Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

Η άστεγη αγία του κέντρου της Αθήνας



site analysis


Στέλλα, το σπουργιτάκι του Θεού (†3 Ιουνίου 2005)

Ίσως την είχα δει στην πλατεία Συντάγματος, όταν ήμουν πολύ νέος και πιο πολύ ανόητος απ' όσο είμαι τώρα, γιατί τώρα τουλάχιστον ξέρω πως είμαι ανόητος, ενώ τότε νόμιζα πως είμαι σοφός. Με είχε εντυπωσιάσει όπως έσκυβε και κρατούσε κάτι σακούλες που σέρνονταν πίσω της. Την είδα επίσης να κοιμάται (;) σε μια στάση τρόλλεϋ, με τα πόδια σε μια νάυλον σακούλα, για κρύο... Αν ήταν εκείνη. Αν όχι, αν ήταν μια άλλη άστεγη, ο Θεός να την αγιάσει. Έτσι κι αλλιώς, ο Θεός να την αγιάσει...Η βιογραφία της έχει κάνει το γύρο της μπλογκόσφαιρας κι έχει αγαπηθεί στο φουλ, δικαιολογημένα, με αρχική πηγή μάλλον την Παρέμβαση, το περιοδικό του π. Ιερόθεου Βλάχου και της Μητρόπολης Ναυπάκτου. Το παίρνουμε από το εξαιρετικό Ζωντανό Ιστολόγιο.


Της Μηλίτσας Πισιμίση-Λουκίδου, Νομικού-Υπαλλήλου Υπ. Εργασίας

Με την Στέλλα γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 1979 στην Σοκολατοποιΐα. Ήταν εργάτρια, εργαζόταν πολύ σκληρά, υπερέβαινε τις 9 ώρες καθημερινά. Όλοι την εκμεταλλευόντουσαν, όλοι την διέταζαν και αυτή υπήκουε άμεσα και με χαμόγελο. Στέλλα, εδώ, Στέλλα, εκεί. Ο ιδιοκτήτης-εργοδότης την αγαπούσε για την υπακοή της και την εργατικότητά της.
Για τους πιο πολλούς εργαζομένους ήταν «η Στέλλα η χαζή». Το πρόσωπό της έλαμπε, τα χείλη της ψέλλιζαν. Όταν την αφουγκραζόσουν άκουγες το «Δόξα σοι, ο Θεός».
Πολύ συχνά ο προϊστάμενος μας ανέθετε να διεκπεραιώσουμε από κοινού κάποια εργασία και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να δεχθώ την καλωσύνη της, την αγάπη της. Θυμάμαι ότι μονίμως έλεγε την ευχή, ξαφνικά γέλαγε, σήκωνε το κεφαλάκι της προς τους ουρανούς. Τότε έλαμπε.
«Δόξα σοι, ο Θεός» άκουγες συχνά από το στόμα της.
Η Σοκολατοποιΐα αυτή έκανε διάφορα είδη σοκολατάκια. Τα δεύτερης κατηγορίας τα εξήγαγε σε χώρες της Αφρικής. Αυτό στενοχωρούσε την Στέλλα πάρα πολύ. Κάποτε που εργαζόμασταν στην συσκευασία μαζί, θυμάμαι την Στέλλα πάνω από τα κουτιά συγκεντρωμένη να εύχεται «για τα αραπάκια που θα έτρωγαν τα σοκολατάκια».
Σε οποιαδήποτε αδικία που συνέβαινε στο χώρο της εργασίας –μας «τρώγανε» μεροκάματα– δεν απαντούσε, δεν κατέκρινε, δεν αντιδρούσε. Εκείνη την περίοδο η Στέλλα ήταν για μένα ένα λιμανάκι θαλπωρής, εγώ αντιδρούσα σε κάθε αδικία. Εκείνη στα σχόλιά μου απαντούσε με ένα γέλιο, με μια λέξη «Α! Μηλίτσα». Δεν την θυμάμαι ποτέ να έβαλε ένα σοκολατάκι στο στόμα της (υπενθυμίζω ότι εργαζόμασταν σε εργοστάσιο σοκολατοποιΐας!). Αν και οι πιο πολλοί εργαζόμενοι την θεωρούσαν «χαζή», εντούτοις την σέβονταν και διερωτώντο πως κατόρθωνε να εργάζεται τόσο αποτελεσματικά.
Η Στέλλα δεν συμμετείχε σε συζητήσεις που κάναμε· ήταν μαζί μας, αλλά συγχρόνως μακριά από σχόλια, μακριά από περιττές κουβέντες. Πολλές φορές, όταν την ρωτούσαν να πη τη γνώμη της, έκανε την παλαβή. Το είχα προσέξει ότι το έκανε επίτηδες. Για όλα τα του κόσμου ήταν τρελή, παλαβή, όταν όμως της ζητούσες βοήθεια στην εργασία, τα χεράκια της κινιόντουσαν με στοργή να βοηθήσουν, ει δυνατόν και να δουλέψουν για σένα.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον γνωριστήκαμε. Την σεβόμουν τόσο που ποτέ δεν την ρώτησα για την προσωπική της ζωή. Από μόνη της μου είπε ότι καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι όλοι όσοι την γνώριζαν την χαρακτήριζαν λίαν επιεικώς «τρελή», ενώ εγώ ένιωθα ότι κάνουν λάθος. Η αλήθεια είναι ότι πολύ νωρίς κατάλαβα ότι η Στελλίτσα ήθελε να την θεωρούν «τρελή». Κάποιες φορές τύχαινε να είμαστε οι δυό μας και να μιλάμε φυσιολογικά και όταν πλησίαζε κάποιος άρχιζε και έλεγε άλλα αντί άλλων. Εμένα μου δημιουργούσε αίσθημα γαλήνης και με άφηναν αδιάφορη οι κρίσεις των άλλων.
Στο εργοστάσιο αυτό της Σοκολατοποιΐας εργάσθηκα για λίγο χρονικό διάστημα. Την Στελλίτσα την συναντούσα συχνά στους δρόμους και πάντα είχε στην καρδιά της, στα χείλη της την ευχή. Συνήθιζε να την λέη εκφώνως, αλλά πολύ σιγά. Που και που ερχόταν στο σπίτι μου. Εκείνη την εποχή κατοικούσε στο πλυσταριό μιας διώροφης κατοικίας.
Τα χρόνια πέρασαν, την έχασα, μα πάντα την θυμόμουν με μια γλυκειά ανάμνηση και νοσταλγία.

Μετά παντρεμμένη πια θα την συναντούσα στην Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Οσίας Πελαγίας) στο Ακραίφνιο. Είχαμε πάει με τον άνδρα μου και θα διανυκτερεύαμε στην Μονή για την πρωϊνή Θεία Λειτουργία. Οι μοναχές με πολλή στοργή και ευγένεια μου ζήτησαν συγγνώμη, επειδή λόγω των οικοδομικών εργασιών δεν είχαν χώρο να με φιλοξενήσουν και αναγκαστικά έπρεπε να μοιραστώ το κελλί, όπου εφιλοξενείτο «μια ιδιόρρυθμη γυναίκα». Δέχθηκα. Με οδήγησαν στο κελλί, όπου με κατάπληξη διεπίστωσα ότι «η ιδιόρρυθμη γυναίκα» ήταν η στοργική μου Στελλίτσα, που είχα χρόνια να την ιδώ. Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Μείναμε αγκαλιασμένες για αρκετή ώρα και ξαφνικά ακούω τις αδελφές να φωνάζουν: «Ελάτε, Γερόντισσα, να δήτε την Στελλίτσα με την Μηλίτσα αγκαλιά». Όλοι χαρήκαμε. Εκείνο το βράδυ η Στελλίτσα έκανε σαν παιδάκι από την χαρά της. Χτυπούσε παλαμάκια, γελούσε, σταυροκοπιόταν…
-Μηλίτσα μου, πολύ χάρηκα που παντρεύτηκες. Ξέρεις πολύ προσευχήθηκα για να παντρευτής. Χαίρομαι, χαίρομαι. Στενοχωριέμαι που υποφέρεις από τα ποδαράκια σου. Ξέρω έχεις πρόβλημα. Υπομονή, προσευχή. (Υπ’ όψιν ότι η Στελλίτσα δεν γνώριζε ότι μου είχε εμφανισθή ένα χρόνιο επώδυνο πρόβλημα υγείας στα πόδια μου). Ο άνδρας σου θ’ αλλάξη χώρο, μην ανησυχής, θα είναι καλύτερα. (Πράγματι, τελείως ξαφνικά, αναγκάσθηκε να μεταφέρη σε άλλο χώρο το κτηνιατρείο του).
Εκείνο το βράδυ ειπώθηκαν πολλά. Την άλλη μέρα και ενώ η Στέλλα ήταν μακριά, είπα στις αδελφές ο,τι είχα αντιληφθή γι’ αυτήν, ότι επρόκειτο για αγία ψυχή… Τήν επόμενη μέρα η Στέλλα έφυγε από το Μοναστήρι. Το κατάλαβε. Δεν ήθελε να την επαινής. Όταν αργότερα συναντηθήκαμε, με αυστηρό τρόπο με επέπληξε για το ότι την επαινώ. Ξαφνιάστηκα, γιατί μπροστά της δεν είχα πη τίποτε. Κι όμως το ήξερε…
Αργότερα, κάποια άλλη στιγμή, μου είχε πη: «Δεν αντέχω την τιμή που μου κάνει η Γερόντισσα. Να, κοίτα να δης· τελευταία με έβαλε να φάω μαζί τους· με τις αγίες ψυχές! Ποιά είμαι εγώ… Πω, πω, πω, Μηλίτσα!».
Για μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε τα ίχνη της. Η Γερόντισσα μας τηλεφωνούσε και μας ρωτούσε αν την είδαμε. Εκείνο το διάστημα κατάλαβα ότι, αν θέλω να τη δω δεν πρέπει να μιλώ γι’ αυτήν.
Τώρα η Στελλίτσα ήταν άστεγη, από την εργασία της είχε συνταξιοδοτηθή με το πιο μικρό ποσό της σύνταξης του ΙΚΑ (411 ευρώ μηνιαίως), τα οποία μοίραζε σε φτωχούς, φυλακισμένους, στην Εξωτερική Ιεραποστολή κ.α. Τώρα πλέον ζούσε στα παγκάκια, στα υπόστεγα, στα ερημοκκλήσια, στις σκάλες, σε οικοδομές. Μου το εμπιστεύθηκε.
Κάτω από την πίεση της Γερόντισσας και τη δική μου, ήλθε κάποιες φορές, όταν έκανε βαρυχειμωνιά, και έμεινε κοντά μας. Ζητούσε να μείνη στο πιο ταπεινό μέρος του σπιτιού.
Θυμάμαι με πολλή νοσταλγία, όταν την φιλοξενούσαμε στο σπίτι επικρατούσε γαλήνη, φως, όλα ειρηνικά. Όταν στην παρέα μας ερχόταν ο άνδρας μου, η Στελλίτσα έφευγε και όταν της μιλούσε δεν τον κοιτούσε ποτέ. Χαρά της ήταν να τρώη αλάδωτες ντοματόσουπες. Συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό και η ψυχή της ξεχείλιζε από ευγνωμοσύνη με ένα αδιάκοπο «σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ».

Πολλές φορές το βράδυ, προφασιζόμενη ότι είμαι κουρασμένη, της ζητούσα να κάνη αυτή το Απόδειπνο. Αδύνατον να περιγράψω τι συνέβαινε, όταν άρχιζε την προσευχή. Σιγά-σιγά αλλοιωνόταν η έκφρασή της, το προσωπάκι της φωτιζόταν, ξεχνιόταν στην δοξολογία του Θεού. Την άφηνα και πήγαινα για ύπνο.
Κάποια φορά, ενώ την σκεπτόμουν με συμπόνοια «πως γυρνάει σαν σπουργιτάκι στους δρόμους» ξαφνικά με κοιτάζει και μου λέει: -«Μη στενοχωριέσαι, θέλημα Θεού είναι να κοιμάμαι στα παγκάκια. Είμαι πολύ καλά, είμαι ευτυχισμένη. Ξέρεις εκεί στα παγκάκια ράβω και τα ρούχα μου. (Η Στέλλα ήταν και πολύ καλή ράπτρια). Να, το Πάσχα πέρασα πολύ ωραία. Το Μ. Σάββατο πήγα και πήρα λίγο αρνάκι, το έβαλα σε ένα ταψάκι από μπακλαβά, το έδωσα στο φούρνο και μου το έψησαν. Το έκρυψα στο παγκάκι και την άλλη μέρα έκανα Πάσχα στο παγκάκι μου, χαρούμενη και ευτυχισμένη, γιατί ο Ιερέας μου είχε δώσει κι ένα κόκκινο αυγό. Μη στενοχωριέσαι για μένα. Όχι, όχι, γιατί είμαι υπό την σκέπη της Παναγίας μας».
Μια άλλη φορά, όπως μου διηγήθηκε, πήγε και λούστηκε στην τουαλέτα των Ιατρείων του Δήμου. Την είδαν οι εργαζόμενοι και την επέπληξαν αυστηρά. Η Στέλλα δεν δέχθηκε την παρατήρηση λέγοντάς τους ότι δεν κλέβει τίποτα, ούτε νερό, ούτε σαπούνι, γιατί όλα αυτά τα έχει πληρώσει εισφορές στο ΙΚΑ ως εργαζόμενη. Τους μίλησε άσχημα και αυτοί κάλεσαν την Αστυνομία κι έτσι η Στέλλα οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα. Κάπως έτσι μου διηγήθηκε τον διάλογο με τον Διοικητή:
«Κύριε Διοικητά, συγχωρέστε με που σας κουράζω, αλλά ακούστε με, σας παρακαλώ. Είμαι άστεγη, δεν έχω τίποτα δικό μου. Να μόνο αυτό το βιβλιάριο ασθενείας του ΙΚΑ, που βεβαιώνει ότι έχω πληρώσει εισφορές. Τα Ιατρεία που λούστηκα είναι του ΙΚΑ, άρα ανήκουν και σε μένα. Όταν βρίσκομαι μέσα στο ΙΚΑ, νιώθω ότι είμαι μέσα στο σπίτι μου. Συγχωρέστε με».
Διοικητής: «Πήγαινε τώρα, αλλά την άλλη φορά που θα λουστής να προσέξης να μη σε δουν. Άντε στο καλό».
Έφυγε δοξάζοντας τον Θεό και ευγνωμονώντας τον Διοικητή.
Πολλά βράδια κοιμόταν σε σαλόνια Νοσοκομείων, καλύτερα να πούμε προσποιόταν ότι κοιμόταν, γιατί όταν ησύχαζε το Νοσοκομείο, έτρεχε κοντά σε μοναχικούς ασθενείς, που είχαν ανάγκη βοηθείας και τους συνέτρεχε, αλλά, όταν καταλάβαινε ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο την αντιλαμβανόταν, τότε άρχιζε τα «παλαβά» της.
Πολλά πρωϊνά πηγαίνοντας για την εργασία μου (γύρω στις 6,30-7π.μ.) την συναντούσα να βγαίνη από το Νοσοκομείο ΚΑΤ και στην επιμονή μου γιατί δεν έρχεται να κοιμηθή στο σπίτι μας μου ομολόγησε: Αγαπούσε πολύ τους Αγίους, τους θεωρούσε φίλους της, συγγενείς της, έτρεχε στην εορτή τους, στα πανηγύρια, χαιρόταν όταν μοίραζαν και φαγητό, όπως μου έλεγε. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους γύριζε σε διάφορα προσκυνήματα. Την Κυριακή των Μυροφόρων στο Μανταμάδο για την εορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, της Αγίας Παρασκευής στην Ναύπακτο κ.α. Ενδεικτικά αναφέρω το εξής: Μια φορά της Αγίας Παρασκευής πήγε στην Ναύπακτο και έκανε σαν μικρό παιδί, όπως μου το διηγήθηκε. Αγαπούσε τον Σεβασμιώτατο Ιερόθεο, τον θεωρούσε δικό της άνθρωπο, χαιρόταν που τον έβλεπε να χοροστατή με τα λαμπρά του άμφια και να μιλάη τόσο ωραία. Του είχε μεγάλο σεβασμό. Καμάρωνε πολύ που της είχε μιλήσει και της έδωσε την ευχή του στο μοναστήρι στο Ακραίφνιο. Τον χαιρόταν, όπως έλεγε.
Όλες οι διηγήσεις της Στελλίτσας ήταν για μένα απόλαυση, ξεκούραση. Έβλεπα μια μεγάλη γυναίκα να νιώθη και να εκφράζεται σαν μικρό παιδί.
Κάποτε είχαμε γιορτή στο σπίτι μας με αρκετούς καλεσμένους. Ξαφνικά ήλθε η Στελλίτσα. Κάθισε και ακριβώς δίπλα της εγώ. Μεταξύ των καλεσμένων και ένα ζευγάρι με πολλά προβλήματα, τα οποία γνώριζα. Η Στελλίτσα «στον κόσμο της» ψιθύριζε την ευχή και συγχρόνως πολύ χαμηλόφωνα έλεγε τι συμβαίνει με αυτό το ζευγάρι, τι φταίει, ενώ στους άλλους έλεγε άσχετα η τους χαμογελούσε. Πάντα όμως συγκεντρωμένη στην ευχή. Οι πιο πολλοί την θεώρησαν «παλαβή», άλλο που δεν ήθελε η Στέλλα, για να μην την καταλαβαίνουν.

Πλατεία Ομονοίας. Δυστυχισμένες υπάρξεις αλλά και αγιασμένες ψυχές κατοικούν εκεί, αθέατες από τα τυφλά, εγωιστικά ή/και φοβισμένα μάτια μας. Εκεί έζησε κι ο Γέροντας Πορφύριος. Πάρε ένα φαναρι, κάνε το σταυρό σου και ψάξε. Θα εκπλαγείς - αν τολμάς.

Ήταν 12 Αυγούστου 2004, ήμουν στο γραφείο μου και εκείνη την ημέρα ήταν να ταξιδέψω για Λέσβο για τις καλοκαιρινές διακοπές μου. Από το πρωΐ βασανιζόμουν από μια ασήμαντη σκέψη, κοινώς είχα «κολλήσει». Δεν είχα ένα μπρελόκ να βάλω τα κλειδιά που θα άφηνα στους γείτονες να ποτίζουν τον κήπο. Ξαφνικά γύρω στο μεσημέρι ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται η Στελλίτσα, καταϊδρωμένη, κουρασμένη, ασθμαίνουσα και μου λέει: «Να, πάρτο. Ήμουν στην Ομόνοια και μου είπε να σπεύσω να σου φέρω το μπρελόκ». Τα έχασα. Στην ερώτηση ποιός της είπε να μου το φέρη στην αρχή ψέλλισε «η Παναγία», μετά άρχισε τα δυσνόητα, τα «παλαβά» της. Το μπρελόκ το είχε αγοράσει από το μοναστήρι και παρίστανε το γενέσιο της Παναγίας μας. Στην επιμονή μου να μείνη λίγο κοντά μου να ξεκουραστή, να πιή κάτι, να δροσιστή κάθισε στον καναπέ και άρχισε να μιλάη για τον εαυτό της. Και τότε μου είπε: «Μηλίτσα μου, εγώ θα πεθάνω στους δρόμους μόνη μου. Κανένας δεν θα το μάθη, κανείς, κανείς». Αυτό με πόνεσε πολύ και της είπα με απαίτηση: «Στελλίτσα μου, σε παρακαλώ θέλω να το μάθω. Θέλω να μάθω το φευγιό σου». Και την αγκάλιασα. Μετά από αυτό σταμάτησε να μιλάη για αρκετά λεπτά. Ξαφνικά με κοιτάζει με ένα στοργικό βλέμμα γεμάτο αγάπη και μου λέει: «Μηλίτσα μου, θα το μάθης, θα το μάθης».
Για τελευταία φορά έμεινε στο σπίτι μου τον Οκτώβριο του 2004. Τότε της πονούσε το πόδι και αναγκάσθηκε να περιορίση τις πεζοπορίες. Έτυχε τότε να χρειασθή να φιλοξενήσω κάποιο πρόσωπο που δυσκολευόταν από την παρουσία της και ιδιαίτερα από την βραδινή προσευχή, διότι έπεφτε για ύπνο νωρίς και σηκωνόταν αργά τη νύχτα και προσευχόταν ψάλλοντας δυνατά. Πολλές φορές ακούγαμε να επαναλαμβάνη το: «Ζη Κύριος ο Θεός».
Εν όψει αυτού του προβλήματος, λοιπόν, προσφέρθηκε μια φίλη μας, η Χρυσούλα, να της παραχωρήση ένα διαμερισματάκι, που ήταν άδειο μετά τον θάνατο των γονέων της. Χάρηκε που έμενε σε σπιτάκι κοντά σε ανθρώπους με αγάπη και κατανόηση, τώρα μάλιστα που δυσκολευόταν από τους πόνους των ποδιών της. Εκεί έμεινε μέχρι τον Μάϊο του 2005. Την 1η Ιουνίου 2005 η Χρυσούλα την είδε να φεύγη από το σπίτι. Από την ημέρα εκείνη χάθηκαν τα ίχνη της.
Αργότερα ανησυχήσαμε, αλλά επειδή συνήθιζε να εξαφανίζεται, πιστεύαμε ότι θα εμφανισθή. Κάθε τόσο επικοινωνούσαμε με την Γερόντισσα η Χρυσούλα και εγώ για να μάθουμε για την Στέλλα. Η Γερόντισσα έλεγε συνέχεια: «Ψάξτε να την βρήτε». Εμείς όμως πιστεύαμε ότι είχε φύγει για κάποιο ταξίδι και ότι θα επέστρεφε.
Μετά το Πάσχα του 2006 ένα βράδυ, πολύ αργά και ενώ η οικογένειά μου είχε αποκοιμηθή, ξάπλωσα κι εγώ και αποκοιμήθηκα αμέσως, πράγμα παράδοξο για μένα, και ξύπνησα αμέσως (το διεπίστωσα βλέποντας το ξυπνητήρι) από ένα δυνατό όνειρο: Είδα την Στελλίτσα κάτω από ένα ωραίο δένδρο, όρθια να ακουμπάη ελαφρά στον κορμό του, σε νεανική ηλικία, πανέμορφη, γλυκύτατη και με κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο απέραντη θαλπωρή. Ένιωσα την ψυχή μου να βγάζη μια ουρανομήκη κραυγή, που αισθανόμουν να μου ξεσχίζη το στέρνο: «Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου…» Κι έτρεξα να την αγκαλιάσω, προτείνοντας τα χέρια μου, αλλά όταν έφτασα στο δένδρο εξαφανίστηκε και στην θέση της έκαιγε μια ολόλευκη πασχαλιάτικη λαμπάδα, που έχυνε γύρω ένα υπέροχο φως και η φλόγα της ανέβαινε ολόϊσα στον ουρανό. Αμέσως βλέπω στο χώμα, δίπλα στη λαμπάδα, ένα απόκομμα εφημερίδας που έδειχνε ένα εξαιρετικά κακοποιημένο σώμα σαν από τρομακτικό αυτοκινητικό δυστύχημα.
Ένα βαρύ μήνυμα κατέκλυσε το είναι μου: «Η Στέλλα πέθανε!». Ξύπνησα κυριευμένη από αμφιθυμία αισθημάτων: Χαρά μεγάλη από την παρουσία της Στέλλας και το φως της λαμπάδας και φόβο από την φωτογραφία της εφημερίδας. Ήθελα να ξυπνήσω τον Δημήτρη, τον άνδρα μου, να του πω για την Στέλλα, «το σπουργιτάκι», όπως τη λέγαμε, όχι μόνον επειδή ζούσε «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος», αλλά και επειδή το βάδισμά της θύμιζε σπουργίτι. Κάτι δυνατό όμως με απέτρεψε να τον ξυπνήσω. Την επομένη τηλεφώνησα στην Γερόντισσα και στην Χρυσούλα και τους είπα το όνειρο. Και οι δυό μου συνέστησαν να ψάξουμε για την Στέλλα. Από εκείνη την στιγμή άρχισε η αγωνιώδης αναζήτηση. Τροχαία, Νοσοκομεία, Στρατονομία, Νεκροτομεία….
Η Χρυσούλα έμαθε ότι στις 3 Ιουνίου 2005 και ώρα 6,10 μ.μ. κοντά στο σπίτι της σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό μία γυναίκα αγνώστων στοιχείων. (Τα πουλιά δεν έχουν όνομα!). Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Όλη η έρευνα απέδειξε ότι η γυναίκα αυτή ήταν η Στελλίτσα. Ενώ διέσχιζε τον δρόμο, την παρέσυρε ένα αυτοκίνητο με οδηγό αξιωματικό του στρατού, ο οποίος έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα ["Νεκρός": ο Θεός να τον συγχωρέσει, με τις πρεσβείες της οσίας μητέρας μας Στέλλας]. Την συνέθλιψε. Μόνο το προσωπάκι της ήταν ευδιάκριτο (όπως έδειξαν οι φωτογραφίες της Τροχαίας).
Η Στελλίτσα παρέμεινε μέχρι τις 18 Ιουνίου 2005 στο Νοσοκομείο «Ασκληπιείον» και μετά το πτώμα της μεταφέρθηκε στο Κεντρικό Νεκροτομείο του Λαϊκού Νοσοκομείου, όπου παρέμεινε στα αζήτητα μέχρι τις 20 Ιουλίου 2005, οπότε και δόθηκε για ενταφιασμό. Το Γραφείο που την ενταφίασε μας πληροφόρησε ότι Νεκρώσιμη Ακολουθία δεν εψάλη, μόνο ένα Τρισάγιο επί του τάφου.
Πρέπει να τονισθή ότι όλοι όσοι ασχοληθήκαμε με την ανεύρεσή της, στην προσευχή μας της μιλούσαμε και της λέγαμε: «Εάν μας ακούς, εάν έχης παρρησία στο Θεό, οδήγησέ μας, βοήθησέ μας». Και πράγματι μας βοήθησε και φθάσαμε μέχρι τον χορταριασμένο «ανύπαρκτο» τάφο της, στην ανατολική άκρη του Νεκροταφείου του Ζωγράφου, με το νούμερο 8915.
Την ημέρα της αποδόσεως της εορτής του Πάσχα, ένα χρόνο μετά την κοίμησή της, εψάλη η Νεκρώσιμη Ακολουθία της Στέλλας, στον Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, όπου συνήθιζε να εκκλησιάζεται κατά την Πασχάλιο Περίοδο. Ο Ιερέας είπε για την Στέλλα: «Έκανε τα παλαβά της, αλλά έλεγε σωστά πράγματα και πάντα ερχόταν γεμάτη τρόφιμα για τους πτωχούς, πρόσφορο, λάδι, νάμα για την Θεία Λειτουργία… Μάλιστα έχει παραγγείλει να αγιογραφηθή η Αγία Μαρίνα στον Ναό μας…..».
Στις 3 Ιουνίου 2006 έγινε το ετήσιο μνημόσυνό της χοροστατούντος του λίαν προσφιλούς της Επισκόπου, π. Ιεροθέου, στο Μοναστήρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου (Οσίας Πελαγίας) στο Ακραίφνιο.
Σε μια από τις τελευταίες μας συναντήσεις μου είπε: «Νιώθω γεμάτη από αυτή τη ζωή. Όλα μου τα έχει δώσει ο Κύριος. Μόνο μια επιθυμία μου δεν έχει εκπληρωθή: Ήθελα να βαπτίσω δυό παιδάκια, που να τους έδινα το όνομα του Αγίου Νεκταρίου και της Παναγίας μας, αλλά κανείς δε με θέλησε για κουμπάρα». Όταν της πρότεινα ότι θα προσπαθήσω να βαπτίσω εγώ τα δυό παιδάκια στη θέση της και μάλιστα, όταν μεγαλώσουν θα τους μιλήσω για την «πραγματική νονά τους», καταχάρηκε και αναφώνησε: «Τώρα ησύχασα. Είμαι έτοιμη να φύγω».–

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Οι κατά Χριστόν σαλοί ανήκαν σε μια κατηγορία ανθρώπων που αποφάσιζαν να ακολουθήσουν μια δύσκολη οδό. Ζώντες στις πόλεις, προσεποιούντο τον τρελλό. Έκαναν πράξεις που θα έκανε ένας τρελλός, αλλά όμως οι πράξεις αυτές είχαν ουσιαστικό περιεχόμενο. Οι κατά Χριστόν σαλοί είχαν σε ύψιστο βαθμό νοερά ενέργεια, είχαν ακόμη σώας τας φρένας, διάλεγαν όμως έναν σκληρό δρόμο και τρόπο ζωής…
Η ζωή των κατά Χριστόν σαλών ήταν μια τέλεια, ίσως και ακραία εφαρμογή της μωρίας κατά Χριστόν, που είναι η πεμπτουσία όλου του πνεύματος του Ευαγγελίου. Δεν μπορούν, βέβαια, όλοι να παριστάνουν τον κατά Χριστόν σαλό, όπως το είδαμε προηγουμένως, γιατί αυτό είναι ένα ιδιαιτερο χάρισμα και μια ιδιαίτερη ευλογία του Θεού, αλλά όλοι μπορούν να βιώσουν την κατά Χριστόν σαλότητα σε μετριότερη μορφή και ανάλογη προσαρμογή. Και αυτό γίνεται αντιληπτό από το ότι η ζωή που έχει η Εκκλησία, ζωή της αγάπης, της πίστεως, της εγκρατείας αποβλέπει και εμπνέεται από ένα άλλο πολίτευμα, που είναι σαφώς αντίθετο από τα ανθρώπινα πολιτεύματα. Όλη αυτή η ζωή που έχει η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνη εύκολα αντιληπτή από τους ανθρώπους, που κέντρο τους έχουν την λογική και τις αισθήσεις. Η χριστιανική ζωή, χωρίς να καταργή την λογική και τις αισθήσεις, κινείται πέρα από αυτές.

Δύο φωτεινές ψυχές σε πονεμένα σώματα



site analysis


 

Δήμητρα Κόντου - Μαρία η Ψηλή

Για τις δυο αυτές αγιασμένες υπάρξεις διάβασα πρώτη φορά στο ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ βιβλίο Γίνονται θαύματα σήμερα;, εκδ. "Ορθόδοξος Κυψέλη". Το βιβλίο αυτό (ένα εκπληκτικό σύγχρονο συναξάρι λαϊκών) ως "θαύματα" εννοεί περιπτώσεις αδελφών μας με βαριά αναπηρία, που ΔΕ θεραπεύτηκαν (εκτός από μια περίπτωση), αλλά γνώρισαν μέσα στα αφόρητα βάσανά τους την απερίγραπτη χαρά των επισκέψεων της θείας Χάριτος. Έτσι, αυτό το βιβλίο είναι στην πράξη η απάντηση του Θεού στον ανθρώπινο πόνο - ο πόνος γεννάει το μάρτυρα, δηλαδή τον άγιο, πάντα με τη βοήθεια του Θεού. Γι' αυτό, οι ήρωες αυτοί παρακαλούσαν το Θεό να τους βοηθήσει να σηκώσουν το σταυρό τους, όχι να τους απαλλάξει απ' αυτόν. Δεν ήταν "μαζόχες", απλά η χαρά του παραδείσου που είχαν στην καρδιά τους ξεπερνούσε την οδύνη της αναπηρίας τους! Βέβαια, για ν' αντέξει κάποιος τα βάσανα και να ανοίξει την καρδιά του στο Χριστό, ευλογώντας τον πόνο του σαν πνευματικό γυμναστήριο, χρειάζεται την αγάπη του συνανθρώπου του. Πώς ο αδελφός μου να θεωρήσει πως είναι αξιοπρεπής και πως μπορεί ν' αγωνιστεί, αν δεν του δείχνω αγάπη; Υπάρχουν & περιπτώσεις (οι πιο ηρωικές) τελείως εγκαταλελειμμένων αγωνιστών, αλλά είναι εξαιρέσεις.

Για τις δύο αυτές οσίες κάνουμε λόγο κι εδώ, μαζί με άλλους αγίους με σοβαρές αναπηρίες. Στο παραπάνω βιβλίο αναφέρονται κι άλλοι παρόμοιοι αγωνιστές, όπως ο Παύλος Κουλής (το βιβλίο του οποίου, Εκ του αμαξιδίου, δες εδώ).

Δήμητρα Κόντου: Το ευώδες άνθος της υπομονής

ΦΙΛΟΙ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ

Ένας πονεμένος άνθρωπος, μα ένας επίγειος άγγελος…

 

Έχουν περάσει ήδη 11 ολόκληρα χρόνια από την στιγμή που μια αγνή ψυχή, ένας άγγελος της γης, άφησε τον μάταιο κόσμο αυτό και πορεύθηκε την ωραιότερη πορεία, το δρόμο της αιωνιότητας, ποθώντας να συναντήσει Αυτόν που τόσο αγάπησε και πόθησε.
Μια ολόκληρη πορεία ζωής σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι, περνώντας τις περισσότερες ώρες στο κρεβάτι του πόνου, που τόσο αγάπησε, ζώντας στην Αγκαλιά του Ασύλου Ανιάτων Πατρών, που το δέχτηκε ως σπίτι της και το στήριξε ως δεύτερη οικογένειά της.
Η Δήμητρα Κόντου υπήρξε μια εικόνα ενός πραγματικού πνευματικού ανθρώπου, που ήξερε να δέχεται το θέλημα του Θεού στην ζωή του, όσο «σκληρό» και αν είναι αυτό καμιά φορά, ένα αληθινό πρότυπο υπομονής και καρτερίας στις δοκιμασίες, μια περίπτωση εφάμιλη με εκείνη των αγίων…

"Η Κυρά του Ασύλου"

Γεννήθηκε το 1952 στο χωριό Λυκούρια Καλαβρύτων και ήταν το δεύτερο παιδί από τα δέκα της οικογενείας… Το 1965 ασθένησε από «μυασθένεια». Από το έτος αυτό άρχισε η μαρτυρική πορεία της… Το 1971 στο Νοσοκομείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού των Αθηνών εξομολογήθη. «Έπεσαν τα πρώτα λέπια της αμαρτίας από τα μάτια μου κάτω από το επιτραχήλι του σεβαστού γέροντος π. Ελπιδίου, πνευματικού του Νοσοκομείου… Διάλεξε (ο Κύριος) για τόπο της συναντήσεώς μας το Νοσοκομείο!», σημειώνει η ίδια.
Το 1975 και για 5 χρόνια ήταν τρόφιμος του Ασύλου Ανιάτων Πατρών….
«Το 1980 άνοιξε», ομολογεί η ίδια, «τους κρουνούς του ελέους Του και της ευσπλαχνίας Του (ο Θεός) και με βύθισε μέσα Του… Βρέθηκα σε καταιγισμό αγά­πης! Μου δόθηκε ολόκληρος. Πώς; Θαύμασε Πατρική αγάπη. Από το κεφάλι μέχρι τα δάκτυλα των ποδιών μου ήμουν ακίνητη. Ήταν τόση η μυϊκή ατονία, που τίποτε δεν μπορούσε να κινηθή και να λειτουργήση επάνω μου. Έδινα την εικόνα ενός φυτού! 
Τα μάτια δεν άνοιγαν για να δουν, αλλά και όταν άνοιγαν έβλεπα ή θαμπά ή διπλά. Δεν μπορούσα να μιλήσω καθόλου, ούτε να καταπιώ το σίελό μου, τα πνευμόνια δεν λειτουργούσαν από μόνα τους. Είχα πάντα οξυγόνο, μερικές φορές και αναπνευστήρα. Η καρδιά δύο φορές σταμάτησε με ανακοπή. Το γαστρεντερικό σύστημα δεν λειτουργούσε, τα 3/4 του στομάχου είχαν νεκρωθεί. Τα νεφρά με κολικούς, αιμορραγίες κ.τ.λ. Στο ουροποιητικό πρόβλημα 12 χρόνια υπήρχε καθετήρας. Το κυκλοφορικό με πολλά προβλήματα και θρομβώσεις, η αρτηριακή πίεση με πολλές διακυμάνσεις. Το φλεβικό σύστημα κατατρυπημένο, όλα τα σημεία του σώματος ανοιγμένα από αποκαλύψεις, φλεβοκεντήσεις, βιοψίες κ.τ.λ.
Στη μύτη για 6 χρόνια από τον οισοφάγο ένα σωληνάκι, που έφθανε μέχρι το στομάχι για να μπορώ να παίρνω τα φάρμακά μου, αφού δεν μπορούσα από το στόμα, ουρολοιμώξεις συνεχόμενες για 12 χρόνια με βαρειές αντιβιώσεις, αναιμία κτλ., πονοκέφαλοι, που δεν αντιμετωπίζοντο με τίποτα. Έπαιρνα την ημέρα 8 ενέσεις ενδοφλεβίως ναρκωτικές. Είχα για 3 συνεχή χρόνια ορό χωρίς να παίρνω από το στόμα ούτε μια κουταλιά γάλα. Έτσι εδοκίμασα στον τέλειο βαθμό της την πείνα και τη δίψα. Στερήθηκα τον ύπνο αυτά τα 3 χρόνια, που είχα τους ορούς, γιατί έπρεπε να τους παρακολουθώ, η δε δόση των καθημερινών μου φαρμάκων έφθανε τα 60-70 χάπια με άδειο τελείως στομάχι. Πολλάκις πλησίασα τη γεύση θανάτου…
Βέβαια όλα αυτά εφαίνοντο σαν ταλαιπωρίες, όμως η πραγματικότητα ήταν άλλη. Ποτέ δεν θα μπορέσω να περιγράψω τη γλυκύτητα και την εσωτερική α­νάπαυση και χαρά. Αυτό μόνο θα πω: νοερά αγκάλιαζα και καταφιλούσα ορούς, οξυγόνο, πληγές…».
(Τα ανωτέρω είναι από το βιβλίο Δήμητρα Κόντου - Της υπομονής ευώδες θυμίαμα, εκδόσεως ΤΑΩΣ, Πάτραι 2001).

Ουράνιες εμπειρικές αλήθειες βγαλμένες μέσα από το δεδοκιμασμένο καμίνι 30 ετών ασθενειών, πόνων και ευεργετικών δοκιμασιών της ηρωικής και μαρτυρικής ψυχής Δήμητρας Κόντου από την Πάτρα, κοιμηθείσης το 1995.

Ο επικήδειος που συνέταξε η ίδια λίγο πριν κοιμηθεί.
 
Η μάννα γη δίνει τον φιλοξενούμενόν της στην αγκαλιά του ουρανού.
Σήμερα ευγνωμόνως χαιρετώ την ξενοδόχο γη μου, που τόσα χρόνια στοργικά κρατούσε στους κόλπους της το ξενιτεμένο παιδί του Πατέρα. Ω τρανή μου στιγμή και ημέρα! που νοσταλγικά τόσα χρόνια σε καρτερούσα! Ηλθες!
Σήμερα έαρ [=άνοιξη] μυρίζει. Ήλθε η αιώνια παντοτεινή μου Άνοιξη. Διαλύθηκαν τα μαύρα σύννεφα της βαρυχειμωνιάς, σταμάτησαν οι παγωνιές και τ΄ αγριοκαίρια.
Ανέτειλεν ο Ήλιος της Δικαιοσύνης. Σήμερα το σκότος έγινε φως. Η σιωπή μου σάλπιγγα δοξολογίας, η ανημπόρια μου δύναμη. "Χαράς τα πάντα πεπλήρωται"!  [=τα πάντα γέμισαν χαρά (στίχος από τροπάριο του Πάσχα)] Έφθασα στο σπίτι μου ["Νεκρός": εννοεί τον ουρανό].
* Έχω μέσα μου το φρόνημα και την πληροφορία ότι τα 30 χρόνια της ασθενείας μου έτσι τα βάδισα.
* Θεός μου και σταυρός μου το ίδιο. Το ένα γλυκύτερο του άλλου. Και για αυτό ποτέ δε ζήτησα να μου το πάρη.
* Δεν δοκίμασα τη γεύση της πικρίας του πόνου.
* Δεν με προβλημάτισε και δεν μου δημιούργησε στενοχώρια και ποτέ δεν αισθάνθηκα άρρωστη μόνο.
* Δεν έσυρα το βήμα απλώς υπομονετικά, τούτο καθόλου δεν μου άρεσε. Την ήθελα χαρούμενη και έτσι και την βάδισα την πορεία μου. Ένα γλέντι, ένα πανη­γύρι, ένα χαρούμενο τρέξιμο μέσα στην ακινησία μου.
* Δεν ένιωσα ποτέ τον Θεό μακρυά μου. Μου ήταν ο γλυκύτατός μου και ο δικός μου Πατέρας! Ποτέ μόνη μου δεν περπάτησα την πονεμένη και τραχεία πορεία μου… Πάντα στην αγκαλιά Του, στα γόνατά Του, στις χούφτες Του τις Πατρικές! Έτσι ένιωθα.
* Ποτέ δεν είδα το γιατρό, το Νοσοκομείο, με εχθρικό μάτι. Ποτέ δεν αντιστάθηκα σε ό,τι μου ζητήθηκε να κάνω από φάρμακα και εξετάσεις, έστω και αν αυτό στοίχιζε.
* Μετά γλυκύτητος και ηδονής αγκάλιασα και καταφίλησα τα οδυνηρά μου μηχανήματα που εν πολλοίς και πολλάκις η ιατρική χρησιμοποίησε επάνω μου.
* Ποτέ δεν βαρέθηκα το κρεββάτι μου. Μου γλύκαινε όλο μου το είναι. Με σεβασμό, δέος και ευγνωμοσύνη το αγκάλιασα και το καταφίλησα.
* Σαν μια ιερή διακονία [=υπηρεσία] ανέλαβα να φέρω εις πέρας την ασθένειά μου. Ήμουν ο ασθενής και ο διακονών αυτή! Πάντα μέσα μου ο παύλειος λόγος: «την διακονίαν σου πληροφόρησον».
* Την κράτησα σαν κόσμημα πολύτιμο σφιχτά στα δυο μου χέρια. Με πότισε μεθυστικό κρασί, με γέμισε χαρά, ευτυχία, ηδονή, καύχημα. Μου έγινε πηγή ευ­γνωμοσύνης, ευχαριστίας, δοξολογίας… Με έκανε νοσταλγό και κράχτη της αιωνιότητος!
* Η ώς τώρα πορεία μου στη γη έχει έντονο το αίσθημα του εξορίστου, του διαβάτη, της ξενητειάς. Πόδια στη γη, αλλά μάτια, καρδιά, νους τραβηγμένα ψηλά… Με έλυωσε το αγνάντεμα. Σαν το απογεγαλακτισμένο πρόβατο κάρφωσα τα μάτια στη γλυκειά Πατρίδα…
* Ποτέ δεν αισθάνθηκα την ημέρα μου να μου είναι βαρετή και ατέλειωτη. Όλα γύρω γιορτινά, όλα αναστάσιμα, όλα καινούργια. Όλα μιλούν, όλα γελούν, όλα πανηγυρίζουν. Τίποτα το ίδιο, τίποτα το παλαιό, το κουραστικό, το στατικό. Ορίζοντας ανοιχτός, ουρανός και γη συμπλέκονται.
* Η άπειρη αγάπη Του με φύλαξε από επιθυμίες. Δεν έβαλα μέσα στην ψυχή μου καμιά επιθυμία της γης. Με ελέησε και με ευσπλαχνίσθη. Μονάχα οπίσω Του εκολλήθη η ψυχή μου (στίχος από Ψαλμό). Με όλους τους τρόπους έδειξε την αγάπη Του επάνω μου. Ναι, πέρα για πέρα ταιριάζει να το πω: «επλεόνασας επ’ εμέ την μεγαλωσύνην Σου».
* Τίποτα δεν έκανα στη ζωή μου για να αρέσει στο Θεό, και Αυτός με χόρτασε με όλη Του την αγάπη και τις ευλογίες και τα αγαθά Του!
* Τίποτα δεν είχα να του δώσω στην ζωή μου και δεν του έδωσα. Ένα μόνο είχα και αυτό ολόκαρδα του το έδωσα: το χαρούμενο Ναι μου!
* Χόρτασε το πετσί μου πόνο και πολλές φορές έκλαψα και σε αθυμία έπεσα, αλλά απηλλαγμένα της πικρίας… στο βάθος στάλαζαν γλυκασμοί…
* Το σώμα μου δεν το αγάπησα και ούτε του χαρίστηκα εν ονόματι της ανημπορίας του. Του έδωσα τόσο, όσο του έπρεπε για να συντηρηθή. Το διακόνησα [=υπηρέτησα] με σεβασμό σαν άρρωστο, και αυτό που είχε ανάγκη του το έδωσα. Τα στερήθηκα όλα, ακόμα και τα απαραίτητα. Αλλοιώτικη πορεία από τούτη δεν γνώρισα. Γύρισα από ασθενοφόρο σε ασθενοφόρο, και από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, από κρεβάτι σε κρεβάτι και από χέρια σε χέρια…. Ποτέ δεν εκπληρώθηκε το θέλημά μου. Το θέλω μου την κάθε στιγμή μου το τεμάχιζε η μυασθένεια. Είμαι διαπαντός κάτω από τη δική της την εξουσία. Σαν ένα καθεστώς τυραννικό επάνω μου, μου στέρησε και την παραμικρή ανάπαυση….
Όμως σε τίποτα δεν με δυσκόλεψε να τρέξω [εννοείται, πνευματικά]. Όλη μου την ζωή την ένιωσα ένα τρέξιμο. Πόσο μου αρέσει να τρέχω!!
* Δεν θέλησα να περιορισθώ μονάχα μέσα στην ανημπόρια μου και αυτή να είμαι μόνο. Θέλω και κάτι ακόμα και κάτι πιο πάνω από αυτή.
* Μια πορεία 30 χρόνων σαν νά 'ναι 30 μονάχα λεπτών, έτσι αισθάνομαι. Πορεία μεστή χαρμοσύνης και γλυκασμών. Ευλογητός, ευλογητός ο Θεός για τούτη την ευτυχία…
* Αυτή η κλητή και αγία ημέρα του 1965 εορτή εορτών, και πανήγυρις πανηγύρεων… [στίχος από τροπάριο του Πάσχα].
Χαρήτε, αδέλφια, την τρανή γιορτή! Ανάσταση είναι και η ψυχή δεν νιώθει τώρα μοναχή, καθώς εχτές προχθές και πρώτα….
Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται. Χαρήτε, αδέλφια, και ελάτε μαζί τη δόξα να γευθούμε, μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα θα ξεκουρασθούμε!
Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα σοι. Προσκυνώ την αγαθότητά Σου την ανεκδιήγητον[=απερίγραπτη]. Υμνώ την αγαθότητά Σου την ανεξιχνίαστον. Ευχαριστώ και δοξολογώ το αμέτρητόν Σου έλεος ότι, μυρίων κολάσεων και τιμωριών ούσα άξια, ελεείς και ευεργετείς με.

Μοναχή Μαρία Στυλιανοπούλου (Μαρία η ψηλή)


Προσωπογραφία μακαριστής Μοναχής Μαρίας Στυλιανοπούλου (20/07/1947 - 20/01/1998)

Η αδελφή Μαρία γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1947 στην κατεχόμενη κωμόπολη της Κυθραίας [Κύπρος]. Εκ γενετής είχε όγκο στην υπόφυση του εγκεφάλου, που της έφερε τον γιγαντισμό. Κάτι σπάνιο και παράξενο για την εποχή μας. Οι θεραπείες που έγιναν εδώ και στο εξωτερικό δεν έφεραν κανένα θετικό αποτέλεσμα, παρά μόνον ταλαιπωρίες και πόνους.
Από τα παιδικά της χρόνια υπέφερε όχι τόσο σωματικά αλλά ψυχικά, από τον χλευασμό, την κοροϊδία και τα κρυφά γέλια του κόσμου. Δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει εκτός από το περιβάλλον της. Ποτέ όμως δεν απάντησε σε κανένα, ποτέ δεν θύμωσε, μόνο μέσα της βαθειά πονούσε και έκλαιγε.
Ύστερα ήλθε η προσφυγιά για να επιδεινώσει την κατάστασή της. Έφυγε από τον τόπο που την ήξεραν και την εκτιμούσαν, εστερήθηκε τους φίλους της και τους ανθρώπους που την αγαπούσαν και βρέθηκε σ΄ ένα άγνωστο μέχρι τότε γι΄ αυτήν μέρος. Όμως η πολλή μεγάλη ψυχική δύναμη που είχε, η αγωνιστικότητά της, η πίστις της, η αγάπη της για τον Θεό και τον άνθρωπο, την έκαναν να τα ξεπεράση όλα, να σταθή στα πόδια της, ν΄ αγνοήση τους χλευασμούς και ν΄ αρχίση μια νέα ζωή στην προσφυγιά. Μια ζωή γεμάτη προσφορά αγάπης στον άνθρωπο, όποιο και αν ήταν το κόστος γι΄ αυτήν.
Η υγεία της κλωνίζεται σιγά-σιγά, οι πόνοι γίνονται αβάστακτοι, η μετακίνηση της δύσκολη, αλλά αυτά τα αγνοεί μπροστά στην σημαντική ιεραποστολική της διακονία.
Ο πόνος με τον καιρό έγινε ο αχώριστος σύντροφός της. Νύκτες ολόκληρες καθόλου δεν μπορεί να ξαπλώση. Το βασανισμένο της σώμα δεν αναπαύεται. Ούτε ένα βήμα δεν μπορεί τώρα να κάνη. Κινείται μόνο με αναπηρική καρέκλα. Συμφιλιώθηκε όμως με τον πόνο. Ποτέ δεν γόγγυσε και δεν διαμαρτυρήθηκε. Την προσωπική της ξεκούραση την αψηφούσε μπροστά στην αγάπη της για τους συνανθρώπους της που την επλησίαζαν. Όλους τους συμβούλευε και νουθετούσε με διάκριση, τους βοηθούσε με πνευματική αρχοντιά και καθοδηγούσε με λεπτότητα και μητρική αγάπη. Όταν βρισκόταν κανείς κοντά της και συνομιλούσε διεπίστωνε την ευφυΐα της, την πλατειά της αντίληψη σ΄ όλα τα θέματα, το γερό μνημονικό της και το χαριτωμένο χιούμορ της.
Τους δύο τελευταίους μαρτυρικούς μήνες που τους πέρασε ακίνητη στο κρεβάτι του Νοσοκομείου έδειξε όλο το μεγαλείο της υπομονής, της καρτερίας και της αγάπης της στον Θεό. Δεν βαρυγγόμησε ποτέ και συνεργαζόταν άψογα με τους γιατρούς και νοσοκόμους μέχρι και τις τελευταίες της ώρες. Το σώμα της γέμισε πληγές, τα πόδια της έλιωσαν και καθόλου δεν μπορούσε να κινηθή. Τίποτε σωστά δεν λειτουργούσε στον οργανισμό της, μόνον η φωνή της και η διαύγεια του πνεύματος της έμειναν μέχρι το τέλος, για να θυμίζουν τα μεγάλα τα της πίστεως, υπομονής, προσευχής και αγάπης κατορθώματα. Και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές είχε την φροντίδα πολλών, την δε παραμονήν της αναχωρήσεώς της έδωσε εις εν Χριστώ επισκέπτην το ποσόν των 105 κυπριακών λιρών υπέρ του μικρού ιεραποστολικού έργου τής Ορθοδόξου Κυψέλης [μικρού ορθόδοξου εκδοτικού οίκου της Θεσσαλονίκης με ιεραποστολική προσφορά].
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός την παρέλαβε στην Βασιλεία Του τα ξημερώματα της 20ης Ιανουαρίου του 1998, αφήνοντας πίσω της ορφανεμένες τις ψυχές που την αγάπησαν και την πόνεσαν. Η έλλειψή της είναι αισθητή και το κενό της απουσίας της ευχόμεθα να το αναπλήρωση ο Θεός με άλλο κατάλληλο πρόσωπο που θα παρουσίαση.
Γενικά η αδελφή Μαρία έζησε κατά το θέλημα του Θεού σε όλη της την ζωή. Το φωτεινό της παράδειγμα προς μίμησι και αντιγραφή μας.
Της αξιομακαρίστου αδελφής Μαρίας η μνήμη είθε να είναι αιωνία, η δε μερίς αυτής μετά των δικαίων και αγίων Αγγέλων.

Αρχική πηγή: Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη

Μαρτυρία Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου για τη Μαρία την Ψηλή (απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας)

Ίδιο blog, από εδώ 


[Σημ. "Νεκρού": ο π. Αθανάσιος είναι γνωστός ως σημαντικός πνευματικός διδάσκαλος της Ορθοδοξίας. Για τους φίλους των βιβλίων του καθηγητή Μαρκίδη, είναι ο "π. Μάξιμος"]. 

Αυτή η κοπέλα, μια αγία ψυχή, ήταν πανύψηλη, ήταν γίγαντας. Βέβαια στο τέλος καμπούριασε, περπατούσε με σίδερα, μετά με καροτσάκι. Εγώ την πρόλαβα που περπατούσε ίσια. Είχε γιγαντισμό, ήταν παραμορφωμένη. Τα παπούτσια της, έχω ένα παπούτσι της στο μοναστήρι, ήταν 57 νούμερο, τόσο πράγμα σαν βάρκα, η παλάμη της ήταν 3 φορές μεγαλύτερη από την δική μου.
Να σας πω πώς την γνωρίσαμε. Είχαμε έναν δικό μας μοναχό, τον π. Νήφωνα, ο οποίος πουλούσε μήλα σε σακούλια όταν ήταν πρώτη Λυκείου και πήγε να πουλήσει μήλα. Χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε η Μαρία, μόλις την είδε, από τον φόβο τον πολύ, της πέταξε τα μήλα κι όπου φύγει φύγει. Ήταν όμως η αιτία να γνωριστούν και να συνδεθούν πνευματικά και αργότερα μέσω αυτού να γνωρίσομεν και εμείς την μακαριστή Μαρία.
Αυτή η κοπέλα, ήταν μια αγία ψυχή, πραγματικά μια αγία, παρ΄ όλο που ήταν ένα τέρας εξωτερικά, και το πρόσωπό της ήταν αλλοιωμένο, ακόμη και τα μικρά παιδιά δεν την φοβόντουσαν. Ανέπαυε πολύ κόσμο. Ήταν δηλαδή… μια πνευματική μητέρα με όλη την σημασία της λέξεως.
Αυτή η κοπέλα ήταν μία τυπικά χριστιανή στα πρώτα χρόνια και η μητέρα της καλή χριστιανή. Όταν μεγάλωνε και μεγάλωνε και έγινε δυσθεώρητη, έγινε 2.30 μ., αφού στο Νοσοκομείο έβαλαν δύο κρεββάτια και τα ένωσαν για να την χωρέσει, όταν πέθανε το φέρετρό της ήταν από εδώ μέχρι εκεί που είναι η καρέκλα.
Την ζήτησαν στην Αμερική και πήγε, με έξοδα της Κυβερνήσεως, για εξετάσεις. Για να ερευνήσουν το φαινόμενο.
Συνήλθαν εκεί οι μεγάλοι γιατροί κ.τ.λ. κι άλλος έλεγε γιγαντισμό κι άλλος διάφορες θεωρίες. Δεν μπορούσαν όμως επακριβώς να δουν τί έπαθε η Μαρία κι έγινε τόσο μεγάλο πράγμα, τόσο μεγάλος άνθρωπος. Και βέβαια της είπαν τότε πως είχε ένα πρόβλημα. Όλο το κεφάλι της μέσα είχε όγκο, ο οποίος πίεζε τα μάτια και θα έχανε το φως της, θα τυφλωνόταν.
Οι Αμερικάνοι προσφέρθηκαν να αγοράσουν τον σκελετό της και αυτή λυπήθηκε πάρα πολύ, όταν το άκουσε, γιατί ήταν ένα φαινόμενο γι΄ αυτούς, έτσι να την διατηρήσουνε για λόγους επιστημονικούς.
Σ΄ αυτήν την κατάσταση επέστρεψε στην Αθήνα μετά από την Αμερική και μια κοπέλα της λέει εκεί: Δεν πάμε να δούμε το γέρο Πορφύριο στην Πεντέλη; Η Μαρία δεν είχε ιδέα από γέροντες κι απ΄ αυτά τα πράγματα, και της λέει: τί να μου πει κι αυτός ο γέρος! Με πήγαν στην Αμερική και με είδαν τόσοι επιστήμονες, τί να μου πει κι αυτός ο γέρος! Έλα πάμε, είναι και τυφλός και δεν μιλάει και καλά. Η Μαρία, ήταν σε μια κατάσταση απελπισίας, τέλος πάντων από δώ από κει την έπεισαν να πάει.
Πήγε λοιπόν, και μαζί της πήγε η μητέρα της πού ζει ακόμα (σημείωση VatopaidiFriend: πλέον έχει κοιμηθεί), η κ. Κωνσταντία, μια μοναχή κι η κοπέλα εκείνη που πήγε κι άλλοι δύο άνθρωποι.
Πήγαν στο κελί του γέροντα, ήταν τυφλός ο γέροντας Πορφύριος κι όταν μπήκαν μέσα της λέει: γιατί σου έλεγε η φίλη σου να έρθεις και δεν ερχόσουν; Και της είπε ακριβώς τί έλεγε η Μαρία. Αύτη ντράπηκε και της λέει: τί έπαθες; Λέει, γέροντα θα χάσω το φως μου, κι έκλαιγε. Της λέει, όχι παιδί μου το φως σου, τα κόκκαλά σου θα σπάζουν… Του λέει, όχι γέροντα, τα κόκκαλά μου είναι γερά, δεν έχουν τίποτα τα οστά μου, το φως μου θα χάσω. Της άπαντα ,όχι το φως σου, τα οστά σου. Αυτή το επαναλαμβάνει τρίτη φορά, γέροντα το φως μου.
- Όχι το φως σου, τα οστά σου θα συντρίβουν. Αυτή δεν καταλάβαινε.
Της λέει ο γέροντας, γονάτισε. Γονάτισε όπως μπόρεσε κι ο γέροντας έβαλε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι της κι άρχισε να προσεύχεται. Και μου έλεγε η Μαρία, αισθανόταν μέσα το κεφάλι της να βράζει ολόκληρο, οπότε της λέει ο γέροντας: δεν θα χάσεις το φως σου, τα οστά σου θα βγουν, θα τρίβονται τα οστά σου. Αύτη δεν πίστεψε. Λέει ο π. Πορφύριος, από που το έπαθες αυτό, σου είπαν οι γιατροί; Του απάντησε: γέροντα, οι γιατροί δεν βρήκαν την αιτία, είπαν γιγαντισμός είναι, δεν βρήκαν την αιτία.
Λέει στην μητέρα της: εσύ θυμάσαι πού ήσουν έγκυος στην Μαρία; Η Μαρία ήταν 43 ετών τότε. Λέει η μητέρα της: Ε! θυμούμαι. Της λέει: θυμάσαι, όταν ήσουν δύο μηνών πού έκανες πολλούς εμετούς; Θυμάμαι αμυδρά γέροντα. Θυμάσαι πού σε πήγε ο άντρας σου σε έναν γιατρό; Πού να θυμάμαι τώρα τον γιατρό; Και αρχίζει ο γέροντας να της περιγράφει: θυμήσου πού κατεβαίνατε με λεωφορείο από το χωριό σας, κατεβαίνατε σε μια πλατεία (και της περιγράφει την πλατεία πριν από 42 χρόνια), σε πήρε ο άντρας σου και σε πήγε στον τάδε δρόμο - κι άρχισε να της διηγείται τον δρόμο κι η Κωνσταντία άρχισε να θυμάται τον δρόμο εκείνο - σε πήγε σ΄ έναν τόπο πού η πόρτα ήταν πράσινη, στο ιατρείο του ανθρώπου εκείνου. Μπήκες μέσα και του είπες ότι κάνεις πολλούς εμετούς από την εγκυμοσύνη και σου έδωσε ένα φακελάκι με χάπια, με 15 χάπια μέσα, τα θυμάσαι; Λέει θυμάμαι γέροντα. Λέει ο Γέροντας τα χάπια εκείνα ήταν χάπια επιληψίας, έκανε λάθος ο γιατρός, τα ήπιες και παραμορφώθηκε το έμβρυο γι΄ αυτό κι έγινε έτσι η κόρη σου. 

Και πραγματικά, το έστειλαν το μήνυμα αυτό στην Αμερική, κι ήταν πραγματικώς επιστημονικά. [Σημείωση "Νεκρού": ο μέγας άγιος γέροντας Πορφύριος ήταν βαριά ασθενής από πολλές ασθένειες και είχε έντονο διορατικό και ιαματικό χάρισμα. Εδώ υπάρχει σχετική μαρτυρία του Γ. Παπαζάχου, καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, και εδώ μαρτυρία του ίδιου του γέροντα για το διορατικό του χάρισμα].
Αυτή όμως μετά τελικά τί έγινε; Σταμάτησε να χάνει το φως της κι άρχισε να τρίβονται τα κόκκαλά της. Μια φορά ήμουν παρών εγώ, πού ένα κόκκαλο από την πλάτη της τρύπησε το δέρμα της και βγήκε έξω, συντρίβονταν τα κόκκαλά, διαλύονταν τα κόκκαλά, όπως ακριβώς της είχε πει ο π. Πορφύριος. Ο γέροντας, όταν βγήκε η Μαρία έξω, είπε: αυτή είναι μια αγία, και περιέγραψε την Μαρία.

Η Έλενα - μοναχή Φιλαρέτη, η αχθοφόρος του πόνου ...



site analysis





Χθες βράδυ ο γυιός μου, μου ζήτησε να του αναπτύξω το θέμα «Όταν το άχθος[=βάρος] γίνεται ευλογία». Θέμα τόσο βαθύ, τόσο ουσιώδες...

Αστραπιαία ο νους μου έτρεξε στην Έλενα,γιατί ήταν το ζωντανότερο παράδειγμα... 


Την ίδια ώρα έμπαινε ο σύζυγος για να μας αναγγείλει ότι η Έλενα, η αδελφή Φιλαρέτη «Έφυγε από κοντά μας σήμερα το μεσημέρι», 25 Ιανουαρίου, ημέρα μνήμης των οσίων Ξενοφώντος, Αμμωνά και Συμεών του Παλαιού.
 

Η Έλενα ήταν η «τρυφερή» χαρά μας στην φοιτητική μας παρέα στη Θεσσαλονίκη· θεολόγος που δεν «θεολογούσε»· μ'αυτό το κάτι απ' τα αδιαύψευστα που μόνον οι ψυχές γνωρίζουν να σε τραβά δίπλα της, να σε κάνει να νοιώθεις «καλόν ημάς έστιν ώδε» · αυτό που αναπαύει δίχως λόγια , ανεπιτήδευτα, χωρίς προσπάθεια, το ξεχείλισμα κι η ευωδία της ψυχής, αυτό που οι ελάχιστοι -οι εκλεκτοί- το έχουν χάριτι Θεού. 


Πόνεσε πολύ, μα ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε· ούτε ένα δάκρυ ούτε ένα «αχ!». 

Ανεπιτυχείς εγχειρήσεις στα παραμορφωμένα πόδια που την έκαναν αδύναμη να κινηθεί μόνη της. Η συνοστέωση και τα προβλήματα συμπίεσης των νεύρων, οι ίλιγγοι, η μυική αδυναμία-ατροφία, το αδύνατο ανοσοποιητικό σύστημα με τις συνεχείς λοιμώξεις στην παραμικρή επίσκεψη, οι συνεχείς ναυτίες, το κατεστραμμένο απ'τα βαρειά φάρμακα στομάχι, η κορτιζόνη, η δύσπνοια και τα προβλήματα των πνευμόνων... 

«Έγινα έγκλειστη θέλω δεν θέλω-μου έγραφε. Ο Θεός να βοηθήσει...Υπομονή να δίνει ο Κύριος για όλα. Ελένη της υπομονής! «Ειρηνεύετε μέσα στην αγάπη των αγίων μας και της Παναγίας μας» έγραφε και το βίωνε καθημερινά. Και μέσα στον πόνο της παρακολουθούσε «με αγωνία τα προβλήματα των φίλων και προσευχόταν». «Εμείς δόξα τω Κυρίω. Τα νέα τα ίδια. Πάντα σιωπή του πόνου για ευλογία στην ζωή μας μια και είμαστε ανάξιες για πολλά πράγματα. Μιλώ πάντα προσωπικά, έγραφε εξαιρώντας την συγκάτοικο-συνοδοιπόρο καιδιακόνισσα της ζωής της που η πρόνοια του Θεού έστειλε αληθινό επίγειο φύλακα άγγελο. Να εύχεσθε και για μας. Η προσευχή και απλά η σκέψις μας, για το κάθε πρόβλημα του καθενός στον Θεό θα σώσει όλους μας, για να μας χαρίσει την πολυπόθητη και αιώνια ζωή. Δεν γράφω κήρυγμα, απλές σκέψεις μέσα από πόνο που ο καθένας μας είτε φανερά, είτε μόνος περνά...» 

Η Έλενα που τόσο πόνεσε, ποτέ δεν πόνεσε κάποιον, ποτέ δεν θύμωσε με κάποιον, ούτε έθιξε-μόνον προσευχήθηκε- για όποιον την έβλαψε ή ζημίωσε (γιατί έζησε και τέτοιες δοκιμασίες). Αν και αντιλαμβανόταν τα πάντα, αντιπαρέρχονταν τους πειρασμούς με σιωπή ή με χιούμορ. «Κάναμε πολύ ωραία βόλτα σήμερα, ε Δήμητρα», έλεγε γελώντας μετά από πολύωρη-άσκοπη διαδρομή για το Πανόραμα ενός ταξιτζή, συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία του «για το κάτι παραπάνω». 


Ποτέ δεν την άκουσα να σχολιάσει κάποιον! 

Διακριτική, ήρεμη πάντα και ευγενική στήριζε όλους με τον καλό της λόγο, το ζεστό της βλέμμα, το χαμόγελό της. Τα λόγια της λίγα, αγαπητικά, από καρδίας, με ουσία ζωής από τότε που ήταν πολύ νέα, πολύτιμα. «Μην κουράζεσθε πολύ, απαντούσε στις νεανικές μου υπερβάσεις, γιατί η υγεία είναι το πολύτιμο δώρο του Θεού· εάν την χάσει κάποιος τότε καταλαβαίνει.(Με συγχωρείς που στα γράφω έτσι καθαρά, την αλήθεια σου λέγω...αν την χάσεις δεν ξαναβρίσκεται εύκολα...Γνωρίζω και εγώ από ασθένεια). 

Ο Θεός θα δώσει την καλύτερη λύσι...και ό,τι θα γίνει , θα είναι για ωφέλεια ψυχής και ταπείνωση... Θα κάνετε ό,τι μπορείτε για τα παιδιά χωρίς άγχος και με το σταυρό σας θα ξεκινάτε...Τόσοι αφανείς Γέροντες, μα και φανεροί προσεύχονται...Μετά όλοι αυτοί που σας αγαπούν και σας σκέπτονται. 

Ο Γιάννης με τα έξι παιδιά· τώρα που είναι κοντά στο Θεό, θα φροντίσει Εκείνος για όλη την οικογένεια... Καθένας και κάθε μας ημέρα με τον δικό της Σταυρό...» 

Καθαρή και περιποιημένη , όμορφη μέσ' στα απλά της ρούχα, αξιοπρεπής μ' όλα τα περιορισμένα οικονομικά, όχι μόνον δεν άφηνε περιθώρια οίκτου για την αναπηρία της, αλλά σ' έκανε να θαυμάζεις πόσο θετικά και με πόση εμπιστοσύνη στο Θεό την αντιμετώπιζε, σαν δώρο Θεού και ξεχωριστή ευλογία στη ζωή της. Ώρες-ώρες ακτινοβολούσε από χαρά. «Νοιώθω ότι πετάω», μου έλεγε όντας καθηλωμένη στο καρότσι της και κουνούσε τα χέρια σα φτερά. Και αγαπούσε πλέρια. 

Αγαπούσε όλους τους ανθρώπους, τα λουλούδια, τα πουλιά , την κτίση και τον Κτίστη, την Παναγία μας, τους Αγίους, τον Γέροντά μας, που σαν στοργικός πατέρας την περιέθαλψε απ' την ώρα που πήγε κοντά του μέχρι τις πολύ δύσκολες ώρες της οδύνης στη μονή της μετάνοιάς της, δίνοντάς της στο τέλος έπαθλο-εφόδιο για την αλλη ζωή το Αγγελικό Σχήμα. 

«Ο π. Σ. πήρε τηλέφωνο...έγραφε όλο χαρά. Παίρνει και μιλάμε. Έχει αγάπη και πολλά χαρίσματα μα τα κρύβει, φανερώνεται πάντα στο αμήν. Θέλω ώρες να σου μιλώ γι'αυτόν και τα λόγια που μας λέγει και πόσο μας αγαπά...Η προσευχή του είναι πολύ μεγάλη παρά τα λόγια του, που βέβαια δεν είναι, λιγότερο ωφέλιμα.» 

Φιλοπατερική, φιλακόλουθη, φίλη της προσευχής και της νηστείας, δεν χαρίστηκε στον εαυτό της, ούτε στις δύσκολες ώρες. Τήρησε το πρόγραμμά της, χωρίς δικαιολογημένες παρεκκλίσεις, αθόρυβα, με συναίσθηση, εν μετανοία και υπακοή. ΄Ηταν φίλη της σιωπής, μα και φίλη της ζωής και των ανθρώπων. 

«Μου λείπει η θάλασσα, μου λείπουν οι άνθρωποι» , μου έγραψε όταν η αρρώστια την έκλεισε μέσα. «Όσο και να λένε την Αθήνα ζούγκλα, εγώ ένοιωθα και ζούσα όμορφα, έβγαλα το Γυμνάσιο-Λύκειο Γλυφάδας με πλούσια παιδιά, που ακόμα με πολλά απ' αυτά αλληλογραφούμε». Χαιρόταν τη ζωή. «Μου διάβαζει η Δήμητρα. Χαίρομαι με την Ιστορία, την ποίηση, τη Γεωγραφία, τους κλασσικούς, τους Πατέρες της εκκλησίας. ..Αγαπώ πολύ τα βιβλία, την κλασσική μουσική, μή γελάσεις, τις κουκλίτσες (είχε πολλές ρομαντικές πορσελάνινες, που τις δώριζε) και γενικά δεν βρίσκω κάτι που να μην το αγαπώ όταν είναι όμορφο...» 

Αγιογραφούσε όταν μπορούσε, δημιουργούσε όσο μπορούσε. «Έκανα και ένα μεγάλο μέρος ενός χαλιού· τώρα λίγο ζεσταίνομαι και παρουσιάζει το χέρι μου κάποιες φλεγμονές. Γράφω κάπου κάπου...» 

«Η Δήμητρα έχει ένα ολάνθιστο μπαλκόνι...αν και μικρό. Σου στέλνω την αγάπη τους, στο μωβ μου βάζο, οι σομόν μεγάλες (4) μαργαρίτες και ο γαλανός ουρανός... Έλπισον επί Κύριον και Αυτός σε διαθρέψει...» 

 


Κάποιοι συνήθιζαν να «κατακρημνίζουν» τους ανάπηρους (και περισσότερο τους παραπληγικούς και τους νοητικά καθυστερημένους) συνανθρώπους μας στον καιάδα της παραγωγικότητας ή να τους σκοτώνουν σαν «άχθος αρούρης» πριν ανοίξουν τα μάτια τους στο φως. Αλλά και σε πόσους η ευλογία αυτή δεν γίνεται επαχθής εξ' αιτίας ημών. 

Κι όμως η Έλενα έκανε το άχθος της ευλογία· απλά, αθόρυβα, ταπεινά, δι ευχών. 

Κι η χαρά της ξεχείλισε και πότισε όλους εμάς γύρω της. Η παρουσία της έδωσε δύναμη σε όλους εμάς τους αρτιμελείς, υγιείς, που πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό. Όταν ήμουν στην ξενιτειά η σκέψη της, τα γράμματά της, οι προσευχές της με στήριξαν. 

Το ίδιο και στην πατρίδα, «στην ξενιτεία του κόσμου τούτου». Και την τελευταία φορά πριν φύγει, όταν εξουθενωμένη έσυρα τα βήματά μου στο κρεββάτι του πόνου της, η χαρά της με έκανε να νοιώσω ότι δεν δικαιούμαι να θλίβομαι για το άχθος που κουβαλούσα· έφυγα άλλος άνθρωπος... 

Και τώρα γυρνώντας πίσω και βλέποντας τη χαριτωμένη ζωή της, νοιώθω στις κοινές-απειροελάχιστες, συγκριτικά- δοκιμασίες να σηματοδοτεί και τη δική μου πορεία. Το «πάντα συνεργεί εις αγαθόν» στο μυστήριο της σωτηρίας... 

Αγαπημένη μας Έλενα, το όνομα που δόθηκε στη κουρά σου δεν ήταν τυχαίο. 

Αγάπησες και στολίστηκες με αρετές· Πραότητα,Ταπείνωση, Απλότητα, Υπομονή, Αγάπη... «Καλλιέργησες το κήπο σου, αφήνοντας τους άλλους να φτιάξουν το δικό τους όπως ήθελαν, μα τον έκανες τόσο όμορφο που όποιος περνούσε δίπλα του, ήθελε να κάνει και το δικό του τόσο ωραίο». 

Ολοι σε αγαπήσαμε και θέλαμε να σε έχουμε κι άλλο κοντά μας. Πονέσαμε που έφυγες. 

Σήμερα στην εξόδιο ακολουθία σου όλοι προσευχηθήκαμε και όλοι κλάψαμε, παρόντες και απόντες· ο ασθενής και υποβασταζόμενος Γέροντάς μας που ήρθε να σε ευλογήσει, οι Πατέρες, η Γερόντισσα και οι αδελφές, οι συγγενείς, εμείς οι φίλοι σου, ο «Σπυράκος» σου, που χάρη στις θερμές προσευχές σου και τις ευχές του πατρός Παισίου, που σου πέρασε το κομποσχοίνι στο χέρι, καταδικασμένος απ' τους γιατρούς, γεννήθηκε υγιέστατος. 

Η αρρώστεια σε απέσυρε διακριτικά από την καθημερινότητά μας και πιστέψαμε ότι θα 'κανε μικρότερο το κενό που θ' άφηνες. Όμως τώρα νοιώθουμε πόσο μας λείπεις... 

Αδελφή Φιλαρέτη, σήμερα που έφυγες, πιστεύω πως οι Άγγελοι και οι Άγιοι σε ασπάζονται χαρούμενοι και πως ο Άγιος Συμεών «θα σε βάλει στο ράσο του και θ' ανεβείτε μαζί τη σκάλα, να μη φοβηθείς, να παρουσιαστείτε μαζί στο Θεό» και πως το «ολάνθιστο μπαλκόνι» του ουρανού θα ευωδιάσει απ' το πηγαιμό σου. 

Συχνά μου έγραφες: «Να μας θυμάσαι στη προσευχή σου, όπως κι εμείς ταπεινά θυμόμαστε εσάς». 

Μέσα μου βαθειά το νοιώθω πως δεν θα μας ξεχνάς από εκεί ψηλά· όλους εμάς τους αχθοφόρους της ζωής· εσύ που τόσο πόνεσες, μα και τόσο ευλογήθηκες. 

Καλόν Παράδεισο! 

Σε ασπάζομαι 

η φίλη σου Κ. Γ., Αθήνα 27 Ιανουαρίου 2012

Η Λινέτ Χοπ και η αντιμετώπιση του καρκίνου



site analysis



Μια ορθόδοξη μάρτυρας κατά του καρκίνου στην Αλβανία

Ένα ακόμη συγκλονιστικό βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσειςΑκρίτας. Το βιβλίο του π. Λουκά Βερώνη «Η ελπίδα της Λινέτ – Το άλλο πρόσωπο της σύγχρονης Αλβανίας».
Πρόκειται για το ημερολόγιο μιας μεγάλης πνευματικής αγωνίστριας που κοιμήθηκε στις 27 Αυγούστου 2006, μετά από σκληρή μάχη με τον καρκίνο. Ήταν μια ορθόδοξη χριστιανή από τη Μινεσότα των ΗΠΑ, που είχε έρθει με το σύζυγο και τα παιδιά της στην Αλβανία για να υπηρετήσει τον αλβανικό λαό ως ιεραπόστολος, συνεργαζόμενη με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας. Το βιβλίο αποτελεί μια μαρτυρία με τεράστια αξία για το πώς ένας πραγματικός ορθόδοξος χριστιανός της εποχής μας, καθώς και η οικογένειά του, αντιμετωπίζει την ασθένεια και το θάνατο.
Η αρρώστια συνάντησε τη Λινέτ ενώ εκείνη ήδη υπηρετούσε ως ιεραπόστολος στην Αλβανία, που την είχε κάνει δεύτερη πατρίδα της. Κάποιος άλλος θα σκεφτόταν: «Πού είναι η προστασία του Θεού για έναν άνθρωπο που Τον πίστευε και Τον αγαπούσε τόσο πολύ;». Ένας χριστιανός (όπως εκείνη) σκέφτεται κάπως διαφορετικά – δε θα γράψω πώς, για να μη σκανδαλίσω συνανθρώπους μας που ίσως δε θέλουν να σκεφτούν έτσι (λόγω του δικαιολογημένου και ανθρώπινου πόνου τους), αλλά προτιμούν να συντηρούν μέσα τους μια μάταιη οργή κι ένα άδικο παράπονο ενάντια στο Θεό της αγάπης. Απ’ αυτή την οργή και το παράπονο υπάρχει τρόπος να λυτρωθούν, αν το θέλουν, και να βρουν και απαντήσεις. Θα πω μόνο πως υπάρχουν δώρα του Θεού ασύγκριτα μεγαλύτερα και σημαντικότερα από οποιαδήποτε γήινη χαρά.
Το βιβλίο αξίζει να αποχτηθεί και να διαβαστεί από κάθε συνάνθρωπο που παλεύει με τον καρκίνο ή που κάποιοι δικοί του πάλεψαν ή παλεύουν με την επάρατη νόσο. Αλλά αξίζει επίσης να διαβαστεί κι από τους αδελφούς μας που κατάγονται από την Αλβανία, είτε είναι ορθόδοξοι είτε όχι (ας είναι γι’ αυτούς και μια πρόσκληση στην Ορθοδοξία, την πίστη των αγίων). Αλλά και κάθε αναγνώστης του πιστεύω πως θα δει με άλλα μάτια τη ζωή και το θάνατο, το Θεό και την πίστη, την αγάπη, την Αλβανία και τους Αλβανούς, τους «ξένους» και τους δικούς μας.

Στον πρόλογο του βιβλίου, ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος γράφει:

«…Είδα τη Λινέτ για τελευταία φορά στην κατασκήνωση των κοριτσιών της Εκκλησίας μας, δέκα μέρες πριν από το θάνατό της. Λεπτή, χαμογελαστή, ακτινοβολούσε ένα μυστικό φως – το φως ενός μάρτυρα. Η Λινέτ είχε τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, αφού γνωρίζουμε ότι οι καρποί του Πνεύματος είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, υπομονή, χρηστότης, αγαθοσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτηεια. Με αυτή τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, η Λινέτ αντιμετώπισε την αρρώστια και τον πόνο επί είκοσι μήνες. 
  
Θα τη θυμάμαι πάντα ως μια μάρτυρα έτοιμη να αποδεχθεί ένα άγνωστο μαρτύριο. Αντιμετώπισε τον θάνατο, πρόσωπο προς πρόσωπο, για μια πολύ μακρά περίοδο. Πρώτον, τον συνάντησε με δυνατή πίστη στον Εσταυρωμένο και Αναστάντα Κύριο. Δεύτερον, διατήρησε μια βαθιά και διαρκή ειρήνη. Τρίτον, αντιμετώπισε τη δοκιμασία της αποπνέοντας μια αίσθηση ευγνωμοσύνης και αυθεντικής χαράς. Τέλος, παρόλες τις δυσκολίες της, ακτινοβολούσε τη θεία αγάπη, η οποία έτσι μετέδιδε ακόμη περισσότερη πίστη, περισσότερη ειρήνη και περισσότερη αγάπη γύρω της. 
  
Η Λινέτ έγινε ένα υπόδειγμα αγάπης και, όπως είδαμε και κατά τις τελευταίες της μέρες, δημιουργούσε και γύρω της μια ατμόσφαιρα αγάπης.
Θα μπορούσα να ονομάσω τη Λινέτ μια σύγχρονη «μυστική μάρτυρα». Σε άλλες εποχές, οι πιστοί αντιμετώπιζαν τα λιοντάρια και τη φυλάκιση, τον διωγμό και άλλες απειλές. Στην εποχή μας, η απειλή που τόσοι συνάνθρωποί μας αντιμετωπίζουν είναι ο καρκίνος. Ως γενναία, ευγενής ψυχή, η Λινέτ αντιμετώπισε τον θάνατο ψάλλοντας «Τις ημάς χωρίσει από τις αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία;… Πέπεισμαι δε ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή… ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από τις αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (προς Ρωμαίους 8, 35-39). 
  
Με τη ζωή της υπογράμμισε ότι «είτε ζώμεν είτε αποθνήσκομεν, του Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. 14, 8). Η Λινέτ αντιπροσωπεύει μια ξεχωριστή περίοδο στην ορθόδοξη ιεραποστολική εργασία, καθώς το πρόσωπό της τονίζει τη σημασία των ανθρώπων που μπορούν να εμπνεύσουν με τη ζωή τους. Μια τέτοια μαρτυρία βεβαίως, δεν θα πρέπει να προέρχεται μόνον από τον κλήρο, αλλά και από τους λαϊκούς – άνδρες και γυναίκες εξίσου. 
Η Lynett Hoppe, φωτο από το βιογραφικό της στην αγγλική Orthodoxwiki

Θέλω να υπογραμμίσω τη σημασία της Λινέτ και της οικογενείας της για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, κατά τα οκτώ χρόνια που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους. Παρά το γεγονός ότι ο θάνατός της είναι μεγάλη απώλεια για μας, αποτελεί όμως και πολύτιμο θησαυρό, μια κληρονομιά. Η μαρτυρία και το παράδειγμα της απόφασής τους να έρθουν στην Αλβανία αποτελεί απόδειξη της αγάπης τους για το Χριστό και της υπακοής τους σ’ Αυτόν. Οπωσδήποτε, το να έρθουν εδώ ως ιεραπόστολοι δεν ήταν κάτι τόσο εύκολο. Ως ξένοι, αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες και πολλούς κινδύνους. Ωστόσο, ήταν αρκετό γι’ αυτούς να ακολουθήσουν τον Χριστό και να υπακούσουν στην τελευταία Του εντολή, «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Κατά Ματθαίον 28, 19). Αυτή ήταν η δική τους έμπνευση. 
  
Η Λινέτ ήταν υπόδειγμα αφοσιωμένης συζύγου. Ο Νέιθαν παρέμεινε κοντά της, ένα πρόσωπο με βαθιά αγάπη, τρυφερότητα και αφοσίωση προς όλη του την οικογένεια. Μαζί με τα δύο τους αγαπημένα παιδιά, τον Τριστάν και την Κάθριν, συμμετείχαν μαζί μας, κατά τα τελευταία οκτώ χρόνια, σε όλα τα προβλήματα της ζωής εδώ στην Αλβανία. Ήρθαν, όταν πολλοί άλλοι έφευγαν μετά το χάος και την αναρχία του 1977, και έζησαν με απλότητα, ταπείνωση, καθαρή καρδιά, ευσπλαχνία και ειρήνη. Εργάστηκαν ανάμεσα στους νέους, επιμελήθηκαν διάφορες εκδόσεις της Εκκλησίας, στις οποίες περιλαμβάνεται και το βιβλίο «Η Ανάσταση της Αλβανικής Εκκλησίας», και βοήθησαν με ποικίλους άλλους τρόπους. 
  
Στο τελικό στάδιο της μάχης της με τον καρκίνο, η Λινέτ και ο Νέιθαν αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Αλβανία ώστε να πεθάνει εδώ ή μάλλον από εδώ να περάσει εκ του θανάτου εις την ζωήν. Επιθυμία της ήταν να ταφεί στην Αλβανία ως διαρκές σύμβολο της αγάπης για τον Χριστό, ο οποίος είναι ισχυρότερος από τον θάνατο. Προσωποποίησε έτσι, με την πράξη αυτή, τον μυστικό θησαυρό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που είναι ο οικουμενικός της χαρακτήρας. 
  
Είμαστε ευγνώμονες στη Λινέτ, στον Νέιθαν, στα παιδιά τους. Είμαστε ευγνώμονες στην οικογένειά της, που ανέθρεψε την αγαπημένη μας Λινέτ με τόση αγάπη και στη συνέχεια στήριξε την απόφασή της όχι μόνον να έρθει στην Αλβανία ως ιεραπόστολος, αλλά και να επιστρέψει εδώ για το τελευταίο της ταξίδι. Πολύ συχνά, οι οικογένειες δημιουργούν προβλήματα, προσπαθώντας να εμποδίσουν τους αγαπημένους τους να έρθουν εδώ. Η Λινέτ θα είναι τώρα η πρέσβειρά μας στον ουρανό μαζί με όλες τις άγιες γυναίκες από την Αλβανία, που κι αυτές πρόσφεραν τη δική τους δυνατή μαρτυρία τις προηγούμενες δεκαετίες. 

…Αν θέλουμε να τιμήσουμε τη Λινέτ, είναι ανάγκη να προσπαθήσουμε να τη μιμηθούμε – να μιμηθούμε τη βαθιά της πίστη στην Αγία Τριάδα, την απέραντη αγάπη της για τον Χριστό, τη στοργή και την καλοσύνη της προς όλους, τον ήρεμο και ταπεινό τρόπο με τον οποίο υπηρέτησε την Εκκλησία, τη χαρούμενη διάθεσή της, το θάρρος και την υπομονή της κατά τις δυσκολότερες ώρες της ζωής της… Αποτίνουμε αυτό το τελευταίο «χαίρε» όχι με αισθήματα θλίψης και πόνου, αλλά μέσα σε μια ατμόσφαιρα ελπίδας και αναστάσεως, επειδή γνωρίζουμε ότι η Λινέτ είναι στα χέρια του Θεού.»

Η αρχή του βιβλίου (εισαγωγή του επιμελητή π. Λ. Βερώνη):


«Τώρα πρέπει να εφαρμόσουμε όλα όσα διδάξαμε τους άλλους» έγραψε η Λινέτ Χοπ στο ημερολόγιό της. «Με κατέταξαν στο 4ο στάδιο του καρκίνου (από τα 4 που υπάρχουν). Οι προοπτικές μου είναι μάλλον δυσοίωνες. Ωστόσο, παραμένω ευτυχισμένη και αισιόδοξη και θέλω να περάσω όσα χρόνια ο Θεός μου παραχωρήσει με χαρά και ευγνωμοσύνη, υπηρετώντας Τον όπως και όπου μπορώ».
Τα λόγια αυτά έγραψε η Λινέτ λίγες μέρες αφούτου ανακάλυψε τη σοβαρότητα της ασθένειάς της, όταν, μαζί με τον σύζυγό της Νέιθαν, ξεκίνησε ένα απίστευτο ταξίδι πίστης, μέσα από το οποίο άγγιξε τις καρδιές αμέτρητων ανθρώπων. […]
  
Η σύζυγός μου Φέιθ και εγώ είχαμε το προνόμιο να είμαστε κοντά στην Λινέτ Χοπ κατά την τελευταία εβδομάδα της ζωής της. Και αυτή και ο Νέιθαν μας εξέπληξαν με τον τρόπο που αντιμετώπιζαν την ασθένεια, τον πόνο και τον θάνατο. Κατά την πτήση μας προς Αλβανία, στις 20 Αυγούστου, μια βδομάδα πριν η Λινέτ πεθάνει, η Φέιθ κι εγώ ξαναδιαβάσαμε όλες τις σημειώσεις του ημερολογίου της, τις οποίες είχε γράψει κατά τους είκοσι μήνες της ασθένειας για την ιστοσελίδαwww.prayforlynett.org. Νιώσαμε για άλλη μια φορά την ίδια συγκίνηση και ευλογία όπως όταν τις είχαμε πρωτοδιαβάσει. Είπα στη γυναίκα μου: «Αυτό το ημερολόγιο πρέπει να δημοσιευτεί, ώστε και άλλοι να ενθαρρυνθούν και να ωφεληθούν όπως εμείς».
  
Ζήσαμε, βέβαια, την όμορφη χριστοκεντρική μαρτυρία της Λινέτ από την αρχή της ιεραποστολικής διακονίας της. Καλωσορίσαμε τοους Χοπ στην Αλβανία, όταν ήρθαν ως ιεραπόστολοι στην Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας, το 1998. Υπηρετήσαμε ως συνεργάτες στην ιεραποστολή για περισσότερα από εφτά χρόνια. Ζήσαμε μαζί τον πόλεμο του Κοσόβου και άλλες δύσκολες περιόδους και πάντα σεβόμαστε και θαυμάζαμε την πίστη και τη μαρτυρία τους στις κρίσιμες στιγμές. Είδαμε και γευθήκαμε την αγάπη και τη φιλοξενία τους.

Από τη στιγμή που η Λινέτ ανακάλυψε ότι έπασχε από καρκίνο, τον Δεκέμβριο του 2004, μέχρι τον θάνατό της στις 27 Αυγούστου 2006, διατηρήσαμε συνεχή επαφή με το τηλέφωνο ή με επισκέψεις – η οικογένεια Χοπ ήρθε στο σπίτι μας στη Νέα Αγγλία και εμείς τους επισκεφθήκαμε στη Μινεσότα. Για μας, ο Νέιθαν και η Λινέτ ήταν οι πιο αγαπημένοι φίλοι μας.

Μολονότι πάντοτε εκτιμούσαμε την πίστη τους στη διάρκεια των ετών που συνυπηρετήσαμε, κατά την πορεία της με την ασθένεια, όμως, και κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής της, γίναμε μάρτυρες μιας πίστης γνήσιας, πολυτιμότερης από το χρυσάφι που έχει δοκιμαστεί από τη φωτιά και έχει εξαγνιστεί, ώστε να μοιάζει με την πίστη εκείνοι που ακτινοβολούν οι άγιοι της εκκλησιαστικής μας ιστορίας. Η Λινέτ και ο Νέιθαν έζησαν και αντιμετώπισαν τον θάνατο εν Χριστώ, με πίστη, χαρά, αγάπη και ειρήνη και έδωσαν έτσι ένα αληθινά αξέχαστο παράδειγμα σε αμέτρητους ανθρώπους.

***
Κλείνω με ένα απόσπασμα από τη σελ. 30: «Όταν τελικά το σώμα της εναποτέθηκε στη γη… ο Νέιθαν χαιρετούσε με το «Χριστός ανέστη» όσους πλησίαζαν για να τον συλλυπηθούν. Πολλοί έλεγαν ότι ο Νέιθαν παρηγορούσε εμάς αντί να τον παρηγορούμε εμείς».
Ας είναι αιώνια η μνήμη όλων των ανθρώπων που πάλεψαν με τον καρκίνο. Μακάρι να τους συναντήσουμε στον παράδεισο ως αγίους και μάρτυρες.
Εδώ μπορείτε ν’ ακούσετε μια ραδιοφωνική παρουσίαση του βιβλίου, ενώ εδώ να διαβάσετε την περιπέτεια μιας άλλης ορθόδοξης οικογένειας, που έχασε την οχτάχρονη κόρη της μετά από μάχη με τον καρκίνο και που το αντιμετώπισε κάπως διαφορετικά.