Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Η χριστιανή σύζυγος και μητέρα στην σύγχρονη εποχή



site analysis

- Χαράλαμπος Πρωτοπαπάς
Ενθυμούμαι τη γιαγιά Παναγιώτα η οποία μεγάλωσε τρείς κόρες. Είχε πάντα φαγητό και τα απαραίτητα, για να επιβιώνει με αξιοπρέπεια η οικογένεια. Από τις ιστορίες που ακούω από τη μητέρα μου και τις αδελφές της, περνούσαν από το σπίτι της γιαγιάς, πολλά παιδιά συγγενών και φίλων της οικογένειας, τα οποία η γιαγιά φρόντιζε με φαγητό και νερό. Κάποια δε από αυτά έμεναν αρκετές ημέρες στo σπίτι της γιαγιάς κα απολάμβαναν την μητρική φιλοξενία της. Όλα αυτά από την εργασία του παππού, ο οποίος εργαζόταν ως ανειδίκευτος εργάτης...

Η γιαγιά γεννήθηκε το έτος 1909, ήταν αγράμματη, όμως έμαθε από τους γονείς της να λέει από καρδιάς το, Δόξα σοι ο Θεός, να μην αδικεί και να αγαπά τον συνάνθρωπο της... 

Ω! ποία η σύγκρισης σήμερον αδελφοί μου, με την σημερινή κοινωνία του 2015; Δεν γνωρίζουμε ποιός κατοικεί δίπλα μας, κι αν γνωρίζουμε δύσκολα του λέμε καλημέρα.

Για οτιδήποτε συμβαίνει στην κάθε εποχή και χρονολογία, υπάρχει η αιτία. Το γιατί και πώς σήμερα ζούμε σε μία αντιανθρώπινη κοινωνία, εμείς ως ορθόδοξοι Χριστιανοί, θα βρούμε τις απαντήσεις στο διαχρονικό και αλάθητο βιβλίο της ζωής, που δεν είναι άλλο από την Αγία γραφή.

Ας δούμε τι μας υπόσχεται ο Θεός στον ψαλμό 127’ στίχους 1,2,3 και 4.

Μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριο.

Τους πόνους των καρπών σου φάγεσαι. Μακάριος εί και καλώς έσται.   

Τότε και μόνον τότε θα έχεις την  πραγματικήν χαράν, όταν μια οικογένεια χωρίς προβλήματα θα υμνή και θα δοξάζει  τον Θεόν. Τότε «η γυνη σου ως άμπελος  ευθυνούσα εν τοις κλίτεσι της οικίας σου, οι υιοί σου ως νεόφυτα ελεών κύκλω της  τραπέζης σου.  Ιδού πως ευλογήσεται άνθρωπος ο φοβούμενος τον Κύριον»  Και είπεν ο Θεός:   Ου καλόν είναι τον άνδρα μόνον επί της Γης. Και έπλασε εκ της πλευράς του γυναίκα να την έχη  βοηθό.  Σήμερον αδελφοί μου, παρατηρείται το κίνημα του φεμινισμού για το οποίον όλοι γνωρίζουμε...

Τα αποτελέσματα γνωστά. Αντί της μητρότητας, η καριέρα... αντί της μητρικής αγκαλιάς, οι παιδικοί σταθμοί και η <<γυναίκα που προσέχει το μωρό>>...

Αλήθεια!  Που πήγε η μητρική στοργή κι η αγάπη; Θυσιάστηκε για να <<ελευθερωθεί>> η μητέρα - σύζυγος από την οικογένεια της, και να σκλαβωθεί σε ένα χώρο εργασίας. Είναι λυπηρό και σ’ αυτό συμφωνούν όλοι οι ψυχολόγοι πως το παιδί όταν στερηθεί την αγάπη της μάνας θα φέρει στο υπόλοιπο της ζωής του διάφορα ψυχολογικά προβλήματα. Αν όμως η κάθε χριστιανή γυναίκα έχει ως πρότυπο την Παναγία μητέρα, θα δει  πως η μάνα η αληθινή, δεν αφήνει το παιδί της, αλλά πάντα το ενδυναμώνει ψυχή τε  και σώματι στην αγκαλιά της ποτίζοντας το με στοργή κι αγάπη!!! Εδώ γεννάται όμως ένα μεγάλο ερώτημα. Γιατί η κακούργα αυτή παγκοσμιοποίηση θέλησε να στερήσει στα παιδιά την φροντίδα και την στοργή από την μητέρα τους;;; Δύο αγαθά που εξ αποστάσεως δεν δίδονται;

Ξεκινά λοιπόν η χριστιανή μητέρα και σύζυγος για την ποθητή εργασία – καριέρα και αφού εγκαταλείπει την οικογένεια που ο Θεός της έδωσε, εγκαταλείπει και το λόγο του Θεού. Θα ντυθεί χωρίς να ρωτήσει τη μάνα Παναγία αν το ντύσιμο της αρέσει στον υιό της καί Θεό μας, και δεν θα ρωτήσει διότι η μόνη μέριμνα θα είναι, αν θα αρέσει στον εκτός της οικογένειας κόσμο. Ο κύριος όμως μας λέει πώς <<όποιος αγάπησε τον κόσμο εμίσησεν εμένα, κι όποιος αγάπησεν εμένα εμίσησεν τον κόσμο>>. (Προς αποφυγή παρεξηγήσεως  να πούμε πώς όταν η αγ.γραφή ομιλεί για κόσμο εννοεί τα κοσμικά, τα ενάντια προς το λόγο του θεού δρώμενα).

Πάμε τώρα να δούμε τι παραγγέλνει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Λέει στην γυναίκα.

ΤΙ ΣΤΟΛΙΖΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ; ΑΥΤΗ Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΠΟΥ ΙΚΕΤΕΥΕΙ.

Μα και η ενδυμασία μας στο ναό να είναι καλή από κάθε πλευρά. Να είναι κόσμια(ευπρεπής) και όχι εξεζητημένη. Γιατί το κόσμιο είναι σεμνό, ενώ το εξεζητημένο είναι άσεμνο. Αυτό ακριβώς μας παραγγέλλει και ο απόστολος Παύλος, όταν λέει: «Θέλω να προσεύχονται οι άνδρες σε κάθε τόπο, σηκώνοντας προς τον ουρανό χέρια όσια, χωρίς οργή και δισταγμό ολιγοπιστίας. Επίσης και οι γυναίκες να προσεύχονται με αμφίεση σεμνή, στολίζοντας τον εαυτό τους με σεμνότητα και σωφροσύνη, όχι με περίτεχνες κομμώσεις και χρυσά κοσμήματα ή μαργαριτάρια ή ενδύματα πολυτελή, αλλά με ό, τι ταιριάζει στις γυναίκες που λένε ότι σέβονται το Θεό, δηλαδή με καλά έργα» (Α' Τιμ. 2:8-10).  Αν, λοιπόν, απαγορεύει στις γυναίκες εκείνα που είναι απόδειξη πλούτου, πολύ περισσότερο απαγορεύει όσα κινούν την περιέργεια, όπως τα φτιασίδια, το βάψιμο των ματιών, το κουνιστό βάδισμα, τα παράξενα ρούχα και τα παρόμοια. Τι λες, γυναίκα; Έρχεσαι στο ναό να προσευχηθείς, και στολίζεσαι με χρυσαφικά και χτενίζεσαι επιτηδευμένα; Μήπως ήρθες για να χορέψεις; Μήπως ήρθες για να λάβεις μέρος σε γαμήλια γιορτή; Εκεί έχουν θέση τα χρυσαφικά και οι πολυτέλειες· εδώ δεν χρειάζεται τίποτα απ' αυτά. Ήρθες να παρακαλέσεις το Θεό για τις αμαρτίες σου. Τι στολίζεις, λοιπόν, τον εαυτό σου; Αυτή η εμφάνιση δεν είναι γυναίκας που ικετεύει. Πώς μπορείς να στενάξεις, πώς μπορείς να δακρύσεις, πώς μπορείς να προσευχηθείς με θέρμη, έχοντας τέτοια αμφίεση; Θέλεις να φαίνεσαι ευπρεπής; Φόρεσε το Χριστό και όχι το χρυσό. Ντύσου την ελεημοσύνη, τη φιλανθρωπία, τη σωφροσύνη, την ταπεινοφροσύνη.                        Αυτά αξίζουν περισσότερο απ' όλο το χρυσάφι. Αυτά και την ωραία την κάνουν ωραιότερη και την άσχημη την ομορφαίνουν. Να ξέρεις, γυναίκα, πως, όταν στολιστείς πολύ, γίνεσαι πιο αισχρή κι από τη γυμνή, γιατί έχεις αποβάλει πια την κοσμιότητα.                                                                     

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος 

 Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έστειλε σε μια πνευματική του θυγατέρα, (την Ολυμπιάδα), την κατωτέρω επιστολή σα «δώρο» για τον γάμο της, που μόλις τέλεσε.

Η κατωτέρω επιστολή έχει βάθος Θεολογίας και ψυχολογίας. Και πάνω απ’ όλα δίνει στη σύζυγο πολύτιμες συμβουλές για έναν πετυχημένο γάμο.                                                                                                                  

Γράφει:

«Κόρη μου, στους γάμους σου εγώ ο πνευματικός σου πατέρας, ο Γρηγόριος, σου κάνω δώρο τούτο το ποίημα. Και είναι ό,τι καλλίτερο η συμβουλή του πατέρα. Άκου λοιπόν Ολυμπιάδα μου:

1. Ξέρω ότι θέλεις να είσαι πραγματική χριστιανή. Και μια πραγματική χριστιανή πρέπει όχι μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται. Γι αυτό, σε παρακαλώ, να προσέξεις την εξωτερική σου εμφάνιση. Να είσαι απλή. Το χρυσάφι, δεμένο σε πολύτιμες πέτρες, δεν στολίζει γυναίκες σαν και σένα. Πολύ περισσότερο το βάψιμο. Δεν ταιριάζει στο πρόσωπό σου, την εικόνα του Θεού, να την παραποιής και να την αλλάζεις, μόνο και μόνο για να αρέσεις. Ξέρε το ότι αυτό είναι φιλαρέσκεια, και να μένεις απλή στην εμφάνιση. Τα βαρύτιμα και πολυτελή φορέματα, ας τα φορούν εκείνες, που δεν επιθυμούν ανώτερη ζωή, που δεν ξέρουν τι θα πει  πνευματική ακτινοβολία. Εσύ, όμως έβαλες μεγάλους και υψηλούς στόχους στη ζωή σου. Κι αυτοί οι στόχοι σου ζητούν όλη τη φροντίδα κι όλη την προσοχή. (…)

2. Με το γάμο, η στοργή και η αγάπη σου να είναι φλογερή και αμείωτη για κείνον, που σου δώσε ο Θεός. Για κείνον, πού ‘γινε το μάτι της ζωής σου και σου ευφραίνει την καρδιά. Κι αν κατάλαβες πως ο άνδρας σου σε αγαπάει περισσότερο απ’ όσο τον αγαπάς εσύ, μη κυττάξης να του πάρεις τον αέρα, κράτα πάντα τη θέση που σου ορίζει το Ευαγγέλιο.

3. Εσύ να ξέρεις ότι είσαι γυναίκα, έχεις μεγάλο προορισμό, αλλά διαφορετικό από τον άνδρα, που πρέπει να είναι η κεφαλή. Άσε την ανόητη ισότητα των δύο φύλων και προσπάθησε να καταλάβης τα καθήκοντα του γάμου. Στην εφαρμογή τους θα δεις πόση αντοχή χρειάζεται για ν’ ανταποκριθείς, όπως πρέπει, σ’ αυτά τα καθήκοντα, αλλά και πόση δύναμη κρύβεται στο ασθενές φύλο.

4. Θα ξερής, πόσο εύκολα θυμώνουν οι άνδρες. Είναι ασυγκράτητοι και μοιάζουν με λιοντάρια. Σ’ αυτό το σημείο η γυναίκα πρέπει να είναι δυνατότερη και ανώτερη. Πρέπει να παίζη το ρόλο του θηριοδαμαστή.  Τι κάνει ο θηριοδαμαστής όταν βρυχάται το θηρίο; Γίνεται περισσότερο ήρεμος και με την καλωσύνη καταπραΰνει την οργή. Του μιλάει γλυκά και μαλακά, το χαϊδεύει, το περιποιείται και πάλι το χαϊδεύει κι έτσι το καταπραΰνει (…)

5. Ποτέ μη κατηγορήσης και αποπάρης τον άνδρα σου για κάτι που έκανε στραβό. Ούτε πάλι για την αδράνειά του, έστω κι αν το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που ήθελες εσύ. Γιατί ο διάβολος είναι αυτός, που μπαίνει εμπόδιο στην ομοψυχία των συζύγων (…)

6. Να έχετε κοινά τα πάντα και τις χαρές και τις λύπες. Γιατί ο γάμος όλα σας τα έκανε κοινά. Κοινές και οι φροντίδες, γιατί έτσι το σπίτι θα στεριώση. Να συμβάλλης εκφράζοντας τη γνώμη σου, ο άνδρας όμως ας αποφασίζη.

7. Όταν τον βλέπης λυπημένο, συμμερίσου τη λύπη του εκείνη την ώρα. Γιατί είναι μεγάλη ανακούφιση στη λύπη, η λύπη των φίλων. Όμως αμέσως να ξαστεριάζη η όψη σου και νά σαι ήρεμη χωρίς αγωνία. Η γυναίκα είναι το ακύμαντο λιμάνι για το θαλασσοδαρμένο σύζυγο.

8. Να ξέρης ότι η παρουσία σου στο σπίτι σου είναι αναντικατάστατη, γι’ αυτό πρέπει να το αγαπήσης μ’ όλες τις φροντίδες του νοικοκυριού. Να το βλέπης σαν βασίλειό σου,’και να μη συχνοβγαίνης από το κατώφλι σου. Άφησε τις έξω δουλειές για τον άνδρα.

9. Πρόσεχε τις συναναστροφές σου. Πρόσεξε τις συγκεντρώσεις, που πηγαίνεις. Μη πας σε άπρεπες συγκεντρώσεις, γιατί είναι μεγάλος κίνδυνος για την αγνότητά σου. Αυτές οι συναναστροφές αφαιρούν την ντροπή κι απ΄ τις ντροπαλές, σμίγουν μάτια με μάτια, κι όταν φύγη η ντροπή γεννιούνται όλα τα χειρότερα κακά («αιδώς οιχομένη, πάντων γενέτειρα κακίστων»). Τις σοβαρές όμως συγκεντρώσεις με συνετούς φίλους να τις επιζητείς, για να εντυπώνεται στο νου σου ένας καλός λόγος, ή κάποιο ελάττωμα να κόψης ή να καλλιεργήσεις τους δεσμούς σου με εκλεκτές ψυχές. Μη εμφανίζεσαι ανεξέλεγκτα σε οποιονδήποτε, αλλά στους σώφρονες συγγενείς σου, στους ιερείς και σε σοβαρούς νεώτερους ή ηλικιωμένους. Μη συναναστρέφεσαι φαντασμένες γυναίκες, που έχουν στο νου τους στο έξω, για επίδειξη. Ούτε ακόμα άνδρες ευσεβείς, που ο σύζυγός σου δεν θέλει στο σπίτι, αν και συ τόσο πολύ τους εκτιμάς. Υπάρχει για σένα πιο ακριβό πράγμα από τον καλό σου σύζυγο, που τόσο αγαπάς;

10. Επαινώ τις γυναίκες, που δεν τις ξέρουν οι πολλοί άνδρες. Μη τρέχης σε τραπέζια κοσμικά και ας είναι για γάμο ή για γενέθλια. Εκεί ανάβουν άνομοι πόθοι, με τους χορούς, τους πήδους και τα γέλια, την ψεύτικη ευχαρίστηση, που παραπλανεύουν ακόμη και τους αγνούς και σώφρονες. Και η αγνότητα είναι τόσο λεπτό πράγμα! Σαν το κερί στις ακτίνες του ήλιου! Απόφευγε ακόμα και στο σπίτι σου τα κοσμικά τραπέζια. Αν μπορούσαμε να περιορίσουμε τις ορέξεις της κοιλιάς, θα κυριαρχούσαμε στα πάθη μας.

11. Κράτα την μορφή σου γαλήνια και μη την αλλοιώνης ούτε με μορφασμούς, όταν είσαι θυμωμένη. Στολίδια τ’ αυτιά να χουν όχι μαργαριτάρια, αλλά ν΄ ακούν καλά λόγια και να βάζουν για τα άσχημα λουκέτο στο νου. Έτσι, είτε κλειστά είναι, είτε ανοιχτά, η ακοή θα μένη αγνή.

12. Όσο για τα μάτια, είναι κείνα, που δείχνουν όλο το εσωτερικό της ψυχής. Ας σταλάζη αγνό κοκκίνισμα η παρθενική ντροπή κάτω από τα βλέφαρά σου και ας προκαλή τη σεμνότητα και την αγνή ντροπή σε όσους σε βλέπουν και σ’ αυτόν ακόμα το σύζυγό σου. Είναι πολλές φορές προτιμότερο, για πολλά πράγματα, να κρατάς κλειστά τα μάτια, χαμηλώνοντας το βλέμμα.

13. Και τώρα στη γλώσσα. Θάχης πάντα εχθρό τον άνδρα σου, αν έχης γλώσσα αχαλίνωτη, έστω κι αν έχης χίλια άλλα χαρίσματα. Γλώσσα ανόητη βάζει, πολλές φορές, σε κίνδυνο και τους αθώους. Προτίμα κι όταν ακόμα έχης δίκιο, τη σιωπή. Είναι προτιμότερη για να μη ριψοκινδυνεύσης να πης ένα άτοπο λόγο. Κι αν έχης την επιθυμία να λες πολλά, το καλλίτερο είναι να σωπαίνης. Πρόσεχε ακόμα και το βάδισμά σου. Μετράει στη σωφροσύνη.

14. Και τούτο πρόσεξε και άκουσε: Μην έχης αδάμαστη σαρκική ορμή. Πείσε και τον άνδρα σου να σέβεται τις ιερές ημέρες. Γιατί οι νόμοι του Θεού είναι ανώτεροι από την εικόνα του Θεού. (…)

15. Αν από μένα τον γέροντα πήρες κάποιο λόγο πνευματικό, σου συνιστώ να τον φυλάξης στα βάθη της ψυχής σου. Έτσι με ότι πήρες από αυτά που άκουσες και με την ηθική σου ανωτερότητα, θα θεραπεύσης τον εξαίρετο σύζυγό σου και περίφημο πολιτικό άνδρα από την υπερηφάνεια.

16. Αυτό τώρα το παρόν δώρο, κειμήλιο σου προσφέρω. Αν θέλης πάλι να σου ευχηθώ και το καλλίτερο, σου εύχομαι να γίνης αμπέλι πολύκαρπο, με τέκνα τέκνων, για να δοξάζεται από περισσότερους ο Θεός, για τον οποίον γεννιόμαστε και προς τον Οποίον πρέπει απ’ αυτή τη ζωή να οδεύουμε».


Όλα αυτά αδελφοί μου, που ακούσαμε από στόματα Αγίων πατέρων της Ορθοδόξου Αγίας Εκκλησίας μας, είναι οι μαργαρίτες που θα μας οδηγήσουν στην βασιλεία των ουρανών, τη βασιλεία που ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπεσχέθη σε όποιον την θελήσει, με μια όμως προϋπόθεση. <<Άρατε τον σταυρόν μου εφ υμών και θα βρουν ανάπαυση η ψυχές σας>>. Ο δε σταυρός που ο κάθε ένας ηθελημένα θα σηκώσει, θα είναι ελαφρύς και βοηθός προς την στενή και τεθλιμμένη οδό, που οδηγεί στην αιώνιον ζωή όπου πολύ ωραία μας την παρουσιάζει η εξώδιος ακολουθία της εκκλησίας μας. Μας υπόσχεται ο Θεός πως, όταν περάσεις άνθρωπε την γεμάτη αγώνα στενή και τεθλιμμένη οδό, τότε να ξέρεις πως, τελείωσε ο αγώνας, και ακολουθεί η βράβευση  που δεν είναι άλλη από μια ατελείωτη ζωή χωρίς πόνο, χωρίς λύπη, και χωρίς στεναγμό. Θα μας πει ίσως κάποιος, εύκολο είναι; κι όμως αδελφέ μου είναι εύκολο. Και είναι εύκολο διότι ο Κύριος ψέμματα δεν μας είπε. Είναι εκείνος που μας βεβαιώνει πως Άνευ εμού ου δύνασθε  ποιείν ουδέν. Ιδού εγώ πάντα μαζί σας θα βρίσκομαι. Και όποιος πίνει το αίμα μου, και τρώει το σώμα μου, κατοικεί μέσα μου και κατοικώ μέσα του. Υπόσχεσης Θεού αδελφοί μου. Όμως προσοχή και προσευχή – προσευχή  και προσοχή. Ανάμεσα μας καθ εκάστην ώραν ευρίσκεται ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος μας δίνει την αλάθητη συνταγή της Θείας κοινωνίας. Προσέχετε μας λέει. Εξετάζετε τον εαυτό σας αν είστε  άξιοι του σώματος και του αίματος του Κυρίου και μετά προσέλθετε να λάβετε αυτά, διότι όπως μας λέει ο Θείος Απόστολος στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του, πολλοί βρίσκονται στα νοσοκομεία και εκεί πεθαίνουν όπως τους αξίζει, διότι παίρνουν αναξίως το σώμα και το αίμα του Κυρίου….

Εύλογα κάποιος θα διερωτηθεί. Ποιός είναι ο άξιος; Απαντά η εκκλησία του Χριστού μας η οποία για όλα εμερίμνησε. Και μας απαντά όχι μόνο δια του μυστηρίου της ιεράς εξομολογήσεως, αλλά μας δίνει και μια ακόμα προστασία. Θα κοινωνήσεις των αχράντων μυστηρίων άνθρωπε μόνο με την άδεια του πνευματικού σου. Ο έχων την άδεια πνευματικού πατρός, γίνεται κατά χάριν άξιος της Θείας κοινωνίας, παιρνει το πυρ τους αναξίους φλέγων,  και όντας αμαρτωλός δεν φλέγεται…  

Έτσι αδελφοί μου προχωρά ο άνθρωπος προς την επουράνιο του Χριστού βασιλεία για την οποία, ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται.

Με τον Χριστό αδελφοί μου όλα τα ευπρεπή, μπορούμε να τα πετύχουμε.

Με μια και μόνο ειλικρινή πράξη. Οι Άντρες να έχουν πρότυπο τον Χριστό μας, και οι γυναίκες την Παναγία μητέρα μας. 

Θα πήγαινες Παναγία μου εκεί να πάω και εγώ; Ντύθηκα καλά Παναγία μου να βγω από το σπίτι; Η Μάνα Παναγία πάντα απαντά.

Να Πάω εκεί Χριστέ μου; Να κάνω αυτό Κύριε και Θεέ μου; Ο Χριστός πάντα απαντά.   

Εάν αδελφοί μου εφαρμόσουμε αυτό οι ψυχές μας θα γαληνεύσουν, οι καρδιές μας θα μαλακώσουν, οι οικογένειες μας θα ειρηνεύσουν, και όλα αυτά διότι ανάμεσα μας θα είναι ο Χριστός. Οι μανάδες θα χαίρονται τα παιδιά τους και τα παιδιά θα έχουν την ανεπανάληπτη στοργή και αγάπη από τις μητέρες τους.

Πάντα δυνατά σ’ όποιον πιστεύει και ομολογεί ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΝ ΚΙ ΕΝΔΟΞΑ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΝ. 
Η χάρις του Κυρίου ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ει, μετά πάντων ημών, αμήν
ΠΗΓΗ.ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ

Παρακλητικός κανόνας στην οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου.



site analysis




(Η μνήμη της τιμάται τη 28η Ιουλίου)
 

Ἱερεὺς.
Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νύν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 
Ψαλμός ρμβ’ (142) .Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ Σου, ἐπάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου. Καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν Σου πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου· ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου. Ἐκάθισέν με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος· καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων καὶ ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασιν τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρὸς Σέ τὰς χεῖράς μου· ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός Σοι. Ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου. Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωῒ τὸ ἔλεός Σου, ὅτι ἐπὶ Σοὶ ἤλπιςα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς Σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κατέφυγον· δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά Σου, ὅτι Σὺ εἶ ὁ Θεός μου. Τὸ πνεῦμά Σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου. Καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου, καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου· ὅτι ἐγώ δοῦλός Σού εἰμι.
Καί εὐθύς ψάλλεται τετράκις ἐξ’ ὑπαμοιβῆς, μετά τῶν οἰκείων στίχων:
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ, α'. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ, β'. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ, γ'. Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
καὶ τὰ Προσόμοια. Ἦχος δ΄.
Ήχος δ’. Ο υψωθείς.
Την καλιπάρθενον αμνάδα του Κτίστου και Ορθοδόξων βοηθόν και προστάτην εν κατανύξει κράξωμεν πιστοί ταπεινώς, ένδοξε, ρύσαι ικέτας σου εκ παντοίων κινδύνων σπεύσον και παράσχου συ υγιείαν και ρώμην μη αποστρέψεις σους δούλους κενούς σε γαρ, Ειρήνη, μεσίτριαν έχομεν.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι. Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.


Δόξαν ρέουσαν, υπεριδούσα, νύμφη άμωμος, ώφθης Κυρίου δι’ ασκήσεως Οσία εκλάμψασα ως ουν Ειρήνη τυχούσα του πόθου σου εν ομονοία ημάς διαφύλαττε, αξιάγαστε, Χριστώ τω Θεώ πρεσβεύουσα δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Οὐ σιωπήσωμέν ποτε, Θεοτόκε, τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι· εἰμὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τὶς ἡμᾶς ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τὶς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ· σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.
Ψαλμός ν’ (50).
Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστιν διὰ παντός. Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις Σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήμφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέν με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ραντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς με ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστᾶ τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀπορρίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου καὶ τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιόν μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήρισόν με. Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς Σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ Σὲ ἐπιστρέψουσιν. Ρῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν Σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξ ουθενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ Σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ιερουσαλημ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα· τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν Σου μόσχους.




Καὶ εὐθὺς ψάλλομεν τὸν Κανόνα. Ἦχος Δ΄.
Ωδὴ α΄. Ἦχος δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας
(Οσία του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών)
Ειρήνη, προσπίπτω δεητικώς προς σε ο αχρείος και αιτούμαι σην αρωγήν, ην τάχος παράσχου σω ικέτη και εκ παγίδων του δράκοντος ρύσαι με.

Ιάσεις ποικίλας, θαυματουργέ απαύστως παρέχεις τοις προστρέχουσι ταπεινώς και την σην βοήθειαν παράσχου τοις προς σε πόθω προσφεύγουσι, πάντιμε.

Ψυχάς των αχρείων σου ικετών προστάτευσον, κόρη, από πάσης επιβουλής και δίδως μετάνοιαν Ειρήνη, Χρυσοβαλάντου το κλέος και καύχημα.

Θεοτόκιον.
Σεμνή Θεοτόκε μήτερ Θεού, προς σε καταφεύγω και αιτούμαι σην αρωγήν ην τάχος παράσχου σω ικέτη και σωτηρίας τυχείν καταξίωσον.

Ωδή γ’. Ουρανίας αψίδος.
Των τυφλών βακτηρία και ασθενών ίασις και των εν ανάγκαις, Ειρήνη, μέγας επίκουρος και οδηγός ασφαλής των ορθοδόξων εφάνης ορφανών δε στήριγμα, ω θεοπρόβλητε.

Την μονήν σου, Ειρήνη εκ πειρασμών φύλαττε και τας εν αυτή ασκουμένας σκέπε, φιλάγαθε. Τους εισιόντας προς σε τέλη ανώδυνα δίδου και ειρήνην δώρησαι ω αξιάγαστε.

Ικετεύω σε, νύμφη, τον ψυχικόν τάραχον και της αθυμίας την ζάλην συ αποδίωξον. Σε γαρ προστάτην ημών ομολογούμεν, Ειρήνη, και φρουρόν ακοίμητον, κόρη πανύμνητε.

Θεοτόκιον.
Ω Πανάχραντε κόρη, χριστιανών καύχημα και των ορθοδόξων το κλέος, συ με προστάτευσον εκ των βελών του εχθρού και εκ δολίων ανθρώπων και παθών, Πανάμωμε, ψυχής απάλλαξον.

Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου, ω Ειρήνη, ότι πάντες ικετικώς προς σε καταφεύγομεν ως χάριν ευρούσα παρά Κυρίω.

Επίβλεψον εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.
Ἱερεὺς.
Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἐλεὸς Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον
καὶ ἐλέησον.
Λαὸς
Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Ἱερεὺς.
Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ του Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεινός) καὶ πάσης της ἐν
Χριστῷ ἡμῶν ἀδελφότητος.

Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Ἱερεὺς.
Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως, συγχωρήσεως καὶ ἀφέσεως των ἁμαρτιῶν των δούλων του Θεοῦ, πάντων
των εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν, των κατοικούντων καὶ
παρεπιδημούντων ἐν τη (κώμῃ, πόλη) ταύτη, των ἐνοριτῶν, ἐπιτρόπων, συνδορομητῶν καὶ ἀφειρωτῶν του ἁγίου ναοῦ τούτου.

Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Ἱερεὺς.
Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ των δούλων του Θεοῦ, (ὀνόματα).

Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Ἱερεὺς.
Ὅτι ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ὑπάρχεις,καὶ σοὶ τὴν δόξαν
ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ
καὶ εἰς τους αἰῶνας των αἰώνων.

Ἀμήν.Μετὰ τὴν ἐκφώνησιν τὸ παρὸν Κάθισμα.Ήχος β’. Πρεσβεία θερμή.
Συ πρέσβυς θερμός και τείχος απροσμάχητον εδείχθης, σεμνή, και κόσμου καταφύγιον εκτενώς βοώμεν σοι, καλλιπάρθενε κόρη, πρόφθασον και εκ κινδύνων λύτρωσαι ημάς, Ειρήνη, πιστών δόξα και καύχημα.




Ωδή δ’. Εσακήκοα Κύριε.
Χάρισόν μοι κατάνυξιν, στεναγμούς και δάκρυα, θαυματόβρυτε. Ικέτην δίδου, Ειρήνη υγιείαν και ρώμην, ισάγγελε.

Σοι προσπίπτω και δέομαι εκ παντός κινδύνου ρύσαι με, πάντιμε, και την πώρωσιν διάλυσον της ψυχής μου τάχος, μεγαλώνυμε.

Την μονήν σου, πανάριστε, της ορθοδοξίας τείχος ανάδειξον και τους εις αυτήν προστρέχοντας τέκνα τάχος, Ειρήνη, συ δώρησον.

Θεοτόκιον.
Υπερ πάντων ικέτευε τον Υιόν σου, κόρη αξιοτίμητε, και τας τύψεις μου κατεύνασον δια μετανοίας, Θεονύμφευτε.

Ωδή ε’. Φώτισον ημάς.
Δώρησον καμέ υγιείαν και ταπείνωσιν, πνεύμα συνέσεως και φόβον Θεού, ίνα υμνώ σε απαύστως, Ειρήνη πάντιμε.

Πίστην ακλινή και αγάπην τάχος χάρισον πάσι τοις προστρέχουσι, σεμνή, και εξαιτούσιν, Ειρήνη, σην βοήθειαν.

Νέκρωσον, σεμνή, της σαρκός μου τα σκιρτήματα και την καρδίαν μου πλήρωσον χαράς ίνα δοξάζω, Ειρήνη, Χριστόν τον Κύριον.

Θεοτόκιον.
Ρήματα Θεού διετήρεις εν τη καρδία σου, Παρθενομήτορ αξιάγαστε, τούτο αξίωσον καγώ ποιήσαι δέομαι.

Ωδή στ’. Την δέησιν.
Θαυμάτων συ κρουνός ανεδείχθης και ακοίμητος φρουρός των ανθρώπων των πειρασμών διαλύεις παγίδας και τοις πιστοίς συ παρέχεις την ίασιν σου δέομαι, ω αγαθή, εκ παθών και κινδύνων διάσωσον.

Ειρήνη, Χρυσοβαλάντου το κλέος σοι προσέρχομαι εν πόθω και πίστει και εκζητώ σην βοήθειαν, κόρη, ίνα ρυσθώ εκ των θλίψεων τάχυον, εκ νόσων τε και πειρασμών και ποικίλων παγίδων του όφεως.

Θανάτου του αιωνίου ρύσαι με τον ανάξιον ικέτην, Ειρήνη, και εκ φθοράς και ποικίλων παγίδων του αρχαικάκου εχθρού τάχος με λύτρωσον, ω κλέος των χριστιανών, εκ παθών και κινδύνων διάσωσον.

Θεοτόκιον.
Παρθένε προς σε προσφεύγω ο τάλας και προς σε χείρας αίρω απαύστως τον σον Υιόν καθικέτευε, κόρη, ίνα σωθώ ο αχρείος ικέτης σου εκ πάντων των διαπλοκών ας ο όφις εκφαίνει, Πανύμνητε.

Διάσωσον εκ πάσης νόσου τους δούλους σου, ω Ειρήνη, ότι πάντες προς σε καταφεύγομεν ως έχουσαν τω Θεώ παρρησία.

Άχραντε, η δια λόγου τον Λόγον ανερμηνεύτως επ’εσχάτων των ημερών τεκούσα, δυσώπησον, ως έχουσα μητρικήν παρρησίας.

Ἱερεὺς.
Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἐλεὸς Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον
καὶ ἐλέησον.

Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.

Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ του Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεινός) καὶ πάσης της ἐν
Χριστῷ ἡμῶν ἀδελφότητος.

Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Ἱερεὺς.
Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως, συγχωρήσεως καὶ ἀφέσεως των ἁμαρτιῶν των δούλων του Θεοῦ, πάντων
των εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν, των κατοικούντων καὶ
παρεπιδημούντων ἐν τη (κώμῃ, πόλη) ταύτη, των ἐνοριτῶν, ἐπιτρόπων, συνδορομητῶν καὶ ἀφειρωτῶν του ἁγίου ναοῦ τούτου.

Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Ἱερεὺς.
Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ των δούλων του Θεοῦ, (ὀνόματα).

Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Ἱερεὺς.
Ὅτι ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ὑπάρχεις,καὶ σοὶ τὴν δόξαν
ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ
καὶ εἰς τους αἰῶνας των αἰώνων.

Ἀμήν. Τὸ παρὸν Κοντάκιον. Ἦχος β ΄. Προστασία τῶν Χριστιανῶν.
Συ προστάτης των χριστιανών ακαταίσχυντος και μεσίτης προς Θεόν, Ειρήνη, ταχύτατος, μη παρίδης αμαρτωλών ικέτιδας φωνάς, αλλά πρόφθασον, ω αγαθή, εις την βοήθειαν ημών των θερμώς δεομένων σοι. Λύσον συ τας στειρώσεις και τέκνα πιστοίς παράχου, Χρυσοβαλάντου θησαυρέ, και ημών δόξα και καύχημα.

Και ευθύς το Προκείμενον. Ήχος δ’.

Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι, και εισήκουσε της δεήσεώς μου. (3)
Στίχος. Και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, και κατεύθυνε τα διαβήματά μου.

Ἱερεὺς.
Καὶ ὑπέρ του καταξιωθῆναι ἡμᾶς της ἀκροάσεως του ἁγίου
Εὐαγγελίου, Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν ἱκετεύσωμεν.

Κύριε, ἐλέησον (γ').
Ἱερεὺς.
Σοφία. Ὀρθοῖ, ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Εἰρήνη πᾶσι.

Καὶ τῶ Πνεύματί σου.
Ἱερεὺς.
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα. Πρόσχωμεν!

Δόξα σοί, Κύριε, δόξα σοί.
Ἱερεὺς. (Λουκά ζ’ 36-50)
Ηρώτα δε τις αυτόν των Φαρισαίων ίνα φάγη μετ΄ αυτού· και εισελθών εις την οικίαν του Φαρισαίου ανεκλίθη. και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός, και επιγνούσα ότι ανεκειται εν τη οικία του Φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου και στάσα οπίσω παρά τους πόδας αυτού κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε, και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω. ιδών δε ο Φαρισαίος ο καλέσας αυτόν είπεν εν εαυτώ λέγων· ούτος ει ην προφήτης, εγίνωσκεν αν τις και ποταπή η γυνή ήτις άπτεται αυτού, ότι αμαρτωλός εστί. και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτόν· Σίμων, έχω σοι τι ειπείν, ο δε φησί· διδάσκαλε, ειπέ. δύο χρεωφειλέται ήσαν δανειστή τινί· εις ώφειλε δηνάρια πεντακόσια, ο δε έτερος πεντήκοντα. μη εχόντων δε αυτών αποδούναι, αμφοτέροις εχαρίσατο. τις ουν αυτών, ειπέ, πλείον αυτόν αγαπήσει; αποκριθείς δε ο Σίμων είπεν· υπολαμβάνω ότι ω το πλείον εχαρίσατο. ο δε είπεν αυτώ· ορθώς έκρινας, και στραφείς προς την γυναίκα τω Σίμωνι έφη· βλέπεις ταύτην την γυναίκα; εισήλθόν σου εις την οικίαν, ύδωρ επί τους πόδας μου ουκ έδωκας· αύτη δε τοις δάκρυσιν έβρεξέ μου τους πόδας και ταις θριξί της κέφαλής αυτής εξέμαξε. φίλημά μοι ουκ έδωκας· αύτη δε αφ΄ ης εισήλθεν ου διέλιπε καταφιλούσα μου τους πόδας. ελαίω την κεφαλήν μου ουκ ήλειψας· αύτη δε μύρω ήλειψέ μου τους πόδας. ου χάριν λέγω σοι, αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ· ω δε ολίγον αφίεται, ολίγον αγαπά. είπε δε αυτή· αφέωνταί σου αι αμαρτίαι. και ήρξαντο οι συνανακείμενοι λέγειν εν εαυτοίς· τις ούτος εστίν ος και αμαρτίας αφίησιν; είπε δε προς την γυναίκα· η πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εις ειρήνην.

Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἦχος Β΄.
Ταις της σης Οσίας πρεσβείαις Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.

Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ταις της Θεοτόκου, πρεσβείαις Ελεήμον, εξάλειψων τα πλήθη των εμών εγκλημάτων.

Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.

Ἦχος πλ. Β΄. Ὅλην άποθέμενοι.Ήχος πλ. β’.
Μη εγκαταλείπης με, Χρυσοβαλάντου το κλέος των πιστών το στήριγμα, αλλά δέξαι δέησιν του ικέτους σου θλίψις γαρ έχει με, φέρειν ου δύναμαι αρχαικάκου τα τοξεύματα’ σκέπην ου κέκτημαι, ουδέ που προσφύγω, Οσίαθλε, πάντοθεν πολεμούμενος και παραμυθίαν ουκ έχω πλην σου. Σπεύσον, ω Ειρήνη, ακοίμητε προστάτα και φρουρέ των δεομένων σοι, εύσημε, και ευχάς εκπλήρωσον.

Ο Ιερεύς’ Σώσον ο Θεός τον λαόν σου...
’ Κύριε, ελέησον (ιβ’).
Ο Ιερεύς’ Ελέει και οικτιρμοίς...

και αι λοιπαί ωδαί του Κανόνος

Ωδή ζ’. Οι εκ της Ιουδαίας.
Της ψυχής μου τα έλκη συ θεράπευσον, κόρη αξιοθαύμαστε, και τέλη της ζωής μου ανώδυνα παράσχου, ίνα πόθω κραυγάζω σοι Ο των Πατέρων ημών Θεός ευλογητός ει.

Ατεκνίαν γυναίων συ παρέχεις την λύσιν πανευωδέστατε, διο και αι ποθούσαι υιούς και θυγατέρας προς σε έρχονται άδουσαι, Χαίρε Ειρήνη σεμνή Χρυσοβαλάντου κλέος.

Εκ τροχαίου ικέτας συ προστάτευσον, κόρη πανωσιώτατε, και πάσι τοις αιτούσι μετάνοιαν παράσχου, ίνα πάντες κραυγάζωμεν, Ο των Πατέρων ημών Θεός ευλογητός ει.

Θεοτόκιον.
Μητροπάρθενε Κόρη προς σε σπεύδω δεόμενος, ο ανάξιος, παράσχου υγιείαν και ρώμην σω ικέτη, ίνα πόθω δοξάζωμεν σε, Θεοτόκε αγνή, την δόξαν των αγγέλων.

Ωδή η’. Τον Βασιλέα.
Τον Βασιλέα ον ηγάπησας σφόδρα, ω Ειρήνη θεόφρον, λιταίς σου ευμένισον τάχος, ίνα μη κολασθώμεν.

Συ ω Ειρήνη, ημών τας καρδίας ειρήνης και χαράς πληροίς, δεδοξασμένη διο σε απαύστως υμνούμεν, αθλοφόρε.

Τας ασθενείας μου της ψυχής ιατρεύεις και σαρκός τας οδύνας, Ειρήνη, διο σε δοξάζω, Χρυσοβαλάντου κλέος.

Θεοτόκιον.
Την Θεοτόκον και Λυτρωτού την μητέρα των αγγέλων αι τάξεις υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.

Ωδή θ’. Κυρίως Θεοτόκον.
Ειρήνη αθληφόρε, σε παρακαλούμεν και δεόμεθα, κόρη πανύμνητε, τους ορθοδόξους απαύστως σκέπε και φύλαττε.

Μονής Χρυσοβαλάντου κλέος ανεδείχθης και των πιστών καταφύγιον άριστον, Ειρήνη κόρη σεμνή, μοναζουσών η δόξα.

Κατάνυξιν παράσχου εμοί τω αθλίω, υπομονήν και πτωχείαν του πνεύματος αξίωσον λιταίς σου Χριστού ιδείν την δόξαν.

Θεοτόκοιον.
Πανάμωμε Παρθένε, σκέπασον ικέτην και εκ χειρών αρχαικάκου διάσωσον τοις δε ποθούσι, Αγνή, μετάνοιαν παράσχου.

Και ευθύς,

Ἄξιόν ἐστιν ὦς ἀληθῶς, μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν .Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, σὲ μεγαλύνομεν.
Τα Μεγαλυνάρια.

Δεύτε εφημήσωμεν οι πιστοί Οσίαν Ειρήνην των ατέκνων καταφυγή, των δε ορθοδόξων προστάτιδα και κλέος και πάντων των εν θλίψει το παραμύθιον.

Εκτενώς ικέτευε τον Θεόν υπέρ της Ελλάδος ειρηναίαν αυτήν τηρείν και λυτρούσθαι πάντων δεινών τε και κινδύνων, μοναζουσών το κλέος, Ειρήνη Πάνσοφε.

Έλαμψας τω πάλαι εν τη Μονή του Χρυσοβαλάντου, ω Ειρήνη θαυματουργέ, και των μοναζόντων κατέστης, αθληφόρε, το πρότυπον και κλέος και πάντων σέμνωμα.

Ίδωμεν τους άθλους σου, αγαθή, ους εν τη μονή σου συ κατήγαγες ταπεινώς και τας αρετάς σου δι’ων κατεκοσμήθης, Ειρήνη χριστοδρόμε, πιστών το κλέϊσμα.

Ατεκνίαν λύεις των γυναικών, Ειρήνη θεόφρον, ορθοδόξων καταφυγή, συ και τας ιάσεις παρέχεις αδαπάνως τοις πίστει προσιούσιν εις την εικόνα σου.

Το Μεγαλυνάριον του Αγίου του Ναού και
Πᾶσαι τῶν, Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ ἅγιοι πάντες, μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (γ')
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι. Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς. Κύριε, ἱλάσθητι ταὶς ἁμαρτίαις ἡμῶν.
Δέσποτα, συγχώρησον τὰς ἀνομίας ἡμῖν. Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἴασαι τὰς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον, Κύριε, ἐλέησον.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι. Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοίς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὦς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον, καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὦς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοὶς ὀφειλέταις ἡμῶν, καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥύσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Ἀμήν.
Ἱερεὺς.
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν. Ἀπολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.

Δόξαν ρέουσαν, υπεριδούσα, νύμφη άμωμος, ώφθης Κυρίου δι’ ασκήσεως Οσία εκλάμψασα ως ουν Ειρήνη τυχούσα του πόθου σου εν ομονοία ημάς διαφύλαττε, αξιάγαστε, Χριστώ τω Θεώ πρεσβεύουσα δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Ἱερεὺς.
Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἐλεὸς Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.

Κύριε, ἐλέησον. (3)
Ἱερεὺς.
Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν, (δεῖνος) καὶ πάσης τῆς ἐν Χριστῷ ἡμῶν ἀδελφότητος.

Κύριε, ἐλέησον. (3)
Ἱερεὺς.
Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως, συγχωρήσεως καὶ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ, πάντων τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν, τῶν κατοικούντων καὶ παρεπιδημούντων ἐν τῇ πόλει ταύτη, ἐπιτρόπων, συνδρομητῶν καὶ ἀφιερωτῶν τοῦ ἁγίου ναοῦ τούτου.

Κύριε, ἐλέησον. (3)
Ἱερεὺς.
Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ, (ὀνόματα).

Κύριε, ἐλέησον. (3)
Ἱερεὺς.
Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν καὶ τὴν πόλιν ταύτην, καὶ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν ἀπὸ ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου πολέμου, καὶ αἰφνιδίου θανάτου, ὑπὲρ τὸν ἵλεων, εὐμενῆ καὶ εὐδιάλακτον, γενέσθαι τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν, τοῦ ἀποστρέψαι καί, διασκεδάσαι πᾶσαν ὀργὴν καὶ νόσον, τὴν καθ' ἡμῶν κινουμένην, καὶ ῥύσασθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐπικειμένης δικαίας αὐτοῦ ἀπειλῆς, καὶ ἐλεῆσαι ἡμᾶς.

Κύριε, ἐλέησον. (3)
Ἱερεὺς.
Ἔτι δεόμεθα καὶ ὑπὲρ τοῦ εἰσακοῦσαι Κύριον τὸν Θεὸν φωνῆς τῆς δεήσεως ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ ἐλεῆσαι ἡμᾶς.

Κύριε, ἐλέησον. (3)
Ἱερεὺς.
Ἐπάκουσον ἡμῶν, ὁ Θεός, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καὶ τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν, καὶ ἵλεως, ἵλεως γενοῦ ἡμῖν, Δέσποτα ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς.

Κύριε, ἐλέησον. (3)
Ἱερεὺς.
Ὅτι ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ὑπάρχεις, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.



Ἀμήν.
Ἱερεὺς.
Δόξα σοι ὁ Θεός, ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, Κύριε, δόξα Σοι.
Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν ταῖς πρεσβείαις τῆς παναχράντου καὶ παναμώμου ἁγίας Αὐτοῦ μητρός, δυνάμει τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, προστασίαις τῶν τιμίων ἐπουρανίων Δυνάμεων ἀσωμάτων, ἱκεσίαις τοῦ τιμίου, ἐνδόξου, προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, τῶν ἁγίων, ἐνδόξων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ καλλινίκων Μαρτύρων, τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, (τοῦ Ναοῦ) τῶν ἁγίων καὶ δικαίων θεοπατόρων Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης, (τῆς ἡμέρας) καὶ πάντων τὸν Ἁγίων, ἐλεήσαι καὶ σώσαι ἡμᾶς, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός.

Ἀμήν. Των πιστών ασπαζομένων την εικόνα της Οσίας ψάλλομεν τα εξής:

Ήχος β’. Ότε εκ του ξύλου.
Χαίρε, ω Ειρήνη θαυμαστή. Χαίρε ορθοδόξων προστάτα και των πιστών ο φρουρός άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν εν κινδύνοις και θλίψεσιν αεί μεσιτείαν οι κατατρυχόμενοι υπό ποικίλων παθών σπεύσον και ατέκνοις παράσχου τέκνα, θεοδόξαστε κόρη, ως και υγιείαν, καλλιπάρθενε.

Ήχος πλ. δ’.
Δέσποινα, πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων σου, και λύτρωσαι ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως.

Ήχος β’.
Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθιμι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.

Ήχος α’.
Τη πρεσβεία, Κύριε, πάντων των Αγίων και της Θεοτόκου, την σην ειρήνην δος ημίν και ελέησον ημάς ως μόνος οικτίρμων.
Ἱερεὺς.
Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Ἀμήν.




Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΚΤΙΣΤΗ Η ΜΗΘΥΜΝΑΙΑ



site analysis
ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ Γ. Π. ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ,
τ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ


Τρία νησιά έχουν σαν καύχημα την Αγία Θεοκτίστη. Η Λέσβος στην οποία γεννήθηκε, η Πάρος στην οποία έζησε τριάντα πέντε χρόνια ασκητική ζωή και η Ικαρία στην οποία βρίσκονται τα σεπτά λείψανά της.

Τον βίο της Αγίας Θεοκτίστης έγραψε ένας από τους παλαιοτέρους και συγχρόνους, σχεδόν, με την Αγία και αξιόπιστος συγγραφεύς ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, που έζησε τον δέκατο αιώνα επί των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (886-912) και Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου (913-959) και που είχε το αξίωμα του Μαγίστρου (Υπουργού) και το οφφίκιο του Άρχοντος Λογοθέτου στην υπηρεσία των αυτοκρατόρων τούτων. Με την ιδιότητα αυτή και με ειδική τιμητική αποστολή συνόδευσε ο Συμεών τον στρατηγό Ημέριο στην εκστρατεία του κατά των Αράβων της Κρήτης το 902 μ.Χ.

Σ' αυτή την εκστρατεία, όταν ο στόλος των Βυζαντινών πλησίαζε στην Πάρο βρήκε σφοδρή τρικυμία και τα πλοία αναγκάσθηκαν να αγκυροβολήσουν σε λιμάνια και όρμους της Πάρου. Ο στρατηγός Ημέριος και ο μάγιστρος Συμεών, που αργότερα ονομάσθηκε «Μεταφραστής», βρήκαν την ευκαιρία να επισκεφθούν τον περίφημο ναό της Κατωπολιανής ή Εκατονταπυλιανής. Εκεί συνάντησαν ένα γέροντα μοναχό αξιοσέβαστο, με ασκητική μορφή και τρίχινο χιτώνα, από τον όποιον άκουσαν τον βίο της αγίας Θεοκτίστης, τον όποιον και τους παρεκάλεσε να καταγράψουν, όταν θα επέστρεφαν στο Βυζάντιο.

Δεν είναι πολλά χρόνια, τους είπε ο μοναχός, που γνώρισα ένα ευσεβή και αξιόπιστο χριστιανό, που ερχότανε με άλλους συντρόφους του από την Εύβοια για κυνήγι ελαφιών, που υπήρχαν στο νησί αυτό. Σαν ευσεβής άνθρωπος, ο κυνηγός πήγε στο ναό της Κατωπολιανής να προσευχηθεί. Στον έρημο και εγκαταλελειμμένο τότε ναό προς το μέρος του Ιερού Βήματος, είδε σκιά ανθρώπου και μόλις προχώρησε προς το μέρος της σκιάς άκουσε μία αδύνατη φωνή γυναίκας να του λέγει: «Μη προχωρήσεις, άνθρωπε, περισσότερο». Τρόμαξε ο κυνηγός και σταμάτησε. Οι τρίχες της κεφαλής του, γράφει το βιβλίο, «ωξήνθυσαν ως αι άκανθοι». Σκέφτηκε να τρέξει, να φύγει, αλλά συνήλθε και παρέμεινε άφωνος. Και η φωνή συνέχισε: «Δεν έχω ένδυμα να εμφανισθώ. Ρίξε τον χιτώνα σου, άνθρωπε». Έβγαλε τον χιτώνα και τον έριξε προς το μέρος της φωνής, και τότε εμφανίστηκε, μάλλον σκιά ανθρώπου, παρά άνθρωπος. «Και ην άρα το μεν σχήμα γυνή, το δε φαινόμενον υπεράνθρωπον∙ θρίξ λευκή, πρόσωπον μέλαν, μικράν ύπεμφαινον λευκότητα, δερματίς συνέχουσα την των οστών αρμονίαν, ήκιστα σαρκός εμπεφυκυίας, σκιάς παραπλήσιου, είδος μόνον την ανθρωπίνην σώζον εμφέρειαν».

Γονάτισε ο κυνηγός, αλλά βλέποντάς τον η Αγία φώναξε. «Μη γονατίζεις, άνθρωπε, αμαρτωλή δούλη του Θεού είμαι και εγώ και έχω ανάγκη να με ελεήσει ο Θεός». Και ενώ αυτός ήταν ακόμα γονατιστός και τόσο συγκινημένος και έσκυβε στη γη το πρόσωπό του, άκουγε τα λόγια της Αγίας «Σήκω και θα σου πω, χριστιανέ μου, το πως βρέθηκα εδώ και να σου ζητήσω μια μεγάλη χάρη».
Και άρχισε η Αγία να λέγει:
«Γεννήθηκα και κατοικούσα στη Μήθυμνα της Λέσβου. Οι γονείς μου απέθαναν, όταν η μεγάλη μου αδελφή είχε παντρευτεί. Έτσι εγώ με το θάνατό τους έμεινα μόνη και με έστειλαν σε μοναστήρι, που ήταν εκεί κοντά στην πατρίδα μου. Με χαρά θέλησα να αφιερώσω τη ζωή μου στο Χριστό. Έγινα μοναχή με το όνομα Θεοκτίστη. Όταν ήμουν δέκα οκτώ χρόνων, το Πάσχα πήγα να ιδώ την αδελφή μου, αλλά εκείνη τη νύχτα ήρθαν πειρατές στο χωριό από την Κρήτη με αρχηγό τον Νίσιρη (821-829), μας αιχμαλώτισαν και μας οδήγησαν πολλές κοπέλες στα πλοία τους και μας έφεραν εδώ προσωρινά, πριν μας οδηγήσουν σε αγορές σκλάβων. Τότε κατόρθωσα να δραπετεύσω. Έτρεξα μέσα στο δάσος και πληγωμένη, εξασθενημένη, ξέφυγα από τα χέρια τους με τη δύναμη του Θεού. Απ' το μέρος που κρυβόμουνα είδα τα καράβια τους να φεύγουν.
Πέρασαν 35 χρόνια που ζω εδώ στον έρημο τούτο τόπο, τρώγοντας χόρτα και λούπινα που φυτρώνουν μόνα τους. Τα ρούχα μου έλυωσαν. Γνωρίζω ότι πλησιάζει το τέλος της ζωής μου. Για τούτο, σε παρακαλώ, κάνε μου τη μεγάλη χάρη, όταν έλθεις πάλι σε τούτο τον τόπο να μου φέρεις να κοινωνήσω των αχράντων μυστηρίων, και ακόμα σε παρακαλώ να μην πεις σε άλλους ότι είδες άνθρωπο εδώ».

Στο επόμενο ταξίδι του ο κυνηγός ήρθε στο μέρος που είδε την Αγία και της έφερε μέσα σε ναυτική πυξίδα τη θεία κοινωνία, που του εμπιστεύθηκαν οι ιερείς γνωρίζοντάς τον για πιστό χριστιανό.

Όταν πλησίασε στον τόπο, που είχε ίδει την Αγία, η Θεοκτίστη δεν φανερώθηκε, ίσως γιατί τον ακολούθησαν μερικοί από το καράβι και η Αγία δεν ήθελε να φανερωθεί σ’ αυτούς. Έπειτα από λίγο, όταν επανήλθε μόνος του ο κυνηγός, ήλθε η Αγία και με μεγάλη συγκίνηση, με δάκρυα, με κλάματα, πήρε στα χέρια της την πυξίδα και κοινώνησε λέγοντας την προσευχή «Νυν απολύεις την δούλην σου Δέσποτα … τώρα ας γίνει ό,τι προστάζει η δύναμή σου» .

Αφού τελείωσε την ιερή αυτή αποστολή του ο κυνηγός έφυγε με τους συντρόφους του στο εσωτερικό του νησιού για το κυνήγι. Όταν τελείωσαν και επρόκειτο να φύγουν από το νησί, θέλησε να περάσει πάλι να ιδεί την αγία Θεοκτίστη. Την βρήκε νεκρή στον τόπο, που την είδε για πρώτη φορά. Άρχισε να προσεύχεται και να σκέπτεται να θάψει το σώμα της, αλλά θέλησε να πάρει για φυλαχτό μαζί του και ένα κομματάκι από το χέρι της Αγίας. Όμως αφού σήκωσαν άγκυρες να φύγουν, παρ’ όλον ότι ο άνεμος ήταν τόσον ευνοϊκός, δεν έφευγε το πλοίο, δεν προχωρούσε σα να ήταν δεμένο, σαν να είχε ρίξει εκατό άγκυρες. Ο κυνηγός κατάλαβε ότι η Αγία δεν επέτρεπε την ιεροσυλία που έκαμε και ζήτησε από τον καπετάνιο να κατέβει για λίγο απ’ το καράβι με τη βάρκα. Επέστρεψε το τμήμα του λειψάνου και όταν επανήλθε, το καράβι ξεκίνησε για τον προορισμό του. Τότε διηγήθηκε την ιστορία της αγίας Θεοκτίστης στους συντρόφους του, που όλοι τότε δεν θέλησαν να συνεχίσουν το ταξίδι, αλλά πλήρωμα και επιβάτες αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Πάρο για να προσκυνήσουν και αυτοί την αγία Θεοκτίστη.

Ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, γράφοντας τον βίο της Αγίας μας πληροφορεί ότι «εκοιμήθη εν Κυρίω η αγία κατά τον μήνα Νοέμβριον». Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της την 9η Νοεμβρίου. Δεν γνωρίζομε ακριβώς το έτος του θανάτου της. Ο ιστορικός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, θεωρεί ως πιθανόν έτος θανάτου της Αγίας το 872 μ. Χ. Ο Ε. Δράκος γράφει ότι οι πειρατές αιχμαλώτισαν την Αγία το έτος 851. Αν προσθέσουμε 35 χρόνια, που έζησε στην Πάρο η Αγία, έχομε σαν έτος θανάτου το 885.

Τα σεπτά λείψανα της Αγίας, κατά άγνωστο τρόπο, βρέθηκαν και φυλάσσονται στην Ιερά Μονή Λευκάδος της Ικαρίας.

Κατά το έτος 1960 με την μέριμνα των αειμνήστων Μητροπολιτών Μυτιλήνης Ιακώβου Κλεομβρότου και Μηθύμνης Κωνσταντίνου Καρδαμένη παραχωρήθηκε από τον αείμν. Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Ειρηναίο τμήμα Ιερού λειψάνου της Αγίας, το οποίο με μεγάλη πομπή από τη Μυτιλήνη μεταφέρθηκε στη Μήθυμνα και βρίσκεται στο εξωκκλήσιο της αγίας, που χτίστηκε τότε εκεί.


ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ

Της Μηθύμνης τον γόνον και θείον βλάστημα
και Παρίων το κλέος και το εντρύφημα,
Θεοκτίστην την αγίαν ευφημήσωμεν.
Χαίροις βοώντες προς αυτήν,
καλλιπάρθενε αμνάς
και νύμφη του Θεού Λόγου,
ω και πρεσβεύεις αδιαλείπτως
του σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Αγία Ελέσα Οσιομάρτυς που μαρτύρησε στα Κύθηρα



site analysis

Αγία Ελέσα Οσιομάρτυς που μαρτύρησε στα Κύθηρα

Αγία Ελέσα Οσιομάρτυς που μαρτύρησε στα Κύθηρα
























Έλεος συ δέδοσαι παρὰ Κυρίου,
Τη ση μητρὶ παρθένε μάρτυς Ελέσα.
Βιογραφία
Η Αγία Ελέσα γεννήθηκε στην Πελοπόννησο. Ο πατέρας της ήταν ένας πλούσιος άρχοντας Έλληνας, αλλά ειδωλολάτρης και ονομαζόταν Ελλάδιος. Η μητέρα της όμως, Ευγενία, ήταν μια αγία γυναίκα με πολλές αρετές και πλούσια χαρίσματα. Δεν είχε παιδιά και γι’ αυτό παρακάλεσε τον Θεό να την λυπηθεί και να την αξιώσει να γεννήσει ένα παιδί. Μια μέρα ενώ βρισκόταν μόνη στο σπίτι και προσευχόταν, άκουσε μια φωνή από τον ουρανό που της έλεγε «Σε ελέησε ο Θεός σε ότι του ζήτησες, και σου έδωσε καρπόν κοιλίας». Όταν γεννήθηκε η Ελέσα (την ονόμασαν Ελέσα από τη φωνή που είχε ακούσει η μητέρα της «ἐλέησέ σε ὁ Θεός»), η μητέρα της την αφιέρωσε στον Κύριο και την βάπτισε χριστιανή, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Όσο μεγάλωνε στην ηλικία, τόσο δυνάμωνε η πίστη της και η αγάπη της προς το Θεό. Μετά από την αγία κοίμηση της μητέρας της, ενώ η αγία ήταν 14 χρονών, σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει με τον ειδωλολάτρη πατέρα της ο οποίος ήθελε να την παντρέψει με έναν άρχοντα. Γι’ αυτό μετά από πολλή προσευχή και όταν βρήκε κατάλληλη ευκαιρία, έφυγε αφού μοίρασε πολλές ελεημοσύνες σε φτωχούς και σε ορφανά, μαζί με δύο δούλες της και ασκήτευε σε ένα βουνό των Κυθήρων.
Όμως ο πατέρας της, έψαξε και την βρήκε και προσπάθησε να την γυρίσει πάλι πίσω στο σπίτι τους. Στην άρνηση όμως της Αγίας, ο πατέρας της εξοργισμένος την κατεδίωξε. Η Αγία διωκόμενη έφθασε στή ρίζα του βουνού που σήμερα ονομάζεται βουνό της Αγίας Ελέσας και παρεκάλεσε το Θεό λέγοντας «σκίσε γη και κρύψε με». Από τη σχισμή που ανοίχθηκε στο βουνό πέρασε η Αγία και έφθασε στην κορυφή, όπου κατέφθασε αλλόφρων ο πατέρας της και την αποκεφάλισε την 1η Αυγούστου 375 μ.Χ. Στον τόπο του μαρτυρίου της η υπηρέτριά της την έθαψε.
Οι πρώτοι χριστιανοί που ήλθαν στο νησί για να προσκυνήσουν τον τάφο της Αγίας, ανήγειραν μικρό ναΐσκο χωμένο κατά το πλείστον εντός του εδάφους, στον οποίο οι προσκυνητές κατέβαιναν με 5-6 σκαλοπάτια. Η Αγία Τράπεζα του ναΐσκου εστήθη πάνω από τον τάφο της Αγίας. Η παράδοση λέει ότι κατά τους παλαιοτάτους χρόνους έρχονταν προσκυνητές από τη Μάνη κατά την 1η Αυγούστου και τιμούσαν την μνήμη της Αγίας. Αυτός ο μικρός Ναός σωζόταν μέχρι το 1867 μ.Χ. ως ιδιόκτητος της οικογενείας Κασιμάτη – Γεράκα. Το 1871 μ.Χ. ανηγέρθη ο σημερινός ευρύχωρος Ναός με συνδρομές των χριστιανών πάνω στα ερείπια του παλαιού Ναού, ο οποίος επιχωματώθηκε για να ισοπεδωθεί το έδαφος στο σημείο όπου θα ανεγειρόταν ο νέος Ναός. Πάνω ακριβώς από τον παλαιό Ναό εκτίσθη το άγιο Βήμα και πάνω από το σημείο, όπου ήταν ο τάφος της Αγίας εκτίσθη και του νέου Ναού η Αγία Τράπεζα. Την ίδια περίοδο χτίστηκαν γύρω από το Ναό και τα πρώτα κελλιά ισόγεια με βόλτα (καμάρες). Ο Ναός ήταν συναδελφικός με αδελφούς τους Βενέρηδες του χωριού Γερακιάνικα. Το 1945 μ.Χ. ο Ναός έγινε ενοριακός του γειτονικού χωριού Πούρκου. Κατά τη δεκαετία του ’50 ξεκίνησε ο εξωραϊσμός και η ανάδειξη του Προσκυνήματος με την εκτέλεση μεγάλων έργων, όπως ήταν ο εξωραϊσμός του ναού, η ανέγερσις νέου κωδωνοστασίου, η διαμόρφωση του περιβάλλοντος, η ανέγερση ηγουμενείου και σύγχρονων κελλίων, ο ηλεκτροφωτισμός και η κατασκευή αυτοκινητόδρομου, που ήταν και το δυσκολώτερο έργο, λόγω του δυσπρόσιτου της περιοχής, που δημιουργείται από τους κάθετους απόκρημνους βράχους.
Η Αγία Ελέσα με τον Όσιο Θεόδωρο θεωρούνται προστάτες των Κυθήρων και ο λαός πιστεύει ότι η Αγία έχει «χαλινώσει» τα φίδια των Κυθήρων και δεν είναι δηλητηριώδη.
Σημείωση: Η μνήμη της συγκεκριμένης Αγίας δεν αναφέρεται πουθενά στους Συναξαριστές, τη βρίσκουμε σαν μάρτυρα μόνο στα Κύθηρα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, Πελοποννήσου, γέρας ἔνθεον, νήσου Κυθήρων, ἀνεδείχθης, Ἐλέσα πανεύφημε, ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ νομίμως ἀθλήσασα, χειρὶ πατρῷα ἐτμήθης τὴν κάραν σου, Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ στείρας ἐβλάστησας, καθάπερ ἄνθος τερπνόν, πατρὸς δὲ μισήσασα, τὴν ἀθεΐαν στερρῶς, Ἐλέσα πανένδοξε, ἔλαμψας ἐν τῇ νήσῳ τῶν Κυθήρων ὁσίως, ἤθλησας δὲ ἐν ταύτῃ, καὶ λαμπρῶς ἐδοξάσθης· καὶ νῦν ἀναπηγάζεις, τὰ θεῖα δωρήματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄.
Ὡς ὁ προφήτης ἐκ στείρας, Ἐλέσα, βλαστήσασα, καὶ τῆς ἐρήμου ὡς οὗτος οἰκήτειρα γέγονας. Λιποῦσα γὰρ δόξας τιμάς τε ἐν γῇ, λαμπαδηφόρος ἐχώρεις πρὸς τὰ οὐράνια. Θαυματουργούσης δὲ ὄρη πορείαν σοὶ ἐσκεύαζον, τὴν κεφαλὴν τμηθείση ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ γεννήτορος. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σὲ ἡμῖν προστάτιν ἀκοίμητον.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὴν τῶν παρθένων καλλονὴν μεγαλομάρτυρα, καὶ τῶν Κυθήρων κραταιὰν σκέπην καὶ πρόμαχον, ἀνυμνήσωμεν συμφώνως θείαν Ἐλέσαν, πρὸς τὸν Κύριον γὰρ παῤῥησίαν κέκτηται ἡμᾶς πάντας ἐκ κινδύνων περισκέπουσα, τοὺς κραυγάζοντας· χαίροις Μάρτυς πανένδοξε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν Κυθήροις ἔλαμψας ἀμέμπτῳ βίῳ, καὶ λαμπρῶς ἠγώνισαι, ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρικῶς· ὅθεν ἀξίως δεδόξασαι, Ὁσιομάρτυς Ἐλέσα πανένδοξε.
Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡραία ἐν κάλλεσι παρθένε γέγονας, τὰ στίγματα φέρουσα τοῦ μαρτυρίου τοῦ σοῦ, Ἐλέσα πανεύφημε· ὅθεν νῦν παρεστῶσα τῷ Χριστῷ στεφηφόρος, πρέσβευε ὑπὲρ πάντων τῶν τιμώντων τὴν πάντιμον μνήμην σου Μάρτυς πολύαθλε.
Ὁ Οἶκος
Σήμερον ἀνεδείχθη Ἑωσφόρος τοῖς πᾶσι, ἡ ἔνδοξος καὶ πάνσεπτος μνήμη τῆς Παρθενομάρτυρος Χριστοῦ, διὸ πιστοὶ ἅπαντες ἀθρόως συνέλθωμεν ἐν πίστει κραυγάζοντες αὐτῇ ἐκ πόθου·
Χαίροις σεμνὴ, παρθενίας κάλλος· χαίροις σὺ εἷ τῶν Μαρτύρων κλέος.
Χαίροις, τῶν Κυθήρων ἡ δόξα καὶ καύχημα· χαίροις, τῶν σῶν δούλων ἡ μόνη βοήθεια.
Χαίροις, ὅτι τῶν αἰτούντων τὰς αἰτήσεις ἐκπληροῖς· χαίροις, νύμφη Κυρίου καλλιμάρτυς Ἐλέσα.
Χαίροις τῷ σῷ Νυμφίῳ, στεφηφόρος ἡ στᾶσα· χαίροις, σὺ γὰρ τὴν πλάνην κατήργησας.
Χαίροις, σὺ γὰρ τὸν Χριστὸν ἀνεκήρυξας· χαίροις, πιστῶν κραταιὰ προστασία.
Χαίροις, ἡμᾶς γὰρ τῶν δεινῶν ἀπαλλάττεις· χαίροις, μάρτυς πανένδοξε.
Μεγαλυνάριον

Χαίροις ὦ Ἐλέσα νύμφη Χριστοῦ, Παρθενομαρτύρων, ἀκροθίνιον εὐκλεές· χαίροις Κυθήρων, ὡράϊσμα καὶ σκέπη, σεμνὴ Ὁσιομάρτυς, Ἀγγέλων σύσκηνε.

ΟΙ 6 ΑΓΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΙΒΕΕΒΟ ΜΕ ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ



site analysis


Αγίες Πελαγία,Παρασκευή και Μαρία Ιβάνοβνα

Στην Μονή του Ντιβέεβο εκτός από το λείψανο του μεγάλου αγίου της ορθοδοξίας Σεραφείμ του Σαρώφ,βρισκονται και τα άφθαρτα λείψανα έξι αγίων γυναικών τον οποίων τον βίο σας παρουσιάζουμε:
ΟΣΙΑ ΠΕΛΑΓΙΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ

To όνομά της ήταν Πελαγία Ιβάνοβνα Σερεμπρενίκοβα γεννήθηκε τον Όκτώβριο του 1809 . στο Άρζαμα της Ρωσίας. Οί γονείς της, Ίβάν Ίβάνοβιτς Σουρίν, έμπορος στο επάγγελμα και ή μητέρα της Παρασκευή Ίβάνοβνα Μπεμπέσεβα, απόκτησαν αλλά δυο παιδιά, τον Ανδρέα και τον Ιωάννη. Ό Ίβαν έφυγε γρήγορα από το μάταιο τούτο κόσμο, αφήνοντας την Παρασκευή σε νεαρή σχετικά ηλικία μόνη με τα τρία της παιδιά. Ή τελευ­ταία ξαναπαντρεύτηκε με τον Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ, άνθρωπο αυστηρό και ανάλγητο- μια συμπεριφορά πού ακολουθήθηκε και από τα παιδιά της πρώτης του γυναί­κας, κάνοντας τη διαβίωση μέσα στο σπίτι για την Πελαγία και τ' αδέλφια της σωστό μαρτύριο. Μικρή ακόμα ή όσια αρρώστησε βαριά, για να μείνει στο κρεβάτι για μεγάλοχρονικό διάστημα. Όταν επιτέλους σηκώθηκε ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ενώ προηγουμένως ήταν εξαιρετικά έξυπνη με πλήρη διαύγεια πνεύματος, τώρα άρχισε να κάνει διάφορες ανοησίες. "Εβγαινε χειμωνιάτικα στον κήπο, σήκωνε τη φούστα της, στεκόταν στο ένα πόδι και στροβιλιζόταν γύρω-γύρω σαν μπαλαρίνα, βγάζοντας ταυτόχρονα ακατανόητες κραυγές. Τη μάλωναν και την έδερναν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όπως ή ίδια ή μητέρα της αφηγήθηκε χρόνια μετά, είχε υποπτευθεί ότι από τότε ή Πελαγία πήρε την κλίση για τη σαλότητά της, παρόλο πού τότε αυτό ήταν ότι χειρότερο για την ήδη ταλαιπωρημένη οικογένεια.
Μεγαλώνοντας ή Πελαγία έγινε μια πολύ ωραία κοπέλα με ξεχωριστή κορμοστασιά. Ήταν ψηλή, στητή, με φυσικά όμορφα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Πολλοί γαμπροί αψηφούσαν την παράξενη συμπεριφορά της και τη ζητούσαν σε γάμο. Από τη μεριά της μητέρας της αυτό ήταν καλοδεχούμενο για μια φτωχή ορφανή και σαλή συνάμα. Ή Πελαγία όμως άκουγε μέσα της μυστική φωνή, πού τήν καλούσε στον ερημικό δρόμο των πραγματικών εραστών του θείου πόθου. Ή εποχή όμως δεν προσφερόταν για ανταρσία. "Ετσι στα 19 της χρόνια παντρεύτηκε το Σεργκέι Βασίλιεβιτς Σερεμπρένικωφ. Ό γάμος έγινε στον Ιερό Ναό του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στον Αρζαμά, στις 23 Μαΐου 1828. Ό νεαρός σύζυγος της θέλοντας να την βοηθήσει με την αλλόκοτη συμπεριφορά της, την πήρε μαζί με τη μητέρα της στον άγιο Σεραφεϊμ στο έρημητήριό του στο Σαρώφ. Ό άγιος, άφού τους καλωσόρισε, τους έστειλε στο άρχονταρίκι κρατώντας την Πελαγία κοντά του για συνομιλία. Αργότερα όταν ό Σεργκέι με την πεθερά του πήγαν ξανά στο κελί να δουν γιατί αργοπορεί ή Πελαγία, βρήκαν τον άγιο Σεραφειμ να κάνει μια εδαφιαία μετάνοια στην όσία και να της δίνει ένα κομποσχοίνι, αποκαλώντας την Ματιούσκα. Ό Ίβάν Ταμπάρτσεφ, συγκελιώτης του Αγ.Σεραφείμ,που ήταν παρών,ανέφερε ότι όταν η Πελαγία έφυγε,τον πλησίσε ο άγιος και του είπε ότι η γυναίκα αυτή θα γινόταν ένα αστέρι που θα φώτιζε όλη τη Ρωσία.
Η αλλόκοτη συμπεριφόρα της εξόργιζε τον άντρα της.Έκανε ολονύχτιες αγρυπνίες,κοιμόνταν σε φέρετρα,ζητιάνευε,μοίραζε τα χρήματα που της έδινε ο σύζυγός της στους φτωχούς,γυρνούσε ημίγυμνη στος δρόμους.Τελικά ο άνδρας της την έδιωξε από το σπίτι.Ετσι επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας της όπου την περίμεναν νέες θλίψεις.Τα παίδια του πατρίου της τη μισούσαν και ό ίδιος ό Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ την έδερνε. Ή μικρότερη του κόρη τη φθονούσε ιδιαίτερα και έβαλε κάποιο καλό σκοπευτή να τη σκοτώσει την ώρα που ή όσια γυρνώντας στην πόλη έκανε τις «παλαβομάρες» της. Αστοχώντας όμως ακούσε την Πελαγία να του λέει ότι άντϊ αυτήν πυροβόλησε τον εαυτό του. Ή προφητεία αύτη επαληθεύτηκε μετά από λίγο καιρό. Ό σκοπευτής αυτοκτόνησε με πυροβολισμό.
Μετά από όλα αυτά ή μητέρα της αποφάσισε να ξαναεπισκεφτεί τον όσιο Σεραφειμ στο Σαρώφ. Εκεί του ανάφερε τα γεγονότα από την τελευταία τους επίσκεψη μέχρι τη μέρα εκείνη και ζήτησε τη συμβουλή του. Ό γέροντας άφοϋ άκουσε προσεχτικά όσα ή πονεμένη μάνα του είπε, τη συμβούλεψε να μην δένουν την Πελαγία, αλλά να την αφήσουν ελεύθερη ν' ακολουθήσει το θεάρεστο δρόμο της. Από τη μέρα εκείνη δεν την εμπόδιζαν να κάνει ό,τι αύτη ήθελε. "Ολες σχεδόν τις νύχτες τις περνούσε στο προαύλιο του ναού, οπού στο ύπαιθρο προσευχόταν όλονυκτίς με κατανυκτικότατα δάκρυα. Τις μέρες ντυμένη με κουρέλια γυρνούσε στους δρόμους οπού ουρλιάζοντας καλούσε τους πάντες στην αγάπη του Θεού. Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια.Το 1837, όταν κοιμήθηκε ό όσιος Σεραφείμ, τη συνάντησε στο δρόμο ή γερόντισσα Ίουλιανή Γρηγορίεβα, μοναχή στο μοναστήρι του Ντιβέγεβο, πού διακρινόταν για το προορατικό της χάρισμα και ζήτησε από τη μητέρα της Πελαγίας να της δώσει άδεια να την πάρει μαζί της. Ετσι και έγινε. Πριν φύγουν από το σπίτι ή Πελαγία έκανε εδαφιαία μετάνοια στους συγγενείς της και τους είπε: «Συγχωρέστε με, για την αγάπη του Χρίστου. Δεν θα ξαναγυρίσω κοντά σας ώσπου να πεθάνω».
Στο Ντιβέεβο συνέχισε την αλλόκοτη συμπεριφορά της.Άλλες αδελφές τη σεβόνταν και την εκτιμούσαν,άλλες τη φοβούνταν,άλλες την κορόιδευαν,μερικές μάλιστα την χτυπούσαν
Απ'όταν ακόμα ήταν στη ζωή έκανε πολλά θαύματα.Έτσι θεράπευσε τον καλλιτέχνη Μ.Π.Πετρώφ του οποίου το χέρι είχε παραλύσει.Εσβησε από μακριά μια φωτιά,ενώ πολλοί την έβλεπαν στον ύπνο τους και κατόπιν τους θεράπευε.Τέσσερα χρόνια πριν από την κοίμησή της προφήτεψε ότι ο ιακωβινισμός και η τρομοκρατία θα εξαπλωθούν στη Ρωσία και ότι θα σκοτώσουν τον τσάρο Αλέξανδρο τον Β για τον οποίον έκλαιγε και προσευχόνταν ασταμάτητα.Μετά από 20 χρόνια σκληρής ζωής εμφανίστηκε στον ύπνο της ο Άγ.Σεραφείμ του Σαρώφ και την προέτρεψε να αποτραβηχθεί στο κελί της,αποφεύγοντας τους ανθρώπους.Εκεί ζούσε κλαίγοντας και προσευχόμενη.Τρεφόνταν κυρίως με μαύρο ψωμί από το οποίο εφτιαχνε μικρές μπαλίτσες τις οποίες χρησιμοποιούσε ως κομποσχοίνι λέγοντας την ευχή του Ιησού.
Νιώθοντας το θάνατο της λίγες μέρες πριν κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, έβαλε μετάνοια σ' όλες τις αδελφές της μονής. Αυτό έγινε το Σαββάτο 28 Ιανουαρίου 1884. Στις 1.45 το πρωί της Δευτέρας 30 Ιανουαρίου, ή Πελαγία Ίβάνοβνα, άφησε την τελευταία της πνοή και ή πολυταλαιπωρημένη της ψυχή πέταξε στον ουρανό, στα χέρια του Νυμφίου της Χρίστου. Την έντυσαν με τα ρούχα πού ή ιδία αρεσκόταν να φορά. Μιαν άσπρη μπλούζα, ένα σαραφάν, ένα μάλλινο σάλι και το κεφάλι της το τύλιξαν μ' ένα άσπρο μεταξωτό μαντήλι. Την έβαλαν σ' ένα φέρετρο κυπαρισσένιο και έμεινε έτσι στο κελί της για εννιά μέρες, διάστημα κατά το όποιο έκαναν τριάντα έως σαράντα τρισάγια ημερησίως και έψαλλαν συνεχώς από το ψαλτήρι.
Την έθαψαν πίσω από το ιερό του ναού της Αγ.Τριάδος όπως είχε η ίδια προφητέψει επτά χρόνια πριν.Η μνήμη της τιμάται στις 30 Ιανουαρίου

ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ(ΠΑΣΣΑ)ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ-ΝΤΙΒΕΓΙΕΒΟ
Η Οσία Παρασκευη προερχόνταν από μια οικογένεια χωρικών από την επαρχία Ταμπώφ και το όνομά της ήταν Ειρήνη.Οι γονείς της την πάντρεψαν και έμεινε παντρεμένη για 15 χρόνια χωρίς να αποκτήσει παιδιά.Μετά το θάνατο του συζύγου της υπέφερε πολύ.Μετά από ένα ταξίδι της στο Κίεβο αποφάσισε να αφιερωθεί στο Θεό.Η κουρά της έγινε στο Κίεβο και πήρε το όνομα Παρασκευή.Έζησε για 30 χρόνια στο δάσος του Σαρώφ μέσα σε μια σπηλιά την οποία έσκαψε με τα χέρια της.Από τότε ακόμη θεωρούνταν δια Χριστόν σαλή και επειδή είχε και το προορατικό χάρισμα πολλοί άνθρωποι ζητούσαν τη βοήθειά της και τις προσευχές της.Ο Θεός επέτρεψε να υποφέρει την ίδια δοκιμασία με τον Άγ.Σεραφείμ.Ληστές την χτύπησαν σκληρά και έφτασε κοντά στο θάνατό.Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ζούσε κατά μακρά τακτικά διαστήματα στη Μονή του Ντιβέγεβο.
Είχε κάτι παιδικές κούκλες τις οποιές φρόντιζε σαν παιδιά της. Ή Παρασκευή ήταν πάντοτε πολύ καθαρή, φορούσε καθαρά και ανοιχτόχρωμα ρούχα και μεριμνούσε να διατηρεί το κελί της σε άριστη κατάσταση, κάτι πού δεν συμβαδίζει με το τυπικό των υπόλοιπων σαλών. Το κρεβάτι της το είχε στολισμένο με χοντρά μαξιλάρια και πολλές κούκλες και δεν το χρησιμοποιούσε σχεδόν ποτέ, άφοϋ κοιμόταν ελάχιστα και ποτέ ξαπλωμένη. 
Όταν έλεγε την Ευχή συνήθιζε να πλέκει κάλτσες,ενώ όταν έκοβε χόρτα με το δρεπάνι έκανε πολλές εδαφιαίες μετάνοιες.
Ο πνευματικός κόσμος ήταν ανοιχτός για εκείνην μπορώντας έτσι να βλέπει τις ψυχές και τις σκέψεις αυτών που την επισκεπτόνταν.
Επίσης ή Παρασκευή νουθετούσε και καθοδηγούσε μιαν άλλη δια Χριστόν σαλή, την όσια Μαρία Ίβανοβνα.
Στούς επισκέπτες της συνήθιζε να βάζει μπόλικη ζάχαρη στο τσάι τους αν πρόβλεπε κάτι κακό. Το 1903 όταν έγινε η ανακομιδή του λειψάνου του Αγ.Σεραφείμ του Σαρώφ,η Οσία Παρασκευή προεφήτεψε στον τσάρο Νικόλαο και στην τσαρίνα ότι θα γεννήσουν έναν διάδοχο,αλλά και όλα τα αιματηρά γεγονότα που συνέβησαν το 1917.Είναι χαρακτηριστικό ότι γέμισε το φλυτζάνι του τσάρου με ζάχαρη κάνοντάς το να ξεχειλήσει.Όσοι είδαν το πρόσωπο του τσάρου μετά την έξοδό του από το κελί της οσίας είδαν ότι ήταν φανερά ταραγμένος.Πριν το θάνατό της έκανε μετάνοιες μπροστά στο πορτραίτο του τσάρου προβλέποντας έτσι την αγιότητά του.
Η Ρωσική Εκκλησία, τιμά την μνήμη της στις 22 Σεπτεμβρίου. Τη μέρα αύτη κοιμήθηκε ειρηνικά το έτος 1915 μ.Χ. σε ηλικία 120 χρονών.

ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ Η ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ

Γεννήθηκε στο χωριό Γκολέτκοβα της επαρχίας Ταμπόφ της Ρωσίας. Σέ ηλικία 13 χρόνων έμεινε ορφανή και από τους δυο γονείς της Ζαχαρία και Πελαγία και πήγε να μείνει με την οικογένεια του μεγαλύτερου της αδελφού. Εκεί δεν την ήθελαν, λόγω κυρίως του γεγονότος ότι παραμελούσε τον εαυτό της και ένοιωθαν προσβεβλημένοι από το όλο παρουσιαστικό της. Ποτέ δεν χτενιζόταν και τα ρούχα της αποτελούνταν κυρίως από κουρέλια. Είχε επίσης από πολύ μικρή μια τάση να συμπεριφέρεται παράξενα.
"Έτσι έφυγε και άρχισε να περιπλανιέται μεταξύ των περιοχών του Σάρωφ, του Ντιβέγεβο και του Άρντάτωφ. Πάντοτε μισόγυμνη και πεινασμένη φορώντας καταστρεμμένα παπούτσια χειμώνα-καλοκαίρι. Τα βράδια τα περνούσε στο δάσος προσευχόμενη και ήταν σχεδόν πάντοτε λασπωμένη.
Συχνά επισκεπτόταν το μοναστήρι του Ντιβέγεβο και εκεί όσες καλογριές τη λυπόντουσαν της έδιναν καθαρά ρούχα, τα όποϊα σε λίγες μέρες ή Μαρία απαλλασσόταν δίνοντας τα στους φτωχούς. Υπήρχαν όμως και οι μοναχές εκείνες πού την έδιωχναν κακήν κακώς. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για κανέναν και για τίποτα.
Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά τη δέχτηκαν στο μοναστήρι οπού έκάρη μοναχή. Έκεί συνέχισε να προσποιείται τη σαλή για να κρύβει τις αρετές της, ιδίως το προορατικό χάρισμα πού ό Κύριος μας της έδωσε. Άρχισαν σιγά-σιγά να την επισκέπτονται διάφοροι πού άκουσαν γιααυτήν και ζητούσαν συμβουλή για κάποιο πρόβλημα τους η για να πάρουν πνευματικές νουθεσίες.
Κάποτε την επισκέφτηκε ένα μικρό αγόρι και ή Μαρία είπε: «Κοίταξε, ήρθε ό ιερέας Αλέξιος». Το παιδί αργότερα έγινε ιερομόναχος με το όνομα αυτό. Όταν κάποτε την επισκέφτηκε ό πατήρ Αλέξιος ή όσία του είπε: «Δεν τρώω κρέας. Άρχισα να τρώω χορταρικά και τώρα είμαι καλύτερα». Τα λόγια αυτά ήταν για εκείνον, που είχε αρχίσει να τρώει κρέας μετά από κάποια αρρώστια του. Της έβαλε μετάνοια και έκοψε το κρέας.
"Αλλοτε την επισκέφτηκε μια κυρία από το Μούρομ και μόλις την είδε της είπε ότι κάπνιζε σαν φουγάρο. «Δεν μπορώ να το κόψω, καπνίζω και τη νύχτα, ακόμα και πριν τη Θεία Λειτουργία» της απάντησε. Τότε ή Μαρία είπε στη συγκελλιώτισσά της να πάρει την ακριβή ταμπακέρα της και να την πετάξει στη φωτιά. Μετά από καιρό πήραν ένα γράμμα από την κυρία αύτη πού εκφράζε την ευγνωμοσύνη της, αναφέροντας ότι από τότε πού τους επισκέφτηκε ούτε πού σκέφτεται το τσιγάρο.
Μια άλλη φορά την επισκέφτηκαν κάποιες μοναχές, εξαδέλφες του Μίσα Άρτσιμπούσεβα και τη ρώτησαν γι' αυτόν. Ή όσία τους είπε ότι ό Μίσα έμπλεξε τελευταία με μια γύφτισσα. Μετά αφού συναντήθηκαν και τον ρώτησαν σχετικά, τους εξήγησε ότι ενώ ποτέ δεν κάπνιζε, τελευταία αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα πού είχαν για μάρκα μια «γύφτισσα».
Μετά την μεταπολίτευση στη Ρωσία από την Κομμουνιστική Επανάσταση του 1917, ή Μαρία άρχισε να χρησιμοποιεί πολύ άσχημη γλώσσα, θέλοντας έτσι να υποδείξει τα νέα δεινά της Εκκλησίας από το νέο καθεστώς. Οι υπόλοιπες μοναχές σκανδαλιζόμενες τη ρώτησαν πώς ήταν δυνατόν μια καλογριά να μην μιλάει ευγενικά και ή Μαρία απάντησε: «Υπό τον Τσάρο Νικόλαο αυτό ήταν εύκολο, για δοκιμάστε το και με τους Σοβιετικονς».
Τέλος ή Μαρία Ίβάνοβνα κοιμήθηκε ειρηνικά το 1927.

Οι Αγίες Αλεξάνδρα,Μάρθα και Έλενα
ΑΓΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ-ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΤΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΝΤΙΒΕΕΒΟ 
Η Αγαθή Σεμιόνοβνα Μελγκούνοβα,ήταν πολύ πλούσια και κατείχε πολλά κτήματα στο Γιάροσλαβ,στο Βλαντιμίρ και στο Ριαζάν.Από νεα έμεινε χήρα και το 1760 έγινε μοναχή στη Μονή Φλορέφσκι του Κιέβου με το όνομα Αλεξάνδρα.Δεν της ήταν γραφτό να μείνει πολύ εκεί αφού είδε σε όραμα την Παναγία η οποία της είπε να φτιάξει ένα νέο μοναστήρι. 
Υπό την καθοδήγηση της Παναγίας και μετά από δεκάδες προσκυνήματα,η Αγ.Αλεξάνδρα έφτασε στον τόπο που είχε διαλέξει η Παναγία.Ήταν στο Ντιβέεβο,όχι πολύ μακρια από το Σαρώφ όπου την εποχή εκείνη βρισκόνταν μια ανδρική μονή γνωστή για τους μεγάλα πνευματικά της αναστήματα.Υπό την καθοδήγηση των ερημιτών του Σαρώφ η Αγ.Αλεξάνδρα ξεκίνησε την ησυχαστική της ζωή σ'ένα κελί δίπλα από έναν ναό αφιερωμένο στην εικόνα της Παναγίας του Καζάν.Δώρησε όλην την περιουσία της για να χτιστούν και να ανακαινιστούν ναοί και για να βοηθηθούν χήρες τα ορφανά και οι φτωχοί.Η ίδια ζούσε από τον ιδρώτα του προσώπου της καθαρίζοντας σταύλους ή πλένοντας ρούχα.Οι κάτοικοι του Σαρώφ θυμόνταν για πολλά χρόνια την ταπεινοφροσύνη της και τη βοήθεια που πρόσφερε στα κρυφά. 
Σιγά-σιγά εκεί δημιουργήθηκε μια αδελφότητα βάση της οποίας ήταν η εκουσία φτωχεία,η χειρωνακτική εργασία,η φιλοξενία των προσκυνητών και η αδιακοπη ευχή του Ιησού,βαδίζοντας έτσι στη χνάρια της αυθεντικής ορθόδοξης μοναστικής ζωής
Από την αρχή ακόμη ερχόνταν στην Αγ.Αλεξάνδρα άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης για να πάρουν συμβουλές και να πάρουν την ευλογία της.
Η Αγ.Αλεξάνδρα εκοιμήθη στις 13 Ιουνίου 1789 και είχε πει ότι εκεί θα χτιστεί ένα μεγάλο μοναστήρι ,αλλά και τις ταραχές που θα λάβουν μέρος εκεί.Δυο εβδομάδες πριν από την κοίμησή της πήρε το μεγάλο αγγελικό σχήμα.
Ο Αγ.Σεραφείμ του Σαρώφ της είχε βαθειά εκτίμηση ακόμη από όταν η αγία ζούσε.Μετά το θάνατό της είπε ότι εκείνη βρίσκεται κοντά στο θρόνο του Θεού και είπε σε μια αδελφή να μάθει στους υπόλοιπους να προσεύχονται σ'αυτήν με τον ακόλουθο τρόπο:«Μητέρα και Κυρία μου προσευχήσου για μένα στον Κύριο να με συγχωρήσει,όπως Εκείνος συγχώρεσε εσένα και να με θυμηθείς και εμένα μπροστά στο θρόνο του Θεού»
Στο μοναστήρι υπάρχουν πολλές γραπτές μαρτυρίες για τα θαύματα που έκανε η Αγ.Αλεξάνδρα

ΟΣΙΑ ΜΑΡΘΑ(μοναχή Μάρθα)
Η Μαρία Σεμένοβνα Μελιούκοβα είχε στενή πνευματική σχέση με τον Οσιο Σεραφείμ του Σαρώφ.Μπήκε στη μονή το 1823 και από τα 13 της χρόνια μια άσκησή της ήταν η σιωπή.Πάντοτε βρισκόνταν σε βαθιά και αδιάκοπη προσευχή.Η ασκητική της ζωή ξεπερνούσε σε σκληρότητα και αυστηρότητα την ασκητική ζωή πολλών μοναχών,ενώ η υπακοή της στο Όσιο Σεραφείμ ήταν τελεία.
Ήταν τέτοια η πνευματική της σχέση με τον Όσιο Σεραφείμ όπου εκείνος της απεκάλυψε πολλά από τα όσα επρόκειτο να συμβούν στη μονή,αλλά και για τα όσα του είπε η Παναγία κατά τις επισκέψεις της στον Όσιο.Μετά την κοίμηση της στις 21 Αυγούστου 1829,ο όσιος Σεραφείμ απεκάλυψε στις άλλες μοναχές ότι της είχε δώσει το μέγα μοναχικό σχήμα και«ότι τώρα η ψυχή της βρίσκεται στη Βασιλεία των ουρανών,κοντά στην Αγ.Τριάδα,στο θρόνο του Θεου και όλοι θα βοηθηθούν απ'αυτήν»
Στην κηδεία της η Πρασκόβια Σεμένοβνα,αδελφή της μοναχής,είδε ξεκάθαρα στην Ωραία Πύλη την Παναγία και την μοναχή Μάρθα να στέκεται στον αέρα.Η Πρασκόβια Σεμένοβνα άρχισε τότε να κάνει την τρελλή,να προφητεύει και να σχίζει τα ρούχα της.Τότε όλοι άκουσαν φωνές και των τριγμό της εξόδου των δαιμόνων απ'αυτήν.
Ο Όσιος Σεραφείμ διηγούνταν πως κατα τη διάρκεια της κηδείας έλαβαν πολλοί άνθρωποι θέραπεία. Μετά από λίγο καιρό ο Όσιος Σεραφείμ «έλαβε επιβεβαίωση»ότι η μοναχή Μάρθα βρίσκεται κοντά στο θρόνο του Θεού και κοντά στην Παναγία,δίπλα από τις αγίες παρθένες και τους προέτρεπε όλους να προσεύχονται σ'έκεινην.

ΟΣΙΑ ΕΛΕΝΑ(μοναχή Έλενα)
Η Έλενα Βασίλιεβνα Μαντούροβα,με την ευλογία του Αγ.Σεραφείμ συνεχισε την παράδοση της Μοναχής Αλεξάνδρας.Όταν ήταν μικρή«είχε εύθυμο χαρακτήρα,αγάπη για τα εγκόσμια και την έλκυαν οι διασκεδάσεις»Ενώ ήταν έτοιμη να παντρευτεί απέρριψε χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο τον γαμπρό.Μετά απ'αυτό είδε ένα όραμα όπου ένα τεράστιο φίδι προσπαθούσε να την καταπιεί,αλλά την έσωσε η Παναγία.Τότε η Έλενα Βασίλιεβνα υποσχέθηκε να πάει στο μοναστήρι.Απαρνήθηκε εντελώς τα εγκόσμια,αρχισε να διαβάζει τα έργα των Αγ.Πατέρων,να προσεύχεται και να εργάζεται.Τρία χρόνια την προετοίμαζε ο Άγιος Σεραφείμ για να γίνει μέλος της μοναστικής αδελφότητας.Αυτό συνέβη το 1825.Ο άγιος προφήτεψε τον δρόμο που θα ακολουθήσει και την προέτρεψε να μιμηθεί τη ζωή της Αγ.Αλεξάνδρας.Ζούσε εν προσευχή και σιωπή.

Η επίγεια ζωή της έλαβε τέλος κατά θαυμαστό τρόπο.Κάνοντας υπακοή στον Άγ.Σεραφείμ πέθανε στη θέση του αδελφού της Μιχάι Βασίλιεβιτς Μαντούροβ.Πριν την κοίμηση της αξιώθηκε να δει σε όραμα τον Κύριο σαν να ήταν φωτιά μαζί με την Παναγία,η οποία της έδειξε την τότε την προηγούμενη και την μέλλουσα αδελφότητα του Ντιβέεβο.Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 28 Μαίου 1832.Ο Αγ.Σεραφείμ «έλαβε»την ''πληροφορία''ότι η μοναχή Ελενα βρισκόνταν κοντά στο θρόνο της Αγ.Τριάδος και ότι βρισκόνταν στον ουράνιο χορό των παρθένων της Βασίλισσας των Ουρανών.Το λείψανό της παρέμεινε άφθορο.
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ