Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Τατιανή Σαββίδου



site analysis


TATIANA
Η ἀ­εί­μνη­στη Τα­τια­νή Σαβ­βί­δου γεν­νή­θηκε τό ἔ­τος 1905 στό Κάρς τῆς Μ. Ἀ­σί­ας. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν πο­λυ­με­λής καί ἐκ πα­ρα­δό­σε­ως πι­στή καί εὐ­λα­βής. Λό­γῳ τοῦ Ρωσ­σοτουρ­κι­κοῦ πο­λέ­μου ἀ­να­γκά­στη­καν νά κα­τα­φύ­γουν στά μέ­ρη τῆς Οὐ­κρα­νί­ας. Ἐ­κεῖ ἡ Τα­τια­νή τε­λεί­ω­σε τό Δη­μο­τι­κό σχο­λεῖ­ο καί ἔ­μα­θε ρωσ­σι­κά ἄ­πται­στα. Ὅ­ταν ὅ­μως ἐ­πε­κρά­τη­σαν οἱ κομ­μου­νι­στές, ἦλ­θε ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της στήν Ἑλ­λά­δα τό ἔ­τος 1922. Ἡ Τα­τια­νή ἦ­ταν τό­τε πε­ρί­που 17 ἐ­τῶν. Ὁ πρῶ­τος τό­πος πού στάθ­μευ­σαν ἦ­ταν ἡ Μα­κρό­νη­σος ὅ­που τούς κρά­τη­σαν σέ «κα­ραντί­να». Ἐ­κεῖ ἀ­πε­βί­ω­σαν οἱ γο­νεῖς της καί τά ἀ­δέλ­φια της. Αὐ­τή μέ τά δυ­ό με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­δέρ­φια πού ἐ­πέ­ζη­σαν με­τά ἀ­πό πε­ρι­πέ­τει­ες δυό μη­νῶν σέ διά­φο­ρα μέ­ρη τῆς Ἑλ­λά­δος, ἦρ­θαν στήν Πτο­λε­μα­ΐ­δα. Παντρεύ­τη­κε μέ τόν Ἡ­ρα­κλῆ Σαβ­βί­δη καί ὕ­στε­ρα ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν μο­νί­μως στήν Βέ­ροι­α. Ἀ­πέ­κτη­σαν δέ­κα παι­διά ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων ἐ­πέ­ζη­σαν τά πέντε.
Στήν Βέ­ροι­α συν­δέ­θη­κε μέ Χρι­στι­α­νι­κές ἀ­δελ­φό­τη­τες καί μέ Πνευ­μα­τι­κό. Προ­σπα­θοῦ­σε ὅ,­τι ἄ­κου­γε στά κη­ρύγ­μα­τα ἢ δι­ά­βα­ζε στά βι­βλί­α, νά τό κά­νη πρά­ξη.
Ἡ Τα­τια­νή ἐ­ξω­τε­ρι­κῶς δέν εἶ­χε κά­τι τό ἐντυ­πω­σια­κό. Ἦ­ταν με­τρί­ου ἀ­να­στή­μα­τος μέ πρό­σω­πο ἰσχνό, ἀ­δύ­να­το καί «σῶ­μα ἀ­ρα­χνῶ­δες». «Τά χε­ρά­κια της ἦ­ταν σάν δυ­ό “τσά­κνα” (λε­πτά ξύ­λα). Ὅ­ταν τά σή­κω­νε γιά προ­σευ­χή ἔ­τσι φαί­νονταν». Ὅ­μως μέ­σα σ᾽ αὐ­τό τό σκε­λε­τω­μέ­νο σῶ­μα κρυ­βό­ταν μί­α ψυ­χή γε­μά­τη ἀ­πό τήν φλό­γα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἦ­ταν πλή­ρης πί­στε­ως καί ἀ­γά­πης πρός τόν Θε­ό. Ἔ­λε­γε συ­χνά: «Ἀ­γα­πῶ τόν Θε­ό». Πα­ρα­κι­νοῦ­σε πά­ντο­τε καί τούς γύ­ρω της μέ τήν φρά­ση τῆς ὑμνο­γρα­φίας: «Τέ­κνα, ἀ­γα­πᾶ­τε τόν Θε­όν καί μη­δέν ἀνταλ­λά­σσε­τε τῆς ἀ­γά­πης αὐ­τοῦ».
Χαι­ρό­ταν ὅ­ταν οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ σπι­τιοῦ της τήν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί ὅ­ταν ἔβλε­πε τά παι­διά της ἀ­πό νω­ρίς στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Τά εἶ­χε δι­α­παι­δα­γω­γή­σει ἔτσι ὥ­στε νά μή χά­νουν τόν Ὄρ­θρο τῶν Κυ­ρια­κῶν καί ἑ­ορ­τῶν. Στίς 6.30΄ τό πρωΐ ξυ­πνοῦ­σαν νά ἑ­τοι­μα­σθοῦν γι­ά τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀκό­μη καί τόν χει­μῶ­να μέ πο­λύ κρύ­ο. Ἡ ἴ­δια πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α πρίν ἀρ­χί­ση ὁ Ὄρ­θρος. Ἔ­πει­σε ἕ­να παι­δί της πού ἔ­μα­θε νά ψάλ­λη, νά θυ­σιά­ζη τό πο­δό­σφαι­ρο γι­ά νά πα­ρα­κο­λου­θῆ καί τούς Ἑ­σπε­ρι­νούς τοῦ Σαβ­βά­του.
Ἡ Τα­τια­νή ζοῦ­σε καί χαι­ρό­ταν τό μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας. Ἐ­κμυ­στη­ρεύ­θη­κε στόν γυιό της ὅ­τι τέ­τοι­α ἦ­ταν ἡ χα­ρά της κα­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α ὥ­στε ἂν κά­ποι­ος ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα τῆς ἔ­δι­νε μία μα­χαι­ριά στήν καρ­δί­α, δέν θά αἰ­σθα­νό­ταν τί­πο­τε. «Χα­ρά μου εἶ­ναι ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί ἡ με­γα­λύ­τε­ρη λύ­πη μου εἶ­ναι τό “δι᾽ εὐ­χῶν”», ἔ­λε­γε. Δη­λα­δή τήν λυ­ποῦ­σε τό ὅ­τι τε­λεί­ω­νε ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α.
Ἡ Τα­τια­νή ζοῦ­σε καί ἔ­βλε­πε θεῖ­α γε­γο­νό­τα μέ­σα στήν Λει­τουρ­γί­α. Κά­πο­τε ὁ δι­ά­κο­νος τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί τώ­ρα ἐ­φη­μέ­ριος στούς ἁ­γί­ους Ἀ­ναρ­γύ­ρους π. Χρῆ­στος Βα­ρε­λᾶς δι­ε­ρω­τᾶ­το ἂν πράγ­μα­τι, ὅ­ταν ψέλ­νε­ται τό χε­ρου­βι­κό –«οἱ τά χε­ρου­βίμ μυ­στι­κῶς εἰ­κο­νί­ζοντες…»–πα­ρί­στανται ἀ­ο­ρά­τως Ἄγ­γε­λοι στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα. Ὁ­πό­τε μί­α φο­ρά κα­τά τήν θεία Λει­τουρ­γί­α ἄ­κου­σε πε­τάγ­μα­τα Ἀγ­γέ­λων καί αἰ­σθάν­θη­κε ὅ­τι τόν χτύ­πη­σαν φτε­ρά στήν πλά­τη. Αὐ­τό τό δι­η­γή­θη­κε στήν Τα­τια­νή καί ἐ­κεί­νη τοῦ εἶ­πε: «Ἔ! π. Χρῆ­στο. Δέν ξέ­ρεις ὅ­τι οἱ Ἅ­γιοι εἶ­ναι γύ­ρω μας; Ἐ­γώ πολ­λές φο­ρές ἐ­δῶ στόν ἁ­η–Γι­ώρ­γη ἔ­χω δεῖ καί Ἀγ­γέ­λους καί Ἁ­γί­ους».
Ἡ με­γά­λη της χα­ρά ἦ­ταν ἡ προ­σευ­χή. Ἔ­λε­γε ὅτι κα­τά τήν προ­σευ­χή της αἰ­σθα­νό­ταν μέ­σα της σκιρ­τή­μα­τα θεί­ας ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως. Κου­νώντας τό χέ­ρι της ἄλ­λη φο­ρά ἔ­λε­γε: «Τί νά σᾶς πῶ, παι­διά μου; Τί λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος; “Τῇ προ­σευ­χῆ προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες” (Ρωμ. ιβ΄, 12). Καί ἐ­μεῖς δέν πρέ­πει νά εἴ­μα­στε ρά­θυ­μοι καί ὀ­κνη­ροί στήν προ­σευ­χή, νά μήν κου­ρα­ζώ­μα­στε εὔ­κο­λα. Δυ­στυ­χῶς ὁ κό­σμος μᾶς κά­νει νά ξε­χνοῦ­με πολ­λές φο­ρές τόν Θεό. Μᾶς ἀ­πορ­ρο­φοῦν οἱ βι­ο­τι­κές μέ­ρι­μνες γι᾿ αὐτό δέν κα­τορ­θώ­νου­με νά ἀ­φι­ε­ρώ­σου­με λί­γο χρό­νο, πρωΐ καί βρά­δυ, γι­ά νά ἐ­πι­κοι­νω­νή­σου­με μέ τόν Θεό, καί φε­ρό­μα­στε σάν τά ζῶα».
Ἐ­νῶ πε­ρι­στοι­χι­ζό­ταν ἀ­πό τά παι­διά της καί ἀ­πό πολ­λά ἐγ­γό­νια καί φρό­ντι­ζε γιά τό σπί­τι της, οὐ­δέ­πο­τε ὅμως ἄ­φη­σε τήν προ­σευ­χή καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἔ­λε­γε: «Θέ­λω ὅ­λοι νά μέ ξε­χά­σε­τε. Ἀ­φῆ­στε με μό­νη μέ τόν Θε­ό».
Ὅταν χτυποῦσε ἡ καμπάνα γιά Ἑσπερινό ἤ θεία Λειτουργία, ἡ Τατιανή ὅ,τι κι ἄν ἔκανε τό ἄφηνε γιά νά τρέξη στήν Ἐκκλησία. Κάποτε πού ἄρμεγε τήν ἀγελάδα καί ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ παράτησε τόν κουβᾶ μέ τό γάλα στή μέση τῆς αὐλῆς καί πῆγε γιά τόν Ἑσπερινό. Τό φυσιολογικό θά ἦταν νά τό εἶχαν πιῆ οἱ πολλές γάτες πού εἶχαν ἤ νά τό εἶχαν χύσει τά ἄλλα ζῶα. Ἐν τούτοις τό βρῆκε ἄθικτο ὅταν ἐπέστρεψε.
Ἀγαποῦσε καί εὐλαβεῖτο ἀπεριόριστα ὅλους τούς ἱερεῖς. Ποτέ της δέν κατέκρινε ἤ σχολίασε πράξεις ἱερέων. Ὅλους τούς ἔβλεπε καλούς καί ζητοῦσε τήν εὐχή τους. Συχνά ἔστελνε πρόσφορα σέ ἱερεῖς ἄλλων ἐνοριῶν. Καί οἱ ἱερεῖς τήν ἀγαποῦσαν καί τήν σέβονταν ἐξ αἰτίας τῆς ζωῆς της πού ἦταν δοσμένη στόν Θεό.
Ἡ ἴ­δια κά­θε πρωΐ πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α εἴ­τε εἶ­χε θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἴ­τε μό­νο Ὄρ­θρο. Τήν ἡ­μέ­ρα ἀ­πα­σχο­λεῖ­το μέ τίς δου­λει­ές τοῦ σπι­τιοῦ καί μέ τήν με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί πνευ­μα­τι­κῶν βι­βλί­ων. Τό ἀπό­γευ­μα πήγαινε στόν Ἑ­σπε­ρι­νό καί κα­θό­ταν στό να­ό τοῦ ἁγίου Γεωρ­γί­ου μέ­χρι τίς δυ­ό με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῆς Πα­να­γί­ας Δε­ξιᾶς τῆς εἶ­χαν δώ­σει κλει­διά τοῦ να­οῦ. Προ­σευ­χό­ταν συ­νή­θως γο­να­τι­στή μέ ὑ­ψω­μέ­να τά χέ­ρια πρός τήν Πα­να­γί­α καί βυ­θι­ζό­ταν στήν προ­σευ­χή. Μί­α φο­ρά πού προ­κλή­θη­κε ἕ­νας ἰ­σχυ­ρός θό­ρυ­βος πί­σω ἀ­πό τήν εἰ­κό­να καί οἱ ἄλ­λοι τρό­μα­ξαν, ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή ἔ­μει­νε ἀ­τά­ρα­χη.
Κατά τήν ὥρα τῆς λατρείας ἦταν τελείως ἀφωσιωμένη στά τελούμενα. Στό “Ἄξιόν ἐστιν” ἦταν ὄρθια, σχεδόν στίς μύτες τῶν ποδιῶν της μέ τά χέρια ἀνοιχτά. Δέν ἀνεχόταν ἐκείνη τήν ὥρα νά βλέπη κάποια κοντά της νά κάθεται, καί ἀμέσως τήν ἔλεγε νά σηκωθῆ. Δέν παρεξηγεῖτο κανείς γιατί ὅλους τούς ἀγαποῦσε. Ἄλλες φορές κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ἔλεγε ὅτι αἰσθανόταν εὐωδία ἔντονη.
Προ­σευ­χό­ταν νο­ε­ρῶς, ἐπε­κα­λεῖ­το πολ­λούς Ἁ­γί­ους καί ἔ­κα­νε πα­ρα­κλή­σεις καί ὅ­λες τίς Ἀ­κο­λου­θί­ες. Αὐ­τό τό τυ­πι­κό της τό κρά­τη­σε καί στήν Κα­το­χή. Μία νύ­χτα, τό­τε πού ἦ­ταν φό­βος καί κίν­δυ­νος νά κυ­κλο­φο­ρῆς ἔξω στούς δρό­μους, ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή φεύ­γο­ντας ἀπό τό ναό γιά τό σπί­τι της εἶ­πε στόν ἅγιο Γε­ώρ­γιο: «Ἅγιε Γε­ώρ­γη μου, νά μέ πᾶς στό σπί­τι». Ἐνῶ βά­δι­ζε ἄκου­γε δί­πλα της βή­μα­τα ἀλό­γου. Μό­λις ἔφθα­σε σπί­τι της ἄκου­σε ἀπό τόν ἀό­ρα­το συ­νο­δό της νά λέ­η: «Κα­λη­νύ­χτα». Τό­τε κα­τά­λα­βε ὅτι ἦταν ὁ ἅγιος Γε­ώρ­γιος πού τήν συ­νώ­δευ­σε μέ­χρι τό σπί­τι της.
Ὁ πα­πα–Χρῆ­στος ὁ Βα­ρε­λᾶς συ­ζη­τοῦ­σε κά­πο­τε μέ ἕ­να στρα­τι­ω­τι­κό. Ρω­τοῦ­σε ὁ ἀξι­ω­μα­τι­κός: «Ἄ­ρα­γε ὑ­πάρ­χουν σή­με­ρα Χρι­στια­νοί πού προ­σεύ­χον­ται τή νύ­χτα καί κά­νουν ἀ­γρυ­πνί­α;». Τοῦ ἀ­παν­τᾶ ὁ πα­πα–Χρῆ­στος: «Ὑ­πάρ­χουν». Τόν φέρ­νει νύ­χτα στό να­ό, ἀ­νοί­γει τήν πόρ­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί φω­νά­ζει: «Κυ­ρα–Τα­τια­νή!» καί ἀ­κού­ει φω­νή: «Πα­πα–Χρῆ­στο ἐ­σύ εἶ­σαι;». Τό­τε λέ­γει ὁ ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός: «Δό­ξα σοι, ὁ Θε­ός. Ἂς ὑ­πάρ­χη καί ἕ­νας Χρι­στια­νός νά νυ­χτε­ρεύ­η (ἀ­γρυ­πνῆ)!».
Στήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου ἦ­ταν ἕ­νας Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος μπρο­στά στόν ὁ­ποῖ­ο συ­νή­θως προ­σευ­χό­ταν ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή. Κά­πο­τε πῆ­γε ἡ νε­ω­κό­ρος νά κα­θα­ρί­ση τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί βλέ­πει τήν κυ­ρα–Τα­τια­νή νά προ­σεύ­χε­ται. Ἀ­φοῦ τε­λεί­ω­σε καί πῆ­γε νά τήν κα­λη­νυ­χτί­ση, δέν ἦ­ταν ἐ­κεῖ ἡ κυρα–Τα­τια­νή, ἐ­ξα­φα­νί­σθη­κε. Ὕ­στε­ρα ἔ­μα­θε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο τό δι­ά­στη­μα ἦ­ταν στήν Ἀ­θή­να καί ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα τήν ρώ­τη­σε σχε­τι­κά, ἀ­πήντη­σε ὅ­τι πράγ­μα­τι ἔ­λει­πε στήν Ἀ­θή­να ἀλ­λά ὅ­τι μέ τό νοῦ της ἦ­ταν ἐ­κεῖ μπρο­στά στόν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο.
Κά­πο­τε κα­θά­ρι­ζε ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή τήν Ἐκ­κλη­σία καί ἔ­κλαι­γε. Εἶ­πε στή νε­ω­κό­ρο: «Ἀ­να­στα­σί­α, μέ χτύ­πη­σε ὁ σα­τα­νᾶς μέ τά δυ­ό του χέ­ρια στήν πλά­τη». Ἐ­κεί­νη δέν τό πί­στε­ψε καί γε­λοῦ­σε. «Μή γε­λᾶς», τῆς εἶ­πε, «φώ­να­ξε τόν πά­τερ». Ἦρ­θε ὁ ἱ­ε­ρέ­ας καί τῆς σταύ­ρω­σε τήν πλά­τη μέ τήν ἁ­γί­α λόγ­χη. Ἐπειδή ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή προ­σευ­χό­ταν πο­λύ ὁ σα­τα­νᾶς θύ­μω­σε καί τήν χτύ­πη­σε.
Δυ­ό ἀνι­ψιές τῆς Τα­τια­νῆς, ἡ Χ. καί ἡ Δ., ἔ­μει­ναν ἕ­να βρά­δυ στό σπί­τι της. Αὐ­τή πε­ρι­ποι­ή­θη­κε τίς ἀνι­ψιές της, τίς ἔ­βα­λε νά φᾶ­νε, τίς ἔ­στρω­σε νά κοι­μη­θοῦν καί ἡ ἴ­δια ἄρ­χι­σε με­τά τίς προ­σευ­χές της. Τό­τε λέ­γει πε­ρι­παι­κτι­κά ἡ Χ. στήν Δ.: «Κοί­τα­ξε πῶς προ­σεύ­χε­ται» καί γε­λοῦ­σε. Ἡ Δ. τῆς ἔ­λε­γε: «Στα­μά­τα, για­τί μᾶς ἀ­κού­ει». Αὐ­τό κρά­τη­σε λί­γη ὥ­ρα, ἐ­νῶ ἡ θεί­α Τα­τια­νή ἦ­ταν προ­ση­λω­μέ­νη στήν προ­σευ­χή. Μό­λις κοι­μή­θη­καν οἱ δυ­ό ἀνι­ψιές της κά­ποι­α στιγ­μή αὐ­τή πού κο­ρό­ϊ­δευ­ε τήν θεί­α της, ξύ­πνη­σε τα­ραγ­μέ­νη, ἔ­βγα­λε μί­α φω­νή καί πε­τά­χθη­κε ὄρ­θια˙ ἔ­τρε­με ὁ­λό­κλη­ρη καί τό μά­γου­λο της ἦ­ταν κόκ­κι­νο. Δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι ἦρ­θε κά­ποι­ος, τῆς ἔ­δω­σε ἕ­να δυ­να­τό χα­στού­κι καί σάν νά τ­ῆς ἔ­φυ­γε τό μυα­λό. Ἡ θεί­α κα­τά­λα­βε τί εἶ­χε συμ­βῆ καί προ­σπα­θοῦ­σε νά τήν πα­ρη­γο­ρή­ση.
Ἕ­να βρά­δυ ἦρ­θαν στό σπί­τι της νά φι­λο­ξε­νη­θοῦν κά­ποι­οι συγ­γε­νεῖς της, ἀλ­λά ἡ Τα­τια­νή ἔ­λει­πε στήν Ἐκ­κλη­σί­α γι­ά τό Ἀ­πό­δει­πνο. Με­τά ἔ­κα­νε καί τήν ἀ­το­μι­κή της προ­σευ­χή πού δι­αρ­κοῦ­σε ὧ­ρες. Ὁ γυι­ός της πῆ­γε νά τήν εἰ­δο­ποι­ή­ση. Μι­σα­νοί­γοντας τήν πόρ­τα τοῦ να­οῦ φω­νά­ζει χα­μη­λό­φω­να: «Μάν­να» ἀλ­λά δέν παίρ­νει ἀ­πάν­τη­ση. Ξα­να­φω­νά­ζει: «Μάν­να ἔ­χου­με ξέ­νους» καί ἡ ἀ­πάν­τη­ση πον­τια­κά σύ­ντο­μη, αὐ­στη­ρή καί κο­φτή: «Μή μοῦ χα­λᾶς τήν εὐ­χή μου. Πή­γαι­νε, πή­γαι­νε». Ἐ­κεί­νη ἔ­πει­τα ἀ­πό ὥ­ρα καί πλέ­ον πῆ­γε στό σπί­τι.
Καί ὅ­μως, ἐ­νῶ τό­σες ὧ­ρες κα­θη­με­ρι­νά ἦ­ταν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέν ἄ­φη­νε ἀ­νοι­κο­κύ­ρευ­το τό σπί­τι της. Τό εἶ­χε πάν­τα κα­θα­ρό καί πε­ρι­ποι­η­μέ­νο. Τά φα­γη­τά της ἦ­ταν νό­στι­μα καί στήν ὥ­ρα τους. Ἤ­ξε­ρε κα­λά τήν πον­τια­κή μα­γει­ρι­κή. Τίς Κυ­ρια­κές τῆς Μ. Σα­ρα­κο­στῆς γι­ά νά ἀ­πο­ζη­μι­ώ­ση καί νά πα­ρη­γο­ρή­ση τά παι­διά της ἀ­πό τή νη­στεί­α, τούς μα­γεί­ρευ­ε πο­λύ νό­στι­μες σου­πι­ές.
TATIANA-STEFANIDOY
Ἐ­πί πλέ­ον φρόντι­ζε ἐ­πι­με­λῶς καί γι­ά τήν καθαρι­ό­τη­τα τοῦ ναοῦ τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, τῶν πα­ρεκ­κλη­σί­ων τῆς Ἐ­νο­ρί­ας ἀλ­λά καί ἄλ­λων Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῆς Βέ­ροι­ας. Καί ἡ ἴ­δια κο­πί­α­ζε γι­ά τήν εὐ­πρέ­πεια τῶν οἴ­κων τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά καί δι­έ­θε­τε γι᾽ αὐ­τό τήν σύ­ντα­ξη πού ἔ­παιρ­νε ἀ­πό τόν ΟΓΑ. Κά­θε ἑ­βδο­μά­δα ἑ­τοί­μα­ζε πρό­σφο­ρα γι­ά τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο καί γι­ά ἄλ­λες Ἐκ­κλη­σί­ες.
Ἡ χαρά τῆς Τατιανῆς ἦταν νά παραμένη πολλές ὧρες στό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου προσευχομένη καί φιλοκαλοῦσα τό ναό. Κάποτε πού γίνονταν ἐργασίες καλλωπισμοῦ τοῦ ναοῦ καί αὐτή καθάριζε, περνώντας δίπλα ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα διέκρινε σκόνη. Μέσα της ὅμως εἶχε δισταγμό, ἄν πρέπη νά πάρη τήν σκόνη. Καί ἐνῶ μέ δέος καί εὐλάβεια ἅπλωσε τό χέρι της γιά νά ἀκουμπήση τήν Ἁγία Τράπεζα, ἐκείνη τήν στιγμή ἔνιωσε, ὅπως διηγεῖτο, ἕνα χέρι ἀόρατο νά πιάνη τά χέρια της καί νά τά ἀπομακρύνη. Ἔκτοτε δέν τόλμησε νά ξαναπλησιάση τήν Ἁγία Τράπεζα.
Σάν νά ἦ­ταν με­γα­λό­σχη­μη μο­να­χή ἡ πο­λύ­τε­κνη Τα­τια­νή δι­ά­βα­ζε κά­θε μέ­ρα καί γνώ­ρι­ζε ἀ­πό στή­θους εὐ­χές, ὕ­μνους, κα­νό­νες, τούς χαι­ρε­τι­σμούς, τήν ἀ­κο­λου­θί­α τῆς θείας Με­τα­λή­ψε­ως, ψαλ­μούς, πα­ρα­κλή­σεις, τήν Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ μέ τόν θε­ο­λο­γι­κό ὑ­πο­μνη­μα­τι­σμό της καί ἄλ­λα κε­φά­λαι­α ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή.
Κάποτε ἡ Τατιανή καθάριζε μέχρι ἀργά τό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ἦταν πολύ κουρασμένη, τόσο πού ἀδυνατοῦσε νά ἐπιστρέψη στό σπίτι της. Ὅπως ἦταν ἐξαντλημένη παρεκάλεσε τήν Παναγία στίς 4 τή νύχτα νά τήν ξυπνήση γιά νά πάη στό σπίτι της καί νά ξανάρθη γιά τή θεία Λειτουργία καί ἀποκοιμήθηκε μπροστά στήν εἰκόνα της. Πράγματι ἐμφανίστηκε ἕνας νέος μέσα στό μισο-σκόταδο καί τῆς εἶπε: «Τατιανή ξύπνα, ἡ ὥρα εἶναι τέσσερις».
Κάποιος ἱερέας πού λειτουργοῦσε στό ναό εἶχε ἕνα πολυχρόνιο σοβαρότατο πρόβλημα. Πίστευε ὅτι δέν θά ξεπεραστῆ ποτέ. Ἕνα πρωϊνό πού πῆγε νά λειτουργήση καί βρῆκε τήν Τατιανή στό ναό τῆς ἐκμυστηρεύτηκε τό πρόβλημά του. Τότε αὐτή μέ θαυμαστή ἀποφασιστικότητα τοῦ εἶπε: «Πάτερ, μπές ἐσύ στό Ἱερό νά λειτουργήσης, ἐγώ θά καθήσω στό ναό καί ὁ ἅγιος Γεώργιος θά στέκεται ἔξω στήν πόρτα καί ὅλα θά λυθοῦν». Ὄντως μόλις τελείωσε, τό μεγάλο πρόβλημά του εἶχε λυθῆ καί ὁ ἴδιος ἦταν πολύ χαρούμενος. Ἔκτοτε ὅταν ἔχη δυσκολίες στήν ζωή του βγάζει μερίδα στήν προσκομιδή γιά τήν Τατιανή καί τήν παρακαλᾶ νά βοηθήση μέ τίς προσευχές της πρός τόν Κύριο.
Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Ζέ­ρης πού ἐ­πί εἴ­κο­σι χρό­νια ἦ­ταν ἐ­φη­μέ­ριος στό να­ό τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί γνώ­ρι­σε κα­λά τήν Τα­τια­νή, μαρ­τυ­ρεῖ: «Ἡ θεί­α Τα­τια­νή ἦ­ταν ὄ­χι ἁ­πλῶς τα­κτι­κή στίς ἀ­κο­λου­θί­ες, ἀλ­λά ὅ­ταν πή­γαι­να ἐ­γώ γι­ά τήν ἀ­κο­λου­θί­α τό πρωΐ τήν εὕ­ρι­σκα ἐ­κεῖ. Εἶ­χε κλει­διά τοῦ να­οῦ καί πή­γαι­νε αὐ­τή πρίν ἀ­πό μέ­να, ἄ­νοι­γε καί δι­ά­βα­ζε. Τί δι­ά­βα­ζε δέν ξέ­ρω. Ἔ­κα­νε τήν προ­σευ­χή μό­νη της. Ἐ­γώ ἔ­βα­ζα “Εὐ­λο­γη­τός” καί ὅ­ταν τε­λεί­ω­νε ἡ Λει­τουρ­γί­α ἔ­παι­ρνε τό ἀντί­δω­ρό της καί ὕ­στε­ρα, ἐνῶ ἐ­μεῖς φεύ­γα­με, αὐ­τή συ­νέ­χι­ζε. Πολ­λές φο­ρές βο­η­θοῦ­σε τούς νέ­ους ἱ­ε­ρεῖς στό τυ­πι­κό. Τά ἤ­ξε­ρε ὅ­λα ἀπ᾽ ἔ­ξω. Ἂν ἔ­κα­ναν λά­θος τούς δι­ώρ­θω­νε, δέν πα­ρέ­λει­πε τί­πο­τε. Στίς νη­στεῖ­ες της ἦ­ταν αὐ­στη­ρή. Δευ­τέ­ρα, Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή δέν ἔ­τρω­γε οὔ­τε λά­δι».
Γύριζε κα­τά­κο­πη στό σπί­τι καί ἔ­κα­νε προ­σευ­χές καί δι­ά­βα­ζε. Ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη εἰ­κό­να ἦ­ταν νά εἶ­ναι κα­θι­στή στό πά­τω­μα νά φο­ρᾶ τά γυα­λιά της, νά κρα­τᾶ ἀ­νοι­χτό τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί νά κοι­μᾶ­ται μέ ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο τό πρό­σω­πό της στό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Ὅ­ταν ἀρ­ρώ­σται­ναν τά παι­διά της καί τά ἐγ­γό­νια της πή­γαι­νε καί πά­νω στό προ­σκέ­φα­λό τους δι­ά­βα­ζε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Τό κα­τά Ἰ­ω­άν­νην τό εἶ­χε μά­θει σχε­δόν ὅ­λο ἀ­πό στή­θους.
Κυ­ρί­ως με­λε­τοῦ­σε πά­ρα πο­λύ, ἀ­πο­στή­θι­ζε καί ἐμ­βά­θυ­νε στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Μο­λο­νό­τι ἦ­ταν ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τη, μέ τήν ἀ­το­μι­κή της με­λέ­τη κα­ταρ­τί­στη­κε θε­ο­λο­γι­κά καί μπο­ροῦ­σε νά δι­α­λέ­γε­ται μέ ἐγ­γραμ­μά­τους καί θε­ο­λό­γους. Ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη της ἀ­πό τήν πο­λλή με­λέ­τη εἶ­χε φθα­ρῆ καί πα­λαι­ώ­σει.
Εἶ­χε κα­θα­ρό νοῦ, δυ­να­τή μνή­μη καί ἰ­σχυ­ρή ἀν­το­χή ὥ­στε νά με­λε­τᾶ πολ­λές ὧ­ρες χω­ρίς νά κου­ρά­ζε­ται. Ἀ­πο­στή­θι­ζε εὔ­κο­λα αὐ­τά πού δι­ά­βα­ζε. Εἶ­χε τό σπά­νιο χά­ρι­σμα νά ἐν­θυ­μῆ­ται βι­βλί­α πού δι­ά­βα­σε ἢ κη­ρύγ­μα­τα πού ἄ­κου­σε με­τά ἀ­πό πε­νήν­τα χρό­νια. Θυ­μό­ταν πο­λύ κα­λά τά ρωσ­σι­κά, δι­ά­βα­ζε καί τό Εὐ­αγ­γέ­λιο στά ρωσ­σι­κά. Ἔ­λε­γε: «Μί­α βδο­μά­δα πα­ρα­μο­νή στήν Μό­σχα θά ἔ­φθα­νε νά τά θυ­μη­θῶ ὅ­λα».
Δι­α­κρι­νό­ταν γι­ά τό θάρ­ρος καί τήν παρ­ρη­σί­α της στό νά ὁ­μο­λο­γῆ τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.
Ἐ­πει­δή στήν πε­ρι­ο­χή πού ζοῦ­σε ἦ­ταν πολ­λοί ἄ­θε­οι καί ἐ­χθροί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ Τα­τια­νή τούς συ­ζη­τοῦ­σε καί τούς ἔ­λε­γε νά με­τα­νο­ή­σουν. Τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα βέ­βαια ἦ­ταν ἐντυ­πω­σια­κά. Μ᾽ αὐ­τό τόν τρό­πο ὡ­δή­γη­σε πολ­λούς στό μυ­στή­ριο τῆς ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως. Πάντως ὅ­λοι τήν πα­ρα­δέ­χονταν ὡς ἀ­λη­θι­νή μα­θή­τρια τοῦ Χρι­στοῦ.
Ἀ­πό νω­ρίς μέ­χρι σχε­δόν τήν κοί­μη­σή της κα­τηύ­θυ­νε δυ­ό πο­λυ­πλη­θεῖς κύ­κλους γυ­ναι­κῶν. Τήν ἀγα­ποῦ­σαν ὅ­λα τά μέ­λη τῶν κύ­κλων, σ᾽ αὐ­τήν κα­τέ­φευ­γαν σέ κά­θε δυ­σκο­λί­α τους γι­ά πα­ρη­γο­ριά, συμ­βου­λή καί βο­ή­θεια.
Ἔ­κα­νε κρυ­φά πολ­λές ἐ­λε­η­μο­σύ­νες καί βο­η­θοῦ­σε ὅ­σους εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη. Μί­α γνω­στή της χή­ρα πού ἔ­με­νε σ᾽ ἕ­να δω­μα­τιά­κι εἶ­χε τό παι­δί της ἄρ­ρω­στο. Ὁ για­τρός πού τό ἐ­ξέ­τα­σε εἶ­πε ὅ­τι πά­σχει ἀ­πό ἀ­ναι­μί­α καί συ­νέ­στη­σε κα­θα­ρό ἀ­έ­ρα, ἀ­νά­παυ­ση καί πρό παντός κα­λό φα­γη­τό. Τό ἔ­μα­θε ἡ Τα­τια­νή καί, μή μπο­ρώντας νά προ­σφέ­ρη τί­πο­τε ἄλ­λο, πῆ­ρε τό ντορ­βά της καί χει­μῶ­να και­ρό γύ­ρι­ζε στά χω­ρά­φια νά μα­ζέ­ψη λί­γα ρα­δί­κια πού φύ­τρω­ναν στά προ­σή­λια μέ­ρη, γι­ά νά τά πά­η στήν χή­ρα μη­τέ­ρα τοῦ ἄρ­ρω­στου παι­διοῦ νά τά μα­γει­ρέ­ψη, για­τί εἶ­χε ἀ­κού­σει ὅ­τι εἶ­ναι δυ­να­μω­τι­κά.
Μο­λο­νό­τι ἁ­πλῆ καί ἀ­γράμ­μα­τη εἶ­χε ὅ­μως μί­α σπά­νια τέ­χνη νά πλη­σιά­ζη τούς νέ­ους ἀν­θρώ­πους. Κα­τώρ­θω­νε νά τήν ἀ­κοῦν οἱ νέ­οι καί τά μι­κρά παι­διά. Εἶ­χε λο­γι­σμέ­νη αὐ­στη­ρό­τη­τα μα­ζί μέ ἀ­γά­πη ἀ­νυ­πό­κρι­τη καί διά­κρι­ση. Ὅ­ταν χρει­α­ζό­ταν συμ­βού­λευ­ε καί παι­δα­γω­γοῦ­σε κα­τά Θε­όν ἐ­πί ὧ­ρες.
Ὡς μη­τέ­ρα καί ὡς πε­θε­ρά ἦ­ταν πο­λύ κα­λή. Μέ τίς νύ­φες της δέν εἶ­χε προ­βλή­μα­τα, ἦ­ταν ἀ­γα­πη­μέ­νες. Τίς βο­η­θοῦ­σε στίς δου­λει­ές καί τίς συμ­βού­λευ­ε: «Κάντε παι­διά νά μή σᾶς πιά­νουν ἀρ­ρώ­στι­ες». Ἀ­πέ­κτη­σε συ­νο­λι­κά εἰ­κο­σι­δύ­ο ἐγ­γό­νια.
Πήγαινε σέ προσκυνήματα τῆς περιοχῆς μαζί μέ ἄλλες γυναῖκες μέ τά πόδια. Ὅταν κατέβαινε στήν Ἀθήνα νά δῆ τά παιδιά της προσανατολιζόταν μέ βάση τούς ἱερούς ναούς καί ἀπό ὅποια Ἐκκλησία περνοῦσε ἔμπαινε καί προσευχόταν. Εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια καί τόν ἅγιο Γεώργιο Ἰωαννίνων καί πήγαινε κατά καιρούς στό ναό του γιά προσκύνημα.
Τα­κτι­κά ἐ­πι­σκε­πτό­ταν τά μο­να­στή­ρια τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Σέ μί­α ἐ­πί­σκε­ψή της στήν Πα­να­γί­α Δο­βρᾶ ἐκιν­δύ­νευ­σε ἀ­πό ἄ­γριο λυ­κό­σκυ­λο. Ἔ­κα­νε τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ καί μί­α σύντο­μη προ­σευ­χή. Ὁ σκύ­λος ἀ­πό μό­νος του ἔ­πε­σε στίς πέ­τρες πλη­γώ­θη­κε καί ἐξα­φα­νί­στη­κε.
Ἡ Τατιανή πάντοτε ζοῦσε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή της, ἀνέπνεε Χριστόν, ὁ ὁποῖος τῆς φανέρωνε πολλά θαυμαστά.
Κάποτε ὁ γυιός της πού ἐργαζόταν στό χωριό Ἀγκαθιά, τό ἔτος 1972 τῆς πρότεινε νά τήν πάρη μαζί του γιά νά προσκυνήση στό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Πέταξε ἀ­πό τήν χα­ρά της. Πῆγαν καί συμ­φώ­νη­σαν μέ τόν φύ­λα­κα νά τήν κλει­δώ­σουν μέ­σα στό ναό μέ­χρι τίς 2 μ.μ. Τότε τε­λε­ί­ω­σε τήν ἐρ­γα­σί­α του ὁ γυι­ός της καί πῆ­γε νά πα­ρα­λά­βη τήν μη­τέ­ρα του. Τήν βρῆ­κε κοντά στό Ἱερό νά προσεύχεται συνεπαρμένη. Τήν διέκοψε λέγοντάς της ὅτι φεύγουν καί αὐτή τόν ρώτησε:
‒Μέσα ἐδῶ ἐκτός ἀπό μένα ὑπάρχει κανείς ἄλλος;
‒Ὄχι, μητέρα.
‒Ἔ, λοιπόν ἐνῶ προσευχόμουν ἐδῶ, ἔρχεται ἕνας ἱερέας πού θυμιάτιζε τό ναό καί ἦρθε νά θυμιατίση καί μένα. Τόν ἴδιο τόν ἱερέα σάν νά μήν τόν ἔβλεπα ὁλόσωμο, ἀλλά ἔβλεπα τό θυμιατό νά κουνιέται μέ τά κουδουνάκια καί αἰσθανόμουν τήν εὐωδία τοῦ θυμιάματος.
Λίγες μέρες πρίν νά κοιμηθῆ κατάλαβε ὅτι πλησιάζει τό τέλος της καί εἶπε στήν μεγάλη της ἐγγονή: «Ἡ ὑπογραφή (γιά τήν ἀναχώρησή μου) μπῆκε. Τό αἰσθάνθηκα καθαρά». Κάλεσε τότε καί τόν εὐλαβέστατο ἱεροψάλτη τοῦ ἁγίου Γεωργίου κ. Κουτσιμανῆν Ἰωάννην καί τοῦ εἶπε: «Ἐγώ Χριστούγεννα θά κάνω στόν οὐρανό, ὄχι ἐδῶ. Δέν θά τά προλάβω». Τόν παρακάλεσε καί τῆς ἔψαλλε ὅλη τήν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ἡ ὁποία διήρκησε περίπου διόμιση ὧρες, δημιουργήθηκε μιά πνευματική ἀτμόσφαιρα καί χάρηκε ἡ Τατιανή.
Εἶχε φέρει  ἀπό τήν Ρωσσία δυό–τρεῖς εἰκόνες. Ἡ μία ἀπ᾿ αὐτές ἦταν μόνο τό ξύλο. Ὄχι μόνο δέν φαινόταν ὁ εἰκονιζόμενος Ἅγιος ἀλλά εἶχαν φύγει τελείως καί τά χρώματα. Λίγες ὧρες πρίν φύγει γιά τό οὐράνιο ταξίδι της, ἡ Τατιανή ἀξιώθηκε νά δῆ τήν εἰκόνα αὐτή στήν ἀρχική της κατάσταση μέ τήν παράσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως τήν ἔκανε ὁ Ἁγιογράφος.
Τά τέ­λη τῆς Τα­τια­νῆς ἦ­ταν εἰ­ρη­νι­κά. Πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα της στόν Κύ­ριο προ­σευ­χό­με­νη τήν 17η Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ ἔ­τους 1987 καί ἐ­κη­δεύ­θη τήν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα μέ τήν συμ­με­το­χή πλή­θους ἀν­θρώ­πων. Οἱ πάντες ἔ­δι­ναν τήν κα­λή μαρ­τυ­ρί­α γι­ά τήν Τα­τια­νή. Ἕ­νας φα­να­τι­κός κομ­μου­νι­στής κα­τά τήν ὥ­ρα τῆς κη­δεί­ας της συγ­κι­νη­μέ­νος ἀ­πό τό τέ­λος της, εἶ­πε: «Μα­κά­ρι νά πη­γαί­νου­με καί ἐ­μεῖς ἔ­τσι». Ἄλ­λοι με­τά τήν κη­δεί­α ἔ­παιρ­ναν ἄν­θη πού στό­λι­ζαν τό τί­μιο λεί­ψα­νό της γι­ά νά τά ἔ­χουν ὡς φυ­λα­χτό. Ἐπάνω στό μνῆμα της ἔγραψαν καί τό ἀγαπημένο της ἁγιογραφικό χωρίο: «Ὁ κόσμος παράγεται καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α’  Ἰωάν.  β’, 17).
Πρός τό τέ­λος τοῦ βί­ου της εἶ­χε πεῖ σ᾿ ἕνα ἀπό τά παι­διά της: «Ὅ,τι ζή­τη­σα ἀ­πό τόν Θε­ό, μοῦ τὄ­χει δώ­σει». Καί ἀ­σφα­λῶς δέν τῆς στέ­ρη­σε τήν ἐ­που­ρά­νια βα­σι­λεί­α Του. Ἀ­πό κεῖ τώ­ρα συ­νε­χί­ζει νά προ­σεύ­χε­ται γι­ά ὅ­λο τόν κό­σμο.
Αἰωνία ἡ μνήμη της. Ἀμήν.

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο». Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Αγία Πρόκλα. Η σύζυγος του Πόντιου Πιλάτου



site analysis


Η Αγία Πρόκλα στην ορθόδοξη εικονογραφία
ΑΓΙΑ ΠΡΟΚΛΑ,
Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ
          Κάθε Μεγάλη Πέμπτη βράδυ στην Ακολουθία των Παθών όλοι οι Ορθόδοξοι πιστοί ακούμε το Ε΄ Ευαγγελικό ανάγνωσμα, περικοπή ειλημμένη εκ του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, να μας διηγείται τη δίκη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Σε αντίθεση όμως με τον αναφερόμενο σε αυτό Πιλάτο, ο οποίος είναι πασίγνωστος και έχει καταστεί το σύμβολο του άδικου, δειλού και ιδιοτελούς κριτού, η Αγία Πρόκλα είναι ελάχιστα γνωστή στους Χριστιανούς. Ίσως ο σημαντικότερος λόγος γι' αυτό είναι ότι αναφέρεται στην ευαγγελική διήγηση ανώνυμα, έτσι ώστε λίγοι να γνωρίζουν ότι η γυναίκα του Πιλάτου που είδε το όνειρο για τον δικαζόμενο Χριστό και η Αγία Πρόκλα είναι το ίδιο πρόσωπο.
Ο βίος της Αγίας Πρόκλας έως το 33 μ.Χ.
            Με πυκνό πέπλο λήθης έχει καλύψει ο πανδαμάτορας χρόνος πολλά σημεία του βίου της Αγίας. Η μόνη αναφορά της Καινής Διαθήκης σε αυτήν βρίσκεται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (Μτθ. 27,19), όπου αναφέρεται ως «η γυνή αυτού» (δηλαδή του Πιλάτου) χωρίς να καταγράφεται το όνομά της. Ποιο ήταν λοιπόν το όνομά της; Ποιοι οι γονείς της, η καταγωγή της και τι γνωρίζουμε για την οικογένειά της;

            Στο απόκρυφο «ευαγγέλιο του Νικοδήμου», που ανάγεται κατά την πιθανότερη εκδοχή στις αρχές του 4ου αιώνα, της αποδίδεται το όνομα Πρόκουλα1. Όντως είναι ιστορικά μεμαρτυρημένο ότι υπήρχε στη Λατινική γλώσσα γυναικείο όνομα Procula2, το οποίο ελληνοποιούμενο γίνεται Πρόκλα. Όπως όλα τα απόκρυφα κείμενα, έτσι και το «ευαγγέλιο του Νικοδήμου», αποτελούν βιβλία εκτός του Κανόνα της Αγίας Γραφής, διότι στερούνται της θεοπνευστίας των Κανονικών της βιβλίων. Το μεγαλύτερο ποσοστό από τα απόκρυφα αυτά κείμενα αποτελούν μία κατηγορία  βιβλίων, που είναι εντελώς απόβλητα και γεμάτα με πλάνες, αφού αποτελούν προϊόν αιρετικών ομάδων, όπως «των Γνωστικών, των Εβιωνιτών, των Μανιχαίων, των Ναζαρινών» και απέβλεπαν «προς διάδοσιν διά τούτων των πελανημένων των δοξασιών» 3. Παράλληλα όμως με τα προαναφερθέντα υπάρχουν και εκείνα που προσπαθούν να συμπληρώσουν τα κενά των γνησίων βιβλίων της Καινής Διαθήκης, αλλά με μυθιστορηματικό τρόπο στο μεγαλύτερο μέρος της εκτάσεώς τους. Όμως ταυτόχρονα«ανταποκρίνονται εις το ευσεβές φρόνημα των ανθρώπων του λαού και προέρχονται συνήθως από την γραφίδα ορθοδόξων»4 αντλώντας σε κάποια σημεία τους και από «την προφορικήν παράδοσιν»5 της Εκκλησίας. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό να διασώζεται το αυθεντικό όνομα της συζύγου του Πιλάτου, που από στόμα σε στόμα διαδιδόταν ως προφορική παράδοση μεταξύ των Χριστιανών, έως ότου καταγράφηκε από τον άγνωστο συντάκτη του απόκρυφου «ευαγγελίου του Νικοδήμου»6. Με το ελληνοποιημένο όνομα Πρόκλα αναφέρεται στην«Επιστολή του Ηρώδη προς Πιλάτον», καθώς και στην «Επιστολή του Πιλάτου προς Ηρώδην»7που αποτελούν επίσης κείμενα που εντάσσονται στα απόκρυφα8. Μία παραλλαγή του ονόματος αυτού, και συγκεκριμέναAbroqla, καταγράφεται στο «μαρτύριον Πιλάτου», απόκρυφο επίσης κείμενο, που διασώζεται σε αιθιοπική και αραβική μετάφραση9. Σε κάποια απόκρυφα πριν από το όνομα Πρόκλα προστίθεται και το όνομα Κλαυδία.
            Για την καταγωγή της τίποτε δεν είναι απόλυτα ιστορικά εξακριβωμένο. Το πιθανότερο είναι ότι ανήκε σε κάποια από τις αριστοκρατικές οικογένειες της Ρώμης. Όπως όλοι οι Ρωμαίοι της εποχής της, θα ακολουθούσε τη λατρεία ειδωλολατρικών θεοτήτων του ρωμαϊκού, ελληνικού και ανατολικού πανθέου σύμφωνα με το κλίμα του θρησκευτικού συγκρητισμού, που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Νυμφεύθηκε τον Πιλάτο πριν το 26 μ.Χ., οπότε εκείνος τοποθετήθηκε επίτροπος στη Ρωμαιοκρατούμενη Ιουδαία.
            Σύμφωνα με κάποιες αμφιλεγόμενες απόψεις ιστορικών περί του βίου της, ως μητέρα της αναφέρεται η περιβόητη για τις ηθικές παρεκτροπές της, Ιουλία, η θυγατέρα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου. Με βάση αυτή τη φήμη η Πρόκλα ήταν νόθο παιδί, που απέκτησε η Ιουλία το 2 π.Χ., τον καιρό που ο Οκταβιανός την είχε εξορίσει στην Pandateria, ένα νησάκι στο Τυρηνικό πέλαγος. Με δεδομένο λοιπόν το γεγονός ότι ήταν εγγονή πρώην αυτοκράτορα και επιπλέον υιοθετήθηκε από τον πρώην σύζυγο της Ιουλίας, τον τότε αυτοκράτορα Τιβέριο (14 - 36 μ.Χ.), συμπεραίνουν ότι αυτοί οι δεσμοί υπήρξαν οι κινητήριοι μοχλοί, που προώθησαν τον σύζυγό της, Πιλάτο, στα ανώτερα κλιμάκια της Ρωμαϊκής διοικητικής ιεραρχίας. Η ίδια χαρακτηρίζεται ως προς την ηθική της με τα μελανότερα χρώματα και ως περιβόητη για τα σκάνδαλά της στη Ρώμη, όπως και η φερόμενη μητέρα της. Στο δε ατίθασο του χαρακτήρα της αποδίδεται και η επιμονή της να συνοδεύσει τον σύζυγό της στην Ιουδαία, παρά τη σχετική απαγόρευση της Ρωμαϊκής νομοθεσίας.
            Τα προαναφερθέντα φυσικά αποτελούν μυθεύματα, που εύκολα καταρρίπτονται. Σύμφωνα με τις εγκυρότερες ιστορικές πηγές ο Πόντιος Πιλάτος, αν και η καταγωγή του δεν ήταν αριστοκρατική, δηλαδή από την τάξη των συγκλητικών, αλλά από την τάξη των "ιππέων", προωθήθηκε στο αξίωμα του επιτρόπου (procurator) της Ιουδαίας με τη μεσολάβηση - όχι της γυναίκας του - αλλά του Λευκίου Αιλίου Σηιανού, ο οποίος ήταν αρχηγός των Πραιτωριανών και ευνοούμενος του αυτοκράτορα Τιβέριου10. Στο αξίωμα αυτό διατηρήθηκε ο Πιλάτος από το 26 έως το 36 μ.Χ. αφενός λόγω της συνεχιζόμενης εύνοιας του Σηιανού έως το 31 μ.Χ. (οπότε και καθαιρέθηκε και εκτελέσθηκε ο Σηιανός), αλλά και αφετέρου εξαιτίας της τακτικής του Τιβέριου να διατηρεί στη θέση τους για πολλά έτη τους διοικητές των επαρχιών της αυτοκρατορίας11.
            Βοηθήθηκε λοιπόν ο Πιλάτος στην ανέλιξή του, όχι όμως από τη γυναίκα του. Όσον αφορά την καταγωγή της Πρόκλας από την Ιουλία και αυτό φαίνεται απίθανο. Η Ιουλία από τους τρεις γάμους της απέκτησε 6 παιδιά, 4 αγόρια και 2 κορίτσια, τα οποία όλα πέθαναν σχετικά νωρίς με τελευταία την Αγριππίνα, που απεβίωσε το 33 μ.Χ. στη φυλακή από ασιτία. Οι ιστορικές πηγές δεν αναφέρουν την ύπαρξη νόθων παιδιών της. Επίσης εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Σηιανός ήταν αυτός που επιβουλευόταν την Αγριππίνα, τη φερόμενη ως ετεροθαλή αδελφή της Πρόκλας και την οδήγησε στη φυλακή και στο θάνατο. Θα ήταν αντιφατικό να υποστηρίζει την Πρόκλα, που ήταν επίσης από τη γενιά του Αυγούστου. Τη γενιά αυτή επιθυμούσε να εξαφανίσει, φαινομενικά για να διασφαλίσει το θρόνο του Τιβέριου, ουσιαστικά όμως για να τον υφαρπάξει εκείνος12. Επίσης δυσεξήγητο θα ήταν το ότι ο Τιβέριος υιοθέτησε και είχε ως κόρη του την Πρόκλα, το νόθο παιδί της Ιουλίας. Την πρώην σύζυγό του, Ιουλία, την θεωρούσε μοιχαλίδα, και όπως αναφέρει ο Τάκιτος13 τη μισούσε τόσο πολύ που μια από τις πρώτες πράξεις του, όταν ανέβηκε στον θρόνο το 14 μ.Χ, ήταν να την εξαναγκάσει σε αυτοκτονία. Κατά την άποψή μας ίσως η εκδοχή ότι η Πρόκλα ήταν νόθο παιδί να προήλθε από μία προσπάθεια παρεξηγημένης ερμηνείας του λόγου για τον οποίο της δόθηκε αυτό το όνομα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο Proculus ονόμαζαν οι Ρωμαίοι το παιδί που γεννιόταν κατά το χρονικό διάστημα που έλειπε ο πατέρας του14. Σ' αυτό το μπέρδεμα πρέπει να συντέλεσε και το γεγονός ότι ο φερόμενος ως θετός πατέρας της, Τιβέριος, ήταν αυτοεξόριστος στη Ρόδο μακριά από τη σύζυγό του Ιουλία, την εποχή της εικαζόμενης γεννήσεως της Πρόκλας.
            Όσον αφορά τη φερόμενη κατηγορία περί εκλύτου βίου, αυτή δεν μαρτυρείται από κάποια έγκυρη ιστορική πηγή. Αλλά κατά την άποψή μας το γεγονός ότι δεν θέλησε να μείνει μόνη της στην πολύβουη και ακόλαστη Ρώμη με τις διασκεδάσεις, τα θεάματα και τα "παιχνίδια" εξουσίας, μάλλον έναν ήρεμο και ηθικό χαρακτήρα φανερώνει. Προτίμησε λοιπόν να ακολουθήσει τον Πιλάτο στη μακρινή, επικίνδυνη, φτωχή και "βάρβαρη" Ιουδαία ως πιστή σύζυγος, χωρίς να χρειασθεί να παραβεί το νόμο. Πράγματι υπήρχε εποχή που απαγορευόταν στους ανθυπάτους, τους επιτρόπους κλπ. να παίρνουν μαζί τους τη σύζυγό τους στην επαρχία που διοικούσαν, όμως αυτό - έστω και σιωπηρά - είχε καταργηθεί την εποχή της Αγίας Πρόκλας, όπως αναφέρουν οι Ρωμαίοι ιστορικοί Σουετώνιος και Τάκιτος15.
            Το «δωδεκάτω ενιαυτώ της Τιβερίου βασιλείας επίτροπος της Ιουδαίας υπὸ Τιβερίου  καθίσταται Πιλάτος», μας αναφέρει ο εκκλησιαστικός ιστορικός του 4ου μ.Χ. αιώνα, Ευσέβιος επίσκοπος Καισάρειας της Παλαιστίνης16. Έτσι λοιπόν το 26 μ.Χ. ο Πόντιος Πιλάτος εγκαταστάθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην πρωτεύουσα της Ρωμαιοκρατούμενης Ιουδαίας και μαζί του και η Πρόκλα ως η σύζυγος του νέου Πραίτωρος. Για τα χρόνια που κύλησαν έως την ημέρα της δίκης του Χριστού καμία έγκυρη πληροφορία δεν έχει διασωθεί για την προσωπική ζωή της Αγίας Πρόκλας στην Παλαιστίνη. Προφανώς η καθημερινότητά της κυλούσε ήρεμα και χωρίς κάτι το αξιοσημείωτο. Στοιχείο που αποτελεί ένδειξη ότι διαβιούσε με σεμνότητα και χωρίς την ύπαρξη σκανδάλων, τα οποία, αν υπήρχαν, θα είχαν καταγράψει με προθυμία οι ιστοριογράφοι της εποχής, οι οποίοι αρέσκονταν σε αυτά.   Ελάχιστες πληροφορίες γι' αυτό το χρονικό διάστημα μας προσφέρονται και πάλι από τις απόκρυφες διηγήσεις, οι οποίες συνηθίζουν να αναπληρώνουν τα ιστορικά κενά είτε με φανταστικές διηγήσεις είτε με υλικό που περιέχει μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό αλήθειας. Σύμφωνα με την "Επιστολή του Πιλάτου προς Ηρώδην" και τις "Πράξεις Πιλάτου"17 η Πρόκλα κατά την πολύχρονη παραμονή της στην Ιουδαία έγινε προσήλυτη στον Ιουδαϊσμό. Αυτή η πληροφορία δεν μπορεί ούτε να επιβεβαιωθεί, αλλά ούτε και να απορριφθεί. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να θεωρηθεί απίθανο, καθώς είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι υπήρξαν Ρωμαίες και μάλιστα της αριστοκρατικής τάξεως που προσηλυτίσθηκαν στον Ιουδαϊσμό. Ο Ιουδαίος ιστορικός του 1ου μ.Χ. αιώνα, Φλάβιος Ιώσηπος, αναφέρει ως τέτοιο παράδειγμα την Πομπαία Σαβίνα, τη γυναίκα του αυτοκράτορα Νέρωνα. Δεν θα πρέπει καθόλου να μας ξενίζει η πιθανότητα η γυναίκα του Ρωμαίου Πραίτωρα, η οποία, ως ανήκουσα στην αριστοκρατία, θα είχε σχετικά αξιόλογη μόρφωση και ως χαρακτήρας διέθετε ιδιαίτερα ευαίσθητο ψυχικό κόσμο - όπως φάνηκε από το θεόσταλτο όνειρο που είδε πριν τη δίκη του Χριστού - να είχε θρησκευτικές ανησυχίες, που οι μυθολογίες της ειδωλολατρίας δεν μπορούσαν να καλύψουν. Σύμφωνα με το απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικοδήμου, ο Πιλάτος είπε γι' αυτήν ότι «θεοσεβής έστι και μάλ­λον ιουδαΐζει»18. Ο Πιλάτος ήταν εχθρικά διακείμενος προς τους Ιουδαίους, αφενός ακολουθώντας την πολιτική του προστάτη του Σηιανού, αφετέρου και από προσωπική αντιπαλότητα προς αυτούς, διότι πολλές φορές του είχαν αντιταχθεί και τον είχαν καταγγείλει στον Τιβέριο. Αν λοιπόν ευσταθεί η προσχώρηση της Πρόκλας στις τάξεις των "προσηλύτων", αυτό θα ήταν κάτι που δεν θα χαροποίησε τον Πιλάτο, όμως φαίνεται ότι το ανέχθηκε. Και πάλι τα απόκρυφα την παρουσιάζουν από απλή προσήλυτη να έχει πιστέψει στον Χριστό και πριν δει το προειδοποιητικό για τη δίκη του Χριστού όνειρο. Αφορμή στάθηκε η θαυματουργική θεραπεία από τον Χριστό του ακρωτηριασμένου μικρού παιδιού της, του Πύλου19. Επίσης σε μια απόκρυφη επιστολή, που φέρεται ότι έγραψε η Πρόκλα, εκεί μας διηγείται την πρώτη συνάντησή της με τον Χριστό, ο οποίος ερχόταν στο σπίτι του αρχισυναγώγου Ιαείρου, όπου και ανέστησε τη μικρή του κόρη. Ένα θαύμα, το οποίο παρακολούθησε η ίδια από κοντά19α.
Το όραμα της συζυγου του Ποντίου Πιλάτου όπως το εμπνεύστηκε ο Alphonse François
Το όνειρο της Αγίας Πρόκλας
            Πλησιάζοντας το Εβραϊκό Πάσχα του 33 μ.Χ. ο "ηγεμών" (Μτθ. 27,11) Πόντιος Πιλάτος και η σύζυγός του, Πρόκλα, άφησαν το άνετο και πολυτελές Πραιτώριο20, το παλιό παλάτι του Ηρώδη, του σφαγέα των νηπίων, στην Καισάρεια, με προορισμό τα Ιεροσόλυμα. Μόνιμη διοικητική έδρα του Πιλάτου ήταν η παραλιακή Καισάρεια της Παλαιστίνης. Όμως τυπικά, για να "τιμήσει" τους Ιουδαίους κατά τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές τους, μετέβαινε στην παλαιά εβραϊκή πρωτεύουσα. Στην πραγματικότητα, για να ελέγχει την κατάσταση, η οποία γινόταν επικίνδυνη για επανάσταση με την προσέλευση εκεί χιλιάδων Εβραίων απ' όλη την Παλαιστίνη και τη διασπορά. Με την άφιξή τους εγκαταστάθηκαν στο Πραιτώριο των Ιεροσολύμων, το οποίο κατά την επικρατέστερη εκδοχή21 βρισκόταν δίπλα στον οχυρό πύργο Αντωνία, δηλαδή στα βορειοδυτικά του Ναού.
            Ήταν νωρίς το πρωί, ημέρα Παρασκευή, παραμονή του Εβραϊκού Πάσχα, και η οχλαβοή, που έφθανε μέχρι τα παράθυρα των δωματίων της συζύγου του Πραίτωρα, Πιλάτου, θα πρέπει να την έκανε να πεταχθεί τρομαγμένη από την κλίνη της. Όχι πως κοιμόταν άλλωστε. Πώς να τα καταφέρει να ξανακοιμηθεί ύστερα από εκείνο το συνταρακτικό και προειδοποιητικό όνειρο που είδε αυτό το βράδυ. Όλα αυτά στριφογύριζαν στο νου της ξανά και ξανά, γεμίζοντας την ψυχή της με τρομερή αγωνία και με μια ακαθόριστη θλίψη. Ρωτώντας τους υπηρέτες πληροφορήθηκε τα συμβαίνοντα. Οι θρησκευτικοί άρχοντες του Ισραήλ και πολύς όχλος είχαν φέρει τον Ιησού τον Ναζωραίο στον «έπαρχο» απαιτώντας να τον καταδικάσει σε θάνατο. Όμως ο Πιλάτος αντιλαμβανόμενος την αθωότητά Του και αποφεύγοντας να αναλάβει την ευθύνη στέλνει τον Ιησού στον βασιλιά Ηρώδη Αντίπα. Η αγωνία της Πρόκλας συνεχίζεται. Ύστερα από κάποιο διάστημα ο ύπουλος και δειλός Ηρώδης Τον ξαναστέλνει πίσω. Τότε χωρίς να χάσει χρόνο η Πρόκλα στέλνει έναν έμπιστό της να προειδοποιήσει τον άντρα της, προτού αυτός προλάβει να εκδώσει δικαστική απόφαση.
            Ο Πιλάτος ήταν άνθρωπος ουσιαστικά χωρίς θρησκευτικές αρχές, τυπικά μόνο ακολουθούσε το ειδωλολατρικό πάνθεο της Ρώμης. Αλλά παράλληλα ήταν ιδιαίτερα δεισιδαίμονας. Τα γεγονότα όμως δείχνουν ότι δεν αντιδρούσε στις θρησκευτικές και ηθικές επιλογές της γυναίκας του. Επίσης αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ οι σύγχρονοί του ιστορικοί τον παρουσιάζουν ως ωμό, βίαιο, καχύποπτο και παλίμβουλο22,  παρόλα αυτά φαίνεται ότι σεβόταν τη σύζυγό του και ήταν ήπιος προς αυτήν και υπολόγιζε τη γνώμη της. Διαφορετικά η Πρόκλα ούτε θα τολμούσε να τον ενοχλήσει την ώρα που δίκαζε, ούτε και θα προσδοκούσε έστω και στο ελάχιστο να εισακουσθεί.
            Σύμφωνα με τον Φώτη Κόντογλου: «Εκείνο το λυσσασμένο κοπάδι έκραζε και ούρλιαζε κάτω από το Πραιτώριο και ο Πιλάτος καθότανε συλλογισμένος και δεν έπαιρνε απόφαση να θανατωθεί ο Χριστός. … Δεν φτάνει πως στενοχωριέται ο Πιλάτος, αλλά έρχεται και η παραγγελία της γυναίκας του, να μην αγγίξει τον Χριστό, επειδή είδε αυτή η καλή γυναίκα …» αυτό το όνειρο23.
             «Καθημένου δε αυτού επί του βήματος απέστειλε προς αυτόν η γυνή αυτού λέγουσα· μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω· πολλὰ γαρ έπαθον σήμερον κατ' όναρ δι' αυτόν». (Ματθ.27,19) Το παραπάνω περιστατικό υπάρχει μόνο στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, ενώ παραλείπεται από τους υπόλοιπους τρεις Ευαγγελιστές. Αλλά και στη λακωνική αναφορά του Αγίου Ματθαίου, όπου η σχετική διήγηση καλύπτει έναν μόνο στίχο, η Αγία Πρόκλα, αναφέρεται ανώνυμα απλώς ως «η γυνή αυτού (δηλαδή του Πιλάτου)» (Μτθ. 27,19).
            Ακροθιγώς αναφέρεται στην Αγία και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε ομιλία του, ερμηνεύοντας το σχετικό χωρίο του κατά Ματθαίον. Και αυτός όμως - ακολουθώντας τον Ευαγγελιστή Ματθαίο - την αποκαλεί η γυναίκα του Πιλάτου χωρίς να την προσφωνεί με το όνομά της. Αξίζει να υπογραμμισθεί εδώ η επισήμανση του ιερού Χρυσοστόμου «εκείνη αξία ην μάλλον»24,  όπου τονίζει το καλοπροαίρετο του χαρακτήρα της συζύγου του Πιλάτου, που γίνεται αφορμή να αξιωθεί από τον Θεό να δει το αποκαλυπτικό περί του Ιησού Χριστού όνειρο.
            Ο ιερός Χρυσόστομος θέλοντας να τονίσει τη σπουδαιότητα και τη Θεία προέλευση του ονείρου αυτού λέει ότι «… το όναρ ου μικρόν ην»25. Για να αποφευχθεί τυχόν παρανόηση, στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι είναι σαφέστατη η διδασκαλία της Αγίας Γραφής26, αλλά και των Πατέρων της Εκκλησίας περί ενυπνίων. Ο πιστός δεν πρέπει να ασχολείται με τα όνειρα, που βλέπει στη διάρκεια της νύχτας, γιατί αυτά οφείλονται σε ψυχολογικούς παράγοντες, βιοτικές μέριμνες κλπ. Όπως αναφέρεται στη Σοφία Σειράχ «Εάν το όνειρον δεν έχη αποσταλή από τον Ύψιστον εις κάποιαν ευμενή επίσκεψιν του, μη δώσης εις αυτό την καρδίαν σου»27. Συνεπώς υπάρχουν και οι εξαιρέσεις του κανόνα, όπου ένα όνειρο είναι θεόσταλτο και μεταξύ των άλλων λόγων αποσκοπεί στο να αποτρέψει ο Κύριος τον άνθρωπο από την επιτέλεση μίας σοβαρής αμαρτίας, όπως μας επισημαίνει ο Ιώβ28.       Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ωριγένης στο ερμηνευτικό υπόμνημά του στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο29 που συνέταξε στα μέσα του 3ου αιώνα, αναφέρει ότι το όνειρο της συζύγου του Πιλάτου ήταν έργο της Θείας Πρόνοιας: «Προνοίας έργον το όναρ»30.
            Όσον αφορά το ερώτημα, γιατί είδε η γυναίκα του και όχι ο Πιλάτος το θεόσταλτο αυτό όνειρο, ο μελίρρυτος Άγιος Ιωάννης δίνει τρεις πιθανές απαντήσεις: «Και τίνος ένεκεν ουκ αυτός ορά; Ή ότι εκείνη αξία ην μάλλον, ή ότι αυτός ει είδεν, ουκ αν επιστεύθη ομοίως, ή ουδ' αν εξείπε. Δια τούτο οικονομείται την γυναίκα ιδείν, ώστε κατάδηλον γενέσθαι πάσι»31Σύμφωνα λοιπόν με τον θείο Χρυσόστομο η πιθανότερη αιτία - γι' αυτό και την αναφέρει πρώτη - ήταν το γεγονός ότι η σύζυγος του ήταν περισσότερο άξια απ' αυτόν. Δεύτερη αιτία ήταν ότι πιθανώς δεν θα πιστευόταν ο Πιλάτος από τον κόσμο, όπως εκείνη. Τρίτη αιτία ήταν ότι δεν θα το απεκάλυπτε ο Πιλάτος, αλλά θα το κρατούσε κρυφό. Γι' αυτό και κατά θεία οικονομία το όνειρο βλέπεται από την γυναίκα του, έτσι ώστε να φανερωθεί και να γίνει γνωστό σε όλους και όχι μόνο στον δικάζοντα "ηγεμόνα". Επί του προκειμένου ονείρου η Θεία Πρόνοια επιλέγει για την ειλικρίνειά της και την ευθύτητα του χαρακτήρα της την Πρόκλα, για να γίνει γνωστό σε όλο τον κόσμο το θεόσταλτο όνειρο.
             Όμως ποιος ήταν ο σκοπός του ; Ο Άγιος Χρυσόστομος μας εξηγεί με τους εξής λόγους : « …ίνα και από της συμπαθείας της προς την γυναίκα οκνηρότερος γένηται ο ανήρ περί τον φόνον»32Δηλαδή να επηρεασθεί από την αγάπη του για τη γυναίκα του ο Πιλάτος και να μην παρασυρθεί στην επικύρωση της θανατικής καταδίκης του Κυρίου. Η θεία φιλανθρωπία του Χριστού, που δεν θέλησε ούτε τον Πιλάτο να αδικήσει, θα έβρισκε δίοδο και τότε, για να φθάσει εις το εκούσιον Πάθος. Ο Αλεξανδρινός θεολόγος, Ωριγένης, διευκρινίζει ότι σκοπός του ονείρου, που στάλθηκε στην Πρόκλα από τον Θεό, δεν ήταν η απελευθέρωση του Κυρίου από τον Πιλάτο και η αποφυγή της Σταυρώσεώς Του, αλλά αυτό να γίνει η απαρχή της σωτηρίας της: «ότι ουχ ίνα μη πάθη ο Ιησούς εδείχθη, αλλ' ίνα σωθή η γυνή»33.
            Μια ευκαιρία που φαίνεται ότι άδραξε η Πρόκλα, αλλά, ενώ ακροθιγώς επηρέασε τον ψυχικό κόσμο του συζύγου της, τελικώς αυτός παρέμεινε αμετάβλητος και κυριαρχούμενος από τα εγωπαθή και φιλόδοξα στοιχεία του χαρακτήρα του. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο διακεκριμένος παλαιός Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Παναγιώτης Τρεμπέλας, συνολικά «ο Πιλάτος αναγνωρίζει εξάκις την αθωότητα του Ιησού» και ενώ δέχεται με περίσκεψη «το μήνυμα της συζύγου του, της οποίας οι λόγοι (τον) εντυπωσιάζουν….. »34τελικά χάνει την ευκαιρία που του προσφέρθηκε. Παρά το ότι η Θεία φιλανθρωπία προσπάθησε να προειδοποιήσει τον Πιλάτο και να τον διασώσει από την εγκληματική ευθύνη της καταδίκης του Χριστού, με δική του επιλογή τελικά ο ίδιος στιγμάτισε τον εαυτό του ανά τους αιώνες. Σύμφωνα με τον Ωριγένη: «Κρινόµενος υπὸ του Πιλάτου, εχρηµάτιζε τη τούτου γυναικί, ίνα τη µεν σιωπή (του Χριστού) την ανδρείαν καταπλαγή, τω δε χρηµατισµώ γνώ, ότι ουκ άνθρωπον, αλλά Θεόν κρίνει»35.
            Η Αγία Πρόκλα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι είχε ακούσει για τη δράση και το κήρυγμα του Ιησού Χριστού, αλλά δεν είναι απίθανο να είχε παρακολουθήσει και η ίδια κάποιο κήρυγμά Του και να γνώριζε τον Κύριο και εξ όψεως. Όπως πολύ ορθά παρατηρεί ο παλιός καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων, Λεωνίδας Φιλιππίδης: «Το όνειρο περιστρεφόταν γύρω από τον Ιησού, από όπου συμ­περαίνουμε ότι το πρόσωπο του Ιησού δεν ήταν άγνωστο στην αρχόν­τισσα, αν όχι από άμεση θέα, τουλάχιστον από την φήμη που προήλθε από την δράσι του Ιησού, αν και από τις λέξεις «δι' αυτόν» οδηγούμα­στε μάλλον στην εκδοχή, ότι το πρόσωπο που έδρασε στο όνειρο δεν ήταν φυσιογνωμικά άγνωστο στην γυναίκα, διότι έτσι μόνο εξηγείται ότι το εταύτισε με τον δικαζόμενο Ιησού»36.
             Ο χρυσορρήμων Άγιος Ιωάννης τονίζει ότι για να δώσει την πρέπουσα σημασία στο όνειρό της η Αγία Πρόκλα: «… ουχ απλώς ορά, αλλά και πάσχει πολλά, … Και ο καιρός δε ου μικρόν συνετέλει. κατά γαρ αυτήν την νύκτα είδεν»37Κατά τον Λ. Φιλιππίδη: «ίσως περιλαμβάνονταν στο όνειρο και κυρώσεις εναντίον του Πιλάτου, που δικαιολογούσαν τον τρόμο της γυναίκας, οι οποίες λόγω του οικτρού τέλους που είχε ο Πιλάτος μπορούν να χαρακτηρίσουν το όλο όνειρο σαν προφητικό»38.
            Το απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικοδήμου προσθέτει περισσότερες λεπτομέρειες, άγνωστο, αν αυτές είναι φανταστικές ή πραγματικές. Σύμφωνα με αυτό η Αγία Πρόκλα, κατά τη στιγμή που ο απεσταλμένος της διαβίβαζε όσα του είχε αναθέσει στο σύζυγό της, εκείνη στεκόταν σε μικρή απόσταση απ' αυτόν, έτσι ώστε να μην είναι ορατή από τον ιουδαϊκό όχλο. Μόλις ο πρώην Αρχιερέας των Ιουδαίων, Άννας, και ο τότε Αρχιερέας, Καϊάφας, έμαθαν για το όνειρο της Αγίας Πρόκλας παρενέβησαν στον Πιλάτο λέγοντάς του ότι το όνειρο αυτό ήταν ακόμα μία απόδειξη της μαγείας που επιτελούσε ο Ιησούς κι έτσι έπεισαν τον Πιλάτο να συνεχίσει τη δίκη.
             Ο Ωριγένης χαρακτηρίζει την Πρόκλα «μακαρία», εξαιτίας του θεόσταλτου ονείρου που είδε. Συγκεκριμένα γράφει: «Μακαρία δε η τοιαύτα απέχουσα εν ονείροις το παθείν, ίνα µὴ υπερπάθη»39Παράλληλα δε διακηρύττει ότι στο πρόσωπό της ενσαρκώνεται η εξ εθνών Εκκλησία40, δηλαδή η απαρχή της διαδόσεως του Χριστιανισμού στον ειδωλολατρικό κόσμο.
            Το δε θεόσταλτο αυτό όνειρο της Αγίας Πρόκλας θα παραμένει εις τους αιώνες
ένα ακόμα σημάδι ανάμεσα στα τόσα άλλα για την αναμαρτησία, τη Θεότητα και την αυθεντική Μεσσιανικότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ο υπόλοιπος βίος της Αγίας Πρόκλας έως την κοίμησή της.
            Τι όμως συνέβη στην Αγία Πρόκλα μετά τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού; Κάποιες λίγες, αλλά έγκυρες πληροφορίες, χωρίς να λείπουν και κάποιες αμφιλεγόμενες, μάς προσφέρουν τα εκκλησιαστικά βιβλία. Τα απόκρυφα μας εφοδιάζουν με περισσότερες, αλλά αλληλοσυγκρουόμενες και συχνά σε αυτά ο μύθος υπερτερεί της αλήθειας.
            Σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη η Πρόκλα πίστεψε, βαπτίσθηκε και έζησε αγιασμένη ζωή. Το τέλος της δεν ήταν μαρτυρικό, αλλά «εν ειρήνη τελειούται»41.
            Στο βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής42 αναφέρεται ότι η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή μετά την Πεντηκοστή ταξίδεψε στη Ρώμη. Παρουσιάσθηκε στον αυτοκράτορα Τιβέριο και κατήγγειλε τον Πόντιο Πιλάτο και τους αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Ο Καίσαρας διαπίστωσε το αληθές για τα θαύματα του Χριστού και διέταξε να έλθει στη Ρώμη ο Πιλάτος, για να απολογηθεί. Ο Πιλάτος παραδέχθηκε την άδικη κρίση που έκανε, αλλά εν τούτοις καταδικάστηκε σε θάνατο. Φυλακίσθηκε έξω από τη Ρώμη. Πέθανε σε ατύχημα, όταν ο Τιβέριος εβρισκόμενος σε κυνήγι αντί να πετύχει το ζαρκάδι το βέλος του κατά λάθος καρφώθηκε στο μάτι του Πιλάτου, που στεκόταν στο παράθυρο της φυλακής, προκειμένου να τον εκλιπαρήσει για απόδοση χάριτος.          Αντιθέτως ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Εκκλησιαστική Ιστορία του αναφέρει ότι ο Γάιος (Καλιγούλας 36 - 41 μ.Χ.) διέταξε να εξορισθεί ο Πιλάτος και «τοσαύταις περιπεσείν κατέχει λόγος συμφοραίς, ως εξ ανάγκης αυτοφονευτήν εαυτού και τιμωρόν αυτόχειρα γενέσθαι, της θείας, ως έοικεν, δίκης ουκ εις μακρόν αυτόν μετελθούσης»43.Ιστορικά η μαρτυρία του Ευσέβιου είναι έγκυρη. Αλλά και τα περισσότερα από όσα περί του Πιλάτου αναφέρονται στον βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής βρίσκουν ιστορικό έρεισμα κατά το μάλλον ή ήττον44. Η Αγία Πρόκλα, αν και δεν αναφέρεται, είναι σχεδόν βέβαιο ότι, όπως έκανε πάντα, θα συνόδευσε και τώρα τον σύζυγό της κατά την επιστροφή του στη Ρώμη, προκειμένου να δικασθεί. Το αν της επιτράπηκε να τον ακολουθήσει και στη Βιέννη της Γαλλίας, όπου εξορίσθηκε και τελικά αυτός αυτοκτόνησε, φαίνεται μάλλον απίθανο.
            Τα απόκρυφα διηγούνται εμφάνιση του Αναστημένου Χριστού στην Αγία Πρόκλα και φωτισμό της από Αυτόν45. Όπως αναφέρει η «Επιστολή του Πιλάτου προς Ηρώδην» η Πρόκλα μαζί με τον εκατόνταρχο Λογγίνο και τους στρατιώτες, που φύλαγαν τον Τάφο του Χριστού, πήγαν να συναντήσουν τον Αναστημένο Χριστό στο σπίτι όπου βρισκόταν με τους μαθητές Του. Το ίδιο έκανε μετά και ο Πιλάτος. Σύμφωνα με το απόκρυφο«ευαγγέλιο του Νικοδήμου» μετά απ' όλα αυτά η Αγία Πρόκλα βαπτίσθηκε Χριστιανή. Κατά το απόκρυφο κείμενο«Η παράδοση του Πιλάτου» ο Καίσαρας δικάζει τον Πιλάτο στη Ρώμη και τον καταδικάζει σε θάνατο δια αποκεφαλισμού. Ο Πιλάτος πριν εκτελεσθεί προσεύχεται στον Χριστό εκλιπαρώντας να τον συγχωρήσει. Ιδιαίτερη μνεία κάνει στη σύζυγό του Αγία Πρόκλα, που βρισκόταν εκεί δίπλα του, και ζητάει από τον Χριστό να τηνσυγχωρήσει και αυτήΤότε ακούστηκε μια φωνή απ’ τον ουρανό να λέει: «Όλες οι γενιές θα σε αποκαλούν μακάριο…» κι αμέσως μετά εκτελέσθηκε βρίσκοντας μαρτυρικό θάνατο. Μόλις η Αγία Πρόκλα είδε άγγελο Κυρίουνα κατεβαίνει και να παραλαμβάνει την κεφαλή του Πιλάτουπαρέδωσε γεμάτη χαρά το πνεύμα της. Μετά θάφτηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο. Στην Κοπτική και Αιθιοπική εκδοχή ο μάρτυρας  Πιλάτος σταυρώνεται και θάβεται με τη σύζυγό του και τα δυο παιδιά τους δίπλα στον Τάφο του Χριστού!
            Στις 27 Οκτωβρίου όλος ο Ορθόδοξος κόσμος πανηγυρίζει τη μνήμη του Αγίου Νέστορος, του γενναίου συναθλητού του Μεγαλομάρτυρος και Μυροβλήτου, προστάτου της Θεσσαλονίκης, Αγίου Δημητρίου. Πασίγνωστος ο Άγιος Νέστωρ και πολύ αγαπητός, λιγότερο γνωστός ο συνεορτάζων - ακόλουθος του Αγίου Δημητρίου - ο Άγιος Λούπος, αφήνουν άθελά τους στη σκιά και στην αφάνεια τη μνήμη της Αγίας Πρόκλας. Από πολύ νωρίς - άγνωστο όμως πότε ακριβώς - η Αγία Πρόκλα κατατάσσεται στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε από το ότι μνεία της εορτής της συναντάται σε χειρόγραφα εκκλησιαστικών βιβλίων. Μάλιστα προς τιμή της Αγίας Πρόκλας υπήρχε ήδη κατά τον 13ο αιώνα Μονή στην Κωνσταντινούπολη ή στα περίχωρά της46. Η Αγία Πρόκλα μέσα στη χωρία των Αγίων αποτελεί πρότυπο θάρρους, ειλικρίνειας, αλλά και πίστεως στον Χριστό, γι' αυτό και η Εκκλησία δικαίως ψάλλει κατά την ημέρα της μνήμης της: «Έχει παρεστώσάν σε, Πρόκλα Δεσπότης, Ο Πιλάτω πριν σω παραστάς συζύγω».
            Στην Ορθόδοξη βυζαντινή αγιογραφία στον εικονογραφικό τύπο της δίκης του Χριστού δεν απεικονίζεται ποτέ η Αγία Πρόκλα, παρά μόνο ο Πιλάτος ένθρονος να δικάζει ή να νίπτει τας χείρας του. Αντίθετα στη θρησκευτική ζωγραφική της Δύσεως, όπως σε πίνακες της Αναγεννήσεως απεικονίζεται θλιμμένη στο εσωτερικό του Πραιτωρίου, ενώ ο Πιλάτος από τον εξώστη συνομιλεί με τους Ιουδαίους. Σε σύγχρονες Ορθόδοξες αγιογραφίες ζωγραφίζεται η Αγία Πρόκλα ως νέα γυναίκα με μαφόριο να καλύπτει την κεφαλή της και να κρατάει μικρό σταυρό στο δεξί της χέρι.
            Την Αγία Πρόκλα τιμάει ως Αγία και η αιρετική μονοφυσιτική Αιθιοπική "Εκκλησία", δυστυχώς όμως μαζί με τον Πιλάτο, τον οποίο θεωρεί μάρτυρα, στις 25 Ιουνίου47. Το ίδιο ακολουθεί και η επίσης μονοφυσιτική "Εκκλησία" των Κοπτών της Αιγύπτου48. Η ιδιαίτερη τιμή, που αποδίδεται από τους Αιθίοπες και τους Κόπτες στον Πιλάτο και την Αγία Πρόκλα, φαίνεται και από το γεγονός ότι συνεορτάζονται μαζί με τους Αγίους Πέτρο, Παύλο και Ιούδα49. Και ενώ δικαιολογημένα τιμούν την Αγία Πρόκλα, πώς όμως προέκυψε η αναγνώριση αγιότητας στον Πιλάτο; Όπως είχε επισημάνει ο παλιός καθηγητής της Πατρολογίας Παναγιώτης Χρήστου από«ενωρίς ενεφανίσθη πρόθεσις αφ' ενός μεν να δικαιωθή ο Πιλάτος, αφ' ετέρου δε να χρησιμοποιηθή η μαρτυρία αυτού υπέρ του χριστιανικού ευαγγελίου»50Αυτό επιτεύχθηκε δια μέσου της συντάξεως αποκρύφων έργων, τα οποία προσπάθησαν να τον αποπλύνουν από το αθώο αίμα του Χριστού, που τον βάρυνε, όπως το είχε επιχειρήσει και ο ίδιος νίπτοντας τας χείρας του (Μτθ. 27,24). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το απόκρυφο ευαγγέλιο του Πέτρου, όπου στα κείμενό του ο Πιλάτος αθωώνεται από την ενοχή για την καταδίκη του Χριστού και παρουσιάζεται ως θεατής, που είναι μάλιστα ευνοϊκά διατεθειμένος προς τον Κύριο51. Αυτά τα βιβλία είχαν τόσο σημαντική επίδραση σε κάποιους χριστιανικούς πληθυσμούς, ώστε να οδηγήσουν στην αγιοποίηση του Πιλάτου.
            Ο Απόστολος Παύλος στη Β΄ προς Τιμόθεο επιστολή του αναφέρει μια χριστιανή Κλαυδία, που συναποστέλλει τους "ασπασμούς" της προς τον επίσκοπο Άγιο Τιμόθεο. «Ασπάζεταί σε Εύβουλος και Πούδης και Λίνος και Κλαυδία και οι αδελφοί πάντες» (Β΄ Τιμ. 4,21). Ο Απόστολος Παύλος βρισκόταν στη Ρώμη περίπου μεταξύ του 66 - 68 μ.Χ. Κρατούνταν στη φυλακή περιμένοντας το μαρτύριό του, όταν συνέταξε και απέστειλε τη Β΄ προς Τιμόθεο επιστολή του, που θεωρείται το κύκνειο άσμα του52. Όπως αναφέρει ο Ρωμαιοκαθολικός Βολλανδιστής μοναχός Fr. Halkin η Αγία Πρόκλα «ταυτίζεται ενίοτε με την χριστιανήν Κλαυδίαν περί της οποίας ομιλεί ο Απόστολος Παύλος»53Και πράγματι, εάν όντως το άλλο όνομα της Αγίας Πρόκλας ήταν Κλαυδία, δεν αποκλείεται να είναι το ίδιο πρόσωπο με την Κλαυδία, που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος, χωρίς όμως και να είναι και ιστορικά βέβαιο, αφού δεν υπάρχει κάποια ιστορική μαρτυρία για την αναφερόμενη Κλαυδία από τον Απόστολο Παύλο.
            Παρόλα αυτά στο ταυτόσημο των δύο αυτών προσώπων - κατά τη γνώμη μας - συνηγορούν τα εξής: ως επίσημο πρόσωπο η Πρόκλα, μετά την επιστροφή της από τα Ιεροσόλυμα θα διέμενε στη Ρώμη. Ο σύζυγός της είχε ήδη αυτοκτονήσει το 39 μ.Χ. στον τόπο της εξορίας του. Αν ήταν ζωντανός, θα ήταν άνω των 80 ετών, γεγονός που θα καθιστούσε απίθανο να κατέχει κάποια επίσημη θέση στην αυτοκρατορία και να διαμένει μαζί με την Πρόκλα κάπου εκτός Ρώμης. Βαπτισμένη λοιπόν Χριστιανή πλέον η Πρόκλα θα ήταν διακεκριμένο μέλος της Εκκλησίας της Ρώμης, λόγω της συνεπούς χριστιανικής ζωής της, αλλά και όντας πασίγνωστη ως η χήρα του Πιλάτου. Η ίδια θα πρέπει να βρισκόταν σε ηλικία κοντά ή άνω των 70 ετών. Όμως όλα όσα περιέχονται στην παρούσα αυτή παράγραφο αποτελούν εικασίες πιθανές μεν, αλλά όχι αποδεδειγμένες με ιστορικά στοιχεία.
            Είτε λοιπόν αυτή η Κλαυδία ταυτίζεται με την Αγία Πρόκλα είτε το όνομα αυτό ανήκει σε κάποια άλλη γυναίκα «χριστιανή εν Ρώμη», όπως υποστηρίζει ο Διδάκτωρ Θεολογίας Γ. Κωνσταντίνου54, άσχετη με την Αγία Πρόκλα, προφανώς και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για κάποιο αγαπητό πρόσωπο του Αποστόλου Παύλου, γνωστή και στον Απόστολο Τιμόθεο και γι' αυτό αναφέρεται ονομαστικά στην επιστολή. Όπως παρατηρεί και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος απ' όλα τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας της Ρώμης ο Παύλος επιλέγει ορισμένα μόνο μέλη, για να παραθέσει ονομαστικά, δηλαδή τα πιο διακεκριμένα για την πίστη τους και τη δραστηριότητά τους55Ο ιερός Χρυσόστομος, αυτός ο άφθαστος αγιογραφικός ερμηνευτής, σε Ομιλία του αναφερόμενος στο σχετικό στίχο της Β΄ προς Τιμόθεον, από τα συμφραζόμενά του δεν φαίνεται να συνδέει την Κλαυδία με τη σύζυγο του Πιλάτου. Εκθειάζει όμως την αναφερόμενη από τον Παύλο Κλαυδία συγκρίνοντάς την με την Αγία Πρίσκιλλα και πλέκοντας ένα ωραιότατο εγκώμιο για τις χριστιανές γυναίκες. Αξίζει να παραθέσουμε ένα μικρό απόσπασμα: «Οράς πώς και γυναίκες ήσαν διάπυροι περί την πίστιν και θερμαί; Οίον η Πρίσκιλλα, οίον αυτή η Κλαυδία, ήδη εσταυρωμέναι, ήδη παρατεταγμέναι»56.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικοδήμου 1,2.
2. Το αρσενικό είναι Proculus, δηλαδή στα Ελληνικά Πρόκουλος - Πρόκλος. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο έτσι ονόμαζαν οι Ρωμαίοι το παιδί που γεννιόταν κατά το χρονικό διάστημα που έλειπε ο πατέρας του. Βλπ. Κουμανούδη Στεφάνου, Λατινοελληνικόν Λεξικόν, Αθήναι 1884, μέρος Β΄, σελ. 217.
3. Ιωαννίδου Χ. Βασιλείου, Απόκρυφα (Κ. Διαθήκη), στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1963, τ. 2, στ. 1109.
4. Χρήστου Παναγιώτου, Εισαγωγή στην Ελληνική Πατρολογία, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 128.
5. Χρήστου Παναγιώτου, Εισαγωγή στην Ελληνική Πατρολογία, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 128.
6. Τα απόκρυφα ήταν συνήθως ψευδεπίγραφα, για να αποκτήσουν κύρος από το πολύ γνωστό όνομα κάποιου Αγίου που επικαλούνταν ως συγγραφέα τους, όπως εν προκειμένω του Αγίου Νικοδήμου. Απόκρυφα ονομάσθηκαν αυτά τα κείμενα, επειδή οι συντάκτες τους ισχυρίζονταν ότι αντλούν από απόκρυφες πηγές που ήταν γνωστές μόνο σ' αυτούς, προκειμένου να δικαιολογήσουν το ευφάνταστο και μυθώδες περιεχόμενό τους.
7. Halkin Fr.  , Κλαυδία Πρόκλη, στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1965, τ. 7, στ. 610.
8. Η «Επιστολή του Ηρώδη προς Πιλάτον», καθώς και η «Επιστολή του Πιλάτου προς Ηρώδην» αποτελούν απόκρυφα κείμενα, που η παρούσα τους μορφή διασώζεται σε συριακή μετάφραση του 6ου - 7ου αιώνα μ.Χ. Η αρχική τους όμως μορφή είναι πολύ παλαιότερη και γραμμένη στην ελληνική, όπως υποστηρίζει ο γνωστός μελετητής χειρογράφων C. Tisehendorf.
9. Halkin Fr., Κλαυδία Πρόκλη, στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1965, τ. 7, στ. 610.
10. Ανωνύμου άρθρο, Τιβέριος, στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1967, τ. 11, στ. 759 και άρθρο Πιλάτος, στην Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 49, σελ.223 και Βερτολίνη Φραγκίσκου, Ρωμαϊκή Ιστορία, μετάφρ. Σπυρ. Λάμπρου, Αθήναι 1894, σελ. 136.
11. Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄6,5 και  Καραβιδόπουλου Ιωάννη, Πιλάτος, στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1967, τ.10, στ.390. Το συνηθισμένο χρονικό διάστημα παραμονής ενός Ρωμαίου διοικητού σε μια επαρχία ήταν η τριετία. Ο Τιβέριος παρά τα όποια ελαττώματά του - κυρίως ηθικής φύσεως - υπήρξε συνετός κυβερνήτης και επέδειξε ιδιαίτερη φροντίδα για την καλή διοίκηση των επαρχιών. Επέβλεπε συστηματικά τους διοικητές τους, τους οποίους λέγεται ότι συμβούλευε: «καθήκον του καλού ποιμένος είναι να κουρεύει το ποίμνιο, όχι να το γδέρνει».
12. Βερτολίνη Φραγκίσκου, Ρωμαϊκή Ιστορία, μτφρ. Σπυρ. Λάμπρου, Αθήναι 1894, σελ. 136 - 139. Το 31 μ. Χ., όταν ο Τιβέριος ανακάλυψε την προετοιμαζόμενη από τον Σηιανό εναντίον του συνωμοσία, διέταξε την εκτέλεσή του.
13. Βερτολίνη Φραγκίσκου, Ρωμαϊκή Ιστορία, μτφρ. Σπυρ. Λάμπρου, Αθήναι 1894, σελ. 108 και 136 - 139. Ο Τιβέριος εγκατέλειψε τη Ρώμη το 6 μ.Χ. για δυο λόγους: αφενός λόγω του  μίσους που έτρεφε για την Ιουλία και αφετέρου λόγω της ψυχρότητας που του έδειχνε ο πεθερός του, ο αυτοκράτορας Οκταβιανός. Αποσύρθηκε - αυτοεξορίσθηκε στη Ρόδο.   
14. Κουμανούδη Στεφάνου, Λατινοελληνικόν Λεξικόν, Αθήναι 1884, μέρος Β΄, σελ. 217. 
15. Τρεμπέλα Παναγιώτου, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον, Αθήναι 1982, εκδ. 3η.
16. Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1 Βιβλίον Α´.  
17. Tisehendorf  C., Evangelia apocrypha, β΄έκδ., 1876, σελ. 223 και Halkin Fr., Κλαυδία Πρόκλη, στην Θ.Η.Ε.,Αθήναι 1965, τ. 7, στ. 610.
18. Απόκρυφον ευαγγέλιον του Νικοδήμου, 2 και Φιλιππίδου Λεωνίδου, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης εξ επόψεως παγκοσμίου και πανθρησκειακής, Αθήναι 1958, σελ. 539-584.    
19. Σύμφωνα με την απόκρυφη «επιστολή της Κλαυδίας Πρόκλας προς την Fulvia Rornelia» η Πρόκλα αφηγείται: «Ο γιος μου ήταν πέντε χρονών όταν ο Πιλάτος, με την αυτοκρατορική εύνοια, διορίσθηκε επίτροπος στην Ιουδαία». Η απόκρυφη αυτή επιστολή βρέθηκε το 1920 στη βιβλιοθήκη μοναστηριού στο Bruges του Βελγίου και φυλάσσεται σήμερα στο αρχείο του Βατικανού.
19α. Απόκρυφη «επιστολή της Κλαυδίας Πρόκλας προς την Fulvia Rornelia».
20. Πραιτώριον: προέρχεται από Λατινική λέξη, που σημαίνει τη σκηνή ή το ανάκτορο Ρωμαίου κυβερνήτη. Βλπ. Κωνσταντίνου Γ., Λεξικόν των Αγίων Γραφών, Αθήναι 1973, σελ. 819 - 820 και Κολιτσάρα Θ. Ι., Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν της Αγίας Γραφής, Αθήναι 1998, 2η έκδ., σελ. 281 - 282.   
21. Υπάρχουν θεολόγοι και ιστορικοί, όπως ο Γ. Κωνσταντίνου, που υποστηρίζουν ότι το Πραιτώριο, που αναφέρουν οι Ευαγγελιστές, ήταν αυτό που γειτόνευε με τον πύργο Αντωνία και φέρνουν τα πιο πειστικά επιχειρήματα γι' αυτή την εκδοχή, διότι άλλοι διαφωνούν υποστηρίζοντας ότι το Πραιτώριο που αναφέρουν οι Ευαγγελιστές είναι το δεύτερο Πραιτώριο που υπήρχε στα Ιεροσόλυμα, το οποίο κατά τον Ιώσηπο ήταν το παλιό ανάκτορο του Ηρώδη. Βλπ. Κολιτσάρα Θ. Ι., Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν της Αγίας Γραφής, Αθήναι 1998, 2η έκδ., σελ. 282.
22. Κωνσταντίνου Γ., Λεξικόν των Αγίων Γραφών, Αθήναι 1973, σελ. 793 και Κολιτσάρα Θ. Ι., Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν της Αγίας Γραφής, Αθήναι 1998, 2η έκδ., σελ. 278 - 279. 
23. Χατζηφώτη Μ. Ι., Άγιοι Τόποι και Μονή Σινά, Αθήνα χ.χ., σελ.95.
24. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Ομιλία ΠΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1979, Ε.Π.Ε., τ. 12, σελ. 298.
25. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Ομιλία ΠΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1979, Ε.Π.Ε., τ. 12, σελ. 298. 
26. Εκκλ. 5,2 και Ιώβ 20,8 και Ησ. 29,7.  
27. Σοφ. Σειρ. 34,7 - 8.  
28. Ιώβ 33, 13 - 18.  
29. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο Καισαρείας ο Ωριγένης συνέταξε το ερμηνευτικό υπόμνημά του στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο στα μέσα του 3ου αιώνα, βλπ. Εκκλησιαστική Ιστορία 6,34. Δυστυχώς ο Ωριγένης έπεσε σε αιρετικές πλάνες και γι' αυτό δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας.   
30. Ωριγένους, Εις το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον εξηγητικών, ΒΕΠΕΣ, τ. 13.
31. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Ομιλία ΠΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1979, Ε.Π.Ε., τ. 12, σελ. 298.
32. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον,  
Ομιλία ΠΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1979, Ε.Π.Ε., τ. 12, σελ. 298.
33. Ωριγένους, Εις το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον εξηγητικών, ΒΕΠΕΣ, τ. 13.
34. Τρεμπέλα Παναγιώτου, Χριστός Ιησούς, στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1968, τ. 12,
στ. 1064.  
35. Ωριγένους, Εις το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον εξηγητικών, ΒΕΠΕΣ, τ. 13.
36. Φιλιππίδου Λεωνίδου, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης εξ επόψεως παγκοσμίου και πανθρησκειακής, Αθήναι 1958, σελ. 539-584, απόδοση στη δημοτική Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης από το βιβλίο: Περίπατοι στην Αγία Γραφή.
37. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Ομιλία ΠΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1979, Ε.Π.Ε., τ. 12, σελ. 298.
38. Φιλιππίδου Λεωνίδου, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης εξ επόψεως παγκοσμίου και πανθρησκειακής, Αθήναι 1958, σελ. 539-584, απόδοση στη δημοτική Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης από το βιβλίο: Περίπατοι στην Αγία Γραφή.  
39. Ωριγένους, Εις το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον εξηγητικών, P.G. 13,1773, 4. 
40. Ωριγένους, Εις το κατά Ματθαίον ευαγγέλιον εξηγητικών, P.G. 13,1773, 4.  
41. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού,  
42. Βασιλοπούλου Χαραλάμπους αρχ., Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή, Αθήναι 1977, έκδ. Ε΄ 2005, σελ.22 - 27 και Λαγγή Ματθαίου, Μέγας Συναξαριστής της Ορθόδοξου Εκκλησίας, Αθήναι, έκδ. Ε΄, τόμος 7ος, σελ. 425 και Αβερκίου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Ιστορία ακριβής περί των κατά την Σταύρωσιν και Ανάστασιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τελεσθέντων. Εν Βάρνη 1896, σελ. 60-63.
43. Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιβλίον Β΄, Ζ΄, P.G. 20.
44. Ο Πιλάτος είναι ιστορικά αποδειγμένο ότι κλήθηκε το 36 μ.Χ. να επιστρέψει στην Ρώμη, ύστερα από διαταγή του Τιβέριου, προκειμένου να απολογηθεί για διάφορες αυθαίρετες και άδικες πράξεις εναντίον των Ιουδαίων και των Σαμαρειτών. Όμως, επειδή ο Τιβέριος απεβίωσε στις 6 Μαρτίου του 37 μ.Χ., δικάσθηκε από τον διάδοχό του, Γάιο Καλιγούλα. Καθαιρέθηκε από το αξίωμά του και εξορίσθηκε στη Βιέννη της Γαλλίας, όπου και αυτοκτόνησε το 39 μ.Χ.. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Τερτυλλιανού (Απολογία V, PL 1, 290 - 292) ο Τιβέριος λαμβάνοντας έγκυρες πληροφορίες πείσθηκε για τη Θεότητα του Ιησού Χριστού. Ζήτησε λοιπόν από τη Σύγκλητο να Τον συμπεριλάβει μεταξύ των άλλων λατρευομένων θεοτήτων. Όμως η πρόταση του καταψηφίσθηκε.
45. Halkin Fr., Κλαυδία Πρόκλη, στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1965, τ. 7, στ. 610.
46. Halkin Fr., Κλαυδία Πρόκλη, στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1965, τ. 7, στ. 610.
47. Καραβιδόπουλου Ιωάννη, Πιλάτος, στη Θ.Η.Ε., τ. 10, στ. 392 και Halkin Fr., Κλαυδία Πρόκλη, στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1965, τ. 7, στ. 610. Ο Fr. Halkin αναφέρει λανθασμένα ως ημερομηνία εορτασμού τους την 19η Ιουνίου.
48. Χρήστου Παναγιώτου, Νικόδημος (Το Ευαγγέλιον), στη Θ.Η.Ε., Αθήναι 1966,
τ. 9, στ. 495.
49. Butcher Kevin, The further adventures of Pontius Pilate.
50. Χρήστου Παναγιώτου, Νικόδημος (Το Ευαγγέλιον), στη Θ.Η.Ε., Αθήναι 1966,
τ. 9, στ. 495. 
51. Γκητάκος Χ. Μιχαήλ, Πέτρος ο Απόστολος (απόκρυφο ευαγγέλιο Πέτρου), στη Θ.Η.Ε., Αθήναι 1967, τ. 10, στ. 359 - 360. Το απόκρυφο ευαγγέλιο του Πέτρου γράφθηκε στην απλή ελληνική της εποχής γύρω στα μέσα του Β΄ αιώνα μ.Χ. από συγγραφέα που βρισκόταν κάτω από την επίδραση αιρετικών δοκητικών απόψεων.
52. Σάκκου Ν. Στέργιου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη 1984,     
σελ. 137 και 163 και Καραβιδόπουλου Ιωάννη, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 299 και Κρικώνη Χρίστου, Απόστολος Παύλος και οι συνεργάτες του Τιμόθεος και Σίλας, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 61 - 62.
53. Halkin Fr., Κλαυδία Πρόκλη, στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1965, τ. 7, στ. 610.
54. Κωνσταντίνου Γ., Λεξικόν των Αγίων Γραφών, Αθήναι 1973, σελ. 531.    
55. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις την Β΄ προς Τιμόθεον Επιστολή, Ομιλία Ι΄, Θεσσαλονίκη 1979, Ε.Π.Ε., τ. 23, σελ. 662 - 663.
 56. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις την Β΄ προς Τιμόθεον Επιστολή, Ομιλία Ι΄, Θεσσαλονίκη 1986, Ε.Π.Ε., τ. 23, σελ. 660.