Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Τη Λ΄ (30η) του Οκτωβρίου, η Αγία Μάρτυς ΕΥΤΡΟΠΙΑ ξίφει τελειούται.



site analysis

Ευτροπία η Αγία Μάρτυς διεβλήθη εν Αλεξανδρεία εις τον ηγεμόνα Απελλιανόν, ότι ήτο Χριστιανή και ότι συχνάκις ήρχετο εις τας φυλακάς και επεσκέπτετο τους εγκεκλεισμένους Αγίους δια την πίστιν του Χριστού. Όθεν ομολογήσασα αφόβως τον Χριστόν, εν πρώτοις μεν κρεμασθείσα κατεξεσχίσθη, έπειτα δε εκάη με λαμπάδας ανημμένας.
Ενόμιζε δε την φλόγα ως ύδωρ δροσερόν και εβεβαίωνεν ενώπιον όλων, ότι έβλεπε φοβερόν τινα άνθρωπον, ο οποίος κατέψυχεν αυτήν και την εδρόσιζε· τούτον δε έβλεπον και οι στρατιώται. Μετά ταύτα εβασανίσθη σκληρότερον και ερρίφθη εις την φυλακήν. Παρασταθείσα δε εις τον ηγεμόνα την επομένην ημέραν, εχλεύασεν αυτόν και τα είδωλά του· όθεν έκοψαν την γλώσσαν της, αποκόψαντες είτα και την αγίαν της κεφαλήν και ούτως η μακαρία παρέδωκε την αγίαν της ψυχήν εις χείρας Θεού και έλαβε παρ’ αυτού του Μαρτυρίου τον στέφανον.

Οσία Δόμνα η δια Χριστόν Σαλή του Τόμσκ(+16/29 Οκτωβρίου 1872)



site analysis


Αποτέλεσμα εικόνας για Блаженная Домна Томская
 Η Δόμνα Κάρποβνα γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από ευγενείς γονείς σε κάποιο χωριό της ρωσικής πόλης Πολτάβα στην ουκρανική επαρχία Περεγιασλάβ.
 Εκεί φαίνεται ότι η Δόμνα ορφάνεψε από μικρή και την ανέθρεψαν συγγενικά της πρόσωπα,επίσης πλούσιοι.Την σπούδασαν και σαν έφτασε σε ικανή ηλικία θέλησαν να την παντρέψουν.Εκείνη δεν ήθελε και έτσι το έσκασε και τριγυρνούσε στους δρόμους της Πολτάβας,όπου την συνέλαβαν με την κατηγορία της επαιτείας και την έστειλαν στην Σιβηρία.
 Εκεί δεν είχε μόνιμο τόπο διαμονής και άρχισε να προσποιείται την σαλή.Τις περισσότερες νύχτες,είτε ήταν χειμώνας,είτε καλοκαίρι,τις περνούσε στο ύπαιθρο προσευχόμενη.Ντυνόνταν πολύ παράξενα.Αντί για ρούχα είχε περιζώσει το σώμα της με διαφόρων μεγεθών τζόγους,που ήταν δεμένοι μεταξύ τους με σπάγκους.
Μέσα οι μπόγοι περιείχαν σχοινιά,παπούτσια ,σπασμένα γυαλιά,πέτρες,ενώ από πάνω είχαν σακούλια με ψωμί,τσάι,κεριά,ζάχαρη,λιβάνι,γάλα,μπίρα,λαχανικά ακόμα και τουρσιά.Αυτά όλα ήταν το ντύσιμό της,το οποίο συνεχώς μετακινούσε γύρω από το σώμα της ενώ προσευχόνταν.Ήταν ένα είδος κομποσχοίνι.
Αποτέλεσμα εικόνας για Блаженная Домна Томская
 Δεν ακολούθησε το πρότυπο των υπόλοιπων δια Χριστόν σαλών,που ήταν μόνιμα ανυπόδητοι.Η όσια φορούσε παπούτσια ή παντόφλες,αλλά πάντοτε διαλυμένες.Επίσης φορούσε σάλι ενώ πολλές φορές δύο ή τρία καπέλα ταυτοχρόνως.Είχε επίσης και ένα παλτό,το οποίο λόγω των μπόγων δεν μπορούσε να φορέσει κανονικά,ενώ τις βαρυχειμωνιές κατέληγε σε κάποιο δυστυχισμένο.
Κάποτε ο μητροπολίτης της περιοχής,Πορφύριος,που την είδε να κάθεται στο φοβερό κρύο της Σιβηρίας,της έδωσε το δικό του παλτό,το οποίο η Δόμνα,αφού τον ευχαρίστησε,το πήρε και σε δύο ώρες βρισκόνταν στους ώμους κάποιου φτωχού.Όταν το έμαθε ο ιεράρχης είπε:«Η αγαπητή μας μικρή σαλή διδάσκει εμάς τους γνωστικούς...»Οι μπόγοι της που ήταν ιδιαίτερα βαρείς και αποτελούσαν από μόνοι τους ένα είδος άσκησης,δεν μπορούσαν να την προφυλάξουν,διότι ανάμεσά τους υπήρχε αρκετό κενό αρκετό να διαπερνά το κρύο και η βροχή.
Αποτέλεσμα εικόνας για Блаженная Домна Томская
 Συχνά κοιμόνταν στις αυλές κάποιων σπιτιών και μόλις ξυπνούσε το πρωί δε μιλούσε σε κανένα,αλλά τακτοποιούσε τους μπόγους της για μία ολάκερη ώρα.Ήταν η ώρα της εωθινής προσευχής.Μετά χαρετούσε τους ιδιοκτήτες των αυλών που πέρασε το βράδυ με τα εξής:«Καλημέρα.Χρόνια πολλά,χρόνια πολλά».Ακολούθως έκανε το σταυρό της,τους φιλούσε και άρχιζε τις σαλότητές,μέχρι να αρχίσει η Θεία Λειτουργία στον κοντινό ναό.Πολλές φορές,αν υπήρχε πολύς κόσμος στον ναό,συνέχιζε και εκεί τις τρέλες της.

 Αγαπούσε πολύ τα ζώα και ιδιαίτερα τα μαντρόσκυλα.Συχνά τα βράδια πλησίαζε τους χώρους που τα είχαν δεμένα και τα έλυνε.Τα ζώα την αγαπούσαν και πολλές φορές μπορούσε κάποιος να τη δει τις νύχτες να ακολουθείται από ολάκερες αγέλες σκύλων.Καθόντουσαν γύρω της και γρύλιζαν ευχάριστα.

Ανάμεσα στα γρυλητά ακουγόνταν και η γλυκειά φωνή της Δόμνας να σιγομουρμουρίζει:
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.Πάσαι αι ουράνιαι δυνάμεις,τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ,πρεσβεύσατε υπέρ ημών».Πάντοτε προσευχόνταν εαν ήξερε ότι δεν την βλέπει κανείς.Μόλις αντιλαμβάνονταν ότι κάποιος την έβλεπε,άρχιζε τις σαλότητές της.
Αποτέλεσμα εικόνας για в Иоанно-Предтеченском монастыре Томской
Το μοναστήρι του Τόμσκ το 1917

 Λίγο πριν κοιμηθεί απόκτησε το χάρισμα της προορατικότητας.Οι κάτοικοι της πόλης της τήν ευλαβούνταν πολύ και όταν κοιμήθηκε ειρηνικά στις 16/29 Οκτωβρίου 1872 παρευρέθηκαν μαζικά στην κηδεία της που έγινε στο γυναικείο μοναστήρι του Τόμσκ,όπου και θάφτηκε.

Από το βιβλίο του Ικαρου Πετρίδη Εμπαίζοντες''Ημείς μωροί δια Χριστόν''
Μεταφορά στο διαδύκτιο proskynitis.blogspot

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Η κυρά-Βασιλική απο ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας



site analysis
Η εικόνα ίσως περιέχει: 3 άτομα, υπαίθριες δραστηριότητες 

Ήταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ’ ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας και είχε τρία παιδιά.

Κατάφερε να τα μεγαλώσει με απίστευτες στερήσεις και δυσκολίες, όμως, με μία μοναδική αξιοπρέπεια! Αυτή, ήταν η κυρα-Βασιλική.
Πέθανε παραμονή της Παναγίας του 1998. 
Την επόμενη μέρα, 15 Αυγούστου, το φτηνό φέρετρο με την σωρό της, που ήταν πάνω στην καρότσα του μικρού αγροτικού ημιφορτηγού του ιερέα, κατευθυνόταν προς το κοιμητήριο.
Στην πορεία της κηδείας, ακολουθούσαν μερικοί συγχωριανοί της και συζητούσαν για τα βάσανα που είχε περάσει όσο αυτή ζούσε, όταν, ξαφνικά, ευωδίασε όλος ο γύρω τόπος: χιλιάδες άνθη και λουλούδια να υπήρχαν, πραγματικά, δεν θα μύριζαν τόσο!!!
Όλοι τους, παραξενεύτηκαν και απόρησαν. Αλλά δεν είχαν καμμία εξήγηση να δώσουν γι’ αυτό.
Ανάμεσα σ’ εκείνους που την συνόδευαν, ήταν και ένα πνευματικό τέκνο του μακαριστού Πατρός Γέροντος Αμβροσίου Λάζαρη (1912-2006), χαρισματικού Πνευματικού της Ιεράς Μονής Δαδίου. Μετά από λίγες μέρες από αυτό το θαυμαστό, αλλά, για πολλούς ανεξήγητο γεγονός, πήγε προς τον θεοφώτιστο Γέροντα Αμβρόσιο αυτό το πνευματικό του τέκνο, αναφέροντάς του το όλο συμβάν. 
Πολύ λακωνικά και επιγραμματικά, του είπε μονάχα ότι:
- Μία γυναίκα πέθανε και ευωδίασε ο τόπος. Αυτό, μόνο..
Ο Γέροντας Αμβρόσιος, στην αρχή, έμεινε σιωπηλός. Έπειτα, μπήκε μέσα στο δωμάτιό του, έμεινε για λίγο εκεί, και μετά επέστρεψε. Λέγοντας τα παρακάτω εξηγηματικά και κατατοπιστικά λόγια:
- Αυτή, αγίασε! Και, ξέρεις τον λόγο; Γιατί, ποτέ στην ζωή της, δεν παραπονέθηκε! Τέτοιους ανθρώπους, θέλει ο Θεός! Για να γεμίσει τον Παράδεισο και να κάνει την Δευτέρα Παρουσία. Κατάλαβες;…



(Ρήματα Ζωής)

Τη ΚΖ΄ (27η) του Οκτωβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΚΑΠΕΤΩΛΙΝΗΣ και ΕΡΩΤΗΪΔΟΣ.



site analysis

Καπετωλίνα και Ερωτηϊς αι Άγιαι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού και Ζιλικινθίου άρχοντος της Καππαδοκίας, εν έτει σπθ΄ (289). Και η μεν Καπετωλίνα ήτο ευγενής και πλουσία, η δε Ερωτηϊς ήτο δούλη αυτής. Διαμοιράσασα δε η Αγία Καπετωλίνα τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς και ελευθερώσασα τους δούλους της, παρουσιάσθη εις τον άρχοντα Ζιλικίνθιον και εκήρυξε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν· όθεν πρώτον μεν εκλείσθη εις την φυλακήν, κατά δε την ερχομένην ημέραν απεκεφαλίσθη. Η δε Ερωτηϊς εκτύπησε με πέτρας τον άρχοντα· δια τούτο δέρεται με ράβδους και διαμείνασα αβλαβής με την του Χριστού Χάριν, ξίφει την κεφαλήν αποτέμνεται. Και ούτως έλαβον και αι δύο τους στεφάνους της αθλήσεως.

Διήγησις περί των Ιβήρων, ήτοι των νυν καλουμένων Γεωργιανών, πως ήλθον εις θεογνωσίαν παρά τινος ΓΥΝΑΙΚΟΣ.



site analysis

Εις τας ημέρας του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου, εν έτει τλβ΄ (332), ήκμασε Γυνή τις ευσεβής, η οποία ήτο άκρως γεγυμνασμένη εις την ασκητικήν πολιτείαν. Όθεν μολονότι ηχμαλωτίσθη από τους Ίβηρας, μετεχειρίζετο και εκεί η μακαρία τους ιδίους αγώνας της ασκήσεως, επειδή δε οι Ίβηρες ήσαν τότε εστερημένοι της ιατρικής, δια τούτο, όταν τυχόν ησθένουν, συνήθιζον να προστρέχωσιν οι μεν προς τους δε, ζητούντες να μάθωσι τον τρόπον της ιατρείας της ασθενείας των εξ εκείνων, όσοι με την πείραν εδοκίμασαν την τοιαύτην ασθένειαν. Όθεν γυνή τις, έχουσα παιδίον, το οποίον δεινώς έπασχεν, επήγεν εις την ανωτέρω θεοσεβεστάτην Γυναίκα, ζητούσα να μάθη απ’ αυτήν, τι να πράξη εις την ασθένειαν του τέκνου της.
Εκείνη δε λαμβάνουσα το παιδίον και θέσασα τούτο επί κλίνης παρεκάλεσε τον Κύριον να το ιατρεύση· ο δε τα κρυπτά των καρδιών γινώσκων Κύριος, χωρίς να βραδύνη, εθεράπευσε αυτό. Εκ της αιτίας ταύτης η θαυμασία εκείνη Γυνή έγινε τόσον περίφημος, ώστε η φήμη της έφθασεν έως και εις τα ώτα της γυναικός του εκείσε βασιλέως, η οποία ευθύς προσέταξε να έλθη η αιχμάλωτος προς αυτήν, επειδή έπασχεν από πάθος χαλεπόν και δυσίατον. Η δε ταπεινόφρων Γυνή εις τούτο δεν επείθετο, κρίνουσα τον εαυτόν της ανάξιον, να υπάγη η αιχμάλωτος εις την βασίλισσαν. Αλλ’ η βασίλισσα, ως ουδέν νομίσασα το ύψος της βασιλείας, επήγε μόνη της εις την αιχμάλωτον· εκείνη δε θέσασα την βασίλισσαν να πλαγιάση επάνω εις την κλίνην της, όπου και το παιδίον επανεπαύθη, προσέφερεν εις αυτήν την ιεράν προσευχήν ιατρικόν του πάθους ταχύτατον. Ελευθερωθείσα λοιπόν η βασίλισσα από το πάθος, έδιδεν εις την αιχμάλωτον χρυσόν, άργυρον, πολύτιμα ιμάτια και άλλα πολλά, όσα είναι αποτελέσματα φιλοτιμίας βασιλικής, ίνα δια τούτων ανταμείψη αυτήν, ήτις τόσον ταχέως εδίωξε το πάθος της. Αλλ’ η θεία εκείνη και ευσεβεστάτη Γυνή έλεγεν εις την βασίλισσαν, ότι δεν χρειάζεται ταύτα, μισθόν δε και πληρωμήν μεγάλην της ιατρείας νομίζει το να γνωρίση εκείνη την εις Χριστόν πίστιν και ευσέβειαν και το να κτίση Ναόν εις το όνομα του Χριστού, ο οποίος εκ του πάθους την ηλευθέρωσεν. Η δε βασίλισσα, ταύτα ακούσασα, επέστρεψεν εις τα βασίλεια. Και τον μεν άνδρα της βασιλέα εξέπληξε δια την παράδοξον ιατρείαν του πάθους της· διηγουμένη δε και με ποίον τρόπον ιατρεύθη, εβεβαίωνεν, ότι ο Θεός της αιχμαλώτου, ο οποίος την ιάτρευσεν, είναι αληθώς και κυρίως Θεός. Έλεγε δε προς τούτοις, ότι είναι πρέπον να κτίσωσι Ναόν εις το όνομά του και ότι όλον το έθνος των Ιβήρων πρέπει να επιστραφή εις την του τοιούτου Θεού λατρείαν και πίστιν. Ο δε βασιλεύς την μεν ιατρείαν της γυναικός του εθαύμαζε και επήνει, Ναόν δε να κτίση δεν ήθελεν. Αφ’ ου δε παρήλθεν ολίγος καιρός, εξήλθε προς θήραν ο βασιλεύς· και οι μεν άλλοι εκυνήγουν ανεμποδίστως, ο δε βασιλεύς, μείνας μόνος μακράν των άλλων, προσεβλήθη από αορασίαν και δεν ήξευρε που να υπάγη. Όθεν απορρήσας δια το συμβεβηκός το οποίον ηκολούθησεν εις αυτόν, ενεθυμήθη την απείθειαν, την οποίαν έδειξεν εις τους λόγους της συζύγου του· και λοιπόν επικαλεσθείς εις βοήθειαν τον Θεόν της αιχμαλώτου Γυναικός, ηλευθερώθη από το σκότος και την αορασίαν. Έπειτα πορευθείς μόνος εις την ευσεβεστάτην αιχμάλωτον, παρεκάλει αυτήν να του δείξη εις ποίον σχήμα να κτίση τον Ναόν. Και η μεν Γυνή εσχημάτιζε τον Ναόν, οι δε τεχνίται του βασιλέως έκτιζον αυτόν. Αφ’ ου δε έλαβε τέλος ο Ναός και έπρεπε να εγκαινιασθή από Αρχιερέα, εύρε και τούτου την ευκολίαν η θαυμασία εκείνη Γυνή, διότι αυτή κατέπεισε τον βασιλέα της Ιβηρίας να γράψη προς τον βασιλέα των Χριστιανών και να ζητήση να σταλή εκείθεν διδάσκαλος της ευσεβείας. Τότε ήτο βασιλεύςτων Χριστιανών ο Μέγας Κωνσταντίνος, καθώς προείπομεν, ο οποίος μαθών την αιτίαν της αιτήσεως ηυχαρίστησε τον Θεόν και υποδεξάμενος φιλοφρόνως τους απεσταλμένους πρεσβευτάς, έστειλεν εις την Ιβηρίαν Αρχιερέα τινά εστολισμένον με πίστιν και σύνεσιν και με πολιτείαν ενάρετον, ομού και δώρα πολλά, δια να γίνη κήρυξ και διδάσκαλος της θεογνωσίας εις το έθνος εκείνο. Ούτος λοιπόν πορευθείς εκεί, με θαύματα και διδασκαλίας είλκυσεν εις την πίστιν του Χριστού όλους τους ανθρώπους και εβάπτισεν αυτούς· κτίσας δε εις διάφορα μέρη ιερούς Ναούς και χειροτονήσας Ιερείς, επέστρεψεν εις θεογνωσίαν όλον το έθνος των Ιβήρων και ούτως απήλθε προς Κύριον. Ούτος είναι ο τρόπος της υπό των Ιβήρων επιγνώσεως του αληθινού Θεού

Τη ΚΘ΄ (29η) του Οκτωβρίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Ρωμαίας.


 site analysis 
Αναστασία η Αγία Οσιομάρτυς του Χριστού η σήμερον εορταζομένη ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, έζη δε κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως και των διαδόχων αυτού Γάλλου και Βαλεριανού εν έτει σνστ΄ (256). Είναι δε και άλλη Μάρτυς Αναστασία η επιλεγομένη Φαρμακολύτρια, καταγομένη και αυτή από την Ρώμην, ακμάσασα κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, αλλά τα μεν περί αυτής ας ίδη πας τις εις την κβ΄ (22αν) του Δεκεμβρίου μηνός, ότε επιτελείται η μνήμη αυτής· ενταύθα δε να διηγηθώμεν τα περί της σήμερον εορταζομένης, ήτις τον Χριστόν εκ βρέφους ποθήσασα, ήρε τον ζυγόν αυτού τον χρηστόν και γλυκύτατον και εβάστασε το ελαφρόν αυτού φορτίον, ήτοι της μοναδικής πολιτείας, ύστερον δε ηξιώθη του Μαρτυρίου και υπέμεινε γενναίως και ανδρειότατα υπέρ της αγάπης του ουρανίου Νυμφίου αυτής διάφορα και πάνδεινα κολαστήρια· όθεν και υπ’ αυτού εδοξάσθη μεγάλως με τριπλούν στέφανον· ένα μεν δια την παρθενίαν αυτής, άλλον της ασκήσεως και έτερον τον του Μαρτυρίου, περί του οποίου θα διηγηθώμεν επιμελώς προς όφελος των αναγιγνωσκόντων.
Αύτη η αξιέπαινος κόρη και της του Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού Αναστάσεως επώνυμος απηρνήθη πατέρα, μητέρα και συγγενείς, εμίσησε πλούτον και δόξαν και πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν και εγκατέλιπεν άπαντα τα ρευστά και πρόσκαιρα αγαθά, δια να απολαύση τα αεί και πάντοτε διαμένοντα. Απήλθε λοιπόν εις το Μοναστήριον, όταν ήτο ετών είκοσι, και την εκούρευσεν ενάρετός τις και εγγράμματος Μοναχή, ονόματι Σοφία, ήτις εδίδασκεν αυτήν και ενουθέτει επιμελώς εις την μοναδικήν πολιτείαν. Η δε νεάνις, συνετή και εύτακτος, ωφελείτο διηνεκώς από τας νουθεσίας της διδασκάλου και εδείκνυε πολλήν αρετήν. Η δε Σοφία εδόξαζε τον Κύριον, βλέπουσα την πνευματικήν αυτής θυγατέρα να προκόπτη εις τον ένθεον έρωτα. Ο εχθρός όμως εφθόνει της κόρης την γενναιότητα και της έδωκεν εις την σάρκα μεγάλον και σφοδρότατον πόλεμον, ίνα την αναγκάση, εάν δυνηθή, να μισήση την μοναδικήν πολιτείαν ή καν να γίνη αμελής εις την άσκησιν. Αλλ’ η Αγία ποσώς δεν ώκνει εις τους πνευματικούς αγώνας, μάλιστα και προθυμοτέρα εγίνετο, όσον δε έβλεπε τον εχθρόν και επίβουλον, ότι την επολέμει δυνατά, τοσούτον και αυτή ανδρείως αντηγωνίζετο και ούτω κατά κράτος ενίκα και κατήσχυνε τον πειράζοντα. Βλέπων δε ο μισόκαλος ότι με τον τρόπον τούτον δεν ηδυνήθη να νικήση, επεχείρησε και άλλην επιβουλήν ο τρισάθλιος, ήτοι εφανέρωσεν αυτήν εις τους υπηρέτας της ασεβείας και διακόνους του, οίτινες είχον τον καιρόν εκείνον πόθον πολύν και επιμέλειαν να βασανίζωσι τους Χριστιανούς με διάφορα κολαστήρια. Δραμόντες λοιπόν ούτοι ανήγγειλαν προς τον ηγεμόνα Πρόβον, ότι η Αναστασία ούτε τους θεούς αυτών προσεκύνει, ούτε τους βασιλείς εσέβετο, αλλά εκήρυττε τον Χριστόν Θεόν αληθή και Ποιητήν πάσης της κτίσεως. Συνάξας λοιπόν ο Πρόβος πολυάνθρωπον θέατρον, προστάσσει να φέρωσιν εκεί την μακαρίαν, οι δε υπηρέται απήλθον ευθύς με μεγάλην ορμήν εις το Μοναστήριον και θραύσαντες τας θύρας εισήλθον μετά αναισχυντίας, ζητούντες την Αναστασίαν εξ ονόματος. Η δε διδάσκαλος αυτής Σοφία, ιδούσα την μανίαν των στρατιωτών, εγνώρισε την αιτίαν και τους παρεκάλεσε να αναμείνωσιν ολίγην ώραν. Λαβούσα δε την Αναστασίαν μετά δακρύων, απήλθον κρυφίως εις το θυσιαστήριον και λέγει προς αυτήν τοιαύτα έμπροσθεν της ιεράς Εικόνος του Δεσπότου Χριστού: «Εγώ, ηγαπημένη μου θύγατερ, από την ώραν, κατά την οποίαν σε ανεδέχθην, δεν ημέλησα ουδόλως να σε διδάσκω εις την κατά Θεόν πολιτείαν, και τώρα έφθασες εις ηλικίαν του πληρώματος του Χριστού. Ύπαγε λοιπόν προς αυτόν αγαλλιωμένη, διότι με αυτόν σε νυμφεύω σήμερον, εις αυτόν σε προσάγω και εις αυτόν σε παραδίδω να σε δεχθή δια νύμφην του άφθορον. Ιδού και Νυμφών ευπρεπής, και ο καλών αψευδής, και παρίστανται οι Άγιοι Άγγελοι να σε οδηγήσωσιν ως νύμφην Χριστού εις τους ουρανίους θαλάμους, να αγάλλησαι και να συνευφραίνησαι μετ’ αυτού πάντοτε, εις την ευφροσύνην εκείνην την ανεκλάλητον. Βάδισον την στενήν του Μαρτυρίου και τεθλιμμένην οδόν, ότι δι’ αυτής υπάγει εις την ευρυχωρίαν και την αιώνιον αναψυχήν η ψυχή σου· επειδή πρέπον είναι και δίκαιον όχι μόνον βασανιστήρια πάνδεινα να υπομείνωμεν δια την αγάπην του Χριστού, αλλά και αυτόν τον θάνατον να λάβωμεν αγαλλιώμενοι, διότι, εάν αυτός ο Κύριός μας και Δεσπότης απέθανε δι’ ημάς, πως να μη μιμηθώμεν και ημείς προθύμως τον εκείνου δια την σωτηρίαν μας θάνατον; Μάλιστα, ηγαπημένη μου θύγατερ, δεν λογίζεται θάνατος το να αποθάνης δια τον Χριστόν, αλλά ευφροσύνη, χαρά, ηδονή, λαμπρότης και αγαλλίασις, φως του φωτός τούτου γλυκύτερόν τε και ωραιότερον και διάβασις και μετάστασις από τα φθαρτά και πρόσκαιρα εις τα άφθαρτα και αιώνια, από τα λυπηρά και παμμόχθηρα, εις τα χρηστότερα και χαρμόσυνα. Τώρα υπάγεις, φιλτάτη μου, εις τα βέβαια και μόνιμα, τα διηνεκή και μηδέποτε λήγοντα, να συνευφραίνησαι μετά των φρονίμων Παρθένων εις εκείνην την άρρητον ηδονήν και άφραστον αγαλλίασιν, την αεί και πάντοτε διαμένουσαν. Μη δειλιάσης λοιπόν το αυστηρόν των τυράννων και το δριμύ των κολάσεων, διότι ο Δεσπότης Χριστός, ο Νυμφίος σου, θέλει σου παρασταθή δια να ελαφρύνη τους πόνους σου. Αν δε σε αφήση και ολίγον να κακοπαθήσης, δια να φανή η υπομονή σου και η δοκιμή της πίστεώς σου και δια να θαυμάσωσιν οι ορώντες την ανδρείαν και προθυμίαν σου, πάλιν δεν θέλει σε εγκαταλείψει έως τέλους· αλλ’ όταν αδυνατίσης, τότε θέλει σβεσθή η δριμύτης των πληγών και των πόνων σου και θέλει σου ανατείλει φως και παράκλησις, δόξα δε Κυρίου θέλει σε κυκλώσει». Ταύτα και έτερα πλείονα είπεν η πάνσοφος Σοφία προς την παρθένον. Αύτη δε της απεκρίθη λέγουσα· «Ποίησον δέησιν, μήτερ μου, και ικεσίαν προς τον Δεσπότην μας, να μου στείλη εξ ύψους δύναμιν και βοήθειαν, να μη δειλιάσω την των τυράννων ωμότητα, ότι το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής, και χωρίς της θείας βοηθείας δεν κατορθούται το αγαθόν. Εύξαι λοιπόν θερμώς υπέρ εμού, μήτερ μου, και θέλω σπουδάσει, κραταιουμένη από την δύναμιν του Θεού και από τας ευχάς σου, να φυλάξω πάσας τας εντολάς απαρασαλεύτους». Ταύτα είπεν η παρθένος προς την διδάσκαλον, παρευθύς δε έδραμον οι στρατιώται και την ήρπασαν ως αρνίον από την μητέρα του και δένοντες αυτήν με σίδηρα, την επήγαν εις το κριτήριον χαίρουσαν· βλέποντες δε οι στρατιώται τοσαύτην ευκοσμίαν και ωραιότητα εθαύμαζον. Ο δε Πρόβος καθήσας εις το κριτήριον ηρώτησε την Αγίαν πως ωνομάζετο. Η δε απεκρίνατο: «Αναστασία καλούμαι, διότι ο Κύριος με ανέστησε, δια να καταισχύνω σήμερον σε και τον πατέρα σου τον διάβολον». Ταύτην την τραχείαν απόκρισιν ακούσας ο Πρόβος ηβουλήθη να καταμαλάξη με κολακείας το αυστηρόν αυτής και απότομον, μη γινώσκων ο ανόητος ότι η κόρη είχεν εις την πίστιν την ψυχήν στερεωτέραν αδάμαντος. Έλεγε λοιπόν προς αυτήν: «Άκουσόν μου, θύγατερ, επειδή σε συμβουλεύω προς το συμφέρον σου, και θυσίασον εις τους μεγάλους θεούς, να σε νυμφεύσω με πλουσιώτατον άρχοντα, να σου δώσω χρυσίον πολύ, αργύριον, ιμάτια λαμπρά, υπηρετών και αιχμαλώτων πληθύν, να γίνης εις μίαν στιγμήν ευγενής και περίδοξος. Γνώρισον λοιπόν το συμφέρον σου και πράξον άξια της ωραιότητος και της ψυχικής ευγενείας σου. Μη θελήσης να δοκιμάσης τον θυμόν μου και να μάθης πόσον μέγα κακόν είναι η ασέβεια, διότι εγώ (οι θεοί το γνωρίζουσι) σε λυπούμαι δια το κάλλος σου και ως να ήμην κατά σάρκα πατήρ σου φροντίζω δια το όφελός σου και σε συμβουλεύω το συμφέρον σου· εάν όμως δεν μου ακούσης, είναι ανάγκη να δοκιμάσης τον θυμόν μου και την αγριότητά μου, όπως είδες τώρα την ευμένειαν και ημερότητά μου και τότε θα μετανοήσης ανωφελώς». Ταύτα η Μάρτυς ακούσασα, ενεθυμήθη των μητρικών παραινέσεων της σοφής διδασκάλου Σοφίας και απεκρίθη ταπεινώς λέγουσα· «Δι’ εμέ, ω δικαστά, Νυμφίος, πλούτος και ζωή, είναι ο γλυκύτατος Χριστός, ο Δεσπότης μου, ο δε δι’ αυτόν θάνατος είναι δι’ εμέ και της ζωής τιμιώτερος. Δια τον Χριστόν μου πάντα τα ηδέα και απολαυστικά της γης κατεφρόνησα. Χρυσόν, άργυρον, λίθους πολυτίμους και τα λοιπά, τα οποία τιμώσιν οι φιλόσαρκοι, ως πηλόν λογίζομαι· πυρ δε και ξίφος και σίδηρον, μελών στέρησιν, πληγάς τε και μάστιγας και ει τι άλλο νομίζετε δια τιμωρίαν, εγώ τα έχω δια ηδονήν και αγαλλίασιν, αποβλέπουσα εις τον Δεσπότην Χριστόν και Σωτήρα μου. Όχι δε μόνον να πάθω τοιαύτα δεινά δι’ αγάπην του, αλλά και να αποθάνω μυριάκις επιθυμώ δι’ αυτόν. Μη υποκρίνεσαι λοιπόν ότι λυπείσαι την καλλονήν μου, η οποία μαραίνεται ως τα άνθη του αγρού, αλλά ποίησον παν ό,τι είναι εις την εξουσίαν σου, δια να μη παρέρχεται ο καιρός ματαίως, διότι εγώ ξυλίνους ή λιθίνους θεούς δεν θέλω προσκυνήσει ποτέ». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών εθυμώθη και προστάσσει πρώτον μεν να την δείρωσιν ανηλεώς εις το πρόσωπον, έπειτα δε να την γυμνώσωσι δια να την βλέπη όλον το θέατρον προς αισχύνην της. Εγλυμνωσαν λοιπόν εκείνο το πάγκαλον σώμα και εις τους Αγγέλους αιδέσιμον και το παρέστησαν ενώπιον πάντων χωρίς τινος σκεπάσματος δια να καταφρονηθή υπό πάντων. Τότε της λέγει ο άρχων: «Ούτω σου πρέπει δια την υπερηφάνειάν σου να διαπομπεύεσαι ενώπιον τοσούτων οφθαλμών ανδρών· αλλά καν τώρα ζήτησον την ευμένειαν των θεών και μη θελήσης να ίδης προώρως μαραινόμενον τοσούτον κάλλος και να απολεσθής αθλιώτατα, διότι, εάν δεν ποιήσης το θέλημά μου, ουδείς δύναται να σε λυτρώση από τας χείρας μου, αλλά θέλω σε κατακόψει εις λεπτά τεμάχια και θέλω σε ρίψει να σε φάγωσι τα άγρια θηρία». Η δε Αγία απεκρίνατο· «Εγώ, ω ηγεμών, την γύμνωσιν ταύτην του σώματος δεν την έχω δι’ αισχύνην, αλλά δια καλλωπισμόν και μάλιστα λαμπρότατόν τε και ευπρεπέστατον· διότι, εκδυθείσα τον παλαιόν άνθρωπον, επιθυμώ να ενδυθώ τον νέον με δικαιοσύνην και αλήθειαν· όθεν είμαι έτοιμος να λάβω και αυτόν τον θάνατον, με τον οποίον με εφοβέρισας, διότι έχω αυτόν πολλά ποθεινότατον. Εάν δε και τα μέλη μου κατακόψης, ωμότατε δικαστά, και εκριζώσης την γλώσσαν, τους οδόντας και τους όνυχας, τότε μάλλον θα με ευεργετήσης περισσότερον. Όλην εμαυτήν χρεωστώ εις τον Δημιουργόν και Σωτήρα μου και τούτον ποθώ να δοξασθή εις όλα τα μέλη μου, έτι δε να παραστήσω αυτά εις αυτόν κεκαλλωπισμένα με τον στολισμόν της ομολογίας». Αυτά και έτερα όμοια είπεν η Αγία, δια να θυμωθή ο δικαστής, να μη την λυπηθή και την αφήση ατιμώρητον και στερηθή των στεφάνων της αθλήσεως. Θαυμάσας λοιπόν ο άρχων και όλον το θέατρον τοσαύτην παρρησίαν μιας παρθένου, αφήκε τας κολακείας και επιχειρίζεται τας τιμωρίας και δεινά κολαστήρια. Όθεν προστάσσει να καρφώσωσιν εις την γην τάσσαρας πασσάλους επάνω εις τους οποίους την ετάνυσαν και την εκρέμασαν αντιστρόφως και κάτωθεν μεν είχον πυρ με έλαιον, πίσσαν, θείον και άλλα όμοια, με τα οποία κατεφλέγοντο το στήθος, η κοιλία και τα σπλάγχνα της, άνωθεν δε την έδερον εις την ράχιν με ράβδους οι άσπλαγχνοι. Ούτω λοιπόν έπασχεν η αείμνηστος βασανιζομένη ώραν πολλήν, ήτο δε η ράχις και όλα τα νώτα της καταξεσχισμένα από τους ραβδισμούς· έμπροσθεν δε κατεφλέγοντο αι σάρκες, αι φλέβες και το αίμα, είχε δε τόσην οδύνην και πόνους, ώστε είναι αδύνατον να τα περιγράψη τις, αλλά και μόνον εις το άκουσμα τοιούτων βασάνων δειλιά και θαυμάζει πας άνθρωπος. Αλλ’ η Μάρτυς (ω ψυχής γενναίας όντως δια Χριστόν και αναγκων της φύσεως υψηλοτέρας!) με την ευχήν μόνην, ώσπερ με δρόσον τινά, έσβυνε την σφοδρότητα του πυρός ενθυμουμένη τα παλαιά του Θεού θαυμάσια, επειδή είχεν πολλήν σύνεσιν και σοφίαν των θείων Γραφών και ούτως ελάφρυνε τας οδύνας της. Το δε άγριον και απάνθρωπον εκείνο θηρίον, ο βασιλεύς, ιδόν ότι δεν εδειλίασε τοσαύτας βασάνους, προστάσσει να την δέσωσιν εις τροχόν· και ευθύς εγένετο έργον ο λόγος του, γυρίζων δε ο τροχός δια τινος μηχανής συνέτριψε τα οστά της Αγίας, τα νεύρα και οι αρμοί ετανύοντο και όλη, φεύ! Η πλάσις του σώματος μετετοπίσθη από την φυσικήν αρμονίαν και έμεινεν ελεεινόν θέαμα. Η δε Μάρτυς πάλιν επεκαλείτο εκείνον, όστις ηδύνατο να την βοηθήση εν καιρώ θλίψεως και να την λυτρώση από τας χείρας των εχθρών, ταύτα λέγουσα· «Θεέ θεών, ο Κύριος των δυνάμεων, ο Θεός της σωτηρίας μου, η υπομονή, η καταφυγή μου και δύναμις, η ελπίς της ψυχής μου και σωτηρία μου, μη μακρύνου απ’ εμού, ότι εξέλιπεν εις οδύνην η ζωή μου, εκολλήθη εις γην η γαστήρ μου «και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν» (Ψαλμ. ρα:4) και δος μοι βοήθειαν εν ώρα θλίψεως «ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν (Ψαλμ. ιζ: 33). Ταύτα προσευξαμένης της Αγίας, ω ταχείας επισκοπής! Ω οξυτάτης λυτρώσεως! Ευθύς ευρέθη αύτη ελευθερωμένη εξ εκείνου του χαλεπού μηχανήματος και ίστατο έμπροσθεν του δικαστού υγιής εις όλον το σώμα άνευ ουδενός σημείου πληγής ή καύματος πυρός εις τας σάρκας της. Αλλ’ αυτός ο τετυφλωμένος δεν ηδυνήθη να αισθανθή την θαυματουργίαν της θείας δυνάμεως, μεμεθυσμένος από την ας΄ρβειαν και μανίαν και σκότος περικείμενος· όθεν εκρέμασε πάλιν αυτήν εις το ξύλον και με όνυχας σιδηρούς την κατέσχιζαν. Η δε Αγία προσηύχετο και ευθύς ήλθεν εξ ύψους βοήθεια, ητόνησαν οι δήμιοι και αύτη ίστατο ουδέ ποσώς οδυνωμένη. Απορών δε ο ηγεμών ηγείρετο πολλάκις από τον θρόνον του με πολλήν οργήν και θυμόν, μη γνωρίζων τι να πράξη. Ο διάβολος όμως, όστις του ωμίλει κρυφίως, του ενεθύμισε να κόψη τους μαστούς της Αγίας. Αύτη η τιμωρία είναι χαλεπή και δριμυτάτη, ακροαταί, διότι εις το μέρος αυτό είναι μάλιστα καθιδρυμένη και ερριζωμένη η καρδία. Αλλά η Μάρτυς, έχουσα μεγαλύτερον πάθος εις την καρδίαν δια τον έρωτα του Χριστού, κατεφρόνησε του μικρού και ελάσσονος. Ο δε τύραννος, ιδών ότι και ταύτην την χαλεπωτάτην βάσανον υπέμεινεν η Οσία, ηγωνίζετο ο αλιτήριος να νικήση την υπερβολήν της καρτερίας με την υπερβολήν των κολάσεων· όθεν ανέσπασεν αυτής όλους τους οδόντας και τους όνυχας. Η δε Αγία, ως να μη ησθάνετο πόνον τινά, ηυχαρίστει θερμότερον τον Κύριον, διότι ηξιώθη να γίνη συγκοινωνός αυτού εις τα Πάθη, ενύβριζε δε και τους θεούς του τυράννου, σκότος αυτούς και πλάνους και δαίμονας και απώλειαν ψυχής ονομάζουσα. Ταύτα μη υποφέρων να ακούη ο δικαστής (επειδή εις τους ασθενείς οφθαλμούς είναι μισητόν το φως το γλυκύτατον) κελεύει να ανασπάσωσι την γλώσσαν της Αγίας από την φάρυγγα. Η δε Μάρτυς ουδόλως εδειλίασε την τιμωρίαν ταύτην, μόνον εζήτησεν ολίγην διορίαν δια να αποδώση την πρέπουσαν προσευχήν με το όργανον της φωνής και να δοξάση τον Κύριον. Ευχαριστήσασα λοιπόν τον Θεόν εποίησε δέησιν εις αυτόν όπως την αξιώση να επιστέψη με ένδοξον τέλος το Μαρτύριόν της και όσοι ασθενείς την επικαλεσθώσιν εις βοήθειαν, να τους δίδη την θεραπείαν ως ιατρός παντοδύναμος. Ταύτα της Αγίας προσευξαμένης, ήλθε φωνή ουρανόθεν μαρτυρούσα την αποδοχήν των αιτημάτων της, ήτοι ότι θα γίνη το θέλημά της καθώς εζήτησε. Τότε η Μάρτυς ακούσασα την θείαν φωνήν εχάρη και λέγει εις τον δήμιον να τελέση το προσταττόμενον, εκείνος δε έκοψεν, οίμοι! με σίδηρον την θεολόγον εκείνην γλώσσαν, την φθεγγομένην τα θεία λόγια. Έτρεχον λοιπόν τα αίματα και εκοκκίνισαν τα ιμάτια της αμώμου νύμφης του Χριστού, ήτις από τον πόνον ολιγοψυχήσασα εζήτησεν ύδωρ και της το έδωκεν ευσεβής τις και ενάρετος Χριστιανός ονόματι Κύριλλος, όστις δια την μικράν αυτήν καλωσύνην του ψυχρού ποτηρίου απολαμβάνει αντιμισθίαν παρά Θεού τον στέφανον της αθλήσεως. Διότι μανθάνων ο Πρόβος, ότι ελυπήθη την Αγίαν και της έδωκεν ύδωρ, προσέταξε να κόψωσι τας κεφαλάς και των δύο και ούτως ετέλεσαν τον δρόμον του Μαρτυρίου αμφότεροι. Έμεινε δε ερριμμένον ημέρας τινάς το λείψανον της Οσίας χωρίς ουδόλως να εγγίση εις αυτό πετεινόν ή θηρίον από θείαν νεύσιν και βούλησιν. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και θείος Άγγελος ουρανόθεν καταπέμπεται να αποδώση εις την διδάσκαλον αυτής Σοφίαν το άγιον λείψανον, η οποία προσηύχετο από την ώραν που έλαβον από τας αγκάλας της την Αναστασίαν και εδέετο προς τον Κύριον να την ενδυναμώνη έως τέλους, να μη νικηθή από κολακείας ή να δειλιάση τα κολαστήρια και ζημιωθή των στεφάνων. Ούτω λοιπόν προσευχομένη της Σοφίας μετά θερμών δακρύων και εξ όλης ψυχής, εφάνη εις αυτήν Άγιος Άγγελος, αφού ετελείωσεν η Αγία και απήλθεν εις τον ουράνιον θάλαμον να αγάλλεται αιώνια, όστις αναγγέλλει εις αυτήν το ποθούμενον τέλος της Οσιομάρτυρος Αναστασίας, το ευκταιότατον μήνυμα και ήδιστον και γλυκύτατον εις αυτήν άκουσμα· έτι δε και οδηγός αυτής γίνεται και της έδωκε το ποθεινότατον εις αυτήν και σεβάσμιον της Μάρτυρος λείψανον, εις το οποίον περιχυθείσα η μακαρία Σοφία και καταφιλούσα αυτό με θερμά δάκρυα και πολλήν αγαλλίασιν, έλεγε ταύτα: «Ποθεινόν μου και πολυέραστον τέκνον, το οποίον ανέθρεψα καλώς με κόπον πολύν, με ησυχίαν και άσκησιν, ευχαριστώ σοι, ότι δεν κατεφρόνησας τας επαγγελίας, δεν ηστόχησας τας νομοθεσίας, ουδέ παρείδες τας εντολάς, αλλά εφύλαξας τας υποσχέσεις και παρέστης εις Χριστόν τον Νυμφίον σου περιβεβλημένη παρθενίας ιμάτιον, πεποικιλμένη με του Μαρτυρίου τα στίγματα και εστολισμένη με στέφανον εκ λίθων τιμίων, τώρα δε κατοικείς εις τόπον σκηνής θαυμαστής, εις τον οίκον της δόξης Κυρίου και συν Αγγέλοις ευφραίνεσαι. Δια τούτο παρακαλώ σε, φιλτάτη μου θύγατερ και πνευματική μητέρα μου, γενού μοι της προσκαίρου ταύτης ζωής καλή γηροτρόφος και μεσίτις άμα και πρέσβυς προς τον Δεσπότην μας να με αξιώση της ουρανίου Βασιλείας του». Αυτά και έτερα λέγουσα η φιλόπαις και φιλόθεος Σοφία ενηγκαλίζετο και καταφίλει το τίμιον λείψανον, αλλά δεν ηδύνατο να το εγείρη δια το γήρας· όθεν, ενώ εσυλλογίζετο περί τούτου, εφάνησαν αίφνης δύο άνδρες εις το είδος και τον τρόπον αιδέσιμοι, οίτινες ήγειραν το σεβάσμιον εκείνο και ιερλωτατον λείψανον και το επήγαν μετά της Σοφίας εις την Ρώμην και το απέθεσαν εντός αυτής λαμπρώς και εντίμως εις δόξαν Θεού Πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τιμή και κράτος, συν Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Τη ΚΘ΄ (29η) Οκτωβρίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΑΝΝΗΣ, της μετονομασθείσης Ευφημιανός.



site analysis

Άννα η Οσία Μήτηρ ημών εγεννήθη εις το Βυζάντιον, από ευλαβή τινα έγγαμον Διάκονον του εν Βλαχέρναις Ναού της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ονόματι Ιωάννου· αφ’ ου δε απεβίωσαν οι γονείς της, εφρόντισεν η μάμμη της να την ενώση δια γάμου με άνδρα ευλαβέστατον, μετά του οποίου απέκτησε δύο τέκνα. Ελθών όμως τότε από το όρος του Ολύμπου ο εκ πατρός θείος της, Μοναχός ων ασκητικώτατος και διορατικώτατος, του οποίου μολονότι έκοψε την γλώσσαν Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος, ο εικονομάχος, ο βασιλεύσας κατά τα έτη ψιζ΄- ψμα΄ (717 – 741), εν τούτοις ελάλει ανεμποδίστως, ούτος, λέγω, άμα είδε την ανεψιάν του ταύτην Άνναν, φωτισθείς υπό της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, είπεν ως προορατικός ταύτα, τα οποία εφανέρωναν την μέλλουσαν προκοπήν της Αγίας·
«Διατί ηνώσατε με άνδρα την Άνναν, η οποία μόνον εις αγώνας και πόνους ασκητικούς αποβλέπει»; Ταύτα δε ειπών εκείνος και ευχηθείς αυτήν, ανεχώρησεν. Αφ’ ου δε παρήλθον έτη τινά και κατεβιβάσθησαν εις τα πέταυρα του Άδου οι δυσσεβείς βασιλείς Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος και ο τούτου μιαρώτατος γόνος Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος, έτι δε και ο του Κοπρωνύμου υιός Λέων Δ΄ ο Χάζαρος, ανήλθον δε εις τον θρόνον ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ και η Ειρήνη, οι Ορθόδοξοι και πιστότατοι βασιλείς, οι βασιλεύσαντες εν έτει ψπ΄ (780), τότε μαθόντες αυτοί τους πειρασμούς και τα βάσανα, όσα υπέστη από τον θηριώνυμον Λέοντα και τον Κοπρώνυμον Κωνσταντίνον ο αγιώτατος θείος της Οσίας Άννης, έστειλαν και τον έφεραν δια να λάβουν την ευχήν και την ευλογίαν του Αγίου τούτου ανδρός. Αφ’ ου δε συνεβούλευσεν εκείνος τους βασιλείς τα συμφέροντα προς την ευαρέστησιν του Θεού και ητοιμάζετο πάλιν να αναχωρήση από την Κωνσταντινούπολιν και να υπάγη εις την ησυχίαν, είπε προς την ανεψιάν του ταύτην Άνναν, η οποία εκυοφόρει τότε το δεύτερον αυτής τέκνον· «Ανδρίζου τέκνον, και ίσχυε, διότι «πολλαί αι θλίψεις των δικαίων» (Ψαλμ. λγ: 20). Γνώριζε δε, ότι αν δεν σκεπάσης τον άνδρα σου εις τον τάφον, δεν θέλεις γεννήσει το παιδίον, το οποίον έχεις τώρα εν τη κοιλία σου». Επληρώθη δε και η προφητεία αύτη του Οσίου, διότι μετά τον έκτον μήνα απέθανεν ο σύζυγος αυτής. Θρηνήσασα λοιπόν η Άννα πικρώς δια τον θάνατον του ανδρός της, κατεξήρανε τον εαυτόν της εκ της λύπης. Αφ’ ου δε εγέννησε και απεγαλάκτισε το νεώτερον αυτό τέκνον της, το παρέδωκεν εις τας χείρας του ετέρου θείου της, εκράτησε δε παρ’ εαυτή το έτερον τέκνον, το οποίον ήτο ολίγον μεγαλύτερον και επεδόθη εις τους ασκητικούς αγώνας. Οποίοι δε και πόσοι ήσαν οι αγώνες της, εκείνη μόνη η μακαρία τους εγνώριζεν, επειδή εις το κρυπτόν τούτους μετεχειρίζετο, αποφεύγουσα την δόξαν των ανθρώπων. Εις τους αγώνας τούτους της ασκήσεως ευρισκομένης της Αγίας, έρχεται πάλιν από τον Όλυμπον ο διορατικώτατος εκείνος θείος της· η δε Άννα, τούτον ιδούσα, έπεσεν εις τους πόδας του και εζήτει την ευλογίαν του. Ο δε είπε προς αυτήν· «Ενδυναμού εν Κυρίω, τέκνον· που είναι το παιδίον σου;» Η δε απεκρίθη· «Το μεν νεώτερον παρέδωκα εις τον αδελφόν σου και μετά Θεόν ευεργέτην μου, το δε άλλο ευρίσκεται μετ’ εμού». Ταύτα δε ειπούσα και άλλα τινά λόγια προσθέσασα, τα οποία είναι ίδια λυπημένης καρδίας, εκάλεσε και τα δύο τέκνα της και τα παρέστησεν εις τον τίμιον Γέροντα. Παρεκάλει δε αυτόν μετά δακρύων λέγουσα· «Εύξαι, ω Πάτερ τίμιε, δια τα τέκνα μου ταύτα». Ο δε Γέρων είπε· «Δεν έχουσιν αυτά ανάγκην ευχής». Τούτο ακούσασα η Άννα, βαρέως το εδέχθη και εκ βάθους καρδίας στενάξασα είπεν· «Αλλοίμονον εις εμέ την αμαρτωλήν! Τι άραγε μέλλει να γίνωσι τα κατ’ εμέ;» Και ο Γέρων είπε· «Δεν σου είπον, τέκνον, ότι πολλαί αι θλίψεις των δικαίων; Εάν δε ημείς δεν υπομείνωμεν θλίψεις και πειρασμούς, δεν δυνάμεθα να σωθώμεν· διότι ούτως είναι πρέπον και αρεστόν εις τον Θεόν». Η δε Άννα λέγει· «Μήπως, Πάτερ μου, εφάνη εύλογον εις τον Δεσπότην Χριστόν να μεταστήση εις την εκεί ζωήν τα ανήλικα ταύτα τέκνα μου»; Και ο γέρων απεκρίθη· «Καλώς είπας, θύγατερ, διότι εντός ολίγου θέλει τα αφαιρέσει από σε ο Κύριος». Η δε Άννα, ευχαριστήσασα τον Θεόν, καθώς ήτο πρέπον και πεσούσα εις τους πόδας του τιμίου Γέροντος, έλαβε την ευχήν και ευλογίαν του. Μετά δε την αναχώρησιν του Γέροντος ήρχισε να διαμοιράζη τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς δια των δύο χειρών της. Επειδή δε μετ’ ολίγον καιρόν απέθανον και τα δύο της τέκνα, εθρήνησε μεν ταύτα μετά δακρύων, διαμοιράσασα δε εις τους πτωχούς και τα υπόλοιπα πράγματα, τα οποία της εναπέμειναν, περιήρχετο τας Εκκλησίας προσκυνούσα, προσευχομένη και ανάπτουσα τας κανδήλας των Αγίων Εικόνων. Τέλος, ευρούσα η Οσία Μοναχόν τινα από τον Όλυμπον, εκουρεύθη παρ’ αυτού και έγινε Μοναχή· φορέσασα δε έσωθεν ανδρικά ενδύματα και έξωθεν γυναικεία ανεχώρησε κρυφίως χωρίς να την αντιληφθή τις και επήγεν εις τα μέρη του Ολύμπου. Εκεί απορρίψασα τελείως τα γυναικεία ενδύματα και μόνον τα ανδρικά φορούσα, εισήλθεν εντός του Κοινοβίου και συνωμίλησε με τον θυρωρόν, λέγουσα, ότι έχει μεγάλην επιθυμίαν να συναντήση τον Ηγούμενον. Ο θυρωρός ανήγγειλε τούτο εις τον Ηγούμενον, ο οποίος εκάλεσεν αυτήν· η δε Άννα, παρασταθείσα έμπροσθεν του Ηγουμένου, ερρίφθη εις τους πόδας του και εζήτει την συνήθη ευλογίαν. Ο Ηγούμενος, αφ’ ου την ηυλόγησεν, ήγειρεν αυτήν, νομίζων δε ότι είναι ανήρ ευνούχος την ηρώτησε· «Διατί ήλθες εις ημάς, αδελφέ; Και ποίον είναι το όνομά σου»; Η δε Άννα απεκρίθη· «Το μεν αίτιον, δια το οποίον ήλθον εδώ, Πάτερ άγιε, είναι το πλήθος των αμαρτιών μου, ίνα δηλαδή ησυχάσω εις το υπόλοιπον διάστημα της ζωής μου και δια της ησυχίας εύρω ίλεων τον Θεόν εν τη ημέρα της κρίσεως, αν και είμαι πάντη ανάξιος· ονομάζομαι δε Ευφημιανός». Ο δε Ηγούμενος είπε προς αυτήν· «Εάν έχης, τέκνον, τοιούτον λογισμόν και ποθής αληθώς την σωτηρίαν σου, φεύγε την παρρησίαν· επειδή η φύσις των ευνούχων ευκόλως κυριεύεται από τους εμπαθείς λογισμούς». Ταύτα δε ειπών και την συνηθισμένην ποιήσας ευχήν, συνηρίθμησεν αυτήν μετά των λοιπών αδελφών του Κοινοβίου. Η δε αοίδιμος Άννα τόσον πολύ προώδευεν, ώστε έγινεν εις όλους τους Μοναχούς του Κοινοβίου τύπος και παράδειγμα πάσης αρετής και μάλιστα της ταπεινότητος. Ο δε υπηρέτης της Οσίας, τον οποίον είχεν αφήσει εις τον οίκον της δια να οικονομήση τα πράγματά της, καθώς τον διέταξεν, βλέπων την απουσίαν της κυρίας του, εξήλθεν εις αναζήτησιν αυτής. Απαντήσας δε τον Μοναχόν εκείνον, ο οποίος έκειρε την Οσίαν Μοναχήν, ηρώτα αυτόν, εάν γνωρίζη, που ευρίσκεται η κυρία του εκείνη, η τα γήϊνα καταλιπούσα και επιζητούσα τα ουράνια. Ο δε Μοναχός απεκρίθη· «Ότι μεν έμαθον την περί εκείνης υπόθεσιν, τούτο δεν δύναμαι να αρνηθώ· που δε τώρα ευρίσκεται δεν γνωρίζω· αλλά ελθέ να συμπορευθώμεν εις το δείνα Μοναστήριον». Φθάσαντες δε εις αυτό, ηρώτησαν επιτηδείως τον θυρωρόν, πληροφορηθέντες δε ότι ευνούχος τις ευρίσκεται εκεί, αντελήφθησαν ότι μέσα εις τα δίκτυα έχουσι το κυνήγιον, ήτοι ότι ευρίσκεται η Οσία εντός του Μοναστηρίου· όθεν παρεκάλεσαν τον θυρωρόν να αναγγείλη εις τον ευνούχον, ότι τον ζητούσιν ο τάδε και ο δείνα. Η δε Οσία ταύτα ακούσασα και μη δυναμένη άλλως να πράξη, εξήλθεν εις υπάντησιν αυτών· ο δε κουρεύσας αυτήν Μοναχός, δεικνύων τον συνοδοιπόρον του, λέγει εις την Οσίαν· «Ιδού ο πιστότατός σου διάκονος και οικονόμος, όστις πολλά έπαθεν έως τώρα δια την αναζήτησίν σου, ιδού, λέγω, είναι παρών και αν θέλης, ας υπάγωμεν εις το ιδικόν μας Μοναστήριον». Ταύτα ακούσασα η Οσία και θέλουσα να φυλάξη την υπακοήν εις τον Γέροντά της, προσήλθεν εις τον Ηγούμενον και εζήτησε την ευλογίαν εκείνου ως και των λοιπών αδελφών και ούτως εξήλθεν από το Κοινόβιόν της και μετέβη εις το άλλο Μοναστήριον, ομού με τον αναδεχθέντα αυτήν εις το άγιον σχήμα Μοναχόν και τον υπηρέτην της. Διατρίψασα δε εκεί αρκετόν καιρόν και θεαρέστως πολιτευομένη εποίησε θαύματα άπειρα· όθεν επειδή η φήμη των θαυμάτων διεδόθη εις πάμπολλα μέρη, ένεκα τούτου ήλθον πολλοί κοσμικοί εις το Μοναστήριον δια να γίνωσι Μοναχοί, αλλ’ η στενότης του Μοναστηρίου ημπόδιζε την αύξησιν των προσερχομένων. Δια τούτο ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εκείνου, εμπνευσθείς από τον Θεόν, εδηλοποίησε δια γραμμάτων εις τον τότε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Άγιον Ταράσιον τα θαυμάσια έργα του Μοναχού Ευφημιανού και ότι επειδή διεκωδωνίσθησαν τα τοιαύτα θαύματά του συνέδραμον πολύ πλήθος ανθρώπων εις το Μοναστήριον ίνα μονάσωσι, πλην δεν εχώρουν εις αυτό, διότι ήτο πολύ στενόν και μικρότατον. Ο δε Πατριάρχης, ταύτα μαθών, συνεφώνησε με τον του Ηγουμένου θείον σκοπόν και έδωκεν εις αυτόν δωρεάν τόπον τινά κρημνισμένον· όθεν ο Ηγούμενος, τούτον λαβών, εις διάστημα ολίγων ετών έκτισεν εις αυτόν Μοναστήριον εκ θεμελίων, το οποίον ονομάζεται τώρα Μοναστήριον των Αβραμιτών. Εις τούτο δε το Μοναστήριον διέταξε την Οσίαν Άνναν να διανύση τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής της. Αφ’ ου δε εγένετο τούτο, κατέστη περιβόητος εις όλους η αγγελική ζωή της μακαρίας Άννης. Όθεν επληθύνοντο καθ’ εκάστην ημέραν οι προσερχόμενοι εις το Μοναστήριον. Ο μισόκαλος όμως εχθρός, φθονών την προκοπήν της Αγίας και θέλων να λυπήση αυτήν, ενέσπειρε ζιζάνια εις τινα Μοναχόν μεν κατά το σχήμα, κατά δε τα έργα και πράγματα φίλον όντα του χαιρεκάκου δαίμονος· όθεν μετήρχετο αυτός το απαραίτητον έργον του διαβόλου, δηλαδή το να εκτοξεύη ύβρεις αισχράς εναντίον της Οσίας, διότι ήτο ευνούχος, και το να κατηγορή αυτήν φανερά. Αλλ’ η μακαρία εκείνη εις ουδέν ελογίζετο τας κατηγορίας, μάλλον δε και ως ευεργεσίας ταύτας ενόμιζε. Γυνή δε τις θεοφιλής, ακούσασα τους αισχρούς και βδελυρούς λόγους, τους οποίους έλεγε κατά της Οσίας ο τη αληθεία αισχρός Μοναχός, όστις και εφάνη ότι ήτο φονεύς εις το ύστερον, ταύτα, λέγω, ακούσασα, του είπε· «Πρόσεχε, αδελφέ, μήπως αυτός τον οποίον κατηγορείς δεν είναι ευνούχος, ουδέ εμπαθής, καθώς υπολαμβάνεις, αλλά γυνή, και γυνή απαθής. Και τότε συ μεν μέλλεις να λάβης την γέενναν του πυρός δια τας κατηγορίας σου, θα μολύνης όμως και εκείνους, οι οποίοι σε ακροάζονται, κατηγορούντα την απαθή. Επειδή πρό τινων ετών γυνή τις, διαμοιράσασα τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, έγινεν αφανής και πρόσεξε μήπως είναι αυτή η ιδία, την οποίαν συ λέγεις ευνούχον εμπαθή και εκ τούτου καταδικάζεις την ψυχήν σου εις απώλειαν». Ο δε μιαρός εκείνος και δόλιος Μοναχός, αντί να συσταλή, προσέθεσεν εις την πονηρίαν του και τούτον τον λόγον, τον οποίον ήκουσεν, ήτοι εκήρυττεν εις όλους, ότι ήτο γυνή. Προσεπάθει δε ο ανόσιος να εύρη ευκαιρίαν τινά δια να κρημνίση την Αγίαν εις κατηφορικόν τόπον, ούτως ώστε κρημνιζομένης ταύτης να ανασυρθώσι τα ενδύματά της και ίδη αυτήν γεγυμνωμένην και γνωρίση το βέβαιον, εάν είναι γυνή ή όχι. Ποιήσας δε τούτο ο μυσαρός, δεν είδε μεν τίποτε, έγινεν όμως ημίξηρος, τιμωρηθείς υπό της θείας δυνάμεως. Όθεν αναχωρήσας από το Μοναστήριον, μετέβη εις την πατρίδα του· εκεί δε ευρισκόμενος συνελήφθη ως υπεύθυνος δι’ έγκλημα φόνου και ούτως ο άθλιος κρεμασθείς εις την αγχόνην, απέρρηξε την μιαράν του ψυχήν. Η δε Αγία, αφ’ ενός μεν επειδή ευφημίσθη εκ τούτου και αφ’ ετέρου δια να αποφύγη τα σκάνδαλα, επορεύθη εις τα μέρη του καλουμένου Στενού, έχουσα μεθ’ εαυτής δύο Μοναχούς, Ευστάθιον και Νεόφυτον ονομαζομένους, και εκεί ευρούσα Εκκλησίαν, ήτις είχεν ύδωρ και ολίγον κήπον, κατώκησεν εις αυτήν. Μετά παρέλευσιν δε ετών τινών, προσκληθείσα υπό τινων Μοναχών, ανεχώρησεν απ’ εκεί και επήγεν εις το Βυζάντιον κατά τα μέρη του Σίγματος, ένθα διήνυσε το υπόλοιπον της ζωής της οσίως και θεαρέστως, θαύματα πολλά και ιατρείας χαρισαμένη εις εκείνους, όσοι προσέτρεχον εις αυτήν. Και ούτως η μακαρία εν ειρήνη προς τον ποθούμενον Χριστόν εξεδήμησεν.