Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Η χήρα μάνα και το καλάθι



site analysis

Ζούσε, κάποτε, σ’ ένα χωριό μία χήρα πολύ φτωχιά με το μοναχογιό της. Για να μεγαλώσει το παιδί της ξενοδούλευε κι επειδή έβαλε σ’ αυτό όλο το μεράκι της, άπ’ τον καημό της αποφάσισε να το σπουδάσει. Πήγε, λοιπόν, κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στην Παναγία κι έλεγε: «Παναγία μου, αξίωσέ με εμένα την αμαρτωλή να σπουδάσω το μοναχογιό μου». Έτσι με χίλιες στερήσεις και προσευχές κατάφερε η φτωχή χήρα να σπουδάσει το γιό της γιατρό.
Κάποια μέρα, με το δίπλωμα στην τσάντα ξεκίνησε ο γιατρός να επισκεφτεί τη μάνα του, που είχε πιά γεράσει, για να την ευχαριστήσει. Η μάνα τον υποδέχτηκε με πολλή χαρά και με βαθιά ευγνωμοσύνη στην Παναγία, που την αξίωσε να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής της.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, πηγαίνει και ξυπνάει το γιό της και του λέει: «Σήκω, γιέ μου, να πάμε να ευχαριστήσουμε την Παναγία για την προκοπή σου. Ο γιατρός όμως της αρνήθηκε να πάει στην εκκλησία, γιατί δεν πίστευε, όπως είπε, στα λόγια της και τα θεωρεί ξεπερασμένα.
Η μάνα φαρμακώθηκε, δεν είπε τίποτε, μόνο πήγε μονάχη της κι έκλαψε μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης με ευχαριστία αλλά και πόνο. Όταν γύρισε στο σπίτι, ο γιός της, ο γιατρός, τη ρώτησε: «Ε μάνα, τι κατάλαβες απ’ τα λόγια της εκκλησίας, εσύ, αγράμματη γυναίκα;» Η χήρα δεν απάντησε, μόνο έπιασε ένα καλάθι από την αποθήκη και του λέει: «Γιε μου, το πρωί δεν με άκουσες να ρθείς μαζί μου στην εκκλησία. Συγχωρεμένος να είσαι. Τώρα, όμως, θέλω να μου κάνεις μία άλλη χάρη και μη μου την αρνηθείς. Θέλω να πάρεις το καλάθι και να πας στο ποτάμι να μου φέρεις νερό. «Μα με το καλάθι να σου φέρω νερό, μάνα; Τόσο τα ’χεις χαμένα»; λέει εκείνος. «Πήγαινε εσύ για το χατίρι μου, του απαντάει εκείνη, κι ο,τι θέλει ας γίνει».
Παραξενεμένος ο γιατρός πηγαίνει στο ποτάμι, βουτάει μέσα το καλάθι, το βγάζει και γυρίζει στο σπίτι με το καλάθι άδειο. «Να, μάνα, το καλάθι σου, όπως μου το ’δωσες. Σου την έκανα την χάρη. Βλέπεις εσύ να έχει νερό μέσα;», λέει ο γιατρός. «Ευχαριστώ, γιέ μου, που μ’ άκουσες. Βλέπεις όμως εσύ το καλάθι όπως σου το ’δωσα»; Απαντάει η μάνα. «Έ ναί, μόνο που είναι βρεγμένο». «Βλέπεις λοιπόν, γιέ μου, ότι δεν είναι το ίδιο, όπως σου το ’δωσα; Το πήρες στεγνό, κατάξερο και μου το ’φερες μουσκεμένο. Έτσι κι εγώ πηγαίνω αγράμματη στην εκκλησία, δεν φέρνω τη σοφία της, αλλά είμαι δροσισμένη άπ’ τη χάρη της και αυτό με συντηρεί τόσα χρόνια και κατάφερα με τη χάρη Της να σε σπουδάσω.
Τότε κατάλαβε ο γιατρός ότι ο Θεός «εμώρανε την σοφίαν του κόσμου τούτου… και τα μωρά του κόσμου εξελέξατο…» κι έβαλε μετάνοια στη μάνα του και πήγαν ύστερα μαζί στην εκκλησία κι ευχαρίστησαν την Παναγία.

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Η μητέρα του έδειξε το δρόμο της σωτηρίας...



site analysis




Tο διηγήθηκε μια γυναίκα με πανεπιστημιακή μόρφωση:

Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.

Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. H γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο.

Και να ξαφνικά ό παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με μόνο τον άρρωστο.
Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.
- Φύγε από εδώ! Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.
Ο παπάς τα έχασε.
- Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με κάλεσε ή γριά!
- Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντι του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον κάλεσε. Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτρέτο.
- Να αυτή!
- Ποια αυτή, Ξέρεις, τι λες, παπά; Αυτή είναι ή μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!
Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει. Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε.
Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.

Δημητρίου Ντουτκο, ιερέως. Από το βιβλίο του (Στο σταυροδρόμι), Μόσχα 199

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Η ΧΑΝΑΝΑΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ



site analysis












  Τρεις ανατροπές στις αντιλήψεις των ανθρώπων για το Θεό διαπιστώνουμε στην θαυματουργική θεραπεία από το Χριστό της κόρης μιας Χαναναίας. Η πρώτη ανατροπή έχει να κάνει με την ίδια την επίσκεψη του Χριστού στην περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας. Η Χαναναία ήταν ειδωλολάτρης και κατοικούσε σε έναν τόπο όπου οι κάτοικοι, εκτός από την λατρεία των ειδώλων, επιδίδονταν στην μαγεία. Χωρίς να το γνωρίζουν, είχαν παραδώσει τους εαυτούς τους στο πνεύμα του πονηρού. Ο Χριστός όμως, επισκεπτόμενος την περιοχή, δείχνει ότι ήρθε στον κόσμο για να φέρει το μήνυμα της Βασιλείας των Ουρανών κηρύσσοντας μετάνοια   ανάμεσα στους αμαρτωλούς.
         Η δεύτερη ανατρεπτική στάση έχει να κάνει με την αντίδραση του Χριστού στη στάση  της Χαναναίας. Εκείνη είχε αγωνία για την κόρη της, η οποία βασανιζόταν από δαιμόνιο, κάτι που φαίνεται να υπονοεί ότι η μητέρα της δεν ελεύθερη από τις επιδράσεις του διαβόλου και της ειδωλολατρίας και γι’ αυτό την πείραζε ο διάβολος. Μέσα στην αγωνία για το παιδί της στρέφεται προς το Χριστό  και ζητά το έλεός Του. Τον αποκαλεί «Υιό Δαβίδ». Μπορεί να γνώριζε τι σήμαινε η φράση αυτή. Ότι ο Ιησούς ανήκε στη γενιά από την οποία θα σώζονταν ο λαός του Ισραήλ. Μπορεί και να ρώτησε και να της είπαν ότι έτσι τον προσφωνούσαν. Όμως η θέα του προσώπου του Κυρίου κάνει την ψυχή της να γεμίσει με πίστη και την οδηγεί στο να απευθύνει το αίτημά της προς Αυτόν χωρίς να υπολογίσει τίποτε, ούτε την ειδωλολατρική της ταυτότητα ούτε την απόρριψη που πιθανότατα θα υφίστατο από όσους συνόδευαν το Χριστό. Κραυγάζει. Και οι μαθητές του Χριστού αντιδρούν αμέσως, προτρέποντάς τον να την διώξει, για να απαλλαγούν από την επιμονή και την ένταση της φωνής της. «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών» (Ματθ.  15, 23). Ο Χριστός όμως, δεν κάνει αυτό που αναμένουν οι άνθρωποι, αλλά ανοίγει διάλογο μαζί της.
           Η τρίτη ανατρεπτική στάση έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός απευθύνεται στη Χαναναία. Αντί να την ρωτήσει για τη δοκιμασία της ή να την νουθετήσει ή να δείξει ευσπλαχνία, της απαντά με τέτοιο τρόπο που φαίνεται ότι την απορρίπτει. Της δείχνει ότι δεν θέλει να έχει σχέση με τους ειδωλολάτρες, αλλά μόνο με τους Ισραηλίτες. Φαίνεται να ικανοποιεί έτσι τους φανατικούς Ισραηλίτες που πιθανόν να ήταν στη συνοδεία του. Όμως εκείνη επιμένει. Και στην δεύτερη παράκληση, στην οποία το προσωνύμιο πλέον γίνεται «Κύριε», δεν μένει δηλαδή στο γενικό χαρακτηρισμό που περιέγραφε τι προσδοκούσαν οι Ισραηλίτες από το Χριστό, αλλά του δείχνει τι είναι για την ίδια ο Χριστός, «ο Κύριος και Θεός», και πάλι ο Χριστός αρνείται να την βοηθήσει και της μιλά περιφρονητικά, αποκαλώντας την «κυνάριον». Και βλέποντας την επιμονή, την εξυπνάδα και την ταπείνωσή της να αποδέχεται ακόμη και τον χαρακτηρισμό, αρκεί να χορτάσει κοντά Του την ευσπλαχνία και την αγάπη, ο Χριστός θαυμάζει την πίστη της και κάνει το θαύμα. Σκληρότητα, δοκιμασία της πίστης και αποδοχή του αιτήματος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Χριστός αντιδρά, μη κάνοντας αυτό που θα περιμέναμε.
              Δεν μπαίνει ο Θεός στα ανθρώπινα καλούπια. Δεν κάνει όπως περιμένουν οι άνθρωποι. Δεν λειτουργεί με τα δικά μας κριτήρια. Δεν είναι ένας Θεός που αρκείται σ’ αυτούς που Τον ακολουθούν. Τολμά και βγαίνει από τα όρια του περιούσιου λαού. Τολμά και βγαίνει από τα συνηθισμένα, προκειμένου να κηρύξει μετάνοια και να δώσει ελπίδα και νόημα σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα, δεν κάνει ό,τι ευχαριστεί τους δικούς Του. Δεν απολύει κανέναν που Τον αναζητά μόνο και μόνο γιατί δεν είναι όπως θέλουν όσοι νομίζουν ότι Τον γνωρίζουν και προσαρμόζουν το Ευαγγέλιο Του στον δικό τους τρόπο σκέψης. Αλλά και δεν βιάζεται πάντα να κάνει αυτό που οι άνθρωποι επιθυμούν. Να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους, αλλά τους αφήνει να ανοίξουν αληθινά την καρδιά τους. Να επιμείνουν και να φανερώσουν πόσο πιστεύουν. Έχει τη δύναμη να εκπληρώσει τα πάντα. Αλλά θέλει και την συνέργεια του ανθρώπου. Ζητά την πίστη. Την δοκιμάζει. Ζητά την εξυπνάδα και το χάρισμα του ανθρώπου. Ζητά την μετάνοια και την ταπείνωσή του. Όχι γιατί ο Ίδιος ως Θεός έχει ανάγκη αυτά. Αλλά γιατί έτσι ο άνθρωπος μαθαίνει να εμπιστεύεται αληθινά, να μετανοεί για τον τρόπο της ζωής του και να συνειδητοποιεί την επίδραση του κακού και πώς μπορεί μέσα από την πίστη να την αποτινάξει.
            Η στάση του Χριστού είναι για εμάς τους χριστιανούς ένα μήνυμα υπέρβασης των πάγιων αντιλήψεων που έχουμε για Εκείνον και την πίστη. Είναι μία πρόκληση εξόδου μας από τα συνηθισμένα. Από την αίσθηση της αυτάρκειάς μας και την επανάπαυση ότι είμαστε υπεύθυνοι μόνο για την δική μας σωτηρία. Είναι μία πρόκληση να μην απορρίπτουμε, να μην απολύουμε κανέναν γιατί δεν φέρεται όπως εμείς πιστεύουμε ότι θα πρέπει να φέρεται. Είναι μία πρόκληση να μη βιαζόμαστε να κρίνουμε την σκέψη και τα έργα του Θεού, αλλά να επιμένουμε με την προσευχή, την αξιοποίηση των χαρισμάτων μας και την ταπεινότητα στο να βρισκόμαστε κοντά Του και να Τον αναγνωρίζουμε ως τον Κύριό μας.
            Ζούμε σε έναν κόσμο που όλα τα θέλει σύμφωνα με τα δικά του μέτρα, «εδώ και τώρα». Που δεν δίνει ευκαιρία σε όσους μπορεί να φαίνεται ότι είναι μακριά από το Θεό, όμως η ψυχή τους στη θέα του Προσώπου Του, όπως κι αν Αυτό εμφανίζεται, είτε δια της δοκιμασίας και της λύπης, είτε δια της αισθήσεως του κακού και της απογοητεύσεως από την κυριαρχία του επάνω μας, μετανοεί και αλλάζει, κρίνοντάς μας με την δύναμη της πίστης που επιδεικνύουν. Που παραμένει στην δική του αυτάρκεια, στην αίσθηση ότι είναι αρκετή η δική μας πρόοδος και δεν υπάρχει λόγος να βγαίνουμε από τα δικά μας μέτρα και όρια. Ζώντας λοιπόν σ’ έναν τέτοιο κόσμο, το παράδειγμα της Χαναναίας και η ανατρεπτική στάση του Χριστού μας καλούν να ξαναδούμε την χριστιανική μας αυτοσυνειδησία και αποστολή και να ελέγξουμε τον εαυτό μας για το πόσο και πώς πιστεύουμε. Και ο Κύριός μας θα μας δώσει τη δύναμη σε κάθε σταυρό και δοκιμασία της ζωής μας να Τον αναζητήσουμε και να γίνει και σε μας το θέλημά Του

Η Ζωή της Οσίας Ξένης (24 Ιανουαρίου)



site analysis



ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΞΕΝΗΣ


  ΠΡΟΛΟΓΟΣ
 
Μέσα στους αιώνες που κύλισαν είναι πολλές οι ψυχές που αγάπησαν το θείο Διδάσκαλο και έζησαν όπως εκείνος παραγγέλει. Αυτές οι ψυχές γίνονται , ιδιαίτερα στις μέρες μας φάροι πνευματικοί.
Μια από αυτές τις ψυχές είναι και η Οσία Ξένη.
Στα ίχνη του Ιησού,που ξενιτεύτηκε από τον ουρανό στη γη, αναχώρησε και η οσία με τις δύο θεαραπαινίδες της σε ξένη χώρα για να μπορεί εκεί να προσφέρει τη λατρεία της στο Χριστό και τη διακονία της στον συνάνθρωπο.
Στη ζωή της συνάντησε πολλές δυσκολίες. Δεν λύγισε όμως. Έμεινε όρθια και σαν λαμπάδα έλιωνε στο βωμό της αγάπης και της προσφοράς, για να φωτίζει αιώνια κάθε ψυχή που θέλει να ακολουθήσει τη δική της ζωή.
Αυτή τη ζωή της,  ζωή  αγάπης και  διακονίας, αγωνίζεται να υλοποιήσει  η Αδελφότητά μας. Και προσπαθεί να το επιτυγχάνει κάθε φορά και περισσότερο, κάθε φορά και καλύτερα.
είθε η Οσία Ξένη, να γίνει το φωτεινό παράδειγμα που θα μας εμπνέει πάντοτε, ώσπου να έρθει η ώρα και της δικής μας αποδημίας από τη γη στον ουρανό, όπου ευφραίνεται η Οσία μας με άπειρες άλλες ψυχές που αγάπησαν και ακολούθησαν τα ίχνη του Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει κάθε τιμή και δόξα.

 
Η ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ

Βρισκόμαστε στον Ε΄ μ.Χ. αιώνα. Η Ρώμη εξακολουθεί να παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον από το παλιό της μεγαλείο.
Η Ρώμη θα θυμίζει πάντοτε τις πιο ευγενικές μορφές που έζησαν στην πόλη αυτή τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Θα θυμίζει ένα Σεβαστιανό και έναν Παγκράτιο μια Αγνή και μια Καικιλία και πλήθος άλλων μαρτύρων.

Η ΝΕΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ
 
Αλλά και μετά την εποχή των διωγμών η πόλη δεν έπαψε να γεννά ευγενικές και εκλεκτές ψυχές. Μια τέτοια ψυχή είναι η Οσία Ξένη. Ευσεβία ήταν το πρώτο της όνομα. Οι γονείς της ήταν ειδωλολάτρες επιφανείς και πλούσιοι.Γι’ αυτό φρόντισαν να δώσουν στην κόρη  τους ανάλογη αγωγή και μόρφωση. Η Ευσεβία, όσο ήταν δυνατό σε μια κοπέλα της εποχής της, αγάπησε τα γράμματα, αλλά περισσότερο αγάπησε την αρετή. Ήταν ψυχή ενάρετη, ήταν όμως ειδωλολάτρισσα.
Αλλά μια τόσο καλοπροαίρετη ψυχή ήταν αδύνατο να μείνει μακριά από τη χριστιανική πίστη. Μέσα στο αρχοντικό της υπήρχαν πολλές δούλες και δύο από αυτές ήταν χριστιανές. Αυτές οι δύο ανέλαβαν, με πολλή προσευχή, αγάπη και υπομονή να κατηχήσουν τη νεαρή Ευσεβία, που έγινε μια πιστή και αφοσιωμένη μαθήτρια του Ιησού. Η καρδιά της ήταν «γη αγαθή»,και ο σπόρος του Θείου Λόγου ρίζωσε και καρποφόρησε πλούσια.
 
ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
 
Όταν η χριστιανή Ευσεβία ενηλικιώθηκε, διέθετε πολλά προσόντα. Είχε ευγενική καταγωγή, μόρφωση, ομορφιά και ήταν πλούσια. Γι’ αυτό πολλοί επιφανείς Ρωμαίοι τη ζήτησαν σε γάμο. Οι γονείς της διάλεξαν τον επιφανέστερο. Η κόρη όμως δυσαρεστήθηκε, γιατί στην καρδιά της είχε ανάψει η φλόγα της αγάπης στον Ιησού. Προτιμούσε να γίνει νύμφη Χριστού και όχι ενός Ρωμαίου άρχοντα. Ωστόσο οι γονείς της γίνονταν καθημερινά φορτικοί και επέμεναν στο γάμο. Έτσι η Ευσεβία αποφάσισε να φύγει κρυφά σε άγνωστο μέρος, όπου θα μπορούσε ελεύθερη και απερίσπαστη να δοθεί ολοκληρωτικά στα δύο μεγάλα της ιδανικά: Στη λατρεία του Ιησού και στη διακονία του πλησίον.
 
Αλλά μόνη της πού θα πήγαινε; Αποφάσισε λοιπόν να εμπιστευθεί την απόφασή της στις δύο χριστιανές θεραπαινίδες της και να τις καλέσει στο δικό της τρόπο ζωής λέγοντάς τους την απόφασή της: «Επιθυμώ να σας εμπιστευθώ ένα μυστικό της καρδιάς μου. Σας εξορκίζω όμως να μην αποκαλύψετε τίποτε και σε κανέναν. Επιπλέον σας παρακαλώ να με ακολουθήσετε, για να με βοηθήσετε στον ιερό σκοπό μου, αλλά κι εσείς να σώσετε τις ψυχές σας».
Ύστερα από αυτά πρόσθεσαν και εκείνες: «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Προτιμούμε να πεθάνουμε μαζί σου παρά να βασιλεύσουμε μακριά σου».
 
              ΑΠΟΔΗΜΗΤΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
 
Η Ευσεβία ευχαρίστησε το Θεό για την κατανόηση που βρήκε από τις δύο πιστές θεραπαινίδες και επιδόθηκε στην προετοιμασία του μεγάλου εγχειρήματος. Μοίρασε στους φτωχούς της πόλης όλα τα χρυσά και ασημένια στολίδια της, ενώ για τον εαυτό της κράτησε όσα χρήματα της ήταν αναγκαία. Πώς όμως θα έφευγε από το σπίτι της , χωρίς να γίνει αντιληπτή η αναχώρησή της; Προσευχήθηκε πολύ στον Κύριο και αποφάσισε να αναχωρήσουν νύχτα από το σπίτι της.Και για να μη δώσουν υποψία σε κανένα φόρεσαν ανδρικές στολές.
 
Φωτισμένες από την προσευχή κατέβηκαν στο επίνειο της Ρώμης, την Όστια. Εκεί ένα πλοίο ήταν έτοιμο να αναχωρήσει για την Αλεξάνδρεια. Ανέβηκαν στο καράβι και ξεκίνησαν για την Αλεξάνδρεια.
 
Το ταξίδι ήταν κοπιαστικό και επικίνδυνο, η Ευσεβία όμως δεν ανησυχούσε γι’ αυτό. Ήταν πρόθυμη να υποστεί κάθε ταλαιπωρία και είχε πλήρη εμπιστοσύνη σ’ Εκείνον για τον οποίο επιχειρούσε την περιπέτεια αυτή.


                                             ΣΤΗΝ ΚΩ
 
Στην Αλεξάνδρεια η Ευσεβία δεν ησύχασε. Σε μια μεγάλη πόλη υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να γίνει αντιληπτή η παρουσία της από του πατέρα της, που σίγουρα θα κινούσαν γη και ουρανό για να την βρουν. Γι’ αυτό επιβιβάζεται για δεύτερη φορά σ’ ένα πλοίο, με κατεύθυνση τη νήσο Κω. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού η Ευσεβία σκέφτηκε ότι οι άνθρωποι που θα έστελνε ο πατέρας της για να τη βρουν θα την αναζητούσαν με το όνομα Ευσεβία.
Έτσι αποφάσισε να αλλάξει το όνομά της με κάποιο άλλο που θα ήταν σχετικό με την περιπέτειά της και θα εξέφραζε τον ψυχικό της κόσμο. Κι αυτό το όνομα ήταν το όνομα Ξένη.
 
 Ξένη, γιατί ξένη ήταν στα μέρη που ταξίδευε, Ξένη, γιατί ξενιτεύθηκε. Πολλοί Ρωμαίοι και Ρωμαίες ξενιτεύονταν τότε εξαιτίας του εμπορίου, για να γνωρίσουν άλλα μέρη ή να διασκεδάσουν την ανία τους. Η Ξένη όμως ξενιτεύθηκε για να μπορεί να επιδοθεί απερίσπαστα στη λατρεία του Ιησού και στη διακονία των ανθρώπων.
 
Ξένη, γιατί ήθελε να παραμείνει ξένη μέσα στον κόσμο, απαρατήρητη, αφανής. Αγάπησε πολύ την ταπεινοφροσύνη η Οσία Ξένη. Όνειρό της ήταν να παραμείνει για πάντα μια ταπεινή ψυχή. Το καινούριο της λοιπόν όνομα θα της υπενθύμιζε την επιδίωξή της αυτή.
 
Ξένη, γιατί έπρεπε να είναι ξένη προς τον κόσμο της αμαρτίας, ξένη προς την κακία. Το μίσος δεν είχε θέση στην καρδιά της ούτε ο φθόνος ούτε η ζήλεια. Μέσα στην καρδιά της υπήρχε μόνο φλογερή αγάπη. Αγάπη για τον Χριστό και για τον κόσμο. Δεν είχε καρδιά που να εχθρεύεται. Ήταν μια αληθινή νύμφη του Νυμφίου Ιησού.
 
Ξένη, για να μη ξεχάσει ποτέ ότι ήταν ξένη στη γη αυτή. Ξένη, για να μην επηρεασθεί από τα πράγματα του κόσμου αυτού.
Ξένη, για να θυμάται το χρέος της ξενίας, της φιλοξενίας προς τους ανθρώπους. Η Οσία Ξένη σκεφτόταν ότι όταν θα τακτοποιούνταν οριστικά, θα έδειχνε ιδιαίτερη αγάπη για τους ξένους. Θα έχτιζε ιδιαίτερο ξενώνα γι’ αυτούς και θα ασκούσε τη φιλοξενία όπως ο Αβραάμ, ο Λωτ και άλλες φιλόξενες ψυχές.
Ξένη, για να της θυμίζει το όνομα αυτό την ουράνια φιλοξενία, για την οποία έκανε λόγο ο Κύριος τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής του.
Την απόφασή της για το καινούριο όνομα η Οσία Ξένη την έκανε γνωστή στις δύο θεραπαινίδες,οι οποίες άκουσαν με θαυμασμό την έμπνευση της αυτή.

                ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΠΟΙΜΑΙΝΕΙ, ΚΥΡΙΕ;
 
Παράλληλα με τον τόπο της οριστικής τους διαμονής τις τρεις αποδημήτριες του Χριστού τις απασχολεί η έλλειψη πνευματικού οδηγού. Πού να πάνε να μείνουν για πάντα μόνες; Ποιος θα τις συμβουλεύει; Ποιος θα τις προτρέπει στο καλύτερο; Ποιος θα τις επιπλήττει για τα σφάλματά τους; Ποιος θα τις ενισχύει στις  δύσκολες στιγμές, στις στιγμές των ποικίλων πειρασμών; Ποιο πατρικό χέρι θα τις σηκώνει από τις πνευματικές τους πτώσεις;
Είναι πρόβατα του Χριστού. Πρόβατα χωρίς ποιμένα γίνεται; Ποιος θα τις ποιμαίνει; Υπάρχουν λύκοι παντού, που ζητούν, να κατασπαράξουν τα πρόβατα του Χριστού. Ποιος λοιπόν, θα τις προστατεύσει απ’ αυτούς τους λύκους;
Αναζητούν λοιπόν οδηγό, ποιμένα για τον πνευματικό τους καταρτισμό, για την πνευματική τους ασφάλεια και για   να ασκηθούν στην υπακοή.

 
                                            Ο ΠΑΥΛΟΣ
 
Από το λιμάνι της Κω περνούσαν πολλά πλοία, που πήγαιναν σε όλα τα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου. Εκατοντάδες άνθρωποι ταξίδευαν από το ένα μέρος στο άλλο. Εκεί, παράμερα από το λιμάνι , βλέπουν από μακριά, κάποιο κληρικό. Ήταν μια σεβάσμια μορφή με πρόσωπο αγγελικό. Ήταν ταξιδιώτης, ερχόταν από τα Ιεροσόλυμα. Είχε πάει να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους που κάποτε περπάτησαν τα πόδια του Χριστού. Τώρα επέστρεφε στα Μύλασα της Καρίας, απέναντι στη Μικρασιατική γη,στο Μοναστήρι του Αγίου Απόστολου Ανδρέα, στο οποίο ήταν ηγούμενος. Το όνομά του ήταν Παύλος, ιερομόναχος.

                                   Η ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ ΣΤΑ ΜΥΛΑΣΑ
 
Οι τρεις αμνάδες του Ιησού, ακολουθώντας τον πνευματικό τους ποιμένα, που τους έστειλε Εκείνος, φθάνουν στα Μύλασα. Ο Παύλος φροντίζει πολύ για τις ψυχές αυτές. Αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην οριστική τακτοποίησή τους. Φωτίζεται από το Θεό και διαπιστώνει στις ψυχές τους δύο μεγάλους πόθους, τον πόθο της αγιότητας και τον πόθο για δράση. Να κάνουν καλό στον κόσμο, να φανούν χρήσιμες στον πλησίον. Να διακονήσουν πιστά και πρόθυμα τον Κύριο, παντού, όπου τις προστάξει ο Παύλος τους. Να αξιωθούν να γίνουν τρεις σεμνές και ταπεινές διακόνισσες Εκείνου.
                                                
                                   ΣΤΟ ΒΩΜΟ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ
 
Από εδώ και πέρα η διακονία της Οσίας Ξένης γίνεται πιο εντατική και κοπιαστική. Δεν είχε πια μόνο το Κοινόβιό της αλλά και το έργο και την αποστολή της Διακόνισσας της Εκκλησίας. Πρώτη αυτή, και ύστερα ένας αριθμός ευλαβών ψυχών, αφιερωμένων παρθένων, αποτελούσαν , πλάι στον καλό και ευλαβή επίσκοπο Παύλο , έναν όμιλο, σαν τον όμιλο των γυναικών που ακολουθούσαν τον Ιησού και τον διακονούσαν…
Σαν ένας άγγελος του Θεού έδινε το παρών στους φτωχούς, στους αρρώστους και στους φυλακισμένους. Φρόντιζε για τη φιλοξενία των γυναικών, για την επιτήρηση των θυρών του Ναού κατά την ώρα της λατρείας και είχε την επίβλεψη των χριστιανών γυναικών, τις οποίες συμβούλευε και νουθετούσε σαν Διακόνισσα. Κατηχούσε τις νέες και τις γυναίκες και έπαιρνε ενεργό μέρος στο Μυστήριο του Βαπτίσματος. Αλλά η πιο υψηλή διακονία ήταν η μεταφορά της Θείας Ευχαριστίας σε άρρωστες, γυναίκες, που δεν μπορούσαν να εκκλησιαστούν
Στην κοπιαστική της διακονία θυμόταν πάντοτε τον Νυμφίο της και Σωτήρα Χριστό, που δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται για τη σωτηρία των ψυχών.
Η Οσία Ξένη, μεθυσμένη από την πνευματική της διακονία , ξέχασε το νόημα της λέξης ανάπαυση. Βιαζόταν να κάνει καλό στον κόσμο. Πονούσε να βλέπει άλλες ψυχές να ζουν στην άγνοια και στην αμαρτία, και άλλες να έχουν ανάγκη από οποιαδήποτε βοήθεια.
 
Στη διακονία της συχνά θυμόταν τα ολοκαυτώματα της Παλαιάς Διαθήκης. Θυμόταν τα περιστέρια, που καίγονταν ολόκληρα πάνω στα θυσιαστήρια, για να γίνουν οσμή ευωδίας στον Κύριο. Περιστερά κι’ αυτή του Χριστού, ήθελε να θυσιαστεί ολόκληρη πάνω στην ωραία της αποστολή.
 
Θυσιαστήρια, πάνω στα οποία καιγόταν καθημερινά, ήταν πολλά. Θυσιαστήρια ήταν οι αδελφές του Κοινοβίου της. Κάθε αδελφή ήταν για την Οσία Ξένη κι’ ένα θυσιαστήριο, πάνω στο οποίο θυσίαζε κάθε φορά και κάτι περισσότερο από τη ζωή της.Η αγωνία για την πνευματική τους προκοπή, η ανησυχία τους για την σωτηρία των ψυχών τους, ήταν μια φλόγα που κάλυπτε ολόκληρο το είναι της.
 
Θυσιαστήριο ήταν κάθε κατηχούμενη. Η σκέψη ότι γι’ αυτή την ψυχή ο Ιησούς με αγωνία προσευχόταν στον κήπο της Γεθσημανής την έκανε να συμμετέχει στην αγωνία του Ιησού, στην αγωνία για τη σωτηρία της ψυχής που κατηχούσε, έργο, το οποίο της ανέθεσε η Εκκλησία με τον πνευματικό της πατέρα, τον επίσκοπο των Μυλάσων, τον Παύλο.
 
Θυσιαστήριο ήταν κάθε πονεμένη ψυχή που ζητούσε δύο λόγια παρηγοριάς και λίγο κουράγιο, για να συνεχίσει την πορεία της σε κάποιο Γολγοθά της ζωής της. Η Οσία Ξένη πονούσε με όλες τις πονεμένες ψυχές, γιατί τις αγαπούσε όλες. Όλοι οι άνθρωποι που έτρεχαν κοντά της για οποιοδήποτε πνευματικό θέμα, ήταν θυσιαστήρια για την καλή και ακαταπόνητη Διακόνισσα της επισκοπής των Μυλάσων.
Η ζωή της ήταν μια λαμπάδα. Και όπως η λαμπάδα λιώνει όσο καίει, έτσι και εκείνη. Σαν μια πνευματική λαμπάδα έλιωνε κάθε μέρα όλο και περισσότερο, ώσπου έφθασε το τέλος.
                                                            
                                    ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΣΤΕΦΑΝΙ
 
Όλες οι αδελφές του κοινοβίου των Μυλάσων συγκεντρώθηκαν,τότε, γύρω από το σεπτό σκήνωμα της Οσίας Ξένης με βαθιά οδύνη στην καρδιά και με δάκρυα στα μάτια. Την έκλαψαν πολύ την πνευματική τους μητέρα. Την έκλαψαν όσο την πόνεσαν. Την έκλαψαν όσο την αγάπησαν στη ζωή τους.
Εκεί πλάι, με το βλέμμα τους στραμμένο στη θεία μορφή της, άφησαν την σκέψη τους να πάει στα περασμένα. Η κάθε αδελφή θυμόταν τη δική της ιστορία, που σχετιζόταν με τη γερόντισσα αυτή, και άρχιζε την ώρα που ο Κύριος οδήγησε τα βήματά της στο Κοινόβιο της Καρίας .Στην αναμόχλευση της όμορφης αυτής ιστορίας τους, έβλεπαν για μια ακόμα φορά την απέραντη αγάπη που έτρεφε η μεγάλη νεκρή τους, όσο ζούσε στις ψυχές τους. Μια αγάπη που εκδηλωνόταν άλλοτε με γλυκύτητα, άλλοτε με αυστηρότητα, άλλοτε με επιπλήξεις κι άλλοτε με κάποιον άλλο τρόπο που τον ενέπνεε η αγάπη της και ο Ιησούς.
 
Στη συνείδηση των αδελφών η προεστώσα τους είχε επιβληθεί σαν αγία. Αυτό το διακήρυξε και ο Θεός την ημέρα της κοιμήσεώς της με τον πιο εντυπωσιακό και θαυμαστό τρόπο. Ήταν μεσημέρι, κανένα σύννεφο δεν σκίαζε τον ορίζοντα των Μυλάσων και ο ήλιος έλαμπε. Τότε ακριβώς φάνηκε στον ουρανό ένα στεφάνι από αστέρια, που στο κέντρο είχε ένα σταυρό λαμπρό, από αστέρια κι’ αυτό.
 
Το θαυμάσιο αυτό φαινόμενο το είδαν όλοι οι κάτοικοι των Μυλάσων και των περιχώρων. Το παρατήρησαν με προσοχή και με δέος χωρίς όμως να καταλαβαίνουν τη σημασία του. Εκείνη την ημέρα γιόρταζε το χωριό Λευκή, προάστιο των Μυλάσων, τη μνήμη του Αγίου Εφραίμ, που έζησε και κοιμήθηκε στα Μύλασα. Οι προσκυνητές, που ήταν πολλοί, είδαν και αυτοί τα λαμπρό στεφάνι με το ίδιο δέος και την ίδια συγκίνηση, αλλά και με την ίδια απορία που το έβλεπαν και οι εκεί κάτοικοι. Την εξήγηση έδωσε ο επίσκοπος Παύλος, που ήταν παρών στην πανήγυρη του Αγίου: «Η κυρία Ξένη κοιμήθηκε και γι’ αυτό φάνηκε τέτοιο σημάδι θαυμαστό».
 
Η εξήγηση αυτή συγκλόνισε τους χριστιανούς. Επίσκοπος και λαός αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία έτρεξαν στο Κοινόβιο των Μυλάσων. Όλος αυτός ο κόσμος δόξαζε το Θεό, που με το θαυμαστό στεφάνι διακήρυττε την αγιότητα της καλής Διακόνισσας. Οι ευλαβείς γυναίκες των Μυλάσων παρακαλούσαν θερμά τον επίσκοπό τους: «Μη κρύψεις το μαργαριτάρι Δέσποτα. Μη θάψεις το θυσαυρό. Μη καλύψεις τον έπαινο και τη δόξα της πόλης. Ας δουν όλοι ποιου Δεσπότη Χριστού είμαστε δούλοι. Ας δουν οι άπιστοι το μυστήριο και ας ντραπούν. Ας δουν οι Ιουδαίοι το σημείο του Σταυρού και ας γνωρίσουν ότι ο Σταυρωθείς απ’ αυτούς, Θεός ήταν.Ας δουν όλοι την Ξένη ποια δόξα αξιώθηκε από το Θεό. Ας δουν όλοι ποια δωρεά και χάρη αξιώθηκε η πόλη μας…»

Ο καλός εκείνος επίσκοπος άκουσε την παράκληση των πιστών και έκανε όπως του είπαν. Όταν έφθασαν στο Κοινόβιο, προσκύνησαν με ευλάβεια το λείψανο της Οσίας και ύστερα σχηματίστηκε μεγάλη πομπή με το λείψανό της. Μπροστά ήταν ο κλήρος και πίσω ακολουθούσε ο λαός με αναμμένες λαμπάδες. Η πομπή πέρασε μέσα από τα Μύλασα, για να δουν όλοι τη δόξα που αξιώθηκε από τον Θεό η Οσία Ξένη.Το παράδοξο ουράνιο στεφάνι με το σταυρό ακολουθούσε πάνω από την πομπή και ακριβώς πάνω από το άγιο λείψανο. Και κάθε φορά που η πομπή σταματούσε μπροστά σε κάθε εκκλησία , για να γίνει δέηση, σταματούσε και το στεφάνι. Όλοι έτρεξαν να δουν από κοντά αυτό το θαύμα. Ακόμα και οι Ιουδαίοι αναγκάσθηκαν να αναγνωρίσουν το θαύμα εκείνης της ημέρας. Η πομπή κατέληξε στο μοναστήρι και κανένας χριστιανός δεν γύρισε το βράδυ σπίτι του. Έμειναν κοντά στο επίσκοπο και στις αδελφές του Κοινοβίου ξάγρυπνοι και προσευχόμενοι.
 
Θεραπείες ασθενειών
 
Ανάμεσα στο πλήθος που αγρύπνησε εκείνη τη νύχτα στο Μοναστήρι της Οσίας Ξένης, ήταν και αρκετοί άρρωστοι. Το παράδοξο ουράνιο στεφάνι, που διακήρυττε την αγιότητα της Ξένης των Μυλάσων, έκανε πολλούς αρρώστους να φθάσουν στο Μοναστήρι. Άρρωστοι, που δεν γίνονταν καλά με βότανα και φάρμακα, πίστευαν ότι θα γίνουν καλά με τη χάρη της και έτσι γινόταν. Μόλις οι άρρωστοι άγγιζαν το άγιο λείψανο, γίνονταν καλά.Κόσμος πολύς που υπέφερε από χρόνιες και ανίατες παθήσεις, εκείνο το βράδυ βρήκε τη θεραπεία του, γεγονός για το οποίο όλοι δόξαζαν το Θεό.

                                       ΣΤΟΝ ΣΙΚΙΝΙΟ ΤΟΠΟ
 
Επιθυμία της Οσίας ήταν να ενταφιαστεί στον Σικίνιο τόπο. Το ήξεραν αυτό οι αδελφές του Κοινοβίου γι’ αυτό και ο επίσκοπος δέχτηκε να ταφεί εκεί. Έτσι μετά την αγρυπνία και τη νεκρώσιμη ακολουθία μετέφεραν το άγιο λείψανο με πομπή στον Σικίνιο τόπο στο νότιο μέρος των Μυλάσων
Το ουράνιο στεφάνι ακολουθούσε και τώρα την πομπή και μόνο όταν το άγιο λείψανο τοποθετήθηκε στον τάφο, μόνο τότε εξαφανίστηκε από τον ουρανό, ώστε να μην αμφιβάλλει κανείς ότι για την Οσία Ξένη είχε φανεί. Εκεί στο μνήμα του Σικινίου ο επίσκοπος Παύλος πήρε τα σεντόνια που ήταν στο φέρετρο της Οσίας, τα έκοψε σε τεμάχια και τα μοίρασε όλα στους πιστούς. Τα τεμάχια αυτά θα ήταν φυλαχτά, αλλά και μια διαρκής ανάμνηση εκείνης που, ύστερα από το Χριστό, έδωσε την καρδιά της στο λαό αυτό του Θεού.

                           ΕΥΛΑΒΙΚΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ
 

Το ιερό σκήνωμα εναποτέθηκε στον τάφο του Σικίνιου τόπου, ενώ η ψυχή της είχε πάρει θέση στην πόλη, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός. Εκείνος στον οποίο έδωσε όλη της την αγάπη και τη λατρεία, όλη της την καρδιά, της έδωσε τα φτερά, για να πετάξει και να αναπαυθεί κοντά του. Την πρώτη φορά πέταξε από τη Ρώμη στα Μύλασα. Αυτή τη φορά πέταξε από τα Μύλασα στον ουρανό. Αποδήμησε από τη γη στα ουράνια σκηνώματα.
Η Οσία Ξένη, με την κοίμησή της, έπαψε να είναι σωματικά παρούσα ανάμεσα στις αδελφές του Κοινοβίου και ανάμεσα στο λαό του Θεού που την αγαπούσε. Ήταν όμως παρούσα πνευματικά. Χάρη στην παρρησία που βρήκε κοντά στον Κύριο, ήταν γι’ αυτές τις ψυχές μια αιώνια μεσίτρια. Δεν έπαψε ποτέ να προσεύχεται στον Κύριο για τους πιστούς που αγάπησε και διακόνησε, όσο ζούσε, κάτω στη γη. Αλλά και οι πιστοί , μάλιστα δε οι αδελφές του Κοινοβίου, έστρεφαν διαρκώς τη σκέψη τους σ’ εκείνην και έκαναν παράκληση στη χάρη της να μεσιτεύει γι’ αυτές στο Θεό.
Ο τάφος της Οσίας έγινε προσκύνημα. Καθημερινά οι πιστοί έρχονταν στον τάφο και εκεί γονατιστοί παρακαλούσαν την Οσία να μεσιτεύει στο Θεό γι’ αυτούς. Πολλοί από τους προσκυνητές, που ήταν άρρωστοι και υπέφεραν από διάφορες παθήσεις, με την πίστη που τους διέκρινε, γίνονταν καλά. Κι αυτοί ήταν εκείνοι, που περισσότερο από όλους μιλούσαν με παλμό για την Οσία, ώστε η φήμη της να φθάσει παντού.

                  ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ                    

Το ιερό λείψανο έμεινε πολλά χρόνια στη γη της Καρίας. Κάποτε όμως, στα μεταγενέστερα χρόνια, παρέστη ανάγκη να γίνει μετακομιδή. Έτσι το ιερό λείψανο της Οσίας Ξένης, σε χρόνο που δεν είναι γνωστός, μεταφέρθηκε στη Θρακική πόλη Σηλυβρία, στον εκεί Μητροπολιτικό Ναό.


    ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΤΩΝ ΜΥΛΑΣΩΝ
 
Ακολούθησαν χρόνια δύσκολα για τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας. Στα 1922 έγινε η Μικρασιατική καταστροφή και ακολούθησε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Έλληνες χριστιανοί εγκατέλειψαν τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν στο πάτριο έδαφος της κυρίως  Ελλάδας. Μαζί τους πήραν πρώτα τα ιερά λείψανα κι ό,τι άλλο μπορούσαν. Έτσι το ιερό λείψανο της Οσίας Ξένης από τη Σηλυβρία μεταφέρθηκε στην Καβάλα, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα στο ναό του Αγίου Ιωάννου, και από τα Μύλασα στη σημερινή Νίκαια του Πειραιά. Εδώ, στη Νίκαια, οι Μυλασείς, με πρωτοβουλία του από τον Πόντο Επισκόπου Σεβαστείας Γερβασίου, που το 1934 πήρε προαγωγή ως Μητροπολίτης Γρεβενών, και του Αρχιμ. Φιλαρέτου, ανήγειραν ναό στο όνομα της Οσίας, όπου και εναπόθεσαν το τεμάχιο από το ιερό λείψανο της Οσίας Ξένης.

                    ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ                                        
 
Αυτή ήταν η ζωή της Οσίας Ξένης και των δύο θεραπαινίδων της. Αλλά ποια είναι η δική μας ζωή; Όποια κι’ αν είναι, μπορεί να γίνει καλή και από καλή καλύτερη. Τα μυστικά μάς τα αποκαλύπτει η Οσία μας.
 
Πρώτο μυστικό: Να αγαπήσουμε το Χριστό, έτσι όπως μας το ζητά ο ίδιος, με όλη μας την ψυχή, με όλη μας τη διάνοια, με όλη μας τη δύναμη. Έτσι τον αγάπησε η Οσία μας και οι θεραπαινίδες, έτσι τον αγάπησαν όλες οι άγιες ψυχές. Και όταν έτσι τον αγαπήσουμε, τότε δε θα μπορεί καμιά δύναμη στον κόσμο να μας χωρίσει από το Χριστό.
 
Δεύτερο μυστικό: Να καλλιεργήσουμε την πνευματική ενότητα με όσες ψυχές έχουν τα ίδια με εμάς πνευματικά ενδιαφέροντα. Με τις αδελφές ψυχές, μ’ αυτές που αγαπούν όπως κι εμείς το Χριστό, με τις αγωνίστριες ψυχές. Ο Ιησούς ζητά επίμονα την ενότητα αυτή.
Τρίτο μυστικό: Να καταρτιζόμαστε πνευματικά. Η συχνή και θερμή προσευχή,  η μελέτη της Αγ. Γραφής και άλλων πατερικών βιβλίων, η τακτική Θεία Κοινωνία και η καθημερινή περισυλλογή θα μας βοηθήσουν σημαντικά στον πνευματικό μας καταρτισμό.
Τέταρτο μυστικό: Να αγαπήσουμε τη διακονία, την προσφορά. Ο Ιησούς έδωσε τη ζωή του. Ας δώσουμε και εμείς τη δική μας. Έ μ β λ η μ ά   μ α ς   α ς   ε ί ν α ι   τ ο   Λ έ ν τ ι ο   τ η ς   Μ.   Π έ μ π τ η ς.

Μακάρι να βρεθούν ψυχές, πολλές ψυχές, που να ενσαρκώσουν τη ζωή και το πνεύμα της Οσίας Ξένης, να δώσουν τη μαρτυρία του Ιησού στο σύγχρονο κόσμο και να πράξουν ό,τι καλό και ωραίο για το καλό των συνανθρώπων μας και για τη δόξα του Κυρίου μας. Αμήν.

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

“Η Ελληνίδα μητέρα”: ποίημα του Διονυσίου Σολωμού



site analysis

Σε ρεαλιστικό επίπεδο η «Ελληνίδα μητέρα» έχει όλα τα χαρακτηριστικά της γυναίκας που γαλουχήθηκε με τις αξίες που συνιστούν την ελληνικότητα, μια δηλαδή ιδιότητα που ορίζει τον οικουμενικό άνθρωπο, μ’ άλλα λόγια τον Ελληνα. Διαθέτει λοιπόν συνείδηση της ιστορίας του έθνους της, δεν τρέφει καμία ψευδαίσθηση για τη μοίρα της και έχει πλήρη επίγνωση της αποστολής της. (στοιχεία από εδώ)
(αλλού, το ποίημα συναντάται με τον τίτλο:” Η Ελληνίδα μάνα“) 
Κρέμεται το σπαθί κοντά στην κούνια σου, καλό μου, αλλά το χέρι δεν είναι που το ’σφιγγε στη νίκη.
Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μου.
Κάμπους, βουνά, χωρίς αυτόν μάχης καπνοί σκεπάζουν.
αλλ’ αυτό τώρα που κουνώ τ’ αμέριμνο κορμάκι                                  
αύριο θα γίνει δύναμη που ο λογισμός κινάει,
και στήθι αντρίκειο θα σταθεί στες σαϊτιές της μοίρας.
Βρέχει τα βέλη της αυτή στα ύψη των ανδρείων,
που εκεί στημένοι στερεοί λάμπουν στη μάχη θείοι.
Χαρές και πλούτη να χαθούν, και τα βασίλεια, κι όλα,                       
τίποτε δεν είναι, αν στητή μέν’ η ψυχή κι ολόρθη.
Όλα τα ερείπια γύρω της κοιτά χαμογελώντας,
κι ανθοί σ’ αυτά, παντού κι αργά, βλασταίνουν ως τον τάφο.
φυτρώνει και στο σκότος του του Παραδείσου τ’ άνθι.
Του κόρφου συ, της αγκαλιάς αγαπημένο βάρος,                               
σπούδαξε, μην αργοπορείς βάρος να γίνεις τρόμου
εκεί που οι χείμαρροι του εχθρού τρομαχτικά βρυχίζουν.
Αλλά το χέρι σου ζωστό πλια στο λαιμό μου γύρω
δε θα ’ναι τότε, αλλά σ’ αυτό τ’ ολεθροφόρο ξίφος.
Της Μοίρας έτσ’ οι δύναμες, όσο τρανές κι αν είναι,                           
κι αν πέσεις συ στον πόλεμο, μένουν εκείνες, όπως
της κούνιας τα κινήματα που τώρα σε κοιμίζουν.
Μεγάλωσε, μεγάλωσε, μη δίχως μάνα μείνεις.
Θα ζώσει εκείνη το σπαθί μες στο βυζί αποκάτου,
κι εμπρός! σημαία και σπαθί, ψυχή, ψυχή, και νίκη!
Την ψυχή μέσα μου γρικώ του ποθητού πατρός σου,
και χίλιες, χίλιες γύρω μου ξαστράφτουν Αμαζόνες.
Άντρες, γυναίκες είν’, κανείς δε θα ρωτά στη μάχη.
Κοίτα τους λάκκους! – αλλά τι μπορείς συ να κοιτάξεις;
Άπειρους λάκκους, άπειρους γεμίζουν οι νεκροί μας.                        
πέφτουμ’ εμείς, το έργο μας για την πατρίδα μένει,
και σ’ όλα ζει τα στήθη μας τούτ’ η πνοή και μόνη,
που φλόγα γίνεται φριχτή καθολικού πολέμου,
που κάθε γη και θάλασσα παντού περιλαβαίνει,
που ζώνει εσέ και σκίρτημα και της κουνιάς σου δίνει. 
Σκίρτα, κουνιά, μ’ ευχή χαράς για το καλό που θα ’ρθει!
Γλυκά κι η τύχη μού γελά, γιατί η στιγμή ’ναι τούτη
που τ’ ακριβά σου βλέφαρα σηκώνονται κι αφήνουν
το χαμογέλιο της ματιάς να λάμψει, σ’ όλα τ’ άλλα
αβέβαιο και τρεμάμενο, αλλ’ όχι και σ’ εμένα.
Έλα σ’ εμέ, των σπλάχνων μου γλυκό βλαστάρι. θέλω
για μια στιγμή γοργά ’π’ αυτό το σπίτι να μακρύνω.
θέλω το μέτωπ’ ο καπνός της μάχης να σου ’γγίξει,
πλατιά το στήθος σου, βαθιά, να πνέξει ολέθρου φλόγα. 
Μετάφραση Γεωργίου Καλοσγούρου (1849-1902), «Διονυσίου Σολωμού τα Ιταλικά ποιήματα», Εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1921 – Γ. Καλαματιανού, Μ. Σταθοπούλου-Χριστοφέλλη, Ν. Κοντόπουλου, Ευ. Φωτιάδη, Ηλ. Μηνιάτη «Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄ Λυκείου»,Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1978, σ. 95-96) 

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Η Αγία Ειρήνη η θυγατέρα του Αγίου Σπυρίδωνα



site analysis


O Άγιος Σπυρίδωνας γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στην κοινότητα Άσσιας, ένα χωριό της κεντρικής Μεσαορίας στην επαρχία Αμμοχώστου. Ο Σπυρίδωνας νυμφεύθηκε μία ευσεβή γυναίκα, με την οποία έφερε στον κόσμο παιδιά. Μεταξύ αυτών και την Ειρήνη. Η σύζυγός του, όμως, κοιμήθηκε νωρίς, γι'αυτό και ο Άγιος ανέλαβε την ανατροφή των παιδιών του εξολοκλήρου. Η ζωή του αγίου Σπυρίδωνα ήταν γεμάτη από δοκιμασίες. Ο θάνατος της κόρης του Ειρήνης ήταν από τα πιο θλιβερά περιστατικά στη ζωή του.
Η κόρη του πέθανε ενώ ο Άγιος βρίσκονταν στην Σύνοδο της Νικαίας. Κατά την επιστροφή του στην Κύπρο τον επισκέφθηκε κάποια γυναίκα, η οποία με μεγάλη ταραχή του ανάφερε ότι είχε δώσει, στην κόρη του ένα κόσμημα πολύτιμο για να το φυλάξει, εν τω μεταξύ όμως πέθανε η Ειρήνη χωρίς να το επιστρέψει ή να φανέρωση τον τόπο όπου το είχε κρύψει. Ο Άγιος πήγε στον τάφο της κόρης του, ακολουθούμενος από πολλούς άλλους και εκεί, απευθυνόμενος προς την νεκρά, ως να ζούσε, την ρώτησε πού έχει φυλαγμένο το ξένο κόσμημα. Εκείνη δε, αφού ανέκτησε προς στιγμήν την ζωή και ανακοίνωσε στον πατέρα της τον τόπο, κοιμήθηκε και πάλι. Ο δε Άγιος επέστρεψε στην γυναίκα το κόσμημα.
Η Αγία Ειρήνη η θυγατέρα του Αγίου Σπυρίδωνα δεν αναφέρεται από τους Συναξαριστές. Καταριθμείται όμως, μεταξύ των Αγίων της Κυπριακής Εκκλησίας. Τοιχογραφία της Αγίας υπάρχει στο νάρθηκα του ναού της Παναγίας της Ασίνου που ζωγραφίστηκε μεταξύ του 1332/1333.