Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Η Αγία Παρθενομάρτυς Βαλβίνα (Μαλβίνα) της Ρώμης



site analysis

Η Αγία Παρθενομάρτυς Βαλβίνα (Μαλβίνα) της Ρώμης, ο πατέρας της Άγιος Μάρτυρας Κουϊρίνος ο Τριβούνος Ρωμαίος Στρατιώτης & ο Άγιος Ιερομάρτυς Αλέξανδρος Α´, 5ος Επίσκοπος Ρώμης (+116) 31 Μαρτίου.

Η Αγία Παρθενομάρτυς Βαλβίνα ή Μαλβίνα της Ρώμης ήταν κόρη του Τριβούνου (αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού) Αγίου Μάρτυρα Κουϊρίνου ο οποίος ήταν ο φύλακας των Χριστιανών φυλακισμένων Αγίου ιερομάρτυρος Αλεξάνδρου του Α´, 5ου Επισκόπου Ρώμης και άλλων Χριστιανών Μαρτύρων και ομολογητών.

Ο Κουϊρίνος διατάχθηκε να κρατήσει τον Άγιο Αλέξανδρο Α´ 5ο Επίσκοπο Ρώμης και έναν άνδρα με το όνομα Ερμή στη φυλακή λόγω της χριστιανικής τους πίστης. Κρατήθηκαν σε ξεχωριστές φυλακές που ήταν σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Και οι δύο ήταν αλυσοδεμένοι και καλά φυλασσόμενοι.

Ο Κουϊρίνος προσπαθούσε να μεταστρέψει τον Ερμή πίσω στους παλιούς ειδωλολατρικούς θεούς, αλλά υποσχέθηκε να γίνει Χριστιανός, αν ο Ερμής θα μπορούσε να αποδείξει ότι υπήρχε μετά θάνατον ζωή.

Ο Ερμής του εξήγησε ότι ο φυλακισμένος Επίσκοπος Ρώμης Αλέξανδρος έχει καλήτερα επιχειρήματα από ότι ο ίδιος και ζήτησε αρκετές φορές για να επισκεφθεί το κελλί της φυλακής του.

Αρχικά ο Κουϊρίνος συμφώνησε με αυτό, αλλά μετά από λίγο θύμωσε, πιστεύοντας ότι αυτές οι επισκέψεις ήταν περριτές και τους απαγόρευσε να μιλάνε ο ένας στον άλλο. Εκείνο το βράδυ ο Ερμής προσευχήθηκεκαι ένας Άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε στον Άγιο Επίσκοπο Ρώμης Αλεξάνδρο, απελευθερώνοντας τις αλυσίδες του και φέρνοντάς τον θαυματουργικά στο κελί της φυλακής του Ερμή.

Το επόμενο πρωί ο Κουϊρίνος ήρθε στο κελλί του Ερμή, ως συνήθως, και έμεινε συγκλονισμένος βρίσκοντας τους δύο άνδρες μέσα. Η καρδιά του πλέον μαλάκωσε και ήθελε να ακούσει οτιδήποτε οι δύο Χριστιανοί είχαν να του πουν και έμεινε και μίλησε μαζί τους. Ο Ερμής μοιράστηκε την ιστορία του και είπε πώς ο Επίσκοπος της Ρώμης Αλέξανδρος με τη βοήθεια του Θεού είχε αναστήσει το γιο του από τους νεκρούς. Ακούγοντας αυτό, ο Κουϊρίνος είπε ότι η κόρη του Βαλβίνα είχε μια μεγάλη βρογχοκήλη, και αν ο Επίσκοπος της Ρώμης Αλέξανδρος μπορέσει να την θεραπεύσει, θα πιστέψει και θα γίνει Χριστιανός.

Ο Άγιος Αλέξανδρος Επίσκοπος Ρώμης του ζήτησε να την φέρει στη φυλακή στο κελλί του όπου ήταν φυλακισμένος αρχικά.

«Πώς μπορεί αυτή να σε βρει εκεί, όταν είσαι εδώ με τον Ερμή;”, ρώτησε ο Κουϊρίνος.

“Αυτός που με έφερε εδώ, θα με φέρει, επίσης, πίσω», απάντησε ο Άγιος Επίσκοπος της Ρώμης Αλέξανδρος.

Έτσι ο Κουϊρίνος γρήγορα επέστρεψε στο σπίτι του και έφερε την κόρη του στη φυλακή, στο κελλί που ήταν αρχικά κλειδωμένος ο Επίσκοπος Ρώμης Αλέξανδρος. Εκεί, βρήκαν τον Αλέξανδρο να τους περιμένει υπομονετικά, σφιχτά αλυσοδεμένο με τον τρόπο που ήταν πριν. Βλέποντας αυτό, γονάτισε μπροστά του με ευλάβεια.

Με μεγάλη ευλάβεια, η Βαλβίνα άρχισε να ασπάζεται τις αλυσσίδες του Επισκόπου Ρώμης Αλεξάνδρου και αυτός της είπε:

«Δέν πρέπει να ασπάζεσαι τις δικές μου αλυσσίδες, αλλά πήγαινε να ασπαστείς τις αλυσσίδες του Αγίου Αποστόλου Πέτρου στο κελλί των φυλακών που ήταν φυλακισμένος πριν το Μαρτύριό του και θα γίνεις καλά”.

Γνωρίζοντας ο Κουϊρίνος που είχε φυλακιστεί ο Πέτρος πριν το Μαρτύριο του πήρε τη Βαλβίνα μαζί του και πήγαν γρήγορα εκεί και βρήκαν τις αλυσίδες του Αγίου Αποστόλου Πέτρου. Η Βαλβίνα τις ασπάστηκε με ευλάβεια και θεραπεύτηκε.

Ο Κουϊρίνος αμέσως ελευθέρωσε τον Επίσκοπο της Ρώμης Αλέξανδρο και τον Ερμή και μαζί με τη σύζυγο και την κόρη του βαφτίστηκαν από τον ίδιο τον Επίσκοπο.

Ο Άγιος Επίσκοπος της Ρώμης Αλέξανδρος όρισε ότι το θαύμα αυτό των αλυσίδων του Αποστόλου Πέτρου πρέπει να εορτάζεται από εκείνη την ημέρα και έπειτα, και έκτισε την εκκλησία του Αποστόλου Πέτρου, όπου οι αλυσίδες τοποθετηθηκαν εκεί. Η εκκλησία που ονομάζεται “ad Vincula” ( “σε αλυσίδες”), είναι σήμερα του Αγίου Πέτρου με τις αλυσίδες.

Ο Κουϊρίνος και η Βαλβίνα στη συνέχεια συνελήφθηκαν ως Χριστιανοί και μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό στις 30 Μαρτίου το 116 και θάφτηκαν στην Κατακόμβη της Prætextatus στη Via Appia στη Ρώμη.

Το ίδιο έτος μαρτύρησε κ ο Άγιος Αλέξανδρος ο Α ο 5ος Επίσκοπος της Ρώμης, μαζί με τους Αγίους Ιερομάρτυρες Πρεσβυτέρους Εβέντιο και Θεόδουλο.

Οσία Ευλογία



site analysis



Η μνήμη της τιμάται την 12ην Ιανουαρίου.

Δίπλα στο Χριστό μας στέκει πάντοτε άγρυπνη η Παναγία μας, η φιλόστοργη μητέρα Του. Στέκει με αγάπη δίπλα στο μονογενή της στην ουράνια Βασιλεία και μεσιτεύει για όλους μας, αφού και για εμάς είναι η ουράνια μητέρα μας. Στέκει για να ακούει τις δεήσεις μας και με τη μητρική της παρρησία να τις μεταφέρει στον πολυέλεο Υιό της. Ολόγυρά της στέκουν με ολοφώτεινα στεφάνια οι μορφές όλων εκείνων των αγίων μητέρων που αγάπησαν το Θεο μας και Υιό της και θέλησαν να Τον χαρίσουν κληρονομιά στα παιδιά τους. Ευλογημένες μητέρες, παράδειγμα και έμπνευση για κάθε μάνα που επιθυμεί κάτι όμορφο να χαρίσει στην οικογένειά της, στα βλαστάρια της. Η προσευχή τους μαζί με τις πρεσβείες της Παναγίας μας είναι η ουράνια ενίσχυση και ο φωτισμός για τις μητέρες όλων μας στο δύσκολο και ιερό έργο τους, αλλά και κατευθυντήρια γραμμή όλων μας, των παιδιών τους, προς την πίστη, την αρετή, την αγάπη και την αγιότητα.

Μεταξύ των αγίων αυτών μητέρων εξέχουσα θέση έχει η Οσία Ευλογία, η μητέρα του Αββά Θεοδοσίου, του Κοινοβιάρχου. Αυτή υπήρξε σύζυγος του σεμνού Προαιρεσίου και διέπρεψε στην αρετή, στην καθαρή πολιτεία και στην ασκητική της αγωγή. Ήταν ένα ευωδιαστό λουλούδι που φύτρωσε στη Μωγαρισσό της αγιοτόκου Καππαδοκίας, με τις υπόσκαπτες πόλεις, Ναούς και Μοναστήρια, της χώρας των Μεγάλων Πατέρων και Οσίων της Εκκλησίας μας. Η ευωδία της ήταν «Χριστού ευωδία» (Β Κορ. β 15), που δεν περιοριζόταν μόνο στον εαυτό της, αλλά διαχεόταν σε όλο της το περιβάλλον και φυσικά και στον γιο της, τον μετέπειτα Όσιο Θεοδόσιο. Από την ευωδία αυτή των αρετών της ο μικρός Θεοδόσιος ευφραινόταν καθημερινά και η δυσωδία της ματαιότητος των γηΐνων απομακρυνόταν από τη ζωή του, μέχρι που τον κέρδισε το άρωμα της μοναδικής πολιτείας, το άρωμα της ερήμου.

Όταν ο Άγιος Θεόδοσιος πόλισε την έρημο της Ιουδαίας και έγινε ο γενάρχης του κοινοβιακού ασκητικού συστήματος, η Ευλογία τον ακολούθησε. Θαύμαζε τα ασκητικά του κατορθώματα και προσπαθούσε, αν και γυναίκα, με όλες της τις δυνάμεις να τον μιμηθεί, δυνάμεις υπερφυσικές, τις οποίες της έδινε ο Κύριος, Αυτός που τα ελλείποντα αναπληροί και τα ασθενή θεραπεύει, γεμίζοντάς την με ανδρικό φρόνημα. Σε αυτήν ταιριάζουν τα λόγια του Παοιμιαστού: «Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει; τιμιωτέρα δε εστι λίθων πολυτελών η τοιαύτη» (Παρ. λα 10). Η κλίμακα των αρετών ανοιγόταν εμπρός της και τα σκαλοπάτια της τα ανέβαινε σταθερά πατώντας στην ταπείνωση, την σκληραγωγία, τη νηστεία, την αδιάλειπτη προσευχή, τη σιωπή, τη νήψη, την αγρυπνία, τις γονυκλισίες, την υπακοή, το ακατάκριτο και την διάκριση των κινήσεων της. Θα μπορούσε να επαναλαμβάνει τα λόγια του Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»(Γαλ. β’ 20).

Μεταφυτεύθηκε από την Καππαδοκία στην έρημο της Ιουδαίας η Οσία Ευλογία ως κρίνον και, αφού έζησε σε αυτήν ως άγγελος αξιώθηκε αγγελικής δόξης από τον αγαθόδωρο Κύριο, Αυτόν που γνωρίζει να δοξάζει στον ουρανό, αυτούς τους δόξασαν στη γη, καθώς ο ίδιος μας είπε: «τους δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α Βασ. β 30).

Κοιμήθηκε ειρηνικά στην έρημο της Ιουδαίας και τάφηκε «τιμής ένεκεν» στο Σπήλαιο των Μάγων. Το σπήλαιο αυτό φιλοξένησε τους Τρεις Μάγους στην επιστροφή τους από την προσκύνηση του βρέφους Ιησού προς τις πατρίδες τους, μετά την οδηγίαν που έλαβαν από το Θεό στο όνειρό τους «μη ανακάμψαι προς Ηρώδην» (Ματθ. β 12), αλλά από άλλο δρόμο να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Το Σπήλαιο αυτό βρισκεται στον αύλειο χώρο του Μοναστηριού του Οσίου Θεοδοσίου, στα περίχωρα της Βηθλεέμ.

Στο Σπήλαιο αυτό προσκυνούμε ευλαβικά όλοι μας το χαριτόβρυτο τάφο της Οσίας Ευλογίας, ο οποίος μέσα στους αιώνες έχει αναδειχθεί πηγή αγιάσματος αστείρευτη και ποταμός ιάσεων όλων των ασθενούντων που εκδέχονται τις ικεσίες της προς τον Κυριό μας, τον ιατρό των και των σωμάτων όλων μας.

ΑΓΙΑ ΓΚΡΕΚΑ​ (ΕΛΛΗΝΙΣ) Η ΕΝ ΣΑΡΔΗΝΙΑ. ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ 12 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ.



site analysis



Η Αγία Γκρέκα γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου του 284 μ.Χ. από χριστιανούς γονείς, πιθανόν καταγόμενους από την Ελλάδα, οι οποίοι εξωρίσθηκαν στη Σαρδηνία, αρνούμενοι να αλλαξοπιστήσουν.

Δε γνωρίζουμε βάσιμε πληροφορίες για τη γέννησή της, εφόσον υπάρχουν διάφορες εκδοχές και μερικές από αυτές αντίθετες. Η παράδοσις λέει, ότι οι γονείς της έδωσαν στην κόρη τους το όνομα Γκρέκα, εις ενθύμησιν της καταγωγής τους.

Έμεινε από την παιδική της ηλικία στο χωριό Ντέτσιμομάννου (Decimomannou), βορειοδυτικά του Κάλιαρι. Η ονομασία του χωριού προέρχεται από την απόσταση 10 μιλίων Ρωμαϊκών από την πόλι του Κάλιαρι.

Οι γονείς έδωσαν στην Γκρέκα παραδειγματική χριστιανική ανατροφή. Η κόρη μεγάλωσε με αθωότητα καρδιάς και αγνότητα σώματος, αποφασισμένη να γίνει άξια Νύφη του Χριστού μας.

Το 304, κατά την διάρκεια των άγριων διωγμών του Αυτοκράτορος Διοκλητιανού, κάποιοι υποψιάστηκαν ότι η εικοσάχρονη Γκρέκα είναι Χριστιανή και την ωδήγησαν ενώπιον του Ρωμαίου Διοικητού Φλαβιανού. Αρχικά προσπάθησε να την πείση να αρνηθή την πίστη της με κολακείες και δελεάσματα.

Όμως, εις μάτην, διότι η νεαρά κόρη ενδυναμούμενη από τον Θεό, χωρίς φόβο, ωμολόγησε σταθερά την αγάπη της για τον Νυμφίο Χριστό.

Διέταξε τότε να την μαστιγώνουν αλύπητα, με την βεβαιότητα ότι η επιθυμία της ελευθερίας, λόγω της νεαράς ηλικίας της, θα την ανάγκαζε να αρνηθή το όραμά της. Η Γκρέκα παρέμενε ακλόνητη στην απόφασή της και άντεξε τα φοβερά κολαστήρια. Ο σκληρός Διοικητής, υπερβαίνοντας κάθε νομιμότητα, την υπέβαλε σε ένα άλλο απάνθρωπο βασανιστήριο: διέταξε να μπήξουν με σφυρί τρία μεγάλα καρφιά στην αγία κεφαλή της. Αλλά όλα εις μάτην.

Οι δήμιοι έμειναν κατάπληκτοι μπροστά στη σταθερότητα της Γκρέκας η οποία ενδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο.

Ο Διοικητής ηττημένος πλέον, γεμάτος οργή εξέδωσε διαταγή να αποκεφαλισθή δια ξίφους στις 12 Ιανουαρίου 304.

Τα ιερά Λείψανά της παρέμειναν κρυμμένα για αιώνες. Γύρω στα 1600 ανακαλύφθηκε, κάτω από μία αρχαία Αγία Τράπεζα ο τάφος με το Ιερό Σκήνωμά της.

Στην ταφόπλακα έγραφε: <<Η Μακαρία Μάρτυς Γκρέκα, αναπαύεται εδώ εν ειρήνη. Έζησε είκοσι χρόνια, δύο μήνες και δύο ημέρες. Ενταφιάσθηκε στις 12 Ιανουαρίου>>.

Επάνω στον τάφο της, κτίσθηκε στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου μια <<cella memoriae>>, ένα παρεκκλήσι, στον τόπο που σήμερα βρίσκεται η Εκκλησία αφιετωμένη στο όνομά της.

Με την εξάπλωση της Ορθοδοξία στο νησί της Σαρδηνίας, χάρις στην αποστολική δράσι του Οσίου Φουλγεντίου Επισκόπου Ρούσπε, ο οποίος εξωρίσθηκε στη Σαρδηνία από τον Βασιλέα των Βανδάλων Τρασαμόντο, ιδρύθηκε στο Ντετσιμομάννου μία Μοναστική Κοινότητα, Βυζαντινού Τύπου, για την οποία σώζονται μαρτυρίες του 9ου αιώνος.

Στο αρχαίο Μοναστήρι ήταν συνημμένο το πρώτο εκκλησάκι αφιερωμένο στην Αγία. Βεβαιώνει την ύπαρξι της Μονής μία μαρμάρινη σαρκοφάγος, η οποία βρέθηκε εκεί και φυλάσσεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Κάλιαρι, με την εξής επιγραφή: <<Μνήσθιτι, Κύριε, της δούλης Σου Γκρέκας Μοναχής (ίσως να ήταν το όνομα της Ηγουμένης), Αμήν. Να έχουν το ανάθεμα των 318 Πατέρων (της Συνόδου της Νίκαιας), όσοι τολμήσουν ν'ανοίξουν τον τάφο, διότι δεν περιέχει ούτε χρυσό, ούτε αργυρό>>.

Τα Αγία Λείψανά της, η Εκκλησία και η κρύπτη (η φυλακή, σύμφωνα με κάποιες προφορικές παραδόσεις), είναι τιμή και δόξα της νήσου της Σαρδηνίας.

Όλοι οι κάτοικοι ευλαβούνται βαθειά την νεαρά κόρη, η οποία με θερμή αγάπη για το Θεό της, μαρτύρησε για την αγνότητα της πίστεώς της.

Ως πηγή αένναος αναβλύζουν από τα Άγια Λείψανά της αναρίθμητα θαύματα και ιάσεις, για όσους καταφεύγουν στην μεσιτεία της με πίστη και ευλάβεια.

Η Αγία Μνήμη της εορτάζεται την 12ην Ιανουαρίου.


Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Κολακεῖαι τυράννου οὐκ ἠδυνήθησαν, ἀποχωρίσαι σε κόρη τοῦ σοῦ νυμφίου Χριστοῦ· σὺ γὰρ γνώμῃ σταθηρᾷ καὶ ​ἀνδρειόφρονι,
καθωμολόγησας αὐτὸν ὡς Θεὸν ἀληθινόν, τὰς μάστιγας καὶ τοὺς ἥλους, ὑπομείνασα θεία Γκρέκα, καὶ ἐκκοπὴν τῆς σῆς σεπτῆς κεφαλῆς.

Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.

Θεῖον ἄγαλμα τῆς παρθενίας, καὶ ἀλάβαστρον ὁμολογίας, παναοίδιμέ σε Γκρέκα γεραίρομεν· σὺ γὰρ τὸν βίον καλῶς διανύσασα,
πρὸ δυσσεβοῦντος τυράννου οὐκ ἔπτηξας, ἀλλ’ ἐν σκάμματι, ἡνώθης τοῦ μαρτυρίου σου, Χριστῷ ὅνπερ ἐπόθεις ἐκ νεότητος.


Ἥλοις κακωθεῖσα ὑπ' ἀσεβῶν, μετὰ παῤῥησίας, ὡμολόγησας τὸν Χριστόν,
καὶ ἀποτμηθεῖσα, τὴν θείαν κεφαλήν σου, ἀπέπτης εἰς τὰ ἄνω, Γκρέκα βασίλεια.

Γκρέκα Σαρδηνίας ὁ θησαυρός, καὶ ὁμολογίας, πρὸ βημάτων ​τυραννικῶν,
πέλεις ἡ ακρότης, μαρτύρων δὲ ὁ τύπος· διό σε ἀνυμνοῦμεν, πάντες ​ἐκ πίστεως.

Δεῦτε τῶν Ἑλλήνων παῖδες πιστοί, Γκρέκαν τὴν ἁγίαν, εὐφημήσωμεν ἐν χορῷ,
τὴν καταγομένην, ἐκ γῆς τῆς ἑλληνίδος, ἐν δὲ τῇ Σαρδηνίᾳ, καλῶς ἀθλήσασαν.

Χαίροις τῶν μαρτύρων ἡ καλλονή, καὶ παρθενευόντων, εὐκοσμία καὶ χαρμονή,
ἔπαινος καὶ δόξα, τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων, καὶ νήσου Σαρδηνίας, μέγα κειμήλιον.

Κοντάκιο (Επεφάνης σήμερον).
Ὡς πηγὴ ἀέναος, Γκρέκα τιμία, ἀναβλύζει θαύματα, ἡ τῶν λειψάνων σου σορός, τοῖς αἰτουμένοις ἐκ πίστεως, ὁλοκληρίαν, ψυχῆς τε καὶ σώματος.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ η Ισαπόστολος- η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου



site analysis


_1_(10~1









Κάποια αλήθεια λέει, πως πίσω από κάθε πραγματικά μεγάλο άνδρα στέκει μια πραγματικά μεγάλη μητέρα.  Σ’ αυτή και το ψυχικό της μεγαλείο χρωστά ο κόσμος τις ξεχωριστές εκείνες μορφές, που τον ανέβασαν και τον δόξασαν.  Απόδειξη τρανή της αλήθειας αυτής είναι και το παράδειγμα των δύο θεοστέπτων βασιλέων και ισαποστόλων, των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.  Τη μνήμη τους τιμά και γιορτάζει η Εκκλησία μας κάθε χρόνο την 21η Μαΐου.
Μια σύντομη κι ευλαβική αναδρομή της σκέψης μας στη ζωή και το έργο της αγίας Ελένης, της εξαίρετης αυτής μητέρας και φλογερής χριστιανής και ισαποστόλου, πολλά θα έχει να μας διδάξει.
Η υπέροχη αυτή γυναίκα γεννήθηκε στη Δρεπάνη της Βιθυνίας της Μ. Ασίας γύρω στο 248 μ.Χ. από γονείς άσημους και φτωχούς. Της επαρχίας αυτής όχι μονάχα η πρωτεύουσα Νίκαια, αλλά και πολλές άλλες πόλεις ήσαν Ελληνικότατες. Γι’ αυτό και το όνομα Ελένη που δόθηκε στην κόρη ήταν αποτέλεσμα όχι μιας ελληνίζουσας παραλαβής, αλλά μιας Ελληνικής συνείδησης. Από τα παιδικά της χρόνια η Ελένη διακρινόταν για την εξαιρετική της εξυπνάδα κι ομορφιά. Από νωρίς δε οι σπάνιες χριστιανικές αρετές της την ξεχώριζαν από τις συνομήλικες του καιρού της και την προέβαλλαν στον κύκλο της παντού.
Γύρω στο 270, όταν η κόρη ήταν ηλικίας 22 περίπου χρόνων, πέρασε από τη Δρεπάνη και κατέλυσε στο εκεί ξενοδοχείο του πατέρα της ένας αξιωματικός των πραιτωριανών, που λεγόταν Κωνστάντιος Χλωρός. Το προσωνύμιο Χλωρός του δόθηκε γιατί το πρόσωπο του ήταν πολύ χλωμό. Ο Κωνστάντιος ήταν γόνος μεγάλης και αριστοκρατικής οικογένειας και άνθρωπος πολύ ευγενής. Κάποια μέρα εκεί που βρισκόταν στην αυλή του ξενοδοχείου, είδε τη σεμνή κόρη κι η ευγένειά της μαζί με άλλα χαρίσματα της τράβηξαν έντονα την προσοχή του. Η εντύπωση του υπήρξε τέτοια, που, χωρίς να χάσει καιρό έσπευσε να παραμερίσει την ασημότητα της καταγωγής της – πράγμα αντίθετο με τα τότε Ρωμαϊκά έθιμα – και να την ζητήσει για σύζυγό του. Ένα χρόνο ύστερα από τους γάμους (272 μ.Χ.), το ευτυχισμένο ζευγάρι αποκτούσε, ως ευλογημένο καρπό της ένωσης του, ένα χαριτωμένο αγόρι, τον Κωνσταντίνο, τον αργότερα ιδρυτή της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας και κραταιό προστάτη του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας.
Ο Κωνστάντιος την εγκαταλείπει
Η ευτυχία δυστυχώς του νεαρού ζεύγους κι ιδιαίτερα της Ελένης δεν κράτησε για πολύ. Η γρήγορη άνοδος του Χλωρού στο ύπατο αξίωμα του Καίσαρα από τον Διοκλητιανό κι η ανάθεση σ’ αυτόν του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τον έσπρωξε νωρίς να εγκαταλείψει την πιστή κι ενάρετη σύντροφό του Ελένη, για να παντρευτεί γυναίκα της κοινωνικής του τάξεως.
Η πράξη αυτή του Χλωρού φαίνεται σ’ εμάς αληθινά παράδοξη. Κι είναι παράδοξη. Στην πράξη όμως αυτήν καλούμαστε να θαυμάσουμε το ψυχικό μεγαλείο της αγίας, μαζί και την ταπείνωση και την αυτοθυσία της.
Για ποιους  λόγους αποφασίστηκε ο χωρισμός κι έγινε η διάζευξη με τη συναίνεση της μεγάλης κι ανώτερης εκείνης γυναίκας, της αγίας Ελένης;  Θυσιάστηκε η χριστιανή μητέρα για το καλό των αδελφών του Χριστού, των χριστιανών και την άνοδο του παιδιού της.
.1. Ο διορισμός του Χλωρού σε Καίσαρα, που εξ αιτίας της χριστιανής συζύγου του Ελένης διέκειτο κάπως ευνοϊκά προς την πίστη αυτή, θα εξασφάλιζε στους χριστιανούς κάποια ελευθερία ζωής και λατρείας. Κι αυτό το βλέπουμε στην περίπτωση του μεγάλου διωγμού, που ο Διοκλητιανός εκίνησε ενάντια στους χριστιανούς της αυτοκρατορίας του. Οι πιστοί στη μεγάλη επαρχία του Χλωρού δεν καταδιώχθηκαν.
2. Η ανάδειξη του Κωνσταντίνου του Χλωρού στο αξίωμα του Καίσαρος του άνοιξε τον δρόμο και στο αξίωμα του Αυγούστου αυτοκράτορας. Κι η ανάδειξη αυτή θα είχε υψίστη σημασία για τους χριστιανούς και την Εκκλησία τους.
3. Με την άνοδο ταυ Χλωρού ανοιγόταν ο δρόμος και για τον γιο του, τον νεαρό  Κωνσταντίνο.
Από τη στιγμή εκείνη η μαρτυρική μάνα παραμερίστηκε από το προσκήνιο της ζωής. Για δεκατρία τόσα χρόνια η Ελένη ζούσε μόνη με συντροφιά την πίστη της στον Σωτήρα Χριστό και στήριγμα της την προσευχή. Πολύ συχνά οι πρωινές ώρες την έβρισκαν γονατιστή κι άγρυπνη να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια για το παιδί της, τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος στέφεται αυτοκράτορας
200px-Byzantinischer_Mosaizist_um_1000_002Το 306 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος διαδέχτηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Δύσεως τον πατέρα του Κωνστάντιο Χλωρό. Μια από τις πρώτες ενέργειες του νεαρού αυτοκράτορα, ήταν να καλέσει κοντά του την αγαπημένη του μητέρα, να την ανακηρύξει Αυγούστα, δηλαδή αυτοκράτειρα, και να την έχει κοντά του συνεργάτιδα, στο μεγαλόπνοο και πολύπλευρο έργο του. Η αγάπη, μα κι η αφοσίωσή του σ’ αυτή, υπήρξε απεριόριστη και παραδειγματική. Σ’ όλες τις δύσκολες, μα κι όμορφες στιγμές της ζωής του, την είχε δίπλα του και την συμβουλευόταν. Για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με τ’ όνομα και τη μορφή της. Κι ακόμη την πόλη που γεννήθηκε η αγία του μητέρα, τη Δρεπάνη της Βιθυνίας, προς τιμή της τη μετονόμασε σε Ελενόπολη. Για να την ευχαριστήσει δε, φρόντισε σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας του να στηθούν ποικίλα ιδρύματα για την εξυπηρέτηση και ανακούφιση του λαού. Πολλοί λένε πως κι αυτό το θησαυροφυλάκιο της μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους αφάνταστους πόρους δεν δίστασε ο φιλόστοργος γιος να το αναθέσει ανεξέλεγκτα στα χέρια της άξιας μάνας του.
Η μεγάλη τιμή του στοργικού Κωνσταντίνου προς την άγια του Μητέρα εκδηλώθηκε λαμπρή και λίγα χρόνια μετά τον θάνατό της. Όταν το 330 κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη, εκεί στη μεγάλη πλατεία που ονομαζόταν Φόρος, υψώθηκαν δύο στήλες στο όνομα της Ελένης και του Κωνσταντίνου και ανάμεσα τους τοποθετήθηκε ένας σταυρός, που έφερε αυτή την επιγραφή: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν».
Η ίδια, παρά το απότομο ανέβασμά της, δεν περηφανεύτηκε. Έμεινε σ’ όλη τη ζωή της η απλή, η ταπεινή και απέριττη χριστιανή.
Με τους μακροχρόνιους διωγμούς ενάντια στους χριστιανούς οι πιο πολλοί ναοί που υπήρχαν είχαν μισογκρεμισθεί κι απογυμνωθεί από τα απαραίτητα στοιχεία για τη θεία λατρεία. Οι χριστιανοί που έβγαιναν από «τα σπήλαια και τις οπές της γης», τις κατακόμβες, χρειαζόντουσαν κάποιους χώρους, για να λατρεύσουν τον Θεό.
Με τη δική της συνδρομή και φροντίδα και με τα άφθονα χρήματα που προσφέρει, αρκετοί ναοί αρχίζουν να κτίζονται σε πλείστα όσα μέρη. Παρά την ηλικία της δεν διστάζει να αναλάβει και κουραστικά ταξίδια σε μακρινά τμήματα της απέραντης αυτοκρατορίας, για να ελέγξει και παρακολουθήσει τα έργα, που γίνονται. Οι χριστιανοί στο πρόσωπο της υποδέχονται, όχι απλώς την «Αυγούστα», αλλά τη μητέρα, την προστάτιδα της χριστιανικής πίστεως. Σε λίγα χρόνια με την άγρυπνη φροντίδα της περίλαμπροι ναοί υψώθηκαν όχι μονάχα σε πόλεις, μα και σε απόμερα χωριά.
Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει σχετικά:«Ελένη Αυγούστα Θεώ τω Σωτήρι αυτής, Θεοφιλούς βασιλέως θεοφιλής μήτηρ, ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε».
Eύρεση του Τιμίου Σταυρού
αγία ΕλένηΕκείνο όμως που ιδιαίτερα τίμησε την αγία, είναι η περί τα τέλη της ζωής της (326 μ.Χ.) μετάβασή της στους τόπους όπου έζησε ο Κύριος, κι η ανεύρεση εκεί του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, επάνω στον οποίο υψώθηκε ο Λυτρωτής μας.
Το μέρος που πετάχθηκε ο Τίμιος Σταυρός αναγνωρίσθηκε με τη βοήθεια ενός λουλουδιού του γνωστού μας βασιλικού .Εκεί έβαλε κι έσκαψαν η αγία. Κι οι κόποι της βραβεύθηκαν πολύ γρήγορα. Κάποια μέρα οι εργάτες ανέσυραν από τα χώματα το ιερό σύμβολο μαζί με τους σταυρούς των δύο ληστών. Τον γνήσιο Σταυρό τον διέκριναν από ένα θαύμα που έγινε με τη δύναμή Του. Μια νεκρή αναστήθηκε μόλις το ευλογημένο τούτο Ξύλο άγγιξε το κορμί της. Τότε η αγία πλημμυρισμένη από ανεκλάλητη χαρά κι αγαλλίαση κάλεσε τον επίσκοπο της Άγιας Πόλεως και ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό, ενώ τα πλήθη των πιστών που συνέρρευσαν εκεί, με ευλάβεια μοναδική έψαλαν το «Κύριε ελέησον».
Θεία εύνοια και προς αυτήν και προς τον γιο της θεώρησε η αγία την αποκάλυψη αυτή. Γι’ αυτό κι έσπευσε να χρηματοδοτήσει το κτίσιμο εκεί του ναού της Αναστάσεως, ενός άλλου ναού επάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως του Σωτήρος μας στη Βηθλεέμ και άλλων επάνω στο Όρος της Αναλήψεως και στο ορός Θαβώρ.
Με τεμάχια από τον πολύτιμο θησαυρό της, τον Τίμιο Σταυρό φτιαγμένα σε μικρότερους σταυρούς και τους αγιασμένους ήλους και το ακάνθινο στεφάνι, ξεκίνησε ένα πρωί η μακαρία Ελένη με το βασιλικό της καράβι για την επιστροφή στον γιο της.
Στην Κύπρο- Σταυροβούνι
blessing-cross-saints-konst_ceb1ceb3-cebacf89cf83cf84ceb1cebdcf84ceafcebdcebfcf85-ceb5cebbceadcebdceb7cf82-1Θαλασσοταραχή δυνατή παρά την προσπάθεια και τον αγώνα του πληρώματος οδήγησε το καράβι στα νότια παράλια της Κύπρου και το ανάγκασε ύστερα από πολλές δυσκολίες να προσορμισθεί σ’ ένα μικρό όρμο.
Στον ύπνο της τον ταραγμένο, ένα όνειρο παράδοξο την ξύπνησε τρομαγμένη. Ένας όμορφος νέος, ένας νέος με αγγελική μορφή, ήρθε και στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι της και της είπε:
– Σεβαστή βασίλισσα, είμαι σταλμένος από τον Πανάγαθο Θεό να σου ειπώ το θέλημά Του. Όπως εκεί στα Ιεροσόλυμα έκτισες ναούς για να δοξάζεται και να υμνείται, έτσι κι εδώ, σε τούτο το νησί το ευλογημένο, πρέπει να κάμεις το ίδιο. Να κτίσεις κι εδώ ιερό ναό, τον οποίο μάλιστα να προικίσεις με το τίμιο Ξύλο του Σταυρού, για να προσκυνείται και να δοξάζεται τους αιώνες ο σεβάσμιος Σταυρός του Κυρίου από τους κατοίκους αυτού του τόπου. Εδώ θα ζουν χριστιανοί μέχρι τη συντέλεια του κόσμου.
Ήταν τόσο ζωντανό το όνειρο, που η βασίλισσα τινάχτηκε πάνω από το κρεβάτι της τρομαγμένη.Με θαυμαστή γρηγοράδα για την ηλικία της κατέβηκε από το στρώμα της κι έτρεξε στο μπαούλο μέσα στο όποιο είχε φυλάξει το Τίμιο ξύλο. Το άνοιξε με ευλάβεια και προσοχή και κοιτάζει να βρει και να πάρει το Άγιο Ξύλο. Τίποτα όμως δεν βρίσκει. Στις φωνές της τρέχουν κι οι υπηρέτες της και ψάχνουν κι αυτοί. Άκαρπες οι προσπάθειες όλων.
Πέρασε αρκετή ώρα. Ξαφνικά λαχανιασμένος μπήκε στη σκηνή ένας υπηρέτης και κατασυγκινημένος απευθύνεται στην «Αυγούστα» και λέει: Κυρά Βασίλισσα, πέρα μακριά στην κορυφή ενός βουνού, φαίνεται μια παράξενη χρυσοκόκκινη φλόγα, που όσο πάει μεγαλώνει και λάμπει γύρω. Περίεργη η Βασίλισσα βγαίνει από τη σκηνή της και κοιτάζει προς τη μυτερή κορυφή του βουνού και βλέπει κι αυτή την παράξενη λάμψη. Είχε δίκαιο ο υπηρέτης. Σωστά μίλησε. Χωρίς να χάσει καιρό η βασίλισσα, καλεί τον υπηρέτη κοντά της και τον διατάζει με συντροφιά κάποιου άλλου, να πάν να εξετάσουν ποιο πράγμα ήταν εκείνο, που έδινε την ασυνήθιστη και παράξενη λάμψη.
Μετά από ώρες γύρισαν οι υπηρέτες έχοντας στα χέρια τον χαμένο θησαυρό της βασίλισσας, το Τίμιο Ξύλο.Το βρήκαν, της είπαν, μέσα σε μια φλόγα, που σαν πύρινη στήλη ανέβαινε πάνω από πενήντα μέτρα υψηλά, χωρίς ξύλα η άλλη πηγή φωτιάς.
Συγκινημένη η ευσεβέστατη άνασσα για όσα άκουε και όσα έγιναν κατάλαβε αμέσως ποιο ήταν το θέλημα του Θεού. Έπρεπε εκεί στο βουνό να κτισθεί ο ναός και να προικοδοτηθεί με το τίμιο Ξύλο, για να θυμούνται όλοι το θαύμα του Εσταυρωμένου.
Χωρίς να χάσει καιρό σηκώνεται και με αρκετούς από τη συνοδεία της ξεκινά για το Σταυροβούνι.
Ύστερα από πολλούς κόπους και κινδύνους, η αγία με τη συνοδεία της μπόρεσαν να φτάσουν μέχρι την κορυφή. Εκεί, σαν η βασίλισσα είδε τα είδωλα στημένα και ρώτησε κι έμαθε, πως εκεί ήταν ο ναός της ψευδοθεάς Αφροδίτης. Υπάρχει και η γνώμη ότι o ειδωλολατρικός ναός ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του μεγάλου Θεού Δία. , λέγεται ότι είπε:
— Εδώ επάνω στο βωμό της θεάς του έρωτα, θα κτίσω το βωμό και τον ναό του αληθινού θεού, του Θεού της αγάπης.
Έτσι κτίστηκε το Σταυροβούνι. Και σήμερα ακόμη στη νότια πλευρά της μονής βρίσκεται κάποιο κτίσμα που θεωρείται σαν πιθανό απομεινάριο του αρχαίου ειδωλολατρικού ναού.
Κατά το κτίσιμο του μοναστηριού λέγεται, πως σ’ αυτό βοηθούσε κι η ίδια η βασίλισσα. Ο πόθος της αγίας να δει το γρηγορώτερο εκεί υψωμένο τον ναό του αληθινού Θεού και Σωτήρος των ανθρώπων και τον Τίμιο Σταυρό, να στολίζει περίλαμπρα τον ιερό εκείνο χώρο, την έκαμε να τρέχει επάνω κάτω και να βοηθά.
Σε λίγο καιρό το εκκλησάκι ήταν έτοιμο.Σ’ αυτό η ευσεβής βασίλισσα έβαλε εκεί ένα κομμάτι από τον Τίμιο Σταυρό .Και στα μέρη αυτά επίσης η βασίλισσα αφήκε τεμάχια από τον Τίμιο Σταυρό, ένα τεμάχιο από τον άγιο Κάνναβο – το σχοινί με το οποίον εδέθησαν τα άγια χέρια του Κυρίου και που βρίσκεται τώρα στο Όμοδος — και τμήμα από ένα αγιασμένο ήλο (καρφί).
Σαν τέλειωσε το έργο της η ευλαβέστατη αυτή γυναίκα, γονάτισε, δοξολόγησε τον Κύριο για τη βοήθειά Του και προχώρησε προς το καράβι για να φύγει.
Ο Τίμιος Σταυρός που ύψωσε εκεί στο μοναστήρι του Σταυρού και που έχει στη μέση ένα κομμάτι από τον πραγματικό Σταυρό του Κυρίου παρουσιάζει το έξης θαυμαστό: Είναι αιωρούμενος. Δεν στηρίζεται δηλαδή στη γη. Πολλοί πιστοί αναφέρουν, πως πολλές φορές νόμισαν ότι έβλεπαν τον Σταυρό να κρέμεται από τον Ουρανό. Γι’ αυτό και το όνομα Θεοκρέμαστος .Αυτό το θαύμα πολλοί ευλαβείς χωρικοί από τα περίχωρα το είδαν. Είδαν δηλαδή «τον Σταυρόν υψούμενον εν μέσω λαμπρού και ακτίστου φωτός άνωθεν της Μονής και του Όρους».
Σταυροβουνι
Επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη
Το 327, ο Μέγας Κωνσταντίνος, δέχθηκε την επιστροφή της αγίας του Μητέρας. Την ημέρα του ερχομού της, βγήκε σε προϋπάντησή της. Και σαν πλησίασε, έτρεξε κοντά της κι έπεσε κάτω και με ευλάβεια πολλή πήρε στα χέρια του και με χαρά προσκύνησε το Τίμιο Ξύλο και τη θήκη που περιείχε τους Ήλους (τα καρφιά), που είχαν εμπηχθεί στα άγια χέρια και πόδια του Κυρίου μας. Μετά κάλεσε κοντά του τον πατριάρχη Μακάριο και του τα παρέδωσε για να τα προσκυνούν οι πιστοί.
Το μεγαλύτερο μέρος του Τιμίου Σταυρού βρίσκεται σήμερα στο Άγιο Όρος, στη Μονή του Ξηροποτάμου. Από τους τέσσερις Ήλους, τους δύο τους τοποθέτησαν στο βασιλικό Στέμμα. Κι αυτό έφερε πάντα μαζί του ο Κωνσταντίνος και το φορούσε με την περικεφαλαία του.
Το έργο της η Ελένη δεν το περιόρισε μονάχα στο κτίσιμο εκκλησιών. Ιδιαίτερη φροντίδα επέδειξε η μεγάλη αυτή γυναίκα και για τα έργα της χριστιανικής φιλανθρωπίας και αγάπης.Και τούτο, γιατί τον κάθε χριστιανό τον έβλεπε σαν ένα έμψυχο ναό του Θεού. Και σ’ αυτό προσέφερε ό,τι ημπορούσε. Χρήματα, βοήθεια, προστασία.
Έτσι έζησε η αγία, μέχρι τη στιγμή που ο θάνατός της έκλεισε τα μάτια (329 μ.Χ.).
Απέθανε σε ηλικία 80-81 ετών και εκηδεύθη βασιλικά, όπως της άξιζε.Το λείψανό της το μετέφεραν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και το έθαψαν στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Τον ναό αυτό άρχισε να κτίζει ο Μ. Κωνσταντίνος και τον αποτελείωσε ο γιος του Κωνστάντιος.
Το όνομα της αγίας μαζί με το όνομα του παιδιού της θα το αναφέρουν με σεβασμό οι γενεές των ανθρώπων.
Τη μνήμη και των δύο συνεορτάζει η Εκκλησία μας  την 21η Μαΐου και τους ονομάζει ισαποστόλους.
Ισαπόστολος ο γιος. Ισαπόστολος και η μητέρα. Και πολύ δίκαια.
1ον. Γιατί ό,τι έκαμε ο γιος για τον χριστιανισμό, αυτό οφείλεται στην υπέροχή του μητέρα, την αγία Ελένη. Αυτή τον προπαρασκεύασε με την αγάπη και τη διαπαιδαγώγηση που του έδωκε.
2ον. Αγία υπήρξε η ίδια. Αγιασμένη ζωή έζησε. Παρά τις τιμές που απολάμβανε σαν αυτοκρατόρισσα δεν παρασύρθηκε απ’ αυτές. Δεν περηφανεύτηκε από τις δόξες και τα μεγαλεία. Έμεινε πάντα η ταπεινή, η απλή, η καλόκαρδη, η πονετική, η πιστή. Πόθος της ένας. Πως να αρέσει στον Θεό και να κερδίσει τη βασιλεία Του. Τον Παράδεισο. Και το πέτυχε.
***Το παράδειγμά της, ας γίνει για τον καθένα μας ένας οδοδείχτης. Από ανθρώπους έχει ανάγκη κι η εποχή μας, για να ορθοποδήσει. Από ανθρώπους καλοσύνης κι αρετής. Τους ανθρώπους όμως αυτούς θα μας τους δώσουν και σήμερα μόνο οι αληθινές χριστιανές μητέρες. Οι μητέρες του πνευματικού βάθους και ύψους της αγίας Ελένης.
***Ας μιμηθούν οι γυναίκες την πίστη της. Την υπομονή της. Την πλατιά καρδιά της. Την κοινωνική δράση της. Την αρετή κι αγιοσύνη της. Το επιβάλλει η αποστολή τους. Το θέλει η αγία. Το απαιτεί ο Χριστός.
Απολυτίκιο Ήχος πλ. δ’
Του Σταυρού Σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος, ο εν βασιλεύσιν Απόστολος Σου, Κύριε, Βασιλεύουσαν πάλιν τη χειρί Σου παρέθετα ην περίσωζε δια παντός εν ειρήνη, πρεσβείαις της Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.
Εξήγηση : Ο Μέγας κι άγιος Κωνσταντίνος, Κύριε, που είναι βασιλιάς, μα και απόστολος δικός Σου, σαν είδε στον ουρανό το σημείο του Σταυρού Σου και κλήθηκε έτσι όχι από ανθρώπους να γίνει χριστιανός, αλλά, όπως κι ο απόστολος Παύλος από Σένα τον ίδιο, έσπευσε να παραδώσει στην προστασία Σου την πρωτεύουσα του κράτους του, την τρανή Κωνσταντινούπολη. Αυτήν (την πόλη) φύλαγε την πάντοτε ειρηνική, Φιλάνθρωπε Χριστέ, με τις παρακλήσεις της Παναγίας Σου Μητέρας, της Θεοτόκου.
Κοντάκιο Ήχος γ’
Κωνσταντίνος σήμερον, συν τη μητρί τη Ελένη, τον Σταυρόν εκφαίνουσι, το πανσεβάσμιον ξύλον, πάντων μεν των Ιουδαίων αισχύνην όντα, όπλον δε Πιστών ανάκτων κατ’ εναντίον δι’ ημάς γαρ ανεδείχθη σημείον μέγα και εν πολέμοις φρικτόν.
Εξήγηση: Σήμερα ο Κωνσταντίνος μαζί με τη μητέρα του την αγία Ελένη μας παρουσιάζουν για προσκύνηση τον Τίμιο Σταυρό, που είναι το πανσεβάσμιο Ξύλο της πίστεώς μας. Μας παρουσιάζουν τον τίμιο Σταυρό, γιατί τούτο το πανσεβάσμιο Ξύλο είναι από τότε σύμβολο εντροπής για τους Ιουδαίους και όλους τους άπιστους και βλάσφημους αρνητές. Αντίθετα δε για τους πιστούς κι ευλαβείς βασιλιάδες και στρατηγούς, μα και για όλους τους χριστιανούς, είναι όπλο παντοδύναμο, όπλο ειρήνης και τρόπαιο αήττητο ενάντια στους ασεβείς και αντίχριστους πολεμίους και εχθρούς.
Μεγαλυνάριο
Τους της ευσέβειας θείους πυρσούς, και των Αποστόλων, θιασώτας και μιμητός, συν τω Κωνσταντίνω, Ελένην την Αγίαν, ως βασιλέων δόξαν, ανευφημήσωμεν.
ceacceb3ceb9cebfceb9-cebacf89cebdcf83cf84ceb1cebdcf84ceafcebdcebfcf82-cebaceb1ceb9-ceb5cebbceadcebdceb7
Συντόμευση του άρθρου: http://www.pigizois.net/kiprioi_agioi/eleni_i_isapostolos.htm

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

ΔΙΚΑΙΑ ΑΒΙΓΑΙΑ (ΑΒΕΓΑΗΛ) ΣΥΖΥΓΟΣ ΔΑΫΙΔ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΑΝΑΚΤΟΣ.



site analysis


Η Αβιγαία ήταν η δεύτερη σύζυγος του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 25,42. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Πριν απ' αυτόν ήταν σύζυγος του Νάβαλ, ενός πλούσιου, σκληρού και κακού ανθρώπου (Α' Βασιλειών 25,3. 25,14. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2). Η Αβιγαία ήταν πολύ συνετή και ωραιότατη στην εμφάνιση (Α' Βασιλειών 25,3). Γιος του Δαβίδ και της Αβιγαίας ήταν ο δεύτερος γιος του, ο Δαλουΐα ή Δαμνιήλ (Δανιήλ, Χιλεάβ) (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,1). Καταγόταν από την Κάρμηλο (Α' Βασιλειών 25,2-3. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,1).

Tον καιρό που ο Σαούλ καταδίωκε το Δαβίδ, εκείνος κατέφυγε στην έρημο Μαάν. Εκεί ζούσε κάποιος, που είχε τα κοπάδια του στο βουνό Κάρμηλο. Το όνομα του ήταν Νάβαλ και ήταν πάρα πολύ πλούσιος με τρεις χιλιάδες πρόβατα και χίλια γίδια. Η γυναίκα του η Αβιγαία ήταν πολύ συνετή και ωραιότατη στην εμφάνιση. Ο ίδιος ήταν σκληρός και κακός άνθρωπος, αναιδής και κτηνώδης (Α' Βασιλειών 25,1-3).

Ο Δαβίδ έμαθε ότι ο Νάβαλ είχε πάει στον Κάρμηλο να κουρέψει τα πρόβατά του. Έστειλε λοιπόν δέκα ανθρώπους να πάνε ειρηνικά στο Νάβαλ και να του ζητήσουν τρόφιμα. Εκείνος αρνήθηκε να προσφέρει βοήθεια στο Δαβίδ, μιλώντας με πολύ σκληρά και περιφρονητικά λόγια γι' αυτόν. Όταν οι απεσταλμένοι του Δαβίδ του ανήγγειλαν τα λόγια του Νάβαλ, ο Δαβίδ πήρε μαζί του 400 άνδρες και ξεκίνησε για να τιμωρήσει το Νάβαλ, ενώ τους υπόλοιπους 200 τους άφησε να προσέχουν τα πράγματα (Α' Βασιλειών 25,4-13).

Στο μεταξύ ένας από τους νεαρούς δούλους του Νάβαλ πήγε στην Αβιγαία, τη γυναίκα του αφεντικού, και της ανέφερε τα γεγονότα. Της τόνισε την καλοσύνη του Δαβίδ και την κακία του αφεντικού του.
Η Αβιγαία χωρίς να πει τίποτα στον άντρα της, πήρε 200 καρβέλια ψωμί, 2 ασκιά κρασί, πέντε πρόβατα σφαγμένα, πάνω από 100 κιλά κοπανισμένο κριθάρι, 5 περίπου κιλά ξερή σταφίδα και 200 αρμαθιές ξερά σύκα και τα φόρτωσε στα γαϊδούρια για να τα δώσει στο Δαβίδ (Α' Βασιλειών 25,14-19).
Ενώ η Αβιγαία πήγαινε καβάλα στο γαϊδούρι της, ο Δαβίδ και οι άνδρες του έρχονταν προς το μέρος της και συναντήθηκαν. Μόλις είδε το Δαβίδ, κατέβηκε βιαστικά από το γαϊδούρι, έσκυψε το κεφάλι της μπροστά του και τον προσκύνησε ως το έδαφος. Η Αβιγαία έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρεση για τη συμπεριφορά του συζύγου της. Αναγνώρισε στο πρόσωπο του Δαβίδ το μελλοντικό βασιλιά του Ισραήλ και του ζήτησε επειδή έχει την εύνοια του Θεού να μη βαρύνει τη συνείδησή του χύνοντας αίμα αθώων ανθρώπων (Α' Βασιλειών 25,20-31).
Ο Δαβίδ δέχτηκε τα δώρα που του πρόσφερε η Αβιγαία και την καθησύχασε ότι δεν πρόκειται να πράξει κάποιο κακό πάνω στην οικογένειά της και στους δούλους της (Α' Βασιλειών 25,32-35). Όταν η Αβιγαία γύρισε στον Νάβαλ, εκείνος είχε φαγοπότι στο σπίτι του και ήταν τύφλα στο μεθύσι. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Νάβαλ είχε πια ξεμεθύσει, η Αβιγαία του διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν. Τότε ο Νάβαλ έπαθε συμφόρηση από την καρδιά του και παρέλυσε. Μετά από δέκα περίπου μέρες πέθανε (Α' Βασιλειών 25,36-38).
Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Νάβαλ πέθανε, δοξολόγησε τον Κύριο που εκδικήθηκε την προσβολή που του έκανε ο Νάβαλ και τον εμπόδισε να κάνει στο σπίτι του κάποιο κακό. Μετά έστειλε ανθρώπους στο όρος Κάρμηλο να προτείνουν στην Αβιγαία να γίνει γυναίκα του. Εκείνη πήγε στο Δαβίδ κι έπεσε με το πρόσωπο καταγής και αποδέχτηκε την πρόταση. Μετά η Αβιγαία ετοιμάστηκε, πήρε τις πέντε υπηρέτριές της, ανέβηκε στο γαϊδούρι της και ακολούθησε τους ανθρώπους του Δαβίδ και έγινε γυναίκα του (Α' Βασιλειών 25,39-42).

Όταν ο Δαβίδ με τους 600 άντρες του, για να γλιτώσουν από την καταδίωξη του Σαούλ, κατέφυγαν στους Φιλισταίους, πήραν μαζί τους και τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν στη Σικελάγ (Σεκελάκ). Έτσι ο Δαβίδ είχε μαζί του και τις δύο γυναίκες του, την Αβιγαία και την Αχινοάμ (Α' Βασιλειών 27,1-3).
Τον επόμενο χρόνο που ο Δαβίδ με τους άντρες του ακολούθησαν τους Φιλισταίους σε πόλεμο με τους Ισραηλίτες, οι Αμαληκίτες βρήκαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν στη Σικελάγ. Πυρπόλησαν την πόλη, αιχμαλώτισαν άνδρες και γυναίκες, και τους πήραν μαζί τους. Όταν, μετά από τρεις ημέρες, ήρθε ο Δαβίδ και οι άνδρες του στην πόλη, τη βρήκαν πυρπολημένη και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί. Τότε άρχισαν όλοι τους να κλαίνε με γοερές κραυγές, ώσπου εξαντλήθηκαν από το κλάμα. Αιχμαλωτίστηκαν επίσης και οι δύο γυναίκες του Δαβίδ, η Αχινόομ και η Αβιγαία (Α' Βασιλειών 30,1-8).
Ο Δαβίδ με τους άντρες του καταδίωξαν τους Αμαληκίτες, και με τη βοήθεια ενός νεαρού Αιγυπτίου, τους πρόλαβε και τους πολέμησε με επιτυχία. Κανείς απ' αυτούς δε σώθηκε κι έτσι ο Δαβίδ ελευθέρωσε τις δύο γυναίκες του και όλες τις οικογένειες των στρατιωτών του. Ακόμη πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες, αλλά και όλα τα ζώα των Αμαληκιτών (Α' Βασιλειών 30,9-20).

Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο Δαβίδ μαζί με τις δυο γυναίκες του, την Αχινόομ και την Αβιγαία, και τους άνδρες του με τις οικογένειες τους, εγκαταστάθηκαν, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, στη Χεβρών και στις γύρω πόλεις. Εκεί ο Δαβίδ χρίστηκε βασιλιάς της φυλής Ιούδα (Β' Βασιλειών 2,1-3. 3,2). Από την Αβιγαία ο Δαβίδ απέκτησε στη Χεβρών τον δεύτερο γιο του, τον Δαλουΐα (Χιλεάβ) (Β' 

Μάνα του Πόντου



site analysis



.
στην πρόγιαγιά μου  που ήρθε από την Πατρίδα, χήρα με τρία μικρά παιδιά, και σε όλες τις γυναίκες του Πόντου που πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς.
με αφορμή την ημέρα μνήμης της  γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου(19 Μαΐου)
μάνα του Πόντου
.
Με την καρδιά κομμάτια,
με στερεμένο το δάκρυ
πήρες το δρόμο του ξεριζωμού,
που άλλοι αποφάσισαν για εσάς…
.
Εσείς παλέψατε, αγωνιστήκατε αντρίκια για τα μέρη σας.
Βγήκατε αντάρτες στα βουνά,ολόκληρες οικογένειες, μάνες με μωρά στην αγκαλιά
και ατρόμητα ελληνόπουλα
πολεμήσατε τον δυνάστη
για να ανασάνετε αέρα λευτεριάς…
.
Ολοκαυτώματα και ηρωισμοί,
Ζάλογγα και θυσίες
για την Πατρίδα και τα ιδανικά της Φυλής…
 .
Όμως, άλλα τα σχέδια των μεγάλων….
.
Πόσα να κουβαλήσεις, πόσα βάρη να σηκώσεις;…
Δυο παιδιά στα χέρια και ένα στην πλάτη, τι άλλο να πάρεις μαζί σου;…
(τα παιδιά να γλυτώσουν, να ζήσει η ελπίδα…)
Η Πίστη η βαθεία αρκεί για όλα, αναπληρώνει τα πάντα…
.
Το χώμα του τόπου σου του λατρεμένου έμεινε εκεί , μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της ψυχής σου.
Μαζί με τον άντρα σου, που το μαχαίρι του τούρκου θέρισε,
μαζί με τους προγόνους σου…
.
Πόσα να αντέξει μια καρδιά;…
Κι όμως, σκούπισες τα μάτια με το μαύρο μαντήλι του πόνου 
έσφιξες την καρδιά σου, να μαζέψεις τα κομμάτια της
και έριξες και πάλι ρίζα στην μάνα Ελλάδα.
.
Τα παιδιά μεγάλωσαν, τράνεψαν
με τραγούδια του τόπου μας και με τη γλώσσα που μοιάζει με την αρχαία μας.
Μέσα τους μπολιασμένη η αγάπη η άσβεστη για τα μέρη τους,
η ίδια αγάπη και λαχτάρα που μετέδωσαν στα παιδιά τους και στα παιδιά των παιδιών τους…
από γενιά σε γενιά δεν σβήνει η ελπίδα του γυρισμού.
.
Από τη δική σου ρίζα ένα βλαστάρι και εγώ, πώς να αποκοπώ απ΄τον δικό σου κορμό; …
Την Πατρίδα μου έχασα, αλλά θα την ξαναβρώ.
Ζει στην ψυχή μου και στα όνειρά μου,
ριζώνει και στην καρδιά των δικών μου παιδιών.
Μέχρι να ΄ρθει η ώρα η ευλογημένη της επιστροφής…
.
Γιαγιά Δέσποινα, πώς να πω ότι δεν αντέχω, ότι δεν έχω κουράγιο να παλέψω;…
Το παράδειγμά σου βοά, κράζει ότι όλα μπορεί να τα αντέξει ο άνθρωπος, αρκεί να έχει μέσα του Χριστό και ψυχή…
Σε θυμάμαι πάντα και σε μνημονεύω, και ας σε γνώρισα μόνο μέσα από αφηγήσεις του πατέρα μου.
Ας εύχεσαι πάντα για εμάς, τις σύγχρονες Ελληνίδες, γιαγιά, μάνα του Πόντου…

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

«Σᾶς τό λέω νά τό ξέρετε. Δέν ὑπάρχει ταπείνωσις; Δέν ὑπάρχει Χριστός» - Γερόντισσα Μακρίνα



site analysis



Γερόντισσα Μακρίνα
19 Ἰουλίου 1990

Νά προσέχουμε τή μνησικακία, γιατί μᾶς χωρίζει ἀπό τήν Χαρή τοῦ Θεοῦ.«Ἀγαπήσης Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί τόν πλησίον σου ὡς τόν ἑαυτόν σου».Ὅταν φεύγη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ψυχή μας καί μᾶς πλησιάζουν τά πάθη, τό μῖσος ἤ ἡ μνησικακία, ἀμέσως νά τά ξερριζώνουμε. Ἀμέσως νά πέφτουμε μπρούμυτα, εἴτε εἴμαστε στήν ἐκκλησία εἴτε στήν Τράπεζα καί νά λέμε: «Εὐλόγησον, συγχωρῆστε με, ἡμάρτησα, ἔχω ἐκεῖνο τό πάθος, βοηθῆστε με ψυχικῶς, νά μοῦ εὔχεσθε νά μοῦ φύγη αὐτό τό πάθος πού διατηρεῖται ἀκόμη στήν ψυχή μου». Καί νά δῆς πῶς ὁ Θεός θά ἐνεργήση μέσα στήν καρδιά μας. Ὅταν ὅμως δέν συναισθανώμαστε τό κάθε πάθος καί δέν τό ἀποφεύγουμε, ριζώνει μέσα στήν ψυχή μας τόσο πολύ, σέ βαθμό πού νά μᾶς χωρίζη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.Τί κρῖμα νά στερούμαστε τόν Χριστό γιατί δέν ἔχουμε ταπείνωσι, γιατί δέν μποροῦμε νά ταπεινωθοῦμε! «Γιατί μοῦ τὄκανε, καί πῶς μοῦ τὄπε, καί γιατί μοῦ τὄπε». Τό «γιατί» καί τό «πῶς» ποτέ δέν τελειώνουν. Σᾶς τό λέω νά τό ξέρετε. Δέν ὑπάρχει ταπείνωσις; Δέν ὑπάρχει Χριστός. Γι᾿ αὐτό λοιπόν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἐργάζεται ὅσο τό δυνατόν πνευματικῶς, νά ἀγωνίζεται γιά τή σωτηρία, του, νά βλέπη τά πάθη του, τά ἐλαττώματά του. Νά βλέπη ποῦ λυπεῖ τόν Θεό. Ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα Θεό, δέν ἔχουμε νά κάνουμε οὔτε μέ τόν ἄλφα οὔτε μέ τόν βῆτα οὔτε μέ τή Γερόντισσα.Τό θέμα τῆς ὑπακοῆς εἶναι ἡ βάσις στόν μοναχό. Δέν ἔχει ὑπακοή ὁ μοναχός; Δέν ἔχει τίποτε μέσα στήν ψυχή του. Καί νά προσέχουμε, διότι δημιουργοῦμε τεῖχος ἐδῶ, τεῖχος ἐκεῖ, καί ὕστερα κλείνει τό μέρος ἐκεῖνο τῆς ψυχῆς καί μένουμε σέ ἕνα σκοτάδι καί δέν ὑπάρχει οὔτε μία χαραμάδα, γιά νά μπῆ ὁ ἥλιος μέσα μας, νἀρθῆ ὁ θεῖος φωτισμός.
Νά ἔχουμε τήν καλωσύνη, νά προπορευώμαστε στήν ἀγάπη, νά προπορευώμαστε στήν εὐσπλαγχνία, νά προπορευώμαστε σ᾿ ἐκεῖνο πού θέλει ὁ Θεός. Νά μή ὑπάρχη ἡ φιλαυτία. Νά μή θέλουμε νά προστατέψουμε τόν ἑαυτό μας καί στόν ἀδελφό νά μή δίνουμε σημασία. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλο εὐσπλαχνία, εἶναι ὅλο συγχωρητικότητα καί ὅλο συμπόνια. Ὅταν θά ἀγαποῦμε, θά συμπεριφερώμεθα καί ἀνάλογα, δέν θά θέλουμε νά ποῦμε γιά τόν ἄλλο κακό, θά πονᾶμε γι᾿ τόν ἄλλο καί δέν θά θέλουμε νά τόν προσβάλουμε, νά τοῦ ποῦμε «λόγια», θά αἰσθανώμαστε συμπάθεια, γιά τόν ἄλλο. Νά προσέχουμε νά μή προσβάλουμε, νά μή πικράνουμε τόν ἄλλο, νά ἔχουμε εὐγενική συμπεριφορά, νά ἀγαπᾶμε τόν πλησίον, νά μή κρίνουμε καί κατακρίνουμε κανένα. Ἡ κατάκρισις εἶναι τό μεγαλύτερο καί φοβερώτερο ἁμάρτημα.
Ἄν δέν ἀγωνιζώμαστε καλῶς, θά εἴμαστε σάν ἐκεῖνα τά ξεροβούνια καί τά χωράφια πού εἶναι χέρσα καί δέν φυτρώνει χορταράκι, τίποτε. Ἔτσι ἀκριβῶς θά εἶναι και ἡ ψυχή μας. Δέν θά φυτρώνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καί θά βρισκώμαστε συνέχεια σ᾿ αὐτή τήν κατάστασι, τήν τυφλή. Θά ὑπάρχη μία τύφλωσι, σάν μία ὁμίχλη θά εἶναι μέσα στήν ψυχή μας, μέ ἀποτέλεσμα νά μή τρέχη ὁ καταρράκτης (τῶν δακρύων), γιά νά καθαρισθῆ καί νά βλέπουμε κατά Θεόν τά πράγματα.
Ὅταν λείπη ἡ προσευχή, θά ἔρθη δυσφορία, θά ἔρθη ἀθυμία, ὀκνηρία, νά μή μποροῦμε νά σηκώσουμε τό χέρι μας, νά μή μποροῦμε νά σηκώσουμε τό πόδι μας, νά μή μποροῦμε νά σηκώσουμε τόν νοῦ μας, τίποτε δέν θά μποροῦμε νά κάνουμε. Ἐνῶ ἡ προσευχή ὅλα τά συμπληρώνει· διά τῆς προσευχῆς ὅλα τά καλά γίνονται. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη προσευχή, λαβαίνει καί δυνάμεις σωματικές· καί ὅταν δέν ἔχη προσευχή, χαυνώνεται, καί τό σῶμα δέν μπορεῖ νά κουνηθῆ, δέν ἔχει διάθεσι, δέν ἔχει ὄρεξι. Ἀθυμεῖ καί βαριέται, δέν μπορεῖ νά κουνήση τά χέρια του, νά κουνήση τά πόδια του, τή μία δουλειά βαριέται νά τήν κάνη, τήν ἄλλη ἀθυμεῖ καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Ὅταν ἔχη προσευχή, ὅλα αὐτά φεύγουν,ἐνῶ ἀντιθέτως ὅταν δέν ἔχη τήν προσευχή, ὅλα τά αἰσθάνεται ὅπως ἐγώ· θέλει, δηλαδή, νά πλαγιάζη, νά κάθεται, ν᾿ ἀποφεύγη τόν κόπο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοπιάζη, ἐκεῖ μέσα στόν κόπο θά βρῆ τόν Θεό! Κοπίασες; Θ᾿ ἀπολαύσης! Ἅμα δέν δουλεύσης, δέν σέ πληρώνει τό ἀφεντικό, ἰδίως ὅταν εἶναι ἐργολαβία. Εἶναι μερικοί ἐργαζόμενοι πού δέν τούς ἐνδιαφέρει, ὅσα πᾶνε καί ὅσα ἔρθουν, μερικοί ὅμως βιάζουν τόν ἑαυτό τους, ἔρχεται τό Σάββατο καί παίρνουν χρηματα μπόλικα στά χέρια τους. Οἱ ἄλλοι οἱ καημένοι πού θέλουν νά σαχλαμαρίζουν, νά γελοῦν, νά μιλοῦν, ἔρχεται τό Σάββατο καί λίγα πράγματα παίρνουν καί ὕστερα στενοχωροῦνται. Ἔτσι εἶναι καί ὁ Θεός. Ὅταν ἐμεῖς κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐργαζώμαστε καί προσπαθοῦμε νά κοπιάσουμε πιό πολύ, νά ἱδρώσουμε, νά ἀγωνισθοῦμε, νά κάνουμε πιό πολλές μετανίτσες, πιό πολύ ἀγῶνα, νά εἴμαστε πιό πολύ ἔγκλειστοι, νά ἔχουμε πιό πολύ ἀγάπη στόν Θεό· ὅλα αὐτά τά κάνουμε ἐπί πλέον τῶν καθηκόντων μας, τά βάζουμε στήν «ἄκρη» κι ἅμα θἀρθῆ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, τά παίρνουμε καί φεύγουμε, παίρνουμε καί τό εἰσιτήριό μας καί δρόμο· χαρά καί ἀγαλλίασι! Ὅποιος κοπιάζει, ἐκεῖνος ἀπολαμβάνει, ὅποιος δέν κοπιάζει, δέν ἔχει τίποτε! Γι᾿ αὐτό λοιπόν νά κοπιάζουμε, νά ἀγωνιζώμαστε, νά μή φοβώμαστε οὔτε τόν πειρασμό οὔτε τήν ἐργασία.
Μιά φορά, θυμᾶμαι, ἀνέβαινα ἕνα ἀνήφορο καί εἶχα τριάντα κιλά στήν πλάτη μου. Ἤμασταν στίς Σταγιάτες τότε. Λοιπόν, εἶχα βάρος στόν ὦμο, εἶχα καί στά χέρια. Ἦταν καταμεσήμερο, ζέστη, καί νά ἀνεβαίνης τόν ἀνήφορο. Ἀλλά ἔλεγα μέ τό νοῦ μου ὅτι τώρα ὁ Χριστός ἀνεβαίνει μέ τόν Σταυρό. Πῶς ἀνέβηκε ὁ Χριστός τόν Γολγοθᾶ; Ἔτσι καί ᾿ γώ θά ἀνέβω. Καί ᾿ κείνη τήν ὥρα πού ἀνέβαινα μέ κόπο καί μόχθο καί δέν μποροῦσα καί εἶχε γίνει τό πρόσωπό μου σάν τό μαῦρο τό πανί, αἰσθάνθηκα δυό χέρια νά μοῦ σηκώνουν τό βάρο ἀπό τό πίσω μέρος. Πῶς μέ σπρώχνετε καμμιά φορά στόν ἀνήφορο γιά νά ἀνέβω; Ἔτσι ἀνέβηκα, τόσο εὔκολα, οὔτε νά ἱδρώσω οὔτε τίποτε, καί μετά αἰσθάνθηκα τόσο ἐλαφρωμένη! Μετά ἄφησα τό βάρος αὐτό καί πῆγα κι ἔκανα τετρακόσιες μετάνοιες. Πλημμύρισα ἀπό χαρά. Τί ἦταν αὐτό; Ἦταν μιά ξεκούρασι καί μιά πληρωμή ἀπό τόν Θεό· τό αἰσθάνθηκα στήν καρδιά μου. Δέν μπορῶ νά τό ξεχάσω, αὐτό μοῦ ἔμεινε μέσα στήν ψυχή μου. Γι᾿ αὐτό λοιπόν, τώρα πού ἔχετε δυνάμεις, κάντε ὅ,τι μπορεῖτε· ὅλα τά γράφει ὁ Θεός, ὅλα τά γράφει, καί τήν τριχίτσα, τίποτε δέν πηγαίνει χαμένο, τίποτε. Ὅπως τά εἶδε ἡ νονά τῆς ἀδελφῆς Εὐπραξίας· καί ἕνα κουβαράκι μικρούτσικο πού εἶχε δώσει γιά νά καρυκώσουν τίς φτέρνες ἀπό τίς κάλτσες ἑνός μικροῦ παιδιοῦ, καί ᾿ κεῖνο τό ἐλάχιστο βρέθηκε στόν οὐρανό. Καί εἶπε: «Μπά, κι αὐτό βρέθηκε;». «Ναί, βρέθηκε. Εἶδες πού δέν πάει τίποτε χαμένο;», τῆς εἶπε ὁ Ἀγγελός της. Καί τά σπιρτάκια πού εἶχε δώσει, ὅ,τι εἶχε δώσει τά εἶδε ὅλα, ἕνα σωρό. Πῆγε τίποτε χαμένο; Ὅλα τά εἶχε ἀποθηκευμένα ὁ Χριστός. Ἔτσι καί τά βήματα πού κάνει κανείς, ὅταν κοπιάζη, ὅλα, ὅλα καταγάφονται.
Τί ὡραῖα ὅταν ὑπάρχουν δυνάμεις! Νά σηκώνεται κανείς νά συγυρίζη, νά σκουπίζη καί νά βολεύη καί ὅλα νά τά φτιάχνη! Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θά τοῦ δίνη πολλή δύναμι καί πολλή χαρά στήν ψυχή του, ὅταν θά ἐργάζεται τόν Χριστό. Κι ὅ,τι τρώη πάλι, γιά νά μή τό στερήση ὁ Θεός, νά τό σταυρώνη. Νά σταυρώνουμε καί ἐμεῖς τό φαγητό καί νά λέμε«δόξα σοι ὁ Θεός», διότι εἶναι εὐλογημένο· καί ἔτσι ὅλα θά εἶναι εὐλογημένα. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνισχύει καί δυναμώνει τόν ἄνθρωπο καί ἔρχεται πνευματική χαρά καί ἀγαλλίασι μέσα στήν ψυχή του. Ὅσο κοπιάζει κανείς, τόσο ὁ Θεός τόν ἀνταμείβει. Οἱ μετάνοιες πού θά κάνουμε, τά σταυρωτά πού θά κάνουμε, πού θά σταθοῦμε ὄρθιες στίς Ἀκολουθίες, ὅλα γράφονται. Τήν ὥρα πού μιλᾶμε, πού συζητᾶμε, τήν ὥρα πού ἀναφέρουμε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι συνέχεια μπροστά μας, «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν». Ὅλα τά βλέπει, καί τά καλά τά σημειώνει καί τά κακά τά σημειώνει, ὅλα. Εἴδατε ἐκεῖνος ὁ μοναχός πού ἦταν πολύ ἄρρωστος; Ἦταν κάποτε ἕνας Δεσπότης καί ἕνας μοναχός καί πῆγαν νά ζήσουν στήν ἔρημο σάν ἀσκητάδες. Κάποια μέρα λέει ὁ Δεσπότης: «Θά πάω γιά ἐξυπηρέτησι στήν τάδε πόλι καί ἐσύ μεῖνε ἐδῶ πέρα, κάνε τήν προσευχή σου καί θά ἐπιστρέψω». Στό διάστημα αὐτό προσέβαλε μιά σοβαρή ἀρρώστια τόν ὑποτακτικό καί ὅπου στεκόταν εἶχε τό κομποσχοινάκι του καί ἄκουγε, «Γέροντα, πρόφθασον, ὁ ὑποτακτικός σου εἶναι πολύ ἄρρωστος, τελειώνει, εἶναι πολύ βαρειά ἄρρωστος». «Μπα, λέει, τί φωνή εἶναι αὐτή; Θά ἐπιστρέψω». Φθάνοντας βλέπει τόν ὑποτακτικό του καί τοῦ λέει:
«Πῶς μέ εἰδοποιοῦσες;»
«Νά, μεταχειρίστηκα τό κομποσχοινάκι μου σάν τηλέφωνο καί ἔλεγα, Γέροντα, πρόφθασον».
«Ἀκουγα τή φωνούλα σου. Τώρα ἐγώ θά φύγω».
Μετά τόν ἔκανε μοναχό, τόν χειροτόνησε καί κοιμήθηκε. Εἴδατε πῶς πληροφορεῖ ὁ Θεός; Ὁ Γέροντάς μας ὅ,τι κάνουμε τό βλέπει. Προχθές τόν εἶδα στόν ὕπνο μου πολύ ζωντανό. Εἶχα μία στενοχώρια. Ἔβλεπα ὅτι ἤμουν σ᾿ ἕνα βράχο καί καθόμουν καί τραβοῦσα κομποσχοινάκι. Ἐκείνη τήν ὥρα εἶδα τόν Γέροντα νά ἔρεται καί μοῦ λέει:
«Τί κάνεις, Γερόντισσα, ἐδῶ;».
«Νά, τραβῶ κομποσχοινάκι, καί σκέπτομαι τί “μέλλει γενέσθαι”, πῶς θά σωθοῦμε, τί θά γίνουμε; Ἀσθενική εἶμαι, δέν μπορῶ νά μιλήσω, δέν μπορῶ νά κάνω ὅπως παλαιότερα τά καθήκοντά μου, πού τά γευόμουν. Τώρα δέν ἔχω σωματικές δυνάμεις, αἰσθάνομαι κουρασμένη, θέλω μία ἐνίσχυσι, νά μέ βοηθήση ἕνας ἄνθρωπος».
«Δός μου τά χέρια σου», μοῦ εἶπε. Μοῦ ἔδωσε τά χέρια του, τοῦ ἔδωσα καί ᾿ γώ τά δικά μου καί μέ σήκωνε, μέ σήκωνε… Μόλις ξύπνησα αἰσθάνθηκα μία ξεκούρασι. Ὁ νοῦς του σκέφτηκα θά εἶναι ἐδῶ πέρα καί μᾶς εὔχεται. Σήκωσε καί ἀπό ἐμένα ὅλο τό φορτίο πού αἰσθανόμουν. Γιατί πότε κοιμᾶμαι, πότε ξυπνάω, δέν ἔχω ὕπνο νά ξεκουρασθῆ τό σῶμα μου καί αἰσθάνομαι πολύ κουρασμένη. Ὅταν κάνουμε προσευχή, φωτίζει ὁ Θεός τούς Προεστῶτες σέ ποιά πνευματική κατάστασι βρίσκόμαστε καί ἔτσι, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν μᾶς ἀφήνει, μᾶς ἐνισχύει.
Ἐμεῖς θά κάνουμε αὐτό πού θέλει ὁ Θεός, γιά νά μή μᾶς βρῆ ἀπροετοίμαστους, ὅταν θά ἔρθη ἡ ὥρα ἡ εὐλογημένη. Ὅπως λένε τώρα, ἅμα χειριστοῦν αὐτά τά ἀέρια, τίποτε δέν θά μείνη ὄρθιο. Τόσο πολύ! Ἐδῶ ἀπό τό Τσερνομπίλ ἔφθασε, δέν θά φθάση καί ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ; Ἄντε, δέν θά ἀφήση ὁ Θεός, τόσοι πιστοί προσεύχονται. Νεφέλη θά στείλη ὁ Θεός καί θά προστατεύση. Ἐκείνους πού θέλει νά πάρη, θά τούς πάρη, τούς ἄλλους θά τούς ἀφήση. Θά προστατεύση ὁ Θεός, δέν θά ἀφήση, γιατί χιλιάδες ἄνθρωποι προσεύχονται. Μιά φορά, θυμᾶμαι, ἦταν ἕνας πού προσευχόταν γιά τούς πολιτικούς. Πήγαινε κάθε μέρα στήν ἐκκλησία καί ἄναβε ἀπό ἕνα κερί γιά ὅσους ἦταν ὑπουργοί, βουλευταί καί γονάτιζε στήν Παναγία μπροστά καί προσευχόταν νά διορθωθοῦν τά πράγματα, νά γίνουν καλύτερα. Μετά δακρύων προσευχόταν, μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι· κάθε μέρα ἄναβε κεριά. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἔτσι τόν φώτισε αὐτόν. Ἄλλους πάλι ἀλλιῶς. Ὁ π. Μάρκελλος (*)  πάει στήν ἔρημο καί βρίσκει Πατέρες πού προσεύχονται γιά τόν κόσμο· καί λέει ὅτι ὑπάρχουν καί ἀόρατοι ἀσκηταί πού κάνουν προσευχή. Ἔτσι εἶναι…
 Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

ΕΚΔΟΣΕΙΣ:«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Ἀπό τό βιβλίο:«Λόγια καρδιᾶς»
Ἱ.Μ.Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.
(*)Μοναχός τῆς Ἱ. Μ. Καρακάλλου Ἁγίου Ὄρους, κοιμηθείς τό 2006.