Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Η ΟΣΙΑΚΗ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΞΕΝΗ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ 1867 - 1923



site analysis


 Εἶναι γνωστή σε ὅλους τους Ἕλληνες ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στήν Αἴγινα. 

Πρόκειται για το μοναστήρι που ἵδρυσε ὁ Ἅγιος τοῦ 20ου αἰῶνα  με δέκα νέες που τον ἀκολούθησαν ἀπό την Ἀθήνα. 

Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτές ξεχώριζε ἡ Χρυσάνθη Στρογγυλοῦ,  μία τυφλή Κρητικοπούλα. 

Γεννήθηκε το 1867 στα Χανιά τῆς Κρήτης, 

ὅταν ἔβραζε ἡ κρητική ἐπανάσταση γιά τήν ἀπαλλαγή ἀπό τον τουρκικό ζυγό. 

Σε ἡλικία ἐννέα μηνῶν ἔχασε το φῶς της ἀπό μηνιγγίτιδα. 

Οἱ γονεῖς της Νικόλαος και Μαρία, εὐσεβεῖς ἄνθρωποι την φώτισαν με το χριστιανικό φῶς. 

Ἔτσι, ὅταν ἡ τυφλή Χρυσάνθη ἦρθε στην Ἀθήνα,  φιλοξενήθηκε ἀπό εὐσεβεῖς οἰκογένειες 

και χάρη στην πνευματική της καλλιέργεια ἀγαπήθηκε ἀπ᾿ ὅλους. 



Πήγαινε τακτικὰ στὴν Ἐκκλησία, στοὺς Ταξιάρχες, στὸ Πολύγωνο. Φοροῦσε καλογερικά. Ἐκεῖ τὴ συναντοῦσε ἡ Αἰκατερίνα Ματθοπούλου, εὐσεβὴς καὶ εὔπορη. Ἦταν νύφη τοῦ π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου. Ἐκεῖ σύχναζε ἡ εὐσεβὴς κόρη ὅπου καὶ ἐγνώρισε τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸν σπίτι τῆς κ. Ματθοπούλου μετὰ ἀπὸ ἕνα μνημόσυνο. Ἀπὸ τότε ἡ κ. Χρυσάνθη μὲ μιὰ ὁμάδα καλῶν κοριτσιῶν εἶχαν γιὰ πνευματικὸ τοὺς πατέρα τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Οἱ πνευματικὲς συναντήσεις αὐτὲς γίνονταν στὸ σπίτι τῆς νύφης τοῦ π. Εὐσεβίου Ματθόπουλου. Τὶς ἀφοσιωμένες αὐτὲς καρδιὲς τὶς πυρπολοῦσε ὁ πόθος τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸ Θεό. Τὸ 1904 ὁ Σεβ. Νεκτάριος διάλεξε ἕνα μέρος στὴ θέση Ξάντος στὴν Αἴγινα ὅπου ὑπῆρχε ἄλλοτε ἡ Μονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἐκεῖ ἀποφάσισαν νὰ μείνουν ὁ Ἅγιος με τὶς 10 νέες. Μὲ τὴν πνευματικὴ διαύγεια ποὺ διέκρινε τὸν Ἅγιο, ὅρισε γιὰ ἡγουμένη τὴν τυφλὴ Χρυσάνθη ποὺ μετονομάστηκε Ξένη μοναχή. Ὑπάρχουν προφορικὲς μαρτυρίες πιστῶν Αἰγινητῶν, ὅπου καταδεικνύεται ὁ θαυμαστὸς βίος, τὸ προφητικὸ καὶ προορατικὸ χάρισμα τῆς γερόντισσας, ὅπως καὶ ἡ ἐκ μέρους τῶν συμμοναζουσῶν της βαθιὰ ἐμπιστοσύνη καὶ ἀφοσίωση ὡς πρὸς τὴν ὁσία. Οἱ ἐνθυμήσεις ποὺ ἔχουν διασωθεῖ εἶναι ἀπολύτως χαρακτηριστικές, παραθέτουμε ἐνδεικτικὰ ὁρισμένες ἀπὸ αὐτές: «Ἦταν ἡ πρώτη ἡγουμένη τοῦ Μοναστηρίου» ἔλεγε ἡ Εὐαγγελία Μπέση. «Ἁγία γυναῖκα. Ἦταν προικισμένη μὲ πολλὲς ἀρετές. Ἐφάρμοζε κατὰ γράμμα τὶς συμβουλὲς τοῦ Σεβασμιότατου καὶ βοηθοῦσε καὶ τὶς ἀδελφὲς νὰ τὶς ἐφαρμόσουν καὶ αὐτές. Τὴν σέβονταν ὅλες. Εἶχε καὶ θαυμάσιο ποιητικὸ τάλαντο. Ἦταν θρησκευτικὴ ποιήτρια. Ἔγραφε ὕμνους στὸ Χριστό, στὴν Παναγία, στοὺς Ἁγίους. Ὑπέροχη ψυχή. Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ». Παρεμφερεῖς εἶναι καὶ οἱ ἐνθυμήσεις τοῦ Σωτηρίου Οἰκονόμου, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Ριζάρειο Σχολή, διηγεῖται μὲ ἔμφαση: «Ἁγία ψυχή! Μάλιστα ἀπορῶ πῶς δὲν τὴν ἀνακήρυξαν καὶ αὐτὴν ἁγία». Ἡ Πετρούλα Βότση-Γιαννακοπούλου ἀφηγήθηκε προσωπική της ἐμπειρία: «Ἦταν Ἅγιος ἄνθρωπος! Χαριτωμένος. Εἶχε καὶ χάρισμα προορατικό. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι σήμερα τὸ ἐξομολογητήριο, ἦταν παλιὰ πορτίτσα μισή - μισὴ πάνω μισὴ κάτω. - Καλημέρα Γερόντισσα, τῆς ἔλεγα. -Καλῶς τὴν Πετρούλα, ἀποκρινόταν καλοσυνάτα. Ὅποιος καὶ ἂν τὴν πλησίαζε, δίχως φυσικὰ νὰ βλέπει, οὔτε μία ἀκτῖνα φῶς, ἐπικοινωνοῦσε μαζί του σὰν νὰ ἔβλεπε κανονικά. Λέτε καὶ δὲν ἦταν τυφλή. Εἶχε χάρισμα...». Ἰδιαιτέρως σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία τῆς ἀνιψιᾶς της, Μαρίας Στρογγυλοῦ: «Ὅταν προσευχόταν, νόμιζες πῶς δὲν πατοῦσε στὴ γῆ! Ὅτι βρισκόταν στὸν οὐρανό!» Ἡ Αἰγηνίτισσα μοναχὴ Νεκταρία ἔλεγε γι᾿ αὐτή: «Ἦταν ἁγία γυναῖκα! Εὐωδιάζουν τὰ ὀστᾶ της! Πολλὰ βράδια στὸ ἀπόδειπνο -ἀφοῦ εἶχε κοιμηθεῖ ὁ Ἅγιος- ἔβλεπε ἕνα Γεροντάκι μὲ τὸ σκουφάκι του τὸ μαῦρο καὶ περιφερόταν γύρω-γύρω, τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας. Δὲν ἔβλεπε καθόλου. Ἀλλὰ τὰ πάντα «ἔβλεπε». Ὅταν ἔμπαινε στὸ Ναὸ ἔλεγε: -Γιατί παιδιά μου ἔχουν σκόνη οἱ Εἰκόνες αὐτές; Μιὰ μέρα μοῦ εἶπε: -Γιατί Ζηνοβία φορᾷς τόσο κοντὸ φουστανάκι, ἀφοῦ θὰ γίνεις μοναχή;» Τὸν Ἅγιο τὸν ξενύχτησαν πολλοὶ στὸ Μοναστήρι. Ἡ Γερόντισσα Ξένη γύριζε γύρω-γύρω καὶ παρηγοροῦσε τὸν κόσμο ποὺ ἔκλαιγε. Τὸ ἀπόγευμα πρὶν κοιμηθῇ ὁ Δεσπότης, οἱ καλόγριες πῆραν τηλεγράφημα ποὺ ἔλεγε ὅτι πάει καλύτερα στὸ Ἀρεταίειο. Χάρηκαν. Ἡ Ξένη ὅμως δὲν χάρηκε. Τὸν εἶχε δεῖ στὴν αὐλὴ τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τῆς εἶπε: -Ἦρθα νὰ σᾶς χαιρετίσω. Ἀναχωρῶ! Ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα μάθαμε τὰ μαντάτα. Ὁ Δεσπότης κοιμήθηκε. Στὶς ἑκατὸν τριάντα ἕξι σῳζόμενες ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, οἱ ἑκατὸν δέκα περίπου ἀποστέλλονται πρὸς τὴν «ὁσιωτάτην ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὴν ὁσίαν Ξένην». Ἡ ὁσία παρὰ τὴν ἀσθενικήν της κράση ἐβίαζε τόσον ἑαυτὴν προσευχομένη καὶ νηστεύουσα, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ τῆς ὑπενθυμίζῃ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐκθέτῃ τὴν ὑγεία της σὲ κίνδυνο. Ἄλλοτε πάλι, τῆς ἔγραφε «νὰ ὀλιγοστεύσῃ τὰ κομβοσκοίνια». Ἐκείνη, βεβαίως, πειθαρχοῦσε, διότι ἦτο ἄνθρωπος ὑπακοῆς, ἐγνώριζε, ἐξ ἄλλου, καλῶς τί θὰ ἀπαντοῦσε ὁ ἅγιος ὅταν ὁποιαδήποτε μοναχὴ παρήκουε τὶς νουθεσίες του: «Φυλάξατε τὰς συνθήκας τοῦ ἁγίου σχήματος καὶ τοὺς νόμους Του». Ἡ ἴδια εἶχε μεγάλη εὐαισθησία καὶ φόβο Θεοῦ προκειμένου νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ποτὲ δὲν μεταλάμβανε ἂν δὲν ἔπαιρνε τὴν εὐλογία τοῦ ἁγίου. Εἶχε βαθιὰ ταπείνωση. Ἀρκεῖ νὰ μνημονευθεῖ ὅτι ὅταν τῆς ἔδιναν καινούργιο ράσο δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸ φοράῃ καινούργιο, γι᾿ αὐτὸ ἔκοβε ὁρισμένα τεμάχια καὶ τοποθετοῦσε στὴν θέση τοῦ μπαλώματα, ὥστε νὰ φαίνεται παλαιό. Εἶχε διαυγῆ διάκριση καὶ θεάρεστη ὑπομονή. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, πεπεισμένος διὰ τὴν πνευματική της σοφία καὶ σύνεση, τῆς ἔγραφε νὰ γνωρίσῃ τὶς ἀδελφὲς «ὅτι ὀφείλουσιν ἅπασαι νὰ ἐξαγορεύονται τοὺς λογισμούς των εἰς αὐτήν», ἄλλοτε πάλι, τῆς ἔγραφε: «ἐπιθυμῶ οὐδεμία τῶν ἀδελφῶν πλήν σου νὰ διατάσσῃ». Ἀσκούμενη καὶ ἁγιαζομένη τοιουτοτρόπως, κατέστη ἔμπειρος εἰς τοὺς ὅρους τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ μία ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος τῆς ἔγραφε γιὰ μία ἀδερφή: «Ὑπομιμνήσκω αὐτὴ τοὺς ὅρους τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος. Πρῶτον: Αὐταπάρνησις. Ταύτη ἕπεται ἡ ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος καὶ ἡ ὑποταγή. Δεύτερον: Ὑπομονὴ καὶ ταπείνωσις καὶ τὰ παρεπόμενα ταῖς ἀρεταῖς ταύταις. Καὶ τρίτον: Προσοχὴ καὶ διάκρισις» καὶ ἐν συνεχείᾳ τῆς παραγγέλει: «Περὶ αὐτῶν καὶ περὶ τῶν λοιπῶν τοῦ πολιτεύματος ὅρων νὰ τὴν διδάξεις σύ». Ἡ θεία Ἡγουμένη Ξένη - ἔχουσα ὑπόψη της τὸ «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» – ἐβίαζε τὸν ἑαυτόν της (ὅπως τὴν καθοδηγοῦσε ὁ ἅγιος) μετὰ συνέσεως ἐν πᾶσι», «ὥστε ἡ πίστις, ἡ ἐλπὶς καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν ἔβαινον καθ᾿ ἑκάστην τελειούμεναι». Ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου πατέρα της. Ἀγωνιζόταν νὰ δουλεύει γιὰ τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἔχει τὸ νοῦ της στὸ Θεό, καὶ αὐτὰ προσπαθοῦσε νὰ ἐμπνεύσει καὶ στὶς ψυχὲς τῶν μοναζουσῶν τῆς ἀδελφότητος, συνιστώντας σὲ αὐτὲς τὴν προσευχή, καὶ τὴν προσοχή. Μάλιστα, γιὰ νὰ μὴν τὸ ξεχνοῦν τὶς παρακινοῦσε κάθε μέρα νὰ γράφουν στὴν παλάμη τοὺς προσοχὴ καὶ προσευχή. Ἐπαναπαυόμενος ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴν ἁγιότητά της, τῆς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ σταυρώσει μὲ ἅγιο λείψανο μία ἀδερφή. Στὴ σκέψη της καὶ στὴ γνώμη της, ὁ ἅγιος ἔδινε πολὺ σημασία, γι᾿ αὐτὸ τῆς ἀνέθεσε ἐν λευκῷ καὶ κατὰ τὴν κρίση της τὸ πρόγραμμα τῆς Μονῆς. Ἀκόμη καὶ τὸ κελλί του τὸ ἔκτισε τελικὰ ἐκεῖ ποὺ εἶχε τὴν γνώμη της νὰ κτισθεῖ. Αὐτὰ εἶναι στὴν πνευματικὴ σφαῖρα συντελούμενα θαύματα, μιὰ ἀγράμματος, στερούμενη καὶ τοῦ φυσικοῦ φωτὸς τῶν ματιῶν, κατορθώνει νὰ διοικεῖ μοναστικὴ ἀδελφότητα καὶ νὰ προάγει αὐτὴ πνευματικῶς. 

Ἡ μοναχή Ξένη «εἶχε μία πηγαία ποιητική φλέβα, 

μιά εὐαίσθητη ψυχή που την λέπτυναν 

ἀκόμη περισσότερο ὁ πόνος και ἡ πίστη. 

Αἰσθανόταν την ἀνάγκη να ἐκφράζει σε στίχους τα συναισθήματα, 

που την πλημμύριζαν, 

την ἀγάπη της για τον Χριστό, την Παναγία, 

το δέος μπροστά στην φοβερή Δευτέρα Παρουσία, 

το φόβο για τις ἁμαρτίες της και τον κρυμμένο πόνο, 

για το βαθύ σκοτάδι που την ἔζωνε. 

Οἱ στίχοι, που ἡ τύφλωσή της τῆς ἐμπνέει 

τρέμουν ἀπό στεναγμό, ἀλλά δονοῦνται ἀπό ἁπαλή πίστη 

και ἁπαλύνουν με την παρηγοριά, 

που ἡ ὁλόψυχη ἀφοσίωση στον Θεό μπορεῖ να δώσει».



Αοίδημη Μοναχή Ξένη της Αίγινας

πηγή.Τρελογιάννης

Η Μοναχή Βασιλική Χατζηστεφάνου και το οσιακό τέλος της



site analysis


Η καταγωγή της ήταν από την Μικρά Ασία. Δεν είχε κανένα στον κόσμο εκτός από την ηλικιωμένη μητέρα της. Συνδέθηκε πολύ νωρίς μέ την νεαρή Φωτεινή, την μετέπειτα Γερόντισσα Γλυκερία. Ήταν μερικά χρόνια νεώτερη από εκείνη στην ηλικία. Ζούσαν μαζί στο δικό της προσφυγικό σπίτι στην Νίκαια.

Εργαζόταν νεωκόρος στούς Αγίους Αναργύρους και ζούσαν μέ τα χρήματα του μισθού της.
Όσοι εκκλησιάζονταν στους Αγίους Αναργύρους θαύμαζαν την μοναχή πού διακονούσε και προσευχόταν. Ήταν άνθρωπος, της θυσίας και της αγάπης. Πόσες ψυχές δεν ανακουφίστηκαν από τά στοργικά της λόγια, από την ελεημοσύνη της, από την συμπαράστασή της! Δυο φορές πρήσθηκε στην κατοχή γιατί προσέφερε το λιγοστό συσσίτιό της στούς άλλους...
Είχε τό χάρισμα των δακρύων, όμως όταν μιλούσε ήταν γελαστή, ευχάριστη.

Στην Γερόντισσα Γλυκερία έκανε υπακοή μέχρι το τέλος της ζωής της.
Έφυγε από τούς Αγίους Αναργύρους, όταν έγινε το Μοναστήρι. Πόνεσε πού αποχωριζόταν την Εκκλησία και τους γνωστούς της. Πολύ περισσότερο δάκρυσαν εκείνοι πού την έχασαν από κοντά τους.

Τον εαυτό της τον έβαζε πάντα στην άκρη. Γινόταν θυσία από τα μικρά, έως τα μεγάλα. Ακόμη και το όνομα τό μοναχικό πού πήρε δεν της άρεσε. Το πρότεινε για να ευχαριστήσει τον Γέροντα Ιερώνυμο πού της έκανε την κουρά διότι έτσι έλεγαν την μητέρα του.
Κόπιαζε η ίδια για να ξεκουράσει τούς άλλους. Ποτέ δεν έμεινε χωρίς εργασία. «Ο μοναχός δεν πρέπει, να μένει αργός» έλεγε συχνά.

Είχε φθάσει τα 65 χρόνια της όταν ένοιωσε ενοχλήσεις στην κοιλιά. Ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Περίμενε να περάσουν οι άγιες ημέρες για να πάει στον γιατρό. Οι ιατρικές διαγνώσεις δεν έδειχναν κάτι ανησυχητικό. Δεν μπορούσε να φάει. Σιγά σιγά σταμάτησε το φαγητό. Αρχές Ιουλίου την έπιασε δυνατός πόνος. Σύστησαν στην Μονή κάποιον καθηγητή θρησκευόμενο, ειδικό για την περίπτωσή της. Νοσηλεύθηκε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο.

Ταλαιπωρήθηκε μέ τις εξετάσεις χωρίς να βρεθεί τί έχει. Αποφασίστηκε να την χειρουργήσουν. Θα ήταν μία ερευνητική επέμβαση. Στενοχωρήθηκε, προσευχήθηκε και οι Άγιοι Ανάργυροι πού τόσα χρόνια υπηρετούσε βοήθησαν να αποφύγει αυτή την δοκιμασία. Είχε διάσπαρτο καρκίνο. Το σωληνάκι πού της είχαν στο στομάχι έδειχνε την δύσκολη κατάσταση πού βρισκόταν.

Της έδωσαν εξιτήριο. Ήταν στο τέλος της. Είχε προθεσμία ζωής μερικές μέρες. 'Όπως επιθυμούσε θα πέθαινε στο Μοναστήρι.
Μέσα σε σαράντα μέρες πού αρρώστησε, μια φορά πόνεσε και έφυγε για τον ουρανό.
Άρχισε να βλέπει Αγγέλους, δαίμονες και έλεγε στις αδελφές:

 «Γίνεται Λειτουργία. Δεν ακούτε;» 
Μετά μασούσε.
«Τί τρώτε;» Την ρωτούσανε.
«Μα, Αντίδωρο», απαντούσε. Είχε ένα μήνα να φάει. Με τον όρο τρεφόταν...
’Έπαιρνε ανήσυχο ύφος και απαντούσε.
«Ψέματα. Είναι ψέματα. Από νεανικής ηλικίας». Και διάφορα άλλα. «Σε ποιόν μιλάτε;» την ρωτούσαν. Έχουν το χαρτί, μια τό δείχνουν, μια τό παίρνουν. Είναι ψέματα αυτά που γράφουν».
Ήταν αντιμέτωπη με τις αντίδικες δυνάμεις. ’Έπαιρνε το κομβοσχοίνι της και προσευχόταν έντονα...
Δύο μέρες έβλεπε διάφορα και τά έλεγε στις μοναχές. Πότε τις γνώριζε, πότε ζούσε μόνη της, με όσα έβλεπε...
Είχε μαθευτεί στα άλλα Μοναστήρια τού νησιού ότι ήταν βαρειά και έρχονταν να πάρουν την ευχή της. Αυτό ήταν μία συγκινητική και τιμητική εκδήλωση σε εκείνη πού είχε τον εαυτό της κάτω από όλους. "Ηλθε και ο Μητροπολίτης Ιερόθεος και της έκανε ευχέλαιο.

Ευλαβούνταν ιδιαίτερα τον Άγιο Νεκτάριο. Πήγαιναν όλες οι μοναχές στις αγρυπνίες, στην μνήμη του, για να έρθει να βοηθήσει την ώρα του θανάτου.
’Έτσι πίστευε και έλεγε στην αδελφότητα.

«Για να δούμε θα έρθει ο Άγιος;» απορούσαν οι αδελφές. Την τελευταία νύκτα ήταν δώδεκα η ώρα, στις 10 Αύγουστου. Είχε γυρίσει το κεφάλι προς τό παράθυρο και έβλεπε μακριά και έλεγε «Άγιε Διονύσιε, Άγιε Ιερόθεε, Άγιε... Άγιε...» και ξαφνικά φώναξε δυνατά: «Άγιε Νεκτάριε πρέσβευε υπέρ ημών». Ήταν μία απάντηση στην δυσπιστία των αδελφών πού την περιποιούνταν. Μια μοναχή άναψε θυμιατό. «Βλέπει πράγματα πού εμείς αδυνατούμε να δούμε», βεβαίωσε η μοναχή πού θύμιαζε...

Σε λίγο η Μοναχή Βασιλική τραβήχτηκε στην άκρη τού κρεβατιού, στηρίχθηκε στα πλευρά της, μαρμάρωσε κυριολεκτικά και παρακολουθούσε από την πόρτα ως τό παράθυρο, τον ερχομό μιας παρουσίας πού την αλλοίωσε. Μετά από λίγα λεπτά πήρε την συνηθισμένη θέση της, τράβηξε τό σεντόνι μέχρι τό πρόσωπο, ήρεμη, ικανοποιημένη και ψιθύρισε «Ο Κύριος! Τώρα δεν έχουν τίποτα να πουν». Αναφέρθηκε στους δαίμονες πού την τρόμαζαν. Δεν ξαναμίλησε, δεν ξανακινήθηκε. ’Έμενε έτσι με άνοικτά μάτια, κάτι περίμενε. 

Τό απόγευμα στις 4 η ώρα ήρθε ο Γέροντας της Μονής πατήρ Γεώργιος Κρητικός. 
«Έ, της φώναξε, τί κάνεις;» 
Τότε μίλησε, τον γνώρισε:«Ήρθε και ο πνευματικός!», είπε. ’Έξω από το κελί συγκεντρώθηκε η αδελφότητα και έψαλλαν την παράκληση της Παναγίας. Στα μεγαλυνάρια, έγειρε τό κεφάλι και η ψυχή της πέταξε σε Εκείνον πού πόθησε και διακόνησε, για να χαίρεται αιώνια.

Επειδή δεν είχε συγγενείς, έλεγε ότι όταν πεθάνω κανείς δεν θα έρθει στην κηδεία μου. Όμως ο Χριστός την τίμησε ιδιαίτερα. Ο Μητροπολίτης Ιερόθεος κάλεσε τό οικοτροφείο θηλέων που ήταν τότε στο νησί και τις κατασκηνώτριες. Ήρθαν οι μοναχές από τα άλλα μοναστήρια, πλήθη κόσμου και οι Ιερείς του τόπου. ’Έγινε τόσο μεγαλόπρεπη κηδεία που ή Γερόντισσα Γλυκερία κλαίγοντας έλεγε: «Τι τελετή, τί τιμή γίνεται σήμερα για σένα παιδί μου»... 

Από την ενορία των Αγίων Αναργύρων πού διακονούσε έφθαναν κατά ομάδες τά πρόσωπα που είχε ευεργετήσει. Μία νέα πού θρήσκευε εντυπωσιάστηκε πολύ από την νεκρώσιμη ακολουθία και γενικά από την κηδεία της Γερόντισσας Βασιλικής που παρεκάλεσε ολόψυχα μέσα στον ναό «Θεέ μου, βοήθησε με να πεθάνω κι εγώ μοναχή». Μετά από μικρό χρονικό διάστημα πήγε μοναχή σε Μοναστήρι της Πελοποννήσου...

Από το βιβλίο ''Γέροντες και γυναικείος μοναχισμός-Ιερομονάχου Δημητρίου Καββαδία

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Η αγία Θεοδώρα Βάστας




Η αγία Θεοδώρα Βάστας και η θαυμαστή εκκλησία της με τα 17 δέντρα στη στέγη (με πολλές φωτογραφίες της εκκλησίας με τα δέντρα επάνω)




Η νεαρή Θεοδώρα ήταν το μεγαλύτερο κορίτσι μιας φτωχής και πολύ θρήσκας οικογένειας με πατέρα ηλικιωμένο και άρρωστο και ζούσε σε ένα χωριό της Πελοποννήσου, τη Βάστα, λίγο έξω από τη Μεγαλόπολη. Το χρηματικό ποσό που απαιτείτο για την πληρωμή μισθοφόρου ήταν πολύ μεγάλο για τις δυνατότητες της οικογένειάς της και ο πατέρας της ανήμπορος να πάρει μέρος σε μάχη. Έτσι η Θεοδώρα σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να υποδυθεί τον άντρα και να συμμετέχει η ίδια στο στρατό του χωριού της.
Μια νεαρή κοπέλα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη γοητεία του νεαρού στρατιώτη κι έτσι τον ερωτεύθηκε. Η Θεοδώρα δεν ήθελε να προδώσει το μυστικό της γιατί αυτό θα εξέθετε όλη την οικογένειά της.
Η συνεχής άρνηση της Θεοδώρας οδήγησε τη νεαρή κοπέλα να δηλώσει ότι η Θεοδώρα ήταν εκείνος που την άφησε έγκυο και θα έπρεπε να την παντρευτεί. Η άρνηση της Θεοδώρας, η οποία δεν ήθελε να αποκαλύψει το μυστικό της, στο συγκεκριμένο γάμο, δεν επέτρεπε παρά την καταδίκη της σε θάνατο λόγω ατίμωσης της νεαρής κοπέλας. Έτσι κι έγινε. Οδηγήθηκε έξω από το χωριό και εκτελέστηκε.
Καθώς ξεψυχούσε, είπε: «Κάνε, Κύριε, τα χρόνια μου να γίνουν δέντρα και το αίμα μου νερό να τα ποτίζει». και ξαφνικά, ένα ρυάκι σχηματίστηκε με ορμητικό νερό…
Μερικούς αιώνες αργότερα, γύρω στον 12ο αιώνα, στο σημείο αυτό φτιάχτηκε ένα εκκλησάκι εις μνήμη της Αγίας Θεοδώρας όπου μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν τα λείψανά της. Με την ολοκλήρωση του ναϊδρίου αυτού, φύτρωσαν 17 δέντρα στη στέγη του όσα και τα χρόνια της Θεοδώρας όταν θανατώθηκε και έτσι ολοκληρώθηκε ο θρύλος της Αγίας Θεοδώρας.
Ο ναός της Αγίας Θεοδώρας αποτελεί μοναδικό φαινόμενο και είναι από τα πιο δημοφιλή και αξιόλογα αξιοθέατα της Αρκαδίας. Η εκκλησία κτίστηκε μεταξύ του 1050-1100 προς τιμήν της οσιομάρτυρος Θεοδώρας. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Βάστα της Μεγαλόπολης σε μια κατάφυτη ειδυλλιακή ρεματιά με πυκνό δάσος από θεόρατες βελανιδιές. Η οδική πρόσβαση γίνεται από το Ίσαρι μετά από μια πανέμορφη κατηφορική διαδρομή. Η μνήμη της Οσιοπαρθενομάρτυρος Θεοδώρας από αμνημονεύτων ετών και μέχρι του έτους 1952 εορταζόταν κάθε Λαμπροτρίτη για λόγους που δεν διέσωσε η παράδοση ως τοπική Αγία και πανηγύριζε ο φερώνυμος ιερός ναΐσκος της. Έκτοτε καθιερώθηκε να εορτάζεται την ίδια μέρα, που η εκκλησία μας τιμά και την μνήμη της Οσίας Θεοδώρας της εξ Αλεξάνδρειας.

Θαυμαστό ναΐδριο τιτλοφορείται από το βιβλίο Ρεκόρ Γκίνες ο ναός της Αγίας Θεοδώρας στο χωριό Βάστα Μεγαλόπολης Αρκαδίας.
Εορτάζει στις 11 Σεπτεμβρίου.

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Αγία μάρτυς Ία (Μνήμη 4 Αυγούστου & 11 Σεπτεμβρίου)



site analysis


1. Κατά το πεντηκοστό τρίτο έτος της βασιλείας του[1], ο βασιλιάς των Περσών Σαβώριος ανέβηκε στα κάστρα και τα σύνορα των Ρωμαίων κάνοντας εκστρατεία με το στρατό του. Έφτασε δε και σ’ ένα κάστρο που λεγόταν Βιζαϊδέον[2], και κατόρθωσε να το κυριεύσει και να γίνει κάτοχός του και να καταστρέψει τα τείχη του. Όχι δε μόνον αυτό, αλλά θανάτωσε εκεί με τα ξίφη και πλήθος Ρωμαίων και συνέλαβε περίπου πενήντα χιλιάδες[3] άνδρες και γυναίκες, μαζί με τον επίσκοπο Ηλιόδωρο και τους γηραλέους πρεσβυτέρους Δόσσα και Μαρεάβη[4] και άλλους πρεσβυτέρους και διακόνους, άνδρες αγιότατους, όπως επίσης και ομάδα αγίων μοναχών και παρθένων μοναζουσών, τους οποίους πήρε όλους αιχμαλώτους.
Καθώς τους οδηγούσαν στη χώρα των Ουζαϊνών[5], έφτασαν σε σταθμό που λεγόταν Βισακέρ. Εκεί ο αγιότατος επίσκοπος Ηλιόδωρος αρρώστησε, κι επειδή έμελλε να πεθάνει, χειροτόνησε επίσκοπο στη θέση του τον θεοσεβή πρεσβύτερο Δόσσα. Επίσης και το θυσιαστήριο[6] που είχε πάρει όταν έφευγε στην αιχμαλωσία, το παρέδωσε στον οσιότατο Δόσσα για να λειτουργεί σ’ αυτό οσίως και δικαίως και αμέμπτως ενώπιον του Κυρίου. Και ο θεοφιλέστατος Ηλιόδωρος ανεπαύθη εν Κυρίω.



2. Το Ιερό λείψανό του κηδεύτηκε εκεί από τους Χριστιανούς με πολλή τιμή και δόξα. Καθώς λοιπόν προχωρούσαν στο δρόμο, φεύγοντας από τα μέρη εκείνα, συναθροίστηκαν σε κάποιο μέρος κι έψαλλαν και υμνούσαν δοξολογώντας τον άγιο Θεό, και καθημερινά εκτελούσαν αυτή τη λατρευτική διακονία. Οι μάγοι όμως πλημμύρισαν από θυμό επειδή αυτοί έψαλλαν και λάτρευαν τον Χριστό τον Θεό μας, οι καρδιές και οι ψυχές τους ταράχθηκαν φοβερά και άρχισαν να κακολογούν και να συκοφαντούν τους Χριστιανούς που λάτρευαν τον Θεό στον αρχιμάγο Αδελφέρ, ο οποίος και πρωτύτερα είχε γίνει αίτιος αιματοχυσιών πολλών Χριστιανών και αθλοφόρων Μαρτύρων του αγίου Θεού που μαρτύρησαν στην Ανατολή.
Και ο Αδελφέρ, οπλισμένος με τα όπλα του διαβόλου, παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του είπε: 

«Αγαθέ βασιλιά, υπάρχει κάποιος στους αιχμαλώτους, αρχηγός των Χριστιανών, που λέγεται Δόσσας· αυτός προσελκύει πολλά πλήθη από τους αιχμαλώτους, άνδρες και γυναίκες, ομόπιστους και ομόφρονες μ’ αυτόν, και λοιδορούν την εξουσία σου και βδελύσσονται τη βασιλεία σου· αυτό το διαπράττουν καθημερινά. Τους παρήγγειλα να μη κάνουν έτσι, αλλά δεν παύουν μάλιστα περισσότερο ατιμάζουν τη βασιλική σου μεγαλειότητα και βλασφημούν όχι λίγο τους θεούς των Περσών». Όταν άκουσε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε να αποκόψουν την κεφαλή του μακαρίου επισκόπου Δόσσα.


3. Μετά την άθληση του μακαρίου επισκόπου Δόσσα, κατηγορήθηκε η δούλη του Θεού Ία, αιχμάλωτη και αυτή, ότι έχει πολύ ζήλο για την πίστη του Σωτήρα μας Χριστού. Πράγματι, ήταν εξασκημένη με ακρίβεια στις άγιες Γραφές για τον πόθο που είχε στον Δεσπότη Χριστό· φλογιζόμενη δε από την αγάπη του Χριστού εναντιωνόταν σε κάθε αντίπαλο και εχθρό του χριστιανικού λαού, αντιπαραθέτοντας και διδάσκοντας το λόγο του Χριστού και σπέρνοντας στην ακοή τους τη διδασκαλία του Θεού. Πολλούς λοιπόν από την πλάνη της ειδωλολατρίας τους έστρεφε προς τον Χριστιανισμό. Εκείνο δε τον καιρό εγκαταστάθηκε στη χώρα των Ουζαϊνών και οδηγούσε πολλούς στον Χριστό. Η Αγία αυτή πλησίαζε συνεχώς τις γυναίκες με αγάπη και τις δίδασκε το λόγο του Θεού και τις νουθετούσε και τις ενίσχυε με λόγια από τις άγιες Γραφές. Οι γυναίκες, βλέποντας την πραότητα της αγίας Ίας και ακούγοντας τα χαριτωμένα της λόγια, τη δέχονταν με ευχαρίστηση και ανέφεραν γι’ αυτή στους άνδρες τους, διηγούμενες τις διδαχές και τους λόγους της Αγίας.


4. Όταν τις άκουσαν οι άνδρες τους, οργίστηκαν πολύ, και λέγοντας ο ένας στον άλλο τα λόγια που είπε η άγια Ία στις γυναίκες τους, πρόσθεταν ότι «Αυτή η γυναίκα με τα μάγια της αποστρέφει και αποξενώνει από εμάς τις γυναίκες μας». Με μία γνώμη λοιπόν όλοι, παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και είπαν: «Αγαθέ βασιλιά μας, να ζεις στους αίώνες. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους, η εξουσία σου έφερε και μία γυναίκα από το γένος των Ρωμαίων, η οποία κάνει μαγείες σ’ αυτή τη χώρα που ανήκει στη βασιλεία σου, και απομακρύνει πολλές ψυχές από την προσκύνηση των θεών διότι ατιμάζει τους θεούς μας και καταφρονεί όλους τους νόμους σας».


Όταν άκουσε αυτά ο βασιλιάς, οργίστηκε πολύ και με πολύ θυμό διέταξε να έρθουν δύο αρχιμάγοι, που ο ένας ονομαζόταν Αδερσαβώρ και ο άλλος Αδελφέρ, και τους είπε: «Εκείνη την οποία καταγγέλλουν, αν μεν προσκυνεί τους θεούς και τιμά τον ήλιο και τη φωτιά και το νερό και την εξουσία μου, και αν δεν πράττει πιά τη μαγεία που διδάσκει, ας κατοικήσει στη χώρα αυτή και ας έχει τιμή από εμάς· αν όμως δεν προσκυνεί τους θεούς και τη φωτιά και το νερό όπως διατάζουν οι θεοί μας και οι νόμοι μας, να της επιβάλετε κάθε είδους τιμωρία».


5. Μόλις έλαβαν αυτή τη διαταγή, βγήκαν και πρόσταξαν να συλληφθεί η αγία δούλη του Θεού. Όταν την έφεραν, τη δέχθηκαν με κραυγές και θόρυβο και της είπαν: «Χριστιανή είσαι;». Η Αγία αποκρίθηκε: «Χριστιανή είμαι». Και οι παράνομοι της είπαν: «Πρέπει να θανατωθείς, διότι είπες πως είσαι Χριστιανή». Η δε αγία Ία φώναξε με ιερό ζήλο και είπε: «Χριστιανή είμαι και τον ένα ζώντα Θεό υπηρετώ που δημιούργησε κάθε ύλη, από τον οποίο κατασκευάστηκαν και αυτοί που τους λέγετε θεούς σας, ο ήλιος δηλαδή και η σελήνη, η φωτιά και το νερό· όλα είναι έργα των χειρών Του».


6. Διέταξαν τότε να γδύσουν την αμνάδα του Χριστού, κι έβαλαν σχοινιά στα χέρια και τα πόδια της και πέντε άνδρες πολύ δυνατοί τραβούσαν κάθε μέλος της, ενώ άλλοι άνδρες νέοι με σαρακηνικά μαστίγια χτυπούσαν και καταπλήγωναν το σώμα της. Η δε άγια Ία έψαλλε ωδή στον Κύριό της και υψώνοντας στον ουρανό τα μάτια Τον επεκαλείτο με παρρησία λέγοντας: «Κύριε ‘Ιησού Χριστέ, Υιέ του αληθινού Θεού, ενδυνάμωσε τη δούλη Σου σε τούτο τον αγώνα στον οποίο τώρα εισήλθα, και λύτρωσέ με από τους λύκους που με κατασπαράζουν».


7. Όταν χτυπήθηκε τόσο, ώστε να μη μπορεί να μιλήσει, διέταξαν να τη ρίξουν στη φυλακή. Και μετά από δύο μήνες διέταξαν και οδηγήθηκε μπροστά τους η άγια «Ια, και της είπαν: «Τι είχες στο νου σου τόσο καιρό στη φυλακή; Μήπως νουθέτησες τον εαυτό σου να θυσιάσεις στους θεούς και να σέβεσαι το βασιλιά και τη φωτιά και τον ήλιο, για να κατοικήσεις στη χώρα αυτή και να λάβεις από μας δωρεές και μεγάλα χαρίσματα, ώστε να τιμηθείς σύμφωνα με την απόφαση του βασιλιά των βασιλέων, η παραμένεις Χριστιανή;». Τότε η πιστότατη και αγία αποκρίθηκε και είπε: «Εγώ είχα το νου μου στο να αγωνιστώ με δύναμη στη χάρη στην οποία με κάλεσε ο Θεός και να μην ανταλλάξω τον Θεό μου τον αληθινό με τους νομιζόμενους θεούς· δεν προσκυνώ τα μάταια που σεις σέβεσθε». Μετά την ερώτησαν: «Ακόμη παραμένεις στο φρόνημα των Χριστιανών;». Αυτή αποκρίθηκε και τους είπε: «Χριστιανή είμαι και θεό αληθινό σέβομαι και προσκυνώ».


8. Όταν άκουσαν αυτά οι αρχιμάγοι, με οργή και πολύ θυμό διέταξαν να φέρουν από τον κήπο σαράντα γερά κλαδιά ροδιάς ακαθάριστα· και την τάνυσαν δώδεκα άνδρες και τη χτυπούσαν σκληρά μπροστά και πίσω. Και από το σώμα της έρρεε το αίμα στη γη, όπως και οι σάρκες της, μέχρις ότου γέμισαν αίματα αυτοί που την κρατούσαν. Βλέποντας ότι είναι όλη αρματωμένη και ότι οι σάρκες της κατέπεσαν, διέταξαν να την πάρουν σαν £να πτώμα και να τη ρίξουν στη φυλακή. Μετά έξι μήνες οι αρχιμάγοι διέταξαν να φέρουν σ’ αυτούς
Είπαν οι αρχιμάγοι: «Είναι αληθινά λοιπόν όσα ακούστηκαν για σένα, ότι διδάσκεις στη χώρα αυτή εναντίον του βασιλιά των βασιλέων;». Η Αγία αποκρίθηκε: «Αν κάτι ειπώθηκε για μένα υπέρ του Χριστού, αληθινό είναι· εγώ ασφαλώς κηρύττω τον ένα και μοναδικό Θεό στους ανθρώπους, για να μετανοήσουν και να επιστρέψουν προς Αυτόν από τα πονηρά έργα τους, καθώς διδάσκουν οι άγιες Γραφές μας». Όταν οι αρχιμάγοι άκουσαν αυτά, θύμωσαν όχι λίγο και διέταξαν τους υπηρέτες κι έφεραν μεγάλα καλάμια, που τα έσχισαν, και τα έμπηξαν σ’ όλο το σώμα της Αγίας και την έσφιξαν με λεπτά σχοινιά, μέχρις ότου οι αρθρώσεις και τα μέλη της έκαναν κρότο. Διέταξαν έπειτα να τραβήξουν ένα-ένα τα καλάμια από το σώμα της.


10. Έτσι οι σάρκες και το αίμα της έρρεαν κάτω στη γη, μέχρι που φάνηκαν τα κόκκαλα και τα εντόσθιά της. Μετά δέκα ημέρες διέταξαν να τανύσουν την Αγία και με χάλκινες βέργες κατατσάκισαν τα κόκκαλά της. Κι εκείνη την ώρα κείτονταν στο έδαφος σαν νεκρή μπροστά τους· διέταξαν τότε να φέρουν πιεστήριο (πρέσσα) και να τη βάλουν σ* αυτό, και γύρω της άνδρες έσφιγγαν για πολύ, μέχρις ότου τα μέλη της αποκόπηκαν από το σώμα κι έπεσαν κάτω.


11. Βλέποντας ότι ήταν πια άλαλη και τα μέλη της διαλύθηκαν κι έπεσαν, διέταξαν να αποκοπεί με ξίφος η κεφαλή της. Πρόσταξαν δε στους φύλακες να φρουρήσουν το λείψανο της για να μη την ενταφιάσει κανείς, μέχρις ότου τα όρνεα κατέβουν και φάγουν το σώμα της, επειδή οι Πέρσες δεν είχαν τη συνήθεια να θάβουν τους νεκρούς, για να μη μολύνεται, λέει, η γη. Μερικοί όμως Χριστιανοί έδωσαν κρυφά χρήματα κι εξαγόρασαν από τους φύλακες το λείψανο της αγίας Ίας και το κήδεψαν με τιμή, όπως έπρεπε[7]. Μαρτύρησε δε η αγία Ία στην επαρχία των Ουζαϊνών της Περσίας, στις 5 Αυγούστου[8], ενώ βασίλευε στους Πέρσες ο Σαβώριος, και σ’ εμάς βασίλευε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Σημειώσεις:
1. Το 362.
2. Πιο ορθά «Βηθζαβδαί». Ο Σωζόμενος το αποδίδει «Ζαβδαίον χωρίον». Ήταν οχυρό στα σύνορα Περσών-Ρωμαίων. Ο Σαβώριος προσπάθησε να το κυριεύσει μαζί με τη Νίσιβη διότι του άνοιγαν τις πύλες της Μεσοποταμίας και της Αρμενίας αντίστοιχα. Το κατόρθωσε το 360. Η απαγωγή του πληθυσμού έγινε μετά δύο χρόνια.
3. Σύμφωνα με το συριακό κείμενο, αλλά και το ελληνικό Μηναίο, οι αιχμάλωτοι ήταν εννιά χιλιάδες.
4. Η μνήμη τους εορτάζεται 9 Απριλίου.
5. Χώρα των Ουζαϊνών–Βεθουζά.
6. Προφανώς φορητό, ίσως αντιμήνσιο.
7. Το λείψανο της αγίας Ίας μετά το διωγμό μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, σε ναό που κτίστηκε προς τιμήν της έξω από τη Χρυσή Πύλη. Ο ναός αυτός ανακαινίστηκε αργότερα από τον Ιουστινιανό (Προκόπιος, Περί κτισμάτων I, 9). Το IB’ αιώνα καταστράφηκε κατά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους, οπότε το λείψανο μεταφέρθηκε στη Μονή των Μαγγάνων. Σε χειρόγραφο του ΙΔ’ αιώνα σώζεται εγκώμιο της Αγίας, γραμμένο επί της βασιλείας Ανδρονίκου (1282-1328). Ο συγγραφέας του Μακάριος, Ιερομόναχος της Μονής των Μαγγάνων, μαρτυρεί ότι το λείψανο, μετά από δέκα σχεδόν αιώνες, παρέμενε άφθορο, όπως το είχε δει πολλές φορές ο ίδιος (Patrologia Orientalis 2, 1905, σελ. 462-473).
8. Η μνήμη της εορτάζεται 4 Αυγούστου και επαναλαμβάνεται 11 Σεπτεμβρίου. Μάλλον εννοεί ομάδα τοπικών Αγίων και όχι τους γνωστούς Μάρτυρες της Σεβάστειας, προγενέστερους κατά μισό αιώνα (9 Μαρτίου 320).

Πηγή: Μέθη Χριστού, Μάρτυρες στην Περσία του Σαβωρίου (Πρωτότυπο κείμενο – Μετάφραση), Μετάφραση Δημήτριος Χρισταφακόπουλος, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», § Μαρτύριο της αγίας μάρτυρος Ίας, Έκδοσις Ά, Θεσσαλονίκη 1989.
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Η Αγία ένδοξος, θεόστεπτος και Ισαπόστολος Βασίλισσα Πουλχερία η Παρθένος



site analysis


1


Αυτή η αγιωτάτη και Ισαπόστολος Βασίλισσα ήταν εγγονή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του λεγομένου Μικρού.
Ήταν σοφώτατη και ευσεβέστατη και υποσχέθηκε στο Θεό την δια βίου παρθενία και γι’αυτό αναφέρεται ως Πουλχερία η Παρθένος.
Ανέλαβε τη μόρφωση και διαπαιδαγώγηση στην ευσέβεια του μικροτέρου αδελφού της μέχρι της ενηλικιώσεώς του, αλλά και αργότερα υπήρξε το δεξί χέρι του και ο πραγματικός κυβερνήτης της Αυτοκρατορίας.
Πολύ υπερασπιζόταν την Ορθοδοξία και βοήθησε την Εκκλησία. Οι Πατριάρχες και ο λοιπός κλήρος και ο λαός την σέβονταν και την τιμούσαν πολύ. Τιμήθηκε όσο ελάχιστοι άλλοι βασιλείς για την ευλάβεια, τη σύνεση, τις πολλές αρετές και τις αμέτρητες αγαθοεργίες της. Με ειλικρινή και άπειρο σεβασμό αναφέρονταν σε αυτήν και την επευφημούσαν ως νέα Αγία Ελένη.
Το 450 απεβίωσε ο αδελφός της αυτοκράτορας Θεοδόσιος και η διακυβέρνηση του Κράτους απέμεινε σε αυτήν. Κατανόησε ότι η διακυβέρνηση χρειαζόταν στιβαρώτερα χέρια και, καθ’ υπόδειξη και της Συγκλήτου, έλαβε σύζυγο τον ευλαβέστατο και ενάρετο συγκλητικό Μαρκιανό τον οποίο κατέστησε βασιλέα, υπό τον όρο ότι θα φυλάξει ως τέλους την παρθενία της.
Το 451, μαζί με το Μαρκιανό, ο οποίος συγκαταλέγεται επίσης μεταξύ των Αγίων, συνεκάλεσαν την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία αναθεμάτισε τον Ευτυχή και το Διόσκορο και γενικά τον μονοφυσιτισμό.
Τιμήθηκε ακόμη και εν ζωή ως αγία από όλους τους Επισκόπους και τους Πατριάρχες και ιδιαίτερα από τόν άγιο Λέοντα Πάπα Ρώμης. Είναι εκ των ευλαβεστέρων Βασιλισσών οι οποίες τίμησαν την Εκκλησία. Προς αυτήν απηύθυνε ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας θεολογικώτατες επιστολές του, με τις οποίες αποδεικνύει την δυσσέβεια της αίρεσης του Νεστορίου.
Αυτή πρώτη θέσπισε δια νόμου το «περί του Ελληνιστί διατίθεσθαι» , να χρησιμοποιείται δηλ. η Ελληνική ως επίσημη γλώσσα του Κράτους, ενώ πριν χρησιμοποιόταν η Λατινική.
Πολλά είναι τα ευαγή ιδρύματα, οι Σχολές, τα Νοσοκομεία, οι Ναοί και οι Μονές, τα οποία οικοδόμησε και πλούτισε ποικιλοτρόπως με προσόδους, προνόμια και άλλα αγαθά, ώστε να μένουν εις δόξαν Θεού και μνημόσυνό της.
Αυτή υπήρξε και η πρώτη κτιτόρισσα της Μονής του Εσφιγμένου, γι’αυτό και δικαίως και πρεπόντως δοξάζεται σε αυτήν αιωνίως.
Το όνομά της φέρει και ένα από τα πολυτιμότερα κειμήλια της Μονής, ο πολυτιμότατος και ανεκτίμητος ομώνυμος Σταυρός.
Η Αγία απήλθε προς Κύριον την 10η Σεπτεμβρίου του έτους 453.

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

-Οι αγίες Μηνοδώρα,Μητροδώρα και Νυμφοδώρα



site analysis

Τρία δώρα του ίδιου πατέρα προς τον Κύριο



Τρία δώρα του ίδιου πατέρα προς τον Κύριο μας, τρεις αδελφές κατά σάρκα, αλλά καί κατά πνεύμα, πού αναδίδουν «ευωδία Χρίστου» (Β' Κορινθ. β' 15), είναι οι παρθενομάρτυρες Μηνοδώρα, Μητροδώρα καί Νυμφοδώρα.
ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ-ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ
Οι εύποροι καί ευσεβείς γονείς των τριών Παρθένων τίς άνέθρεψαν σύμφωνα με τίς εντολές του Κυρίου. Τίς δίδαξαν την ενεργή συμπαράσταση στους πάσχοντες, στους πονεμένους καί στους θλιβομένους. Επέτρεψε ό Θεός στις τρεις νεαρές αδελφές να μείνουν ορφανές σε νεαρή ηλικία, αλλά δεν τίς εγκατέλειψε, όπως δεν εγκαταλείπει κανένα μας, καί τίς πήρε κάτω από την κραταιά προστασία Του.
Μια ημέρα οι τρεις αδελφές παίρνουν τη μεγάλη καί αμετάκλητη απόφαση να αφιερωθούν στο Νυμφίο Χριστό, στον εκλεκτό της καρδίας τους. Ψηλά στο βουνό, κοντά στίς Πύθιες πηγές, βρίσκουν ένα έρημητήριο καί αποσύρονται σε αυτό. Έκεϊ φτερώνουν το φρόνημα τους με την ακατάπαυστη προσευχή καί άμιλλώνται για την τελείωση της αρετής καί την απόκτηση της σοφίας των ουρανών. "Απ' το ξεχείλισμα επίσης της αγάπης τους προσφέρουν στους ανήμπορους ό,τι μπορούν περισσότερο. "Ετσι, ή φήμη τους διαδόθηκε παντού. Δοξάσθηκε ό Θεός από την εύσυμπάθητη αγωγή των τριών αυτών παρθένων, αλλά τίς φθόνησε ό μισόκαλος μη άνεχόμενος την «δι' έργων ένερ-γουμένην πίστιν» τους (Γαλατ. ε' 6). Ό άσεβης έπαρχος του Μαξιμιανοΰ (286-305) Φρόντων τίς μίσησε όχι για απείθεια ή κακότητα, αλλά για την πίστη καί την ενεργή αγάπη τους. Τίς κάλεσε σε ανάκριση καί προσπάθησε να τίς σαγηνεύσει με τους λόγους καί τίς υποσχέσεις του. Το σωματικό κάλλος καί ή ψυχική ευεξία των τριών αδελφών τον συνεπήρε. Αυτές όμως με τη δύναμη πού έκπήγαζε από τα μύχια των καρδιών τους, τον άποστομώνουν καί τον περιφρονούν. Ό δρόμος τώρα για μαρτύριο ανοίγεται μπροστά τους.




"Η Μηνοδώρα μπαίνει πρώτη στο στάδιο. Τα φονικά όργανα ενεργοποιούνται. Ή αγριότητα γίνεται πρωτοφανής. Οι σάρκες της μάρτυρος ξεσχίζονται καί τα αίματα καλύπτουν το όμορφο νεανικό της σώμα. Ή ψυχή όμως μένει αδάμαστη, άφοΰ τα μαρτύρια για κάθε αθλητή της πίστεως είναι αναψυχή. Αλλωστε, υπάρχει μεγαλύτερο δώρο από το «πάσχειν υπέρ Χρίστου» (Φίλ.α' 29); Μετά από πολλές βαναυσότητες ή καλλιμάρτυς κόρη δοξολογούσα παραδίδει το πνεύμα της στον άγωνοθέτη Χριστό, για να λάβει σαν αντάλλαγμα το στεφάνι της αιωνιότητας.

Ή οργή του Φρόντωνα με το θάνατο της Μηνοδώρας δεν μειώθηκε. Δριμύτερος προσπαθεί να μεταπείσει τίς δύο άλλες αδελφές. Αντιστέκονται καί στερρόψυχα του απαντούν:
- Τρεις αδελφές υπήρξαμε στη γη, τρεις θα παρευρεθούμε καί στη δόξα του Κυρίου μας. Αχώριστες ήμασταν στη γη, αχώριστες θέλουμε να παραμείνουμε καί στον ουρανό !
Ο Φρόντων, πού δεν ανέχεται την ήττα του από τίς νεαρές αυτές κοπέλλες, διατάσσει να ξαπλώσουν στη γη τα νεαρά κορμιά των δύο μαρτύρων καί να τα κατακαύσουν με αναμμένες λαμπάδες. Αυτές, όμως, όπως οί τρεις παίδες στην κάμινο. υμνούν τον Θεό καί σβήνουν με τη προσευχή τους τη φωτιά, για να συνεχίσουν την άθληση με συντριβή των μελών τους. Προσκαρτεροΰν το τέλος βάφοντας με το νεανικό τους αίμα τα χώματα της Βιθυνίας. Το επίγειο τέλος ήλθε με το άνοιγμα της πύλης της αϊωνιότητος, όπου ό Κύριος τίς υποδέχθηκε λέγοντας: «Εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου» σας! 


Δρος Χαραλάμπους Μ.Μπούσια,Υμνογράφου/orthodoxigynaika.blogspot
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ