Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Η αμαρτωλή γυναίκα… – Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς



site analysis


Μας αφηγήθηκε σήμερα ένας ιερέας του Βελιγραδίου το ακόλουθο ασυνήθιστο γεγονός με μία εκδιδόμενη γυναίκα στους δρόμους του Βελιγραδίου.
Μία μέρα λίγο πριν βραδιάσει βάδιζε στους δρόμους για τη «δουλειά» της. Καθώς περνούσε δίπλα σ’ έναν κήπο βλέπει έναν άνθρωπο να ετοιμάζεται να απαγχονιστεί. Έδεσε το σχοινί στο κλαδί του δέντρου και με μιας το έβαλε γύρω από το λαιμό του. Η γυναίκα, σβέλτη, πήδησε πάνω από την περίφραξη, τράβηξε το μικρό της μαχαίρι από την τσέπη κι έκοψε το σχοινί, οπότε ο άνθρωπος έπεσε στο χώμα λιπόθυμος. Του έκανε μαλάξεις ώσπου συνήλθε. Τότε της είπε ο αυτόχειρας: 
«Γιατί το ’κανες; Εγώ δεν μπορώ να ζήσω, δεν έχω στον ήλιο μοίρα. Εξαιτίας της φτώχειας μου, ήθελα να τελειώσω μ’ αυτή τη μίζερη ζωή».
Η γυναίκα έβγαλε όσα χρήματα είχε μαζί της και του τα έδωσε, υποσχόμενη ότι θα τον βοηθά κι άλλο ώσπου να βρει δουλειά. Και συνέχισε η γυναίκα τη δική της άπρεπη δουλειά, ενώ μέρος από τα κέρδη της απ’ αυτή τη δουλειά, πήγαινε σ’ εκείνον τον φτωχό και του έδινε για να συντηρηθεί.
Όμως μετά από έξι βδομάδες η γυναίκα έπεσε στο κρεβάτι βαριά άρρωστη. Της κάλεσαν τον ιερέα. Στην παρουσία του ιερέα εκείνη, ήδη ετοιμοθάνατη, άρχισε να λέει: 
«Ω, άγγελοι του Θεού, γιατί ήρθατε σ’ εμένα; Μα δεν ξέρετε, πόσο βρώμικη και αμαρτωλή γυναίκα είμαι εγώ;».
Λίγο μετά πάλι φώναξε: «Ώ, Κύριε Χριστέ, μα κι ΕΣΥ ήρθες σ’ εμέ να την αμαρτωλή; Για ποιο λόγο το αξιώθηκα αυτό; Μα μόνο με το ότι έσωσα εκείνον το φτωχό απ’ το θάνατο; Αλίμονο σ’ έμενα την ανάξια! Ώ πόσο είναι μεγάλο το έλεος του Θεού!».
Λέγοντας αυτό άφησε την ψυχή της, και το πρόσωπό της έλαμψε σα να φωτιζόταν με κερί. Να, τί σημαίνει να σώσεις την ψυχή ενός ανθρώπου. Να, πως μία πράξη ελέους προς τον πλησίον σκεπάζει πολλές αμαρτίες!
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ . ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΟΕΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ ΑΒΕΕ

Επιστολές «εις ΑΜΠΡΟΥΚΛΗΝ την Διακονίαν και ταις συν αυτή» – Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.



site analysis


Αι επιστολαί αύται εγράφησαν εκ Κουκουσού εν έτει 404. Φαίνεται ότι η Διάκονος Αμπρούκλη ηγείτο χριστιανικού ομίλου γυναικών.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΩΤΗ (7ς΄, σελ. 659)
Τα κύματα, όταν με ορμήν κτυπούν επάνω στους βράχους, εις αυτούς μεν ούτε την παραμικράν βλάβην και μετακίνησιν δεν προξενούν, εις τον εαυτόν τους δε η μεγάλη ορμή γίνεται αιτία να διαλυθούν γρηγορώτερα. Το φαινόμενον τούτο παρατηρείται τώρα εις σας και εκείνους, που χωρίς καμμία αιτία σας επιβουλεύονται. Αι άδικοι αυταί επιβουλαί εις σας δεν προξενούν ζημίαν, αλλά θα φέρουν παρρησίαν ενώπιον του Θεού και μεγάλην δόξαν ενώπιον των ανθρώπων, εις αυτούς όμως καταδίκην και εντροπήν και περιφρόνησιν.
Διότι αυτήν την ιδιότητα έχει η αρετή και αυτήν η κακία. Η μεν αρετή δηλαδή, και όταν ακόμη πολεμάται, ακμάζει και ενισχύεται, ενώ η αμαρτία και όταν ακόμη πολεμά και επιτίθεται γίνεται ασθενεστέρα και αυτοκαταστρέφεται.
Έχουσαι ως παρηγορίαν τα όσα συνέβησαν, να χαίρετε και ευφραίνεσθε και ενισχύεσθε. Διότι γνωρίζετε δια ποία βραβεία αγωνίζεσθε εις τον αγώνα αυτόν της ψυχικής ανδρείας, εις τον οποίον εισήλθατε, και ποία πολύτιμα αγαθά σας περιμένουν, «τα οποία μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και ανθρώπινος νους δεν εφαντάσθη» (Α’ Κορ. β’ 9), όταν με γενναιότητα και ευχαρίστως υποφέρετε τα δυσάρεστα, που όλα μαζί σας ηύρον. Και αυτά μεν περνούν γρήγορα και τελειώνουν μαζί με τον βίον του ανθρώπου, τα δε βραβεία που προέρχονται από αυτά είναι αιώνια και ακατάλυτα.
Και προτού λάβετε τα βραβεία εκείνα εις την άλλην ζωήν, έχετε και εις τον κόσμον αυτόν όχι μικράν αμοιβήν, και αυτή είναι η ευχαρίστησις, που προέρχεται από την καλήν μαρτυρίαν της συνειδήσεως και την αναμονήν των βραβείων εκείνων. Γνωρίζω ότι αυτά τα εγνωρίζατε προτού σας τα γράψω, δια να κάμω όμως μακροσκελή την επιστολήν, έγραψα δια πολλών προς παρηγορίαν σας, διότι γνωρίζω καλώς, ότι αγαπάτε σε πολύ μεγάλον βαθμόν τας επιστολάς μας και αυτό νομίζω είναι η αιτία που διαρκώς παραπονείσθε εναντίον μας, διότι δεν σας γράφομεν πολλάς φοράς. Τόσον δε μεγάλη είναι η επιθυμία σας να σας γράφωμεν, ώστε δεν δυνάμεθα να σας ικανοποιήσωμεν έστω και αν σας γράφωμεν καθημερινώς, διότι κυριολεκτικώς κρέμασθε από τας επιστολάς μας. Είθε ο Θεός να σας δώση τον μισθόν σας και την αμοιβήν εις τον παρόντα βίον και εις τον μέλλοντα δια την τόσην αγάπην που έχετε προς ημάς.
Ημείς δεν παύομεν, με όσα μέσα ευρίσκομεν, συνεχώς να σας αποστέλλωμεν επιστολάς, επειδή το να ομιλώμεν με την ψυχήν σας δια των επιστολών μας, μας προξενεί πολλήν ευχαρίστησιν και διότι την αγάπην, την οποίαν από την αρχήν εβάλατε μέσα μας, την διατηρούμεν ζωηράν και αμείωτον, και αν δε μείνωμεν περισσότερον ακόμη χρόνον μακράν από σας, δεν είναι δυνατόν η πάροδος του χρόνου να εξασθενήση, διότι διαρκώς σας περιφέρομεν παντού δια της διανοίας μας και θαυμάζομεν την σταθεράν και αμετακίνητον θέλησίν σας και μεγάλην σας ανδρείαν. Γράψατέ μας και σεις συνεχώς ευχάριστα νέα δια την υγείαν σας και όλον τον οίκον σας, δια να αισθανθώμεν εκ των νέων τούτων και ημείς πολλήν παρηγορίαν.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ (ΡΓ’ , σελ. 662)
Αν και πολλή μεγάλη απόστασις με χωρίζει από την εντιμότητά σας, εν τούτοις έμαθα περισσότερον από ότι οι παρόντες αυτού δια τας εκδηλώσεις του ανδρείου χαρακτήρος σας και τα αξιοβράβευτα και μεγάλα κατορθώματά σας και σας συγχαίρω πολύ δια την ανδρείαν σας, την υπομονήν, την ελευθεροστομίαν και το θάρρος σας. Δια τας αρετάς σας αυτάς δεν θα παύσω να σας καλοτυχίζω, διότι σας φέρουν εις τον παρόντα κόσμον αμοιβήν και εις τον μέλλοντα αιώνα τα αγαθά εκείνα, τα οποία δεν δύναται ο νους του ανθρώπου να κατανοήση. Πολύ μας ελυπήσατε εις την μακρινήν αυτήν απόστασιν που ευρισκόμεθα, διότι δεν ηθελήσατε να μας γράψετε. Και γνωρίζω μεν, ότι τούτο δεν προήλθεν από αμέλειαν, διότι ξέρω ξεύρω καλά, είτε γράφετε είτε σιωπάτε, ότι διατηρείτε την προς ημάς θερμήν και γνησίαν, ειλικρινή και αγνήν, ισχυράν και σταθεράν αγάπην, αλλά διότι δεν είχατε άνθρωπον να σας γράψη.
Έπρεπεν όμως δια τούτο να μας γράψετε εις την εγχώρια 22 γλώσσα σας και με το χέρι σας. Διότι, όπως και σεις γνωρίζετε, επιθυμούμεν πάρα πολύ να λαμβάνωμεν από την ευλάβειάν σας συνεχώς επιστολάς, ώστε κάθε ημέραν να μανθάνωμεν περί της υγείας σας. Εκτός τούτον αι επιστολαί σας μας φέρουν μεγάλην παρηγορίαν εις την ερημίαν αυτήν και τας εδώ δυσμενείς περιστάσεις, που ευρισκόμεθα.
Έχουσα λοιπόν υπ΄όψιν, εντιμοτάτη και ευλαβεστάτη μου δέσποινα, την μεγάλην μας αυτήν επιθυμίαν, μη παραλείπετε να μας προσφέρετε την μεγάλην αυτήν χάριν και ευχαρίστησιν, δια των επιστολών σας.
Κατ΄αυτάς ήλθον πολλοί από πολλά μέρη της περιοχής σας και δεν μας έφερον επιστολή της κοσμιότητός σας. Δεν παραπονούμεθα όμως εναντίον σας, διότι ήτο φυσικόν η ευσέβειά σας να μη γνωρίζη αυτούς. Τώρα όμως, που είναι δυνατόν με κάθε ευκολίαν να μας στέλλετε τας επιστολάς σας και αφού μάλιστα συνέβησαν αυτού τόσον σπουδαία γεγονότα, επιθυμούμεν τακτικά να λαμβάνωμεν επιστολάς σας. Ανακτήσατε λοιπόν αυτό που εις το παρελθόν με την αμέλειάν σας εχάσατε, διότι δεν μας εγράφατε, με το να μας στέλλετε από τώρα τακτικά και αλλεπάλληλα επιστολάς, αι οποίαι θα επανορθώσουν την μακράν προηγουμένην σιωπήν σας.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΡΙΤΗ (ΡΑ’ , σελ. 718)
Την επιστολήν, την οποίαν λέγετε, ότι εστείλατε πρώτην, έλαβον δευτέραν, δέσποινά μου, εντιμοτάτη και κοσμιωτάτη. Τα ίδια πάλιν θα σας επαναλάβω. Μη ονομάζετε αυθάδειαν και αδιακρισίαν το ότι μας εστείλατε επιστολήν σεις πρώτη, χωρίς εμείς να σας γράψωμεν, μήτε να θεωρήτε αμάρτημα και μειονέκτημά σας αυτό, που είναι δια σας πολύ μεγάλο εγκώμιον. Το ότι πρώτη μας εγράψατε το θεωρούμεν απόδειξιν αγάπης προς ημάς θερμής και δραστικής και διαθέσεως γνησίας, ειλικρινούς και θερμοτέρας και από την φωτιάν ακόμη.
Έχουσα λοιπόν τούτο υπ΄όψιν σας, κάμετέ μας με προθυμίαν αυτήν την χάριν και συνεχώς να μας στέλλετε πλήθος επιστολών, που να έρχωνται αλλεπάλληλα, δια να μανθάνωμεν περί της υγείας σας. Όταν δε θα μάθωμεν περί εκείνων που μας αγαπούν, όπως είσθε σεις, ότι ευρίσκεσθε σε ασφάλειαν, σε καλήν υγείαν και ησυχίαν, η πληροφορία αυτή θα μας δώση μεγάλην παρηγορίαν δια την διαμονήν μας εις ξένην περιοχήν, καθώς και μεγάλην ανακούφισιν αν και κατοικούμεν εις το τελευταίον ερημικόν μέρος. Αφού λοιπόν αναλογισθήτε πόσον ευχάριστον εορτήν μας δημιουργείται 23 , μη μας φθονήσετε δια την εξαιρετικήν αυτήν ευχαρίστησιν, αλλά όταν ευκαιρήτε και είναι δυνατόν, να μας στέλλετε ευχαρίστους περί της υγείας σας αγγελίας.
Σημειώσεις
22. «Πλην αλλά και ούτως εχρήν τη εγχωρίω σου γλώττη επιστείλαι». Τούτο υποδηλοί ότι η Αμπρούκλη ήτο ξένης εθνικότητος. Πιθανόν να ήτο γοτθικής, διότι εις τους γότθους είχε κάμει ο Χρυσόστομος μεγάλην ιεραποστολικήν εργασίαν, χειροτονήσας και ιθαγενή επίσκοπον, τον Ουνίλαν. Ιδέ Χρυσοστόμου επιστολαί εις Ολυμπιάδα.
23. Υπόθεσιν μεγάλης χαράς και εορτήν χαρμόσυνον εθεώρει την λήψιν επιστολών παρά των πνευματικών του τέκνων. «Εορτήν γαρ εγώ τούτο τίθεμαι και πανήγυριν πολλής ηδονής υπόθεσιν» (Επιστ. ΣΛΕ’ , Πορφυρίω Επισκόπω Ρωσού).
Από το βιβλίο: ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
(ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΥΠΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Γ. ΣΤΑΜΟΥ)
Έκδοσις Β΄. ΑΘΗΝΑΙ 1999

Η Σταχτοπούτα των ουρανών που την έλεγαν Καλλιόπη



site analysis

Δηλαδή δεν παλεύεται αλλιώς το "πράγμα" παρά μόνον με ό,τι μας είχε κάνει κάποτε να λιώσουμε από τρυφεράδα και τώρα πια από νοσταλγία!
Το "πράγμα" είναι αυτό που επέβαλαν να μας συμβαίνει, τουτέστιν η αναξιοπρέπεια η ευτέλεια αλλά και η ανασφάλεια που οδηγεί σε απογύμνωση τα όνειρά μας. Όμως πάντα υπάρχει τρόπος να ξαναντύσουμε τα όνειρα με κείνα τα πολύτιμα υφάσματα που τύλιξαν σώματα αγαπημένα που κινήθηκαν σ'ένα σοκάκι, σε μια συνάντηση ή απλώς στο αέναο της μνήμης που αρνείται ν'αυτοκτονήσει, της μνήμης μας: 
Αυτή ήταν μια γριά που διαρκώς εκινείτο, συνήθως σιωπηλή, στα παιδικά μου χρόνια. Ερχόταν στο σπίτι της γιαγιάς (όπου ήταν το σταυροδρόμι των οικογενειακών συναντήσεων, ονειρώξεων, ενυπνίων, απαντοχών και ελπίδων) αλλά σπανίως έμπαινε μέσα. Καθόταν στην αυλή και αν έμενε βράδυ πήγαινε και κούρνιαζε σε μια παλιά αποθήκη, όπου έβαζαν το άχυρο.
Ήταν ένα παράξενο πλάσμα , κάτι σαν αερικό, που δεν ήθελε να ενοχλήσει και μόνο επιθυμούσε να περνάει να βλέπει ότι είναι καλά τα "αφεντικά" και το σόι τους, να μυρίζεται την μυρωδιά τους και να φεύγει, να προχωράει στους επόμενους που αγάπησε. Λέγοντας "αφεντικά" το θέμα δεν έχει την έννοια των μετέπειτα ταξικών κόμπλεξ αλλά αφ' ενός μια πραγματική κατάσταση καθώς ο άντρας της ήταν τσομπάνης στα κοπάδια του παππού μου και αφ' ετέρου μια απρόκλητη αποστασιοποίησή της (μάλλον οφειλόμενη σε περίσσευμα ταπεινοφροσύνης) και μια εγγενή αβρότητα που δεν της επέτρεπε να "ενοχλήσει". 
Χειμώνα καλοκαίρι ήταν τυλιγμένη με ένα μαύρο πλεκτό σάλι πάνω από τα μαύρα της ρούχα, φορούσε μαύρο μαντήλι και είχε ένα μόνιμα απορημένο ύφος είτε χτυπώντας το παράθυρο και ρωτώντας "τί καν' η μάνα σ' ; " είτε αρνούμενη να δεχθεί την παραμικρή τροφή γιατί πάντα κάπου αλλού...της είχαν κάνει το τραπέζι!
 Αυτή η γυναίκα πάντα με μπέρδευε και λίγο με φόβιζε με τα μεγάλα, αραιά της δόντια και το ισχνό πρόσωπο που έλεγες πως ήταν οστά καρφωμένα πάνω σε ένα διαρκές χαμόγελο....
Την έβλεπα στης γιαγιάς την οικία, μετά στο δικό μας σπίτι (να κρούει το παράθυρο της κουζίνας) και στον δρόμο να περπατάει, να περπατάει με τα λαστιχένια της παπούτσια και τις μαύρες χουλα χούπ κάλτσες της, τόσο που κάποτε σκεφτόμουν ότι μπορεί να υπάρχει μία τάξη ανθρώπων που φτιάχτηκαν για να βαδίζουν έτσι ώστε να μην μένουν άδειοι οι δρόμοι και δίχως λαό τα πανηγύρια καθώς (ξέχασα να σας πω) ετούτη έκανε τις επισκέψεις της πάντα σε συνδυασμό με κάποια θρησκευτική πανήγυρη. Δηλαδή ή πήγαινε σε πανηγύρι ή επέστρεφε από πανηγυρίζοντα ναό. Μιλάμε δε, για μακρινές εκκλησιές και μοναστήρια, με αποτέλεσμα να διανύει χιλιόμετρα ολόκληρα με στάσεις σε σπίτια γνωστών όπου διανυκτέρευε στον πιο άβολο χώρο και ποτέ μέσα στην οικία...
Από τις συζητήσεις των μεγάλων έμαθα για τις αλάδωτες νηστείες της και ακόμη πως αυτή πλην της Τετάρτης και της Παρασκευής νήστευε και την Δευτέρα ως ημέρα αφιερωμένη στους αγγέλους.
Προφανές είναι πως για να το γνωρίζει αυτό -σε κείνα τα χρόνια- αυτή μια χωριάτισσα που δεν είχε μάθει ούτε να διαβάζει, είχε τις... επαφές της στον χώρο και ίσως έτσι εξηγείται το ότι όλοι την αγαπήσαμε ενώ εκείνη δεν έκανε τίποτε γιαυτό, εκτός από το να χαμογελάει και να μας επισκέπτεται μεταξύ δύο πανηγυριών.
Κάποτε έκανε πολύ καιρό να περάσει και μάθαμε πως σε έναν από τους ατέλειωτους ποδαρόδρομους, ασυνήθιστη την πολύ κίνηση, διέσχισε έναν κεντρικό δρόμο σε λάθος στιγμή. Ήταν λίγο πιο πέρα από το σπίτι μας και -πολύ αργότερα- ο αδελφός μου, κάνοντας κάποιους συσχετισμούς αλλά κυρίως ενθυμούμενος την ημέρα που είδε ένα λαστιχένιο γοβάκι να έχει απομείνει στην διασταύρωση ενώ οι συγκεντρωμένοι μιλούσαν για μια "καημένη γριά", είπε (στο τραπέζι της Κυριακής) πως μάλλον γιαυτό δεν ερχόταν πια στο παράθυρο της κουζίνας......
Σπρώξαμε απαλά τα πιάτα από μπροστά μας σαν μυστικό μνημόσυνο σ'αυτή που μας άρεσε να έρχεται σαν το καλό μας στοιχειό και δεν θα ξαναρχόταν πια. Το κρέας με τις πατάτες έμοιαζε ξαφνικά να έχει γίνει εξαιρετικά άνοστο και ολίγον... βλάσφημο, όταν μάθαμε τα νέα για κείνη που μας έμαθε την ημέρα των Αγγέλων.
Υ.Γ. Παρεπιμπτόντως εκείνη την Κυριακή απέκτησα την βεβαιότητα ότι με ένα γοβάκι (και δη λαστιχένιο) οδεύεις με μεγαλύτερη σιγουριά στον Παράδεισο!

Κάνοντας τον Θεό να χαμογελάει...



site analysis

Ἀναφέρει ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος (†1989):

«Ἐπισκέφθηκα πρό ἐτῶν μεγάλη γυναικεία Μονή. Μεταξύ τῶν μοναζουσῶν, τίς ὁποῖες γνώριζα, ἦταν καί μία σχεδόν αἰωνόβια.Ὕπαρξη ὀλιγογράμματη, ἀλλά ἁγιασμένη.
Λόγῳ τοῦ γήρατος δέν σηκωνόταν πλέον ἀπ’ τό κρεβάτι. Καθόταν μόνο πάνω σ’ αὐτό. Πῆγα στό κελλί της.
Κλαίγοντας μοῦ εἶπε τό… παράπονό της: “Ἄχ, αὐτή ἡ Γερόντισσα! Τήν παρακαλῶ νά μοῦ δίνη δουλειά νά κάνω ἐδῶ πάνω στό κρεβάτι, ἀφοῦ δέν μπορῶ νά σηκωθῶ ἄν δέν μέ κρατοῦν, καί αὐτή δέν μοῦ δίνει. Μπορῶ νά τυλίγω κουβάρια. Δέν μέ ἀφήνει, ὅμως. Μοῦ λέει ὅτι δούλεψα ὀγδόντα χρόνια στό Μοναστήρι. (Εἶχε μεταβῆ ἐκεῖ σέ ἡλίκα 16 ἐτῶν.) Ἀλλά ἔτσι ἐγώ τρώω δωρεάν τό ψωμί μου. Δουλεύουν ἄλλες καί ταΐζουν ἐμένα. Τί νά κάνω, ὅμως; Ἡ Γερόντισσα δέν ὑποχωρεῖ. Στενοχωρήθηκα τόσο πού δέν ἤθελα νά τρώω.
Ἀλλά μετά σκέφθηκα κάτι καί ἀναπαύθηκα. Σκέφθηκα νά κάνω συνέχεια προσευχή γιά ὅλους. Ἔτσι μοῦ φαίνεται σάν νά δουλεύω κι ἐγώ. Βλέπεις αὐτό τό κομποσχοίνι; (Μοῦ ἔδειξε ἕνα κομποσχοίνι πού εἶχε πολύ μεγάλους κόμπους.) Δέν τό ἀφήνω καθόλου ἀπ’ τά χέρια μου μέρα-νύκτα, ἐκτός ἀπό δύο-τρεῖς ὧρες κατά τίς ὁποῖες κοιμᾶμαι. Κάνω συνέχεια προσευχή γιά τή Γερόντισσα καί γιά τίς Καλόγριες πού δουλεύουν γιά νά τρώω ἐγώ. Ἀλλά κάνω καί γιά ἄλλους. Γιά τό Δεσπότη μας καί γιά τούς ἄλλους Ἀρχιερεῖς, γιά τούς Ἱερεῖς, γιά τούς Κήρυκες, γιά τούς Ἄρχοντες, γιά τούς Δικαστές, γιά τό Στρατό, γιά τούς Χωροφύλακες, γιά τούς Δασκάλους, γιά τούς Μαθητές, γιά τίς χῆρες, γιά τά ὀρφανά, γιά ὅλους ὅσους θυμηθῶ. Ἔτσι αἰσθάνομαι λιγότερο βάρος στή ψυχή μου πού τρώω δίχως νά δουλεύω…”.
Δακρύζω ὅσες φορές φέρνω στή μνήμη μου τή σκηνή αὐτή. Ἔκτοτε δέν ξαναεῖδα τήν ὁσία ἐκείνη Μοναχή. Μετά ἀπό λίγους μῆνες ἀπῆλθε σέ ἄλλους κόσμους, γιά νά συνεχίζη ἐκεῖ τίς “ἐκ βαθέων” προσευχές της “γιά ὅλους ὅσους θυμηθῆ” (ἐλπίζω καί γιά μένα…), ἄν καί χωρίς πλέον τό χονδρό κομποσχοίνι της, τό ὁποῖο τάφηκε μαζί μέ τό ἱερό σκῆνος της…».

από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, «Τό Χαμόγελο τοῦ Θεοῦ», ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2012.
πηγή: https://workersectingreece.wordpress.com

+Μοναχή Χριστοδούλη (1893-1997) ΑΓΙΟΙ ΤΟΠΟΙ.



site analysis

Η μοναχή Χριστοδούλη ( κατά κόσμον Βασιλική Πιτετσέλοβα- Vasila Petechelova) γεννήθηκε στα μέρη του Καυκάσου το 1893. 
Ηταν ουνίτισσα - γραικοκαθολικιά. Αφησε τα μέρη της και ήλθε στην Αγία Γη το 1923-24. 
Στα Ιεροσόλυμα ασπάστηκε την Ορθοδοξία, ύστερα από κατήχηση και βάπτιση. Εζησε εβδομήντα χρόνια στην Θεοβάδιστη Γη.
  Αρχικά πήγε στο γυναικείο ρωσικό μοναστήρι της Αγίας Ταβιθάς στην Ιόππη-Γιάφα, κατόπιν στη μονή του Τιμίου Προδρόμου, δίπλα στον Ιορδάνη ποταμό μέχρι το 1967. 
 Εγινε ο Πόλεμος των έξι ημερών και αναγκαστικά έφυγε και αυτή, για το μοναστήρι του Προφήτου Ελισσαίου, στην Ιεριχώ, δίπλα στον μακαριστό γέροντα Γαβριήλ, εκεί που είναι η συκομορέα του Ζακχαίου.
  Διακόνησε εκεί για αρκετά χρόνια, και όταν κοιμήθηκε ο γέροντας Γαβριήλ, εξίσου αγία μορφή, πήγε στη μονή του Αββά Γερασίμου του Ιορδανίτου, στο γέροντα Χρυσόστομο Ταβουλαρέα, και έζησε τα τελευταία δέκα χρόνια της επίγειας ζωής της. 
Την θυμάμαι εκεί, όταν πέρασα ως λαικός, ως προσκυνητής, τον Αύγουστο του 1994. Μιλούσε καλά την ελληνική γλώσσα.
 Σύμφωνα με μαρτυρία του γέροντα Χρυσοστόμου, ήταν αγία μορφή η γερόντισσα Χριστοδούλη. Είχε απλότητα, ταπείνωση, ήταν σαν μικρό παιδάκι. Στη Λαύρα του Αββά Γερασίμου κοιμόταν στην ύπαιθρο, κάτω στο χώμα. Είχε κοντά της πάντα τις κοτούλες της και καμιά εικοσαριά γάτες. Αγαπούσε τα ζωντανά και μιλούσε μαζί τους. Περπάταγε πάντα ξυπόλυτη, χειμώνα - καλοκαίρι, και ποτέ της δεν φόρεσε σανδάλια. Ηταν άνθρωπος της προσευχής και της ησυχίας. Δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν. Εφυγε για τους ουρανούς το 1997, εντελώς απαρατήρητη,έτσι αθόρυβα, όπως αθόρυβα ήλθε το 1923 από τον Καύκασο.Να έχουμε την ευχή της.
"Να τα λες, και να τα γράφεις εσύ όλα αυτά, που ασχολείσαι με τα "ιντερνέτια" και τα "μαραφέτια", μου λέει συνεχώς ο γέροντας Χρυσόστομος, ο ηγούμενος της Μονής του Αββά Γερασίμου.
 Να γνωρίζει ο κόσμος ότι αγίους γέροντες και μοναχούς δεν βγάζει μόνον το Αγιον Ορος, ούτε άγιες μοναχές και άγιες μορφές μόνον η Ελλάδα και τα μοναστήρια της, αλλά παντού υπήρξαν και υπάρχουν άγιοι, όπως κι εδώ στην Αγία Γη, στους Αγίους Θεοπερπατημένους Τόπους! 
Γράφε τα και λέγε τα γιατί εγώ δεν σκαμπάζω "γρι" από τούτα δω τα "κολοκύθια", και αφού οι άνθρωποι τα παρακολουθούν, γράφε τα, οπότε μέσα στο τόσο κακό και τη βρωμιά και αυτών των "κουπεπετιών"(ίντερνετ)...να διαβάζουν και κάτι καλό, μπας και το μιμηθούν! Γράφε γερο-Ιγνάτιε, γράφε..."

ΑΜΗΝ, και Δόξα τω Θεώ...άπειρες φορές.

π.

https://proskynitis.blogspot.gr/

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Οι γιαγιάδες της Ηπείρου!



site analysis


Μητροπολίτου Χονγκ-Κονγκ π. Νεκταρίου


Η φωτογραφία ανασταίνει γνώριμες εικόνες που βρίσκονται καταχωνιασμένες βαθιά στη θύμηση. Η βάβω (γιαγιά) επιστρέφει από την εκκλησία μια Κυριακή στα Γιάννενα.
Πόσα πρέπει να γραφτούν για αυτές. Κι ό,τι κι αν γραφτεί από τον πιό χαρισματούχο συγγραφέα ή ποιητή δεν θα είναι αρκετό για να περιγράψει και να υμνήσει το μεγαλείο της ψυχής τους και την αρχοντιά τους.


Ντυμένες στα μαύρα. Με μαντήλα περίτεχνα φορεμένη στην κεφαλή. Ασκημένες στην αγροτική ζωή. Δουλευταρούδες. Λιγομίλητες. Μανάδες πρότυπα.
Στους πολέμους δεν φοβήθηκαν να ζαλικωθούν τα πολεμικά εφόδια και να περπατήσουν απάτητα βουνά για να εφοδιάσουν τους στρατιώτες.
Στον καιρό της ειρήνης πήραν τους δρόμους της ξενιτιάς και εργάσθηκαν σε φάμπρικες της Γερμανίας για να ταϊσουν τα παιδιά τους. Να τα σπουδάσουν. Να τους εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον.
Με τον τρόπο της ζωής τους δίδασκαν τον εκκλησιαστικό τρόπο ζωής. Αυστηρή τήρηση των νηστειών. Εκκλησιασμός συχνός. Ιστορίες για τις εμφανίσεις των αγίων, για τα πάθη των ανθρώπων, για τα ξωκκλήσια που στέκονται μάρτυρες της μετάνοιας των αμαρτωλών.
Γυναίκες που στάθηκαν με λεβεντιά στους βράχους της Ηπείρου και κράτησαν τον τόπο Ελληνικό κι Ορθόδοξο.


Τι άλλαξε σήμερα; Γιατί άραγε θεωρούνε μερικοί πως αυτές οι γυναίκες είναι κάτι το γραφικό; Ότι εκφράζουν ένα σκοταδιστικό παρελθόν; Φταίνε οι ξένες ιδέες και συνήθειες; Φταίνε τα άθεα γράμματα, όπως έλεγε κι ο μέγας φωτιστής της Ηπείρου, ο Κοσμάς ο Αιτωλός; Φταίει άραγε το γεγονός ότι πολλοί σημερινοί Έλληνες έχουν εικόνες στο μυαλό τους μόνο από τις χώρες που ταξίδεψαν, σπούδασαν ή εργάσθηκαν;


Ένα πράγμα γνωρίζω. Αυτές είναι οι εικόνες με τις οποίες μεγάλωσα. Η βάβω που φέρνει το πρόσφορο και τα κόλλυβα στην εκκλησιά. Η μυρωδιά του βουνού και της χωριάτικης πίττας στο ρούχο της. Τα ροζιασμένα χέρια που δεν φοβήθηκαν την δουλειά. Το περήφανο βλέμμα που έμαθε να περιπλανιέται μονάχα στα ύψη των βουνών και του ουρανού.

Όλοι αυτοί οι σύγχρονοι δήθεν προοδευτικοί ας μάθουν ότι όσο ζούμε εμείς που έχουμε μέσα στην καρδιά και την ψυχή μας ζωντανή αυτή την αρχοντική παράδοση αυτών των Γυναικών, δεν θα συναινέσουμε ποτέ σε ο,τιδήποτε βλάπτει την Ελλάδα και την Ορθοδοξία.

Η παράδοση ζωής μιας Ηπειρώτισσας βάβως αξίζει απείρως περισσότερο από τα δικά τους φληναφήματα.

ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Αυτή είναι η τυφλή Γερόντισσα της Υπομονής με τα κομμένα δάχτυλα…



site analysis

Δεν την έλεγαν πάντα Μαγδαληνή, όπως και δεν ήταν πάντα τυφλή, ούτε είχε κομμένα δάχτυλα.

Ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα λίγο πιο όμορφο, ένα παιδί της Κατοχής που κάνοντας παιχνίδι (όπως πολλά και άλλα παιδιά της εποχής εκείνης) τις παλιές οβίδες που είχαν αφήσει πίσω τους οι Γερμανοί, είδε την λάμψη και ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε…

Η έκρηξη της ξερίζωσε και τα δύο μάτια και της έκοψε τα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού! (Άλλοι πάλι λένε πως όλο αυτό δεν συνέβη αλλά έτσι γεννήθηκε).

Εμείς πάντως, έτσι την γνωρίσαμε την Γερόντισσα Μαγδαληνή, στο μοναστηράκι του 1900 που η ίδια έβγαλε από την πολύχρονη εγκατάλειψη και ανακαίνισε -εκ βάθρων-τους χώρους του. Μας γνώριζε από τις φωνές μας και μας σεργιανούσε ανάμεσα στα πολλά λουλούδια του κήπου, λέγοντάς μας με περηφάνια -χαϊδεύοντας τους ανθούς- ποιό λουλούδι είχε ανθίσει εκείνη την μέρα.

Πανέμορφο το μοναστήρι και κείνη με ευκολία βλέποντος ανθρώπου να ανεβοκατεβαίνει τα πολλά σκαλοπάτια, για το ναό, για το παρεκκλήσι, για τις βραγιές, για το αρχονταρίκι, για τον… Θεό (τελικά).

Έμενε μόνη της πάνω από είκοσι χρόνια -εκτός από κάποιο διάστημα που είχε μαζί της μία υπερήλικη καλογριά ( με μόνη την βοήθεια από τις γυναίκες που έρχονταν -τακτικά- από το γειτονικό χωριό). Εντελώς πρόσφατα, ο Κύριος της έστειλε και ανθρώπινη παραμυθία δύο νέες μοναχές.

Τώρα πάλι την επισκέφτηκε με μία σοβαρή ασθένεια -στους πνεύμονες. «Έχω πυρετό, παιδί μου» λέει με ηρεμία και εγκαρτέρηση. Δεν της έχουν πει οι γιατροί αλλά εγώ νομίζω πως ξέρει….Σε μας είπαν πως είναι εξαιρετικά σοβαρή η κατάστασή της αλλά πάλι εγώ νομίζω πως για τον Θεό είναι αλλιώς τα πράγματα, καθώς σήμερα την βρήκα απύρετη και δίχως πόνους.

Το απόγευμα θα κάνει αξονική και θα δούμε. Η κόρη μου λέει πως θα γυρίσει στο μοναστήρι ολόγερη. Άλλωστε δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα μας εκπλήξει ο Κύριος!

Το πρωί που ετοιμαζόμουν να κατέβω στην κλινική, άκουγα -αφηρημένα- έναν εκκλησιαστικό σταθμό. Ψαλμωδίες είχαν αλλά δεν πρόσεχα ακριβώς τί, μέχρι που -την στιγμή που προσευχόμουν για την Γερόντισσα- άκουσα να ψάλλουν «Μαγδαληνή Μαρία μαθήτρια του Κυρίου»!

Τυχαίο; Δεν νομίζω! Δόξα Σοι Κύριε! Κράτησε ακόμη λίγο κοντά μας την δούλη Σου Μαγδαληνή για να Σε βλέπουμε μέσα από τα τυφλά της μάτια, για να Σε ψηλαφούμε με τα λειψά της δάχτυλα, για να αναπαυόμαστε από τα κομποσκοίνια των προσευχών της.

Αλλά πάλι όχι όπως εμείς θέλουμε αλλά όπως Εσύ ξέρεις και επιθυμείς Αφέντη Χριστέ….

Καλόν Παράδεισο, Γερόντισσα

Εδώθε

Ανάμεσα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που εκείνο το Σάββατο έκλεισαν τα μάτια και τα άνοιξαν στον ουρανό, ήταν και αυτή που γράφαμε στο κείμενο. Η Γερόντισσα Μαγδαληνή της υπομονής.

Ήρεμα, γαλήνια, στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου τα ματάκια της, που χρόνια είχαν να δουν τον ήλιο, πιστεύουμε πως άνοιξαν διάπλατα για να ατενίσουν τους τόπους όπου επισκοπεί το Φως του προσώπου Του…

Κυριακή απομεσήμερο, λιώνοντας στην κάψα του καλοκαιριού, την βλέπαμε πάλι ξαπλωμένη, πάλι ήρεμη, πάλι χαμογελαστή, στο νεκροκρέβατο και δεν είχαμε λύπη. Δεν λυπάσαι αυτούς που έχουν παλέψει μιαν ολόκληρη ζωή για τούτη τη στιγμή…..

Τα δάκρυα μας ήταν γλυκασμένα σαν κούνημα λευκού μαντηλιού σε λευκότητα ψυχής που ανεβαίνει, ανεβαίνει και συ πίσω χαιρετάς μέχρι που δεν ξέρεις πια αν είναι κλάμμα, ιδρώτας ή προσευχή που καίει…. επειδή έτσι καίνε οι προσευχές όταν πιάνει Αύγουστος.

Κάτω από ένα κυπαρίσσι, λίγο χώμα, ένας λυγμός, μια Παναγιά που ερχόταν για την Παράκληση, μια ικεσία που μαζεύτηκε κουβάρι. Tην πήραμε τούτη την ικεσία- και κατεβήκαμε στην ανύποπτη πόλη, δίχως να έχουμε κατανοήσει την έλλειψη κενού από την απουσία της Γερόντισσας.

Στην πραγματικότητα το ψυχανεμιζόμαστε πως δεν θα απουσιάσει ποτέ, καθώς Παράδεισος μοναστήρι είναι μιας ανάσας δρόμος.

Μήπως για να λείψουν οι αποστάσεις δεν μάτωσε Εκείνος στον Σταυρό;

Μήπως πάνω στις καταργημένες αποστάσεις δεν στέριωσε και τούτη η μακάρια όπως όλοι οι μοναχοί τις υπομονές και την ελπίδα της;

Πλησιάζοντας Δεκαπενταύγουστος, πες της Κυράς, Γερόντισσα, όσα είχαμε «συμφωνήσει» πριν φύγεις.

Και αν είναι ευλογημένο έλα στο «Την πάσαν ελπίδα μου εις Σε ανατίθημι» μιας Παράκλησης, για να το πούμε μαζί και να γίνει πιο ισχυρό, πιο σεβαστικό, πιο της Παναγιάς μας αντάξιο…..Όπως το έλεγες πέρισυ, τέτοιον καιρό…

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Η μακαριστή ψυχούλα Θεογνωσία!



site analysis


Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου



Η μακαριστή Θεογνωσία Πατέρες και αδελφοί,
μεταβαίνει σήμερον εκ του θανάτου εις την ζωήν ένας ευλογημένος και ενάρετος άνθρωπος, η δούλη του Θεού Θεογνωσία. Ένας άνθρωπος, ο οποίος ανακάλυψε ενωρίς στη ζωή του το αυθεντικό και αληθές νόημα της ζωής και του θανάτου. Είναι όντως ευλογημένη η Θεογνωσία, όχι μόνον γιατί πήρε στην κολυμβήθρα της βαπτίσεώς της τη γνώση του Θεού, αλλά επειδή αξιώθηκε να επαληθεύσει το όνομά της.

Όντως η προκείμενη νεκρή Θεογνωσία είχε γνώση του Θεού, κι ας μην ήταν θεολόγος. Και επιβεβαίωνε τη γνώση τούτη με τη ζωή της, με την όραση των θείων μυστηρίων, τη γεύση του Θεού, δηλαδή αυτή την εμπειρία, που εμείς διαβάζουμε στα πατερικά και θεολογικά βιβλία μας. Παράδοξο, θα πει κάποιος! Δεν είναι όμως παράδοξο!

  Δόξα τω Θεώ, η Κύπρος έχει ακόμα, ας είναι και μεταλλαγμένη και σκλαβωμένη, αρκετές «Θεογνωσίες»∙ ανθρώπους δηλαδή της λαϊκής ευσέβειας, οι οποίοι πολύ νωρίς αντιλήφθηκαν ποια είναι η αληθινή γεύση, ο πραγματικός σκοπός αυτού του βίου. Κι ότι αυτός ο βίος, αν δεν ενώνεται με την αιώνια ζωή του αιώνιου Θεού, είναι βίος ανεόρταστος, άχαρος, χωρίς τη χάρη του Τριαδικού μας Θεού. Δόξα τω Θεώ, που αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε αυτού του είδους τη γνώση του ανθρώπου αυτού.



  Κι εσείς, τα παιδιά της, οι κόρες της, οι γαμπροί, τα εγγόνια της, τα δισέγγονά της, οι επίλοιποι συγγενείς, οι χωριανοί μας Ζωδιάτες και όλοι εσείς, που αξιωθήκατε να έχετε γνώση της Θεογνωσίας, είστε όντως ευλογημένοι.
Κι αν κρίνω από τους δύο επικήδειους λόγους που άκουσα, μπορώ να πω ότι αντιληφθήκατε τον θησαυρό της οικογένειάς σας. Κι έτσι μπορείτε να στηρίζετε τη δική σας οικογένεια, είτε τη τωρινή, είτε τη μελλοντική, στο παράδειγμα αυτής της ευλογημένης γιαγιάς, της Θεογνωσίας.
 Αν είμαι εδώ παρών, δεν είναι γιατί είμαστε χωριανοί με τη Θεογνωσία, ούτε πως είμαστε και μακρινοί συγγενείς, όπως πράγματι είμαστε από την πλευρά της γιαγιάς μου, αλλά γιατί, κατά ένα μυστικό τρόπο, στα ύστερα χρόνια της η Θεογνωσία μού εμπιστεύτηκε πολλά από τον εσωτερικό, πνευματικό της κόσμο, από την εμπειρία του Θεού, που απεκόμισε.


 Θα ήθελα να αναφέρω ενδεικτικά μερικά από αυτά τα εν Χριστώ βιώματά της, προς ωφέλεια και των κληρικών και εσάς των οικείων της. Καταρχάς, η αγαπητή μας Θεογνωσία γεννήθηκε με μια μεγάλη προίκα, όχι όπως νόμιζαν οι Ζωδιάτες τα πολλά περιβόλια και τα πολλά πλούτη, όχι αυτή την προίκα. Αυτή αποδείχτηκε φαντασία, την οποία τώρα νέμονται οι κατακτητές μας. Η προίκα της ήταν η μάνα της, η Παναγιωτού· άνθρωπος του Θεού, με βαθιά απλότητα αλλά και βαθιά πνευματική εσωτερικότητα.


  Η ίδια μας διηγήθηκε το εξής γεγονός, το οποίο είναι καταγραμμένο σε ένα από τα πιο λαοφιλή βιβλία, που σήμερα κυκλοφορούν, και που τιτλοφορείται Ασκητές μέσα στον κόσμο, και έχουν μέχρι σήμερα εκδοθεί δύο τόμοι.   Επιτρέψτε μου εδώ να αναφερθώ και στην προϊστορία του βιβλίου. Τη σειρά αυτή των βιβλίων επιμελήθηκε ο ιερομόναχος π. Ε. της Καψάλας, ένας από τους μεγαλύτερους ασκητές του συγχρόνου Αγίου Όρους και προσωπικός μας φίλος, πνευματικό δε τέκνο του οσίου πατρός ημών Παϊσίου του Αγιορείτου, του οποίου η αγιότητα ανακηρύχθηκε επίσημα μόλις προ ενός μηνός.
Είχε ειπεί λοιπόν ο γερο-Παΐσιος στον π. Ε. να καταγράψει, όχι μόνο τον βίο και τη διδασκαλία συγχρόνων μοναχών και ασκητών του Αγίου Όρους, αλλά και ανθρώπων που έζησαν στις μέρες μας ασκητικά μέσα στον κόσμο, ούτως ώστε και οι έγγαμοι να έχουν πρότυπα βίου, και όχι μόνον οι μοναχοί με τους ασκητές. Έτσι ο καλός μας π. Ε. μπήκε σε αυτή τη διαδικασία, και χάρηκα που στον δεύτερο τόμο της σειράς που αναφέραμε (Ασκητές μέσα στον κόσμο) έχει 
περιλάβει και έξι Κυπρίους λαϊκούς, ανθρώπους ενάρετους και αγιασμένους.


  Μια από τις έξι αυτές βιογραφίες είναι η βιογραφία της Παναγιωτούς, της μάνας της Θεογνωσίας.Ας είναι καλά ο παπα-Θεοδόσης, ο ιερέας εδώ του ναού, που διέσωσε, κατέγραψε και παρέδωσε στον π. Ε. το γεγονός, που τώρα θα σας διηγηθώ.
 Γράφει, λοιπόν, μέσα σ᾽ αυτό το βιβλίο, για όσους δεν το διαβάσατε, το εξής: 

Πήγε η Παναγιωτού μαζί με την κόρη της Θεογνωσία και άλλους στον εξωκκλήσι της Κάτω Ζώδιας -προ της εισβολής, βεβαίως-, στον άγιο Γεώργιο των Ξαλώνων, αλλά ήταν κλειστή η εκκλησία.
Η Παναγιωτού είχε τέτοια απλότητα αλλά και τέτοια φυσική πίστη, που με δυνατή φωνή είπε: 
«Άγιε Γεώργιε, είσαι μέσα; Αν είσαι μέσα, άνοιξέ μας!» Και άκουσε τη φωνή του αγίου Γεωργίου από μέσα, που της απάντησε: «Είμαι μέσα! Ελάτε!»

 Αλλά, για να ακούσει τη φωνή του αγίου, σημαίνει και αυτή είχε καθάρισει τις αισθήσεις τις και μπορούσε, ήταν άξια, να ακούσει αυτή τη φωνή. Γι αυτό, όσοι δεν έχουμε την εμπειρία του Θεού, να εμπιστευόμαστε την εμπειρία των αγίων, την εμπειρία των εναρέτων ανθρώπων του Θεού.

  Η Παναγιωτού, λοιπόν, μεγάλωσε αυτή την κόρη. Μου έλεγε η μακαριστή Θεογνωσία, ότι από τον καιρό που ζοῦσε στη Ζώδια έμαθε να κάνει πολλές μετάνοιες, αλλά κρυφά από τους άλλους. Να μην τη βλέπουν, ούτε τα παιδιά της, ούτε και ο άντρας της ο Γιαννής. Γιατί είχε μάθει και από τη μάνα της και από τη γιαγιά της -δείτε δηλαδή πόσο δυνατή παράδοση ήταν αυτή-, ότι ο Θεός ευλογεί το μυστικό, αυτό που δεν δοξάζουν οι άνθρωποι, αυτό που δεν βλέπουν, δεν ζηλεύουν, δεν φθονούν και δεν επαινούν. Γι᾽ αυτό φρόντιζε η ζωή της η προσωπική και πνευματική να είναι μυστική. 
Μου λέει: «Εν᾽ ναι (δεν είναι) για τούτο, Δεσπότη μου, που τζιαι τούτα που κάμνετε εσείς οι παπάδες μέσα στο ιερό λέγονται μυστήρια;» 

Ναί, πράγματι, γιατί τα Μυστήρια έχουν μια μυστική διάσταση, την οποία δεν μπορούν να δουν πολλοί, αλλά έχουν τη δυνατότητα να τη γευθούν όλοι.

 Είναι και ακόμη λίγα πράγματα, που μπορώ να καταθέσω για τη μακαριστή δούλη του Θεού Θεογνωσία. 
Βρισκόταν κάποτε στον Μουτουλλά, και είδε εκεί για πρώτη φορά τον φύλακά άγγελό της. Τον είδε εν είδει φωτός και φοβήθηκε και πήγε στη μάνα της και της το διηγήθηκε. Η μάνα της, της εξήγησε: 
«Είναι ο άγγελός σου κόρη μου, που πήρες στο Βάπτισμα. Πρόσεξε, να μην τον προσβάλεις.» 

Αργότερα τον είδε πάλιν και πολλάκις. Όταν κάποτε πήγε στον Κύκκο να προσκυνήσει με έναν από τους γαμπρούς της, καθυστέρησαν, και του έλεγε, «κάμε πιο γρήγορα, γυιέ μου, διότι ήδη μπήκαν στην ευλογημένη βασιλεία», δηλαδή είχε αρχίσει η Λειτουργία. Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, έφτασαν την ώρα του χερουβικού. Και η ευλογημένη ψυχή της Θεογνωσίας αξιώθηκε να ιδεί πνευματικά το μυστήριο της θείας Λειτουργίας! Ενώ εμείς, που το τελούμε τόσες πολλές φορές δεν το βλέπουμε, απλοί άνθρωποι του Θεού, που έχουν καθαρίσει τα μάτια της ψυχής τους, βλέπουν αυτά που εμείς δεν βλέπουμε. Και η Θεογνωσία ήταν άνθρωπος που είχε όραση του Θεού, γι᾽ αυτό είπα ότι είχε γνώση του Θεού.

 Έβλεπε λοιπόν μέσα στην αγία πόρτα, όπως λέμε στην Κύπρο, δηλαδή στην Ωραία Πύλη, ένα τεράστιο γαλάζιο φως και ο παπάς ήταν από πίσω προς την αγία Τράπεζα. 
Και όποτε περνούσε από την Ωραία Πύλη για να ειπεί το, «ειρήνη πάσι», περνούσε μέσα από το φως και το φως διαχεόταν δια χειρός του ιερέως σε όλους τους πιστούς. Αν και σε μερικούς, καθώς μου είπε, δεν καθόταν το φως, και λυπήθηκε. Σκεφτείτε δηλαδή αυτή τη γυναίκα, πόσο τη χαρίτωσε ο Θεός, για να βλέπει τα μη ορώμενα. 


 Άλλοτε πάλιν, σε ένα από τους ναούς της Κύπρου -όχι αυτόν εδώ της Λευκωσίας-, έβλεπε τον ιερέα την ώρα που θυμίαζε στο χερουβικό τις τέσσερις πλευρές της αγίας Τραπέζης, και έβλεπε ότι κάτω από την αγία Τράπεζα έβγαινε σε κάθε πλευρά και ένας άγιος και έκαμνε υπόκλιση του ιερέως.
Τη ρώτησα: «Από τις πλευρές έβγαιναν οι άγιοι ή από αλλού;» 
Και μου απάντησε: «Όχι, από τις γωνιές. Από τις τέσσερις γωνιές της αγίας Τραπέζης.» 

 Και ξέρετε, αγαπητοί μου πατέρες, ότι η κανονική τάξη είναι να θυμιάζομε όχι από τις πλευρές, αλλά τις τέσσερεις κεραίες, γωνίες της αγίας Τραπέζης. Γιατί; Γιατί εκεί, κατα την τελετή των Εγκαινίων του ναού, τοποθετούμε τις εικόνες των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Έβλεπε λοιπόν η Θεογνωσία τους τέσσερεις Ευαγγελιστές, που έκαναν υπόκλιση στον ιερέα, την ώρα που ο ιερέας θυμίαζε την αγία Τράπεζα. Σ᾽ ένα από τα τελευταία της τηλεφωνήματα, είχε την απορία, μήπως είχε αμαρτία που μου έλεγε αυτά τα πράματα.

Διότι η μάνα της, της έλεγε να μην τα λένε, για να μη δοξαστούν. Της είπα και εγώ: 
«Σου υπόσχομαι, αν ζήσω, θα τα πω μόνον στην κηδεία σου. Εκεί δεν μπορεί να σε πειράξει ο πειρασμός, ούτε μπορείς τότε να υπερηφανευτείς.» Είχε, βλέπετε, την αγωνία, μήπως κενοδοξήσει, μήπως περηφανευτεί από τις πολλές οράσεις που είχε στη θεία Λειτουργία. Όταν για κάποιες Κυριακές δεν είδε τίποτε στη Λειτουργία, ανησύχησε. Με πήρε τηλέφωνο. 
«Μήπως είναι επειδή σου είπα ορισμένα πράματα, και δεν άρεσε του Θεού;», με ρώτησε. 
Της λέω: «Όχι, δεν είναι γι᾽ αυτό. Φαίνεται, εσύ θέλεις να βλέπεις αυτά τα πράματα!» 
«Να μην θέλω λοιπόν;», με ρωτάει. 

«Όχι, να μην θέλεις», της απάντησα. «Να αφήνεις τον Θεό, να σού δείχνει ό,τι θέλει να σου δείξει και να Τον δοξάζεις πάντοτε!»

  Λοιπόν αυτά τα ολίγα είχα να μοιραστώ μαζί σας, για να αντιληφθούμε τι άνθρωπο προπέμπομε σήμερα στον παράδεισο. Έχουμε μεγάλη ευθύνη, που από τη γενιά μας, από το χωριό μας γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τέτοιοι άνθρωποι. 
Να συνεχίσετε, όχι μόνον τους ωραίους λόγους της Θεογνωσίας και τα ωραία ήθη και έθιμά της, αλλά εξαιρέτως την τακτική της μυστικής άσκησης και προσευχής, τα πολλά μνημονέματα που έκαμε πολλών κεκοιμημένων όλης της Κάτω Ζώδιας. Έτσι η Κάτω Ζώδια, αν και τόσα χρόνια κατεχόμενη, στον νου της Θεογνωσίας ήταν γνωστή και ελεύθερη και την ένωνε με την άνω μνήμη, την αιώνια μνήμη του αιώνιου Θεού. Αυτή ήταν ενδεικτικά η δούλη του Θεού Θεογνωσία.


 Εύχομαι όλοι εμείς, είτε αρχιερείς, είτε ιερείς και διάκονοι, είτε εσείς, ο λαός του Θεού, να έχουμε τέτοια μίμηση αυτής της λαϊκής ευσέβειας. Και, τι είναι νομίζετε η λαϊκή ευσέβεια; Η λαϊκή ευσέβεια είναι η ευσέβεια των αγίων αποστόλων. Οι άγιοι απόστολοι ήταν άνθρωποι απλοί του λαού, οι πιο πολλοί ψαράδες. Και όμως αυτοί πίστεψαν, πως εκείνος ο τριαντάχρονος Διδάσκαλος, ο Ιησούς, ήταν πράγματι ο σαρκωμένος Υιός του Θεού του ζώντος, ο Μεσσίας, ο νικητής του θανάτου. 
Η Θεογνωσία συνεχίζει την πίστη, την εμπειρία των αγίων αποστόλων. Είναι η αποστολική ευσέβεια, η λαϊκή ευσέβεια της Κύπρου. Ο Θεός να αναδείξει και να κρατήσει τέτοιους ανθρώπους ανάμεσά μας σε αυτές τις τόσο δύσκολες ώρες, που περνά ο τόπος, για να μας διδάξουν τη γνώση του Θεού, όπως η δούλη του Θεού Θεογνωσία. Αιωνία της η μνήμη!

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Αναστασία Κτενίδου: Μια αγιασμένη μορφή από την Ίμερα Κοζάνης



site analysis

Αναστασία Κτενίδου: Μια αγιασμένη μορφή από την Ίμερα Κοζάνης – π. Κωνσταντίνου Ι. Κώστα, παπαδάσκαλου.

Η 88χρονη ολιγογράμματη, απλοϊκή και σεβαστή γιαγιά Αναστασία Κτενίδου από την Ίμερα, που έζησε χριστιανικά, κοιμήθηκε ειρηνικά και ανεπαίσχυντα και θάφτηκε (13-10-2016) στο χωριό της, ήταν μια χαρακτηριστική αγιασμένη μορφή, χωρίς παράσημα, τίτλους υπεροχής, τιμητικές κ.ά. χλιδάτες κοσμικές διακρίσεις. Την Αναστασία Κτενίδου (το γένος Χρυσοστομίδου) τη γνώρισα το 2000, απ’ όταν (με το διακόνημα αρχιερατικού και πνευματικού) άρχισα να επισκέπτομαι την Ίμερα (και την Αύρα), ενορία της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης και τοπική κοινότητα του Δήμου Σερβίων-Βελβεντού.
Ήταν μικρόσωμη και αδύνατη, ολιγογράμματη, ωστόσο πανέξυπνη, συμπαθέστατη στα όλα της, με βλέμμα καθαρό, σεβαστικό και σεμνό η Αναστασία. Φορούσε μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, όπως όλες οι γιαγιάδες της Ίμερας, σαν να λιτάνευαν το ιστορικό σώμα της Μικρασίας στους ανοιχτούς δρόμους της Ίμερας και το έφερναν στην εκκλησιά τους για να το αναστήσουν μέσα σ’ αυτήν, σαν να υπενθύμιζαν (υπενθυμίζουν) στους νεώτερους τις καταβολές τους. Μου ενίσχυε, κάθε φορά που μιλούσα μαζί της (στις συνάξεις του σαρανταημέρου των Χριστουγέννων, της Σαρακοστής προ του Πάσχα, του Δεκαπενταύγουστου, στα πανηγύρια Πέτρου και Παύλου των Αποστόλων, 29 Ιουν. και του Αγίου Βλασίου 11 Φεβρ.) την πεποίθηση ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι οι χαριτωμένοι άνθρωποι που έχουν νου και καρδιά Χριστού.
Ήταν επιβεβλημένη η παρουσία της κάθε φορά στις συνάξεις που προηγούνταν της εξομολόγησης. Την περιμέναμε, όταν αργούσε. Καθόταν μπροστά για να ακούει. Κι άκουγε προσεχτικά. Ήξερα όταν μιλούσα ότι ο λόγος μου περνούσε στα μέσα της. Ήξερε να ακούει. Ήξερε να σέβεται. Είχε την ικανότητα να επεξεργάζεται αυτά που ακούει και να ‘’κρατά σημειώσεις’’. Και στο τέλος πάντα, κάνοντας μια εισαγωγή και τοποθέτηση ταπεινότητας χωρίς εισαγωγικά, και με επίγνωση της αμαρτωλότητάς της, έκανε ερωτήσεις, μια και δυο και τρεις. Ρωτούσε και σου έδινε χαρά. Πολύ της κακοφαινόταν, όταν, όπως έλεγε, στα βαφτίσια μορφωμένοι νονοί δεν απάγγελλαν σωστά το ‘’Πιστεύω’’. ‘’Μα, αυτό, είναι η πίστη μας’’, έλεγε σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, ‘’τόσα χρόνια και σε τόσα σχολεία πήγαν, δεν έμαθαν να λένε σωστά το Πιστεύω;’’ απορούσε. Στο μυαλό της είχε ως εικόνα το σχολείο του αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Τη γιαγιά Αναστασία Κτενίδου την παρομοίαζα με τη γιαγιά που περιέγραφε με θαυμασμό ο Μητροπολίτης μακαριστός Διονύσιος Ψαριανός. Επισκέφτηκε, κάποτε, την Ίμερα. Έξω από την εκκλησιά κόσμος πολύς ήρθε για να δει το δεσπότη. Εκείνος ευλογούσε το λαό. Μια στιγμή ένιωσε κάτι, σαν ενόχληση, κάτω από το πόδι του. Κοίταξε και είδε, μια γιαγιά, σκυμμένη, που έσκαβε με το δάχτυλό της το χώμα κάτω από το πόδι του. Τη ρώτησε έκπληκτος: ‘’Τι κάνεις αυτού;’’. ‘’Δέσποτα, σκάβω για λίγο χώμα, να το έχω στο σπίτι για φυλαχτό!’’ είπε εκείνη. ‘’Τρόμαξα, όταν το άκουσα’’, έλεγε ο μακαριστός Διονύσιος και πρόσθετε: ‘’Βλέπετε πώς μας θέλει ο λαός, κι άμποτε να καταλάβουμε οι ποιμένες ποιον λαό ποιμαίνουμε!’’. (Το περιστατικό το ανέφερε αυτούσιο και ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος σε ομιλία του στην Κοζάνη στα 10χρονα από την κοίμηση του μακαριστού Διονυσίου).
Την πίστη, το ήθος και την αγνότητα αυτής της παλιάς γιαγιάς (περιστατικό του Μητροπολίτη Διονυσίου) την εντόπιζα στην παρουσία και το λόγο της νέας γιαγιάς Αναστασίας Κτενίδου (Χρυσοστομίδου). Είναι μια πίστη που έρχεται από πολύ μακριά χωρίς διακοπή, είναι μια παράδοση από τις παλαιότερες και μια παραλαβή με επίγνωση από τις νεότερες γενιές της χριστιανικής πίστης μέσα στην εκκλησιαστικότητά της.
Η Αναστασία της Ίμερας ήταν από εκείνες τις εν τω κόσμω ασκητικές υπάρξεις, που ‘’πίστευε ότι όσο περισσότερο στενεύουμε τον φυσικό κόσμο γύρω μας, τόσο πιο πολύ βρισκόμαστε κοντά στο Θεό και στο δρόμο της σωτηρίας μας’’ (Ημερολόγιο 2017, αφιέρωμα στον Άγιο Βαραδάτο, Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, σελ. 10). Δίπλα στην αγιασμένη μορφή του Επισκόπου Διονυσίου (Ψαριανού) και της γιαγιάς εκείνης, έρχεται να προστεθεί τώρα και η αγιασμένη μορφή της Αναστασίας της Ίμερας, με την ενίσχυση της ελπίδας στην καλή Ανάσταση!

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Τελικά νίκησε η εικόνα της μάνας που προσευχόταν γονατιστή!



site analysis



(απόσπασμα από καταπληκτική ομιλία του π.Αθανασίου μητρ. Λεμεσού- οι ομιλίες του είναι όλες πολύ διδακτικές και μπορείτε να τις βρείτε εύκολα στο διαδίκτυο)
%ce%b3%ce%b9%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%ac-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%b5%cf%85%cf%87%ce%ae
Μητροπολίτης Λεμεσού κ. Αθανάσιος
Ακόμα κάτι πολύ σημαντικό είναι το να αποκτήσουν τα παιδιά καλές εικόνες μέσα στη νεανική τους ψυχή. Κι εδώ ήθελα να επιμείνω λίγο περισσότερο γιατί φαντάζομαι πάρα πολλοί από εσάς έχετε δικές σας οικογένειες, κατ’ οίκον Eκκλησία, δικά σας παιδιά και σίγουρα αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό πράγμα. Αυτό που έλεγε και ο Όσιος Παΐσιος, να αποκτήσει ο άνθρωπος καλές και αγαθές έγνοιες, καλούς λογισμούς, καλές εικόνες. Να έχει μέσα στη διάνοιά του όχι τραυματικές εμπειρίες και δύσκολες περιστάσεις αλλά να έχει καλές και αγαθές εικόνες οι οποίες θα τον βοηθήσουν στην πορεία της ζωής του.
.
Θα σας πω ένα απλό παράδειγμα από την προσωπική μου εμπειρία για να δείτε τι σημαίνει μια καλή εικόνα.
Όταν ήμουν στο Άγιον Όρος στη Νέα Σκήτη ήταν περίπου τέτοιος μήνας, αρχάς Νοεμβρίου με το δικό μας ημερολόγιο εκεί, όπου ένα βράδυ, περασμένη λίγο η ώρα χτύπησε η πόρτα της καλύβας μας και ανοίξαμε να δούμε ποιος ήταν. Ήταν τρία παιδιά τα οποία χάθηκαν στο δρόμο και δεν μπορούσαν να φιλοξενηθούν βέβαια στο Μοναστήρι γιατί είχε κλείσει, ούτε πουθενά αλλού και έπρεπε να τα φιλοξενήσουμε εμείς στη δική μας καλύβη. Δεν υπήρχε πρόβλημα βέβαια. Προσπαθήσαμε να τους φιλοξενήσουμε, να τους ετοιμάσουμε κάτι να φάνε.
Ένας εξ’ αυτών όμως ήταν πολύ αρνητικός. Εγώ κάθισα λίγο μαζί τους να τους μιλήσω μέχρι να φάνε τα παιδιά, να μην τους αφήσουμε μόνους τους. Eίπαμε κάποια πράγματα. Το ένα το παιδί ήταν αρνητικός, ήταν δύσκολος. Χαμογελούσε ειρωνικά, με έβλεπε έτσι παράξενα. Καταλάβαινα ότι δεν του άρεσα τρόπον τινά, δεν ξέρω.
Αφού φάγανε το φαγητό τους, πήγα να τους δείξω -ήμουν υπεύθυνος αρχοντάρης- τα δωμάτια. Μου λέει ένας.
– Πάτερ, μπορώ να δώσω στο Θεό την τελευταία ευκαιρία να μου μιλήσει;
– Ωραία σκέψη. Και τι θα γίνει τώρα; Δηλαδή πως θα δώσεις του Θεού την τελευταία ευκαιρία να σου μιλήσει;
– Θέλω να μιλήσουμε.
.
Πήρα ευλογία από τον Γέροντα και πήγα κάθισα εκεί σε ένα παρεκκλήσι που είχαμε και μιλούσαμε από η ώρα οκτώ το βράδυ μέχρι ώρα τέσσερις το πρωί που χτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία. Μιλούσε βέβαια ο ίδιος, δεν άφησε το Θεό να του μιλήσει γιατί ήθελε ο ίδιος να πει όλα αυτά που είχε μέσα του. Πανέξυπνος άνθρωπος, πολύ διαβασμένος, πολύ μορφωμένος, ήταν στο πτυχίο της Νομικής τότε.
– Λοιπόν, μου λέει, κοίταξε πάτερ εγώ μεγάλωσα στα κατηχητικά, στις αδελφότητες, κοντά σε πολύ καλούς πνευματικούς. Ξέρω τα πάντα. Όταν σου λέω κάτι ξέρω εκ των προτέρων τι θα μου απαντήσεις.
Και πράγματι, ήξερε πάρα πολλά πράγματα. Δεν είχα κάτι να του απαντήσω διότι όντως τα ήξερα όλα. Κι έτσι όπως ήτανε έξυπνος και λαλίστατος και ευφυής και με επιχειρήματα -δικηγόρος βέβαια ήτανε ο άνθρωπος- εντάξει εγώ αισθανόμουνα στριμωγμένος σ’ εκείνη τη γωνιά του στασιδιού. Τον άκουγα απλώς κι έλεγα: ο Θεός να μας βοηθήσει να βγάλουμε άκρη εδώ απόψε. Τι θα γίνει; Που θα βγούμε με αυτόν τον άνθρωπο;
ΠΗΓΗ. 
Τέλος πάντων, είπε, είπε, είπε κάμποσα .. Πήγαινα κι εγώ να πω καμμιά κουβέντα, δεν με άφηνε. Μου έλεγε,
– Ξέρω τι θα πεις, ξέρω.
Και πράγματι ήξερε δηλαδή, δεν έλεγε ψέματα. Όταν ήρθε η ώρα να τελειώσουμε μου λέει,
.
– Πάτερ μου ξέρεις όλα τα νίκησα μέσα μου. Όλα τα νίκησα. Όλα τα επιχειρήματα της Εκκλησίας, όλη τη διδασκαλία των κατηχητικών, των ομαδαρχών, των κατασκηνώσεων, των ομάδων, των πνευματικών, τα πάντα. Τα έχω διαλύσει, τα έχω νικήσει. Έχω απόψεις, έχω επιχειρήματα, έχω μέσα μου ισχυρά ερείσματα για να μην τα πιστεύω όλα αυτά τα πράγματα αλλά έχω κάτι που δεν μπορώ να το νικήσω. Δεν μπορώ να το νικήσω.
– Τι είναι αυτό που δεν μπορείς να το νικήσεις;
– Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ. Δεν μπορώ να νικήσω τη μάνα μου.
– Δηλαδή; Έχει γλώσσα; Μιλάει πολύ;
– Όχι, δεν μιλάει καθόλου η μάνα μου.
– Ε τότε, τι κάνει;
– Δεν μπορώ πάτερ. Όταν σηκώνομαι το βράδυ και τη βλέπω να είναι γονατιστή και να προσεύχεται, δεν μπορώ να βγάλω αυτήν την εικόνα από μέσα μου. Όλα τα άλλα τα διέλυσα. Και τους πνευματικούς και τις εκκλησίες και τις κατασκηνώσεις και τα πάντα αλλά αυτήν την εικόνα της μάνας μου δεν μπορώ να την νικήσω.
.
Για να μην σας τα πολυλογώ, τελικά τον νίκησε η εικόνα της μάνας του.Πράγματι αυτό το παιδί πάλεψε πολύ με τον εαυτό του στη συνέχεια. Πηγαινοερχόταν στο Άγιον Όρος. Δεν του λέγαμε τίποτα, απλώς ήταν πολύ παρατηρητικός. Έβλεπε, γυρνούσε, έβλεπε πράγματα τα οποία εμείς δεν βλέπαμε τόσα χρόνια. Ερμήνευε διάφορες καταστάσεις όμορφα, ωραία. Μέχρι που σιγά-σιγά πράγματι ενίκησε η εικόνα της μητέρας του, η οποία ήταν μία αγράμματη γυναίκα -σχεδόν αγράμματη δηλαδή με λίγες τάξεις του Δημοτικού- αλλά μια γυναίκα της Εκκλησίας η οποία προσευχόταν πάρα πολύ για το παιδί της.
Και σήμερα, Δόξα τω Θεώ, το παιδί αυτό διαπρέπει. Είναι στέλεχος, όπως κι εσείς, της τοπικής Εκκλησίας στην οποία ανήκει. Και διαπρέπει πραγματικά στην πνευματική ζωή και αυτός και η κατ’ οίκον Εκκλησία του, η οικογένειά του και όλοι όσοι είναι κοντά του. Γιατί από τότε, έγινε στέλεχος και διδάσκαλος της Εκκλησίαςκαι στηρίζει και αυτός με τη σειρά του πολλούς ανθρώπους.
.
Απομαγνητοφώνηση Φαίη/Αβέρωφ