Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Περί τῆς Ὁσίας ΤΑΪΣΙΑΣ, τῆς πρότερον πόρνης



site analysis


“Ἐκ τοῦ ρύπου σμηχθεῖσα τῆς ἀσωτίας φαιδρά πρόσεισι τῷ Θεῷ Ταϊσία.”
 Ἡ μακαριωτάτη Ταϊσία ἦτο καλή εἰς τήν ὄψιν, χαριεστάτη καί πολύ ὡραία, ὅτε δέ ἦτο δέκα ἑπτά περίπου χρόνων, λαβοῦσα ταύτην ἡ μήτηρ της, ἡ ὁποία ἀπό μικράν τήν ἐξώθει εἰς τό κακόν, τήν ὡδήγησεν εἰς τόν τόπον τῆς ἀπωλείας, ἤτοι εἰς τόπον πορνείας. Ἐπειδή δέ ἦτο ὡραία, διέδραμε πανταχοῦ ἡ φήμη τοῦ κάλλους τοῦ προσώπου της, ὡς φλόγα δέ κατέκαιεν ἡ μανία τῆς ἀγάπης της τάς καρδίας τῶν ἐραστῶν της. Πλεῖστοι δέ ἄλλοι ἀκούοντες τά περί τοῦ κάλλους της, ἐπώλουν πάντα τά ὑπάρχοντά των, προκειμένου νά ἀπολαύσουν τῆς ἀγάπης της.
Ἀκούσας ὁ ἀββᾶς Σεραπίων περί αὐτῆς, προσηυχήθη πρός τόν Θεόν ὑπέρ αὐτῆς λέγων: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ θέλων πάντας σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, οὕτω καί νῦν ἐμφύτευσον τόν φόβον σου εἰς τήν καρδίαν αὐτῆς, διά νά ἐπιστρέψῃ, μετανοήσῃ καί σωθῇ». Μετά ταῦτα ἐφόρεσε ροῦχα κοσμικά, ἔλαβε μεθ᾽ ἑαυτοῦ ἕν νόμισμα καί ἀπῆλθε πρός αὐτήν, ὡς δῆθεν στρατιώτης. Ἐλθών δέ εἰς τόν τόπον εἰς τόν ὁποῖον διέμενεν, ἔδωκεν εἰς αὐτήν τό νόμισμα, τό ὁποῖον λαβοῦσα μετά χαρᾶς ἡ Ταϊσία εἶπε πρός αὐτόν: «Ἄς εἰσέλθωμεν εἰς τόν κοιτῶνα μου». Λέγει δέ καί ὁ Ἀββᾶς Σεραπίων· «ἄς εἰσέλθωμεν». Εἰσελθών δέ ὁ ὅσιος βλέπει κλίνην ἐστρωμένην ὑψηλοτάτην, ἀνελθοῦσα δέ ἡ κόρη εἰς τήν κλίνην ἐκάλει καί τόν γέροντα νά ἀνέλθῃ εἰς αὐτήν. Ὁ δέ Γέρων εἶπεν εἰς αὐτήν· «δέν ὑπάρχει ἕτερον κελλίον ἐνταῦθα;» Λέγει του ἡ κόρη· «ὑπάρχει». Λέγει πρός αὐτήν ὁ Γέρων «Ἄς ὑπάγωμεν νά καθίσωμεν ὀλίγον ἐκεῖ». Λέγει ἡ Ταϊσία: «Ἐφ᾽ ὅσον οὐδείς ἄνθρωπος βλέπει ἡμᾶς εἰς τόν τόπον τοῦτον, καλόν εἶναι νά συνομιλήσωμεν καί νά ποιήσωμεν ἐδῶ τήν ἐπιθυμίαν μας, διότι ὅπου καί ἄν ἀπέλθωμεν βλέπει ἡμᾶς ὁ Θεός».
Ἀκούσας ὁ Γέρων τό λόγον τοῦτον εἶπε πρός αὐτήν: «Γνωρίζεις ὅτι ὑπάρχει Θεός καί κρίσις καί ἀνταπόδοσις καί Βασιλεία καί Κόλασις»; Λέγει ἐκείνη· «Ναί, γνωρίζω». Τῆς ἀπεκρίθη ὁ Γέρων: «Ἐφ᾽ ὅσον λοιπόν γνωρίζεις, διατί καταστρέφεις τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων»; Ταῦτα καί ἄλλα πολλά εὑρών τήν εὐκαιρίαν νά τῆς ἀναπτύξῃ ὁ Γέρων, τῆς ἔδειξεν ὕστερον καί τό μοναχικόν Σχῆμα, τό ὁποῖον ἐφόρει ἐσωτερικῶς, ἀποκαλύψας εἰς αὐτήν καί τήν αἰτίαν διά τήν ὁποίαν ἦλθεν εἰς τό κελλί της.
Τότε ἡ Ταϊσία ρίψασα ἑαυτήν εἰς τούς πόδας τοῦ Γέροντος ἔλεγε μετά δακρύων: «Γνωρίζεις, τίμιε πάτερ, ἐάν ὑπάρχῃ μετάνοια καί διά τούς ἁμαρτήσαντας; δέχεται καί ἐμέ ὁ Θεός ἐάν μετανοήσω;» Λέγει ὁ Γέρων: «Εὔσπλαχνος εἶναι ὁ Θεός καί πολύ μακρόθυμος δεχόμενος πάντας τούς μετανοοῦντας μετά χαρᾶς, διό καί πολλή χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ “ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι”». Ἡ δέ λέγει πρός αὐτόν: «Ἀνάμεινόν με, πάτερ, τρεῖς μόνον ὥρας, ἔπειτα δέ πρᾶξον εἰς ἐμέ ὅ,τι καί ἄν βούλεσαι ὑπέρ τῶν κακῶν τά ὁποῖα ἔπραξα· διότι γνωρίζω ὅτι ἀπό Θεοῦ ἀπεστάλης εἰς ἐμέ». Ὁ δέ ὅσιος ὑποδείξας εἰς αὐτήν τό ποῦ θά τόν εὕρῃ ἀνεχώρησεν ἐκ τοῦ κελλίου της. Ἡ δέ μακαρία, παραλαβοῦσα ὅσα εἶχεν ἀποκτήσει ἐκ τῆς πορνείας, ἔκαυσε ταῦτα εἰς τό μέσον τῆς πόλεως λέγουσα· «Ἐλᾶτε πάντες οἱ μετ᾽ ἐμοῦ πορνεύσαντες καί ἴδετε κατά τήν ὥραν ταύτην πῶς κατέκαυσα πάντα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἐκ τῆς πορνείας ἀπέκτησα». Ἦσαν δέ τά καυθέντα ὑπό τῆς ἁγίας ἀξίας ἑξακοσίων λίτρων χρυσίου, ἐκτός τοῦ ἱματισμοῦ καί τῶν στολῶν.
Ἀφοῦ ἐποίησε ταῦτα ἡ ἁγία ἀπῆλθε πρός τόν Γέροντα. Παραλαβών δέ αὐτήν ὁ γέρων τήν εἰσήγαγεν εἰς φροντιστήριον παρθένων (Μοναστήριον) καί ἐνέκλεισεν αὐτήν εἰς ἕν κελλίον, ἐσφράγισε δέ τήν θύραν διά σφραγῖδος μολυβδίνης, ἀφήσας μόνον μικράν θυρίδα, διά τῆς ὁποίας θά ἐλάμβανεν ἡ Τασία τά πρός συντήρησιν. Παρήγγειλε δέ ὁ Γέρων εἰς τήν ἡγουμένην τοῦ Μοναστηρίου νά παρέχῃ εἰς αὐτήν ἀνά δύο ἡμέρας ἄρτον ξηρόν ὀλίγον καί ὀλιγοστόν ὕδωρ. Εἶπε δέ πρός τόν Γέροντα ἡ μακαρία ἀπό τῆς θυρίδος: «Προσεύχου, τίμιε πάτερ, εἰς τόν Θεόν διά νά συγχωρήσῃ ὁ Θεός τάς πολλάς μου ἁμαρτίας». Λέγει δέ πρός αὐτήν ὁ γέρων: «Ἔχε πρός τόν Θεόν συνεχῶς τήν διάνοιάν σου λέγουσα ἀεί τόν λόγον τοῦτον: “Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ πλάσας με, ἐλέησόν με, κατά τό μέγα σου ἔλεος».
Παρέμεινε λοιπόν ἡ μακαρία Ταϊσία εἰς τό κελλίον ἐκεῖνο ἔτη τρία πράττουσα πάντα τά ἀνωτέρω μετά πάσης κατανύξεως καί προθυμίας. Βλέπων δέ ὁ ἀββᾶς Σεραπίων τήν μετάνοιάν της, τήν εὐσπλαγχνίσθη καί ἐπῆγεν εἰς τόν Μ. Ἀντώνιον νά τόν ἐρωτήσῃ, ἐάν ἐδέχθη ὁ Θεός τήν ἐπιστροφήν της. Ἀφοῦ λοιπόν διηγήθη εἰς τόν Μ. Ἀντώνιον ὅλον τόν βίον της καί τήν μετάνοιάν της, τότε ὁ μέγας πατήρ ἐκάλεσε τούς μαθητάς του καί τούς εἶπε: «Κλείσατε ἑαυτούς εἰς τά κελλιά σας ὅλην τήν νύκτα προσευχόμενοι θερμῶς διά τό ζήτημα τοῦ ἀββᾶ Σεραπίωνος, διά νά ἴδωμεν τί θά μᾶς ἀποκαλύψῃ ὁ Θεός». Ἐποίησαν δέ ἕκαστος ἐξ αὐτῶν καθώς προσετάχθησαν. Πολλῆς δέ ὥρας παρελθούσης τῆς νυκτός, προσέχει ὁ ἀββᾶς Παῦλος, ὁ μεγαλύτερος τῶν μαθητῶν τοῦ Μ. Ἀντωνίου, καί βλέπει εἰς τόν οὐρανόν κλίνην ἐστρωμένην ἐν μεγάλῃ δόξῃ καί μεγαλοπρεπείᾳ, καί τρεῖς παρθένους κρατούσας λαμπάδας ἔμπροσθεν τῆς κλίνης, στέφανος δέ ἀμάραντος εὑρίσκετο ἐπ᾽ αὐτῆς. Ἐσκέφθη τότε ὁ ἀββᾶς Παῦλος ὅτι αὐτή ἡ κλίνη καί ὁ στέφανος ἀσφαλῶς θά ἀνήκουν εἰς τόν Γέροντά του, τόν Μ. Ἀντώνιον. Ταῦτα αὐτοῦ διαλογιζομένου ἦλθε φωνή πρός αὐτόν λέγουσα· «Δέν εἶναι, Παῦλε, τοῦ πατρός σου Ἀντωνίου, ἀλλά τῆς Ταϊσίας τῆς πάλαι πόρνης». Πρωΐας δέ γενομένης διηγήθη εἰς τούς πατέρας τήν ὀπτασίαν καί ἐπληροφορήθησαν ἅπαντες ὅτι ἐδέχθη ὁ Θεός τήν μετάνοιαν τῆς μακαρίας Ταϊσίας.
Ἐπιστρέψας ὁ ἀββᾶς Σεραπίων ἐκ τοῦ Μ. Ἀντωνίου ἐπῆγε κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τό Μοναστήριον τῆς Ταϊσίας καί διέταξεν αὐτήν νά ἐξέλθῃ πλέον τοῦ κελλίου της, διά νά συνδιάγῃ μετά τῶν ἄλλων ἀδελφῶν, διότι ὁ Θεός ἐδέχθη τήν μετάνοιάν της. Ἡ δέ μακαρία τοῦ ἔλεγε: «Πίστευσόν μοι, τίμιε πάτερ, ὅτι ἀφ᾽ ἧς ὥρας ἦλθον εἰς τό κελλίον τοῦτο, ποιήσασα τάς ἁμαρτίας μου ὡς φορτίον μέγα ἔστησα αὐτό πρό τοῦ προσώπου μου· καί ὅπως ἡ πνοή μου δέν ἐσταμάτησε οὐδέ στιγμήν, οὕτω καί ἐγώ δέν ἔπαυσα καθόλου νά σκέπτομαι τά πλήθη τῶν ἀνομιῶν μου ἕως τῆς ὥρας ταύτης». Καί ὁ γέρων τῆς ἀπεκρίθη: «Τοῦτο ἐγένετο (δηλαδή ἡ συγχώρησίς της) ὄχι διά τήν ἰδικήν σου ἀξίαν, ἀλλά διά τόν ταπεινόν λογισμόν σου, εἰς τόν ὁποῖον εὐαρεστεῖται ὁ Θεός».
Οὕτως ἐξέβαλεν αὐτήν τοῦ κελλίου ὁ Γέρων διά νά παραμείνῃ μετά τήν ὑπερβάλλουσαν αὐτῆς μετάνοιαν δεκαπέντε μόνον ἡμέρας μετά τῶν ἀδελφῶν! Κατόπιν μετέστη πρός τόν Κύριον μετά δόξης καί τιμῆς μεγάλης ἀπολαβοῦσα τήν ἐπουράνιον βασιλείαν. Ταύτης καί ἡμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί καί ἀδελφαί, ἄς ζηλώσωμεν τήν μετάνοιαν, διότι τίς εὑρίσκεται καθαρός ἀπό ρύπου ἔστω καί μία ἡμέρα ἐάν εἶναι ὁ βίος του ἐπί τῆς γῆς; ὥστε νά ἀξιωθῶμεν τῆς ἐπουρανίου μακαριότητος εὐφραινόμενοι μετά πάντων τῶν ἁγίων εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΗΓΗ.http://www.imaik.gr/

Η ΑΓΙΑ ΔΑΜΑΡΙΣ Η ΠΡΩΤΗ ΑΘΗΝΑΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ



site analysis

Η Αγία Δάμαρις τοιχογραφία στον Ι.Ν.Αγίου Παντελεήμονος οδού Αχαρνών έργο Γ.Καρούσου


Η ΑΓΙΑ ΔΑΜΑΡΙΣ Η ΠΡΩΤΗ ΑΘΗΝΑΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ 
Η Αγία Δάμαρις είναι η πρώτη Αθηναία, που μαζί με τον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη πίστεψαν στο κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου το 52 μ.Χ. Το όνομά της αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων: «Τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς». (Πράξ. ιζ΄ 34).Το γεγονός ότι αναφέρεται ονομαστικά από τον Ευαγγελιστή Λουκά στις Πράξεις του υποδεικνύει ότι πρόκειται για αξιόλογη προσωπικότητα και για γυναίκα από ευγενή οικογένεια και με υψηλή κοινωνική θέση.Είναι γεγονός ότι η χριστιανική κοινότητα των Αθηνών, αρχικά τουλάχιστον, στα χρόνια του Αποστόλου Παύλου, μόλις και διατηρούνταν ανάμεσα στον ειδωλολατρικό κόσμο των Αθηνών. Και είναι και πάλι γεγονός ότι ο Απόστολος Παύλος ουδέποτε επισκέφτηκε ξανά την Εκκλησία των Αθηνών. Ωστόσο η Εκκλησία με επίσκοπο το Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον όποιο κατέστησε ο ίδιος ο Παύλος, εξακολουθούσε να υπάρχει και με τον καιρό να αναπτύσσεται. Σ' αυτόν συνέβαλε και η Δάμαρις.
Ήταν μια ιεραποστολική ψυχή η Αθηναία αυτή γυναίκα. Και ασκούσε την ιερή αυτή διακονία παντού, ιδιαίτερα ανάμεσα στον γυναικείο κόσμο. Και την ασκούσε με αμείωτο ζήλο και παλμό. Μαθήτρια του Αποστόλου Παύλου η Δάμαρις, μοχθούσε καθημερινά, όπως και ο Διδάσκαλος της, κηρύττοντας με όποιο τρόπο μπορούσε το ευαγγέλιο του Χριστού. Εξάλλου είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάθε φορά που ο μεγάλος Απόστολος επισκεπτόταν την Εκκλησία της Κορίνθου, εκείνη πήγαινε σε συνάντησή του, για να γυρίζει στην Αθήνα πιο δυνατή και πιο φλογερή στην διακονία της.
Ακολουθία της συνέγραψε ο υμνογράφος πατήρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Σημείωση: Μερικοί συναξαριστές αναφέρουν την μνήμη της στις 2 Οκτωβρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Του Παύλου ως ήκουσας, δημηγορούντος σοφώς, έδέξω το κήρυγμα, της ευσεβείας θερμώς, Κυρίω πιστεύσασα .Όθεν ή εν Αθήναις, Εκκλησία τιμά σε, Δάμαρις μακαρία, ως θεράπαιναν θείαν, Χριστώ οικειουμένην, τούς σε μακαρίζοντας. 



ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΥΠΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗΣ



site analysis


Έχοντας μελετήσει την ιστορία της Υπατίας όπως έχει διασωθεί από ιστορικά αποσπάσματα μπορούμε να δούμε, πιο καθαρά από πριν, τον κοινό παρονομαστή των λογοτεχνικών δημιουργημάτων και των προσωπογραφιών της φιλοσόφου όπως διαμορφώθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες· όλοι έχουν χρησιμοποιήσει την προσωπικότητά της για να καθορίσουν τη στάση τους απέναντι στον χριστιανισμό, στην εκκλησία, στους κληρικούς της, στον Πατριάρχη Κύριλλο, κ.λ.π. Όπως θυμόμαστε, αυτή η στάση δεν είναι καθαρά αρνητική. Για τον Λεκόντ ντε Λιλ, τον Ροέρο ντι Σαλούτσο και τον Μάριο Λούτσι η Υπατία είναι ηρωίδα και μάρτυρας, αλλά ο θάνατός της στα χέρια των χριστιανών (ο Σαλούτσο εκφράζει μια κάπως διαφορετική άποψη) δεν οριοθετεί το τέλος της αρχαιότητας...

Το μαρτύριό της οδηγεί σε μια σύνθεση του κόσμου των ελληνικών αξιών με τις αλήθειες και τον λόγο του ανερχόμενου χριστιανισμού. Στις τελευταίες μάλιστα σελίδες του βιβλίου του Τσάρλς Κίνσλι, η Υπατία προσηλυτίζεται και γίνεται οπαδός της νέας θρησκείας. Η αλλαγή της στάσης της, πάντως, δεν μεταβάλλει την άποψη του συγγραφέα για την ιστορική αναγκαιότητα της πτώσης των παλιών θρησκειών.
Η θέση του Κίνσλι είναι αντιπροσωπευτική της επικρατούσας τάσης στο θρύλο, τον Διαφωτισμό ή το ρεύμα της λογικής, που παρουσίαζε την Υπατία σαν αθώο θύμα μιας φανατικής και επιθετικής νέας θρησκείας. Από τον Τόλαντ και τον Βολταίρο μέχρι τις σύγχρονες φεμινίστριες, η Υπατία έχει γίνει σύμβολο τόσο της σεξουαλικής απελευθέρωσης όσο και της παρακμής του παγανισμού – και, μαζί με αυτά, του περιορισμού της ελεύθερης σκέψης, της φυσικής λογικής και της ελευθερίας της έρευνας. Πάντα όμορφη και νέα, χάραξε με το θάνατό της μια καμπή στην ιστορία της Ευρώπης η οποία, μετά την κατάργηση των Ελλήνων θεών και της ελληνικής αντίληψης σχετικά με ένα αρμονικό σύμπαν, προσαρμόστηκε σε νέες μορφές και δομές που επιβλήθηκαν από τη χριστιανική εκκλησία.
Ο θρύλος θα συνεχίσει να ακολουθεί τη δική του πορεία, ανάλογα με τις διαθέσεις και τις γνώμες, όπως διαπιστώνουμε από τα τελευταία ιστορικά μυθιστορήματα για την Υπατία (Τσίτελμαν, Φερέτι, Μαρσέλ). Όσοι επιλέγουν να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στις πραγματικές ιστορικές πηγές είναι πιθανόν να σκιαγραφήσουν μια καθαρή εικόνα της Υπατίας, άθικτης από τον εξωιστορικό εξωραϊσμό. Έχουμε εξακριβώσει ότι η φιλόσοφος γεννήθηκε γύρω στο 355 μ.Χ. και όχι, όπως υποστηρίζεται συνήθως, γύρω στο 370. Όταν πέθανε το 415 είχε αρκετά προχωρημένη ηλικία – ήταν περίπου 60 ετών. Έτσι φαίνεται ότι δεν υπάρχει λογική βάση για την εικόνα της Υπατίας, την ώρα του φρικτού θανάτου της, σαν μιας νέας κοπέλας με κορμί αντάξιο της Αφροδίτης, που μπορούσε να κεντρίσει τον σαδισμό και τον πόθο των δολοφόνων της.
Ήταν κάτοικος της Αλεξανδρείας και προερχόταν από επιφανή οικογένεια. Ο πατέρας της, γνωστός επιστήμων, μέλος του Μουσείου, συγγραφέας και φιλόσοφος, ενδιαφερόταν για τα ερμητικά και τα ορφικά κείμενα. Οι μελέτες του Θέωνος (και της κόρης του) επικεντρώνονταν σε παλιούς διαπρεπείς Αλεξανδρινούς, μαθηματικούς, και αστρονόμους. Μαθαίνουμε από τον Ησύχιο τον Μιλήσιο ότι, ενώ ο πατέρας της έγραφε σχόλια στα έργα του Ευκλείδη και του Πτολεμαίου, η Υπατία ερευνούσε τα έργα του Απολλωνίου του Περγαίου, του Διοφάντου και του Πτολεμαίου. Υποτίθεται ότι αυτές οι μελέτες της δεν έχουν διασωθεί. Ο Άλαν Κάμερον όμως υποστηρίζει ότι δεν έχουν χαθεί όλα τα κείμενα της Υπατίας. Οι εκδόσεις της Αλμαγέστης και του Προχείρου Κανόνος που κυκλοφορούν σήμερα, πιθανόν να τακτοποιήθηκαν και να προετοιμάστηκαν από την Υπατία. Είναι επίσης πιθανόν ότι σχολίασε και εξέδωσε τα διασωθέντα βιβλία του Διοφάντου.
Ένα άλλο ενδιαφέρον της Υπατίας ήταν η φιλοσοφία. Χάρη στις αναμνήσεις του μαθητή της Συνεσίου στην αλληλογραφία του, γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για τις φιλοσοφικές της διδασκαλίες από τις μαθηματικές και αστρονομικές της έρευνες. Στο σπίτι της στην Αλεξάνδρεια δημιούργησε έναν πνευματικό κύκλο μαθητών που πήγαν να σπουδάσουν κοντά της, μερικοί μάλιστα για πολλά χρόνια. Προερχόταν από την Αλεξάνδρεια, από άλλα μέρη της Αιγύπτου, από τη Συρία, την Κυρήνη και την Κωνσταντινούπολη. Ανήκαν σε εύπορες και ισχυρές οικογένειες. Αργότερα ανέλαβαν σημαντικές κρατικές και εκκλησιαστικές θέσεις.
Αυτοί οι μαθητές σχημάτισαν γύρω στη δασκάλα τους ένα σύνολο που βασιζόταν τόσο στο πλατωνικό σύστημα σκέψης όσο και σε διαπροσωπικούς δεσμούς. Ονόμαζαν μυστήρια τις γνώσεις που αποκτούσαν από τη «θεϊκή οδηγό» τους. Τις κρατούσαν μυστικές και αρνούνταν να τις αποκαλύψουν σε άτομα κατώτερης κοινωνικής θέσης, τα οποία θεωρούσαν ανίκανα να αντιληφθούν τα θεϊκά και συμπαντικά θέματα. Ακόμα, ο δρόμος από τον οποίο τους οδηγούσε η Υπατία στη θεία ύπαρξη ήταν αδύνατον να εξηγηθεί. Για να τον ακολουθήσει κανείς χρειαζόταν πνευματική προσπάθεια και θέληση, ηθική δύναμη, και επιθυμία για την κατανόηση του απείρου. Το τέλος του ήταν σιωπή, βουβή έκσταση και ενατένιση που δεν μπορεί να περιγραφεί.
Οι ιδιωτικές τάξεις και οι δημόσιες διαλέξεις της Υπατίας περιλάμβαναν επίσης μαθηματικά και αστρονομία, που παρακινούν το πνεύμα για στοχασμό σε ανώτερα επιστημολογικά επίπεδα. Τα μαθήματα γίνονταν είτε στο σπίτι της (όπου συχνά συγκεντρώνονταν πλήθη θαυμαστών) ή στις αίθουσες διαλέξεων της Αλεξάνδρειας. Κατά καιρούς μετείχε στις δραστηριότητες της πόλης ως σύμβουλος σε τρέχοντα θέματα που απασχολούσαν τόσο τους δημοτικούς άρχοντες όσο και τους αυτοκρατορικούς απεσταλμένους. Διέθετε μεγάλες ηθικές αρετές· όλες οι πηγές συμφωνούν ότι ήταν πρότυπο ηθικού θάρρους, δικαιοσύνης, ειλικρίνειας, αφοσίωσης στην πολιτεία και πνευματικής τόλμης. Η αρετή για την οποία την εκτιμούσαν ιδιαίτερα ήταν η σωφροσύνη της, η οποία χαρακτήριζε τόσο τη συμπεριφορά όσο και τα ψυχικά της προτερήματα· αυτή η σωφροσύνη εκδηλωνόταν με τη σεξουαλική αποχή (έμεινε παρθένα μέχρι το τέλος της ζωής της), την κόσμια ενδυμασία (τον φιλοσοφικό τρίβωνα), την εγκράτεια και την αξιοπρεπή στάση απέναντι στους μαθητές και στους ισχυρούς της εποχής της.
Όταν αυτές οι αυστηρές ηθικές αρχές τέθηκαν στην υπηρεσία της κοσμικής πλευράς στη διάρκεια της διαμάχης ανάμεσα στον Πατριάρχη Κύριλλο και τον έπαρχο Ορέστη, προκάλεσαν ανησυχία και φόβο στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Οι εκκλησιαστικές αρχές αντιλήφθηκαν ότι αντιμετώπιζαν μια συνετή γυναίκα προικισμένη με σημαντικά χαρίσματα, που διέθετε τεράστια επιρροή και ήταν αποφασισμένη να υπερασπιστεί τις πεποιθήσεις της· ακόμα, οι σημαντικοί μαθητές της μπορούσαν να επιτύχουν την υποστήριξη του Ορέστη από τους ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά στον αυτοκράτορα.
Η διαμάχη μεταξύ των χριστιανικών ομάδων πήρε ανησυχητικές διαστάσεις το 414 και το 415. Ο Ορέστης αντιδρούσε πεισματικά στις προσπάθειες του Κύριλλου να σφετεριστεί τις εξουσίες της δημόσιας διοίκησης. Έμεινε αμετακίνητος στις θέσεις του ακόμα και όταν ο Πατριάρχης προσπάθησε να συμφιλιωθεί μαζί του. Δημιουργήθηκαν όμως υποψίες μεταξύ των οπαδών του Κύριλλου ότι η Υπατία, φίλη του επάρχου, είχε υποδαυλίσει και υποστηρίξει την αντίστασή του. Ο Πατριάρχης ένιωσε να απειλείται και διάφορες ομάδες που συνδέονταν με την εκκλησία αποφάσισαν να τον βοηθήσουν. Μερικοί μοναχοί επετέθηκαν στον Ορέστη, ενώ οι υποστηρικτές του Κύριλλου επινόησαν και διέδωσαν επιδέξια φήμες ότι η Υπατία έκανε μάγια και σατανικές επικλήσεις σε βάρος του επάρχου, «των ανθρώπων του Θεού» και ολόκληρης της πόλης. Ο αγώνας ανάμεσα στον Πατριάρχη και στον έπαρχο για τη διεκδίκηση της πολιτικής ισχύος και της επιρροής της εκκλησίας στα κοσμικά θέματα τερματίστηκε με τον θάνατό της. Την σκότωσαν άτομα που βρίσκονταν στην υπηρεσία του Κύριλλου. Ήταν μια πολιτική δολοφονία που προκλήθηκε από τις μακροχρόνιες διαμάχες στην Αλεξάνδρεια.[1] Με αυτή την εγκληματική πράξη χάθηκε ένας υποστηρικτής του Ορέστη. Ο έπαρχος όχι μόνο εγκατέλειψε τον αγώνα εναντίον του Πατριάρχη, αλλά έφυγε για πάντα από την Αλεξάνδρεια. Η εκκλησιαστική φατρία παρέλυσε τους οπαδούς του με τον φόβο και έτσι η ειρήνη επανήλθε στην πόλη. Μόνο οι δημοτικοί σύμβουλοι προσπάθησαν – με πενιχρά αποτελέσματα – να προκαλέσουν την επέμβαση του αυτοκράτορα.
Ο θάνατος της Υπατίας δεν είχε καμιά σχέση με την αντιπαγανιστική πολιτική που ακολουθούσε ο Κύριλλος και η εκκλησία εκείνη την εποχή. Ο Κύριλλος (αν όχι ο Πέτρος ο Μογγός) [2] στα πρώτα χρόνια της θητείας του κατέστρεψε μόνο το ιερό της Ίσιδας στο Μενεφθέ κοντά στην Κάνωπο, το οποίο αντικατέστησε με ναό χριστιανών αγίων (Κύρος και Ιωάννης) [3]. Δεν καταδίωξε τους ειδωλολάτρες στην Αλεξάνδρεια (εκεί τον ενδιέφεραν περισσότερο οι αιρετικοί και οι Εβραίοι). Μόνο μεταξύ 420 και 430 – αρκετό χρόνο μετά τον θάνατο της Υπατίας – άρχισε επίθεση κατά της παγανιστικής σκέψης και πρακτικής με τη πραγματεία του Κατά Ιουλιανού, με την οποία θέλησε να αντικρούσει το Κατά Γαλιλαίου του Ιουλιανού του Αποστάτη [4].       
Όπως και να έχει το πράγμα, ήταν δύσκολο να επιτεθεί ή να καταδιώξει την Υπατία με πρόσχημα τον παγανισμό της επειδή, αντίθετα με τους σύγχρονους συναδέλφους της, δεν ήταν δραστήρια και αφοσιωμένη παγανίστρια. Δεν καλλιεργούσε τη νεοπλατωνική μαγική φιλοσοφία, δεν πήγαινε στα ειδωλολατρικά ιερά και δεν αντιδρούσε στη μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες. Στην πραγματικότητα συμπαθούσε τον χριστιανισμό και προστάτευε τους χριστιανούς μαθητές της. Με την ανεξιθρησκεία της και την πλήρη αντίληψη των μεταφυσικών ερωτηματικών τούς βοηθούσε να επιτύχουν πνευματική και θρησκευτική πληρότητα. Δύο από αυτούς έγιναν επίσκοποι. Οι ειδωλολάτρες και οι χριστιανοί που σπούδαζαν μαζί της είχαν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Στη διάρκεια της θητείας τού προκατόχου τού Κύριλλου, του Θεόφιλου, η εκκλησία δεν είχε επέμβει στις δραστηριότητες της στην πόλη, αναγνωρίζοντας τις απόψεις και τη θέση της. Έτσι οι άνθρωποι τού Κύριλλου, μη βρίσκοντας την ευκαιρία να της επιτεθούν με τη δικαιολογία ότι ήταν παγανίστρια, την κατηγόρησαν για μαγεία. Δεν μπορούμε, επομένως, να συμφωνήσουμε με εκείνους που θρηνούν την Υπατία σαν την «τελευταία των Ελλήνων» ή που υποστηρίζουν ότι ο θάνατός της οριοθέτησε την παρακμή της αλεξανδρινής επιστήμης και φιλοσοφίας. Η ειδωλολατρία δεν εξαφανίστηκε μαζί με την Υπατία, όπως δεν εξαφανίστηκαν τα μαθηματικά και η ελληνική φιλοσοφία.
Μετά τον θάνατός της ο φιλόσοφος Ιεροκλής άρχισε μια μάλλον εντυπωσιακή ανάπτυξη εκλεκτικού νεοπλατωνισμού στην Αλεξάνδρεια[5]. Μέχρι την αραβική εισβολή οι φιλόσοφοι συνέχισαν να μελετούν τη διδασκαλία του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη (των οποίων η δημοτικότητα αυξήθηκε εκείνη την εποχή στην Αλεξάνδρεια) και των νεοπλατωνικών, αρχίζοντας από τον Πλωτίνο και φτάνοντας μέχρι τους συγχρόνους τους. Διατηρώντας την αλεξανδρινή παράδοση, εξακολούθησαν να προωθούν τα μαθηματικά και την αστρονομία. Η αλεξανδρινή σχολή είχε τις σημαντικότερες επιτυχίες της τον 5ο και τον 6ο αιώνα με τον Αμμώνιο, τον Δαμάσκιο (που συνδεόταν με την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα), τον Σιμπλίκιο, τον Ασκληπιό, τον Ολυμπιόδωρο και τον Ιωάννη Φιλόπονο[6].
Διατηρήθηκε επίσης ο παγανισμός, ο οποίος μάλιστα άνθησε μέχρις ορισμένου σημείου, με τους «αγίους» του νεοπλατωνισμού οι οποίοι συνδύασαν την ύστερη πλατωνική φιλοσοφία με την τυπική και την ιερατική τελετουργία προς τους θεούς[7]. Διατηρώντας την παλιά λατρεία, τη μαγεία και τη μαντεία τους, καλλιέργησαν την «αιγυπτιακή σοφία», μελέτησαν τα ιερογλυφικά, ξαναζωντάνεψαν τις παλιές ελληνικές και αιγυπτιακές ιεροτελεστίες, και προσήλκυσαν μαθητές. Αυτοί οι φιλόσοφοι προήλθαν από τη σχολή του Ωραπόλλωνα του Πρεσβυτέρου, που έζησε την εποχή του Θεοδοσίου Β΄: Αραίσκος, Ασκληπιάδης, Ωραπόλλων ο Νεότερος και οι σύγχρονοί τους, όπως ο Σαραπίων και ο Ασκληπιόδοτος[8].
Η Υπατία στέκεται στο κατώφλι των φιλοσοφικο – θρησκευτικών εξελίξεων του 5ου αιώνα, οι οποίες προκαλούν τεράστιο ενδιαφέρον στους σύγχρονους ερευνητές της ύστερης αρχαιότητας[9]. Ο πνευματικός κύκλος που δημιούργησε τον 4ο αιώνα, αποτελούμενος από την εμπνευσμένη δασκάλα και τους μαθητές της, είχε τον ίδιο θεμελιώδη στόχο ο οποίος κατηύθυνε τους «αγίους» του αλεξανδρινού νεοπλατωνισμού την επόμενη εκατονταετία: τη σταθερή επιδίωξη (παρά τις οποιεσδήποτε διαφορές της επιστημολογικής μεθόδου) να αποκτήσουν θρησκευτικές εμπειρίες σαν πρωταρχικό ιδεώδες τής φιλοσοφίας.

Σημειώσεις
1. Το 1901 ο Crawford υποστήριξε ότι ο θάνατος της Υπατίας ήταν αποτέλεσμα των ταραχών στην Αλεξάνδρεια: «Η αιτία του θανάτου της ήταν περισσότερο πολιτική παρά θρησκευτική. Η Αλεξάνδρεια υπέφερε από τις έριδες ανάμεσα στις κεφαλές της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Ο χριστιανικός όχλος ήταν βέβαιος ότι η επιρροή της επιδείνωνε τη διαμάχη και πίστευε ότι, αν έβγαινε εκείνη από τη μέση, θα μπορούσε να επιτευχθεί η συμφιλίωση. Έτσι τη δολοφόνησαν όχι σαν εχθρό της Πίστης, αλλά σαν ένα υποτιθέμενο εμπόδιο της ησυχίας τους». Πολλά χρόνια αργότερα, ο Rist εξέφρασε μια παρόμοια άποψη: «Φαίνεται ότι ο θάνατός της οφείλεται μάλλον σε πρωτοβουλία του κοινού στη δημόσια θέση της παρά στα καθαρά φιλοσοφικά και αστρονομικά ενδιαφέροντά της».
2. Πέτρος Γ΄, ο Μογγός (482 – 490): επίσκοπος Αλεξάνδρειας. Διαδέχτηκε τον Τιμόθεο τον Αίλουρο. Υπήρξε πολέμιος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
3. Οι Rouge (1990, σελ. 501 – 503) και Haas, σελ. 254, πάντως υποστηρίζουν ότι ο θάνατός της Υπατίας αποτελούσε μια αναπόφευκτη κατάληξη της διαμάχης ανάμεσα στους χριστιανούς και στην παγανιστική κοινότητα.
4. ΒλG. Fowden, The Egyptian Hermes: A Historical Approach to the Late Pagan Mind(Cambridge, 1986, σελ. 180). Φαίνεται ότι δεν υπάρχει βάση στη σύνδεση που κάνει ο Fowden (σελ. 182) για το θάνατο της Υπατίας με τον αγώνα της εκκλησίας εναντίον του ερμητισμού εκείνη την εποχή. Ο ίδιος άλλωστε υποστηρίζει ότι ο Κύριλλος άρχισε τον πόλεμο κατά της ειδωλολατρίας όταν έγραφε την ανασκευή του για τον Ιουλιανό τον Αποστάτη (σελ. 181 – 183).
5. Βλ. T. Kobusch, Studien zur Philosophie des Hierokles von Alexandrien. Untersuchungen zum christilichen Neuplatonismus (Munich, 1976), καθώς επίσης Hadot, Le probleme du Neoplatonisme Alexandrin, και Aujoulat, Le Neoplatonisme Alexandrin.
6. Για τους φιλοσόφους αυτούς βλ. Prosopography of the Later Roman Empire, II και III, The Cambridge History of Later Greek and Early Medieval Philosophy, III, εκδA. H. Armstrong (Cambridge, 1967, σελ. 314 – 322). Wallis, Neoplatonism, σελ. 138 – 146. R. Sorabji, Philoponus, against Aristotle on the Eternity of the World (Ithaca, 1987, σελ. 3 – 12).     
7. Ο Carren παρατηρεί: «Καμιά άλλη θρησκευτική προσωπικότητα δεν είναι περισσότερο αντιπροσωπευτική του παγανισμού στον 5ο αιώνα μ.Χ. από τους Αλεξανδρινούς νεοπλατωνικούς». Η θέση των παγανιστών τον 5ο και τον 6ο αιώνα στην Αίγυπτο και την Αλεξάνδρεια εξετάζεται αναλυτικά από την EWipszycka στο έργο της Problemychrystianizacji EgiptuwIV – ViiAspekty spolenze i narodowosciowe και Swiat antyczny, Stosunki spoteczne, ideologia i polityka, religia (Warsaw, 1988, σελ. 288 – 325).
8. Για τους φιλοσόφους αυτούς βλ. JMaspero, Horapollon et la fin du paganisme egyptien, BIFAO 11, (1914): 163 – 165. ΕπίσηςRRemondon, L’ Egypte et la supreme resistance au christianisme, BIFAO 51, (1952): 63 – 78. Fowden στο JHS 102 (1982): 46 – 48. Haas, σελ. 223 – 227 και Chuvin, σελ. 106 – 111.
9. Βλ. Bowersock, Hellenism in Late Antiquity, σελ. 60 – 61

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ MARIA DZIELSKA  «ΥΠΑΤΙΑ Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΝΑΛΙΟΣ».

ΕΡΩΤΗΙΣ ΕΡΩΤΙ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΥΡΠΟΛΟΥΜΕΝΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΩΝ ΣΟΥ ΑΓΛΑΪΣΤΟΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΜΑ



site analysis



Φωτογραφία τρελογιαννη.

Ήταν τα χρόνια του ξακουστού αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όπου σ’ όλη την Αλεξάνδρεια νέοι και γέροι θαύμαζαν τον ασκητή Αγάθωνα. 
Πάμπολλοι καμάρωναν λέγοντας πως τον είχαν αντικρίσει ακούγοντας τα λιγοστά του λόγια, και oι πάντες διέδιδαν πως το πρόσωπό του αστραφτοκοπούσε σε μια φωτοχυσία, που στον κόσμο δεν είναι άλλη. 
Κι όλοι ήξεραν την καλύβα του, που έμοιαζε σπηλιά, σιμά σ’ ένα μεγάλο μοναστήρι, στα περίχωρα της Αλεξάνδρειας. 
Χιλιάδες και μυριάδες σκαρφάλωναν κει πάνω για να δουν από μακριά, έστω και μόνο το στέκι του, απαραίτητα ωστόσο τις τριγύρω φωτόχυτες σπίθες που χρύσιζαν τις ξερές πέτρες.
Όμως μεγάλος καημός, και καταπώς έλεγαν σαράκι ζήλειας, κατέτρωγε την πεντάμορφη Ερωτηίδα, που όλοι την ήξεραν σαν την πιο ονομαστή και ακριβοπληρωμένη πόρνη της Αλεξάνδρειας: ευχόταν να κοπάσει εκείνο το ανθρωπομάνι ν’ ανεβαίνει συρρέοντας στη σπηλιά του ασκητή. 
Οι εκλεκτοί της φίλοι, μεγιστάνες του πλούτου, άρχοντες, διοικητές, στρατιωτικοί, έμποροι, ακόμα και σοφοί, την αναστάτωναν ξανά και ξανά με τα τσουχτερά τους πειράγματα!
Έτσι λοιπόν σ’ ένα τρικούβερτο νυχτερινό γλέντι στο αρχοντικό της, στο έπακρο πεισματωμένη, έβαλε στοίχημα μεγάλο πως θα κοιμόταν μια νύχτα με τον Αγάθωνα, και το πρωί φεύγοντας θα του έπαιρνε το πολυθρύλητο τρίχινο ράκος που φορούσε: Θα του το πάρω εξάπαντος, ποιος αντιστάθηκε σε μένα;, έλεγε και ξανάλεγε μεθοκοπώντας.
Μερόνυχτα την έθλιβε τούτο το σαράκι, οπόταν μια και δυό ένα απόγευμα αποφασίζει επιτέλους να τραβήξει κατά τη φωλιά του ασκητή. 
Φτάνει ίσαμε τη γρανιτένια κορυφή, ο ήλιος μόλις είχε προλάβει να βασιλέψει. 
Κατάκλειστη η σπηλιά λίγο παράμερα, σα να’ ταν τυλιγμένη με φωτοστέφανο, ίδιος ο σιωπηλός ασκητής! 
Η Ερωτηίδα δεν πιστεύει στα μάτια της. 
Φρίσσοντας πασχίζει να σκεφτεί ήρεμα. 
Και μεμιάς γαληνεύει, βάζοντας μπρος το σχέδιο της. 
Γδύνεται αργά αργά, πετώντας τα μεταξένια ντύματα σε μια χαραδρούλα. 
Τσίτσιδη, με λυτά μαλλιά, με τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια! 
Στο μισοσκόταδο λευκάζουν τα στήθια, τα λαγόνια και τ’ αστραφτερά της δόντια, καθώς τρεμουλιάζουν και κροτούν ελαφρά. 
Είναι έτοιμη να κάνει την έφοδο. 
Άξαφνα παγώνει. 
Μπροστά της κουτσαίνοντας ένα πελώριο λαβωμένο λιοντάρι βρυχιέται σπαραχτικά και φρικαλέα, και παρευθύς κάνει να χυμήξει καταπάνω της. 
Κι αυτή αλαφιασμένη τρέχει προς τη σπηλιά. 
Όμως μπερδεύονται τα χρυσαφένια της σανδάλια, και γκρεμίζεται κάτω ουρλιάζοντας. 
Βογγάει απανωτά και μπήγει κραυγές σπαραχτικές. 
Και το λιοντάρι σιμώνει.
Κι άξαφνα η Ερωτηίδα θωρεί τον αββά Αγάθωνα μπροστά της, και νομίζει πως ονειρεύεται. 
Κι αυτός σκύβει αργά, τη σηκώνει και την παίρνει αγκαλιά, γιατί δεν μπορεί να πατήσει. 
Τι να’ ναι άραγε τούτο που μου’ λαχε!, ψελλίζει κάνοντας να κρύψει απεγνωσμένα τη γύμνια της. 
Τώρα σπαρταράει σαν ψάρι που χάνεται η πνοή του. 
Ο αββάς με δυο τρεις δρασκελιές την πηγαίνει μέσα και την ξαπλώνει μαλακά ατό αχυρένιο του στρώμα, σκεπάζοντας την με μια προβιά. 
Σε λίγο μπάζει και το λιοντάρι και το ξαπλώνει στην απέναντι γωνιά. 
Ανάβει ένα λαδολύχναρο. 
Γαληνεμένος πέρα για πέρα μ’ ένα λαγήνι πλένει το σπασμένο πόδι του λιονταριού, που τώρα μουγκρίζει ελαφρά δείχνοντας ευτυχισμένο. 
Τον δένει την πληγή και σιωπηλά το ευλογεί.
Έπειτα με τις ίδιες αργές κινήσεις γιατρεύει το στραμπουλιγμένο πόδι της ολόγυμνης Ερωτηίδας. 
Και μετά βγάζει το τρίχινο ράκος, και μ’ αυτό ντύνει το κορμί της, ενώ αυτή φρίσσοντας πασχίζει με τρεμάμενα χέρια να κρύψει τη γύμνια της. 
Μα η γύμνια της τελικά κρύβεται στο τρίχινο ράκος, περνάει όμως λίγη ώρα για να νιώσει τούτη την προστασία. 
Και ο Αγάθων ήρεμος την αφήνει στο στρώμα, τυλίγεται με την προβιά και κουλουριάζεται απέναντι της, πλάι στο λιοντάρι, που τώρα ανασαίνει εντελώς ευχαριστημένο. 
Γυναίκα και λιοντάρι κοιτάζονται κι οι δυό τους αλλοπαρμένοι. 
Μα η ματιά του λιονταριού αργά αργά αποκτά μια περίσσια τρυφεράδα. 
Η Ερωτηίδα ζαρώνει στο στρώμα του αββά βρέχοντας το με πνιχτά και καφτερά δάκρυα, που μαλακώνουν τα σωθικά της, και τον ανεκλάλητο παιδεμό εκείνης της νύχτας τον μεταμορφώνουν σε αγαλλίαση. 
Βαθιά μεσάνυχτα ο Αγάθων την πλησιάζει και της λέει: 
Σύρε στο σπίτι σου, και μη φοβάσαι πια.
Ήρεμη σηκώνεται σκουπίζοντας τα μουσκεμένα μάτια της. 
Ο αββάς την ευλογεί, κι αυτή νιώθει την ευλογία σα χάδι στα μαλλιά της.
Έξω σκέτη σκοτομήνη. 
Απεραντοσύνη και νύχτα. 
Το τρίχινο ράκος τη φλογίζει με μια πρωτόγνωρη αγαλλίαση. 
Ευφραίνεται όσο ποτέ άλλοτε, αναπνέοντας αρώματα που είναι γη, αγέρας, ουρανός, θεϊκό μεθύσι. 
Αισθάνεται σάμπως να οσμίζεται την ίδια την αγιοσύνη. 
Εκεί κοντά βρυχιέται παραπονεμένα ένα άλλο λιοντάρι. 
Η Ερωτηίδα κοντοστέκεται τώρα για να χαρεί τις κραυγές του. 
Χαράματα φτάνει στο αρχοντικό της κι αμέσως κλείνεται μέσα. 
Και χάθηκε για πάντα από τα μάτια του κόσμου. 
Χρόνια και χρόνια κανείς δεν ήξερε πια τίποτα.
Μια μέρα ο υποτακτικός του ασκητή έφερε στο μοναστήρι την είδηση πως ο αββάς Αγάθων είχε πεθάνει στη σπηλιά του. 
Πεντέξι αδελφοί πήγαν για το εξόδιο μυστήριο. 
Αμήχανοι τον θωρούσαν τυλιγμένο στην προβιά του -όμως πουθενά το τρίχινο ράκος. 
Κι άξαφνα απορημένοι βλέπουν έναν παράξενο καλόγερο -ντυμένο με μηλωτή ως πάντοτε την νέκρωσιν του Χριστού εν τω σώματι φέροντα- να μπαίνει σιωπηλός και σκυφτός, δείχνοντας πως ήθελε να κρύψει το πρόσωπο του. 
Παρευθύς τους παραδίδει το τρίχινο ράκος του Αγάθωνα, και εξαφανίζεται σαν αθόρυβη σκιά. 
Αμέσως ντύνουν το σκήνωμα με τούτο το ράκος, οπότε θαμπωμένοι διακρίνουν και διαβάζουν πάνω του τα χρυσά γράμματα:
Ερωτηίς έρωτι Χριστού πυρπολουμένη, των χειρών σου αγλαϊστόν καλλιτέχνημα.
Το συναξάρι ενός ασκητή
Νίκου Αθ. Ματσούκα
Από το βιβλίο
«Ο ΘΑΜΠΟΣ ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ»
Πεζά-Ποιήματα
Εκδόσεις Π. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη 200

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

Η Αγία Χαριτίνη



site analysis

Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη της αγίας μάρτυρος Χαριτίνης. Η αγία Χαριτίνη είναι από τις πολλές εκείνες νεαρές γυναίκες, που στον καιρό των αρχαίων διωγμών, αλλά και σε κάθε καιρό που διώκεται η πίστη και η Εκκλησία, προτίμησαν την αγάπη του Χριστού από την αγάπη του κόσμου. Αυτό είναι περισσότερο ανδρείο και γενναίο απ’ ό,τι μπορούμε να σκεφτούμε στον καιρό μας, που όλοι μας είμαστε παραδομένοι στην αγάπη του κόσμου και την απόλαυση του βίου. Μια νεαρή γυναίκα, που μπορεί να προτίμησει την ουράνια δόξα και να περιφρόνησει την απόλαυση των εγκοσμίων, αλλά και να αντέξει σε απάνθρωπα βασανιστήρια και σε σκληρό θάνατο, αξίζει να τη θαυμάσουμε και να την τιμήσουμε κι όσο μπορούμε να την μιμηθούμε.
Η αγία Χαριτίνη μαρτύρησε στα 290 μετά τη γέννηση του Χριστού στα χρόνια του βασιλιά στην Ανατολή Διοκλητιανού και του ηγεμόνα Δομετίου, στα χρόνια δηλαδή του μεγάλου διωγμού της Εκκλησίας. Ύστερ’ από το Διοκλητιανό, ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε τα δυό διατάγματα του, που άφηναν ελεύθερους τους χριστιανούς, αν και μικρότεροι διωγμοί εδώ – εκεί συνεχίζονταν. Η Χαριτίνη ήταν σκλάβα σε κάποιον Κλαύδιο, που αν και δεν ήταν χριστιανός, αγαπούσε και σεβότανε τη γυναίκα του σπιτιού του. Θα πρέπει να διαβάσουμε την προς Φιλήμονα επιστολή του αποστόλου Παύλου, για να δούμε ποιά ήταν η θέση των δούλων στα σπίτια όχι μόνο των χριστιανών, αν είχαν οι χριστιανοί δούλους, αλλά όλων των ανθρώπων, που φοβόντανε το Θεό.
Όταν ο Δομέτιος έμαθε για τη χριστιανή Χαριτίνη, έγραψε στον Κλαύδιο να του την στείλει για να την ανακρίνει. Είναι πολύ συγκινητικός ο διάλογος μεταξύ του Κλαυδίου και της σκλάβας του Χαριτίνης. Ο Κλαύδιος, υποχρεωμένος να υπακούσει στον ηγεμόνα Δομέτιο, άρχισε να κλαίει και να θρηνεί, όχι για τη στέρηση της σκλάβας του, αλλά για τα σκληρά βασανιστήρια που την περίμεναν. Η Χαριτίνη τότε, με πολλή πίστη και θάρρος, άρχισε να τον καθησυχάζει. «Μη λυπείσαι, Κύριε μου, του είπε, αλλά μάλλον να χαίρεις, γιατί εγώ αξιώνομαι να γίνω θυσία ευάρεστη στο Θεό». Κι ο Κλαύδιος απάντησε «Γυναίκα του σπιτιού μου και δούλη του Θεού, θυμήσου με, όταν θα είσαι κοντά στον επουράνιο Βασιλέα». Δεν ήταν ακόμα χριστιανός ο Κλαύδιος, μα αισθανότανε και ομιλούσε χριστιανικά.
Η αγία Χαριτίνη οδηγήθηκε δεμένη μπροστά στον ηγεμόνα Δομέτιο. Γιατί τάχα την έδεσαν; Δεν ήταν φόβος να φύγει, αλλά η κακία δεν είναι μόνο απάνθρωπη, αλλά και δειλή. Χωρίς δισταγμό, η αγία ομολόγησε την πίστη της και οι βασανιστές της, για να την εξευτελίσουν, της ξύρισαν την κεφαλή, την έβαλαν επάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα κι επάνω στις πληγές στης έχυσαν ξύδι και αλάτι. Έμπηξαν υστέρα στα στήθια της αιχμηρά σουβλιά κι έκαψαν τα πλευρά της με αναμμένες λαμπάδες, και μετά ολ’ αυτά έδεσαν στο λαιμό της μια βαρεία πέτρα και την έριξαν στη θάλασσα. Σε όλ’ αυτά την φύλαξε ο Θεός, κι όταν την ξανάπιασαν, την έσυραν επάνω σε αναμμένα κάρβουνα και της ξερίζωσαν από τα χέρια και τα πόδια τα νύχια.
Έμενε όμως ακόμα κάτι, λιγότερο αλγεινό στο σώμα, αλλά περισσότερο οδυνηρό στη ψυχή. Αυτό θα την πονούσε περισσότερο απ’ όλα και θα ήταν όλο καταισχύνη στα μάτια των ανθρώπων. Όταν εξάντλησε όλα τα βασανιστήρια κι όταν σε όλα είδε πως ηττήθηκε, ο ηγεμόνας είπε να κλείσουν την αγία σε πορνοστάσιο. Η σκοτισμένη του σκέψη κι η πωρωμένη συνείδηση ήταν ακόμα σε θέση να καταλάβει πόσο μεγάλο μαρτύριο ήταν αυτό για μια χριστιανή γυναίκα. Για κάτι τέτοιο έχουνε να μας πουν πολλά παραδείγματα πολλών γυναικών, και στην αρχαία Αντιόχεια με την αγία Πελαγία και στο Ζάλογγο και την Αραπίτσα στα νεώτερα χρόνια.
Η αγία Χαριτίνη, όπως ήταν στα χέρια των δημίων της, δεν μπορούσε ούτε στο γκρεμό να πέσει ούτε στο ποτάμι, για νά μη ντροπιαστεί από τους ανθρώπους. Προσευχήθηκε λοιπόν κι ο Θεός την πήρε «πριν τον της παρθενίας απολέση στέφανον». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ομιλία του στην αγία μάρτυρα Πελαγία την αρχίζει με αυτά τα λόγια, που ταιριάζουν καί στην αγία Χαριτίνη «Ευλογητός ο Θεός! Και γυναίκες θανάτου λοιπόν καταπαίζουσι, και κόραι καταγελώσι τελευτής… Ταύτα δη πάντα διά τον εκ παρθένου Χριστόν γέγονεν ημίν τα αγαθά». Ας έχει δόξα ο Θεός! Όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες περιφρονούν το θάνατο και κορίτσια τόχουν χαρά τους να πεθάνουν. Κι ολ’ αυτά για το Χριστό και με την χάρη του Χριστού, που γεννήθηκε από την αγνή παρθένο Θεοτόκο. Αμήν.
(+Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου Λ. Ψαριανού, Εικόνες Έμψυχοι, σ.273)

η Ε΄ (5η) του αυτού μηνός Οκτωβρίου, της Αγίας Μάρτυρος ΧΑΡΙΤΙΝΗΣ.

Χαριτίνη η Αγία Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Δομετίου κόμητος εν έτει 290, δούλη Κλαυδίου τινός. Ακούσας δε ο κόμης Δομέτιος περί αυτής, ότι είναι Χριστιανή και ότι και άλλους πολλούς επιστρέφει εις την πίστιν της, τους δε λοιπούς Χριστιανούς στερεώνει περισσότερον εις αυτήν, γράφει εις τον αυθέντην αυτής Κλαύδιον να αποστείλη την Χαριτίνην εις αυτόν δια να την εξετάση. Λαβών ο Κλαύδιος τα γράμματα ελυπήθη και ενδυθείς σάκκον, ήτοι τρίχινον φόρεμα, εθρήνει.
Η δε Χαριτίνη, παρηγορούσα αυτόν, έλεγε· «Μη λυπού, αυθέντα μου, αλλά χαίρε, επειδή έχω να λογισθώ εις τον Θεόν ευπρόσδεκτος θυσία δια τας ιδικάς μου και ιδικάς σου αμαρτίας». Λέγει τότε ο Κλαύδιος· «Δούλη του Θεού, ενθυμού και εμέ πλησίον του επουρανίου Βασιλέως». Ο δε κόμης, επειδή εβράδυνε να έλθη, έδραμεν εις την οικίαν της, όπου κατώκει μόνη και κατά μόνας προσευχομένη εις τον Θεόν, και ευθύς, μετά μεγάλου θυμού εμαστίγωσε την Αγίαν και αφού την κατεπλήγωσε, την έδεσε με άλυσον σιδηράν εις τον λαιμόν και παρέδωκε την δικαίαν εις τον άδικον κριτήν του τόπου. Τότε ο κριτής έθεσεν ευθύς έμπροσθεν της Αγίας τα τιμωρητικά όργανα και λέγει προς αυτήν· «Σωφρονίσου, πριν να τιμωρηθής, λυπήσου τον εαυτόν σου και θυσίασον εις τους θεούς, δια να κερδίσης τρία μεγάλα καλά. Πρώτον να λάβης την συγχώρησιν από τους θεούς. Έπειτα την αγάπην των βασιλέων. Και τρίτον δεν θέλει αφανισθή από τας δριμείας βασάνους η νεότης σου». Ταύτα ακούσασα η Μάρτυς ύψωσε εις τον ουρανόν τα όμματα, ζητούσα από εκεί βοήθειαν· ποιήσασα δε και το σημείον του Σταυρού είπε· «Ποικίλος και πλάνος είσαι, ω ηγεμών, αλλ’ η πονηρία σου ανωφελής δεν θέλει με φοβίσει, ούτε συμβουλεύων με καταπείθεις, ούτε θέλεις ελαττώσει την προθυμίαν, την οποίαν έχω, να βασανισθώ δια τον Χριστόν· διότι εις τον μόνον αληθινόν Θεόν ελπίζω και εις αυτόν την ζωήν μου αφιέρωσα. Ανίσως λοιπόν θέλης να σωφρονής, τον εαυτόν σου λυπήσου δια την πλάνην σας και πράξε το συμφέρον σου, το οποίον είναι να μη πιστεύης είδωλα κωφά, δια τα οποία είπεν ο Προφήτης Δαβίδ· «Οι θεοί των εθνών δαιμόνια» (Ψαλμ. 95, 5) και αλλαχού· «Τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων» (Ψαλμ. ριγ, 12) και πάλιν· «Όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά» (Ψαλμ. ριγ, 16), ο δε Προφήτης Ιερεμίας λέγει· «θεοί, οι τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, απολέσθωσαν» (Ιερ. ι, 11). Ταύτα ακούσας ο κριτής και πάλιν οργισθείς, προσέταξε, δια καταισχύνην, και της εξύρισαν τας τρίχας της κεφαλής. Θαύμα δε ηκολούθει και η κεφαλή πάλιν εκαλύπτετο με τας ιδίας τρίχας αναφυομένας και εφαίνετο ως πρότερον. Ο κριτής τότε περισσότερον οργισθείς προσέταξε να βάλουν επάνω εις την κεφαλήν της άνθρακας ανημμένους, έπειτα επάνωθεν να χύνουν και όξος· η δε Μάρτυς έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, η βοήθεια εκείνων, οίτινες ελπίζουν εις Σε, ο τους Αγίους σου Τρεις Παίδας εκ φλογός σώσας, αυτός και νυν ελθών δυνάμωσόν με εις τας βασάνους, τας οποίας δια την αγάπην σου πάσχω, δια να μη είπουν οι εχθροί της αληθείας, που εστιν ο Θεός αυτών». Μετά δε την ευχήν ηλευθερώθη ευθύς η Μάρτυς από τους πόνους, ευχαριστούσα δε εδόξαζε τον Θεόν, ένεκα του οποίου πάλιν ο ηγεμών θυμωθείς προσέταξε και εκάρφωσαν εις τους μαστούς της Μάρτυρος σιδηρά σουβλία πεπυρωμένα. Και αι μεν σάρκες της Αγίας ηφανίζοντο από εκείνα τα σουβλία, αλλ’ η διάπυρος φλοξ της αγάπης του Χριστού περισσότερον ήναπτεν εις την καρδίαν της. Έπειτα προσέταξε και έκαιον τας πλευράς της με λαμπάδας ανημμένας, εκείνη δε περισσότερον ηύχετο. Αφεθείσα δε από τας βασάνους εβιάζετο να θυσιάση· αλλ’ επειδή κατά τε την καρδίαν και τα χείλη αμετάθετος και ακατάπειστος ήτο η Μάρτυς, ων δε και ο κριτής εις το κακόν και εις τον θυμόν αμίμητος, προσέταξε και της έδεσαν εις τον λαιμόν λίθον μέγαν, και είπε να την ρίψουν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Ριπτομένη δε η Αγία εβόα· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, ότι ηθέλησας δια το όνομά σου να περάσω και δια μέσου ύδατος θαλασσίου, δια να ευρεθώ καθαρά εις την ημέραν της Αναστάσεως. Αλλά δείξον καθώς και πάντοτε, ούτω και τώρα, εις εμέ τα θαυμάσιά σου, δια να δοξασθή περισσότερον το μέγα σου όνομα εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης, τα δεσμά ελύθησαν και ο λίθος μόνος εις το βάθος κατεφέρετο. Εκείνη δε (ω του θαύματος!) ίστατο αφόβως επάνω της θαλάσσης και περιπατούσα εις τα ύδατα, ως εις στερεάν γην, ήρχετο έξω εις τον αιγιαλόν. Ιδούσα δε τον ηγεμόνα, όστις περιέμενεν εκεί δια να ίδη το τέλος, του είπε· «Χαίροις, ω ηγεμών, δεν ηννόησες ακόμη την εις εμέ δύναμιν του Χριστού μου; Άφες λοιπόν το σκότος και πρόσδραμε εις το αληθινόν φως, δια να κερδήσης την σωτηρίαν σου. Αλλ’ ανίσως και επιμείνης εις την προτέραν σου γνώμην, εις εμέ βέβαια θέλεις γίνει αίτιος πολλών αγαθών, αλλ’ εις την ψυχήν σου θέλεις προξενήσει απώλειαν και αφανισμόν». Ταύτην την παρρησίαν μη υποφέρων ο ασεβής, και μάλιστα από το θαύμα καταπλαγείς, εξίστατο, έμεινε δε και άφωνος. Μετά δε πολλήν ώραν, ελθών εις τον νουν του είπεν· «Αυτά τα παράδοξα έργα, τα οποία βλέπω, με κάμνουν να θαυμάζω την δύναμιν του Γαλιλαίου, αλλ’ εγώ θέλω τα αποδείξει όλα μαγείας και ψεύδη». Και ευθύς προσέταξε να γυμνώσουν την Αγίαν και να δέσουν τας χείρας της οπίσω εις τροχόν, να βάλουν δε σωρόν ανθράκων υποκάτω και να γυρίζουν τον τροχόν συχνότερα, δια να συντρίβωνται ολίγον κατ’ ολίγον τα μέλη της και ούτω να αποθάνη με πολλούς πόνους. Και η μεν προσταγή ευθύς εγίνετο, ο δε Κύριος εβοήθει πάλιν την δούλην του και Άγγελος ελθών τους μεν άνθρακας έσβυσε, την δε δύναμιν των τιμωρούντων ηφάνισε και δεν ηδύναντο πλέον να γυρίσουν τον τροχόν. Και πάλιν εδώ ο κριτής διηπόρει, όμως και άλλας βασάνους επενοούσε και προσέταξε να της εκριζώσουν τους όνυχας των χειρών και των ποδών της. Η δε Αγία, ως να ετιμωρείτο άλλος, ούτως εφαίνετο. Ο δε άρχων προσέταξε και εξερρίζωσαν και τους οδόντας της, προσέταξε δε ο μιαρός και τους υπηρέτας του να την υπάγουν εις υψηλόν και φανερόν τόπον, και να διαλαλήσουν οι κήρυκες εις όλον τον τόπον να συναθροισθούν όσοι θέλουν να την μολύνουν και να καταισχύνουν το σώμα της· και πάλιν είπε να την γυρίσουν οπίσω ύστερον, δια να της επιβάλη και άλλα κολαστήρια. Η δε του Χριστού Μάρτυς είπεν· «Ο Χριστός μου δύναται εις μίαν και μόνην στιγμήν και χωρίς κόπον να μεταβάλη όλα αυτά και να λάβη την ψυχήν μου καθαράν σήμερον, αφανίζων τα ακάθαρτά σου νοήματα». Ταύτα ειπούσα, χείρας ομού και νουν και όμματα υψώσασα προσηύχετο εις τον ποθούμενον Θεόν. Αφ’ ου δε προσηυχήθη, με ειρήνην παρέθετο εις αυτόν το πνεύμα καθαρόν, θυσιάσασα προς αυτόν και το σώμα και την ψυχήν. Επροτίμα δε καλύτερον να αποθάνη, παρά να αμαρτήση έστω και μη θέλουσα. Ο δε άρχων και μετά τον θάνατόν της εφύλαττεν αμείωτον τον θυμόν και προσέταξε και την έρριψαν εις το βάθος της θαλάσσης δεδεμένην μέσα εις σάκκον με άμμον γεμάτον. Αλλ’ ουδέ τότε ελησμόνησε την δούλην του ο Θεός, όστις δοξάζει τους Αυτόν δοξάζοντας· διότι μετά τρεις ημέρας έφερεν εις την γην η θάλασσα το σώμα της Αγίας σώον και αβλαβές, ευλαβηθείσα αυτό, διότι εθανατώθη δια την αγάπην του δημιουργού Θεού. Ο δε αυθέντης της Κλαύδιος, αγαθός και καλόγνωμος, ο οποίος είχεν αναθρέψει την Μάρτυρα από μικράν, λαβών αυτό και λαμπρώς μυρίσας και ενδύσας ενεταφίασεν εις τινα τόπον τιμίως και ευλαβώς. Τοιούτον είναι το τέλος και το μαρτύριον της του Χριστού Μάρτυρος Χαριτίνης, η οποία ετελειώθη εις τας πέντε του Οκτωβρίου μηνός. Εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.



Μα αγία του 20ου αιώνα



site analysis


Η Οσία Μεθοδία της Κιμώλου:


Οσία Μεθοδία (1861-1908)

φωτογραφία της οσίας Μεθοδίας της εν Κιμώλω
φωτογραφία της οσίας Μεθοδίας της εν Κιμώλω “Χάνων τον εαυτόν σου, λέγει ο Θεός, θα εύρης εμέ. Και ευρίσκων εμέ θα εύρης το Παν. Μεθοδία”

Ο βίος της Οσίας Μεθοδίας-βίντεο για παιδιά- ηχητικό συναξάρι

Στους δύο τελευταίους αιώνες, οι Κυκλάδες έδωσαν τέσσερις άγιες μορφές στην Εκκλησία μας: τον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη από τη Νάξο, τον Όσιο Αρσένιο από την Πάρο, την Οσία Πελαγία από την Τήνο και την Οσία του 20ου αιώνα Μεθοδία από την Κίμωλο. Η επίσημη αγιοποίησή της έγινε  από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την πράξη 499 στις 17 Ιουνίου 1991. Η μνήμη της εορτάζεται στις 5 Οκτωβρίου. 

Ο βίος της
Agia-Methodia-en-KimoloΓεννημένη από γονείς θεοσεβείς στις 10 Νοεμβρίου 1861 στην Κίμωλο, ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειάς της. Βαπτίσθηκε Ειρήνη και από πολύ νεαρή ηλικία ξεχώριζε για την ευσέβεια, τη σεμνότητα και την αγάπη της προς την Εκκλησία.
Μέσα στο ευσεβές περιβάλλον του νησιού της και σε μια οικογένεια προσηλωμένη στο Χριστό, μεγάλωνε και μαζί με τη νεότητα άνθιζε η πίστη της και ο ιερός ζήλος. Ποθούσε και περίμενε την κατάλληλη ώρα για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό και την Εκκλησία.
Καθώς όμως ήταν σε «ηλικία γάμου» και οι γονείς της αποφάσισαν να την παντρέψουν, υποτάχτηκε από υπακοή στη θέλησή τους και παντρεύτηκε ένα Χιώτη ναυτικό.


Λίγο καιρό μετά το γάμο ο σύζυγος της νεαρής κόρης ναυάγησε και πνίγηκε στις ακτές της Μικράς Ασίας και τότε η Ειρήνη ένοιωσε πώς αυτή ήταν η ώρα της θείας κλήσεως γι’ αυτήν.
.
Γίνεται μοναχή
.
Ο πνευματικός της όταν του εξομολογήθηκε την επιθυμία της, την ενθάρρυνε στην πραγματοποίηση του σκοπού της. Μετά από κατάλληλη προετοιμασία εκάρη μοναχή, από τον τότε αρχιεπίσκοπο Σύρου Μεθόδιο και έλαβε το όνομα Μεθοδία. Το γεγονός αυτό ήταν για τη Μεθοδία απέραντη χαρά αφού έτσι εκπληρώθηκε η πιο βαθειά επιθυμία της και από τότε πέρασε τη ζωή της ακολουθώντας με πίστη και αφοσίωση τους κανόνες του μοναχισμού κλεισμένη στο ερημικό κελί της, στο «Στιάδι», στο (ακατοίκητο) Μέσα Κάστρο της Κιμώλου, πλάι στον Ιερό Ναό της Γεννήσεως του Κυρίου, ο οποίος χρονολογείται από το 1592.Το ερημικό αυτό κελί ήταν πραγματική «εγκλείστρα» μέσα στην οποία η Μεθοδία ασκήτεψε με βαθειά πίστη και ενθουσιώδη εγκαρτέρηση και παρά το γεγονός ότι δεν έζησε σε μοναστήρι εντούτοις με μεγάλη ακρίβεια και προσοχή τηρούσε τους μοναστικούς κανόνες. Η πίστη και οι προσευχές της, η άσκηση, η νηστεία, η αγρυπνία, η μελέτη, οι αγαθοεργίες της έκαναν το μικρό κελί τόπο αγιασμένο και ιερό που κυριολεκτικά και μεταφορικά ευωδίαζε.naos osias methodias
το εκκλησάκι στο οποίο ήταν το κελί της Αγίας στο μέσα κάστρο
Οι ασκητικοί αγώνες και τα θαύματά της
Από τον τόπο του εγκλεισμού της σπάνια έβγαινε η Οσία και μόνο για να παρακολουθήσει τη θεία λειτουργία και να λάβει τη Θεία Μετάληψη ή όταν ήταν μεγάλη ανάγκη για να συνδράμει κάποιον που είχε την ανάγκη της. Ο εγκλεισμός της ήταν πλήρης κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τότε δεχόταν μόνο να ακούσει και να συμβουλέψει γυναίκες που το είχαν μεγάλη ανάγκη και με τις οποίες επικοινωνούσε από ένα μικρό παραθυράκι, το μοναδικό του κελιού της, χωρίς να ανοίγει την πόρτα της. Τον άλλο καιρό όμως το κελί της ήταν αληθινό ιερό διδασκαλείο όχι μόνο για τις Κιμωλιάτισσες αλλά και για γυναίκες που έρχονταν από άλλα νησιά έχοντας μάθει για την Οσία με σκοπό να ωφεληθούν πνευματικά απ’ τη διδαχή της, να ανακουφιστούν από τα βάσανα της ζωής και να αντλήσουν απ’ την αστέρευτη πηγή της πίστης, κουράγιο και θέληση, αγάπη, εγκαρτέρηση και θάρρος. Είχε μαθήτριες αφοσιωμένες που μετέφεραν στην οικογένειά τους την «δρόσον και το ίαμα» που ανάβλυζε στον ευλογημένο χώρο και μπορεί κανείς χωρίς υπερβολή να πει ότι επηρέασε τη ζωή όλων των συμπατριωτών της.
Αυστηρότατη νηστεία, αγρύπνια, προσευχή, δάκρυα, μελέτη ταπεινότητα, φιλανθρωπία αξίωσαν τη Μεθοδία να αναδειχθεί σε «Χριστού θεράπαινα» που έλαβε τη χάρη να τελεί και θαύματα. Θαύματα που μαρτυρούν οι συμπολίτες της αλλά και θαύματα που συνέβησαν και εξακολουθούν να συμβαίνουν ακόμη και σήμερα σε όσους με καρδιά καθαρή και πίστη επικαλούνται τη βοήθειά της.
osia methodiaΗ οσιακή της κοίμηση
Σε ηλικία 47 ετών και μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, η «Χριστοφόρα» οσία Μεθοδία παρέδωσε το πνεύμα στις 5 Οκτωβρίου 1908, ενώ γενική ήταν η πεποίθηση των συμπατριωτών της ότι ο Θεός την κατέταξε μεταξύ των Αγίων του.Κατά γενική ομολογία έως και την επόμενη ημέρα του θανάτου της το σώμα της ήταν ακόμη ζεστό και εύκαμπτο.
Στη συνείδησή τους ήταν Αγία και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι στις 15 Αυγούστου 1946 συνέταξαν και υπέγραψαν ομολογία με την οποία αναγνώριζαν την Οσία «πολιούχο και κηδεμόνα της νήσου και μεγάλη αυτών ευεργέτιδα».
Το 1962 στη θέση του ερειπωμένου κελιού της χτίστηκε μικρή εκκλησία που τιμάται στο όνομα της Παναγίας Ελεούσας και της Οσίας Μεθοδίας. Σε κρύπτη του ναού μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν τα ιερά λείψανά της από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνος όπου βρίσκονταν ως τότε και από κει στις 5 Οκτωβρίου 1991, ημέρα των εκδηλώσεων για την επίσημη ανακήρυξή της σε Αγία, μεταφέρθηκαν και φυλάσσονται στον Ιερό Ναό Παναγίας Οδηγήτριας, ιερό και συγκινητικό προσκύνημα για κάθε πιστό χριστιανό.
Ακοίμητο καντήλι του Αιγαίου την είπαν, σέμνωμα και προστάτιδα της Κιμώλου, θεόληπτη και αρετών ενθέων σκεύος πολύτιμον, φωτοβόλον λυχνία και Κυκλάδων κλέος λαμπρόν. Ατέλειωτα είναι τα επίθετα με τα οποία  στόλισε ο θαυμασμός των ευσεβών χριστιανών την ταπεινή νησιωτοπούλα που από νωρίς στη ζωή της ένοιωσε το κάλεσμα του Κυρίου και ανταποκρίθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής της.
Η επίσημη αγιοποίησή της έγινε  από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 17 Ιουνίου 1991.
Στις 5 Οκτωβρίου 1991, ημέρα εκδηλώσεων για την επίσημη ανακήρυξή της σε Οσία, τα ιερά λείψανά της μεταφέρθηκαν και φυλάσσονται πλέον στην «Παναγιά», τον Μητροπολιτικό  Ναό, ιερό και συγκινητικό προσκύνημα για κάθε πιστό χριστιανό.
ο βίος της αγίας από εδώ
 Το συναξάρι  της αγίας Μεθοδίας για παιδιά
.
Ηχητικό συναξάρι
.
η παρακάτω φωτογραφία της Αγίας Μεθοδίας προέρχεται από το βιβλίο Βίος και Παράκλησις της Οσίας Μεθοδίας, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ-νικη 1991
.

Οσία Μεθοδία η εν Κιμώλω ασκήσασα(5η Οκτωβρίου)

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Αρχιμ.Εμμανουήλ Ι. Καρπαθίου
Έκδοσις Φοίνιξ – Λεοννάτου 4
Αθήναι, 1947
ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΙΜΩΛΟΝ
Αρχάς του έτους 1921 κατά τας απερινοήτους του Κυρίου Βουλάς, ευρέθην εις την νήσον Κίμωλον. Υπηρέτησα εκεί επί εν σχολικόν έτος ως Ελληνοδιδάσκαλος.
Αι ημέραι μου ήσαν «ημέραι πικρίας», αλλ η σκέψις ότι άνευ της θελήσεως του Θεού ουδέ θριξ εκ της κεφαλής ημών απόλλυται με έκαμνε πάντοτε να ατενίζω μετά πίστεως εις το παρόν και εις το μέλλον.
Δεν έχω λέξεις να εξάρω την αδελφικήν εν Χριστώ αντίληψιν, την ποικίλην συνδρομήν και βοήθειαν, την οποίαν προσωπικώς και οικογενειακώς ο ήδη μακαριστός Οικονόμος Σπυρίδων Ράμφος, ο καλός της Εκκλησίας εργάτης και καλός πνευματικός πατήρ της Κιμώλου, επεδαψίλευσεν εις εμέ. Θα μου είναι αλησμόνητα όχι αι δεξιώσεις περί την βρώσιν και την πόσιν, όχι αι παντοίαι τιμαί τας οποίας, εν πάση ευκαιρία μοι εξεδήλωνεν ο προ μικρού προς Κύριον μεταστάς Λευίτης· αλλ η πνευματική του πρωτίστως και υπεράνω πάντων αναστροφή. Δεν ήτο θεολόγος- αλλά τι σημασίαν έχει αυτό! Τίνα σημασίαν έχουν τα διπλώματα και αι γνώσεις; Ο Σπυρίδων Ράμφος ήτο πιστός. Με ανεκούφιζεν, όταν εις όλας τας περιστάσεις της ζωής, εις όλα τα ζητήματα, παντού και πάντοτε ωμίλει «εν πίστει», και τον εύρισκον πάντοτε να βλέπη την ζωήν δια μέσου της πίστεως. Αυτό ήθελα. Και αυτό είναι εκείνο το οποίον με συνέδεσε και με συνδέει με τον εκλιπόντα από του προσκαίρου τούτου κόσμου Εκκλησιαστικόν της Κιμώλου λειτουργόν.
Μου είναι εξαιρετικώς ευχάριστον ότι μου δίδεται η ευκαιρία να εκδηλώσω προς την μνήμην του και δια των ολίγων τούτων λέξεων τα ευγνώμονα προς αυτόν αισθήματά μου, άλλα και την αμέριστον προς αυτόν εκτίμησίν μου. [1]
ΓΛΥΚΕΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ
Δεν θα λησμονήσω τας ημέρας μου εν Κιμώλω, μάλιστα τας αείποτε ζωηράς εντυπώσεις μου ως προς την θρησκευτικήν και ηθικήν ζωήν των Κιμωλίων. Ενθυμούμαι, ότι καθ ἑκάστην Κυριακήν η εορτήν κανείς δεν έλειπεν από την θείαν Λειτουργίαν. Μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, ήσαν εις τας θέσεις των, και εις την ώραν των εις τον ναόν. Το αντίθετον ήτο εξαίρεσις. Ο Κανών ήτο γενικός: Όλοι εις την εκκλησίαν.
Αλλά δεν ήτο αυτό, το οποίον μοι προϋξένει ιδιαιτέραν εντύπωσιν. Εκείνο που με ενεθουσία, και «εκαμάρωνα» οσάκις μάλιστα είχα την ευκαιρίαν να διδάξω απ Ἄμβωνος, ήτο ότι: όλοι, και νέοι και γέροντες, εστέκοντο εις την σειράν, ως να ήσαν μαθηταί του σχολείου! Με ευχαριστεί ακόμη την στιγμήν αυτήν που γράφω τας λέξεις αυτάς, και νομίζω ότι τους βλέπω εμπρός μου, τους Κιμωλίους εν εκκλησιασμώ εις παράταξιν. Κανείς δεν εγύριζεν ούτε απ ἐδῶ, ούτε απ ἐκεῖ. Κανείς ψίθυρος. Άκρα σιγή, ησυχία, αξιοζήλευτος ευλάβεια. Δεν συνεκράτουν τον ενθουσιασμόν μου· τοσούτω μάλλον όσω εγνώριζον «πολλών ανθρώπων άστεα και νόον» και ήτο φυσικόν να μου κάμνη αίσθησιν η εν Κιμώλω τάξις της θρησκευτικής ζωής. Έλεγον λοιπόν εις τον αείμνηστον Οικονόμον, τον καλόν μου Σπ. Ράμφον: «Τι τάξις είναι αυτή! «Πως το κατορθώνεις αυτό; είναι κατόρθωμα, άγιε Οικονόμε». Και ενθυμούμαι τας συστάσεις του : «Μην το λέτε, άγιε Αρχιμανδρίτα· μη τους λέτε τίποτε, και το πάρουν επάνω των, και μας χαλάσουν»! Και δεν είπα, πράγματι, τίποτε τότε. Επερασαν έκτοτε περί τα εικοσιπέντε έτη, και αν τώρα το λέγω, δεν πιστεύω να υπάρχη κανείς φόβος δια την ευλάβειαν των προσφιλών μου Κιμωλίων.
ΠΡΩΤΑΙ ΜΝΕΙΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ
Έχω υπ όψιν παλαιοτέρας πληροφορίας περί της θρησκευτικής και ηθικής ζωής των Κιμωλίων. Μάρτυς δε αυτόπτης εβεβαίωσα το σφρίγος της ευσεβείας και του ηθικού φρονήματος αυτών. Ουδέποτε παρέστην θεατής η ακροατής καταλαλιάς, κατακρίσεων, ψευδολογιών, δολιοτήτων, ερίδων και αντεγκλήσεων, συνήθων πλεισταχού. Τους εύρον, και τους άφηκα τους Κιμωλίους αγαπημένους, ειρηνεύοντας, ειλικρινείς, φιλοπόνους δε εις το έπακρον, φιλοξένους και σεβαστικούς προς τους ανωτέρους. Και εύχομαι ποτέ να μη παύσωσι να είναι τοιούτοι.
Φιλοσοφούντες με τον αλησμόνητον Οικονόμον περί των πραγμάτων αυτών, πραγμάτων τα οποία είναι ουσιωδώς ενδιαφέροντα δια το Υπούργημά μας ως λειτουργών της Εκκλησίας, φυσικόν ήτο να εξετάζωμεν να ευρίσκωμεν τας φλέβας, δια μέσου των οποίων εις το κοινωνικόν σώμα της Κιμώλου έρρεεν αυτό το άγνον αίμα της πίστεως και της αρετής· του νου και της καρδίας. Εκ τοιούτων αφορμών ήκουσα το πρώτον όνομα της μακαρίας Μεθοδίας μοναχής. Δεν εχρειάζετο κόπος πολύς, ουδέ σκέψεις μακραί, δια να εξηγήσω πως συνεκρατείτο τόσον ανθηρά μία τοιαύτη θρησκευτική ζωή.
Είμαι υποχρεωμένος να εκφράσω την απόλυτον ικανοποίησίν μου δια το Ιερατείον της Κιμώλου. Διατηρώ ζωηρώς εις την μνήμην μου τον γεροντότερον όλων παπα-Γιάννην Βενιέρην, Μέγαν Σακελλάριον, αποβιώσαντα τω 1942 μετά εξηκονταετή ιερατείαν, τον νεώτερον παπα-Γεώργιον Σάρδην μετά των οικογενειών των, εν μέσω των οποίων λόγω ηλικίας, και υπεράνω των οποίων, λόγω θέσεως, ως Αρχιερατικός Επίτροπος, ήτο ο Σπυρίδων Ράμφος.
Οι Ιερείς ούτοι δεν διεκρίνοντο δια τα πολλά των γράμματα. Ήσαν όμως ξεχωριστοί δια το ιερατικόν των ήθος, δια την ιερατικήν συνείδησιν, και αυτό είναι το παν. Σεβαστοί, σεβαστότατοι και από τα μικρά παιδιά! Κανένα δεν ήκουσα ποτέ να εκφρασθή κατά του Ιερέως! Κανένα. Απ εναντίας, όλοι έτρεφον μέγαν σεβασμόν, και ο παπάς των ήτο πραγματικώς δια τον Κιμώλιον «ιερόν πρόσωπον». Τούτο ήτο ευλαβής παράδοσις δια τους Κιμωλίους. Διότι και οι μνημονευόμενοι ενταύθα υπ εμού Κιμώλιοι ιερείς άπετελουν παράδοσιν πιστών της Εκκλησίας λειτουργών, οίτινες προηγήθησαν αυτών εν τη ζωή και τη ποιμαντική διακονία. Είναι δίκαιον να αναφέρω ενταύθα, εξ όσων ευφήμως παρ αυτού του Κιμωλιακού λαού ευχαρίστως λίαν και παρηγόρως ήκουον τα ονόματα των αειμνήστων Εφημερίων Κιμώλου Αντωνίου Σάρδη, Οικονόμου, Αντωνίου Λογοθέτου, Σακελλαρίου, Ιωσήφ Κυπριανού, Σκευοφύλακος, μελών της Φιλικής Εταιρείας εν Κιμώλω, των Ιερομονάχων Αθανασίου Βουκάκη και Ιωαννικίου Σαλιβάρα, των ιερέων Δημητρίου Σάρδη Οικονόμου, Βασιλείου Σάρδη Οικονόμου, Φραγκίσκου Α. Λογοθέτου, Ιωάννου Γ. Ράμφου, Ιωάννου Ν. Αφεντάκη, Σακελλαρίου, Μιχαήλ Σακελλαρίου Λογοθέτου, Χωρεπισκόπου, Αντωνίου Νικ. Σάρδη, Πρωτοπαπά, Γεωργίου Νικ. Λογοθέτου και Αντωνίου Γ. Αφεντάκη, Πρωτοπαπά. Ιδιαζούσης ευφημου και ευλαβούς αναμνήσεως ηξιώθη παρά των Κιμωλίων η μεγαλόσχημος Μοναχή Ευγενία Λογοθέτου, αδελφή του Επισκόπου Αυγουστουπόλεως Γαβριήλ Λογοθέτου, βοηθού του Μητροπολίτου Διδυμοτείχου. Η Μοναχή αύτη ήσκησεν εν Κιμώλω περί τα τέλη του ΙΘ´ αιώνος. Ετάφη εις τον ναόν των αγίων Αναργύρων, εις οικογενειακόν της τάφον.
Λέγω αυτά, δια να εξηγήσω ότι η προσωπικότης των Ιερέων ήτο αρρήκτως και φυσικώτατα συνδεδεμένη με την ηθικήν και θρησκευτικήν φυσιογνωμίαν της Κοινωνίας Κιμώλου. Αι! Και να εγνωρίζομεν οι Ιερείς την δύναμίν μας! Αλλά και την κλήσιν και τον προορισμόν μας!
Προσθέτω όμως, ότι η ζωή και η διδασκαλία της Μοναχής Μεθοδίας εξήσκησε μεγίστην επιρροήν εις τον θρησκευτικόν και ηθικόν προσανατολισμόν των συγχρόνων Κιμωλίων. Είναι άλλως τε τούτο κοινή των ευσεβών της Κιμώλου χριστιανών ομολογία.
Η ΜΙΚΡΑ ΕΙΡΗΝΗ
Αυτό ήτο το κατά κόσμον όνομα της Κιμωλίας Μοναχής. Εγεννήθη εν Κιμώλω τη 10η Νοεμβρίου του 1865 εκ γονέων, πατρός μεν Ιακώβου, το γένος Σάρδη, μητρός δε Μαρίας, το γένος Λογοθέτου. Αμφότεροι διεκρίνοντο δια την ευσέβειάν των και την προσήλωσίν των εις τον Χριστόν.[2] Τὰ πρῶτα ἔτη τῆς ζωῆς των, μετὰ τὸν γάμον των, ἔζησαν ἐν Σίφνῳ. Παρ᾿ ὅλον ὅτι ὁ πατήρ της ἦτο ἐμπορευόμενος, δὲν εὕρισκεν ἀσυμβίβαστον τὸ ἐμπόριον μὲ τὴν πίστιν, καὶ μὲ τὸ ὅτι ἦτο ἔμπορος δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι πιστός. Ἀνεγίνωσκε πάντοτε τὴν Ἅγίαν Γραφήν, καὶ μὲ αὐτὴν εἰς τὰς χεῖρας ἐξεψύχησεν.
Ἡ οἰκογένεια ἦτο πραγματικῶς πατριαρχική. Εἶχον τρεῖς υἱοὺς καὶ πέντε θυγατέρας. Ἐξ αὐτῶν ἡ δευτέρα ἦτο ἡ Εἰρήνη. Ἀπὸ τῆς μικρᾶς της ἡλικίας ἐδείκνυε τὸν πόθον νὰ γίνῃ «νύμφη τοῦ Χριστοῦ», νὰ γίνῃ Μοναχή. Καὶ ἦσαν ἔκδηλα πράγματι τὰ προμηνύματα τοῦ ἀγγελικοῦ βίου: ἡ ταπεινοφροσύνη της, ἡ σεμνότης της, ἡ ἁγνότης της, ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἀγάπη της εἰς τὸν Χριστόν. Ἀλλ᾿ ὁ πόθος αὐτὸς ἐφάνη, ὅτι δὲν ἔμελλε νὰ πραγματοποιηθῇ, καὶ ὅτι εἰς τοῦτο δὲν ἦτο κεκλημένη Ἄνωθεν. Διότι ἡ Εἰρήνη ἦλθεν εἰς γάμον κατόπιν οἰκογενειακῆς γνωριμίας ναυτικοῦ τινος ἐκ τῆς νήσου Χίου, εὑρεθέντος εἰς Κίμωλον, τοῦ Παντελῆ Φιλιππάκη, μεθ᾿ οὗ καὶ ἦλθεν εἰς γάμον τῇ 27 Δεκεμβρίου 1882.
ΕΠΙ ΤΗΝ ΚΛΗΣΙΝ
Οἰονεὶ ὡς ἀπὸ λιποταξίας, ὅλως ἀπροβλέπτως, καὶ πρὸς κοινὴν ἔκπληξιν, ἡ Εἰρήνη ἀσπάζεται τὸ ἀγγελικὸν βίον.
Τὸ πλοῖον τοῦ συζύγου αὐτῆς ἐναυάγησεν εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καὶ ὁ ναυτικὸς σύζυγος δὲν ἐπανῆλθεν εἰς Κίμωλον. Ἦσαν τὰ σημεῖα τῆς κλήσεως, ἔστω καὶ ἀνθρωπίνως ὀδυνηρά. Δὲν ἐχρειάσθη πολὺ διὰ νὰ ἑρμηνεύσῃ εὐσεβοφρόνως ἡ Εἰρήνη τὰ γεγονότα. Ἡ οἰκογενειακή της περιπέτεια τὴν ἐκάλει εἰς τοὺς παλαιούς της πόθους· νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ ἀσκητικὸν ἐκεῖνο στάδιον, τὸ ὁποῖον ἐπεισοδιακὸς γάμος τὴν ἀνεχαίτισε. Κατὰ τὴν ψυχολογικήν της ἐκείνην στιγμὴν ἡ θεία Χάρις μετεχειρίσθη ὡς ὄργανον τὸν ἐπὶ ἁγιότητι βίου διακριθέντα ἱερέα Γεώργιον Νικολάου Λογοθέτην (+ 20 Νοεμβρίου 1913), ὅστις προώθησεν αὐτὴν νὰ ἀφιερωθῇ εἰς τὸν ἀγγελικὸν βίον καὶ νὰ πραγματοποιήσῃ οὕτω, ἱερὸν ἀπὸ τῆς παιδικῆς ἡλικίας αὐτῆς πόθον.
Καὶ ἡ «μικρὴ Εἰρήνη» ἰδοὺ γίνεται «Μεθοδία Μοναχή», διάγουσα τὸν βίον ἐν ἀσκήσει, καὶ ἀσκήσει, ἡ ὁποία ὑπενθύμιζε διακεκριμένους Ἀσκητὰς παλαιοτάτων τῆς Ἐκκλησίας χρόνων. Τὸ μοναστικὸν δνομα αὐτῆς ὀφείλεται εἰς τὸν χειροθετήσαντα αὐτὴν Μοναχὴν Ἀρχιεπίσκοπον Σύρου Μεθόδιον.[3] Ἡ χειροθεσία ἔγινεν ἐν Κιμώλῳ, ἐν τῷ ναῷ Παναγίας τῆς Ὁδηγητρίας, ὑπὸ τὴν κοινὴν ἱκανοποίησιν καὶ ἔκπληξιν διὰ τὴν ἐξέλιξιν τῶν περὶ τὴν «μικρὰν Εἰρήνην» γεγονότων.
ΤΟ ΑΣΚΗΤΗΡΙΟΝ
Μέσα εἰς τὸ Κάστρον[4] τῆς Κιμώλου, εἰς μικρὸν κελλίον, εἰς τὸ Στιάδι, ἐκεῖ ἠσκήτευεν ἡ Ὁσία, παραπλεύρως τοῦ ναοῦ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Δυστυχῶς ὅμως δὲν κατώρθωσα νὰ ἔχω φωτογραφίαν τοῦ ἱεροῦ τούτου ἀσκητηρίου, ἔστω καὶ ἠρειπωμένου ὄντος σήμερον, ὡς πληροφοροῦμαι, γνωστοῦ ὄντος ὅτι εἰς τὴν μικρᾶν προσφιλῆ μου νῆσον Κίμωλον δὲν ὑπάρχουν τὰ τεχνικὰ μέσα. Παραθέτω τὴν ἄποψιν τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας Ὁδηγητρίας, τοῦ σεμνώματος τούτου τῶν Κιμωλίων, ὅπου ἡ Ὁσία ἐχειροθετήθη μοναχὴ καὶ τακτικῶς ἐκκλησιάζετο ἐν τῷ Ἱερῷ Βήματι.
Β) Επίσης η παράσταση (στην αγιογράφηση αυτή) του Αποστόλου Παύλου που βλέπει σε όραμα ένα Μακεδόνα να τον παρακαλεί να περάσει από την Τροία στη Μακεδονία, δίνει τα απαραίτητα μηνύματα και προς τους σφετεριστές της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Ιδιαίτερα σήμερα που γερμανικά μέσα ενημέρωσης χαρακτηρίζουν συνεχώς μόνο τα Σκόπια ως Μακεδονία, χωρίς την απαραίτητη διαφοροποίηση, αποκτά και αυτή η παράσταση με τον Παύλο και τον Μακεδόνα, ιδιαίτερη σημασία. Η μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδας του Μονάχου „Μύνχνερ Μερκούρ“ δημοσίευσε στις 4 Ιανουαρίου 2013 μεγάλη φωτογραφία της παράστασης αυτής και έδωσε το έναυσμα και την προτροπή στη βαυαρική κοινωνία να επισκεφθεί το ναό των Αγίων Πάντων Μονάχου και να δει από κοντά και αυτό το θαυμάσιο έργο. Καθημερινά επισκέπτονται τον ναό, ήδη από της ανεγέρσεώς του το 1995, πολλοί βαυαροί και λαμβάνουν χώρα πολυάριθμες ξεναγήσεις σε ομάδες ομίλων, συλλόγων, σχολείων και οργανισμών.
Παρέχεται έτσι η ευκαιρία να προωθηθούν με τις ξεναγήσεις θέματα της ορθοδόξου πίστεως και λατρείας, αλλά και θέματα που άπτονται και της σύγχρονης και επίκαιρης πολιτικής εμβέλειας και προβληματισμού της Πατρίδας μας. 
Αυτός ακριβώς ο λόγος στάθηκε αφορμή στο να δώσει προ τριετίας ο τότε προιστάμενος του Ναού των Αγίων Πάντων Μονάχου, Πρωτοπρεσβύτερος Απόστολος Μαλαμούσης, την εντολή στον αγιογραφικό Οίκο Βουτσινά στη Θεσσαλονίκη για την παράσταση αυτή, με σκοπό την συνεχή και μόνιμη ανά τους αιώνες προβολή της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού στη βαυαρική κοινωνία.
Οι εκ Μακεδονίας καταγόμενοι κάτοικοι Μονάχου Βασίλειος Κουσίδης και η σύζυγός του Ελένη ανέλαβαν μετά χαράς εξ ολοκλήρου τη μεγάλη δαπάνη του έργου αυτού.

Η ΜΟΝΑΧΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΡΙΑ
Δεν έζησεν εις Μοναστήριον η Μεθοδία. Δεν υπήρξεν «υποτακτική», και δεν αντέγραψεν επομένως μοναστικά ήθη και μοναστικάς ασκήσεις. Αλλ ἦτο τόσον ακριβής και τόσον πιστή εις την εφαρμογήν των Μοναστικών διατυπώσεων. Νηστεία, προσευχή, ακτημοσύνη, «πνευματική ηρεμία», συγχρόνως όμως και εργασία δια την σωτηρίαν των αδελφών, μελέτη συνεχής πνευματική, ιδού το πρόγραμμα της μακάριας εκείνης γυναικός.[5]
Ἠκολούθησε τὸν βίον τῆς «ἐγκλείστου ἀσκήσεως», καὶ δὲν ἐξήρχετο ἔξω τοῦ Ἀσκητηρίου της. Ὅλη ὅμως ἡ Κίμωλος, ἡ γυναικεία μάλιστα Κίμωλος, εὐλαβῶς καὶ μετὰ πόθου ζέοντος ἤρχετο εἰς τὸ Ἀσκητήριόν της. Τὸ «καντηλάκι» τως τὸ ἀκοίμητον ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας, ἦτο μία παρηγοριὰ καὶ δύναμις διὰ τὰς μαθητρίας της, διὰ τοὺς ἀσθενεῖς. Πολλὰς διηγοῦνται οἱ Κιμώλιοι περιπτώσεις, καθ᾿ ἃς ἀσθενεῖς, ἀλειφθέντες μὲ τὸ ἔλαιον ἐκεῖνο ἐθεραπεύθησαν.
Ἡ διδασκαλία της ἦτο ζωντανή. Οὐσία ἦτο: ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς- νὰ μὴ ἀφίνωμεν νὰ μᾶς νικᾷ ὁ κόσμος, καὶ νὰ μᾶς παρασύρῃ εἰς τὰς κακὰς ἐπιθυμίας καὶ πράξεις. Ζῆλον πρὸς τὰ θεῖα ἐζήτει νὰ ἐμφυσήσῃ εἰς τὰς Κιμωλίας μητέρας καὶ κόρας· λέγω Κιμωλίας, διότι μόνον ἐν μέσῳ γυναικῶν ἠσθάνετο δι᾿ ἑαυτὴν ὡρισμένον ἄνωθεν τὸν κύκλον τῆς δράσεώς της.
Πόσας δὲν ἔσωσε, δὲν διεφώτισε, καὶ πόσους ἄνδρας ἐμμέσως διὰ τῶν γυναικῶν καὶ ἀδελφῶν αὐτῶν δὲν ἔφερεν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ δὲν ἐφώτιζε μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ἡ Ὁσία ἐκείνη γυνή! Ἔκαμνεν ἐντύπωσιν καὶ μόνον ἡ ζωή της: Ἐκοιμᾶτο ἐπὶ κλίνης ξυλίνης, χωρὶς στρῶμα, τὸ δὲ φαγητὸν αὐτῆς ἦτο λιτότατον. Τροφὰς καθὼς καὶ ἐνδύματα τὰ ὁποῖα προσέφερον εἰς αὐτὴν αἱ θαυμάστριαί της, ἡ Ὁσία διένεμεν εἰς τοὺς ἔχοντας ἄναγκας πτωχοὺς καὶ ἀσθενεῖς. Καθ᾿ ὅλην τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν δὲν ἐδέχετο καμμίαν νὰ τὴν ἐπισκεφθῇ. Μόνον ἀπὸ ἓν μικρὸν παραθυράκι ἔδιδε τὸ «εὐλογημένον ἔλαιον» τοῦ κανδηλιοῦ της, τὸ ὁποῖον οἱ Κιμώλιοι μὲ εὐλάβειαν ἐλάμβανον καὶ ἐχρησιμοποίουν. Ἑκάστην Κυριακὴν τὸ Ἀσκητήριόν της ἐλάμβανε τὴν ὄψιν «Ἐκκλησίας» μαθητριῶν, πρὸς τὰς ὁποίας ἡ ἐν ὁσίαις Μεθοδία ἀόκνως ἐδιδασκεν ὅ,τι ἔδιδεν εἰς αὐτὴν ἡ Χάρις. Ἐκ τῶν μᾶλλον ἀφωσιωμένων «μαθητριῶν» αὐτῆς καὶ τῶν διακεκριμένων πνευματικῶν της ἀναστημάτων σημειοῦμεν τὰς: Μαρίαν μοναχὴν Ἀναστ. Καλλίνικα, Ἐλίζαν Γ. Βαφία, πρεσβυτέραν Αἰκατερίνην Ἰ. Ράμφου, Μαρουσὼ Μιχ. Καννᾶ, Εἰρήνην Λεον. Καντσοῦ, Μαρίαν Ἰ. Πριμηκύρη, Ἑλένην Ἀντ. Σάρδη, Ἄνναν Ἰ. Ρούσου, Αἰκατερίνην Στεφ. Πετράκη, τὸ γένος Νικ. Ἀνδρουλλιδάκη, καὶ Αἰκατερίνην Ἰ. Σάρδη.
ΕΥΛΟΓΙΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΚΙΜΩΛΟΝ
Κατὰ μήνα Αὔγουστον τοῦ ἔτους 1904, ὁ Γεώργιος Λαμπάκης, γνωστὸς Ἀρχαιολόγος τῶν Χριστιανικῶν Μνημείων, εἶχεν ἐπισκεφθῆ τὴν Κίμωλον. Ἐπεσκέφθη εἰς τὸ ἀσκητήριόν της τὴν Μοναχὴν Μεθοδίαν, καὶ ἔμεινεν ἐκστατικὸς διὰ τὴν ἀναβίωσιν τοῦ ἁγνοῦ ἀρχαίου ἀσκητικοῦ βίου. Κατὰ τὴν διαμονήν του δὲ εἰς τὴν Κίμωλον μίαν σύστασιν ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Κιμωλίους : «Μὴν τὴν ἀφίσετε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν τόπον αὐτόν· εἶναι εὐλογία διὰ τὴν Κίμωλον ἡ παρουσία της».
Η ΚΟΙΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Ἄγραφος ἀπὸ τόσων ἐτῶν, γραμμένη μόνον εἰς τὰς καρδίας τῶν ἁπανταχοῦ Κιμωλίων ἦτο ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμὸς εἰς τὴν Μοναχὴν Μεθοδίαν.
Ἡ σύνταξις τῆς παρούσης σκιαγραφίας ἔδωκεν ἀφορμήν, ὥστε ὁ ἄγραφος σεβασμὸς καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη νὰ γραφῶσι καὶ ἐπὶ του χάρτου εἰς μνήμην καὶ μαρτυρίαν ἀΐδιον, ἄλλα καὶ εἰς πνευματικὸν στήριγμα τῶν πιστῶν. Παραθέτομεν τὸ Μαρτυρικόν:
ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Τους άνδρας εκείνους η τας γυναίκας, πάσης ηλικίας και καταστάσεως, οίτινες δια του βίου και της αναστροφής αυτών υπήρξαν «σκεύη εκλογής» κατά τον θείον Παύλον, «άνθρωποι του Θεού», ακτινοβολούντες δια της οσίας αυτών βιοτής το Ευαγγέλιον του Χριστού, και οιονεί χρηματίσαντες Ευαγγέλια ζώντα εν μέσω της Κοινωνίας εν η έζησαν, δίκαιον και πρέπον θεωρούμεν να τιμώμεν, και ζώντας, και μετά θάνατον, και προς αυτούς ως ευλογίας Κυρίου, ως υποδείγματα βίου χριστιανικού να αποβλέπωμεν, και μιμούμενοι αυτούς να κατευθυνώμεθα, αυτών καθηγουμένων, προς την αιώνιον πατρίδα, την Άνω Ιερουσαλήμ.
Τοιαύτη, έμπλεως πνεύματος Χριστού, «σκεύος εκλογής», Ευλογία θεού, Ευαγγέλιον ζων, υπήρξε δια την προσφιλή ημών μικράν πατρίδα Κίμωλον η επί έτη μακρά όσιως και εν ασκήσει τον βίον διανύσασα εντός κελλίου εν τω «μέσα λεγομένω Κάστρω», παρά τον ναόν της Γεννήσεως του Σωτήρος ημών Μεθοδία μοναχή, το γένος Ιακώβου Σάρδη, μεγίστην ηθικήν, πνευματικήν και θρησκευτικήν ασκήσασα επίδρασιν επί τας ψυχάς μικρών και μεγάλων, ανδρών και γυναικών, νέων και νεανίδων, και γεννήσασα εν ταις ψυχαίς πάντων ημών κοινήν την πεποίθησιν ότι η ημετέρα πατρίς εκ πολλών αντιξοοτήτων και δεινών περιστάσεων κατά καιρούς απαλλαγείσα, εσχάτως δε και κατά τον φρικαλέας μνήμης δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον μόνη αυτή, η μικρά ημών πατρίς Κίμωλος εξ όλων των Ελληνικών χωρών μη πατηθείσα υπό βαρβάρου εχθρικού ποδός οφείλει τούτο εις της Υπεραγίας Θεοτόκου (Οδηγητρίας) την κραταιάν αντίληψιν και της οσίας ταύτης συμπολίτιδος ημών Μεθοδίας μοναχής, εις των προσευχών αυτής την προστασίαν και ενέργειαν.[6]
Της πεποιθήσεως ταύτης φορείς οι κάτωθι υπογεγραμμένοι Ιερείς, Κοινοτικοί Άρχοντες, Πρόκριτοι και ο λαός της νήσου Κιμώλου, ευγνώμονες προς την οσίως και εν ασκήσει εν μέσω ημών ως δρόσον απ οὐρανοῦ διανύσασαν τον βίον και τη 5η Οκτωβρίου του σωτηρίου έτους 1908, ημέρα Κυριακή, τελευτήσασαν Μεθοδίαν μοναχήν έγνωμεν και γραφή εις τας επομένας γενεάς να παραδώσωμεν αυτήν, ίνα τα τέκνα ημών και τα τέκνα των τέκνων ημών ομοίως ημίν τον αυτόν προς ημάς σεβασμόν και την αυτήν ευγνωμοσύνην, ως προς πολιούχον και κηδεμόνα της μικράς ημών πατρίδος προς την εν οσίαις Μεθοδίαν μοναχήν αποβλέπωσι και τιμώσι.
Ἐφ᾿ ὦ συνετάξαμεν εἰς μνήμην αἰώνιον τὴν παροῦσαν μαρτυρίαν καὶ ὑπογράφομεν αὐτὴν ἰδίαις χερσὶν ἐν φόβῳ Θεοῦ καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρὸς δόξαν αὐτῶν, τῶν ἐγειρόντων κατὰ καιροὺς ὡς στήλας φωτός, ἄνδρας ἢ γυναίκας τοιούτους, ὥστε ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς ζωῆς ταύτης νὰ καθοδηγῶσι τὸν νέον Ἰσραὴλ εἰς τὴν Γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, τὴν ὑπεσχημένην τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεόν.
Ἐν Κιμώλῳ τῇ 15ῃ Αὐγούστου 1946
Ὁ Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος Κιμώλου
Οἰκονόμος Σπυρίδων Ἰ. Ράμφος
Οἱ ἄλλοι ἱερεῖς
Οἰκονόμος Ἰωάννης Σπ. Ράμφος πτυχ. θεολογίας
Σακελλάριος Γεώργιος Ἀντ. Σάρδης
Σακελλάριος Στυλιανὸς Γ. Λογοθέτης
Τὸ Κοινοτικὸν Συμβούλιον
Εὐάγγελος Ἱερ. Ράμφος Πρόεδρος
Ἐπαμεινώνδας Ἄντ. Σάρδης
Ἰωάννης Γ. Βορδώνης
Ἰωάννης Γ. Μαγκανιώτης
Πέτρος Κ. Πρεζάνης
Οἱ πρόκριτοι καὶ οἱ ἄλλοι χριστιανοὶ τῆς νήσου
(ἀκολουθοῦν ὀνόματα)
Η ΤΕΛΕΥΤΗ
Τη 5η Οκτωβρίου του 1908, ημέρα Κυριακή, ετελεύτησε τον βίον η Κιμωλία Ασκήτρια, εις ηλικίαν υπερτεσσαράκοντα ετών. Μετ ὀλίγα έτη ηκολούθησε τον μοναστικόν βίον και η μήτηρ της Μαρία, μετονομασθείσα Χριστοδούλη.[7]
Η κηδεία της Μεθοδίας έγινεν εν μέσω εκδηλώσεων αφοσιώσεως και σεβασμού, και οι Κιμώλιοι συνώδευσαν εις τον τάφον «μεγάλην αυτών ευεργέτιδα».[8] Μετὰ τὴν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων τῆς ταῦτα μετὰ πάσης τιμῆς καὶ εὐλαβείας ἀπετέθησαν ἐνταφιασθέντα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος.
Ἀκολουθία εἰς τὴν Ὁσίαν ἐκδίδεται ταυτοχρόνως τῇ παρούση μελέτη ὑπὸ τοῦ Πέτρου Παπαδοπούλου, ἔργον τοῦ ἐν τῷ Ἅγιωνύμῳ Ὄρει ποιητοῦ Ἀκολουθιῶν καὶ Ὕμνογράφου Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου.
Ἐξεδόθη ἐν Ἀθήναις τῇ 12ῃ Ἰανουαρίου 1947
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ανάγνωθι και το επιμνημόσυνον Άρθρον μου εν «Φωνή της Κιμώλου», Έτει Β´ 1947. αριθμ. φύλλου 13. και το τεύχος: ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ, ο Οικονόμος της Κιμώλου Σπυρίδων Ι. Ράμφος. Εν Αθήναις 1947 σ. 5-7.
2. Κατὰ τὰ σημειούμενα περὶ αὐτῆς, ὡς ὑποθέτω, εἰς τὸ «Βιβλίον γεννήσεων τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» τῆς Κιμώλου, ἡ Εἰρήνη ἐβαπτίσθη τῇ 8ῃ Δεκεμβρίου, τοῦ αὐτοῦ ἔτους τῆς γεννήσεώς της, τελετουργοῦντος τοῦ Χωρεπισκόπου Κιμώλου Ἱερέως Μιχαὴλ Σακελ. Λογοθέτου, ἀναδεξαμένου αὐτὴν τοῦ Ἰ. Ρούσου.
3. Απεβίωσε τω 1903.
4. Περί του Κάστρου της Κιμώλου, ίδε Ι. Κ. Βογιατζίδου, Κίμωλος, Ιστορικαί Έρευναι περί της νήσου. Εν Αθήναις και «Αθηνά» ΛΕ. 1923 σελ. 105. Αντωνίου Μηλιαράκη, Κίμωλος. Αθήνησι 1901. σ. 10, 11.
5. Ιδιαιτέραν τιμήν και τάσιν έτρεφε προς την μελέτην των κατά τον άγιον Συμεών τον Στυλίτην, του οποίου και εμιμείτο την αυστηράν άσκησιν.
6. Άριστα εκφράζεται συναφώς ο συντάξας την Ακολουθίαν εις την Οσίαν Αγιορείτης Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης δια του εξής Θεοτοκίου, όπερ εκ του χειρογράφου παραλαμβάνομεν.
Η Κίμωλος, Άχραντε, τη αντιλήψει τη ση, αδούλωτος μείνασα εξ επελθόντων εχθρών, κηρύττει την χάριν σου. Ταύτην ουν Θεοτόκε, ταις λιταίς Μεθοδίας, πάντοτε εν κινδύνοις αβλαβή, διατήρει, ίνα Παρθενομήτορ, δοξάζη σου την πρόνοιαν.
7. Απεβίωσεν αύτη εν Αθήναις τη 5η Ιανουαρίου του 1924, εις ηλικίαν 90 ετών.
8. Συγκινητικώτατον και διδακτικώτατον επικήδειον προσφώνημα, αποκείμενον εν τω Αρχείω του αειμνήστου, εξεφώνησεν ο προ μικρού εκλιπών Οικονόμος της Κιμώλου Σπυρ. Ράμφος, όστις ιδιάζον προς την Οσίαν έτρεφε σέβας, (βλέπε και «Φωνήν της Κιμώλου» αρ. 13, 1947 και το ιδιαίτερον τεύχος, το εις μνήμην του Οικονόμου εκδοθέν, σελ. 9).

φωτογραφία της οσίας Μεθοδίας της εν Κιμώλω
φωτογραφία της οσίας Μεθοδίας της εν Κιμώλω