Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Η επική ιστορία μιας 15χρονης Αρμένισας που γλίτωσε από την γενοκτονία



site analysis


image192
Η Αουρόρα Μαρντιγκανιάν κατά την αρμενική γενοκτονία του 1915 ήταν ένα μικρό κορίτσι στα 14 του χρόνια. Πρώτα υπήρξε μάρτυρας της σφαγής της οικογένειας της μπροστά στα μάτια της. Ακολούθως σε ένα σκλαβοπάζαρο πουλήθηκε σε έναν αγά. Από εκεί διέφυγε και της πήρε περίπου ένα χρόνο για να φτάσει στις θεωρούμενες ως ασφαλείς για τους Αρμένιους ρωσικές γραμμές.
Στις ΗΠΑ όπου κατάφερε να φτάσει, γύρισε αργότερα μια ταινία για την ιστορία διαφυγής της, ενώ σε όλη της την ζωή έλεγε πως παρέμεινε στην ζωή χάρη στους Κούρδους του Ντέρσιμ.
Η Μαρντιγκανιάν που γεννήθηκε στο χωριό Τσεμισγκεζέκ της επαρχίας Μαμερέτ-Ουλ Αζίζ ήταν κορίτσι μιας πλούσιας οικογένειας. Πρώτα έχασε την οικογένεια της κατά τις πορείες του θανάτου. Ακολούθως πουλήθηκε ως σκλάβα σε έναν αγά. Δεν φαινόταν καμμιά ελπίδα για την μικρή Μαρντιγκανιάν. Μέχρι που ένα βράδυ της φώναξε ένας Αρμένιος γέρος τσομπάνης.
Ήταν η άνοιξη του 1916. Κλειδωμένη στο υπόγειο του σπιτιού η Μαρντιγκανιάν άκουσε από έξω έναν γνώριμο ήχο.
Ήταν ένα σφύριγμα που χρησιμοποιούσαν οι Αρμένιοι τσομπάνηδες. Την άλλη νύχτα άκουσε πάλι τον ίδιο ήχο. Αυτή την φορά ακουγόταν πιο κοντά και ανταπέδωσε. Ξανά δεν άκουσε εκείνο τον ήχο. Την Τρίτη νύχτα ο γέρος Βαρταπέδ στο παράθυρο την πλησίασε και λέγοντας της ¨Μικρή μου περίμενε και θα σε πάρω από εδώ¨ άρχισε έτσι μια απίστευτη ιστορία διαφυγής.
Τα κάγκελα στο παράθυρο ήταν παλιά. Ο γέρος τσομπάνης έβαλε ανάμεσα μια σιδερόβεργα και έβγαλε έτσι από μέσα την Μαργκαντανιάν. Έδειξε στο νέο κορίτσι ένα μονοπάτι. Πάνω στο μονοπάτι αυτό ο πρώτος οικισμός ανήκε σε μια οικογένεια Κούρδων που ο Βαρταπέδ τους γνώριζε καλά. Με βάση αυτά που ανέφερε αργότερα η Μαργκαντανιάν οι Κούρδοι αυτοί ήταν νομάδες και στενοί φίλοι του Βαρταπέδ. Η Μαργκαντανιάν για κάποιο διάστημα κρύφτηκε δίπλα τους.
Τα άσχημα νέα γρήγορα έφτασαν στην Μαργκαντανιάν. Ο Αχμέτ Αγάς είχε σκότωσε στο ξύλο τον Βαρταπέδ. Οι αστυνομικοί την έψαχναν παντού. Η Μαρντιγκανιάν πήρε ένα δοχείο με νερό και ένα σκέπασμα και άρχισε να περπατά προς την μόνη περιοχή που θεωρούνταν οδός σωτηρίας για τους Αρμένιους.
Η Μαρντιγκανιάν στο βιβλίο της περιέγραψε το Ντέρσιμ ως εξής : Πίσω από εκείνα τα βουνά υπάρχει το υπέροχο Ντέρσιμ. Κάθε πλευρά του με πράσινα λιβάδια, απόκρημνα βουνά και λόφους. Όποιος πήγαινε εκεί δεν μπορούσε να ζήσει στο δρόμο. Οι Ντερσιμιώτες Κούρδοι όμως ζούσαν είτε σε μικρά χωριά είτε ως νομάδες.Το Ντέρσιμ κι από τις δύο μεριές είχε γείτονες Τούρκους. Κάποτε ζούσαν εκεί και Αρμένιοι δίπλα στους Τούρκους.
Τώρα όμως οι Αρμένιοι έφυγαν και έμειναν μόνο οι Τούρκοι¨.
Η Μαρντιγκανιάν ανέφερε ότι αυτό που την κράτησε στην ζωή ήταν ότι η επιθυμία για σκοτωμούς των Κούρδων του Ντέρσιμ ήταν πολύ μικρότερη σε σχέση με τις φυλές στον νότο.
Η 16χρονη Μαρντιγκανιάν πέρασε ακριβώς ένα χρόνο κρυβόμενη, μένοντας μερικές φορές δίπλα σε χωριά και πάντα ή δούλευε ή προχωρούσε. Οι χωρικοί την έβαζαν για δουλειά και την πλήρωναν σε φαγητό.
Η πρώτη συνάντηση με τους Κούρδους του Ντέρσιμ δεν ήταν καθόλου καλή. Η μόνη καλή της ανάμνηση από το όμορφο Ντέρσιμ ήταν ότι δεν την σκότωσαν. Μια ομάδα νομάδων την βρήκε και την έκλεισε σε μια σπηλιά. Την επόμενη μέρα ήρθε ένας που τον αποκαλούσαν αγά, την είδε και την πήρε δίπλα του για να δουλεύει. Εκεί άντεξε μόνο κάποιες εβδομάδες. Η Μαρντιγκανιάν ήξερε πως στο Ερζερούμ ήταν οι Ρώσοι. Ο σκοπός της ήταν να πάει εκεί.
Καθώς κρυβόταν όταν έφτασε στον ποταμό Καρασού είδε κομβόι Τούρκων. Το κομβόι αποτελούνταν από ανθρώπους που ερχόταν από τα ανατολικά και πήγαιναν στα δυτικά, κρατώντας στα χέρια τους ότι μπορούσαν να πάρουν. Η Μαρντιγκανιάν βλέποντας αυτό, αντιλήφθηκε πως οι Ρώσοι δεν ήταν μακριά. Κι άρχισε να περπατά προς την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν οι άνθρωποι.
Όταν έφτασε στο Ερζερούμ διαρκούσαν ακόμη οι συγκρούσεις των Ρώσων με τους Οθωμανούς. Η Μαρντιγκανιάν είδε ανηρτημένη σε ένα κτίριο την αμερικανική σημαία που είχε ξαναδεί και στο Χάρπουτ. Και τρέχοντας κατέφυγε εκεί. Ο πρώτος που την είδε ήταν ο Αμερικανός πρόξενος Τυφλίδας Μακάλουμ. Ο Μακάλουμ πήγαινε στα γύρω χωριά, αγόραζε τα ορφανά κορίτσια των Αρμενίων που είχαν πουληθεί εκεί ως σκλάβες, και μετά τα έστελνε πρώτα στην Τυφλίδα, μετά στο Όσλο και εντέλει τις μετέφερε στις ΗΠΑ.
Στην Νέα Υόρκη την γνώρισε ένας νέος σεναριογράφος ο Χάρβεϊ Γκέιτς, ο οποίος συγκινήθηκε από αυτά που του περιέγραψε η Μαρντιγκανιάν.Στα 1918 έβγαλε βιβλίο με τίτλο ¨Αουρόρα Μαρντιγκανιάν : Μια χριστιανοπούλα εν μέσω των μεγάλων σφαγών¨ και το 1919 πέτυχε την μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη. Η ταινία στο Λονδίνο βγήκε με τίτλο ¨Δημοπρασία ψυχών¨ και στην Νέα Υόρκη ως ¨Ληστεμένη Αρμενία¨. Αυτή η ταινία ήταν η πρώτη δημόσια δραστηριότητα στον κινηματογράφο σχετικά με αυτά που είχαν γίνει. Η Μαρντιγκανιάν έγινε γνωστή ως η Ζαντάρκ της Αρμενίας και υπήρξε ένα από τα ονόματα σύμβολο της Αρμενικής Γενοκτονίας.
Παντρεύτηκε το 1920 και έζησε μια ήρεμη ζωή μέχρι τις 6-2-1994 οπότε άφησε την τελευταία της πνοή. Έμεινε στην μνήμη ως μια από τις σπάνιες ιστορίες θαύματος της Αρμενικής Γενοκτονίας.
Κουρδικό Πρακτορείο Φιράτ-tourkikanea.gr-olympia.gr

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Η Αγία μητέρα του Κιέβου Αλυπία και η μοιχαλίδα γυναίκα!



site analysis


Ή διά Χριστόν μωρία
Εξωτερικά χαρακτηριστικά της διά Χριστόν σαλότητας στη μακαρία Γερόντισσα Άλυπία αποτελούσαν το απαράμιλλο κόκκινο καπελάκι στο κεφάλι, πού φορούσε χειμώνα-καλοκαίρι και το οδυνηρά κυρτωμένο σώμα από τα βαριά «εξογκώματα». Μπροστά της απαγορεύονταν κάθε ελευθεριότητα ή οικειότητα, επιπόλαιη συμπεριφορά ή άσεμνη ενδυμασία. Οποιαδήποτε σκιά, έστω, αδιαντροπιάς ήταν απαράδεκτη ενώπιον της.

Κάποιες φορές ήταν δυνατόν να λέει αρχικά ακατανόητα πράγματα, το νόημα των οποίων εξηγούνταν, οπωσδήποτε, αργότερα. Το προορατικό χάρισμα της εκδηλωνόταν, κυρίως, σε ένα συγκεκριμένο άτομο, και με τέτοιο τρόπο ώστε να μην φέρει κανένα άνθρωπο σε δύσκολη θέση.
Προβαίνοντας σε αποκαλύψεις προς κάποιον, ή Γερόντισσα κατέγραφε τις αμαρτίες του συνομιλητή της μέσα της. Δεν τις ανάφερε πότε και σε κανένα ούτε καν ως υπαινιγμό. Για παράδειγμα, την επισκέφθηκε μία γυναίκα, που υπέφερε από το πάθος της πορνείας. Εκείνη την υποδέχτηκε με τα λόγια: «Ω, τί καθαρή που είναι ή φούστα σου, ή δική μου είναι βρώμικη». Ή γυναίκα φορούσε καθαρά ρούχα, αλλά τα λόγια της αφορούσαν την καθαρότητα της ψυχής.

 Άλλη φορά ή Αγία Μητέρα μπορούσε να πει ότι και ή ίδια υποφέρει από παρόμοιο πάθος, αν και στην πραγματικότητα αυτό δε συνέβαινε. Ή, να, πώς θα αποκάλυπτε ή Αγία Μητέρα κάποιον που την επισκέφθηκε και ό όποιος δεν έκανε πρωινή προσευχή: 
«Είμαι τόσο κουτή έλεγε, σαν να μιλούσε για τον εαυτό της, που έπαψα να διαβάζω τις πρωινές προσευχές». Και μετά θα προσέθετε: «Έλα εδώ, να, αυτό διάβασε, και αυτό διάβασε, και αυτό, αλλά και αυτό μη το αφήσεις».
Ορίστε ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που διηγήθηκε μία γυναίκα:
- Κάποτε ήμουν μάρτυρας ενός πολύ ενδιαφέροντος και διδακτικού γεγονότος. Μία γνωστή μου, που συχνά έκανε απιστίες στον άντρα της, μου ζήτησε να την οδηγήσω στην Άγια Μητέρα Αλυπία. Πολλές φορές προσπάθησα να πείσω τη γνωστή μου ότι είναι αναγκαίο να αφήσει την αμαρτία και να μετανοήσει εξομολογούμενη στην εκκλησία. Εκείνη, όμως, δεν μπορούσε να επιβληθεί στον εαυτό της. Εκείνη, όμως, ήταν μικρότερη από τον σύζυγο της και πολύ όμορφη. Όποτε στις συμβουλές μου απαντούσε: «Πώς μπορώ να πω κάτι τέτοιο στον ιερέα;».
Και έτσι, λοιπόν, την οδήγησα στη Γερόντισσα Αλυπία. Εκείνη κάθισε κοντά της και είπε: «Ω,τί όμορφη! Και τί ωραίο φόρεμα! Άρχισε να μας φιλεύει και να μας καλομιλά. Βρήκε ότι ή γνωστή μου έχει πολύ λεπτούς τρόπους, μαλάκωσε την καρδιά της και μετά συνέχισε, σαν να μοιραζόταν ένα μυστικό της. Ω κι εγώ στα νιάτα μου πώς ήμουν! Τέτοια ήμουν κι εγώ στα νιάτα μου! Τριγυρνούσα! Είχα πολλούς εραστές, και εσύ είσαι το ίδιο όμορφη...». 
Έτσι, πολύ γρήγορα, ή Αγία Μητέρα έκανε τη γνωστή μου να ανοιχτεί σε αποκαλύψεις, χωρίς να υποπτεύεται τη διά Χριστόν σαλότητα της μακάριας. Και εγώ ξαφνιάστηκα. Πώς μπορεί να λέει κάτι τέτοιο; Αφού ποτέ δεν τα έκανε αυτά! Μήπως αλήθεια έγιναν αυτά;Ή γυναίκα που βοηθούσε στο κελί την Αγία Μητέρα, βλέποντας τη σύγχυση μου, κούνησε το κεφάλι και, καλώντας με κοντά της, μου είπε: 
«Μην το πιστεύετε. Ή Γερόντισσα επίτηδες αναφέρεται στον εαυτό της για να πετύχει τη μετάνοια της άλλης». Ώρα πολύ ή γνωστή μου σκεφτόταν, σκεφτόταν, και μετά με δάκρυα είπε: «Ναι, Αγία Μητέρα, και εγώ στα νιάτα μου έκανα τέτοια, γυρνούσα, είχα εραστή...», και άρχισε να της διηγείται τα πάντα: πόσους εραστές είχε, πώς ήταν άπιστη στον άνδρα της, για τη μοιχεία της, πώς ακόμα, βασανίζεται από τα πάθη της... Ακούγοντας όλα αυτά τη συμβουλεύεσαι να πάει να εξομολογηθεί και να μετανοήσει, και τελικά πρόσθεσε: «Εσύ θα γίνεις μοναχή».
Τελικά ή γυναίκα αυτή εγκατέλειψε διά παντός τις ακολασίες, άρχισε να πηγαίνει τακτικά στην εκκλησία και, τελικά, κατέφυγε σε μοναστήρι. Έτσι, λοιπόν, ή Αγία Μητέρα είχε την ευλογία να έχει το χάρισμα και τη δύναμη να εκτιμά απόλυτα τον άνθρωπο και να τον οδηγεί στην απόλυτη μετάνοια.

Από το βιβλίο:Αλυπία,η Αγία μητέρα του Κιέβου η δια Χριστόν σαλή''

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Μοναχή Μαρία Μυρτιδιώτισσα (Πατέρα)



site analysis


Η πρώην αρχόντισσα εφοπλίστρια
 
Στις 9 Ιουνίου (27 Μαΐου) 2005 εγκατέλειψε την πρόσκαιρη ζωή και πορεύτηκε προς την αληθινή η μοναχή Μαρία Μυρτιδιώτισσα, κατά κόσμον Κατίγκω Πανάγου Πατέρα. Πήγε για να συναντήσει τον νυμφίο της Χριστό, Τον όποιο είχε αγαπήσει «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος» της. Η μακαριά μοναχή Μαρία - Μυρτιδιώτισσα ήταν μια σπάνια πνευματική φυσιογνωμία που, από τη στιγμή που γνώρισε κι αγάπησε το Χριστό, δεν αρκέστηκε να Τον βιώσει η ίδια και μάλιστα απόλυτα, ολοκληρωτικά, αλλά προσπάθησε μ' όλη τη (μεγάλη) δύναμη της ψυχής της και μ' όσα (πλούσιοι) μέσα της χορήγησε ο Θεός να πείσει και πολλούς άλλους ανθρώπους να Τον γνωρίσουν και να Τον αγαπήσουν, αρχίζοντας από τον στενό οικογενειακό της κύκλο και διευρύνοντας τον κύκλο αυτόν όλο και περισσότερο. Ως την άλλη άκρη της γης έφτασε η επιρροή της.

Ποια όμως ήταν η μοναχή Μαρία Μυρτιδιώτισσα;

Για όσους δεν την ήξεραν ή δεν είχαν ακούσει γι' αυτήν αξίζει να σημειώσουμε επιγραμματικά τα εξής:

Η κατά κόσμον Αικατερίνη (Κατίγκω) Δημ. Λαιμού γεννήθηκε στο μικρό νησάκι των Οινουσσών, απέναντι από τη Χίο, το 1912. Όπως οι περισσότεροι κάτοικοι των Οινουσσών, έτσι κι οι δικοί της γονείς ήταν πλοιοκτήτες, εφοπλιστές. Έτσι η Κατίγκω έζησε μια ζωή γεμάτη ανέσεις. Σπούδασε στα καλλίτερα σχολεία, ταξίδεψε σ' όλα τα μέρη του κόσμου και γενικά δε στερήθηκε τίποτα από τα εγκόσμια αγαθά. Οι γονείς της, όμως, εκτός από την άνεση και την πολυτέλεια, της εμφύτεψαν και μεγάλη πίστη στο Χριστό και την Εκκλησία Του, καθώς και μεγάλη αφοσίωση στην πατρίδα και τις εθνικές παραδόσεις.

Το 1931 παντρεύτηκε τον, επίσης, εφοπλιστή Πανάγο Διαμαντή Πατέρα και από τη συζυγία αυτή προέκυψαν τρία παιδιά: η Καλλιόπη, ο Διαμαντής και η Ειρήνη.

Η οικογένεια ζούσε μια σώφρονα και παραδοσιακή ζωή, με ανθηρή υγεία και με όλα τα χαρακτηριστικά της άνεσης, που παρέχει η πλήρης οικονομική ευχέρεια, ως τη στιγμή, που   αρχηγός της οικογένειας προσβλήθηκε από ανίατη μορφή καρκίνου. Ο Θεός φαίνεται πως επέτρεψε τη δοκιμασία αυτή, για ν' αναδειχτεί έτσι η πίστη κι η προσήλωση στο Χριστό τόσο των ιδίων όσο και της οικογένειας τους. :Από τότε η οικογένεια αφοσιώθηκε με περισσότερο ζήλο και μεγαλύτερη πίστη στο Χριστό.

Η μικρή κόρη, η Ειρήνη, σε μια έξαρση αυτοθυσίας κι αγάπης, ζήτησε από το Θεό με την προσευχή της ν' απαλλαγεί ο αγαπημένος της πατέρας από την θανατηφόρα αρρώστια κι ας μεταφερόταν σε κείνη. Κι ο Θεός με την ανεξιχνίαστη βουλή Του άκουσε την προσευχή της. Κι η μικρή Ειρήνη προσβλήθηκε από την ίδια αρρώστια με τον πατέρα της. Κι ο πατέρας της από τότε και παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις των γιατρών, έζησε για πολλά χρόνια ακόμα και κοιμήθηκε το 1966.

Η αρρώστια του Πανάγου Πατέρα και ιδιαίτερα της μικρής Ειρήνης συγκλόνισαν την οικογένεια. Πέρα απ' όλες τις φροντίδες για την ίαση τους, η οικογένεια, με πρωτοστάτη την Κατίγκω, προσέφυγαν με μεγάλη πίστη στο Θεό και ζητούσαν από Εκείνον μόνο βοήθεια και στήριξη. Η δοκιμασία τους έφερνε όλο και περισσότερο κοντά στην Εκκλησία. Γνωρίστηκαν με τους καλλίτερους πνευματικούς της εποχής (δεκαετίες του 1950 και 1960). Ιδιαίτερα από τότε που συνάντησαν τον γέροντα Ιερώνυμο τον Σιμωνοπετρίτη και λίγο αργότερα τον γέροντα Ιερώνυμο της Αίγινας, η Κατίγκω Πατέρα και δι’ αυτής ολόκληρη η οικογένεια της μπήκαν σε άλλη τροχιά.

Η άνετη έπαυλης του Ψυχικού οπού έμεναν, μετατράπηκε σχεδόν σε μοναστήρι. Ηγούμενοι, μοναχοί και πνευματικοί από το Άγιο Όρος κι από την υπόλοιπη Ελλάδα παρήλαυναν καθημερινά σχεδόν από το σπίτι τους. Ομιλίες και κηρύγματα γίνονταν σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα μέσα στο σπίτι, με ομιλητές τους πιο σπουδαίους ιεροκήρυκες και πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Δεν υπήρχε γνωστός πνευματικός άνθρωπος τότε, που να μη πέρασε από εκεί, να μη φιλοξενήθηκε και να μη ζητήθηκε η γνώμη κι η συμβολή του στην πνευματική αναγέννηση της οικογένειας, των συγγενών και του ευρύτερου κοινωνικού τους περίγυρου.

Μέσα στο σπίτι είχαν φτιάξει κι ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, που το είχε εικονογραφήσει ο μακαριστός αγιογράφος και φίλος της οικογένειας Φώτης Κόντογλου. Εκεί γίνονταν καθημερινά ακολουθίες, αλλά και λειτουργίες, οσάκις υπήρχε κοντά τους ιερέας. Η Κατίγκω ιδιαίτερα, αλλά και τα μέλη της οικογένειας της, ζούσαν μυστηριακή ζωή, με συχνή εξομολόγηση, θεία κοινωνία και αγώνα για εσωτερική τελείωση.

Ήταν να θαυμάζει κανείς με την αυταπάρνηση της πραγματικής αρχόντισσας Κατίγκως. Θυσίασε όλα όσα είχε για την αγάπη του Χριστού. Και δεν ήταν λίγα. Τα πλούσια εδέσματα της τ' αντάλλαξε με λιτά φαγητά και κατά τις νηστίσιμες ήμερες με αυστηρή άλαδη νηστεία Αντί τα πολυτελή φορέματα, που φορούσε πριν, τώρα αρκούνταν σ' ένα απλό μαύρο φόρεμα. Τις βραδινές βεγγέρες και τις λοιπές νυκτερινές διασκεδάσεις τις αντικατέστησε με τις πολύωρες ακολουθίες και τις αγρυπνίες. Τα συχνά ταξίδια για λόγους αναψυχής τώρα έδωσαν τη θέση τους σε προσκυνήματα. Δεν άφησε προσκυνήματα και μοναστήρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, που να μη τα επισκέφτηκε. Ο Θεός με τα κρίματά Του επέτρεψε ν' αναπαυτεί η μικρή Ειρήνη το 1961 (26 Νοεμβρίου), σε ηλικία 21 ετών. Ακριβώς ένα μήνα νωρίτερα, του Άγιου Δημήτριου, είχε δεχτεί τη μοναχική κούρα, μετονομασθείς Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα, από ευλάβεια στην Παναγία Μυρτιδιώτισσα, της οποίας το μοναστήρι στη Χίο βρίσκεται απέναντι από το νησάκι τους, τις Οινούσσες. στο σύντομο βίο της δοκιμάστηκε πολύ, υπόμεινε με μαρτυρική καρτερία τους πόνους και την αρρώστια της κι ο θάνατος της ήταν οσιακός. Κι όταν μετά από τρία χρόνια την ξέθαψαν, το λείψανο της βρέθηκε άφθαρτο. Μετά από αυτό οι ευλαβείς γονείς ανέλαβαν να κάνουν πράξη ένα τάμα, που είχαν κάνει μαζί με τη κόρη τους, όταν κάποτε την επισκέφτηκαν σε μια κλινική στη Ζυρίχη, όπου νοσηλευόταν. Να φτιάξουν ένα μοναστήρι προς δόξαν Θεού. Ήθελαν έτσι να Τον ευχαριστήσουν για τις αμέτρητες δωρεές Του, να Του , αφιερώσουν ένα μικρό μέρος από τον πλούτο, που με τη βοήθεια Του απόκτησαν. Κι έτσι έγινε το πανέμορφο μοναστήρι, ένας σωστός παράδεισος, που σήμερα κοσμεί το νησάκι των Οινουσσών.

Η αρχόντισσα Κατίγκω Πατέρα, μετά το θάνατο και του συζύγου της, που στο μεταξύ είχε καρεί μοναχός κι αυτός κι είχε λάβει το όνομα Ξενοφών, έγινε μοναχή στο μοναστήρι της κι οι μοναχές, που εγκαταβιούσαν εκεί την εξέλεξαν ηγουμένη.

Η γερόντισσα Μαρία Μυρτιδιώτισσα, πέρα από τ' άλλα χαρίσματα της, διακρινόταν από μια πίστη πολύ δυνατή. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς, πως η πίστη της ήταν ικανή «και όρη μεθιστάνειν», όπως είπε κι ο Χριστός. Ήταν μια πίστη στερεή, αψεγάδιαστη, καθαρή σαν διαμάντι, που δε σηκώνει την παραμικρή σκιά. Ό,τι είπε κι ό,τι επέτρεψε ο Θεός, για τη γερόντισσα Μαρία ήταν δώρο Του. Σε καμιά περίπτωση δεν άφησε τον εαυτό της όχι μόνο να γογγύσει, αλλ' ούτε και να σκεφτεί ότι ο Θεός ίσως να μη την άκουσε, Ίσως να ήταν υπερβολικός στις άφθονες δοκιμασίες, που της έστειλε. Δοξολογούσε το Θεό συνέχεια, σε κάθε περίσταση, όσο λυπηρά κι αν ήταν τα γεγονότα, που αντιμετώπιζε. Δοξάζοντας το Θεό δέχτηκε την είδηση του θανάτου της νεαρής κόρης της, με δοξολογίες προέπεμψε και το μοναχό Ξενοφώντα, τον πρώην σύζυγο της. Άλλα και τις άλλες σκληρές δοκιμασίες, που δέχτηκε στη συνέχεια, το θάνατο της πρωτότοκης κόρης της Καλλιόπης σε ηλικία 47 ετών και, λίγο αργότερα, του μοναχογιού της Διαμαντή, επίσης στην ηλικία των 47 ετών, τις αντιμετώπισε με ιώβεια υπομονή. «Δόξα τω Θεώ», ήταν η απάντηση στο θλιβερό άγγελμα του θανάτου τους. Κι όταν πάνω στο νεκροκρέβατο του γιου της κάποια ξαδέλφη της τόλμησε ν' αναρωτηθεί, γιατί ο Θεός επέτρεψε να πεθάνει τόσο νέο το παλικάρι, η ηρωίδα μάνα απάντησε:

—Άκουσε Κατίνα. Ο Θεός ούτε λαθεύει ούτε αδικεί. Κατάλαβες;

Κι ο λόγος της ήταν ομολογιακός, γεμάτος παρρησία, δε σήκωνε αντιρρήσεις. Η παραμικρή υποψία, πως Ίσως τα γενόμενα να μη ήταν σωστά, για την πιστή γερόντισσα ήταν σαν αμφιβολία στην πρόνοια του Θεού, ισοδυναμούσε με βλασφημία στην παντοδυναμία και την πανσοφία Του.

Σε θέματα που αφορούσαν στην πίστη δε γνώριζε υποχωρήσεις. Όπου κι αν βρισκόταν, οποίος κι αν ήταν μπροστά της, όταν ένιωθε ή άκουγε το παραμικρό που νόμιζε πως αλλοίωνε το πιστεύω της, θα επενέβαινε, για να διορθώσει τα πράγματα. Κάποτε σε μια δίκη ο συνήγορος της, προφανώς, για να δημιουργήσει καλές εντυπώσεις για την πελάτισσα του, είπε απευθυνόμενος στο προεδρείο:

—Η γυναίκα αυτή, κ. πρόεδρε, είχε την ατυχία να χάσει σε νεαρή ηλικία την κόρη της... Σ' αυτό το σημείο και αγνοώντας τους δικονομικούς κανόνες, η δυναμική Κατίγκω παρεμβαίνει:

—Όχι, κ. δικηγόρε, δεν είχα καμιά ατυχία. Ό,τι δίνει ή επιτρέπει ο Θεός, δεν είναι ατυχία αλλά δώρο δικό Του.

Και βέβαια την ακλόνητη πίστη της την συνόδευαν και τα έργα της πίστης. Το χέρι της ήταν πάντα ανοιχτό, για να δίνει. Δωρεές γενναίες σε θρησκευτικούς συλλόγους και σε οργανώσεις χριστιανικές, σε μοναστήρια κι εκκλησίες δίνονταν αφειδώς και χωρίς τυμπανοκρουσίες, ανώνυμα. Όποιος φτωχός κι άπορος την πλησίαζε, θα 'χε κι αυτός το μερτικό του από το γενναιόδωρο χέρι της. Όπου άκουγε ότι υπήρχε ανάγκη, έσπευδε, δεν έμενε ασυγκίνητη. Την ένοιαζε όλος ο κόσμος. Από τα πέρατα της οικουμένης της τηλεφωνούσαν ή της έγραφαν, για να της ζητήσουν πνευματική ή υλική στήριξη. Κι εκείνη πάντα πρόθυμη να συμπαρασταθεί το κατά δύναμη. Ο λόγος της ήταν φλογερός, έδινε πάντα θάρρος, ελπίδα, ενέπνεε την πίστη. Δεν άφηνε περιθώρια για απελπισία κι απογοήτευση. 0πλο ακαταμάχητο είχε τη δική της πίστη. Συνήθιζε να λέει, οπού έβλεπε ίχνη αμφιβολίας κι απιστίας:

—Με αυτά που έπαθα εγώ, αν δεν είχα τον Χριστό μου, θα 'πρεπε να βρίσκομαι ή στο τρελοκομείο ή στον τάφο. Τι άλλο μου έμεινε να πάθω; Έχασα την μικρή μου κόρη, έπειτα τον άντρα μου, στη συνέχεια και τ' άλλα δύο μου παιδιά. Αρρώστιες βαριές και ανίατες, βάσανα και στενοχώριες με συνόδευαν σ' όλη μου τη ζωή. Δόξα τω Θεώ όμως. Ο Ιώβ έπαθε περισσότερα, μα δεν έπαψε ποτέ να δοξολογεί το Θεό.

Η υπομονή της ήταν πραγματικά ιώβεια. Τηρουμένων των αναλογιών δοκίμασε κι εκείνη όλα τα βάσανα του Ιώβ.  Για την αγάπη του Χριστού τα 'δωσε όλα κι έφτασε στο σημείο η εφοπλίστρια αρχόντισσα να επαιτεί, για τη συντήρηση του μοναστηριού της. Το μόνο που δεν έχασε ποτέ, ήταν η βαθιά ριζωμένη πίστη της, που την ωθούσε διαρκώς σε δοξολογία Θεού.

Ο Θεός την αξίωσε να φτάσει σε βαθύ γήρας. Μια Βαθιά ταπείνωση, που κρυβόταν μέσα της όλ' αυτά τα χρόνια από το βάρος της εξουσίας και των πρωτοβουλιών, που ήταν αναγκασμένη να παίρνει, άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια και να εκδηλώνεται προς τις αδελφές της μονής. Ελεεινολογούσε τον εαυτό της, έλεγε πως ήταν υπερήφανη, επειδή μια ζωή είχε συνηθίσει να διατάζει. Και τώρα, πως θα παρουσιαζόταν στο Χριστό με τέτοιο εγωισμό; Κι αυτό το επαναλάμβανε συνέχεια. Ζούσε έτσι σε μια κατάσταση διαρκούς μετάνοιας. Κι η κατάσταση αυτή της έφερνε γαλήνη, την ειρήνευε. Είχε αποκτήσει στα τελευταία της μια παιδική απλότητα. Είχε ωριμάσει πνευματικά φαίνεται κι ήταν έτοιμη ν' αναχωρήσει από τα εγκόσμια, για να συναντήσει τον Χριστό μας, Εκείνον, που αγάπησε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο και για χάρη του Όποιου είχε θυσιάσει τα πάντα.

Μετά από σύντομη σχετικά ασθένεια αναχώρησε ήρεμα για τη Βασιλεία των ουρανών, συνοδευόμενη από την ολόθυμη αγάπη των μοναζουσών, που την είχαν σαν πραγματική τους μητέρα, όπως και την αποκαλούσαν. Το κενό που άφησε στο μοναστήρι αλλά και σ' όσους καλότυχους έτυχε να την γνωρίσουν είναι πραγματικά μεγάλο, δυσαναπλήρωτο. Ήταν από τους τελευταίους, αν όχι η τελευταία, που κλείνει μια σειρά από σπουδαίους ανθρώπους, που ήξεραν να τα δίνουν όλα στο Θεό, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς κρατούμενα, χωρίς υστεροβουλίες, χωρίς επιφυλάξεις. Η μνήμη των έργων και του βίου της θα μείνει αιώνια. Την ανάπαυση, που ποτέ δε γνώρισε σ' αυτή τη ζωή, πιστεύουμε πως ο δικαιοκρίτης Θεός θα της χαρίσει πλούσια στην άλλη, την αληθινή ζωή.

Η κηδεία της ήταν πάνδημη. Συγγενείς και γνωστοί έφτασαν απ' όλο τον κόσμο, για να συνοδέψουν το σκήνωμα της στην τελευταία του κατοικία. Όλοι ήταν γεμάτοι θλίψη, μα και μια θεία παρηγοριά κυριαρχούσε μέσα τους. Ήταν το φαινόμενο της χαρμολύπης, που μια ζωή βίωνε η ίδια και τώρα την μετέδιδε και στους δικούς της ανθρώπους, που πήγαν να την χαιρετήσουν. Κι αξίζει να σημειωθεί πως ο Θεός έδειξε τη χάρη Του στην πιστή δούλη Του. Μετά από δύο μέρες, που έγινε η κηδεία της το σώμα της δεν παρουσίαζε κανένα σημείο φθοράς, δεν είχε χάσει καθόλου την ευκαμψία του. Το χέρι της, που το ασπάζονταν όλοι, ήταν τελείως μαλακό, σαν ζωντανό, ούτε καν την κρυάδα του θανάτου δεν είχε.

Οι ευχές κι οι πρεσβείες της ελπίζουμε πως θα σκεπάζουν και θα προστατεύουν το αγαπημένο της μοναστήρι και τους λοιπούς γνωστούς της. Ας είναι αιωνία η μνήμη της!
πηγή Ο.Ο.Δ.Ε

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Αγία Ολυμπιάδα , προστάτιδα τών Καταθλιπτικών!



site analysis


“Η Κατάθλιψη, είναι αξόδευτη αγάπη” 
– Γεροντας Ανανίας Κουστένης
Η Αγία Ολυμπιάδα που η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουλίου, έπασχε από κατάθλιψη. 
Μα θα απορήσει κανείς, καταθλιπτική και Αγία γίνεται; Και όμως!
Το ότι έπασχε από κατάθλιψη το φανερώνουν οι Επιστολές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου που της έστελνε για να την στηρίζει όταν εκείνος είχε εξοριστεί. Το αναφέρει στα γραπτά του και ο μακαριστός Γέροντας Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος, στα οποία εξηγούσε την χρησιμότητα της Ψυχιατρικής, ως Ιατρικής Επιστήμης και τις διαφορές της από την ψυχοθεραπεία/ψυχολογία. Η κατάθλιψη έχει απτά αποτελέσματα στην βιοχημεία του εγκεφάλου, όπως μπορούμε να δούμε και από σχετική εικόνα, που δείχνει εγκέφαλο καταθλιπτικού και υγιούς:
Πέρα από την ενδεχόμενη ευαισθησία που είχε στην νευροχημεία του εγκεφάλου της, (νευροδιαβιβαστές που ρυθμίζουν την διάθεση σεροτονίνη, νοραδρεναλίνη κ.α.), πιθανόν να ήταν τρία τα σημαντικά γεγονότα που οδήγησαν στην κατάθλιψη:
α) Εξόρισαν τον Αγ. Ιωάννη Χρυσόστομο, Πνευματικό της Πατέρα.
β) Έμεινε χήρα δυο χρόνια μετά το γάμο της.
γ) Έμεινε ορφανή, πολύ μικρή.
Ο άνθρωπος πέρα από το πνευματικό κομμάτι έχει και βιολογικό του μέρος, το σώμα. Όταν πάσχει σωματικά, δεν εκδηλώνονται σωστά και οι ψυχικές λειτουργίες. Έναν ολοκληρωμένο ορισμό για την ψυχή μας δίνει ο όσιος Νικήτας Στηθάτος. Γράφει: «Ουσία δε ψυχής εστίν, ως και άλλοις πεφιλοσόφηται κάλλιστα, απλή, ασώματος, ζώσα, αθάνατος, αόρατος, σωματικοίς οφθαλμοίς μηδαμώς θεωρουμένη, λογική τε και νοερά, ασχημάτιστος, οργανικώ κεχρημένη σώματι και παρεκτική τούτω ζωής κινήσεως, αυξήσεως, αισθήσεως και γεννήσεως, νουν έχουσα μέρος αυτής το καθαρώτατον, πατέρα και προβολέα του λόγου, αυτεξούσιος φύσει, θελητική τε και ενεργητική και τρεπτή ήτοι εθελότρεπτος, ότι και κτιστή». (Νικήτα Στηθάτου: Μυστικά συγγράμματα, εκδ. Παν. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 98).
Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Πώς μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε εμείς;
  • Δεν στεναχωριόταν ο Άγιος Ιωάννης που τον έστειλαν εξορία, αλλά η Αγία Ολυμπιάδα. Ο Χρυσόστομος της έλεγε ξανά και ξανά«Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» και «Τον εαυτόν μη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται» ενώ η Αγία Ολυμπιάδα έκανε συνέχεια καταθλιπτικές σκέψεις.
  • Διαβάζοντας τον βίο της ας δούμε πόσο αγία ήταν και πόσο είχε εμπεδώσει όλες τις Xριστιανικές αρετές. Η Κατάθλιψη της Αγίας δεν οφείλεται (μόνο) σε αμαρτίες (το «από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή» ισχύει για όλους, όλοι έχουμε αρκετές αμαρτίες είτε καταθλιπτικοί είτε όχι, ακόμα και οι Άγιοι) αλλά και σε παθολογικά αίτια (εγκεφαλική νευροχημεία) τα οποία σε συνδυασμό με γεγονότα ζωής, τα οποία είναι φυσικό να προκαλούν θλίψη. Η κατάθλιψη δεν φαίνεται να  αποτελεί εμπόδιο στην Αγιότητα. Μπορεί ίσως να δυσκολέψει την πορεία, είναι ένας ακόμα Σταυρός που καλείται ο Άγιος να ξεπεράσει. Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό πως Αγιότητα και Κατάθλιψη μπορεί να συνυπάρχει. Άποψη με την οποία συμφωνεί και ο Γερ. Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος.
  • Άρα, μπορεί να έχεις Αγίους Πνευματικούς που να σε συμβουλεύουν πνευματικά όπως είχε η Αγία Ολυμπιάδα (Γρηγόριο Θεολόγο, Ιωάννη Χρυσόστομο) αλλά εντούτοις να πάσχεις από κατάθλιψη, ακόμα και αν είσαι ο ίδιος Άγιος.
  • Όταν ο Άγιος Πορφύριος λέει “Η κατάθλιψη οφείλεται στον εγωϊσμό”, δεν λέει ψέματα μεν, ούτε κάνει λάθος δε, αλλά δεν σημαίνει πως οι καταθλιπτικοί είναι πάντα εγωϊστές. Μια κατηγορία καταθλιπτικών ενδεχομένως. Άλλοι, με προβληματική βιοχημεία, χρειάζονται, ίσως, διαφορετικού είδους αντιμετώπιση. Άλλωστε ποιος δεν είναι εγωϊστής; Όλοι μας. Επίσης, ο Άγιος Πορφύριος έλεγε πως και ορισμένες καθαρά σωματικές παθήσεις οφείλονται στον εγωϊσμό. Ανέφερε συγκεκριμένα, πως κάποιος τυφλώθηκε, επειδή ήταν εγωϊστής και δεν εμπιστευόταν τον Κύριο και στεναχωριόταν. Και η στεναχώρια τον οδήγησε και σε σωματικά προβλήματα. Τυφλώθηκε. Δεν είδαμε κάποιον να λέει“τι εγωϊστές που είναι οι τυφλοί!” και να τους κατηγορεί γι' αυτό. Ο Άγιος μιλάει κατά καιρούς για θεραπεία παθών και εξηγεί αίτια και θεραπείες, τα οποία όμως διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, από περίπτωση σε περίπτωση. Ορισμένοι παίρνουν τα λόγια των Αγίων που είναι θεραπευτικά και προσπαθούν να τα μετατρέψουν σε ΟΠΛΑ με τα οποία να δείξουν πόσο ανώτεροι είναι εκείνοι και πόσο κατώτεροι όλοι οι άλλοι. Κάτι τέτοιο αποτελεί κακοποίηση της θέσης του Αγίου. Και δείγμα πολύ μεγαλύτεροι εγωϊσμού, από αυτόν που κατηγορούν. Ο Άγιος δίδασκε για να βοηθήσει και να ενισχύσει. Σε ανθρώπους που ζητούσαν τις συμβουλές του, για να απαλλαγούν από την κατάθλιψη, τους συνιστούσε να ασχοληθούν με κάτι ενδιαφέρον και δημιουργικό: «Η εργασία, το ενδιαφέρον για τη ζωή. Η τέχνη, ο κήπος, τα λουλούδια… πολύ σπουδαία πράγματα. Η μελέτη τής Αγίας Γραφής, το ενδιαφέρον προς τη θρησκεία, προς την αγάπη τού Θεού».
  • Η Αγία Ολυμπιάδα είναι παράδειγμά μας γιατί δεν άφησε το πρόβλημα της, να σταματήσει την πορεία προς την Αγιότητα. Όσοι σήμερα πάσχουν από κατάθλιψη μπορούν να ζητούν από εκείνη να πρεσβεύει στον Κύριο για την θεραπεία τους. Γιατί όταν έρθει ο Χριστός, ΟΛΑ μπορούν να διορθωθούν.
Αγία του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών!

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ



site analysis


ἔκδοσις: Ὀρθόδοξον Ἵδρυμα «Ἀπόστολος Βαρνάβας»

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐξαίρετες γυναικεῖες ἀσκητικὲς μορφὲς εἶναι καὶ τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Κάθε χριστιανὸς ποὺ θὰ διαβάσει τὴ ζωή της θὰ ἀντλήσει πολὺ ὠφέλιμα διδάγματα. Ἐπὶ 17 χρόνια ζοῦσε ἄσωτα μέσα στὴν ἀκολασία καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἀπὸ μικρὴ παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ κακό της ἁμαρτίας καὶ παρέσυρε κι᾿ ἄλλους σ᾿ αὐτή. Στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ θεϊκὴν ἐπέμβαση ἀλλάζει σκέψεις καὶ παίρνει νέες ἀποφάσεις ποὺ τὶς ἐκτελεῖ. Ἀποβάλλει τὸν παλαιὸν ἄνθρωπο καὶ φορᾶ τὸν καινούργιο. Ἡ ἁμαρτία τῆς δημιούργησε πολλὰ ψυχικὰ τραύματα κι ἔτσι ἔφυγε στὴν ἔρημο γιὰ νὰ κλείσει καὶ νὰ ἀποβάλλει τὶς κακίες τῶν πράξεων καὶ νὰ ἐξαφανίσει τὸ ρύπο ποὺ τῆς προκάλεσε ἡ ἀκολασία. Μετανόησε, ἔκλαψε, πόνεσε, νήστεψε καὶ προσευχήθηκε. Μεγάλοι οἱ ἀγῶνες τῆς καὶ σκληρὴ ἡ πάλη ἐναντίον τῶν παθῶν της. Πολλὲς οἱ δυσκολίες, οἱ ταλαιπωρίες της μέσα στὴν ἔρημα, μὰ τὶς ἀντιμετώπισε ὅλες μὲ ἡρωισμό. Τοὺς πολλοὺς πειρασμοὺς τοὺς ἐξουδετέρωσε μὲ αὐτοθυσία. Καὶ ὁ Κύριος ἄκουσε τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὰ δάκρυά της, καὶ δέχτηκε τὴ μετάνοιά της κι ἔγινε ἡ ὁσία Μαρία ποὺ πρεσβεύει γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Κι᾿ ἐσύ, χριστιανέ μου, πρέπει νὰ γνωρίζεις ὅτι τὸ φάρμακο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ μετάνοια, ποὺ εἶναι καὶ τὸ ποιὸ φοβερὸ ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου, ποὺ στὴ ταραγμένη ἐποχή μας στήνει τὶς παγίδες του καὶ φωλιάζει παντοῦ. Ὅταν λοιπὸν ἁμαρτήσεις, ὅπως λέει ὁ Δαβίδ, «λέγε τὰς ἁμαρτίας σου πρῶτος διὰ νὰ δικαιωθῇς». Καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι μὲ τὸ φάρμακο τῆς μετάνοιας θὰ χυθεῖ ἄφθονα στὴ ψυχή σου ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.

Ο ΑΒΒΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ

Στὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης ἦταν κάποιος ἱερομόναχος, ποὺ λεγόταν Ζωσιμᾶς, ποὺ ἀπὸ μικρὸς ἀνατράφηκε σύμφωνα πρὸς τὰ μοναχικὰ ἔθιμα καὶ ζοῦσε πολὺ ἐνάρετη ζωή. (Ἂς μὴ νομίσει κανένας ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ Ζωσιμᾶ ἐκεῖνο, ποὺ χαρακτηρίσθηκε ἑτερόδοξος, γιατὶ εἶναι ἄλλος αὐτός, καὶ ὑπάρχει τεράστια διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔχουν καὶ οἱ δύο τὸ ἴδιο ὄνομα). Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Ζωσιμᾶς, ὁ ὀρθόδοξος, ἀρχικὰ ἐμόνασε σὲ κάποιο μοναστήρι τῆς Παλαιστίνης, ὅπου ἐφαρμόζοντας κάθε εἶδος ἄσκησης πέτυχε ν᾿ ἀποκτήσει ἐγκράτεια σ᾿ ὅλα. Ἀπὸ τὴ μιὰ φύλασσε κάθε κανόνα ποὺ τοῦ παρέδιναν οἱ πνευματικοὶ προπονητές του στὴν αὐτοῦ του εἴδους παλαίστρα, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἴδιος ἐπενόησε πολλὰ ἀπὸ τὴ δική του πείρα στὴ προσπάθειά του νὰ ὑποτάξει τὴ σάρκα στὸ πνεῦμα. Πράγματι, δὲν ἀπότυχε σ᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ποὺ ἔβαλε, ἡ δὲ φήμη του ἔγινε παντοῦ γνωστή, ὥστε πολλοὶ μοναχοί, τόσο ἀπὸ κοντινά, ὅσο καὶ ἀπὸ μακρινὰ μοναστήρια πήγαιναν κοντά του καὶ ἄκουαν τὴ διδασκαλία του.
Ἀνάμεσα στὶς ἀσχολίες τοῦ σπουδαία θέση εἶχαν ἡ μελέτη καὶ ἡ ψαλμωδία, ποὺ ἀσχολεῖτο συνέχεια καὶ ὅταν καθότανε καὶ ὅταν ἔτρωγε καὶ ὅταν ἔκαμνε ἐργόχειρο. Λέγουν μάλιστα ὅτι καὶ συχνὰ ὁ Γέροντας ἀξιωνόταν νὰ βλέπει τὸ Θεὸ καὶ αὐτὸ νὰ μὴν φανεῖ παράξενο, γιατὶ, «μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
Αὐτός, λοιπόν, ὁ Ζωσιμᾶς, ἔκανε στὸ μοναστήρι ἐκεῖνο πενῆντα τρία χρόνια. Ἔπειτα δὲ ἐνοχλήθηκε ἀπὸ μερικοὺς λογισμούς, ὅτι δῆθεν ἦταν σ᾿ ὅλα τέλειος, χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη τὴ διδασκαλία ἄλλου ἀνθρώπου. Κάποτε τοῦ ἐρχόταν καὶ ὁ ἑξῆς λογισμός: «Ἄραγε ὑπάρχει στὴ γῆ μοναχός, ποῦ μπορεῖ νὰ μὲ ὠφελήσει ἢ νὰ μὲ ὑπερβάλλει στὴν ἀρετή;» Ἐνῶ ὁ γέροντας σκεφτόταν αὐτά, ἄγγελος Κυρίου φάνηκε σ᾿ αὐτὸν καὶ τοῦ λέει: «Ὦ Ζωσιμᾶ, ἀγωνίσθηκες ἀνθρώπινα καλὰ καὶ ἐξετέλεσες μὲ ἐπιτυχία τὸν ἀσκητικὸν ἀγώνα. Ἀλλὰ κανένας ἄνθρωπος εἶναι τέλειος, ὁ δὲ τωρινὸς ἀγώνας εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν προηγούμενο. Νὰ ξέρεις ὅμως, ὅτι ὑπάρχουν κι᾿ ἄλλοι δρόμοι σωτηρίας καὶ γιὰ νὰ πληροφορηθεῖς γι᾿ αὐτοὺς βγὲς ἀπὸ τὴ γῆ σου καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου, καθὼς ἀκριβῶς ὁ Ἀβραάμ, ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες, καὶ πήγαινε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό».
Ἀμέσως, λοιπόν, ὁ Γέροντας ἀκολουθώντας τὶς πιὸ πάνω ὁδηγίες βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι του καὶ ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸν ἄγγελο σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι τοῦ Ἰορδάνη, ποὺ τὸν διέταξε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει. Ἀφοῦ δὲ κτύπησε τὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ, συνάντησε πρῶτα τὸ μοναχό, ποὺ φύλαγε τὴν ἐξώπορτα κι᾿ αὐτὸς τὸν παρουσίασε στὸν ἡγούμενό του. Ἐκεῖνος δέ, ὅταν εἶδε τὸ σχῆμα του καὶ τὸ εὐλαβικό του ἦθος, τὸν ρώτησε, ἀφοῦ ἔβαλε τὴ συνηθισμένη στοὺς μοναχοὺς μετάνοια κι᾿ ἔλαβε εὐχή: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι ἀδελφὲ καὶ ἐξ αἰτίας ποιοῦ ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς γέροντες ἦλθες ἐδῶ;» Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς ἀποκρίθηκε: «Ὅσο μὲ ἀφορᾶ τὸ «ἀπὸ ποῦ»δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ σᾶς ἀναφέρω. Ἦλθα δέ, πάτερ, χάριν ὠφελείας, γιατὶ ἔχω ἀκούσει γιὰ σᾶς πολὺ σπουδαῖα καὶ ἀξιέπαινα πράγματα». Ἀπάντησε δὲ ὁ ἡγούμενος: «Ὁ Θεός, ἀδελφέ, ὁ μόνος ποὺ θεραπεύει τὴν ἀνθρώπινη ἀρρώστεια. Αὐτὸς καὶ σένα καὶ ἐμᾶς θὰ διδάξει τὰ Θεῖα θελήματα, διότι ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὠφελήσει ἄλλον ἄνθρωπο. Ἐπειδὴ ὅμως, ὅπως ἀνέφερες ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐκίνησε νὰ ἐπισκεφθεῖς ἐμᾶς τοὺς ταπεινοὺς Γέροντες, μεῖνε μαζί μας καὶ ὅλους θὰ μᾶς θρέψει μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος ὁ καλὸς Ποιμένας, ποὺ ἔδωσε τὴν ψυχή του σὰν λύτρο γιὰ μᾶς». «Ὅταν εἶπε αὐτὰ ὁ ἡγούμενος, ὁ Ζωσιμᾶς ἔβαλε καὶ πάλι μετάνοια καὶ ζήτησε εὐχή. Ὕστερα ἀποσύρθηκε καὶ ἀπὸ τότε παρέμεινε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι. Συνάντησε δὲ ἐκεῖ Γέροντες λαμπροὺς στὴ θεωρία καὶ τὴ πράξη, λέοντες ὡς πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ δουλεύοντες στὸν Κύριο. Διότι ἡ ψαλμωδία ἦταν ἀκατάπαυστη καὶ τὸ ἐργόχειρο πάντα στὰ χέρια τους, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὶς φροντίδες τῆς ζωῆς. Ἕνα δὲ μονάχα τοὺς ἀπασχολοῦσε ὅλους, πὼς καθένας ἀπ᾿ αὐτούς, θὰ νέκρωνε τὸ σῶμα του στὸν κόσμο. Σὰν τροφὴ εἶχαν τὰ θεόπνευστα λόγια, ἔτρεφαν ὅμως καὶ τὸ σῶμα τους, ἀλλὰ μόνο μὲ τὰ ἀπαραίτητα, δηλ. τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερό.
Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὲς μέρες ἔφτασε ὁ καιρὸς ποὺ οἱ χριστιανοὶ ἔκαναν τὶς ἱερὲς νηστεῖες, γιὰ νὰ καθαριστοῦν, προκειμένου νὰ προσκυνήσουν τὸ Θεῖο Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πύλη τοῦ μοναστηριοῦ δὲν ἄνοιξε ποτέ, ἀλλὰ ἦταν πάντα κλειστή, ὥστε οἱ μοναχοὶ νὰ κάνουν ἀνενόχλητοι τὴν ἄσκησή τους. Ἄνοιγε μόνο, ἂν κάποιος μοναχὸς ἔβγαινε λόγω ἀνάγκης, γιατὶ ὁ τόπος ἦταν ἔρημος καὶ στοὺς περισσότερους ἀπὸ τὰ γειτονικὰ μοναστήρια ἦταν ὄχι μόνο ἀδιαπέρατος, ἀλλὰ καὶ ἄγνωστος. Φυλασσόταν δὲ στὸ μοναστήρι τέτοιος κανόνας, γιὰ τὸν ὁποῖο, ὅπως φαίνεται, καὶ τὸ Ζωσιμᾶ ὁ Θεὸς ὁδήγησε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι. Ποιὸς ἦταν ὁ κανόνας καὶ πὼς φυλασσόταν, θὰ ἀναφερθεῖ πιὸ κάτω.
Τὴ πρώτη μέρα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, κατὰ τὴ συνήθεια ποὺ ὑπῆρχε γινόταν ἡ Θεία λειτουργία καὶ καθένας κοινωνοῦσε τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων καὶ ὕστερα ἔπαιρνε λίγη τροφή. Ἔτσι μαζευόντουσαν ὅλοι στὸ εὐκτήριο, ὅπου, ἀφοῦ λεγόταν μακρὰ εὐχὴ καὶ γινόταν γονυκλισία, οἱ Γέροντες ἀσπάζονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ἀφοῦ ἀγκάλιαζαν τὸν ἡγούμενο, βάλλοντας καθένας μετάνοια ζητοῦσε νὰ πάρει εὐχὴ ἀπ᾿ αὐτόν, γιὰ νὰ τὴν ἔχει βοηθὸ στὸ προκείμενο ἀγώνα.
Ὅταν αὐτὰ γινόντουσαν κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἡ πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ ἄνοιγε καὶ ψάλλοντας τὸ «Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι» καθὼς καὶ τὸ ὑπόλοιπο μέρος τοῦ ψαλμοῦ, ἔβγαιναν ὅλοι, ἀφήνοντας ἕνα ἡ δύο φύλακες στὸ μοναστήρι, ὄχι γιὰ νὰ φυλάσσουν τὰ πράγματα ποὺ βρισκόντουσαν σ᾿ αὐτὸ (γιατὶ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ πάρουν οἱ κλέφτες), ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ μένει τὸ εὐκτήριο ἀλειτούργητο.
Καθένας δὲ ἐφοδιαζόταν, ὅπως μποροῦσε καὶ ἤθελε: ἄλλος μὲν ἔπαιρνε ψωμί, ἄλλος σύκα ξηρά, ἄλλος φοινίκια, ἄλλος βρεγμένα ὄσπρια, ἄλλος δὲ τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα του καὶ τὸ ράσο ποὺ φοροῦσε. Ὑπῆρχε δὲ κανόνας ἀπαράβατος σ᾿ αὐτοὺς νὰ μὴν ξέρει ὁ ἕνας πῶς ἔκανε ἐγκράτεια ἢ πῶς περνοῦσε ὁ ἄλλος, γιατὶ ὅταν περνοῦσαν τὸν Ἰορδάνη, ἀμέσως καθένας ἐχώριζε ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ κανένας δὲν πήγαινε νὰ συναντήσει τὸν ἄλλο, ἀλλὰ καὶ ἂν κάποτε ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔβλεπε ἀπὸ μακριὰ ἄλλον νὰ ἔρχεται σ᾿ αὐτόν, ἀμέσως λοξοδρομοῦσε καὶ πήγαινε σ᾿ ἄλλο μέρος. Ζοῦσε δὲ μὲ τὸν ἑαυτό του, ψάλλοντας παντοτινὰ καὶ δοξάζοντας τὸ Θεό.
Ἔτσι λοιπὸν ἀφοῦ περνοῦσαν ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ἱερῆς νηστείας, γυρνοῦσαν πίσω στὸ μοναστήρι τὴ Κυριακή των Βαΐων, φέροντας καθένας μαζί του τὸ καρπὸ τῶν δικῶν του κόπων καὶ ξέροντας πὼς ἐργάστηκε. Κανένας δὲ δὲν ρωτοῦσε τὸν ἄλλον πῶς πέρασε. Αὐτὸς λοιπὸν ἦταν ὁ κανόνας τοῦ Μοναστηριοῦ, ποὺ γινόταν μὲ ἐπιτυχία, γιατὶ καθένας πηγαίνοντας στὴν ἔρημο πρὸς τὸν ἀθλοθέτη Θεὸ ἀγωνιζόταν μόνος του, ὄχι γιὰ ν᾿ ἀρέσει στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ κάνει ἐγκράτεια ἐπιδεικτικά. Γιατὶ αὐτὰ ποὺ γίνονται μὲ σκοπὸ ν᾿ ἀρέσουν στοὺς ἀνθρώπους, ὄχι μόνο σὲ τίποτε δὲν ὠφελοῦν ἐκεῖνο ποὺ τὰ κάνει, ἀλλὰ προξενοῦν καὶ ζημιὰ σ᾿ αὐτόν.
Τότε καὶ ὁ Ζωσιμᾶς, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια τοῦ κανόνα πέρασε τὸν Ἰορδάνη, μεταφέροντας λίγα μόνο ἐφόδια γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματός του καὶ τὸ ράσο ποὺ φοροῦσε. Ἐνῷ δὲ περνοῦσε τὴν ἔρημο ἐκτελοῦσε τὸ κανόνα καὶ ὅπου νυκτωνόταν κοιμόταν κάτω στὴ γῆ.
Νωρὶς δὲ τὸ πρωὶ συνέχιζε τὸ περπάτημα πάντοτε μὲ σταθερὸ ρυθμό. Ἤθελε δέ, καθὼς ἔλεγε, νὰ προχωρήσει στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἐκεῖ θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ κάποιο Πατέρα γιὰ ν᾿ ἀκούσει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα δὲ περπατοῦσε μὲ τόση προσπάθεια, σὰν νὰ προχωροῦσε σὲ κάποιο σπουδαῖο καὶ γνωστὸ κατάλυμα. Ἀφοῦ, λοιπόν, περπάτησε ἐπὶ εἴκοσι μέρες, ὅταν ἦταν ἕκτη ὥρα, σταμάτησε γιὰ λίγο τὴν ὁδοιπορία κι᾿ ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὴν ἀνατολή, ἔκανε τὴ συνηθισμένη προσευχή του. Γιατὶ συνήθιζε, σ᾿ ὁρισμένες ὧρες τῆς μέρας, νὰ διακόπτει τὴ πορεία καὶ νὰ ξεκουράζεται λίγο ἀπὸ τὸν κόσμο, στεκόμενος δὲ ἔψαλλε καὶ προσευχόταν γονατιστός.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΖΩΣΙΜΑ

Ἐνῶ δὲ ἔψαλλε καὶ ἔβλεπε τὸν οὐρανὸ συνέχεια, εἶδε στὰ δεξιά του μέρους ποὺ καθόταν, μιὰ ἀνθρώπινη σκιά. Στὴν ἀρχὴ ταράχτηκε, ὑποπτευόμενος ὅτι βλέπει φάντασμα δαίμονα καὶ φοβήθηκε. Ἀφοῦ δὲ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ κι᾿ ἔδιωξε τὸ φόβο, διάκρινε φανερὰ κάποιον γύρω στὸ μεσημέρι νὰ περπατᾶ. Εἶχε μαῦρο σῶμα ἀπὸ τὸν καύσωνα καὶ εἶχε στὸ κεφάλι ἄσπρες τρίχες, σὰν τὸ βαμβάκι, ἦσαν ὅμως λίγες καὶ ἔφταναν μέχρι τὸν τράχηλό του. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ζωσιμᾶς χάρηκε καὶ ἄρχισε νὰ τρέχει πρὸς τὸ μέρος του. Ἡ χαρά του ἦταν ἀνέκφραστη, γιατὶ σ᾿ ὅλο ἐκεῖνο τὸ χρονικὸ διάστημα, δὲν εἶδε κανένα ἄνθρωπο, οὔτε ζῶο ἢ πτηνὸ ἢ φάντασμα ἀκόμα. Ζητοῦσε λοιπὸν νὰ μάθει ποιὸς ἦταν ἐλπίζοντας ὅτι θὰ γινόταν αἰτία γιὰ νὰ γνωρίσει σπουδαῖα πράγματα.
Ὅταν δὲ ἐκεῖνος εἶδε τὸ Ζωσιμᾶ νὰ ἔρχεται ἀπὸ μακρυά, ἄρχισε νὰ τρέχει πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου. Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς ξεχνώντας τὴν προχωρημένη ἡλικία του καὶ δίχως νὰ λογαριάσει τὴ κούραση ἀπὸ τὸ περπάτημα, ἔτρεξε ἀμέσως γιὰ νὰ συναντήσει ἐκεῖνον ποὺ ἔφευγε. Αὐτὸς μὲν καταδίωκε, ἐκεῖνος δὲ ἔφευγε.
Ἐπειδὴ ὁ Ζωσιμᾶς ἔτρεχε πιὸ γρήγορα, σιγὰ-σιγὰ πλησίαζε ἐκεῖνον ποὺ ἔφευγε. Ὅταν δὲ πλησίασε σὲ σημεῖο ποῦ μποροῦσε νὰ ἀκουστεῖ ἡ φωνή του, ἄρχισε ὁ Ζωσιμᾶς νὰ φωνάζει κλαίοντας: «Γιατί μὲ ἀποφεύγεις, τὸν ἁμαρτωλὸ Γέροντα, ὦ δοῦλε τοῦ Θεοῦ; Μεῖνε μαζί μου, ὅποιος καὶ νἆσαι, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν Ὁποῖο ἦλθες καὶ κατοίκησες σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημο, στάσου κι᾿ εὐλόγησέ με».
Ἐνῷ ὁ Ζωσιμᾶς ἔλεγε αὐτὰ μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἔφτασαν καὶ οἱ δύο τρέχοντας σὲ κάποιο τόπο, ὅπου σχηματιζόταν ἕνας χείμαρρος ξηρός. Ὅταν λοιπὸν ἔφτασαν ἐκεῖ, ἐκεῖνος ποὺ ἔφευγε κατέβηκε καὶ πάλιν ἀνέβηκε στὸ ἄλλο μέρος, ὁ δὲ Ζωσιμᾶς κουρασμένος καὶ μὴ μπορώντας ἄλλο νὰ τρέχει, στάθηκε στὸ ἄλλο μέρος τοῦ χειμάρρου καὶ ἔκλαψε τόσο πολύ, ὥστε τὰ κλάματά του ἀκούονταν καθαρά. Τότε ἐκεῖνος ποὺ ἔφευγε, ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ εἶπε: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, συγχώρησέ με γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω καὶ νὰ σὲ δῶ στὸ πρόσωπο, γιατὶ εἶμαι γυναίκα, γυμνή. Ἀλλὰ ἂν θέλεις νὰ δώσεις εὐχὴ σὲ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ρίξε τὸ ράσο ποὺ φορᾶς γιὰ νὰ σκεπάσω τὸ σῶμα μου καὶ νὰ στραφῶ πρὸς ἐσένα γιὰ νὰ πάρω τὶς εὐχές σου». Τότε ὁ Ζωσιμᾶς ἀπόρησε γιατὶ τὸν φώναζε μὲ τ᾿ ὄνομά του καὶ σοφὸς καθὼς ἦταν ἀντελήφθηκε ὅτι ὁ ἄγνωστος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν φωνάζει μὲ τ᾿ ὄνομά του, ἐκτὸς ἂν εἶχε ὑπερφυσικὸ χάρισμα.
Ἔβγαλε τὸ ράσο του καὶ τῆς τὸ ἔριξε ἀπὸ πίσω κι ἐκείνη ἀφοῦ τὸ πῆρε καὶ σκέπασε τὸ σῶμα της, στράφηκε πρὸς τὸν Ζωσιμᾶ καὶ τοῦ εἶπε: «Τί ἤθελες νὰ δεῖς μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα; Τί ζητᾶς νὰ μάθεις ἀπὸ μένα καὶ δὲν βαρέθηκες νὰ κάνεις τόσο μεγάλο κόπο;» Ὁ δὲ Γέροντας ἀφοῦ γονάτισε στὴ γῆ, ζήτησε νὰ πάρει εὐλογία, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια. Ἐπειδὴ κι᾿ αὐτὴ ἔβαλε μετάνοια, ἦταν καὶ οἱ δύο στὴ γῆ καὶ περίμενε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ δώσει εὐλογία. Ἀλλὰ τίποτα ἀπὸ κανένα δὲ λεγόταν, ἐκτὸς ἀπὸ τό: «εὐλόγησον». Ἀφοῦ πέρασε ἀρκετὴ ὥρα, εἶπε ἡ γυναίκα πρὸς τὸ Ζωσιμᾶ: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ σὲ σένα ἁρμόζει νὰ εὐλογήσεις καὶ νὰ εὐχηθεῖς, γιατὶ ἔχεις τιμηθεῖ μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱερέα καὶ ἀπὸ πολλὰ χρόνια στέκεσαι μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο». Αὐτὰ προκάλεσαν πολὺ φόβο στὸ Ζωσιμᾶ καὶ ὁ Γέροντας ἀφοῦ λούστηκε μὲ ἱδρώτα στέναξε καὶ εἶπε μὲ φωνὴ ποὺ διακοπτόταν: «Ὦ πνευματικὴ Μητέρα, καὶ ἀπὸ τὸ ἦθος σου φαίνεται ὅτι ἐσὺ κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἔχεις νεκρωθεῖ γιὰ τὸν κόσμο, εἶναι δὲ φανερό, ὅτι σοῦ δόθηκε μεγαλύτερο χάρισμα ἀπὸ μένα, ἀφοῦ μου μίλησες μὲ τὰ᾿ ὄνομά μου, καὶ εἶπες ὅτι εἶμαι ἱερέας, χωρὶς νὰ μὲ γνωρίζεις. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ χάρη δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ ἀξιώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ ψυχικὴ ὑπόσταση, ἐσὺ πρέπει νὰ μ᾿ εὐλογήσεις γιὰ τὸν Κύριο καὶ νὰ δώσεις σὲ μένα εὐχή, ποὺ ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δική σου τελειότητα».
Ἀφοῦ ὑποχώρησε ἡ γυναίκα στὴν ἔνσταση τοῦ Γέροντα καὶ ὑπάκουσε, εἶπε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν». Ὅταν δὲ ὁ Ζωσιμᾶς εἶπε τὸ «Ἀμήν», σηκώθηκαν καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὴν γονυκλισία καὶ εἶπε τότε ἡ γυναίκα πρὸς τὸ Γέροντα: «Γιὰ χάρη ποιοῦ θέλησες νὰ δεῖς γυναίκα στερημένη ἀπὸ κάθε ἀρετήν; Ἀλλά, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ καθοδήγησε νὰ μοῦ προσφέρεις, ἀνάλογα μὲ τὴ περίσταση, κάποια ἐξυπηρέτηση, πές μου, πῶς ζοῦν οἱ χριστιανοί; Πῶς ζοῦν οἱ βασιλιάδες; Πῶς εἶναι ἡ Ἐκκλησία;»
Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς εἶπε σ᾿ αὐτή: «Μ᾿ ἕνα λόγο, Μητέρα Ὁσία, μὲ τὶς δικές σου ὁ Χριστὸς χάρισε σ᾿ ὅλους εἰρήνη. Δέξου ὅμως παράκληση ἀνάξιου Γέροντα καὶ εὐχήσου γιὰ τὸν κόσμο ὅλο καὶ γιὰ μὲ τὸν ἁμαρτωλό, ὥστε αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα, ποὺ περνῶ στὴν ἔρημο, νὰ μὴν ἀποβεῖ ἄκαρπο». Ἐκείνη δὲ τοῦ ἀπάντησε: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, σὺ πρέπει νὰ κάνεις δέηση γιὰ μέ, καὶ γιὰ ὅλους γιατὶ σὲ σένα ἔπεσε ὁ κλῆρος γι᾿ αὐτό. Ἀλλὰ ἐπειδὴ μὲ προστάζεις, θὰ τὸ κάνω μὲ προθυμία»

ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ

Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ἡ γυναίκα, στράφηκε πρὸς τὴν ἀνατολὴ καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ μάτια της πρὸς τὸν οὐρανό, ἄρχισε νὰ προσεύχεται, ψιθυρίζοντας, ἀλλὰ δὲν ἀκουόταν καμιὰ φωνή. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ζωσιμᾶς δὲν ἄκουε τίποτε, στεκόταν δέ, ὅπως ἔλεγε, γεμάτος μὲ πολὺ φόβο καὶ βλέποντας πρὸς τὰ κάτω, χωρὶς νὰ λέει τίποτα. Ἐπειδὴ δὲ ἐκείνη καθυστέρησε ἀρκετὰ στὴν προσευχή, αὐτός, ἀφοῦ σηκώθηκε λίγο ἀπὸ τὴ γονυκλισία, εἶδε ὅτι ἐκείνη εἶχε ἀνυψωθεῖ ἕναν πῆχυ πάνω ἀπὸ τὴ γῆ καὶ προσευχόταν, αἰωρούμενη στὸν ἀέρα.
Ὅταν εἶδε αὐτὸ ὁ Ζωσιμᾶς φοβήθηκε περισσότερο καὶ ἔπεσε στὸ ἔδαφος καὶ ἀπὸ τὴ πολλὴ ἀγωνία τοῦ περιλούστηκε ἀπὸ ἱδρώτα. Σὲ κανένα δὲν τολμοῦσε νὰ πεῖ τίποτα, μόνο δὲ στὸν ἑαυτό του ἔλεγε συνεχῶς τὸ «Κύριε ἐλέησον». Βρισκόμενος δὲ ξαπλωμένος στὴ γῆ ὁ Γέροντας σκανδαλιζόταν σκεφτόμενος: «Μήπως εἶναι πνεῦμα καὶ ὑποκρίνεται ὅτι προσεύχεται;» Ἀφοῦ δὲ ἡ γυναίκα ἦλθε κοντά του, τὸν σήκωσε λέγοντάς του: «Γιατί, Ἀββᾶ, σὲ ταράσσουν οἱ λογισμοί; Μήπως σκανδαλίστηκες ἐξ αἰτίας μου, ὅτι τάχα εἶμαι πνεῦμα καὶ ὑποκρίνομαι ὅτι προσεύχομαι; Μάθε ἄνθρωπε, ὅτι εἶμαι ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ἀλλ᾿ εἶμαι ὀχυρωμένη μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ δὲν εἶμαι πνεῦμα, ἀλλὰ γῆ καὶ στάκτη». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ τὸ μέτωπο, τὰ μάτια, τὰ χείλη, καὶ τὸ στῆθος λέγοντας: «Ὁ Θεός, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἂς μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ πονηρὸ καὶ τὶς παγίδες του».

Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΖΗΤΑ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ

Ὅταν ἄκουσε καὶ εἶδε ὅλ᾿ αὐτὰ ὁ Ζωσιμᾶς, ἔπεσε στὸ ἔδαφος καὶ ἀφοῦ ἄγγιξε τὰ πόδια της, εἶπε δακρύζοντας: «Σὲ ὁρκίζω στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένα, νὰ μὴν κρύψεις ἀπὸ τὸν δοῦλο σου ποιὰ εἶσαι, ἀπὸ ποῦ, πότε καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἦλθες ἐδῶ στὴν ἔρημο καὶ κατοίκησες. Μὴ μοῦ κρύψεις τίποτα ποὺ σὲ ἀφορᾶ, ἀλλὰ διηγήσου μου τα ὅλα, γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ μεγαλεῖα του Θεοῦ. Γιατὶ σοφία κρυμμένη καὶ θησαυρὸς ποὺ δὲν φαίνεται δὲ ὠφελοῦν σὲ τίποτε, ὅπως εἶναι γραμμένο στὴν Ἁγία Γραφή. Πές μου τα λοιπόν, ὅλα γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου μας, γιατὶ δὲν πρόκειται νὰ τὰ πεῖς γιὰ νὰ καυχηθεῖς ἢ νὰ ἐπιδειχτεῖς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὲ πληροφορήσεις τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀνάξιο, πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεός, γιὰ τὸν ὁποῖο ζεῖς, γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο μὲ ὁδήγησε σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημο, γιὰ νὰ μοῦ φανερώσεις δηλαδὴ ὅσα σχετίζονται μὲ σένα. Ἑπομένως δὲν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νὰ φέρουμε ἀντίσταση στὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, διότι ἂν δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ σὲ γνωρίσω καὶ νὰ μάθω πῶς ἀγωνίσθηκες, τότε δὲν θὰ ἄφηνε νὰ σὲ δεῖ κανείς, οὔτε καὶ θὰ βοηθοῦσε νὰ κάνω τόσο δρόμο, ἐγὼ ποὺ δὲν κατόρθωσα νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ κελλί μου».

Η ΟΣΙΑ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ

Ἀφοῦ εἶπε ὂλ᾿ αὐτὰ καὶ ἄλλα ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, τὸν πλησίασε ἡ γυναίκα καὶ ἀφοῦ τὸν σήκωσε ἀπ᾿ τὴν γῆ τοῦ εἶπε: «Ντρέπομαι, Ἀββᾶ μου, νὰ σοῦ διηγηθῶ τὰ ἔργα μου, γιατὶ εἶναι γεμάτα ντροπή, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶδες γυμνὸ τὸ σῶμα μου, γιὰ νὰ γνωρίσεις καλὰ ὅσο ἁμαρτωλὴ εἶναι ἡ ψυχή μου. Εἶναι λάθος ποὺ νόμισες ὅτι δὲν ἦλθα νὰ σοῦ διηγηθῶ τὰ ὅσα μὲ ἀφοροῦν, τάχα γιὰ νὰ μὴ καυχηθῶ, καὶ τί νὰ καυχηθῶ ποῦ ἔγινα ὄργανο τοῦ διαβόλου; Γνωρίζω ὅμως ὅτι, ὅταν ἀρχίσω τὴν διήγησή μου, θὰ ἀναγκαστεῖς νὰ φύγεις ἀπὸ κοντά μου, ὅπως φεύγει ἕνας ἀπὸ τὸ φίδι, μὴ θέλοντας νὰ ἀκούσεις τὶς κακές μου πράξεις. Καὶ ὅμως θὰ σοῦ τὰ διηγηθῶ, χωρὶς νὰ παραλείψω τίποτε, σὲ ἐξορκίζω ὅμως προηγουμένως νὰ μὴν σταματήσεις νὰ προσεύχεσαι ἴσως βρῶ ἔλεος ἀπὸ τὸ Θεὸ κατὰ τὴν μέρα τῆς Κρίσης».
Καὶ ἐνῷ τὰ δάκρυα τοῦ Γέροντα ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ μάτια του χωρὶς σταματημό, ἄρχισε ἡ γυναίκα τὴ διήγησή της:
«Ἐγὼ ἀδελφέ, ἔχω πατρίδα τὴν Αἴγυπτο. Ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσαν οἱ γονεῖς μου κι ἐγὼ ἤμουν δώδεκα χρονῶν, τοὺς ἄφησα καὶ πῆγα στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ πολὺ νωρὶς παρασύρθηκα σὲ πράξεις ἁμαρτωλὲς καὶ διαφθειρα τὴν παρθενία μου, ἐπειδὴ ἐπιδόθηκα στὸ πάθος τῆς πορνείας. Ἐπὶ δεκαεφτὰ χρόνια, συγχώρησέ με, ὑπῆρξα ἄσωτη δημόσια καὶ ἔγινα πειρασμὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανα, εἰλικρινὰ σᾶς λέω, ὄχι γιὰ νὰ κερδίζω χρήματα, παρ᾿ ὅλο ποὺ πολλοὶ μοῦ ἔδιναν ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν τὰ ἔπαιρνα, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔρχονται πολλοὶ σὲ μένα καὶ νὰ ἱκανοποιοῦν τὸ πάθος μου. Καὶ μὴ νομίσεις ὅτι δὲν δεχόμουνα χρήματα γιατὶ ἤμουν πλούσια. Ἀντίθετα, ζοῦσα ἀπὸ χειρωνακτικὴ ἐργασία, ἔκλωθα ρόκα. Εἶχα δὲ ἀκόρεστην ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετον ἔρωτα, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων κυλιόμουν στὸ βόρβορο. Μάλιστα δὲ μοῦ φαινόταν ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή, νὰ ἐκτελῶ τὴ βρισιὰ τῆς φύσης». Ἔτσι λοιπὸν ζοῦσα, ὁπότε ἕνα καλοκαίρι εἶδα πολὺν κόσμον ἀπὸ τὴ Λιβύη καὶ Αἴγυπτο, ποὺ κατευθύνονταν πρὸς τὴ θάλασσα καὶ ρώτησα ἕνα ἀπ᾿ αὐτοὺς γιὰ νὰ πληροφορηθῶ ποὺ πήγαιναν. Ἐκεῖνος μου ἀπάντησε: «Πηγαίνουν στὰ Ἱεροσόλυμα γιατὶ μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες θὰ γιορταστεῖ ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ». Εἶπα τότε σ᾿ αὐτόν: «Ἄραγε δὲ μὲ παίρνουν κι᾿ ἐμένα μαζί τους, ἂν τοὺς ἀκολουθήσω;» Ἐκεῖνος μου ἀποκρίθηκε: «Ἂν ἔχεις τὰ ναῦλα καὶ τὰ ἔξοδά σου, κανένας δὲ θὰ σ᾿ ἐμποδίσει». Εἶπα τότε σ᾿ αὐτόν: «Πραγματικά, οὔτε γιὰ ναῦλα οὔτε γιὰ ἄλλα ἔξοδα ἔχω χρήματα, καὶ θὰ μπῶ σ᾿ ἕνα πλοῖο, προσφέροντας τὸ σῶμα μου γιὰ ἀντάλλαγμα αὐτῶν». Γιατὶ, ὁ σκοπὸς ποὺ ἤθελα νὰ πάω, (συγχωρέστε με Ἀββᾶ μου) ἦταν γιὰ νὰ βρῶ πολλοὺς ἐραστὲς τοῦ πάθους μου. Σοῦ τὰ εἶπα, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, μὴ μ᾿ ἀναγκάσεις νὰ σοῦ πῶ τὴ ντροπὴ τῶν ἔργων μου, γιατὶ φρίττω, τὰ γνωρίζει ὁ Θεός, ἐπειδὴ θὰ μολύνω καὶ σένα καὶ τὸν ἀέρα λέγοντας ὅλα τὰ ἔργα μου».

Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΤΗΝ ΕΝΘΑΡΡΥΝΕΙ ΝΑ ΤΑ ΠΕΙ ΟΛΑ

Ὁ Ζωσιμᾶς βρέχοντας μὲ δάκρυα τὸ ἔδαφος τῆς ἀπάντησε: «Λέγε Μητέρα Ὁσία, καὶ μὴ διακόψεις τὴ συνέχεια τῆς ὠφέλιμης αὐτῆς διήγησης». Ἐκείνη δὲ πάλι, παίρνοντας τὸ λόγο, πρόσθεσε τὰ ἑξῆς: «Ἐκεῖνος ὁ νέος, ἀφοῦ ἄκουσε τὰ αἰσχρὰ λόγια μου, ἔφυγε γελώντας. Ἐγὼ δέ, ἀφοῦ ἔρριψα τὴ ρόκα μου, ποὺ κρατοῦσα, κατὰ τύχη τότε, ἔτρεξα πρὸς τὴ θάλασσα, ποὺ εἶδα νὰ τρέχουν οἱ ἄλλοι. Ἐκεῖ διακρίνα δέκα ἢ περισσότερους νέους, ὡραίους καὶ μὲ σφριγηλὸ σῶμα, ποὺ μοῦ φάνηκαν ὅτι ἱκανοποιοῦσαν τὸ σκοπὸ ποὺ ἐπεδίωκα. Στεκόντουσαν δέ, καὶ περίμεναν κι᾿ ἄλλους συνεπιβάτες, γιατὶ κι᾿ ἄλλοι ποὺ πῆγαν μπροστά, μπῆκαν μέσα στὰ πλοῖα, τότε, ἐγώ, ἀφοῦ πήδηξα μὲ ἀναίδεια στὸ μέσο, τοὺς εἶπα: «Πάρτε καὶ μένα ὅπου θὰ πᾶτε καὶ σᾶς πληροφορῶ ὅτι δὲν θὰ ἀποδειχθῶ ἄχρειστη». Μετά, ἀφοῦ εἶπα πιὸ αἰσχρὰ ἀκόμα λόγια, τοὺς ἔκαμα ὅλους νὰ γελοῦν. Ἐκεῖνοι δέ, ἀφοῦ ἀντελήφθηκαν τὶς ἀναιδεῖς διαθέσεις μου, μὲ ὁδήγησαν στὸ πλοῖο ποὺ ἦταν ἕτοιμο, γιατὶ ἐν τῷ μεταξὺ ἔφτασαν κι᾿ ἐκεῖνοι, ποὺ περίμεναν».
«Ὅσα δὲ ἔγιναν ὕστερα, πῶς νὰ σοῦ τὰ διηγηθῶ ἄνθρωπέ μου; Ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ ἐξιστορήσει ἢ ποιὰ αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσουν, ὅσα συνέβηκαν μέσα στὸ πλοῖο καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ; Δὲν ὑπάρχει εἶδος ἀσέλγειας, ποὺ νὰ μὴν ἔγινε μάλιστα ἀναγκάζοντάς τους ἐγὼ ἐκείνους τοὺς ἄθλιους νὰ τὴν κάνουν».
«Καὶ τώρα Ἀββᾶ μου, ἐκπλήσσομαι, πὼς ἡ θάλασσα ἀνέχθηκε τὶς ἀσέλγειές μου! Πὼς δὲν ἄνοιξε ἡ γῆ τὸ στόμα της, γιὰ νὰ μὲ καταπιεῖ ζωντανὴ ὁ Ἅδης, ποὺ παγίδεψα τόσες πολλὲς ψυχές! Ἀλλά, καθὼς φαίνεται ὁ Θεὸς ζητοῦσε τὴ μετάνοιά μου, γιατὶ δὲν θέλει τὸ θάνατο ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ περιμένει μὲ μακροθυμία γιὰ νὰ δεχτεῖ τὴν ἐπιστροφή του. Ἔτσι λοιπὸν μὲ τόση πολλὴ βία, φτάσαμε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὅσες δὲ μέρες πρὶν τὴ γιορτὴ ἔμεινα στὴν πόλη, ἡ ζωή μου ὑπῆρξε ἡ ἴδια, μᾶλλον δὲ χειρότερη, γιατὶ δὲν ἀρκέστηκα μόνο σ᾿ αὐτοὺς τοὺς νέους ποὺ μαζί τους ἀσελγοῦσα στὸ πλοῖο, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς πολίτες καὶ ξένους μόλυνα».

ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Ὅταν ἔφτασε ἡ μέρα τῆς Ἁγίας Ὕψωσης τοῦ Σταυροῦ κι᾿ ἐπρόκειτο νὰ τελεστεῖ ἡ γιορτή, ἐγὼ μέν, ὅπως καὶ προηγουμένως, κυνηγώντας ψυχὲς νέων. Εἶδα δὲ ὅτι, πολὺ πρωῒ τὴ μέρα ἐκείνη ὅλοι ἔτρεχαν στὴν ἐκκλησία, ὁπότε ἔτρεξα κι᾿ ἐγὼ νὰ πάω μαζὶ μ᾿ αὐτούς. Ἦλθα λοιπόν, μαζί τους στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας καὶ ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς Θείας Ὕψωσης, προσπαθοῦσα νὰ μπῶ, καὶ μέχρι μὲν τῆς ἐξώπορτας, μὲ πολὺ κόπο κατόρθωσα νὰ πλησιάσω ἡ ταλαίπωρη. Ὅταν δὲ πάτησα τὸ κατώφλι τῆς πόρτας, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔμπαιναν ἀνενόχλητα, ἐμένα κάποια Θεία δύναμη μὲ ἐμπόδιζε, ποὺ δὲν μοῦ ἐπέτρεπε νὰ μπῶ».
«Ἐπειδὴ δὲ νόμιζα ὅτι ἐξ αἰτίας, τῆς γυναικείας ἀδυναμίας μου συνέβηκε αὐτό, ἀναμειγνυόμουνα μὲ τοὺς ἄλλους καὶ ἔσπρωχνα πρὸς τὰ ἐμπρός, ἀλλὰ μάταια κοπίαζα. Γιατὶ, ὅταν πιὰ τὸ ἄθλιό μου πόδι πάτησε τὸ κατώφλι τῆς πόρτας, ὅλους τους ἄλλους δέχτηκε ἡ ἐκκλησία, ἐμένα ὅμως τὴ δυστυχισμένη δὲν δεχότανε: ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς ἂν ὑπῆρχε παρατεταγμένο στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα γιὰ ν᾿ ἀποκλείσει τὴν εἴσοδο, ἔτσι κάποια δύναμη μὲ ἐμπόδιζε καὶ πάλι ὅταν βρισκόμουν στὸ προαύλιο».
«Αὐτὸ συνέβηκε τρεῖς καὶ τέσσερις φορὲς καὶ ὅταν πλέον κουράστηκα καὶ δὲν μποροῦσα ἄλλο νὰ σπρώχνω καὶ νὰ σπρώχνομαι, ἔφυγα ἀπ᾿ ἐκεῖ καὶ πῆγα καὶ στάθηκα σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς αὐλῆς. Ὅταν δὲ συνῆλθα, ἀντελήφθηκα τὴν αἰτία, ποὺ μὲ ἐμπόδιζε νὰ δῶ τὸ ζωοποιὸ ξύλο. Γιατὶ ἄγγιζε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου ὁ σωτήριος λόγος, ποὺ μοῦ ὑπέδειξε ὅτι ὁ βόρβορος τῶν ἔργων μου ἦταν ἡ αἰτία νὰ κλείσει σὲ μένα ἡ εἴσοδος τῆς ἐκκλησίας».
«Ἄρχισα τότε νὰ κλαίω, νὰ ὀδύρομαι καὶ νὰ κτυπῶ τὸ στῆθος μου, βγάζοντας στεναγμοὺς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Ἐνῶ δὲ ἔκλαια, εἶδα πάνω ἀπὸ τὸ τόπο ποὺ στεκόμουνα, τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Θεοτόκου, καὶ εἶπα σ᾿ αὐτήν: «Παρθένα Δέσποινα, γνωρίζω ὅτι δὲν εἶμαι ἄξια νὰ βλέπω τὴν ἁγία εἰκόνα Σένα τῆς Ἀειπαρθένης, Σένα τῆς Ἁγνῆς, Σένα τῆς ὁποίας τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ εἶναι καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη, ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ εἶναι δίκαιο νὰ μὲ μισεῖς καὶ ν᾿ ἀποστρέφεσαι τὴν ἄσωτη. Ἐπειδὴ ὅμως, καθὼς ἄκουσα γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο, ὁ Θεὸς ποὺ Τὸν γέννησες, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ καλέσει σὲ μετάνοια τοὺς ἁμαρτωλούς, βοήθα με, ποὺ εἶμαι μόνη καὶ δὲν ἔχω κανένα νὰ μοῦ συμπαρασταθεῖ. Διάταξε νὰ ἐπιτραπεῖ καὶ σὲ μὲ ἡ εἴσοδος στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ δῶ τὸ ἅγιο Ξύλο, πάνω στὸ ὁποῖο ἔδωσε τὸ αἷμα τοῦ ὁ Γιός σου γιὰ τὴ δική μου σωτηρία. Διάταξε, ν᾿ ἀνοίξει καὶ γιὰ μὲ ἡ πόρτα τῆς Θείας προσκύνησης τοῦ Σταυροῦ καὶ βάζω στὸ Γιό σου, σὰν ἐγγυήτρια ἀξιόχρεη, Σένα. Γιατὶ πλέον δὲν πρόκειται νὰ λερώσω τὸ σῶμα μου μ᾿ ὁποιαδήποτε αἰσχρὴ πράξη, ἀλλὰ ὅταν δῶ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Γιοῦ σου, θ᾿ ἀποστραφῶ ἀμέσως τὸ κόσμο καὶ ὅλα τὰ κοσμικὰ καὶ ὅταν βγῶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία θὰ πάω ὅπου Ἐσύ, σὰν ἐγγυήτρια τῆς σωτηρίας μου, θὰ μὲ ὁδηγήσεις».
«Ὅταν εἶπα αὐτά, ἡ πίστη μου θερμάνθηκε καὶ πῆρα θάρρος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία τῆς Θεοτόκου. Ἀφοῦ δὲ ἔφυγα ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅπου προσευχήθηκα, ἀνεμίχθηκα μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησία καὶ κανένας πιὰ δὲν ὑπῆρχε ποὺ νὰ μὲ σπρώχνει. Πλησίασα τὴν πόρτα, χωρὶς κανένα ἐμπόδιο, ὁπότε μὲ ἔπιασε φρίκη καὶ ἔκσταση καὶ ὅλο τὸ σῶμα μου ἔτρεμε. Ὅταν δὲ ἔφτασα στὴ πόρτα ποὺ ὡς τότε ἦταν κλεισμένη γιὰ μένα, κάθε δύναμη, ποὺ προηγουμένως ἐμπόδιζε τὴν εἴσοδό μου, τότε ἐξαφανίστηκε. Ἔτσι μπῆκα χωρὶς κόπο, στὰ Ἅγια των Ἁγίων καὶ ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὸ ζωοποιὸ Σταυρὸ καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἦταν ἕτοιμος νὰ δεχτεῖ τὴν μετάνοιά μου. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔπεσα κάτω καὶ προσκύνησα τὸ ἅγιο ἐκεῖνο ἔδαφος, βγῆκα ἔξω κι᾿ ἔτρεξα στὴν ἐγγυήτριά μου. Ὅταν ἔφτασα στὸν τόπο ἐκεῖνο ποὺ ὑπογράφτηκε τὸ χειρόγραφό της ἐγγύησης, γονάτισα μπροστά, στὴν εἰκόνα τῆς Ἀειπάρθενης καὶ τῆς εἶπα αὐτὰ τὰ λόγια:

Η ΟΣΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

Ἐσὺ μέν, ὦ φιλάγαθε Δέσποινα, μοῦ ἔδειξες τὴ φιλανθρωπία Σου, Ἐσὺ δὲν ἐπεριφρόνησες τὴ δέηση τῆς ἀνάξιας δούλης σου. Εἶδα δόξα ποὺ δικαιολογημένα δὲν βλέπουμε ἐμεῖς οἱ ἄσωτοι. Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεός , ὁ ὁποῖος δέχεται μὲ τὴ μεσιτεία Σου τὴ μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἦλθε λοιπὸν ἡ στιγμὴ νὰ ἐκπληρώσω τὴ συμφωνία. Ὁδήγησέ με ὅπου θέλεις, γίνε δάσκαλος τῆς σωτηρίας μου καθοδηγώντας μὲ στὸ δρόμο τῆς μετάνοιας». Τότε ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ἀπὸ μακρυὰ ποὺ φώναζε: «Ἐὰν περάσεις τὸν Ἰορδάνη θὰ βρεῖς καλὴ ἀνάπαυση».
Ἐγὼ τότε ἄκουσα αὐτὴ τὴ φωνὴ πίστεψα ὅτι σὲ μένα ἀπευθυνόταν καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια φώναξα: «Δέσποινα, Δέσποινα, μὴν μὲ ἐγκαταλείπεις». Ὅταν δὲ φώναξα αὐτά, βγῆκα ἀπὸ τὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησίας καὶ ἄρχισα ἀμέσως νὰ περπατῶ. Ἐνῶ δὲ ἔβγαινα μὲ εἶδε κάποιος καὶ μοῦ ἔδωσε τρία νομίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀγόρασα τρία ψωμιά. Ἀφοῦ ζήτησα καὶ πῆρα πληροφορίες, βγῆκα ἀπὸ τὴν πύλη τῆς πόλης, ποὺ ἔβγαζε στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ ἄρχισα μὲ κλάματα τὴν ὁδοιπορία. Γύρω στὴ δύση τοῦ ἥλιου ἔφτασα στὸ ναὸ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Ἰορδάνη καὶ ἀφοῦ προσκύνησα πρῶτα, πῆγα ὕστερα στὸν ποταμό, ὅπου ἔβρεξα τὰ χέρια καὶ τὸ πρόσωπό μου, καὶ ἀκολούθως μετάλαβα τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἀφοῦ δὲ ἔφαγα μισὸ ψωμί, ἤπια νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη καὶ κοιμήθηκα στὸ ἔδαφος.
Τὴν ἄλλη μέρα μπῆκα στὸ μικρὸ πλοῖο, ποὺ μὲ πέρασε στὸ ἀπέναντι μέρος, ὅπου ζήτησα πάλι ἀπὸ τὴν ὁδηγό μου, γιὰ νὰ μὲ ὁδηγήσει ὅπου αὐτὴ θὰ ἔκρινε ὠφέλιμο. Ἔτσι ἦλθα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημο καὶ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα παραμένω ἐδῶ, προσδεχόμενη τὸ Θεό, ὁ Ὁποῖος διασώζει ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπιστρέφουν σ᾿ Αὐτόν.

Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ

Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς εἶπε πρὸς αὐτή: «Πόσα χρόνια ἔχεις, Μητέρα Ὁσία, ποῦ κατοικεῖς ἐδῶ στὴν ἔρημο;» Ἀποκρίθηκε ἡ γυναίκα: «Σαράντα ἑπτά, ὅπως μοῦ φαίνεται, ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγα ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη». Εἶπε δὲ ὁ Ζωσιμᾶς: «Καὶ ἀπὸ ποῦ βρίσκεις τροφή, ὦ κυρία μου;» Εἶπε ἡ γυναίκα: «Πέρασα τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ μὲ δυόμισυ ψωμιά, ποὺ ἀφοῦ ξηράνθηκαν ἔγιναν σὰν πέτρες καὶ μ᾿ αὐτὰ τράφηκα ὁρισμένα χρόνια». Τῆς εἶπε δὲ αὐτός: «Καὶ ἔτσι πέρασες τόσα πολλὰ χρόνια χωρὶς νὰ σὲ ταράξει κανένας πειρασμός;» Ἀποκρίθηκε ἡ γυναίκα: «Μὲ ρώτησες Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο φρίττω καὶ νὰ ἀναφέρω γιατὶ ἂν θυμηθῶ τὰ ὅσα ὑπόφερα καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ μὲ πρόσβαλλαν, φοβοῦμαι μήπως καὶ πάλιν προσβληθῶ ἀπ᾿ ἐκείνους». Εἶπε δὲ ὁ Ζωσιμᾶς: «Μήν, ἀφήσεις, κυρία μου, τίποτα, ποὺ νὰ μὴν τὸ ἀναφέρεις, γιατὶ ἀφοῦ σὲ ρώτησα γι᾿ αὐτὰ πρέπει νὰ μοῦ τὰ διηγηθεῖς ὅλα μὲ κάθε λεπτομέρεια».
Ἐκείνη, δὲ τοῦ ἀπάντησε: «Πίστευε, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ὅτι πέρασα 17 χρόνια σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημο παλεύοντας ἐναντίον τῶν παραλόγων ἐπιθυμιῶν μου, γιατὶ κάθε φορὰ ποὺ γευόμουν τροφή, ἐπιθυμοῦσα τὰ κρέατα καὶ τὰ ψάρια, ποὺ ὑπῆρχαν στὴν Αἴγυπτο, ὡς καὶ τὸ κρασὶ ποὺ μοῦ ἄρεσκε, ὅταν ἤμουν στὸν κόσμο. Ἐνῶ ἐδῶ, οὔτε νερὸ εἶχα νὰ πιῶ καὶ γι᾿ αὐτὸ ὑπόφερα φοβερὰ ἀπὸ τὴν ἔλλειψή του. Ἐπίσης μοῦ ἐρχόταν ἡ ἐπιθυμία γιὰ τὰ αἰσχρὰ τραγούδια, ποὺ πάντοτε μ᾿ ἀναστάτωνε καὶ μ᾿ ἔσπρωχνε γιὰ νὰ τραγουδῶ τὰ τραγούδια τῶν δαιμόνων, ποὺ εἶχα μάθει. Ἀμέσως ὅμως, μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ μὲ κτυπήματα στὸ στῆθος, ἔφερα στὴ σκέψη μου τὴ συμφωνία ποὺ ὑπόγραψα πηγαίνοντας στὴν ἔρημο. Παρευρισκόμουνα νοερὰ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Θεοτόκου, τῆς ἀναδόχου μου καὶ τὴν παρακαλοῦσα μὲ δάκρυα νὰ διώξει τοὺς λογισμούς, ποὺ βασάνιζαν τὴν ἄθλια μου ψυχή. Ὅταν δὲ δάκρυζα πολλὴν ὥρα καὶ κτυποῦσα τὸ στῆθος μου, ἔβλεπα ἀπὸ παντοῦ νὰ λάμπει γύρω μου φῶς καὶ ἀπὸ τότες, μετὰ τὴν τρικυμία, βασίλευε εἰρήνη μέσα μου».
«Τοὺς λογισμοὺς δὲ ποὺ μὲ ὠθοῦσαν καὶ πάλι στὴν πορνεία, πῶς νὰ σοῦ τοὺς διηγηθῶ, Ἀββᾶ; Μιὰ φωτιὰ ἄναβε μέσα στὴν ταλαίπωρη καρδιά μου, ποὺ μ᾿ ἐφλόγιζε ὁλόκληρη καὶ ἐρέθιζε τὴν ἐπιθυμία τῆς πορνείας. Ἀμέσως δὲ μόλις μὲ πρόσβαλλε τέτοιος λογισμός, ἔπεφτα στὴ γῆ καὶ ἔβρεχα μὲ δάκρυα τὸ ἔδαφος, ἐπειδὴ νόμιζα ὅτι, αὐτὴ ποὺ μοῦ ἐγγυήθηκε, παρευρισκόταν ἐνώπιόν μου, σὰν προστάτης καὶ μοῦ ἐπέβαλλε τιμωρίες γιὰ τὴν παραβίαση».
«Δὲν σηκωνόμουνα ἀπὸ τὴ γῆ, ἔστω κι᾿ ἂν περνοῦσε τὸ εἰκοσιτετράωρο, μέχρις ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο, τὸ γλυκό, ἔλαμπε γύρω μου καὶ ἔδιωχνε τοὺς λογισμοὺς ποὺ μ᾿ ἐνοχλοῦσαν. Τὰ μάτια λοιπόν, τῆς ψυχῆς μου εἶχα συνεχῶς στραμμένα πρὸς τὴν ἐγγυήτριά μου, ἀπὸ τὴν ὁποία ζητοῦσα νὰ μὲ βοηθήσει στὸ πέλαγος αὐτὸ τῆς ἐρήμου ποὺ βρισκόμουνα. Πραγματικὰ εἶχα αὐτὴ τὴ βοήθεια καὶ ἔτσι πέρασα τὸ διάστημα αὐτὸ τῶν δεκαεπτᾶ χρόνων παλεύοντας ἐναντίων ἑκατομμυρίων κινδύνων. Ἀπὸ τότε δὲ μέχρι τώρα ἡ Βοηθός μου παραστέκεται σ᾿ ὅλα καὶ μὲ κάθε τρόπο μὲ καθοδηγεῖ».
Εἶπε δὲ ὁ Ζωσιμᾶς σ᾿ αὐτή: «Δὲν βρέθηκες λοιπόν, σ᾿ ἀνάγκη τροφῆς ἢ ἐνδύματος;» Ἐκείνη δὲ τοῦ ἀπάντησε: «Καθὼς σοῦ ἀνέφερα ἀφοῦ ξόδεψα τὰ ψωμιὰ ἐκεῖνα, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν δεκαεφτὰ χρόνων τρεφόμουνα μὲ βότανα καὶ ἄλλα πράγματα ποὺ ἔβρισκα στὴν ἔρημο. Τὸ ἱμάτιο, ποὺ εἶχα, ὅταν πέρασα τὸν Ἰορδάνη, καταστράφηκε κι᾿ ἔτσι ἔνοιωθα πολὺ κρύο τὴν νύχτα καὶ ζέστη τὴ μέρα. Τόσο δὲ καιρὸ καιόμουνα ἀπὸ τὴ παγωνιά, ὥστε πολλὲς φορὲς συνέβηκε νὰ πέσω κάτω καὶ νὰ μείνω σχεδὸν ἀκίνητη καὶ ἀναίσθητη, εἶχα δὲ νὰ παλέψω ἐναντίον πολλῶν καὶ ποικίλων συμφορῶν καὶ ἀνήκουστων πειρασμῶν. Ἀπὸ τότε δὲ μέχρι σήμερα ἡ ποικίλη δύναμη τοῦ Θεοῦ διατηροῦσε τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή μου, καὶ ἐννοῶ τὰ διάφορα κακά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μ᾿ ἐγλύτωσε ὁ Κύριος. Ἔχοντας δὲ σὰν τροφὴ ἀνέξοδο τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου, τρεφόμουνα καὶ σκεπαζόμουνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα, γιατὶ καθὼς εἶπε «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος».
«Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ζωσιμᾶς ἄκουσε ὅτι καὶ ἀποφθέγματα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἀνάφερε, τόσον ἀπὸ τὸν Μωυσῆ, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Ἰὼβ καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν ψαλμῶν, τῆς εἶπε: Διάβασες ὦ κυρία μου, ψαλμοὺς ἡ ἄλλα βιβλία;» Ἐκείνη δέ, χαμογέλασε καὶ εἶπε στὸ Γέροντα: «Πίστεψε, ἄνθρωπέ μου, ὅτι δὲν εἶδα ἄλλον ἄνθρωπο ἀπὸ τότε ποὺ πέρασα τὸν Ἰορδάνη, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δικό σου πρόσωπο, ἀλλὰ οὔτε κανένα θηρίο ἢ ζῶο ἀπὸ τότε ποὺ κατοίκησα σ᾿ αὐτὴν τὴν ἔρημο. Ἑπομένως δὲν ἔμαθα καθόλου γράμματα, οὔτε καὶ ἄκουσα κανένα νὰ ψάλλει ἢ νὰ διαβάζει. Ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ζωντανὸς καὶ ἐνεργός, αὐτὸς διδάσκει τὸν ἄνθρωπο. Ὡς ἐδῶ τελειώνει ἡ διήγησή μου. Τώρα δὲ σὲ ἐξορκίζω στὸν ἐνανθρωπήσαντα λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ εὔχεσαι γιὰ μένα τὴν ἁμαρτωλή».
Ἀφοῦ ἐκείνη εἶπε αὐτά, ὁ Γέροντας βιάστηκε νὰ βάλει μετάνοια, κράζοντας δακρυσμένος:» Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἔνδοξα καὶ ἐξαίσια, τῶν ὁποίων δὲν ὑπάρχει ἀριθμός. Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μοῦ ἔδειξες ὅσα χαρίζεις σ᾿ ἐκείνους ποὺ σὲ φοβοῦνται. Γιατὶ ἀλήθεια δὲν ἐγκαταλείπεις Κύριε, ἐκείνους ποὺ Σὲ ἐκζητοῦν».

Η ΟΣΙΑ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΖΩΣΙΜΑ

Ἐκείνη δέ, ἀφοῦ ἔπιασε τὸ Γέροντα, δὲν τὸν ἄφησε νὰ ἀποτελειώσει τὴ μετάνοια, ἀλλὰ εἶπε σ᾿ αὐτόν: «Ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ ἄκουσες, σὲ ἐξορκίζω στ᾿ ὄνομα τοῦ Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας, νὰ μὴ πεῖς σὲ κανένα μέχρι ποὺ νὰ πεθάνω. Τώρα πήγαινε στὸ καλὸ καὶ πάλι τὸν ἐρχόμενο χρόνο θὰ μὲ δεῖς. Νὰ κάμεις μόνο γιὰ τὸν Κύριο ἐκεῖνο ποὺ σοῦ παραγγέλω, στὶς ἱερὲς νηστεῖες τοῦ ἐρχόμενου χρόνου μὴν περάσεις τὸν Ἰορδάνη, ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει συνήθεια νὰ κάνουν στὸ Μοναστήρι».
«Ἀποροῦσε δὲ ὁ Ζωσιμᾶς ἀκούοντας, ὅτι καὶ τὸν κανόνα τοῦ Μοναστηριοῦ γνώριζε καὶ δὲν ἔλεγε τίποτε ἄλλο, ἐκτός: «Δόξα τῷ Θεῷ, ὁ Ὁποῖος χαρίζει πολλὰ στοὺς ἀγαπῶντας Αὐτόν». Ἐκείνη δὲ εἶπε: «Μεῖνε λοιπόν, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, καθὼς εἶπα στὸ Μοναστήρι, γιατὶ ἂν θελήσεις νὰ βγεῖς, δὲν θὰ σοῦ γίνει καλό. Τὴ δὲ Μεγάλη Πέμπτη πάρε τὴ Θεία κοινωνία καὶ ἔλα στὸ μέρος τοῦ Ἰορδάνη, ποὺ πλησιάζει τὶς κατοικημένες περιοχές, γιὰ νὰ ἔλθω ἐκεῖ νὰ κοινωνήσω τῶν ζωοποιῶν δώρων, γιατὶ ἀπὸ τότε ποὺ κοινώνησα στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου, πρὶν περάσω τὸν Ἰορδάνη δὲν ξανακοινώνησα. Γι᾿ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ, μὴν παρακούσεις στὴ παράκλησή μου, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε νὰ μοῦ φέρεις τὰ ζωοποιὰ αὐτὰ Θεῖα Μυστήρια, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Κύριος ἔκανε μέτοχους τοὺς Μαθητὲς τοῦ τοῦ Θείου Δείπνου. Εἰς δὲ τὸν Ἀββᾶ Ἰωάννη, τὸν ἡγούμενο τοῦ Μοναστηριοῦ, νὰ πεῖς αὐτά: «Πρόσεχε, ἀδελφέ, ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, καὶ ἀπὸ τοὺς μοναχούς του μοναστηριοῦ, γιατὶ ἐκεῖ γίνονται μερικὰ πράγματα ποὺ θέλουν διόρθωση. Ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ πεῖς τώρα αὐτά, ἀλλ᾿ ὅταν σου ἐπιτρέψει ὁ Κύριος». Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Γέροντα νὰ προσεύχεται καὶ γι᾿ αὐτή, ἀναχώρησε πρὸς τὴν ἔρημο. Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς ἀφοῦ γονάτισε καὶ προσκύνησε τὴ γῆ, ὅπου ἦταν τὰ ἴχνη τῶν ποδιῶν της, δόξασε τὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ τὸν εὐχαρίστησε , ἐπέστρεψε μὲ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀγαλλίαση δοξάζοντας καὶ εὐλογώντας Αὐτόν. Ἀφοῦ δὲ διαπέρασε πάλιν ἐκείνη τὴν ἔρημο, ἔφτασε στὸ Μοναστήρι, τὴ μέρα ποὺ συνηθίζουν νὰ ἐπιστρέφουν αὐτοὶ ποὺ μένουν σ᾿ αὐτό.

Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

Καὶ καθ᾿ ὅλο ἐκεῖνο τὸ χρόνο, ὁ Γέροντας ἡσύχαζε, χωρὶς νὰ τολμᾶ νὰ πεῖ σὲ κανένα τίποτα, ἀπ᾿ ὅσα εἶδε, παρακαλοῦσε μόνο ἀπὸ μέσα του τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δείξει καὶ πάλι τὸ πρόσωπο ποὺ ἐπιθυμοῦσε. Στεναχωριόταν δὲ καὶ λυπόταν πάρα πολύ, ὅταν σκεφτόταν τὴ χρονικὴ περίοδο, ἤθελε δέ, ἂν ἦταν δυνατό, ὁ χρόνος νὰ γινότανε μία μέρα. Ὅταν δὲ ἔφτασε ἡ Κυριακὴ ποὺ θὰ ἄρχιζαν οἱ ἱερὲς νηστεῖες, ἀμέσως μετὰ τὴν καθιερωμένη εὐχή, ὅλοι μὲν οἱ ἄλλοι βγῆκαν ψάλλοντες, αὐτὸς ὅμως ἀρρώστησε καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ μείνει στὸ Μοναστήρι, ὁπότε θυμήθηκε τὴν Ὁσία, ποὺ τοῦ εἶπε: «Ἂν θέλεις νὰ βγεῖς, δὲν θὰ σοῦ γίνει καλό». Ὅταν δὲ πέρασαν λίγες μέρες ἀνέλαβε ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια καὶ παρέμεινε τὸ Μοναστήρι.

Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΠΡΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Ὅταν δὲ πάλιν οἱ μοναχοὶ ἐπέστρεψαν καὶ ἔφτασε ἡ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἔκαμε ὅσα τὸν διάταξε καὶ ἀφοῦ ἔβαλε σ᾿ ἕνα μικρὸ ποτήρι τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας, ἀναχώρησε πολὺ πρωί, φέροντας μαζί του καὶ μικρὸ καλάθι ἀπὸ φοίνικα καὶ φακὲς βρεγμένες. Ὅταν δὲ ἔφτασε στὸν Ἰορδάνη κάθησε στὸ χεῖλος του καὶ περίμενε νὰ ἔλθει ἡ Ὁσία. Ἐπειδὴ ὅμως καθυστεροῦσε νὰ ἔλθει ἡ ἱερὴ γυναίκα, ὁ Ζωσιμᾶς παρέμεινε ἄγρυπνος, βλέποντας προσεχτικὰ τὴν ἔρημο καὶ περιμένοντας νὰ τὴ δεῖ. Ἔλεγε δὲ ἀπὸ μέσα του ὁ Γέροντας καθισμένος: «Μήπως συνέβηκε τίποτε καὶ τὴν ἐμπόδισε νὰ ἔλθει; Μήπως ἦλθε καὶ ἐπειδὴ δὲν μὲ βρῆκε ἐπέστρεψε;»
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ δάκρυσε καὶ ἀναστέναξε κὰ ἀφοῦ σήκωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, παρακάλεσε τὸν Θεό, λέγοντας: «Δέσποτα καὶ πάλι ἐπέτρεψε νὰ δῶ ἐκεῖνο ποὺ πεθυμοῦσα κι᾿ ἔτσι νὰ μὴ φύγω ἄπρακτος, ἐλεγχόμενος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου». Ἐνῷ ὅμως προσευχόταν καὶ ἔλεγε αὐτὰ κλαίοντας, παρέπεσε σ᾿ ἄλλο λογισμό, λέγοντας ἀπὸ μέσα του: «Ὅταν ἔλθει, πὼς θὰ περάσει τὸν Ἰορδάνη καὶ νὰ ἔλθει κοντά μου, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει πλοῖο; Ἀλοίμονο τότε σὲ μένα τὸν ἀνάξιο καὶ ἐλεεινό, ποὺ θὰ στερηθῶ τέτοιου καλοῦ, νὰ λάβω τὴν εὐχὴν τῆς Ὁσίας».

Η ΟΣΙΑ ΚΟΙΝΩΝΑ

Ἐνῶ ὅμως, ὁ Γέροντας συλλογιζότανε αὐτά, ἰδοὺ ἔφτασε καὶ ἡ Ὁσία γυναίκα, ποὺ στάθηκε στὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ ποταμοῦ, ἀπ᾿ ὅπου ἐρχόταν. Τότε ὁ Ζωσιμᾶς στάθηκε ὄρθιος χαίροντας καὶ δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ἀλλὰ συνέχιζε νὰ παλεύει μὲ τὸ λογισμό, πὼς δηλαδὴ θὰ περνοῦσε τὸν ποταμό, ὁπότε βλέπει αὐτὴν νὰ κάμει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ (ἂν καὶ ἦταν νύκτα, ὅμως ἔφεγγε, γιατὶ ἦταν πανσέληνος) καὶ ἀφοῦ περπάτησε πάνω στὸ νερὸ ἦλθε κοντά του. Μόλις δὲ ἐκεῖνος πῆγε νὰ βάλει μετάνοια, ἐκείνη τὸν ἐμπόδισε λέγοντας: «Τί κάμνεις Ἀββᾶ, θέλεις νὰ βάλεις μετάνοια, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἱερέας καὶ μάλιστα κρατᾶς τὰ Θεῖα Δῶρα;» Ἐκεῖνος ὑπάκουσε καὶ τότε ἡ Ὁσία τοῦ εἶπε:
«Εὐλόγησε, Πάτερ, εὐλόγησε». Ὁ δὲ Γέροντας τρέμοντας καὶ θαυμάζοντας καὶ τὸ τέτοιο θέαμα, ἀποκρίθηκε σ᾿ αὐτήν: «Πραγματικὰ εἶναι ἀληθινὸς ὁ Θεός, λέγοντας ὅτι μποροῦμε νὰ ὁμοιωθοῦμε μαζί Του, φτάνει νὰ θελήσουμε νὰ καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας. Δόξα σοὶ Χριστέ, ὁ Θεός μας, ὁ Ὁποῖος δὲν στέρησες τὸ ἔλεός σου ἀπὸ μένα τὸ δοῦλο σου. Δόξα σοι Χριστέ, ὁ Θεός μας, ὁ Ὁποῖος μου φανέρωσες μέσῳ αὐτῆς τῆς δούλης Σου, πόσον ἀπέχω ἀπὸ τὴν τελειότητα».
Ἐνῷ ἔλεγε αὐτὰ ἡ γυναίκα ζήτησε νὰ πεῖ τὸ «Πιστεύω» καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ ὅταν τέλειωσε τὸν ἀσπάστηκε κατὰ τὴ μοναχικὴ συνήθεια καὶ μετάλαβε τῶν Ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἀφοῦ δὲ σήκωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανό, ἀναστέναξε μὲ δάκρυα κὰ εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην Σου, Δέσποτα κατὰ τὸ ῥῆμα σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου».
Τότε λέει στὸν Γέροντα: «Συγχώρησέ με, Ἀββᾶ, καὶ ἐκπλήρωσέ μου καὶ ἄλλην ἐπιθυμίαν. Νὰ γυρίσεις τώρα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὸ Μοναστήρι καὶ τὸν ἐρχόμενο χρόνο νὰ ἔλθεις καὶ πάλι σ᾿ ἐκεῖνο τὸν χείμαρρο, ὅπου μὲ συνάντησες τὴν πρώτη φορά. Νὰ ἔλθεις ὁπωσδήποτε καὶ θὰ μὲ δεῖς καθὼς θέλει ὁ Κύριος». Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς τῆς ἀποκρίθηκε: «Μακάρι νὰ ἤμουν ἅγιος ἀπὸ τώρα νὰ σὲ ἀκολουθήσω καὶ νὰ βλέπω παντοτεινὰ τὸ τίμιό Σου πρόσωπο. Ἀλλὰ πάρε καὶ φάε ἀπὸ τὴ λίγη αὐτὴ τροφὴ ποὺ σοῦ ἔφερα». Καὶ λέγοντας αὐτά, τῆς ἔδωσε τὸ μικρὸ καλάθι ποὺ κρατοῦσε. Ἡ δὲ γυναίκα, ἀφοῦ πῆρε μὲ τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων της τρεῖς κόκκους φακῆς, τοὺς ἔβαλε στὸ στόμα της λέγοντας: «Εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ συντηρεῖ καὶ νὰ φυλάει τὴν οὐσία τῆς ψυχῆς καθαρή». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, στράφηκε πρὸς τὸν Γέροντα καὶ τοῦ ζήτησε νὰ προσεύχεται στὸν Κύριο γι᾿ αὐτὴ τὴν ἁμαρτωλή. Ὁ Γέροντας ἄγγιξε τότε τὰ πόδια τῆς Ὁσίας καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε μὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς, τὴν ἄφησε νὰ φύγει, γιατὶ δὲν τολμοῦσε νὰ κρατήσει περισσότερο τὴν ἀκράτητη. Ἡ δὲ Ὁσία, ἀφοῦ ἔκαμνε καὶ πάλι τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, περπάτησε πάνω στὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ, ὅπως καὶ προηγουμένως καὶ τὸν διαπέρασε. Ὁ δὲ Γέροντας γύρισε πίσω μὲ πολὺ χαρὰ καὶ φόβο συγχρόνως, ἀλλὰ περιγελοῦσε τὸν ἑαυτό του, γιατὶ δὲν ρώτησε νὰ μάθει τ᾿ ὄνομα τῆς Ὁσίας, ἔλπιζε ὅμως νὰ τὸ πετύχει τὸν ἐρχόμενο χρόνο.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ

Ὅταν δὲ πέρασε ὁ χρόνος, ὁ Ζωσιμᾶς ἦλθε πάλι στὴν ἔρημο κὰ πῆγε νὰ δεῖ ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα. Ἀφοῦ περπάτησε ὅλο τὸ δρόμο καὶ ἔφτασε στὸ τόπο ποὺ ζητοῦσε κοίταξε δεξιά, καὶ ἀριστερά, προσπαθώντας νὰ συλλάβει σὰν ἔμπειρος κυνηγὸς τὸ θήραμά του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔβλεπε πουθενὰ τίποτα νὰ κινεῖται, ἄρχισε νὰ κλαίει πικρὰ καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὸ βλέμμα ψηλὰ προσευχήθηκε λέγοντας: «Δεῖξε, μοῦ Δέσποτα τὸ θησαυρό, δηλαδὴ τὸν ἐπίγειο Ἄγγελο, τοῦ ὁποίου ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἄξιος». Καὶ ἐνῶ εὐχόταν αὐτά, ἔφτασε στὸ γνωστὸ τόπο, ὅπου βρῆκε τὴν Ὁσία νεκρὴ μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια καὶ στραμμένη πρὸς τὴν ἀνατολὴ καὶ ἀφοῦ Ἔτρεξε κοντά της ἔπλυνε τὰ πόδια μὲ τὰ δάκρυά του, γιατὶ δὲν τολμοῦσε σὲ κανένα ἄλλο μέρος νὰ τὴν ἀγγίξει.
Ἀφοῦ λοιπὸν δάκρυσε ἀρκετὰ καὶ εἶπε τοὺς κατάλληλους ψαλμούς, ἀνέπεμψε ἐπιτάφια εὐχὴ κὰ εἶπε ἀπὸ μέσα του: «Μήπως πρέπει νὰ θάψω τὸ λείψανο τῆς Ὁσίας; Ἢ μήπως ὄχι, γιατὶ δὲν τῆς ἀρέσει αὐτό;», Καὶ ἐνῶ σκεφτόταν αὐτά, εἶδε κοντὰ στὴν κεφαλὴ τῆς χαραγμένες στὴ γῆ λέξεις: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψε σ᾿ αὐτὸ τὸν τόπο τὸ λείψανο τῆς Μαρίας καὶ προσευχήσου στὸ Θεὸ γιὰ μένα, ποὺ πέθανα τὸ μήνα Φαρμαιθὶ (Ἀπρίλιο), τὴν πρώτη ἐκείνη νύκτα τοῦ σωτηρίου Πάθους, κατὰ τὴν ὁποία κοινώνησα». Ὅταν ὁ Γέροντας τὰ διάβασε, χάρηκε ποὺ ἔμαθε τὸ ὄνομα τῆς Ὁσίας καὶ ἔμαθε ὅτι μόλις κοινώνησε τὰ Θεῖα Μυστήρια ἦλθε σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος γιὰ νὰ περπατήσει, μὲ πολὺ κόπο, ἡ Μαρία τὸν κάλυψε σὲ μιὰν ὥρα καὶ ἀμέσως μετὰ παρέδωσε τὴ ψυχή της στὸ Θεό.

Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΗΣ

Δοξάζοντας δὲ τὸ Θεὸ καὶ βρέχοντας τὸ σῶμα τῆς Μαρίας μὲ δάκρυα εἶπε ἀπὸ μέσα του: «Εἶναι ὥρα ταπεινὲ Ζωσιμᾶ, νὰ ἐκτελέσεις τὴ διαταγή, ἀλλὰ πῶς θὰ βγάλεις, ταλαίπωρε, λάκκο, χωρὶς νὰ ἔχεις κανένα μέσο στὰ χέρια σου;» Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, εἶδε πιὸ πέρα ἕνα μικρὸ ξύλο πεταμένο στὴ γῆ, ποὺ ἀφοῦ τὸ πῆρε ἄρχισε νὰ σκάβει. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἔδαφος ἦταν σκληρὸ δὲν σκαβότανε , ἔτσι ὁ Γέροντας ὑπόφερε κοπιάζοντας καὶ ἱδρώνοντας. Μιὰ στιγμὴ ἀναστέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὸ πρόσωπο, εἶδε ἕνα μεγάλο λιοντάρι νὰ στέκει δίπλα στὸ λείψανο τῆς Ὁσίας καὶ νὰ γλύφει τὰ ἴχνη της.
Αὐτὸς μόλις εἶδε τὸ θηρίο, τρόμαξε ἀπὸ φόβο, ἀλλ᾿ ὅταν θυμήθηκε τὰ λόγια τῆς Ὁσίας, ποὺ εἶπε ὅτι οὐδέποτε εἶδε θηρίο, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ πίστεψε ὅτι ἡ δύναμη τῆς Ὁσίας θὰ τὸν προφυλάξει ἀπὸ κάθε κίνδυνο. Τὸ δὲ λιοντάρι ἀφοῦ ἦλθε κοντὰ στὸν Γέροντα τὸν ἔγλυφε στὰ πόδια. Τότε ὁ Ζωσιμᾶς ἀφοῦ στράφηκε σ᾿ αὐτὸ εἶπε: «Ἐπειδὴ ὦ θηρίο, ἡ Μεγάλη ἐπέτρεψε νὰ ταφεῖ τὸ λείψανό της καὶ ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι γέρος καὶ δὲν μπορῶ νὰ σκάψω λάκκο (ἀλλ᾿ οὔτε καὶ κανένα ἐργαλεῖο κατάλληλο ἔχω, γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπό, καὶ οὔτε μπορῶ νὰ ἐπιστρέψω καὶ νὰ τὸ φέρω ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἀπόστασης), ἄνοιξε ἐσὺ τὸ λάκκο μὲ τὰ νύχια σου, γιὰ νὰ ἀποδώσουμε στὴ γῆ τὸ λείψανο τῆς Ὁσίας». Ἀμέσως μετὰ τὰ λόγια τοῦ Γέροντα, τὸ λιοντάρι ἔσκαψε μὲ τὰ μπροστινά του πόδια λάκκο, ὅσο χρειαζόταν γιὰ τὴ ταφὴ τοῦ σώματος.
Ὁ Γέροντας, ἀφοῦ καὶ πάλι ἔπλυνε μὲ δάκρυα τὰ πόδια τῆς Ὁσίας καὶ ἀφοῦ τὴν παρακάλεσε πολὺ νὰ πρεσβεύει πρὸς τὸν Θεὸ ὑπὲρ πάντων σκέπασε τὸ σῶμα μὲ χῶμα, ἐνῶ παρευρισκόταν καὶ τὸ λιοντάρι. Κάλυψε δὲ τὸ σῶμα τῆς Ὁσίας μ᾿ ἐκεῖνο τὸ σχισμένο ἱμάτιο, ποὺ τῆς εἶχε ρίξει ἀπὸ πίσω της ὁ Ζωσιμᾶς τὴ πρώτη φορὰ ποὺ τὴ συνάντησε καὶ ἀπὸ τότε ἡ Μαρία κάλυπτε μ᾿ αὐτὸ ὁρισμένα μέρη τοῦ σώματός της.
Ὕστερα ἀναχώρησαν καὶ οἱ δυό, καὶ τὸ μὲν λιοντάρι προχώρησε σὰν πρόβατο στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου, ὁ δὲ Ζωσιμᾶς γύρισε πίσω στὸ Μοναστήρι εὐλογώντας καὶ δοξάζοντας τὸ Θεό, διηγήθηκε δὲ ὅλα στοὺς μοναχούς, χωρὶς ν᾿ ἀποκρύψει τίποτα, ἀπ᾿ ὅσα εἶδε κι᾿ ἄκουσε. Ἐκεῖνοι δὲ ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα του Θεοῦ, ὑπερθαύμασαν καὶ μὲ πολὺ φόβο καὶ πόθο τηροῦσαν τὴ μνήμη τῆς Ὁσίας. Ὁ δὲ ἡγούμενος Ἰωάννης, ἀφοῦ ἐρεύνησε καὶ βρῆκε σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τῆς Ὁσίας μερικὰ σφάλματα στὸ μοναστήρι, φρόντισε καὶ τὰ διόρθωσε, γιὰ νὰ μὴ βγεῖ καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ἄχρηστος ἢ μάταιος ὁ λόγος τῆς Ὁσίας. Στὸ μοναστήρι δὲ τοῦτο πέθανε καὶ ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, σὲ ἡλικία 100 χρονῶν.