Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Η μάνα στην ελληνική παράδοση – Οι στίχοι για την αγάπη προς το παιδί της



site analysis




Ημάνα κατέχει εξέχουσα θέση στο δημοτικό τραγούδι. Η φυλή μας με τις αθάνατες παραδόσεις της έχει ανεβάσει τη μάνα στο ψηλότερο βάθρο της οικογένειας, της κοινωνίας, αλλά και της πατρίδας και της θρησκείας, γιατί με την αγάπη και τη στοργή της παρακινεί στα τίμια, στις ηθικές αξίες και στον πατριωτικό φρονηματισμό. Γι’ αυτό το δημοτικό τραγούδι στολίζει τη μάνα με τα πιο όμορφα, τα πιο μοναδικά στολίδια του λαϊκού στίχου. Έτσι το τραγούδι, με τους στίχους του φανερώνει την αγάπη και το ενδιαφέρον της μάνας για το παιδί της στα ηρωικά χρόνια της κλέφτικης ζωής, στον ξενιτεμό, στον έρωτα, στο γάμο και στο θάνατο.

Στην κλέφτικη ζωή

Ο κλέφτης του βουνού στο τραχύ λημέρι του θυμάται τη μανούλα του και ρωτάει τα δέντρα του δάσους:
«Ακούω τα δέντρα και βογγούν και τις οξιές και τρίζουν
Έκατσα και τα ρώτησα γλυκά σαν τη μανούλα»
Άλλο τραγούδι χαρακτηρίζει μαύρη τη ζωή του κλέφτη:
«Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες
με το ντουφέκι αγκαλιά σαν το παιδί η μάνα»
Στις δύσκολες στιγμές της κλέφτικης ζωής και στη δικαιολογημένη κάποιες φορές ανθρώπινη απελπισία του ο κλέφτης σκέφτεται τη μάνα του και λέει:
– «Μάνα, μ’ εκαταράστηκες, μου είπες βαριά κατάρα
– Κλέφτης να βγεις, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχεις,
ολημερίς να πολεμάς, τη νύχτα καραούλι»
Παρ’όλες τις δυσκολίες της κλέφτικης ζωής, ο Βασίλης του δημοτικού τραγουδιού αποφασίζει να βγει κλέφτης στα βουνά.
– «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης.
– Μάνα, σου λέω, δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω
δεν ημπορώ, δε δύναμαι εμάλλιασε η καρδιά μου
θα πάρω το ντουφέκι μου, θα πάω να γίνω κλέφτης.
Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβαδιέται».
Αντίθετα, του Κίτσου η μάνα θέλει να πάει στα κλέφτικα λημέρια να δει το γιο της και τα βάζει με τα στοιχεία της φύσης που δεν της το επιτρέπουν.
«Του Κίτσου η μάνα κάθονταν, στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
– Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια»
Στο κλέφτικο τραγούδι του Γυφτάκη, ο πόνος της μάνας για το χαμό των παιδιών της φτάνει μέχρι και την παραφροσύνη.
«Άρα το τι να γένηκεν, η μάνα του Γυφτάκη,
που έχασε τα δυο παιδιά, τον αδερφό της τρία,
και τώρα παλαβώθηκε και περπατεί και κλαίει;»
Η καπετάνισσα, μάνα των Κοντογιανναίων, παίρνει το κακό μαντάτο κι αρχίζει να μοιρολογάει:
«Σφιχτά δέστε το κεφάλι μου, για να μοιρολογήσω.
Να κλάψω για τον Κωσταντή, ή για το Νικολάκη;
Ήταν μπαϊράκια στα βουνά και φλάμπουρα στους κάμπους».
Και στο γνωστό τραγούδι «Τα παιδιά της Σαμαρίνας» ο κλέφτης που πεθαίνει σκέφτεται τη μάνα του να μη πικραθεί από το θάνατό του και παραγγέλλει στους συντρόφους του, τα κλεφτόπουλα:
«Κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου, η δόλια η αδελφή μου,
μην πείτε πως σκοτώθηκα, πως είμαι λαβωμένος».

Στον ξενιτεμό

Ημοίρα των Ηπειρωτών ιδιαίτερα ήταν και είναι η ξενιτιά. Πικρά ήταν τα ξένα της παλιάς εποχής. Οι τόποι τότε φάνταζαν πολύ μακρινοί , γιατί δεν υπήρχαν οι σημερινοί τρόποι επικοινωνίας. Το φαρμάκι της ξενιτιάς λογίζονταν χωρίς παρηγοριά. «Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει». Καμιά παρηγοριά δεν είναι ικανή να απαλύνει τον πόνο της μάνας για τον ξενιτεμό του παιδιού της. Η μητρική καρδιά γίνεται συντρίμμια μπροστά στην ανελέητη πραγματικότητα.
Συγκινητική η ώρα του αποχαιρετισμού με την ευχή της μάνας.
– «Θα φύγω, μάνα, και μην κλαις και δος μου την ευχή σου
κι ευχήσου με, μανούλα μου, να πάω καλά στα ξένα.
– Παιδί μου, πάαινε στο καλό, κι όλοι οι αγιοί κοντά σου».
Άλλη μάνα ξεπροβοδίζει το γιο της και τον συμβουλεύει να προσέχει την πλανεύτρα ξενιτειά:
– «Μη σε πλανέψει, η ξενιτειά και μας αλησμονήσεις.
– Κάλλιο, μανούλα μου, γλυκειά, κάλλιο να σκάσω πρώτα.
παρά να μη σας θυμηθώ στα έρημα τα ξένα».
Προτού να περάσει ο κερατζής (ίσως ο Ρόβας), να πάρει το γιο της για τα ξένα, η μάνα ετοιμάζει να ψήσει ψωμί για το ταξίδι:
«Με πόνους βάνει το νερό, με δάκρυα τ’ αλεύρι
και με τους αναστεναγμούς φωτιά βάνει στο φούρνο.
– Φούρνε μ’, μην κάψεις το ψωμί, στην ώρα μην το βγάλεις,
για να περάσει ο κερατζής, να μείν’ ο γιος μου πίσω»
Απ’την ξενιτιά δύσκολα έφταναν τα νέα. Η μάνα ανησυχούσε. Έβγαινε και ρωτούσε με πόνο τους διαβάτες:
«Διαβάτες, που διαβαίνετε, περάτες που περνάτε,
μην είδετε το γιούλη μου, το μοναχό παιδί μου;»
Με σπαραχτικά λόγια η Ηπειρώτισσα μάνα απευθύνεται στο ξενιτεμένο παιδί της:
«Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, μάτια μου, τι να σου προβοδήσω;
Να στείλω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι.
Το δάκρυ μου είναι καφτερό και καίει το μαντήλι».

Στον έρωτα και στο γάμο

Στα τραγούδια της αγάπης η μάνα δένεται με τον ερωτικό πόνο των παιδιών της. Το ερωτικό αίσθημα βρίσκει εμπιστοσύνη στην καρδιά της μάνας, γιατί ο έρωτας στο δημοτικό τραγούδι είναι αγνός και δεν ευτελίζεται. Συνήθως, η κόρη είναι εκείνη που ανοίγει την καρδιά στη μάνα της.
Η κόρη που έχει τον καλό της στα ξένα και τον περιμένει να γυρίσει λέει στη μάνα της:
«Μάνα, καράβια τέσσερα, μάνα, βαρκούλες πέντε,
μάνα, κατέβα ρώτα τα, κατέβα ξέταζέ τα.
Μην είδαν τον ασίκη μου, τον αγαπητικό μου»
Άλλη κόρη θέλει να συμβουλευτεί και τη μάνα της, για να απαντήσει στην πρόταση του γαμπρού:
«Θα πάω να πω της μάνας μου κι ό,τι μου πει θα κάμω»
Η Ηπειρωτοπούλα στέλνει τη μάνα της στο Γιάννη, που τον αγαπά:
«Σύρε, μάνα, πες στο Γιάννη θα με πάρει, τι θα κάνει;»
Και σε άλλο Ηπειρώτικο τραγούδι η κόρη ζητάει το γιατρό, για να της γιατρέψει τον ερωτικό καημό.
«Δεν μπορώ, μανούλα μ΄, δεν μπορώ, σύρε να φέρεις το γιατρό
Αγάπησα, μάνα μ’, αγάπησα, πικρά η δόλια το μετάνιωσα.
Φέρτονε, μανούλα, το γιατρό να μου γιάνει τον καϋμό»
Αν τύχει η κόρη κι έχει κρυφό κάποιο ερωτικό δεσμό, η μάνα που ξέρει καλά την καρδιά της καταλαβαίνει καλά. Η Μαλάμω που γυρίζει απ’ τη βρύση δικαιολογεί πώς έσπασε τη στάμνα της:
– «Μάνα μ’, παραπάτησα και τη στάμνα μου την τσάκισα.
– Δεν είναι παραπάτημα, μόν’ είν’ αντρός αγκάλιασμα»
Όσο αγαπάει η μάνα την κόρη, άλλο τόσο αγαπάει και το γιο της, που είναι το καμάρι της.
«Από τη γης βγαίνει νερό κι απ’ την ελιά το λάδι,
κι από τη μάνα την καλή βγαίνει το παλληκάρι»
Στη μάνα εμπιστεύονται τον ερωτικό τους καϋμό όχι μόνο τα αδύναμα κορίτσια αλλά και οι δυνατοί άντρες και ζητούν τη βοήθειά της. Χαρακτηριστική περίπτωση του Κωσταντή από τη γνωστή μπαλάντα του Ακριτικού Κύκλου «της Λιογέννητης και του Κωσταντή».
«Ο Κωσταντής ο ομορφονιός, ο μικροκωσταντίνος,
μια μέρα θέλησε να βγει να λαφοκυνηγήσει.
Εκεί είδε τη Λιογέννητη με τετρακόσιες σκλάβες
κι είχε τα φρύδια τορνευτά, τα μάτια σα ζαφείρι.
Ωσάν την είδ’ ο Κωσταντής, αφήνει το κυνήγι
Κινάει να πάει στο σπίτι του σα μήλο μαραμένος.
Χωρίς θέρμη θερμάθηκε κι έπεσε στο κρεβάτι.
– Μάνα, την κόρη που είδα ‘γω, άλλος να μην την πάρει
Στείλε να κράξεις άρχοντες και μητροπολιτάδες
να παν να κάνουν προξενειά, γυναίκα να την πάρω»
Συγγενικά με τα ερωτικά τραγούδια, είναι και τα τραγούδια του γάμου, γιατί εκφράζουν κι αυτά τα ίδια συναισθήματα. Είναι τραγούδια της χαράς και συνοδεύονται με ευχές και με παινέματα για τους νεόνυμφους. Μέχρι να φτάσει η χαρούμενη αυτή στιγμή, από χρόνια η μάνα ετοίμαζε τα προικιά της κόρης της.
«Τρεις χρόνους ράβουν τα προικιά και τρεις τα πανωπροίκια
και τα κρυφά της μάνας της λογαριασμό δεν έχουν»
Τα τραγούδια της χαράς δεν παραλείπουν να υπογραμμίσουν και την πίκρα του χωρισμού.
«Αφήνω γεια, μανούλα μου, αφήνω γεια, πατέρα»
Ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης και η μάνα δίνει την ευχή της:
«Είκοσι χρόνια πότιζα μηλίτσα στην αυλή μου,
τώρα που μου την πήρανε, ας πάει με την ευχή μου»
Και συνεχίζει η μάνα με συμβουλές, ευχές και νουθεσίες:
«Αυτού που ζύγωσες να μπεις, ήλιος φεγγάρι να φανείς,
σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σαν πρίνος να ριζώσεις
και σα μηλιά, γλυκομηλιά, ν’ ανθίσεις, να καρπίσεις,
υγιούς εννιά ν’ αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα»
Στην παλιά πατριαρχική οικογένεια, ο ξένος δεν ήταν επιθυμητός. Ο νέος ή η νέα επιθυμούσαν να ταιριάσουν ερωτικά με ανθρώπους του τόπου τους. Στο γνωστό συγκλονιστικό τραγούδι του «Νεκρού αδελφού» η μάνα αντιδρά στην πρόταση του Κωσταντή και δε θέλει να παντρέψει την Αρετή, τη μονάκριβη κόρη της, στα ξένα:
-«Μάνα, κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα.
– Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απολογήθεις,
Κι α μόρθει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρθει, γιε μου, αρρώστεια,
κι αν τύχει πίκρα ή χαρά, ποιος πάει να μού τη φέρει;»
Τη μάνα της κατηγορεί η κόρη που παντρεύτηκε στους κάμπους και κακοπερνάει.
«Μάνα, με κακοπάντρεψες. Και μ’ έδωσες στους κάμπους,
Κι εγώ στους κάμπους δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω.
Θα μαραθούν τα χείλη μου, θα κιτρινοφυλλιάσουν»
Τα παράπονα όλα για την αποτυχία του γάμου τής κόρης τα φορτώνεται η μάνα:
«Θέλω να πάω στη μάνα μου, να πάω στα γονικά μου»
Και τόσο βιάζεται η κόρη να πει τον πόνο και τα παράπονα απ’ το γάμο της στη μάνα, ώστε την επόμενη κιόλας Κυριακή του γάμου, στα «πιστρόφια».
«Παίρνει έναν ανήφορο, στη μάνα της πααίνει.
– Καλημέρα σου, μάνα μου. – Καλώς την κόρη πού ‘ρθε.
Κόρη μου, πού ‘ν’ ο άντρας σου, πού ‘ναι κι ο καλός σου;
– Μάνα μ’, τον άντρα που μό ‘δωσες, δεν κάνει για τ’ ιμένα,
αυτός είναι γραμματικός, παπάς θέλει να γίνει
και παπαδιά δε γίνομαι, τα μαύρα να φορέσω».

Στο θάνατο

Εκεί που ξεχειλίζει η μητρική οδύνη και φτάνει στο απόγειό της είναι στο θάνατο του παιδιού της. Πονάει και θρηνεί η μάνα περισσότερο από κάθε άλλον.
«Αν δε φουσκώσει η θάλασσα, ο βράχος δεν αφρίζει.
Αν δε σε κλάψει η μάνα σου, ο κόσμος δε δακρύζει».
Στα μοιρολόγια ξεχύνεται ολάκερος ο ψυχικός πόνος της μάνας:
«Εσύ, παιδί μου, κίνησες να πας στον κάτω κόσμο,
κι αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη.
Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω;»
Συνεχίζοντας το μοιρολόγι, η χαροκαμένη μάνα μέσα από τα τρίσβαθα της ψυχής της, με σπαραχτικό πόνο, ρωτάει το βλαστάρι της που έφυγε:
– «Για πες μου, πες μου, γιόκα μου, πότε να σε παντέχω;
Να σε παντέχω ξάμηνο, να σε παντέχω χρόνο;
Είναι πολύ το ξάμηνο και άσωστος ο χρόνος!
– Μάνα μ’, αν ήταν ξάμηνο, μάνα μ’, αν ήταν χρόνος,
θά ‘τανε λίγο το κακό, λίγο και το φτουρούσες».
Η μάνα που έχασε τη μοναχοκόρη της, απευθύνεται στον ήλιο και ζητάει να μάθει:
– «Ήλιε μου και τρισήλιε μου, και κοσμογυριστή μου,
ψες έχασα μια λυγερή, μια ακριβοθυγατέρα
να μην την είδες πουθενά, να μην την απαντήσες;
– Εψές, προψές την είδηκα στου Χάρου το σεράι
Ο Χάρος έτρωε ψωμί κι η κόρη τον κερνούσε
κι έτρεχαν τα ματάκια της σα μαρμαρένια βρύση»
Ακόμη κι η μάνα του Χάρυ δείχνει μητρική στοργή και τον παρακαλεί να μην κουρσέψει μάνες με παιδιά. Εκείνος όμως είναι αμετάπειστος, σκληρός και αδυσώπητος, δε συγκινείται και δεν υπακούει στα παρακάλια της:
«Ακούστε τι διαλάλησε του Πικροχάρου η μάνα:
– Πώ ‘χουν παιδιά ας τα κρύψουνε, παιδιά κι ας τα φυλάξουν
τι ο Χάρος συγυρίζεται, για νά ‘βγει να κουρσέψει».
Η μάνα σκέφτεται ακόμη και το δικό της πρόωρο θάνατο. Τρέμει και ανησυχεί πώς θα βιώσουν αυτό το ενδεχόμενο θλιβερό γεγονός τα παιδιά της:
«Με τι καρδιά, με τι ψυχή, θα πάω εγώ στον Άδη,
ν’ αφήσω τα παιδάκια μου, να κλαιν αυγή και βράδυ;
Να κλαίνε, να φωνάζουνε. μανούλα μ’, πού να είσαι;
βαριά αποκοιμήθηκες κι εμάς δε μας θυμάσαι»
Όμως η πιο μεγάλη ένταση του πόνου της μάνας βρίσκεται στη βαρειά αρρώστεια και στο χαροπάλεμα του παιδιού της. Μια τέτοια περίπτωση αναφέρεται και στο τραγούδι «της Λυγερής και του Χάρου». Τη λυγερή Ευγενούλα, αρραβωνιασμένη με τον Κωσταντή, τη σαΐτεψε ο Χάρος κι αρρωσταίνει βαριά και ψυχομαχάει. Στο χαροπάλεμα η μάνα δίπλα στην κόρη. Το κορύφωμα της μεγάλης οδύνης, του ψυχικού πόνου, βρίσκεται στη 






~ "Εσύ κυρά Μαριώ, είσαι αθεόφοβη, δεν έχεις καθόλου φόβον Θεού! Γιατί τα χέρια σου είναι ματωμένα..." (Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης)



site analysis

(Όσο σκληρά κι αν φαίνονται ή ακούγονται...
Δεν γίνεται πλέον να μην ακούγεται η αλήθεια.
Τα λένε κοτζάμ Άγιοι. 
Δεν θα τα λέμε εμείς;)
Σχετική εικόνα
Ομιλεί ο πατέρας Στέφανος Αναγνωστόπουλος:

~ Θα σας πω όμως μια φοβερή αληθινή ιστορία για μια μαμή, πώς σώθηκε επί των παιδικών μου ημερών.


"Τρείς γυναίκες το 1938, ξεκίνησαν για εξομολόγηση, στον όσιο Γεώργιο Καρσλίδη, που ασκήτευε στη Σίψα της Δράμας.
Έξω απ’ τη Δράμα δέκα χιλιόμετρα.
Ο Άγιος που είχε μεταξύ των πολλών χαρισμάτων, το προορατικόν, το προφητικόν και τα λοιπά,
αυτός ο Άγιος λοιπόν, - μικρό είναι το εκκλησάκι του, όσοι έχετε πάει στη Σίψα...
το έχετε δει το εκκλησάκι πόσο μικρό είναι και πόσο το κελάκι του, ύστερα κατόπιν οι μοναχές το μεγάλωσαν λιγάκι,
αλλά το πρώτο και το παλιό ήτανε πολύ μικρό,-
βγήκε μπροστά στην πόρτα, και όταν οι γυναίκες έφτασαν περίπου στα είκοσι μέτρα τις σταμάτησε.
~ Εεπ, σταθείτε εκεί, (εδώ δηλαδή στην πόρτα).  Για σταθείτε.
Στάθηκαν οι καημένες, δεν τολμούσαν να πλησιάσουν.
Από μακριά τους έλεγε τις αμαρτίες τους.
Και αποκάλυπτε ακόμα και τι είχαν κρυμμένα μέσα στις τσέπες τους.
Δεν έβλεπε μόνο τις καρδιές.

Έβλεπε και τις άκρες εδώ των ρούχων τους στη γωνία εδώ, σ’ αυτή τη γωνία, τι κρύβανε.
Που΄χαν πάρει απ’ τους χοτζάδες τις Κομοτηνής. Απευθύνεται λοιπόν σε αυτήν που ήταν αριστερά και της λέει,
«Εσύ κυρά Μαριώ, είσαι αθεόφοβη,
δεν έχεις καθόλου φόβον Θεού!
Γιατί; 

Γιατί τα χέρια σου είναι ματωμένα. 
Είσαι μαμή αλλά και φόνισσα.
Καθαρά πράματα, ξεκάθαρα.
Σκοτώνεις τα μωρά στις κοιλιές των εγκύων γυναικών, των μανάδων που δεν είναι μάνες, και συ είσαι μια διαβολογυναίκα,
και ήρθες εδώ με την παρέα τρέμοντας απ’ το φόβο σου, να σου διαβάσω μια ευχή,
για να σου φύγουν οι εφιάλτες.
Γι’ αυτό ήλθες!
Δεν ήρθες γιατί έκανες φόνους,
αλλά γιατί είχες εφιάλτες.
Και δεν μπορούσες να κοιμηθείς!

Βλέπεις μωρά στον ύπνο σου διαρκώς, να θέλουν να σου βγάλουν τα μάτια.
Και σου λένε, γιατί κακούργα μας σκότωσες; Γιατί;
Και πετάγεσαι πάνω τρομαγμένη, και πηγαίνεις ύστερα στο γιατρό, για να του ζητήσεις τα τότε εκείνης της εποχής ψυχοφάρμακα.
Για να σου διαβάσω λοιπόν εγώ ευχή, πρέπει να εξομολογηθείς πρώτα,
και ύστερα από σήμερα, 

Πρώτον, δεν θα ξεγεννήσεις με σκοπό τον φόνον του εμβρύου.
Δεν θα το δεχτείς ποτέ!
Αλλιώς στον πρώτο φόνο που θα κάνεις θα πεθάνεις αμέσως, την ίδια ώρα.
Πού να τολμήσει ξανά να κάνει τέτοιο πράγμα! Δεύτερον, δεν θα ξαναδώσεις δηλητηριώδη φυτά, αυτό που λέει και ο όρκος του Ιπποκράτη,
δεν ξέρω αν έχουμε κανένα γιατρό εδώ, θα του δώσω φθόριον, λέει...για να κάνει η γυναίκα αποβολή.
Τρίτον, θα ξεγεννάς κανονικά,
και τα λεφτά που θα σου δίνουν θα τα δίνεις όλα μέχρι δεκάρας, στο γηροκομείο της Δράμας.
Τέταρτον, θα εξομολογηθείς ύστερα από τρείς μήνες εδώ, αφού προηγουμένως προετοιμαστείς σωστά.
Πέμπτον, δεν θα κοινωνήσεις παρά μόνον μία φορά στη ζωή σου,
και αυτή θα είναι η τελευταία εβδομάδα της ζωής σου πάνω στη γη.

Τρομαγμένη αυτή, είχε πέσει, κόντεψε να λιποθυμήσει, είχε πέσει και κάτω, λέει 

«Και πώς θα ξέρω η άμοιρη, του΄παν και οι άλλες, πώς θα ξέρει λέει, ποια είναι η τελευταία εβδομάδα της ζωής;
~ Δεν θα αρρωστήσεις ποτέ, απάντησε ο άγιος, παρά μόνον μία φορά, και θα σε πάνε στο νοσοκομείο της Δράμας.
Αυτή η εβδομάδα που θα μείνεις θα είναι και η τελευταία της ζωής σου.
Τότε θα ζητήσεις τη Θεία Κοινωνία, για να την πάρεις ως εφόδιο για την άλλη ζωή, και ο Θεός να σε συγχωρέσει.
Αυτός είναι ο κανόνας σου και αλίμονό σου αν δεν τον τηρήσεις.

Έτσι και έγιναν σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων, όπως εμένα μου τις διηγήθηκαν τώρα.
Θυμάστε, που το περιγράφει το βιβλίο, όσοι έχετε διαβάσει την ζωήν και τον βίον του Αγίου Γεωργίου του Καρσλίδη, του νέου αυτού ομολογητού,
που ’πε σε μια δασκάλα πού ’κανε μία έκτρωση,
(πρέπει να αρχίσω να την βάζω και γώ αυτή την τιμωρία, αυτό τον κανόνα μάλλον),
Ξέρετε τι την έκανε, το ξέρετε ε;
Της είπε επί τρία καλοκαίρια, θα ντύνεσαι σα τσιγκάνα, με βρώμικα ρούχα και μπογιές πασαλειμμένη στο πρόσωπο και στα χέρια,
Θα ζητιανεύεις αυτά τα τρία καλοκαίρια, δασκάλα του ’38, σκεφτείτε τι τιμή είχε τότε μια δασκάλα, ε!
Λοιπόν, και τα λεφτά που θα μαζεύεις από ζητιανιά, τα ψωμιά και ό,τι άλλο σου δίνουν, θα τα πηγαίνεις στο γεροκομείον της Δράμας. 

Και αφού περάσουν τα τρία χρόνια,
τότε θα έλθεις, τότε θα σου διαβάσω ευχή, και τότε θα κοινωνήσεις...


💐Απομαγνητοφωνημένα κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου.

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

Το τρομακτικό όραμα για τις εκτρώσεις του Οσίου Γαβριήλ του δια Χριστόν σαλού και ομολογητού



site analysis

 Ο π. Γαβριήλ ποτέ δεν σταμάτησε να εργάζεται. Δούλευε για κάποιο διάστημα ως αγρότης στα κολχόζ, όπου και διέμενε. Εκεί στερήθηκε για λίγο την ησυχία, καθώς δεν ήταν εύκολο να μένει μόνος του. Βρήκε όμως πολύ γρήγορα μια σπηλιά, την οποία είχαν εγκαταλείψει οι βοσκοί, την καθάρισε κι εγκαταστάθηκε εκεί. Πολύ πιθανό είναι την άγνωστη σε μας περίοδο της ζωής του να την πέρασε εκεί, στη σπηλιά. Ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε για τους ασκητές και τους σπηλαιώτες φανέρωνε μια εξοικείωση με τη ζωή αυτή, ενώ το πρόσωπο του φορτιζόταν και μια ανεπιτήδευτη τρυφερότητα διαγραφόταν στην έκφραση του.

 Οι πιστοί συχνά του ζητούσαν να κάνουν παρακλήσεις για να πληθαίνει και να αναπτύσσεται η Γεωργία.
  Κάποια φορά, κατά τη διάρκεια της παράκλησης στο ναό Σιόνι, ο άγιος είδε ένα τρομακτικό όραμα. Διηγείται ο ίδιος:
«Ήταν δυο στρατιωτικοί, με αρχαίες στρατιωτικές στολές, που έδειχναν εμένα: "Να! Αυτός είναι!". Ήρθαν πλάι μου και με πήραν μαζί τους. Με δυσκολία καταλάβαινα. Διέκρινα ένα άσπρο σπίτι χωρίς σταυρό. Με έβαλαν μέσα. Ήταν τελείως σκοτεινά. 
 Έκλεισαν τις πόρτες και μ' άφησαν εκεί. Όταν τα μάτια μου συνήθισαν στο σκοτάδι, είδα πεταμένα στο πέτρινο πάτωμα παιδάκια, που είχαν το μέγεθος ενός μικρού δαχτύλου και κείτονταν μέσα στα αίματα. Από μια τρύπα στο ταβάνι έπεφταν κι άλλα νεκρά παιδάκια, τόσα πολλά που δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά. Όλα γύρω ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Στεκόμουν στις μύτες των ποδιών μου. Και ξαφνικά άνοιξε η πόρτα κι άκουσα μια φωνή: " Έρχεται! Έρχεται!" Παραξενεύτηκα. "Ποιος έρχεται; Φαίνεται θα 'ναι εδώ το αφεντικό. Θα παρακαλέσω να με αφήσουν να φύγω από εδώ", σκέφτηκα. Πάλι ήρθαν εκείνοι οι δύο στρατιωτικοί. Στάθηκαν στην είσοδο και στην έξοδο και δεν μου επέτρεπαν να φύγω. Κόλλησα στον τοίχο. Τότε είδα την Παναγία να έρχεται με τη συνοδεία αγγέλων και αγίων. Ήταν ντυμένη στα λευκά. Την αναγνώρισα αμέσως. Με κοίταξε αυστηρά, μου έδειξε τα ματωμένα παιδιά και μου είπε: 'Τι' αυτό με παρακαλάς; Έτσι θα πληθαίνει η Γεωργία; Εγώ θα ευλογώ κι αυτοί θα σκοτώνουν;" Γύρισε κι έφυγε. Έπειτα με πήραν οι δυο στρατιωτικοί και με έφεραν στο κελί μου».

Την επομένη ο π. Γαβριήλ αποκάλυψε αυτό το όραμα σ' όσους ήταν παρόντες στην ικεσία και παρακάλεσε όλες τις γυναίκες να προσεύχονται προειδοποιώντας τες: «Μητέρες, μην κάνετε εκτρώσεις! Βοηθήστε να σωθεί η Γεωργία! Φοβήθηκα τόσο πολύ όταν είδα οργισμένη την Παναγία, που δεν ήξερα πού να πάω. Δεν επιθυμώ κανείς να δει έτσι τη Βασίλισσα του Ουρανού και της Γης».

Δόμνα Βισβίζη: Η ηρωική ναυμάχος του ’21 που πέθανε φτωχή και ξεχασμένη



site analysis

Μια από τις Θρακιώτισσες ηρωίδες γυναίκες που αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στον αγώνα για την απελευθέρωση του έθνους και προσέφερε και όλη την περιουσία της υπήρξε και η εξ Αίνου Ανατολικής Θράκης καταγόμενη Δόμνα Βισβίζη.
Αφιερώθηκε στην Μεγάλη Ιδέα της Φιλικής Εταιρείας,  στην οποία μυήθηκε μετά τον σύζυγό της Χατζηαντώνη Βισβίζη, ξόδεψε για τον αγώνα και τον τελευταίο οβολό της, για τη συντήρηση του πλοίου της ως ετοιμοπόλεμου και μάχιμου και όταν δεν μπορούσε η ίδια να το συντηρήσει, το προσέφερε και αυτό στον αγώνα.
Το τέλος της; Πέθανε εγκαταλειμμένη, πτωχή και λησμονημένη.Μέσα από μια σειρά εγγράφων, αποσπάσματα των οποίων παρατίθενται, διαπιστώνει κανείς την αγωνία της Θρακιώτισσας αγωνίστριας για την επιτυχία του αγώνα, την μεγάλη προσφορά της αλλά και την ολοσχερή εγκατάλειψη από την πολιτεία.
Η Δόμνα Βισβίζη προσέφερε και θυσίασε τα πάντα στον αγώνα. Ο Δημήτριος Υψηλάντης σε μια επιστολή του την προσφωνεί «Ευγενεστάτη και Γενναιοτάτη».Υπήρξε κόρη πλούσιας οικογένειας από την Αίνο όπου και γεννήθηκε το 1784 και το 1808 παντρεύτηκε τον Αντώνη Βισβίζη, πλούσιο πλοίαρχο και καραβοκύρη.Φλεβάρης του 21 και ο Θρακιώτης Χατζηαντώνης Βισβίζης αρματώνει το ιδιόκτητο καράβι του, την“Καλομοίρα”, ένα μπρίκι ναυπηγημένο στην Οδησσό με 16 κανόνια και 140 ναύτες και ξεκινά να μπει στην δούλεψη του Γένους, εγκαταλείποντας την εύπορη ζωή του Αίνου.
Χωρίς δεύτερη σκέψη τον ακολουθεί η γυναίκα του Δόμνα, παίρνοντας μαζί της στο καράβι τα πέντε παιδιά τους, όλα τα χρήματα και τα τιμαλφή της οικογένειας και ενώνεται με τον στόλο των Ψαριανών.

Το βάπτισμα του πυρός το πήρε στην Ίμβρο και έκτοτε ξεκίνησε μια ζωή γεμάτη αγώνες, περιπέτειες, μεγάλες δυσκολίες, φτώχια, δυστυχία και εγκατάλειψη.Το μπρίκι μεταφέρει στον Άθω μαζί με πολεμοφόδια και όπλα και τον επαναστάτη Εμμανουήλ Παπά, το Σερραίο μεγαλέμπορο και τραπεζίτη που κι αυτός ξόδεψε την περιουσία του και τη ζωή του για χάρη της πατρίδας.Το ζευγάρι των καπεταναίων συμμετέχει στον αγώνα του 21 και βρίσκεται παρών σ’ ολόκληρο το Αιγαίο κυβερνώντας την «Καλομοίρα», ναυμαχώντας παλικαρίσια, υπερασπίζοντας παγιδευμένους αγωνιστές και πολιορκώντας τους εχθρούς.«Για να κτισθή το χρυσό παλάτι της Ελευθερίας», όπως συνήθιζε να λέει το ζεύγος.Στις 21 του Ιούλη του 1822 η Δόμνα με τον άνδρα της που κυβερνά το πλοίο τους, πρωτοστατούν στην από θαλάσσης πολιορκία της Εύβοιας.
Κάποια στιγμή ο άνδρας της σκοτώνεται.

Η Δόμνα δίνει εντολή να τον κλάψουν τα παιδιά και να τον ετοιμάσει ο παπάς και αυτή αναλαμβάνει πλήρως σαν καπετάνισσα την «Καλομοίρα» και συνεχίζει τον αγώνα.

Η σκέψη να ξαναγυρίσει στην πλούσια ζωή που άφησε πίσω της δεν της περνά καν από το μυαλό.Παίρνει μέρος σε μπλόκα, σε ναυμαχίες και βοηθά με κάθε δυνατό τρόπο στην επιτυχία της Επανάστασης.
Τέλος του 1823, σε μια αναφορά της προς το Υπουργείο Ναυτικών, η Δόμνα Βισβίζη γράφει:
«Κατά το 1822 έτος, εσυμφώνησεν ο μακαρίτης άνδρας μου μετά των αρεοπαγιτών και εφόρων της Εύβοιας δια να σταθή με το πλοίο του εις την πολιορκίαν της Εύβοιας, μέλλων να πληρώνεται παρά των αρεοπαγιτών.Μ΄ όλον δ΄ ότι ο ρηθείς άνδρας μου ετελεύτησε, μόλον τούτο, μηδόλως παραβάσα από μέρους μου τας άνωθι συμφωνίας, ένα ήμιση ολόκληρον χρόνον , μ΄ όλον τον πατριωτικόν ζήλον τας εκτέλεσα.Αγκαλά δε δις, τρις και πολλάκις να εζήτησα το να πληρωθώ εν καιρώ, ως η συμφωνία μας, με το σήμερον και αύριον όμως αναβαλλομένου του καιρού, και μηδ΄ οβολού μη δοθέντος μοι, στενοχωρηθείσα δ΄ από τους ναύτας, και φοβούμενη μήπως ήθελον αναχωρήση, ενώ άνευ τούτων, ήτο αδύνατον το να κρατηθή η πολιορκία, ελπίζουσα δε και ότι επομένως ήθελα πληρωθή, επλήρωσα εξ ιδίων τα μηνιαία των, εξοδεύσασα δε προς τούτοις εις αυτό το διάστημα, τόσον εις τας των ναυτών τροφάς, όσον και εις πολεμοφόδια, ποσότητα όχι ευκαταφρόνητον, καθώς καλώτατα γινώσκει το έξοχον υπουργείον, με πόσην ποσότητα χρημάτων δύναται να εξοικονομηθή εν πολεμικόν πλοίον, από εβδομήκοντα πέντε ναύτας κυβερνούμενον, με την πρόβλέψιν των τροφών, πολεμοφοδίων και μηνιαίων».
Πράγματι η προσφορά της Δόμνας Βισβίζη στην πολιορκία της Εύβοιας ήταν σημαντική.Και αυτό βεβαιώνεται από τους προκρίτους της Εύβοιας που σε μια επιστολή τους αναφέρουν «…ο μακαρίτης σύζυγός της, ζων, και αυτή μετά τον θάνατον εκείνου, εις την νήσον Εύβοιαν κατά το βόρειον μέρος, με ειλικρίνειαν και πατριωτικόν ζήλον, χωρίς να παρακούσωσι τας προσταγάς, εδούλευσεν με το πλοίον του». Και από άλλα πολλά έγγραφα που διασώθηκαν επιβεβαιώνεται η μεγάλη προσφορά του ζεύγους Χατζηαντώνη και Δόμνας Βισβίζη στον μεγάλο αγώνα.
Στο υπ΄ αριθμ. 17293/15.8.1922 έγγραφο του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Άνθιμου Γαζή, μεταξύ των άλλων αναφέρεται:«…ο φιλογενέστατος Καπετάνιος Χατζή Αντώνιος Βισβίζης με το καράβι του από αρχάς Απριλίου του 1822, δεύτερον έτος της ελευθερίας, μέχρι τέλους Ιουλίου εδούλευεν εις τον Άρειον Πάγον και μετά πάσης προθυμίας και πίστεως, ως ουδείς άλλος, περιπλέων αδιαλείπτως το Βόρειον στενόν της Ευβοίας και καταπολεμών τον εχθρόν εις τε την Στυλίδα, Θερμοπύλας και Εύριπον και εις τα Βρυσάκια, ρίπτων ακαταπαύστως κανόνια με τα ίδια του εφόδια πολεμικά και φανείς ευδόκιμος εν πάσι, γίνεται δήλον…».
Aλλά και ο ίδιος ο Οδησέας Ανδρούτσος σε έγγραφό του περί των υπηρεσιών του Καπετάν Αντ. Βισζβίζη που έγραψε στη Λιβάδα στις 13 Μαϊου 1822, γράφει μεταξύ των άλλων:«…Εκ τούτου φανερώνω ότι ο Καπ΄ Αντώνης Βιζβίζης ευρισκόμενος εις Λιβάθα με το πλοίον του, το εις την πολιορκίαν στρατόπεδόν μας έχων μεγαλωτάτην ανάγκην τόσον από τροφάς όσον και από πολεμοφόδια μας έδωσεν ο ρηθείς 3, τρία κανόνια του κάμπου, διακοσίας πενήντα επτά οκ΄΄ Μπαρούτι, πεντακόσια δεκάρια φυσέκια ντουφεκιών, πενήντα μπάλας των κανονιών, εννενήντα μπάλες γρανάτες, εικοσιπέντε σακέτα μπάλα μιδραλία, εβδομήντα πέντε κα΄΄ παξιμάδι και πεντακόσια εξήντα οκ΄΄ αλεύρι και υπεσχέθη να μας οικονομίση και άλλα, αν λάβωμεν χρείαν.Και ούτω εκρατήσαμεν την πολιορκίαν πάλιν και εστάθημεν επειδή είμεθα έτοιμοι να σκορπίσωμεν όλοι.Διό δίδεται το παρόν δια να έχη να παρρησιασθή εν καιρώ εις το Γένος δια ταύτην του την δούλευσιν και τον πατριωτισμόν».

Όμως ο καιρός περνά και τα γρόσια αρχίζουν εξανεμίζονται.
Τα έξοδα για τη διατήρηση σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα ενός καραβιού με 16 κανόνια και 140 ναύτες είναι δυσβάσταχτα. Η κάσα της Καπετάνισσας είναι πια άδεια. Και παρά την πλειάδα εγγράφων και συστατικών επιστολών που έχει για την προσφορά του άνδρα της και της ιδίας στον αγώνα κανείς δεν ενδιαφέρεται για τις ανάγκες του σκάφους της και των πολεμιστών του.
Τον Σεπτέμβριο του 1824 η“Καλομοίρα” περνά στα χέρια του Κράτους, καθώς η Δόμνα Βισβίζη αναγκάζεται να την παραχωρήσει.Συγκεκριμένα στα τέλη του 1823 οι Υδραίοι ζητούν από την Δόμνα το πλοίο της για τις ανάγκες του υδραίικου στόλου και χωρίς δεύτερη σκέψη η Δόμνα παραχωρεί την «Καλομοίρα» για να χρησιμοποιηθεί σαν πυρπολικό «μ΄ όλα τ΄ αναγκαία εξοπλισμένον», ενώ τα άλλα πλοία που προσέφεραν για τον ίδιο σκοπό ήταν «γυμνά τε και πάντων υστερημένα πλοία».
Το τέλος της «Καλομοίρας», του πλοίου που όργωσε τις θάλασσες και απετέλεσε απρόσιτο φρούριο και φόβος και τρόμος των Τούρκων, ήταν εξίσου ηρωικό και επάξιο της καπετάνισσάς του! Με το πλοίο αυτό το 1824 ο Πιπίνος έκαψε τη Τουρκική φρεγάτα του Χαζνέ Γκεμνισί.
Η υπέροχη αυτή γυναίκα που έδωσε τον άνδρα της, το καράβι της, άδειασε γενναιόδωρα τη γεμάτη χρυσό κασέλα της, αφιέρωσε την ικμάδα της νιότης της αναζητώντας πατρίδα και λευτεριά, παράτησε έρημα σπίτια και ακίνητα στα χέρια του Τούρκου, έμεινε ολομόναχη να συντηρήσει και να αναθρέψει σε ξένο τόπο τα παιδιά της.
Την παρακολουθούμε μέσα από έγγραφα που σώθηκαν στα ελληνικά αρχεία – να τριγυρνά από τόπο σε τόπο, την Ερμιόνη, το Ναύπλιο, την Ερμούπολη της Σύρου στερημένη, περιφρονημένη, άστεγη με τα πέντε παιδιά της, να προστρέχει “εις το έλεος της σεβαστής επιτροπής της Ελλάδας” και να ζητά βοήθεια»… Το 1824 την βρίσκει χωρίς το καράβι της, πάμπτωχη, με τα πέντε ορφανά της «…υστερούμενα και αυτού του επιούσιου….Μη έχουσα ούτε οίκον, ούτε μίαν πατρίδα, ούτε τα λοιπά αναγκαία» στην αρχή για λίγο στην Ύδρα και τη Σύρα και στη συνέχεια στο Ναύπλιο. Εκεί αναγκάζεται για να επιβιώσει να ζητήσει βοήθεια από τη Διοίκηση με την ελπίδα ότι «δεν θέλει αφήσει εγκαταλελειμμένα και απροστάτευτα τα υπέρ της πατρίδος αποθανόντος πατρός τέκνα, και εξοδεύσασα και όλη του την περιουσία, αλλά θέλει χορηγήσει εις αυτά τα προς το ζην αναγκαία από την πικράν ορφανίαν των και σκληράν δυστυχίαν, δια να παρακινώνται και οι λοιποί ομογενείς εις τον Ιερόν τούτον αγώναν αλύπως, βλέποντες την Διοίκησιν προστάτην των ορφανών και χηρών». Αλλά η Διοίκηση κωφεύει και αδιαφορεί! Με τον καιρό η κατάσταση χειροτερεύει.Μέσα στο καταχείμωνο του 1826 η Δόμνα βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση. Στο λιμό που είχε προηγηθεί έχασε το ένα από τα πέντε παιδιά της και απελπισμένη γράφει
«….Κλαίω, ευσπλαχνίαν δεν ευρίσκω ουδεμίαν. Άχρι και των ουρανών κραυγάζω. Ώτα ανεωγμένα δεν βλέπω!Πως άλλως να εκφράσω τον πόνο μου; Ή με οποίον άλλον τρόπο να κινήσω ανθρώπων σπλάγχνα εις συμπάθειαν»; Αλλά όλα αυτά φωνή βοώντος εν τη ερήμω! Και τα χρόνια περνούσαν αλλά η κατάσταση της Δόμνας δεν διορθωνόταν.Ήταν Αύγουστος του 1829 και η καπετάνισσα άρρωστη βαριά, πήρε την απόφαση να γράψει από το Άργος όπου βρισκόταν στον Κυβερνήτη Καποδίστρια
.«…Γνωρίζω ότι φαίνομαι όχι μόνον οχληρά και βαρετή, αλλά και τολμηρά.Ανάγκη όμως μεγίστη μ΄ αναγκάζει και μάλλον με βιάζει! Κατ΄ ανάγκη λιμού, λιμοκτονίας και άκρας πτωχείας κατήντησα κλινήρης εις τόπον ξένον, μακράν των δυστυχών μου ορφανών και ανηλίκων.Δεν είμαι εις κατάστασιν να επιστρέψω εις αυτά, επειδή έμεινα έρημος και αυτής της εφημέρου τροφής στερούμενη, κινδυνεύομεν να αποθάνομεν από την πείναν! Επί Μάρτυρι Θεώ δεν έχω καν τα αναγκαία μου έξοδα να επιστρέψω προς την ατυχή οικογένειά μου…. Ο πατήρ των ανηλίκων ορφανών μου εθυσίασεν και ζωήν και κατάστασιν υπέρ του έθνους, τα παιδιά του λιμοκτονούν, πεθαίνουν από την πείναν! Το έθνος δεν ευσπλαγχνίζεται; Κινδυνεύουν και εντός ολόγου χάνονται…. Προστρέχω προς την έμφυτον φιλανθρωπίαν σας, θερμώς παρακαλούσα όπως μοι γίνη καν μικρά εξοικονόμησις, ίνα περιθάλψω και δυνηθή ανακουφίσω τα τέκνα μου και προλάβω αυτά πριν, ή εκ της λιμοκτονίας εξοντωθώσι.

Της εξοχότητός της δούλη, η δυστυχής χήρα Δόμνα Βισβίζη».

Kαι η βοήθεια κάποια στιγμή ήρθε. Κάποιοι φρόντισαν να βγάλουν για την καπετάνισσα μια μικρή σύνταξη μόλις τριάντα (30) δραχμών το μήνα.Τόσο αξιολόγησαν τη μεγάλη της προσφορά στον αγώνα! Όμως οι 30 αυτές δραχμές το μήνα ήρθαν ν΄ ανακουφίσουν τη φτώχια της Δόμνα στη Μύκονο, όπου έζησε μέχρι το 1832. Μετά έφυγε και πήγε στη Σύρα, όπου έμεινε μέχρι το 1845 για να καταλήξει γερόντισσα, ξεχασμένη απ΄ όλους και πικραμένη και να πεθάνει στον Πειραιά, πάμπτωχη και εγκαταλελειμμένη σε ηλικία 66 ετών!Αυτή ήταν η ανταμοιβή της για την προσφορά και τη θυσία του συζύγους της και της ιδίας στον μεγάλο του γένους αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Όχι βέβαια της δικής της πατρίδας, γιατί η αγαπημένη της Αίνος ουδέποτε ανάσαινε της λευτεριάς αγέρα. Και όπως έλεγε και η ίδια: « ….Η Αίνος, λοιπόν, και συγχωράτε με που όλη ώρα μιλώ για τον τόπο μου, μα έτσι γίνεται σαν αγαπάς κάτι πολύ, και την Αίνο την αγαπώ. Και τη στερήθηκα, όσο λέω πως τώρα, να ήρθεν η ώρα να γυρίσω πίσω, τόσο μου βγαίνουν εμπόδια. Κι είναι και τούτη η πίκρα πως ο τόπος μου μένει πάνω εκεί αλύτρωτος ακόμα..».

Η Δόμνα Βιζβίζη μέσα στην αρρώστια και στη δυστυχία της, δεν σταμάτησε ποτέ να ενδιαφέρεται και για το μέλλον των παιδιών της. Κυρίως όμως για τον πρωτότοκο γιος της, τον Θεμιστοκλή, για τον οποίο ζήτησε μια συστατική επιστολή απ΄ τη Διοίκηση για να τη δώσει στον Γ. Δρακάτο, ο οποίος της υποσχέθηκε ότι θα τον έπαιρνε μαζί του στο Λονδίνο, ύστερα από παράκληση της μητέρας του «…Δια να ωφεληθή και ο παις μου και ωφελήση και την πατρίδα του», όπως του έλεγε. Όταν το 1824 ήλθε στην Ελλάδα, ως απεσταλμένος του Φιλελληνικού Συλλόγου των Παρισίων, ο Γάλλος στρατηγός Ρος, για να πάρει μαζί του μερικά Ελληνόπουλα, τα οποία θα σπούδαζαν με υποτροφία στη Γαλλία, μεταξύ των 10 συνολικά επιλεγέντων, κατά προτίμηση από τους απογόνους των ονομαστών αγωνιστών της Επανάστασης, όπως του Κανάρη, του Γιαννίτση, του Μπότσαρη, του Μπαλάσκα και άλλων, με τη φροντίδα του Γ. Δρακάτου συμπεριλήφθηκε και ο μεγαλύτερος και ομορφότερος γιος του Χατζηαντώνη και της Δόμνας Βισβίζη, ο 12χρονος Θεμιστοκλής, ο οποίος, όταν έφθασε στη Γαλλία, έγινε το αγαπημένο παιδί των φιλελληνικών κύκλων των Παρισίων και έτυχε της ιδιαιτέρας προστασίας της κυρίας Ρεκαμιέ και της επί Ελληνική καταγωγή καυχώμενης δούκισσας Νταμπρεντές, ενώ η Γαλλίδα καλλιτέχνης Αδέλα Ταρντιέ φιλοτέχνησε την προσωπογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε τότε σε χιλιάδες δελτάρια σε ολόκληρη τη Γαλλία, ως αντιπροσωπευτική μορφή Ελληνόπουλου.Γνωστά έγιναν από τους Φιλέλληνες στην Ευρώπη κι έτσι μαθεύτηκαν τ΄ όνομά της και το έργο της παντού, τα λόγια του αποχωρισμού προς τον γιό της, όταν έφευγε για το Παρίσι: «Παιδί μου! Πρόκειται να υιοθετηθείς και να ανατραφείς από την γαλλική γενναιοδωρία. Όταν θα μεγαλώσεις, ίσως να μην ζω πια. Στοχάσου τότε, ότι έχεις να εκδικηθείς τον θάνατο του πατέρα σου».Και σαν να το ήξερε η Καπετάνισσα, ο γιος της μετά από λαμπρές σπουδές στο Παρίσι, επέστρεψε στην Ελλάδα και πρόκοψε! Το 1842 διορίσθηκε ακόλουθος στο υπουργείο των Εξωτερικών ενώ το 1845 ανέλαβε την ανώτατη θέση του διοικητή της Νάξου. Την προτομή του στη παραλία της Αλεξανδρούπολης, δίπλα στη προτομή της μάνας του και κάτω από το ηρώο των Βιζβίζιδων, φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γιώργος Δημητριάδης ο Αθηναίος (1880-1941).
Η ηρωική στάση της , η αντρίκια παλικαριά της, η αγέρωχη αντιμετώπιση της μοίρας στις κρίσιμες στιγμές της ζωής της και του αγώνα, την αναδεικνύουν πρόσωπο πρωταγωνιστικό.Την υψώνουν σε δυσθεώρητα μεγέθη και την κατατάσσουν τουλάχιστον στην ίδια θέση με την Μπουμπουλίνα και την Μαντώ Μαυρογένους. Πέθανε το 1850.Ήταν Αρχόντισσα!
Ήταν Καπετάνισσα.
Ήταν Ηρωίδα!
Ίσως για αυτό και να την παραμμέλησε η Ελληνική Πολιτεία. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι, ” ……οι ήρωες χρειάζονται μόνο την εποχή του πολέμου!
Είναι επικίνδυνοι στην εποχή της ειρήνης”! 


Πουλάκι πόθεν έρχεσαι, πουλάκι γι΄ αποκρίσου
μην είδες και μην άκουσες για την κυρά Δομνίτσα
την όμορφη, τη δυνατή, την αρχικαπετάνα,
πούχει καράβι ατίμητο και πρώτο μεσ’ στα πρώτα,
καράβι γοργοτάξιδο, καράβι τιμημένο,καράβι που πολέμησε στης Ίμπρος το μπουγάζι;

Και το πουλάκι στάθηκε και το πουλάκι λέει,

την είδα την απάντησα σιμά στο Αγιονόρος
τρεις μέρες επολέμαγε με δυο χιλιάδες Τούρκους
Καράβια εδώ, καράβια εκεί, καράβια παρά πέρα
και τούτη σαν τον αετό ώρμαγε και χτυπούσε
δεξιά ζερβά κι ανάστροφα κι όπου βολούσε ακόμα
κι άκουγες βόγγους δυνατούς και στεναγμούς μεγάλους
κι άκουγες κλάματα πικρά, κατάρες στην κατάρα
κι θάλασσες κοκκίνιζαν ως φέσια των αγάδων.

(Δημοτικό ποίημα) 
πηγή

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Η βιολογική μου μητέρα 7,5 μηνών έγκυος έκανε έκτρωση.. όμως Έζησα!



site analysis


* Αν έτσι, από θαύμα, είχαμε μπροστά μας ένα απ΄αυτά τα αμέτρητα παιδιά που μπήκαν στην διαδικασία της έκτρωσης, πως θα μας περιέγραφε την εμπειρία του;

Κι όμως υπάρχει ένα τέτοιο παιδί!
Που γλύτωσε, μεγάλωσε και βρίσκεται μπροστά μας...
Γιατί, υπάρχει πιο πειστικό επιχείρημα από το να βλέπεις και να ακούς να σου τα λέει ένα παιδί που διασώθηκε από την διαδικασία της έκτρωσης, ο καλός Θεός γνωρίζει το γιατί, ενώ βρισκόταν ήδη 7,5 μήνες στην κοιλιά της μάνας της;

Δες την ίδια την Gianna, στο τέλος της ανάρτησης, να περιγράφει το πως τελικά επέζησε...













Η βιολογική μου μητέρα, 7.5 μηνών έγκυος έκανε έκτρωση... όμως Έζησα!
Μια συγκλονιστική μαρτυρία.

Χαίρετε. Ονομάζομαι Gianna Jessen. 

Είμαι υιοθετημένη και η βιολογική μου μητέρα ήταν δεκαεφτά χρονών, όταν αποφάσισε να κάνει έκτρωση. 

Ήταν τότε εφτάμισι μηνών έγκυος και ο γιατρός τη συμβούλευσε να κάνει αυτό, που ονομάζεται saline abortion (αντικατάσταση του αμνιακού υγρού με αλατούχο διάλυμα, που καίει το παιδί μέσα και έξω). Έτσι η μητέρα μου ανέμενε να γεννήσει ένα νεκρό παιδί μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες.

Προς μεγάλη έκπληξη και αμηχανία όλων, δεν βγήκα νεκρή σ’ αυτό τον κόσμο αλλά ζωντανή (!), στις 6 Απριλίου του 1977 σε κλινική εκτρώσεων του Λος Άντζελες. 

Αυτό δε που αποτελεί τέλειο συγχρονισμό του ερχομού μου, είναι ότι ο μαιευτήρας που ενεργούσε την έκτρωση ήταν εκτός υπηρεσίας εκείνη τη στιγμή κι έτσι δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ολοκληρώσει το σχέδιό του, που ήταν ο τερματισμός της ζωής μου.

Την στιγμή αυτή που σας μιλώ, βρίσκομαι σ’ ένα όμορφο κυβερνητικό κτίριο και ξέρω ότι στην εποχή που ζούμε δεν είναι πολιτικά σωστό να πεις το όνομα του Χριστού σε μέρη σαν κι αυτό.

Το να Τον φέρεις σε τέτοιες συναντήσεις, μπορεί να κάνει τους άλλους να νοιώσουν τρομακτικά άβολα. Αλλά... δεν επιβίωσα για να κάνω τον καθένα να νοιώθει άνετα. Επιβίωσα για να ανακατεύω τα πράγματα λίγο και αυτό το απολαμβάνω!

Και έτσι βγήκα ζωντανή, όπως ήδη είπα, μετά από δεκαοκτώ ώρες. Έπρεπε να ήμουν τυφλή, έπρεπε να ήμουν καμένη, έπρεπε να ήμουν νεκρή. Και δεν είμαι!

Ξέρετε τι εκπληκτική δικαίωση είναι το γεγονός ότι ο μαιευτήρας που έκανε την έκτρωση, ήταν υποχρεωμένος να υπογράψει το πιστοποιητικό γεννήσεώς μου; Έτσι έμαθα ποίος είναι. Για όσους τυχόν όμως έχουν αμφιβολίες, το πιστοποιητικό γράφει:

«γεννημένη κατά τη διάρκεια εκτρώσεως στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης». Δε νικήσανε!

Έκανα μία έρευνα για τον άνθρωπο αυτόν και οι κλινικές του είναι η μεγαλύτερη αλυσίδα κλινικών στις Ηνωμένες Πολιτείες, με μικτά έσοδα 70.000.000 δολάρια το χρόνο. Διάβασα ένα βιβλίο του που έλεγε πως έχει κάνει πάνω από 1.000.000 εκτρώσεις και θεωρεί αυτό πάθος του. 

Σας τα λέω αυτά, Κυρίες και Κύριοι, γιατί δεν ξέρω αν συνειδητοποιήσατε ότι βρισκόμαστε σε μάχη σ’ αυτόν τον κόσμο. Είναι μία μάχη μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Με ποια πλευρά είστε;

Έτσι η νοσοκόμα κάλεσε ασθενοφόρο και με μετέφεραν σε νοσοκομείο. Αυτό είναι πραγματικό θαύμα, διότι συνήθιζαν τότε (μέχρι το 2002), να τερματίζουν την ζωή ενός επιβιώσαντος βρέφους, με στραγγαλισμό, ασφυξία, να το αφήνουν να πεθάνει ή να το πετούν. Το 2002 ο πρόεδρος Bush υπέγραψε νόμο για να σταματήσει αυτή η συνήθεια. Βλέπετε, παίζουμε εν ου παικτοίς…

Εύχομαι να με μισούν την ώρα που θα πεθάνω, ώστε να αισθανθώ τον Θεό κοντά μου και να αισθανθώ πώς είναι να σε μισούν. Και τον Χριστό Τον μισούσαν. Και όχι ότι επιδιώκω να με μισούν, αλλά ξέρω ότι ήδη με μισούν γιατι κηρύττω ζωή. 

Και η αποστολή μου κυρίες και κύριοι, ανάμεσα σε πολλά άλλα πράγματα, είναι αυτή. Να δώσω ανθρωπιά σε μια αντιπαράθεση, που την ταξινομήσαμε με όλα τα άλλα ασήμαντα θέματα και την βάλλαμε να περιμένει την σειρά της στο ράφι. Αφαιρέσαμε τα αισθήματά μας κυρίες και κύριοι, γίναμε σκληρότεροι. Το θέλετε πραγματικά αυτό; Πόσο πραγματικά επιθυμείτε να ρισκάρετε για να πείτε την αλήθεια με αγάπη και μεγαλοψυχία, να είστε πρόθυμοι να σας μισούν;

Έτσι μετά από αυτό τοποθετήθηκα σε ίδρυμα έκτακτης φροντίδας όπου αποφάσισαν, διότι δεν τους άρεσα και πολύ.

Βλέπετε μισήθηκα από την στιγμή της συλλήψεώς μου από τόσους πολλούς, αλλά και αγαπήθηκα από ακόμα πιο πολλούς και προπάντων από τον Θεό. Είμαι κόρη Του. Δεν παίζετε με το κορίτσι του Θεού. Έχω ένα σημάδι στο μέτωπο, που προειδοποιεί, προσέξτε να είστε καλοί μαζί μου, γιατί ο Πατέρας μου διοικεί τον κόσμο!

Με πήραν λοιπόν από το «κακό σπίτι» και με πήγαν σε άλλο, όμορφο σπίτι. Στο σπίτι της Πένυ. Είπε, ότι τότε ήμουν δέκα επτά μηνών και είχα διαγνωστεί με αυτό που εγώ θεωρώ δώρο, εγκεφαλική παράλυση, η οποία δημιουργήθηκε από την έλλειψη οξυγόνου στον εγκέφαλό μου, καθώς προσπαθούσα να επιβιώσω.

Τώρα είμαι αναγκασμένη να το πω αυτό. Εάν η έκτρωση είναι αποκλειστικά θέμα των δικαιωμάτων των γυναικών, τότε ποία ήταν τα δικά μου δικαιώματα; 

Πώς δεν βρέθηκε ούτε μία ριζοσπαστική φεμινίστρια, να σηκωθεί και να φωνάξει για την καταπάτηση των δικαιωμάτων μου την ημέρα εκείνη! 


Στην πραγματικότητα η ζωή μου πνιγόταν στο όνομα των δικαιωμάτων της γυναίκας!

Όταν δε ακούω το αηδιαστικό επιχείρημα ότι πρέπει να κάνουμε εκτρώσεις γιατί το παιδί ίσως γεννηθεί ανάπηρο, τότε η καρδιά μου γεμίζει από τρόμο...

Υπάρχουν πράγματα κυρίες και κύριοι, τα οποία θα μπορέσετε να μάθετε μόνο από τους αδύναμους ανάμεσά σας. Και όταν τους πνίγετε, εσείς είστε αυτοί που χάνετε... Ο Θεός τους φροντίζει, αλλά εσείς είστε αυτοί που θα υποφέρετε για πάντα... 

Και τι αλαζονεία, τι απόλυτη αλαζονεία! Και έχει γίνει καθεστώς σ’ αυτό τον κόσμο που ζούμε, οι δυνατοί να εξουσιάζουν τους αδύναμους, να αποφασίζουν ποιος ζει και ποιος πεθαίνει.

Τι αλαζονεία! Δεν καταλαβαίνετε, ότι δεν ήσαστε εσείς, που κάνετε την καρδιά σας να κτυπά; Δεν καταλαβαίνετε, ότι δεν κατέχετε τίποτε από όλη την εξουσία που νομίζετε ότι κατέχετε; Είναι το έλεος του Θεού που σας στηρίζει ακόμα και όταν τον μισείτε;

Έτσι κοίταξαν την αγαπημένη μου Πένυ και της είπαν τα …πολύ ενθαρρυντικά λόγια: η Gianna θα είναι ένα τίποτα! Αλλά αυτή τους αγνόησε και άρχισε να δουλεύει μαζί μου 3 φορές την ημέρα, και άρχισα να σηκώνω το κεφάλι μου και μετά έλεγαν η Gianna ποτέ δεν θα κάνει αυτό, ποτέ δεν θα κάνει το άλλο. 

Και όμως στην ηλικία των τρεισήμισι χρόνων, άρχισα να περπατώ με περπατούρα και ορθοπεδικά στηρίγματα, και στέκομαι εδώ σήμερα μπροστά σας με ένα μικρό ορθοπεδικό πρόβλημα, χωρίς περπατούρα και ορθοπεδικά στηρίγματα. Πέφτω με χάρη μερικές φορές και μερικές άλλες άχαρα, εξαρτάται από την περίπτωση, αλλά εργάζομαι για την Δόξα του Θεού.

Βλέπετε, κυρίες και κύριοι, είμαι πιο αδύναμη από τους περισσότερους από σας, αλλά αυτό είναι το κήρυγμά μου.

Πληρώνω ένα μικρό τίμημα για να μπορώ να διαλαλώ στον κόσμο και να προσφέρω ελπίδα. Στην παρανόησή μας για το πώς δουλεύουν τα πράγματα, παρεξηγούμε πόσο όμορφο μπορεί να είναι το μαρτύριο! Δεν το προκαλώ, αλλά όταν έρχεται ο Θεός έχει την δυνατότητα να κάνει και τα πιο άθλια πράγματα όμορφα.

Έχω συναντήσει την βιολογική μου μητέρα, έχω συγχωρήσει την βιολογική μου μητέρα, είμαι Χριστιανή. 

Είναι πολύ ταραγμένη γυναίκα και ήρθε σε μία εκδήλωση, που είχα πριν δυο χρόνια, χωρίς προειδοποίηση και είπε: «Γεια σου, είμαι η μητέρα σου». 

Αυτή ήταν μία πολύ δύσκολη μέρα, και όμως καθώς ανεχόμουν όλα αυτά, πιθανόν να σκεφτείτε ότι ήμουν τρελή, αλλά καθόμουν εκεί και σκεφτόμουν: «Δεν σου ανήκω. Ανήκω στον Χριστό. Είμαι το κορίτσι Του, και είμαι πριγκίπισσα! Έτσι δεν έχει σημασία τι λες, ο θυμός σου, η ταραχή σου και η οργή, δεν είναι δικά μου να τα φυλάξω, δεν είναι δικά μου να τα κρατάω, και δε θα το κάνω..».

Θα ήθελα προς στιγμήν να μιλήσω κατευθείαν στους άντρες που είναι σε αυτή την αίθουσα. Άντρες είστε φτιαγμένοι για μεγαλοσύνη. Είστε φτιαγμένοι για να υψώνετε το ανάστημά σας και να φέρεστε αντρίκεια. Είστε φτιαγμένοι για να υπερασπίζεστε τις γυναίκες και τα παιδιά. 




Όχι να παραμερίζετε και να στρέφετε το κεφάλι σας στην άλλη μεριά, όταν γίνεται φόνος και να μην κάνετε τίποτε γι’ αυτό. Δεν είστε φτιαγμένοι για να εκμεταλλεύεστε εμάς τις γυναίκες και μετά να μας αφήνετε μόνες. Είστε φτιαγμένοι για να είστε ευγενικοί και χαριτωμένοι και μεγάλοι και δυνατοί και να στέκεστε ψηλά, διότι άντρες προσέξτε με: Είμαι πολύ κουρασμένη για να κάνω το δικό σας καθήκον.

Γυναίκες, δεν είστε φτιαγμένες για κακομεταχείριση, δεν είστε φτιαγμένες να κάθεστε αγνοώντας την αξία και την τιμή σας. Είστε φτιαγμένες να αγωνίζεσθε γι’ αυτό σε όλη σας την ζωή. Τώρα είναι η ευκαιρία σας, τώρα θα δείξετε τι άνθρωποι θα είστε. Έχω εμπιστοσύνη άντρες, ότι θα ανταποκριθείτε στην πρόκληση και θα αρθείτε στο ύψος των περιστάσεων.

Στους πολιτικούς, που ακούν, ιδιαίτερα στους άντρες, θα πω το εξής: είστε φτιαγμένοι για μεγαλοσύνη και αφήστε την διπλωματία στην άκρη. Προορισμός σας είναι να υπερασπίζεστε, ότι είναι σωστό και καλό. Αυτή η νεαρή κοπέλα που στέκεται στο βήμα σάς λέει: τώρα είναι η ώρα σας. 

Τι είδους άνθρωποι θέλετε να είστε, άνθρωποι με εμμονή στην δική τους δόξα ή άνθρωποι με εμμονή στην δόξα Του Θεού; Έφτασε η στιγμή να πάρετε θέση. Αυτή είναι η δική σας ώρα. Ο Θεός θα σας βοηθήσει, ο Θεός θα είναι μαζί σας. Σας δίνεται η ευκαιρία να δοξάσετε και να τιμήσετε τον Θεό.

Θα τελειώσω με αυτό:

Μερικοί ίσως είναι ενοχλημένοι διότι μιλώ συνέχεια για τον Θεό και τον Ιησού.

Μα πώς είναι δυνατόν να περπατώ στην γη, έστω κουτσαίνοντας, και να μην δίνω όλη μου την καρδιά και το μυαλό και την ψυχή και όλο μου το είναι στον Χριστό που μου έδωσε την ζωή;

Αν λοιπόν νομίσετε ότι είμαι ανόητη, αυτό θα είναι άλλο ένα κόσμημα στην κορώνα που φορώ. Όλος ο σκοπός της ζωής μου είναι να κάνω τον Θεό να χαίρεται.

Ελπίζω μερικά απ’ αυτά που είπα να έχουν νόημα. Απλά βγήκαν μέσα από την καρδιά μου.

Ο Θεός να σας ευλογεί. ~ Gianna Jessen. 

«γεννημένη κατά τη διάρκεια εκτρώσεως στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης».

Αξιοπρόσεκτες Θέσεις και Μαρτυρίες για τις ΑΜΒΛΩΣΕΙΣ


Movie inspired by the life of abortion survivor Gianna Jessen.