Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Μιὰ λυτρωτικὴ ἐμπειρία ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τοῦ καρκίνου



site analysis


Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

.                    Πρόσφατα διάβασα ἕνα συγκλονιστικὸ βιβλίο μὲ τίτλο «Ὑπόσχεση». Εἶναι γραμμένο ἀπὸ μιὰ μάνα (Μαρίνα Λασηθιωτάκη) ποὺ ἔζησε τὴν πενταετῆ περιπέτεια, σωματική, ψυχοθεραπευτική, λυτρωτική του γιοῦ της ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ ἀπὸ καρκίνο περίπου σὲ ἡλικία δεκαoκτῶ ἐτῶν. Εἶχε ὡριμάσει μαζὶ ὅλη ἡ οἰκογένεια στὸν πόνο καὶ ἀπὸ τὸν πόνο ἔζησαν τὴν πίστη, τὴν προσευχή, τὴν ἡσυχία, τὴν ἀγάπη, τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία.
.                    Διάβασα τὸ βιβλίο αὐτὸ ἀπνευστὶ καὶ ἔμεινα ἄφωνος. Μοῦ τὸ ἔδωσε ἡ ἴδια ἡ μάνα-συγγραφεὺς μὲ ἀγάπη, γιατί, ὅπως μοῦ εἶπε καὶ ὅπως φαίνεται στὸ βιβλίο, βοηθήθηκε ἀπὸ τὰ βιβλία μου –καὶ κυρίως ἐκεῖνα ποὺ κάνουν λόγο γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία– γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τὶς δυσκολίες. Ἦταν μιὰ ἄγνωστη σὲ μένα μέχρι τώρα ἀναγνώστρια τῶν βιβλίων μου, ποὺ ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴν νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ ἀπαντήση στὰ ἐρωτήματα, ὅπως γράφει: «Γιατί ὑπάρχουμε; Γιατί ζοῦμε, ἀφοῦ θὰ πεθάνουμε; Ποιό εἶναι τὸ νόημα τῆς ὕπαρξής μας; Ὑπάρχει Θεός; Εἶναι δεδομένη ἡ ὕπαρξή μας; Ἂν εἶναι δεδομένη, ἔχουμε ἐλευθερία βουλήσεως ἢ εἴμαστε περιορισμένοι; Πῶς συνδυάζεται ἡ ἐλευθερία μὲ τὴν ἀγάπη; Πῶς συνδέεται ἡ ἀτομικότητά μου μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους;».
.                    Ἡ μάνα-συγγραφεύς, ὅπως γράφεται στὸ σύντομο βιογραφικό της, «σπούδασε Ἀγγλικὴ καὶ Ἑλληνικὴ φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, πῆρε μέρος στὸν ἀντιδικτατορικὸ ἀγώνα τῆς ἐποχῆς, ἐνῶ μετὰ τὴν μεταπολίτευση ἐντάχθηκε σὲ κόμμα τῆς ἀριστερᾶς». Κυρίως ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ὅτι πέρασε μὲ τὸν γιό της Βανῆ-Μίνω μέσα ἀπὸ ὅλους τοὺς σταθμοὺς ὡρίμανσης ψυχολογικῆς καὶ πνευματικῆς.
.                    Στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου παρουσιάζεται μιὰ συνοπτικὴ περιγραφὴ τῆς πνευματικῆς ὡρίμανσης τοῦ γιοῦ καὶ τῆς μάνας καὶ ἡ ἀνακάλυψη τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Στὰ δὲ κεφάλαια ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν κοίμηση τοῦ Βανῆ, γίνεται ἀνάλυση τῶν ἐπὶ μέρους καταστάσεων ποὺ βίωσαν μάνα καὶ γιός, ὅπως «ἡσυχία», «ἀγάπη, ἐλευθερία», «ὁ πόνος», «γιατί νὰ ὑπάρχουμε», «ἡ ταπείνωση». Μὲ πολὺ ὡραῖο τρόπο, κυρίως ἐμπειρικό, θίγονται θέματα κοινωνικά, ὑπαρξιακά, πνευματικά, θεολογικά. Ὅλα αὐτὰ γράφονται μὲ ἕναν φιλοσοφικὸ καὶ θεολογικὸ λόγο. Ἡ στενότητα τοῦ ἐρωτήματος ποὺ βασάνιζε τὴν μάνα μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ παιδιοῦ της «ἀνυπαρξία ἢ ὕπαρξη;», «νὰ ζῆ κανεὶς ἢ νὰ μὴ ζῆ;», τελικὰ ἀνοίχτηκε στὴν θεολογία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλευθερίας.

.                    Πάντως μάνα καὶ γιὸς πέρασαν μέσα ἀπὸ τὸν σωματικό, ψυχολογικὸ καὶ ὑπαρξιακὸ πόνο, μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία τοῦ φθαρτοῦ σώματος στὸ νοσοκομεῖο, ἀπὸ τὴν ποτυχία τς ψυχολογίας κα τς ομανιστικς ψυχοθεραπείας ν ντιμετωπίσουν ναν τοιμοθάνατο, φο «δν μπορον ν καταλάβουν τί χει νάγκη  τοιμοθάνατος», μέσα ἀπὸ τὴν φιλοστοργία, ἀλλὰ πέρασαν καὶ μέσα ἀπὸ τὴν νοερὰ προσευχή, τὴν ἐνεργοποίηση τῆς νοερᾶς ἐνεργείας, τὴν νηπτικὴ ὀρθόδοξη ἡσυχία, τὴν ἀνάγνωση ἡσυχαστῶν Πατέρων, τὴν παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ τους στὸν Θεό, τὴν μετάνοια, τὴν μεταποίηση τοῦ πόνου σὲ ἀγάπη, ταπείνωση, ἐλευθερία καὶ πολλὰ ἄλλα.
.                    Τὸ ἐκπληκτικὸ αὐτὸ δίδυμο μάνας – παιδιοῦ μὲ τὴν εὐγενική, εὐαίσθητη καὶ νηφάλια παρουσία τοῦ πατέρα, ἔζησε σημαντικὲς ἐσωτερικὲς καταστάσεις, ὅπως περιγράφονται στὸ βιβλίο.
.                    Τὸ παιδὶ εἶχε ἔντονα ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα, ὅταν ἦταν ἀκόμη 10 χρονῶν –πρὶν ἀρρωστήσει. Καθὼς ἦταν ἀνάσκελα ξαπλωμένο στὸ γρασίδι, μεσάνυκτα μὲ ἀστροφεγγιὰ εἶπε: «Ἐγὼ ἐκεῖ ψηλὰ θὰ πάω νὰ ζήσω». Σὲ διάλογο μὲ τὴν μάνα του εἶπε: «Ὄχι, ρὲ μαμά, ἐκεῖ εἶναι τὸ σπίτι μου». Σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν, μόλις ἔμαθε ὅτι ἔχει καρκίνο, ρώτησε: «Τί γίνεται μετὰ τὸν θάνατο; ἡ ζωὴ σταματᾶ ἐδῶ;». Ἄλλοτε: «Μαμά, παρακάλα τὴν Παναγία». Σὲ δύσκολη στιγμὴ τῆς ἀρρώστιας ἔγινε ὁ διάλογος: «–Τί κάνουμε τώρα; –Προσευχή, γιέ μου, προσευχή». Καὶ σημειώνει ἡ μάνα: «Ὁ Μίνως ἀκολούθησε τὶς ὁδηγίες τῆς μάνας του, ἀλλὰ πῆγε πιὸ μακριά. Ἀνακάλυψε τὸν ἐσωτερικὸ ὑπερβατικὸ ἄνθρωπο μέσα του».

 .                    Εἶναι καὶ μιὰ μαρτυρία γιὰ τὸ πῶς ἐφαρμόζεται στὴν πράξη ἡ νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὑπομονή, ἡ ἡσυχία καὶ ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ λεγομένη «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία» σὲ δύσκολες καταστάσεις, ὅπως εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ καρκίνου, ἡ προθανάτια αὐτὴ ἐμπειρία..                    Σὲ ἕναν ἄλλο συγκλονιστικὸ διάλογο ὁ Βανῆς-Μίνως εἶπε, ὅπως τὸ κατάλαβε ἡ μητρικὴ καρδιά: «Ἐγὼ σὲ αὐτὸν τὸν πλανήτη… δὲν ἔχω θέση πιά. Πάω γιὰ ἄλλο». Καὶ ὅταν στὴν τελευταία τάξη τοῦ Λυκείου μιὰ καθηγήτρια ρωτοῦσε τὰ παιδιά: «Τί ἐπιθυμεῖτε τώρα μὲ τὴν ἀποφοίτησή σας; Ποιὰ τὰ σχέδιά σας;», καὶ τὰ παιδιὰ ἔδιναν τὶς ἀπαντήσεις τους, ὁ Μίνως ἀπάντησε λιτά: «Ἕναν ἀνώδυνο θάνατο», καὶ «ἡ τάξη ἔμεινε ἄναυδη». Τότε βρισκόταν στὸ τελευταῖο στάδιο τῆς ἀσθενείας του καὶ προετοιμαζόταν γιὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν.
.                    Τὸ πέρασμα μέσα ἀπὸ τὴν δοκιμασία τοῦ καρκίνου δὲν ἦταν εὔκολο. Ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶχε ἕνα ἠρωϊκὸ πνεῦμα. Ἀντιμετώπιζε τὶς δυσκολίες μὲ χιοῦμορ, συμμετεῖχε στὶς ἐξετάσεις τοῦ Σχολείου καὶ μετὰ ἀπὸ ἀκτινοθεραπεῖες, ἔγραφε στὸ laptop, ἄκουγε μουσική, ἔστησε μὲ φίλο του ἐρασιτεχνικὸ radio καὶ ἔκαναν ἐκπομπές, ἔγραψε σενάρια καὶ γύριζε ἐρασιτεχνικὰ φιλμάκια, συμμετεῖχε στὴν ἐκδρομὴ τῆς Γ´ Λυκείου στὴν Σαντορίνη ἕνα μήνα πρὶν φύγει ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτόν, ἔψαχνε περιβαλλοντικὰ θέματα, ἔπαιζε bowling στὴν Γλυφάδα. Γενικά, ἦταν δημιουργικὸς ἄνθρωπος, δὲν διακρινόταν ἀπὸ ἀδράνεια. Ὑπῆρχε περίπτωση ποὺ λύγιζε, «πάλευε μὲ τὸν πόνο του καὶ ἦταν οἱ ὧρες ποὺ δὲν ἤθελε οὔτε τὴν μάνα του νὰ βλέπει καὶ αὐτὴ τρελαινόταν. Ἀνησυχοῦσε, δὲν καταλάβαινε, δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει. Μόνο προσευχή». Περισσότερο ζοῦσε μὲ ἡσυχία καὶ προσευχή.

.                    Ἡ προτελευταία καὶ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του διακρινόταν ἀπὸ τὴν λιτότητα, τὴν ἁπλότητα, τὴν πίστη καὶ τὸν συγκλονισμό. Τὸ παιδὶ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία: «Γίνεται νὰ μᾶς φέρουνε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος λίγο κρασὶ καὶ λίγο ψωμί;». Ὅταν τὸ διαβεβαίωσαν ὅτι θὰ πραγματοποιηθῆ ἡ ἐπιθυμία του, εἶπε: «Νὰ δεῖς ποὺ ὅλα θὰ τελειώσουν ὄμορφα, μαμά». Ἔπειτα, ὁ πατέρας του διάβαζε τὸν βίο τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, ὅπως ἐκεῖνος τὸ εἶχε ζητήσει.

.           Μέσα στοὺς πόνους τοῦ Μίνου ἔγινε ὁ ἑξῆς διάλογος:

«–Μαμά τί ἄλλο κάνουμε;
–Προσευχή, καμάρι μου, προσευχή.
–Ποιά ἀπ’ ὅλες;
–Ὅποια θές. Πὲς τὸ Πάτερ ἡμῶν ἢ ἁπλῶς τὸ Κύριε ἐλέησόν με.
Κείτονταν ἡμέρες χωρὶς μορφασμοὺς ἀπὸ τοὺς πόνους μὲ κλειστὰ μάτια. Ἡ μάνα τοῦ κράτησε τὸ χέρι του καὶ προσευχόταν κι αὐτή».
.                    Μέσα σὲ μιὰ τέτοια συγκινητική, ἤρεμη καὶ βαθειὰ χριστιανικὴ οἰκογενειακὴ ἀτμόσφαιρα, σὲ νοσοκομεῖο τῆς Γερμανίας ὁ Βανῆς-Μίνως ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν καὶ πορεύθηκε σὲ ἐκεῖνον ποὺ ποθοῦσε ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία.
.                    Ἔμεινα ἄφωνος διαβάζοντας αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ βιβλίο, συγκινήθηκα βαθειά. Μόλις τελείωσα τὴν ἀνάγνωση, τηλεφώνησα σὲ αὐτὴν τὴν μάνα καὶ τῆς εἶπα: «Εἶσαι ἠρωΐδα μάνα. Ἦταν τυχερὸς ὁ Βανῆς ποὺ εἶχε μιὰ τέτοια μάνα». Καὶ ἐκείνη μὲ ταπείνωση ἀπάντησε ἀφοπλιστικά: «Ἐγὼ εἶμαι τυχερὴ ποὺ εἶχα τέτοιο γιό».
.                    Ἡ ἴδια γράφει στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου: «Ἄθελά μου, ἐντελῶς μηχανιστικὰ ἀπὸ τὴν δική μου πλευρά, τοῦ ἔστρεψα τὴν προσοχὴ στὴν προσευχή. Ἔτσι, ὅπως θὰ ἔκανε ἡ μάνα μου. Προσευχὴ γιὰ νὰ τιθασσεύσει θεραπευτικὰ τὸν ἀβάσταχτο πόνο. Καὶ τότε ὁ πόνος ἄρχισε νὰ δουλεύει θεραπευτικὰ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Βανῆ, ἐνῶ ἐμένα ἀπειλοῦσε νὰ μὲ συνθλίψει. Ὁ πόνος, ἂν δὲν σὲ καταστρέψει, θὰ σὲ ἀναστήσει». Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν ἡρωΐδα μάνα, ὁ πόνος θεράπευσε τὸν γιό της, ἀνέστησε καὶ τὴν ἴδια. Ἐκείνη ἔχει τὸ θάρρος νὰ γράψη στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου: «Γιέ μου, σ᾽ εὐχαριστῶ». Καὶ ἐκεῖνος θὰ προσεύχεται γιὰ τὴν μάνα του ποὺ τὸν εὐεργέτησε.
.                    Ἐνῶ τὸ παρελθὸν τῆς μάνας αὐτῆς ἦταν ἀριστερό, τὴν διακατεῖχε ἡ ἀναζήτηση τῆς Ἀλήθειας. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ ὅσα γράφει συνοπτικὰ γιὰ τὸν Camus μὲ τὸν φιλελεύθερο οὐμανισμό του: «Ἐξεγείρομαι, ἄρα ὑπάρχω», γιὰ τὸν Sartre ποὺ εἶναι διχασμένος «πάντα ἀνάμεσα στὸν ὑπαρξισμὸ καὶ τὸν Μαρξισμό, καταλήγει σὲ μιὰ παραδοχὴ τῆς ἐλευθερίας, ὅπως τὴν ἐννοοῦσε ὁ ἴδιος» γιὰ τοὺς ὑπαρξιστές, Μαρξιστὲς φιλοσόφους, ἀγνωστικιστὲς ἢ ἀθέους ποὺ «ξέκοψαν τὸν νοῦ ἀπὸ τὴν καρδιὰ» γιὰ τὸν Hussel, Hegel, Marx κλπ.
.                    Μὲ τὴν ἀσθένεια τοῦ γιοῦ τῆς γνώρισε τοὺς ψυχολόγους καὶ ψυχαναλυτές, τὰ ψυχοφάρμακα καὶ τὴν ψυχανάλυση ποὺ προτείνουν: «Γίνε φυτό. Νὰ μὴν αἰσθάνεσαι. Νὰ μὴ αὐτοκτονήσεις. Ἢ σὲ καλοῦν σὲ ἀτέρμονες συζητήσεις ψυχοθεραπείας. πως δυνατον ν διαχειριστον τν θάνατο, δυνατον ν διαχειριστον κα τ παρξιακ κενὸ τῆς μάνας ποὺ πενθεῖ τὸ παιδί της. στιάζουν σ προβλήματα τομικ-ψυχολογικ κα χαπακώνουν τν σθεν. Κύριο μέλημά τους εναι ν ξαφανίσουν τ συμπτώματα τς λεγόμενης κατάθλιψης».
.                    Ἔμεινα ἄφωνος διαβάζοντας αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ βιβλίο, συγκινήθηκα βαθειά. Καὶ μέσα σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν περιπέτεια ἡ ἠρωΐδα μάνα βρῆκε τὴν «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία» καὶ τὴν νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπιβεβαιώνει ὅτι «ἡ λογικὴ καὶ ὁ νοῦς εἶναι δύο παράλληλες ἐνέργειες τῆς ψυχῆς», ὅτι ἔχουμε μάθει νὰ χρησιμοποιοῦμε μόνο τὴν λογικὴ ἐνέργεια καὶ «ἔχουμε παραμελήσει τὴν ἄλλη ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, τὸ νοῦ, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου». Ἀλλὰ θὰ πρέπει ν συνδέσουμε «τν νο μ τν Θεό, μέσῳ τς νοερς προσευχς»..                    Μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας ὁ Βανῆς ὑπῆρξε γενναῖος. «Ἡ στάση του ἀπέναντι στὸν καρκίνο ἦταν ἡρωϊκή. Πάλη ἄνιση, ἀγώνας μέχρι τὸ τέλος, ἀγόγγυστος καὶ ΥΠΟΜΟΝΗ-ΥΠΟΜΟΝΗ-ΥΠΟΜΟΝΗ. Ἡ ὑπομονή του δὲν εἶχε κανένα στοιχεῖο ἡττοπάθειας ἢ παραίτησης. Ἦταν σκληρὴ ἀποδοχὴ τῆς πραγματικότητας. Ἡ ὑπομονή του τοῦ ἔδωσε χρόνο καὶ γαλήνη νὰ στραφῆ στὸ πνεῦμα του. Ἀνακάλυψε τὴν προσευχὴ σιωπηλά. Αὐτὴ τὸν ἀπογείωσε, τὸν ἔκανε νὰ ξεπεράση τὸν ἑαυτό του, νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Μεταμόρφωσε τὸν χαρακτήρα του, τὴν ἐγωπάθειά του. Τὸν ὁδήγησε ν’ ἀγαπήσει δυνατά. Ἔφυγε σὰν ἀετός, ἐλεύθερος».

.                    Ἡ νηπτικὴ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας βοήθησε καὶ τὴν μάνα νὰ ἐλευθερωθῆ μέσα ἀπὸ τὸν «ἅγιο πόνο», γι᾽ αὐτὸ γράφει: « πόνος βαθς εναι λυτρωτικός. Σν καυτ σίδερο στ σωθικά σου, λιώνει τν γωϊσμό σου. ποτεφρώνει πιθυμίες κα κοσμικ θέλω». «Ὁ ἀνείπωτος πόνος σὰν ὀξὺ μυτερὸ λεπίδι, ξύνει τὴν ψυχή της (τῆς μάνας) καὶ βγαίνουν ἀλήθειες. Γονατίζει ἀπὸ τὶς ἀποκαλύψεις… Τώρα καλαβαίνω ὅτι αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ μετάνοια».

.                    Τὸ βιβλίο αὐτὸ μὲ τίτλο «ὑπόσχεση» ποὺ κυκλοφορεῖ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Γρηγόρη, εἶναι μιὰ «μαρτυρία καὶ ὀφείλεται στὴν ὑπόσχεση ποὺ δόθηκε ἀνάμεσα σ᾽ ἐμένα (τὴν μάνα) καὶ τὸν γιό μου Βανῆ», ὁ ὁποῖος εἶχε σκοπό, ἂν ζοῦσε «νὰ γράψη γιὰ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἔζησε μὲ τὸν καρκίνο». Ἀλλὰ εἶναι καὶ μιὰ μαρτυρία γιὰ τὸ πῶς ἐφαρμόζεται στὴν πράξη ἡ νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὑπομονή, ἡ ἡσυχία καὶ ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ λεγομένη «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία» σὲ δύσκολες καταστάσεις, ὅπως εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ καρκίνου, ἡ προθανάτια αὐτὴ ἐμπειρία.

.                    Εὐλογημένο παιδί, ἡρωΐδα μάνα, εὐαίσθητος καὶ νηφάλιος πατέρας. Δόξα τῷ Θεῶ.–

ΠΗΓΗ: «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ

Ἕνας θάνατος γεμάτος φῶς!



site analysis

 .                Ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὸν φωτισμένο πολυέλαιο τῆς ἐκκλησίας τοῦ κοιμητηρίου αὐτὴ τὴν ὥρα ­βρίσκεται ἀνοικτὸ τὸ φέρετρο μὲ νεκρὴ τὴν ἀείμνη­στη πλέον Ἐλπινίκη. Μὲ τὰ χέρια της σταυρωμένα. Μὲ τὰ μάτια της κλειστὰ καὶ μὲ μειδίαμα ἐλπίδος ἀναστάσεως ζωγραφισμένο στὰ χείλη της. Στολισμένη μὲ ἄνθη ὁλόλευκα καὶ εὐωδιαστά. Μὲ λαμ­πάδα ὑψωμένη δίπλα της νὰ καίει, καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ τοποθετημένη μὲ εὐλάβεια στὸ σῶμα της.
.                 Ἡσυχία ἀπόλυτη! Κόσμος γιὰ τὴν ἡλικία της πολύς. Ὅλοι σιωπηλοί. Μᾶλλον προσ­ευχόμενοι, περίμεναν νὰ ἀνοίξει ἡ Ὡραία Πύλη νὰ ἀρχίσει ἡ ἐξόδια Ἀκολουθία. Καὶ ἐγὼ δὲν χόρταινα νὰ ἀπορροφῶ τὴ γαλήνη ἐκείνης τῆς ὥρας μέσα στὸ ἱλαρὸ φῶς τοῦ ἀπογευματινοῦ ἥλιου ποὺ ἔμπαινε ἀπὸ τὰ πολύχρωμα παράθυρα, μεταμορφώνοντας τὸ Ναὸ σὲ χῶρο ὑπερκόσμιο.
.                   Ὄρθιος, ἀκλόνητος ἐπὶ ὥρα στεκόμουνα… Ἡ Ἀκολουθία εἶχε ἀρχίσει. Τὰ αὐτιά μου γαλήνευαν μὲ τοὺς ἤχους τῶν τροπαρίων. Τὰ μάτια μου κοιτοῦσαν συνεχῶς βουρκωμένα τὴ μακαρία νεκρή. Καὶ ὁ νοῦς μου ταξίδευε στὶς μεγάλες ὧρες τῆς διακονίας ποὺ ζήσαμε μαζὶ μὲ τὴν ἁπλὴ νοσηλεύτρια… Στὶς ὧρες τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας, ὅπου δὲν ἔπαυε αὐτὴ ἡ γυναίκα, ἡ νοσηλεύτρια τοῦ χειρουργείου, σὰν ἄγγελος ἁπαλὸς ἀλλὰ καὶ ἀεικίνητος νὰ μοῦ συμπαρίσταται σὲ κάθε λεπτὸ στὰ ἀτέλειωτα χειρουργεῖα. Μὲ πόση ἀκρίβεια μετροῦσε ἕνα – ἕνα τὰ ἐργαλεῖα καὶ τὶς γάζες ποὺ μᾶς ἔδινε, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε ξανὰ νὰ γυρίσουν στὰ χέρια της.
.                   Κάποτε εἴχαμε ξεχάσει στὸ χειρουργημένο θώρακα τοῦ ἀρρώστου μία γάζα. Πῶς μᾶς ἔσωσες τότε; Μὲ πόσο αὐστηρὸ τόνο τὴν ὥρα ἐκείνη ἐπανελάμβανες: «Μοῦ λείπει μία γάζα, μοῦ λείπει μία…» Ναί, ἀδελφὴ Ἐλπινίκη, προέβλεπες καὶ ἔσωζες μὲ τὸ ἄγρυπνο μάτι σου. Ξέραμε πὼς κάθε σου λεπτὴ καὶ διακριτικὴ κίνηση εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐπιτυχία. Δὲν θυμᾶμαι ποτὲ νὰ ἀστόχησες σὲ κάτι. Καὶ στὰ διαλείμματα τὰ μικρὰ τῶν μακρῶν χειρουργείων εἶχες πάντα μαζί σου ἀπὸ τὸ σπίτι ἕτοιμο νὰ μᾶς προσφέρεις ἕναν καφέ, ἕνα τόστ, ἕνα χυμὸ γιὰ μιὰ ἀνάσα… Καὶ πάλι μαζὶ νὰ συνεχίσουμε γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἑνός! Νὰ τὴ σώσουμε.
.                 Σὰν ἀστραπὴ πέρασαν τοῦτες οἱ σκέψεις. Ἡ Ἀκολουθία συνεχιζόταν. Μετέφερα τὸ νοῦ μου τώρα στὰ ψάλματα. Πρώτη φορὰ ἔνιωθα ἔτσι τὰ τροπάρια. Προσπα­θοῦσα νὰ τὰ ἑρμηνεύσω. Μιλοῦσαν γιὰ τὴ ματαιότητα τῶν ἐπιγείων, γιὰ τὸ ἔ­­­λεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀκούσματα γιὰ μένα τόσο πρωτό­­γνωρα ἀλλὰ καὶ τόσο δυνατά. Καὶ στὸ τέλος, πρὶν ἀσπασθοῦμε μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι τοῦ ἐπίγειου αὐτοῦ ἀγγέλου, δύο λόγια ἀ­­­­πὸ ἕναν ἄγνωστο ἱερέα ποὺ ἔλεγαν:
.                  «Ἐλπινίκη! Μιὰ ἀδελφὴ ­νοσηλεύτρια ποὺ ἔλιωσε σὰν λαμπάδα ­ἀναμμένη στὸ βωμὸ τοῦ χρέους, στὴ νοσηλεία τῶν ἀρ­­ρώστων. Μιὰ ἀδελφὴ ­νοσηλεύτρια ποὺ ἀντλοῦσε τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης της ἀπὸ τὸν παντοδύναμο Κύριο, τὸν Ὁ­ποῖο λάτρευε μὲ ὅλη της τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Μιὰ ἀδελφὴ ­νο­σηλεύτρια ποὺ ὁδήγησε στὸ Χριστὸ πλῆθος ἀσθενῶν. Ποὺ δὲν δίσταζε στὸ ­προσκεφάλι κάθε ­χειρουργημένου μαζὶ μὲ τὸ χάδι τῆς στορ­γῆς της νὰ ρίχνει καὶ τὸ βάλσαμο τῆς παρηγοριᾶς ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Πόσους δὲν ­ὁδήγησε ἡ ἀδελφὴ Ἐλπινίκη στὴν ­Ἐξομολόγηση! Στὴ λύτρωση! Στὴ ­σωτηρία!… Πόσους ἀπὸ αὐτοὺς ἄραγε δὲν θὰ συν­άντησε στὸν οὐρανὸ ἡ ὁσία της ψυχή, πόσους!…»
.                  Τ’ ἄκουγα αὐτὰ συγκλονισμένος. Ὄχι μόνο μὲ τὰ αὐτιὰ τοῦ σώματος ἀλλὰ πιὸ πολὺ μὲ τῆς ψυχῆς. Καὶ τὰ μάτια μου βουρκωμένα καὶ κλειστά, σφαλισμένα. Εἶχα σκύψει τὸ κεφάλι, γιατὶ δὲν ἄντεχα νὰ μὲ βλέπει κανένας, καθὼς δεχόμουνα τὸν ἱερὸ συγκλονισμὸ τῆς ­παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Πρώτη φορὰ ἔνιωθα νὰ σπάζει ἡ σκληρὴ ψυχή μου, καὶ ἕνα ρίγος πρωτόγνωρο γιὰ μένα νὰ διαπερνᾶ τὸ κορμί μου!… Αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι ἄγγιγμα Θεοῦ, σκεφτόμουνα. Τ’ ἄκουγα τὰ λόγια τοῦ ἀγνώστου σὲ μένα ἱερέα. Μοῦ φάνηκε κάποια στιγμὴ πὼς ἄκουγα τὴν ἴδια τὴ φωνὴ τῆς ἀδελφῆς Ἐλπινίκης, ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ κάποτε:
–Κύριε καθηγητά, πότε θὰ ἐπισκεφθεῖ­τε τὸ πνευματικὸ χειρουργεῖο; Στὸ ἐξομολογητήριο ὁ χειρουργός, ὁ μεγάλος Ἰατρός, ὁ Χριστός, μὲ νοσηλευτὴ τὸν Πνευματικό, μᾶς περιμένει ὅλους. Πότε;…
.                  Ἔπρεπε νὰ πεθάνεις, ἀδελφὴ Ἐλπινί­κη, γιὰ νὰ προσέξω τὴ φωνή σου. Κα­θὼς κοιτῶ γιὰ τελευταία φορὰ τὴ φωτισμένη σορό σου, σοῦ ὑπόσχομαι, θὰ τὸ δοκιμά­σω τὸ δικό σου χειρουργεῖο ποὺ τό­σο ἀ­­γαποῦσες. Σήμερα διαπίστωσα ἀπὸ ποῦ ἔπαιρνες χάρη καὶ δύναμη νὰ νικᾶς. Καὶ καινούργια κάθε μέρα νὰ μᾶς προφθαίνεις καὶ νὰ μᾶς ὑπηρετεῖς. Καὶ νὰ ἔ­­­χεις τόσο φῶς, ποὺ νὰ σὲ λούζει ­ἀκόμα καὶ στὸ θάνατο. Αἰωνία νὰ εἶναι ἡ μνήμη σου, μεγάλη μας ἀδελφὴ καὶ ­πνευματική μας μητέρα Ἐλπινίκη! Τὸ ὄνομά σου τὸ ἔκανες πράξη. Μὲ τὴν ἐλπίδα σου στὸ Χρι­στὸ νίκησες. Καὶ ἐμᾶς μᾶς νίκησες καὶ μᾶς κέρδισες, μακαρία Ἐλπινίκη.
.                  Ὁ ἥλιος ἔδυε, κι οἱ καθαρὲς ἀνταύγειες τῶν ἀκτίνων του ἔκαναν σπάνιο τὸ τοπίο τοῦ ἀθηναϊκοῦ οὐρανοῦ. Ἡ ὥρα εἶχε περάσει. Ἔπρεπε νὰ βιαστῶ γιὰ τὸ ἀεροδρόμιο. Ἡ ἀναχώρηση γιὰ τὴ Βοστώνη ἦταν στὶς 9.20΄ τὸ βράδυ. Οἱ ἀσθενεῖς μὲ περίμεναν. Αὔριο θὰ μ’ ­ἔβλεπαν δια­φορετικό. Στὸ χειρουργεῖο τοῦ ­Νοσο­κο­μείου μου θὰ ἔχω τὴ φωτογραφία τῆς μεγάλης μορφῆς τῆς Ἐλπινίκης. Καὶ στὴν καρδιά μου χαραγμένα τὰ λόγια καὶ τὴ ζωή της.
.                  Πόσο σὲ ἀγαπῶ, Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα, Πατρίδα μου, ποὺ μᾶς φανέρωσες τόσο φῶς!

ΠΗΓΗ: osotir.org

«ΤΩΡΑ, ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΕΙΜΑΙ ΕΤΟΙΜΗ! ΕΛΑ, ΣΕ ΚΑΛΗ ΩΡΑ»



site analysis

Ἀπὸ τὸ περιοδ. «Ὅσιος Γρηγόριος»
(ἐτήσια ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους)
ἀρ. τ. 7

Ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστ. Βιβλιογρ.»

.               Τὸ κατωτέρω περιστατικὸ μὲ μιὰ ἡρωίδα μητέρα ἀποτελεῖ ἕνα χειροπιαστὸ τεκμήριο τῆς «ἐλπίδας τοῦ παραδείσου»! Ὁ γιὸς τῆς μακαρίας Δέσποινας, μετὰ τὴν ἁγία κοίμησή της ἔγινε μοναχὸς στὴν Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἴδιος περιγράφει τὴν συγκλονιστικὴ καὶ μακάρια κοίμηση τῆς μητέρας του, ποὺ εἶχε προσβληθεῖ ἀπὸ καρκίνο.

.               «Τὴν Τρίτη 26 Ὀκτωβρίου 1972 πρότεινε ἀπὸ μόνη της νὰ κοινωνήση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων …Τὸ Σάββατο 30 Ὀκτωβρίου 1972, ὁ πατέρας μου καὶ ὁ ἀδελφός μου ἔβγαλαν εἰσιτήριο, γιὰ νὰ πᾶνε στὴν Πάτρα γιὰ τὴν τακτοποίηση τοῦ ἀδελφοῦ μου στὴν καινούργια του κατοικία. Ἀλλὰ κατὰ τὸ ἀπόγευμα ἡ μητέρα μου τοὺς παρακάλεσε ν’ ἀναβάλουν τὸ ταξίδι τους, γιατί δὲν αἰσθανόταν καλά. Τοὺς τὸ εἶχε πεῖ καθαρά:
– Θὰ πεθάνω ἀπόψε! Γι’ αὐτὸ νὰ τακτοποιήσουμε τὸ σπίτι, νὰ εἶναι ἕτοιμο γιὰ τὴν κηδεία..              
 Ἡ  ἴδια πρότεινε νὰ στρώσουν τὰ χειμωνιάτικα στρωσίδια στὰ δωμάτια καὶ μάλιστα εἶχε σηκωθεῖ καὶ κατεύθυνε τὴν τακτοποίησή τους. Μετὰ ὁ πατέρας μου πῆγε νὰ εἰδοποιήση ὅλους τους συγγενεῖς, νὰ ἔρθουν γιὰ νὰ περάσουν μαζί της τὸ τελευταῖο της βράδυ στὴν γῆ. Ἔτσι στὸ δωμάτιο ἦταν ὁ πατέρας μου, ὁ ἀδελφός μου, ἡ μητέρα της, ἡ ἀδελφή της, ἡ γιαγιά της, δύο θεῖες της καὶ ἄλλες ἐξαδέλφες της, ποὺ εἶχε μαζί τους στενὸ σύνδεσμο..               
Οἱ στιγμὲς ποὺ κυλοῦσαν ἦταν συγκλονιστικές. Ὅλοι κλαίγαμε. Δὲν μπορούσαμε νὰ σηκώσουμε τὸν πόνο. Μόνο αὐτὴ ἦταν ἀτάραχη! Μάλιστα κάθε λίγο μας παρηγοροῦσε τὸν καθένα ξεχωριστά. Κι ἐνῶ περνοῦσε ἡ ὥρα κάποια στιγμὴ μέσα σὲ μιὰ εὔθραυστη σιγὴ ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ δωμάτιο, μᾶς εἶπε:– Γιὰ νὰ μπορέσω νὰ φύγω πιὸ γρήγορα καὶ πιὸ εὔκολα, νὰ διαβάσουμε τὸ Ψαλτήρι. (Συνήθιζε ἡ ἴδια νὰ διαβάζη σ’ ὅλους τοὺς γνωστοὺς κεκοιμημένους τὸ Ψαλτήρι)..               
Ἄρχισα νὰ διαβάζω, ἐναλλὰξ μὲ τὸν ἀδελφό μου, ἐνῶ αὐτὴ εἶχε σηκωθῆ καὶ στεκόταν ὄρθια. Ἐμεῖς τὴ μαλώσαμε, ἀλλ’ ὅμως ἦταν ἀνένδοτη! Μᾶς ἔλεγε ὅτι εἶναι ἁμαρτία νὰ εἶναι ξαπλωμένη καὶ νὰ διαβάζεται τὸ Ψαλτήρι. Μάλιστα σὲ πολλοὺς ψαλμούς, ποὺ κι αὐτὴ ἤξερε, συμμετεῖχε μαζί μας, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔπιασαν ἀπὸ μία γωνία καὶ περίμεναν τὴν ἐξέλιξη..               
Τὸ Ψαλτήρι τὸ συνέχισαν οἱ θεῖες μου, οἱ ὁποῖες καὶ τὸ τελείωσαν. Κατόπιν ἄρχισε νὰ δίνη ὁδηγίες στὴν μητέρα της καὶ στὶς ἐξαδέλφες της γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς κηδείας. Στὴν μητέρα της εἶπε νὰ καθίση στὸ σπίτι μας, ὅσο μπορεῖ περισσότερο καιρό, γιὰ νὰ μᾶς περιποιῆται..               
Μετὰ κάλεσε τὸν πατέρα μου. Τὸν παρακάλεσε νὰ παντρευτῆ γρήγορα καὶ νὰ μὴν ἀκούη τὸν κόσμο. Τοῦ εἶπε χαρακτηριστικά: Εἶσαι νέος καὶ τὰ παιδιὰ εἶναι ἀγόρια. Ἔχετε ἀνάγκη μιᾶς γυναίκας. Μὲ τὰ μαγειρεῖα καὶ τὰ καθαριστήρια δὲν τελειώνει ἡ δουλειά. Γι’ αὐτὸ νὰ παντρευτῆς γρήγορα. Μὴν ἀκοῦς τὸν κόσμο. Ἂς ποῦν ὅ,τι θέλουν. Ἐσὺ νὰ κοιτάξης τὸ συμφέρον σου..           
Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔβγαλε τὴν βέρα της, τὴν ἔδωσε στὸν πατέρα μου καὶ μὲ φοβερὴ ψυχραιμία τοῦ εἶπε:– Ἀπὸ μένα εἶσαι πλέον ἐλεύθερος….               Ἀμέσως ὁ πατέρας μου ἔβαλε πάλι στὸ δάχτυλό της τὴν βέρα καὶ προσπάθησε νὰ τὴν παρηγορήσει ὅτι τάχα δὲν θὰ πεθάνει. Ὅμως αὐτὴ ἦταν ἀτάραχη καὶ ἤξερε τὸ τί θὰ ἐπακολουθοῦσε. Μάλιστα μετὰ τὸν θάνατό της βρήκαμε τὴν βέρα κάτω ἀπὸ τὸ προσκέφαλό της δεμένη σ’ ἕνα μαντήλι. Ἀφοῦ τὰ τακτοποίησε λοιπὸν ὅλα, ζήτησε ἀπ’ ὅλους συγχώρηση, στράφηκε στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶπε:
– Τώρα, Χριστέ μου, εἶμαι ἕτοιμη! Ἔλα, σὲ καλὴ ὥρα..           
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἔπιασε ἕνας βήχας καὶ προθυμοποιήθηκε μιὰ θεία μου νὰ τῆς φέρει νερό. Ὅμως ἡ μητέρα μου τὴν σταμάτησε λέγοντας:– Δὲν χρειάζεται! Αὐτὸ δὲν εἶναι βήχας. Εἶναι ρόγχος. Σὲ λίγο φεύγω..           
Τότε ὁ πατέρας μου τῆς ἔπιασε τὸ κεφάλι, γιὰ νὰ μὴ δυσκολεύεται καὶ μετὰ ἀπὸ 5-6 βαθειὲς ἀνάσες ξεψύχησε στὰ χέρια του!.              
 Ἔτσι ὅπως ἀθόρυβα ἔζησε τὰ 41 της χρόνια, ἔτσι ἀθόρυβα ἔφυγε γιὰ τὸν οὐρανό. Ἔφυγε γι’ Αὐτὸν ποὺ πόθησε περισσότερο ἀπὸ κάθε τί ἐδῶ στὴν γῆ».

 ΠΗΓΗ.ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος Και η Αλεξάνδρα Με Την Νοητική Υστέρηση.



site analysis

~ ..

Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος και το κορίτσι με την νοητική υστέρηση
Προ ετών, γνώρισα ένα μικρό κοριτσάκι, την Αλεξάνδρα, με κάποιας μορφής αυτισμό και εμφανή δυσκολία στην επικοινωνία. 
Οι ψυχολόγοι ήταν αποκαρδιωτικοί για την εξέλιξη του παιδιού. 
Οι γονείς δεν το άντεχαν, ιδίως η μητέρα, τρελαινόταν στη σκέψη και μόνο. Περιήλθαν διάφορους ειδικούς. Όλοι το ίδιο. Το παιδί έδειχνε να δυσκολεύεται πολύ στην επικοινωνία και την αντίληψη. Ήταν κλεισμένο στον εαυτό του. Έγινε οκτώ χρονών. Δεν το δεχόταν κανένα σχολείο. Έχασε δύο τάξεις.
Οι γονείς δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία. Ήταν κάπως αδιάφοροι, ίσως ορθολογιζόμενοι άθεοι. Δεν είχαν σχέσεις με εικόνες και καντήλια. Δήλωναν αγνωστικιστές. Κάποιοι φίλοι τους τους έπεισαν να πάνε σε έναν πνευματικό, γλυκό άνθρωπο, αληθινό ψυχολόγο.
Μέσα στην απόγνωσή τους, πήγαν και τον συνάντησαν. Ο άνθρωπος με πολλή αγάπη και γλυκύτητα τους ειρήνευσε κάπως.
-Τη λύση, τους είπε, θα τη δώσει μόνη της η Αλεξάνδρα. Αυτά τα παιδιά προσελκύουν τη χάρι του Θεού με ιδιάζοντα και ασυνήθη τρόπο. 
Την «αδικία» που σας έκανε ο Θεός θα βρεί τρόπο να την αποκαταστήσει ο Ίδιος.
-Μά, πάτερ, πήγαμε στους πιο ειδικούς και όχι μόνο σε έναν και δύο. Κανείς δεν μας δίνει κάποια ελπίδα. Το εξέτασαν το παιδί, το είδαν και ξαναείδαν, όλοι μας τονίζουν ότι πρέπει να συμφιλιωθούμε με την πραγματικότητα, μια ώρα γρηγορότερα για να ηρεμήσουμε κάπως. Αλλά εγώ δεν το αντέχω, λέει η μητέρα. Δηλαδή δεν θα πάει στο σχολείο με τα άλλα παιδιά; Θα γίνει τριάντα χρονών και θα περιφέρεται σαν μια ανέκφραστη μάζα μέσα στο σπίτι;
-Πολύ καλά κάνατε και πήγατε στους επιστήμονες. Ο Θεός όμως ξέρει να διαψεύδει και τους κορυφαίους της γνώσης. Αυτοί ξέρουν τα φαινόμενα. Εκείνος παρεμβαίνει στα μυστικά. Η Αλεξάνδρα, να ξέρετε, κρύβει μέσα της ένα πλούτο που μόλις βρει τον τρόπο και τον φανερώσει, θα θαυμάσετε όχι μόνο το παιδί αλλά και τον Θεό. Αυτά τα παιδιά τα αγαπάει διπλά ο Θεός, απάντησε ο ιερέας και σιώπησε. Εσείς να επιμένετε να βρείτε σχολείο για να πάει. Ρωτήστε, πιέστε, διαμαρτυρηθείτε με ευγένεια. Κάτι τελικά θα γίνει.
Πράγματι, ύστερα από πολλές απογοητεύσεις και απορρίψεις, συναντούν μια νεαρή ψυχολόγο, η οποία δείχνει ενδιαφέρον για την περίπτωση, όσο κανείς άλλος. Μέσα στο γραφείο υπάρχουν βιβλία, μολύβια, ένα σωρός αντικείμενα. Υπάρχει και μία εικόνα της Παναγίας. Το κορίτσι περιφρονεί τα πάντα και πλησιάζει την εικόνα προσπαθώντας να τη χαϊδέψει. Είναι κοντό και δεν φτάνει. Επιμένει.
Πλησιάζει η ψυχολόγος και το σηκώνει στα χέρια της. Αυτό απλώνει το χεράκι του και με χαρακτηριστική τρυφερότητα θωπεύει την εικόνα. Σε λίγο, κατά τη διάρκεια της συζητήσεως, η μικρή Αλεξάνδρα προσέχει τον σταυρό στο στήθος της κοπέλας, που την κρατάει στην αγκαλιά, και θέλει να παίξει με αυτόν. Σκύβει και τον φιλάει. Ποτέ δεν είχε δει στο σπίτι της εικόνα και φυσικά δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένη με ασπασμούς σταυρών και εκκλησιαστικών αντικειμένων. Όλο αυτό αιφνιδιάζει τους γονείς, οι οποίοι και εκφράζουν την απορία τους. Η ψυχολόγος υποδουλώθηκε στην αγάπη της Αλεξάνδρας. Την κατέκτησε.
Με τη βοήθειά της, ύστερα από δύο χρόνια βρίσκεται ειδικό σχολείο που την δέχεται δοκιμαστικά. Με την πολλή της αγάπη, η ψυχολόγος αναδεικνύει τα κρυμμένα χαρίσματά της. Η Αλεξάνδρα ξαφνιάζει με τις ικανότητές της. Κερδίζει τη συμπάθεια όλων ανεξαιρέτως. Οι γονείς ζητούν να περάσει από tests, μήπως και κερδίσει καμία τάξη. Δίνει εξετάσεις και πράγματι εντυπωσιάζει. Σε τρεις μήνες είναι σαφώς καλύτερη από όλους τους συμμαθητές της. Είναι από τους πρώτους.
Μεταπηδάει σε κανονικό σχολείο. Έχει τρομακτική μνήμη. Θυμάται τις πρωτεύουσες όλων των χωρών. Μαθαίνει Αγγλικά και Γαλλικά, που όλοι τρίβουν τα μάτια τους. Δυσκολεύεται στα Μαθηματικά. Είναι όμως καταπληκτική στην ανάγνωση και την ορθογραφία. Δεν κάνει λάθη. Ζωγραφίζει εξαιρετικά και επινοητικά. Δεν αντιγράφει. Και κυρίως είναι ένα εξαίρετο και ταπεινό παιδάκι. Όλοι τη λατρεύουν και παίζουν μαζί της. Μερικά παιδιά βλέπουν τη διαφορετικότητά της και την προκαλούν. Αυτή μπερδεύεται, αλλά δείχνει να συγχωρεί αμέσως. Το χόμπυ της, η Εκκλησία και τα τροπάρια. Κανείς δεν καταλαβαίνει τι νοιώθει μέσα της.
Ο ευλαβής ιερέας μου εξομολογείται:
-Αυτό το παιδάκι έχει κάτι το μοναδικό. Εγώ όποτε έχω πρόβλημα αξεπέραστο, όποτε οι πιστοί μου ζητούν για κάτι μεγάλο να προσευχηθώ, ζητώ από την Αλεξάνδρα να κάνει την προσευχούλα της. Και μην ξενίζεσαι, την ακούει ο Θεός, όπως ακούει τους αγίους. Υπάρχουν άρρωστοι για τους οποίους προσεύχεται, για ζευγάρια που δεν έχουν παιδιά, για ανθρώπους που ταλαιπωρούνται ψυχολογικά. Της δίνω τα ονόματα, της εξηγώ απλά το περιστατικό για να μην στενοχωρηθεί πολύ, είναι πολύ συμπονετική, -αυτή προσεύχεται και ο Θεός απαντά.
Αυτός ο θησαυρός, αν υπήρχε η διαγνωστική δυνατότητα και είχε προηγηθεί κάποιος έλεγχος προγεννητικά, δεν θα υπήρχε. 
Ο κόσμος μας σίγουρα θα ήταν πιο φτωχός σε αποδείξεις της πτώσεώς του. Θα ήταν όμως και πολύ πιο φτωχός σε φανερώσεις της χάριτος του Θεού. Η παρουσία της μικρής Αλεξάνδρας δίνει πόνο, αλλά προσφέρει τόση χάρι στον πονεμένο κόσμο μας. Και κυρίως παρουσιάζει την υποψία κάποιου Θεού, αρκετά διαφορετικού από τον ανθρώπινο που φανταζόμαστε και φυσικά δεν υπάρχει.
Κάθε τέτοιο άρρωστο παιδάκι δεν έρχεται στον κόσμο για να αγανακτούμε και για να ταλαιπωρούμαστε. 
Το καθένα έχει τον λόγο του και τη μυστική φωνή του. 
Σε μας μένει η προσφορά της αγάπης, το «αλλήλων τα βάρη βαστάζειν», η εμπειρία της κοινής ταπείνωσης –ότι δεν είμαστε και τόσο δυνατοί και σπουδαίοι, όσο νομίζουμε – και η προσπάθεια να απαλύνουμε το βάρος του και να κατανοήσουμε τη γλώσσα του. 
Τα παιδιά αυτά μιλούν καλύτερα τη γλώσσα του Θεού.
Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός» – Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος

Σάββατο 7 Ιουλίου 2018

Είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία πάντα διώκεται



site analysis



Μνήμη Αγίας Κυριακής (7 Ιουλίου)
Σήμερα η Εκκλησία, 7  Ιουλίου, γιορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη της αγίας μεγαλομάρτυρος Κυ­ριακής. Η αγία Κυριακή είναι από τα ιερά θύματα των τελευταίων αρχαίων διωγμών της Εκκλησίας. Μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού, που βασίλεψε από το 284 ως το 305, Ύστερ’ από λίγα χρόνια, στα 312 και 313 ο Μέγας Κωνσταντίνος με δύο Διατάγματα σταμάτησε τους διωγμούς εναντίον της Εκκλησίας. Οι αρχαίοι διωγμοί είναι από τις ενδοξότερες μέρες στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και κάθε διωγμός, γιατί είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία πάντα διώκεται.
Η αγία Κυριακή ήταν θυγατέρα ευσεβών γονέων. Ο πατέρας της Δωρόθεος κι η μητέρα της Ευσεβία δεν είχαν παιδιά. Προσεύχονταν και παρακαλούσαν το Θεό να τους δώσει ένα παιδί και να του το αφιερώσουν. Ο Θεός άκουσε την προσευχή των ευσεβών γονέων, και μια Κυριακή γεννήθηκε ένα ωραίο κοριτσάκι. Ο Δωρόθεος και η Ευσεβία, πιστοί στην υπόσχεσή τους, το ονόμασαν Κυριακή και το ανάθρεψαν με κάθε φροντίδα και επιμέλεια, ως αφιερωμένο στο Θεό. Η ατεκνία πάντα είναι μεγάλη λύπη για τους συζύγους και μάλιστα για τους Χριστιανούς, αλλά και η χαρά τους πάλι πολύ μεγάλη, όταν αποκτήσουν παιδί. Γι’ αυτό με κάθε τρόπο, και πρώτα με το όνομα που δίνουν στο παιδί, δείχνουν την ευγνωμοσύνη τους στο Θεό.
Στο διωγμό που κήρυξε ο Διοκλητιανός εναντίον των χριστιανών, η Κυριακή θα ήταν μια παιδούλα ούτε ως είκοσι ακόμα ετών. Τότε και οι γονείς και η θυγατέρα κατηγορήθηκαν και πιάστηκαν ως χριστιανοί. Και το πιο σκληρό ήταν ότι χωρίστηκε το κορίτσι από τους γονείς του· το Δωρόθεο και την Ευσεβία τους πήγαν προς την Αρμενία και την Κυριακή την οδήγησαν στη Νικομήδεια. Εκεί ο ηγεμόνας, ανακρίνοντας την παιδούλα και βλέποντας τη σταθερή της πίστη, έδωσε διαταγή να τη μαστιγώσουν σκληρά. Η Κυριακή σε κάθε ερώτηση απαντούσε· «Είμαι χριστιανή». Και σε κάθε απειλή του ηγεμόνα έλεγε· «Μην πλανιέσαι και μη σε ξεγελάει ο λογισμός σου με βοηθάει ο Θεός και δεν θα με νικήσεις».
Ύστερ’ από εξαντλητική ανάκριση, οδήγησαν την αγία Κυριακή στο ναό, για να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνη, μπαίνοντας στο ναό, παρακαλούσε μέσα της το Χριστό να την βοηθήσει. Ένας δυνατός τότε σεισμός κατατρόμαξε τους δημίους και τα αγάλματα του ναού έπεσαν κι έγιναν κομμάτια. Άναψαν ύστερα φωτιά για να την κάψουν ζωντανή, μα όπως τη βάτο του Μωϋσή, την κύκλωσαν οι φλόγες, μα δεν την έκαψαν. Την έριξαν ύστερα στα θηρία, μα κι εκείνα δεν την πείραξαν, παρόμοια όπως το Δανιήλ, όταν τον έριξαν στο λάκκο των λεόντων. Θα περίμενε κανένας ο ηγεμόνας να ανοίξει τα μάτια του και να δει το θαύμα του Θεού, μα έξαλλος και τυφλωμένος από οργή έδωσε διαταγή να αποκεφαλίσουν το αθώο κι αγνό κορίτσι.
Η αγία Κυριακή, πριν ο δήμιος εκτελέσει τη διαταγή, ζήτησε να την αφήσουνε να προσευχηθεί. Γονάτισε τότε κι άρχισε να προσεύχεται. Κανένας δεν άκουσε τα λόγια της, γιατί σε τέτοιες στιγμές η καρδιά του ανθρώπου, προσεύχεται «στεναγμοίς αλλαλήτοις». Δεν κινούνται τα χείλη, δεν ακούεται φωνή. Κι όμως ο Θεός ακούει, κι είναι σαν και να ρωτά τον προσευχόμενο, σαν και τότε το Μωϋσή στην Ερυθρά θάλασσα· «Τί βοάς προς με;». Η αγία Κυριακή προσευχήθηκε για ώρα πολλή κι ύστερα έγειρε στη γη. Όταν ο δήμιος πλησίασε για να εκτελέσει τη διαταγή, είδε πως η αγία Κυριακή ήταν νεκρή. Η ψυχή της παιδούλας πέταξε σαν μικρό πουλί, και φωτεινός άγγελος την πήρε, για να τη φέρει στο Νυμφίο Χριστό.
Ας μείνουμε στο όνομα της αγίας Κυριακής, στο γεγονός δηλαδή ότι οι ευσεβείς γονείς της την ονόμασαν έτσι, επειδή γεννήθηκε σε ημέρα Κυριακή. Το όνομα συνδέεται στενά με το πρόσωπο και τη συνείδηση του ανθρώπου. Ενώ το όνομα είναι έξω από τον άνθρωπο και προστίθεται σ’ αυτόν ύστερα, όμως συνδέεται τόσο μαζί του, που γίνεται ένα μ’ αυτόν. Έτσι καταλαβαίνουμε την καλή συνήθεια των ευσεβών χριστιανών να δίνουν στα παιδιά τους ονόματα Αγίων της πίστης. Με αυτό τον τρόπο και με την ευκαιρία που η Εκκλησία κάθε χρόνο γιορτάζει τα ιερά της πρόσωπα, ο κάθε χριστιανός στο όνομά του έχει μια συνεχή υπόμνηση της ευσέβειας. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει πως με το όνομα εισάγει «εις την οικίαν έκαστος την εαυτού τον άγιον». Αμήν.
(Επισκόπου Διονυσίου Ψαριανού(+), Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Εικόνες έμψυχοι»)

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ

 site analysis

«πολιά δε έστι φρόνησις
ανθρώποις και ηλικία γήρως
βίος ακηλίδωτος»
(Σοφ. Σολ. 4,9)
Π
οιός είπε πώς δεν υπάρχουν σήμερα άγιοι; Ποι­ος τολμά να διακηρύξει ότι στην εποχή μας λείπουν οι θεομένοι άνθρωποι; Ποιός ισχυρίζεται ότι η Εκκλησία δεν είναι εργαστήριο αγιοποιήσεως των πιστών της;
Το παρακάτω γεγονός θα διαψεύσει όλους αυτούς , που εν ονόματι της άσεμνης ζωής τους θέ­λουν να καταργήσουν την βαθειά ριζωμένη πίστη στις καρδιές των πιστών.
Γερόντισσα πλέον και σε βαθειά γεράματα η για­γιά Βασιλική δεν έχει δυνάμεις να βαδίσει τέσσερα τετράγωνα προκειμένου να έλθει στο Ναό του Θεού και να κοινωνήσει. Καλεί τον Εφημέριο κάθε εβδο­μάδα και λαμβάνει το σώμα και το αίμα του Σωτήρος Χριστού. Ο Εφημέριος αντιλαμβάνεται ότι μπροστά του έχει ένα θεομένο άνθρωπο. 'Εξ άλλου η κόρη της, που βρίσκεται κοντά της, διηγείται στον Εφημέριο τη ζωή της αγιασμένης μητέρας της.

Ο Εφημέριος κάθε εβδομάδα επί ένα έτος συνέ­χεια μεταδίδει στην κατάκοιτη γερόντισσα τα άχρα­ντα μυστήρια.
Τον τελευταίο καιρό όμως η κυρά Βασιλική νοιώ­θει πώς οι δυνάμεις της αρχίζουν να την εγκαταλείπουν. Ζητά την βοήθεια του Εφημερίου λέγοντας: Πάτερ μου θα σάς κουράσω πολύ αν αντί για μια φορά έρχεσθε τρεις φορές την εβδομάδα με το Χρι­στό; Όχι γιαγιά Βασιλική της λέγει ο ιερέας. Είναι χαρά μου να έρχομαι να σε κοινωνώ και να ακούω από το αγιασμένο στόμα σου τις ευχές σου.
Συνεχίστηκε επί τρεις η τέσσερες εβδομάδες Αυτή η τακτική. Ο ιερέας της μεταδίδει το Χριστό και εκείνη ζητά από τον ιερέα να προσευχηθεί, ώστε να έχει καλήν απολογίαν επί του φοβερού βήματος του Χριστού.
Διαπιστώνει ο Εφημέριος ακόμη ότι η γερόντισ­σα Βασιλική έχει πλέον εξοικειωθεί με το θάνατο τόσο, που έδιδε την εντύπωση ότι ομιλεί για ένα κα­θημερινό γεγονός.
Δε φοβάσαι το θάνατο κυρά Βασιλική, της λέγει ο Εφημέριος. Όχι πατερούλη μου. Περιμένω πώς να έλθει Αυτή η ώρα. Κουράστηκα από τη ζωή. Τώρα πρέπει να φύγω για να ξεκουράσω και την κόρη μου, που θυσιάζεται για μένα.
Εξ άλλου αυτός είναι ο προορισμός μας μετά την πτώση. να επιστρέφουμε στη μητέρα γη και η ψυχή μας να πετάξει στον ουρανό μέχρις ότου έλθει ο Κύ­ριος για να ενωθεί πάλι σώμα και ψυχή.
Κυρία Βασιλική είμαι νέος κληρικός και έχω πο­λύ ανάγκη από τις προσευχές σου. Μπορείς απ' αυτού που βρίσκεσαι να προσεύχεσαι και για μένα, ώστε ο Κύριος να με αγιάζει και να με προστατεύει από τον πονηρό; Τότε έβγαλε το κομποσκοίνι της και είπε στον ιερέα: εδώ σ' έχω κάθε μέρα. Είσαι ο μεγαλύτερος ευεργέτης μου. μου φέρνεις το Χριστό τακτικά. Τώρα μάλιστα τελευταία σ' έχω κουράσει πολύ και σε αποσπώ από τα πολυποίκιλα καθήκοντά σου.
Όχι κυρία Βασιλική. Δεν με κουράζεις της λέγει ο Εφημέριος. Έρχομαι πάντα με πολλή αγάπη και χαρά. Δεν θα σε κουράσω για πολύ πατερούλη μου, γιατί πλησιάζουν οι ημέρες που θα αναπαυθώ. Μό­νο να προσεύχεσαι για μένα.
7Ήταν Δευτέρα πρωί, όταν τη χαιρέτισε ο ιερέας λέγοντάς της ότι την Τετάρτη πάλι θα έλθει με το Χριστό. Πατερούλη, του λέγει μπορείς να έλθεις και αύριο; Μπορώ ευχαρίστως γιαγιά Βασιλική της λέ­γει ο ιερεύς.
Έτσι Αυτή η εβδομάδα ξεκίνησε με καθημερινή Θ. Κοινωνία μέχρι την Πέμπτη. την Πέμπτη αφού κοινώνησε το πρόσωπο της έλαμπε. Πρώτη φορά, διηγείται ο ιερέας έβλεπα στη ζωή μου τόσο μαρα­μένο από τα γηρατιά πρόσωπο με τόση λάμψη. 7Ήταν το πρόσωπο της γλυκύτατο και χαριτωμένο.
Να, είπα μέσα μου, που βρίσκεται η ομορφιά και η χάρη. Χαιρετώντας την πάλι της είπα. Γιαγιά Βα­σιλική αύριο πάλι. Ναι, πατερούλη μου, αύριο θα ρθεις πάλι, αλλά χωρίς τη Θ. Κοινωνία. Λέγω στην κόρη της. Τί είπε άκουσες; Άκουσα καλά; Εκείνη σταυροκοπήθηκε και είπε: Όπως θέλει ο Θεός πά­τερ μου. Όλη την ημέρα την είχα στη σκέψη μου.
7Ηλθε το βράδυ. Κοιμήθηκα. Στις 6:30 το πρωί, ώρα που καθημερινά εγείρομαι ακούω το τηλέφω­νο. 7Ήταν η κ. Σοφία, η κόρη της κ. Βασιλικής. Πά­τερ μου, μου λέγει, έλα. Η μαμά μου πριν από λίγο κοιμήθηκε.
Και εγώ έτρεξα αμέσως όχι με τη Θεία Κοινωνία, αλλά μόνο με το πετραχήλι μου για να διαβάσω το νεκρώσιμο τρισάγιο. Μετά πνευμάτων δικαίων τελειωμένων.
Η γιαγιά Βασιλική βρίσκεται στην αγκαλιά του Θεού πλέον και προσεύχεται και για μένα στον Κύ­ριο, όπως εξ άλλου μου το είχε υποχεθεί σε μια συ­ζήτηση.
Να λοιπόν που και σήμερα υπάρχουν αγιασμένοι άνθρωποι και γεμίζουν τον παράδεισο.
Η άγια μας Εκκλησία δεν θα πάψει να είναι εργαστήριο αγιοποιήσεως των πιστών της.
Όποιος διαβάζει Γεροντικά, όποιος επισκέπτεται μοναχούς, όποιος συναναστρέφεται με αγιασμένους ανθρώπους ακούει τέτοια γεγονότα που μαρτυρούν ότι η Άγια μας Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο πα­ρά ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνες όπως έλεγε ο ιερός Αυγουστίνος. Μαθαίνει ακόμη ότι το εισιτήριο για τον ουρανό βγαίνει εδώ κάτω στη γη. Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος (Β' Κορ. 6,2). Και ο Απ. Παύλος στην επιστολή του προς Εφεσίους (5,15-16) τονίζει. Βλέπετε ουν πώς ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι, άλλ' ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί είσι.
π.Βασίλειος Ακριβόπουλος

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Αγία Λουκία η παρθενομάρτυς,



site analysis




Εορτάζει στις 6 Ιουλίου εκάστου έτους.
Ιδούσα Pήξου την τομήν η Λουκία,
Oυ προς τομήν έρρηξε φωνήν δειλίας.
Βιογραφία
Η Αγία Λούκια, συνελήφθη από τον Ρήξο Βικάριο, που την ανάγκαζε να θυσιάσει στα είδωλα και ν’ αρνηθεί τον Χριστό. η Αγία Λούκια όχι μόνο δεν πείστηκε, αλλά οδήγησε στην πίστη του Χριστού τον Ρήξο, από τον όποιο, αξιώθηκε μεγάλων τιμών και εγκαταστάθηκε σ’ ένα ήσυχο σπίτι, όπου καταγινόταν με την προσευχή και τη νηστεία.
Παρακάλεσε δε τον Ρήξο να πάει στην Κομπανία της Ιταλίας και να μαρτυρήσει εκεί για τον Χριστό.
Ο δε Ρήξος, αφού εγκατέλειψε γυναίκα, παιδιά, πλούτο και όλη την κοσμική δόξα, αναχώρησε με την Αγία. Στην πόλη αυτή συνελήφθησαν και οι δύο. Μπροστά στον ηγεμόνα ομολόγησαν με θάρρος τον Χριστό και γι’ αυτό αποκεφαλίστηκαν.
Μαζί τους αποκεφαλίστηκαν και πολλοί άλλοι Άγιοι Μάρτυρες – Άγιοι Εικοσιτέσσερις Μάρτυρες που εορτάζουν την ίδια ημέρα
Άγιοι Εικοσιτέσσερις Μάρτυρες
Eικάς τετάρτη Mαρτύρων έργον ξίφους,
Ώφθη υπέρ σού, Xριστέ δόξα Mαρτύρων.
Αυτοί ήταν μεταξύ των πολλών, που μαρτύρησαν το 301 μ.Χ. δια αποκεφαλισμού, μαζί με την Αγία Λούκια και τον Άγιο Ρήξο.
Τα ονόματα τους ήταν τα εξής: Ανατολίας, Αντωνίνος, Λυκίας, Νέας, Σερίνος, Διόδωρος, Δίων, Απολλώνιος, Άπαμος, Παππιανός, Κοττύιος, Όρωνος, Παπικός, Σάτυρος, Βίκτωρ και άλλοι εννέα.
AgiaLoukia01

Πηγή: saint.gr