Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Ἤμουν ἄθεη καί ἔβριζα πολύ καί φοβερά τόν Θεό, μέχρι που πέθανα...



site analysis
Ἤμουν ἄθεη καί ἔβριζα πολύ καί φοβερά τόν Θεό, μέχρι που πέθανα... Ἐπιστροφή ἀπό τήν ἄλλη ζωή – Μαρτυρία  Διηγεῖται ἡ Οὐστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα. "Ἤμουν ἄθεη καί ἔβριζα πολύ καί φοβερά τό Θεό. Ζοῦσα μέσα στή ντροπή καί τήν πορνεία καί ἤμουν νεκρή στή γῆ. Ὅμως ὁ ἐλεήμων Θεός δέν ἄφησε νά χαθῶ, ἀλλά μέ ὁδήγησε στή μετάνοια. Στά 1961 ἀρρώστησα ἀπό καρκίνο καί ἤμουν ἄρρωστη τρία χρόνια. Δέν ἔμενα ξαπλωμένη, παρά ἐργαζόμουνα καί ἔκανα θεραπεία σέ γιατρούς, ἐλπίζοντας νά βρῶ θεραπεία. Τούς τελευταίους ἕξη μῆνες εἶχα τελείως ἀδυνατίσει, τόσο πού οὔτε νερό δέν μποροῦσα νά πιῶ. Μόλις τό ἔπινα, ἀμέσως τό ἔκανα ἐμετό. Τότε μέ πῆγαν στό νοσοκομεῖο καί ἐπειδή ἤμουν πολύ ἐνεργητική κάλεσαν ἕνα καθηγητή ἀπό τή Μόσχα καί ἀποφάσισαν νά μέ χειρουργήσουν. Μόλις μου ἄνοιξαν τήν κοιλιά, ἀμέσως πέθανα. Ἡ ψυχή μου βγῆκε ἀπό τό σῶμα καί στέκονταν ἀνάμεσα σέ δύο γιατρούς καί ἐγώ μέ μεγάλο φόβο καί τρόμο κοίταζα τήν ἀρρώστια μου. Ὁλόκληρο τό στομάχι μου καί τά ἔντερά μου ἦταν προσβεβλημένα ἀπό καρκίνο. Στεκόμουνα καί σκεπτόμουνα γιατί εἴμαστε δύο; Δέν εἶχα ἰδέα ὅτι ὑπάρχει ψυχή. Οἱ κομμουνιστές μᾶς φούσκωναν καί μᾶς δίδασκαν ὅτι ἡ ψυχή καί ὁ Θεός δέν ὑπάρχουν, ὅτι αὐτό εἶναι μόνο ἐπινόηση τῶν παπάδων γιά νά ξεγελάσουν τό λαό καί νά...τόν κρατοῦν σέ φόβο γιά κάτι πού δέν ὑπάρχει.  Βλέπω τόν ἑαυτό μου πού στέκεται καί τόν βλέπω πάλι πάνω στό χειρουργεῖο. Μοῦ ἔβγαλαν ἔξω ὅλα τά ἐντόσθια καί ἀναζητοῦσαν τόν δωδεκαδάκτυλο. Ἀλλά ἐκεῖ ὑπῆρχε μόνον πύον, τά πάντα ἦταν κατεστραμμένα καί χαλασμένα, τίποτε δέν ἦταν ὑγιές. Οἱ γιατροί τότε εἶπαν: «αὐτή δέν ἔχει μέ τί νά ζήσει». Ὅλα τά ἔβλεπα μέ μεγάλο φόβο καί τρόμο καί πάλι σκεπτόμουνα: «Πῶς καί ἀπό ποῦ εἴμαστε δύο;. Στέκομαι καί ταυτόχρονα εἶμαι ξαπλωμένη; "Οἱ γιατροί τότε ἐπέστρεψαν τά ἐντόσθιά μου ὅπως-ὅπως καί εἶπαν ὅτι τό σῶμα μου πρέπει νά δοθεῖ στούς νέους εἰδικευόμενους γιατρούς γιά διδασκαλία καί τό μετέφεραν στό νεκροστάσιο καί ἐγώ πήγαινα κοντά τους καί ὅλο καί παραξενευόμουνα καί σκεφτόμουνα πώς καί ἀπό ποῦ εἴμαστε δύο. Ἐκεῖ μέ ἄφησαν ξαπλωμένη γυμνή, καλυμμένη ὡς τό ὕψος τοῦ στήθους μέ ἕνα σεντόνι. Μετά ἀπ' αὐτό βλέπω ὅτι ἦλθε ὁ ἀδελφός μου καί ἔφερε τό μικρό μου γιό. Ἦταν ἔξι χρονῶν καί ὀνομάζονταν Ἀντρούσκα (Ἀντρέι). Ὁ γιός μου πλησίασε τό σῶμα μου καί μέ φίλησε στό κεφάλι . Ἄρχισε νά κλαίει καί νά λέει: «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Εἶμαι ἀκόμη μικρός, πῶς θά ζήσω χωρίς ἐσένα; Πατέρα δέν ἔχω καί σύ πέθανες! Ἐγώ τότε τόν ἀγκαλίασα καί τόν φίλησα, ἀλλά αὐτό δέν τό αἰσθάνθηκε οὔτε τό εἶδε οὔτε μέ πρόσεξε, ἀλλά κοίταγε τό νεκρό μου σῶμα. Ἔβλεπα ἐπίσης πώς ἔκλεγε ὁ ἀδελφός μου.  Μετά ἄπ αὐτό, ἐγώ μέ μίας βρέθηκα στό σπίτι μου. Ἦλθε ἡ πεθερά μου ἀπό τόν πρῶτο μου γάμο, ἡ μητέρα μου καί ἡ ἀδελφή μου. Τόν πρῶτο μου σύζυγο τόν ἐγκατέλειψα γιατί πίστευε στό Θεό. Τότε ἄρχισε ἡ διανομή τῶν πραγμάτων μου. Ἐγώ ζοῦσα πλούσια καί μέ πολυτέλεια καί ὅλα αὐτά τά ἀπόκτησα μέ ἀδικία καί μέ πορνεία. Ἡ ἀδελφή μου ἄρχισε νά ἀφαιρεῖ τά πιό ὡραία ἀπό τά πράγματά μου, ἐνῶ ἡ πεθερά ζητοῦσε νά ἀφήσει καί κάτι στό γιό μου. Ἡ ἀδελφή μου δέν ἄφηνε τίποτε, ἀλλά ἐπιπλέον ἄρχισε νά ἐμπαίζει τήν πεθερά λέγοντας: «αὐτό τό παιδί δέν εἶναι ἀπό τόν γιό σου καί σύ δέν τοῦ εἶσαι τίποτε». Μετά ἀπ' αὐτό αὐτές βγῆκαν καί ἔκλεισαν τό σπίτι. Ἡ ἀδελφή μου πῆρε μαζί της καί ἕνα μεγάλο μπόγο μέ πράγματα. Ἐνῶ αὐτές μάλωναν γιά τά πράγματά μου εἶδα γύρω μας νά χορεύουν καί νά χαίρονται διάβολοι. Ξαφνικά βρέθηκα στόν ἀέρα καί βλέπω σάν νά πετῶ μέ ἀεροπλάνο. Αἰσθάνομαι ὅτι κάποιος μέ συγκρατεῖ καί ὅτι ὑψώνομαι ὅλο καί πιό πολύ. Βρέθηκα πάνω ἀπό τήν πόλη ΜΠΑΡΝΑΟΥΛ. Μετά βλέπω ὅτι ἡ πόλη χάθηκε . Ἔγινε σκοτάδι. Μετά ἀπ' αὐτό ἄρχισε πάλι νά ἔρχεται φῶς καί στό τέλος φώτισε τελείως καί τό φῶς ἦταν πάρα πολύ ἰσχυρό πού δέν μποροῦσα νά τό κοιτάξω. Μέ τοποθέτησαν σέ μαύρη πλάκα ἐνάμιση μέτρου. Ἔβλεπα δένδρα μέ πολύ χοντρούς κορμούς καί πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ἀνάμεσα στά δένδρα ὑπῆρχαν σπίτια καί μάλιστα ὅλα καινούργια, ἀλλά δέν εἶδα ποιοί ζοῦσαν σ αὐτά. Στήν κοιλάδα αὐτή εἶδα πλούσιο πράσινο χορτάρι καί σκέφτηκα: ποῦ βρίσκομαι ἐγώ τώρα; Ἄν βρίσκομαι στή γῆ τότε γιατί δέν ὑπάρχουν ἐδῶ ἐπιχειρήσεις, ἐργοστάσια οὔτε ἄλλα κτίρια, γιατί δέν ὑπάρχουν δρόμοι οὔτε συγκοινωνία; Τί μέρος εἶναι ἐτοῦτο ἐδῶ χωρίς ἀνθρώπους καί ποιός τέλος πάντων ζεῖ ἐδῶ; Λίγο πιό πέρα εἶδα νά περπατάει μία ὡραία ὑψηλή γυναίκα μέ βασιλικά φορέματα κάτω ἀπό τά ὁποία φαίνονταν τά δάκτυλα τῶν ποδιῶν. Περπατοῦσε τόσο ἀνάλαφρα πού ἀπό τά πόδια δέν λύγιζε οὔτε τό χορτάρι. Κοντά τῆς πήγαινε ἕνας νεαρός πού εἶχε ὕψος ὡς τούς ὤμους της. Εἶχε κρυμμένο τό πρόσωπό του μέ τά χέρια του καί γιά κάτι ἔκλαιγε πολύ καί πικρά καί παρακαλοῦσε, ἀλλά γιά ποιό λόγο δέν μποροῦσα νά ἀκούσω. Σκέφτηκα ὅτι εἶναι ὁ γιός της καί μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατί δέν τόν λυπᾶται καί δέν τοῦ ἐκπληρώνει τό αἴτημα. Αὐτός ἔκλαιγε καί θρηνοῦσε καί ἐκείνη δέν τοῦ ἐκπλήρωνε τήν αἴτηση. (Σημείωση: Ἀπό ὅλα φαίνεται ὅτι αὐτός ὁ νεαρός ἦταν ἄγγελος φύλακας αὐτῆς τῆς νεκρῆς γυναίκας. Φαίνεται ἐπίσης πόσο ἐνδιαφέρονται οἱ ἅγιοι ἄγγελοι γιά μας καί τίς ψυχές μας, ἀλλά ἐμεῖς δέν τό βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται καί αὐτῶν τό αἴτημα εἶναι ἀνεκπλήρωτο, ἄν ὁ θάνατος μᾶς βρεῖ ἁμαρτωλούς καί ἀμετανόητους). Ὅταν αὐτοί μέ πλησίασαν, ὁ νεαρός ἔπεσε μπροστά στά πόδια της καί ἄρχισε νά τήν παρακαλεῖ ἐντονότερα καί νά ὀδύρεται καί νά τῆς ζητεῖ κάτι. Ἐκείνη κάτι τοῦ ἀπάντησε, ἀλλά δέν μπόρεσα νά καταλάβω τί. (Σημείωση: Εἶχα τήν εὐκαιρία καί ἀπό ἄλλες πηγές νά γνωρίσω πώς καί πόσο πικρά κλαίει ὁ ἄγ. Ἄγγελος φύλακας ὅταν αὐτός πού τοῦ δόθηκε γιά φύλαξη δέν ὑπακούει στήν ἁγία Ἐκκλησία καί στήν ἁγία πίστη, χάνοντας τήν ψυχή του γιά πάντα). Ὅταν αὐτοί μέ πλησίασαν ἤθελα νά τή ρωτήσω: «ποῦ βρίσκομαι;» Τή στιγμή ἐκείνη ἡ γυναίκα αὐτή σταύρωσε τά χέρια στό στῆθος, ὕψωσε τά μάτια πρός τόν οὐρανό καί εἶπε : «Κύριε, ποῦ θά πάει αὐτή ἔτσι;». Ἐγώ τότε ἔτρεμα καί μόλις τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα πεθάνει, ὅτι ἡ ψυχή μου βρίσκονταν στόν οὐρανό καί τό σῶμα ἔμεινε στή γῆ. Τότε ἄρχισα νά κλαίω καί νά ὀδύρομαι καί ἀκούω φωνή πού λέει: «ἐπιστρέψτε τήν στή γῆ γιά τίς ἀγαθοεργίες τοῦ πατέρα της». Ἄλλη φωνή ἀπάντησε: «βαρέθηκα τήν ἁμαρτωλή καί διεφθαρμένη ζωή της. Ἐγώ ἤθελα νά τήν ἐξαφανίσω ἀπό προσώπου γής χωρίς μετάνοια, ἀλλά μέ παρακάλεσε γι' αὐτήν ὁ πατέρας της. Δεῖξε τῆς τό μέρος γιά τό ὁποῖο ἄξιζε». Ἀμέσως βρέθηκα στόν Ἅδη. Τότε ἄρχισαν νά ἕρπουν μέχρις ἐμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια μέ μακριές γλῶσσες πού ξερνοῦσαν φωτιά καί ἄλλες ἀποκρουστικές βρωμιές. Ἡ βρῶμα ἦταν ἀβάσταχτη. Αὐτά τά φίδια τυλίχθηκαν γύρω μου καί ταυτόχρονα ἀπό κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ἴσαμε τό δάκτυλο μέ οὐρές πού κατέληγαν σέ βελόνες καί ἄγκιστρα. Αὐτά ἔμπαιναν σέ ὅλα τά ἀνοικτά μου μέρη, στά αὐτιά, στά μάτια, στή μύτη, κ.λ.π. καί ἔτσι μέ βασάνιζαν καί ἐγώ κραύγαζα ὄχι μέ τήν φωνή μου. Ἀλλά ἐκεῖ δέν ὑπῆρχε ἀπό πουθενά οὔτε βοήθεια οὔτε ἔλεος ἀπό κανένα. Ἐκεῖ εἶδα πώς παρουσιάστηκε ἡ γυναίκα πού πέθανε ἀπό ἄμβλωση καί ἄρχισε νά παρακαλεῖ τόν Κύριο γιά ἔλεος. ΑΥΤΟΣ τῆς ἀπάντησε: «ἐσύ στήν γῆ δέν μέ ἀναγνώριζες, σκότωνες τά παιδιά στήν κοιλιά σου καί ἐπί πλέον ἔλεγες στούς ἀνθρώπους: δέν πρέπει νά γεννᾶτε παιδιά, τά παιδιά εἶναι περιττά». Σέ μένα δέν ὑπάρχουν, δέν ὑπάρχουν περιττά. Σέ μένα ὑπάρχουν τά πάντα καί γιά ὅλους ἀρκετά. Σέ μένα ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγώ σου ἔδωσα τήν ἀρρώστια γιά νά μετανοήσεις, ἀλλά ἐσύ μέ ἔβριζες ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς καί δέν Μέ ἀναγνώριζες καί γιά τόν λόγο αὐτό καί ἐγώ δέν σέ ἀναγνωρίζω! Πῶς στή γῆ ἔζησες χωρίς τόν Κύριο Θεό, ἔτσι καί ἐδῶ θά ζήσεις!». Ξαφνικά ὅλα μεταστράφηκαν καί ἐγώ κάπου πέταξα. Ἡ βρῶμα χάθηκε, χάθηκε καί ὁ δυνατός ὀδυρμός καί ἐγώ ξαφνικά εἶδα τήν ἐκκλησία μου πού ἐνέπαιζα. Ἄνοιξε ἡ πύλη καί ἀπό αὐτή βγῆκε ἱερέας ντυμένος στά ἄσπρα. Αὐτός στέκονταν μέ σκυμμένο τό κεφάλι καί κάποια φωνή μέ ρωτάει: «ποιός εἶναι αὐτός;». Ἐγώ ἀπάντησα: «ὁ ἱερέας μας». «Ἐσύ ἔλεγες ὅτι εἶναι χαραμοφάης, αὐτός δέν εἶναι χαραμοφάης, ἀλλά πραγματικός ποιμένας, δέν εἶναι μισθοφόρος. Γνώριζε πώς ἄν καί εἶναι κατά τό βαθμό μικρός, συνηθισμένος ἱερέας, ὑπηρετεῖ Ἐμένα, μάθε ἀκόμη καί τοῦτο: ἄν δέν σού διαβάσει αὐτός τήν εὐχή τῆς ἐξομολόγησης, ἐγώ δέν θά σέ συγχωρήσω»! Τότε ἄρχισα νά παρακαλῶ: «Κύριε, γύρισε μέ στή γῆ, ἔχω ἕνα μικρό γιό». Ὁ Κύριος εἶπε: «ξέρω ὅτι ἔχεις μικρό γιό, εἶναι κρίμα γί αὐτόν». «Κρίμα», ἀπάντησα ἐγώ. Τότε Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἐγώ σᾶς λυποῦμαι ὅλους καί τρεῖς φορές σᾶς λυποῦμαι. Ὅλους σας περιμένω πότε θά ξυπνήσετε ἀπό τό ἁμαρτωλό ὄνειρο, νά μετανοήσετε καί νά ἔλθετε στόν ἑαυτό σας;». Ἐδῶ τώρα ἐμφανίστηκε ἐκ νέου ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πού νωρίτερα τήν ἀποκαλοῦσα γυναίκα καί πῆρα τό θάρρος νά τή ρωτήσω: «Ὑπάρχει ἐδῶ σέ σᾶς παράδεισος;». Ἀντί γιά ἀπάντηση μετά ἄπ αὐτές τίς λέξεις, ξαναβρέθηκα στήν κόλαση στόν Ἅδη. Τώρα ἦταν χειρότερα ἀπό ὅτι τήν προηγούμενη φορᾶ. Ἔτρεξαν ὁλόγυρά μου οἱ δαίμονες μέ καταλόγους καί μοῦ ἔδειχναν τά ἁμαρτήματά μου καί φώναζαν: «ἐσύ μᾶς ὑπηρέτησες ὅταν ἤσουν στή γῆ»! Ἄρχισα νά διαβάζω τά ἁμαρτήματά μου, ὅλα μου τά ἔργα μου πού ἦταν γραμμένα μέ μεγάλα γράμματα καί ἐνοίωσα φοβερό φόβο. Ἀπό τά στόματά τους ἔβγαινε φωτιά. Οἱ δαίμονες μέ κτυποῦσαν στό κεφάλι. Πάνω μου ἔπεφταν καί κολλοῦσαν πυρακτωμένες σπίθες ἀπό φωτιά καί μέ ἔκαιγαν. Γύρω μου ἀκούονταν φοβερός θρῆνος καί κοπετός πολλῶν ἀνθρώπων. Ὅταν τό πῦρ δυνάμωνε ἔβλεπα τά πάντα γύρω μου. Οἱ ψυχές εἶχαν φοβερή ὄψη, ἦταν σακατεμένες μέ τεντωμένους λαιμούς καί πρησμένα μάτια. Μοῦ ἔλεγαν ὅτι εἶσαι συντρόφισσα (φαίνεται ὅτι ἦταν κομμουνίστριες) καί εἶσαι ὑποχρεωμένη νά ζήσεις μαζί μας. Ὅπως ἐσύ ἔτσι καί ἐμεῖς ὅταν εἴμαστε στή γῆ δέν ἀναγνωρίζαμε τό Θεό, τόν βρίζαμε καί κάναμε κάθε κακό, τήν πορνεία, τήν ὑπερηφάνεια καί ἄλλα καί ποτέ δέν μετανοήσαμε. Ὅσοι ἁμάρτησαν, ἀλλά μετανίωσαν, πήγαιναν στή ἐκκλησία, προσεύχονταν στό Θεό, ἐλεοῦσαν τούς φτωχούς καί βοηθοῦσαν ὅσους βρίσκονταν σέ ἀνάγκη καί κακοτυχία, αὐτοί εἶναι ἐκεῖ πάνω. (Σημείωση: δηλαδή στό παράδεισο, τόν ὁποῖο αὐτοί ἐδῶ δέν ἤθελαν οὔτε νά μνημονεύσουν). Ἐγώ φοβήθηκα φοβερά ἀπό αὐτά τά λόγια, μοῦ φαίνονταν ὅτι ἤδη βρισκόμουνα ἐδῶ στόν Ἅδη ὁλόκληρη ζωή καί αὐτοί μου λένε ὅτι θά ζήσω μαζί τους αἰώνια. Μετά ἀπό αὐτό ἐμφανίστηκε ἐκ νέου ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε φῶς, οἱ δαίμονες τράπηκαν σέ φυγή καί οἱ ψυχές πού βασανίζονται στήν κόλαση ἄρχισαν νά φωνάζουν καί νά τήν ἱκετεύουν γιά ἔλεος: «Οὐράνια βασίλισσα, μή μᾶς ἀφήνεις ἐδῶ» φώναζαν. «Καιγόμαστε Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί δέν ὑπάρχει οὔτε σταγόνα νερό»! Ἐκείνη ἔκλαιγε καί μέσα ἀπό τό κλάμα ἔλεγε: «Ὅσο ζούσατε στή γῆ δέ μέ ἀναγνωρίζατε καί δέ μετανοούσατε γιά τίς ἁμαρτίες σας στόν Γιό Μου καί Θεό σας καί Ἐγώ τώρα δέν μπορῶ νά σᾶς βοηθήσω, δέν μπορῶ νά παραβῶ τήν ἐπιθυμία τοῦ Γιοῦ μου καί Ἐκεῖνος δέν μπορεῖ τήν ἐπιθυμία τοῦ Πατέρα του! Βοηθῶ μόνο αὐτούς γιά τούς ὁποίους παρακαλοῦν οἱ συγγενεῖς καί γιά τούς ὁποίους προσεύχεται ἡ ἁγία ἐκκλησία». Μετά ἄπ αὐτό ἐμεῖς ἀρχίσαμε νά ὑψωνόμαστε καί ἀπό κάτω ἀναδίδονταν δυνατή κραυγή φωνῶν: «Μητέρα τοῦ Θεοῦ μή μᾶς ἀφήνεις». Ξανά ὑπῆρχε σκοτάδι καί ἐγώ βρέθηκα στήν ἴδια πλάκα. Σταυρώνοντας τά χέρια στό στῆθος ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ὕψωσε τά μάτια στόν οὐρανό καί ἄρχισε νά προσεύχεται λέγοντας: «τί νά κάνω μ αὐτήν, ποῦ νά τήν βάλω; Μία φωνή ἀπάντησε : «ἀφῆστε τήν ἀπό τά μαλλιά στή γῆ». «Μά αὐτή εἶναι κουρεμένη». Ἡ φωνή εἶπε πάλι: «Πιάστε τήν ἀπό τά μαλλιά». Τότε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἔφυγε ἥσυχα, ἡ πόρτα τῆς μισάνοιξε ἔτσι πού πίσω ἀπ' αὐτήν δέν ἔβλεπα τίποτε. Κατόπιν ἐπέστρεψε κρατώντας τά μαλλιά μου στά χέρια της καί ἀπό κάπου ἐμφανίστηκαν 12 ἅμαξες χωρίς τροχούς, κινοῦνταν σιγά καί ἐγώ τίς ἀκολουθοῦσα. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μου ἔδωσε τά μαλλιά, ἀλλά ἐγώ δέν ἀντιλήφθηκα ὅτι μέ ἄγγιξε. Ἄκουσα μόνο ὅταν εἶπε ὅτι ἡ δωδέκατη ἅμαξα δέν ἔχει πάτο. Φοβόμουν νά καθίσω σ' αὐτήν, ἀλλά ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μέ ἔσπρωξε στή γῆ ἀπ' αὐτή. Μετά ἄπ αὐτό ἐγώ συνῆλθα καί ἐνσυνείδητα στεκόμουν καί κοίταζα. Ἦταν μιάμιση ἡ ὥρα τό ἀπόγευμα. Μετά ἀπό κεῖνο τό φῶς πού εἶδα ἐκεῖ ὅλα στή γῆ μου φαίνονταν ἄσχημα καί δέν μοῦ ἄρεσε πού ἤμουν στή γῆ, ἀλλά τί νά κάνω. Τώρα εἶπα μόνη μου στήν ψυχή μου: «πήγαινε στό σῶμα»! Τότε βρέθηκα πάλι στό νοσοκομεῖο καί πήγαμε στό ψυγεῖο πού φύλαγαν τά πτώματα. Αὐτό ἦταν κλειστό, ἀλλά ἐγώ μπῆκα μέσα χωρίς κώλυμα καί εἶδα τό νεκρό μου σῶμα: Τό κεφάλι μου ἦταν γυρισμένο λίγο πρός τά πλάγια, ἐνῶ ἡ μέση μου πιέζονταν ἀπό νεκρούς.  Μόλις ἡ ψυχή μου μπῆκε στό σῶμα, ἀμέσως αἰσθάνθηκα ἰσχυρό ψύχος. Κάπως ἀπελευθέρωσα τήν πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα καί ἕσφιξα τά γόνατα μέ τά χέρια. Τή στιγμή ἐκείνη ἔβαλαν μέσα τό νεκρό σῶμα κάποιου ἀνθρώπου καί ὅταν ἄναψαν τό φῶς μέ εἶδαν σκυμμένη, ἐνῶ ἐκεῖνοι συνήθως βάζουν ὅλους τους νεκρούς μέ τό πρόσωπο πρός τά πάνω. Βλέποντας μέ ἔτσι οἱ νοσοκόμοι φοβήθηκαν καί ἀπό τό φόβο διασκορπίστηκαν. Ἐπέστρεψαν μέ δύο γιατρούς, πού ἀμέσως διέταξαν νά ζεσταθεῖ τό μυαλό μου μέ λάμπες. Στό σῶμα μου ὑπῆρχαν ὀκτώ τομές (μάθαιναν πάνω σ αὐτό): τρεῖς στό στῆθος καί οἱ ὑπόλοιπες στήν κοιλιά. Δύο ὧρες μετά τό ζέσταμα τοῦ κεφαλιοῦ ἄνοιξα τά μάτια καί μόλις μετά ἀπό 12 μέρες μίλησα. Τό πρωί μου ἔφεραν πρωινό τηγανίτες μέ βούτυρο καί καφέ (ἦταν μέρα νηστείας), ἀλλά δέν ἤθελα νά φάω καί τούς εἶπα ὅτι δέ θά φάω. Οἱ νοσοκόμοι ἔφυγαν πάλι καί ὅλοι στό νοσοκομεῖο ἄρχισαν νά μέ προσέχουν. Ἦλθαν οἱ γιατροί καί μέ ρώτησαν γιατί δέν θέλω νά φάω. Τούς ἀπάντησα: «καθίστε καί θά σᾶς διηγηθῶ τί εἶδε ἡ ψυχή μου. Ὅποιος δέν νηστεύει τίς μέρες τῆς νηστείας, αὐτός θά φάει βρωμερᾶ καί σιχαμερά πράγματα. Γί αὐτό σήμερα δέ θά φάω ὅπως καί σ ὅλες τίς νηστεῖες δέ θά ἀρτυθῶ». Οἱ γιατροί ἀπό τήν ἔκπληξη, τή μία κοκκίνιζαν τήν ἄλλη κιτρίνιζαν καί οἱ ἀσθενεῖς μέ ἄκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί καί ἐγώ τούς εἶπα ὅτι τίποτε πλέον δέν μέ πονάει. Τότε ἄρχισε νά ἔρχεται σέ μένα κόσμος καί μάλιστα πολύς καί ἐγώ σέ ὅλους διηγιόμουνα καί ἔδειχνα τίς πληγές. Ἡ ἀστυνομία ἄρχισε νά διώχνει τόν κόσμο καί μένα μέ μετέφεραν σέ ἄλλο νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ ἀνάρρωσα τελείως καί παρακάλεσα τούς γιατρούς νά μέ γιατρέψουν ὅσο τό δυνατό νωρίτερα τίς τομές πού μου ἔκαναν μαθαίνοντας πάνω μου. Τότε μέ ἔβαλαν πάλι στό χειρουργικό τραπέζι καί ὅταν οἱ γιατροί ἄνοιξαν τήν κοιλιά μου εἶπαν: «Γιατί χειρουργήσανε τελείως ὑγιῆ ἄνθρωπο;». Ἐγώ τότε τούς ρώτησα: «Ποιά εἶναι ἡ ἀρρώστια μου;» Αὐτοί μου ἀπάντησαν: «Τά ἐντόσθιά σας εἶναι ὑγιῆ καί καθαρά ὅπως τοῦ παιδιοῦ». Τούς εἶπα ὅτι τά μάτια μου ἦταν δεμένα κατά τή διάρκεια τῆς ἐγχείρησης, ἄλλ ὅτι, πάρ ὅλα αὐτά, εἶδα τό ἐσωτερικό μου στόν καθρέπτη τοῦ ταβανιοῦ. Ἦλθαν καί οἱ γιατροί πού ἔκαναν τήν ἐγχείρηση καί ὅταν πλησίασαν εἶπαν: «Ποῦ εἶναι ἡ ἀρρώστια της; τά ἐντόσθιά της ἦταν ὅλα διαλυμένα καί προσβεβλημένα ἀπό τόν καρκίνο καί τώρα εἶναι τελείως ὑγιῆ». Τούς ἀπάντησα: ὁ ΚΥΡΙΟΣ ὁ ΘΕΟΣ φανέρωσε τό ἔλεός του πάνω σέ μένα τήν ἁμαρτωλή, γιά νά ζήσω ἀκόμη καί μαρτυρήσω στούς ἄλλους ὅ,τι εἶδα καί ὅ,τι μου συνέβη. ΕΚΕΙΝΟΣ, ὁ ΚΥΡΙΟΣ ὁ ΘΕΟΣ πῆρε ὅτι κατεστραμμένο ἦταν μέσα μου καί μοῦ ἔδωσε ὑγιῆ, σέ ὅλους θά τό διηγοῦμαι, ὥσπου νά πεθάνω. Κατόπιν εἶπα στό γιατρό: «Βλέπεις πῶς γελαστήκατε;» καί ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι «τίποτε δέν ἦταν ὑγιές μέσα σου». «Τί νομίζετε τώρα;» τόν ρώτησα ἐγώ. Ἀπάντησε: «σέ ἀναγέννησε ὁ ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ!» Τότε τοῦ ἀπάντησα: «Ἄν πιστεύετε σ' αὐτόν κάντε τόν σταυρό σας καί παντρευτεῖτε στήν ἐκκλησία». Ὁ γιατρός κοκκίνισε γιατί ἦταν Ἑβραῖος. Πρόσθεσα ἀκόμη: γίνου ἀρεστός στόν Κύριο τό ΘΕΟ. Κατόπιν ἄφησα τό νοσοκομεῖο, κάλεσα τόν ἱερέα πού νωρίτερα ἐνέπαιζα καί τοῦ ἔκανα ἐπιθέσεις, ἀποκαλώντας τόν χαραμοφάη. Τοῦ διηγήθηκα ὅλα ὅσα μου συνέβησαν, ἐξομολογήθηκα καί μετάλαβα τῶν ἁγίων του Χριστοῦ μυστηρίων. Τόν κάλεσα καί εὐλόγησε τό σπίτι μου, γιατί ὡς τώρα σ αὐτό βασίλευε ἡ ἁμαρτία, ἡ μικρότητα, τό μεθύσι, ὁ ἐμπαιγμός καί ἡ μάχη. Τώρα ἐγώ ἡ ἁμαρτωλή ΚΛΑΥΔΙΑ πού εἶμαι 40 χρονῶν μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Οὐράνιας Βασίλισσας, ζῶ χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στή ἐκκλησία, στό ναό τοῦ Θεοῦ καί ὁ Κύριος μέ βοηθάει. Ἀπό ὅλες τίς μεριές τοῦ κόσμου μέ ἐπισκέπτονται ἄνθρωποι καί ἐγώ διηγοῦμαι σέ ὅλους ὅσα μου συνέβησαν, εἶδα καί ἄκουσα. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ τούς δέχομαι ὅλους, διηγοῦμαι σέ ὅλους τί ἤμουν πρίν, τί μου συνέβη τώρα καί γιά ποιό λόγο εἶμαι τώρα πιστή. Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος ὁ Θεός! Ὅλους τους συμβουλεύω νά προσέχουν πώς ζοῦν, γιατί πράγματι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος καί ἄλλη ζωή καί ὅτι ὁ καθένας θά δώσει λόγο γιά τά γήινα ἔργα του καί ὅτι ἀνάλογα μ' αὐτά θά ἔχει πλήρως δίκαια ἀνταμοιβή ἤ τιμωρία καί μάλιστα αἰώνια. Νά ζῆτε ὅλοι χριστιανικά καί κατά ΘΕΟΝ. ΑΜΗΝ"
. ΠΗΓΗ: impantokratoros.gr ΕΚΔΟΣΕΙΣ " ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ, Οὐστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα] paraklisi το είδαμε ΕΔΩ


Το θαύμα της πόρνης



site analysis




Μιά πονεμένη χήρα μάνα βρίσκεται σ’ ἕνα νοσοκομεῖο μέ τό δίχρονο παιδάκι της νά χαροπαλεύει ἀπό λευχαιμία. Ὁ πόνος τῆς εἶναι μεγάλος, διότι ἤδη ἔχει χάσει ἄλλα δυό παιδιά, καί τώρα ἔβλεπε νά τῆς φεύγει καί τό τελευταῖο, τρίτο βλαστάρι της. Ὅσο περνοῦσαν οἱ ὧρες, τόσο καί πιό πολύ μεγάλωνε ἡ ἀπελπισία της.
Ἦταν ἤδη 2:00 μετά τά μεσάνυκτα, ὅταν ὅλως ἐκτάκτως πέρασε ἀπό τό θάλαμο ὁ διευθυντής τοῦ τμήματος, νά δεῖ ἕνα διπλανό κοριτσάκι ‘’ἐπί πληρωμή’’ καί ἀπό παρόρμησι πρόσεξε καί τό δίχρονο παιδάκι τῆς χαροκαμένης ἐκείνης μάνας. Τό ἐξέτασε καί τῆς εἶπε: Λυπᾶμαι πολύ κυρία μου. Πάρε τό παιδάκι σου καί φύγε τώρα, γιά νά πεθάνη τουλάχιστον στήν ἀγκαλιά σου καί στό σπίτι σου.
Σάν τό ἄκουσε αὐτό ἡ δύστυχη μάνα ἀπό τό στόμα τοῦ γιατροῦ, μέ λυγμούς, τύλιξε τό παιδάκι της μέ μία κουβερτούλα, τό ἕσφιξε στήν ἀγκαλιά της καί ἔφυγε τρέχοντας. Βγῆκε στό δρόμο… Παντοῦ ἐπικρατοῦσε ἐρημιά καί ἡσυχία. Τίποτα δέν κυκλοφοροῦσε.
Σέ μία στροφή τοῦ δρόμου, βλέπει ξαφνικά μπροστά τῆς μία νεαρή σχετικά γυναίκα, περίπου 30 ἐτῶν. Μόλις εἶχε τελειώσει τή <<δουλειά της>>, ἦταν πόρνη.
Μόλις ἔφθασε ἡ μάνα μπροστά της, τήν σταμάτησε καί τῆς ἔβαλε μέ βία τό παιδάκι τῆς μέσα στήν ἀγκαλιά της. Ταυτόχρονα, ἔπεσε στά πόδια της καί φώναξε: Σῶσε τό παιδί μου! Σῶσε τό παιδί μουουουου!!!
Τά ἔχασε αὐτή! Πόρνη ἦταν, ἁμαρτωλή ἦταν, βυθισμένη στό βοῦρκο τῆς ἀκολασίας! Τί νά κάνει; Στά πόδια τῆς μία μάνα, στά χέρια τῆς ἕνα παιδί πού ἔσβηνε. Τό εἶδε ὅτι ἔσβηνε. Σήκωσε τά μάτια της στόν οὐρανό καί εἶπε μέ δυνατή φωνή: Τί προσευχή νά κάνω τώρα Θεέ μου; Ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλή, ἐγώ εἶμαι πόρνη! Τώρα μόλις <<τελείωσα>> τήν δουλειά μου. Ἄν δέν μ’ ἀκοῦς ἐμένα –καί δέν θά μέ ἀκούσεις, βέβαια, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλή- ἄκουσε τουλάχιστον αὐτή τή πονεμένη μάνα.
Ἐκείνη τή στιγμή ἔγινε τό θαῦμα!!! Κατέβηκε ἕνα φῶς ἀπό τόν οὐρανό καί τό παιδί ἄνοιξε τά ματάκια του, φώναξε <<μανούλα μου!>> κι ἅπλωσε τά χεράκια του ἀγκαλιάζοντας τή πόρνη, γιατί νόμισε ὅτι αὐτή ἦταν ἡ μανούλα του. Πάρ’ τό τῆς εἶπε. Ὁ Θεός ἔκανε τό θαῦμα Του!
Ὁ Θεός ἄκουσε τή προσευχή μίας ἁμαρτωλῆς, μίας πόρνης καί ὄχι τῆς μάνας! Αὐτό συντάραξε τά λιμνάζοντα ‘’νερά’’ στή ψυχή τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, ὥστε μέ συντριβή καί μετάνοια, καί μέ ἐξομολόγηση, ὁριστικά πλέον ἄλλαξε τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας μέ τή νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Δόξα στό Ὄνομά σου, Κύριε



Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Η ΣΑΛΩΜΗ Η ΠΑΝΤΑ ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΜΕΝΗ.



site analysis

 ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ .Ι.Μ. ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.






Ή Σαλώμη, ή πάντα μαυροφορεμένη

Πάμπτωχη ή Σαλώμη, μέ τά ταπεινά της φορέματα Πορεύθηκε μέσα στην Εκκλησία σ’ ολη της τηνζωή. Πάντα στην άκρια καθότανε καί οί πλούσιοι στο μυαλό την θεωρούσαν χαζή. Τά ταπεινά της φορέματα την έκαναν ακόμη πιο ταπεινή. Ή σκούπα καί τό φαράσι ήταν τό μόνιμο εργόχειρό της στο σπίτι, στην εκκλησία, στο μοναστήρι.



Τό στόμα της ήταν πάντοτε κλειστό γιά τούς άλλους.’Άν την ρωτούσες κάτι, τό «δέν ξέρω, δέν άκουσα, δέν κατάλαβα» ήταν ή μόνιμη απάντησή της. Τό λίγο μυαλό της, που Έβλεπαν οί άλλοι, δεν τής επέτρεψε ποτέ να γίνη ή άνακατώστρα τής γειτονιάς.
Τό ακάθαρτο πετρέλαιο ήταν τό μόνο άρωμα καί τό μόνο φάρμακο για τήν Σαλώμη, να επάλειψη τα πονεμένα της μέλη. Είχε μονίμως πονοκέφαλο καί τήν ρωτούσα:
-       Μήπως θέλεις κάποιο φάρμακο;
-’Όχι, Γέροντα- στήν Παναγιά θά κάνω προσευχή νά μου πάρη καί τήν βοή καί τον πόνο.
Ποτέ δεν Έλειπε από τήν ακολουθία καί κατ’ ιδίαν Έκανε πολλές προσευχές. Πάντα Έλεγε τήν ευχή με τό κομποσχοίνι. Μιά βραδιά κρυφάκουσα τήν ταπεινή της προσευχή, που συνοδευόταν από πολλές μετάνοιες: «Κύριε, ειρήνευσε τον κόσμο. Κύριε, συγχώρεσε τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Χάρισέ τους μετάνοια καί αγάπη γιά Σένα καί μεταξύ τους. Και σ’ εμένα τήν αμαρτωλή δός μου τήν συγχώρηση. ’Έχε καλά τον πνευματικό μου πατερούλη, τά πνευματικά μου αδέλφια...».


Μνημόνευε κάποια ονόματα κι Έπειτα Έλεγε τήν ευχή.
Τής Έλεγα να τήν κάνω μοναχή καί μου απαντούσε:
-       ’Όχι, Γέροντά μου* είμαι ανάξια γιά μιά τέτοια τιμή.
Πολλές φορές Έλεγε καί πράγματα πού Έβλεπε τήν ώρα τής Λειτουργίας, αλλά με μισόλογα:
-       Σήμερα ό Χριστός Ελαμπε μέσα στό άγιο Ποτήριο. Σήμερα στήν Λειτουργία δεν ήσουνα μόνος· είχες πολλούς παπάδες μέσα στό 'Ιερό, άλλ’ εγώ ή ανάξια δεν πρέπει να λέγω τέτοια πράγματα.
’Άλλοτε Έλεγε πώς Έβλεπε τον παπά τής ενορίας της να λειτουργή μέσα στό φως καί άλλοτε μέσα στό σκοτάδι:
-       Δεν ήταν σήμερα καθαρός 6 παπάς. Ένα μαύρο σύννεφο συνεχώς τον περικύκλωνε.



Κάποιο καλοκαίρι Έλεγα στον Προυσό:
-Αν φυτεύαμε κυπαρίσσια πίσω από τό τοιχίο άντιστηρίξεως τής όδού Αγιοι Πάντες-Μοναστήρι, θά κρατούσαν καλύτερα τον τόπο, πού συνεχώς φεύγει.
Τό κράτησε ή γριά Σαλώμη στον νου της και τον ερχόμενο χειμώνα το έβαλε σε ενέργεια. Ένα σούρουπο μέσα στο χιόνι και τήν καταχνιά βλέπω την γριά Σαλώμη με δυο σάκους κυπαρίσσια να πλησιάζει τήν θύρα τού μοναστηριού.
-       Σαλώμη, τί έκανες; Πώς πέρασες τήν κορυφογραμμή μέσα σε τόσα χιόνια; Πώς τά σήκωνες όλα αυτά τά δένδρα από τό Θέρμο ως εδώ; Πόσες μέρες έκανες να φτάσεις στο μοναστήρι;
-       Δυο μέρες έκανα να έρθω, αλλά άλλος τά σήκωνε, δεν τά σήκωνα εγώ.
-       Ποιος τά σήκωνε, Σαλώμη;
-       Μόλις έφυγε.
Τήν πήγα στήν Παναγία και κάναμε ευχαριστία.
-       Μή φοβάσαι. Είμαι πολύ καλά. Εγώ τήν Παναγία διακονώ δεν θά με άφήση να χαθώ.
 'Αγνός άνθρωπος, καθαρός, πάντα ησύχαζε, ταπεινωνότανε, προσευχότανε. 


Ή νηστεία ήτανε μόνιμη συντροφιά της. Αληθινή μυροφόρα τής Παναγιάς του Θερμού, του πατρο- Κοσμά του Αιτωλού, τής μονής Μυρτιάς καί τής μονής Προυσού. Πτωχή καί πένης, άλλα πλούσια σε αγάπη καί έργα διακονίας. Προσκυνούσε μέχρι τό έδαφος, του Θεού τούς λειτουργούς, ψελλίζοντας «Συγχωρέστε με τήν ανάξια».
«Την ευχή σου δώσε μας, Σαλώμη, από ’κει πού αναπαύεσαι».


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Η ΟΛΓΑ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΜΑΝΑΒΗ.



site analysis

 ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ. Ι.ΜΟΝΗΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.







Από τό Θερμό κι αυτή ή μυροφόρα, μαθήτρια του πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, γιατί στις διδαχές του καί στις προφητείες του έντρυφούσανε μαζί με την Σαλώμη. Δεν χρειάζονταν άλλωστε γράμματα, για να τις γνωρίζουν. Προφορικά διαιωνίζοντο με κάθε ακρίβεια. Καμιά φορά τό στόμα διατηρεί πιο ζωντανά τά πράγματα απ’ ο,τι τό κονδύλι.

Τήν γνώρισα στήν μονή Μυρτιάς τον Νοέμβριο του 1971, τήν παραμονή τής εορτής των Είσοδίων τής Θεοτόκου. Κοιτάζοντας προς τήν πόρτα του μοναστηριού, έβλεπα μιά γυναίκα νά κρύπτεται πίσω από τον κορμό μιάς ελιάς. Μιά νά βγαίνη καί μιά νά κρύπτεται. Από τις πολλές φορές πήγα νά
δω ποιά είναι καί τί κάνει πίσω άπό τήν ελιά. Πηγαίνοντας
βλέπω μιά μεσόκοπη γυναίκα μ’ ένα πανέρι λουλούδια.
-       Τί κάνεις έδώ; Γιατί δέν έρχεσαι στο μοναστήρι;
-       Γέροντα, ό παπάς του Θέρμου μου είπε χθες τό βράδυ νά μήν κοπιάσω νά βοηθήσω στο στόλισμα τής εκκλησίας, γιατί οί καλόγεροι είναι τόσο άγριοι, πού θά μέ βάλουνε μέ τις πέτρες. Περιμένω άπό τήν αύγή καί φοβάμαι νά πλησιάσω.
-       Έλα, κυρά μου, καί στόλισε τήν έκκλησιά μέ τά λουλούδια τα δικά σου, όπως εσύ θέλεις.
Έμεινε μέχρι τό βράδυ. Φεύγοντας χίλιες μετάνοιες μου έβαλε για τον κακό λογισμό της. Καί από τότε έγινε γνώριμη καί σεβαστή μυροφόρα στο μοναστήρι.
Ολη της ή ζωή ήτανε να συνάζη λουλούδια καί να στολίζη τούς 'Αγίους πού γιόρταζαν. Τό έργο αύτό δεν ήταν πάντα εύκολο, γιατί ο τόπος είναι ορεινός. Τα έφτιαχνε τόσο όμορφα, πού πειράζοντάς την τής έλεγα:
-       Που σπούδασες τήν τέχνη αυτή;
-       Στήν αγάπη των ' Αγίων.
Πολύ γρήγορα προσεβλήθη από τήν επάρατο νόσο. Την έπισκέφθηκα στο σπίτι της. Μιλήσαμε πολλή ώρα για τα επέκεινα. Τήν ρώτησα:
-       ’Όλγα, αν σε καλέση ό Χριστός μας στα ούράνια, είσαι έτοιμη;
-       Πανέτοιμη, Γέροντα, είμαι. Καί νά’ ξευρες πόσο τό λαχταρώ καί τό περιμένω.
-       Τα παιδιά σου δεν τα σκέπτεσαι;
-       Είναι μεγάλα- μπορούνε πια να εκλέξουνε τό κακό ή το αγαθό.
Σε λίγες μέρες είπε στα παιδιά καί τον σύζυγό της, πού
έμεναν μέχρι αργά στο δωμάτιό της:
-       Νιώθω καλύτερα· πηγαίνετε νά ξεκουραστήτε.

Καί αφού τούς έβαλε στον ύπνο καί έπεκράτησε ησυχία,
σηκώθηκε, ετοιμάστηκε, φόρεσε τά καλά της, ξάπλωσε στην στρωμνή της βλέποντας προς άνατολάς, σταύρωσε τά χέρια της, αφήνοντας ένα σημείωμα: «Ετοιμη είμαι γιά τον ουρανό, μή με αλλάξετε- αυτά πού φόρεσα είναι τής εξόδου μου».


Αύτό είναι τό τέλος της Όλγας με τά λουλούδια καί τά στεφάνια στούς 'Αγίους. Όσάκις φέρνω στον νου μου τήν ’Όλγα, ενθυμούμαι τα λόγια ενός παλιού: «Κανένας κόπος στήν εκκλησία δεν πάειχαμένος».


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

Η μοναχή με τα 100 εγγόνια και 40 δισέγγονα



site analysis


Η Αννα Τσεκούρα είχε αφιερώσει τη ζωή της και  πρόσφερε την περιουσία της για να φροντίσει  τα παιδιά. Ηταν η «ψυχή» του Ιδρύματος «Αγία Ταβιθά» στη Λιβαδειά, εργάστηκε ως μοδίστρα και για 50 χρόνια στήριξε ανήμπορα κορίτσια.
Ηταν τόσο σεμνή και απλός άνθρωπος η γερόντισσα Αννα! Δεν ήθελε να προβάλλει το έργο της και να μιλά για τον εαυτό της. Αφηνε τις πράξεις να μιλούν από μόνες τους». Tα λόγια αυτά της Θεμιστοκλείας Παπαγεωργίου, διευθύντριας του Ορφανοτροφείου «Η Αγία Ταβιθά», έτσι όπως αντήχησαν από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, σχημάτισαν έστω και στιγμιαία το φωτεινό περίγραμμα μιας σπουδαίας προσωπικότητας.
Η γερόντισσα Αννα Τσεκούρα, η «Μανούλα», όπως όλοι, μεγάλοι και μικροί, με τρυφερότητα, αγάπη και ευγνωμοσύνη την αποκαλούσαν, υπήρξε από τα πρώτα βήματα της Ορφανικής Στέγης «Αγία Ταβιθά» στη Λιβαδειά η «ψυχή» και το στήριγμα του ιδρύματος αυτού, το οποίο συγχρόνως ανέπτυξε και μια σειρά από άλλες δραστηριότητες, όπως ομάδες κατηχητικών, κατασκηνώσεις κ.ά.
Από το 1963, όταν άρχισε η λειτουργία αυτού του ιδρύματος και με τη βοήθεια του τότε αρχιμανδρίτη Θηβών και Λεβαδείας Κωνσταντίνου Σακελλαρόπουλου, η «Μανούλα» αφιέρωσε τη ζωή της και πρόσφερε την περιουσία της για την αγάπη του Θεού και των παιδιών. «Ηταν μια γυναίκα της προσευχής, της νηστείας, αφιερωμένη ολοκληρωτικά στον Θεό και τον συνάνθρωπο. Δεν υπολόγιζε κούραση.
Εργαζόταν νύχτα και ημέρα. Και δεν ήταν μόνο τα παιδιά που φρόντιζε. Ανησυχούσε για όλη την κοινωνία και ήταν πρόθυμη να βοηθήσει τους πάντες. Είχε ιδρύσει, επίσης, κύκλους νέων μητέρων, ενώ δραστηριοποιούνταν και στη διοργάνωση συνεδρίων αλλά και άλλων εκδηλώσεων» επισημαίνει η κ. Παπαγεωργίου αναφερόμενη στη γερόντισσα Αννα.
ΦΩΤΕΙΝΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Γεννήθηκε στη Λιβαδειά και από τους γονείς της Γεώργιο και Ασημίνα η μακαριστή γερόντισσα έλαβε τις αρχές που αποτέλεσαν τις βάσεις και τα θεμέλια της μετέπειτα πνευματικής πορείας της. Συνδέθηκε από μικρή ηλικία με τον μακαριστό Αγιορείτη γέροντα Γρηγέντιο, ο οποίος με το φωτεινό παράδειγμά του γέννησε σε πολλές ψυχές στην επαρχία -όπως και στη μακαριστή γερόντισσα- τον πόθο για τη ζωή της ολοκληρωτικής προς τον Θεό αφιερώσεως.
Ηταν αρχές της δεκαετίας του ’60, στα δύσκολα εκείνα χρόνια, όταν η 27χρονη τότε Αννα Τσεκούρα συνέλαβε ένα τολμηρό για τα δεδομένα εκείνης της εποχής σχέδιο: την ίδρυση ενός Σπιτιού Αγάπης για κορίτσια που είχαν ανάγκη προστασίας.
Η νεαρή τότε Αννα δεν μπορούσε εύκολα να αποφασίσει. Ο πνευματικός της, μακαριστός Κωνσταντίνος, δεν σταματούσε να την παροτρύνει να αποδεχθεί αυτή την τόσο σημαντική ευθύνη. Αφού προσευχήθηκε αρκετά, ένιωσε μέσα της ότι ήταν πλέον έτοιμη να αναλάβει τη φροντίδα, τη διαπαιδαγώγηση και την καθοδήγηση των κοριτσιών που ο Θεός θα πρόσφερε στα δικά της, ικανά χέρια.
Με τη συμπαράσταση της κυρίας Νίκας -την οποία τα παιδιά αποκαλούσαν «γιαγιά»- αλλά και της αδελφότητας που σε σύντομο χρονικό διάστημα δημιουργήθηκε κοντά της, η γερόντισσα πρόσφερε φροντίδα σε πολλές ψυχές. Εκατοντάδες κορίτσια μεγάλωσαν με την αγάπη και τις συμβουλές της.
ΕΚΑΡΗ ΜΟΝΑΧΗ
Οσοι έζησαν μαζί της όλα εκείνα τα χρόνια είχαν διακρίνει -και σωστά- ότι μέσα της σιγόκαιε ο πόθος της μοναχικής τελειώσεώς της. Ηταν μια ασίγαστη επιθυμία, που από τα νεανικά χρόνια έκαιγε στην καρδιά της.
Τα χρόνια πια βάρυναν στους ώμους της και η υγεία της άρχισε να κλονίζεται. Το πλήρωμα του χρόνου είχε έρθει πλέον: η ίδια πήρε την απόφαση να λάβει τη μοναχική κουρά. Τη συγκινησιακή φόρτιση εκείνης της ημέρας αποδίδει ανάγλυφα το παρακάτω κείμενο από το περιοδικό «Αγία Ταβιθά», το οποίο εκδίδει σε σταθερή βάση το εν λόγω ίδρυμα. Φτάνουμε, λοιπόν, στις 9 Σεπτεμβρίου 2014 και μέσα σε μια κατανυκτική και συγκινητική ατμόσφαιρα κατά την τέλεση του εσπερινού, «η πνευματική μας μητέρα Αννα εκάρη μεγαλόσχημη Αννα μοναχή από τον πνευματικό μας πατέρα Μητροπολίτη Κυθήρων κ. Σεραφείμ […]. Δακρύσαμε όλοι από συγκίνηση, καθώς νιώθαμε την ευλογία που σκορπίστηκε στην οικογένειά μας και στις οικογένειες των παιδιών μας. Η γερόντισσα Αννα θα συνεχίσει το πνευματικό της έργο με περισσότερη προσευχή για όλους, με πόνο και αγάπη για τα παιδιά του Θεού». Τα τελευταία σκαλοπάτια της σωματικής ασθένειας και του πόνου τα υπέμεινε με μεγάλη καρτερία. Τη μεθεόρτια ημέρα των Εισοδίων της Θεοτόκου παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.
Nεκρώσιμος ακολουθία
Στις 24 Νοεμβρίου 2016 τελέστηκε η νεκρώσιμος ακολουθία στον μητροπολιτικό ναό της Λιβαδειάς.Ο π. Νεκτάριος Τσεκούρας, Ηγούμενος της Μονής Οσίου Σεραφείμ και ανιψιός της γερόντισσας, την αποχαιρέτησε μεταξύ άλλων και με τα παρακάτω λόγια: «Ολοι εμείς που συγκεντρωθήκαμε να τη συνοδεύσουμε σε αυτή την έξοδό της ευχόμεθα ο Θεός να την αναπαύσει στη Βασιλεία του. Η δε Παναγία Μητέρα του να τη συνεισάγει στα επουράνια Αγια των Αγίων, όπου οι χοροί των αγγέλων και δικαίων που ηγάπησε και μιμήθηκε».
ΠΑΝΩ ΑΠΟ 100 ΕΓΓΟΝΙΑ, 40 ΔΙΣΕΓΓΟΝΑ, 35 ΠΑΝΤΡΕΙΕΣ
Για 50 ολόκληρα χρόνια έκλεινε πληγές, χάριζε οικογενειακή θαλπωρή, συμβούλευε, χαιρόταν με τις επιτυχίες κάθε παιδιού, συμμετείχε στα προβλήματα που καθένα από αυτά αντιμετώπιζε. Με τη βελόνα αρχικά -αφού εργαζόταν ως μοδίστρα- κάλυπτε τις ανάγκες των παιδιών της. Ξενύχτησε στις αρρώστιες τους, τα συνόδεψε στο νοσοκομείο, όταν η υγεία τους κλονιζόταν. Εκλαψε ακόμη και τον θάνατο ενός 15χρονου κοριτσιού, όταν αυτό προσβλήθηκε από καρκίνο. Πώς θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο και το γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια των 50 χρόνων διακονίας της αποκατέστησε 35 κορίτσια; Τα κορίτσια αυτά αποτέλεσαν άξιες συζύγους, μητέρες, νοικοκυρές και εργαζόμενες, επιστήμονες και πιστά μέλη της Εκκλησίας. Περισσότερα από 100 τα εγγόνια της και 40 τα δισέγγονά της, αφού οι πιο πολλές θυγατέρες της έγιναν κατόπιν πολύτεκνες μητέρες.
Πηγή: Εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια -ΖΩΝΤΑΝΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΚΥΛΙΝΗΣ



site analysis



Η αγία Ακυλίνα έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού και καταγόταν από τη Βύβλο, πόλη της Παλαιστίνης. Ήταν κόρη ένδοξου άνδρα που ονομαζόταν Ευτόλμιος, ενώ βαπτίστηκε χριστιανή από τον επίσκοπο Ευθάλιο. Από δεκαπέντε ετών καθοδηγούσε τις φίλες και συνομήλικές της κοπέλες προς την πίστη του Χριστού και τις δίδασκε να απέχουν από τα είδωλα. Γι᾽ αυτό  και κατηγορήθηκε στον ανθύπατο Ουλοσιανό από κάποιο Νικόδημο. Οδηγήθηκε σε εξέταση και εκεί ομολόγησε το όνομα του Χριστού. Τότε δόθηκε εντολή να την κτυπήσουν, ενώ τρύπησαν τις ακοές της με σιδερένιες πυρωμένες σούβλες τόσο πολύ, ώστε και να τρέχουν αίματα από τα ρουθούνια της και να πυρωθεί εσωτερικά όλο το κεφάλι της. Έπειτα αποφάσισαν να την κτυπήσουν με ξίφος, οπότε της έκοψαν το κεφάλι και έτσι εκδήμησε προς τον Κύριο. Τελείται δε η σύναξή της στο αγιότατο Μαρτυρείο της, που βρίσκεται στην περιοχή του Φιλοξένου”.
Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ  δεν παύει να τονίζει παράλληλα με την προαγωγή της αγίας ως νύμφης Χριστού και τη νίκη που κατήγαγε απέναντι στον διάβολο και τα όργανά του. Μπορεί η ίδια να ήταν ένα κορίτσι με ασθενικό σώμα, αλλά το γενναίο φρόνημά της λόγω της θερμής αγάπης της προς τον Χριστό και της ενίσχυσης της χάρης Εκείνου, την έκανε να είναι σαν μέγας και κυρίαρχος στρατηλάτης. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε στρατηλάτες πνευματικούς τους νέους άνδρες, σαν τον άγιο Δημήτριο, τον άγιο Γεώργιο, τους αγίους Θεοδώρους. Τους εξεικονίζουμε μάλιστα πάνω σε άλογα να τρυπάνε τον νικημένο δράκοντα, τον διάβολο. Μα εξίσου η υμνολογία της Εκκλησίας μας προβάλλει και τις νέες κοπέλες μάρτυρες, σαν την αγία Ακυλίνα. Θα μπορούσαμε και αυτήν να την εξεικονίσουμε πάνω σε άλογο, τη γενναία ψυχή της δηλαδή και τη χάρη του Θεού, να καταβάλει  τον υπερήφανο δράκοντα. ῾Τον υπερήφανο δράκοντα εσύ, παρόλη την ασθενική σου σάρκα, τον κατέβαλες, καθώς αρίστευσες λαμπρότατα και αφάνισες το θράσος των τυράννων᾽(῾Υπερήφανον δράκοντα συ δι᾽ ασθενείας σαρκός κατέβαλες, αριστεύσασα λαμπρότατα και τυράννων θράσος αφανίσασα᾽) (ωδή δ´). Είναι αλήθεια: η πίστη και η βαθειά αγάπη προς τον Χριστό μεταποιεί και τον πιο αδύναμο άνθρωπο κυριολεκτικά σε λιοντάρι. Αρκεί να κρατάει το σώμα του καθαρό από σαρκικές αμαρτίες και την καρδιά του ενωμένη με τον Χριστό. Σαν την αγία Ακυλίνα: ῾Έχοντας το σώμα σου καθαρό από αμαρτίες και την καρδιά σου ενωμένη με τον Κύριο, παραστάθηκες ενώπιον δικαστικών βημάτων, ελέγχοντας, θεόφρον αγνή, τον ανόητο τύραννο᾽(῾Άσπιλον φέρουσα το σώμα, την καρδίαν τε Κυρίω ηνωμένην, προ βημάτων, αγνή, δικαστικών παρέστης, ασυνετούντα τύραννον διελέγχουσα, θεόφρον᾽) (ωδή ζ´).