Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Για την μητέρα στους καιρούς μας – π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού.



site analysis


Η Εκκλησία μας εορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου το πρόσωπο και την ιδιότητα της μητέρας. Κατά την εορτή της Υπαπαντής η Παναγία πηγαίνει τον Χριστό στον ναό, εκπληρώνοντας την νομική παράδοση του σαραντισμού. Μας δείχνει έτσι την πλήρη συγκατάβαση του Χριστού στα ανθρώπινα, αλλά και την αίσθηση της αποστολής “ως μάνας” που είχε στην ψυχή της η Μητέρα του Θεού και όλων των ανθρώπων.
Αυτή η αίσθηση της αποστολής δεν φαίνεται να συμβαδίζει με το πνεύμα των καιρών μας. Για την σύγχρονη γυναίκα η μητρότητα δεν είναι προτεραιότητα. Οι σπουδές, η καριέρα, τα χρήματα, το να ζήσει την ζωή είναι τα στοιχεία εκείνα που μεταθέτουν χρονικά την μητρική λειτουργία. Δεν τιμάται άλλωστε από τους πολλούς η ιδιότητα της μάνας. Το star–system προβάλλει το πρότυπο του γυναικείου σώματος χωρίς τις ατέλειες και το βάρος της εγκυμοσύνης, ενώ για την σταδιοδρομία της γυναίκας στον επαγγελματικό και κοινωνικό χώρο
ένα παιδί δεν είναι ό,τι καλύτερο, καθώς την κάνει να χάνει χρόνο και δημοσιότητα, αναγκασμένη να μείνει στο σπίτι για να το φροντίσει στα πρώτα βήματά του. Το φεμινιστικό κίνημα, εξάλλου, υπερτονίζει ότι το σώμα της ανήκει στην γυναίκα και αυτή θα αποφασίσει αν θα κάνει παιδί ή όχι. Έτσι δικαιολογείται και ο μεγάλος αριθμός εκτρώσεων.
Ανάλογη είναι και η στάση των καιρών έναντι της πολυτεκνίας. Το να γεννήσει μία γυναίκα τρία και περισσότερα παιδιά θεωρείται ανεπιθύμητη πολυτέλεια. Τι να πει κάποιος για την πολιτεία που φορολογεί τις πολύτεκνες οικογένειες σαν να μην έχει καμία σημασία για το οξύτατο δημογραφικό μας πρόβλημα η αύξηση του πληθυσμού; Τι να πει όμως κάποιος και για την ντροπή που αισθάνεται ένα νέο κορίτσι αν πει δημόσια ότι θα ήθελε να κάνει περισσότερα από δύο παιδιά; Για την ειρωνεία ακόμη και του περιβάλλοντός της και για την παντελή έλλειψη υποστήριξης της ιδέας της από το σχολείο; Δεν μπορεί να είναι στόχος φανερός για μία νέα κοπέλα το να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Η μητρότητα στο περιθώριο…
Είναι αυτονόητο ότι με τις διαπιστώσεις δεν λύνεται το πρόβλημα. Όμως αν θυμηθούμε όλοι μας ότι μάς έχει γεννήσει μητέρα, προς την οποία η αγάπη μας είναι αναντικατάστατη, το όνομα της οποίας αναφωνούμε σε κάθε δυσκολία, την φροντίδα της αναζητούμε σε κάθε γνήσια σχέση, για την αγκαλιά της δεν μπορούμε να βρούμε άλλη παρηγοριά, τότε υπάρχει ελπίδα να αλλάξουμε νοοτροπία.
Άνδρες και γυναίκες, νέοι και μεγαλύτεροι μπορούμε να αφυπνιστούμε. Να καταλάβουμε ότι η φύση μας περιλαμβάνει τις ιδιότητες του πατέρα και της μητέρας, για να ολοκληρωθούμε ως άνθρωποι, εφόσον δεν έχουμε επιλέξει κλήση μοναχική. Ότι η δωρεά της μητρότητας είναι καλό να επιδιώκεται στην νεαρότερη ηλικία, διότι τότε η γυναίκα έχει δυνάμεις. Ότι η καριέρα, όση καταξίωση κι αν δίνει στην γυναίκα, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το βλέμμα του παιδιού που λέει “μαμά” και ότι η μητρική ιδιότητα είναι εφ᾽ όρου ζωής δωρεά.
Ότι αν η γυναίκα αποτύχει στον μητρικό της ρόλο, διότι δεν έδειξε την αγάπη και την έγνοια που χρειαζόταν, καμία καριέρα δεν την καταξιώνει. Η μητρότητα είναι το αντίδοτο της φύσης στον θάνατο.
Η Παναγία ως μάνα ας ξαναγίνει πρότυπο!

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ως προσωποποίηση της εν Χριστώ μετάνοιας



site analysis

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ
ΩΣ ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
Βλέπετε, προσέχετε, ἀγρυπνεῖτε. Ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ. Ὅπλο ἀνίκητο κατά τοῦ σατανᾶ παρέχει ἡ ἁγία μας ἐκκλησία τόν Τίμιον Σταυρόν πού εὐαγγελίζεται ἐσαεί τό μυστήριον τῆς θείας οἰκονομίας, τό μυστήριον τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως.

Τό μέγα αὐτό μυστήριον ὁλοκληρώνεται καί καθίσταται σωστικόν καί ἰαματικόν μέ τήν δωρεά τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί μέ τό ποτήριον τῆς Ζωῆς, δηλαδή, τό ἅγιον δισκοπότηρον ὅπου φέρει ἐντός του, τό πανάχραντον Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ  Ἰησοῦ, τοῦ Μεσσίου.

        Προσωποποίησις τῆς μετανοίας, ἀνάμεσα στούς ἁγίους, σέ ὅλους τούς αἰῶνες, ἀναδεικνύεται καί ἡ ὁσία μητέρα μας, Μαρία ἡ Αἰγυπτία (1η Ἀπριλίου, Ε’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν). Ἐρευνώντας  μέ προσοχή στή ζωή της, στό βίο της, τήν μετάνοια μέ δάκρυα, νηστεία, προσευχή  καί ἡσυχία, ἀτενίζουμε νά συμπορεύονται αὐτές οἱ ἀρετές, μέ τήν εἰδική Ἱερωσύνη πού ὁ Χριστός ὡς διαδοχή ἄφησε στόν κόσμο (βλέπε βίο Ἁγ.Ζωσιμᾶ καί τή συνάντησή τους) καθώς καί μέ τή θεία Κοινωνία, ἤτοι τό ποτήριον τῆς Ζωῆς, ὡς ἐγγύηση καί ἐφόδιο, ἀντίδοτο τοῦ θανάτου, ζωοποιοῦν πρό τῆς μετάβασης ἀπό τήν γῆν πρός τόν οὐρανό καθ΄ὅτι διέβαινε τόν Ἰορδάνη ποταμό  ἀβρόχοις ποσί καί ἵπτατο τῆς ἐρήμου. Ὦ! Μεγίστη δωρεά τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ!!!
        Σ’ αὐτήν λοιπόν τήν παναλήθειαν τῆς Ἐκκλησίας, τό πονηρό πνεῦμα, ὁ σατανᾶς, ἀγωνίζεται λυσσαλέα νά ἐνσπείρει δικά του νεκροποιά ζιζάνια μέ πλάνη καί ἀπάτη. Προβάλλει δηλαδή, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας μητέρας μας,  Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, (1η Ἀπριλίου) τή νεκροποιό καί σκοτεινή συμβουλή του·  ἀντί τῆς Ἁγίας Τριάδος τῶν ἀρετῶν καί χαρισμάτων (μετάνοια - ἱερωσύνη - θεία κοινωνία), τάχα ὡς ἀστεῖο μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, στήν πραγματικότητα ἐγγίζει τά ὅρια  τῆς βλασφημίας κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[1], σατανοκίνητα εὐτράπελα, ὥστε οἱ ἐν ἀποστασίᾳ ἄνθρωποι, ἀντί  τῆς σωτηριώδους ἑορτῆς τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας μας, νά  ἔχουν τήν 1ηἈπριλίου σάν ψευτογιορτή καί ἡμέρα ψεύδους, ἀπάτης καί χαριεντισμῶν. Ὁ στόχος προφανής. Ἀποπροσανατολισμός, παραπλάνησις. Τό τέλος φρικτόν. Ἀντί τοῦ φωτεινοῦ θεϊκοῦ προτύπου στό πρόσωπο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας(αἰώνιον πρότυπον μετανοίας), ἀλοίμονο!!! ὁδηγούμαστε στή νεκροποιό σκοτεινή γύμνωση μέ προβολή τῆς ψυχοβλαβοῦς ψευτογιορτῆς καί τοῦ σατανοκίνητου ἀστεϊσμοῦ, ὥστε ὁ σατανᾶς αὐτήν τήν ἡμέρα, νά λατρεύεται σάν θεός τοῦ σκότους, ἀπό ἐσκοτισμένους θνητούς ἀνθρώπους.
        Σ’αὐτό τό σημεῖο, εὑρισκομένοι, ἐν ἐγρηγόρσει καί νήψη, παρατηροῦμε ὅλη τή φιλοσοφία τοῦ ἀντιχρίστου, καί τῶν ὀργάνων του. Δηλαδή ὅλες τίς δυνάμεις τοῦ σκότους καί τοῦ θανάτου πού σέ κάθε ἐποχή ἀντιστρατεύονται τήν Ἀλήθεια καί τό Φῶς πού εἶναι ὁ Χριστός. Δυστυχῶς αὐτή ἡ δυσώδης φιλοσοφία κορυφώνεται ἐπικίνδυνα στίς μέρες μας. (Βλέπε ἠλεκτρονικά καί ἔντυπα μέσα στήν 1η Ἀπριλίου).
       Παρατηροῦμε δέ αὐτό τό τραγικό φαινόμενο κυρίως στούς θνητούς ἀνθρώπους πού ζοῦν κατά τό κοσμικό φρόνημα. Ρουφώντας ὡς τοῦ μυελοῦ τῶν ὀστέων τήν ἁμαρτία καί φτάνοντας μέχρι τήν ἄβυσσο τῆς κολάσεως, ἀφοῦ βέβαια πρῶτα ἀρνήθηκαν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί τή φιλανθρωπία Του, ἄγγιξαν τό ζοφῶδες καί νεκροποιό πνεῦμα τοῦ ψεύτη καί ἀνθρωποκτόνου σατανᾶ, ὅπως τόν κατήγγειλε ὁ Ἰησοῦς, ὁ Μεσσίας, καί ἔγιναν κοινωνοί τοῦ νεκροῦ καί σκοτεινοῦ πνεύματός του. Ἀλλά ἐπειδή ὁ σατανᾶς δέν εἶναι μόνο νεκρό καί φρικαλέο πνεῦμα, ἀλλά ὅπως εἴπαμε πιό πάνω καί νεκροποιό, μεταδίδει τή νέκρωση σέ ἐκείνους πού τόν ἀγγίζουν, πού κάνουν δηλαδή τήν ἁμαρτία καί τό θέλημά του. Αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια νά μετέχουν τῆς νεκρώσεως, ἡ ὁποία τελειοποιεῖται ἔμπρακτα στό ἀνθρώπινο σῶμα τους καί τήν ψυχή τους μέ τήν ἀνομία, κάνοντας τόν Ἅδη αἰώνια κατοικία τους, ἐφ ‘ ὅσον ἐκτελοῦν τό ἀνθρωποκτόνο ἔργο του.
      Ἐντούτοις, ἡ μητέρα μας Ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, μέ τή ζωή της καί τό βίωμά  της διδάσκει  ὅλους τούς θέλοντας τήν σωτηρία,  τή νήψη, τήν ἐγρήγορση, καί τήν ἀντίσταση στήν ἁμαρτία, ἀρετές καί ἀλήθειες  στίς ὁποῖες ἀναφέρεται μετά ἀπό πολλούς αἰῶνες καί ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς τονίζοντας τά ἑξῆς: « Οὐσιαστικά ὅλα τά πνεύματα πού ἐνοικοῦν ἤ διαβαίνουν τόν κόσμο μας χωρίζονται σέ δύο κατηγορίες: σέ αὐτήν τοῦ Θεοῦ καί σέ αὐτήν τοῦ διαβόλου. Τά τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνα πού ἀναγνωρίζουν καί ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ σαρκωθείς Θεός Λόγος, ὁ Κύριος καί Σωτήρας· ἐνῶ τά τοῦ διαβόλου εἶναι ἐκεῖνα πού δέν τό ἀναγνωρίζουν. Σέ αὐτό ἔγκειται καί ὅλη ἡ φιλοσοφία τοῦ διαβόλου: τό νά μήν ἀναγνωρίζει τήν παρουσία, τήν ἐνσάρκωση, τήν ἐνανθρώπιση Ἐκείνου στόν κόσμο· τό νά βεβαιώνει καί  νά κηρύττει ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός οὔτε στόν κόσμο οὔτε καί στόν ἄνθρωπο· ὅτι δέν ὑπάρχει  Θεός οὔτε στόν Θεάνθρωπο· ὅτι εἶναι ἀνοησία  νά πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός ἐνσαρκώθηκε σέ ἄνθρωπο καί ὅτι μπορεῖ νά ζήσει στόν ἄνθρωπο· ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅλος χωρίς Θεό, εἶναι ὄν στό ὀποῖο δέν ὑπάρχει Θεός, οὔτε καί τίποτα τό Θεῖο, τό θεϊκό, τό ἀθάνατο, τό αἰώνιο· ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅλος φθαρτός, ὅλος θνητός· ὅτι ἀνήκει κατά πάντα, στό ζωϊκό βασίλειο καί ὅτι δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό τά ζῶα. Γι΄αὐτό καί εἶναι φυσικό νά ζεῖ κανείς ὅπως αὐτά, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν τούς μοναδικούς φυσικούς προγόνους, τά μοναδικά φυσικά του ἀδέλφια. Τέτοιου εἴδους εἶναι  κατ΄οὐσίαν  ἡ φιλοσοφία τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος θέλει μέ κάθε τίμημα νά ὑποκαταστήσει τόν Χριστό, νά πάρει τήν θέση Του στόν κόσμο καί στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἀναρίθμητοι οἱ πρόδρομοι, οἱ ὁμολογητές καί οἱ πιστοί τοῦ Ἀντιχρίστου στόν ἀνθρώπινο κόσμο ἀνά τούς αἰῶνες. «Πᾶν πνεῦμα»[2]· καί πνεῦμα μπορεῖ νά εἶναι εἴτε προσωπικότητα, εἴτε διδασκαλία, εἴτε ἰδέα, εἴτε σκέψη, εἴτε ἄνθρωπος. Καί κάθε προσωπικότητα, διδασκαλία, ἰδέα, σκέψη, ἄνθρωπος,πού δέν ἀναγνωρίζει  ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεός καί Σωτήρας, ἐνσαρκωθείς Θεός καί Θεάνθρωπος, προέρχεται ἀπό τόν Ἀντίχριστο, εἶναι τοῦ Ἀντιχρίστου. Τέτοιες προσωπικότητες, ἰδέες καί διδασκαλίες ὑπάρχουν ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἴδιας τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, γι ‘αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, πού ἀξιώθηκε νά δεῖ τά μυστήρια, λέγει γιά τόν Ἀντίχριστο: «νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστίν ἤδη». Κάθε ἄνθρωπος, κάθε ἰδέα στόν κόσμο, πού ἀρνεῖται τόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του, εἶναι ἐκ τοῦ Ἀντιχρίστου. Ὁ δημιουργός ὁποιασδήποτε ἀντιχριστιανικῆς ἰδεολογίας εἶναι, ἔμμεσα ἤ ἄμεσα, ὁ Ἀντίχριστος. Στήν πραγματικότητα, ὅλες οἱ ἰδεολογίες μποροῦν νά χωρισθοῦν σέ δύο εἴδη: σέ αὐτές πού τάσσονται ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ καί σέ αὐτές πού τάσσονται ὑπέρ τοῦ Ἀντιχρίστου. Σέ τελευταία ἀνάλυση, ὁ ἄνθρωπος σέ τοῦτον τόν κόσμον καλεῖται νά ἀπαντήσει σέ ἕνα ἐρώτημα: ἄν εἶναι μέ τόν Χριστό ἤ κατά τοῦ Χριστοῦ. Καί κάθε ἄνθρωπος, θέλοντας καί μή, δίνει ἀπάντηση σέ αὐτό τό ἐρώτημα, σέ αὐτό τό ἀπόλυτο πρόβλημά του. Καθένας ἀπό ἐμᾶς εἶναι εἴτε φιλόχριστος εἴτε χριστομάχος· Τρίτη ὁδός δέν ὑπάρχει. Ναί, εἴτε χριστολάτρης εἴτε διαβολολάτρης· Τρίτη ὁδός δέν ὑπάρχει».
       Καλή καί εὐλογημένη πνευματική πορεία. Καλή Ἀνάσταση.
Υ.Γ. : «Ἔγραφα Ε’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἑορτή ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας». 



[1] Ἰωάν.η’, στίχ.42. «…ἐγώ γάρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καί ἥκω·…», στίχ.43.  «διατί τήν λαλιάν τήν ἐμήν οὐ γινώσκετε; ὅτι οὐ δύνασθε ἀκούειν τόν λόγον τόν ἐμόν»., στίχ.44. «…ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός τοῦ διαβόλου ἐστέ…ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ΄ἀρχῆς καί ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τό ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύτης ἐστί καί ὁ πατήρ αὐτοῦ».
[2] Β’ ΙΩΑΝΝΟΥ, Στίχ.7: «ὅτι πολλοί πλάνοι εἰσῆλθον εἰς τόν κόσμον, οἱ μή ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστόν ἐρχόμενον ἐν σαρκί· οὗτος ἐστιν ὁ πλάνος καί ὁ ἀντίχριστος».

Η πρώην Λουθηρανή κα Άννα για το Ορθόδοξο Βάπτισμα



site analysis


Η πρώην Λουθηρανή κα Άννα για το Ορθόδοξο Βάπτισμα
Μετά την κατανυκτική θεία Λειτουργία στον Μέγα Βασίλειο,την Κυριακή 31 Μαρτίου 2019, οι φοιτήτριες της Χριστιανικής Φοιτητικής Δράσης Αθηνών πήραν τον δρόμο για τη γραφική περιοχή της Πλάκας. Στόχος τους, να επισκεφθούν το ιδιωτικό παρεκκλήσιο της Αγίας Άννας. Η περιοχή έσφυζε από ζωή, κίνηση, φωνές, θόρυβο, μα μόλις μπήκαν στο μικρό παρεκκλήσιο, όλα ησύχασαν. Εκεί τις περίμενε η  Άννα Ρετάλη, η οποία συνέβαλε ιδιαίτερα στην αποκατάσταση του παρεκκλησίου.



Η  Άννα κατάγεται από τη Σουηδία και στο παρελθόν ήταν λουθηρανή. Τις υποδέχθηκε και τους μίλησε για την αποκατάσταση του ιερού ναού. Τους διηγήθηκε το πώς ο Θεός απροσδόκητα και θαυματουργικά οδήγησε τα βήματά της στην Ορθόδοξη Εκκλησία και μοιράστηκε μαζί τους κάποιες από τις εμπειρίες που έζησε από τότε που γνώρισε την αλήθεια.

«Εσείς βαπτιστήκατε πολύ μικρές και δεν το θυμάστε. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι όντως, όντως κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα. Στη βάπτιση μπαίνεις μαύρη και βγαίνεις λευκή… Σκέψεις, νοοτροπίες, συνήθειες που είχες ξαφνικά φεύγουν από πάνω σου, σαν να βγάζεις ένα παλιό ρούχο… Τους πρώτους μήνες μετά τη βάπτισή μου ήμουν… αλλού. Μια γαλήνη, μια χαρά συνεχής κυριαρχούσε…” ήταν μερικά από τα βιώματα που μας μετέφερε.
«Λέω σε γνωστούς μου στη Σουηδία, ότι βρισκόμαστε στη φανταστική περίοδο της νηστείας και δεν το συμμερίζονται. Πρέπει να το ζήσεις για να το καταλάβεις».
πηγή

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Αθηνά Σγούρου



site analysis


SGOYROY
Γεν­νή­θη­κε τό 1879 στό Χω­ριό Κου­ρα­μά­δες Κερ­κύ­ρας ἀ­πό γο­νεῖς πο­λύ φτω­χούς ἀλ­λά πο­λύ τί­μιους καί πι­στούς. Ὁ πα­τέ­ρας της λε­γό­ταν Χρι­στό­δου­λος Σγοῦ­ρος καί ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος Βυ­ζαντι­νῆς οἰ­κο­γέ­νειας πού εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θῆ ἀ­πό αἰ­ῶ­νες στήν Κέρ­κυ­ρα. Ἡ μάν­να της λε­γό­ταν Κων­σταντί­να Γραμ­μέ­νου. Προερ­χό­ταν ἀπό πο­λύ­τε­κνη οἰ­κο­γέ­νεια.
Ἀ­πό τά πρῶ­τα της χρό­νια ἔ­ζη­σε τήν με­γά­λη φτώ­χεια, τήν στέ­ρη­ση καί τόν θά­να­το μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νειά της. Ἀ­πό τά δώ­δε­κα παι­διά πού ἔ­φε­ραν στόν κό­σμο οἱ γο­νεῖς της μό­νο πέντε ἐ­πέ­ζη­σαν καί ἀ­πό αὐ­τά ἕ­να ἦ­ταν σω­μα­τι­κά ἀ­νά­πη­ρο καί ἕ­να δι­α­νο­η­τι­κά. Τί­πο­τε δι­κό τους δέν εἶ­χαν ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­να μι­κρό σπι­τά­κι πού ἔ­με­ναν.
Τά λί­γα κτη­μα­τά­κια πού καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν ἦ­ταν ξέ­να, ἀρ­χοντι­κά καί ἔ­δι­ναν με­γά­λο με­ρί­διο ἀ­πό τήν σο­δειά τους στούς κα­τό­χους.
Εἶ­χαν ὅ­μως πο­λλή πί­στη, ἐλ­πί­δα καί ἀ­γά­πη στόν Θε­ό. Ὁ πα­τέ­ρας της οὐ­δέ­πο­τε βλα­σφή­μη­σε γιά τήν δυ­στυ­χί­α του καί γι­ά τούς θα­νά­τους τῶν παι­δι­ῶν του. Ἀντί­θε­τα εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε τόν Θε­ό πού τά παι­διά του ἀ­ξι­ώ­νο­νταν νά γί­νουν Ἄγ­γε­λοι.
Ἡ Ἀ­θη­νᾶ ὡς πι­ό με­γά­λη (δεύ­τε­ρη κα­τά σει­ρά), ἐ­πω­μί­στη­κε καί αὐ­τή τό βά­ρος καί τήν φροντί­δα τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς της ἀ­πό ἡ­λι­κί­ας πέντε ἐ­τῶν. Ἡ μάν­να της ξε­νο­δού­λευ­ε καί τῆς ἄ­φη­νε ὅ­λη τήν εὐ­θύ­νη νά φροντί­ση τά μι­κρό­τε­ρα ἀ­δέλ­φια της. Δέν εἶχε μέ τί νά τά τα­ΐ­ση καί λυ­πό­ταν πού τά ἔ­βλε­πε πει­να­σμέ­να καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τά χορ­τά­ση. Δύ­σκο­λοι και­ροί, φτώ­χεια καί ἀ­νέ­χεια.
Σέ ἡ­λι­κί­α ἑ­πτά ἐ­τῶν πή­γαι­νε καί αὐ­τή μέ τήν μάν­να της στήν ξέ­νη δου­λειά, πού ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή ἦ­ταν τό­σο σκλη­ρή ἐ­νῶ ἡ ἴδια βρι­σκό­ταν σέ τό­σο τρυ­φε­ρή ἡ­λι­κί­α.
Ὅ­μως ἀπ᾿ αὐ­τήν τήν ἡ­λι­κί­α εἶ­χε ζῆ­λο καί ἄκου­γε μέ προ­σο­χή καί ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­ταν μι­λοῦ­σαν (ἰδί­ως ὁ πα­τέ­ρας της) γι­ά τόν Θε­ό, τούς Ἁ­γί­ους, γιά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί πα­ρά­δο­σή μας. Ἔτσι ἔγι­νε φο­ρέ­ας καί βί­ω­νε τό πνεῦ­μα τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς ἠ­θι­κῆς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου μας.
Παντρεύ­τη­κε σέ με­στή ἡ­λι­κί­α (27 ἐ­τῶν). Ὁ γά­μος της ἔ­γι­νε με­τά ἀ­πό πε­ρι­πέ­τει­ες καί ἐ­πει­σό­διο πού πο­λύ τήν στε­νο­χώ­ρη­σε. Στό σπί­τι πού μπῆ­κε βρῆ­κε πο­λύ ἐ­χθρι­κό κλῖ­μα ἀ­πέ­ναντί της, για­τί ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ ἄν­δρα της δέν ἤ­θε­λε μέ κα­νέ­να τρό­πο νά τήν κά­νη νύ­φη της ἐ­πει­δή ἦ­ταν πο­λύ φτω­χή. Δυ­στυ­χῶς καί ὁ ἄν­δρας της πολ­λές φο­ρές στήν πο­ρεί­α τοῦ γά­μου τους πα­ρα­συ­ρό­ταν ἀ­πό τούς δι­κούς του. Ἡ στε­νο­χώ­ρια της καί ἡ κα­κή με­τα­χεί­ρι­ση ἦ­ταν καί ἀ­φορ­μή νά ἀ­πο­βά­λη τό πρῶ­το παι­δί της. Κα­τά τήν ἀ­πο­βο­λή αὐ­τή ἔ­πα­θε με­γά­λη αἱ­μορ­ρα­γί­α καί ὁ για­τρός πού κλή­θη­κε δέν κα­τώρ­θω­σε νά τήν βο­η­θή­ση. Ὅ­ταν τήν εἶ­δε νά ἔχη πέ­σει σέ κῶ­μα ἀ­πο­φάν­θη­κε ὅ­τι δέν θά ζή­σει για­τί εἶ­χε πά­ρει τήν πο­ρεία πρός τόν θά­να­το. Ἡ ἀ­να­πνο­ή της ἐ­λά­χι­στη, τό πρό­σω­πό της κί­τρι­νο, τό σῶ­μα πα­γω­μέ­νο καί οἱ ὧ­ρες περ­νοῦ­σαν μέ ἀ­γω­νί­α. Ἀ­πό τό πρω­ΐ μέ­χρι ἀρ­γά τό ἀ­πό­γευ­μα στήν ἴ­δια κα­τά­στα­ση. Ἡ μία ἀ­πό τίς ἀ­δελ­φές της προ­σευ­χό­ταν.
Ξαφ­νι­κά τήν εἶ­δαν νά ἀ­νοι­γο­κλεί­νη τά μά­τια της, νά ζω­η­ρεύ­η τό πρό­σω­πό της, νά κι­νῆ­ται τό σῶ­μα της, καί ν᾿ ἀρ­χί­ζη νά μι­λά­η. Τά πρῶ­τα λό­για της ἦ­ταν: «Ποῦ εἶ­μαι; Ποῦ βρί­σκο­μαι; Για­τί ἦρ­θα πά­λι ἐ­δῶ;». Σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν ὅ­λοι. Θαῦ­μα! Πῶς ξα­να­ζωντά­νε­ψε; Ὅ­ταν συ­νῆλ­θε ἐντε­λῶς, ἀ­να­στέ­να­ξε βα­θιά. «Ἄχ, για­τί νά φύ­γω ἀ­πό ἐ­κεῖ πού ἤ­μουν;».
«Ἀ­πό ποῦ;», τήν ρώ­τη­σαν οἱ ἀ­δελ­φές της. «Ἀ­κοῦ­στε καί θά σᾶς πῶ. Βρέ­θη­κα σέ σκο­τά­δι βα­θύ καί ἤ­θε­λα νά προ­χω­ρή­σω, νά φύ­γω ἀ­πό ἐ­κεῖ, νά δῶ φῶς. Μοῦ φά­νη­κε πώς κά­ποι­ος ἦ­ταν κοντά μου καί ὅ­πως προ­χω­ροῦ­σα, μέ συ­νώ­δευ­ε. Ἤ­ξε­ρε καί τ᾿ ὄ­νο­μά μου καί μοῦ εἶ­πε:
‒Ἀ­θη­νᾶ, μή φο­βᾶ­σαι, ἔ­λα μα­ζί μου, πᾶ­με ἀ­πό ἐ­δῶ.
‒Ποῦ μέ παίρ­νεις; τόν ρώ­τη­σα.
‒Ἔ­λα καί θά δῆς. Σι­γά–σι­γά βρε­θή­κα­με σέ φῶς. Ἔ­τσι εἶ­δα κι αὐ­τόν πού μέ συ­νώ­δευε. Ἦταν ἕ­νας λαμ­πε­ρός νέ­ος καί εἶ­χε μί­α φο­ρε­σιά ἄ­σπρη. Συ­να­ντή­σα­με ἕ­να με­γά­λο πορ­τό­νι (ἔ­τσι ἔ­μοια­ζε) πρός τήν Ἀ­να­το­λή. Πε­ρά­σα­με μέ­σα. Ἄ! Τί φῶς ἦ­ταν αὐ­τό πού εἶ­δα! Πι­ό πο­λύ ἀ­πό μέ­ρα με­ση­μέ­ρι. Καί τί εἴ­δα­νε τά μά­τια μου ἐ­κεῖ μέ­σα! Δέν­δρα πολ­λά καί λου­λού­δια ἀπ᾿ ὅ­λα τά χρώ­μα­τα στο­λί­ζα­νε αὐ­τόν τόν τό­πο. Ὅ­λα κα­θα­ρά, ἄ­στρα­φταν καί οἱ ἄν­θρω­ποι πού βρί­σκο­νταν ἐ­κεῖ. Ὅ­λοι μέ τά γι­ορ­τι­νά τους σάν νἄ­τα­νε πα­νη­γύ­ρι. Τά πρό­σω­πά τους χα­ρού­με­να καί στέκονταν κα­τά σει­ρές ἄν­δρες, γυ­ναῖ­κες καί τρα­γου­δοῦ­σαν. Πολ­λοί μοῦ μι­λοῦ­σαν, μέ χαι­ρε­τοῦ­σαν. “Κα­λῶς τήν Ἀ­θη­νᾶ”, μοῦ ἔ­λε­γαν. Καί ἐ­γώ ἤ­μουν πο­λύ χα­ρού­με­νη, κα­θώς περ­νοῦ­σα μέ­σα ἀπ᾿ αὐ­τούς τούς ἀν­θρώ­πους καί μέ­σα ἀπ᾿ αὐ­τά τά ὡ­ραῖ­α λου­λού­δια. Ρώ­τη­σα καί ἐ­γώ αὐ­τόν πού μέ ἔ­παιρ­νε:
‒Ποῦ εἴ­μα­στε ἐ­δῶ;
‒Ἄ! Ἐ­δῶ εἴ­μα­στε στόν Πα­ρά­δει­σο καί ὅ­λοι αὐ­τοί πού βλέ­πεις ἐ­δῶ, εἶ­ναι οἱ ψυ­χές πού ὅ­ταν ἦ­ταν στήν ζω­ή εἶ­χαν ἀ­γά­πη καί ἔ­κα­ναν κα­λά ἔρ­γα. Νά, αὐ­τοί εἶ­χαν αὐ­τή τήν ἀ­ρε­τή, οἱ ἄλ­λοι τήν ἄλ­λη.
»Ὅ­σο προ­χω­ρού­σα­με ὅ­λο καί πι­ό πο­λύ φῶς, ὅ­λο καί πι­ό ὄ­μορ­φα ἦ­ταν τά πάντα καί πε­ρισ­σό­τε­ρο χα­ρού­με­να. Δέν ἤ­ξε­ρα τί νά πῶ, ἔ­τσι ρώ­τη­σα πά­λι.
‒Δέν μοῦ λές, ἄν­θρω­πέ μου, ὅ­λες οἱ ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­ταν πε­θαί­νουν, ὅ­λες ἐ­δῶ ἔρ­χονται;
‒Ὄ­χι, μοῦ λέ­ει, ἂν θέ­λης πᾶ­με νά ἰ­δῆς ποῦ εἶ­ναι καί οἱ ἄλ­λες ψυ­χές.
»Μέ μιᾶς βρε­θή­κα­με σάν σέ σού­ρου­πο καί ὅ­σο προ­χω­ρού­σα­με τό­σο σκο­τεί­νι­α­ζε. Μπή­κα­με σ᾿ ἕ­να πορ­τό­νι σκοῦ­ρο, πού ἦ­ταν πρός τήν Δύ­ση. Καί τί νά δοῦ­με ἐ­κεῖ! Ἀν­θρώ­πους, ἄλ­λους πε­σμέ­νους κά­τω, ἄλ­λους ση­κω­μέ­νους νά βογ­γᾶ­νε, νά κλαῖ­νε, γυ­ναῖ­κες μέ ξέ­πλε­κα μαλ­λιά νά πα­ρα­δέρ­νωνται καί μί­α βρώ­μα πού δέν ἄντε­χα. Προ­χω­ρού­σα­με καί ὅ­λο χει­ρό­τε­ρα. Ἐ­δῶ βλέ­πα­με πολ­λούς πού ἦ­ταν μέ­σα σέ ἀ­κα­θαρ­σί­ες καί ἄλ­λους μέ­σα σέ φω­τιά νά καί­γωνται.
‒Μά για­τί νἆ­ναι ἔ­τσι αὐ­τοί ἐ­δῶ; ρώ­τη­σα.
‒Ἄ, Ἀ­θη­νᾶ μου, αὐ­τές ἐ­δῶ εἶ­ναι οἱ ψυ­χές αὐ­τῶν πού ἔ­κα­ναν τήν τά­δε ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­κεῖ­νοι ἐ­κεῖ ἔ­κα­ναν ἄλ­λες καί δέν με­τε­νό­η­σαν, γι᾿ αὐ­τό ἦρ­θαν ἐ­δῶ. Ἔ­τσι μοῦ ἔ­λε­γε γι­ά ὅ­λους.
»Πι­ό πέ­ρα τί νά δῶ! Μέ­σα ἀ­πό ἕ­να πο­λύ με­γά­λο λάκ­κο νά βγαί­νουν καί νά πε­τι­οῦνται πά­νω κά­τι σάν σκου­πί­δια πού πά­λι ξα­νά­πε­φταν μέ­σα.
‒Καί αὐ­τό τί εἶ­ναι; ρώ­τη­σα.
‒Αὐ­τά πού ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νουν σ᾿ αὐ­τό τό βά­ρα­θρο εἶ­ναι οἱ πο­λύ ἁ­μαρ­τω­λές ψυ­χές πού καί­γο­νται.
»Μ᾿ ἔ­πια­σε ἀ­να­τρι­χί­λα καί ἄρ­χι­σα νά κλαί­ω, για­τί πο­λύ πό­νε­σα πού ἔ­βλε­πα αὐ­τά. Ξαφ­νι­κά ἄ­κου­σα κά­ποι­ον νά φω­νά­ζη σ᾿ αὐ­τόν πού μ᾿ ἔ­παιρ­νε:
‒Πά­ρε τήν Ἀ­θη­νᾶ ἀ­πό ἐ­κεῖ. Για­τί τήν ἔ­φε­ρες σ᾿ αὐ­τόν τόν τό­πο νά στε­νο­χω­ρη­θῆ; Νά φύ­γη γρή­γο­ρα. Βγή­κα­με πά­λι στό φῶς, καί ἐ­κεῖ μοὖρ­θε ἡ πε­ρι­έρ­γεια καί τόν ρώ­τη­σα:
‒Μά ποι­ός εἶ­σαι ἐ­σύ, ἄν­θρω­πέ μου, πού εἶ­σαι ὅ­λο κοντά μου, καί ποῦ μέ γνω­ρί­ζεις;
‒Εἶ­μαι Ἄγ­γε­λος τοῦ Θε­οῦ πού παίρ­νω τίς ψυ­χές αὐ­τῶν πού πε­θαί­νουν.
‒Ἔ, τό­τε θά ξέ­ρεις καί γι­ά τήν ψυ­χή τῆς Νι­κο­λέτ­τας (μιᾶς γνω­στῆς μου) ποῦ ἐ­πῆ­γε.
‒Αὐ­τή δέν πῆ­γε κα­λά, για­τί δέν ἔ­κα­νε ψυ­χι­κό (ἐ­λε­η­μο­σύ­νη) πο­τέ της.
‒Καί ἡ ψυ­χή τῆς Χα­ρί­κλειας (μιᾶς ἄλ­λης γνω­στῆς μου) ποῦ πῆ­γε;
‒Ἄ, αὐ­τή ἐ­πῆ­γε λαμ­πά­δα στόν Θε­ό.
»Ρώ­τη­σα καί γι᾿ ἄλ­λες ψυ­χές ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού ἤ­ξε­ρα καί μοῦ ἀ­παντοῦ­σε ὅ­τι ἄλ­λες πῆ­γαν σέ κα­λό μέ­ρος καί ἄλ­λες σέ ἄ­σχη­μο.
‒Καί μέ­να ποῦ θά μέ πά­ρεις, τοῦ λέ­ω.
‒Ἐ­σύ θά γυ­ρί­σεις πά­λι, μοῦ ἀ­πήντη­σε, για­τί σέ φω­νά­ζουν καί δέν ἔ­χω δι­ο­ρί­α νά σέ κρα­τή­σω ἄλ­λο.
»Καί ἔ­τσι μέ μιᾶς τόν ἔ­χα­σα καί βρέ­θη­κα πά­λι ἐ­δῶ».
Πολ­λοί τήν κο­ρό­ϊ­δευ­αν, δέν τήν πί­στευ­αν, τῆς ἔ­λε­γαν ὅ­τι ἦ­ταν ὄ­νει­ρο. Ἡ ἴ­δια ἐ­πέ­με­νε: «Δέν ἦ­ταν ὄ­νει­ρο. Ἐ­γώ τὄ­ζη­σα αὐ­τό». Δέν ἦ­ταν ὄ­νει­ρο, δι­ό­τι πέ­ρα­σαν ἑ­βδο­μή­κοντα χρό­νια καί με­τά τό θυ­μό­ταν μέ ὅ­λες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες, παρ᾿ ὅ­λο πού χρει­α­ζό­ταν πά­νω ἀ­πό μί­α ὥ­ρα νά τό ἀ­φη­γη­θῆ σέ ὅ­λη του τήν ἔ­κτα­ση μέ πολ­λή ἁ­πλό­τη­τα, χω­ρίς νά προ­σπα­θῆ νά πεί­ση. Ἄλ­λη ἀ­πό­δει­ξη ἦ­ταν ἡ βέ­βαι­η πί­στη της γι­ά τήν ἐ­που­ρά­νια ζω­ή. Τό με­γά­λο ἰ­σό­βιο ἐν­δι­α­φέ­ρον της καί ὁ ἀ­γώ­νας της γι­ά τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α της γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν, ἡ λα­χτά­ρα της νά μι­λά­η καί νά ἀ­κού­η γι­ά τόν Χρι­στό μας, τήν Πα­να­γί­α μας, τούς Ἀγ­γέ­λους, τούς Ἁ­γί­ους˙ ὁ πό­θος της καί ἡ σί­γου­ρη ἐλ­πί­δα της γι­ά τήν Ἀ­νά­στα­ση, (πο­τέ της ὅ­σο ἐκ­κλη­σι­α­ζό­ταν δέν ἔ­χα­σε τό Ἑ­ω­θι­νό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς Κυ­ρια­κῆς) καί τέ­λος οἱ ἔ­γνοι­ές της, οἱ εὐ­χές καί οἱ προ­σευ­χές γι­ά ὅ­λο τόν κό­σμο.
Ὡς ἄν­θρω­πος κι αὐ­τή εἶ­χε τά ἐ­λατ­τώ­μα­τά της καί ἐλ­λεί­ψει πνευ­μα­τι­κοῦ ὁ­δη­γοῦ καί λό­γῳ ἄ­γνοι­ας μπο­ρεῖ νά δι­έ­πρατ­τε μι­κρά συγ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ὅ­μως ἡ ἔ­μπρα­κτη ἀ­γά­πη της γι­ά τόν Θε­ό καί τούς ἀν­θρώ­πους τά ἐ­λά­φρυ­νε ὅ­λα.
Δέν μπο­ροῦ­σε νά χορ­τά­ση, ἂν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι κά­ποι­ος δί­πλα της πει­νά­ει, οὔ­τε νά κοι­μη­θῆ, ἂν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι κά­ποι­ος δέν ἔ­χει κρεβ­βά­τι νά μεί­νη. Μέ­σα στήν πο­λυ­με­λῆ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν σκάν­δα­λο καί εὐ­λο­γί­α. Ὅ­,τι μά­ζευ­ε τό σκόρ­πι­ζε χω­ρίς νά λο­γα­ριά­ζη τήν γκρί­νια καί τίς ἀντι­δρά­σεις τῶν ἄλ­λων. Πο­τέ ὅ­μως δέν τούς ἔλει­ψαν τά ἀ­πα­ραί­τη­τα οὔ­τε κα­τά τήν κα­το­χι­κή καί με­τα­κα­το­χι­κή φτώ­χεια.
Στό σπί­τι της δε­χό­ταν καί φι­λο­ξε­νοῦ­σε ὅ­λους ὅ­σοι βρί­σκονταν ἄ­στε­γοι στό χω­ριό ἢ στό Λι­βά­δι τοῦ Ρό­πα, ὅ­που εἶ­χε ἕ­να σπι­τά­κι καί ἔ­με­νε ἐ­πο­χια­κά. Πέ­ρα­σαν ἀ­πό τό σπί­τι της, ἔ­φα­γαν καί κοι­μή­θη­καν σέ δύ­σκο­λους καί σέ ἐμ­πό­λε­μους και­ρούς Σέρ­βοι, Ἑ­βραῖ­οι, Ἰ­τα­λοί, πρό­σφυ­γες τῆς Μ. Ἀ­σί­ας, ζη­τιᾶ­νοι, γυ­ρο­λό­γοι, πλα­νό­διοι, ἔμ­πο­ροι, μο­να­χοί, ἱ­ε­ρεῖς, ἀ­κό­μη τσιγ­γᾶ­νοι, τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γοί καί ψυ­χο­πα­θεῖς.
Ἡ καρ­διά της δέν ἔ­κα­νε δι­ά­κρι­ση, ἔ­βλε­πε τόν κά­θε ἄν­θρω­πο ὡς εἰ­κό­να Θε­οῦ, πού ἔ­χει ἀ­νάγ­κη. Ἔκα­νε ψυ­χι­κό χω­ρίς νά ἀ­πο­βλέ­πη σέ ἀντα­μοι­βή. Δέν φο­βή­θη­κε πο­τέ οὔ­τε σκέ­φθη­κε μή­πως κιν­δυ­νεύ­ση ἀ­πό τούς κά­θε εἴ­δους ἀν­θρώ­πους πού φι­λο­ξε­νοῦ­σε. Σκε­φτό­ταν ἁ­πλά καί πί­στευ­ε στήν πρό­νοι­α τοῦ Θε­­οῦ. Ὅ­ταν ἔ­με­νε στό Λι­βά­δι (δυ­ό ὧ­ρες μα­κρυ­ά ἀ­πό τό χω­ριό), τό σπί­τι της γι­νό­ταν τό μό­νο ἀ­πο­κούμ­πι γιά κά­θε χω­ρια­νό καί μή πού ξέ­με­νε ἐ­κεῖ ἀ­πό κα­κο­και­ρί­α. Τό μέ­ρος ἐ­κεῖ ἦ­ταν σχε­δόν ἔ­ρη­μο. Τί νά τούς δώ­ση νά φᾶ­νε; Δέν με­ρι­μνοῦ­σε. «Ἔ­χει ὁ Θε­ός», ἔ­λε­γε. Ἡ ἀ­γά­πη πάντα οἰ­κο­νο­μά­ει. Λί­γο κα­λαμ­πο­κί­σιο ἀ­λεύ­ρι γι­ά μί­α κου­λού­ρα στήν χό­βο­λη, μέ λί­γο ρύ­ζι μέ θρούμ­πα καί δυ­ό­σμο θά χόρ­ται­ναν ὅ­σοι κι ἂν ἦ­ταν. Καί ὅ­ταν ἡ καρ­διά της λα­χτα­ροῦ­σε νά προ­σφέ­ρη καί κά­τι ἄλ­λο ἀλ­λά δέν εἶ­χε, συ­νέ­βαι­νε με­ρι­κές φο­ρές καί τό ἑ­ξῆς ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο. Ἔρ­χονταν οἱ γά­τες ἀ­πό τόν κάμ­πο πού κυ­νη­γοῦ­σαν καί τῆς ἔ­φερ­ναν πό­τε ὀρ­τύ­κια, πό­τε λα­γου­δά­κια, πού ἀ­φοῦ τά σκό­τω­ναν, τά ἄ­φη­ναν στά πό­δια της νι­α­ου­ρί­ζοντας. Τό πε­ρί­ερ­γο ἦ­ταν ὅ­τι δέν τῆς ἔ­φε­ραν πο­τέ ἀ­κά­θαρ­το.
Ἐ­κεῖ στό Λι­βά­δι ἀ­ξι­ώ­θη­κε καί ἑ­νός ὁ­ρά­μα­τος. Ἐ­νῶ στε­κό­ταν ἔ­ξω ἀ­πό τήν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ της ἕ­να βρά­δυ εἶ­δε σέ μί­α στιγ­μή τόν οὐ­ρα­νό νά ἀ­στρά­φτη. Νό­μι­σε ὅ­τι θά βρέ­ξει. Ὅ­μως τό φῶς με­γά­λω­νε καί ἔ­φε­ξε ὅ­λος ὁ κάμ­πος σάν νά ἦ­ταν μέ­ρα. Τό φῶς, ὅ­πως ἔ­λε­γε, προ­ερ­χό­ταν ἀ­πό κά­τι πού ἔ­βλε­πε στόν οὐ­ρα­νό πού ἔμοιαζε σάν ὁ­λό­φω­το ἅρ­μα σέ σχῆ­μα πο­λυ­ε­λαί­ου. Κα­θώς περ­νοῦ­σε πά­νω ἀ­πό τό κε­φά­λι της ἔ­μει­νε ἔκ­θαμ­βη ἀ­πό τήν ὀ­μορ­φιά του. Τό πα­ρα­κο­λού­θη­σε μέ­χρι πού χά­θη­κε στίς πλα­γι­ές ἑ­νός λό­φου. (Κα­νείς ἄλ­λος ἀ­πό τήν γύ­ρω πε­ρι­ο­χή δέν τό εἶ­δε, ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­να κο­ρι­τσά­κι ὀ­κτώ χρόνων πού ἔ­βο­σκε τά πρό­βα­τα). Σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε, δέν μπο­ροῦ­σε νά τό ἐ­ξη­γή­ση. Ὕ­στε­ρα ὅ­μως ὁ λο­γι­σμός τῆς εἶ­πε ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το γι­ά τό χε­ρου­βι­κό ἅρ­μα πού πή­γαι­νε σ᾿ ἕ­να ἐ­ρη­μοκ­κλή­σι, τόν ἁ­η–Γι­ώρ­γη, πού οἱ ἄν­θρω­ποι τό εἶ­χαν ἐγ­κα­τα­λεί­ψει καί ἔ­με­νε χρό­νια ἀ­λει­τούρ­γη­το.
Ζοῦ­σε μέ πολ­λή ἁ­πλό­τη­τα καί κα­θα­ρό­τη­τα. Ἔ­νιω­θε τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ κοντά της καί εἶ­χε πά­ντα χα­ρά. Εἶ­χε ὅ­μως καί πει­ρα­σμούς καί πολ­λές δο­κι­μα­σί­ες στήν ζω­ή της. Ὁ ἄν­δρας της δέν ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ. Ἦ­ταν νευ­ρι­κός, βλα­σφη­μοῦ­σε καί αὐ­τή πλη­γω­νό­ταν.
Νέ­ος με­τά ἀ­πό ἕ­να ἀ­τύ­χη­μα ἔ­χα­σε ἐντε­λῶς τό φῶς του καί ἡ ἴ­δια ἔ­πρε­πε νά ὑ­πο­μεί­νη τήν σο­βα­ρή αὐ­τή ἀ­να­πη­ρί­α καί τίς συ­να­κό­λου­θες πα­ρα­ξε­νι­ές του. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­ταν με­τά ἀ­πό λί­γα χρό­νια ἔ­πε­σε, χτύ­πη­σε καί ἔ­μει­νε πα­ρά­λυ­τος. Ἡ κό­ρη της εἶ­χε γεν­νη­θῆ ἀ­νά­πη­ρη ἀλ­λά ἦ­ταν καί αὐ­τή ἰ­δι­ό­τρο­πη, ἀ­νυ­πά­κο­η καί ἀ­τύ­χη­σε πο­λύ στόν γά­μο της. Ὁ γυι­ός της μι­κρός ἦ­ταν πο­λύ φι­λά­σθε­νος. Τρεῖς φο­ρές κιν­δύ­νευ­σε νά πε­θά­νη. Ἡ εὐ­σπλαγ­χνί­α τοῦ Θε­οῦ μέ τίς προ­σευ­χές της τόν γλύ­τω­σε καί τοὔ­δω­σε καί πολ­λά παι­διά.

SGOYROY1

Ἡ ἴ­δια εἶ­χε πάντα προ­βλή­μα­τα μέ τήν ὑ­γεί­α της πού τήν βα­σά­νι­ζαν μέ­χρι τό τέ­λος της. Παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τά δέν γόγ­γυ­σε πο­τέ. Πάντα εὐ­χό­ταν. Ἔ­κλαι­γε με­τά κλαι­όντων καί ἔ­χαι­ρε με­τά χαι­ρόντων. Προ­σευ­χό­ταν γι­ά ὅ­λον τόν κό­σμο, γνω­στούς καί ἀ­γνώ­στους, πρίν κοι­μη­θῆ κά­θε βρά­δυ. Ἡ προ­σευ­χή της κρα­τοῦ­σε ἀρ­κε­τή ὥ­ρα.
Τε­λευ­ταῖα αὐ­τό πού τήν στε­νο­χω­ροῦ­σε πο­λύ ἦ­ταν ὅ­τι δέν εὕ­ρι­σκε νά κά­νη ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Οἱ ἄν­θρω­ποι πλέ­ον δέν εἶ­χαν ἀ­νάγ­κες, ὅ­πως πα­λαι­ά καί οἱ ζη­τιά­νοι ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν. Πῶς θά χόρ­ται­νε ὅ­μως χω­ρίς νά δώ­ση τί­πο­τε; Ἀλ­λά ὁ Θε­ός τήν εὐ­σπλα­χί­σθη­κε καί τῆς ἔ­στελ­νε ζη­τιά­νους. Ὅ­ταν κα­τέ­βαι­νε κά­θε πρω­ΐ ἀ­πό τό σπί­τι της, στήν πόρ­τα τῆς ἔ­κα­ναν ὑ­πο­δο­χή κά­θε εἶ­δος ζώ­ων. Σκύ­λοι, γά­τες, κό­τες, πε­ρι­στέ­ρια, σπουρ­γί­τια. Ὅ­λα τήν συ­νώ­δευ­αν στήν αὐ­λή τοῦ σπι­τιοῦ, σέ ὅ­λα κά­τι εἶ­χε νά δώ­ση, ὅλα κα­τα­λά­βαι­ναν τήν ἀ­γά­πη της, δέν τήν φο­βό­νταν, ἔ­τρω­γαν μέ­σα ἀ­πό τά χέ­ρια της, ἀ­κό­μη καί αὐ­τά τά σπουρ­γί­τια πού δέν πλη­σιά­ζουν σέ ἄν­θρω­πο. Κοί­τα­ζε καί στά πό­δια της μή­πως ὑ­πάρ­χουν μυρ­μή­γκια νά τά τα­ΐ­ση κι αὐ­τά, καί χαιρό­ταν τό­σο πο­λύ, σάν τήν Εὔ­α στόν Πα­ρά­δει­σο.
Τά τέ­λη της ἦ­ταν χρι­στι­α­νι­κά καί εἰ­ρη­νι­κά, ὄ­χι ὅμως καί ἀ­νώ­δυ­να. Ἕ­να πρωΐ ση­κώ­θη­κε με­τά ἀ­πό μέ­ρες πού εἶ­χε μεί­νει ἄρ­ρω­στη στό κρεβ­βά­τι, νά τα­ΐ­ση τά που­λιά πού τῆς χτυ­ποῦ­σαν τό τζά­μι καί φώ­να­ζαν, ἔ­πε­σε καί κτύ­πη­σε. Ἔ­κτο­τε πο­νοῦ­σε καί ὑ­πέ­φε­ρε.
Ζή­τη­σε τόν πα­πᾶ νἄρ­θη νά τήν δι­α­βά­ση για­τί ἔτσι πί­στευ­ε ὅ­τι θά γι­νό­ταν κα­λά. Ὁ πα­πᾶς ὅ­μως δέν ἦρ­θε ἐγ­καί­ρως. Ὅ­ταν ἦρ­θε τοῦ εἶ­πε μό­λις τόν εἶ­δε: «Τώ­ρα, πα­πᾶ μου, εἶ­ναι ἀρ­γά πού ἦρ­θες, ἐ­γώ θά φύ­γω ἀ­πό­ψε».
Τήν τε­λευ­ταί­α αὐ­τή μέ­ρα, 11 Φε­βρου­α­ρί­ου 1976, ἑορ­τή τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­δώ­ρας καί τοῦ ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου εἶ­χε πολ­λούς πό­νους ἀλ­λά καί μί­α γα­λή­νια χα­ρω­πή προ­σμο­νή. Ἀ­πό τό πρω­ΐ ἄρ­χι­σε νά πα­ραγ­γέλ­νη τά τῆς κη­δεί­ας της. Τί ροῦ­χα θά τῆς φο­ροῦ­σαν, πῶς καί ποι­οί θά τήν ἔντυ­ναν, πῶς θά τήν κτέ­νι­ζαν, ποι­οί πα­πά­δες θἄρ­χονταν κ.λ.π.
Με­τά κά­λε­σε νἄρ­θουν οἱ γει­τό­νισ­σες καί ἡ νύ­φη της, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α, ἀ­φοῦ τήν χαι­ρέ­τη­σε, ζή­τη­σε συγ­χώ­ρη­ση, ἂν πο­τέ τήν εἶ­χε πι­κρά­νει. Ἐ­πί­σης καί ὅσους ἐ­πή­γαι­ναν νά τήν δοῦν, ἕ­ναν–ἕ­ναν τούς χαι­ρε­τοῦ­σε καί ζη­τοῦ­σε τήν συγ­χώ­ρη­σή τους. Πρός τό σού­ρου­πο ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α της με­γά­λω­σε. Εἶ­πε νά προ­σευ­χη­θοῦν στόν Θε­ό νά τήν πά­ρη γρή­γο­ρα, νά μήν τήν ἀ­φή­ση ὅ­λη νύ­χτα. Δέν πί­στε­ψαν οἱ συγ­γε­νεῖς της ὅ­τι θά ἔ­φευ­γε ἐ­κεί­νη τή νύ­χτα. Εἶ­πε στή νύ­φη της νά ξυ­πνή­ση καί τούς ἄλ­λους, ἀλ­λά δέν τήν πί­στε­ψε ἐ­πει­δή τήν ἔβλε­πε νά ἔχη τά λο­γι­κά της καί τήν ὁμι­λί­α της. Ἐκοι­μή­θη πρίν ἀπό τίς δύ­ο καί τά τε­λευ­ταῖ­α της λό­για ἦ­ταν: «Ὄ­μορ­φα–ὄ­μορ­φα».
Ὀ­κτώ ὧ­ρες πού ἔ­μει­νε μέ­σα στό φέ­ρε­τρο τό σῶ­μα της ἦ­ταν ζε­στό ἀ­κό­μη. Τό πρό­σω­πό της γα­λή­νιο, ρο­δα­λό, χα­μο­γε­λα­στό καί ἀ­ρ­ρυ­τί­δω­το, σάν πρό­σω­πο κο­ρι­τσιοῦ καί ὄ­χι αἰ­ω­νό­βιας γρι­ού­λας 97 ἐ­τῶν.
Ὁ Κύ­ριος ἂς ἀ­να­παύ­ση τήν ψυ­χή της, ὅ­πως καί ἐ­κεί­νη ἐ­λέ­η­σε καί ἀ­νέ­παυ­σε τόν Ἴ­διο στό πρό­σω­πο κά­θε δει­νο­πα­θοῦντος ἀν­θρώ­που.
Ἀ­μήν.

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο». Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

Οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις: μια άγνωστη Μικρασιάτισσα αγία



site analysis

Οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις.png
Η οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις (εκ Νεαπόλεως Μικράς Ασίας – 1804) με τη χαρακτηριστική φορεσιά της Καππαδοκίας. Αγιογραφία στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γεωργίου Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης.
Από τον βίο της Οσίας Φωτεινής της Νεαπολίτιδος, εν Νεαπόλει (Νέφ Σεχίρ) της Μικράς Ασίας (1804)

«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»
«Οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα· μύρον εκκενωθέν όνομά σου· διά τούτο νεάνιδες ηγάπησάν σε». ( Άσμα Ασμάτων Α,3)
Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος λέγει: «Ιδού ο ουρανός εν τη καρδία σου, ει καθαρός έση. Και εν εαυτώ όψη τους Αγγέλους συν τω φωτί αυτών και τον Δεσπότην Ιησούν Χριστόν εν μέσω αυτών». Δηλαδή, ιδού όλος ο ουρανός είναι εντός σου, εάν είσαι καθαρός. Και σ᾿ αυτόν τον ουρανό της ψυχής σου θα δης τους Αγγέλους με το δικό τους φως και τον Δεσπότη Χριστό ανάμεσά τους.
Αυτόν τον Ουρανό έβλεπε και μια 24χρονη κοπέλα, που καλλιεργούσε με ζήλο την Ευχή, στην Νεάπολη της Καππαδοκίας. Πρόκειται για την οσία Φωτεινή την Νεαπολίτιδα (1804) .
Έλεγε εξομολογητικά κάποτε η οσία στον Γέροντά της, τον πρεσβύτερο Γεώργιο:
— Εγώ, η ταπεινή σου κόρη Φωτεινή, φλεγομένη από τον θείο έρωτα της Νοεράς προσευχής, πολλές φορές, κατά το παράδειγμα του γλυκυτάτου Ιησού μου, κατέφευγα σε ήσυχους τόπους και σε βουνά, για να βρω στα μέρη εκείνα Αυτόν που ποθούσε η ψυχή μου. Με το που άρχιζα την προσευχή μου, μέσα στο στόμα μου ένοιωθα μια ανέκφραστη γλυκύτητα και ο νους μου αρπαζόταν στους ουρανούς κι εκεί θεωρούσα τα τάγματα των Ασωμάτων και αΰλων Δυνάμεων και τα πνεύματα των Αγίων. Όλοι με τα χέρια σταυροειδώς στο στήθος παρίσταντο με αρμονία, τάξι και ησυχία μπροστά στον θρόνο του Τριαδικού Θεού. Αισθανόμουν μια γλυκύτατη πανεύοσμη ευωδία και άκουγα τις μελίρρυτες ψαλμωδίες τους.
Σ᾿ αυτήν την θεωρία αρπαζόμουν όχι μόνο όταν ήμουν σε ήσυχους τόπους και στα βουνά, αλλά και μέσα στην εκκλησία, την ώρα της Θείας Λειτουργίας και καθόλου δεν άκουγα τις ψαλμωδίες των ψαλτών. Την ώρα εκείνη, αν μου μιλούσε κανείς, καθόλου δεν καταλάβαινα κι αν ήθελα να έλθω στον εαυτό μου για να μην αντιληφθούν και οι άλλοι την έκστασι και θεωρία μου, καθόλου δεν μπορούσα να επιβληθώ και να αποσπάσω τον νου μου από την θεωρία, εως ότου αυτή από μόνη της υποχωρούσε. Κι όσα έβλεπα ή άκουγα κι όσες ανέκφραστες ευωδίες αισθανόμουν, αποτελούν για μένα «άρρητα ρήματα» και μου είναι αδύνατον να τα εκφράσω.
Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι, μετά την εκστατική αυτή θεωρία, όποιο μέλος του σώματός μου άγγιζα, ανέπεμπε την ίδια γλυκύτατη ευωδία. Την αισθανόμουν σ᾿ όλο το σώμα μου διάχυτη. Δεν έμοιαζε με καμμιά ευωδιά πάνω στη γη. Είθε ο πανοικτίρμων Θεός να χαρίση σε όλους τους πιστούς να αισθανθούν αυτή την ευωδία. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος»
* Ο άγιος Γεώργιος, ο ιερέας της Νεάπολης (Νέφσεχιρ) Καππαδοκίας, γεννήθηκε το 1760 και κοιμήθηκε εξόριστος στη Λευκωσία της Κύπρου, μετά από σειρά συκοφαντιών, στις 12 Σεπτεμβρίου 1816. Ο άγιος –μη αναγνωρισμένος ακόμη επίσημα– υπήρξε πνευματικός της οσίας Φωτεινής της Νεαπολίτισσας και κατέγραψε στα καραμανλίδικα (τουρκική γλώσσα με ελληνική γραφή) τις συγκλονιστικές εμπειρίες της. Επίσης μετέφρασε στα τούρκικα και εξέδωσε στα καραμανλίδικα βίους αγίων ανδρών και γυναικών, με τον τίτλο Αλτούνολουκ (Χρυσαύλακας).

πηγή: »Η νέα οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις», εκδ. Σ. Γιούλη 1978.https://iconandlight.wordpress.com/2017/06/08/17976/amp/

Μια Σμυρνιά στο Ικόνιο (1922)



site analysis


Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ένα μικρό κορίτσι από τις Φώκιες της Σμύρνης, η Αγγελική Ματθαίου, επιζεί της Κεμαλικής Πορείας Θανάτου και φτάνει στην περιοχή του Ικονίου. Ολόκληρη η διήγηση της (Σμύρνη, ενδοχώρα, Ελλάδα) εδώ , παρακάτω παρατίθεται ένα απόσπασμα που αφορά το Ικόνιο:
Από κεί πάλη πήραμε τον δρόμο. Μας ήπανε πάμε για τη Κόννια.
Βαδίζαμε πολές μέρες χωρίς νερό χωρίς ψωμί.
Καπια μέρα φθάσαμε. Μας βάλανε σε ένα χάνη ως συνήθως.
Ξέχασα να γράψω. Δεν μας πήγανε στην Κόννια. Σε χωριό του ηκοννίου.
Εκεί ήρθανε η τούρκοι και βιάζανε της γυναίκες μροστά στους άνδρες
τους τα παιδια τους. Σηκοθήκανε δύο άνδρες να τους σπρόξουνε αλλά τους
πήρανε και δεν ξέρουμε τη έγιναν.
Εκεί σε αυτό το χωριό καθήσαμε πάλη σε έναν σταύλο με πάπλωμα την
κοπριά. Η μανούλα μου με είχε στην αγκαλιά της και κοιμόμουνα.
Ηλθε κοντά ένας τούρκος και με τραβά από το χέρι και μου έλεγε να
σηκωθώ αλλά με καλό τρόπο. Εγώ δεν σηκονόμουν. Από τα τόσα που έβλεπα
έσφηγκα πιο πολύ την μανούλα μου και έκλεγα. Στο τέλος ήλθε κοντά μας
ο άνθρωπος που ήξερε τούρκικα και του ήπε ο τούρκος ότι θέλη να με
κάνει παιδί του.
Εκείνη την ώρα καταλαβένετε τη εγεινε. Με έσφηξε στην αγκαλιά της και
θυμάμαι το λόγο που μου είπε. Πήγεναι παιδάκι μου. Εγώ θα πεθάνω και
που θα μήνης. Δεν έχουμε πιά κανένανε και όταν τελιωσει ο πόλεμος να
έλθεις στην Σμύρνη.
Ο τούρκος έφυγε και σε λίγο ήλθε με ένα άλογο και έδωσε στην Μανούλα
μου ψωμί και σουτσούκια. Αυτόν τον χωρισμό δεν θα τον ξεχάσω.
Με καθήζη εμένα στα καπούλια του αλόγου. Καβάλισε και αυτός. Με έκανε
νόημα να τον κρατώ. Το χωριό ήτανε μακριά. Στον δρόμο κατέβηκε να
κάνει το νερό του. Εγώ έκλεγα και έλεγα τώρα θα με σκοτόση. Αυτός
έβλεπαι ότη φοβόμουνα και με χαϊδεβε. Αλλά στα καπούλια του αλόγου ήχε
βάλη ένα χαλάκι και αυτό με πλήγωνε και γώ άρχησα να κλέγο. Αυτός το
κατάλαβε που πονούσα και κατέβηκε και κατέβασε και μένα και ήδε τα
αίματα. Βγάζη ένα μαντήλη και τα σκούπησε και έβαλε το μαντήλι στο
χαλάκη και φήγαμε.
Φθάσαμε στο χωριό βραδυ. Εξω από το χωριό ήτανε το σπίτι. Κατέβηκε
αυτός κατέβασε και μένα. Εδεσε το άλογο στης πόρτας τον χαλκά κτυπάη
την πόρτα. Της μίλησε τούρκικα. Ανήγει λίγο την πόρτα και βγένη μιά
γριά κουκουλομένη με μαύρο μαντήλη. Της είπε κάτη λόγια και με φίλησε
και έφυγε.
Οταν μπήκα μέσα βγήκε από ένα δωμάτιο μία κοπέλα και μολης με είδε
έπιασε την μήτη της ότι βρωμάω. Αμέσως άναψε η γριά φωτιά και ζέστανε
νερό να με πλήνουνε. Πολεμούσε η γριά να λύση τα μαλλιά μου. Είχανε
τόσα αγκάθια και ψήρες που η γρηά όλο μιλούσε. Εγώ δεν ήξερα τη έλεγε
για να σας το γράψω.
Ο τούρκος ο μπαμπάς ερχότανε κάθε εβδομάδα και μου έφερνε ζαχαρωτά. Με
κάθηζε στα γόνατα του αλλά αυτή δεν παρουσιαζότανε. Μόνο με την γριά
μηλούσε. Με έλουζε κάθε μέρα η γριά. Οταν τελείωνα πήγενα σε ένα
κηπαράκη που είχε ήλιο για να ζεσταθώ. Εκεί εύλεπα τα πουλάκια και
έκλεγα και τους έλεγα πουλάκια μου που είνε η μανούλα μου. Γιατί με
έφεραν εδώ;
Ημουν πολύ άρωστη και με βάζανε με το ζόρη να τρώω. Το φαή τους ήτανε
όλο πράσα. Μόλις έτρογα δύο μπουκές αμέσως έτρεχα να κάνω αιμετό.
Ετρεχε η κόρη και με κτηπούσε με ένα σχηνεί. Η γριά τη μάλονε. Εφεβγα
ή πλάγιαζα σε μιά γούνα. Εκήνει η γούνα ήτανε το στρόμα μου και το
πάπλωμα μου.
Μιά μέρα μου έδωσε ένα λαηνή και με έδηξε το πηγάδη να φέρω νερά. Πήγα
στο πηγάδι και βλέπω έναν κουβά. Πώς να ρίξω τον κουβά να πάρω νερό;
Εγώ δεν ήχα πνοή επάνω μου. Εβλεπα γύρο γύρο ήσως έλθει κανής να μου
γεμώση το λαηνάκη.
Το πέρνω το λαηνάκη και πάω στο σπίτι. Ερχεται αυτή βλέπη το λαηνάκη
άδιο το αρπάη με πολύ θυμό και το κοπανάη μπροστά στα πόδια μου και
μετά πέρνη το σχηνή και με κοπανούσε σαν αφηνιασμένη και με εύρηζε
κιαβούρ. Αυτή με έστηλε στο πηγάδη για να πνηγώ. Δεν με ήθελε. Αυτή
ήτανε μεγάλη γυναίκα.Ή χήρα ή γεροντοκόρη και ζούσε με την μάνα της.
Η γριά με έφερνε σύκα ξερά. Τα ήχανε μέσα στο λάδι και τα τρώγανε μα
εγώ δεν μπορούσα να τα φάγω. Τα άφηνα εκεί. Εγώ ήθελα λίγη σούπα ζεστή
λίγο γάλα. Αυτά ήχα στο μυαλό μου.
Τώρα θα πάω σε άλλη περιπέτεια. Μιά μέρα εκεί που ήμουνα στη γούνα
βλέπω την χανούμ και έβαφε το πρόσωπο της με μπογιές κόκκινες. Εβαζε
ελιές μαύρες και μετά έστροσε δύο προβγιές από καμήλα. Την μία από την
μιά και την άλη από την άλη μεριά της πόρτας και στάθηκε στην μιά
προβιά κουκουλομένη με ένα μεγάλο τούλη κόκκινο και περίμενε . Μόλης
νύχτοσε άκουσα να ψάλουν η χοτσάδες. Μπένη μέσα ο γαμπρός και κάνανε
ναμάζ προσευχή. Μετά πάη κοντά της και σηκώνη το τούλη και την πέρνη
αγγαληά και πάνε στον ότα (;) δωμάτιο.
Μετά από λίγες μέρες μου λέη ο τούρκος θα πάμε μαμά. Όταν άκουσα εγώ
μαμά το κατάλαβα και έπεσα στην αγκαλιά του και έκλεγα. Αυτή θύμοσε
και με αρπάη και με πετά πέρα. Ο τούρκος την μάλωσε. Μετά με γδύνη και
πέρνει το φουστανάκι από τον τήχο που το είχε πετάξη. Μου το βάζη.
Ήτανε μες την βρόμα και ψήρα και μου το φόρεσαι.
Με πέρνη ο τούρκος να φύγουμε. Όταν εύγενα μου δείνη μιά κλωτσιά. Απ
έξω ήτανε ένα κάρο με βόδια. Με βάζη ο τούρκος και πέφτω στο κάρο.
Είχε πολύ κρίο. Βγάζει το μανδύα του και με σκεπάζη. Μου είπε να
κοιμηθώ μα εγώ είχα την χαρά που θα που θα πάω στην μανούλα μου.
Πηγέναμε ώρες πολές. Φθάσαμε στο Ηκόνιο. Ανεβήκαμε της σκάλες. Μου
κάνει νόημα να περιμένω. Εκεί ήτανε αστυνομία. Πήγε μήλησε για μένα.
Φεύγει ο τούρκος.
Εγώ στεκόμουνα και περνούσανε η τούρκη και μου λέγανε τεσλήμ;
Εγώ δεν ήξερα και έκλεγα. Νόμιζα ότη έλεγαν θα σε σκοτόσουνε;
Σε λίγο έρχεται ο μπαμπάς έτση τον έλεγα και μου φέρνη σε μία μανδήλα
σαν αυτή που φοράη ο αραφάτ. Είχε ένα μεγάλο ψωμί ένα κομάτι τυρί και
μου βάζη στην τσέπη μου επτά πανκανότες(;). Με φήλισε στο κούτελο και
έφυγε.
Μετά ήτανε το μαρτύριο. Έρχεται ένας τσανταρμάς και μου λέει … σύκο.
Εγώ δεν ήχα δύναμη και καθόμουνα χάμου. Απέναντι στο κονάκι ήτανε ένας
μεγάλος σταύλος. Βγάζη μια μεγάλη κληδαριά και με πετάη μέσα. Σκοτάδι.
Σταμάτησα λίγο να δώ που να ακουμπήσω. Από το κλάμα δεν έβλεπα. Είχε
ένα παραθυράκι στενόμακρο. Από κεί έμπενε λίγο φώς. Εγώ πασπατόντας
βρήκα ένα παχνή με άχηρα. Ανέβηκα και λούφαξα στα άχηρα. Αλλά είχα το
τυρί και τα ποντήκια πηδούσαν πότε επάνω στο κεφάλι μου πότε στην
πλάτη μου. Εκεί ήτανε ο μεγαλήτερος φόβος. Σκέφτηκα και άδιασα την
μαντήλα στο παχνί και τυλήχτικα γιατή είχε πολύ κρίο. Το τρομερό δρά
που πέρασα ήταν αυτό. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες έμεινα εκεί μέσα.
Μιά μέρα ανήξανε την πόρτα και με φώναζε ένας τσανταρμάς. Πλησίασα
κοντά του. Κηζ κηζ δηλαδή κορίτσι. Μα εγώ από το σκοτάδι δεν έβλεπα.
Εκεί μπροστά στην πόρτα ήτανε ένα σηντρηβάνη. Πέφτω μέσα στα νερά και
στις λάσπες. Δύπλα ήτανε η γυναικίες φυλακές. Με ήδε μία γυναίκα που
έπεσα. Από το σιδερένιο παράθυρο φόναξαι τον τσανταρμά. Δεν ξέρω τι
του ήπε.
Με μιά κλιδάρα άνηξε και μέ πήρε η γυναίκα. Αμέσως εύγαλε τα ρούχα μου
και με έκανε μπάνιο. Έπληνε τα ρούχα μου και με τήλιξε με ένα σεντόνι.
Μετά ετοίμασε να φάμε. Το φαϊ ήτανε κουκιά αλλά εγώ δεν μπορούσα να
φάω και μου έκαμε τσαϊ. Το ήπια με λίγο ψωμί.
Σε λίγες μέρες φέρανε πρόσφηγες από τα Κούλα. Σε λίγο ανοίγη την πόρτα
της φυλακής και φωνάζει στην γυναίκα να κατεβό. Εγώ τους ήδα από το
παράθυρο και χάρικα πολύ.
Με πέρνη ο τσανταρμάς . Με ρήχνη σε αυτούς. Δυστυχώς δεν ήτανε η
μανούλα μου αυτή. Μηλούσανε τούρκικα. Πήκενα στον έναν με δίωχνανε.
Πηγαινα στόν άλον το ίδιο. Τότε ζάροσα σε μιά γωνιά.
Όταν βράδιασε άρχησαν η τούρκοι με τους φακούς και γυρέβανε κορίτσια.
Τότε ένας από τους προσφηγες αρπάη εμένα και με έδωσε τούρκο. Σκεφτήτε
τή έπαθα εκείνη την ώρα. Έτρεμα και φώναζα μανούλα μου που είσαι να με
πάρης.
Τότε ο τούρκος με στίνη όρθια μέ έψαξε παντού και με παρατάη και
φεύγει. Εγώ από τήν τρεμούλα που είχα δεν ήξερα πού πήγενα. Από τις
φωνές μου με άκουσε αυτός που τους φύλαγε και ήλθε καί μέ πήρε και με
έρηξε πάλη μαζή τους. Κανείς δεν γύριζε να με δή. Ήτανε πολύ σκληρή
άνθρωποι.
Το πρωϊ ήλθε ο παπάς του Ηκονίου. Από το Ικόνιο δέν ήχανε φύγη η
ρομνή. Περιμένανε την ανταλαγή του Βενηζέλου. Ο δε παπάς ρώτησε τόν
φύλακα αν μπορή να με πάρη σπίτι του και ο φύλακας ήπε να τήν
πάρης.Τήν άλη μέρα θα φήγουνε.
Με πήρε ο παπάς. Πήγαμε σπίτι του. Μού μιλούσανε ελινικά. Με
περιπηιθήκανε πολύ. Με λούσανε με φοραίσανε καθαρά ρούχα το δε πρωϊ
ήθελε ο παπάς να τού πώ πώς έχασα τους γονους μου. Το ήπα μερικά όπως
έχω γράψη στην αρχή της ησστορίας μου.
Μου είπε ο παπας. Τώρα θα πάτε στο Εσκησεχήρ μετά αφχονκαραησάρ γιατή είναι διαταγή του Κεμάλ. 

[The story of a Greek girl from Smyrna, Aggeliki Matthaiou, who survived Ataturk’s Death March to reach the Konya region (and eventually Greece) in 1922 … including separation from her mother, attempted adoption by a local Turkish family, and brief encounter with Konya’s Greek priest’s family.]

Πρωτοπόρες μορφές αγωνιστριών για τα δικαιώματα της γυναίκας, από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη



site analysis

Καλλιόπη Κεχαγιά (Προύσα 1839- Αθήνα 1905)

Καλλιοπη Κεχαγια.jpg
Η Καλλιόπη Κεχαγιά (Προύσα 1839- Αθήνα 1905), Ελληνίδα πρωτοπόρος εκπαιδευτικός και φεμινίστρια.
Η Καλλιόπη Κεχαγιά (Προύσα 1839- Αθήνα 1905)  ήταν Ελληνίδα εκπαιδευτικός και φεμινίστρια του 19ου αιώνα. Τιμήθηκε στον τομέα της με τον τίτλο της Επόπτιδος πάντων των σχολείων και διδασκαλείων της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας το 1898.
Γεννήθηκε στην Προύσα της Βιθυνίας, στη Μικρά Ασία, το 1839. Από εκεί ήταν και ο πατέρας της, προύχοντας, εύπορος έμπορος και αντιπρόσωπος της χριστιανικής επαρχίας του στην Υψηλή Πύλη, για τον λόγο αυτό λέγονταν Κεχαγιάς. Το 1850 η οικογένεια του πατέρα της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εδώ η μικρή Καλλιόπη μαθήτευσε στο Παρθεναγωγείο Χιλλ και κατόπιν στο Αρσάκειο. Συνέχισε τις σπουδές στο Παρθεναγωγείο Βάλτερτου Λονδίνου και στράφηκε στην ιδιωτική μελέτη της αρχαίας φιλολογίας και γλώσσας, έχοντας για διδάσκαλο τον λόγιο και συγγραφέα Γρηγόριο Παπαδόπουλο. Ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές και αμερικάνικες πόλεις σπουδάζοντας στα εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά τους ιδρύματα. Επέστρεψε στην Ελλάδα και διετέλεσε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου Χιλλ στα έτη 1875 ως 1888, ενώ παράλληλα ίδρυσε και οργάνωσε το Ελληνικό Παρθεναγωγείο στην Κωνσταντινούπολη υπό την εποπτεία του Κωνσταντίνου Ζάππα. Ίδρυσε πολλούς εκπαιδευτικούς, χριστιανικούς και φιλανθρωπικούς συλλόγους.
Επίσης, μετά την επιστροφή της στην Αθήνα θέλησε να συμβάλει στην αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος ώστε να αποτελέσει ένα σύστημα που να σέβεται τον κρατούμενο, να τον μορφώνει και να τον καθιστά πολίτη ικανό να ενταχθεί ομαλά στην κοινωνία μετά την αποφυλάκισή του, ώστε να καταστεί και παραγωγικός για τον τόπο του. Ιστορική θεωρείται η Έκθεση που απηύθυνε στη βασίλισσα Όλγα, προκειμένου να την παρακινήσει να συνδράμει στην ίδρυση γενικών γυναικείων φυλακών στην Αθήνα σε αξιοπρεπείς και βιώσιμες συνθήκες, στον οποίο θα συγκεντρώνονταν όλες οι γυναίκες τρόφιμοι από όλες τις άλλες φυλακές Ελλάδας «όπως παύση υβριζόμενον το γυναικείον φύλον εν αις ευρίσκονται νυν συνθήκες αι γυναικείαι φυλακαί πανταχού του Κράτους». Εξάλλου, με τη μεσολάβηση της ίδιας ως προέδρου της «Εν Χριστώ Αδελφότητας» εξασφαλίστηκε οικόπεδο στους Αμπελοκήπους της Αθήνας για την ανέγερση των κτιρίων με δαπάνες της Αδελφότητας, για «να περισώσωμεν εκ της δεινής ηθικής ταπεινώσεως γυναίκας Ελληνίδας, ως αι πλείσται εισί και έσονται μητέρες πολιτών Ελλήνων».
Αποτέλεσμα εικόνας για Καλλιόπη Κεχαγιά
Η σημαντικότερη δράση της αφορά στην ανέγερση και σύσταση του Εφηβείου Αβέρωφ. Σύμφωνα με την Κεχαγιά, η κατάσταση των ελληνικών φυλακών για τους ανήλικους ήταν απαράδεκτη, καθώς ανήλικοι τρόφιμοι συμβίωναν με τους ενήλικες με αποτέλεσμα συχνά η φυλακή από μέρος σωφρονισμού να μετατρέπεται σε ένα σχολείο παραβατικότητας. Το Εφηβείο Αβέρωφ αποτέλεσε υπόδειγμα σωφρονιστικού καταστήματος την εποχή εκείνη για την Ελλάδα. Διέθετε σχολείο, βιβλιοθήκη, εργαστήρια σε ειδικούς χώρους στα οποία εξασκούνταν οι τρόφιμοι, νοσοκομείο με αυτόνομους χώρους αναρρώσεως, μαγειρείο, τραπεζαρία και ναό. Πρότυπος θεωρείται και ο τρόπος και η διαφάνεια στην εξασφάλιση και διαχείριση των οικονομικών πόρων, η οργάνωση των εθελοντών, η αρχιτεκτονική του χώρου και ο εξοπλισμός του κτιρίου.
Η Καλλιόπη Κεχαγιά έδωσε πάμπολες διαλέξεις σε Ευρώπη και Αμερική με απαράμιλλη ευγλωττία και ενώπιον εκλεκτού και πυκνότατου ακροατηρίου. Ως επόπτης των σχολείων της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας είχε το ιδεώδες να εισαγάγει την αμερικανική σχολική οργάνωση. Μετά από ένα ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1888, έγραψε μια σειρά άρθρων σχετικά με τα επιτεύγματα των Αμερικανίδων με την ελπίδα να εμπνεύσει τις Ελληνίδες γυναίκες στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.
Τη βιογραφία της έγραψε ο Κωνσταντινοπολίτης λόγιος, εκδότης, δημοσιογράφος, και συγγραφέας Σταύρος Βουτυράς.

Αύρα Θεοδωροπούλου (Αδριανούπολη 1880 – Αθήνα 1963)

Σχετική εικόνα
Η Αύρα Θεοδωροπούλου(Αδριανούπολη 1880 – Αθήνα 1963), Ελληνίδα μουσικός, κριτικός και αγωνίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών.
Η Αύρα Θεοδωροπούλου (Αδριανούπολη, 3 Νοεμβρίου 1880 – Αθήνα, 20 Ιανουαρίου 1963) ήταν Ελληνίδα μουσικός, κριτικός και αγωνίστρια για τα διακιώματα των γυναικών. Έγινε περισσότερο γνωστή από τους αγώνες της για την απόκτηση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών. Υπήρξε ιδρύτρια και πρόεδρος του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας.
Γεννήθηκε στην Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης στις 3 Νοεμβρίου 1880 (το γένος Δρακόπουλου). Καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια. Ο πατέρας της Αριστομένης Δρακόπουλος ήταν γενικός πρόξενος της Ελλάδας ενώ από την πλευρά της γιαγιάς της ήταν απόγονος της οικογένειας Καλαμογδάρτη. Αδελφή της ήταν η ηθοποιός και ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, γνωστή και ως «Μυρτιώτισσα».
Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών όπου απόκτησε δίπλωμα πιάνου το 1900. Στις διπλωματικές εξετάσεις της αρίστευσε και της απονεμήθηκε το αργυρό μετάλλιο Ανδρέου και Ιφιγενείας Συγγρού. Συνέβαλε στην ίδρυση του Εθνικού Ωδείου. Μιλούσε Γαλλικά, Αγγλικά και Γερμανικά.
Δίδαξε πιάνο και ιστορία της μουσικής στο Ωδείο Αθηνών (1900-1919), αρχικά ως δασκάλα και κατόπιν ως καθηγήτρια, στο Ελληνικό Ωδείο (1919-1936), το οποίο ίδρυσε μαζί με ομάδα άλλων καθηγητών και όπου διετέλεσε Έφορος για αρκετά χρόνια, και στο Εθνικό Ωδείο (1936-1957).
Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες (Εστία, Ακρόπολις, Έθνος, Μάχη, Ασύρματος, Ελευθέρα Γνώμη, Πρωΐα, κ.ά.) και περιοδικά (Παναθήναια, Εργασία, Αγγλοελληνική Επιθεώρησις, Νέα Εστία, Καινούρια Εποχή), γράφοντας άρθρα και κριτικές μουσικού περιεχομένου.

Κοινωνική εργασία-Τα δικαιώματα της γυναίκας


Αύρα Θεοδωροπούλου
Το 1911 ίδρυσε το Κυριακόν Σχολείον Εργατριών. Εργάσθηκε εθελοντικά ως Αδελφή Νοσοκόμος σε όλους τους μεγάλους πολέμους, από το 1897 ώς και τον Πόλεμο του 1940.
Το 1918 ίδρυσε το σωματείο Αδελφή του Στρατιώτου, το οποίο οργάνωσε το Σπίτι του Στρατιώτου.
Το 1920 ίδρυσε τον Σύνδεσμο για τα δικαιώματα της Γυναίκας ως τμήμα της Διεθνούς Ενώσεως των Γυναικών για ισοπολιτεία. Από το 1922 και εντεύθεν διετέλεσε πρόεδρος και διευθύντρια του περιοδικού Ο Αγώνας της Γυναίκας.
Το 1923 ίδρυσε τη Μικρά Αντάντ των Γυναικών από τις χώρες Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία και Ρουμανία και έλαβε μέρος σε ετήσια συνέδρια στις πρωτεύουσες των πέντε αυτών χωρών.
Έλαβε μέρος σε πολλά συνέδρια για τα δικαιώματα της γυναίκας (1920 Γενεύη, 1923 Ρώμη, 1926 Παρίσι, 1929 Βερολίνο, 1935 Κωνσταντινούπολη, 1946 Ιντερλάκεν Ελβετίας, 1952 Νεάπολη). Στο διεθνές συνέδριο της Γενεύης εξελέγη μέλος της Διασκέψεως της Διεθνούς Ενώσεως για την ισοπολιτεία της γυναίκας. Στα έργα της συγκαταλέγονται τα παρακάτω:
  • Η μουσική διά μέσου των αιώνων (1911)
  • Μουσικές μελέτες: Ίαμβοι και Ανάπαιστοι Παλαμά-Καλομοίρη (1915)
  • Μουσικές ομιλίες:Μπαχ, Μπετόβεν, Βάγνερ (1915)
  • Ιστορία της Μουσικής (τ. Α΄: 1924, τ. Β΄: 1937)
  • Η μουσική και το παιδί (1935)
  • Δέκα Μεγάλοι Μουσουργοί (1957)

Βραβείο Αύρα Θεοδωροπούλου

Το Βραβείο Αύρα Θεοδωροπούλου καθιερώθηκε το 1995 και απονέμεται από τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας σε δημοσιογράφους των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) που με το έργο τους προβάλλουν και προάγουν την ισότητα των δυο φύλων.
«Ποία είναι η ωραιοτέρα λέξις της ελληνικής γλώσσης;» αναρωτιόταν ο Πέτρος Χάρης (Ιωάννης Μαρμαριάδης 1902-1998) και ξεκίνησε ένα όμορφο δημοσιογραφικό παιχνίδι, δημοσιεύοντας τις απόψεις των σπουδαιότερων λογοτεχνών, δημοσιογράφων αλλά και πολιτικών της εποχής όπως ο Κ. Παλαμάς, ο Π. Νιρβάνας, ο Α. Παπαναστασίου, ο Κ. Παρθένης, η Ά. Κατσίγρα. Η Αύρα Θεοδωροπούλου επέλεξε τη λέξη «καλοσύνη».

Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο 1909 – Αθήνα 2004)

ÅÉÄÉÊÏ ÈÅÌÁ- ÄÉÄÙ ÓÙÔÇÑÉÏÕ
Η Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο, 1909 – Αθήνα 2004), Ελληνίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος με αντιστασιακή δράση.
Η Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο, 1909 – Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 2004) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος και αντιστασιακή ενταγμένη στο αριστερό κίνημα.
Γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας και ήταν μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά. Το 1919 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τους Αντρέ Μαλρώ και Αντρέ Ζιντ. Ήταν θεία της Άλκης Ζέης και υπήρξε πρότυπο για αυτήν αφού επηρεασμένη από τη θεία της η μικρή Άλκη Ζέη ασχολήθηκε με τη συγγραφή βιβλίων.
Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι.
Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941–1944) έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στον αντιστασιακό Τύπο. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης, όπου και ασχολήθηκε με την κάλυψη και τον σχολιασμό των εξωτερικών γεγονότων. Το Νοέμβριο του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δη

μοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα». Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα και επιστημονική συνεργάτρια στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα.

Η Διδω ΣωτηριουΛογοτεχνικό έργο

Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Οι νεκροί περιμένουν» κυκλοφόρησε το 1959. Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματα έχει κυκλοφορήσει σε 250.000 περίπου αντίτυπα. Η Διδώ Σωτηρίου συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Δεν εργάστηκε ποτέ ως καθηγήτρια, γιατί αφοσιώθηκε στην δημοσιογραφία και στην λογοτεχνία. Τέλος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της.

Τιμητικές διακρίσεις

Το 2001 η Εταιρία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο Διδώ Σωτηρίου, το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα». Τα περισσότερα έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ενώ η λογοτεχνία της διακρίνεται για τον ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της.
Προς τιμήν της, επίσης, πολλές οδοί και βιβλιοθήκες φέρουν το όνομά της στην Ελλάδα.
_________
  1. Η συγγραφέας ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ στην ΕΡΤ (σύνδεσμος)
  2. Η Διδώ Σωτηρίου μιλά για τη Μικρασιατική Καταστροφή:


Αποτέλεσμα εικόνας για ιδώ Σωτηρίου
Διδώ Σωτηρίου