Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ Βασίλισσα (μετονομασθείσα σε Μοναχὴ Ξένη)



site


Ἔζησε τὸν 12ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν κόρη ὡραῖα καὶ ἐνάρετη. Αὐτὸ τὸ παρατήρησε ὁ βασιλιὰς Ἀλέξιος ὁ Κομνηνὸς καὶ τὴν πάντρεψε μὲ τὸ γιὸ του Ἰωάννη, τὸν ἐπονομαζόμενο Καλοϊωάννη λόγω τῶν πολλῶν του ἀρετῶν. Ἡ ἐνάρετη λοιπὸν βασίλισσα Εἰρήνη, ξόδευε μὲ ἁπλοχεριὰ σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα. Μόνη μάλιστα πήγαινε σὲ φτωχικὲς καλύβες, γιὰ νὰ δώσει ὄχι μόνο χρήματα, ἀλλὰ καὶ ἀνώτερη ἐνίσχυση καὶ παρηγοριὰ τῆς ἐλπίδας στὸ Χριστό. Ἐπίσης ἔκτισε γηροκομεῖα καὶ ξενῶνες, καὶ ἄφησε σ’ αὐτὰ μεγάλα χρηματικὰ ποσὰ γιὰ τὴν ἀσφαλὴ καὶ ἄνετη συντήρησή τους. Στὴ συνέχεια ὅμως, ἡ Εἰρήνη δοκίμασε μεγάλες θλίψεις. Ὁ ἄντρας της σὲ μιὰ ἐκστρατεία του στὴ Συρία τὸ 1143, πέθανε. Ἀργότερα τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὰ δυὸ ἀπὸ τὰ τέσσερα παιδιά της. Τότε ἡ Εἰρήνη, θέλησε νὰ βρεῖ ἀνακούφιση στὶς θλίψεις της μέσα στὴ μοναχικὴ ζωή. Ἀφοῦ λοιπὸν πῆρε καὶ τὴ συγκατάθεση τοῦ βασιλιὰ γιοῦ της Μανουήλ, ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ Παντοκράτορος, ὅπου καὶ ἔγινε μοναχή, μετονομασθεῖσα Ξένη. Ἐκεῖ τὴν βρῆκε ὁ θάνατος καὶ τὴν κήδευσαν μὲ μεγάλη ἁπλότητα, ὅπως ἡ ἴδια τὸ ἐπιθυμοῦσε. Διότι λίγο πρὶν πεθάνει ἔλεγε, ὅτι ἡ βασίλισσα Εἰρήνη εἶχε πεθάνει πρὸ πολλοῦ, καὶ δὲν ἔμενε πλέον παρὰ μόνο ἡ μοναχὴ Ξένη.

ΠΗΓΗ: www.synaxarion.gr

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Η Αγία Ευδοκία η Βασίλισσα – 13 Αυγούστου





Ήταν κόρη του αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου και γεννήθηκε το 401 μ.Χ. Σπούδασε κατά τον καλύτερο τρόπο τη γραμματική, τη ρητορική και τη φιλοσοφία. Όταν πέθανε ο Λεόντιος, άφησε όλη την περιουσία του στους γιους του, και σ’ αυτή άφησε μόνο 100 χρυσά νομίσματα. Όταν, λοιπόν, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει τα κληρονομικά της δικαιώματα, παντρεύτηκε τον Θεοδόσιο τον Β’, μέσω της αδελφής του Πουλχερίας, που είχε κατενθουσιαστεί από τα σπάνια χαρίσματα της αθηναίας κόρης. Έτσι βαπτίστηκε χριστιανή και πήρε το όνομα Ευδοκία, από Αθηναΐδα που την έλεγαν πρώτα. Η Ευδοκία από τη φύση της γυναίκα σεμνή, δεν ανακατεύθηκε καθόλου με τις βασιλικές υποθέσεις. Την είλκυσε περισσότερο η αλήθεια του Χριστού, γι’ αυτό και επεδίωξε να επισκεφθεί τους Άγιους Τόπους. Όταν ο σκοπός της πραγματοποιήθηκε, αισθάνθηκε την ψυχή της να φτερουγίζει στο θρόνο του Θεού. Η επιστροφή της, όμως, στη Βασιλεύουσα, επεφύλασσε εκπλήξεις. Οι σχέσεις της με τον Θεοδόσιο ψυχράνθηκαν, λόγω συκοφαντιών. Γι’ αυτό, με την άδεια του επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, όπου ίδρυσε πολλά μοναστήρια. Και με προσευχή, μελέτη και «εν πάση ευσέβεια και σεμνότητι», τελείωσε τη ζωή της.

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Η ΣΥΡΙΑ ΜΟΝΑΧΗ ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΕΛ ΧΟΥΡΗ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ. "



site analysis

Ύστερα από λίγες ήμερες μία μοναχή του Όσιου Παταπίου την είδε στον ύπνο της λευκοντυμένη, όμορφη και νεαρή στην ηλικία και της είπε: «Εγώ δεν σάς ξέχασα. Καθημερινά προσεύχομαι για σάς». Άλλη αδελφή την είδε επίσης στον ύπνο της και την ρώτησε: «Αδελφή Κασσιανή, που πάτε; μην φεύγετε». Και εκείνη χαμογελαστά της απάντησε: «Τώρα φεύγω, πάω σε άλλο μοναστήρι».










 Η ΣΥΡΙΑ ΜΟΝΑΧΗ ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΕΛ ΧΟΥΡΗ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ.




Η αδελφή Κασσιανή, κατά κόσμον Αιμιλία Έλ-Χούρη, γεννήθηκε στην Λαοδίκεια της Συρίας τό 1933. Πατέρας της ήταν ό ενάρετος Λευίτης πατήρ Ιώβ και μητέρα της ή πρεσβυτέρα Μαριάμ. Απέκτησαν πέντε θυγατέρες και δύο γιους, ένώ ή μικρή Αιμιλία ήταν το προτελευταίο παιδί. Οι γονείς της ήταν άνθρωποι ευλογημένοι και ταπεινοί. Ό Ιερέας πατέρας της είχε ένα επιστήθιο Σταυρό πού πάντα φορούσε στον λαιμό του. Του τον είχε δωρίσει ό Ιερέας επίσης παππούς του και με αυτόν τό Σταυρό ό πατέρας της έκανε θαύματα. Στην περιοχή που ζούσαν. οι άνθρωποι υπέφεραν από τύφο και άλλες επιδημίες λόγω της φτώχειας και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου πού είχε πλήξει την ευρύτερη περιοχή. Όταν επισκεπτόταν την περιοχή, τό έκανε χωρίς φόβο για την αρρώστια και τον επικείμενο από αυτήν θάνατο. Εξομολογούσε, κοινωνούσε και σταύρωνε τους Χριστιανούς με τον Σταυρό του και εκείνοι γίνονταν καλά. Όταν κοιμήθηκε εν Κυρίω, από την συγκίνηση οι δικοί του ξέχασαν να βγάλουν τον Σταυρό από τον λαιμό του, και έτσι κατατέθηκε στην γη μαζί με τό λείψανο τού ιερέα.




Ή μητέρα της πρεσβυτέρα Μαριάμ ήταν άνθρωπος ευλαβής πού βοηθούσε τον ιερέα σύζυγό της στο ποιμαντικό του έργο. Ή γενιά της αποτελούνταν από ρασοφόρους. Είχε παππού ιερέα, σύζυγο ιερέα, αδελφό ιερέα, κόρη μοναχή (την άδ. Κασσιανή) και εγγονή μοναχή (την Σοφία, ή οποία μονάζει στην Μονή τού Αγίου Ιακώβου στον Λίβανο μέχρι σήμερα). ’Έκανε φέτα παιδιά και ποτέ δεν παραπονέθηκε για κούραση ή έλλειψη υλικών αγαθών. Δοξολογούσε διαρκώς τον Θεό λέγοντας: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που με αξίωσες να κάνω μεγάλη οικογένεια για να υπηρετούν τις εντολές σου». Μέ τέτοιες ρίζες ήταν δυνατό να μην εξαγιαστεί και ή αδελφή Κασσιανή;
Ή Αιμιλία ήταν βρέφος στην κούνια, όταν οι δικοί της έβλεπαν πάνω από τό κεφαλάκι της μια λάμψη. Μέ την ευσέβεια που τούς διέκρινε, θεωρούσαν ότι αυτό ήταν ένα σημείο από τον ουρανό, πού φανέρωνε την κατά Θεόν προκοπή πού θα αποκτούσε όταν μεγάλωνε.





Στο σχολείο έδειξε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα. Έκτος όμως από τά σχολικά βιβλία μέ την βοήθεια τού ιερέα πατέρα της επιδιδόταν στην ανάγνωση και μελέτη τού Ευαγγελίου και των Θείων
 Γραφών, όπως και των Βίων των Αγίων τούς οποίους προσπαθούσε από μικρή να μιμείται. Παιδάκι μικρό ήταν και απέφευγε να παίζει με τα άλλα παιδάκια. Αντί για παιχνίδια ασχολούνταν με τα έργα της ευσέβειας, την προσευχή, την εγκράτεια, την άσκηση των αρετών. Από εκείνη την τρυφερή ηλικία συνήθιζε να σηκώνεται λίγο πριν χαράξει το φώς της ημέρας, για να προφέρει την πρωινή προσευχή και δοξολογία, και αυτό γιατί, όπως έλεγε, έπρεπε να έχει τελειώσει αυτό το μακάριο έργο προτού αρχίσουν να κελαηδούν τά πουλιά. Τελειώνοντας με άριστα τις γυμνασιακές της σπουδές είχε πάρει ταυτόχρονα την απόφαση να αφιερωθεί στον Θεό. Στην απόφαση της αυτή βρήκε συμπαραστάτη τον πατέρα της, πού την υπεραγαπούσε και την αποκαλούσε καμάρι τού σπιτιού.



Εκείνο τον καιρό στην Λαοδίκεια υπήρχε μία ευλαβής ομάδα κοριτσιών υπό την καθοδήγηση ενός ενάρετου και διακριτικού πνευματικού πού ζητούσαν την άδεια να ανοίξουν ένα μοναστήρι στον Λίβανο (μία μικρή χώρα δίπλα στην Συρία). Αλλά και στον Λίβανο υπήρχε μία ανάλογη ομάδα κοριτσιών. Πνευματικά πρόσωπα έφεραν σε επαφή τις δύο ομάδες και με την ευλογία τού Πατριάρχη Αντιόχειας, εγκαταστάθηκαν από κοινού στην Ιερά Μονή τού Αγίου Ιακώβου στο χωριό Ντέντε της περιφέρειας ’Έλ-Κούρα, όπου ή πλειοψηφία τών κατοίκων ήταν Ελληνορθόδοξοι. Ή Αιμιλία μπήκε στην Μονή ως δόκιμη τό 1957 και σε ηλικία 24 ετών.



Τό Μοναστήρι ήταν νεοσύστατο, οι αδελφές νέες και άπειρες και οι συνθήκες της ζωής τους αρκετά δύσκολες. Όμως ή αδελφή Κασσιανή μέ χαρά απέβλεπε στον προορισμό της. Ζούσε σύμφωνα μέ τις εντολές τού Θεού και τηρούσε μέ ακρίβεια τις ιερές υποθήκες τού μοναχισμού. Ή άσκηση τών αρετών και ή προσέγγιση τού Θεού μέ την αγιότητα ήταν τό κύριο μέλημά της.




Έδώ θα ήταν σωστό να αναφερθούμε σε ένα περιστατικό, πού μάς δίνει τό πνευματικό στίγμα της αδελφής Κασσιανής και τό όποιο συνέβη κατά την ημέρα της εισόδου της στην Μονή: Εκείνη την εποχή οι Χριστιανοί στην Συρία ήταν λιγοστοί (άνω τών 80% οι Σύριοι είναι μουσουλμάνοι) και είχαν την εντύπωση ότι οι Χριστιανοί τού Λιβάνου είναι 'Άγιοι. Όταν έφτασε μαζί μέ τον πατέρα της π. Ιώβ στην Τρίπολη, μια πόλη πού βρίσκεται 6 χιλιόμετρα μακριά από τό μοναστήρι τού Αγίου Ιακώβου, πήραν ένα ταξί. Ό ταξιτζής ήταν νευριασμένος από κάποιο περιστατικό πού τού είχε συμβεί και άρχισε να τούς φωνάζει και να βλαστημά. Ή νεαρή κοπέλα, χωρίς να χάσει τό θάρρος της ή να φοβηθεί, κατόρθωσε να τον κάνει να σταματήσει την δαιμονιώδη συμπεριφορά του και να βρίζει την πνευματική οικογένεια της, δηλαδή τούς Αγγέλους και τούς Αγίους. Και ήταν μεγάλη ή χαρά της πού για πρώτη φορά αξιώθηκε να δώσει την ομολογία υπέρ της πίστεως. Επειδή προσευχόταν με θέρμη ταυτοχρόνως, ό ταξιτζής μεταβλήθηκε σε άκακο αρνάκι και την ευχαρίστησε για την πνευματική διδαχή. Από τότε συνήθιζε να ανεβαίνει τακτικά στο Μοναστήρι μαζί με την μεγάλη κόρη του, την όποια εμπιστευόταν στην αδελφή Κασσιανή για πνευματική καθοδήγηση.



Ή αδελφή Κασσιανή είχε μεγάλο χάρισμα στην ηθική υποστήριξη και την πνευματική καθοδήγηση και διακρινόταν για την πνευματική μητρότητα πού επιδείκνυε στις συνασκήτριές της και τούς προσκυνητές της Μονής. Κάποτε πού ή Λιβανέζικη κυβέρνηση ζήτησε μερικούς Ορθοδόξους πνευματικούς ανθρώπους για να διδάσκουν την ορθόδοξη πίστη στους ορθόδοξους μαθητές των δημοσίων σχολείων, ή αδελφή Κασσιανή ήταν από τούς πρώτους πού επιδέχθηκαν για τό σπουδαίο πνευματικό αυτό έργο. ’Έτσι ένα καινούργιο κεφάλαιο άρχισε στην ζωή της με την διακονία της στην Δημόσια Εκπαίδευση. Το πρωί σχολείο, τό μεσημέρι διακονία στο ραφείο τού μοναστηριού και τό βράδυ προσευχή και μελέτη στο κελί. Αυτό τό κοπιαστικό πρόγραμμα κράτησε ως τό 1975, όταν ξεκίνησε ό εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο.





Τό μοναστήρι έζησε δύσκολες ημέρες κατά τον πόλεμο, γιατί ήταν σημείο διεκδικήσεως ανάμεσα στους αντικρουόμενους που ζητούσαν να έχουν την πολιτική και θρησκευτική εξουσία στην περιοχή. Τελικά τό μοναστήρι καταστράφηκε και οι αδελφές έντρομες γύρισαν στην Συρία και από κει στην Ελλάδα. Τό καλοκαίρι τού 1976 ήρθαν στην Θεσσαλονίκη, όπου φιλοξενήθηκαν στην γυναικεία Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Πανόραμα όταν ήταν Ηγουμένη ή σοφή μοναχή Θεοδώρα Χερτούρα.
Μακριά από την πατρίδα και την Μονή της μετάνοιας της, ή αδελφή Κασσιανή απέκτησε ακόμη περισσότερη πνευματική κατάρτιση. Όχι πώς δεν ήταν πνευματικό τό Μοναστήρι στο όποιο έγινε μοναχή, αλλά οι Ορθόδοξοι εκεί ήταν φτωχοί πνευματικά και δεν είχαν πνευματικούς καθοδηγητές και πνευματικά βιβλία. Στην Ελλάδα λοιπόν γνώρισε τό μεγαλείο της Ορθοδοξίας και εντρύφησε μέ ιδιαίτερο ζήλο στους Αγίους Πατέρες. Προσπαθούσε μάλιστα μέ υπομονή και προσευχή να αντιπαρέρχεται τις δυσκολίες στην επικοινωνία μέ τις Ελληνίδες αδελφές της Μονής τού Πανοράματος, επειδή δεν υπήρχε κοινή -γλώσσα συνεννοήσεως.


Μετά από ένα διάστημα παραμονής στην Μονή τού Πανοράματος -διάστημα πνευματικών εμπειριών και πνευματικού ανεφοδιασμού- οι αδελφές επέστρεψαν στο μοναστήρι στον Λίβανο. Ή κατάσταση πού βρήκαν ήταν άθλια. Δεν υπήρχε φως και νερό, ενώ ή προμήθεια τροφίμων ήταν δύσκολη. Προσκυνητές δεν ανέβαιναν στο Μοναστήρι από φόβο. Παντού βασίλευε ή καταστροφή και ή εγκατάλειψη. Παρ’ όλα αυτά ή αδελφή Κασσιανή προσέβλεπε μέ ελπίδα στον Θεό και προσπαθούσε να στηρίξει τις συμμονάστριές της λέγοντας ότι όλα θα ξαναφτιαχθούν και μάλιστα καλύτερα από πριν.



Όμως ό πόλεμος συνεχιζόταν. Ή κατάσταση χειροτέρευε. Τρομαγμένοι οι Λιβανέζοι κατέφευγαν στην Συρία και τό εξωτερικό. Οι αδελφές όμως αρνούνταν να εγκαταλείψουν και πάλι τό μοναστήρι τους. Αν και βαριά όπλα και κανόνια είχαν στηθεί στην αυλή τού μοναστηριού, οι αδελφές αποφάσισαν να παραμείνουν και μέ κίνδυνο την ζωή τους να φυλάνε την Εκκλησία, τις Ιερές Εικόνες και τα Άγια Λείψανα.

Διηγιόταν ή αδελφή Κασσιανή ότι οι οβίδες και τα βλήματα περνούσαν ξυστά από τα σώματά τους άλλα καμία μοναχή δεν αποφάσιζε να εγκαταλείψει τό μοναστήρι. Είχαν και πρόβλημα μέ τον ανεφοδιασμό. Πολλές φορές μάλιστα πεινούσαν. Κάποτε χρειάσθηκε να μοιράζεται μέ άλλη αδελφή ένα μικρό κομματάκι τυρί τυλιγμένο στο αλουμινόχαρτο. Όμως μέ πίστη στον Θεό και ελπίδα προσέβλεπαν στον ουράνιο Νυμφίο τους, πού έμελλε μετά από λίγο καιρό να τις βγάλει από την κρίση την οποία περνούσαν.



Οι δυσκολίες άφησαν τραυματικές εμπειρίες στην ψυχή της κάθε αδελφής. Στο μοναστήρι ήρθαν και νέες αδελφές πού δεν γνώριζαν την άξια της υπομονής και της υπακοής. Ήταν παιδιά της γενιάς τού πολέμου μέ τά δικά τους προβλήματα και δυσκολεύτηκαν να προσαρμοσθούν και να συμβιώσουν μέ τις μεγαλύτερες αδελφές. Ή κατάσταση μερικές φορές γινόταν έκρυθμη και γι’ αυτό ή αδελφή Κασσιανή θλιβόταν. Διψούσε για μια ανώτερη πνευματική ζωή. έτσι όπως την έζησε στο Ελληνικό μοναστήρι και γι’ αυτό επιθυμούσε να αποχωρήσει από την Μονή. Μα πάντοτε στα αυτιά της αντηχούσε ή φωνή τού πατέρα της. πού ήταν άγιος άνθρωπος και ευσυνείδητος Λειτουργός τού Κυρίου, και της είχε πει: «Κασσιανή μου, από τό μοναστήρι απαγορεύεται να φύγεις, διότι εδώ σ’ έστειλε ό Κύριος να ενδυθείς τό Άγιο Σχήμα. Έδώ ήρθες, έδώ θα τελειώσεις τον βίο σου».
Ή Κασσιανή έκανε υπομονή, άλλα τά εσωτερικά προβλήματά της μεγάλωναν. Παρ’ όλα αυτά ό κόσμος ερχόταν στο Μοναστήρι μόνο και μόνο για να ακούσει τά λόγια της και να στηριχθεί πνευματικά. Εκείνη όμως δεν αγαπούσε τον σεβασμό και την εκτίμηση των ανθρώπων. Προσπαθούσε να τούς μάθει να προσεύχονται και να συνδέονται μέ τον Χριστό και μόνο. 



Τούς διηγιόταν ακούραστα τούς Βίους των Αγίων και τούς μετέφερε έτσι τον ζήλο και την αγάπη της για την πνευματική ζωή. ’Αν και ήταν ησυχαστικός τύπος, εν τούτοις θυσίαζε τον χρόνο της για τον λαό τού Θεού. Όταν της ζητούσαν να τούς εξιστορήσει διάφορα θαύματα, εκείνη χαμογελαστά τούς απαντούσε: «Τό μεγαλύτερο θαύμα είναι ή επιστροφή των πεπλανημένων στην λογική μάνδρα τού ποιμένος Χριστού».
Μέ τον πράο και ταπεινό χαρακτήρα της, καθώς και μέ την φωτισμένη διδαχή της, έγινε πόλος έλξεως για πολλούς Χριστιανούς πού επιθυμούσαν να ζήσουν την πνευματική ζωή. Φυσικά ό διάβολος δεν μπορούσε να αφήσει να τελείται αυτό τό έργο στο μοναστήρι και έτσι πολλοί άνθρωποι να ανακαλύπτουν την οδό της σωτηρίας. Έσπειρε λοιπόν ζιζάνια εναντίον της σε σημείο που δοκιμάστηκε ή υγεία της. Τότε ζήτησε την ευλογία του πνευματικού της για να αποχωρήσει.




 Όλοι στενοχωρήθηκαν από την απόφασή της αυτή. Έπενέβη μάλιστα και ό Μητροπολίτης Τριπόλεως (του Πατριαρχείου Αντιόχειας) Ηλίας, ό όποιος όμως δεν κατόρθωσε να την ξεκουράσει ψυχικά και να την πείσει να παραμείνει στην μετάνοιά της. ’Έτσι υστέρα από 33 ολόκληρα χρόνια υποταγής στην Μονή του Αγίου Ιακώβου, αποχωρεί αναζητώντας μια ζωή πιο πνευματική. Επισκέφτηκε αρχικά δύο ακόμη Μονές του Λιβάνου, άλλα κατάλαβε ότι ή ενέργεια της αυτή είχε αντίκτυπο στην Μονή της μετάνοιας της και έτσι επισκέφτηκε μαζί μέ τον πνευματικό της τον Πατριάρχη Αντιόχειας για να πάρει ευλογία να έρθει στην Ελλάδα. Εκείνος έκτος από την ευλογία του της έδωσε τρεις συστατικές επιστολές για να τις επιδώσει στον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ. Τις επιστολές αυτές υπέγραφαν ανά μία, ό ίδιος ό Πατριάρχης Αντιόχειας Ιγνάτιος, ό Μητροπολίτης Λαοδικείας Ιωάννης και ό Μητροπολίτης Τριπόλεως Ηλίας.




Ή αδελφή Κασσιανή ήλθε πρώτα στην Θεσσαλονίκη και κατόπιν στην Αθήνα, όπου και κατέθεσε στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών τις συστατικές επιστολές. Ό υπάλληλος που παρέλαβε τις επιστολές της έκλεισε συνάντηση για την επομένη μέ τον ιδιαίτερο του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Εκείνο τό βράδυ, όπως ανέφερε αργότερα ή αδελφή Κασσιανή, προσευχήθηκε μέ θέρμη στην Παναγία. Όταν έπεσε να κοιμηθεί, είδε στον ύπνο της κάποιον Γέροντα να χαμογελάσει και να την καλωσορίζει μέ ορθάνοιχτη αγκαλιά και γύρω του πολλές μοναχές μέ αγγελικά πρόσωπα.




Την άλλη μέρα την περίμενε ό τότε Πρωτοσύγκελος της Τέρας Αρχιεπισκοπής Αθηνών και νυν Μητροπολίτης Γουμενίσσης, Άξιουπόλεως και Πολυκάστρου Δημήτριος, ό όποιος μέ την ευλογία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ της έδωσε εντολή να πάει στην Ιερά Μονή του Όσιου Παταπίου στο Λουτράκι, όπου γνωριζόταν μέ την Γερόντισσα και τις αδελφές. Μέ δάκρυα στα μάτια ή αδελφή Κασσιανή δέχθηκε την εντολή λέγοντας: «Ευχαριστώ τον Θεό, δεν είμαι άξια της Αγάπης Του».
Όταν έφθασε στο μοναστήρι, προσκύνησε τό Ιερό Σκήνωμα τού Όσιου Παταπίου και θυμήθηκε συγκινημένη τό όνειρο πού είχε δει τό προηγούμενο βράδυ και είπε στις αδελφές τά εξής: «Εδώ είναι Παράδεισος, έδώ θα μείνω μέχρι να πεθάνω, αν είναι θέλημα Θεού και μέ την ευλογία της Ηγουμένης».




 Ή Ηγούμενη Ισιδώρα και ή εκλεκτή συνοδεία της αγκάλιασαν την πονεμένη και ξενιτεμένη αδελφή, ή όποια αισθάνθηκε ότι βρίσκεται στο σπίτι της και ομολογούσε με όλη της την ψυχή ότι: «Έμαθα να ζω ξανά. Ή αγάπη αυτής της αδελφότητος δεν περιγράφεται με λόγια. Ευχαριστώ τον Χριστό και την Παναγία μητέρα Του που με αγαπούν και φωτίζουν την Ηγούμενη μας και την συνοδεία της να μετατρέπουν αυτήν την θεϊκή αγάπη απέναντι στο πρόσωπό μου σε πράξη». Και συνέχιζε: «Έδώ έμαθα να προσεύχομαι και να αγαπώ τον Θεό πιο πολύ και την κάθε μέρα πού περνά, όλο και πιο πολύ απολαμβάνω τις πλούσιες δωρεές και ευλογίες τού Όσιου Γέροντά μας, τού Αγίου Παταπίου».



Ή αδελφή Κασσιανή αγαπούσε την προσευχή, την σιωπή και την ησυχία. Στα διακονήματα πού της ανέθεταν ήταν πολύ επιμελής. Με προθυμία και άκρα υπακοή πήγαινε αμέσως όπου την έστελνε ή Γερόντισσα. Όταν τελείωνε τό διακόνημά της, έτρεχε στο κελλάκι της να προσευχηθεί και να μελετήσει Ελληνικά πού ήθελε να τά μάθει τέλεια.
Τό πρωί ξυπνούσε στις 02.00 μετά τά μεσάνυκτα και διάβαζε την ακολουθία της στα αραβικά και στις 04.00 κατέβαινε στο Καθολικό για να ακούσει την ακολουθία τού Όρθρου στα Ελληνικά. Είχε προμηθευθεί όλα τά εκκλησιαστικά βιβλία και καθισμένη σε ένα μικρό σκαμνί, βαστώντας ένα κεράκι, παρακολουθούσε τά ψαλλόμενα. Πρώτη έμπαινε στον ναό καθημερινά και ποτέ δεν έλειψε από καμιά μοναστηριακή ακολουθία.
’Έτυχε μια φορά ή Γερόντισσα να την στείλει κάπου συνδιακονήτρια μαζί με μια νέα στην τάξη και την ηλικία μοναχή. Ή αδελφή Κασσιανή την ρωτούσε για τό κάθε τί. 



Ή νεαρή αδελφή έκπληκτη την ρώτησε: «Εσείς, αδελφή μου, είστε 40 χρόνια στο ράσο και ρωτάτε εμένα;» και ή αδελφή Κασσιανή της ανταπάντησε με απλότητα: «Βεβαίως και σε ρωτώ, διότι όταν ήρθα στο μοναστήρι σας, είπα ότι βάζω νέα αρχή σε όλα. Από την αρχή θα μάθω τά πάντα, και να πλένω τά πιάτα και να σκουπίζω και όλα γενικά».
Στο διαιτολόγιό της ήταν εγκρατής. Συνήθιζε να ανακατεύει μέσα στο πιάτο την μερίδα τού φαγητού της με οτιδήποτε άλλο της πρόσφεραν, δηλαδή τό γλυκό, τό φρούτο, την σαλάτα, τά κόλλυβα, για να μην απολαμβάνει ότι έτρωγε, ένώ πάντοτε αυτό πού έτρωγε, ήταν λιγοστό σε ποσότητα. Όπως και οι περισσότεροι εκλεκτοί τού Θεού, έτσι και ή αδελφή Κασσιανή επρόκειτο να καθαρθει μέσα από τό πυρ της πολυώδυνης αρρώστιας τού καρκίνου πού της προσέβαλε τό πάγκρεας και που αργότερα έκανε μεταστάσεις σε όλο της τό σώμα. Νοσηλεύθηκε στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο στα Βριλήσσια Αττικής. 




Οι γιατροί και τό νοσηλευτικό προσωπικό την θαύμαζαν για την υπομονή, την ευγένεια και τό θάρρος της. που δεν την εγκατέλειψαν ούτε και όταν οι πόνοι της έγιναν αφόρητοι. Ούτε οι γιατροί ούτε οι μοναχές της είπαν από τί υποφέρει. Όμως εκείνη ήταν αρκετά έξυπνη και διαβασμένη και από την αρχή κατάλαβε την ύπουλη αρρώστια της και δεν φανέρωσε σε κανέναν την σκέψη της. "Ως την τελευταία στιγμή επιθυμούσε να προσεύχεται, παρόλο πού δεν της τό επέτρεπαν οι πόνοι της. Βίαζε τον εαυτό της στο ιερό καθήκον της προσευχής ακόμη και στο τελικό στάδιο τού καρκίνου, τότε πού όταν μιλούσε μπέρδευε την ελληνική με την αραβική γλώσσα. Ζητούσε βοήθεια να σταθεί για να προσευχηθεί. Ευτυχώς πού την επισκέφτηκε ένας νεαρός φοιτητής από την Συρία, ό όποιος είπε στις μοναχές ότι ζητούσε να την βάλουν μπρούμυτα στο στρώμα με τά χέρια απλωμένα σε σχήμα Σταυρού για να προσευχηθεί.



Επί ένα ολόκληρο μήνα από την εορτή της Αγίας Υπομονής στις 29 Μαΐου, υπέφερε αγόγγυστα τό πολυώδυνο μαρτύριό της, ζητώντας από την Αγία Υπομονή να προσθέτει υπομονή στην υπομονή της. Καθ’ όλο αυτό τό διάστημα οραματιζόταν τούς γονείς της, ιερέα Ιώβ και πρεσβυτέρα Μαριάμ, και τον αδελφό της Βίκτωρα, πού είχαν προ πολλού κοιμηθεί, και πολλά πνευματικά πρόσωπα της πατρίδας της. Δύναμη και χαρά πήρε όταν της παρουσιάσθηκε στον ύπνο ό πνευματικός της, ό Γέροντας Ισαάκ ό Αγιορείτης από τον Λίβανο (ό γνωστός Γέροντας, υποτακτικός τού Αγίου Γέροντα Παϊσίου Έζνεπίδη, ό όποιος κατέγραψε τον θαυμαστό βίο τού Γέροντα του), πού ακόμη ζούσε και πού δεν μπόρεσε να βγει από τό 'Άγιον Όρος να την επισκεφτεί.



Κοιμήθηκε εν Κυρίω ειρηνικά στις 29 Ιουνίου 1995 και ώρα 16.00 μ.μ., σε ηλικία 62 ετών. Εκείνη την ώρα τό σώμα της ξεπρήστηκε και τό πρόσωπό της έλαμψε από ομορφιά και χάρη σαν να ήταν εικοσάχρονο κορίτσι. Ή αλλοίωση αυτή ήταν τό πρώτο σημάδι ότι ευαρέστησε τον Κύριο. Τό ίδιο βράδυ στο μοναστήρι γινόταν αγρυπνία προς τιμήν των Αγίων Αποστόλων. Τό λείψανό της παρέμεινε κατά την διάρκεια της αγρυπνίας στο μέσο τού ναού, να ευλογείται και να ευλογεί. Ήταν μεγάλη ευλογία να παραστεί στην εξόδιο ακολουθία και την ταφή της ό Επίσκοπος Βασίλειος από την Συρία, τον όποιο είχε μεγαλώσει, αναθρέψει πνευματικά και σπουδάσει ή ίδια. Ό Σεβασμιώτατος ήρθε από την Συρία αποκλειστικά και μόνο για να την επισκεφτεί και να την τιμήσει ως πνευματική του μητέρα πού ήταν. Δυο ημέρες προτού φύγει για την Συρία εκείνη κοιμήθηκε και έτσι παρέμεινε για να τελέσει την κηδεία της.
  


Ύστερα από λίγες ήμερες μία μοναχή του Όσιου Παταπίου την είδε στον ύπνο της λευκοντυμένη, όμορφη και νεαρή στην ηλικία και της είπε: «Εγώ δεν σάς ξέχασα. Καθημερινά προσεύχομαι για σάς». Άλλη αδελφή την είδε επίσης στον ύπνο της και την ρώτησε: «Αδελφή Κασσιανή, που πάτε; μην φεύγετε». Και εκείνη χαμογελαστά της απάντησε: «Τώρα φεύγω, πάω σε άλλο μοναστήρι».


Την μαρτυρία για την οσία αυτή μοναχή μάς έδωσε ό Μητροπολίτης Γουμενίσσης, Άξιουπόλεως και Πολυκάστρου κ. Δημήτριος, ή μακαριστή πλέον Ηγούμενη της Μονής του Όσιου Παταπίου μοναχή Ισιδώρα Μεντζαφοΰ, οι αδελφές Σαλώμη και μακαριστή Σωφρονία και άλλες αδελφές της ίδιας Μονής, όπως και Σύριοι Πατέρες πού γνώριζαν την μακαριστή.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΗ,ΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ. 
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Εορτή της Οσίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου



site analysis



Εορτή της Οσίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου

Η 


Τη μνήμη της Οσίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου τιμά σήμερα, , η  μας.
    Η Οσία Ειρήνη έζησε στα χρόνια της βασίλισσας Θεοδώρας, που αναστήλωσε τις άγιες εικόνες.
   Η Ειρήνη καταγόταν από την Καππαδοκία και διακρινόταν όχι μόνο για την ευσέβεια της, αλλά και για την σωματική ωραιότητα της και για την ευγενή ανατροφή της.
   Είχε ζητηθεί λοιπόν σε γάμο, από διακεκριμένο άνδρα του παλατιού και ξεκίνησε για το Βυζάντιο.
   Στη διαδρομή όμως, πέρασε από τη Μονή του Χρυσοβαλάντου και τόσο ελκύστηκε από τη συναναστροφή των καλογριών, ώστε πήρε τη μεγάλη απόφαση να παραμείνει μαζί τους. Έτσι απέρριψε τις κοσμικές δόξες, γύρισε στην πατρίδα της, πούλησε τα υπάρχοντα της, βοηθώντας πολλούς φτωχούς και τα υπόλοιπα χρήματα τα εναπόθεσε στη Μονή.
    Έγινε μοναχή και η ζωή της μέσα στο μοναστήρι υπήρξε πολύ ασκητική και αγία.
    Όταν πέθανε η ηγουμένη, η Ειρήνη, παρά την άρνηση της, ορίστηκε διάδοχος της. Από τη νέα της θέση, επετέλεσε τα καθήκοντα της άριστα. Ο Θεός μάλιστα, την προίκισε με το προφητικό και θαυματουργικό χάρισμα.
    Έτσι δια της προσευχής της, απάλλαξε πολλούς από τα δαιμόνια. Προαισθάνθηκε τον θάνατο της και απεβίωσε ειρηνικά, γεμάτη χαρά για το ευχάριστο ουράνιο ταξίδι της.

Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
   Βασιλείας γηΐνου πάλαι ουκ έτυχες, αλλ' άφθαρτων στεφάνων νυν σε ηξίωσεν, ο Νυμφίος σου Χριστός ο ωραιότατος ω καθιέρωσας σαύτην, όλη καρδία και ψυχή, Ειρήνη Οσία Μήτερ, Χρυσοβαλάντου η δόξα, ημών δε προσφυγή και βοήθεια.






___________________________________________________________________

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας
.
   Η οσία Ειρήνη ζούσε στην Καππαδοκία στους κόλπους πλούσιας και ευγενούς οικογένειας, μετά τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (842). Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αναζήτησε σε όλη την Αυτοκρατορία σύζυγο για τον γιο της, τον αυτοκράτορα Μι­χαήλ Γ΄ (842-867). Οι απεσταλμένοι της αυλής πρόσεξαν την ομορφιά και ευγένεια των ηθών της
Ειρήνης και την έστειλαν στην Κωνσταντι­νούπολη μαζί με την αδελφή της, η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον καίσαρα Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας. Στο δρόμο τους πέρασαν κοντά από το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας και η Ειρήνη επισκέφθηκε τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μέγα [+ 4 Νοεμ.], ο οποίος την χαιρέτησε προλέγοντας ότι θα γινόταν ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου.

Η θεία Πρόνοια εμπό­δισε το γάμο της με τον αυτοκράτορα και, με την καρδιά της ξαλαφρωμένη και γεμάτη χαρά, μοίρασε τα υπάρχοντά της και αποσύρθηκε στην Μονή Χρυσοβαλάντου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Νικήτας (Νικόλαος), κοντά στην στέρνα του Άσπαρ, σε τόπο ευάερο, μακριά από τις πλατείες και τα θορυβώδη μέρη. Στη μοναχική κουρά της, η μακαρία μαζί με τις τρίχες της κεφαλής έκοψε και κάθε δεσμό που την κρατούσε στον κόσμο και δόθηκε με ζήλο στους ασκητικούς αγώνες γνω­ρίζοντας ότι στο μέτρο που εξασθενίζει το σώμα, ο έσω άνθρωπος ανα­καινίζεται και πλησιάζει το Θεό (Β΄ Κορ. 4. 16).
Έχοντας μόνο έναν χιτώνα που άλλαζε μία φορά τον χρόνο, τρεφόμενη με νερό και ψωμί, υποτασσόταν πρόθυμα και με χαρά σε ό,τι της όριζαν, αγνοώντας τις αντιρρήσεις και τους γογγυσμούς. Η διαρκής κατάνυξη χαροποιούσε την καρδιά της και έκανε το πρόσωπό της να λάμπει και σαν γόνιμη γη έφερε τους πλούσιους καρπούς των αγίων αρετών. Έβλεπε όλες τις αδελφές της σαν βασίλισσες και θεωρούσε τον εαυτό της ως θεραπαινίδα τους, προσφερόμενη στις πιο ευτελείς εργασίες για να τις διακονεί. Από το στόμα της έβγαιναν μόνον λόγια των Γραφών ή των αγίων Πατέρων, τους οποίους μελετούσε αδιάκοπα. Ενώ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο στο μοναστήρι, έχοντας διαβάσει με θαυμασμό το Βίο του αγίου Αρσε­νίου [+ 8 Μαΐου], ο οποίος προσευχόταν από τη δύση του ηλίου έως την αυγή, προσπάθησε να τον μιμηθεί.
Και με την βοήθεια της θείας χάριτος κατάφερε σιγά-σιγά να στέκει όρθια, με υψωμένα τα χέρια σε προσ­ευχή, όλη την ημέρα και όλη την νύκτα. Αγωνιζόταν με τέτοια σοφία να δουλαγωγήσει το σώμα στην ανάταση της ψυχής της προς τον Θεό, ώστε καμιά μηχάνευση του δαίμονα δεν μπορούσε να την πλήξει. Όταν εκείνος της υπέβαλλε μνήμες από την δόξα και την ευμάρεια της ζωής που είχε εγκαταλείψει, πήγαινε να εξομολογηθεί τους λογισμούς της στην ηγουμένη της, διπλασίαζε την άσκησή της και αμέσως ελευθερωνόταν από τις αναμνήσεις αυτές.
Μετά το θάνατο της ηγουμένης, υποδείχθηκε παρά την θέλησή της ως διάδοχός της και χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο [+ 14 Ιουν.]. Ενθυμούμενη την προφητεία του αγίου Ιωαννικίου και λογίζοντας ως καθήκον της να μην αναζητεί τα αρεστά στην ίδια αλλά τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν (Ρωμ. 15, 1), έζησε έκτοτε ως άγγελος επίγειος, επιμηκύνοντας τις νηστείες της, προσευχόμενη όλη τη νύκτα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Με τα μέσα αυτά προσείλκυσε την χάριν του Θεού και έλαβε τόση σοφία, ώστε να δύναται να οδηγεί πλήθος ψυχών στην οδό της Σωτηρίας. Ζητούσε από τις αδελφές να μην την θεωρούν ως ανώτερή τους, αλλά ως μία συμμονάστριά τους που είχε ορισθεί να τις υπηρετεί.
Με γλυκύτητα και υπομονή τις παραι­νούσε να πολιτεύονται στα πάντα κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, απο­τάσσοντας τα μάταια θέλγητρα της δόξας και της εκτίμησης των ανθρώ­πων. Αν δεν ήθελαν η αποταγή τους να είναι επιφανειακή, όφειλαν να φροντίζουν να διατηρούν όχι μόνο την αγνεία τους, αλλά και την πραό­τητα, αρετές υπεράνω της φύσης που χαρίζονται από τον Χριστό σε όσους προσεύχονται με πίστη. Ό,τι κι αν κατακτούσαν, συμβούλευε τις μαθήτριές της να το θεωρούν ως δώρο του Θεού και να τελούν αδιαλείπτως σε κατάνυξη αναπέμποντας ευχαριστίες. Απαγόρευε εξάλλου σ’ αυτές να προσεύχονται για την υγεία τους, λέγοντας ότι τίποτε δεν είναι λυσιτελέστερο για την ψυχή από την ασθένεια που γίνεται δεκτή με ευγνωμοσύνη.
Έχοντας λάβει από άγγελο Κυρίου το προορατικό χάρισμα, η οσία ήταν σαν προφήτις του Θεού στην μονή της. Αφού αναπαυόταν για λίγο μετά την Ακολουθία του Όρθρου, καλούσε τις αδελφές και μία-μία, με τέχνη και διάκριση, τις βοηθούσε να εμφανίζονται αγνές και ανυπόκριτες ενώπιον του Θεού, αποκαλύπτοντάς τους τούς πιο κρυφούς λογισμούς τους. Γρήγορα κατέστη περιώνυμη σε όλη την Βασιλεύουσα για τις αρετές και τη σοφία με την οποία καθοδηγούσε την αδελφότητά της, ώστε κάθε είδους άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί, μικροί και τρανοί, προσ­έρχονταν κοντά της για να λάβουν τις συμβουλές της και να εναποθέσουν την ελπίδα τους στις προσευχές της. Σε όλους δίδασκε την ωφέ­λεια της μετανοίας, που σε κάθε στιγμή μπορεί να καταστήσει το Θεό ευμενή έναντι ημών.
Με την στήριξη της θείας χάριτος πρόκοβε ασταμάτητα στην άσκηση και την καθαρά προσευχή. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Πάσχα, δεν έτρωγε ψωμί, αλλά λίγα μόνα λαχανικά, μία φορά την εβδομάδα. Η ολονύκτια αγρυπνία τής είχε γίνει τόσο φυσική όσο ο ύπνος στους άλλους ανθρώπους, και περνούσε τις νύκτες της με τα χέρια υψω­μένα προς τον ουρανό, βυθισμένη σε άγιες θεωρίες. Ενίοτε έμενε στην στάση αυτή δύο ημέρες συνέχεια, ακόμη και μία ολόκληρη εβδομάδα, σε σημείο που οι μαθήτριές της χρειαζόταν στο τέλος να την βοηθήσουν να κατεβάσει τα μουδιασμένα χέρια της.
Μία νύκτα, μια μοναχή κοιτάζον­τας στην αυλή είδε την οσία Ειρήνη να προσεύχεται ανυψωμένη θαυματουργικά από το έδαφος, ενώ τα δύο πελώρια κυπαρίσσια που ορθώ­νονταν στην αυλή του μοναστηριού είχαν λυγίσει τις κορφές τους μέχρι το έδαφος· επανήλθαν δε στην θέση τους μόνο όταν σφραγίστηκαν από την οσία με το σημείο του Σταυρού. Αυτή η νυκτερινή προσευχή ήταν φοβερή για τους δαίμονες, οι οποίοι διπλασίαζαν τις επιθέσεις τους μέσα στη νύκτα.
Μία φορά ένας από αυτούς έριξε πάνω της το αναμμένο φι­τίλι μιας κανδήλας. Τα ρούχα της Ειρήνης πήραν αμέσως φωτιά. Παρέμεινε ωστόσο ατάραχη και θα είχε καεί ολόκληρη αν μία μοναχή που ξύπνησε από τη μυρωδιά της σάρκας και των ρούχων που καίγονταν δεν έμπαινε στο κελλί της ηγουμένης παραβιάζοντας την πόρτα. Μέσα στους πυκνούς καπνούς είδε την οσία στις φλόγες όρθια και απαθή να προσεύχεται. Καθώς την έσπρωξε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, η Ειρήνη χαμήλωσε τα χέρια της και της είπε επιτιμητικά: «Γιατί μου στέρησες μια τόσο μεγάλη απόλαυση με την απότομη αυτή παρέμβασή σου; Ένας άγγελος στεκόταν μπροστά μου πλέκοντάς μου ένα στεφάνι από άφθαρτα άνθη, τέτοια που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι και ήταν έτοι­μος να με πάρει από δω, όταν εσύ τον έδιωξες». Κι όταν η μαθήτρια της ξεκόλλησε τα ράκη του υφάσματος από τη σάρκα της, θεσπέσια ευω­δία γέμισε το μοναστήρι.
Μιαν άλλη φορά ένας ναυτικός που ήλθε από την Πάτμο παρουσιάστηκε στο μοναστήρι και έδωσε στην οσία τρία υπέροχα μήλα, τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιωάννης του είχε αναθέσει να της παραδώσει. Το πρώτο μήλο στάθηκε αρκετό να την τρέφει για σαράντα ημέρες, κατά τις οποίες το στόμα της ανέδιδε μία υπερκόσμια ευωδία· μοίρασε το δεύ­τερο στην αδελφότητα την Μεγάλη Πέμπτη και κράτησε το τρίτο ως ακριβό φυλαχτό, αρραβώνα των άφθαρτων αγαθών του Παραδείσου.
Χάρις στο προφητικό χάρισμα, η αοίδιμος Ειρήνη επιτέλεσε πλήθος άλλων θαυμάτων και προέβλεψε συγκεκριμένα τη δολοφονία του Βάρδα, την οποία ακολούθησε λίγο αργότερα εκείνη του Μιχαήλ Γ’ (867), καθώς και την ανάληψη της εξουσίας από το Βασίλειο Α’ το Μακεδόνα. Με την βοήθεια του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου και της αγίας Αναστα­σίας της Φαρμακολυτρίας θεράπευσε δαιμονισμένους και έσωσε έναν συγ­γενή της, τον οποίο ο αυτοκράτορας είχε κατά νου να εκτελέσει ως προ­δότη, εμφανιζόμενη στον ηγεμόνα, απαστράπτουσα και πλήρης δόξης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος αναγνώρισε το σφάλμα του, ζήτησε συγγνώμη και έκτοτε έδειξε την ευμένειά του απέναντι στο μοναστήρι.
Η οσία Ειρήνη έφθασε σε ηλικία εκατόν τριών ετών, διατηρώντας όλη την δροσιά και την φυσική ομορφιά της, σημάδι του κάλλους της ψυχής της.  Ο Φύλακας Άγγελός της την προειδοποίησε ένα έτος πριν για τον χρόνο της τελευτής της και όταν έφθασε η ημέρα συγκέντρωσε τις αδελ­φές της, όρισε την ηγουμένη που είχε επιλέξει ο Θεός και αφού τις προέτρεψε να περιφρονούν ό,τι είναι πρόσκαιρο ώστε να ζουν τον αγαπημένο Νυμφίο τους, έκλεισε γαλήνια τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της εις χείρας Θεού. Ενταφιάσθηκε στο παρεκκλήσιο του αγίου μάρτυρος Θεο­δώρου και ο τάφος της ανέδιδε διαρκώς μία ουράνια ευωδία, φανερώνον­τας σε όλους την παρρησία που είχε αποκτήσει παρά τω Θεώ, ενώ μέ­χρι τις ημέρες μας η οσία Ειρήνη δεν παύει να μεσιτεύει υπέρ εκείνων που την επικαλούνται με πίστη.


(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας – Ιούλιος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 318-321)
(Πηγή ηλ. κειμένου: pemptousia.gr)

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Το άφθαρτο λείψανο της Αγίας Χριστίνας



site analysis


Η Αγία μεγαλομάρτυς Χριστίνα, καταγόταν από την Τύρο της Συρίας και ήταν κόρη του στρατηγού Ουρβανού (περί το 200).

Ο πατέρας της, της έχτισε έναν πύργο και την έβαλε μέσα σ' αυτόν. Μάλιστα κατασκεύασε αγάλματα των ειδώλων και την διέταξε να θυσιάσει σ' αυτά. Εκείνη όμως τα έκανε όλα κομμάτια. Για αυτές της τις πράξεις, η αγία υποβλήθηκε σε βασανιστήρια από τον ίδιο της τον πατέρα και μετά φυλακίστηκε.

Στην φυλακή την άφησαν νηστική για να πεθάνει από την πείνα. Όμως, άγγελος Κυρίου της πήγαινε τροφή και της θεραπεύτηκαν όλες οι πληγές της.

Μετά την έριξαν στην θάλασσα, όπου έλαβε το Άγιο Βάπτισμα από τον ίδιο τον Χριστό και άγγελος Κυρίου την έβγαλε στην στεριά.

Μόλις έγινε γνωστό ότι είχε διασωθεί, ο πατέρας της πρόσταξε και την έκλεισαν πάλι στην φυλακή. Την νύχτα που ακολούθησε ο πατέρας της πέθανε και την θέση του στο αξίωμα του στρατηγού την πήρε κάποιος ονόματι Δίων. Αυτός οδήγησε την μάρτυρα στο δικαστήριο. Και εκεί η αγία ομολόγησε την πίστη της. Αμέσως οργίστηκε και διέταξε να αρχίσουν τα βασανιστήρια.

Κατά την διάρκεια των βασανιστηρίων πολλοί πίστευσαν στον Χριστό. Μετά το Δίωνα ανέλαβε κάποιος Ιουλιανός. Αυτός έριξε την Χριστίνα μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο, σε ένα κλουβί με φίδια δηλητηριώδη, τα οποία αντί να την δαγκώσουν της έγλυφαν τα πόδια με ευσπλαχνία, μετά της έκοψαν τους μαστούς από όπου χύθηκε γάλα αντί για αίμα και της έκοψαν και την γλώσσα. Όλα αυτά τα μαρτύρια τα υπέμεινε με καρτερία και στο τέλος με κοντάρια που την χτύπησαν παρέδωσε το πνεύμα, λαμβάνοντας τον στέφανο του μαρτυρίου, και περνώντας στην αιώνια ζωή.

Το αδιάφθορο Λείψανο της Μεγαλομάρτυρος Χριστίνας, άγνωστο πότε, μεταφέρθηκε από την Συρία όπου μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε σε Ναό προς τιμήν της στην περιοχή του Ιερού Παλατίου, απ’ όπου αφαιρέθηκε κατά την Φραγκοκρατία και μεταφέρθηκε στη Βενετία. 
Το 1252 το Λείψανο κατατέθηκε στη Μονή του Αγίου Μάρκου στο Τορσέλλο και το 1340  μεταφέρθηκε στο Ναό του Αγίου Ματθαίου στο Μουράνο. Το 1435 . ο Πάπας Ευγένιος Δ’ διέταξε την μεταφορά του στο Ναό του Αγίου Αντωνίου, επίσης στο Τορσέλλο. Το 1793 . μεταφέρθηκε στη Μονή της Μάρτυρος Ιουστίνης Βενετίας και το 1810  στο Ναό του Αγίου Φραγκίσκου της Αμπέλου, όπου και σήμερα φυλάσσεται, κατατεθημένο σε κρυστάλλινη λάρνακα.