναχή ενώπιον μονής.
Ἀπολυτίκιον
Αμαλίαν οσίαν δεύτε τιμήσωμεν ότι δόξα ανθρώπων καταφρονήσαντα και τον νυμφίο της Χριστό ακολουθήσασα μοναζουσών καλλονή ανεδείχθης ηρωΐς ασκήσεως και αγώνων, διό μη παύσεις πρευβεύων ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Αγιογραφίες / Φωτογραφίες
Οσία Αμαλία
Οσία Αμαλία

Πηγή:  saint.gr

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Οσία Μελώ



site analysis




 Οσία Μελώ

Οσία Μελώ
Εορτάζει το Σάββατο μεταξύ 1 και 7 Ιουλίου εκάστου έτους.
Βιογραφία
Στην Κω, στην περιοχή νοτιοδυτικά του Ασκληπιείου και περίπου 150 μέτρα δυτικά από τη θέση Κοκκινόνερο (ιαματικές πηγές) βρίσκεται το παλαιότατο εκκλησάκι («μοναστηράκι») της Οσίας Μελούς. Η οσία είναι η μοναδική αγιασμένη γυναικεία μορφή που φαίνεται ότι ήταν ντόπια, αν και ακόμη δεν γνωρίζουμε την καταγωγή της.
Είναι πολύ σημαντικό ότι παρά την έλλειψη ιστορικών στοιχείων η μνήμη της Οσίας διατηρήθηκε στη συνείδηση του λαού και η λατρεία της φθάνει σε εμάς αδιάκοπη από τα βάθη των αιώνων.
Παρά ταύτα η αβέβαιη ετυμολογική προέλευση του ονόματός της οδήγησε σε αμφισβήτηση της ιστορικότητας της Οσίας, η οποία, τελικά, επιβεβαιώνεται από τη δημοσίευση κατά το έτος 1972/3 μ.Χ. ενός χειρογράφου του τέλους του 15ου αιώνα μ.Χ. (Παρισινός Κώδικας με αριθμό 1362) με στιχηρά γραμμένα προς τιμήν της.
Ο Ιάκωβος Ζαρράφτης παραθέτει τη μαρτυρία ότι κατά το έτος 1018 μ.Χ. κάποιος ασκητής έκτισε μοναστήρι πλησίον του Ι. Ναού της Οσίας Μελούς και ζούσε εκεί θεραπεύοντας τους πιστούς που έφθαναν κοντά του υποδεικνύοντάς τους τα ιαματικά ύδατα. Μάλιστα, μέχρι τις μέρες μας σώζονται τα ερείπια του κελλιού του ασκητή περίπου 50 μέτρα υψηλότερα από το ναΐσκο (προς νότον).
Ξένοι αρχαιολόγοι που επισκέφθηκαν το εκκλησάκι, κατά το έτος 1933 μ.Χ., εξέφρασαν τη γνώμη ότι προέρχεται από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους.
Τα λίγα στοιχεία που κατέχουμε από το βίο της Οσίας προέρχονται από τους ύμνους του μητροπολίτη Μητροφάνη. Σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή Ζαχαρία Τσιρπανλή ο συγγραφέας τους κατείχε τον αρχιερατικό θρόνο της μητροπόλεως Ρόδου, κατά την περίοδο της Ιπποτοκρατίας στη Δωδεκάνησο, και είχε υπό την ποιμαντική του ευθύνη και την Κω, καθώς οι ιππότες δεν επέτρεπαν τη χειροτονία αρχιερέων στα άλλα νησιά. Η πρόσφατη μεταπτυχιακή εργασία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κώου και Νισύρου κ. Ναθαναήλ, στην οποία δημοσιεύεται και η επιγραφή του Ναού επιβεβαιώνει αυτά τα συμπεράσματα, καθώς δίνει τη χρονολογία «1483 μηνί Ἰουλίῳ».
Από τα στιχηρά του Μητροπολίτου Μητροφάνη διαπιστώνουμε ότι πριν από την αναχώρησή της από τον κόσμο για να επιδοθεί στη ζωή της ασκήσεως, η Οσία μοίρασε τα υπάρχοντά της σε όσους είχαν ανάγκη. Αμέσως μετά αποτραβήχθηκε σε ορεινό τόπο, όπου, στερούμενη ακόμη και τα αναγκαία, αφιερώθηκε στην άσκηση. Μέσα σε συνθήκες ψύχους, λόγω του υψομέτρου, κατόρθωσε να λιώσει το σώμα και τα πάθη της. Για την επιλογή της να απομονωθεί στο δύσβατο τόπο της Βουρρίνας ο Μητροπολίτης Μητροφάνης παρομοιάζει την Οσία με ερημικό πελεκάνο, ο οποίος απομακρύνεται από την επαφή με τους πολλούς για να επικοινωνήσει με το Θεό.
Ενδιαφέρον έχει η παρατήρησή του ότι αφού, από τη μεγάλη της ταπείνωση, εκοιμήθη ανάμεσα στους βράχους, ο τόπος έγινε προσκύνημα του λαού με συνέπεια να οικοδομηθεί ναός («τέμενος») της Οσίας. Αυτό το σχόλιο ταιριάζει με τη μορφολογία του εδάφους στην περιοχή που έχει ανεγερθεί το εκκλησάκι. Στη νότια πλευρά βρίσκεται βράχος, πάνω στον οποίο είναι στερεωμένος ο νότιος τοίχος του ναού. Ο βράχος αυτός θα μπορούσε να ταυτίζεται με την κατοικία της, αλλά και το σημείο στο οποίο εκοιμήθη και ετάφη. Στο εκκλησάκι σώζονται ίχνη τοιχογραφιών.
Η Οσία εμφανίζεται συχνά σε Κώους, κοντά στο ναό της, ανάμεσα σε τριαντάφυλλα δηλώνοντας την ευαισθησία και την αγνότητά της. Η παρουσία της Οσίας Μελούς αποτελεί μία ξεχωριστή ευλογία για το νησί και ήδη το όνομά της άρχισε να δίνεται σε παιδάκια και η λατρεία της γίνεται όλο και πιο γνωστή.
Η Ιερά Μητρόπολη Κώου και Νισύρου όρισε η μνήμη της Οσίας να εορτάζεται κάθε χρόνο το πρώτο Σάββατο του Ιουλίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν φιλέρημον κόρην, ὕμνοις τιμήσωμεν, Μελὼ τὴν Ὁσίαν, Κώου τὸ καύχημα, πόνοις διαλάμψασαν, καὶ χάριν λαβοῦσα ἄνωθεν∙ τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ φαιδρύνασαν, τοῖς δὲ πιστοῖς, τοῖς προσιοῦσιν αὐτῇ, προχέουσαν εὐωδίας ἰάσεων∙ αἰτουμένην δὲ πᾶσιν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
(Ποίημα τοῦ Μητροπολίτου Κώου καὶ Νισύρου Ναθαναήλ)

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΕΥΠΡΑΞΙΑΣ.



site analysis






Στην Ιερά Μονή Χριστού Δάσους στην Πάρο


’Άς επιστρέφουμε, όμως, στην διήγησή μας, για να γνωρίσουμε την πορεία όλης της οικογένειας.


Ή μητέρα ’Άννα με την εντεκάχρονη Μαρία πήγαν για να μονάσουν στην 'Ιερά Μονή Χριστού τού Δάσους, όπως λέγεται, στην Πάρο. Ή Ιερά Μονή Χριστού ήταν εκείνη την εποχή ιδιόρρυθμη και αριθμούσε πολλές μοναχές. 


Γενική ηγουμένη της μονής ήταν ή γερόντισσα Μάρθα, ενώ εντός της Μονής υπήρχαν επιμέρους γερόντισσες με τις υποτακτικές τους.
Ή κυρία  Άννα παρουσιάστηκε στην γερόντισσα Μάρθα με τη μικρή της Μαρία και ζήτησε να τις δεχθούν στο Μοναστήρι για να μονάσουν και εκείνη τις δέχθηκε με χαρά. Ή Άννα είπε στη Γερόντισσα ότι αυτή έδώ ή μικρή είναι νύμφη Χριστού γι’ αυτό στην παραδίδω να την εκπαίδευσης πνευματικά. Τότε γύρισε ή μικρή Μαρία και είπε στη μητέρα της: Μητέρα είσαι ψεύτρα πού λες ότι δεν είμαι παιδί σου. Είχε όμως μεγάλη χαρά πού ήταν στο μοναστήρι.


Ή ’Άννα άρχισε τη μοναχική της ζωή ανεξάρτητα από την κόρη της, την όποια από τότε δεν ξανακάλεσε παιδί της. Γρήγορα έγινε ή κουρά της και από ’Άννα μετονομάστηκε σε Μητροδώρα, ενώ ή μικρή Μαρία παρεδόθη ως υποτακτική σε κάποια από τις γερόντισσες της Μονής. Ήρθε και ό πνευματικός από τη Μονή Ζωοδόχου Πηγής της Λογγοβάρδας ό π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ό όποιος αγάπησε πολύ τη μικρή Μαρία, και, επειδή ήταν καλλιγράφος, την έβαλε κάποια μέρα να αντιγράψει όλο το βιβλίο του Άββά Δωροθέου.


Ή Γερόντισσά της όμως πού έβλεπε τη μικρή Μαρία να ποθεί σφοδρά τη μοναχική ζωή, να κάνη τέλεια υπακοή και να χαίρεται την κάθε της στιγμή ελέγχθηκε και ζήτησε με ταπείνωση από τη γερόντισσα Μάρθα να την απαλλάξει από αυτό το παιδί και να το δώσει σε άλλη Γερόντισσα γιατί εκείνη, όπως έλεγε, κινδύνευε να κολασθεί.


Ή Γερόντισσά Μάρθα έδωσε τη μικρή Μαρία σε άλλη Γερόντισσά και εκεί συνέβη το ίδιο. Καμιά δεν δεχόταν τη Μαρία, γιατί ομολογούσαν όλες ότι ήταν ανώτερη τους πνευματικά και ας ήταν τόσο μικρή στην ηλικία. Τότε αναγκάστηκε ή γερόντισσα Μάρθα να δώσει τη Μαρία ξανά στη μητέρα της, ως μήτηρ πλέον πνευματική και όχι κοσμική. Ή Γερόντισσά Μητροδώρα δέχθηκε τη μικρή Μαρία ως υποτακτική της και ανέλαβε την καλογερική της πλέον καλλιέργεια.


Ή Μαρία μπαίνει ως δόκιμη στην πνευματική ζωή. Πνευματικοί της Μονής ήταν τότε ό π. Ιερόθεος, ηγούμενος της Μονής Λογγοβάρδας και ό π. Φιλόθεος Ζερβά- κος, Ιερομόναχος και πνευματικός της Μονής.



Ή Μαρία, Γερόντισσά Ευπραξία αργότερα, είχε κα-καταπληκτικό χιούμορ και μιμούνταν καταπληκτικά πρόσωπα και καταστάσεις. «Δεν είχα μπει ακόμη στο πνεύμα της καλογερικής ζωής», έλεγε. Ήταν παιδί ακόμη.
Μια φορά, μετά τη Λειτουργία, της ζήτησαν οι αδελφές να μιμηθεί τον γέροντα, τον π. Φιλόθεο, για να γελάσουν και αυτή, μικρή ακόμα στην ηλικία, το έκανε. Ωστόσο, την ώρα πού αυτή τον μιμούνταν, εκείνος από πίσω της την έβλεπε και γελούσε με την καρδιά του.
Άλλοτε πάλι, όντας δόκιμη, την έστειλαν στο πηγάδι να φέρει νερό. Εκεί βρήκε τη Γερόντισσα Μάρθα, την γενική ηγουμένη της Μονής, ή όποια είτε γιατί ήθελε να αστειευτεί μαζί της είτε γιατί ή Μαρία ήταν τότε μικρή, της τράβηξε την κοτσίδα και της έβγαλε το μαντήλι. Τότε ή Μαρία έβαλε τις φωνές και της είπε πολύ αυστηρά ότι είναι μοναχή και τέτοιες ενέργειες απέναντι της δεν ήταν σωστές (Ούτε αστεία δεν δεχότανε δηλαδή!).


Τα χρόνια κυλούσαν και ή Μαρία με τη γερόντισσα Μητροδώρα περνούσαν τη ζωή τους με τη χάρη τού Θεού να τις αυξάνει πνευματικά. Ή Γερόντισσα Μητροδώρα ασκούσε τη Μαρία σε όλα τα καλογερικά μαθήματα: της υπακοής, της ακτημοσύνης, της έκκοπής τού ίδιου θελήματος και σε όλα εκείνα πού συμβάλλουν στην εν Χριστώ τελείωση τού μοναχού.
Κάθε πρωί την ρωτούσε:
- Τί να μαγειρέψουμε Ευπραξία μου, τί θέλεις; Εκείνη έλεγε την επιθυμία της. Ή Γερόντισσά της ποτέ δεν έκανε αυτό πού ήθελε ή Ευπραξία, αλλά της έλεγε να μαγειρέψει κάτι άλλο. Έτσι της έκοβε το ίδιο θέλημα.



Ή Γερόντισσα κάποτε μου διηγήθηκε το εξής σχετικά με το φαγητό: Μαγειρεύαμε άλαδο ρύζι. Και όταν ήταν ή μέρα λαδερή βάζαμε λίγο λαδάκι (τις άλλες μέρες το έτρωγαν σκέτο). Φαγητό, λοιπόν, λιτότατο και μάλιστα για ένα παιδί, ηλικίας 11 ετών, το όποιο βρισκόταν πάνω στην ανάπτυξη και είχε ανάγκη από καλή τροφή. Τόσο μεγάλη άσκηση έκαναν.
Κάποια μέρα, από την πολύ άσκηση, ξεράθηκε το οπτικό της νεύρο. Επισκέφτηκε στην Αθήνα το Νευρολόγο κ. Σκαρπελέζο, ό όποιος φώναξε θυμωμένος στην συνοδό της, όταν την εξέτασε: Τί σάς έχανε αυτό το παιδί και το χειριστήκατε έτσι;
- Αλλά εγώ δεν άλλαζα με τίποτε τη Μοναχική ζωή μου διηγιόταν αργότερα ή Γερόντισσα Ευπραξία. Τόσο πόθο είχα για το Χριστό μας παιδί μου, μου έλεγε. Εάν πέθαινα τότε πράγματι θα πήγαινα στον παράδεισο. Τώρα όμως δεν ξέρω.


Κάποια άλλη φορά αρρώστησε σοβαρά. Πάλι την πήγανε στην Αθήνα σε κωματώδη κατάσταση. Έμεινε έτσι 3 μήνες. Την περιποιόταν ή μεγάλη της αδελφή Σοφία με την κατάλληλη θεραπεία των γιατρών. Μετά τρεις (3) μήνες συνήλθε, αλλά είχε πυρετό 40° Ο. Προσευχόταν στον Κύριο και του έλεγε: Κύριε στείλε τα αεράκι σου λίγο να με δροσίσει. Πράγματι μετά από λίγο άρχισε να φυσάη ένα απαλό αεράκι και δρόσισε το πρόσωπό της. Σταδιακά έπεσε κι ό πυρετός και άρχισε ή ανάρρωσή της λίγο-λίγο ώσπου έγινε τελείως καλά και απέκτησε και πάλι τις σωματικές της δυνάμεις.
’Ήθελε λοιπόν να ξαναγυρίσει στο Μοναστήρι της στην Πάρο, αλλά δεν είχε καθόλου χρήματα. Άφησε και πάλι τον εαυτό της στα χέρια του Θεού. 

Προσευχήθηκε στον Χριστό μας να την βοηθήσει και τώρα όπως και πάντα.
Ένα βράδυ γινόταν αγρυπνία στον Αη-Γιώργη τον Κουταλά πού βρίσκεται στο Βύρωνα. Αποφάσισε να πάει. Προχωρούσε μόνη της σ’ όλη την διαδρομή και προσευχόταν. Ξαφνικά, στην άκρη του δρόμου, κάτι σαν κουρελάκι κουνιόταν στα κλαδιά ενός πουρναριού. Τί είναι, αυτό σκέφτηκε και πλησίασε... και τί να δει. Ένα χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών ήταν στερεωμένο ανάμεσα στα κλαδιά και κουνιόταν από το φύσημα τού αέρα. Το πήρε απορημένη για το πώς βρέθηκε αυτό εκεί. Με αυτό θα πήγαινε στην Πάρο άνετα.


Αναρωτιόταν όμως μήπως το έχασε κανένας από τούς ανθρώπους της αγρυπνίας. Γι’ αυτό στάθηκε στο τέλος της αγρυπνίας στην είσοδο του ναού και ρωτούσε έναν- έναν εάν έχασε ένα χιλιάρικο. Όλοι απάντησαν αρνητικά και ή Γερόντισσα ευχαρίστησε, τότε, το Θεό για την τόση αγάπη και πρόνοια προς τα παιδιά του, καθώς οικονομεί πάντα όσους τον παρακαλούν με πίστη σε κάθε τους ανάγκη. «Θαυμαστός ό Θεός εν τοις εργοις αυτού).
Την ασκούσε επίσης στην ελεημοσύνη. Πάντα της έδινε τρόφιμα να πηγαίνει στις αδελφές, πού ήξερε πώς δεν είχανε ούτε να φάνε, καθώς το μοναστήρι ήτανε ιδιόρρυθμο και κάθε μία από τις αδελφές ζούσε με το δικό της βαλάντιο.
Ή Γερόντισσα Μητροδώρα και ή Ευπραξία ζούσαν με τα χρήματα πού τούς έστελνε ή μεγαλύτερη κόρη και αδελφή τους, μεγαλόσχημη μοναχή Σοφία, πού ήταν ίερορράπτρια στην Αθήνα.



Μια μέρα ή Γερόντισσα Μητροδώρα έστειλε την Ευπραξία να πάει στο κελί κάποιας αδελφής τρόφιμα, εκείνη όμως δεν γνώριζε πού βρισκόταν το κελί της αδελφής. Ή Γερόντισσα της το έδειξε από μακριά και της είπε να πάει την ώρα τού ψαλτηρίου στον όρθρο, ώστε ή αδελφή να είναι στην εκκλησία και να μην την δει.
Πράγματι, ή Ευπραξία ξεκίνησε. Για να πάει εκεί Έπρεπε να ανέβη πολλά σκαλιά, το σκοτάδι όμως την Εμπόδιζε και δεν Έβλεπε τίποτα. Άρχισε να κάνη την προσευχή της και να ζητάει από το Θεό να την βοηθήσει. Τότε ξαφνικά άρχισε να αστράφτει σε κάθε σκαλοπάτι πού ανέβαινε. Έτσι 


Έφτασε στον προορισμό της. Βλέπει όμως το κελί κλειδωμένο. Έπρεπε να εκτέλεση την υπακοή της. Τότε χωρίς να διστάσει λέει: Δι ευχών των Αγίων Πατέρων, δι’ ευχών της Γεροντίασης μου•... σταυρώνει την κλειδαριά και ανοίγει την πόρτα. Αφήνει τα πράγματα, ξανά δι’ ευχών, ξανακλειδώνει ή κλειδαριά και φεύγει.
Την ίδια μέρα ή κάτοχος τού κελιού βρήκε τα πράγματα και απορούσε ποιος, πότε και πώς της τα έβαλε. Κατάλαβε την θαυματουργία και το είπε στον πνευματικό. Αυτός αμέσως είπε: Αυτή είναι δουλειά της Μητροδώρας. Ήταν γνωστή για την ελεημοσύνη της.
Ό π. Φιλόθεος την κάλεσε, αλλά αυτή δεν Επιβεβαίωνε την πράξη. Στο τέλος τού είπε:
-       Τί κι’ αν είστε πνευματικός; Μερικά πράγματα δεν λέγονται. Τί λέει το Ευαγγέλιο; «Μη γνώτο ή αριστερά σου τί ποιεί ή δεξιά σου». Ψεύτη θα βγάλουμε το Θεό;
Γι’ αυτό πολλές φορές μου έλεγε:
-       Ούτε όλα στο γιατρό ούτε όλα στον πνευματικό παιδί μου.




Ή Ελεήμων καρδιά της Μητροδώρας Εμφανιζόταν παντού. Στο Μοναστήρι είχαν μια κοπέλα την Παρασκευή, ή όποια, με τη βοήθεια Ενός γαϊδαράκου, Έπαιρνε τις παραγγελίες από τις αδελφές και Έκανε τα ψώνια τους από τη χώρα, χωρίς να χρειάζεται, να κατεβαίνουν εκείνες. Όταν ή κοπέλα θα παντρευόταν ή Γερόντισσα Μητροδώρα της χάρισε όλα τα γυαλικά που είχανε και άλλα πράγματα ώσπου άδειασε το κελί, ενώ ή Ευπραξία διαμαρτυρόταν για όλα αυτά λέγοντας στη Γερόντισσα ότι είναι αναγκαία ή φιλανθρωπία, αλλά όχι σε τέτοιο σημείο.
Ό γαϊδαράκος αυτός, πού «βοηθούσε» στο μοναστήρι, ζούσε σ’ ένα μικρό σπιτάκι. Ένα χειμώνα, πού έκανε πάρα πολύ κρύο, ή γερόντισσα Μητροδώρα λέει στην Ευπραξία:
-       Πάρε, παιδί μου, αυτό το πάπλωμα και πήγαινε να σκεπάσεις στο σταύλο το γαϊδαράκο για να μην κρυώνει.
-       Τί λες βρέ Γερόντισσα θα ρίξουμε το πάπλωμα στον γάιδαρο και εμείς;
-       Κάτι θα βρούμε κι εμείς ήταν ή απάντηση.


Ή Ευπραξία χωρίς δεύτερη κουβέντα εκτέλεσε την εντολή. Την άλλη μέρα πήγε να πάρει το πάπλωμα από το σταύλο, περιμένοντας να το βρει βρώμικο και να βρωμάει. Άλλ’, ώ τού θαύματος, το πάπλωμα δεν λερώθηκε καθόλου ούτε μύριζε τίποτε. Αυτά είναι τα αποτελέσματα αφ’ ενός της ελεημοσύνης και αφ’ ετέρου της υπακοής.
Άλλο περιστατικό έκκοπής τού ίδιου θελήματος μάς διηγήθηκε ή Γερόντισσα:
Παρόλο πού ήταν σε νησί είχανε μήνες να φάνε ψάρι. Μια μέρα ή Ευπραξία επιθύμησε να φάει ψάρι. Είχε πάει στο κοιμητήριο της Μονής να ανάψει τα καντήλια. Πήγε και στον τάφο τού 'Αγίου Αρσενίου τού εν Πάρω. Άρχισε λοιπόν να τον παρακαλή:
-Άγιε μου, στείλε μου ένα ψαράκι να φάω. Έχω μήνες να φάω και ή Γερόντισσα δεν παίρνει.



Έκαμε τη δουλειά της και όταν επέστρεφε στην Μονή λίγο πριν φτάσει στην πόρτα ακούει ένα παιδάκι να τη φωνάζει:
-       Καλογριά μου. Καλογριά μου σταμάτα.
Είχε ένα πανέρι με ψάρια σπαρταριστά και της λέει:
-       Αυτά μου τα έδωσε ό μπαμπάς μου να τα δώσω στην πρώτη καλογριά πού θα δω μπροστά μου. Πάρτα λοιπόν.
Ή Ευπραξία ευχαρίστησε το μικρό παιδί και πήγε τα ψάρια στη γερόντισσα Μητροδώρα. Εκείνη, μόλις είδε τα ψάρια, λέει στην Ευπραξία:
-       Βρέ λαίμαργη, πού τα βρήκες αυτά τα ψάρια;
Ή Ευπραξία είπε την αλήθεια και τότε ή Γερόντισσα της αποκρίθηκε:
-       Θα τα μοιράσεις όλα στις αδελφές. Μαγείρεψε και ένα για μάς.


Τί να πρωτοθαυμάσει κανείς, την έκκοπή θελήματος ή το πόσο ακούει το μοναχό 6 Θεός όταν αυτός αφήνεται στην πρόνοιά Του και ζητεί «πρώτον την Βασιλεία του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται αύτώ»;
Ή Γερόντισσα Μητροδώρα και ή υποτακτική της είχαν συνήθεια το πρώτο πιάτο της κατσαρόλας να δίδεται ελεημοσύνη σε όποια αδελφή δεν είχε φαγητό. "Όταν όλες είχανε να φάνε τότε ή Γερόντισσα έδωσε εντολή στην Ευπραξία να κάνη ένα λάκκο έξω από τη μονή και εκεί να ρίχνει το φαγητό για τα θηρία της γης.


Πέρασε καιρός. Κάποια μέρα μία ευωδία έντονη γέμισε το χώρο της Μονής. Οι αδελφές έψαξαν να βρούνε από πού έρχεται ή ευωδία αυτή. Και μυρίζοντας φθάσανε στο λάκκο όπου είχαν θάψει, το φαγητό οι γερόντισσες Μητροδώρα και Ευπραξία.
Το Μοναστήρι αυτό είχε εσωτερικό διάδρομο μπροστά από τα κελιά. Τα παράθυρα των κελιών τους έβλεπαν προς την φύση. Μέσα στον εσωτερικό διάδρομο είχανε αρκετά πηγάδια για τις ανάγκες της Μονής. Μου διηγήθηκε ή Γερόντισσα ότι μία Μεγάλη Πέμπτη τα πηγάδια, συνεργεία των δαιμόνων, φούσκωσαν τα νερά τους και πλημμύρισαν τον διάδρομο και τα κελιά τους. Άκουγότανε συγχρόνως και φοβερός θόρυβος.
Προφανώς 6 πονηρός ήθελε να τις βγάλει έξω από το κλίμα των ήμερων και να τις κάνει να κοπιάσουν και να αγανακτήσουν. Τίποτε όμως δεν κατάφερε.


Ή γερόντισσα Ευπραξία διηγόταν ότι στο Μοναστήρι είχε τον εξής πειρασμό: Κάθε μέρα όπου και εάν πήγαινε έβλεπε φίδια αληθινά. Μέσα στο κελί είχαν μέσα σ’ ένα μπαούλο όλα τα βιβλία της εκκλησίας πού χρειάζονται για να τελούν τις ακολουθίες τους. Μόλις έβαζε το χέρι της να πάρει βιβλίο έπιανε φίδι. Κάτω από το μαξιλάρι της πολλάκις εύρισκε φίδι. Και αναγκάστηκε να βάλει κάτω από αυτό δύο κομμάτια από καλάμι χιαστί, καθώς έλεγε ότι το καλάμι ακινητοποιεί και απομακρύνει το φίδι, λόγω τού ότι έχει τη χάρη τού Σωτήρος μας διότι τον ενέπαιζαν οι Εβραίοι με αυτό.


Το Μοναστήρι είχε δεξαμενή νερού για τις ανάγκες της Μονής. Μια μέρα ή γερόντισσα Ευπραξία πήγε στη μεγάλη δεξαμενή της Μονής και χωρίς να καταλάβει το πώς έπεσε μέσα σ’ αυτήν. Κατευθυνόταν προς το βάθος της όταν άρχισε να προσεύχεται να τη σώσει ό Θεός. Τότε νοιώθει ένα χέρι να την αρπάζει από το κεφάλι και να τη βγάζει μούσκεμα έξω από τη δεξαμενή. Ήταν για μια ακόμη φορά ή θαυματουργία του Θεού.
Δόκιμη, ακόμη, την έστελναν να φέρει νερό με μια στάμνα. Στην επιστροφή, μόλις ακουμπούσε την στάμνα με προσοχή κάτω, ή στάμνα έσπαγε χωρίς λόγο σε χίλια κομμάτια. Αυτό έγινε πολλές φορές. Ή καημένη ή Γερόντισσα Ευπραξία ζητούσε συγχώρεση. Τότε το εξομολογήθηκε στην γενική Γερόντισσα Μάρθα και εκείνη της υπέδειξε να το έξομολογηθή στον πνευματικό.

Ό π. Φιλόθεος Ζερβάκος της είπε:
-       Ευπραξία μου να πάρεις ένα καρφί και ένα σχοινί. Να τρυπήσεις με το καρφί τα κομμάτια του κεραμιδιού και να περάσεις αυτά στο σχοινί. Και στον Εσπερινό στο τέλος θα ζητήσεις συγχώρεση από όλες τις αδελφές. Έτσι και έπραξε, καθώς καταλαβαίνει κανείς το δύσκολο τού εγχειρήματος.
Στον Εσπερινό ή Γερόντισσα Ευπραξία είπε:
-       Αδελφές συγχωρήσατέ μου την αμαρτωλή, διότι σπάω συνεχώς τη στάμνα τού νερού χωρίς να το θέλω.
Από τότε παιδί μου, έως σήμερα δεν έχω ξανασπάση τίποτε. Αυτά κατορθώνει ή ταπείνωση, και ή υπακοή. Αυτό έγινε στα πρώτα βήματά της στη Μονή.
  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΜΟΝΑΧΗΣ ΘΕΟΦΙΛΙΑΣ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΕΥΠΡΑΞΙΑ. ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΠΡΟΥΛΗ.ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑΠΕΡΙΧΩΡΑ ΔΡΑΜΑΣ.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Ἐκοιμήθη ἡ Γερόντισσα Παρασκευὴ στὴν Λάρισα



site analysis



ΤΙΣ πρῶτες μεταμεσονύκτιες ὧρες τοῦ Σαββάτου, 31.5/13.6.2015, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ πλήρης ἡμερῶν, 92 ἐτῶν, στὸ Πανεπιστημιακὸ Νοσοκομεῖο τῆς πόλεως, ἡ Γερόντισσα Παρασκευὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Λαρίσης, μία ἐξέχουσα μορφὴ στὴν τοπικὴ κοινωνία καὶ εὐρύτερα γιὰ τὴν πίστι καὶ ἀρετή της.
 
gerontissaparaskevi
Μία ἐμπλοκὴ στὴν βεβαρυμένη ὑγεία της ἐξ αἰτίας γαστρεντερίτιδας, ἀνάγκασε τὶς Ἀδελφὲς Μοναχὲς τοῦ Μετοχίου τῆς Μονῆς στὴν πόλι τῆς Λαρίσης, ἤτοι τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ἡ Γερόντισσα διέμενε, νὰ τὴν διακομίσουν στὸ νοσοκομεῖο δώδεκα ἡμέρες νωρίτερα.

Τὸ ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς, λίγες ὧρες πρὸ τῆς μακαρίας ἐκδημίας της, κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὸν μεταβάντα πρὸς τοῦτο Αἰδεσιμ. π. Βασίλειο Ἀθάνατο. Ἐνῶ ἦταν σὲ καταστολή, εἶχε ἀνοίξει τοὺς ὀφθαλμούς της καὶ ἔλαβε μὲ λαχτάρα ἐντὸς τῆς ἁγιασμένης ὑπάρξεώς της τὸν Κύριο καὶ Θεό μας, τὸν Ὁποῖον ὑπηρέτησε ἐκ νεότητος μετὰ ζήλου καὶ ἀκριβείας καθ’ ὅλη τὴν μακρὰ βιοτή της.

Δίδουσα εὐχὲς καὶ εὐχαριστοῦσα, παρέδωσε τὶς πρῶτες πρωϊνὲς ὧρες τοῦ Σαββάτου τὴν ψυχή της στὸν Δημιουργὸ καὶ Πλάστη της, ἐντελῶς ἀνώδυνα, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ ἐκ τῶν κόπων της.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δωδεκαημέρου παραμονῆς της στὸ νοσοκομεῖο, ὅπως καὶ μετὰ τὴν Κοίμησί της, δὲν ἀνέδιδε κάποια δυσοσμία, ἀντίθετα ἐξέπεμπε εὐωδία, αἰσθητὴ στοὺς πιστοὺς ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν Ἐξόδιο Ἀκολουθία της τὸ μεσημέρι τῆς Κυριακῆς, ἐνῶ τὸ σεπτὸ Σκήνωμά της παρέμενε σὲ πλήρη εὐλυγισία.

Εἶχε μεταφερθῆ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου στὸν Μετοχιακὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀπὸ ὅπου διῆλθαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἀποδώσουν τὴν εὐλαβική τους προσκύνησι τιμῆς στὸ Λείψανο μιᾶς ἐκλεκτῆς ψυχῆς, μὲ Χάρι Θεοῦ.

Μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, 1/14.6.2015, ἐψάλη ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία της ἀπὸ τὸν οἰκεῖο Ἱεράρχη Σεβασμ. Μητροπολίτη Λαρίσης κ. Ἀθανάσιο καὶ Κληρικούς, παρουσίᾳ μεγάλου πλήθους κόσμου. Ὁ Σεβασμιώτατος ὡμίλησε ἐν ὀλίγοις περὶ τῆς μεταστάσης, ἐνῶ ὡραῖο καὶ συγκινητικὸ λόγο περὶ αὐτῆς ἀπηύθυνε ἡ δασκάλα καὶ κατηχήτρια Δέσποινα Στραβοκώστα ἀπὸ τὴν Ἐλασσόνα.

Κατόπιν τοῦ πολυ-ώρου τελευταίου ἀσπασμοῦ ἀπὸ τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν πιστῶν, ἡ Σορὸς τῆς ἀοιδίμου Γεροντίσσης ἐτάφη στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, πλησίον τῆς πόλεως τῆς Λαρίσης στὴν θέσι Λατίνια.

***
 μακαριστὴ Γερόντισσα Παρασκευή, κατὰ κόσμον Σωτηρία Βαζιτάρη/Θεοδωροπούλου, γεννήθηκε στὴν Λάρισα στὶς 6.8.1923, τῆς Μεταμορφώσεως, τὸ προηγούμενο ἔτος τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου. Ἦταν ἀπόφοιτος Γυμνασίου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ γνώριζε τὴν γαλλικὴ γλῶσσα.

Σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν, τὸ 1941, σχετίσθηκε μὲ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου στὴν Λάρισα, καθοδηγουμένη ὑπὸ τοῦ Γέροντος Ἀρχιμ. π. Ἀρσενίου Θεοδωροπούλου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον μετὰ μικρὸ διάστημα ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Παρασκευή.

Διέμενε στὸν Μετοχιακὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μὲ θυσιαστικότητα, συνδυάζουσα Μοναχικὴ ἀκρίβεια καὶ ἄσκησι, διακονία λειτουργικὴ (εἶχαν καθημερινὰ Θεία Λειτουργία καὶ αὐτὴ ἔψαλε), καὶ ὑποδειγματικὴ ὑπηρεσία τοῦ πλησίον.

πέδειξε ἀκλόνητη καρτερία, ὑπακοὴ καὶ ὑπομονή. Ὁ Γέροντας Ἀρσένιος τῆς ἔβαζε γιὰ μικρὰ παραπτώματα μεγάλους «κανόνες» ἕως καὶ χιλίων (1000) μετανοιῶν (!), καὶ αὐτὴ ἡ μακαρία τοὺς ἐπιτελοῦσε μετὰ χαρᾶς, χωρὶς νὰ χάνη καθόλου τὴν πίστι καὶ εὐλάβειά της στὸν κατὰ Θεὸν Ὁδηγὸ καὶ Πνευματικό της πατέρα.

Τὸ 1965, μετὰ τὴν ἐκδημία τῆς Καθηγουμένης τῆς Μονῆς Ἐλισάβετ, μιᾶς ἀγωνιστρίας καὶ ἀσκητρίας Μοναχῆς, ἡ Μοναχὴ Παρασκευὴ ὡρίσθηκε νέα Καθηγουμένη, 42 ἐτῶν τότε, τῶν γηραιοτέρων Ἀδελφῶν παραιτηθεισῶν ὑπὲρ αὐτῆς. Καὶ ἔμελλε γιὰ 50 ἀκριβῶς ἔτη, ἐπὶ μισὸν αἰῶνα, νὰ διαπρέψη στὴν ἀνακαίνισι τῆς Μονῆς καὶ τοῦ Ναοῦ, στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν Ἀκαινοτόμητη Πίστι καὶ τὴν Ἀρετή, ὡς καὶ στὴν ποικιλότροπη συμπαράστασι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

ταν ἄνθρωπος ἐγνωσμένης Ταπεινώσεως, εἶχε μεγάλη καὶ ἀπροσμέτρητη Ἀγάπη, Ἀγαθότητα, Συμπόνια, Προσευχή. Ἀγωνιζόταν νυχθημερὸν στὸ ἄθλημα τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς, ἐν κρυπτῷ, καὶ εἶχε πάντοτε πηγαία χαρά, ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ ἕνωσί της μὲ τὸν ἠγαπημένο Νυμφίο Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ μετέδιδε πλοῦτο θεοσόφων συμβουλῶν, ἀλλὰ καὶ ἀνέβλυζε ἀπὸ τὴν ὅλη ὕπαρξί της θεία παρηγορία στοὺς πονεμένους, οἱ δὲ προσευχές της εἶχαν ὁμολογουμένως θαυμαστὰ ἀποτελέσματα.

 Ἐλεημοσύνη της, ὑλικὴ καὶ πνευματική, τὴν εἶχε καταστήσει Μητέρα εὐλογίας καὶ ἀγάπης, ὥστε πλῆθος προσκυνητῶν νὰ βρίσκουν σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀνακούφισι στὴν Μονὴ καὶ στὸ Μετόχι στὴν Λάρισα.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ καὶ ἀξιοσημείωτο, ὅτι ἡ δική της συμβουλὴ καὶ προτροπή, κατόπιν πολλῆς καὶ θερμῆς προσευχῆς, βάρυνε ἰδιαίτερα προκειμένου τὸ 2008 ὁ Σεβασμ. Λαρίσης κ. Ἀθανάσιος μετὰ τοῦ τοπικοῦ Κλήρου καὶ Λαοῦ νὰ ἐνταχθῆ στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας, πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ ἀγαθοῦ τῆς Ἑνότητος καὶ Ἀγάπης ἐν Ἀληθείᾳ.
 
gerontissaparaskevi1

θεωρεῖτο ἰδιαίτερη εὐλογία ἡ γνωριμία καὶ συναναστροφὴ μαζί της, ἔστω καὶ ἐπ’ ὀλίγον, ἀκόμη καὶ στὰ γηρατειά της, ἐφ’ ὅσον ἡ γλυκειὰ καὶ φωτεινὴ μορφή της ἦταν μία ἀποκάλυψις, μία παρηγορία, μία ἔμπνευσις καὶ μία ἐνίσχυσις, ἀλλὰ καὶ ἕνας ἔλεγχος.

Οἱ εὐχὲς ὅλων ὁ Κύριός μας νὰ τῆς χαρίζη ἀνάπαυσι εἶναι διάπυρες, ὥστε ἀπὸ τοὺς Οὐρανοὺς νὰ συνεχίση νὰ βοηθῆ Μητρικῶς, ἐν Ἀγάπῃ, τὴν ἀπορφανισθεῖσα Ἀδελφότητα τῆς Μονῆς της, τοὺς πιστούς, τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ γενικὰ τὴν Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ὅπως καὶ εὐρύτερα τὸν κόσμο ἅπαντα.

Εἴθε νὰ ἔχουμε τὴν ἁγία εὐχὴ καὶ προσευχή της!

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Αγία Φεβρωνία



site analysis

Εορτάζει στις 25 Ιουνίου εκάστου έτους.


AgiaFebronia02
Προὶξ τῇ γυναικῶν καλλονῇ Φεβρωνία.
Τομὴ κεφαλῆς· ὡς καλὴ σοι προὶξ γύναι!
Δῶκε δὲ Φεβρωνίη ξίφει αὐχένα εἰκάδι πέμπτῃ.
Βιογραφία
Η Αγία Φεβρωνία, ήταν περιζήτητη νύμφη για την σωματική της ομορφιά. Το ίδιο όμως έλαμπε και η αγνή ψυχή της. Για το λόγο αυτό σε ηλικία 17 ετών, επέλεξε το δρόμο της άσκησης και της εγκράτειας στο μοναστήρι όπου ηγουμένη ήταν η θεία της, Βρυένη και βρισκόταν στην Μεσοποταμία (στην πόλη της Νισίβεως, που λέγεται Αντιόχεια της Μυγδονίας και βρισκόταν στα σύνορα του Βυζαντινού και Περσικού κράτους).
Γρήγορα, παρά το νεαρό της ηλικίας της, προσαρμόσθηκε στους δύσκολους κανόνες της μοναχικής ζωής βρίσκοντας παράλληλα και χρόνο για να μελετά και να εμβαθύνει στις Θείες Γραφές. Έγινε δε υπόδειγμα ανάμεσα στις άλλες μοναχές για τη σύνεσή της το ζήλο της, την προθυμία της και το ταπεινό της φρόνημα.
Κάποια ημέρα όμως, ένα στρατιωτικό σώμα το οποίο κατεδίωκε χριστιανούς, με επικεφαλής το Σεληνο (288 μ.Χ.) έφθασε και στο μοναστήρι της Φεβρωνίας. Οι άλλες μοναχές κατόρθωσαν να διαφύγουν, η Αγία όμως η οποία ήταν άρρωστη δεν κατόρθωσε να μετακινηθεί. Κοντά της παρέμειναν η ηγουμένη Βρυένη και η αδελφή Θωμαΐς.
Οι στρατιώτες, μόλις αντίκρυσαν τη Φεβρωνία, έμειναν έκπληκτοι από την ομορφιά της. Άφησαν, λοιπόν, τρεις άνδρες να τη φρουρούν και οι υπόλοιποι γύρισαν και το ανέφεραν στον αρχηγό τους Σελήνο. Αυτός αμέσως διέταξε και την έφεραν μπροστά του, και με κάθε τρόπο την πίεσε να άλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στη Φεβρωνία να τη δώσει σύζυγο στον ανεψιό του Λυσίμαχο, που κοντά του θα γνώριζε μεγάλη δόξα. Η Φεβρωνία, όμως, προτίμησε να γίνει «της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός» (Α’ Έπιστολή Πέτρου, ε’ 1). Προτίμησε, δηλαδή, να είναι συμμέτοχος της δόξας που θα αποκαλυφθεί κατά τη δευτέρα παρουσία, και με περίσσιο θάρρος περιφρόνησε τις προτάσεις του Σελήνου, ο όποιος, αφού τη βασάνισε, τελικά τη σκότωσε με ξίφος.
Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς τῆς ἀσκήσεως ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως τῷ κόσμῳ ἔπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ δραμοῦσα ἀσχέτῳ πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σὲ καὶ ὁσίαν καὶ μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε Φεβρωνία ὁ Κύριος, ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ ὁσιομάρτυς
πηγη.www.saint.gr

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Η κυρά Βασιλική



site analysis



Kyria basilikiΣτο Μεσολόγγι ζούσε μία ευλαβέστατη γυναίκα, ονόματι Βασιλική (Κούλα την φώναζαν), παντρεμένη με τον Δημήτριο, ψαρά στο επάγγελμα. Ήταν και οι δυο πολύ πιστοί και πολύ απλοί άνθρωποι. Όταν η Βασιλική ήταν νέα, την ήμερα των Θεοφανείων «είδε τους; ουρανούς ανεωγμένους» και τούς Αγγέλους τού Θεού να ψάλλουν. Γι’ αυτό έλεγε: «Αυτή την ήμερα μη φεύγεις από την εκκλησία, έστω και αν καίγεται το σπίτι σου, γιατί ανοίγουν οι ουρανοί».
Το σπίτι πού κατοικούσαν ήταν Ισόγειο και για πάτωμα είχε τσιμέντο, Όταν έβρεχε γέμιζε νερό πού έφθανε τα είκοσι εκατοστά. Είχαν τοποθετήσει πέτρες για να πατάνε και με ένα “γκιούμι” άδειαζαν το νερό. Το χειμώνα δεν έστρωναν κουρελούδες για να έχουν λίγη ζέστη, γιατί μούσκευαν από τα νερά.Αλλά μέσα σ’ αυτό το παγωμένο σπίτι η καρδιά τους χτυπούσε πολύ ζεστά για τον Χριστό και τα πρόσωπα τους ήταν πάντα χαρούμενα και ειρηνικά. Η θεία Χάρι τούς φύλαγε και δεν αρρώσταιναν.
Είχαν στο σπίτι τους μία εικόνα της Παναγίας θαυματουργή, μπρος στην οποία άναβαν ακοίμητο καντήλι και εκεί έκαναν τις προσευχές και τις μετάνοιες τους. Στην Εκκλησία πήγαιναν πάντα Κυριακές και εορτές.
Όταν εκοιμήθη ό Δημήτριος, η σύζυγος του Βασιλική άρχιζε να μοιράζει τα υπάρχοντά της. Κράτησε μόνο τα απολύτως απαραίτητα και τα υπόλοιπα τα έδωσε ελεημοσύνη. Άδειασε το σπίτι της. Γύριζε με το Ευαγγέλιο στη μασχάλη και το διάβαζε ευκαίρως – ακαίρως με πολλή ευλάβεια. Από την σύνταξη της κρατούσε ένα μικρό μέρος για τις ανάγκες της και τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους φτωχούς. Την ρωτούσε ο γιός της τί τα κάνει τα χρήματα, και αυτή απαντούσε: «Τα ξόδεψα, παιδί μου».
Μία Κυριακή πήγε κατά τη συνήθεια της στην Εκκλησία και κοινώνησε. Όταν επέστρεψε και έφθασε έξω από το σπίτι της κατάλαβε ότι έφθασε το τέλος της. Εκεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού γονάτισε, έκανε τον σταυρό της και φώναξε τη νύφη της πού έμενε δίπλα, λέγοντας της ότι πεθαίνει. Και έτσι γονατιστή και σταυροκοπημένη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο τον όποιον τόσο αγάπησε εκ νεότητας της και τήρησε πιστά τις εντολές Του.’ Εκοιμήθη περίπου το έτος 1970.
Όταν έγινε γνωστή η κοίμηση της γέμισε το σπίτι της φτωχούς ανθρώπους. Ό ένας έλεγε «έμενα μού έδωσε κουβέρτα, Θεός σχωρέσ’ την», ό άλλος έλεγε «μού έδωσε πιάτα», ό άλλος «ποτήρια», ό άλλος «χρήματα». Έτσι αποκαλύφθηκε μετά την κοίμηση της πού πήγαιναν τα πράγματα και τα χρήματα της.
Όσο ζούσε την επισκεπτόταν ή αδελφή της Γεωργία με τον εγγονό της. Ή συμβουλή της ήταν: «Να διαβάζεις, παιδί μου, Ευαγγέλιο. Αυτό είναι το καλό το βιβλίο».