Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Ποιες τελικά είναι οι γυναίκες που άλειψαν με μύρο τον Ιησού;

site analysis  

Συμπληρωματικές αφηγήσεις τής ΚΔ
Του Γεωργίου Τσιμπιρίδη
Όχι ότι θα είχε σημασία αν υπήρχε κάποια ιστορική ανακρίβεια στα Ευαγγέλια, εφ' όσον η Θεοπνευστία τους ισχύει για τα σωτηριολογικά ζητήματα μέθεξης στη Θεία Χάρη, και όχι σε αφηγηματικές καταστάσεις, αλλά είναι καλό να δείξουμε ότι ούτε αυτό το σημείο αποτελεί αντίφαση, καθώς πρόκειται για συμπληρωματικές αφηγήσεις που σε τίποτα δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Και στο σημείο αυτό το ακόλουθο άρθρο τού Γ. Τσιμπιρίδη είναι κατατοπιστικότατο.
Έχει πολλές φορές τεθεί το ζήτημα πόσες γυναίκες κατά τα Ευαγγέλια άλειψαν τον Κύριο με μύρο;
Κατά μία εκδοχή πρόκειται περί τριών γυναικών (όπως πιστεύει ο Ωριγένης), κατ’ άλλην περί δύο (όπως πιστεύει ο Ιερός Χρυσόστομος), και κατ’ άλλην περί μιας (όπως πιστεύουν οι Απολινάριος και Θεόδωρος).
Κατά την παραδοξότερη εκδοχή η αμαρτωλή γυναίκα, η πόρνη τού Λουκ. 7:36-50, ταυτίζεται με τη γυναίκα τού Ματθ. 26:6-13, τού Μάρκ. 14:3-9 και τού Ιωάν. 12:3, την Μαρία την αδελφή τού Λαζάρου! Κατ’ αυτήν την εκδοχή η Μαρία, η αδελφή τού Λαζάρου, έχρισε τον Ιησού με μύρο δύο φορές, την πρώτη στο σπίτι τού Σίμωνος τού Φαρισαίου στη Γαλιλαία μετανοούσα για τις αμαρτίες της, και τη δεύτερη στο σπίτι τού Σίμωνος τού (πρώην) λεπρού στην Ιουδαία, στη Βιθανία, λίγο πριν από το Πάθος.
Για την τόσο παράδοξη αυτή εκδοχή λέγουμε τούτο μόνο: Ο Χριστός, ο οποίος έδωσε εντολή στους μαθητές Του, όταν μεταβαίνουν σε πόλη ή κώμη να εξετάζουν ποιος σε αυτή είναι άξιος και εκεί να μένουν (Ματθ. 10:11), προφανώς για να μη δώσουν αφορμή κατηγορίας, θα έμενε στο σπίτι τών αδελφών Λαζάρου, Μάρθας και Μαρίας, εάν η Μαρία ήταν πόρνη; Οι Ιουδαίοι, οι οποίοι μωμοσκοπούσαν (περνούσαν από ‘κόσκινο’) τη ζωή τού Χριστού, δεν θα τον κατηγορούσαν γι’ αυτήν την επιλογή Του; Θεωρούμε λοιπόν απαράδεκτη αυτή την εκδοχή.
Ορθή θεωρούμε τη γνώμη εκείνων τών ερμηνευτών (π.χ. Ιερός Χρυσόστομος), οι οποίοι υποστηρίζουν, ότι κατά τα Ευαγγέλια δύο γυναίκες άλειψαν τον Κύριο με μύρο, η πόρνη τού Λουκ. 7:36-50 παλαιότερα στο σπίτι τού Σίμωνος τού Φαρισαίου στη Γαλιλαία, και η Μαρία η αδελφή τού Λαζάρου τού Ματθ. 26:6-13 και Μάρκ. 14:3-9, όπου αναφέρεται ανωνύμως, (αλλά και καθυστερημένα από τούς Ευαγγελιστές, διότι εξ αφορμής αυτού τού γεγονότος φαίνεται να αποφάσισε ο Ιούδας να προβεί εις την προδοσία) και τού Ιωάν. 12:3, όπου αναφέρεται ονομαστικώς, λίγο πριν από το Πάθος στο σπίτι τού Σίμωνος τού (πρώην) λεπρού στην Ιουδαία, στη Βηθανία.
Ότι δε πραγματικώς η ανώνυμη γυναίκα τών ευαγγελίων Ματθαίου και Μάρκου είναι η ίδια με την κατονομαζομένη στο Ευαγγέλιο τού Ιωάννου αδελφή τού Λαζάρου Μαρία, τούτο ευκόλως φαίνεται εάν συγκρίνει κάποιος τις αφηγήσεις τού Ματθαίου και τού Μάρκου με την αφήγηση τού Ιωάννου. Τα κοινά χαρακτηριστικά είναι πολλά και σοβαρά, ενώ οι διαφορές είναι λίγες, λεπτομερειακές και ευκόλως αντιμετωπίσιμες. Το ότι π.χ. κατά τον Ματθαίο και τον Μάρκο το μύρο χυνόταν στην κεφαλή τού Ιησού, τούτο δεν είναι ασυμβίβαστο προς το αναγραφόμενο από τον Ιωάννη, ότι χυνόταν στα πόδια τού Ιησού. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, διότι και στην κεφαλή και στα πόδια χυνόταν το μύρο. Η Μαρία, ευγενής και ευγνώμων ψυχή, για να δείξει την αγάπη της προς το Χριστό και την ευγνωμοσύνη της προς Αυτόν για την ανάσταση τού αδελφού της, πήρε μία λίτρα, τριακόσια εικοσιπέντε γραμμάρια περίπου, πανάκριβο μύρο, που ονομάζεται νάρδος, και έχρισε το Χριστό.
Συμφώνως προς το Ματθ. 26:7 και Μάρκ. 14:3 το μύρο χύθηκε στην κεφαλή τού Ιησού, ενώ συμφώνως προς το Ιωάν. 12:3 το μύρο χύθηκε στα πόδια τού Ιησού. Αντίφαση φαινομενική βεβαίως και όχι πραγματική. Όπως ήδη προείπαμε, το μύρο χύθηκε και στην κεφαλή και στα πόδια. Ήταν σύνηθες στα συμπόσια να αλείφουν την κεφαλή με έλαιο. Γι’ αυτό άλλοτε ο Κύριος, όταν ο Σίμων ο Φαρισαίος τον κάλεσε σπίτι του στη Γαλιλαία να συμφάγουν και δεν άλειψε την κεφαλή του με έλαιο, ενώ η πόρνη γυναίκα άλειψε τα πόδια Του με μύρο, είπε στο Σίμωνα: «Ελαίω την κεφαλήν μου ουκ ήλειψας· αύτη δε μύρω ήλειψέ μου τούς πόδας» (Λουκ. 7:46).
Η Μαρία κατά τη συνήθεια, η οποία επικρατούσε στα συμπόσια, ένα μέρος τού μύρου έχυσε στην κεφαλή τού Κυρίου και κατόπιν με το υπόλοιπο μύρο άλειψε τα πόδια τού Ιησού. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει το τελευταίο τούτο, τη χρίση τών ποδιών με το μύρο, διότι η χρίση τών ποδιών είχε μεγαλύτερη αξία, περιποιούσε μεγαλύτερη τιμή προς τον Ιησού και έδειχνε περισσότερο την αγάπη τής Μαρίας προς τον Κύριο, έδειχνε δε και την ταπείνωσή της. Διότι για μεν τον Ιησού η χρίση τών ποδιών ήταν τιμητική, για δε την Μαρία ταπεινωτική. Αλλά η Μαρία βεβαίως δεν θεωρούσε ταπεινωτική αυτή την πράξη της, αλλά τιμητική για το πρόσωπό της.
Τέλος, υπέρ τής εκδοχής ότι η γυναίκα που αναφέρεται εις τούς Ματθαίο, Μάρκο και Ιωάννη είναι η ίδια, συνηγορεί και το ότι και οι τρεις αναφέρουν ότι αυτό το γεγονός συνέβη σε ΚΩΜΗ, την Βηθανία, ενώ ο Λουκάς κάνει λόγο για αμαρτωλή γυναίκα (ετέρα) και ότι το γεγονός που περιγράφει συνέβη όχι σε ΚΩΜΗ αλλά σε ΠΟΛΗ (Λουκ. 7:37), πιθανώς την Καπερναούμ!

Η αποσύνδεση της αγίας Μαρίας Μαγδαληνής από την πόρνη της Μ. Τρίτης



site analysis
Η Μαρία Μαγδαληνή δεν ήταν ούτε η «αμαρτωλή» στο Λουκ. 7,36-50 ούτε και η «Μαρία» στο Ιω. 12,2-
Papyrus 52

Η Μαρία η Μαγδαληνή, «ήταν μια νέα γυναίκα από τα Μάγδαλα [ή Μαγδαλά], τη μικρή εκείνη πόλη της Γεννησαρέτ, στα νότια της πεδιάδας της Γαλιλαίας»[1]. Η λέξη «Μαγδαλαάχ» μεταφράζεται ως «Μαγδαληνή» και προσδιορίζει την «εκ Μαγδάλων καταγομένη»[2].
Η περιοχή αυτή αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη από τον Ματθαίο: «ήλθεν εις τα όρια Μαγδαλά» (15,39) [η γραφή «Μαγδαλά» υπάρχει μόνο στο λεγόμενο «Βυζαντινό κείμενο» της Κ.Δ. Η κριτική έκδοση των Nestle-Aland έχει τη γραφή «Μαγαδάν»].
Για να μην επαναλάβουμε εδώ κάποιες γνωστές πληροφορίες για την Μαρία Μαγδαληνή, παραπέμπουμε σε διαδικτυακά άρθρα για άντληση περισσότερων λεπτομερειών για το πρόσωπό της:
3. ΟΟΔΕ.
Σκοπός του άρθρου αυτού, είναι αποκλειστικά η ανάλυση των διηγήσεων που προκάλεσαν την παρεξήγηση για την Μαρία Μαγδαληνή, η οποία φυσικά ούτε πόρνη ήταν, ούτε και προκύπτει από πουθενά η παραμικρή υπόνοια για κάτι τέτοιο.

Ανάλυση των σχετικών διηγήσεων
Συνολικά, οι ευαγγελικές διηγήσεις που συνδέονται με το ζήτημα που μας απασχολεί, είναι οι εξής:
Ματθ. 26,6-13
Μαρκ. 14,3-9
Λουκ. 7,36-50
Ιω. 12,2-8.
Βεβαίως, η παρεξήγηση που αφορά την Μαγδαληνή ουσιαστικά πηγάζει από τις διηγήσεις του Λουκά και του Ιωάννη. Όπως εξηγεί ο καθ. Χρήστος Βούλγαρης, οι γυναίκες των διηγήσεων αυτών και η Μαγδαληνή «ατυχώς, εις την Δύσιν … εταυτίσθησαν υπό των εκκλησιαστικών ζωγράφων» παρουσιάζοντας «την Μαρίαν την Μαγδαληνήν ως πόρνην με λυτήν κώμην»[3].
Θα δείξουμε όμως τόσο καθαρά τις χαώδεις διαφορές των δύο διηγήσεων, που θα γίνει κατανοητό στον καθένα ότι για να ταυτιστεί η Μαγδαληνήείτε με τη «Μαρία» του Ιω. 12,2-8 είτε με την «Αμαρτωλή» του Λουκ. 7,36-50  θέλει τέτοια φαντασία, που ξεπερνά ακόμα και το μοναδικό ταλέντο του… Ιουλίου Βερν!
Ας δούμε τα στοιχεία αναλυτικά:
1) Στη διήγηση του Λουκ. 7,36-50 η γυναίκα αναφέρεται ως μια άγνωστη, πιθανώς πόρνη κάποια αμαρτωλή γυναίκα»), όμως στη διήγηση του Ιω. 12,2-8 πρόκειται για μια πολύ συγκεκριμένη «Μαρία», γνωστή στον κύκλο του Ιησού και φαίνεται να βρίσκεται ήδη στο σπίτι μαζί με τα υπόλοιπα πρόσωπα της διήγησης. Σύμφωνα με τους μελετητές, πρόκειται για την «μικρότερη αδελφή του Λαζάρου και της Μάρθας, φίλων του Ιησού στη Βηθανία»[4].
2) Στη διήγηση του Λουκά επιβεβαιώνεται ότι η αμαρτωλή γυναίκα είναι εντελώς άγνωστη διότι πήγε να βρει τον Ιησού επειδή κάπου «άκουσε»για την εκεί παρουσία Του (Λουκ. 7,37και βεβαίως μετά την επίσκεψή της φεύγει πάλι όπως θα έκανε ένας ξένος (Λουκ. 7,50). Αντίθετα, στη διήγηση του Ιωάννη, η Μαρία φαίνεται να είναι παρούσα εξαρχής διότι η φράση, «τότε η Μαρία πήρε μια φιάλη» (Ιω. 12,3) δείχνει οικειότητα με τον χώρο και δεν αφήνει περιθώρια να σκεφτούμε ότι επρόκειτο για μια ξένη που μόλις μπήκε στο σπίτι άρχισε να παίρνει τα ξένα πράγματα…
3) Και άλλη δυσκολία υπάρχει στην προσπάθεια για ταύτιση των δύο γυναικών: Στο Λουκ. 7,50 πρωταγωνίστρια εξακολουθεί να είναι η ανώνυμη «αμαρτωλή της πόλης», και αμέσως μετά, ξεκινά μια νέα διήγηση όπου εισάγεται το πρόσωπο της Μαρίας Μαγδαληνής. Είναι λοιπόν προφανές ότι ο Λουκάς χειρίζεται στο κείμενό του τις δύο γυναίκες ως δύο διαφορετικά πρόσωπαΔεν είναι δυνατόν, δύο στίχους πριν να μην γνωρίζει ή να μην τον νοιάζει το όνομα της γυναίκας, και δύο στίχους μετά να ξέρει και το όνομα, και να αλλάζει γνώμη μπερδεύοντας τους αναγνώστες του.
4) Ότι πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα φαίνεται και από το γεγονός ότι η «Μαρία» ήταν γνώριμη στον κύκλο των μαθητών. Αυτό φαίνεται καταρχάς από όσα λέγονται στη διήγηση του Ιωάννη για τον Ιούδα και το μύρο της Μαρίας:
«Γιατί να μην πουληθεί αυτό το μύρο για τριακόσια αργυρά νομίσματα … είπε [ο Ιούδας]  γιατί ήταν κλέφτης και, καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτό του από τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό» (Ιω. 12,5-6).
Μπορούν να μας εξηγήσουν πώς είναι δυνατόν η «Μαρία» στον Ιωάννη και η «γυναίκα» στον Λουκά να ταυτίζονται, άρα η παραπάνω συζήτηση να αφορά το μύρο της άγνωστης αμαρτωλής; Είναι δυνατόν να υπονοεί η διήγηση ότι θα έπαιρναν το ξένο μύρο από τα χέρια μιας άγνωστης, και μάλιστα θα το έπαιρναν για να το πουλήσουν(!) και να βάλουν τα λεφτά στο ταμείο τους;! Είναι προφανές ότι ο Ιούδας αναφέρεται σε ένα μύρο που είχαν τη δικαιοδοσία να το πάρουν και να το πουλήσουν, άρα η αναφερόμενη Μαρία που το είχε στα χέρια της δεν μπορεί να ήταν μια άγνωστη επισκέπτρια.
5) Επιπλέον, στη διήγηση του Λουκάτο μύρο και τα δάκρυα της αμαρτωλής γυναίκας οδηγούν στη συγχώρεση της από τον Κύριο, άρα, έχουν σκοπό να δείξουν τη δική της μετάνοιαΣτη διήγηση του Ιωάννη όμως, το μύρο δεν έχει καμία σχέση με την ίδια τη Μαρία αλλάπροοιωνίζει μόνο την ταφή του Κυρίου.
6) Επίσης, από το ξόδεμα του μύρου της αμαρτωλής γυναίκας, κανείς δεν έχει πρόβλημα, όμως στην περίπτωση της Μαρίας, η «σπατάλη» του ακριβού μύρου δημιουργεί ολόκληρο επεισόδιο. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή.
7) Στη διήγηση του Λουκάπαρουσιάζεται πρόβλημα και μάλιστα έντονο, επειδή ο Ιησούς αφήνει μια αμαρτωλή να τον αγγίζει (Λουκ. 7,39). Αντιθέτως όμως, στη διήγηση του Ιωάννηπαρά το πλησίασμα και το άγγιγμα της Μαρίας, δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη για κάποιου είδους ενόχληση ή δυσφορία.
8) Στη διήγηση του Λουκά την επίσκεψη της άγνωστης αμαρτωλής γυναίκας χαρακτηρίζει το γεγονός ότι κλαίει τόσο πολύ που «έβρεχε με τα δάκρυά της» τα πόδια του Ιησού (Λουκ. 7,38). Στη διήγηση του Ιωάννη όμως, πουθενά δεν αναφέρεται ούτε καν υπονοείται κάτι τέτοιο για τη Μαρία.
9) Στη διήγηση του Λουκά η άγνωστη αμαρτωλή γυναίκα φιλά τα πόδια του Ιησού (Λουκ. 7,38) και μάλιστα, χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι: «από τη στιγμή που μπήκε, δεν έπαψε να μου φιλάει τα πόδια» (Λουκ. 7,45). Στη διήγηση του Ιωάννη όμως, πουθενά δεν αναφέρεται ούτε καν υπονοείται κάτι τέτοιο για τη Μαρία.
10) Στη διήγηση του Λουκάο Χριστός συγχωρεί την αμαρτωλή γυναίκα που κλαίει διαρκώς γονατισμένη, επειδή πήγε με σκοπό να πάρει τη συγγνώμη Του (Λουκ. 7,48). Στη διήγηση του Ιωάννη όμως, πουθενά δεν αναφέρεται ούτε καν υπονοείται, είτε ότι συγχωρεί ο Ιησούς τη Μαρία, είτε ότι η Μαρία ζήτησε συγχώρεση για κάτι.
11) Όλα τα ευαγγέλια αναφέρουν τη Μαγδαληνή πάντα, ως «Μαρία Μαγδαληνή»Ποτέ ως «Μαρία» σκέτο (βλ. Ματθ. 27,56· 27,61· 28,1. Μαρκ. 15,40· 15,47· 16,1· 16,9. Λουκ. 8,2· 24,10. Ιω. 19,25· 20,1· 20,18). Οι μοναδικές φορές που ο Ιωάννης την αναφέρει απλά ως «Μαρία» (Ιω. 20,11 & 20,16), είναι όταν αμέσως πριν έχει προσδιορίσει ότι πρόκειται για τη Μαγδαληνή (Ιω. 20,1). Άρα, τα στοιχεία μας δείχνουν ότι στο σημείο που αναφέρεται η Μαρία με το μύρο, αν ήταν όντως η Μαγδαληνή, θα έπρεπε να προσδιοριστεί και με τον τόπο καταγωγής της όπως και όλες τις άλλες φορές.
12) Εξαιρετική σημασία όμως έχει και το εξής: Λένε αυθαίρετα κάποιοι (ερμηνεύοντας τον όρο «δαιμονικά πνεύματα» στο Λουκ. 8,2) ότι η «Μαρία» στη διήγηση του Ιωάννη ήταν η Μαγδαληνή και ταυτίζεται με την αμαρτωλή γυναίκα του Λουκά, επειδή ο Ιησούς την θεράπευσε τάχα και από το δαιμόνιο της πορνείας (χωρίς φυσικά να αναφέρεται πουθενά κάτι τέτοιο).
Όμως, στη διήγηση του Ιωάννη, όπως είδαμε, η «Μαρία» είναι πρόσωπο γνωστό: βρίσκεται στο σπίτι, κινείται με οικειότητα και η αναφορά στην πώληση του μύρου που ξόδευε, δείχνει ότι ήταν ήδη μέλος της ακολουθίας του ΙησούΑν λοιπόν υποθέσουμε πως η Μαρία αυτή ήταν όντως η Μαγδαληνή, τότε ξεχνάμε κάτι πολύ σημαντικό: σύμφωνα με τη διήγηση του Λουκά, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι η Μαγδαληνή ακολούθησε  τον Χριστό αφού πρώτα θεραπεύτηκε (Λουκ. 8,1-3). Και έτσι, οδηγούμαστε σε παραλογισμό:
πώς γίνεται η Μαρία του Ιω. 12,3 να είναι η θεραπευμένη πλέον Μαγδαληνή, και την ίδια στιγμή να την ταυτίζουν με την γυναίκα στο Κατά Λουκά, η οποία την ώρα που βάζει το μύρο στα πόδια του Ιησού είναι νυν πόρνη και άρα κατέχεται ακόμα από το δαιμόνιο;! Μάλλον δύσκολο…
13) Υπάρχει και μία ακόμη ισχυρή αντίφαση: μας λένε πως η «Μαρία» στον Ιωάννη ταυτίζεται με την Μαγδαληνή και μάλιστα ότι ήταν πόρνη. Όμως, οι δαιμονισμένοι βρίσκονται συχνά σε κατάσταση εκτός εαυτού, πόσο μάλλον όταν κάποιος κατέχεται από «επτά δαιμόνια» όπως η Μαγδαληνή (Μαρκ. 16,9), διότι ο αριθμός «επτά» στα βιβλικά κείμενα σημαίνει και «πολλά». Αν εξετάσουμε μία ακόμη περίπτωση ανθρώπου που κατέχεται από πολλά δαιμόνια, όπως στο Λουκ. 8,27 και εξής, βλέπουμε ότι τον άνδρα αυτόν τον έδεναν με αλυσίδες και σιδερένια δεσμά στα πόδια (Λουκ. 8,27) για να μην κάνει κακό στους συνανθρώπους του. Άρα, είναι αδύνατον να υποθέσει κάποιος ότι η απρόβλεπτη βιαιότητα των αντιδράσεων μιας δαιμονισμένης, θα ήταν ποτέ δυνατόν να συνάδει με το «επάγγελμα» της πόρνης!
Είναι λοιπόν δεδομένη η επιστημονική διαπίστωση, ότι «δεν υπάρχει βιβλική πληροφορία που να μας αναφέρει ότι η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν πόρνη»[5] αλλά ούτε και «εξωβιβλική πηγή δεν υπάρχει που να εδραιώνει μια τέτοια αναφορά»[6].
Η Μαγδαληνή ούτε πόρνη ήταν, ούτε η «Μαρία» του Ιω. 12,2-8 ήταν, και ούτε φυσικά μπορεί να ταυτιστεί με τη γυναίκα του Λουκ. 7,36-50Η αμαρτωλή γυναίκα, η Μαρία Μαγδαληνή και η Μαρία της Βηθανίας ήταν τρία εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους πρόσωπα.

 
Σημειώσεις

[1] Πατρώνος Π. Γεώργιος, «Η Ιστορική Πορεία του Ιησού», Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 294.
[2] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Απολογητικαί Μελέται», τόμ. Ε΄, 6η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1994, σελ. 31, σημ. #34.
[3] Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», τόμ. Α΄, Αθήνα 2003, σελ. 203.
[4] Μουστάκης Βασίλειος, «Λεξικό της Αγίας Γραφής», Αθήναι 1955, σελ. 118.
[5] Οικονόμου Κ. Χρήστος, «Ιδεολογία και Βιβλική Θεολογία», στο: «Θεολογία της Καινής Διαθήκης και Πατερική Ερμηνευτική» (Βιβλική Βιβλιοθήκη #21), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 406.
[6] Οικονόμου Κ. Χρήστος, «Ιδεολογία και Βιβλική Θεολογία», ό.π., σελ. 409.

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Η βασίλισσα που υπερασπίστηκε τον βλασφημούμενο Κύριο!



site analysis


Ποια ήταν η Αγία Αλεξάνδρα που εορτάζει σήμερα


     Η Αγία Αλεξάνδρα, τη μνήμη της οποίας τιμά σήμερα 21 Απριλίου η Εκκλησία, ήταν σύζυγος του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.) και ήταν εντελώς διαφορετική από εκείνον, που ήταν τραχύς στα αισθήματα και φίλος της βίας και του αίματος.
      Η Αγία Αλεξάνδρα διακρινόταν για την ήρεμη ψυχική της διάθεση, την ευσπλαχνία και την φιλάνθρωπη ζωή της. Και η Χάρη του Κυρίου αύξανε μέσα της τον φωτισμό. Και το θείο έλεος την καταξίωσε κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου να αισθανθεί μέσα της την πνοή και την ορμή της πίστεως στον Χριστό. 
Τότε, αφού στράφηκε προς τον αυτοκράτορα, τον παρακάλεσε να διατάξει την παύση των μαρτυρικών βασανιστηρίων. Εκείνος υπέθεσε ότι η αυτοκράτειρα, ασυνήθιστη σε τέτοιου είδους θεάματα, κατελήφθη από οίκτο ασυνείδητο και απερίσκεπτο. Της είπε λοιπόν να αποσυρθεί. Αλλά έλαβε μεγαλόφωνη την απάντηση ότι μια τέτοιου είδους σκηνή είναι απάνθρωπη και ανάξια του στέμματος.
Και όταν ο αυτοκράτορας καθύβρισε το Όνομα του Χριστού, εκείνη με ανδρεία φωνή διακήρυξε ότι καταγγέλλει ενώπιον του αληθινού Θεού τους διώκτες των Χριστιανών και ομολογεί και αυτή την πίστη της στον Ιησού Χριστού.
Ο αυτοκράτορας θέλησε να ερμηνεύσει τη δήλωση της ως διανοητική διατάραξη. Αλλά εκείνη διαμαρτυρήθηκε και επανέλαβε την ομολογία της. Ο Διοκλητιανός τότε εξεμάνη. Ενώ αυτός ζητούσε να εξοντώσει τους Χριστιανούς, η κατάκτησή τους εισήλθε και στα ανάκτορα και η ίδια η βασίλισσα προέβαλε φανερά την ίδια πίστη και ήταν συνήγορός τους. Διέταξε λοιπόν την απαγωγή και την φυλάκισή της.
Στη φυλακή η Αγία πέρασε τη νύχτα με προσευχή για τον εαυτό της και παρακαλώντας τον Κύριο για την Εκκλησία Του, η οποία τόσο σφοδρά κλυδωνιζόταν. Για την ζωή της δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου. Επιθυμούσε μάλιστα να λάβει μαρτυρικό θάνατο, αλλά δίσταζε. Γνώριζε ότι για τον σύζυγό της δεν υπήρχε έλεος ενώπιον του Θεού που ήταν δίκαιος κριτής, δεν ήθελε όμως να επιβαρυνθεί η ενοχή του για το έγκλημα με το δικό της φόνο, και δεήθηκε προς τον Ύψιστο να παραλάβει την ψυχή της από την φυλακή εκείνη και να φανεί ευσπλαχνικός προς αυτή, για το ότι επί τόσο καιρό εκείνη παρακολουθούσε απαθής τους διωγμούς των Χριστιανών κοντά στο πλευρό του διώκτη αυτών.
Η δέησή της εισακούσθηκε. Δυο μέρες πριν από τη θανάτωση του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, το 303 μ.Χ., παρέδιδε την τελευταία της πνοή στη φυλακή. Το παράδειγμα της βασίλισσας ακολούθησαν και τρεις από τους ακολούθους της, ο Απολλώ, ο Ισαάκιος και ο Κοδράτος. Τίμιοι και ενάρετοι υπηρέτες, αφοσιωμένοι από καρδιά στην αυτοκράτειρά τους, της οποίας γνώριζαν την αγαθότητα, σκέφθηκαν ότι η απόφασή της και η πίστη της στον Χριστό έπρεπε να τους κάνει να εξετάσουν και αυτοί χωρίς προκατάληψη την πίστη στον αληθινό Θεό και να κανονίσουν αναλόγως τη διαγωγή τους στο μέλλον. Πήγαν λοιπόν σε ένα Χριστιανό ιερέα, τον άκουσαν και αποχώρησαν από το σπίτι του ένθερμοι πιστοί, φωτισμένοι από τη Χάρη του παρακλήτου, με την απόφαση να ακολουθήσουν το παράδειγμα της βασίλισσάς τους. Και κάποια μέρα ομολόγησαν και αυτοί την πίστη τους.

Ο Διοκλητιανός διέταξε την θανάτωσή τους. Και τον μεν Κοδράτο τον αποκεφάλισαν, τους δε Απολλώ και Ισαάκιο τους υπέβαλαν στο θάνατο δια της πείνας και της δίψας. Το βασανιστήριο αυτό υπήρξε οδυνηρότατο. Αλλά το αντιμετώπισαν με ανδρεία, παρηγορούμενοι από την ελπίδα ότι επρόκειτο να συναντηθούν στα σκηνώματα της δικαιοσύνης και της μακαριότητας μαζί με την Αγία βασίλισσα. Η ελπίδα τους ικανοποιήθηκε. Η Εκκλησία τιμώντας τη μνήμη τους συνεορτάζει μαζί της την ίδια ημέρα.

Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ.



site analysis

Πήγε ένας νέος σε ένα νησί για τις διακοπές του. Εκεί ένα βράδυ, δέχθηκε ανήθικη ενόχληση από ένα κορίτσι. Ο νέος όμως δεν ανταποκρίθηκε. Μετά από συνεχή ενόχληση εκ μέρους του κοριτσιού, αναγκάστηκε και της έδωσε ένα χαστούκι και αμέσως μετά έφυγε από κοντά της. 
Το ίδιο βράδυ και ενώ ο νέος ετοιμαζόταν να ξαπλώσει για ύπνο, δέχτηκε την γαλήνια επίσκεψη του Χριστού, ο Οποίος του παρουσιάστηκε, τον ευλόγησε και αμέσως μετά εξαφανίστηκε! 
Για ένα χαστούκι που έδωσε στην ανηθικότητα, ο νέος αξιώθηκε να δει τον Κύριο μας Ιησού Χριστό! Και εδώ άλλοι, που είναι μοναχοί και ασκητεύουν 50 χρόνια στο Άγιο Όρος, με ασκήσεις και πολλούς αγώνες, δεν αξιώθηκαν τέτοιας εμπειρίας! 
Μεγάλη υπόθεση η αγνότητα στον άνθρωπο! 
Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Γερόντισσα Ἄννα



site analysis


Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’
Η μα­κα­ρι­στή γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να Γι­ο­βά­νο­γλου γεν­νή­θη­κε τό 1903 στήν Πάν­ορ­μο τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας ἀ­πό γο­νεῖς πο­λύ εὐ­λα­βεῖς, τόν Ἰω­άν­νη καί τήν Δή­μη­τρα. Ἦ­ταν πρω­τό­το­κη καί εἶ­χε ἄλ­λα ὀ­κτώ ἀ­δέλ­φια. Στήν βά­πτι­ση τῆς δό­θη­κε τό ὄνο­μα Ἀνα­στα­σία.
Μέ τήν ἀν­ταλ­λα­γή τῶν πλη­θυ­σμῶν με­τά ἀ­πό τα­λαι­πω­ρί­ες ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στό χω­ριό Πη­γά­δια Κυρ­γί­ων Δρά­μας. Στά Πη­γά­δια ὁ πα­τέ­ρας της ἔ­γι­νε κτη­νο­τρό­φος. Αὐ­τή ὡς με­γα­λύ­τε­ρη φρόν­τι­ζε γιά τά μι­κρό­τε­ρα ἀ­δέλ­φια της για­τί καί ἡ μη­τέ­ρα της ἐρ­γα­ζό­ταν.
Ἀ­πό μι­κρή ἀ­γα­ποῦ­σε τόν Χρι­στό. Ὅταν μι­λοῦ­σε γιά τόν Χρι­στό καί τήν Πα­να­γία ἔκλαι­γε. Ἀπό μι­κρή κρα­τοῦ­σε ὅλες τίς νη­στεῖ­ες καί κρέ­ας δέν ἔφα­γε πο­τέ. Ὅταν πή­γαι­ναν στό χω­ριό της μο­να­χοί ἀ­πό τά Κύρ­για, αὐ­τή πή­γαι­νε κον­τά τους καί ἤ­θε­λε νά ἀ­κού­η γιά τόν Χρι­στό. Δέν πῆ­γε σχο­λεῖ­ο, δέν ἤ­ξε­ρε νά­ δι­α­βά­ζη. Προ­σευ­χό­ταν καί με­ρι­κές νύ­χτες ἄ­κου­γε ἀγ­γε­λι­κές ψαλ­μω­δί­ες.
Δι­η­γεῖ­το: «Ἤμα­σταν ἐν­νιά ἀ­δέλ­φια καί μό­νο κρα­τού­σα­με (τη­ρού­σα­με) τοῦ πα­τέ­ρα μας τόν λό­γο. Ἀλ­λά ἦρ­θε και­ρός πού νά μήν τόν κρα­τή­σω ἐ­γώ, για­τί ἤ­μουν με­γα­λύ­τε­ρη τριά­ντα χρό­νων κο­πέλ­λα καί ἦρ­θε και­ρός νά παν­τρευ­τῶ καί τ᾿ ἀ­δέλ­φια μου ὅ­λα με­γά­λω­σαν καί ἦ­ταν γιά παν­τρειά καί μουρ­μού­ρι­ζαν (γόγ­γυ­ζαν) ἐ­ναν­τί­ον μου, πό­τε θά παν­τρευ­τεῖς; Τί θά κά­νεις;».
Πα­ντρεύ­τη­κε ἕνα νέο ὀνό­μα­τι Γιάν­νη πού εἶ­χαν γιά βο­σκό στά πρό­βα­τά τους. Ἐπει­δή οἱ γο­νεῖς της δέν συ­γκα­τα­τέ­θη­καν, τήν ἔδιω­ξαν ἀπό τό σπί­τι. Ὁ σύ­ζυ­γός της μιά βδο­μά­δα με­τά ἀπό τόν γά­μο τους πῆ­γε στήν Κο­ζά­νη νά δῆ τούς δι­κούς του καί δέν ξα­να­γύ­ρι­σε πο­τέ, οὔ­τε καί ἔμα­θε τί ἀπέ­γι­νε. Ἡ ἴ­δια δέν γόγ­γυ­ξε πο­τέ, δέν τόν κα­κο­λό­γη­σε, δέν πα­ρα­πο­νέ­θη­κε. Τόν συγ­χω­ροῦ­σε καί ἔλε­γε νά εἶ­ναι κα­λά. Ἔ­λε­γε: «Ἔ­τσι ἤ­θε­λε ὁ Θε­ός καί ἔ­τσι ἔ­γι­νε».
Ἡ Ἀνα­στα­σία ἐγκα­τα­λει­μέ­νη ἀπό ὅλους καί πε­ρι­μέ­νο­ντας παι­δά­κι, ἀ­πελ­πί­στη­κε καί ἐ­πι­χεί­ρη­σε νά πέ­ση σέ μιά λί­μνη, νά κά­νη κα­κό στόν ἑ­αυ­τό της. Τό­τε ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε: «Μπῆ­κα μέ­σα στήν λί­μνη καί ὅ­ταν τό νε­ρό ἔ­φθα­σε μέ­χρι τόν λαι­μό, ἔ­νι­ω­σα ἕ­να φτε­ρού­γι­σμα πί­σω ἀ­πό τό σῶ­μα μου καί ἄ­κου­σα μιά φω­νή: “Τέ­τοι­α ψυ­χή ποῦ θά τήν ρί­ξεις μέσ᾿ τόν βοῦρ­κο;”. Μᾶλ­λον θά ἦ­ταν ὁ φύ­λα­κας ἄγ­γε­λός μου. Τό ἄγ­γιγ­μα τῆς φτε­ρού­γας ἀ­κό­μα τό θυ­μᾶ­μαι. Χα­ρά­χτη­κε στήν μνή­μη μου».
Ὕ­στε­ρα κα­τέ­φυ­γε σέ μιά θεί­α της, τήν Σο­φί­α, ἡ ὁ­ποί­α τήν πε­ρι­έ­θαλ­ψε, τήν βο­ή­θη­σε νά γεν­νή­ση τό παι­δά­κι καί με­τά τό με­γά­λω­σαν μα­ζί, για­τί ἡ Ἀνα­στα­σία ἐρ­γα­ζό­ταν στά κα­πνά, στό Δο­ξᾶ­το καί στά Κύρ­για.
Στε­νο­χω­ρι­ό­ταν γιά τήν κό­ρη της Βε­νέ­τα πού δέν εἶ­χε πα­τέ­ρα. Ἔ­λε­γε: «Δέν πει­ρά­ζει, βρέ παι­δά­κι μου, ἔ­χεις ἐ­μέ­να, ἐ­γώ σέ φρον­τί­ζω, ἐ­γώ καί μάν­να καί πα­τέ­ρας». Ἔ­κα­νε τό πᾶν νά μήν τῆς λεί­ψη τί­πο­τε. Δού­λευ­ε νύ­χτα–μέ­ρα διό­τι ἐπι­πλέ­ον βο­η­θοῦ­σε τ᾿ ἀ­δέλ­φια της καί γη­ρο­κό­μη­σε τήν μη­τέ­ρα της.
Ἐρ­γα­ζό­ταν σκλη­ρά ὅλη τήν ἡμέ­ρα στά χω­ρά­φια καί τή νύ­χτα προ­σευ­χό­ταν. Συ­νή­θι­ζε μέ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες τοῦ χω­ριοῦ νά συ­γκε­ντρώ­νο­νται σέ κά­ποιο σπί­τι ἐκ πε­ρι­τρο­πῆς ἐνώ­πι­ον μιᾶς θαυ­μα­τουρ­γῆς εἰ­κό­νας τοῦ ἁγί­ου Γε­ωρ­γί­ου, νά ἀγρυ­πνοῦν καί νά προ­σεύ­χο­νται γιά ὅλον τόν κό­σμο. Καί ἡ ἴδια ξυ­πνοῦ­σε πά­ντα πρωΐ γιά νά προ­σεύ­χε­ται για­τί πί­στευε ὅτι ὁ Θε­ός τό­τε σ᾿ ἀκού­ει κα­λύ­τε­ρα. Ὅταν πι­στεύ­ης καί πα­ρα­κα­λᾶς ὁ Θε­ός δέν σέ ξε­χνᾶ.
Ἀγα­ποῦ­σε πο­λύ τόν Θε­ό. Ἀ­νέ­φε­ρε τήν λέ­ξη «Θε­ός μου», χαι­ρό­ταν ἡ ψυ­χή της καί ἔτρε­χαν τά δά­κρυά της. Ἔ­λε­γε: «Ἀ­γα­πά­ω τό­σο πο­λύ τόν Θε­ό. Θέ­λω νά πά­ω στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα νά προ­σκυ­νή­σω».
Μά­ζευ­ε δραχ­μή–δραχ­μή χρή­μα­τα γιά τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Πρῶ­τα πῆ­γε καί προ­σκύ­νη­σε στήν Τῆ­νο. Ἐ­κεῖ, ὅ­πως ἔ­λε­γε, εἶ­δε ζων­τα­νή τήν Πα­να­γί­α καί ἄ­κου­σε μιά φω­νή πού τῆς εἶ­πε «νά πᾶς στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα». Πῆ­γε, προ­σκύ­νη­σε στούς Ἁ­γί­ους Τό­πους καί ἐκεῖ γνώ­ρι­σε τόν γέ­ρο­ντα Ἀμ­φι­λό­χιο καί τήν μο­να­χή Ἐ­λι­σά­βετ στό Χο­ζε­βᾶ. Βα­πτί­σθη­κε στόν Ἰορ­δά­νη πο­τα­μό καί με­τά ἀπό πολ­λή προ­σευ­χή καί με­γά­λη νη­στεία ἔγι­νε μο­να­χή μι­κρό­σχη­μη μέ τό ὄνο­μα Ἄν­να. Ἔκα­νε ὑπα­κοή στόν π. Ἀμ­φι­λό­χιο, τῆς ἔδω­σε ἐντο­λές καί κα­νό­να γιά νά προ­ε­τοι­μα­σθῆ νά πά­ρη ἀρ­γό­τε­ρα τό με­γά­λο Σχῆ­μα.
Ὅταν ἐπέ­στρε­ψε ἦ­ταν κα­τεν­θου­σι­α­σμέ­νη, ἄν καί κα­τά­κο­πη ἀ­πό τήν κού­ρα­ση καί τή νη­στεί­α δέν μπο­ροῦ­σε νά περ­πα­τή­ση. Πῆ­γε ὕ­στε­ρα καί ἔ­μει­νε σ᾿ ἕ­να μο­να­στή­ρι τῆς πε­ρι­ο­χῆς γιά σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες. Ἤ­θε­λε νά μεί­νη γιά πάν­τα ἐ­κεῖ, ἀλ­λά ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη δέν τήν κρά­τη­σαν.
Ὕστε­ρα ἔμε­νε στό Δο­ξᾶ­το μό­νη της σ᾿ ἕ­να μι­κρό καί πα­λαι­ό κελ­λά­κι χω­ρίς φῶς μέ μιά σομ­πού­λα. Δέν θέ­λη­σε νά μεί­νη στό σπί­τι τῆς κό­ρης της ἀλ­λά κο­ντά της, ἀπό εὐ­αι­σθη­σία γιά νά μήν τήν ἐπι­βα­ρύ­νη, ἀλ­λά καί γιά νά ἔχη τήν ἡσυ­χία της νά κά­νη τά μο­να­χι­κά της κα­θή­κο­ντα. Εἶ­χε στρω­μέ­νες πα­λαι­ές μπα­λω­μέ­νες κου­ρε­λοῦ­δες ἀλ­λά ὁ­λο­κά­θα­ρες. Πά­νω στό κρεβ­βα­τά­κι της εἶ­χε μιά βα­λι­τσού­λα πού μέ­σα εἶ­χε τά νε­κρι­κά της φο­ρέ­μα­τα, κε­ρά­κια καί σά­βα­νο ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Στόν τοῖ­χο πά­νω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι της εἶ­χε τά εἰ­κο­νί­σμα­τά της καί ἕ­να καν­τή­λι ἀ­κοί­μη­το.
Ἡ γε­ρό­ντισ­σα Ἄν­να νή­στευε καί προ­σευ­χό­ταν νύχτα–μέρα. Ξυ­πνοῦ­σε στίς 3 με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Ὅταν τήν ρω­τοῦ­σε ἡ κό­ρη της για­τί ξυ­πνᾶ τή νύ­χτα ἀπα­ντοῦ­σε: «Δέν μπο­ρῶ νά κοι­μη­θῶ, παι­δί μου. Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ἔρ­χε­ται καί μέ ξυ­πνᾶ καί συ­νε­χί­ζω τήν προ­σευ­χή». Ἀλ­λη­λο­γρα­φοῦ­σε μέ τόν π. Ἀμ­φι­λό­χιο καί ἔστελ­νε δέ­μα­τα στήν μο­να­χή Ἐλι­σά­βετ. Προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν νά πά­ρη τό με­γά­λο Σχῆ­μα.
Γι᾿ αὐτό πα­ρήγ­γει­λε μί­α μο­να­χι­κή ζώ­νη ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος μέ τόν κα­θη­γη­τή κ. Ρα­δῆ. Ἐ­κεῖ­νος δέν βρῆ­κε ζώ­νη καί φεύ­γον­τας τό ἀ­νέ­φε­ρε σ᾿ ἕ­ναν Ἡ­γού­με­νο. Ὁ Ἡ­γού­με­νος ἔ­δω­σε τήν δι­κή του πού φο­ροῦ­σε. Τήν ἔ­φε­ρε στό σπί­τι του καί κά­ποι­ες φί­λες τῆς γυ­ναί­κας του τῆς εἶ­παν νά τήν κρα­τή­ση αὐ­τή γιά εὐ­λο­γί­α. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα ἦρ­θε ἡ ἀδελ­φή Ἄν­να καί λέ­ει στήν κυ­ρί­α Ρα­δῆ: «Κυ­ρί­α Ἕλ­λη, ἡ ζώ­νη μου ἦρ­θε. Ἔ­βλε­πα ἕ­να καν­τη­λά­κι πού ἐρ­χό­ταν ἀ­πό τό Ἅγι­ον Ὄρος καί ἀ­πό κά­τω ἦ­ταν ἡ ζώ­νη». Ἐ­ξε­πλά­γη ἡ κ. Ἕλ­λη. Τῆς ἔ­δω­σε τήν ζώ­νη καί ἐ­κεί­νη τήν πῆ­ρε μέ λα­χτά­ρα.
Τήν πέμ­πτη φο­ρά πού πῆ­γε ἡ γε­ρό­ντισ­σα Ἄν­να στά Ἱε­ρο­σό­λυ­μα ὁ γέ­ρον­τας Ἀμ­φι­λό­χιος, ἡγού­με­νος τοῦ Χο­ζε­βᾶ, τήν ἔ­κει­ρε με­γα­λό­σχη­μη μο­να­χή, τό ἔτος 1972. Ἀ­πό τό­τε ἔ­βλε­παν καί ἔ­νι­ω­θαν οἱ γνω­στοί της μιά ἰδι­αί­τε­ρη χά­ρη στήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να, ἀλ­λά καί ἡ ἴ­δια ἔ­λε­γε: «Στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα πού πῆ­γα κά­τι ἔ­λα­βε ἡ ψυ­χή μου ἀ­πό τόν Θε­ό μου καί δέν μπο­ρῶ νά κά­νω κα­κό οὔ­τε στόν ἑ­αυ­τό μου οὔ­τε σέ ἄλ­λους. Ἔ­χω εὐ­λο­γί­α ἐ­πά­νω μου. Δέν νι­ώ­θω κού­ρα­ση οὔ­τε οἱ νη­στεῖ­ες μέ ἐξαν­τλοῦν, πε­τά­ω». Τά ρά­σα της μο­σχο­βο­λοῦ­σαν.
Ὅ­ποι­ος τήν ἐ­πι­σκε­πτό­ταν ἔ­νι­ω­θε κον­τά της χα­ρά καί χά­ρη. Κερ­νοῦ­σε τούς ἐ­πι­σκέ­πτες κα­φέ, κα­νέ­να αὐ­γου­λά­κι καί ἀ­παν­τοῦ­σε στίς ἐ­ρω­τή­σεις τους με­τα­δί­δον­τας τήν χά­ρη καί τά βι­ώ­μα­τά της. Τά βα­θυ­γά­λα­ζα μά­τια της ἔ­λαμ­παν καί ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σαν ἀ­πό κα­λω­σύ­νη.
Θυ­μί­α­ζε τίς εἰ­κό­νες στό κελ­λά­κι της, ἀλ­λά τή νύ­χτα ἔ­βγαι­νε στόν δρό­μο καί θυ­μί­α­ζε τούς ἀν­θρώ­πους πού πή­γαι­ναν στά κα­πνά. Θυ­μί­α­ζε ὅ­λο τό Δο­ξᾶ­το καί προ­σευ­χό­ταν γιά τόν κό­σμο.
Δι­η­γεῖ­ται ἡ κυ­ρί­α Ἕλ­λη Ρα­δῆ–Τα­μπου­λί­δου, στήν ὁποία ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐρ­γα­ζό­ταν ὡς οἰ­κια­κή βο­η­θός: «Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν στό σπί­τι μου ἄ­να­βε τό θυ­μια­τό καί θυ­μί­α­ζε ὅ­λο τό σπί­τι λέ­γον­τας προ­σευ­χές. Μέ συμ­βού­λευ­ε νά τό κά­νω καί ἐ­γώ αὐ­τό δι­ότι ἔτσι δέν μπο­ρεῖ νά μέ πλη­σιά­ση ὁ δι­ά­βο­λος. Μά­λι­στα ἔ­λε­γε νά θυ­μιά­ζω τά παι­διά καί, πρίν κοι­μη­θοῦν, νά σταυ­ρώ­νω τά παι­διά καί τά προ­σκέ­φα­λά τους. Ὅ­ταν προ­σευ­χό­ταν εἶ­χε σκυμ­μέ­νο τό κε­φά­λι καί ἀ­να­στέ­να­ζε. Ὅ­ταν ση­κω­νό­ταν τίς νύ­χτες γιά νά προ­σευ­χη­θῆ, τήν ἄ­κου­γαν τά παι­διά καί μοῦ ἔλε­γαν ὅ­τι αὐ­τή ἡ για­γιά ὅ­λη τή νύ­χτα τρα­γου­δά­ει (ψέλ­νει, προ­σεύ­χε­ται). Αὐ­τή ἔψελ­νε ὅλη τή νύ­χτα στόν Χρι­στό, ὅ­πως ἔ­λε­γε, καί τά δά­κρυά της ἔ­βρε­χαν τό πά­τω­μα. Εὐ­χό­ταν γιά ὅλους τούς ἀν­θρώ­πους».
Συμ­βού­λευ­ε: «Νά προ­σεύ­χε­σαι χα­ρά­μα­τα καί ἔ­ξω ἀ­πό τό σπί­τι μέ τά χέ­ρια στόν οὐ­ρα­νό. Τό­τε σέ ἀ­κού­ει ὁ Θε­ός, βλέ­πεις καί τούς Ἀγ­γέ­λους. Ὅ­ταν πα­ρα­κα­λᾶς, νά πα­ρα­κα­λᾶς πρῶ­τα τόν Χρι­στό καί ἔ­πει­τα τούς Ἁ­γί­ους, ὅ­σους θυ­μᾶ­σαι, ὄ­χι μό­νον ἕ­ναν. Καί αὐ­τά τά πα­ρα­κά­λια τά παίρ­νουν οἱ Ἅ­γιοι καί τά πᾶ­νε στήν Πα­να­γί­α καί ἡ Πα­να­γί­α τά δί­νει στόν Χρι­στό. Ἐ­γώ μιά φο­ρά πα­ρα­κα­λοῦ­σα καί ξέ­χα­σα τόν ἅ­γιο Θε­ό­δω­ρο. Ἐμ­φα­νί­στη­κε, λοι­πόν, καί μοῦ λέ­ει: “Ὅ­λους τούς πα­ρα­κα­λᾶς καί μέ­να μέ ξέ­χα­σες”. “Ποι­ός εἶ­σαι;”, λέ­ω, “­δέν σέ γνώ­ρι­σα”. “Ὁ ἅ­γιος Θε­ό­δω­ρος εἶ­μαι”, λέ­ει. Ἀ­πό τό­τε κά­θε φο­ρά τόν πα­ρα­κα­λά­ω».
Ἔ­λε­γε μέ ἁ­πλό­τη­τα στήν προ­σευ­χή της: «Ἡ ἀ­δελ­φή Ἄν­να σᾶς πα­ρα­κα­λεῖ: “Ἅ­γι­ε Ἀ­λέ­ξι­ε, ἅ­γι­ε Παν­τε­λε­ή­μων”» καί μνη­μό­νευ­ε πολ­λούς Ἁ­γί­ους πού εἶ­χε σέ εὐ­λά­βεια, καί ὅ­σων Ἁ­γί­ων εἶ­χε εἰ­κο­νά­κια.
Ἦ­ταν φυ­σι­κή ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τῆς Γε­ρόν­τισ­σας μέ τούς Ἁ­γί­ους. Δε­χό­ταν ἁ­πλά καί ἀ­πε­ρί­ερ­γα τίς ἐμ­φα­νί­σεις τῶν Ἁ­γί­ων μέ πί­στη, χω­ρίς νά περ­νοῦν λο­γι­σμοί κε­νο­δο­ξί­ας. Ὅ­ταν πή­γαι­νε ἡ κό­ρη της στό κελ­λά­κι της, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τήν ἀπέ­τρε­πε νά κά­θε­ται μέ τήν πλά­τη πρός τήν Ἀ­να­το­λή, για­τί ἐ­κεῖ ἔ­βλε­πε νά στέ­κε­ται κά­ποι­ος Ἅ­γιος καί τό θε­ω­ροῦ­σε ἀ­σέ­βεια. Τήν συμ­βού­λευε νά κά­νη πά­ντα προ­σευ­χή πρίν ἀπό κά­θε της ἔρ­γο γιά νά πε­τύ­χη. Στίς δυ­σκο­λί­ες ἔλε­γε στήν κό­ρη της: «Μή στε­νο­χω­ριέ­σαι˙ θά κά­νω προ­σευ­χή καί ὅταν ἔρ­θη ἡ ὥρα θά γί­νει (ξε­πε­ρα­στῆ)˙ ἐάν δέν θέ­λη ὁ Θε­ός δέν γί­νε­ται. Ἐκεῖ­νος ξέ­ρει. Ξέ­ρω κι ἐγώ για­τί δέν γί­νε­ται;».
Κά­ποια χρο­νιά Κυ­ρια­κή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα κρα­τοῦ­σε εἰ­κό­να στήν λι­τα­νεί­α καί ἔ­βλε­πε τόν εἰ­κο­νι­ζό­με­νο Ἅ­γιο νά προ­πο­ρεύ­ε­ται.
Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να εἶχε τέ­τοι­α ἁ­πλό­τη­τα, ὥ­στε δέν τῆς περ­νοῦ­σε λο­γι­σμός ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας, διό­τι τά θε­ω­ροῦ­σε ὅλα φυ­σι­κά. Μέ τήν μα­κα­ρί­α ἁ­πλό­τη­τα, τήν εὐ­λά­βεια, τήν κα­θα­ρό­τη­τα καί τόν φι­λό­τι­μο ἀ­γῶ­να της, ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά ἔ­χη πολ­λές ἁγιο­φά­νει­ες. Εἶ­δε τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α καί τοῦ ἀ­σπά­σθη­κε τό χέ­ρι˙ τόν Τί­μιο Πρό­δρο­μο καί μά­λι­στα πα­ρα­τή­ρη­σε τό ση­μά­δι τῆς ἀ­πο­το­μῆς ἀ­πό τό ξῖ­φος στόν λαι­μό του˙ τούς ἁ­γί­ους Θε­ο­δώ­ρους τούς ἔ­βλε­πε συ­χνά νά περ­νοῦν τίς νύ­χτες μέ τά ἄ­λο­γα καί τίς στο­λές τους μέ­σα ἀ­πό τό Δο­ξᾶ­το. Ὑ­πάρ­χει ἐ­ξωκ­κλή­σι τῶν ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων καί αὐ­τοί προ­στα­τεύ­ουν τό χω­ριό. Εἶ­δε καί τόν ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο σέ ὥ­ρα θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας.
Ζή­τη­σε νά γνω­ρί­ση καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε ἡ ἴ­δια. «Εἶ­χα ἀ­πο­ρί­α, δέν μπο­ροῦ­σα νά κα­τα­λά­βω πῶς εἶ­ναι τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Ἤ­θε­λα νά ξέ­ρω ὅ­λα τά Ἅ­για». Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί τό εἶ­δε ἐν εἴ­δει πε­ρι­στε­ρᾶς.
Κά­πο­τε ἡ Γε­ρόν­τισ­σα ἡρ­πά­γη στόν Πα­ρά­δει­σο, ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε ἡ ἴ­δια: «Ἡ Χά­ρις μέ πῆ­ρε… πα­αί­νο­με σ᾿ ἕ­να δρό­μο, κα­λός ὁ δρό­μος, (περ­νοῦ­σε) μέ­σα ἀπό χω­ρά­φια πού εἶ­χαν καί ἀγ­κά­θια. Με­τά ἀ­νοί­ξα­με μιά πόρ­τα καί ἀρ­χί­σα­με νά πα­αί­νο­με σέ κῆ­πο. Μπή­κα­με μέ­σα κά­να δυ­ό βή­μα­τα καί ἄρ­χι­σα νά βλέ­πω κα­λά πράγ­μα­τα. Εἶ­χε πράγ­μα­τα γιά φα­γώ­σι­μο. Εἶ­δα τά μοῦ­ρα, νά τά λιμ­πί­ζε­σαι. “Νά φθά­σω ἕ­να μοῦ­ρο;­”, “ὄ­χι δέν εἶ­ναι δι­κά σ᾿”, μοῦ εἶ­πε “­θά ᾿ρθῆ ἡ ὥ­ρα νά εἶ­ναι δι­κά σ᾿”. Γυ­ρί­σα­με πί­σω, δέν προ­χω­ρή­σα­με ἄλ­λο μέ­σα στόν Πα­ρά­δει­σο».
«Μιά ἄλ­λη φο­ρά», δι­η­γή­θη­κε, «μιά κα­λω­σύ­νη ἔ­κα­να, ἀλ­λά δέν θυ­μᾶ­μαι τί, ὅ­μως θυ­μᾶ­μαι μέ ἀ­νέ­βα­σε μιά καί μιά στόν οὐ­ρα­νό. Ἀ­νέ­βη­κα καί ἔ­βλε­πα τούς ἀν­θρώ­πους νά περ­πα­τᾶν σάν μυρ­μήγ­κια. Πῶς νά κα­τέ­βω ἐ­γώ ἀ­πό δῶ; Σκεύ­ο­μαι, σκεύ­ο­μαι… μο­να­χή ἤ­μουν ἐ­κεῖ. Τά που­λιά πε­τοῦ­σαν ἐ­κεῖ κάτ᾿, τἄ­βλε­πα. Ὕ­στε­ρα ἦρ­θε ἕ­νας ἀ­γέ­ρας δυ­να­τός καί ἐ­φθά­σα­με κάτ᾿. Ἀλ­λά λέ­ω ­ποῦ εἶ­μαι τώ­ρα, ποῦ νά εἶ­μαι; Τό­τε κα­τά­λα­βα ὅ­τι πα­τοῦ­σα στή γῆ, ὅ­τι εἶ­μαι στόν κό­σμο πού γνω­ρί­ζω, δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νον τόν κό­σμο δέν τόν γνω­ρί­ζω. Ἀ­κό­μα θυ­μοῦ­μαι τά που­λιά πού ἦ­ταν ἀ­πό κά­τω μου».
Κά­πο­τε ἄ­κου­σε μιά φω­νή πού τῆς εἶ­πε: «Ἡ ἀ­ρε­τή σου πε­ρίσ­σε­ψε», καί ταυ­τό­χρο­να αἰ­σθάν­θη­κε καί μιά χά­ρι. Ἡ μα­κα­ρί­α καί ἁ­πλου­στά­τη γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐ­νῶ ζοῦ­σε τήν ἀ­ρε­τή, δέν ἤ­ξε­ρε τί εἶ­ναι «ἀ­ρε­τή» καί ρω­τοῦ­σε κά­ποι­ον: «Εἶ­χα μιά γει­τό­νισ­σα στά Κύρ­για πού τήν ἔ­λε­γαν Ἀ­ρε­τή καί πέ­θα­νε. Ποῦ μέ θυ­μή­θη­κε τώ­ρα με­τά ἀπό χρό­νια καί ἦρ­θε στόν ὕπνο μου;!».
Ἔ­λε­γε ὅ­τι ὅ­ταν κοι­νω­νοῦ­σε ἔ­νι­ω­θε τόν Κύ­ριό μας μέ­σα της ἐ­πί μιά ἑ­βδο­μά­δα καί αἰ­σθα­νό­ταν τά μέ­λη της μέ­λη Χρι­στοῦ. Με­τά πού πή­γαι­νε στό σπί­τι τῆς κό­ρης της καί ἔ­πι­νε τόν κα­φέ, πρῶ­τα ἔ­πι­νε λί­γο νε­ρό γιά νά κα­τε­βῆ ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α. Με­τά ξέ­πλυ­νε τό πο­τή­ρι τοῦ κα­φέ καί ἔρ­ρι­χνε τά νε­ρά στήν γλά­στρα. Τι­μοῦ­σε καί πρό­σε­χε πο­λύ τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α.
Στήν Ἐκ­κλη­σί­α πή­γαι­νε ἀ­πό τίς 6 ἡ ὥρα, πρίν ἀπό τόν πα­πᾶ. Ἔ­λε­γε: «Θά πά­ει ὁ Χρι­στός πρίν ἀ­πό μᾶς καί μεῖς θά πᾶ­με με­τά;». Στό πρό­σω­πο τοῦ κά­θε ἱε­ρέ­ως ἔ­βλε­πε τόν Χρι­στό.
Συ­νή­θι­ζε νά πη­γαί­νη καί σέ μα­κρι­νά ἐξωκ­κλή­σια, νά προ­σκυ­νά­η καί νά προ­σεύ­χε­ται. Μέ τά πό­δια πή­γαι­νε ἀλ­λά συ­νή­θως κά­ποι­ος βρι­σκό­ταν καί τήν ἔ­παιρ­νε στό αὐ­το­κί­νη­το.
Ἐρ­γα­ζό­ταν γιά νά οἰ­κο­νο­μή­ση τά πρός τό ζῆν, νά σπου­δά­ση τήν κό­ρη της καί νά φρο­ντί­ση καί τήν μη­τέ­ρα της. Ἔ­παιρ­νε τήν σύν­τα­ξη τοῦ ΟΓΑ, 15.000 δραχ­μές καί ἔ­λε­γε: «Βα­σί­λισ­σα εἶ­μαι». Ἄν τῆς ἔ­δι­ναν χρή­μα­τα, τά ἔ­δι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­νῶ τά τρό­φι­μα τά μοί­ρα­ζε σέ φτω­χούς.
Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐ­πι­σκε­πτό­ταν καί τό μο­να­στή­ρι τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως στήν Σή­ψα. Οἱ ἀ­δελ­φές τήν ἀ­γα­ποῦ­σαν καί χαί­ρον­ταν νά τήν φι­λο­ξε­νοῦν. Ἡ ση­με­ρι­νή γε­ρό­ντισ­σα Πορ­φυ­ρία ἐν­θυ­μεῖ­ται καί ση­μει­ώ­νει γιά τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να: «Τοῦ ἁ­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους τό 1992 με­τά ­ἀ­πό μιά ἀ­γρυ­πνί­α ἡ γε­ρό­ντισ­σά μας Ἀ­κυ­λί­να μᾶς ἔ­στει­λε τρεῖς ἀ­δελ­φές στό Δο­ξᾶ­το νά δοῦ­με τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να καί νά τῆς πᾶ­με ξύ­λα καί ἄλ­λες εὐ­λο­γί­ες.
»Ἦ­ταν μιά σκη­νή ἀ­πό ἀρ­χαῖ­ο Γε­ρον­τι­κό. Τό σπί­τι παμ­πά­λαι­ο, ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νο, πάμ­πτω­χο. Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να κυρ­τω­μέ­νη, ἀ­δύ­να­τη, μέ δύ­ο γα­λα­νά μα­τά­κια πού λάμ­πα­νε ἀ­πό τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, μᾶς εἶ­πε πολ­λά: “Γιά σᾶς πού νέ­α κο­ρί­τσια φύ­γα­τε ἀ­πό τά σπί­τια σας καί ζῆ­τε μέ­σα στά βου­νά πού εἶ­ναι τό Μο­να­στή­ρι σας, πού δώ­σα­τε τήν ζω­ή σας, πού εἶ­στε παι­διά τοῦ Θε­οῦ καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα εἶ­ναι κρυμ­μέ­νο μέ­σα σας, ἀρ­γό­τε­ρα μέ τά χρό­νια θά σᾶς φα­νε­ρώ­ση ὁ Θε­ός τά μυ­στι­κά Του­”. Ἦ­ταν τό­τε αὐ­τός ὁ λο­γι­σμός πού πο­λύ μέ ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε ἄν ἡ μο­να­χι­κή μου ζω­ή θά εἶ­χε πο­τέ καρ­πούς. “Ἐγώ”, μᾶς ἔ­λε­γε μέ μί­α φο­βε­ρή ἁ­πλό­τη­τα, “τώ­ρα τά βλέ­πω αὐ­τά πού βλέ­πω καί εἶ­μαι τό­σο με­γά­λη στήν ἡ­λι­κί­α­”.
»Εὐ­ω­δί­α­ζε ὁ­λό­κλη­ρη. Μᾶς σταύ­ρω­σε μί­α μί­α καί στήν κά­θε μί­α ἔ­λε­γε χεί­μαρ­ρο ἀ­πό εὐ­χές πού ἦ­ταν ὅ,τι ἡ κά­θε μιά εἶ­χε ἀ­νάγ­κη.
»Εἶ­πε ὅ­τι εἶ­χε δεῖ ἕ­να ὅ­ρα­μα μέ τρί­α κο­ρί­τσια. Τό ἕ­να λε­γό­ταν νε­ρό, τό ἄλ­λο φω­τιά, τό ἄλ­λο τι­μή. “Ἡ τι­μή­”, εἶ­πε, “­ἄν τήν χά­σης δέν τήν ξα­να­βρί­σκεις, τήν φω­τιά τήν βρί­σκεις, τό νε­ρό ἐ­πί­ση­ς”.
»Κά­ποι­α στιγ­μή πού βρε­θή­κα­με μό­νες, μᾶς λέ­ει ξαφ­νι­κά: “Ἐγώ πολ­λά πέ­ρα­σα ἀλ­λά τά κρά­τη­σα μέ­σα μου καί ζυ­μώ­θη­καν μέ­σα μου καί γί­ναν ἕ­να μέ μέ­να καί τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα­”.
–Δη­λα­δή νά μήν μι­λᾶ­με Γε­ρόν­τισ­σα;
–Ἔ! μο­να­χού­τσι­κες εἴ­σα­στε (μο­να­χοῦ­λες δη­λα­δή). Νά μι­λᾶ­τε καί λί­γο ἀλ­λά νά λέ­τε πάν­τα τά κα­λά ὄ­χι τά στρα­βά.
»Ὅ­ταν εἴ­χα­με κά­ποια με­γά­λη δυ­σκο­λί­α, ξαφ­νι­κά ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐμ­φα­νι­ζό­ταν στό Μο­να­στή­ρι μας ἀ­προ­ει­δο­ποί­η­τα. Σκυ­φτή, γα­λή­νια, μέ τά γα­λα­νά μα­τά­κια της γε­μά­τα ἀ­γά­πη. Στή­ρι­ζε τίς ἀ­δελ­φές, φε­ρό­ταν μέ ἀ­πέ­ραν­το σε­βα­σμό στήν Γε­ρόν­τισ­σά μας, κα­θό­ταν δυ­ό–τρεῖς μέ­ρες καί ἔ­φευ­γε πά­λι. Τίς νύ­χτες τήν ἄ­κου­γαν οἱ ἀ­δελ­φές ἀ­πό τά γει­το­νι­κά κελ­λιά νά ση­κώ­νε­ται καί νά προ­σεύ­χε­ται μέ δο­ξο­λο­γί­α, εὐ­χα­ρι­στί­α, δά­κρυ­α, γε­μά­τη θεῖ­ο ἔ­ρω­τα. Ἔμ­παι­ναν στό κελ­λί της καί οὔ­τε τίς κα­τα­λά­βαι­νε. Ἔ­λε­γε ὅ­τι τά δά­κρυ­α τῆς προ­σευ­χῆς νά μήν τά σκου­πί­ζου­με μέ μαν­τή­λια ἀλ­λά μέ τήν φούν­τα ἀ­πό τό κομ­πο­σχοί­νι, δι­ό­τι τά δά­κρυ­α αὐ­τά εἶ­ναι ἱ­ε­ρά.
»Ἕ­να πρω­ϊ­νό, (τό­τε τίς κα­θη­με­ρι­νές ἀ­κο­λου­θί­ες τίς κά­να­με στήν Ἀ­νά­λη­ψη), ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ἡ ὥ­ρα πού προ­σκυ­νᾶ­με τίς εἰ­κό­νες, ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἔ­τυ­χε νά στέ­κε­ται δί­πλα μου. Τήν βά­ζα­με νά χαι­ρε­τά­η με­τά τήν Γε­ρόν­τισ­σα καί οὐ­δέ­πο­τε καί γιά τί­πο­τε δέν εἶ­χε φέ­ρει ἀν­τίρ­ρη­ση. Ἐ­κεῖ­νο τό πρωΐ τήν ἔ­βλε­πα νά μήν κου­νι­έ­ται. Τῆς λέ­ω σι­γά: “Πᾶτε νά προ­σκυ­νή­σε­τε­”. Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση πού δέν μοῦ ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α. Τῆς τό ξα­να­εῖ­πα. Ὅλες οἱ ἀ­δελ­φές τήν πε­ρί­με­ναν. Μ᾿ ἔπια­σε ἀ­γω­νί­α καί τήν σκούν­τη­σα ἐλα­φρά. Ντρε­πό­μουν κι ὅλας, ἤμουν ἡ τε­λευ­ταί­α στήν σει­ρά ρα­σο­φό­ρα καί τήν σε­βό­μου­να πο­λύ. Ἡ Γε­ρόν­τισ­σα ἄ­γαλ­μα. Δέν κου­νι­ό­ταν. Οἱ ἀ­δελ­φές πῆ­γαν στήν σει­ρά τους καί χαι­ρέ­τη­σαν. Τε­λεί­ω­σε ἡ πρώ­τη Ὥρα, πή­ρα­με εὐ­χή καί φύ­γα­με. Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να με­τά τήν πρω­ϊ­νή Τρά­πε­ζα ζή­τη­σε νά μι­λή­ση στήν Γε­ρόν­τισ­σά μας. Τῆς εἶ­πε λοι­πόν ὅ­τι ἐ­κεῖ δί­πλα της στό παγ­κά­ρι τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως ἀ­νά­με­σά μας στε­κό­ταν ὁ γέ­ρον­τας Γε­ώρ­γιος Καρ­σλί­δης καί αὐ­τή ἀ­πό τό δέ­ος δέν κου­νιό­ταν. “Μέ σκουν­τοῦ­σα­ν”, εἶ­πε, “­μέ ἔ­λε­γαν νά πά­ω νά προ­σκυ­νή­σω. Κα­λά, δέν βλέ­πα­νε τόν Γέ­ρον­τα;”».
Καί ἄλλη ἀδελφή σημειώνει: «Τό ἔ­τος 1994 ἦ­ταν ἡ χρο­νιά πού γιά πρώ­τη φο­ρά ἐ­πι­σκέ­φθη­κε καί φι­λο­ξε­νή­θη­κε στό μο­να­στή­ρι μας ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να. Ἡ χά­ρις ἦ­ταν δι­ά­χυ­τη στό πρό­σω­πό της, χα­ρί­ζο­ντας στήν ὅ­λη μορ­φή της μιά μυ­στη­ρι­ώ­δη γλυ­κύ­τη­τα πού εἵλ­κυ­ε τόν κά­θε πνευ­μα­τι­κό ἄν­θρω­πο πρός αὐ­τήν. Αὐ­τή ἡ γλυ­κύ­τη­τά της προ­ξέ­νη­σε καί σ᾿ ἐμέ­να τήν ἐ­πι­θυ­μί­α νά τήν πλη­σιά­σω καί νά συ­νο­μι­λή­σω μα­ζί της μέ πνεῦ­μα μα­θη­τεί­ας στά ὅ­σα θά εἶ­χε τυ­χόν νά μέ δι­δά­ξη. Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἦ­ταν πο­λύ γνω­στή καί εἶ­χε φή­μη ἁ­γί­ας γυ­ναι­κός, ἀλ­λά πα­ρολ᾿ αὐ­τά δέν ἔ­τυ­χε πο­τέ νά φθά­ση κά­τι στ᾿ αὐ­τιά μου γι᾿ αὐ­τήν, γι᾿ αὐ­τό καί τήν πλη­σί­α­σα ἔ­χο­ντας τό μυα­λό μου κα­θα­ρό καί ἀ­νε­πη­ρέ­α­στο ἀ­πό ἐντυ­πώ­σεις τρί­των. Ἔ­σκυ­ψα, πῆ­ρα τα­πει­νά τήν εὐ­χή της καί ση­κώ­νον­τας τό­ κε­φά­λι μου συγ­κλο­νί­στη­κα ὁ­λό­κλη­ρη κα­θώς τό βλέμ­μα ἔ­πε­σε στά βα­θυ­γά­λα­νά της μά­τια πού μέ δι­α­περ­νοῦ­σαν ὁ­λό­κλη­ρη καί βυ­θί­ζον­ταν στό εἶ­ναι μου. Πνευ­μα­τι­κή ἀ­κτι­νο­γρα­φί­α, σκέ­φτη­κα.
»Τό ὅ­λο της πα­ρου­σι­α­στι­κό θύ­μι­ζε πα­λαι­ά ἀ­σκή­τρια. Ἕ­να μι­κρό ἄν­θος τῆς ἐ­ρή­μου. Τά φτω­χι­κά της μο­να­χι­κά ἐν­δύ­μα­τα, τό ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νο της πα­ρου­σι­α­στι­κό ἀ­πό τίς ἀ­έ­να­ες νυ­χθή­με­ρες προ­σευ­χές της, τά βα­θου­λω­μέ­να της μά­τια, σοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σαν τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι βρι­σκό­σουν μπρο­στά σέ μιά ἀ­σκή­τρια τοῦ ὄ­ρους τῆς Νι­τρί­ας. Προ­πα­ντός δέ ἡ ἀ­σκη­τι­κή εὐ­ω­δί­α πού ἀ­νέ­πεμ­πε στήν ὅ­λη ἀ­τμό­σφαι­ρα γύ­ρω της. Ἀ­κό­μη θυ­μᾶ­μαι τό ξε­θω­ρι­α­σμέ­νο ἀ­πό τήν πο­λυ­και­ρία κομ­πο­σχοί­νι της πού ἔ­φερ­νε ἀ­τέ­λει­ω­τους γύ­ρους στά ρο­ζι­α­σμέ­να της δά­κτυ­λα λέ­γο­ντας τήν ἀ­γα­πη­μέ­νη της μο­νο­λό­γι­στη εὐ­χή.
»Στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν πάν­το­τε ὄρ­θια, σπα­νί­ως θά κα­θό­ταν, καί αὐ­τό μό­νο ἄν ἡ δι­κή μας Γε­ρόν­τισ­σα ἦ­ταν κα­θι­στή. Ὅ­ταν δέ ἡ ἀ­κο­λου­θί­α ἐτε­λεῖ­το στό μι­κρό ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ γέ­ρον­τος Γε­ωρ­γί­ου Καρ­σλί­δη, τήν Ἀ­νά­λη­ψη, τήν βλέ­πα­με ἄν ἦ­ταν κα­θι­στή, νά πε­τά­γε­ται πά­νω ἤ ὅ­ταν ἦ­ταν ὄρ­θια, νά μέ­νη ἀ­πο­σβο­λω­μέ­νη καί νά κοι­τά­η μέ ἐ­πι­μο­νή πρός μιά κα­τεύ­θυν­ση. Κα­τό­πιν, γύ­ρι­ζε ἔκ­πλη­κτη πρός ἐ­μᾶς καί μᾶς ρω­τοῦ­σε μέ ἀ­πο­ρί­α: «Κα­λά, ἐ­σεῖς δέν εἴ­δα­τε τόν Γέ­ρον­τα; Τό­ση ὥ­ρα βρι­σκό­ταν ἀ­νά­με­σά σας καί σᾶς κοί­τα­ζε!». Τέ­τοι­α κα­θα­ρό­τη­τα εἶ­χαν τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς της ὥ­στε ἔ­βλε­παν τούς οὐ­ρά­νιους ἐ­πι­σκέ­πτες. Αὐ­τή ὅ­μως δέν μπο­ροῦ­σε νά τό συ­νει­δη­το­ποι­ή­ση αὐ­τό λό­γῳ τῆς με­γά­λης της ἁ­πλό­τη­τας.
»Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να φι­λο­ξε­νού­με­νη στό μο­να­στή­ρι μας δι­έ­με­νε πλη­σί­ον στό να­ΰ­δριο τοῦ Γέ­ρο­ντα. Πολ­λές φο­ρές τά πρω­ϊ­νά μᾶς ἔ­λε­γε μέ θαυ­μα­σμό: “Πώ, πώ! Τί ἀ­γρυ­πνί­α ἦ­ταν αὐ­τή πού εἴ­χα­τε ἀ­πό­ψε! Μά τί ψαλ­μω­δί­ες ἦ­ταν αὐ­τές!”­. Καί πά­λι στίς δι­κές μας ἀντιρ­ρή­σεις ὅ­τι δέν εἴ­χα­με ἀ­γρυ­πνί­α ἐ­κεῖ­νο τό βρά­δυ, ἀ­δυ­να­τοῦ­σε νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­ση ὅ­τι δέν ἦταν ἀν­θρώ­πι­νες ψαλ­μω­δί­ες ἐ­κεῖ­νες πού ἄ­κου­σε. Πα­ρό­μοι­ο πε­ρι­στα­τι­κό μᾶς δι­η­γή­θη­κε μιά κυ­ρί­α πού γνώ­ρι­ζε τήν Γε­ρόν­τισ­σα. Δί­πλα ἀ­πό τό σπί­τι τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας ὑ­πῆρ­χε τό κτί­ριο τοῦ ΟΤΕ. Κά­θε νύ­χτα ἄ­κου­γε ἀπ᾿ ἐ­κεῖ ψαλ­μω­δί­ες. “Μά τί κα­λά παλ­λη­κά­ρια εἶ­ναι αὐ­τά;” δι­η­γό­ταν στήν κυ­ρί­α. “Ὅλη μέ­ρα δου­λεύ­ουν καί κά­θε βρά­δυ ἀ­γρυ­πνία. Μπρά­βο τους! Ὁ Θε­ός νά τά εὐ­λο­γῆ”. Φυ­σι­κά, ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι τό βρά­δυ τό κτί­ριο ἦ­ταν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά βυ­θι­σμέ­νο στήν σι­ω­πή γιά ὅ­λους τούς ἄλ­λους γεί­το­νες.
»Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να προ­σευ­χό­ταν ἀ­δι­α­λεί­πτως. Κά­θε φο­ρά πού πή­γαι­να στό κελ­λί, ὅ­ποι­α ὥ­ρα καί νά ἦ­ταν πρωΐ ἤ βρά­δυ, τήν εὕ­ρι­σκα νά προ­σεύ­χε­ται εἴ­τε κα­θι­στή εἴ­τε ὄρ­θια μέ τό κομ­πο­σχοί­νι της καί τά μά­τια της πάν­τα γε­μᾶ­τα δά­κρυ­α. Ἔ­τσι τήν βρῆ­κα καί μιά μέ­ρα πού πῆ­γα νά τῆς πά­ω τό δί­σκο γιά με­ση­με­ρια­νό φα­γη­τό. Ση­κώ­θη­κε ὄρ­θια, μ᾿ ἀγ­κά­λια­σε, μέ φί­λη­σε καί μοῦ εὐ­χή­θη­κε στορ­γι­κά. Τήν ρώ­τη­σα:
–Γε­ρόν­τισ­σα, τί νά κά­νω ὅ­ταν μ᾿ ἐ­νο­χλοῦν κα­κοί λο­γι­σμοί;
–Νά κά­νης κομ­πο­σχοί­νι. Πιό ἀρ­γά θά φύ­γουν αὐ­τά. Πιό ἀρ­γά ὅ­μως.
»Με­τά κοί­τα­ξε τό μέ­τω­πό μου, ἄ­στρα­ψε ὅ­λη ἡ μορ­φή της καί εἶ­πε μέ χα­ρά:
–Ἄ! Αὐ­τός ὁ σταυ­ρός πού ἔ­χεις στό κά­λυμ­μά σου, καί μοῦ σταύ­ρω­σε τό κε­φά­λι λέ­γον­τάς μου: “Ὁ Θε­ός νά σοῦ δώ­ση αὐ­τά πού πο­θεῖ ἡ ψυ­χή σου”.
»Εἶ­χε κα­τα­λά­βει ὅ­λες μου τίς πνευ­μα­τι­κές ἐ­πι­θυ­μί­ες.
–Ὁ Θε­ός σ᾿ ἀ­γα­πά­ει, μοῦ εἶ­πε ξα­νά. Νά τόν προ­σκυ­νᾶς τόν Χρι­στό. Ν᾿ ἀ­πο­λαύ­σης αὐ­τήν τήν ζω­ή (τήν μο­να­χι­κή). Σέ κα­λό μέ­ρος εἶ­σαι ἐ­δῶ. Ὁ Θε­ός σ᾿ ἔ­πλα­σε γιά νά τόν ἀ­γα­πᾶς καί γεν­νή­θη­κες μό­νο γιά Ἐ­κεῖ­νον, γιά νά Τόν ἀ­γα­πᾶς. Θά ζή­σεις πολ­λά χρό­νια καί πο­λύ με­γά­λη θά πε­θά­νεις.
»Ἄλ­λο­τε σέ μιά συ­ζή­τη­ση τήν ρώ­τη­σα:
–Πῶς ν᾿ ἀ­γα­πή­σου­με τόν Χρι­στό;
–Νά τόν κλαῖ­τε τόν Χρι­στό. Νά σκέ­φτε­στε συ­νέ­χεια τό πά­θος Του. Νά κλαῖ­τε. Καί ἄν δέν μπο­ρῆ­τε νά κλαῖ­τε, ἄς πο­νάη ἡ καρ­διά σας˙ τά δά­κρυ­α θἄρ­θουν με­τά καί θά εἶ­ναι καί κα­λύ­τε­ρα. Εἶ­σαι ἀ­κό­μα μι­κρή. Νά ξε­χά­σης αὐ­τά πού ἔ­χεις στόν νοῦ σου. Νά κοι­τᾶς τόν Χρι­στό στόν Σταυ­ρό, Ἐ­κεῖ­νον πού πέ­θα­νε γιά μᾶς, γιά ὅ­λους μας. Καί τό­τε θά ἔρ­θει ἡ ἀ­γά­πη γιά Ἐ­κεῖ­νον.
»Μοῦ δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι ὅταν ἦ­ταν στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, εἶ­δε σέ ὅ­ρα­μα τήν Πα­να­γί­α νά ψά­χνη τόν Υἱ­όν της (τόν Ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν τό­τε φυ­λα­κι­σμέ­νο) καί νά ρω­τά­η μέ­σα στόν πό­νο καί τήν ἀ­γω­νί­α της τούς στρα­τι­ῶ­τες καί κα­νείς νά μήν τῆς ἀ­παν­τά­η. Αὐ­τά ὅ­λα τά ἔ­λε­γε μέ­σα σέ λυγ­μούς καί βρι­σκό­ταν ἀ­κό­μη καί ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή μπρο­στά ἴ­σως στό ἴ­διο θέ­α­μα. Τό­σο μέ μα­γνή­τι­σε ἡ μορ­φή της ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή πού δέν ἤ­θε­λα νά φύ­γω ἀ­πό κον­τά της.
»Ἄλ­λη φο­ρά τῆς εἶ­πα: “Γε­ρόν­τισ­σα, πο­νῶ ὅ­ταν σκέ­φτω­μαι τόν Χρι­στό”, καί μοῦ ἀ­πάν­τη­σε: “Αὐ­τό θά σέ σώ­σει”. Σέ ἐ­ρώ­τη­σή μου πῶς νά γί­νω κα­θα­ρή μοῦ ἀ­πάν­τη­σε: “Αὐ­τό θἄρ­θει με­τά ἀ­πό χρό­νια”. Ὅ­ταν τῆς εἶ­πα ὅ­τι ἔ­χω κα­κούς λο­γι­σμούς, μοῦ εἶ­πε: “Νά φέρ­νης πάν­το­τε τόν Χρι­στό μπρο­στά σου καί νά Τόν ἔ­χης μέ­σα στήν καρ­διά σου. Ζή­τα Του νά μήν χά­σης αὐ­τά πού ἔ­χεις καί ὅ­λα τά κα­κά θά φύ­γουν. Νά φω­νά­ζης τήν Ἁ­γί­α Τριά­δα. Πο­τέ νά μήν ἀ­πο­μα­κρύ­νης τόν Χρι­στό ἀ­πό τήν σκέ­ψη σου. Ἐ­γώ πάν­τα Τόν ἔ­χω μέ­σα μου, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο. Καί ἐ­σύ νά ἔ­χης πάν­το­τε τόν Χρι­στό μπρο­στά σου καί νά μήν στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, για­τί ὁ δι­ά­βο­λος μᾶς πο­λε­μᾶ ὅ­λους”­.
»Πο­λύ τήν ἀ­γά­πη­σα τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να για­τί ἀ­γα­ποῦ­σε μέ ὅ­λο της τό εἶ­ναι τόν Χρι­στό. Ἦ­ταν ἡ ζω­ή της, δέν σκε­φτό­τα­νε τί­πο­τα ἄλ­λο. Ζοῦ­σε σέ ἄλ­λο κό­σμο, τόν δι­κό Του κό­σμο. Τά μά­τια της, αὐ­τά τά ὡ­ραῖ­α μά­τια, πί­στευ­ες ὅ­τι βλέ­πα­νε τά πάν­τα, ὁ­ρα­τά καί ἀ­ό­ρα­τα. Εἶ­χε μιά ἀ­γά­πη, μιά στορ­γή γιά ὅ­λους, προ­σευ­χό­τα­ν γιά ὅ­λον τόν κό­σμο καί μνη­μό­νευε τά ὀ­νό­μα­τα πού τῆς ἔδι­ναν. Λά­τρευ­ε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά τόν Θε­ό μέ ὅ­λη τήν ὕπαρ­ξή της. Δέν ἔ­τρω­γε, δέν κοι­μό­τα­νε, γιά νά τά δώ­ση ὅ­λα στήν προ­σευ­χή. Ζοῦ­σε πάμ­πτω­χη. Δέν εἶ­χε κα­μ­μί­α ἄ­νε­ση. Τό σπί­τι της ἐ­ρεί­πιο. Δέν τήν πεί­ρα­ζε καί οὔ­τε πο­τέ ἔ­κα­νε πα­ρά­πο­νο γιά τί­πο­τα. Δέν ἤ­θε­λε τί­πο­τα. Ἡ μό­νη μέ­ρι­μνά της ἦ­ταν νά κρα­τά­η τόν Χρι­στό».
Τό φτω­χι­κό κελ­λά­κι τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας συγ­κέν­τρω­νε πολ­λούς πο­νε­μέ­νους καί δι­ψα­σμέ­νους πνευ­μα­τι­κά ἀν­θρώ­πους καί αὐ­τή ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη με­τέ­δι­δε πα­ρη­γο­ριά καί εἰ­ρή­νη. Ἀνά­λο­γα μέ τίς πνευ­μα­τι­κές ἀνά­γκες τοῦ κα­θε­νός συ­μβού­λευε ἁπλά καί πρα­κτι­κά ἀπό τήν πεῖ­ρα καί τήν Χά­ρι πού εἶχε:
«Νά πᾶς (γιά προ­σκύ­νη­μα) στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἐκεῖ εἶ­ναι ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοί μας».
«Πρέ­πει νά τυ­ραν­νή­σης τήν ψυ­χή σου γιά νά σέ ἀ­κού­ση ὁ Θε­ός».
«Σ᾿ αὐ­τή τήν ζω­ή εἴ­μα­στε προ­σω­ρι­νοί. Ἤρ­θα­με καί φεύ­γο­με. Μό­νο τά βου­νά μέ­νουν στήν θέ­ση τους».
«Ἔ­κα­νε ὁ ἄλ­λος λά­θος, ἄρ­ρω­στος εἶ­ναι. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­ναι ἀρ­ρώ­στια. Νά τούς λυ­πώ­μα­στε τούς ἀν­θρώ­πους πού κά­νουν ἁ­μαρ­τί­ες».
«Ὅ­λοι θά πε­θά­νου­με, ἀλ­λά εἶ­ναι δύ­σκο­λος ὁ θά­να­τος».
«Ἐ­δῶ (σ᾿ αὐ­τήν τήν ζω­ή) εἶ­ναι τό βα­ρύ (δύ­σκο­λο). Πῶς νά ἐ­λα­φρώ­σου­με τήν ψυ­χή μας. Ἐ­κεῖ πά­νω εἶ­ναι ὅ­λα τε­λει­ω­μέ­να».
«Ὁ κα­θέ­νας νά νη­στέ­ψη κα­τά τήν κρά­ση του, ὅ­σο βα­στά­ει (ἀν­τέ­χει) τό πνεῦ­μα του. Ἐ­κεῖ­να τά πολ­λά πού θά νη­στέ­ψου­με δέν μᾶς τά γνω­ρί­ζει (λαμ­βά­νει ὑπ᾿ ὄ­ψη του) ὁ Θε­ός. Ὁ Θε­ός γνω­ρί­ζει τήν ψυ­χή μας. Μέ τήν ἐλιά ξη­με­ρω­νό­μου­να καί, ὅ­ταν ἦ­ταν νά κοι­νω­νή­σω, καί τήν ἐλιά βα­στοῦ­σα (νή­στευα). Δέν μέ ἔ­βλα­πτε. Ἡ πολ­λή νη­στεί­α ὅ­μως δυ­σκο­λεύ­ει τήν ψυ­χή καί δέν μπο­ρεῖ νά προ­σευ­χη­θῆ. Δέν μπο­ρεῖ νά κα­τε­βά­ση τό μυα­λό ὅ­ταν εἶ­ναι νη­στι­κό, ὅ­ταν εἶ­ναι τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο, δέν μπο­ρεῖ ν᾿ ἀ­κού­ση τήν ψυ­χή».
«Νά ὑ­πη­ρε­τῆς τόν ἑ­αυ­τό σου καί αὐ­τούς πού ἔ­χεις στό σπί­τι σου. Ἐ­γώ καί μ᾿ ἕνα μπου­κά­λι νε­ρό περ­νοῦ­σα τήν μέ­ρα, δέν πά­θαι­να τί­πο­τα, ἀλ­λά τό βρά­δυ ἔ­τρω­γα κά­να κρεμ­μύ­δι. Κα­θά­ρι­ζα τό χω­ρά­φι, ἀλ­λά νά σέ πῶ δέν πά­θαι­να τί­πο­τε. Μέ τή νη­στεί­α δέν πα­θαί­νεις τί­πο­τα, ἀλ­λά ἅ­μα πε­ρά­ση ἡ ἡ­λι­κί­α, ὅλα σέ βρί­σκουν. Ἀ­δυ­να­τοῦν μέ­σα τά ὄρ­γα­να καί δέν μπο­ρεῖς. Τώ­ρα ἔ­χω σταυ­ρό, ἀλ­λά πο­λε­μῶ νά κά­νω τή νη­στεί­α μου. Κρέ­ας δέν τρώ­ω».
«Ὅ­ταν πα­ρα­κα­λῆ­τε τήν Πα­να­γί­α γιά κά­τι, θέ­λει νά σᾶς ἀ­κού­ση ἀλ­λά θέ­λει καί τήν δι­κή σας ὑ­πο­μο­νή καί θέ­λη­ση. Νά βα­στά­ζε­τε Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή νη­στεί­α. Γε­νι­κά τήν θέ­λει ἡ Πα­να­γί­α τή νη­στεί­α. Χαί­ρε­ται καί μπο­ρεῖ νά με­σι­τεύ­ση στόν Κύ­ριον ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν».
«Ὁ­ποι­α­δή­πο­τε στε­νο­χώ­ρια νά τήν ση­κώ­νου­με μέ ὑ­πο­μο­νή. Δέν θά μα­ραί­νου­με τήν ψυ­χή μας, κα­κό λό­γο δέν θᾶ ποῦ­με, οὔ­τε στόν Θε­ό οὔ­τε σέ κεῖ­νον πού προ­ξε­νεῖ τήν στε­νο­χώ­ρια. Θά τήν κρα­τοῦ­με σάν δι­κό μας βί­ο (βί­ω­μα). Γιά μᾶς ἦρ­θε, ὁ Θε­ός θά τήν πά­ρει καί θά φέ­ρει κα­λύ­τε­ρα. Καί νά πα­ρα­πο­νε­θοῦ­με καί νά στε­νο­χω­ρη­θοῦ­με, θά τό βά­λου­με στόν τό­πο του (θά τό δι­ορ­θώ­σου­με); Ἐ­μεῖς καί νά στε­νο­χω­ρι­ώ­μα­στε καί νά σφιγ­γώ­μα­στε χαλ­νᾶ­με (ζη­μι­ώ­νου­με) τόν ἑ­αυ­τό μας. Ἐ­μεῖς θά κά­νου­με τό ἀν­θρώ­πι­νο καί τἄλ­λα στόν Θε­ό. Ἡ ὑ­πο­μο­νή ἄ­κρα (ὅ­ρια) δέν ἔ­χει».
«Ὅλα τά δο­κί­μα­σα, μό­ν­ο ἡ ὑ­πο­μο­νή μέ βο­ή­θη­σε. Δό­ξα τῷ Θε­ῷ».
«Ὅ,τι θέ­λε­τε δέν μπο­ρεῖ­τε νά τό ζη­τή­σε­τε ἀ­πό τόν Θε­ό ἅμα δέν κρα­τᾶ­τε τίς νη­στεῖ­ες καί τήν δι­και­ο­σύ­νη˙ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες ὅ­σο μπο­ρεῖ­τε νά δί­νε­τε. Πού τἄ­χου­με ὅ­λα νά δο­ξά­ζου­με τόν Θε­ό. “Δόξα τῷ Θεῷ­”, νά τό λέ­με. Για­τί θυ­μᾶ­σαι καί τό χαί­ρε­σαι. Ἐ­κεί­νη τήν χα­ρά τήν ἀ­να­λα­βαί­νει ὁ Θε­ός».
«Νά πα­ρα­κα­λᾶ­με πρῶ­τα τόν Χρι­στό, ὕ­στε­ρα Ἀγ­γέ­λους, Ἁγίους. Ὅ­σους βά­λεις στό μυα­λό σου, ὅ­ποι­ους θέ­λεις. Ὄ­χι μό­νο κά­ποι­ον συγ­κε­κρι­μέ­νον. Για­τί ὅ­λοι προ­σπα­θοῦν γιά μᾶς. Καί τή νύ­χτα κι ὅλας. Τή νύ­χτα ὅ­πως καί μεῖς προ­σευ­χό­μα­στε καί κεῖ­νοι τά παίρ­νουν ἐ­κεῖ­να καί τά πα­αί­νουν στήν Πα­να­γί­α καί ἡ Πα­να­γί­α τά πα­αί­νει στόν Χρι­στό».
«Ὅ­σο προ­σπα­θοῦ­με καί μᾶς ἔρ­χε­ται ἡ εὐ­λά­βεια, θέ­λου­με πιό πο­λύ νά δυ­σκο­λευ­τοῦ­με. Καί (γιά) κεῖ­νο μᾶς δο­κι­μά­ζει ὁ Θε­ός λί­γο νά δῆ θά μπο­ροῦ­με νά τό βα­στά­ξου­με; Θά κά­νου­με ὑ­πο­μο­νή. Καί κα­λό νά εἶ­ναι θά τό βα­στά­ξου­με καί κα­κό νά εἶ­ναι θά τό βα­στά­ξου­με. Για­τί ὅ­λα ὁ Θε­ός ἐ­δῶ τά ἔ­δω­σε».
«Τήν τι­μή (σή­με­ρα) ποῦ νά τήν βροῦ­με; Ἔφυ­γε, πέ­τα­ξε, δέν ὑπάρ­χει. Ἡ τι­μή πού εἶ­ναι στόν ἄν­θρω­πο στο­λί­δι καί στήν ζωή του καί στόν θά­να­το. Καί πού θά πε­θά­νου­με θά μᾶς ζη­τή­σουν τήν τι­μή μας».
«Καμ­μιά φο­ρά μέ ἔρ­χε­ται μιά στε­νο­χώ­ρια χω­ρίς νά θέ­λω. Ὅμως δέν ἀπελ­πί­ζο­μαι. Ἄς ἔρ­θη καί αὐ­τή. Ὁ και­ρός τά φέρ­νει, ὁ και­ρός τά παίρ­νει. Νά τά πε­ρά­σου­με ὅλα, διό­τι εἴ­μα­στε ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι στόν Θεό. Ὁ Θε­ός ὅπως τά δί­νει θά τά πά­ρει. Καί ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο δέν ἔχου­με ἀπό τήν ὑπο­μο­νή. Μήν ἀπελ­πι­ζώ­μα­στε. Ὅσο πε­ρισ­σό­τε­ρο βα­στή­ξει, τόσο πε­ρισ­σό­τε­ρη χα­ρά θά ἔχου­με».
«Νά κρα­τᾶς τό­σο πο­λύ τόν ἑαυ­τό σου (τό νοῦ σου) στήν ψυ­χή σου (συ­γκε­ντρω­μέ­νο), μήν τήν βά­ζεις τήν λο­γι­κή μέ­σα, νά φέ­ρης (σκέ­φτε­σαι) ἅγια πράγ­μα­τα, καί νά σκέ­φτε­σαι ποιός Ἅγιος θά σέ βο­η­θή­σει. Ὅ,τι καί νά κά­νης Ἅγιοι θά σέ ἐξυ­πη­ρε­τή­σουν».
Σέ πολ­λούς νέ­ους ἔδι­νε τήν εὐ­χή της νά πα­ντρευ­τοῦν καί εἶ­χαν εὐ­τυ­χι­σμέ­νο γά­μο. Σέ ἄλ­λους προ­έ­λε­γε τήν γέν­νη­ση τῶν παι­δι­ῶν τους καί μά­λι­στα ἔλε­γε πό­σα θά εἶ­ναι.
Σέ κά­ποι­ον νέο προ­εῖ­πε ὅ­τι θά πε­ρά­σει στήν σχο­λή πού ἐπι­θυ­μεῖ, στήν ἀρ­χή θά δυ­σκο­λευ­τῆ καί με­τά θά εἶ­ναι κα­λά, ὅπως καί ἔγι­νε.
Σέ κά­ποια κυ­ρία πού εἶ­χε πολ­λά παι­διά καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τ᾿ ἀφή­ση γιά νά πάη στούς Ἁγί­ους Τό­πους, ἐνῶ τό ἤθε­λε πο­λύ, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τῆς προ­εῖ­πε ὅτι θά ἐκ­πλη­ρω­θῆ ὁ πό­θος της καί μά­λι­στα στό ση­μεῖο πού βρέ­θη­κε ὁ Τί­μιος Σταυ­ρός, θά κλά­ψει, ὅπως συ­νέ­βη.
Στόν Ἀν­τί­γο­νο Γα­νι­τί­δη πού τήν ρώ­τη­σε ἄν θά πρέ­πει νά παν­τρευ­τῆ μία κο­πέλ­λα πού τήν πρό­τει­ναν οἱ δι­κοί του καί πού ἦταν πο­λύ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα ἀ­πάν­τη­σε: «Ὄ­χι, ὄ­χι, δέν θά τήν πά­ρεις γιά γυ­ναῖ­κα σου. Ἐ­σύ θά πά­ρεις μιά γυ­ναῖ­κα πού θά εἶ­ναι πο­λύ δε­μέ­νη μέ τήν μάν­να της». Πράγ­μα­τι ἔτσι ἔ­γι­νε.
Σέ κά­ποια παν­τρε­μέ­νη πού τήν ἐπι­σκέ­φθη­κε, τῆς εἶ­πε ὅταν ἔφευ­γε ὅτι θά κά­νει ἀγο­ρά­κι. Αὐ­τή δέν κα­τά­λα­βε, για­τί δέν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι εἶ­ναι ἔγ­κυ­ος, πρᾶγ­μα πού ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τό εἶ­χε δεῖ πνευ­μα­τι­κά.
Με­ρι­κές φο­ρές, ἐ­νῶ προ­σευ­χό­ταν στό κελ­λί της καί χτυ­ποῦ­σε κά­ποι­ος τήν πόρ­τα, αὐ­τή τόν κα­λω­σό­ρι­ζε μέ τό ὄ­νο­μά του πρίν νά τόν δῆ. Βά­δι­ζε στούς δρό­μους τῆς Δρά­μας, καί ἐ­νῶ περ­νοῦ­σαν πολ­λά αὐ­το­κί­νη­τα, αὐ­τή, χω­ρίς νά πα­ρα­τη­ρῆ τ᾿ αὐ­το­κί­νη­τα, φώ­να­ζε κά­ποι­ον γνω­στό της καί τόν χαι­ρε­τοῦ­σε ἀ­πό μα­κρυά ἐνῶ ἦταν μέ­σα σέ αὐ­το­κί­νη­το. Ἀν­θρω­πί­νως δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν οὔ­τε τό αὐ­το­κί­νη­το νά ξε­χω­ρί­ση, ἀλ­λά αὐ­τή τά ἔ­βλε­πε δι­α­φο­ρε­τι­κά καί δι­έ­κρι­νε ἀκό­μη καί τά γνω­στά της πρό­σω­πα ἀ­πό μα­κρυ­ά.
Κά­πο­τε τήν ρώ­τη­σε ἡ κυ­ρί­α Ἕλ­λη Ρα­δῆ–Τα­μπου­λί­δου: «Γε­ρόν­τισ­σα, ἔ­χω χο­λη­στε­ρί­νη καί οἱ για­τροί μοῦ εἶ­παν νά ἐ­λατ­τώ­σω τήν τρο­φή. Δέν εἶ­μαι κα­λά. Ἀ­πό τήν δί­αι­τα ἐ­ξαν­τλή­θη­κα, δέν μπο­ρῶ νά ση­κώ­σω τό χέ­ρι μου». Ἀ­πάν­τη­σε ἡ Γε­ρόν­τισ­σα: «Δέν τρῶς, παι­δί μου. Ἡ ζω­ή ἀπ᾿ τό φαΐ ἔρ­χε­ται. Μήν ἀκοῦς τούς για­τρούς. Ν᾿ ἀρ­χί­σης νά τρῶς». Μοῦ εἶ­πε νά γο­να­τί­σω στά εἰ­κο­νί­σμα­τα καί αὐ­τή προ­σευ­χό­ταν: «…καί τήν Ἕλ­λη… νά μήν ἀρ­ρω­στή­ση, τί θά κά­νει τά ἕ­ξι παι­δά­κια της, πά­ρε ἀ­πό μέ­να καί δῶ­σε δύ­να­μη σ᾿ αὐ­τήν». Ση­κώ­θη­κε ἡ κυ­ρί­α Ἕλ­λη καί ἦ­ταν κα­λά.
Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να πολ­λές φο­ρές ἔ­λα­βε πεῖ­ρα δαι­μό­νων ἀλ­λά ἡ μα­κα­ρί­α ἁ­πλό­τη­τά της καί ἡ τα­πεί­νω­σή της σάν θώ­ρα­κες τήν προ­στά­τευ­αν ἀ­πό τήν κα­κί­α τοῦ δι­α­βό­λου. Τήν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος: «Σοῦ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται δαί­μο­νες;». Ἀ­πάν­τη­σε: «Τούς στέλ­νει ὁ ἄλ­λος, ἀλ­λά δέν ἔ­χουν δι­καί­ω­μα νἄρ­θουν κο­ντά μου. Ἔ­χουν τόν φό­βο».
Δι­η­γή­θη­κε: «Πῆ­γα νά προ­σευ­χη­θῶ καί ἔρ­χε­ται ἕ­νας καί μοῦ δί­νει ἕ­να χα­στού­κι ἐ­δῶ καί βρω­μί­θη­σεν (αἰ­σθάν­θη­κα δυ­σω­δί­α). Ση­κώ­νο­μαι καί σκεύ­ο­μαι… Μό­λις μέ χτύ­πη­σε ἦρ­θε Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου, τόν εἶ­δα τόν Ἄγ­γε­λο Κυ­ρί­ου, καί εἶ­πε: “Τί δι­καί­ω­μα ἔ­χεις καί πᾶς σ᾿ αὐ­τήν; Αὐ­τή στε­φά­νι φο­ρά­ει στό κε­φά­λι τη­ς”. Ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Τό χα­στού­κι πού μέ πό­νε­σε τό θυ­μᾶ­μαι».
Τήν ρώ­τη­σε ὁ Ἀν­τί­γο­νος Γα­νι­τί­δης ἀ­πό τό Δο­ξᾶ­το Δρά­μας γιά τά τε­λώ­νια καί ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τόν μά­λω­σε λέ­γον­τάς του ὅ­τι εἶ­ναι μι­κρός καί νά μήν ἀ­σχο­λῆ­ται μ᾿ αὐ­τά. Καί ὕ­στε­ρα τοῦ δι­η­γή­θη­κε: «Κά­ποι­ο κα­λο­καί­ρι, ἦ­ταν βρά­δυ καί κα­θό­μουν σ᾿ αὐ­τό τό κα­μα­ρά­κι. Ἦρ­θαν δύ­ο ἄ­σχη­μοι ἄν­τρες (δαί­μο­νες) μέ κόκ­κι­να μά­τια καί μέ χτυ­πή­σα­νε καί μέ ρί­ξα­νε κά­τω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι, ἀλ­λά με­τά ἦρ­θαν οἱ δι­κοί μας (Ἄγ­γε­λοι) καί τούς ἔ­κα­ναν “μέ τά κρεμ­μυ­δά­κια”. Τό πρωΐ μέ βρῆ­κε ὁ ἐγ­γο­νός μου κά­τω πε­σμέ­νη, χτυ­πη­μέ­νη καί μέ πή­γα­νε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο Δρά­μας. Γι᾿ αὐ­τό σοῦ λέ­ω μήν ἀ­σχο­λῆ­σαι μέ τά τε­λώ­νια».
Κά­ποι­α πού τήν γνώ­ρι­σε μαρ­τυ­ρεῖ: «Ὅ­ταν γνώ­ρι­σα τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να, ἦ­ταν πά­νω ἀ­πό ἐ­νε­νήν­τα χρό­νων. Τήν ἔ­νι­ω­σα ὄ­χι σάν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη ἀλ­λά σάν μι­κρό ἀ­πί­στευ­τα χα­ρού­με­νο παι­δά­κι. Ἦ­ταν ἀ­νά­λα­φρη καί ἀ­θώ­α, καί ὁ χρό­νος θαρ­ρεῖς πώς δέν τήν εἶ­χε ἀγ­γί­ξει. Ἦ­ταν τό ὀ­μορ­φό­τε­ρο καί γλυ­κύ­τε­ρο πρό­σω­πο πού εἶ­χα δεῖ στήν ζω­ή μου. Ἀ­να­παύ­ο­μαι καί αἰ­σθά­νο­μαι πα­ρη­γο­ριά ἀ­κό­μη καί τώ­ρα, ὅ­ταν μό­νο σκέ­φτω­μαι τήν γλυ­κύ­τη­τα καί τήν χά­ρη τοῦ προ­σώ­που τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας».
Ἐ­κοι­μή­θη τό ἔ­τος 1998 σέ ἡ­λι­κί­α 95 ἐ­τῶν. Ὅ­ταν ξε­ψυ­χοῦ­σε, ἐ­πε­κα­λεῖ­το ὅ­λους τούς γνω­στούς της Ἁ­γί­ους καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τόν ἅγιο Ἀ­λέ­ξιο πού τόν εἶ­χε σέ ξε­χω­ρι­στή εὐ­λά­βεια.
Αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας.
Νά ἔ­χου­με τήν εὐ­χή της. Ἀμήν.

Για την μητέρα στους καιρούς μας – π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού.



site analysis


Η Εκκλησία μας εορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου το πρόσωπο και την ιδιότητα της μητέρας. Κατά την εορτή της Υπαπαντής η Παναγία πηγαίνει τον Χριστό στον ναό, εκπληρώνοντας την νομική παράδοση του σαραντισμού. Μας δείχνει έτσι την πλήρη συγκατάβαση του Χριστού στα ανθρώπινα, αλλά και την αίσθηση της αποστολής “ως μάνας” που είχε στην ψυχή της η Μητέρα του Θεού και όλων των ανθρώπων.
Αυτή η αίσθηση της αποστολής δεν φαίνεται να συμβαδίζει με το πνεύμα των καιρών μας. Για την σύγχρονη γυναίκα η μητρότητα δεν είναι προτεραιότητα. Οι σπουδές, η καριέρα, τα χρήματα, το να ζήσει την ζωή είναι τα στοιχεία εκείνα που μεταθέτουν χρονικά την μητρική λειτουργία. Δεν τιμάται άλλωστε από τους πολλούς η ιδιότητα της μάνας. Το star–system προβάλλει το πρότυπο του γυναικείου σώματος χωρίς τις ατέλειες και το βάρος της εγκυμοσύνης, ενώ για την σταδιοδρομία της γυναίκας στον επαγγελματικό και κοινωνικό χώρο
ένα παιδί δεν είναι ό,τι καλύτερο, καθώς την κάνει να χάνει χρόνο και δημοσιότητα, αναγκασμένη να μείνει στο σπίτι για να το φροντίσει στα πρώτα βήματά του. Το φεμινιστικό κίνημα, εξάλλου, υπερτονίζει ότι το σώμα της ανήκει στην γυναίκα και αυτή θα αποφασίσει αν θα κάνει παιδί ή όχι. Έτσι δικαιολογείται και ο μεγάλος αριθμός εκτρώσεων.
Ανάλογη είναι και η στάση των καιρών έναντι της πολυτεκνίας. Το να γεννήσει μία γυναίκα τρία και περισσότερα παιδιά θεωρείται ανεπιθύμητη πολυτέλεια. Τι να πει κάποιος για την πολιτεία που φορολογεί τις πολύτεκνες οικογένειες σαν να μην έχει καμία σημασία για το οξύτατο δημογραφικό μας πρόβλημα η αύξηση του πληθυσμού; Τι να πει όμως κάποιος και για την ντροπή που αισθάνεται ένα νέο κορίτσι αν πει δημόσια ότι θα ήθελε να κάνει περισσότερα από δύο παιδιά; Για την ειρωνεία ακόμη και του περιβάλλοντός της και για την παντελή έλλειψη υποστήριξης της ιδέας της από το σχολείο; Δεν μπορεί να είναι στόχος φανερός για μία νέα κοπέλα το να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Η μητρότητα στο περιθώριο…
Είναι αυτονόητο ότι με τις διαπιστώσεις δεν λύνεται το πρόβλημα. Όμως αν θυμηθούμε όλοι μας ότι μάς έχει γεννήσει μητέρα, προς την οποία η αγάπη μας είναι αναντικατάστατη, το όνομα της οποίας αναφωνούμε σε κάθε δυσκολία, την φροντίδα της αναζητούμε σε κάθε γνήσια σχέση, για την αγκαλιά της δεν μπορούμε να βρούμε άλλη παρηγοριά, τότε υπάρχει ελπίδα να αλλάξουμε νοοτροπία.
Άνδρες και γυναίκες, νέοι και μεγαλύτεροι μπορούμε να αφυπνιστούμε. Να καταλάβουμε ότι η φύση μας περιλαμβάνει τις ιδιότητες του πατέρα και της μητέρας, για να ολοκληρωθούμε ως άνθρωποι, εφόσον δεν έχουμε επιλέξει κλήση μοναχική. Ότι η δωρεά της μητρότητας είναι καλό να επιδιώκεται στην νεαρότερη ηλικία, διότι τότε η γυναίκα έχει δυνάμεις. Ότι η καριέρα, όση καταξίωση κι αν δίνει στην γυναίκα, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το βλέμμα του παιδιού που λέει “μαμά” και ότι η μητρική ιδιότητα είναι εφ᾽ όρου ζωής δωρεά.
Ότι αν η γυναίκα αποτύχει στον μητρικό της ρόλο, διότι δεν έδειξε την αγάπη και την έγνοια που χρειαζόταν, καμία καριέρα δεν την καταξιώνει. Η μητρότητα είναι το αντίδοτο της φύσης στον θάνατο.
Η Παναγία ως μάνα ας ξαναγίνει πρότυπο!