Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΞΕΝΗΣ



site analysis


                      
                                                                  ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μέσα στους αιώνες που κύλισαν είναι πολλές οι ψυχές που αγάπησαν το θείο Διδάσκαλο και έζησαν όπως εκείνος παραγγέλει. Αυτές οι ψυχές γίνονται , ιδιαίτερα στις μέρες μας φάροι πνευματικοί.
Μια από αυτές τις ψυχές είναι και η Οσία Ξένη
Στα ίχνη του Ιησού,που ξενιτεύτηκε από τον ουρανό στη γη, αναχώρησε και η οσία με τις δύο θεαραπαινίδες της σε ξένη χώρα για να μπορεί εκεί να προσφέρει τη λατρεία της στο Χριστό και τη διακονία της στον συνάνθρωπο.
Στη ζωή της συνάντησε πολλές δυσκολίες. Δεν λύγισε όμως. Έμεινε όρθια και σαν λαμπάδα έλιωνε στο βωμό της αγάπης και της προσφοράς, για να φωτίζει αιώνια κάθε ψυχή που θέλει να ακολουθήσει τη δική της ζωή.
Αυτή τη ζωή της,  ζωή  αγάπης και  διακονίας, αγωνίζεται να υλοποιήσει  η Αδελφότητά μας. Και προσπαθεί να το επιτυγχάνει κάθε φορά και περισσότερο, κάθε φορά και καλύτερα.
είθε η Οσία Ξένη, να γίνει το φωτεινό παράδειγμα που θα μας εμπνέει πάντοτε, ώσπου να έρθει η ώρα και της δικής μας αποδημίας από τη γη στον ουρανό, όπου ευφραίνεται η Οσία μας με άπειρες άλλες ψυχές που αγάπησαν και ακολούθησαν τα ίχνη του Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει κάθε τιμή και δόξα.

Η ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ
Βρισκόμαστε στον Ε΄ μ.Χ. αιώνα. Η Ρώμη εξακολουθεί να παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον από το παλιό της μεγαλείο.
Η Ρώμη θα θυμίζει πάντοτε τις πιο ευγενικές μορφές που έζησαν στην πόλη αυτή τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Θα θυμίζει ένα Σεβαστιανό και έναν Παγκράτιο μια Αγνή και μια Καικιλία και πλήθος άλλων μαρτύρων.
Αλλά και μετά την εποχή των διωγμών η πόλη δεν έπαψε να γεννά ευγενικές και εκλεκτές ψυχές. Μια τέτοια ψυχή είναι η Οσία Ξένη. Ευσεβία ήταν το πρώτο της όνομα. Οι γονείς της ήταν ειδωλολάτρες επιφανείς και πλούσιοι.Γι’ αυτό φρόντισαν να δώσουν στην κόρη  τους ανάλογη αγωγή και μόρφωση. Η Ευσεβία, όσο ήταν δυνατό σε μια κοπέλα της εποχής της, αγάπησε τα γράμματα, αλλά περισσότερο αγάπησε την αρετή. Ήταν ψυχή ενάρετη, ήταν όμως ειδωλολάτρισσα.
Αλλά μια τόσο καλοπροαίρετη ψυχή ήταν αδύνατο να μείνει μακριά από τη χριστιανική πίστη. Μέσα στο αρχοντικό της υπήρχαν πολλές δούλες και δύο από αυτές ήταν χριστιανές. Αυτές οι δύο ανέλαβαν, με πολλή προσευχή, αγάπη και υπομονή να κατηχήσουν τη νεαρή Ευσεβία, που έγινε μια πιστή και αφοσιωμένη μαθήτρια του Ιησού. Η καρδιά της ήταν «γη αγαθή»,και ο σπόρος του Θείου Λόγου ρίζωσε και καρποφόρησε πλούσια.
ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
Όταν η χριστιανή Ευσεβία ενηλικιώθηκε, διέθετε πολλά προσόντα. Είχε ευγενική καταγωγή, μόρφωση, ομορφιά και ήταν πλούσια. Γι’ αυτό πολλοί επιφανείς Ρωμαίοι τη ζήτησαν σε γάμο. Οι γονείς της διάλεξαν τον επιφανέστερο. Η κόρη όμως δυσαρεστήθηκε, γιατί στην καρδιά της είχε ανάψει η φλόγα της αγάπης στον Ιησού. Προτιμούσε να γίνει νύμφη Χριστού και όχι ενός Ρωμαίου άρχοντα. Ωστόσο οι γονείς της γίνονταν καθημερινά φορτικοί και επέμεναν στο γάμο. Έτσι η Ευσεβία αποφάσισε να φύγει κρυφά σε άγνωστο μέρος, όπου θα μπορούσε ελεύθερη και απερίσπαστη να δοθεί ολοκληρωτικά στα δύο μεγάλα της ιδανικά: Στη λατρεία του Ιησού και στη διακονία του πλησίον.
Αλλά μόνη της πού θα πήγαινε; Αποφάσισε λοιπόν να εμπιστευθεί την απόφασή της στις δύο χριστιανές θεραπαινίδες της και να τις καλέσει στο δικό της τρόπο ζωής λέγοντάς τους την απόφασή της: «Επιθυμώ να σας εμπιστευθώ ένα μυστικό της καρδιάς μου. Σας εξορκίζω όμως να μην αποκαλύψετε τίποτε και σε κανέναν. Επιπλέον σας παρακαλώ να με ακολουθήσετε, για να με βοηθήσετε στον ιερό σκοπό μου, αλλά κι εσείς να σώσετε τις ψυχές σας».
Ύστερα από αυτά πρόσθεσαν και εκείνες: «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Προτιμούμε να πεθάνουμε μαζί σου παρά να βασιλεύσουμε μακριά σου».
ΑΠΟΔΗΜΗΤΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η Ευσεβία ευχαρίστησε το Θεό για την κατανόηση που βρήκε από τις δύο πιστές θεραπαινίδες και επιδόθηκε στην προετοιμασία του μεγάλου εγχειρήματος. Μοίρασε στους φτωχούς της πόλης όλα τα χρυσά και ασημένια στολίδια της, ενώ για τον εαυτό της κράτησε όσα χρήματα της ήταν αναγκαία. Πώς όμως θα έφευγε από το σπίτι της , χωρίς να γίνει αντιληπτή η αναχώρησή της; Προσευχήθηκε πολύ στον Κύριο και αποφάσισε να αναχωρήσουν νύχτα από το σπίτι της.Και για να μη δώσουν υποψία σε κανένα φόρεσαν ανδρικές στολές.
Φωτισμένες από την προσευχή κατέβηκαν στο επίνειο της Ρώμης, την Όστια. Εκεί ένα πλοίο ήταν έτοιμο να αναχωρήσει για την Αλεξάνδρεια. Ανέβηκαν στο καράβι και ξεκίνησαν για την Αλεξάνδρεια.
Το ταξίδι ήταν κοπιαστικό και επικίνδυνο, η Ευσεβία όμως δεν ανησυχούσε γι’ αυτό. Ήταν πρόθυμη να υποστεί κάθε ταλαιπωρία και είχε πλήρη εμπιστοσύνη σ’ Εκείνον για τον οποίο επιχειρούσε την περιπέτεια αυτή.
ΣΤΗΝ ΚΩ
Στην Αλεξάνδρεια η Ευσεβία δεν ησύχασε. Σε μια μεγάλη πόλη υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να γίνει αντιληπτή η παρουσία της από του πατέρα της, που σίγουρα θα κινούσαν γη και ουρανό για να την βρουν. Γι’ αυτό επιβιβάζεται για δεύτερη φορά σ’ ένα πλοίο, με κατεύθυνση τη νήσο Κω. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού η Ευσεβία σκέφτηκε ότι οι άνθρωποι που θα έστελνε ο πατέρας της για να τη βρουν θα την αναζητούσαν με το όνομα Ευσεβία.
Έτσι αποφάσισε να αλλάξει το όνομά της με κάποιο άλλο που θα ήταν σχετικό με την περιπέτειά της και θα εξέφραζε τον ψυχικό της κόσμο. Κι αυτό το όνομα ήταν το όνομα Ξένη.
 Ξένη, γιατί ξένη ήταν στα μέρη που ταξίδευε, Ξένη, γιατί ξενιτεύθηκε. Πολλοί Ρωμαίοι και Ρωμαίες ξενιτεύονταν τότε εξαιτίας του εμπορίου, για να γνωρίσουν άλλα μέρη ή να διασκεδάσουν την ανία τους. Η Ξένη όμως ξενιτεύθηκε για να μπορεί να επιδοθεί απερίσπαστα στη λατρεία του Ιησού και στη διακονία των ανθρώπων.
Ξένη, γιατί ήθελε να παραμείνει ξένη μέσα στον κόσμο, απαρατήρητη, αφανής. Αγάπησε πολύ την ταπεινοφροσύνη η Οσία Ξένη. Όνειρό της ήταν να παραμείνει για πάντα μια ταπεινή ψυχή. Το καινούριο της λοιπόν όνομα θα της υπενθύμιζε την επιδίωξή της αυτή.
Ξένη, γιατί έπρεπε να είναι ξένη προς τον κόσμο της αμαρτίας, ξένη προς την κακία. Το μίσος δεν είχε θέση στην καρδιά της ούτε ο φθόνος ούτε η ζήλεια. Μέσα στην καρδιά της υπήρχε μόνο φλογερή αγάπη. Αγάπη για τον Χριστό και για τον κόσμο. Δεν είχε καρδιά που να εχθρεύεται. Ήταν μια αληθινή νύμφη του Νυμφίου Ιησού.
Ξένη, για να μη ξεχάσει ποτέ ότι ήταν ξένη στη γη αυτή. Ξένη, για να μην επηρεασθεί από τα πράγματα του κόσμου αυτού.
Ξένη, για να θυμάται το χρέος της ξενίας, της φιλοξενίας προς τους ανθρώπους. Η Οσία Ξένη σκεφτόταν ότι όταν θα τακτοποιούνταν οριστικά, θα έδειχνε ιδιαίτερη αγάπη για τους ξένους. Θα έχτιζε ιδιαίτερο ξενώνα γι’ αυτούς και θα ασκούσε τη φιλοξενία όπως ο Αβραάμ, ο Λωτ και άλλες φιλόξενες ψυχές.
Ξένη, για να της θυμίζει το όνομα αυτό την ουράνια φιλοξενία, για την οποία έκανε λόγο ο Κύριος τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής του.
Την απόφασή της για το καινούριο όνομα η Οσία Ξένη την έκανε γνωστή στις δύο θεραπαινίδες,οι οποίες άκουσαν με θαυμασμό την έμπνευση της αυτή.
                     ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΠΟΙΜΑΙΝΕΙ, ΚΥΡΙΕ;
Παράλληλα με τον τόπο της οριστικής τους διαμονής τις τρεις αποδημήτριες του Χριστού τις  απασχολεί η έλλειψη πνευματικού οδηγού. Πού να πάνε να μείνουν για πάντα μόνες; Ποιος θα τις συμβουλεύει; Ποιος θα τις προτρέπει στο καλύτερο; Ποιος θα τις επιπλήττει για τα σφάλματά τους; Ποιος θα τις ενισχύει στις  δύσκολες στιγμές, στις στιγμές των ποικίλων πειρασμών; Ποιο πατρικό χέρι θα τις σηκώνει από τις πνευματικές τους πτώσεις;
Είναι πρόβατα του Χριστού. Πρόβατα χωρίς ποιμένα γίνεται; Ποιος θα τις ποιμαίνει; Υπάρχουν λύκοι παντού, που ζητούν, να κατασπαράξουν τα πρόβατα του Χριστού. Ποιος λοιπόν, θα τις προστατεύσει απ’ αυτούς τους λύκους;
Αναζητούν λοιπόν οδηγό, ποιμένα για τον πνευματικό τους καταρτισμό, για την πνευματική τους ασφάλεια και για   να ασκηθούν στην υπακοή.

 
Ο ΠΑΥΛΟΣ
Από το λιμάνι της Κω περνούσαν πολλά πλοία, που πήγαιναν σε όλα τα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου. Εκατοντάδες άνθρωποι ταξίδευαν από το ένα μέρος στο άλλο. Εκεί, παράμερα από το λιμάνι , βλέπουν από μακριά, κάποιο κληρικό. Ήταν μια σεβάσμια μορφή με πρόσωπο αγγελικό. Ήταν ταξιδιώτης, ερχόταν από τα Ιεροσόλυμα. Είχε πάει να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους που κάποτε περπάτησαν τα πόδια του Χριστού. Τώρα επέστρεφε στα Μύλασα της Καρίας, απέναντι στη Μικρασιατική γη,στο Μοναστήρι του Αγίου Απόστολου Ανδρέα, στο οποίο ήταν ηγούμενος. Το όνομά του ήταν Παύλος, ιερομόναχος.
                                               Η ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ ΣΤΑ ΜΥΛΑΣΑ
Οι τρεις αμνάδες του Ιησού, ακολουθώντας τον πνευματικό τους ποιμένα, που τους έστειλε Εκείνος, φθάνουν στα Μύλασα. Ο Παύλος φροντίζει πολύ για τις ψυχές αυτές. Αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην οριστική τακτοποίησή τους. Φωτίζεται από το Θεό και διαπιστώνει στις ψυχές τους δύο μεγάλους πόθους, τον πόθο της αγιότητας και τον πόθο για δράση. Να κάνουν καλό στον κόσμο, να φανούν χρήσιμες στον πλησίον. Να διακονήσουν πιστά και πρόθυμα τον Κύριο, παντού, όπου τις προστάξει ο Παύλος τους. Να αξιωθούν να γίνουν τρεις σεμνές και ταπεινές διακόνισσες Εκείνου.
                                                
                                              ΣΤΟ ΒΩΜΟ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ

Από εδώ και πέρα η διακονία της Οσίας Ξένης γίνεται πιο εντατική και κοπιαστική. Δεν είχε πια μόνο το Κοινόβιό της αλλά και το έργο και την αποστολή της Διακόνισσας της Εκκλησίας. Πρώτη αυτή, και ύστερα ένας αριθμός ευλαβών ψυχών, αφιερωμένων παρθένων, αποτελούσαν , πλάι στον καλό και ευλαβή επίσκοπο Παύλο , έναν όμιλο, σαν τον όμιλο των γυναικών που ακολουθούσαν τον Ιησού και τον διακονούσαν…
Σαν ένας άγγελος του Θεού έδινε το παρών στους φτωχούς, στους αρρώστους και στους φυλακισμένους. Φρόντιζε για τη φιλοξενία των γυναικών, για την επιτήρηση των θυρών του Ναού κατά την ώρα της λατρείας και είχε την επίβλεψη των χριστιανών γυναικών, τις οποίες συμβούλευε και νουθετούσε σαν Διακόνισσα. Κατηχούσε τις νέες και τις γυναίκες και έπαιρνε ενεργό μέρος στο Μυστήριο του Βαπτίσματος. Αλλά η πιο υψηλή διακονία ήταν η μεταφορά της Θείας Ευχαριστίας σε άρρωστες, γυναίκες, που δεν μπορούσαν να εκκλησιαστούν
Στην κοπιαστική της διακονία θυμόταν πάντοτε τον Νυμφίο της και Σωτήρα Χριστό, που δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται για τη σωτηρία των ψυχών.
Η Οσία Ξένη, μεθυσμένη από την πνευματική της διακονία , ξέχασε το νόημα της λέξης ανάπαυση. Βιαζόταν να κάνει καλό στον κόσμο. Πονούσε να βλέπει άλλες ψυχές να ζουν στην άγνοια και στην αμαρτία, και άλλες να έχουν ανάγκη από οποιαδήποτε βοήθεια.
Στη διακονία της συχνά θυμόταν τα ολοκαυτώματα της Παλαιάς Διαθήκης. Θυμόταν τα περιστέρια, που καίγονταν ολόκληρα πάνω στα θυσιαστήρια, για να γίνουν οσμή ευωδίας στον Κύριο. Περιστερά κι’ αυτή του Χριστού, ήθελε να θυσιαστεί ολόκληρη πάνω στην ωραία της αποστολή.
Θυσιαστήρια, πάνω στα οποία καιγόταν καθημερινά, ήταν πολλά. Θυσιαστήρια ήταν οι αδελφές του Κοινοβίου της. Κάθε αδελφή ήταν για την Οσία Ξένη κι’ ένα θυσιαστήριο, πάνω στο οποίο θυσίαζε κάθε φορά και κάτι περισσότερο από τη ζωή της.Η αγωνία για την πνευματική τους προκοπή, η ανησυχία τους για την σωτηρία των ψυχών τους, ήταν μια φλόγα που κάλυπτε ολόκληρο το είναι της.
Θυσιαστήριο ήταν κάθε κατηχούμενη. Η σκέψη ότι γι’ αυτή την ψυχή ο Ιησούς με αγωνία προσευχόταν στον κήπο της Γεθσημανής την έκανε να συμμετέχει στην αγωνία του Ιησού, στην αγωνία για τη σωτηρία της ψυχής που κατηχούσε, έργο, το οποίο της ανέθεσε η Εκκλησία με τον πνευματικό της πατέρα, τον επίσκοπο των Μυλάσων, τον Παύλο.
Θυσιαστήριο ήταν κάθε πονεμένη ψυχή που ζητούσε δύο λόγια παρηγοριάς και λίγο κουράγιο, για να συνεχίσει την πορεία της σε κάποιο Γολγοθά της ζωής της. Η Οσία Ξένη πονούσε με όλες τις πονεμένες ψυχές, γιατί τις αγαπούσε όλες. Όλοι οι άνθρωποι που έτρεχαν κοντά της για οποιοδήποτε πνευματικό θέμα, ήταν θυσιαστήρια για την καλή και ακαταπόνητη Διακόνισσα της επισκοπής των Μυλάσων.
Η ζωή της ήταν μια λαμπάδα. Και όπως η λαμπάδα λιώνει όσο καίει, έτσι και εκείνη. Σαν μια πνευματική λαμπάδα έλιωνε κάθε μέρα όλο και περισσότερο, ώσπου έφθασε το τέλος.
                                                            
                                    ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΣΤΕΦΑΝΙ
Όλες οι αδελφές του κοινοβίου των Μυλάσων συγκεντρώθηκαν,τότε, γύρω από το σεπτό σκήνωμα της Οσίας Ξένης με βαθιά οδύνη στην καρδιά και με δάκρυα στα μάτια. Την έκλαψαν πολύ την πνευματική τους μητέρα. Την έκλαψαν όσο την πόνεσαν. Την έκλαψαν όσο την αγάπησαν στη ζωή τους.
Εκεί πλάι, με το βλέμμα τους στραμμένο στη θεία μορφή της, άφησαν την σκέψη τους να πάει στα περασμένα. Η κάθε αδελφή θυμόταν τη δική της ιστορία, που σχετιζόταν με τη γερόντισσα αυτή, και άρχιζε την ώρα που ο Κύριος οδήγησε τα βήματά της στο Κοινόβιο της Καρίας .Στην αναμόχλευση της όμορφης αυτής ιστορίας τους, έβλεπαν για μια ακόμα φορά την απέραντη αγάπη που έτρεφε η μεγάλη νεκρή τους, όσο ζούσε στις ψυχές τους. Μια αγάπη που εκδηλωνόταν άλλοτε με γλυκύτητα, άλλοτε με αυστηρότητα, άλλοτε με επιπλήξεις κι άλλοτε με κάποιον άλλο τρόπο που τον ενέπνεε η αγάπη της και ο Ιησούς.
Στη συνείδηση των αδελφών η προεστώσα τους είχε επιβληθεί σαν αγία. Αυτό το διακήρυξε και ο Θεός την ημέρα της κοιμήσεώς της με τον πιο εντυπωσιακό και θαυμαστό τρόπο. Ήταν μεσημέρι, κανένα σύννεφο δεν σκίαζε τον ορίζοντα των Μυλάσων και ο ήλιος έλαμπε. Τότε ακριβώς φάνηκε στον ουρανό ένα στεφάνι από αστέρια, που στο κέντρο είχε ένα σταυρό λαμπρό, από αστέρια κι’ αυτό.
Το θαυμάσιο αυτό φαινόμενο το είδαν όλοι οι κάτοικοι των Μυλάσων και των περιχώρων. Το παρατήρησαν με προσοχή και με δέος χωρίς όμως να καταλαβαίνουν τη σημασία του. Εκείνη την ημέρα γιόρταζε το χωριό Λευκή, προάστιο των Μυλάσων, τη μνήμη του Αγίου Εφραίμ, που έζησε και κοιμήθηκε στα Μύλασα. Οι προσκυνητές, που ήταν πολλοί, είδαν και αυτοί τα λαμπρό στεφάνι με το ίδιο δέος και την ίδια συγκίνηση, αλλά και με την ίδια απορία που το έβλεπαν και οι εκεί κάτοικοι. Την εξήγηση έδωσε ο επίσκοπος Παύλος, που ήταν παρών στην πανήγυρη του Αγίου: «Η κυρία Ξένη κοιμήθηκε και γι’ αυτό φάνηκε τέτοιο σημάδι θαυμαστό».
Η εξήγηση αυτή συγκλόνισε τους χριστιανούς. Επίσκοπος και λαός αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία έτρεξαν στο Κοινόβιο των Μυλάσων. Όλος αυτός ο κόσμος δόξαζε το Θεό, που με το θαυμαστό στεφάνι διακήρυττε την αγιότητα της καλής Διακόνισσας. Οι ευλαβείς γυναίκες των Μυλάσων παρακαλούσαν θερμά τον επίσκοπό τους: «Μη κρύψεις το μαργαριτάρι Δέσποτα. Μη θάψεις το θυσαυρό. Μη καλύψεις τον έπαινο και τη δόξα της πόλης. Ας δουν όλοι ποιου Δεσπότη Χριστού είμαστε δούλοι. Ας δουν οι άπιστοι το μυστήριο και ας ντραπούν. Ας δουν οι Ιουδαίοι το σημείο του Σταυρού και ας γνωρίσουν ότι ο Σταυρωθείς απ’ αυτούς, Θεός ήταν.Ας δουν όλοι την Ξένη ποια δόξα αξιώθηκε από το Θεό. Ας δουν όλοι ποια δωρεά και χάρη αξιώθηκε η πόλη μας…»
Ο καλός εκείνος επίσκοπος άκουσε την παράκληση των πιστών και έκανε όπως του είπαν. Όταν έφθασαν στο Κοινόβιο, προσκύνησαν με ευλάβεια το λείψανο της Οσίας και ύστερα σχηματίστηκε μεγάλη πομπή με το λείψανό της. Μπροστά ήταν ο κλήρος και πίσω ακολουθούσε ο λαός με αναμμένες λαμπάδες. Η πομπή πέρασε μέσα από τα Μύλασα, για να δουν όλοι τη δόξα που αξιώθηκε από τον Θεό η Οσία Ξένη.Το παράδοξο ουράνιο στεφάνι με το σταυρό ακολουθούσε πάνω από την πομπή και ακριβώς πάνω από το άγιο λείψανο. Και κάθε φορά που η πομπή σταματούσε μπροστά σε κάθε εκκλησία , για να γίνει δέηση, σταματούσε και το στεφάνι. Όλοι έτρεξαν να δουν από κοντά αυτό το θαύμα. Ακόμα και οι Ιουδαίοι αναγκάσθηκαν να αναγνωρίσουν το θαύμα εκείνης της ημέρας. Η πομπή κατέληξε στο μοναστήρι και κανένας χριστιανός δεν γύρισε το βράδυ σπίτι του. Έμειναν κοντά στο επίσκοπο και στις αδελφές του Κοινοβίου ξάγρυπνοι και προσευχόμενοι.
Θεραπείες ασθενειών
Ανάμεσα στο πλήθος που αγρύπνησε εκείνη τη νύχτα στο Μοναστήρι της Οσίας Ξένης, ήταν και αρκετοί άρρωστοι. Το παράδοξο ουράνιο στεφάνι, που διακήρυττε την αγιότητα της Ξένης των Μυλάσων, έκανε πολλούς αρρώστους να φθάσουν στο Μοναστήρι. Άρρωστοι, που δεν γίνονταν καλά με βότανα και φάρμακα, πίστευαν ότι θα γίνουν καλά με τη χάρη της και έτσι γινόταν. Μόλις οι άρρωστοι άγγιζαν το άγιο λείψανο, γίνονταν καλά.Κόσμος πολύς που υπέφερε από χρόνιες και ανίατες παθήσεις, εκείνο το βράδυ βρήκε τη θεραπεία του, γεγονός για το οποίο όλοι δόξαζαν το Θεό.
                                                 ΣΤΟΝ ΣΙΚΙΝΙΟ ΤΟΠΟ
Επιθυμία της Οσίας ήταν να ενταφιαστεί στον Σικίνιο τόπο. Το ήξεραν αυτό οι αδελφές του Κοινοβίου γι’ αυτό και ο επίσκοπος δέχτηκε να ταφεί εκεί. Έτσι μετά την αγρυπνία και τη νεκρώσιμη ακολουθία μετέφεραν το άγιο λείψανο με πομπή στον Σικίνιο τόπο στο νότιο μέρος των Μυλάσων
Το ουράνιο στεφάνι ακολουθούσε και τώρα την πομπή και μόνο όταν το άγιο λείψανο τοποθετήθηκε στον τάφο, μόνο τότε εξαφανίστηκε από τον ουρανό, ώστε να μην αμφιβάλλει κανείς ότι για την Οσία Ξένη είχε φανεί. Εκεί στο μνήμα του Σικινίου ο επίσκοπος Παύλος πήρε τα σεντόνια που ήταν στο φέρετρο της Οσίας, τα έκοψε σε τεμάχια και τα μοίρασε όλα στους πιστούς. Τα τεμάχια αυτά θα ήταν φυλαχτά, αλλά και μια διαρκής ανάμνηση εκείνης που, ύστερα από το Χριστό, έδωσε την καρδιά της στο λαό αυτό του Θεού.
                                          ΕΥΛΑΒΙΚΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ
Το ιερό σκήνωμα εναποτέθηκε στον τάφο του Σικίνιου τόπου, ενώ η ψυχή της είχε πάρει θέση στην πόλη, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός. Εκείνος στον οποίο έδωσε όλη της την αγάπη και τη λατρεία, όλη της την καρδιά, της έδωσε τα φτερά, για να πετάξει και να αναπαυθεί κοντά του. Την πρώτη φορά πέταξε από τη Ρώμη στα Μύλασα. Αυτή τη φορά πέταξε από τα Μύλασα στον ουρανό. Αποδήμησε από τη γη στα ουράνια σκηνώματα.
Η Οσία Ξένη, με την κοίμησή της, έπαψε να είναι σωματικά παρούσα ανάμεσα στις αδελφές του Κοινοβίου και ανάμεσα στο λαό του Θεού που την αγαπούσε. Ήταν όμως παρούσα πνευματικά. Χάρη στην παρρησία που βρήκε κοντά στον Κύριο, ήταν γι’ αυτές τις ψυχές μια αιώνια μεσίτρια. Δεν έπαψε ποτέ να προσεύχεται στον Κύριο για τους πιστούς που αγάπησε και διακόνησε, όσο ζούσε, κάτω στη γη. Αλλά και οι πιστοί , μάλιστα δε οι αδελφές του Κοινοβίου, έστρεφαν διαρκώς τη σκέψη τους σ’ εκείνην και έκαναν παράκληση στη χάρη της να μεσιτεύει γι’ αυτές στο Θεό.
Ο τάφος της Οσίας έγινε προσκύνημα. Καθημερινά οι πιστοί έρχονταν στον τάφο και εκεί γονατιστοί παρακαλούσαν την Οσία να μεσιτεύει στο Θεό γι’ αυτούς. Πολλοί από τους προσκυνητές, που ήταν άρρωστοι και υπέφεραν από διάφορες παθήσεις, με την πίστη που τους διέκρινε, γίνονταν καλά. Κι αυτοί ήταν εκείνοι, που περισσότερο από όλους μιλούσαν με παλμό για την Οσία, ώστε η φήμη της να φθάσει παντού.
                                                   ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ
Το ιερό λείψανο έμεινε πολλά χρόνια στη γη της Καρίας. Κάποτε όμως, στα μεταγενέστερα χρόνια, παρέστη ανάγκη να γίνει μετακομιδή. Έτσι το ιερό λείψανο της Οσίας Ξένης, σε χρόνο που δεν είναι γνωστός, μεταφέρθηκε στη Θρακική πόλη Σηλυβρία, στον εκεί Μητροπολιτικό Ναό.
                                                     ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΤΩΝ ΜΥΛΑΣΩΝ
Ακολούθησαν χρόνια δύσκολα για τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας. Στα 1922 έγινε η Μικρασιατική καταστροφή και ακολούθησε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Έλληνες χριστιανοί εγκατέλειψαν τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν στο πάτριο έδαφος της κυρίως  Ελλάδας. Μαζί τους πήραν πρώτα τα ιερά λείψανα κι ό,τι άλλο μπορούσαν. Έτσι το ιερό λείψανο της Οσίας Ξένης από τη Σηλυβρία μεταφέρθηκε στην Καβάλα, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα στο ναό του Αγίου Ιωάννου, και από τα Μύλασα στη σημερινή Νίκαια του Πειραιά. Εδώ, στη Νίκαια, οι Μυλασείς, με πρωτοβουλία του από τον Πόντο Επισκόπου Σεβαστείας Γερβασίου, που το 1934 πήρε προαγωγή ως Μητροπολίτης Γρεβενών, και του Αρχιμ. Φιλαρέτου, ανήγειραν ναό στο όνομα της Οσίας, όπου και εναπόθεσαν το τεμάχιο από το ιερό λείψανο της Οσίας Ξένης.
                                                             ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ
Αυτή ήταν η ζωή της Οσίας Ξένης και των δύο θεραπαινίδων της. Αλλά ποια είναι η δική μας ζωή; Όποια κι’ αν είναι, μπορεί να γίνει καλή και από καλή καλύτερη. Τα μυστικά μάς τα αποκαλύπτει η Οσία μας.
Πρώτο μυστικό: Να αγαπήσουμε το Χριστό, έτσι όπως μας το ζητά ο ίδιος, με όλη μας την ψυχή, με όλη μας τη διάνοια, με όλη μας τη δύναμη. Έτσι τον αγάπησε η Οσία μας και οι θεραπαινίδες, έτσι τον αγάπησαν όλες οι άγιες ψυχές. Και όταν έτσι τον αγαπήσουμε, τότε δε θα μπορεί καμιά δύναμη στον κόσμο να μας χωρίσει από το Χριστό.
Δεύτερο μυστικό: Να καλλιεργήσουμε την πνευματική ενότητα με όσες ψυχές έχουν τα ίδια με εμάς πνευματικά ενδιαφέροντα. Με τις αδελφές ψυχές, μ’ αυτές που αγαπούν όπως κι εμείς το Χριστό, με τις αγωνίστριες ψυχές. Ο Ιησούς ζητά επίμονα την ενότητα αυτή.
Τρίτο μυστικό: Να καταρτιζόμαστε πνευματικά. Η συχνή και θερμή προσευχή,  η μελέτη της Αγ. Γραφής και άλλων πατερικών βιβλίων, η τακτική Θεία Κοινωνία και η καθημερινή περισυλλογή θα μας βοηθήσουν σημαντικά στον πνευματικό μας καταρτισμό.
Τέταρτο μυστικό: Να αγαπήσουμε τη διακονία, την προσφορά. Ο Ιησούς έδωσε τη ζωή του. Ας δώσουμε και εμείς τη δική μας. Έ μ β λ η μ ά   μ α ς   α ς   ε ί ν α ι   τ ο   Λ έ ν τ ι ο   τ η ς   Μ.   Π έ μ π τ η ς.

Μακάρι να βρεθούν ψυχές, πολλές ψυχές, που να ενσαρκώσουν τη ζωή και το πνεύμα της Οσίας Ξένης, να δώσουν τη μαρτυρία του Ιησού στο σύγχρονο κόσμο και να πράξουν ό,τι καλό και ωραίο για το καλό των συνανθρώπων μας και για τη δόξα του Κυρίου μας. Αμήν.

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Ομιλία Γερόντισσας Άννας στην Ημερίδα «Ο Όσιος Πορφύριος και οι Νέοι»



site analysis




12/1/2016
Ημερίδα για τον Άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη.
Εισήγηση με θέμα: «Ο Άγιος Πορφύριος και οι νέοι»
Παναγιώτατε Μητροπολίτα Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμε.
Σεβασμιότατε Αρχιεπίσκοπε του Θεοβαδίστου όρους Σινά κ. Δαμιανέ.
Σεβασμιότατοι Άγιοι αρχιερείς:  Άγιε Δρυϊνουπόλεως κ. Ανδρέα, Άγιε Πειραιώς κ. Σεραφείμ...............
Άγιοι Καθηγούμενοι και οσιολογιώτατες Γερόντισσες, άγιοι πατέρες.
Αξιότιμοι φορείς της τοπικής Διοικήσεως.
Αγαπητοί μου και σεβαστοί μου σύνεδροι, συμπορευτές της ζωής μου κοντά στον Γέροντα Πορφύριο.
Πολυαγαπημένα μου παιδιά, φοιτητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και όχι μόνο, ας έχουμε την ευχή του Αγίου Πορφυρίου, έτσι ώστε αυτή η Ημερίδα πολύ να ωφελήσει τις ψυχές μας.
Το θέμα μας είναι: «Ο άγιος Πορφύριος και οι νέοι, πώς ο άγιος Πορφύριος και με ποιό τρόπο προσέγγιζε και νουθετούσε τους νέους» και μου ζητήθηκε να μιλήσω για την προσωπική μου γνωριμία μαζί του όταν και εγώ ως νέα τον  εγνώρισα και συνδέθηκα μαζί του.

Κατ’αρχήν να ευχαριστήσω τον Παναγιώτατο Κ. Άνθιμο και τα μέλη της οργανωτικής επιτροπής για την ευγενή πρόσκληση, αν και η παρουσία μου εδώ ανάμεσα σε τόσους εκλεκτούς και πολύ αγαπητούς εισηγητές δεν νομίζω ότι έχει να προσδώσει κάτι περισσότερο, απ’ αυτό που εκείνοι τόσο εμπειρικά μας έδωσαν. Όμως όταν μου έγινε η πρόταση απευθύνθηκα προσευχητικά στον Γέροντα και του είπα: «Παππούλη μου όλο και περισσότερο γίνεσαι γνωστός και η φήμη σου έφθασε στα άκρα της γης, ο λόγος σου ο πατρικός αγκαλιάζει ψυχές συνεχώς, και όλο και προσελκύονται άνθρωποι στον Χριστό και ζητούν όλοι αυτοί να μάθουν για σένα, όμως ξέρεις πολύ καλά πως εγώ αυτό που ζητούσα από σένα, ήταν η ησυχία, αυτήν που και εσύ ποθούσες, όταν έφυγες για τα αγαπημένα σου βράχια, τα καυσοκαλύβια και όμως βρέθηκες Ιεραπόστολος μέσα στον βούρκο της Ομόνοιας και έλαμψες, γιατί πήρες το μέλι της ησυχίας και το μετέδωσες στον πολύβουο και κοσμικό άνθρωπο και κατέστησες το κέντρο της αμαρτίας τόπον ησυχασμού και αγιασμού. Αυτό ζητούσες και από μένα και προφητικά τότε που ήμουν νέα μου έλεγες «Θα πάς να ζήσεις στα ριζά ενός βουνού εκεί θ’ανακαλύψεις τον Θεό και εκεί θα τουευαρεστήσεις». Και πραγματικά επαληθεύτηκες όπως πάντα. Ιδρύθηκε το μοναστήρι σου σε μια ευαίσθητη περιοχή με την αμέριστη βοήθεια και καθοδήγηση του Αγίου Ξάνθης, σ’έναν τόπο που εσύ με έστειλες, μέσα σ’ένα ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον, με το δάσος τα πουλάκια, τα λουλούδια, το ποταμάκι, έτσι όπως  εσύ ήθελες να βρίσκεσαι και να υμνείς τον θεό, ώς ένα μικρό αηδονάκι μέσα στην χαράδρα.
Κα να εδώ σήμερα μας σύναξες όλους στην όμορφη συμπρωτεύουσα για να μιλήσουμε για σένα. Να καταργήσουμε τον χρόνο και να βρεθούμε όπως τότε μαζί σου. Φυσικά δεν υπάρχει χρόνος όταν μας συνδέει ο Χριστός μου έλεγες. Τότε ίσως δεν το καταλάβαινα, όμως αργότερα με την βοήθειά σου άνοιξε ο νούς μου και κατάλαβα ότι δεν υπάρχει μοναξιά, δεν υπάρχει θλίψη, δεν υπάρχει στεναχώρια, δεν υπάρχει αγωνία, όταν είμαστε με τον Χριστό, αλλά αντίθετα ο Χριστός είναι τόσο γλυκύς, είναι όλος φως και σκορπάει την χαρά και την αγαλίαση σε όλους μας. Πως όμως θα μπορούσαμε να μεταδώσουμε σ’όλους τους νέους αυτό το χαρμόσυνο μήνυμα; Ελάτε στον Χριστό, στον Χριστό είναι όλα τα ωραία, ο Χριστός είναιτο παν,είναι το άκρως εφετόν, είναι η ζωή, είναι το παν.
Γνώρισα τον Γέροντα Πορφύριο ένα ζεστό καλοκαίρι μέσα στο δάσος. Ήταν μια περίοδο εκείνη της ζωής μου πολύ δύσκολη, ήμουν αναστατωμένη, μπερδεμένη ενώ εξωτερικά γελούσα και φαινόταν ότι χαιρόμουν μέσα μου ήμουν πολύ προβληματισμένη και ανήσυχη. Ένιωθα τον εαυτό μου αδικημένο και τον κόσμο υποκριτικά τοποθετημένο, άρχισα να ψάχνω τη χαρά έξω από τον Χριστό, άκουγα μουσική NewAge, ντυνόμουν όπως- όπως και ήθελα να διασκεδάζω με τους φίλους μου έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ήταν οι μόνοι που μ’αγαπούσαν. Σπούδαζα θεολογία κατά τ’άλλα και είχα και την μητέρα μου να ανησυχεί για μένα και να με συμβουλεύει να πάω στον Γέροντα Πορφύριο. Μου έλεγε ότι όλα αυτά που νιώθω, μόνο ο Γέροντας Πορφύριος θα μπορούσε να τα βάλει σε μια τάξη. Εγώ για να φανώ ότι της κάνω το χατίρι όλο της υποσχόμουν ότι θα πάω, όμως πάντα έβρισκα μια δικαιολογία και δεν πήγαινα. Έλεγα μέσα μου, τι να μου πει ένας παππούλης γέρος και άρρωστος; Όμως η θεία πρόνοια και η προσευχή του παππούλη έφεραν τα πράγματα έτσι που γνωριστήκαμε. Είχα πάει στην θάλασσα στον Ωρωπό για μπάνιο με τους φίλους μου και γυρνώντας προς την Αθήνα μέσω Μαλακάσας, περάσαμε μπροστά από το νεοιδρυθέν ησυχαστήριο του Γέροντα. Είδα μια ταμπέλα όπου έγραφε: «Ιερόν Ησυχαστήριον Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Γέροντος Πορφυρίου». Δέν ξέρω τι ήταν αυτό που μ’έκανε να πεταχτώ, μέσα στο αυτοκίνητο και να πώ Α!!!Να εδώ είναι ο παππούλης που μου λέει συνεχώς να πάω η μητέρα μου και σταματώντας έβλεπα διερευνητικά την ανηφορίτσα που οδηγεί στο μοναστήρι. Τότε ήταν όλα απερίφραχτα και το μοναστήρι δεν είχε πάρει την σημερινή του μορφή. Κοιτώντας δεξιά-αριστερά και ενώ είχα κατέβει από το αυτοκίνητο προχωρούσα σαν κάποιος να μ’εσπρωχνε, να μ’οδηγούσε στον τόπο της συνάντησης μου με τον Γέροντα Πορφύριο. Κάποια στιγμή είδα μέσα στο πευκοδάσος έναν παππούλη να μου Επειδή όμως ήμουν από την θάλασσα λίγο κοντοστάθηκα, εκείνη την ώρα πάλι με το χέρι του με καλούσε να πάω κοντά του, τότε άρχισα να τον πλησιάζω και χωρίς να ξέρω αν είναι αυτός ο Γέροντας Πορφύριος, πρόσεξα πως ήταν κουκουλωμένος και κρατούσε κάτι στο ένα του χέρι που έμοιαζε με φύλλο δένδρου, κοιτούσε χαμηλά και χαμογελούσε. Εγώ από σεβασμό έσκυψα να του φιλήσω το χέρι και εκείνος μ’άρπαξε με τ’άλλο του χέρι από το χέρι το δικό μου και μου έδωσε μια σφαλιάρα που αληθινά με ξάφνιασε χωρίς όμως να μπορώ να αντιδράσω και μου είπε: βρε δε ντρέπεσαι θεολόγος άνθρωπος να γυρνάς μ’αυτούς τους μαντραχαλάδες; Εγώ τότε πάγωσα και χωρίς να προλάβω ν’ανοίξω το στόμα μου, πιάνοντας τον σφιγμό μου, άρχισε να μου μιλά γλυκά λέγοντας μου πως κοιτά  την ψυχή μου και βλέπει πως λάθος σκέφτομαι, λάθος είμαι, δέν είναι έτσι τα πράγματα, αυτό το οποίο με βασανίζει είναι κάτι που φαίνεται εξωτερικά ογκόλιθος ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα μικρό πετραδάκι, που δεν είναι τίποτα δια τον Χριστό, ο Χριστός με αγαπά και νοιάζεται για μένα. Πρώτη φορά στην ζωή μου ήμουν μπροστά σ’έναν άνθρωπο, σ’έναν παππούλη που άγγιζε τα βαθύτερα σταθερά της ύπαρξης μου και χωρίς εγώ να τον έχω πει κάτι για μένα μου αποκάλυπτε πως με γνωρίζει πολύ πολύ καλύτερα απ’ότι εγώ γνώριζα τον εαυτό μου. Πρώτη φορά το πρόβλημα που εγώ θεωρούσα μεγάλο και αξεπέραστο γινόταν μπροστά στα μάτια μου με την σταθερή και βέβαιη αποκάλυψη του παππούλη μικρό και ασήμαντο. Άρχισα να δακρύζω γιατί συγκλονισμένη βρισκόμουν μπροστά σ’έναν άνθρωπο, γέρο  και άρρωστο κατά τ’άλλα που όμως δεν ήταν όπως οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Πρόσεξα καλά το θείο πρόσωπό του και τότε κατάλαβα πως ο παππούλης που κοίταζε συνεχώς χαμηλά είχε πάψει να με κρατά και να διερευνά την ψυχή μου αλλά τυφλός καθώς ήταν κρατιόνταν πάνω μου ως ανήμπορος και απροστάτευτος. Ήταν η ώρα μου, ήταν ανοιχτός ο ουρανός και έστελνε ο Χριστός την Χάρη του σ’εμένα την φτωχή,την τιποτένια. Να λοιπόν που μια σφαλιάρα μπορούσε να’ναι αγία σφαλιάρα, ν’ανοίξει το μυαλό μου, να σκορπίσει την θολούρα, να’ρθει το φως του Χριστού να γλυκάνει την ψυχή μου. Τότε παραμένοντας λίγα λεπτά αμίλητοι και εγώ και ο παππούλης, δακρύζοντας, και οι δύο στεκόμασταν εκέι μέσα στο πευκοδάσος, δύο μονάδες διαφορετικές, εκείνος ένας άγιος του καιρού μας που μόλις εκείνη την στιγμή ως πατέρας στοργικός φορούσε ξανά σε μένα το απολωλός την χρυσοΰφαντη στολή και το δακτυλίδι στο χέρι σύμβολο του αιωνίου αραβώνος με τον Χριστό. Και με το ραβδί της αγάπης του μου έδειχνε ξανά το δρόμο προς το παλάτι, την βασιλεία του θεού. Όταν αργότερα θυμόμουν μαζί με τον παππούλη την γνωριμία μας, μου έλεγε: Να, σου ‘κανα μια μετάγγιση, για να ζήσεις γιατί έτσι όπως ήσουν, ήσουν σαν πεθαμένη.Τότε, φιλούσα τα χεράκια του και μ’άρπαζε από το κεφάλι και με πίεζε και μου ΄λεγε: αχ! μωρέ αυτό το κεφάλι σου, σπάσιμο θέλει αλλά ο Χριστός μωρέ δεν κρατά σφυρί θέλει να τον αγαπάεις με φιλότιμο. Τίποτα δεν μετρά για σένα μπροστά στον Χριστό που τόσο σ’αγαπά; Ήταν αυτά του τα λόγια – χειρουργικές επεμβάσεις – σ’έφερνε ξανά μέσα στον παράδεισο που ο ίδιος ζούσε και τότε ειρήνευες, γαλήνευες, έφευγες με τα φτερά στα πόδια, σου μετέδιδε μια δύναμη πνευματική, έβαζες ξανά αρχή μετάνοιας, αρχή ταπεινώσεως, αρχή υπακοής, γινόσουν χαρούμενος γιατί ο Χριστός σ’αγαπά και ας ήσουν εσύ ένα μυρμηγκάκι ασήμαντο πάνω στον φλοιό της γης και ο Δημιουργός του σύμπαντος σ’αγαπά. Πως μετά να μην νιώθεις τον Θεό τόσο κοντά σου, τόσο δίπλα σου, μέσα σου, κρυβόταν ο Θεός μέσα σου και αποκαλύπτονταν στον φτωχό Πορφύριο και γινόταν πανηγύρι – χαρά στον ουρανό – χαρά στη γη.
Άλλες φορές ήταν τόσο αποκαλυπτικός για καταστάσεις του παρελθόντος που έτριβες τα μάτια σου μ’αυτά που έλεγε, θυμάμαι όταν μια φορά γύρισε και μου είπε: «Το ξέρεις πως τώρα μπροστά στον Χριστό κάθονται γονατιστοί δύο άγιοι παπάδες και παρακαλούν τον Χριστό για σένα;»
Αυτοί μωρέ είναι δύο παπάδες πρόγονοί σου, που εσύ μόνο τα ονόματα τους ξέρεις, αλλά αυτοί αγίασαν και έχουν πολύ χάρηκαι με την προσευχή τους, σε σπρώχνουν να πάρει μπρός το μυαλουδάκι σου να σωθείς. Πράγματι ήταν δύο παπάδες πρόσφυγες θύματα του τουρκικού επεκτατισμού που ξεριζώθηκαν απο τον Πόντο, την αγαπημένη τους Κερασούντα και ήρθαν κατατρεγμένοι στην ελεύθερη Ελλάδα.
Ο ένας έχασε την παπαδιά του στην πόλη, πέθανε απο τις κακουχίες των τούρκων, έχασε μετά και τα 5 παιδιά του και σαν παλαλός έφτασε εδώ στην θες/νίκη. Ηταν ο προπάππους μου ο παπα Παναγιώτης ο ένας.Ο άλλος ήταν θείος της γιαγιάς μου ο παπα Γιάννης που έφερε 9 παιδιά απο τον Πόντο και υιοθέτησε και άλλα 9 ορφανά και τα μεγάλωσε μαζί με την παπαδιά του όλα σαν να ήταν δικά του, μέσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, προστάτης των ορφανών.
Ποτέ δεν φανταζόμουν οτι είχα προγόνους αγίους και πόσο μπορούσαν αυτοί να μεσιτεύουν στον Χριστό για μένα. Να, τώρα που ο παππούλης, άνοιγε μπροστά μου έναν άλλο κόσμο, πνευματικό που εγώ ως εκείνη την ώρα δεν μπορούσα να φανταστώ οτι υπάρχει, γιατί η πίστη μου και το οτι μεγάλωνα μέσα σε μία θρησκευτικά ώριμη οικογένεια φαίνεται οτι ήταν ανώριμα ουσιαστικά να μου δώσουν το έναυσμα μιας πνευματικής αναζήτησης. Να, τώρα που ο θεός με λυπήθηκε και οδήγησε τα βήματα μου στα στοιβαρά χέρια ενός πνευματικού γίγαντος όπως του Γέροντος Πορφυρίου. Όταν αργότερα μέσα στα γλυκά δάκρυα της μετανοίας, πήγαινα στον παππούλη και του εξομολογόμουν πόσο ενοχή ένιωθα, απέναντι στον Χριστό, πόσο με έθλιβε το γεγονός οτι τόσο στεναχώρεσα τον Χριστό και τον ελύπησα τότε μου έλεγε «να βρε !  μην είσαι κουτή τώρα ζείς τον Χριστό και τον αγαπάεις και εκείνος σ’αγαπα, όμως εκείνος κάτι είδε σε σένα και σ’αγαπά, κάτι είδε στην ψυχή σου, έχεις καλή ψυχή μωρέ και τραβάεις τον Χριστό να σ’άγαπήση». Μ’αυτά του τα λόγια έδινε στην ψυχή μου τροφή για να εργάζεται τότε ήταν μια περίοδος που μέσα μου τίποτα δε μ’ένοιαζε, μόνο τον Χριστό να μην λυπήσω, τον Χριστό να μην στεναχωρήσω. Όπου και να πήγαινα όπου και να στεκόμουν ήμουν μέσα στην χάρη, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει απο τα κύματα αυτά της Χάρητος και χόρευα εσωτερικά και γελούσα, έλεγα ασταμάτητα την ευχή, ήθελα όλους να τους αγαπώ, όχι όμως όπως τους αγαπούσα πρίν, αλλά τώρα με μια νέα αγάπη, την αγάπη του Χριστού. Αυτή η θεία τρέλα όπως την έλεγε ο παππούλης κράτησε για ενα μεγάλο χρονικό διάστημα και ήταν σαν ένα προμήνυμα μια πρόγευση του τι έπονταν.  «Να τώρα σ’έκανε ο Χριστός τρελή και φωνάζεις μωρέ και σ’ακούω  Κύριε Ιησού Χριστέ, Κύριε Ιησού Χριστέ, όμως θα΄ρθει καιρός, θά’ρθει μέρα που θα φύγει η χάρη και τότε όλο θα λές ελέησον με, ελέησον με.
Και πράγματι πέρασαν τα χρόνια σαν νερό και ο παππούλης έφυγε, μετοίκησε στον ουρανό γιατι γι’αυτόν αγωνίστηκε, εκεί ανήκε, και εγώ έχασα τη γή κάτω απο τα πόδια μου, προσπαθούσα να βρώ ένα παράθυρο ανοιχτό, απευθυνόμουν σ’εκείνον όπως όταν ήταν εδώ, και η αλήθεια να σας εξομολογηθώ μου ‘λειψε η παρουσία του, η πατρική του αγάπη, γιατί για μένα που δεν είχα πατέρα ο παππούλης στάθηκε ο πατέρας μου, με πήρε αδύναμο και καχαικτικό, ανώριμο και αρχάριο άνθρωπο και μου γνώρισε τον Χριστό και μ’έκανε δυνατή μέσα στον Χριστό. Πήγαινα τότε στο Μήλεσι και ανέβαινα πάνω στον Αη Γιώργη και στεκόμουν πίσω στο παράθυρο και έκλαιγα και ερχόταν ο κ. Γιώργος ο Αρβανίτης και μου λέγε δυο λόγια αγάπης, κατέβαινα στο κελάκιτου και γονάτιζα στο κρεβατάκι και αναπολούσα την παρουσία του. Τότε βλέποντας ο παππούλης την μεγάλη μου θλίψη οδήγησε έναν πνευματικό αδερφό να μου πεί το όνειρο του: «Είδα, μου είπε να κάθεσαι σε μια καρέκλα και να είσαι πολύ λυπημένη και να κλαίς κρατώντας με τα χέρια το πρόσωπό σου και ξαφνικά εμφανίστηκε απο πάνω σου ο Γέροντας Πορφύριος και ενώ εγώ ξαφνιάστηκα με την παρουσία του και αναφώνησα Α!ο Γέροντας Πορφύριος εκείνος με το χέρι του μου έκανε νόημα να σιωπήσω λέγοντας μου. Σσ!!! Είναι πολύ στεναχωρημένη δεν βλέπεις; Αυτό και μόνο μ’έκανε να ησυχάσω, μου πήρε την θλίψη. Βέβαια πνευματικά ποτέ δεν χωριστήκαμε, απο τότε που μας ένωσε ο Χριστός σ’αυτήν την σχέση πατέρα – παιδιού ποτέ δεν απομακρυνθήκαμε.
Έρχονται βέβαια ανθρώπινες στιγμές όπου λέω καλό και το πνευματικό αλλά να¨, θα θέλαμε και το σωματικό γι’αυτό όταν θέλω κάτι να του πω παίρνω ένα μικρό εικονάκι του, και χάνομαι μέσα στο πρόσωπό του και του λέω παππούλη μου – πατερούλη μου πόσο σ’αγαπώ και περιπλανώμαι μαζί του και επιθυμώ και τώρα να’μαι μαζί του, μέσα στο σπίτι του, το ουράνιο που του χάρισε ο θεός. Έτσι είναι η επικοινωνία μας ζωντανή, αληθινή, ότι του ζητώ όχι για μένα, αλλά πάντα για τους άλλους, πάντα για την δόξα του θεού, σπεύδει πολύ γρήγορα και μας απαντά, εκπληρώνοντας τα αιτήματά μας.
Σήμερα πολλοι νέοι έχουν ελκυσθεί στον Χριστό από την βιοτή του Γέροντος Πορφυρίου. Γιορτάσαμε τα άγια θεοφάνεια, πριν λίγες μέρες και δεν θα’ταν παράτολμο να πω, πως εμείς ζήσαμε κοντά στον Γέροντα μια συνεχή «Θεοφάνεια» γιατί τι άλλο ήταν ο Γέροντας παρά μια θεοφάνεια στον κόσμο. Ίσως στα μέτρα αυτά του Γέροντος να δούμε μετά απο 1000 χρόνια. Όταν τον ρωτούσα: Γέροντα πόσο εύκολο είναι να γίνει κάποιος άγιος; Μου έλεγε: Πολύ εύκολο είναι μωρέ αρκεί να αγαπήσει τον Χριστό, όταν αγαπήσει κανείς τον Χριστό γίνεται ταπεινός όπως ο Χριστός, γίνεται υπάκουος όπως ο Χριστός, γίνεται άγιος όπως ο Χριστός, δεν λεει «άγιοι γίνεσθε όπως εγώ άγιος ειμί»; Αυτό που λείπει σήμερα από την διαπαιδαγώγηση των νέων είναι η αγιότητα του βίου μας, μπορεί μέσα από διάφορες φιλοσοφίες και ρεύματα να κάνουμε προσπάθεια να τους προσεγγίσουμε και για λίγο όλα αυτά κάτι να κάνουν όμως αν εμείς οι ίδιοι, είτε δεσποτάδες, έιτε παπάδες, είτε μοναχοί, είτε γονείς δεν κατορθώσουμε την αγιότητα τότε τίποτα δεν αγγίζει την ψυχή τους. Η αγιότης είναι μια κατάσταση άνωθεν, ζεί ο άνθρωπος εδώ πατά στην γη αλλά ο νους του όλος είναι εκεί στον ουρανό, και ο άγιος ποτέ δεν εκφράζει τον εαυτό του αλλά πάντα το θέλημα του Κυρίου του, ζει την αγάπη που είναι ο Χριστός και την αγάπη αυτή μεταγγίζει ως δοχείο καθαρό στους νέους.
Ο Γέροντας Πορφύριος είχε μιαν αγάπη που νόμιζες ότι μόνο εσένα αγαπά, μόνο εσένα σκέφτεται και νοιάζεται. Και η παιδαγωγία του απέναντι στους νέους διακατέχονταν από την αγάπη, ήθελε όλοι να μετέχουν στην αγάπη του Χριστού γι’αυτό και φώναζε «ζω δε ουκέτι εγώ ζει δε εν εμοί Χριστός» ζούσε μέσα του η αγάπη που είναι ο Χριστός. Ο Χριστός  είναι το παν, αν δεν αγαπήσουμε τον Χριστό τίποτα δε κάνουμε. Τα πάντα και δια πάντα Χριστός. Ελεημοσύνη κάνουμε στο όνομα του Χριστού, αγάπη κάνουμε, ένας λόγος μας ζητείτε να πούμε στο όνομα του Χριστού, αγάπη κάνουμε, προσευχή κάνουμε για τον Χριστό, μετάνοια κάνουμε για το Χριστό, τον κανόνα μας κάνουμε για τον Χριστό, γι’αυτό και εμείς οι μοναχοί, πολλές φορές λέμε κάνε αγάπη για τον αδελφό, κάνε τον Χριστό στον αδελφό γιατί και αυτός εικόνα του Χριστού είναι, για να είμαστε όλοι του Χριστού, για να είμαστε όλοι ένα μέσα στο σώμα του Χριστού.
Αν λοιπόν ζούμε τον Χριστό, ζούμε άγια, τότε έντονα είμαστε μέσα στην χάρη και όταν πλημυρίζει η χάρη μέσα μας έρχεται και ξεχειλίζει στους γύρω μας όπως στον Γέροντα Πορφύριο. Ποιός ήταν αυτός που πήγε κοντά του  και δεν γλυκάνθηκε από την χάρη του Χριστού μας που ήταν τόσο εμποτισμένος ο Γέροντας; Ακόμη ήρθαν άνθρωποι, που πήραν μόνον την ευχή του, χωρίς ν’ακούσουν να τους λέει κάτι, ακόμη κιαυτοί μιλούν για μιαν ιδιαίτερη στιγμή στην ζωή τους όταν έσκυψαν και φίλησαν το άγιο χέρι του και μετείχαν στη χάρη του Χριστού που έβγαινε από μέσα του.
Αν λοιπόν ταπεινά ζητήσουμε απο τον Χριστό μας να μας οδηγήση να βρούμε τρόπους μέσω της χάριτος να πλησιάσουμε τους νέους, τότε η χάρις θα μας οδηγήση. Έρχονται γονείς και νέοι στο μοναστήρι και ζητούν λύσεις για τους ίδιους και για τα παιδιά τους,και του λέω : Μιλήστε μέσω της χάριτος του Χριστού μας. Τι σας επιτρέπει η χάρις να πείτε, αυτό να πείτε, έτσι να εκφραστείτε, παραμερίστε τον εγωισμό σας, την υπερηφάνεια σας, ταπεινωθήτε και κερδίσατε, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Μη φοβηθήτε να πείτε στο παιδί σας, παιδί μου σ’ αγαπώ, έχω την ένοια σου και σου ζητώ να με συγχωρέσεις, αν νομίζεις ότι σε ελέγχω ή σε καταπιέζω. Είναι κάτι που οφείλουμε να τους το πούμε. Ο Γέροντας Πορφύριος μερικές φορές μου έλεγε κάτι και εγώ δεν συμφωνούσα και αμέσως μου έλεγε «συγχώραμε, να, κουταμάρες σου λέω». Τότε αμέσως μέσα μου λειτουργούσε το φιλότιμο και έκανα αυτό που μου έλεγε ο Γέροντας και έβγαινα κερδισμένη και εκείνος όλο χαρά χτυπούσε τα χεράκια του και έπιανε το χέρι μου για να με δεί και να μου μεταδώσει Χριστό. Έτσι να κάνετε και εσείς. Να αφήνεστε στην χάρη και εκείνα που δεν μπορείτε να μεταδώσετε στους νέους θα τους τα πεί η χάρη και μόνο η παρουσία ενός ταπεινού που ζεί μέσα στη χάρη ειναι ένα ευαγγέλιο.
Ο Γέροντας Πορφύριος κάποια φορά μου ανέφερε εκείνη την τόσο όμορφη ευαγγελική περικοπή όπου ο Χριστός βρίσκεται επί τόπου πεδινού και όχλος μαθητών αυτού και πλήθος ανθρώπων απο πάσης Ιουδαίας και Ιερουσαλήμ και από τις παράλιες πόλεις της Τύρου και της Σιδώνος είχαν έλθει για να ακούσουν τον λόγο του και να γίνουν καλά από τις αρρώστιες τους, ακόμη και άνθρωποι που ενοχλούνταν από ακάθαρτα και πονηρά πνεύματα και όλοι ζητούσαν να τον αγγίξουν «ότι δύναμις παρ’αυτού εξήρχετο και ιάτο πάντας» και με ρωτούσε: «Τι καταλαβαίνεις τώρα; Άντε πες μου σε παρακαλώ πώς το καταλαβαίνεις αυτό;».Εγώ ταπεινά παππούλη μου, με το λίγο μυαλό μου, θα έλεγα πως ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής.Ποιός δεν θέλει να ζήσει; Ποιός θα’ βλεπε τον Χριστό και δεν θα’θελε να τον αγγίξεινα πάρει ζωή η ζωή του; Ναι, μου έλεγε αλλά να, εδώ ενώ όλοι τον άγγιζαν όλοι γίνονταν καλά, ο Χριστός σήκωσε τα μάτια του προς τους μαθητάς του και μακάρισε τους πτωχούς, τους πεινασμένους, τους κλαίοντες, τους αδικημένους. Αυτό σου λέει κάτι; Πράγματι αυτό μας λέει πολλά. Η δύναμις της χάριτος του Χριστού είναι η ίδια δύναμη της χάριτος του Χριστού που έχει ένας Άγιος, όμως ο Άγιος μιλά για την φτώχεια γιατί ζει φτωχός, ο Άγιος μιλά για την αδικία γιατί αδικείται ο ίδιος, ο Άγιος μιλά στους πεινασμένους γιατί είναι νήστις ο ίδιος, μιλά στους κλαίοντες γιατί έχει συνεχή δάκρυα της χάριτος ο ίδιος,ο Άγιος εντέλει μιλά στους νέους γιατί μέσα του ποτέ δεν γερνά αλλά ζει Κύριος ο Θεός και ως νέος και αυτός μπορεί να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές των νέων. Εξέρχεται η Θεία δύναμις ενός Αγίου προς όλους. Ο Άγιος γίνεται η γέφυρα όπου πατούν όλοι για να φθάσουν στον Χριστό. Ο Άγιος θέλει να είναι η γέφυρα, η τροφή του, η χαρά του είναι αυτή, πως θα φέρει περισσότερους κοντά στον Χριστό να σωθούν.
Σήμερα όλοι μιλούν για την αποστασία των νέων από τον Χριστό και βρίσκουν πάντα σφάλματα στην εποχή μας, στην τεχνολογία, στην εξέλιξη. Όμως ταπεινά θα έλεγα πως δεν θέλουμε να αποδεχθούμε κάτι τολμηρό, που είναι να κατεβούμε εμείς εκεί που βρίσκονται οι νέοι, μέσα στις φοιτητικές συντροφιές, μέσα στα clubs, μέσα στα ναρκωτικά, μέσα στους ομοφιλόφυλους, μέσα στους περιθωριακούς, όπου η μεγάλη πλειοψηφία είναι νέοι. Έχει η Εκκλησία την υποχρέωση να σώσει τα παιδιά της, τους νέους. Να γεννήσει Πορφυρίους, Παισίους, Ιακώβους και να τους αποστείλει στα έθνη των νέων. Αυτό ονειρεύονταν και ο σήμερα τιμώμενος Άγιος της Εκκλησίας μας, σ’αυτήν εδώ την ημερίδα Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης. Ήθελε την Εκκλησία ως νοσοκομείο εκτάκτου ανάγκης, να είναι πάντα ανοιχτή και όλοι οι μπερδεμένοι, πληγωμένοι, ναρκομανείς και άλλοι να’ ρχονται να εναποθέτουν το βάρος της ψυχής τους, εκεί στον Χριστό. Η Αγιότης είναι δυνατότερη απο την μουσική στα clubs, δυνατότερη απο τις εξαρτήσεις των ναρκωτικών, δυνατότερη από τα πάθη της σαρκός. Είναι υποχρέωσή μας να βγούμε έξω από το καβούκι μας και οχυρωμένοι μέσα στην χάρη να ζητήσουμε τους νέους, να ζήσουμε τους νέους, να τους εκλύσουμε ελεύθερα με αγάπη στο Χριστό.Ο Άγιος Πορφύριος, ο Άγιος των ημερών μας δεν δίσταζε να μπεί σε οίκους ανοχής, να σταυρώσει κοπέλες που ξεστράτησαν,να δέχεται παιδιά ανατολικών φιλοσοφιών και θρησκειών, παιδιά μπερδεμένα και ζαλισμένα απο τις εξαρτήσεις και ως άγιος που ήταν να εξήρχετο δύναμις παρ’αυτού και να ιάτο πάντας.
Συγχωρέστεμε που σας λέω αυτά. Αλλά ο Άγιος Πορφύριος, ο αγαπημένος άγιος των νέων μας, που είναι εδώ και μας ακούει, σίγουρα έτσι θα μας παρακινούσε:
«Αγαπήστε τον Χριστό, θυσιαστήτε με φιλότιμο για τον Χριστό.Μη φοβάστε αν σας κοροϊδεύουν, αν σας κατακρίνουν, αν σας συκοφαντούν για τον Χριστό. Αλλά αντίθετα να χαίρεστε και να αγιαλιάζετε γιατί αποκτήσατε μισθό πολύ στον ουρανό».
Σας ευχαριστώ μέσα απο τα βάθη της καρδιάς μου.
Να εύχεσθε. Ευλογείτε.
Γερόντισσα Ἄννα, καθηγουμένη τοῦ ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου ἁγίου Πορφυρίου Ξάνθης