Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Η Μεγαλομάρτυς Αγία Κυριακή



site analysis


Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ 
Θεολόγου Καθηγητού
Οι Μάρτυρες κατέχουν τη σημαντικότερη θέση στην Εκκλησία μας, διότι Αυτή είναι θεμελιωμένη στη μαρτυρία, στα βασανιστήρια, στο αίμα και στην ίδια τη ζωή εκείνων. Τα λεγόμενα «Μαρτυρολόγια» είναι οι βιογραφίες των Μαρτύρων της Εκκλησίας μας, τα οποία διηγούνται τις ηρωικές τους ομολογίες στο Χριστό και τα αφάνταστα δεινοπαθήματά τους από τους διαχρονικούς χριστιανομάχους.
Οι Μάρτυρες γυναίκες υπήρξαν το ίδιο ηρωικές με τους άνδρες, και σε πολλές περιπτώσεις τους ξεπερνούσαν σε θάρρος, ηρωισμό και παρρησία, μπροστά στους δημίους βασανιστές τους! Μια από αυτές είναι και η μεγαλομάρτυς Κυριακή, ένα εύοσμο άνθος πίστεως, ευσέβειας, αγνότητας, ηρωισμού και καρτερίας της αρχαίας Εκκλησίας.
Γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας και έζησε τον 4ο μ. Χ. αιώνα, από γονείς Έλληνες χριστιανούς και ευσεβείς. Ήταν πολύ πλούσιοι, αλλά δεν είχαν παιδί. Για τούτο και προσεύχονταν αδιαλείπτως στο Θεό να τους χαρίσει το δώρο της παιδοποιίας. Ο Θεός άκουσε τις δεήσεις τους και πράγματι τους χάρισε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, το οποίο γεννήθηκε ημέρα Κυριακή και γι’ αυτό του έδωσαν το όνομα Κυριακή, που σημαίνει αφιερωμένη στον Κύριο, όπως και η αγία ημέρα Του.
Η Κυριακή μεγάλωνε μέσα στην ευσέβεια της οικογένειάς της. Από μικρή απέκτησε ακράδαντη πίστη στο Θεό και απέραντη αγάπη για το Χριστό. Εκείνος την προίκισε με σπάνιο σωματικό κάλλος και υπέρμετρη ευγένεια ψυχής, ώστε να ξεχωρίζει από όλα τα άλλα κορίτσια της μεγαλούπολης, όπου ζούσε. Νωρίς είχε αποφασίσει να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό, διαφυλάσσοντας την παρθενία της για το Νυμφίο Χριστό. Ας μην ξεχνάμε πως για τον Χριστιανό δύο δρόμοι υπάρχουν: ο δρόμος της παρθενίας και ο δρόμος του γάμου. Και οι δύο δρόμοι είναι ευλογημένοι και ισότιμοι για την Εκκλησία μας.
Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου πολλοί μνηστήρες επιθυμώντας το κάλλος του σώματος και της ψυχής της τη ζήτησαν να την παντρευτούν. Αλλά εκείνη με ευγένεια τους απωθούσε, ομολογώντας την επιλογή της να είναι αρραβωνιασμένη σε όλη της τη ζωή με το Χριστό και να υπηρετεί την Εκκλησία Του στα πρόσωπα των αναξιοπαθούντων ανθρώπων.
Αλλά η ζωή των Χριστιανών την εποχή εκείνη δεν ήταν εύκολη, διότι η Εκκλησία του Χριστού βρισκόταν σε διωγμό. Για τριακόσια χρόνια το διεφθαρμένο ειδωλολατρικό ρωμαϊκό κράτος δίωκε μέχρι αφανισμού τους Χριστιανούς. Οι απόλυτα διεφθαρμένοι αυτοκράτορες, μη έχοντας την παραμικρή ηθική αναστολή, έβγαζαν διατάγματα, με τα οποία απαγόρευαν με την ποινή του θανάτου την άσκηση της χριστιανικής λατρείας. Όσοι Χριστιανοί συλλαμβάνονταν και δεν δεχόταν να υπογράψουν λίβελο απάρνησης της πίστης τους και δε θυσίαζαν στους ειδωλολατρικούς «θεούς» υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να αρνηθούν την πίστη τους και να θανατωθούν αν επιμένουν.
Στα χρόνια που ζούσε η Κυριακή, αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο θηριώδης Διοκλητιανός, ο οποίος διέταξε το 303 μ. Χ. τον φοβερότερο διωγμό, χειρότερο από όλους τους προηγούμενους. Οι αδίστακτοι ιερείς των σκοταδιστικών μαντείων του Κλαρίου και του Διδυμαίου Απόλλωνος της Μ. Ασίας είχαν πείσει το δεισιδαίμονα αυτοκράτορα πως οι Χριστιανοί είναι μιασμένοι και πως οι «θεοί» εξαιτίας του μιάσματος αυτού εγκατέλειψαν το κράτος. Για να επανακτηθεί η «εύνοιά» τους έπρεπε να εκλείψουν οι Χριστιανοί! Ο Διοκλητιανός πείσθηκε. Χιλιάδες Χριστιανοί συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν σε φρικτά βασανιστήρια και έχυναν το αίμα τους  για το Χριστό. Δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί έχαναν τα αξιώματά τους και φονεύονταν. Βιβλία καίγονταν, περιουσίες κατάσχονταν, ναοί κατεδαφίζονταν! 
Κάποιος ειδωλολάτρης δικαστής της Νικομήδειας ήθελε να αρραβωνιάσει την Κυριακή με το γιό του. Όταν εκείνη αρνήθηκε την κατάγγειλε στις αρχές ως Χριστιανούς την ίδια και τους γονείς της.  Ο ίδιος ο αυτοκράτορας διέταξε να υποβληθούν σε σκληρά βασανιστήρια. Τους έδερναν συνεχώς ώσπου να σταματούν οι στρατιώτες από κούραση το ξυλοδαρμό. Αλλά ούτε οι απειλές, ούτε οι κολακείες των ειδωλολατρών έφεραν αποτέλεσμα. Έτσι αποφάσισαν να στείλουν εξορία τους γονείς της στην Μελιτηνή της Αρμενίας και την Κυριακή να σταλεί στον επίσης θηριώδη Μαξιμιανό για ανάκριση.
Η αγία ομολόγησε με περισσό θάρρος την πίστη της στο Χριστό. Για την ομολογία της παραδόθηκε σε άξεστους στρατιώτες να τη βασανίσουν, αλλά έμεινε ακλόνητη στην πίστη της. Ένα βράδυ, στο σκοτεινό δεσμωτήριό της, άκουσε τη φωνή του Θεού να την ενθαρρύνει «Μη φοβάσαι Κυριακή τα βασανιστήρια, το πνεύμα μου είναι μαζί σου»! Κατόπιν παραδόθηκε στον κτηνώδη έπαρχο της Βιθυνίας Ιλαρίωνα, να τη βασανίσει ακόμα περισσότερο, με σκοπό να καμφθεί. Ο Ιλαρίων έδωσε εντολή να την καίνε καθημερινά με αναμμένες δάδες και να την κρεμούν για μέρες από τα μαλλιά. Όμως ο Θεός θεράπευε θαυματουργικά τις πληγές της, ώστε να πιστέψουν πολλοί ειδωλολάτρες και να οδηγηθούν και αυτοί στο μαρτύριο!
Τέλος την οδήγησαν σε παρακείμενο ειδωλολατρικό ναό να θυσιάσει στα είδωλα. Όταν την έφεραν στο άντρο αυτό των δαιμόνων, παρακαλούσε το Χριστό να τη βοηθήσει. Και το θαύμα έγινε: δυνατός σεισμός γκρέμισε τα αγάλματα των «θεών», τα οποία έγιναν θρύψαλα. Όμως το γεγονός εξαγρίωσε τους ειδωλολάτρες δημίους και ιερείς. Γι’ αυτό άναψαν φωτιά δίπλα στο βωμό και την έριξαν να καεί. Αλλά οι φλόγες δεν την έκαιγαν! Μετά από αυτό, και με παρακίνηση των αδίστακτων ειδωλολατρών ιερέων, την αποκεφάλισαν. Ήταν μόνο 21 ετών! Δεν υπέκυψε στα φρικτά βασανιστήρια και δεν πρόδωσε την αγία πίστη της. Έφυγε για την Άνω Ιερουσαλήμ ως αγνή και καλλιπάρθενος νύμφη του Χριστού, και ενώθηκε η μακάρια ψυχή της με τον Νυμφίο της αιωνίως!   Η μνήμη της εορτάζεται στις 7 Ιουλίου.     

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Αγία Φεβρωνία († 25 Ιουνίου)



site analysis

Αποτέλεσμα εικόνας για Αγία Φεβρωνία († 25 Ιουνίου)
 Η ενάρετη μοναχή, που αρνήθηκε για σύζυγό της υψηλόβαθμο Ρωμαίο


Η Αγία Φεβρωνία ήταν περιζήτητη νύμφη για τη σωματική της ομορφιά. Το ίδιο όμως έλαμπε και η αγνή ψυχή της.
Για τον λόγο αυτό, σε ηλικία 17 ετών, επέλεξε τον δρόμο της άσκησης και της εγκράτειας, στο μοναστήρι όπου ηγουμένη ήταν η θεία της, Βρυένη και βρισκόταν στη Μεσοποταμία (στην πόλη της Νισίβεως, που λέγεται Αντιόχεια της Μυγδονίας και βρισκόταν στα σύνορα του Βυζαντινού και του Περσικού κράτους).
Γρήγορα, παρά το νεαρό της ηλικίας της, προσαρμόσθηκε στους δύσκολους κανόνες της μοναχικής ζωής, βρίσκοντας παράλληλα και χρόνο για να μελετά και να εμβαθύνει στις Θείες Γραφές.
Εγινε, δε, υπόδειγμα ανάμεσα στις άλλες μοναχές, για τη σύνεσή της, τον ζήλο της, την προθυμία της και το ταπεινό της φρόνημα.
Κατά τους χρόνους του μεγάλου διωγμού, που είχε εξαπολύσει ο Διοκλητιανός στο τέλος του  3ου μ.Χ. αιώνα, ζούσε στη Ρώμη ένας νεαρός  ονόματι Λυσίμαχος, ο οποίος προοριζόταν για Επαρχος.Επειδή όμως ο Διοκλητιανός είχε ακούσει ότι ήταν κοντά στον Χριστό, αποφάσισε να τον στείλει στην Ανατολή, μαζί με τον ιδιαίτερα σκληρό θειο του, τον Σελήνο και μεγάλο αρθιθμό στρατιωτών, για να διώξουν τους Χριστιανούς. Στην Παλμύρα της Μεσοποταμίας, ο Σελήνος θανάτωνε πολλούς Χριστιανούς. Ο Λυσίμαχος,  προκειμένου να περιορίσει το κακό, ζήτησε από τον επικεφαλής των στρατιωτών να περιορίσει τους διωγμούς.
Στη Μεσοποταμία υπήρχε ένα γυναικείο Μοναστήρι με πενήντα μοναχές και Ηγουμένη την Βρυένη. Ανάμεσα στις αδελφές ήταν και μια πολύ ενάρετη μοναχή, η εικοσάχρονη Φεβρωνία, που ήταν ανιψιά της Βρυένης.
Ομως, εκείνο τον καιρό ήλθαν στη χώρα αυτή ο Σελήνος και ο Λυσίμαχος με τα στρατεύματά τους, αναγκάζοντας τους Χριστιανούς να κρυφθούν στα όρη και στις σπηλιές. Ετσι και οι μοναχές ζήτησαν ευλογία για να κρυφτούν στους γύρω τόπους. Και η Ηγουμένη Βρυένη τους επέτρεψε να πράξουν κατά το συμφέρον τους, κάνοντας όπως θέλουν. Η Φεβρωνία όμως αρνήθηκε να εγκταταλείψει το μοναστήρι.
Οταν ο Σελήνος ενημερώθηκε για το γυναικείο μοναστήρι, έστειλε να συλλάβουν τις μοναχές.Τελικά συνέλαβαν τη Φεβρωνία και τη φυλάκισαν.
Ο  Σελήνος, εντυπωσιασμένος από το κάλλος και την ευγένεια της Φεβρωνίας, της πρότεινε να λάβει σύζυγο τον Λυσίμαχο, που θα γινόταν Επαρχος και θα τους χάριζε όλο τον πλούτο του. Την απείλησε ότι αν δεν δεχθεί τον λόγο του, τρεις ώρες δεν θα την αφήσει ζωντανή.
Η αγία αρνήθηκε και τότε άρχισαν τα βασανιστήρια. Την έβαλαν πάνω σε φωτιά και άρχισαν να τη χτυπούν.Στη συνέχεια άρχισαν να της ξεσκίζουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια, να την καίνε και να τις βγάζουν τα δόντια.Στη συνέχεια την ακρωτηρίασαν.Ο Σέληνος, σύμφωνα με την παράδοση, τρελάθηκε και αυτοκτόνησε, κτυπώντας το κεφάλι του σε μια κολώνα.
Ο Λυσίμαχος μαζί με τον Πρίμο μετέφεραν το λέιψανο της αγίας στο μοναστήρι.
Οταν ο  Επίσκοπος εκείνης της πόλεως έκτιζε έξι χρόνους ναό περικαλλή στο όνομα της Αγίας Φεβρωνίας και όταν τον τελείωσε, επήγαν όλοι οι Επίσκοποι στο μοναστήρι, να ζητήσουν το άγιο λείψανό της, για να το φέρουν στον νέο Ναό. Η δε Ηγουμένη και όλες οι αδελφές, έπεσαν στα πόδια των Επισκόπων,  παρακαλώντας να μην τις υστερήσουν αυτό τον θησαυρό. Η δε Ηγουμένη κατέληξε ότι «αν αυτό το έργο αρεστό της Αγίας και της αγιοσύνης σας, τις είμαι εγώ να το εμποδίσω; υπάγετε λοιπόν και σηκώσατέ την, εάν είναι Θεού θέλημα».
Τότε επήγαν οι Αρχιερείς στον τάφο της Μάρτυρος, και αναγίνωσκαν τις ευχές να σηκώσουν το γλωσσόκομο. Οταν επλήρωσαν την ευχή οι Επίσκοποι και άπλωσαν τα χέρια να σηκώσουν το άγιο λείψανο, γίνεται ευθύς στον αέρα βροντή μεγάλη και φοβερά τόσο, ώστε έπεσαν κατά γης όλοι έντρομοι. Και πάλι όταν πέρασε λίγη ώρα και συνήλθαν από τον φόβο, ξαναδοκίμασαν να το σηκώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν, διότι τόσο μέγας και φοβερός σεισμός έγινε, ώστε φαινόταν ότι ήθελε να πέσει όλη η πόλη. Τότε εγνώρισαν όλοι, ότι δεν ήθελε η Αγία να φύγει από το μοναστήρι. Με θαυμαστό τρόπο, επέτρεψε μόνο να δοθεί ένα δόντι της στον Επίσκοπο και τον έθεσαν στο Αγιο Θυσιαστήριο του νέου Ναού, όπου και εποίησε πολλά θαυμάσια.
Πηγή

Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Η Γερόντισσα Ταρσώ και ο αγιορείτης ιερομόναχος



site analysis


Ένας αγιορείτης ιερομόναχος, που επισκέφθηκε πολλές φορές την Γερόντισσα Ταρσώ διηγείται.
«…μ’ έβλεπε για πρώτη φορά, χωρίς να γνωρίζει τίποτε δι’ εμέ.
Ποιος και από πού και τι είμαι… μείναμε οι δυο μας να κατηφορίζουμε προς το κελί της.
Καθίσαμε έξω. Ήταν χειμώνας, Φεβρουάριος μήνας και έκανε κρύο πολύ.
Με έβαλε στο μέρος που έλουζε ο ήλιος, ενώ αυτή κάθισε στη σκιά και κοίταζε κάτω…
Μου γεννήθηκε μεγάλη εσωτερική επιθυμία να μάθω την ζωή της.
Στην σκέψη μου αυτή, σήκωσε τα μάτια της, με κοίταξε τόσο ερευνητικά που αναγκάστηκα να στρέψω αλλού το βλέμμα μου.
Χωρίς να ξέρω πως και να μπορώ να το εκφράσω με λόγια, αισθανόμουν διαφορετικά, πολύ ελεύθερα, σε χώρο χωρίς όρια, πολύ ευρύ και ο νους μου άρχισε σαν σε ταινία να παρακολουθεί την ζωή αυτής της γυναίκας και να βλέπει, πως διά βίου αγωνίζεται τον χειμώνα στα κρύα, στις βροχές και στους ανέμους, το θέρος στην ζέστη, την άγρυπνο στάση, την κακοπάθεια του σώματος, την έλλειψη αγαθών, την απουσία ναού, λατρείας, υμνολογίας και κυρίως της συμπαραστάσεως και κοινωνίας των συνασκουμένων.
Σε όλα αυτά συνέκρινα την δική μου ζωή και έλεγα μέσα μου, «αλλοίμονο, τι κάνει αυτή για την αγάπη του Θεού και τι κάνω εγώ…»
Γερόντισσα Ταρσώ η δια Χριστόν σαλή

Η Οσία Αγάθη της Κουσελαούκα(+9 Ιουνίου 1873) Μία Νέα Αγία!



site analysis



 Η Οσία Αγάθη γεννήθηκε το 1819 στο χωριό Πασατέλ,στην Μολδαβία.Οι γονείς της Ιωάννης και Ευδοκία Μαραντσιούκ ήταν ευλαβείς χριστιανοί,πήγαιναν συχνά για προσκύνημα στους αγιασμένους τόπους της πατρίδας τους και είχαν ξεχωριστή ευλάβεια για τους αγίους της Λαύρας των Σπηλαίων.
Η μικρή Αγάθη παρακαλούσε τους γονείς της με δάκρυα στα μάτια να την παίρνουν μαζί τους στα προσκυνήματα.Οι γονείς ξέροντας τις δυσκολίες της διαδρομής την άφηναν σπίτι με τα συγγενικά τους πρόσωπα.Πρέπει να πούμε πως εκείνη την περίοδο τα προσκυνήματα γίνονταν με τα πόδια και ένα παιδί ήταν ένα επιπλέον βάρος

  Μία φορά οι γονείς της πήγαν στην Λαύρα των Σπηλαίων και άφησαν την μικρή Αγάθη υπό την επίβλεψη των συγγενών.Λίγες μέρες μετά η μικρή Αγάθη ξεκίνησε μόνη της για την Λαύρα των Σπηλαίων σκεπτόμενη πως μπορεί να φτάσει εκεί μόνη της.Ο Κύριος όμως της είχε ετοιμάσει άλλον δρόμο.Προχωρόντας η μικρή μέσα στο σκοτάδι,έπεσε σ'ένα πηγάδι βαθύ και τραυμάτισε τα πόδια της.Αυτό το ατύχημα σημάδεψε την ζωή της αφού απ'όταν την βρήκαν αναγκάστηκε να μείνει για πάντα στο κρεβάτι.Σε αυτό το πηγάδι πέρασε τρία χρόνια και την παρηγορούσαν και την ενίσχυαν οι Άγιοι Άγγελοι του Θεού,οι οποίοι την έτρεφαν με το ουράνιο μάννα.

  Επιστρέφοντας από την Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου οι γονείς έκλαψαν πολύ για την απώλεια της κόρης τους την οποίαν θεωρούσαν νεκρή.
Στα μέρη αυτά το έδαφος ήταν γόνιμο και πλούσιο χορτάρι κάλυπτε τα βοσκοτόπια

  Όχι πολύ μακριά από το πηγάδι που ζούσε με τρόπο θαυμαστό η Αγάθη,έβοσκε τα πρόβατά του ο Δημήτριος,ο οποίος ξεχώριζε από τους άλλους για την καλωσύνη της ψυχής του.Μιά φορά και ενώ πήγαινε τα πρόβατά του στον κάμπο άρχισε να ψάλλει τους Ψαλμούς.Τότε άκουσε μέσα από το πηγάδι μια αγγελική μελωδία.Έτσι βρήκε την Αγάθη,την έβγαλε από το πηγάδι και ειδοποίησε τους γονείς της.Η Αγάθη ομολόγησε λίγο αργότερα πως έρχονταν δύο περιστέρια και την τάιζαν και την ζέσταιναν.Βλέποντας οι γονείς της πως δεν μπορεί να περπατήσει,την ανέβασαν σ'ένα καρότσι και την πήγαν στο σπίτι

Η ευλογία του Αγίου Όρους

  Έτσι έφτασε η Αγάθη στο πατρικό της σπίτι όπου μπορούσε να απολαύσει την αγάπη και τις φροντίδες των δικών της.Η Αγάθη όμως είχε αλλάξει.Δεν ήταν πια το κορίτσι που μιλούσε πολύ αλλά είχε περιπέσει σε μία βαθιά σιωπή,περνώντας τον καιρό της προσευχόμενη.Η Αγάθη πέρασε μερικά χρόνια μέσα στην ακατανόητη για τους άλλους αυτή σιωπή υποφέροντας από ασθένειες και πόνους.Μέσα σε αυτήν την σιωπή τον πόνο και την υπομονή την αξίωσε ο Κύριος με το χάρισμα της θαυματουργίας.Δίπλα στο κρεβάτι της τώρα έρχονταν άνθρωποι ασθενείς και δυστυχείς τους οποίους η Αγάθη με τις προσευχές της τους απάλασσε από τον πόνο και την ασθένεια.Στο κρεβάτι του πόνου την επισκέφτηκαν και δύο μοναχοί από το Άγιον Όρος.Αφού συζήτησαν 
της χάρισαν ένα Ευαγγέλιο ως ευλογία από το Άγιον Όρος και το οποίο ποτέ δεν το αποχωρίστηκε.


  Εμπιστεύτειτε στον Κύριο τον πόνο σας και Εκείνος θα σας θρέψει

Στο χωριό Πασατέλ,όπου ζούσε η Αγάθη,κατοικούσαν και δύο πιστοί ο Βασίλης και η Ξένια,οι οποίοι μεγάλωναν 12 παιδιά.Είχαν ένα μικρό κομμάτι γης και μία αγελάδα για να τρέφουν την οικογένεια.Ο εχθρός όμως του ανθρωπίνου γένους προέτρεψε έναν άνθρωπο ονόματι Αρτέμιο να τους κλέψει την αγελάδα.Ο Βασίλης και η Ξένια ζήτησαν την βοήθεια της Αγάθης και εκείνη τους ησύχασε λέγοντας:«Εμπιστεύτειτε στον Κύριο τον πόνο σας και Εκείνος θα σας θρέψει»έχοντας εμπιστοσύνη στο απέραντο έλεος του Θεού.

Η Οσία Αγάθη τους έστειλε σπίτι και αυτοί άρχισαν να προσεύχονται θερμά.Το βράδυ εκείνο ο Αρτέμιος είδε ένα τρομαχτικό όνειρο:είχε λέει πέσει σε ένα βαθύ λάκκο,σκοτεινό,απ'όπου μάταια προσπαθούσε να βγει.Μετά από πολλές μάταιες προσπάθειες ο Αρτέμιος πρόσεξε στην άκρη του λάκκου να στέκεται η Αγάθη ηοποία απλώνοντας το χέρι της για να τον βοηθήσει του έλεγε:«Επέστρεψε αυτά που έκλεψες!».Μετά από αυτό εξαφανίστηκε.Ο Αρτέμιος ξύπνησε κααττρομαγμένος και κρύος ιδρώτας τον είχε λούσει.Το ίδιο εκείνο πρωινό επέστρεψε την αγελάδα και έζησε την υπόλοιπη ζωή του εν προσευχή και νηστεία.

 Το πατρικό σπίτι της Αγάθης ήταν τόπος παρηγοριάς και ενισχύσεως της πίστης.Συχνά έφερναν πλούσια δώρα ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας για τις προσευχές της,δια των οποίων ο πολυεύσπλαγχνος Κύριος θεράπευε τους ασθενείς,έδινε φωνή στους μουγγούς,φως στους τυφλούς, ακοή στους κωφούς και ειρήνευε όλους όσους ζητούσαν τις προσευχές της.
Άλλη όμως ήταν η πρόνοια του Θεού.Να μην είναι πια το πατρικό σπίτι της Αγάθης ένα καταφύγιο για αυτούς που ήθελαν βοήθεια.Η Παναγία εμφανίστηκε στον ύπνο της και την πρόσταξε να πάει στο πιο φτωχό μοναστήρι της Μολδαβίας,στην Κουσελαούκα.

42 χρόνια στο μοναστήρι πάνω σ'ένα κρεβάτι

 Ερχόμενη η Αγάθη στην Κουσελαούκα συνέχισε να καθοδηγεί και να προσεύχεται για τους ανθρώπους.Οι ευεργεσίες της είχαν γίνει γνωστές σε όλην την χώρα και χριστιανοί ερχόνταν από τα πιο μακρινά μέρη,φέρνοντας αγαθά και συνεισφέροντας στην ανοικοδόμιση της μονής

Νέα κτίρια χτίστηκαν και ο  κανόνας προσευχής της μονής έγινε πιο αυστηρόςΑνάμεσα σε αυτούς που ερχόντανσυχνά στο κελί της Αγάθης ήταν και μία διακόνισσα στην οποία η Αγάθη προείπε πως μετά την κοίμησή της ,αυτή θα είναι η ηγουμένη του μοναστηριού.Στον διάκονο-σύζυγό της δώρησε ένα μεγάλο κομποσχοίνι σαν ένα σημάδι πως η ζωή του πρέπει να προσαρμοστεί στην μοναχική άσκηση.

 Η Αγάθη έζησε στο μοναστήρι 42 χρόνια χωρίς ποτέ να σηκωθεί από το κρεβάτι της εξαιτίας της ασθένειάς της.Υπέφερε από πολλές δυσκολίες ο Θεός όμως της έδωσε το προορατικό χάρισμα.Προφήτεψε την ακμή και την παρακμή της μονής πράγμα που συνέβη ακτά τα χρόνια του κομμουνιστικού διωγμού,όταν έκλεισαν οι ναοί,εθνικοποιήθηκαν τα κτήματα και οι μοναχές υποχρεώθηκαν να δουλέψουν στα κολχόζ.

Κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής της η Οσία Αγάθη συνομιλούσε συχνά με την ηγουμένη και τις μοναχές και τις συμβούλευε να σηκώσουν τον σταυρό τους με ειρήνη και μετάνοια.
Στις 9 Ιουνίου 1873 η Αγάθη μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Πανάγαθου Θεού.Οι αυτόπτες μάρτυρες λένε πως μόλις κοινώνησε το πρόσωπό της έλαμψε μ'ένα ασυνήθιστο φως

Λίγο μετά την κοίμηση της η σύζυγος του διακόνου στην οποία είχε προφητέψει η Οσία,έγινε μοναχή στην Κουσαλεούκα.Εκεί έχτισε ένα εκκλησάκι και έφτιαξε ένα πηγάδι το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα.Οι αδελφές της μονής με αυτό το νερό μαγειρεύουν.Εκτός από την ωραία γεύση του θεραπεύει και από πονοκεφάλους και άλλες ασθένειες.Σύμφωνα με την παράδοση,η Οσία Αγάθη λίγο πριν κοιμηθεί υποσχέθηκε πως δεν θα εγκαταλείψει το μοναστήρι και ότι θα βοηθάει όλους όσους το ζητούν με τις προσευχές τους.Αδιάψευστος μάρτυρας είναι τα θαύματα που γίνονται σήμερα στο μοναστήρι

Σήμερα τα λείψανα της Οσίας Αγάθης βρίσκονται στην Μονή Κουσαλεούκα.Η αγιοκατάταξή της έγινε από το Πατριαρχείο Μόσχας στις 15 Ιουλίου 2016 και η μνήμη της θα τιμάται στις 9 Ιουνίου ημέρα της κοιμήσεώς της

πηγή / Απόδοση στα ελληνικά-επιμέλεια π.Γεώργιος Κονισπολιάτης/proskynitis.blogspot


Η σελίδα της μονής-http://manastireacuselauca.info/

Η πρσφορά της μάνας στήν οικογενεια


Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Ήταν μια γιαγιά..



site analysis

.


Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Ήταν μια γιαγιά, που είχε αρρωστήσει βαριά και την πήγαν στο νοσοκομείο και μετά από μια βδομάδα θα την χειρουργούσαν. 
Η γιαγιά όμως διατείνονταν εκεί στο περιβάλλον της, ότι δεν θα προλάβαιναν να την χειρουργήσουν, διότι σε 3 μέρες και ώρα 5 το απόγευμα, θα πέθαινε!! 
Όσοι την άκουσαν άρχισαν να σκέφτονται: '' Η γιαγιά παλάβωσε, τρελάθηκε! Πράγματι, όταν γεράσει ο άνθρωπος, δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει...''. 

Όμως η γιαγιά ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος! Και πράγματι την τρίτη μέρα της νοσηλείας της, στις 5 το απόγευμα, παρέδωσε το πνεύμα!
Όταν επαληθεύτηκαν τα λόγια της γιαγιά, όλοι άρχισαν να αναζητούν, τι καλό έκανε στη ζωή της, αυτή η γιαγιά. Διαπίστωσαν ότι ήταν νηστευτής μια ολόκληρη ζωή, έφτιαχνε κρυφές ελεημοσύνες και προσευχόνταν νοερώς...
Όταν ο άνθρωπος πληροφορείται από το Θεό, ότι θα πεθάνει, αυτή η Θεϊκή δωρεά επισφραγίζει, ότι είναι για τον παράδεισο.

~Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα, Αγίου Όρους.

Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Γιαννούλα Θάνου



site analysis
GIANNOYLA
Στήν Τρί­πο­λη, ὁ­δός Σε­ρα­γί­ου, ἀ­ριθ­μός 13, ἔ­ζη­σε μί­α εὐ­λο­γη­μέ­νη ψυ­χή, ἡ κυρα–Γι­αν­νού­λα Θά­νου ἀλ­λά πο­λύ θά ἀ­δι­κη­θῆ ἀ­πό τά λί­γα πού γρά­φονται καί πού δέν μπο­ροῦν νά ἀ­πο­δώ­σουν τήν με­γά­λη πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­σή της. Θά μπο­ροῦ­σε νά γρα­φῆ ὁ­λό­κλη­ρο συ­να­ξά­ρι, πο­λυ­σέ­λι­δος τό­μος, μέ τούς ἀ­γῶ­νες της, τά βι­ώ­μα­τά της καί τίς πνευ­μα­τι­κές νου­θε­σί­ες της, ἀλ­λά τό­τε πού ζοῦ­σε δέν σκέ­φθη­κε κα­νείς νά κρα­τή­ση ση­μει­ώ­σεις.
Ἀ­πό τά λί­γα πού ἔ­μει­ναν στήν μνή­μη κά­ποι­ου πού λί­γο τήν γνώ­ρι­σε πρίν τριά­ντα πε­ρί­που χρό­νια, δί­δε­ται μιά ἁ­μυ­δρή εἰ­κό­να αὐ­τῆς τῆς χα­ρι­τω­μέ­νης ψυ­χῆς.
Γεν­νή­θη­κε στίς 22 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1923 στό χωριό Λάβδα Τριπόλεως. Ἦταν δευτερότοκη ἀπό τέσσερα ἀδέλφια. Κα­τά τίς δι­η­γή­σεις της προ­ερ­χό­ταν ἀ­πό φτω­χή οἰ­κο­γέ­νεια ἀλ­λά ἦ­ταν πο­λύ πι­στοί οἱ γο­νεῖς της. Ἡ μά­ννα της ἰ­δι­αί­τε­ρα ἦ­ταν πο­λύ εὐ­λα­βής. Τήν εἶ­χε ὡς πρό­τυ­πο στήν ζω­ή της καί ἔ­λε­γε: «Ἐ­γώ δέν φθά­νω στήν μάν­να μου».
Ὅ­ταν ἦ­ταν μι­κρή καί μα­γεί­ρευ­αν στό σπί­τι τους κα­λό φα­γη­τό, ὁ πα­τέ­ρας της τήν ἔ­στελ­νε νύ­χτα, κρυ­φά, κα­τά τό εὐ­αγ­γε­λι­κό «ὅ­ταν ποι­ῇς ἐ­λε­η­μο­σύ­νην μή σαλ­πί­σῃς ἔ­μπρο­σθέν σου» (Ματθ. Ϛ΄, 2), νά πάη φα­γη­τό σέ φτω­χές οἰ­κο­γέ­νει­ες. Στόν δρό­μο συ­ναντοῦ­σε σκυ­λιά ἄ­γρια πού γαύ­γι­ζαν. Αἰ­σθα­νό­ταν φό­βο ὡς μι­κρή πού ἦ­ταν, ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό της, προ­σευ­χό­ταν καί παίρ­νοντας δύ­να­μη ἔ­λε­γε στά σκυ­λιά: «Σούτ! Σω­πᾶ­στε. Ἐ­σεῖς στήν δου­λειά σας καί ἐ­γώ στήν δου­λειά μου». Τά σκυ­λιά, ὅ­λως πα­ρα­δό­ξως, ἡ­σύ­χα­ζαν καί αὐ­τή συ­νέ­χι­ζε ἥ­συ­χη τόν δρό­μο της.
Τήν πάντρε­ψαν μέ τόν Δη­μή­τριο Θά­νο. Ἀ­πέ­κτη­σαν τρί­α παι­διά. Εἶ­χαν με­γά­λη φτώ­χεια. Ἀ­γό­ρα­σε ρα­πτο­μη­χα­νή καί ἔρ­ρα­βε. Οἰ­κο­νο­μοῦ­σε ἀρ­κε­τά καί σι­γά–σι­γά εἶ­χαν αὐ­τάρ­κεια, ἔ­κτι­σαν καί σπί­τι. Ἦ­ταν πο­λύ ἐρ­γα­τι­κή καί πο­λύ ἐ­λε­ή­μων.
Δέν ἦ­ταν τό­σο ἡ φτώ­χεια πού τήν βά­ραι­νε ἀλ­λά οἱ δυ­σκο­λί­ες πού συ­νάντη­σε στήν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ συ­ζύ­γου της. Ἡ πε­θε­ρά της ἦ­ταν κα­κό­τρο­πη καί δέν τήν συμ­πα­θοῦ­σε. Τήν κα­τη­γο­ροῦ­σε στόν ἄν­δρα της καί τοῦ ἔ­βα­ζε λό­για γι­ά νά τήν χτυ­πᾶ καί νά τήν κα­κο­με­τα­χει­ρί­ζε­ται. Πέ­ρα­σε δύ­σκο­λα μα­ζί της ἀλ­λά ἔ­κα­νε με­γά­λη ὑ­πο­μο­νή καί δέν τήν κα­τέ­κρι­νε.
Ὁ ἄν­δρας της πω­λοῦ­σε λα­χεῖ­α καί ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα ἦ­ταν στά μα­γα­ζιά στήν πλα­τεί­α. Πολ­λές φο­ρές ἐ­πέ­στρε­φε με­θυ­σμέ­νος. Τήν ἔ­βγα­ζε ἔ­ξω ἀ­πό τό σπί­τι καί ἔ­παιρ­νε τό του­φέ­κι νά τήν του­φε­κί­ση. Ἐκεῖ­νο ὅμως πού τήν πλή­γω­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἦταν πού βλα­σφη­μοῦ­σε. Δέν τήν ἄ­φη­νε οὔ­τε νά ἀ­νά­βη τό κα­ντή­λι. Μί­α φο­ρά βλα­σφη­μοῦ­σε καί ἡ κ. Γι­αν­νού­λα προ­σευ­χό­ταν, ἔ­κλαι­γε καί ἔ­λε­γε στήν ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή: «Κα­λύ­τε­ρα νά τόν τυ­φλώ­σης πα­ρά νά βλα­σφη­μᾶ τόν Θε­ό». Ὅ­ταν με­τά ξύ­πνη­σε ἀ­πό τόν ὕ­πνο του ἦ­ταν τρο­μαγ­μέ­νος καί φώ­να­ξε τήν κυ­ρα– Γι­αν­νού­λα νά ἀ­νά­ψη τό καν­τή­λι. Κύ­ριος οἶ­δε τί συ­νέ­βη. Ἔ­κτο­τε στα­μά­τη­σε νά βλα­στη­μᾶ.
Ἀ­νέ­θρε­ψε τά παι­διά της μέ φό­βο Θε­οῦ, τά κρά­τη­σε ἀ­νε­πη­ρέ­α­στα ἀ­πό ὅ­λη αὐ­τή τήν κα­τά­στα­ση, ἀ­γω­νί­στη­κε καί τά ἀ­πο­κα­τέ­στη­σε.
Κάποια φο­ρά μέ τίς προ­σευ­χές της σώ­θη­κε ὁ γυιός της, ὅταν ἔπεσε σέ γκρε­μό μέ τό αὐ­το­κί­νη­τό του. Ἀ­πό δι­αί­σθη­ση, ὡς μη­τέ­ρα, κα­τά­λα­βε τόν κίν­δυ­νο, προ­σευ­χή­θη­κε καί ὁ Θε­ός τόν ἔ­σω­σε.
Ἡ κυρα–Γι­αν­νού­λα στήν Κα­το­χή ἔ­σω­σε τόν ἄν­δρα της ἀ­πό τούς Γερ­μα­νούς. Ἤ­θε­λαν νά τόν σκο­τώ­σουν. Αὐ­τή ἔ­πε­σε γο­να­τι­στή στά πό­δια τους καί μέ λό­για καί σχή­μα­τα τα­πει­νά, ἱ­κε­τευ­τι­κά ἡ σκλη­ρό­τη­τα τῶν Γερ­μα­νῶν στρα­τι­ω­τῶν με­τα­βλή­θη­κε σέ συμ­πά­θεια.
Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος πού μό­νο τό κα­λό σκε­φτό­ταν καί τό κα­λό ἐρ­γα­ζό­ταν. Ἔ­κα­νε ἀρ­κε­τά συ­νοι­κέ­σια καί στε­φά­νω­σε πά­νω ἀ­πό δέ­κα ἀν­δρό­γυ­να. Βά­πτι­σε πολ­λά μι­κρά παι­διά. Τῆς εἶ­χε πεῖ ἡ μά­ννα της: «Ὅ­ποι­ος κά­νει (βα­πτί­σει) σα­ράντα χρι­στια­νούς σώ­ζει τήν ψυ­χή του». Καί αὐ­τή ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη πα­ρά τήν φτώ­χεια της εὕ­ρι­σκε μι­κρά πού ἦ­ταν ἐγ­κα­τα­­λειμ­μέ­να καί τσιγ­γα­νά­κια πα­ρα­πε­τα­μέ­να, τά βά­πτι­ζε, τά ἔντυ­νε καί με­τά τούς ἔ­δι­νε εὐ­λο­γί­ες (δῶρα). Ἦταν πραγματική πνευματική μητέρα ἄνευ διακρίσεων. Τά βα­φτι­στι­κά της ξε­περ­νοῦ­σαν τά τριά­ντα μέ­χρι τό ἔ­τος 1980.
Ἡ κυρα–Γι­αν­νού­λα ζοῦ­σε ἀ­θό­ρυ­βα καί τα­πει­νά. Δέν ἀ­νῆ­κε σέ συλ­λό­γους φι­λαν­θρω­πι­κούς, δέν ἤ­ξε­ρε κα­νείς τίς ἐ­λε­η­μο­σύ­νες της. Ἔ­κα­νε φα­γη­τά, γλυ­κά καί τά πή­γαι­νε σέ φτω­χές οἰ­κο­γέ­νει­ες, σέ χῆ­ρες καί ὀρ­φα­νά. Μί­α φο­ρά πῆ­γε ψω­μί σέ μιά χή­ρα γυ­ναῖ­κα καί ἐ­κεί­νη ξέ­σπα­σε σέ κλά­μα­τα καί εὐ­χα­ρι­στί­ες για­τί τά παι­διά της πει­νοῦ­σαν καί δέν εἶ­χε νά τά δώ­ση ψω­μί. Πί­στεψ­ε ὅ­τι ὁ Θε­ός φώ­τι­σε τήν κυρα–Γι­αν­νού­λα, για­τί πρίν ἀ­πό λί­γο στήν προ­σευ­χή της ἡ χή­ρα ζη­τοῦ­σε ἀ­πό τόν Θε­ό ψω­μί γι­ά τά παι­διά της.

GIANNOYLA-THANOY
Ἐ­πι­σκε­πτό­ταν τίς φυ­λα­κές καί βο­η­θοῦ­σε τούς φυ­λα­κι­σμέ­νους στίς ἀ­νάγ­κες τους. Κά­θε ἑ­βδο­μά­δα ἔ­κα­νε ἕ­να τα­ψί κέ­ϊκ, ἔ­παιρ­νε διά­φο­ρα ἄλ­λα φα­γώ­σι­μα καί πή­γαι­νε στό γη­ρο­κο­μεῖ­ο γιά νά δώ­ση χα­ρά ἀλλά καί νά κά­νη πα­ρέ­α τούς γέ­ρους. Αὐ­τό γι­νό­ταν ἀ­νελ­λι­πῶς. Τό ἴ­διο ἔ­κα­νε καί στούς τυ­φλούς. Δέν ξεκουραζόταν καθόλου. Φρόντιζε ἀσθενεῖς νά μήν τούς λείψουν τά φάρμακά τους καί ἡ ἴδια τούς ἔκανε τίς ἐνέσεις. Σπλαχνιζόταν ὅλους καί βοηθοῦσε ἰδιαίτερα τούς φυλακισμένους, τούς τυφλούς καί τούς γέρους. Μαγείρευε γιά τήν οἰκογένειά της καί ἔτρεχε στόν προφήτη Ἠλία νά καθαρίση, νά πλύνη, νά κάνη τίς ἀκολουθίες. Νέες πού εἶχαν δημιουργήσει σχέσεις μέ ἀγόρια καί δέν εἶχε καλή ἐξέλιξη ἡ σχέση τους, κατέφευγαν ἀπελπισμένες στήν κυρα–Γιαννούλα. Καλοῦσε καί τά ἀγόρια, τούς μιλοῦσε, τούς συμφιλίωνε καί τούς ἔπειθε νά παντρευτοῦν. Πόσες φορές τίς νύχτες χτυποῦσαν τήν πόρτα της στίς 2 ἤ 3 μετά τά μεσάνυχτα καί τήν καλοῦσαν νά τρέξη νά βοηθήση ἀνθρώπους ἀσθενεῖς ἤ ἑτοιμοθάνατους. Ξεπερνοῦν τούς 40 οἱ κεκοιμημένοι πού προετοίμασε ἡ κυρα–Γιαννούλα. Ποτέ δέν κλείδωνε. Τό κλειδί κρεμόταν μέσα ἀπό τό ἐξώφυλλο τοῦ παραθύρου. Ποτέ της δέν παραπονέθηκε, δέν εἶπε ὅτι κουράστηκε, δέν γόγγυξε γιά τίποτε καί γιά κανέναν. Ἦταν στήριγμα πολλῶν ἀνθρώπων. Εἶχε ταπείνωση καί διάκριση. Ἡ εὐσπλαχνία της γιά τούς ἀναξιοπαθοῦντας τήν ἔκανε νά φθάση καί σέ ἀνώτερους παράγοντες γιά νά ζητήση βοήθεια γιά νέους ἄνεργους καί οἰκογενειάρχες φτωχούς. Τά προλάβαινε ὅλα. Ἦταν πολύ ἄξια. Ἔβαζε κῆπο καί ἔδινε κηπευτικά σέ πολλούς. Τά αὐγά ἀπό τίς κότες πού εἶχε δέν τά πωλοῦσε, τά ἔδινε σέ φτωχούς. Ἔκανε χυλοπίτες τσουβάλια ὁλόκληρα καί μοίραζε σέ οἰκογένειες πού εἶχαν ἀνάγκη.
Στό χωριό πού γεννήθηκε, στό Λάβδα Θησώας μεριμνοῦσε γιά τούς πτωχούς, τούς γέρους καί τακτικά τούς ἔστελνε τρόφιμα καί ροῦχα προσεγμένα. Στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, στό πανηγύρι, πήγαινε μέ ἄλλες γυναῖκες ἀπό τήν Τρίπολη νά βοηθήση καί ἔκανε ἀρτοκλασία.
Μό­νη της ἤ μέ κά­ποι­α φί­λη της κρυ­φά καί ἀ­θό­ρυ­βα πή­γαι­νε σάν νο­σο­κό­μα κά­νοντας ἐ­νέ­σεις σέ φτω­χούς ἀρ­ρώ­στους. Βο­η­θοῦ­σε τίς γει­τό­νισ­σες στίς ἀ­νάγ­κες τους, ὅ­ταν ἀρ­ρώ­σται­ναν καί ἀ­δυ­να­τοῦ­σαν νά ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν τό σπί­τι τους. Συμ­με­τεῖ­χε στά προ­βλή­μα­τά τους, σάν νά ἦ­ταν δι­κά της. Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί εὕ­ρι­σκε πάντα λύ­σεις. Ἡ ἀ­γά­πη της οἰ­κο­νο­μοῦ­σε τά δύ­σκο­λα καί ἀ­νέ­παυ­ε τούς ἀν­θρώ­πους.
Προ­σπα­θοῦ­σε νά μήν πε­ρά­ση μέ­ρα πού νά μήν εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό κα­λω­σύ­νες, προ­σφο­ρά, θυ­σί­α καί ἀ­γά­πη. Κά­ποι­α μέ­ρα ἦ­ταν λί­γο στε­νο­χω­ρη­μέ­νη. Συ­νάντη­σε κά­ποιον γνω­στό της. Τοῦ λέ­ει: «Ἔ­λα νά σέ κε­ρά­σω. Σή­με­ρα δέν ἦρ­θε κα­νείς στό σπί­τι, δέν ἔκα­να τί­πο­τε». Ἀ­νέ­παυ­ε τόν σύ­ζυ­γό της καί τόν γυι­ό της, ἡ δέ ἀ­γά­πη της ξε­χυ­νό­ταν καί ἀγ­κά­λια­ζε τούς φτω­χούς, τούς ἀρ­ρώ­στους, τούς δυ­στυ­χι­σμέ­νους. Εἶ­χε ἔν­νοια γιά τήν οἰ­κο­γέ­νειά της ἀλ­λά καί γιά ὅλους ἐ­κεί­νους πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη.
Ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη ψυ­χή ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν ἡ ζω­ή της. Κα­θη­με­ρι­νῶς πή­γαι­νε σέ να­ούς γιά νά προ­σευ­χη­θῆ καί νά ἀντλή­ση δύ­να­μη ἀ­πό τήν χά­ρη τῆς Πα­να­γί­ας καί τῶν Ἁγί­ων. Ἡ ἀρ­ρώ­στια τοῦ γυι­οῦ της Κωνσταντίνου τήν ἔ­κα­νε δυ­να­τή καί μέ τήν προ­σευ­χή πα­ρη­γο­ρι­ό­ταν. Κά­θε μέ­ρα δι­ά­βα­ζε τήν Πα­ρά­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας. Ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­το, ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το καί κοι­νω­νοῦ­σε τα­κτι­κά. Ἡ εὐ­λά­βειά της φαί­νε­ται καί ἀ­πό τό ἑ­ξῆς: Εἶ­χε βγά­λει ἀντι­κλεί­δια ἀ­πό ὅ­λα τά ἐ­ξωκ­κλή­σια τῆς Τρι­πό­λε­ως. Σχε­δόν κά­θε μέ­ρα ἔ­παιρ­νε τό μπου­κα­λά­κι μέ τό λά­δι στό ἕ­να χέ­ρι καί στό ἄλ­λο τό κομ­πο­σχοί­νι καί πή­γαι­νε, ἄ­να­βε τά καντή­λια καί μό­νη της στήν ἐ­ρη­μιά προ­σευ­χό­ταν γι­ά πο­λ­λή ὥ­ρα.
Κάποτε πού πῆγε στόν ἅγιο Μηνᾶ ξέχασε νά πάρη τό κλειδί μαζί της. Ἔκλαιγε καί προσευχόταν καί ἔλεγε «τί νά κάνω τώρα;». Καί ξαφνικά ἄνοιξε μόνη της ἡ πόρτα.
Ἄλ­λη φο­ρά πού πῆ­γε στόν ἅγιο Δη­μή­τριο μέ τήν Μα­ρί­α Κο­λο­κο­τρώ­νη ἄ­κου­σαν ψαλ­μω­δί­ες. Νόμισαν ὅ­τι γί­νε­ται Ἑ­σπε­ρι­νός. Ἀλ­λά δέν ἦ­ταν κα­νε­ίς μέ­σα. Ἡ Μα­ρί­α ἄ­κου­σε μό­νο βή­μα­τα, ἡ κυ­ρα–Γι­αν­νο­ύ­λα εἶ­δε τόν ἅ­γιο Δη­μή­τριο.
Πῆ­γε νά ἀ­νά­ψη τά καν­τή­λια στήν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα καί προ­σευ­χό­με­νη νύ­χτω­σε. Ἐ­πι­στρέ­φον­τας ἔ­βλε­πε τρί­α παιδάκια νά προπορεύωνται.
Κατηφορίζοντας τά βουναλάκια μέσα στίς ἐρημιές ὅταν ἐπέστρεφε ἀπό τά ἐξωκκλήσια ἔνιωθε τήν παρουσία Ἀγγέλων καί Ἁγίων ἰδιαίτερα τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ὥστε νά μή φοβᾶται στό σκοτάδι. Ἔλεγε: «Σήμερα μέ ἔφερε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γιατί ἤμουν πολύ κουρασμένη καί ἀδύναμη».
Κά­πο­τε σ᾽ ἕ­να ἐ­ρη­μοκ­κλή­σι ἄ­νοι­ξε τήν καρ­διά της καί ἐ­ξέ­χε­ε ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου τήν δέ­η­σή της, ἀ­παγ­γέλ­λο­ντας τίς θλί­ψεις της καί τά βά­σα­να τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἡ προ­σευ­χή της πα­ρα­τά­θη­κε μέ­χρι πού νύ­χτω­σε. Τό­τε εἶ­δε τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο ὁ ὁ­ποῖ­ος μά­λι­στα τήν συ­νώ­δευ­σε στήν ἐ­ρη­μιά.
Τέ­τοι­ες ἁ­γι­ο­φά­νει­ες εἶ­χε πολ­λές στήν ζω­ή της, ἀλ­λά ποι­ός εἶ­χε τήν πρό­νοι­α τό­τε νά τίς ση­μει­ώ­ση; Αὐ­τά πα­ρα­μέ­νουν ἄ­γνω­στα κα­θώς καί οἱ προσω­πι­κοί της ἀ­γῶ­νες καί τά πολ­λά θαύ­μα­τα τῆς πρό­νοι­ας τοῦ Θε­οῦ στίς δυ­σκο­λί­ες της. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς εὐ­λά­βειάς της καί τῆς ἀ­γά­πης της γιά τήν εὐ­πρέ­πεια τῶν οἴ­κων τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τό ἀ­κό­λου­θο. Κά­πο­τε ἑ­ώρ­τα­ζε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Κων­σταν­τί­νου στό Μαν­τζα­γρᾶ. Εἶ­δε ἡ κυ­ρα–Γι­αν­νού­λα ὅ­τι ἡ εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου δέν ἦ­ταν στο­λι­σμέ­νη. Μέ μιά φί­λη της ἀ­πό σπί­τι σέ σπί­τι μά­ζε­ψαν λου­λού­δια καί ἔ­κα­ναν στε­φά­νι γιά τήν εἰ­κό­να. Ὅ­ταν ὅ­μως γύ­ρι­σε σπί­τι της ὁ ἄν­δρας της ἦ­ταν ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νος καί τήν κλεί­δω­σε ἔ­ξω. Δέν τά ἔ­χα­σε. Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί κλαί­γοντας πῆ­ρε μί­α σκά­λα, ἀ­νέ­βη­κε ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο καί πῆ­γε γιά ὕ­πνο.
Χαι­ρό­ταν νά βο­η­θᾶ ἀ­πό τό ὑ­στέ­ρη­μά της Ἐκ­κλη­σί­ες καί Μο­να­στή­ρια. Ἔ­κα­νε τοι­χο­γρα­φί­α τοῦ ὁ­σί­ου Ἀρ­σε­νί­ου τοῦ Καπ­πα­δό­κου στόν προ­φή­τη Ἠ­λία­ Τρι­πό­λε­ως καί τήν εἰ­κό­να τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων στό Ἐκ­κλη­σά­κι τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, πού βρί­σκε­ται στό στρα­τό­πε­δο τῆς Ἀ­ε­ρο­πο­ρί­ας, κα­θώς ἐ­πί­σης τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ προ­φή­τη Ἠ­λί­α καί τῆς ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας τῆς Φαρ­μα­κο­λυ­τρί­ας. Βο­η­θοῦ­σε πο­λύ τήν Ἐκ­κλη­σί­α προ­σφέ­ροντας χρή­μα­τα καί προ­σω­πι­κή ἐρ­γα­σί­α. Ἔ­κα­νε ἐ­ρά­νους γιά τήν ἀ­νέ­γερ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ ἁ­γί­ου Ρα­φα­ήλ. Ἦ­ταν τό­τε μι­κρό Ἐκ­κλη­σά­κι καί τώ­ρα ἔ­γι­νε ἐ­νο­ρί­α πού λει­τουρ­γεῖ­ται τα­κτι­κά. Ἔρ­ρα­βε κα­λύμ­μα­τα γιά τήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί πε­τρα­χή­λια, καί τά ἔ­στελ­νε σέ Ἐκ­κλη­σί­ες. Ἔ­στελ­νε σέ Μο­να­στή­ρια τρό­φι­μα, χρή­μα­τα ἀλ­λά καί ὀ­νό­μα­τα πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη γιά νά μνη­μο­νεύ­ωνται. Ἔκανε πολλές δωρεές σέ φτωχά προσκυνήματα, σέ ἐκ­κλη­σο­ύ­λες μι­κρῶν χω­ρι­ῶν, ὅ­που μά­θαι­νε ὅ­τι ἔ­χουν ἀ­νάγ­κες. Ἔ­στελ­νε ἱ­ε­ρά σκε­ύ­η, καμ­πά­νες, σταυ­ρο­ύς καί μό­νη της ἔρ­ρα­βε σέ μιά ρα­πτο­μη­χα­νή πα­λαι­ᾶς τε­χνο­λο­γί­ας ἀ­κό­μη καί τίς νύ­χτες κα­λύμ­μα­τα καί ἄμ­φια. Ἐ­πι­σκε­πτό­ταν φτω­χά μο­να­στή­ρια, ὅ­που ἦ­ταν δυό–τρεῖς ἡ­λι­κι­ω­μέ­νες κα­λο­γρι­ές, τίς ὁ­ποῖ­ες βο­η­θοῦ­σε. Τό σπί­τι της ἦ­ταν κο­νά­κι τῶν μο­να­χῶν ἀ­πό τά μο­να­στή­ρια τῆς πε­ρι­ο­χῆς ὅ­ταν ἔρχονταν στήν πόλη γιά ἰατρικούς λόγους ἤ γιά ὑποθέσεις τους.
Ἡ κα­λή καί προ­σε­κτι­κή ζω­ή της, ἡ πί­στη, ἡ ἀ­γά­πη, ἡ εὐ­λά­βεια καί ἡ προ­σευ­χή της τήν ἔ­κα­ναν χα­ρι­τω­μέ­νη. Τό πρό­σω­πό της ἦ­ταν γε­μᾶ­το χά­ρη καί φω­τει­νό. Ἔ­λαμ­πε ὁ­λό­κλη­ρη ἀ­πό τήν θεί­α Χά­ρι, ὅμως ἡ με­γά­λη της τα­πεί­νω­ση σκέ­πα­ζε καί ἔ­κρυ­βε τίς ἀ­ρε­τές της.
Οἱ χρι­στια­νοί τῆς Τρι­πό­λε­ως τήν ἤ­ξε­ραν καί μέ σε­βα­σμό μι­λοῦ­σαν γι­ά τήν κυρα–Γι­αν­νού­λα. Ἔ­λε­γε ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα Ἀντι­γό­νη Δη­μη­τρί­ου Κα­κα­βού­λη: «Ἐ­μεῖς τήν κυρα–Γι­αν­νού­λα ἔ­χο­με», δη­λα­δή ὡς ὑ­πό­δειγ­μα τε­λεί­ου χρι­στια­νοῦ.
Εἶ­χε πνευ­μα­τι­κές σχέ­σεις μέ ἱ­ε­ρεῖς καί μο­να­χές, κυ­ρί­ως τίς ἀ­δελ­φές τῆς Ἱ. Μο­νῆς πά­νω Χρέ­πας.
Τό ἔ­τος 1993 ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά προ­σκυ­νή­ση τούς Ἁ­γί­ους Τό­πους. Τό ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε σ᾽ ὅ­λη της τήν ζω­ή καί τό ἀ­πε­φά­σι­σε με­τά ἀ­πό ἕ­να ζωντα­νό ὄ­νει­ρο–πρό­σκλη­ση. Ἔ­γρα­φε σέ γράμ­μα της: «Φέ­τος πῆ­γα στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα μέ ἕ­να γκρούπ ἀ­πό τήν Ἀ­θή­να. Ἦ­ταν ἕ­να με­γά­λο δῶ­ρο. Δό­ξα σοι, ὁ Θε­ός. Κλαί­ω καί εὐ­χα­ρι­στῶ τόν Κύ­ριο πού μέ ἀ­ξί­ω­σε νά προ­σκυ­νή­σω τούς Ἁ­γί­ους Τό­πους. Μέ τό μπα­στού­νι πῆ­γα καί προ­σκύ­νη­σα σέ ὅ­λα τά προ­σκυ­νή­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου».
Κά­πο­τε μί­α Σα­ρα­κο­στή τῶν Χρι­στου­γέν­νων ὁ πα­πα–Δη­μή­τρης Κα­κα­βού­λης, ἀ­πό τήν ἐ­νο­ρί­α τοῦ ἁ­γί­ου Κων­σταντί­νου καί Ἑ­λέ­νης (Μαντζα­γρᾶ), ἔ­κα­νε Σα­ραντα­λεί­τουρ­γο. Ἡ θεία Λει­τουρ­γί­α τε­λεί­ω­νε μέ τό φώ­τι­σμα. Ἡ κυρα–Γι­αν­νού­λα πή­γαι­νε μέ τά πό­δια νύ­χτα ἀ­πό τήν Τρί­πο­λη στό χω­ριό. Κρα­τοῦ­σε στό ἕ­να χέ­ρι τό πρό­σφο­ρο καί στό ἄλ­λο τό κομ­πο­σχοί­νι, λέ­γοντας τήν εὐ­χή. Στόν δρό­μο τήν συ­ναντοῦ­σαν σκυ­λιά, ξε­νύ­χτη­δες, με­θυ­σμέ­νοι. Ἔ­βρε­χε, χι­ό­νι­ζε, ἔ­κα­νε κρύ­ο ἀλ­λά αὐ­τή ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη τά ἀψη­φοῦ­σε ὅ­λα καί πή­γαι­νε νά λει­τουρ­γη­θῆ. Βο­η­θοῦ­σε στήν ἀ­κο­λου­θί­α, δι­ά­βα­ζε καί ἔ­ψαλ­λε ὅ­σα ἤ­ξε­ρε, καί μέ τό ξη­μέ­ρω­μα, ὅ­ταν τε­λεί­ω­νε ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α, γύ­ρι­ζε στό σπί­τι της γι­ά νά προ­λά­βη νά ἑ­τοι­μά­ση τά ἀ­πα­ραί­τη­τα γι­ά τόν σύ­ζυ­γό της καί τόν γυι­ό της.
Μί­α τέ­τοι­α νύ­χτα πή­γαι­νε γι­ά Λει­τουρ­γί­α. Βά­δι­ζε μό­νη της μέ­σα στήν ἐ­ρη­μιά καί ξαφ­νι­κά βλέ­πει μπρο­στά της μί­α σκι­ά ἀ­πό μί­α μαυ­ρο­φό­ρα γυ­ναῖ­κα νά προ­πο­ρεύ­ε­ται. Πί­στε­ψε ὅ­τι ἦ­ταν ἡ Πα­να­γί­α. Ἐ­νι­σχύ­θη­κε καί χά­ρη­κε.
Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή πολ­λή γι­ά ὅ­σους εἶ­χαν ἀ­νά­γκη. Συμ­με­τεῖ­χε στόν πό­νο καί στά προ­βλή­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων. Σκορ­ποῦ­σε γύ­ρω της τήν θεί­α Χά­ρι καί ἔ­δι­νε πα­ρη­γο­ριά καί ἐλ­πί­δα. Ἡ πί­στη της ἦ­ταν με­γά­λη. Ἔ­λε­γε τό «Πά­τερ ἡ­μῶν…», σταύ­ρω­νε ἀσθε­νεῖς καί γί­νονταν κα­λά. Ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας τῆς τό ἀ­πα­γό­ρευ­σε λέ­γοντας: «Κυρα–Γι­αν­νού­λα, τί εἶ­σαι ἐ­σύ; Ἱε­ρέ­ας εἶ­σαι; Αὐ­τά εἶ­ναι τῶν ἱ­ε­ρέ­ων˙ ἄλ­λη φο­ρά νά μήν ξα­να­σταυ­ρώ­σης!», καί στα­μά­τη­σε. Ἀλ­λά κά­πο­τε ἀρ­ρώ­στη­σε ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα του. Τήν δι­ά­βα­σε ὁ πα­πᾶς ἀλ­λά δέν ἔ­παυ­σαν οἱ πό­νοι, σφά­δα­ζε ἀ­πό τούς πό­νους. Ἡ κυρα–Γιαν­νού­λα βλέ­ποντάς την σ᾿ αὐ­τή τήν κα­τά­στα­ση, αὐ­θόρ­μη­τα τήν σταύ­ρω­σε, προ­σευ­χή­θη­κε ἀ­πό τήν καρ­διά της καί ἀ­μέ­σως ἔγι­νε κα­λά ἡ παπαδιά. Τό­τε τῆς λέ­γει ὁ ἱε­ρέ­ας: «Κυρα– Γιαν­νού­λα, ἐσύ εἶ­σαι ἀνώ­τε­ρη ἀ­πό μέ­να˙ νά σταυ­ρώ­νης τώ­ρα ὅποι­ον θέ­λεις».
Κάποτε ἡ ἀνεψιά της Γεωργία ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη γιατί ἡ μητέρα της ἦταν ἄρρωστη στήν Ἀμερική καί κινδύνευε νά πεθάνη. Τήν ἄλλη μέρα ἡ κυρα–Γιαννούλα τῆς εἶπε χαρούμενη νά μή στενοχωριέται γιατί εἶδε στόν ὕπνο της τήν Γερόντισσα Φιλοθέη τῆς πάνω Χρέπας καί τῆς εἶπε ἡ Παναγία νά πῆ στήν κυρα– Γιαννούλα ὅτι ἡ νύφη της δέν ἔχει τίποτα, θά γίνη καλά, ὅπως καί ἔγινε.
Ἀγα­ποῦ­σε πο­λύ τόν Θε­ό. Ὅ­λες οἱ συ­ζη­τή­σεις της πε­ρι­στρέ­φονταν γύ­ρω ἀ­πό τόν Θε­ό καί κα­τέ­λη­γαν στόν Θε­ό. Χαι­ρό­σουν νά τήν ἀκοῦς νά δι­η­γῆ­ται καί νά συμ­βου­λεύ­η. Σέ ἀνθρώπους μέ προβλήματα καί ἀδιέξοδα συνιστοῦσε ὑπομονή καί προσευχή. Σοῦ με­τέ­δι­δε μία χα­ρά καί μία ἐλ­πί­δα μέ δύ­να­μη. Ἀπέ­φευ­γε νά ἀνα­φέ­ρη τίς δυ­στυ­χί­ες πού πέ­ρα­σε γιά νά μή στε­νο­χω­ρη­θοῦν οἱ ἄλ­λοι. Ἡ θεί­α Χά­ρι ἔ­χει τήν ἰ­δι­ό­τη­τα σάν τόν μα­γνή­τη νά τρα­βᾶ κοντά της ἀν­θρώ­πους. Τήν κυρα–Γιαν­νού­λα τήν ἐ­πε­σκέ­πτονταν πολ­λοί λα­ϊ­κοί καί κλη­ρι­κοί, ἀ­κό­μη καί ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες μο­να­χοί. Ἔ­φευ­γαν ὠ­φε­λη­μένοι καί ἐ­ντυ­πω­σι­α­σμέ­νοι, τούς ἔ­δι­νε εὐ­λο­γί­ες καί τούς ἔ­βα­ζε στήν προ­σευ­χή της.
Ἐ­νῶ ζοῦ­σε καί ἀ­γω­νι­ζό­ταν σάν μο­να­χή, πο­τέ της δέν σκέ­φθη­κε νά γί­νη μο­να­χή. Με­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ συ­ζύ­γου της, τόν ὁ­ποῖ­ο ὑ­πη­ρέ­τη­σε ἀ­γόγ­γυ­στα, τοῦ ἔ­κα­νε σα­ραντα­λεί­τουρ­γο καί τά μνη­μό­συ­να. Ὅταν κά­ποι­ος τήν πα­ρώ­τρυ­νε νά πά­ρη τό μο­να­χι­κό σχῆ­μα, ἀρ­νή­θη­κε ἀ­πό τα­πεί­νω­ση λέ­γοντας ὅ­τι δέν εἶ­ναι ἄ­ξια.
Στό τέ­λος τῆς ζω­ῆς της ἔ­με­νε μέ τήν κό­ρη της Ἑ­λέ­νη στήν Βέ­ροι­α. Ἔ­σπα­σε τό πό­δι της, ἀ­νάρ­ρω­σε καί με­τά ἔ­πα­θε ἐγ­κε­φα­λι­κό. Στίς 16 Μαρ­τί­ου τοῦ ἔ­τους 2002 ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά καί ἐ­πο­ρεύ­θη ἡ μακαρία ψυ­χή της στόν Κύ­ριο πού ἀ­γά­πη­σε ἐξ ὅ­λης καρ­δί­ας καί ὑ­πη­ρέ­τη­σε ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος της.
Φεύ­γοντας ἀ­πό τήν πρό­σκαι­ρη αὐτή ζω­ή δέν πα­ρέ­λει­ψε νά πε­ρά­ση νά χαι­ρε­τή­ση γνω­στό της ἀ­γα­πη­τό πρό­σω­πο. Εἶ­δε στόν ὕ­πνο του τήν ψυ­χή της νά ἀ­νε­βαί­νη βι­α­στι­κή καί χα­ρού­με­νη χω­ρίς νά γνω­ρί­ζη τήν κοί­μη­σή της.
Αἰ­ω­νί­α της ἡ μνή­μη. Ἀ­μήν.

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

(Πηγή ηλ. κειμένου: enromiosini.gr)