Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ




«Αφού πέρασαν σαράντα ημέρες, μετά τη σωτήρια ενανθρώπηση του Κυρίου, τη γέννησή Του άνευ ανδρός από την αγία αειπάρθενο Μαρία, κατά τη σεβασμιότατη αυτή ημέρα, η πάναγνη Μητέρα Του και ο δίκαιος Ιωσήφ έφεραν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό στο Ιερό, σύμφωνα με τη συνήθεια του  σκιώδους και νομικού γράμματος, του Μωσαϊκού Νόμου. Τότε και ο γηραιός  και πρεσβύτης Συμεών, που είχε δεχθεί ως χρησμό από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα πεθάνει, πριν να δει τον Χριστό Κυρίου, δέχτηκε αυτόν στην αγκαλιά του, και αφού ευχαρίστησε και ομολόγησε τον Θεό, φώναξε: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα Σου»: τώρα μπορείς να πάρεις τον δούλο σου, Κύριε, ειρηνικά. Και μετά, γεμάτος χαρά, έφυγε από τη ζωή αυτή, ανταλλάσσοντας τα επίγεια με τα ουράνια και αιώνια. Η σύναξη αυτή τελείται στον σεβάσμιο Ναό της αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, που βρίσκεται στις Βλαχέρνες».

Όλη η υμνογραφία της μεγάλης αυτής Δεσποτικής και Θεομητορικής εορτής κινείται μέσα σε ατμόσφαιρα θάμβους και μυστηρίου: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Οι ύμνοι τονίζουν βεβαίως την ιστορική πραγματικότητα: τον ερχομό της αγίας οικογένειας στον Ναό, όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες από την ημέρα της Γεννήσεως του Κυρίου, και τη συνάντηση Αυτού με τον γέροντα Συμεών, αλλά μας ανοίγουν και τα μάτια της ψυχής εν πνεύματι, για να δούμε το «βάθος» της πραγματικότητας αυτής: τη γεμάτη έκπληξη στάση των αγίων αγγέλων, οι οποίοι αδυνατούν να κατανοήσουν τα διαδραματιζόμενα εν γη, καθώς βλέπουν τον Δημιουργό του ανθρώπου να βαστάζεται ως βρέφος, τον αχώρητο και άπειρο Θεό να περιορίζεται μέσα στην αγκαλιά ενός γέροντα, τον απερίγραπτο  Υιό και Λόγο του Θεού, τον ομοούσιον τω Πατρί, να γίνεται περιγραπτός ως άνθρωπος με τη θέλησή Του. Και η μόνη εξήγηση που μπορούν να δώσουν για τα ακατανόητα αυτά πράγματα είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. «Τη Θεοτόκω προσδράμωμεν οι βουλόμενοι κατιδείν τον Υιόν αυτής προς Συμεών απαγόμενον∙ ον περ ουρανόθεν οι Ασώματοι βλέποντες, εξεπλήττοντο λέγοντες∙ Θαυμαστά θεωρούμεν νυνί και παράδοξα, ακατάληπτα, άφραστα∙ ο τον Αδάμ δημιουργήσας βαστάζεται ως βρέφος∙ ο αχώρητος χωρείται εν αγκάλαις του Πρεσβύτου∙ ο επί των κόλπων απεριγράπτως υπάρχων του Πατρός αυτού, εκών περιγράφεται σαρκί, ου Θεότητι, ο μόνος φιλάνθρωπος».

Στο μέγα αυτό μυστήριο - που θεωρείται ως συνέχεια της Γεννήσεως και της Περιτομής του Κυρίου, συνεπώς ως επίταση της εξαγγελίας ότι Χριστός ο Θεός μας φάνηκε στον κόσμο ως άνθρωπος όχι θεωρητικά και φανταστικά, αλλά αληθινά και πραγματικά («ου δοκήσει ουδέ φαντασία, αλλ’ αληθεία τω κόσμω φανέντα») – μετέχει ο γέρων Συμεών, ο οποίος φέρεται να μυσταγωγείται στο μυστήριο αυτό («και ταύτα Συμεών μυσταγωγούμενος, επέγνω τον αυτόν, Θεόν φανέντα σαρκί»: και μυούμενος σ’ αυτά ο Συμεών, γνώρισε βαθιά τον ίδιο, ως Θεό που φάνηκε ως άνθρωπος) και να έχει θεοπτία μεγαλύτερη και καθαρότερη και από εκείνην του Μωυσή στο όρος Σινά («Εκείνος μεν, ο Μωυσής, διά γνόφου και φωνής αμυδράς θεόπτης ηξίωτο…∙ ούτος δε, ο Συμεών, τον προαιώνιον Λόγον του Πατρός σωματωθέντα εβάστασε και των Εθνών απεκάλυψε το φως, τον Σταυρόν και την Ανάστασιν», δηλαδή: Ο Μωυσής αξιώθηκε  να γίνει θεόπτης μέσα σε γνόφο και φωνή που μόλις ακουγόταν, ο Συμεών βάστασε τον Λόγο του Πατρός με το σώμα Του και αποκάλυψε το φως των Εθνών, δηλαδή  τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού).

Η μυσταγωγία και θεοπτία αυτή του Συμεών μέσα από το μυστήριο της συναντήσεώς Του με τον τεσσαρακονθήμερο Χριστό συνιστά το μέγιστο γεγονός της ζωής του. Διότι αφενός η γεροντική  αγκαλιά του γίνεται θρόνος του παντοκράτορα Θεού, αφετέρου, ακριβώς γι’ αυτό, φτάνει στο σημείο της πλήρους ελευθερίας, δηλαδή της επιθυμίας του να φύγει πια από τον κόσμο τούτο με χαρά. «Ο τοις Χερουβίμ εποχούμενος και υμνούμενος υπό των Σεραφίμ, σήμερον τω θείω Ιερώ κατά νόμον προσφερόμενος, πρεσβυτικαίς ενθρονίζεται αγκάλαις» (Αυτός που φέρεται επί των Χερουβίμ και υμνείται από τα Σεραφίμ, σήμερα προσφέρεται στο θείο Ιερό, σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, και ενθρονίζεται σε πρεσβυτικές αγκάλες). «Λέγε Συμεών, τίνα φέρων εν αγκάλαις, εν τω ναώ αγάλλη; Τίνι κράζεις και βοάς; Νυν ηλευθέρωμαι∙ είδον γαρ τον Σωτήρα μου» (Λέγε Συμεών, ποιον φέρεις στην αγκαλιά σου και χαίρεσαι μέσα στον Ναό; Σε ποιον κράζεις και βοάς: Τώρα έχω ελευθερωθεί, διότι είδα τον Σωτήρα μου).

Η επιθυμία του Συμεών να φύγει πια από τον κόσμο τούτο, επιθυμία μάλιστα που συνοδεύεται με μεγάλη χαρά («Δεξάμενος δε τούτον Συμεών ο δίκαιος και των δεσμών την έκβασιν ιδών τελεσθείσαν, γηθοσύνως εβόα», δηλαδή: ο Συμεών ο δίκαιος αφού δέχτηκε τον Χριστό και είδε ότι έφτασε το τέλος της ζωής του με μεγάλη χαρά φώναζε), συνιστά το όριο της αγιότητας. Μόνον ο άγιος είναι εκείνος που θέλει να φύγει από τη ζωή αυτή, όχι γιατί την βαρέθηκε ή απελπίστηκε – αυτό αποτελεί τον ορισμό της απιστίας – αλλά γιατί έζησε και ζει τη σχετική γι’ αυτήν τη ζωή πληρότητα της σχέσης του με τον Χριστό, και προσδοκά την τελειότητα της σχέσης μετά τη φυγή του από τον κόσμο. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστό). Το ίδιο βεβαιώνουν και οι λοιποί άγιοι της Εκκλησίας μας, σαν τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, που σημειώνει: «Ο άγιος προσδοκά κάθε ημέρα τον θάνατό του».

Οι ύμνοι μάλιστα της εορτής αποκαλύπτουν και μία διάσταση της με χαρά επιθυμίας του Συμεών να εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο,  που δεν είναι πολύ γνωστή στον πιστό λαό: Θέλει να φύγει γρήγορα, διότι δεν αντέχει να μη πάει να αναγγείλει στους πρωτοπλάστους, τον Αδάμ και την Εύα, το χαρμόσυνο άγγελμα, ότι δηλαδή ό,τι ο Θεός τους υποσχέθηκε μετά την πτώση τους στην αμαρτία: ότι θα έλθει κάποτε ως άνθρωπος για να σώσει το ανθρώπινο γένος, τώρα έγινε πραγματικότητα. Και από την άποψη αυτή προηγείται ο Συμεών του Ιωάννου του Προδρόμου που κι αυτός στον Άδη προετοίμασε τον δρόμο του Μεσσία. «Αδάμ εμφανίσων άπειμι, εις Άδου διατρίβοντι, και τη Εύα προσκομίσων ευαγγέλια, Συμεών ανεβόα» (Ο Συμεών φώναζε: Φεύγω από τη ζωή αυτή, για να φανερώσω στον Αδάμ, που  ζει στον Άδη, και να φέρω στην Εύα, τα ευαγγέλια, το χαρμόσυνο δηλαδή μήνυμα του ερχομού του Χριστού στον κόσμο).

Είναι ευνόητο ότι η συνάντηση του αγίου Συμεών με τον σαράντα ημερών Κύριο λειτουργεί και για εμάς κατά παραδειγματικό τρόπο, κάτι που το σημειώνει βεβαίως η υμνογραφία. Άλλωστε, κανένα γεγονός της επί γης παρουσίας του Κυρίου δεν είναι μόνον για μία εποχή ή για έναν μόνον άνθρωπο. Κι αυτό σημαίνει ότι όπως συναντήθηκε τότε ο άγιος Συμεών με τον Χριστό, έτσι καλούμαστε και εμείς να συναντηθούμε μαζί Του, μέσα στα πλαίσια της Εκκλησίας μας και με τις προσευχές αυτής. Να τον υποδεχτούμε ως Σωτήρα μας και να Τον προσκυνήσουμε ως Θεό μας. «Δεύτε και ημείς, άσμασιν ενθέοις, Χριστώ συναντηθώμεν και δεξώμεθα Αυτόν, ου το σωτήριον ο Συμεών εώρακεν. Ούτός εστιν, ον ο Δαυίδ καταγγέλλει, ούτός εστιν ο εν προφήταις λαλήσας∙ ο σαρκωθείς δι’ ημάς και νόμω φθεγγόμενος. Αυτόν προσκυνήσωμεν» (Εμπρός και εμείς, με ένθεα άσματα, ας συναντηθούμε με τον Χριστό και ας υποδεχτούμε Εκείνον, του Οποίου τη σωτηρία είδε ο Συμεών. Αυτός είναι Εκείνος τον Οποίον κηρύσσει ο Δαυίδ, Αυτός είναι Εκείνος που λάλησε μέσα από τους προφήτες, Αυτός που σαρκώθηκε για εμάς και μιλά με τον Νόμο Του. Αυτόν ας προσκυνήσουμε).
ΠΗΓΗ.ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ



site analysis



Πρώτη αχτίδα στην ψυχή του ήλιου της αγάπης,
Μάνα, είναι το βλέμμα σου στο νιόφερτο βλαστάρι.
Αυτό που αντιφέγγισαν τ᾽ αθώα τα ματάκια
στο πρώτο ξύπνημα ζωής, χωρίς μυαλό και κρίση,
ήταν η θεία σου μορφή κι η στοργική ματιά σου.
Αυτή η ματιά θεμέλιωσε του νεογνού τα σπλάχνα,
γιατί σ᾽ αυτά απόθεσες, Μάνα, τη θαλπωρή σου.
Γι᾽ αυτό όταν χανόμαστε στην παγωνιά του κόσμου,
βγαίν᾽ η κραυγή η αρχέγονη που προσκαλεί τη Μάνα.
Είν᾽ η στιγμή που η ψυχή ψάχνει το πρώτο βλέμμα,
εκείνο που ᾽ναι θέμελο και την ψυχή ζεσταίνει,
απ´ όλα το γλυκύτερο, της Μάνας μας το βλέμμα᾽. 
´Οσο η πρώτη η ματιά είναι της άγιας Μάνας,
ο κόσμος θα ᾽ναι ζωντανός και θα ᾽χει πάντα ελπίδα! 
ΠΗΓΗ.ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

Προφήτις Άννα θυγάτηρ Φανουήλ



site analysis

Η προφήτις Άννα ήταν σημαντική προσωπικότητα της Παλαιάς Διαθήκης. Ήταν θυγατέρα του Φανουήλ από την Φυλή Ασήρ και αξιώθηκε της υψίστης τιμής να δη τον Υιό και Λόγο του Θεού, το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, σεσαρκωμένο. Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έβλεπαν τον Θεό Λόγο άσαρκο, αφού όλες οι εμφανίσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη είναι εμφανίσεις του ασάρκου Λόγου, προφήτευσαν την ενανθρώπησή Του και τον ανέμεναν.
Η προφήτις Άννα αξιώθηκε να δη τον Χριστό όταν τον έφερε η Παναγία μαζί με τον Ιωσήφ στον Ναό, σαράντα ημερών βρέφος, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης. Όταν δε ο δίκαιος Συμεών δέχθηκε στην αγκάλη του τον Χριστό, όπως τον είχε πληροφορήσει το Άγιον Πνεύμα, ότι δηλαδή δεν θα αποθάνη πριν να δη τον Χριστό, και είπε το «νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη…», τότε η προφήτις Άννα άρχισε να υμνή και να δοξολογή τον Θεό με δυνατή φωνή και μιλούσε για το «παιδί» σε όλους, όσοι ανέμεναν λύτρωση στην Ιερουσαλήμ. Όπως λέγει χαρακτηριστικά ο ιερός υμνογράφος, η προφήτις Άννα, γεμάτη κατάνυξη και πνευματική αγαλλίαση, υμνούσε τον Χριστό και αναφερόταν στα γεγονότα που θα συμβούν στην ζωή Του, εμεγάλυνε δε και την Θεοτόκο. «Ιερώς ανθωμολογείτο, Άννα υποφητεύουσα η σώφρων και οσία και πρεσβυρά τω Δεσπότη εν τω ναώ διαρρήδην, την Θεοτόκον δε ανακηρύττουσα, πάσι τοις παρούσιν εμεγάλυνεν».
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σχολιάζοντας τον παραπάνω ύμνο λέγει, μεταξύ των άλλων, και τα εξής αξιοπρόσεκτα:
1. Ότι «αυτή η Άννα, η θυγατέρα του Φανουήλ, γεμάτη αγαλλίαση προσευχόταν και υμνούσε τον Θεό δυνατά και την άκουγαν οι παρόντες σε αντίθεση με την Άννα την μητέρα του προφήτου Σαμουήλ, η οποία προσευχόταν με σιωπή».
Είναι αποδεκτά από την Εκκλησία και τα δύο αυτά είδη προσευχής. Δηλαδή, όταν προσευχόμαστε κατ’ ιδίαν έχουμε την δυνατότητα να προσευχόμαστε σιωπηλά, ήτοι με τον νου και την καρδιά μας. Ενώ στις λατρευτικές Συνάξεις, ήτοι στις ιερές Ακολουθίες και στην θεία Λειτουργία, οι ύμνοι και οι προσευχές, ψάλλονται και αναγινώσκονται δυνατά και εις ευήκοον πάντων, ούτως ώστε να συμμετέχουν όλοι οι παρόντες.
2. Ότι άλλο πράγμα είναι το προφητεύω και άλλο το υποφητεύω. Προφητεύω σημαίνει ότι αναφέρομαι σε γεγονότα τα οποία θα συμβούν στο μέλλον, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ υποφητεύω θα πη ότι κάνω λόγο για γεγονότα περασμένα η παρόντα η για γεγονότα τα οποία θα συμβούν μετά από μικρό χρονικό διάστημα.
Η προφήτις Άννα όταν αξιώθηκε να δη το «σωτήριον του Θεού» ήταν ογδόντα τεσσάρων ετών. Παντρεύτηκε στην νεανική της ηλικία, αλλά έζησε με τον άνδρα της μόνον επτά χρόνια και μετά έμεινε χήρα. Όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, μέχρι τα βαθειά της γεράματα, τα αφιέρωσε στην λατρεία του Θεού και περνούσε τον χρόνο της ζωής της στον ναό με προσευχές και νηστείες «λατρεύουσα νύκτα και ημέραν».
Ο βίος και η πολιτεία της προφήτιδος Άννης μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.
Η οποιαδήποτε διακονία στον Ναό του Θεού και γενικότερα στην Εκκλησία όταν γίνεται ελεύθερα και προ παντός με αγάπη και μεράκι αποτελεί πηγή έμπνευσης, ευλογίας και πνευματικής αγαλλίασης. Επειδή, όταν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται καταπιεσμένος, αλλά ο,τι κάνει το κάνει προς δόξαν Θεού, μόνον και μόνον γιατί το θέλει και το αγαπά, δηλαδή το πράττει με την καρδιά του, με ευχάριστη διάθεση χωρίς δυσανασχέτηση και γογγυσμό, τότε ελκύει την Χάρη του Θεού, η οποία κατέρχεται στην καρδιά του και του προξενεί γλυκύτητα, χαρά, ειρήνη και πνευματική αγαλλίαση. Ιδιαίτερα, όταν έχη συνηθίσει να προσεύχεται κατά την διάρκεια της όποιας διακονίας του, τότε ο χρόνος της ζωής του αγιάζεται και ο ίδιος αισθάνεται εσωτερική πληρότητα και πνευματική χαρά. Με την ευχάριστη εσωτερική διάθεση, και το υποχρεωτικό γίνεται προαιρετικό. Όταν κανείς θεωρή την διακονία του μέσα στην Εκκλησία ως έργο ευλογημένο και όχι ως καταναγκαστικό έργο, τότε ο λογισμός του παραμένει καθαρός και η ψυχή του γεμάτη ειρήνη. Άλλωστε, είναι παρατηρημένο ότι όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη, τόσο λιγότερη είναι η κούραση που αισθάνεται κανείς και τόσο μεγαλύτερη η εσωτερική ειρήνη και η χαρά.
Η προφήτις Άννα εξακολουθούσε να διακονή στον Ναό μέχρι τα βαθειά της γεράματα, χωρίς να λογαριάζη κόπους και κούραση, επειδή αγαπούσε πολύ τον Θεό. Αποτέλεσμα δε της αγάπης προς τον Θεό είναι η αγάπη προς τους ανθρώπους, η εσωτερική πληρότητα και η νοηματοδότηση της ζωής. Αυτό θα πρέπη να παραδειγματίση όλους εμάς, που με το παραμικρό κουραζόμαστε, δυσανασχετούμε, αισθανόμαστε καταπίεση και βασανιζόμαστε από λογισμούς φυγής και εγκατάλειψης της προσπάθειας και του αγώνα. Δεν γνωρίζουμε, δυστυχώς, οι περισσότεροι πως να αξιοποιούμε τον χρόνο της ζωής μας και τον σπαταλούμε άσκοπα, λες και θα μπορούσαμε να τον ξαναβρούμε. Ο χρόνος της ζωής μας είναι λίγος και μετρημένος και πρέπει να τον αξιοποιούμε με έργα αγάπης και θυσιαστικής διακονίας και με προσευχή. Ο Μ. Βασίλειος μας λέγει ότι εάν χάσουμε χρήματα μπορούμε να βρούμε άλλα, ενώ «χρόνον εάν απωλέσωμεν, άλλον ευρείν ου δυνάμεθα» και ότι «προσευχής καιρός έστω άπας ο βίος».
Είναι πράγματι ευχάριστο το γεγονός ότι υπάρχουν και στις μέρες μας άνθρωποι, οι οποίοι παρά το προχωρημένο της ηλικία τους διαθέτουν νεανικό ζήλο και αξιοποιούν τον ελεύθερο χρόνο τους κατά τον καλύτερο τρόπο, με το να θέτουν εθελούσια τον εαυτό τους στην διακονία του Θεού και του «πλησίον». Οι άνθρωποι αυτοί χαριτώνονται από τον Θεό και αποτελούν για το περιβάλλον που ζουν, αλλά και για όλους εκείνους που τους συναναστρέφονται, όαση πνευματική στην έρημο της σημερινής άφιλης κοινωνίας και πηγή έμπνευσης, χαράς και ευλογίας.
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

Αξέχαστες μητέρες της ελληνικής πεζογραφίας



site analysis

Οκτώ μητρικές φιγούρες που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν τα ήθη χαλαρώσουν, θα αποτελούν σημεία αναφοράς.

«Μητέρα είναι μόνο μια» λέει ο λαός και η τέχνη δεν τον διαψεύδει. Όμως, το θετικό πρόσημο που συνοδεύει τη μητρότητα στη λαϊκή θυμοσοφία δεν αποτυπώνεται κατ’ ανάγκη στην πεζογραφία και στο θέατρο – ίσως επειδή τα βιώματα που σπρώχνουν τους ανθρώπους προς την καλλιτεχνική έκφραση δεν είναι από αυτά που συνδέει κανείς με ένα happy end. Λόγω της Ημέρας της Μητέρας ανατρέξαμε στην ελληνική γραμματολογία και ξεχωρίσαμε οκτώ αξέχαστες μητρικές φιγούρες που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν τα ήθη χαλαρώσουν, θα αποτελούν σημεία αναφοράς:
1. Η Ιοκάστη από την τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος». Η ιστορία της είναι γνωστή. Γέννησε τον Οιδίποδα, αγνοώντας τον χρησμό του Μαντείου των Δελφών να μην κάνει παιδιά με τον σύζυγό της Λάιο. Στη συνέχεια ο γιος σκότωσε τον πατέρα και παντρεύτηκε τη μητέρα του. Ο μύθος έδωσε λαβή σε εκατοντάδες ερμηνείες ανά τους αιώνες και το όνομα της Ιοκάστης -και του Οιδίποδα φυσικά- συνδέθηκε άρρηκτα με τη φροϋδική θεωρία (σύνδρομο της Ιοκάστης). Το συμπέρασμα; Μια αρχετυπική μητρική φιγούρα από τα έγκατα της ελληνικής μυθολογίας που έχτισε το σπίτι της στο παγκόσμιο συλλογικό υποσυνείδητο.
2. Η «Μήδεια» του Ευριπίδη. Σκότωσε τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον εραστή της. Η πράξη της αυτή την κατάταξε ανάμεσα στα «τέρατα» της παγκόσμιας λογοτεχνίας και την κατέστησε πρώιμο φεμινιστικό είδωλο –μια γυναίκα με έντονα πάθη και με το θάρρος της δικής της πολιτιστικής ταυτότητας που απαιτεί αιματηρές θυσίες για την προδοσία που υπέστη.
3. Η ανώνυμη μάνα από «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γεώργιου Βιζυηνού. Κατατρεγμένη από τις τύψεις της επειδή προκάλεσε άθελά της τον θάνατο της νεογέννητης κόρης της, η μάνα του Βιζυηνού γίνεται σκληρή, εγωίστρια και εμμονική, παραδομένη στις δεισιδαιμονίες της εποχής και παραμελεί συστηματικά τους γιους της. Το πορτρέτο της είναι μια μελέτη σε βάθος των ψυχικών δυνάμεων που απελευθερώνονται με τη μητρότητα και του τρόπου με τον οποίο αυτές μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο σε δύσβατα μονοπάτια.
4.  Η Εκάβη στο «Τρίτο Στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή.  Θεός και διάβολος ταυτόχρονα, η Εκάβη είναι η εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας που μοιράζει δεξιά κι αριστερά χαστούκια και χάδια, απόλυτα εγωκεντρική και αδιάφορη για τις επιπτώσεις των πράξεών της στους άλλους.
5. Η μητέρα στον «Επιτάφιο» του Ρίτσου. Η πιο «διάφανη» από τις μητρικές φιγούρες που μας καθόρισαν λογοτεχνικά, η μητέρα-θρηνωδός διαβάζεται σαν παρτιτούρα που περιγράφει όλη τη γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, από τον ακραίο πόνο ως την εκστατική αγάπη.
6. Η Κατερίνα από «Το βιβλίο της Κατερίνας» του Αύγουστου Κορτώ. Απούσα από τη ζωή, αλλά πάντα παρούσα στη ζωή του γιου της, η Κατερίνα, ψυχικά ασταθής, βαθιά καταθλιπτική, γραπωμένη με νύχια και με δόντια από τον άρρενα απόγονό της, τον οποίο αγαπά με μια λατρεία παθολογική, μιλάει για πρώτη φορά με τη γλώσσα της απόγνωσης.
7. Η «Μάνα, μητέρα, μαμά» του Γιώργου Διαλεγμένου. Μάνα ξεδοντιασμένη, θύμα των παιδιών της και της εποχής, η ηρωίδα του πιο γνωστού έργου του Διαλεγμένου είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος από την Εκάβη του Ταχτσή. Έχοντας παραιτηθεί από όλες τις εξουσίες της, είναι πλέον ένα ον κενό νοήματος που υπάρχει μόνο για να εξυπηρετεί τους άλλους.
8.  Η «Μαμά» της Μαργαρίτας Καραπάνου. Σκληρή, απροσπέλαστη, ανταγωνιστική, η μαμά της συγγραφέως είναι πλασμένη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν της δικής της μητέρας, της συγγραφέως Μαργαρίτας Λυμπεράκη –τουλάχιστον σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε. Το βιβλίο είναι το μοναδικό γραμμένο από γυναίκα στη λίστα μας και το δίπολο ανάγκης-απόρριψης που περιγράφει είναι ταυτόχρονα αποκαλυπτικό και τρομακτικό.
Λήδα Πιμπλή

"Και ο Θεός έπλασε τη Μάνα", ή "Όταν ο Θεός έφτιαξε τις μαμάδες", Πάολο Κοέλιο



site analysis




Ο Θεός κάλεσε τον πιο αγαπημένο Του άγγελο και του παρουσίασε ένα πρότυπο μητέρας. Στον άγγελο δεν άρεσε αυτό που είδε.
- Εργαστήκατε πολύ, Κύριε, δεν ξέρετε πλέον τι κάνετε, είπε ο άγγελος. Κοιτάξτε! Φιλί ειδικό, που θεραπεύει όλες τις αρρώστιες, έξι ζευγάρια χέρια για να μαγειρεύει, να πλένει, να σιδερώνει, να φροντίζει, να ελέγχει, να καθαρίζει. Δε θα δουλέψει!
- Το πρόβλημα δεν είναι τα χέρια, αντέτεινε ο Θεός. Είναι τα τρία ζευγάρια μάτια που χρειάστηκε να βάλω: ένα, για να βλέπει το παιδί της πίσω από κλειστές πόρτες και να το προστατεύει από ανοιχτά παράθυρα, ένα άλλο, για να το κοιτάζει με αυστηρότητα, όταν πρέπει να του μάθει κάτι ουσιώδες και το τρίτο, για να του δείχνει διαρκώς τρυφερότητα και αγάπη, όση δουλειά κι αν έχει εκείνη!
Ο άγγελος εξέτασε το πρότυπο της μητέρας πιο προσεκτικά.
- Κι αυτό τι είναι;
- Ένας μηχανισμός αυτοθεραπείας. Δε θα έχει χρόνο να αρρωσταίνει, θα πρέπει να ασχολείται με το σύζυγό της, με τα παιδιά, με το σπίτι.
- Νομίζω ότι πρέπει να ξεκουραστείτε λίγο, Κύριε, είπε ο άγγελος. Και να επιστρέψετε στο κλασικό πρότυπο με τα δύο χέρια, τα δύο μάτια, κ.λπ.
Ο Θεός συμφώνησε με τον άγγελο. Αφού ξεκουράστηκε, μεταμόρφωσε τη μητέρα σε κανονική γυναίκα. Εξομολογήθηκε όμως στον άγγελο:
- Χρειάστηκε να της δώσω μια τόσο δυνατή θέληση, ώστε να νομίζει ότι θα έχει έξι χέρια, τρία ζευγάρια μάτια και ικανότητα αυτοθεραπείας. Αλλιώς, δε θα καταφέρει να εκπληρώσει το καθήκον της.
Ο άγγελος την εξέτασε από κοντά. Κατά τη γνώμη του, αυτή τη φορά ο Θεός είχε επιτύχει. Ξαφνικά όμως πρόσεξε ένα λάθος:
- Αδειάζει. Αναρωτιέμαι, Κύριε, μήπως βάλατε ξανά υπερβολικά πολλά πράγματα σε αυτό το πρότυπο μητέρας.
- Δεν αδειάζει. Αυτό ονομάζεται δάκρυ.
- Και σε τι χρησιμεύει;
- Για να δείχνει χαρά, λύπη, απογοήτευση, πόνο, θυμό, ενθουσιασμό.
- Κύριε, είστε μεγαλοφυΐα! αναφώνησε ο άγγελος. Ακριβώς αυτό ήταν που έλειπε, για να συμπληρωθεί το πρότυπο.
Ο Θεός πρόσθεσε με ύφος μελαγχολικό:
- Δεν το έβαλα εγώ. Όταν συναρμολόγησα όλα τα μέρη, το δάκρυ εμφανίστηκε από μόνο του.
Ο άγγελος συγχάρηκε πάλι τον Παντοδύναμο κι έτσι δημιουργήθηκαν οι μητέρες.


2η εκδοχή




Όταν ο καλός Θεός δημιουργούσε τις μητέρες, βρισκόταν στην έκτη μέρα συνεχούς δουλειάς, όταν ο άγγελος εμφανίστηκε και είπε: "Παιδεύεστε πολύ με αυτό το δημιούργημα."
Και είπε ο Θεός: " Έχεις διαβάσει τις προδιαγραφές που πρέπει να έχει αυτό εδώ; Πρέπει να είναι εντελώς αδιάβροχο αλλά όχι πλαστικό, να έχει 180 μετακινούμενα μέρη που να μπορούν να αντικαθίστανται, να κινείται πάνω σε χυμένο καφέ και σε άλλα τροφικά κατάλοιπα, να έχει ποδιά που εξαφανίζεται όταν σηκώνεται, ένα φιλί που να θεραπεύει οτιδήποτε από ένα σπασμένο πόδι μέχρι μια ερωτική απογοήτευση, και να έχει έξι ζευγάρια χέρια."
Ο άγγελος κούνησε το κεφάλι του αργά και είπε: "Έξι ζευγάρια χέρια...με κανέναν τρόπο."
"Δεν είναι τα χέρια που μου δημιουργούν προβλήματα," είπε ο Θεός. "Είναι τα τρία ζευγάρια μάτια που πρέπει να έχουν οι μητέρες."
"Αυτά θα υπάρχουν στο στάνταρ μοντέλο;" ρώτησε ο άγγελος. 
Ο Θεός έγνεψε καταφατικά. "Το ένα ζευγάρι για να βλέπει μέσα από κλειστές πόρτες όταν αυτή ρωτάει, "Τι κάνουν τα παιδιά εκεί;" όταν ήδη αυτή ξέρει. Το άλλο ζευγάρι στο πίσω μέρος του κεφαλιού της για να βλέπει όσα δεν μπορούσε αλλά πρέπει να ξέρει, και φυσικά ένα τρίτο ζευγάρι εδώ μπροστά για να μπορεί να βλέπει πότε ένα παιδί κάνει γκάφες και να λέει, "Καταλαβαίνω και σ' αγαπώ," χωρίς να χρειάζεται να βγάλει λέξη.
"Κύριε," είπε ο άγγελος αγγίζοντας ευγενικά το μανίκι του, "Ξεκουραστείτε τώρα. Αύριο είναι άλλη μέρα.".
"Δεν μπορώ," είπε ο Θεός. "Είμαι πολύ κοντά στο να δημιουργήσω κάτι που μοιάζει τόσο πολύ με μένα. Ήδη έχω κάνει μία πού θεραπεύει μόνη της τον εαυτό της όταν είναι άρρωστη, που μπορεί να ταΐσει μια οικογένεια έξη ατόμων με μια μπουκιά ψωμί και που μπορεί να βάλει ένα εννιάχρονο παιδί να σταθεί κάτω από το ντους." 
Ο άγγελος περιτριγύρισε το μοντέλο της μητέρας πολύ αργά. "Είναι πολύ απαλή," αναστέναξε."
"Αλλά και πολύ σκληρή!" είπε ο Θεός με έμφαση. "Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να κάνει ή τι μπορεί να αντέξει μια μητέρα."
"Μπορεί να σκέφτεται;"
"Όχι μόνο σκέφτεται, αλλά μπορεί να λογικεύει και να συμβιβάζει," είπε ο Δημιουργός. 
Τελικά ο άγγελος έσκυψε πάνω της  άγγιξε με το δάχτυλο του το μάγουλό της. "Εδώ υπάρχει μια διαρροή," είπε. "Σας το είπα, προσπαθήσατε να τοποθετήσετε πάρα πολλά σ' αυτό το μοντέλο."
"Δεν είναι διαρροή," είπε ο Θεός. "Είναι ένα δάκρυ."
"Και σε τι χρησιμεύει;"
"Είναι για χαρά, λύπη, απογοήτευση, πόνο, μοναξιά και υπερηφάνεια."
"Είστε μεγαλοφυΐα," είπε ο άγγελος.
Ο Θεός κοίταξε μελαγχολικά, "Δεν το έβαλα εγώ εκεί."

«Πόντια Μάννα, η ρίζα και ο κορμός της οικογένειας» της Γιώτας Ιωακειμίδου



site analysis

    «Πόντια Μάννα, η ρίζα και ο κορμός της οικογένειας» της Γιώτας Ιωακειμίδου
  • «Πόντια Μάννα, η ρίζα και ο κορμός της οικογένειας» της Γιώτας Ιωακειμίδου
«Πόντια Μάννα, η ρίζα και ο κορμός της οικογένειας»
horizontal-bar-posts-small
Γιώτα Ιωακειμίδου 
Η μάννα είναι ιερό και αξιοσέβαστο πρόσωπο στην ποντιακή κουλτούρα. Στις ποντιακές πατριαρχικές οικογένειες με  τον πατέρα αφέντη, η μάννα  είναι η  γυναίκα που σέβονται όλοι.
Η πόντια μάννα ήταν μια τραγική μάννα, αναγκάστηκαν πολλές από αυτές μέσα σε συνθήκες εξαθλίωσης να θάψουν τα παιδιά τους  θύματα της τουρκικής βαρβαρότητας ή ακόμα και τα πνίξουν οι ίδιες να μην τους προδώσουν τα παιδικά τους κλάματα ,όταν τους κυνηγούσαν οι ορδές των τούρκων στα βουνά του πόντου, για να σωθεί η ομάδα πιέστηκαν να  πνίξουν τα μωρά. Αντέχεται αυτό;
Στις  δύσκολες μέρες των διωγμών και του θανάτου στάθηκαν βράχοι φροντίζοντας ηλικιωμένους, παιδιά και ανήμπορους. Στις πορείες θανάτου και της λευκής γενοκτονίας  κουβαλούσαν στην πλάτη τα παιδιά  τους που πολλές φορές  πέθαιναν από το κρύο και την πείνα. Αυτές όμως ολόρθες συνέχιζαν να αγωνίζονται για την επιβίωση.
Άλλοτε πάλι σαν αντάρτισσα πολεμούσε  στα βουνά σαν άντρας, ντυμένη αντρικά ,καπετάνισσα.  Ζώστηκε τα άρματα  και πολέμησε  τους τούρκους με γενναιότητα .Η Σοφία Καζεπίδου, αντάρτισσα στα βουνά του πόντου πολεμούσε  έχοντας στην πλάτη την μικρή Ιφιγένεια. Μια σφαίρα σκότωσε την μάννα και η τρίχρονη τότε  επέζησε ρουφώντας το αίμα της μάνας της. Έτσι  σώθηκε  η μικρή Ιφιγένεια και  τελείωσε τον βίο της στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη.
Εξορία, ανταλλαγή, προσφυγιά, νέα πατρίδα. Σε όλα παρούσα  αγωνιζόταν να κρατήσει την οικογένεια  με νύχια και με δόντια. Θλιμμένη, μαυροφορούσα, με σιωπηλό κλάμα  ήρθε χήρα, έχασε παιδιά, οικογένεια. Συνέχισε όμως  τον ρόλο της, να είναι μάνα. Ξαναγέννησε παιδιά, μεγάλωσε σαν πραγματική μάννα τα παιδιά που δεν γέννησε η ίδια. Θυσία  για όλους  με την μόνιμη επωδό στο στόμα της «κουρπαν να ίνουμε»(να γίνω θυσία). Και ήταν αλήθεια αυτό, γυναίκα από ατσάλι ,αγωνίστρια,  σε εποχές πολύ δύσκολες ανάστησε ανθρώπους και τόπους.
Η μάννα του  ξεριζωμού και της προσφυγιάς είναι  μια μάννα αλλιώτικη, αγωνίστρια και νικήτρια της ζωής. Η ρίζα και ο κορμός της ποντιακής οικογένειας.
Αυτές οι γυναίκες, οι γιαγιάδες μας, σήκωσαν στους ώμους τους όλο το βάρος της προσφυγιάς, όρθωσαν το ανάστημά τους, προσπάθησαν να επιβιώσουν και να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία. Ανάστησαν παιδιά, τα σπούδασαν, τα στήριξαν.
Η μάννα αυτή δούλευε συνεχώς  στο σπίτι ,στο χωράφι ,στα ζώα. Δεν ήξερε τίποτα άλλο παρά μόνον τον δρόμο της προσφοράς . Άνθρωποι φτωχοί, μάνες χαροκαμένες πουλούσαν μια αγελάδα και την σοδειά να σπουδάζουν τα παιδιά τους.
Η δεύτερη γενιά ποντίων, η δική μου μάνα, ήταν το ίδιο δυνατές γυναίκες, από ατσάλι και αυτές. Ήταν τότε τα πέτρινα χρόνια της μετανάστευσης, έφευγαν οι άντρες του χωριού και έμεναν πίσω οι μάνες να αναστήσουν τα παιδιά και να συνεχίσουν να δουλεύουν τα χωράφια. Μάνες ακούραστες, σύντροφοι μοναδικές, κράτησαν την οικογένεια ενωμένη, μεγάλωσαν παιδιά με αρχές και αγάπη για τον τόπο τους… Μάνες… Από όλους τους τίτλους αυτόν θέλω να κρατήσω της μάνας, μάνα και εγώ της τρίτης γενιάς ποντίων.