Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Εορτή της Οσίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου



site analysis



Εορτή της Οσίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου

Η 


Τη μνήμη της Οσίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου τιμά σήμερα, , η  μας.
    Η Οσία Ειρήνη έζησε στα χρόνια της βασίλισσας Θεοδώρας, που αναστήλωσε τις άγιες εικόνες.
   Η Ειρήνη καταγόταν από την Καππαδοκία και διακρινόταν όχι μόνο για την ευσέβεια της, αλλά και για την σωματική ωραιότητα της και για την ευγενή ανατροφή της.
   Είχε ζητηθεί λοιπόν σε γάμο, από διακεκριμένο άνδρα του παλατιού και ξεκίνησε για το Βυζάντιο.
   Στη διαδρομή όμως, πέρασε από τη Μονή του Χρυσοβαλάντου και τόσο ελκύστηκε από τη συναναστροφή των καλογριών, ώστε πήρε τη μεγάλη απόφαση να παραμείνει μαζί τους. Έτσι απέρριψε τις κοσμικές δόξες, γύρισε στην πατρίδα της, πούλησε τα υπάρχοντα της, βοηθώντας πολλούς φτωχούς και τα υπόλοιπα χρήματα τα εναπόθεσε στη Μονή.
    Έγινε μοναχή και η ζωή της μέσα στο μοναστήρι υπήρξε πολύ ασκητική και αγία.
    Όταν πέθανε η ηγουμένη, η Ειρήνη, παρά την άρνηση της, ορίστηκε διάδοχος της. Από τη νέα της θέση, επετέλεσε τα καθήκοντα της άριστα. Ο Θεός μάλιστα, την προίκισε με το προφητικό και θαυματουργικό χάρισμα.
    Έτσι δια της προσευχής της, απάλλαξε πολλούς από τα δαιμόνια. Προαισθάνθηκε τον θάνατο της και απεβίωσε ειρηνικά, γεμάτη χαρά για το ευχάριστο ουράνιο ταξίδι της.

Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
   Βασιλείας γηΐνου πάλαι ουκ έτυχες, αλλ' άφθαρτων στεφάνων νυν σε ηξίωσεν, ο Νυμφίος σου Χριστός ο ωραιότατος ω καθιέρωσας σαύτην, όλη καρδία και ψυχή, Ειρήνη Οσία Μήτερ, Χρυσοβαλάντου η δόξα, ημών δε προσφυγή και βοήθεια.






___________________________________________________________________

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας
.
   Η οσία Ειρήνη ζούσε στην Καππαδοκία στους κόλπους πλούσιας και ευγενούς οικογένειας, μετά τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (842). Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αναζήτησε σε όλη την Αυτοκρατορία σύζυγο για τον γιο της, τον αυτοκράτορα Μι­χαήλ Γ΄ (842-867). Οι απεσταλμένοι της αυλής πρόσεξαν την ομορφιά και ευγένεια των ηθών της
Ειρήνης και την έστειλαν στην Κωνσταντι­νούπολη μαζί με την αδελφή της, η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον καίσαρα Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας. Στο δρόμο τους πέρασαν κοντά από το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας και η Ειρήνη επισκέφθηκε τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μέγα [+ 4 Νοεμ.], ο οποίος την χαιρέτησε προλέγοντας ότι θα γινόταν ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου.

Η θεία Πρόνοια εμπό­δισε το γάμο της με τον αυτοκράτορα και, με την καρδιά της ξαλαφρωμένη και γεμάτη χαρά, μοίρασε τα υπάρχοντά της και αποσύρθηκε στην Μονή Χρυσοβαλάντου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Νικήτας (Νικόλαος), κοντά στην στέρνα του Άσπαρ, σε τόπο ευάερο, μακριά από τις πλατείες και τα θορυβώδη μέρη. Στη μοναχική κουρά της, η μακαρία μαζί με τις τρίχες της κεφαλής έκοψε και κάθε δεσμό που την κρατούσε στον κόσμο και δόθηκε με ζήλο στους ασκητικούς αγώνες γνω­ρίζοντας ότι στο μέτρο που εξασθενίζει το σώμα, ο έσω άνθρωπος ανα­καινίζεται και πλησιάζει το Θεό (Β΄ Κορ. 4. 16).
Έχοντας μόνο έναν χιτώνα που άλλαζε μία φορά τον χρόνο, τρεφόμενη με νερό και ψωμί, υποτασσόταν πρόθυμα και με χαρά σε ό,τι της όριζαν, αγνοώντας τις αντιρρήσεις και τους γογγυσμούς. Η διαρκής κατάνυξη χαροποιούσε την καρδιά της και έκανε το πρόσωπό της να λάμπει και σαν γόνιμη γη έφερε τους πλούσιους καρπούς των αγίων αρετών. Έβλεπε όλες τις αδελφές της σαν βασίλισσες και θεωρούσε τον εαυτό της ως θεραπαινίδα τους, προσφερόμενη στις πιο ευτελείς εργασίες για να τις διακονεί. Από το στόμα της έβγαιναν μόνον λόγια των Γραφών ή των αγίων Πατέρων, τους οποίους μελετούσε αδιάκοπα. Ενώ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο στο μοναστήρι, έχοντας διαβάσει με θαυμασμό το Βίο του αγίου Αρσε­νίου [+ 8 Μαΐου], ο οποίος προσευχόταν από τη δύση του ηλίου έως την αυγή, προσπάθησε να τον μιμηθεί.
Και με την βοήθεια της θείας χάριτος κατάφερε σιγά-σιγά να στέκει όρθια, με υψωμένα τα χέρια σε προσ­ευχή, όλη την ημέρα και όλη την νύκτα. Αγωνιζόταν με τέτοια σοφία να δουλαγωγήσει το σώμα στην ανάταση της ψυχής της προς τον Θεό, ώστε καμιά μηχάνευση του δαίμονα δεν μπορούσε να την πλήξει. Όταν εκείνος της υπέβαλλε μνήμες από την δόξα και την ευμάρεια της ζωής που είχε εγκαταλείψει, πήγαινε να εξομολογηθεί τους λογισμούς της στην ηγουμένη της, διπλασίαζε την άσκησή της και αμέσως ελευθερωνόταν από τις αναμνήσεις αυτές.
Μετά το θάνατο της ηγουμένης, υποδείχθηκε παρά την θέλησή της ως διάδοχός της και χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο [+ 14 Ιουν.]. Ενθυμούμενη την προφητεία του αγίου Ιωαννικίου και λογίζοντας ως καθήκον της να μην αναζητεί τα αρεστά στην ίδια αλλά τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν (Ρωμ. 15, 1), έζησε έκτοτε ως άγγελος επίγειος, επιμηκύνοντας τις νηστείες της, προσευχόμενη όλη τη νύκτα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Με τα μέσα αυτά προσείλκυσε την χάριν του Θεού και έλαβε τόση σοφία, ώστε να δύναται να οδηγεί πλήθος ψυχών στην οδό της Σωτηρίας. Ζητούσε από τις αδελφές να μην την θεωρούν ως ανώτερή τους, αλλά ως μία συμμονάστριά τους που είχε ορισθεί να τις υπηρετεί.
Με γλυκύτητα και υπομονή τις παραι­νούσε να πολιτεύονται στα πάντα κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, απο­τάσσοντας τα μάταια θέλγητρα της δόξας και της εκτίμησης των ανθρώ­πων. Αν δεν ήθελαν η αποταγή τους να είναι επιφανειακή, όφειλαν να φροντίζουν να διατηρούν όχι μόνο την αγνεία τους, αλλά και την πραό­τητα, αρετές υπεράνω της φύσης που χαρίζονται από τον Χριστό σε όσους προσεύχονται με πίστη. Ό,τι κι αν κατακτούσαν, συμβούλευε τις μαθήτριές της να το θεωρούν ως δώρο του Θεού και να τελούν αδιαλείπτως σε κατάνυξη αναπέμποντας ευχαριστίες. Απαγόρευε εξάλλου σ’ αυτές να προσεύχονται για την υγεία τους, λέγοντας ότι τίποτε δεν είναι λυσιτελέστερο για την ψυχή από την ασθένεια που γίνεται δεκτή με ευγνωμοσύνη.
Έχοντας λάβει από άγγελο Κυρίου το προορατικό χάρισμα, η οσία ήταν σαν προφήτις του Θεού στην μονή της. Αφού αναπαυόταν για λίγο μετά την Ακολουθία του Όρθρου, καλούσε τις αδελφές και μία-μία, με τέχνη και διάκριση, τις βοηθούσε να εμφανίζονται αγνές και ανυπόκριτες ενώπιον του Θεού, αποκαλύπτοντάς τους τούς πιο κρυφούς λογισμούς τους. Γρήγορα κατέστη περιώνυμη σε όλη την Βασιλεύουσα για τις αρετές και τη σοφία με την οποία καθοδηγούσε την αδελφότητά της, ώστε κάθε είδους άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί, μικροί και τρανοί, προσ­έρχονταν κοντά της για να λάβουν τις συμβουλές της και να εναποθέσουν την ελπίδα τους στις προσευχές της. Σε όλους δίδασκε την ωφέ­λεια της μετανοίας, που σε κάθε στιγμή μπορεί να καταστήσει το Θεό ευμενή έναντι ημών.
Με την στήριξη της θείας χάριτος πρόκοβε ασταμάτητα στην άσκηση και την καθαρά προσευχή. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Πάσχα, δεν έτρωγε ψωμί, αλλά λίγα μόνα λαχανικά, μία φορά την εβδομάδα. Η ολονύκτια αγρυπνία τής είχε γίνει τόσο φυσική όσο ο ύπνος στους άλλους ανθρώπους, και περνούσε τις νύκτες της με τα χέρια υψω­μένα προς τον ουρανό, βυθισμένη σε άγιες θεωρίες. Ενίοτε έμενε στην στάση αυτή δύο ημέρες συνέχεια, ακόμη και μία ολόκληρη εβδομάδα, σε σημείο που οι μαθήτριές της χρειαζόταν στο τέλος να την βοηθήσουν να κατεβάσει τα μουδιασμένα χέρια της.
Μία νύκτα, μια μοναχή κοιτάζον­τας στην αυλή είδε την οσία Ειρήνη να προσεύχεται ανυψωμένη θαυματουργικά από το έδαφος, ενώ τα δύο πελώρια κυπαρίσσια που ορθώ­νονταν στην αυλή του μοναστηριού είχαν λυγίσει τις κορφές τους μέχρι το έδαφος· επανήλθαν δε στην θέση τους μόνο όταν σφραγίστηκαν από την οσία με το σημείο του Σταυρού. Αυτή η νυκτερινή προσευχή ήταν φοβερή για τους δαίμονες, οι οποίοι διπλασίαζαν τις επιθέσεις τους μέσα στη νύκτα.
Μία φορά ένας από αυτούς έριξε πάνω της το αναμμένο φι­τίλι μιας κανδήλας. Τα ρούχα της Ειρήνης πήραν αμέσως φωτιά. Παρέμεινε ωστόσο ατάραχη και θα είχε καεί ολόκληρη αν μία μοναχή που ξύπνησε από τη μυρωδιά της σάρκας και των ρούχων που καίγονταν δεν έμπαινε στο κελλί της ηγουμένης παραβιάζοντας την πόρτα. Μέσα στους πυκνούς καπνούς είδε την οσία στις φλόγες όρθια και απαθή να προσεύχεται. Καθώς την έσπρωξε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, η Ειρήνη χαμήλωσε τα χέρια της και της είπε επιτιμητικά: «Γιατί μου στέρησες μια τόσο μεγάλη απόλαυση με την απότομη αυτή παρέμβασή σου; Ένας άγγελος στεκόταν μπροστά μου πλέκοντάς μου ένα στεφάνι από άφθαρτα άνθη, τέτοια που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι και ήταν έτοι­μος να με πάρει από δω, όταν εσύ τον έδιωξες». Κι όταν η μαθήτρια της ξεκόλλησε τα ράκη του υφάσματος από τη σάρκα της, θεσπέσια ευω­δία γέμισε το μοναστήρι.
Μιαν άλλη φορά ένας ναυτικός που ήλθε από την Πάτμο παρουσιάστηκε στο μοναστήρι και έδωσε στην οσία τρία υπέροχα μήλα, τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιωάννης του είχε αναθέσει να της παραδώσει. Το πρώτο μήλο στάθηκε αρκετό να την τρέφει για σαράντα ημέρες, κατά τις οποίες το στόμα της ανέδιδε μία υπερκόσμια ευωδία· μοίρασε το δεύ­τερο στην αδελφότητα την Μεγάλη Πέμπτη και κράτησε το τρίτο ως ακριβό φυλαχτό, αρραβώνα των άφθαρτων αγαθών του Παραδείσου.
Χάρις στο προφητικό χάρισμα, η αοίδιμος Ειρήνη επιτέλεσε πλήθος άλλων θαυμάτων και προέβλεψε συγκεκριμένα τη δολοφονία του Βάρδα, την οποία ακολούθησε λίγο αργότερα εκείνη του Μιχαήλ Γ’ (867), καθώς και την ανάληψη της εξουσίας από το Βασίλειο Α’ το Μακεδόνα. Με την βοήθεια του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου και της αγίας Αναστα­σίας της Φαρμακολυτρίας θεράπευσε δαιμονισμένους και έσωσε έναν συγ­γενή της, τον οποίο ο αυτοκράτορας είχε κατά νου να εκτελέσει ως προ­δότη, εμφανιζόμενη στον ηγεμόνα, απαστράπτουσα και πλήρης δόξης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος αναγνώρισε το σφάλμα του, ζήτησε συγγνώμη και έκτοτε έδειξε την ευμένειά του απέναντι στο μοναστήρι.
Η οσία Ειρήνη έφθασε σε ηλικία εκατόν τριών ετών, διατηρώντας όλη την δροσιά και την φυσική ομορφιά της, σημάδι του κάλλους της ψυχής της.  Ο Φύλακας Άγγελός της την προειδοποίησε ένα έτος πριν για τον χρόνο της τελευτής της και όταν έφθασε η ημέρα συγκέντρωσε τις αδελ­φές της, όρισε την ηγουμένη που είχε επιλέξει ο Θεός και αφού τις προέτρεψε να περιφρονούν ό,τι είναι πρόσκαιρο ώστε να ζουν τον αγαπημένο Νυμφίο τους, έκλεισε γαλήνια τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της εις χείρας Θεού. Ενταφιάσθηκε στο παρεκκλήσιο του αγίου μάρτυρος Θεο­δώρου και ο τάφος της ανέδιδε διαρκώς μία ουράνια ευωδία, φανερώνον­τας σε όλους την παρρησία που είχε αποκτήσει παρά τω Θεώ, ενώ μέ­χρι τις ημέρες μας η οσία Ειρήνη δεν παύει να μεσιτεύει υπέρ εκείνων που την επικαλούνται με πίστη.


(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας – Ιούλιος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 318-321)
(Πηγή ηλ. κειμένου: pemptousia.gr)

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Το άφθαρτο λείψανο της Αγίας Χριστίνας



site analysis


Η Αγία μεγαλομάρτυς Χριστίνα, καταγόταν από την Τύρο της Συρίας και ήταν κόρη του στρατηγού Ουρβανού (περί το 200).

Ο πατέρας της, της έχτισε έναν πύργο και την έβαλε μέσα σ' αυτόν. Μάλιστα κατασκεύασε αγάλματα των ειδώλων και την διέταξε να θυσιάσει σ' αυτά. Εκείνη όμως τα έκανε όλα κομμάτια. Για αυτές της τις πράξεις, η αγία υποβλήθηκε σε βασανιστήρια από τον ίδιο της τον πατέρα και μετά φυλακίστηκε.

Στην φυλακή την άφησαν νηστική για να πεθάνει από την πείνα. Όμως, άγγελος Κυρίου της πήγαινε τροφή και της θεραπεύτηκαν όλες οι πληγές της.

Μετά την έριξαν στην θάλασσα, όπου έλαβε το Άγιο Βάπτισμα από τον ίδιο τον Χριστό και άγγελος Κυρίου την έβγαλε στην στεριά.

Μόλις έγινε γνωστό ότι είχε διασωθεί, ο πατέρας της πρόσταξε και την έκλεισαν πάλι στην φυλακή. Την νύχτα που ακολούθησε ο πατέρας της πέθανε και την θέση του στο αξίωμα του στρατηγού την πήρε κάποιος ονόματι Δίων. Αυτός οδήγησε την μάρτυρα στο δικαστήριο. Και εκεί η αγία ομολόγησε την πίστη της. Αμέσως οργίστηκε και διέταξε να αρχίσουν τα βασανιστήρια.

Κατά την διάρκεια των βασανιστηρίων πολλοί πίστευσαν στον Χριστό. Μετά το Δίωνα ανέλαβε κάποιος Ιουλιανός. Αυτός έριξε την Χριστίνα μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο, σε ένα κλουβί με φίδια δηλητηριώδη, τα οποία αντί να την δαγκώσουν της έγλυφαν τα πόδια με ευσπλαχνία, μετά της έκοψαν τους μαστούς από όπου χύθηκε γάλα αντί για αίμα και της έκοψαν και την γλώσσα. Όλα αυτά τα μαρτύρια τα υπέμεινε με καρτερία και στο τέλος με κοντάρια που την χτύπησαν παρέδωσε το πνεύμα, λαμβάνοντας τον στέφανο του μαρτυρίου, και περνώντας στην αιώνια ζωή.

Το αδιάφθορο Λείψανο της Μεγαλομάρτυρος Χριστίνας, άγνωστο πότε, μεταφέρθηκε από την Συρία όπου μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε σε Ναό προς τιμήν της στην περιοχή του Ιερού Παλατίου, απ’ όπου αφαιρέθηκε κατά την Φραγκοκρατία και μεταφέρθηκε στη Βενετία. 
Το 1252 το Λείψανο κατατέθηκε στη Μονή του Αγίου Μάρκου στο Τορσέλλο και το 1340  μεταφέρθηκε στο Ναό του Αγίου Ματθαίου στο Μουράνο. Το 1435 . ο Πάπας Ευγένιος Δ’ διέταξε την μεταφορά του στο Ναό του Αγίου Αντωνίου, επίσης στο Τορσέλλο. Το 1793 . μεταφέρθηκε στη Μονή της Μάρτυρος Ιουστίνης Βενετίας και το 1810  στο Ναό του Αγίου Φραγκίσκου της Αμπέλου, όπου και σήμερα φυλάσσεται, κατατεθημένο σε κρυστάλλινη λάρνακα.

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Οσία Πελαγία της Τήνου 23 Ιουλίου 2016



site analysis




Ένα χρόνο μετά την έναρξη της ελληνικής Επανάστασης του 1821, η Παναγία Θεοτόκος εμφανίσθηκε στην ευσεβή μοναχή Πελαγία που εγκαταβίωνε εν ασκήσει στην Μονή Κεχροβουνίου, ψηλά στα βουνά της Τήνου, και της ζήτησε να ειδοποιήσει ένα χωριανό, τον Σταμέλο Κανγαδή, ότι είχε επιλεγεί να βρει την εικόνα της που βρισκόταν θαμ­μένη σε ένα χωράφι και να κτίσει ναό προς τιμήν της. Φοβισμένη και θεωρώντας τον εαυτό της ανάξιο τέτοιας αποκάλυψης, η Πελαγία δεν υπάκουσε.
Η Παναγία της εμφανίσθηκε πάλιν την επόμενη εβδομάδα, αλλά εκείνη την υποδέχθηκε με τις ίδιες αμφιβολίες. Τέλος, στις 29 Ιου­λίου, ενώ προσευχόταν, η Πελαγία είδε την Βασίλισσα των Ουρανών να στέκει μπροστά της, περιβαλλόμενη από θεϊκό φως. Επανέλαβε την εντολή της και την χαιρέτησε με τα λόγια αυτά: «Ευαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην!» Η μοναχή απάντησε με την συνέχεια του ύμνου: «Αινείτε, ουρανοί, Θεού την δόξαν». Στην αρχή της Ακολουθίας του Όρθρου πήγε να αναφέρει το όραμα στην ηγούμενη της, η οποία επιβεβαίωσε την αυθεν­τικότητά του.
Την επομένη μετέβη στο χωριό, πληροφόρησε τον Σταματέλο Κανγαδή και αφού ο επίσκοπος έδωσε την συγκατάθεση και ευλογία του αναγνωρίζοντας ότι επρόκειτο για ένα σημείο της ευσπλαχνίας της Θεοτόκου απέναντι στον δοκιμαζόμενο λαό, σήμαναν οι καμπάνες και οι πιστοί συγκεντρώθηκαν για να πάρουν μέρος στην αναζήτηση. Η σύ­ζυγος όμως του ιδιοκτήτη του χωραφιού που είχε υποδείξει η Θεοτόκος αρνήθηκε να γίνει οτιδήποτε εν τη απουσία, του ανδρός της που έλειπε σε ταξίδι. Την επόμενη νύκτα είδε σε ενύπνιο έναν άνθρωπο με τρομερή όψη που ξεστόμισε φοβερές απειλές στο πρόσωπό της, έτσι ώστε όχι μόνο έδωσε την άδεια να σκαφτεί το χωράφι, αλλά το δώρισε μάλιστα και στον επίσκοπο για την ανέγερση του ναού.
Άνθρωποι από όλο το νησί πήραν μέρος στην ανασκαφή που παρέμεινε άκαρπη για δύο μήνες. Ο κόσμος άρχισε να αποθαρρύνεται, ορισμένοι να αμφιβάλλουν μετά όμως από νέα θαυματουργική παρέμβαση της Θεοτόκου τα έργα ξανάρχισαν. Στις 30 Ιανουαρίου 1823 βρέθηκε μια μεγάλη και υπέροχη εικόνα του Ευαγγελισμού, που ήταν εγκάρσια κομμένη σε δύο μέρη, αλλά που δεν είχε υποστεί φθορές παρά την μακρά παραμονή της μέσα στη γη. Μό­λις αποτάθηκε στον ναό που ανεγέρθηκε στον τόπο εκείνο, άρχισε να ενερ­γεί θαύματα, τόσο πολλά που η εικόνα της Τήνου αποτελεί σήμερα το πλέον ονομαστό προσκύνημα στην Ελλάδα. Στην Μονή Κεχροβουνίου τιμάται ακόμη το κελλί στο οποίο η οσία Πελαγία έλαβε την αποκάλυψη της Παναγίας.

Πηγή: Pemptousia.Gr (Νέος Συναξαριστής Της Ορθοδόξου Εκκλησίας-Ιούλιος, Εκδ. Ίνδικτος, Σ. 263-264)

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Η οσία Μακρίνα, αδελφή του Μ. Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης († 19 Ιουλίου)



site analysis


Η οσία Μακρίνα έζησε τον 4ο αιώνα μ. Χ. και ήταν αδελφή του Μ. Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Ο δεύτερος συνέγραψε τον βίο της, τον οποίο αξίζει να μελετήσουμε όλοι, επειδή έχουμε πολλά να ωφεληθούμε.
Ήταν η πρώτη στην σειρά από τα δέκα παιδιά των γονέων της και απετέλεσε πρότυπο και στήριγμα για τα μικρότερα αδέλφια της. Την αρραβώνιασε ο πατέρας της, αλλά πριν γίνει ο γάμος ο αρραβωνιαστικός της εγκατέλειψε ξαφνικά τα γήινα. Τότε η αγία εθεώρησε σωστό να αφιερωθή στον Θεό και «η απόφασή της ήταν σταθερότερη από την ηλικία της».
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης την αποκαλεί μεγάλη, όχι γιατί ήταν η μεγαλύτερη στην ηλικία, αλλά επειδή ήταν μεγάλο πνευματικό ανάστημα. Ήταν όντως μεγάλη σε όλα• στην ταπείνωση, την αγάπη, την διάκριση, την σωφροσύνη, την ανδρεία. Γι’ αυτό και ανεδείχθη διδάσκαλος και πνευματικός οδηγός των αδελφών της, αλλά και της ίδιας της μητέρας της, της αγίας Εμμέλειας, η οποία στο τέλος του επιγείου βίου της έγινε μοναχή στο Μοναστήρι που ήταν ηγουμένη η οσία Μακρίνα.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης περιγράφει παραστατικά την συνομιλία που είχε μαζί της λίγο πριν εκείνη αναχωρήση από την παρούσα πρόσκαιρη ζωή και ενώ βρισκόταν άρρωστη στο στρώμα, καθώς και τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά την έξοδό της. Δηλαδή, το κλάμα του ιδίου και των μοναχών, που ήταν γεμάτο πόνο και θλίψη, αλλά και ελπίδα ζωής αιωνίου.
Ο βίος και η πολιτεία της οσίας μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:
Πρώτον. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε η οσία Μακρίνα την ασθένειά της, τις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής της και τον επικείμενο θάνατο, δείχνουν την μεγάλη αξία της Ορθοδόξου πίστεως, η οποία είναι τρόπος ζωής. Είναι ο τρόπος ζωής των αγίων, αλλά και όλων εκείνων που επιθυμούν και αγωνίζονται να επιτύχουν τον προσωπικό τους αγιασμό.
Όταν ο άνθρωπος είναι άρρωστος και μάλιστα όταν βρίσκεται κοντά στο τέλος του επιγείου βίου του, τότε αποκαλύπτεται ο εσωτερικός του κόσμος και βγαίνουν στην επιφάνεια όλα εκείνα τα οποία είχε επιμελώς κλεισμένα και αφανέρωτα. Και εάν μεν έχει εσωτερική καθαρότητα και αυτά που έκρυβε είναι οι αρετές του, που δεν τις φανέρωνε από ταπείνωση, τότε τις τελευταίες στιγμές πριν την έξοδό του θα είναι ήρεμος, ειρηνικός και γαλήνιος και θα φύγη προσευχόμενος. Εάν όμως έχει περάσει την επίγεια ζωή του χωρίς μετάνοια και κυριαρχείται από τα πάθη, τότε μπροστά στον επικείμενο θάνατο θα είναι φοβισμένος, θλιμμένος, ταραγμένος και αντί να προσεύχεται και να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι, θα ασχολείται και θα μιλά για πράγματα που έχουν σχέση με τον παρόντα αιώνα «τον απατεώνα», ήτοι με τα πάθη και την αμαρτία, διότι «εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί το στόμα».
Δεύτερον. Όπως ανεφέρθηκε πιο πάνω, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης είχε συνομιλία με την αδελφή του αγία Μακρίνα, που αναφερόταν κυρίως στο μυστήριο του θανάτου, της αναστάσεως και της αιωνίου ζωής. Πριν αρχίση όμως αυτή η συνομιλία, ο άγιος Γρηγόριος της ανέφερε «τα βάσανα που περνούσε, πρώτα που ο βασιλιάς Ουάλης τον κατεδίωκε για την πίστη του και έπειτα που η σύγχυση των Εκκλησιών τον καλούσε σε άθλους και σε κόπους» και τότε εκείνη τον έβαλε στην θέση του, κατά το κοινώς λεγόμενο, λέγοντάς του ότι δεν πρέπει να παραπονήται, αλλά να ευγνωμονή τον Θεό για την Χάρη και τα χαρίσματα που του έδωσε και κατέληξε με τα εξής: «Ούτε καταλαβαίνεις την αιτία τόσο μεγάλων αγαθών, ότι είναι οι ευχές των γονέων μας που σε ανεβάζουν τόσο ψηλά, ενώ από τον εαυτό σου δεν έχεις καμιά η λίγη ικανότητα;».Οι άνθρωποι του Θεού εγκαταλείπουν τα εγκόσμια προσευχόμενοι και προετοιμασμένοι κατάλληλα με εξομολόγηση και θεία Κοινωνία και κυρίως με την ελπίδα της αιωνίου θείας ζωής. Η αγία Μακρίνα, τις τελευταίες στιγμές του επιγείου βίου της ήταν ήρεμη, προσευχόταν και η όψη της ήταν τόσο φωτεινή που έμοιαζε με άγγελο. «Με υψηλό φρόνημα φιλοσοφεί για όσα την αφορούσαν στη ζωή αυτή από την αρχή ως την τελευταία της αναπνοή… και έλεγα πως θα ήταν κάποιος άγγελος που κατ’ οικονομία είχε πάρει ανθρώπινη μορφή… και έκανε γνωστή σε όλους την διάθεσή της με την βιασύνη της προς τον ποθητό της, για να φθάση το γρηγορότερο κοντά Του ελευθερωμένη από τα δεσμά του σώματος… κι αφού σταμάτησε να μιλά σε μας, μιλούσε πια προσευχομένη στον Θεό… Η προσευχή της ήταν τέτοια, ώστε να μην αμφιβάλλομε ότι και προς τον Θεό απευθυνόταν και ότι εκείνος την άκουε» (Άγιος Γρηγόριος Νύσσης).

Η ΑΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Πράγματι, οι ευχές των γονέων είναι κάτι το πολύ σημαντικό και διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της ζωής του κάθε ανθρώπου. Σε μια «ευχή» του μυστηρίου του γάμου τονίζεται το γεγονός αυτό και συγκεκριμένα λέγεται ότι «ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων». Βέβαια, αυτό γίνεται κυρίως όταν οι γονείς είναι σωστοί και αληθινοί, επειδή γονείς στην πραγματικότητα δεν είναι εκείνοι που απλώς γεννούν βιολογικά, αφού αυτό το κάνουν και τα άλογα ζώα, αλλά αληθινοί γονείς είναι όσοι αναγεννούν τα παιδιά τους, με την έννοια ότι τα ανατρέφουν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» και φροντίζουν για την πνευματική τους αναγέννηση, η οποία επιτυγχάνεται με την ενσωμάτωσή τους στην Εκκλησία και την οικείωση του τρόπου ζωής που Αυτή προσφέρει. Αυτών των γονέων η ευχή έχει άλλη βαρύτητα και γίνεται πρόξενος μεγάλης Χάριτος και πλουσίων δωρεών και ευλογιών από τον δωρεοδότη Κύριο.
Η οσία Μακρίνα ανεδείχθη άγιο τέκνο αγίων γονέων, φωτεινός οδοδείκτης και αληθινό πρότυπο για όλους εκείνους που ποθούν τον προσωπικό τους αγιασμό και εκζητούν ταπεινά τις πρεσβείες της.

Η Αγία πριγκίπισσα Ελισάβετ Φεοντόροβνα



site analysis


Η πριγκίπισσα Ελισάβετ Φεοντόροβνα γεννήθηκε το 1864. Γονείς της ηταν ο μέγας Δούκας Λουδοβίκος Δ΄ της Έσσης και η πριγκίπισσα Αλίκη, κόρη της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας. Αδελφή της η Ρωσίδα αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα. Από τα παιδικά της χρόνια διακρινόταν για τη βαθιά πίστη της και τη φιλάνθρωπη διάθεση της. Η «ευγενική» καταγωγή, της δεν στάθηκε εμπόδιο για να ζήσει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Συμπεριφερόταν με καλοσύνη και απλότητα στους απλούς ανθρώπους και από παιδί είχε μια διακαή επιθυμία: να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη.
Το 1884 η Ελισάβετ παντρεύτηκε τον μέγα πρίγκιπα Σέργιο Αλεξάνδροβιτς, αδελφό του τσάρου Αλεξάνδρου Γ΄. Παρότι αλλόδοξη, δεν της ζητηθηκε να αλλάξει την πίστη της. Όμως η ορθόδοξη πίστη της κέντρισε εξ αρχής το ενδιαφέρον. Από την πρώτη ημέρα πού ηλθε στη Ρωσία μελετούσε με επιμέλεια τη ρωσική γλώσσα και παρακολουθούσε τη ζωή των απλών Ρώσων, πού ηταν ζυμωμένη με την όρθύδοξη πίστη και ζωή. Μαζί με το σύζυγό της ταξίδεψε και στους Αγίους Τόπους, όταν το 1888 έγιναν τα εγκαίνια τοϋ ρωσικού ναού της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στον κήπο της Γεθσημανή. Το προσκύνημα στην Αγία Γη, όπου έζησε ο Θεάνθρωπος, προκάλεσε βαθιά εντύπωση στην Ελισάβετ. Η καρδιά της, «γη αγαθή», ήταν έτοιμη να δεχτεί το σπόρο της ορθόδοξης πίστης. Αφού κατηχηθηκε, προσχώρησε στην Ορθόδοξη Εκκλησία το 1891. Την ίδια χρονιά ο σύζυγος της διορίστηκε γενικός κυβερνητης της Μόσχας.
Από τη μέρα εκείνη η Ελισάβετ αφιερώθηκε σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοηθησει τους φτωχούς και τους πάσχοντες. Το 1904 η Ρωσία μπήκε στην περιπέτεια του Ρωσο-Ιαπωνικού πολέμου. Η Ελισάβετ οργάνωσε τα στρατιωτικά νοσοκομεία. Επισκεπτόταν τους τραυματίες, έκανε εράνους για τους στρατιώτες κ.λπ. Όμως ο πόλεμος προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Δεν έλειψαν οι εξεγέρσεις και οι πολιτικές δολοφονίες. Έτσι, στις 4 Φεβρουαρίου 1905, ο σύζυγος της Ελισάβετ, Σέργιος Αλεξάνδροβιτς σκοτώθηκε από βόμβα, πού πέταξε ο Ιβάν Καλιάεβ, μέλος του σοσιαλιστικού επαναστατικού κόμματος. Ο δολοφόνος συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές Ταγκάνκα. Κι εδώ φάνηκε το μεγαλείο της ψυχής της Ελισάβετ. Επισκέφθηκε η ίδια τον Καλιάεβ στη φυλακη. Του μίλησε με πολύ καλοσύνη, καλώντας τον να αφήσει τις αναρχικές ιδέες. Όμως δεν έμεινε εκεί. Ζητησε από τον τσάρο Νικόλαο Β΄ να μην εκτελέσει τον Καλιάεβ. Ο τελευταίος εκτίμησε τη χριστιανικη στάση της Ελισάβετ, αλλά δεν ηταν διατεθειμένος να απορρίψει τις ιδέες του.
Το 1907 η Ελισάβετ αγόρασε μέσα στη Μόσχα ένα οικόπεδο με τέσσερα σπίτια και μεγάλο κηπο. Δημιούργησε την «Αδελφότητα της Αγίας Μάρθας και Μαρίας» με σκοπό τη διακονία των φτωχών και πασχόντων ανθρώπων. Χτίστηκαν σύντομα και άλλα κτίρια καθώς και δύο ναοί αφιερωμένοι στη Θεοτόκο και στις αγίες Μάρθα και Μαρία. Σύντομα η κοινότητα απέκτησε ξενώνα, ορφανοτροφείο, νοσοκομείο, σχολείο, βιβλιοθήκη κ.λ.π. Η αδελφότητα λειτούργησε ως μοναστήρι, συνδυάζοντας τη φιλανθρωπικη δραστηριότητα. Το έργο πού επιτελούσε ηταν τεράστιο. Πλήθη φτωχών και αρρώστων ανθρώπων έβρισκαν περίθαλψη και ανακούφιση. Τα ορφανά παιδιά έβρισκαν προστασία. Τα φτωχά και άπορα παιδιά μπορούσαν να μάθουν γράμματα και κάποια τέχνη.
Η αδελφότητα ξεκίνησε με έξι μοναχές. Τον πρώτο χρόνο είχαν γίνει δεκατρείς και το 1914 έφτασαν τις εκατό. Όλες οι αδελφές εργάζονταν με αυταπάρνηση, διακονώντας τους «ελάχιστους αδελφούς του Ιησού». Κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, στην αδελφότητα βρήκαν καταφύγιο πολλά ορφανά, πού ήλθαν από τις εμπόλεμες περιοχές και είχαν ζήσει τη φρίκη και τις αγριότητες του πολέμου. Ένα μέρος των κτιρίων μετετράπη σε στρατιωτικό νοσοκομείο για τους τραυματίες του πολέμου.
Η εργασία της αδελφότητος εκτιμήθηκε πολύ και βοηθήθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Μόσχας και μετέπειτα ιερομάρτυρα άγιο Βλαδίμηρο και αργότερα από τους μητροπολίτες Τρύφωνα και Μητροφάνη. Την πνευματικη καθοδήγηση των αδελφών είχε ο π. Σέργιος Μετσώφ, ο όποιος πέρασε πολλά χρόνια στις φυλακές και εξορίες και βρηκε μαρτυρικό θάνατο το 1941.
Το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο της αδελφότητας έμελλε να διακοπεί με την επανάσταση. 
Η κάποτε Μεγάλη Δούκισσα είχε επαννειλημένα  αρνηθεί τις προσκλησεις που της είχαν απευθυνθεί μέσω των πρεσβειών να εγκαταλείψει τη Ρωσία,λέγοντας ότι θέλει να μοιραστεί τις στιγμές αυτές με τον λαό της.
Το 1918 οι μπολσεβίκοι την μετέφερα από τη Μόσχα στο Αικατερίνεμπουργκ όπου θα συναντούσε την οικογένεια του τσάρου.Την άνοιξη του 1918 οι μπολσεβίκοι έφεραν στο Αικατερίνεμπουργκ  και τον Μεγάλο Δούκα Σέργιο Μιχαήλοβιτς Ρομανώφ και τους πρίγκηπες Ιβάν,Κωνσταντίνο και Γεώργιο Ρομανώφ.Στα τέλη του μηνός Μαίου πήραν την μοναχή Ελισάβετ μαζί με τους πρίγκηπες στο Αλοπάιεβσκ.Εκεί τους τοποθέτησαν σ''ενα σχολείο όπου και τους φύλαγαν νυχθημερόν.
Τη νύχτα της 18ης Ιουλίου τους ξύπνησαν και τους μετέφεραν σ'ένα παλιό εγκαταλελειμένο ορυχείο,σε απόσταση 12 χιλιομέτρων στο Νίζνια Σελίνσκαια.Τους κατέβασαν για να πυροβολήσουν τον Μεγάλο Δούκα Σέργιο Μιχαήλοβιτς,ενώ τους υπόλοιπους, με δεμένα μάτια,τους πέταξαν στο βάθος του ορυχείου.Έπειτα οι δολοφόνοι πέταξαν χειροβομβίδες.
Το ορυχείο είχε βάθος περίπου 60 μέτρα,αλλά τα σώματα της Μοναχής Ελισάβετ και του πρίγκηπα Ιβάν βρέθηκαν στα 16 μέτρα.Αν και βαριά τραυματισμένη η πριγκίπισσα είχε καταφέρει να δέσει μ'έναν πρόχειρο επίδεσμο το τραύμα του πρίγκηπα Ιβάν.Όχι μακρυά από εκεί που την βρήκαν υπήρχαν δύο χειροβομβίδες που δεν είχαν εκραγεί.Στο στήθος της η μοναχή είχε μια εικόνα του Χριστού.Ξέρουμε ότι δεν πέθανε αμέσως,ενω στις στιγμές που ακολούθησαν του εγκλήματος ύμνοι και προσευχές ακούγονταν από τα βάθη του ορυχείου.Ένας χωρικός που πέρασε από εκεί τους άκουσε.Τρομαγμένος έφυγε με το άλογό του και ειδοποίησε τον Λευκό Στρατό.
Κατεβαίνοντας στο ορυχείο οι Λευκοί  βρήκαν μόνο πτώματα.Στις ώρες της αγωνίας της η Αγία Μάρτυρας είχε υψώσει προσευχές προς το Θεό για την αναπαυση των ψυχών των μαρτύρων.
Βέβαια δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για τη σχέση μεταξύ της δολοφονίας της τσαρικής οικογένειας στο Εκατερίνεμπουργκ και της δολοφονίας στο Αλοπάιεβσκ.
Στις 1 Νοεμβρίου 1918,ο επικεφαλής του Λευκού στρατού στρατηγός Κολτσεάκ,κήδευσε επίσημα στον Καθεδρικό Ναό του Αλοπάιεβσκ την Μοναχή Ελισάβετ και τους συντόφους της.
Τον Ιούλιο του 1919 οι μπολσεβίκοι έκαναν αντεπίθεση στην πόλη και ξέθαψαν τα σώματα πηγαίνοντάς τα στο Ιρκούτσκ.Τον Φεβρουάριο του 1920 τα μετέφεραν με τρένο στην Κίνα.Όταν έφτασαν στα ρωσο-κινεζικά σύνορα,μία ομάδα μπολσεβίκων όρμησε στο τρένο και κατάφεραν να ρίξουν πάνω στον σιδηροδρομο το φέρτρο του πρίγκηπα Ιβάν Κωνσταντίνοβιτς.Οι κινέζοι στρατιώτες όρμησαν για να προλάβουν αυτήν την βεβήλωση.
Στις 3 Απριλίου έφτασαν στο Πεκίνο και μετά απο ένα μνημόσυνο τα φέρετρα τοποθετήθηκαν στο υπόγειο του Ι.Ναού του Αγ.Σεραφείμ του Σαρώφ ο οποίος ανήκε στην ρωσική ιεραποστολή.Με ενέργειες της μαρκησίας Μίλφορντ Χάβεν,αδελφής της Μοναχής Ελισάβετ,τα φέρετρα της μοναχής και της υποτακτικής της Βαρβάρας μεταφέρθηκαν στην Σαγκάη και από εκεί μέσω Σουέζ στην Παλαιστίνη.
Το λείψανο της Αγίας Μάρτυρος Βαρβάρας
Το λείψανο της Αγίας Ελισάβετ Φεοντόροβνα
Στις 15 Δεκεμβρίου 1920 οι αγγλικές αρχές,η πολυάριθμη ρωσική παροικία και Ρώσοι και Έλληνες κληρικοί,υποδέχθηκαν την Μοναχή Ελισάβετ,την πρώην Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας.Την επόμενη ημέρα έγινε νεκρώσιμη ακολουθία με επικεφαλής τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δαμιανό.Τα φέρετρα των δύο μαρτύρων τοποθετήθηκαν στην κρύπτη της ρωσικής μονής της Αγ.Μαρίας της Μαγδαληνής στην Γεσθημανή,όπου και βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Η μοναχή Ελισάβετ,πρώην Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας επανερχόνταν στον τόπο όπου είχε έρθει το 1888 με τον σύζυγό της για να συμμετάσχει στα εγκαίνια της Ι.Μ.της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής.
 Το 1992 οι μοναχές Ελισάβετ και Βαρβάρα αγιοκατάχθηκαν αγίες από τη Ρωσική Εκκλησία.

Πηγή: Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Αντωνόπουλος, Ρώσοι Νεομάρτυρες και Ομολογητές, 1917- 1922, Μέρος Γ΄: «Νέφος Μαρτύρων». Εκδόσεις Ακρίτας/επιμέλεια - proskynitis