Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Θαυμαστά γεγονότα με την Γερόντισσα Ανυσία



Πώς αναστηλώθηκε η Ιερά Μονή Αναλήψεως στην Πρώτη Σερρών, ένα από τα μοναστήρια του γέροντα Εφραίμ του Φιλοθεΐτη (της Αριζόνας)



Όλγα Ροζνιόβα

Συνεχίζουμε τον κύκλο δημοσιεύσεων που αναφέρονται στα μοναστήρια που είχαν ιδρυθεί ή αναστηλωθεί με τη βοήθεια του γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη (της Αριζόνας). Η παρούσα δημοσίευσή μας είναι αφιερωμένη στην Ιερά Μονή Αναλήψεως, στην Πρώτη Σερρών.

Είναι χαράματα, στις αρχές Σεπτέμβρη. Βρίσκομαι στο σταθμό υπεραστικών «KTEL Μακεδονία», τον κύριο κόμβο για τη μετακίνηση ανθρώπων στη Θεσσαλονίκη και σε όλη τη Μακεδονία, ευρύχωρος, άνετος. Από δω μπορεί κανείς να πάει σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας και να φτάσει στα πλοία που πάνε στα νησιά Κρήτη, Κέρκυρα, Ζάκυνθο και άλλα. Είναι εργάσιμη μέρα, γι’ αυτό ο σταθμός δεν έχει πολύ κόσμο. Στο λεωφορείο που αναχωρεί για το ορεινό χωριό Πρώτη Σερρών, μπαίνουν μόλις τέσσερα άτομα. Ο δική μου διαδρομή με οδηγεί στην Ιερά Γυναικεία Μονή της Θείας Αναλήψεως. Στην πορεία οι συνοδοιπόροι μου θα αποβιβαστούν, και έτσι μέχρι την Πρώτη Σερρών θα μείνω ο μοναδικός επιβάτης.


Σπάνια θα δεις Ρώσους σε αυτά τα μέρη. Να πω εκ των προτέρων ότι, σε όλο το διάστημα της παραμονής μου στην Πρώτη Σερρών και στο μοναστήρι, δεν είχα ακούσει ρώσικα ούτε μια φορά. Πολλοί Έλληνες, βέβαια, ξέρουν αρκετά καλά αγγλικά. Εν τω μεταξύ, έμαθα λίγα ελληνικά, οπότε σε όσους δε μιλάνε αγγλικά, τους απευθύνομαι με τα λίγα ελληνικά μου. Οι ντόπιοι χαίρονται τόσο πολύ με την επιθυμία μου να μιλάω τη μητρική τους γλώσσα που μου συγχωρούν το φτωχό μου λεξιλόγιο και η επικοινωνία κυλάει αρκετά καλά.

 

Η γερόντισσα Ανυσία (Εμμανουηλίδου), πνευματικό παιδί του γέροντα Εφραίμ, ευγενικά προσφέρθηκε να μου γνωρίσει τη μονή της και τις μοναχές. Είμαι εδώ, καθώς με την ευλογία της γερόντισσας, μου είχε γράψει, και στη συνέχεια μου είχε στείλει πρόσκληση η αδελφή Γρηγορία η Γραμματικός της Μονής.

 

Η αγάπη των Ελλήνων για τους Ρώσους

Θέλω να πάρω έναν υπνάκο στο λεωφορείο, αλλά τα μάτια μου δεν κλείνουν τις 2,5 ώρες δρόμου, καθώς γύρω μου έχει τόσα ενδιαφέροντα πράγματα! Επιτέλους, ο δρόμος γίνεται πιο τραχύς, πιο ανώμαλος, πράγμα που σημαίνει ότι σε λίγο θα είναι η στάση μου. Το ορεινό χωριουδάκι Πρώτη Σερρών είναι μικρό. Άνετα, όμορφα σπιτάκια, παντού λουλούδια. Ο οδηγός μού εύχεται καλό δρόμο και μένω μόνη μου. Το μοναστήρι βρίσκεται επτά χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, αλλά όλα αυτά τα χιλιόμετρα είναι ανηφορικά. Χρειάζεται να φτάσω σε ύψος περίπου 1000 μέτρων.

 

Σε όλο το χωριό υπάρχει μόνο ένα ταξί, και ο νεαρός οδηγός, ο Γιάννης, στα σβέλτα και γρήγορα με πάει στη Μονή. Η καρδιά μου κάθε τόσο σταματάει στις απότομες στροφές, πάνω από γκρεμό. Όταν έμαθε ότι είμαι Ρωσίδα, ο Γιάννης μου κάνει ουσιαστική έκπτωση. Δηλώνει ότι αγαπάει πολύ τους Ρώσους και τον Πούτιν. Παρεμπιπτόντως, αργότερα άκουσα από πολλούς Έλληνες για την αγάπη τους προς τους Ρώσους και τον πρόεδρό μας. Ο Γιάννης χαμογελάει πλατιά και μου ξεφουρνίζει το εξής:

 

– Εσύ γιατί νομίζεις ότι ο πρόεδρός σας είναι τόσο ωραίος; Kαι πιστός! 

 

 

– Γιατί;

 

- Επειδή έχει προγιαγιά ελληνίδα!

 

Δεν ξέρω για την προγιαγιά του Πούτιν, αλλά είναι πολύ ευχάριστο να ακούς ότι αγαπάνε τον λαό σου και τον πρόεδρό σου. 

 

Μοναστήρι στα βουνά

Το αυτοκίνητο σταματάει στην είσοδο του μοναστηριού και μένω ξανά μόνη μου. Η μονή βρίσκεται ανάμεσα σε βράχια: αριστερά και δεξιά βλέπεις βουνά. Από πάνω έχει ωραία θέα προς το χωριό. Οι πλαγιές είναι αρκετά απότομες. Δεν υπάρχουν αιχμηρές κορυφές ή κορυφογραμμές. Μόνο που η ψηλή και η πυκνή βλάστηση από αγκαθωτούς θάμνους κάνουν αυτά τα βουνά απροσπέλαστα για τους ανθρώπους. Κάτω, στο χωριό, η θερμοκρασία ήταν περίπου στους 30 βαθμούς, αλλά εδώ ο αέρας είναι τόσο δυνατός που βγάζω από το σακίδιο μπουφάν.

 

Αυτό το μπουφάν δεν το έβγαλα μετά, για όλη την εβδομάδα που έμεινα στο μοναστήρι: φυσούσαν δυνατοί άνεμοι, που έκαναν διάλειμμα μόνο για κάνα δύο ώρες, και μετά επέστρεφαν εκ νέου με δύναμη και σφύριζαν καμιά φορά με παράπονο, καμιά φορά ούρλιαζαν γοερά τις νύχτες και διέκοπταν το σύντομο ύπνο των μοναχών.

 



Κοιτάζω ολόγυρα. Το υψόμετρο σαν να μη φαίνεται και τόσο μεγάλο, αλλά το χωριουδάκι είναι μακριά κάτω και τα σπιτάκια από δω φαίνονται όπως στα παιχνίδια. Σε αυτά τα βουνά, κατά τα λεγόμενα των ντόπιων κατοίκων, δεν υπάρχουν αρκούδες αλλά ζουν λύκοι, λαγοί, αλεπούδες. Πολλά ερπετά: σαύρες και φίδια. Αυτά πολύ εύκολα αντιμετωπίζουν τον καύσωνα και την έλλειψη νερού τους καλοκαιρινούς μήνες. Όταν βραδιάζει, νυχτερινά πουλιά κρώζουν διαπεραστικά, την ημέρα μπορείς να παρατηρήσεις ψαλιδιάρηδες και ορεινές πέρδικες, σπάνια αετούς.

 


Οι ναοί και τα κειμήλια του μοναστηριού


Η Ιερά Μονή της Αναλήψεως είναι παλαιός τόπος προσευχής, και αυτό το νιώθεις. Είχε ιδρυθεί ως αντρική τον 18ο αιώνα, αλλά καταστράφηκε. Οι Βούλγαροι όχι μόνο κατέστρεψαν το μοναστήρι, αλλά σκότωσαν και τους μοναχούς. Από τότε, για πολλά χρόνια, η μονή παρέμενε έρημη. Το 1979 στα ερείπια του πρώην μοναστηριού έφτασαν δύο μοναχές. Αλλά για αυτό θα μιλήσουμε αργότερα.

 

Τώρα όμως στέκομαι μπροστά από τις πύλες του μοναστηριού. Δίπλα υπάρχει παρεκκλήσι της Αγίας Μάρτυρος Ανυσίας της εν Θεσσαλονίκη, προστάτιδας της ηγουμένης της Μονής. Απέναντι, είναι ο Ιερός Ναός του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή, πνευματικού πατέρα πολλών αγιορειτών ασκητών, συμπεριλαμβανομένου και του γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας (ακριβώς γι’ αυτό πολλά πνευματικά παιδιά του γέροντα Εφραίμ ονομάζουν τον Όσιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή «παππού»).

 

 

Στις πύλες δεν υπάρχει κανείς. Μπαίνω μέσα. Οι αδελφές στα διακονήματα. Προσκυνητές, εκτός από μένα, εργάσιμη μέρα που είναι, δεν υπάρχουν. Πηγαίνω στο εκθετήριο και επιτέλους συναντώ μια από τις αδελφές, τη Φιλοθέα, που έχει το διακόνημα της αρχοντάρισσας. Η αδελφή Φιλοθέα με προσκαλεί στο αρχονταρίκι, με κερνάει τον καθιερωμένο καφέ με το λουκούμι, πηγαίνει για ευλογία στη γερόντισσα και μετά με ξεπροβοδίζει στο κελλί του προσκυνητή, τα παράθυρα του οποίου έχουν θέα στα βουνά.

 

Οι πατέρες αναγκάζονταν να επεξεργάζονται με τα χέρια τους τις πέτρες, να τις κουβαλάνε στο μοναστήρι στους ώμους τους και να φτιάχνουν με αυτές τα οικήματα

 

Αργότερα, μαθαίνω ότι εδώ υπάρχουν και άλλοι τρείς ναοί: το Καθολικό της Αναλήψεως, με την θαυματουργή εικόνα της Αναλήψεως του Κυρίου, όπως επίσης, ο Ιερός Ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και ο Ιερός Ναός του Ευαγγελισμού.

 

Μαθαίνω επίσης, ότι όταν οι αδελφές αναστήλωναν τους χώρους του μοναστηριού, αναγκάζονταν να σκάβουν, και σκάβοντας, έφτασαν στους τοίχους τους οποίους η αδελφότητα κάποτε είχε κτίσει. Οι πέτρες ήταν δουλεμένες με τα χέρια, δηλαδή οι πατέρες αναγκάζονταν με πολύ πρωτόγονα μέσα να επεξεργάζονται τις πέτρες στα βράχια, να τις κόβουν κάπου στα νταμάρια, να τις κουβαλάνε οι ίδιοι στο μοναστήρι και να φτιάχνουν με αυτές τα οικήματα. Όταν οι αδελφές αντίκρισαν αυτούς τους τοίχους, λυπήθηκαν να τους κρύψουν από τα ανθρώπινα μάτια κάτω από το σουβά, και αποφάσισαν να τους αφήσουν να φαίνονται: να βλέπουν οι άνθρωποι πώς οι πατέρες αγωνίζονταν εδώ. Εδώ επίσης βρίσκονται και πορτραίτα πατέρων που σώθηκαν ως τις μέρες μας.

 

Ανάμεσα στα κειμήλια του μοναστηριού υπάρχουν πολλά τεμάχια από λείψανα αγίων, ανάμεσα στα οποία είναι τεμάχια από τα λείψανα του Αγίου Ιεράρχη Ιωάννη Χρυσοστόμου και του Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη.

 


Οι ιερές ακολουθίες και η τράπεζα

Οι ιερές ακολουθίες στο μοναστήρι συχνά τελούνται τη νύχτα. Η γερόντισσα πηγαίνει στο ναό πρώτη και φεύγει τελευταία. Η ίδια διαβάζει τον Εξάψαλμο. Είναι 78 ετών όμως… Από αυτά, για 57 χρόνια αγωνίζεται στο μοναστήρι. Ακόμα και όταν δεν υπάρχουν νυχτερινές ακολουθίες, ο ύπνος των μοναχών είναι μικρής διάρκειας και το εγερτήριο είναι στις 4 η ώρα το πρωί. Οι πρωινές ακολουθίες αρχίζουν στις 4:30, όταν έχει τελείως σκοτάδι και το μοναστήρι φωτίζεται μόνο με το φως των φαναριών. Τις Κυριακές, ο ναός είναι γεμάτος: έρχονται τα πνευματικά παιδιά της γερόντισσας από την Καβάλα, τις Σέρρες και από τις γύρω περιοχές.

 

Συνήθως στη λογοτεχνία συναντώ συγκρίσεις ανάμεσα στους ψηλούς Ρώσους και τους κανονικούς Έλληνες. Εδώ είχα εκπλαγεί, όταν η αντρική πλευρά του ναού είχε γεμίσει από Έλληνες διάφορων ηλικιών, αλλά όλοι τους, λες και ήταν διαλεγμένοι, είχαν σχεδόν δύο μέτρα ύψος. Είχε έρθει μια ομάδα γεωργιανών προσκυνητών με ιερέα, με μεγάλο πούλμαν.


Όταν τελειώνει η πρωινή ιερή ακολουθία, στις 6 το πρωί, η γερόντισσα δίνει αντίδωρο, οι αδελφές προσεύχονται στα κελλιά και ξεκουράζονται για λίγο μέχρι τις 8, εκτός από αυτές που δουλεύουν στην κουζίνα, στο αρχονταρίκι και σε κάποια άλλα διακονήματα, που απαιτούν τη συνεχή παρουσία. Στις 8 πίνουν ένα μικροσκοπικό φλιτζάνι καφέ. Στις 2 το μεσημέρι η πρώτη τράπεζα. Μετά τη βραδινή ακολουθία, η δεύτερη, πιο φτωχή.

 

Οι αδελφές τρώνε πολύ λιτά. Το τραπέζι είναι, ως επί το πλείστον, νηστίσιμο. Σε μια βδομάδα παραμονής μου στο μοναστήρι, είχαμε ψάρι στο τραπέζι μόνο μια φορά. Σε μια γιορτή έδωσαν γαλακτοκομικά – ελληνικό γιαούρτι. Όλο τον υπόλοιπο καιρό, τρώγαμε τηγανιτές πατάτες, ρύζι, λαχανικά, ελιές. Πιτάκια με γέμιση πατάτες ή λαχανικά. Όπως και σε άλλα ελληνικά μοναστήρια, οι αδελφές αρχίζουν να τρώνε μετά το πρώτο κουδούνι. Το δεύτερο κουδούνι είναι υπενθύμιση ότι μπορείς να βάλεις κρύο νερό από κανάτα. Το τρίτο κουδούνι σημαίνει ότι η τράπεζα τελείωσε και οι αδελφές σηκώνονται, προσεύχονται. Στη διάρκεια της τράπεζας, όπως και σε όλα τα μοναστήρια, διαβάζουν τους αγίους πατέρες.

 

Ο αέρας στο πρόσωπο

Μετά το δείπνο, βγήκαμε στην αυλή του μοναστηριού. Ο αέρας μας έδερνε στο πρόσωπο. Ναι, εκείνο το αεράκι, το οποίο στους πρόποδες του βουνού σε φρέσκαρε ελαφρά και χάιδευε το ιδρωμένο μέτωπο, εδώ, στο βουνό, αναποδογύριζε μεγάλες βαριές γλάστρες με λουλούδια, ξεκάρφωνε παντζούρια, έτσι που αυθόρμητα σκέφτηκα: αν τόσο δυνατοί άνεμοι φυσάνε εδώ αρχές Σεπτέμβρη, πώς αγριεύουν το χειμώνα!

 

Δεν ήταν απλά ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά και ένα σύμβολο, που συμβολίζει το νόημα της πνευματικής ζωής: όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις, τόσο πιο δύσκολα είναι. Τι αναγκάζει τις αδελφές του μοναστηριού, αυτές τις αδύναμες, εύθραυστες γυναίκες, να ασκητεύουν εδώ, στα βουνά; Να βάζουν περιορισμούς στο φαγητό, να μειώνουν τις ώρες του ύπνου, να στερούν από τον εαυτό τους την ελευθερία των μετακινήσεων, των ταξιδιών, της διασκέδασης, να αρνούνται το θέλημά τους; Η Αγάπη προς τον Θεό.

 

Προσκύνημα στο μοναστήρι

Στο μοναστήρι έρχεται πολύς κόσμος. Όσοι προσκυνητές είχαν πάει στις αρχές σε αυτό το μοναστήρι, δεν συνάντησαν καθόλου καλές συνθήκες. Οι αδελφές προσεύχονταν: «Κύριε, δώσε μας τουλάχιστον 20 καρέκλες και 10 κρεβάτια». Ο Κύριος δεν έδινε αμέσως αυτά που ζητούσαν, τους μάθαινε υπομονή. Τώρα, όμως, στο μοναστήρι υπάρχουν πολλές καρέκλες, και όχι απλές, όπως ζητούσαν οι αδελφές, αλλά όμορφες, ξύλινες, φτιαγμένες με το χέρι και με αγάπη. Έτσι, τώρα στο μοναστήρι μπορούν να διανυκτερεύσουν ταυτόχρονα 100 άτομα.

 


Εν υπακοή στην Εκκλησία

 

Απέναντι από την τραπεζαρία είναι ο τάφος του μακαριστού Μητροπολίτη κυρού Σπυρίδωνα (Κυβέτου). Ήταν φίλοι με τον γέροντα Εφραίμ. Όταν ο σεβασμιώτατος είχε αρρωστήσει από καρκίνο, είχε έρθει εδώ, σε αυτό το μοναστήρι, με την παράκληση να τον δεχτούν για να μπορεί να τελειώσει εδώ την επίγεια ζωή του. Η ηγουμένη της Μονής Ανυσία συμβουλεύτηκε τον γέροντα Εφραίμ, και εκείνος απάντησε: «Βεβαίως! Είναι ευλογία Θεού για σας!».

 

Και ο σεβασμιώτατος εκδήμησε προς Κύριον σε αυτό το μοναστήρι. Στην επιτάφια πλάκα γράφει: «Σε όλη μου την ζωή έκανα υπακοή στην Εκκλησία». Αυτά ήταν τα δικά του λόγια που είχε πει λίγο πριν τον θάνατο. Στην πλάκα επίσης γράφει ημερομηνίες: «1974-2003» αλλά δεν είναι τα χρόνια της ζωής του Μητροπολίτη κυρός Σπυρίδωνα, αλλά τα χρόνια της ιεραρχικής του θητείας.

 

Οι αδελφές θυμούνται ότι στην εξόδιο ακολουθία του ιεράρχη ένιωθαν λες και ήταν Πάσχα…


Οι διδαχές της γερόντισσας

 Δεν είναι όλες οι γερόντισσες του γέροντα Εφραίμ ίδιες. Από κάποιες δε θα αποσπάσεις ούτε λέξη: προτιμούν την προσευχή παρά τα λόγια. Στα χαρίσματα είναι και σε αυτά διαφορετικές. Η γερόντισσα Ανυσία έχει το χάρισμα του λόγου, το χάρισμα του κηρύγματος. Έχει πολλά πνευματικά παιδιά. Κάποτε ονειρευόταν την απομόνωση, την ησυχία, αλλά ο γέροντας Εφραίμ την ευλόγησε να τους δέχεται όλους όσοι θα της απευθύνονται για πνευματική βοήθεια. Οι άνθρωποι έρχονται με γεμάτα λεωφορεία για να ακούσουν τις διδαχές της μητερούλας. Κάθε μέρα συμβουλεύει τις αδελφές με σκοπό την πνευματική ωφέλεια.

Μετά την βραδινή ιερή ακολουθία και το δείπνο, οι μοναχές παραδοσιακά μαζεύονται στο σαλόνι και η γερόντισσα Ανυσία τους διαβάζει αποσπάσματα από πνευματικά βιβλία, τους εξηγεί τους ψαλμούς, αναφέρει παραδείγματα από τη ζωή. Οι μοναχές αυτή την ώρα πλέκουν, φτιάχνουν κομποσκοίνια, κεντάνε, αλλά ακούνε προσεκτικά, κάνουν ερωτήσεις.

 

Κάθε χρόνο στη Μονή έρχονται νέες αδελφές. Αυτό είναι πολύ καλό σημάδι για μοναστήρι. Πέρσι ήρθαν τρείς αδελφές. Δίπλα στη μητερούλα κάθεται στην πολυθρόνα η πιο ηλικιωμένη μοναχή: είναι 90 ετών. Άλλες μοναχές, μισές στον αριθμό, είναι νέες και οι άλλες είναι μέσης ηλικίας και ηλικιωμένες.

 

Δίπλα από μένα είναι η νεαρή αδελφή Αλεξία, που με την ευλογία της γερόντισσας Ανυσίας, ψιθυριστά μου μεταφράζει από τα ελληνικά στα αγγλικά το διήγημα της γερόντισσας. Η Αλεξία με χαμόγελο μου δείχνει το ελληνοαγγλικό λεξικό: αντιμετωπίζει το διακόνημα πολύ υπεύθυνα γι’ αυτό και πήρε μαζί της το λεξικό, σε περίπτωση που ξεχάσει τη μετάφραση κάποιας λέξης.

Η γερόντισσα διηγείται για έναν νεαρό από την Πρώτη Σερρών. Οι αδελφές που είχαν έρθει από το ίδιο χωριό, αμέσως θυμήθηκαν ότι στην παιδική και εφηβική του ηλικία ήταν υποδειγματικός. Μετά, ασχολήθηκε με ανατολικές θρησκείες, με ινδουιστικές πρακτικές και απομακρύνθηκε από την Ορθοδοξία. Και ύστερα, τον περικύκλωσαν τα πάθη του και άρχισε να συμπεριφέρεται πολύ άσχημα: άρχισε να παίρνει ναρκωτικά. Ο Κύριος δεν του επέτρεψε να καταστραφεί. Κάποτε ανέβηκε στο βουνό, στο μοναστήρι και απευθύνθηκε για βοήθεια στη γερόντισσα.

Με τις προσευχές της γερόντισσας και των αδελφών της μονής, ο νεαρός αισθάνθηκε καλύτερα. Σιγά-σιγά, βήμα-βήμα, άλλαξε στάση ζωής. Άρχισε να εξομολογείται, να κοινωνάει. Αποφάσισε να πάει ακόμα και στο Άγιο Όρος, αλλά η γερόντισσα δεν τον ευλόγησε, επειδή πνευματικά ήταν ακόμα αδύναμος.

 

Η γερόντισσα μιλάει επίσης για τον κατά σάρκα αδελφό της. Οι αδελφές ξέρουν ότι πάσχει από καρκίνο. Και η μητερούλα τον νουθετεί να έχει υπομονή και πίστη. Γενικά διδάσκει τα πνευματικά της παιδιά να έχουν υπομονή στη ζωή. Να μην ζητάμε από τον Κύριο να μας απαλλάξει από το σταυρό της ζωής, αλλά να μας δίνει υπομονή έτσι ώστε να κουβαλάμε τον σταυρό αυτό αγόγγυστα.


Η γερόντισσα αναφέρει μια πλημμύρα σε ένα από τα ελληνικά νησιά. Λέει ότι όταν ξεχειλίζει το ποτήρι των ανθρώπινων αμαρτιών, γίνονται πλημμύρες και σεισμοί. Οι άνθρωποι ζητάνε: «Κύριε, σταμάτησε τη συμφορά αυτή!» Και ο Κύριος απαντάει: «Άνθρωποι, σταματήστε να αμαρταίνετε!»


Η γερόντισσα επίσης διαβάζει στις αδελφές ένα απόσπασμα από το Γεροντικό, μια ιστορία για τους αγώνες ενός ασκητή στην έρημο. Υπέμενε τον καύσωνα της ημέρας και το κρύο της νύχτας, την πείνα και την έλλειψη πόσιμου νερού. Ο ασκητής, εξαντλημένος από τις δύσκολες δοκιμασίες, αποφάσισε να πάει σε κοινόβιο. Αλλά όταν ο ερημίτης έφτασε στο μοναστήρι, η αδελφότητα του συμπεριφερόταν με πολύ σεβασμό μια και ήταν ένας ασκητής που για πολλά χρόνια αγωνιζόταν στην έρημο. Τότε ένιωσε ότι οι λογισμοί κενοδοξίας και υπερηφάνειας πλησιάζουν στην καρδιά του και αποφάσισε να επιστρέψει στην έρημο, επειδή ο πόλεμος κατά της υπερηφάνειας και της κενοδοξίας είναι πιο δύσκολος από τις σωματικές ασκήσεις.

Μπορούμε να μάθουμε να νηστεύουμε, να υπομένουμε το κρύο και τον καύσωνα, αλλά ο μεγαλύτερος αγώνας είναι το να αποκτήσεις την ταπείνωση. 

 

Η συνομιλία με τη γερόντισσα Ανυσία

Την επόμενη μέρα, η γερόντισσα ευγενικά συμφώνησε να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις για τους αναγνώστες της ιστοσελίδας «Pravoslavie.ru».

 

– Σεβαστή γερόντισσα, θα μπορούσατε να μας μιλήσετε πώς γίνατε μοναχή;

 

– Ήθελα να γίνω μοναχή από μικρή. Γιατί; Πώς να απαντήσεις; Από την αγάπη προς τον Θεό. Αλλά οι γονείς μου ήθελαν να μεγαλώσω λίγο. Πήγα στο μοναστήρι στις 3 Ιανουαρίου του 1959. Συμπλήρωνα τα 21 χρόνια τότε.

Το πρώτο μου μοναστήρι ήταν η Ιερά Μονή της Αναλήψεως, στη Μακεδονία. Εκεί έζησα λίγο παραπάνω από χρόνο. Στη Μονή επικρατούσε το πνεύμα του ησυχασμού: δεν ήταν ευλογημένο στις αδελφές να μιλάνε καθόλου μεταξύ τους, με εξαίρεση, βέβαια, κάποιες λίγες λέξεις που αφορούσαν το διακόνημα. Η επικοινωνία με τους κοσμικούς ανθρώπους δεν επιτρεπόταν καθόλου. Οι αδελφές, και ήταν 33, ασχολούνταν με τη νοερά προσευχή.

Με την Πρόνοια του Θεού, μετά από ένα χρόνο, πήγα σε άλλο μοναστήρι, στην Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έζησα πάνω από 18 χρόνια.


– Και πώς βρεθήκατε στο μοναστήρι που είστε τώρα;

 Το 1979 μας είχε επισκεφτεί ο γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης (της Αριζόνας), το πνευματικό παιδί του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή. Συνομιλούσε με τις αδελφές, τις δίδασκε

 

Εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα υπήρχαν πολλά ερειπωμένα μοναστήρια. Ο γέροντας Εφραίμ, τότε καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου στο Άγιο Όρος Άθω, έψαχνε πνευματικά έμπειρες αδελφές για να τις στέλνει να αναστηλώνουν αυτά τα μοναστήρια, να αναβιώνουν εκεί τη μοναστική ζωή. Δεν μπορώ να θεωρήσω τον εαυτό μου πνευματικά έμπειρη, όμως εκείνο το διάστημα πίσω μου είχα εικοσάχρονη εμπειρία της μοναστικής ζωής και ονειρευόμουν ένα απομονωμένο μοναστήρι, όπου θα μπορούσα να προσεύχομαι χωρίς περισπασμό.

 

Ο γέροντας Εφραίμ είχε μιλήσει για το μοναστήρι μας, το οποίο τότε ήταν ερειπωμένο, με τον επίσκοπο Σπυρίδωνα (τον μετέπειτα Μητροπολίτη), και εκείνος ευλόγησε να βρει αδελφές, οι οποίες θα είχαν το κουράγιο να αναστηλώσουν το μοναστήρι. Τότε, ο γέροντας έφερε εμένα και ακόμα μια αδελφή, τη Μαρκέλλα, εδώ, σε αυτά τα βουνά.


– Πώς ήταν η εικόνα εκείνα τα χρόνια;


– Ο γέροντας Εφραίμ μας είχε δείξει τα ερείπια ενός κάποτε μεγάλου, καλά στημένου ανδρικού μοναστηριού, στο οποίο η αδελφότητα προσευχόταν για πάνω από 200 χρόνια, μέχρι που η Μονή καταστράφηκε από Βούλγαρους, οι οποίοι διεκδικούσαν περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας. Σκότωσαν όλους τους πατέρες και κατέστρεψαν τα κτίρια. Πλέον, εδώ δεν εγκαταβίωνε κανείς. Μόνο λύκοι και φίδια κατοικούσαν στα ερείπια.


Είχαμε καθίσει στις πέτρες, στα ερείπια του μοναστηριού. Γύρω μας μόνο βουνά, καλυμμένα με δάσος. Ούτε ένα κτίριο δεν υπήρχε όπου θα μπορούσαμε να μένουμε. Πολύ δυνατός άνεμος. Οι λύκοι ουρλιάζουν. Εδώ, όπου καθόμαστε, που είναι τώρα το αρχονταρίκι, υπήρχε ένας κατεστραμμένος στάβλος. Δεν υπήρχε τίποτα!

 

«Είχαμε καθίσει στις πέτρες, στα ερείπια του μοναστηριού. Δεν υπήρχε ούτε ένα κτίριο όπου θα μπορούσαμε να μένουμε και να προσευχόμαστε. Και οι λύκοι να ουρλιάζουν»


Δεν υπήρχαν καθόλου οι ανέσεις τις οποίες έχουν συνηθίσει οι σύγχρονοι άνθρωποι. Οι πατέρες ανέβαζαν στο βουνό τα πάντα στους ώμους τους. Για να πάρουμε κάποιο πράγμα, ακόμα και ξύλα, έπρεπε να κατεβαίνουμε από το βουνό κάτω, στο χωριό. Εμείς, όχι αυτοκίνητο, ούτε γαϊδουράκι δεν είχαμε! Και τώρα, με το αυτοκίνητο, από το χωριό στο μοναστήρι, είναι δρόμος μισής ώρας με άσφαλτο. Τότε όμως, με τα πόδια, χωρίς δρόμους, στην ανηφόρα…

 

Και σκέφτηκα: ήθελες απομόνωση; Να, εδώ έχει πάρα πολλή! Πραγματικός τόπος για ησυχαστές.

 

– Και αποφασίσατε να μείνετε εδώ;

 

– Τότε η αδελφή Μαρκέλλα μου είπε: «Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ. Δεν υπάρχει ούτε στέγη πάνω από τα κεφάλια μας! Μόνο λύκοι ουρλιάζουν… Θα μας φάνε!» Σκέφτηκα: «Δύο αδύναμες γυναίκες… Πώς μπορούμε να αναστηλώσουμε έστω και ένα σπίτι; Δεν υπάρχει κάπου για να μένουμε. Δεν υπάρχει κάπου για να προσευχόμαστε…» Και φύγαμε.


Μετά από ένα μήνα, η καρδιά μου μού είπε: «Πήγαινε ξανά, δες το…»

Ήρθαμε ξανά με την αδελφή. Κοιτάξαμε. Όχι, δεν υπάρχει δυνατότητα να μείνουμε εδώ… Φύγαμε ξανά.


Πέρασαν δύο μήνες. Η καρδιά πάλι: «Πρέπει να πας εκεί ξανά…»

 

Και ήρθαμε με την αδελφή για τρίτη φορά. Εδώ υπήρχε πηγή με μια εικόνα από πάνω της. Καθίσαμε στις πέτρες και άρχισα να προσεύχομαι. Διάβαζα την προσευχή του Ιησού και ξαφνικά ένιωσα τέτοια χάρη! Άκουσα στην καρδιά: «Πρέπει να μείνουμε εδώ!»

 

 

 

Είπα στην αδελφή Μαρκέλλα: «Θα μείνουμε! Εδώ είναι ουράνιος παράδεισος! Εδώ είναι τόπος προσευχής... Οι πατέρες προσεύχονταν και εργάζονταν… Αυτός ο τόπος είναι πολύ κατάλληλος για την προσευχή του Ιησού».


 

Μου απάντησε: «Αν μείνουμε εδώ – θα μας φάνε οι λύκοι!» Και της είπα: «Αν ο Χριστός επιτρέψει να μας φάνε οι λύκοι – ας μας φάνε!»

 

 

Έτσι και μείναμε.


– Πώς πήγαινε το κτίσιμο του μοναστηριού;

 


– Ο Επίσκοπος Σπυρίδων μας βοηθούσε να τα αναστηλώνουμε όλα. Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα: ζούσαμε σε σκηνές. Πρώτα αναστηλώναμε τον Ναό, για να μπορούμε να τελούμε τη Θεία Λειτουργία. Αυτό ήταν το σημαντικότερο.

 

 

 

Ο γέροντας Εφραίμ έρχονταν για δύο-τρείς μέρες τρείς φορές το χρόνο και όλες οι δυσκολίες λύνονταν με θαυμαστό τρόπο. Ο γέροντας Εφραίμ έχει πολύ δυνατή προσευχή. Όταν ερχόταν, νιώθαμε τεράστια παρηγοριά και πνευματική χαρά. Είχα ζητήσει από τον γέροντα να πάω σε ένα ήσυχο απομονωμένο μέρος, αλλά όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως ο Κύριος θέλει…

 

 

 

Εγώ ήθελα να έχουμε τρείς-τέσσερις αδελφές, αλλά αυτές πλήθυναν και το μοναστήρι μεγάλωνε. Ήταν θέλημα του Θεού.

 

 

 

Ο γέροντας Εφραίμ μου είπε: «Θα έχεις τέτοιο μοναστήρι, όπου θα καταφεύγουν οι άνθρωποι. Να τους φιλοξενείτε όλους. Να τους δέχεστε όλους».

 

Ο γέροντας Εφραίμ είπε: «Εδώ θα είναι το μοναστήρι όπου θα καταφεύγουν οι άνθρωποι. Να τους δέχεστε όλους»

 


Μου είχε συμβεί ό,τι και στον γέροντα Σιλουανό τον Αθωνίτη: αυτός έψαχνε απομόνωση, αλλά ο Κύριος του έστελνε ανθρώπους. Τώρα έχουμε 25 αδελφές. Ασχολούνται με εργόχειρο, αγιογραφία, μαζεύουν θεραπευτικά βότανα, κάνουν αλοιφές, βάμματα.

 


Ο γέροντας Εφραίμ δεν μπορεί πλέον να έρχεται σε μας. Τώρα εμείς οι ίδιες πηγαίνουμε κάθε χρόνο στην Αριζόνα για να τον βλέπουμε. Γενικώς, καθοδηγούμαστε πνευματικά από τον αρχιμανδρίτη Φιλόθεο, τον καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Καρακάλλου στο Άγιο Όρος, ένα από τα πρώτα πνευματικά παιδιά του γέροντα Εφραίμ (το πρωτότυπο κείμενο είχε γραφτεί πριν την εκδημία του γέροντα Εφραίμ – σημ.μεταφρ.).

 

 

Τρία χρόνια πριν (δεν μπορώ να το περιγράψω αναλυτικά, να πω μόνο σύντομα), είχαμε μια οπτασία, ότι ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής καλύπτει το μοναστήρι μας με την προσευχή του. Η παρουσία του είναι αισθητή παντού.

 

 

– Έχετε ακόμα και Ιερό Ναό αφιερωμένο στον Όσιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή.


– Ναι, και με την ανέγερση αυτού του ναού συνδέεται μια θαυμάσια ιστορία.

 

– Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για αυτήν πιο αναλυτικά;

 

– Αποφασίσαμε να κτίσουμε έναν τελείως μικρό και σεμνό ναό, για να μας θυμίζει το εκκλησάκι στο Άγιο Όρος όπου αγωνιζόταν ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Πήραμε ευλογία από τον επίσκοπο και από τον γέροντα Εφραίμ, αγιάσαμε τον τόπο και αρχίσαμε να κάνουμε τα θεμέλια.

 

Την πρώτη μέρα, εμφανίστηκε στον μάστορα, την ώρα που δούλευε, ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, έτσι όπως απεικονίζεται στη φωτογραφία, με ράβδο στο χέρι. Ο γέροντας τα κοίταξε όλα, χτύπησε με τη ράβδο και είπε: «Μικρό είναι. Δε χωράω».

 

Ο μάστορας έτρεξε σε μένα και φώναξε: «Δεν είναι ευχαριστημένος ο γέροντας! Πρέπει να κτίσουμε μεγαλύτερο ναό!»


Εμείς, εν τω μεταξύ, σκοπεύαμε να πάμε στην Αριζόνα για να δείξουμε το σχέδιο του νέου ναού στον γέροντα Εφραίμ. Τότε αλλάξαμε το σχέδιο. Το κοίταξα και στεναχωρήθηκα: αντί για ένα μικρό ασκητικό εκκλησάκι που είχαμε σχεδιάσει στην αρχή, ο ναός έβγαινε πολύ μεγαλύτερος. Βεβαίως, ήταν και πάλι πολύ μικρός, αλλά τώρα στο σχέδιο εμφανίστηκαν τρούλοι και μάρμαρα. Εγώ κατευθύνθηκα στενοχωρημένη προς το κελλί, και ο μάστορας πήγε να δουλέψει.

 

Και του εμφανίστηκε ξανά ο γέροντας Ιωσήφ. Τα κοίταξε όλα, έμεινε ευχαριστημένος. Είπε στον μάστορα ότι του αρέσουν όλα. Ο μάστορας ξανά ήρθε σε μένα και αποφασίσαμε να αφήσουμε το σχέδιο με τους τρούλους και τα μάρμαρα. Είπα: «Να είναι ευλογημένο».

 

Επίσης, παρακαλέσαμε τον παππού Ιωσήφ: «Όσιε, αν θέλεις μεγαλύτερο ναό, πρέπει να μας δώσεις χρήματα για να μπορέσουμε να το κτίσουμε». Και ο Ναός άρχισε να κτίζεται μόνος του! Ο γέροντας Ιωσήφ μας έστελνε ανθρώπους ακριβώς με τη σειρά που χρειαζόταν για την ανέγερση αυτού του ναού! Όταν υψώνονταν οι τοίχοι, τα χρήματα τελείωσαν. Απευθυνθήκαμε για βοήθεια προς τον γέροντα Ιωσήφ και αμέσως ήρθε άνθρωπος, που είχε κληρονομήσει επιχείρηση μαρμάρων από τον πατέρα του. Μας ρώτησε: «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω; Έχω μάρμαρα». Και αυτός ο άνθρωπος τα έκανε όλα. Του περίσσεψε κιόλας μάρμαρο με το οποίο επένδυσε και το κτίριο των αδελφών.

 

Χρειαζόμασταν εικονοστάσι – εμφανίστηκε άνθρωπος που το έκανε. Δεν κτίζαμε εμείς τον Ναό, τον έκτιζε ο ίδιος ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής.

 

– Αυτό είναι θαύμα!


– Εδώ, στα βουνά, είναι αλήθεια πως καμιά φορά συμβαίνουν θαυμαστά πράγματα… Μια προσκυνήτρια π.χ. άκουσε ότι τελείται ιερή ακολουθία και ότι χτυπάνε οι καμπάνες. Πλησίασε στον ναό με πλήρη σιγουριά ότι τελείται η Λειτουργία, αλλά ο Ναός ήταν άδειος.

 

Δε δώσαμε σημασία σε αυτήν την αφήγηση, αλλά μετά επαναλαμβανόταν κάτι παρόμοιο. Έτσι σε μια περίπτωση είχαν έρθει προσκυνητές, και όταν είδαν αυτά τα άγονα βουνά εκπλήσσονταν: «Πώς είναι δυνατόν αυτό να σας αρέσει;» Μετά, όμως, άκουσαν εσπερινό, παρόλο που δεν τελούνταν καμία ακολουθία.

 

Η μαμά μου μια φορά ήταν κάτω και άκουσε ψαλμωδίες και προσευχές. Σκέφτηκε ότι ακούει εμάς, τις μοναχές, ήταν απόλυτα σίγουρη ότι εμείς προσευχόμαστε και ψέλνουμε. Όταν ανέβηκε, ρώτησε: «Εσείς ψέλνατε τώρα;» - «Όχι, δουλεύουμε και προσευχόμαστε σιωπηλά». – «Ναι, αλλά εγώ άκουσα ψαλμωδίες!» - επέμενε η μαμά μου.

 


Και εμείς πράγματι δουλεύαμε και διαβάζαμε σιωπηλά την προσευχή του Ιησού…


Πολλά γίνονται σε μας, αλλά εμείς παρόμοια περιστατικά δεν τα κοινοποιούμε ιδιαιτέρως, για να μην έχουμε πολλούς προσκυνητές. Οι άγιοι πατέρες έλεγαν: «Ο άνθρωπος που αξιώθηκε να βλέπει τις αμαρτίες του, είναι πιο πάνω από αυτόν που αξιώθηκε να βλέπει τους αγγέλους».


 

– Σας ευχαριστούμε πολύ, σεβαστή γερόντισσα για την θαυμάσια συνομιλία!

 

– Ο Κύριος να σας φυλάει!

 

Πόσο σημαντική είναι η υπακοή στη γερόντισσα


Ετοιμάζομαι να φύγω από το μοναστήρι το Σάββατο. Οι μέρες είναι μετρημένες, επειδή πρέπει να πάω σε ένα ακόμη μοναστήρι, στο νησί της Θάσου, όπου είναι ενταφιασμένη η μαμά του γέροντα Εφραίμ, η μοναχή Θεοφανώ. Προς έκπληξή μου, η γερόντισσα Ανυσία επίμονα μου ζητάει να μείνω και να αναχωρήσω την Κυριακή. Βεβαίως, υπακούω στη γερόντισσα.

 

Όπως αποδείχτηκε, αν είχα ξεκινήσει το Σάββατο, τότε δε θα είχα φτάσει στο μοναστήρι στη Θάσο: δίπλα στη μονή είχε αγριέψει πυρκαγιά, οι δρόμοι ήταν κλειστοί, οι αδελφές και οι προσκυνητές είχαν απομακρυνθεί. Την Κυριακή, η απειλή της φωτιάς για την Μονή πέρασε. Έπαθαν ζημιά μόνο κάποια κτίρια και ο ελαιώνας. Έτσι, εγώ έφτασα ήρεμα στο μοναστήρι.

 

Και όχι μόνο αυτό. Στο λιμάνι με πήγαν τα πνευματικά παιδιά της γερόντισσας, οι σύζυγοι η Ελένη και ο Γιάννης, με τους γιούς τους τον Αλέξανδρο και τον Αντώνη. Μένουν στην Καβάλα, αλλά για χάρη μου με πήγαν μέχρι το λιμάνι της Κεραμωτής, όπου ο Γιάννης με ξεπροβόδισε ως το πλοίο για τη Θάσο.

 



Και πέρα από αυτό, μου μίλησαν για τη γερόντισσά τους.

 

Η συνομιλία με τα πνευματικά παιδιά της γερόντισσας Ανυσίας, τον Γιάννη και την Ελένη

 

– Σας ευχαριστώ πολύ που συμφωνήσατε να με πάτε.

 

Ελένη: Η γερόντισσα ευλόγησε να σας βοηθήσουμε. Πηγαίνουμε πολλά χρόνια σε αυτό το μοναστήρι αλλά είστε η πρώτη Ρωσίδα που συναντάμε εδώ.


– Πηγαίνετε πολύ συχνά σε αυτό το μοναστήρι;


Γιάννης: Κάθε Κυριακή πηγαίνουμε στην ακολουθία. Μετά την Θεία Λειτουργία, συνήθως, η γερόντισσα δίνει στο αρχονταρίκι κάποιες συμβουλές. Και το πιο εκπληκτικό: πριν πάμε στο μοναστήρι, σκέφτομαι κάποιες ερωτήσεις που θέλω να κάνω στη μητερούλα. Αλλά, με τις συμβουλές που μας δίνει, ακούω και όλες τις απαντήσεις στις ερωτήσεις μου, πριν προλάβω να τις κάνω.


- Η μητερούλα είναι γερόντισσα…

 

Γιάννης: Ναι, αυτή μιλάει με τον Θεό και ο Θεός μιλάει με αυτήν. Η μητερούλα προσεύχεται για τον καθένα μας. Κάθε νύχτα σηκώνεται για την προσευχή. Οι αδελφές κάποτε μου είπαν ότι η γερόντισσα μνημονεύει κάθε νύχτα με το όνομά τους περίπου 8000 άτομα. Κάθε νύχτα!


– Και πότε κοιμάται η γερόντισσα;

 

Ελένη: Όταν ο Θεός είναι στην ψυχή σου, δε θέλεις να κοιμηθείς τόσο πολύ όπως κάνουμε εμείς οι συνηθισμένοι άνθρωποι.


Γιάννης: Οι αδελφές μοιράζουν την ημέρα στα τρία: την εργασία, την προσευχή, την ξεκούραση. Όλοι τους κοιμούνται λίγο. Αλλά η γερόντισσα λιγότερο από όλες. Κοιμάται περίπου τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Άντε, τέσσερις και μισή.

- Η γερόντισσα δε με ευλόγησε να ξεκινήσω το Σάββατο, αλλά την Κυριακή. Νομίζω πως δεν είναι τυχαίο…

 

Γιάννης: Βεβαίως! Έχει διορατικότητα. Όταν η γερόντισσα προσεύχεται, βλέπει τις καρδιές όλων αυτών για τους οποίους προσεύχεται. Μια φορά είχα προβλήματα. Της είπα: «Γερόντισσα, έχω προβλήματα». Και αυτή αμέσως κατάλαβε όλες τις δυσκολίες μου, μου έδωσε συμβουλές και απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που δεν είχα προλάβει να κάνω.

 

Ελένη: Η γερόντισσα βλέπει πράγματα αλλά δε λέει τίποτα, τα κρύβει τα χαρίσματά της. Μπορείς να τα υποψιαστείς από έμμεσους υπαινιγμούς. Έτσι, μερικές φορές μπορεί να ξεχαστεί και να ρωτήσει για μια λεπτομέρεια, για παράδειγμα, για ασθένεια παιδιού ή εγγονού ή συγγενή. Ή για ένα πρόβλημα. Και αυτός που συζητάει μαζί της αντιλαμβάνεται μετά ότι δεν το είχε πει στη γερόντισσα. Το είχε καταλάβει μόνη της.


Γιάννης: Γενικώς, όμως, το σημαντικότερο θαύμα είναι ότι δύο αδύναμες γυναίκες, η γερόντισσα Ανυσία και η μοναχή Μαρκέλλα, ήρθαν εδώ, σε αυτό το ερημικό μέρος, στα άγρια βουνά, και στα ερείπια παλαιού μοναστηριού κτίσανε, με τη βοήθεια του Θεού, τόσο μεγάλη και εκπληκτική μονή, με υπέροχους ναούς, με πολλές αδελφές…

 

– Ναι, είναι πραγματικό θαύμα.

 

Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς!


Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Ἡ ἁγία Σοφία καὶ οἱ ἁγίες κόρες της Πίστη, Ἐλπίδα καὶ Ἀγάπη


Λάμπρου Σκόντζου


Η οἰκογένεια ἀποτελεῖ πρώτιστη ἀξία γιὰ τὴν χριστιανική μας πίστη, ἡ ὁποία χαρακτηριζόταν στὴν ἀρχαία ἐποχὴ ὡς «κὰτ οἶκον ἐκκλησία». Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἅγιες οἰκογένειες ὑπῆρξε καὶ αὐτὴ τῆς ἁγίας Σοφίας καὶ τῶν θυγατέρων της, Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.
Ἔζησαν τὸν 2ο μ. Χ. αἰώνα, ὅταν βασίλευε στὴ Ρώμη ὁ εἰδωλολάτρης καὶ ἔκφυλος αὐτοκράτορας Ἀδριανὸς (117-138). Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰταλία. Ἡ Σοφία εἶχε εὐγενῆ καταγωγή. Χήρεψε πολὺ νέα, μένοντας μὲ τὶς τρεῖς θυγατέρες της. Ζοῦσε ἐνάρετη καὶ ἁγνὴ ζωή, μεγαλώνοντας τὰ τρία βλαστάρια της ὡς ἀληθινὲς Χριστιανὲς κόρες, διαφέροντας ἀπὸ τὶς κόρες τῶν εἰδωλολατρῶν, τὶς ὁποῖες μεγάλωναν μέσα στὴν ἀκολασία, ποὺ ὑπαγόρευε ἡ λατρεία τῶν ἀνήθικων «θεῶν» τους. Τοὺς ἔδωσε, ὄχι τυχαία, τὰ ὀνόματα τῶν τριῶν κορυφαίων χριστιανικῶν ἀρετῶν, ποὺ ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη» (Ἃ΄ Κόρ.13,13).
Γιὰ κάποιο λόγο ἀναγκάστηκε νὰ μεταβεῖ μαζὶ μὲ τὶς κόρες της νὰ ζήσει στὴ Ρώμη, στὴ μεγάλη πόλη, ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ πιὸ χυδαία μορφὴ τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἄκμαζε ἡ ἀκολασία, ὅπου συνέχιζαν νὰ βιώνουν μὲ ἀκρίβεια τὴ χριστιανικὴ ζωή, χωρὶς νὰ τὶς ἀγγίζει ἡ ἠθικὴ κατάπτωση τῶν εἰδωλολατρῶν. Προσπαθοῦσαν δὲ νὰ δείχνουν μὲ τὸ παράδειγμά τους τὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως ρωμαῖοι, οἱ ὁποῖοι μισοῦσαν θανάσιμά τους Χριστιανοὺς τὶς κατάγγειλαν στὶς ἀρχὲς ὅτι δὲν τιμοῦν τοὺς «θεοὺς» τῆς αὐτοκρατορίας καὶ δὲν συμμετέχουν στὴν καθιερωμένη θυσία πρὸς τιμὴν τοῦ «θεοῦ» αὐτοκράτορα. Αὐτὸ ἄλλωστε σήμαινε γιὰ τοὺς ρωμαϊκοὺς νόμους μὲ ἔσχατη προδοσία καὶ τιμωροῦνταν μὲ θάνατο, ἂν δὲν ἄλλαζαν γνώμη.
Ὁ Ἀντιοχος, διοικητὴς τῆς Ρώμης, ἐνημέρωσε τὸν Ἀδριανό, ὅτι ἡ πατρικία Σοφία, μαζὶ μὲ τὶς τρεῖς κόρες της εἶναι Χριστιανές. Ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νὰ...


τὶς συλλάβουν καὶ νὰ τὶς ὁδηγήσουν δέσμιες μπροστά τοῦ. Προσπάθησε μὲ κολακεῖες νὰ τὶς μεταπείσει νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Κατόπιν τὶς ξεχώρισε, φυλάκισε χωριστὰ τὴ μητέρα ἀπὸ τὶς κόρες της, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ ἐνθαρρύνονται μεταξύ τους. Ὅμως ἡ Σοφία βρῆκε τὸν τρόπο καὶ ἐπικοινώνησε μὲ τὶς κόρες της, στὶς ὁποῖες σύστησε ἐμμονὴ στὴν πίστη τους μὲ κάθε τίμημα. Ἐκεῖνες ἀπάντησαν στὴ μητέρα τους ὅτι δὲν πρόκειται νὰ προδώσουν τὴν πίστη τους στὸ Χριστό, ἀψηφώντας ἀκόμα καὶ τὶς ἀπειλὲς τῶν φρικτῶν μαρτυρίων καὶ τοῦ θανάτου. Ἂς σημειωθεῖ πὼς ἡ Πίστις ἦταν δώδεκα χρονῶν, ἡ Ἐλπίδα δέκα καὶ ἡ Ἀγάπη ἐννέα! Ὁ δικαστής, μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς προσπαθοῦσε νὰ μεταπείσει τὶς ἁγνὲς Χριστιανὲς κόρες νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ ἐκεῖνες μὲ ἕνα στόμα τοῦ ἀπαντοῦσαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς ψυχῆς τους καὶ πὼς δὲν εἶχαν σκοπὸ νὰ προδώσουν τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν πίστη τους γιὰ Ἐκεῖνον. Ἐκεῖνος, ἐνῶ θαύμασε τὸ ἡρωικὸ φρόνημα τῶν τριῶν ἀνήλικων κοριτσιῶν, γέμισε μὲ ὀργὴ τὴν ψυχή του. Ἀποφάσισε νὰ τὶς χωρίσει, φυλακίζοντας τὲς σὲ ξεχωριστὰ κελιά, ἐλπίζοντας πὼς θὰ μποροῦσε εὐκολότερα θὰ τοὺς ἄλλαζε γνώμη.

Τότε ξεκίνησαν τὰ μαρτύρια. Ἄρχισαν ἀπὸ τὴν Πίστη. Τὴν ὁδήγησαν μπροστά τοῦ, παροτρύνοντας τὴν νὰ θυσιάσει στὴ «θεὰ» Ἀρτέμιδα, ὅπως ἔκαναν οἱ παρθένες τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἐκείνη ἀρνήθηκε καὶ γι’ αὐτὸ τὴν παρέδωσε στοὺς βασανιστές της. Τὴν ἔγδυσαν καὶ τὴν μαστίγωσαν μέχρι λιποθυμίας. Τῆς ἔκοψαν τὰ στήθη, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ τρέξει αἷμα ἔτρεξε γάλα! Τὴν ξάπλωσαν σὲ πυρακτωμένη σχάρα καὶ ἐνῶ τὸ ἄγουρο σῶμα τῆς βασανιζόταν, ἐκείνη ὑμνοῦσε τὸ Θεό. Μετὰ τὴν ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο καζάνι μὲ πίσσα, ὅμως διασώθηκε θαυματουργικά, προκαλώντας τὸ θαυμασμὸ τῶν δημίων της. Στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν.

Ὕστερα ἔφεραν μπροστά τοῦ τὴν Ἐλπίδα, τὴν ὁποία προέτρεψε νὰ θυσιάσει στὴν Ἀρτέμιδα. Ἐκείνη ἀρνήθηκε μὲ θάρρος καὶ στηλίτευσε τὴν τακτική τους νὰ τῆς ζητοῦν νὰ πράξει ἀντίθετα μὲ τὴν πίστη της. Τὴν ὑπέβαλλαν στὰ μαρτύρια. Ἀφοῦ τὴν ἔγδυσαν τὴν μαστίγωσαν ἄγρια μὲ βούνευρα. Μετὰ τὴν ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο καμίνι, ὅμως ὁ Θεὸς τὴ διέσωσε γιὰ νὰ δείξει στοὺς εἰδωλολάτρες τὴ δύναμή Του. Στή συνέχεια τὴν κρέμασαν σὲ ξύλο καὶ τὶς ξέσχιζαν τὶς παιδικὲς σάρκες της μὲ σιδερένια νύχια καὶ στὴ συνέχεια τὴν ἔριξαν σὲ κοχλάζουσα πίσσα. Ὁ Θεὸς καὶ πάλι τὴ διέσωσε πρὸς καταισχύνη τῶν βασανιστῶν της. Ἐκεῖνοι ἐξοργισμένοι τῆς ἀπέκοψαν τὸ κεφάλι.

Κατόπιν ἦρθε ἡ σειρὰ τῆς ἐννιάχρονης Ἀγάπης. Πίστευαν πὼς τὸ μαρτύριο καὶ ὁ θάνατος τῶν ἀδελφῶν της θὰ ἦταν ἀρκετὸ νὰ κάμψει τὴν παιδική της ψυχὴ καὶ νὰ θυσιάσει στὴν ἀπαίσια «θεά». Ὅμως καὶ ἐκείνη ὁμολόγησε μὲ περισσὸ θάρρος τὴν πίστη της στὸ Χριστὸ καὶ ἀποζήτησε τὸ μαρτύριο νὰ πάει νὰ συναντήσει τὶς ἅγιες καὶ ἡρωικὲς ἀδελφές της στὸν οὐρανό. Τότε οἱ δήμιοι τὴν κρέμασαν καὶ τῆς τέντωσαν τὰ παιδικά της μέλη, ὥστε ἔσπασαν οἱ ἀρθρώσεις τῶν ὀστῶν της. Μετὰ τὴν ὁδήγησαν καὶ αὐτὴ στὸ πυρακτωμένο καμίνι. Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ ἡ ἡρωικὴ κόρη πήδησε μόνη τῆς στὶς θεριεμένες φλόγες. Ἀλλὰ ἔγινε καὶ πάλι τὸ θαῦμα, οἱ φλόγες δὲν τὴν ἄγγιξαν! Οἱ φλόγες μάλιστα ἔφυγαν ἀπὸ τὸ καμίνι, πέφτοντας ἐπάνω στοὺς εἰδωλολάτρες, κατακαίοντας πολλούς! Στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν καὶ αὐτή, ὁλοκληρώνοντας τὴν τριπλῆ θυσία.

Ἡ μητέρα τους, Σοφία, ἀφέθηκε νὰ πλησιάσει τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν ἡρωικῶν θυγατέρων της. Τὰ ἀγκάλισε, τὰ καταφίλησε μὲ δάκρυα, εὐχαριστώντας τὸ Θεὸ ποὺ τὰ ἅγια βλαστάρια της δὲν πρόδωσαν τὸ Χριστὸ καὶ ἀξιώθηκε ἡ ἴδια νὰ γίνει μητέρα Μαρτύρων. Ὕστερα τὰ μύρωσε καὶ στὴ συνέχεια τὰ ἔθαψε μὲ τιμὲς σὲ κοντινὸ μυστικὸ ναΐσκο. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, καὶ ἐνῶ προσευχόταν πάνω ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν Μαρτύρων θυγατέρων της, παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τὴν πάρει ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει κοντὰ στὶς κόρες της. Ὁ Θεὸς εἰσάκουσε τὴν προσευχή της καὶ ξεψύχησε τὴν ἴδια στιγμή. Ἡ ἱερή τους μνήμη ἑορτάζεται στὶς 17 Σεπτεμβρίου.
ΠΗΓΗ.ΡΩΜΕΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
-----------------------------------------------------------

Βασανιστήρια και τελείωση της δεκάχρονης Αγίας Ελπίδας (17 Σεπτεμβρίου)


 

agia_sofia_kai_oi_thugateres_pistis_elpis_agapi_813 copyΑλλά ο ανόσιος εκείνος δικαστής δεν μπορούσε να υποφέρει την καταισχύνη, και σκεφτόταν να εξαλείψει την ήττα του από τις δύο άλλες. Βεβαίως όμως και από αυτές επίσης νικήθη­κε και καταντροπιάστηκε· και μάλιστα πολύ περισσότερο.

Ευθύς αμέσως κάλεσε τη δεύτερη κόρη της Σοφίας, την Ελπίδα, και της είπε: «Πείσου σ’ έμενα, νεαρή μου, και προ­σκύνησε την Άρτεμη, την μέγιστη θεά· μετά φύγε πολύ χαρού­μενη». Εκείνη όμως, η όντως ακαταίσχυντη Ελπίς, του είπε: «Όπως πίστεψες ότι εγώ είμαι αδελφή της προηγούμενης, της οποίας και έλαβες πείρα, έτσι να πειστείς και στη γνώμη μου και την απόφασή μου να αποδειχθώ και στην πράξη αδελφή εκείνης. Και βέβαια να ξέρεις ότι δεν υπάρχει τίποτε απολύτως, ούτε από τα ευχάριστα ούτε από τα δυσάρεστα, το οποίο να με μεταπείθει από τη γνώμη μου αυτή και την απόφασή μου».

Μόλις ο δικαστής άκουσε τα λόγια αυτά, έκρινε μάταιο και περιττό να συνεχίσει τις ερωτήσεις και προχώρησε ευθύς αμέσως στην επιβολή βασανιστηρίων. Λοιπόν, αφού της έβγαλαν την εσθήτα και τη γύμνωσαν, ο αδίστακτος εκείνος δικαστής πρόσταζε να τη μαστιγώσουν και αυτή με ωμά βούνευρα. Η δε Μάρτυς, επειδή υποβαλλόταν σε ίσο προς την αδελφή της βασανιστήριο, έδειχνε και ίση καρτερία και υπομονή. Ο θυμός όμως του δικαστή άνα­ψε μεγαλύτερος. Έτσι λοιπόν πρόσταξε αμέσως και έριξαν τη σεμνή νεάνιδα μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο. Αλλά ο Θε­ός της αδελφής της φρόντιζε εξίσου και γι’ αυτήν. Έγινε δη­λαδή και τώρα κάτι παραπλήσιο προς τη βαβυλώνια φλόγα: έριξαν τη μάρτυρα στο πυρ, πλην όμως εκείνο δεν την άγγιξε ούτε το παραμικρό. Βγαίνοντας δε η Μάρτυς από την κάμινο του πυρός σώα και αβλαβής, έκανε μια ολόθερμη ευχαριστή­ρια και ικετήρια προσευχή στον Θεό. Ευχαριστήρια, διότι διατηρήθηκε αβλαβής από τα βασανιστήρια στα οποία είχε υποβληθεί ως εκείνη τη στιγμή· ικετήρια, για αυτά που έμελλε να ακολουθήσουν, ώστε με όλα να δοξαστεί το όνομα του Θεού και να καταισχυνθούν οι ασεβείς.

Παρ’ όλα αυτά, ο άνομος δικαστής δεν σεβάστηκε τη Μάρτυρα· την οποία, όπως φάνηκε, τη σεβάστηκε και αυτό τούτο το άψυχο πυρ και δεν την άγγιξε καθόλου. Έτσι λοιπόν ο ανόσιος πρόσταξε να την κρεμάσουν σε ένα ξύλο και να της κα­ταξεσκίσουν το σώμα με σιδερένια νύχια. Αλλά και κατά το βασανιστήριο αυτό η Μάρτυς έδειχνε την ίδια με τα προηγού­μενα ευψυχία. Για τούτο μια χάρη δαψιλής καταύγαζε τα μάτια της, ενώ από τα ξεσκιζόμενα μέλη του σώματός της έβγαινε μια άρρητη ευωδία. Με ένα δε απαλότατο μειδίαμα και ανεπαίσθητο στα χείλη η Ελπίς είπε στον δικαστή: «Εσύ, μιαρέ φο­νιά, νομίζεις πως με τα βασανιστήρια θα με αποδυναμώσεις· εγώ όμως, τονωμένη και δυναμωμένη από τον Χριστό μου, έχω τη βεβαιότητα ότι Εκείνος εσένα θα σε αποδυναμώσει και θα σε αποδείξει άπρακτο. Εσένα που κήρυξες πόλεμο σε μια γυ­ναίκα, και μάλιστα πολύ νεαρή, η οποία δεν έχει καμιάν άλλην αρωγή και στήριγμα, παρά μόνο τον αψευδή Θεό».

Ο δικαστής έγινε έξω φρενών από τα λόγια αυτά της Μάρ­τυρος. Έτσι λοιπόν πρόσταξε να γεμίσουν ένα λέβητα με πίσ­σα και ρητίνη (=ρετσίνι) και, αφού πρώτα τον θερμάνουν μέ­χρι που αυτά να κοχλάσουν, να ρίξουν την Αγία μέσα σ’ αυτόν. Με την επέμβαση όμως, ως συνήθως, του Θεού ο λέ­βητας διαλύθηκε σαν κερί από το πυρ, ενώ το κοχλαστό μείγμα της πίσσας και της ρητίνης χύθηκε απότομα έξω και κατέκαψε πολλούς από τους ειδωλολάτρες που στέκονταν ολόγυρα.

Αλλά, ακόμη και ύστερα από αυτά, εκείνος ο τυφλός στον νου δικαστής δεν μπορούσε να καταλάβει ποιά ήταν η δύνα­μη που επιτελούσε τα θαύματα. Όθεν, αν και σε όλα όσα αυτός έπραξε, αποκόμισε την ήττα, νικήθηκε δηλαδή, βρισκόμενος σε αμηχανία πλέον και ωσάν βέβαια να έπραττε εκείνο που η Μάρτυς επιθυμούσε, αποφάσισε την διά ξίφους θανά­τωσή της. Πήρε δηλαδή την ίδια απόφαση που είχε πάρει και για την αδελφή της.

Μόλις η Ελπίς άκουσε την απόφαση του δικαστή, ζήτησε και αυτή επίσης, όπως είχε πράξει και η αδελφή της, την εξόδια μητρική προσευχή, ενώ παράλληλα υποκινούσε και ξεσήκωνε προς αγώνες την τρίτη και τελευταία κατά σειρά αδελφή, την Αγάπη, παρέχοντας τον εαυτό της ως ασφαλές υπόδειγμα και επιβεβαιώνοντας την αξιοπιστία των λόγων της από τα βασανι­στήρια που η ίδια υπέστη. Όταν δε η Μάρτυς οδηγήθηκε στον τόπο της τελειώσεώς της, είδε καταγής το λείψανο της πρώτης αδελφής. Αμέσως έπεσε πάνω σ’ αυτό και το αγκάλιαζε και το καταφιλούσε· και από ένα μέρος τιμούσε το λείψανο αυτό ως λείψανο αγίας, από το άλλο συγκινήθηκε, ως αδελφή της και εκδήλωσε με δάκρυα τον πόνο της. Φέρνοντας όμως στη σκέψη της το γεγονός ότι η αδελφή της υπήρξε Μάρτυς, ο πόνος της μεταβλήθηκε πάλι σε απερίγραπτη χαρά και αγαλλίαση. Διότι πώς θα μπορούσε να χύνει δάκρυα για την Αγία, την αδελφή της, προς την οποία και έσπευδε ήδη με τον ίδιο τρόπο τελευτής; Δέ­χθηκε λοιπόν και η Ελπίς τον διά ξίφους θάνατο, και πορεύτη­κε την ωραία πορεία, την μακαρία όντως οδό, η οποία είναι επι­θυμητή σε όλους τους χριστιανούς, αλλά λίγοι τη βρίσκουν.

(Συμεών του Μεταφραστού, Η άθληση και το μαρτύριο των Αγίων Αγάθης, Βαρβάρας, Ευφημίας, Θέκλας, Ιουλιανής, Σοφίας και των θυγατέρων αυτής, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 168-171. Μετάφραση Γεωργίου Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου, Φιλολόγου-Λυκειάρχου)

«Ένα πρωτότυπο γαμήλιο δώρο»


Συμβουλευτική επιστολή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου προς την Αγίαν Ολυμπιάδα, όταν ετέλεσε τους γάμους της.
(Μετάφραση της φιλολόγου κ. Αθηνάς Α. Καραμπέτσου)
«Κόρη μου, στους γάμους σου εγώ ο πνευματικός σου πατέρας, ο Γρηγόριος, σου κάνω δώρο τούτο το ποίημα. Και είναι ό,τι καλλίτερο η συμβουλή του πατέρα. Άκου λοιπόν, Ολυμπιάδα μου:
Ξέρω ότι θέλεις να είσαι πραγματική χριστιανή. Και μια πραγματική χριστιανή πρέπει όχι μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, να προσέξης την εξωτερική σου εμφάνιση. Να είσαι απλή. Το χρυσάφι, δεμένο σε πολύτιμες πέτρες, δεν στολίζει γυναίκες σαν και σένα. Πολύ περισσότερο το βάψιμο. Δεν ταιριάζει το πρόσωπό σου, την εικόνα του Θεού, να την παραποιής και να την αλλάζης, μόνο και μόνο για να αρέσης.
Ξέρε το ότι αυτό είναι φιλαρέσκεια ανάρμοστη. Θέλω να ξεπεράσης τη γυναικεία φιλαρέσκεια και να μένης απλή στην εμφάνιση. Τα βαρύτιμα και πολυτελή φορέματα, ας τα φορούν εκείνες, που δεν επιθυμούν ανώτερη ζωή, που δεν ξέρουν τι θα πη αγώνας και αρετή, που δεν ξέρουν τι θα πη πνευματική ακτινοβολία. Εσύ, όμως, έβαλες μεγάλους και υψηλούς στόχους στη ζωή σου. Κι αυτοί οι στόχοι σού ζητούν όλη τη φροντίδα κι όλη την προσοχή. Πρώτα – πρώτα να σέβεσαι και ν’ αγαπάς το Θεό και μετά συ να σέβεσαι και ν’ αγαπάς τον άνδρα σου «ως τω Κυρίω», όπως λέει το Ευαγγέλιο.
Αλλά πως μπορεί να καταλάβει αυτή την έννοια η γυναίκα, που δεν γνώρισε τον Κύριο, δεν Τον σεβάστηκε, δεν Τον αγάπησε; Με το γάμο η στοργή και η αγάπη σου να είναι φλογερή και αμείωτη για κείνον που σούδωσε ο Θεός. Για κείνον, που ΄γινε το μάτι της ζωής σου και σου ευφραίνει την καρδιά. Κι αν καταλάβης πως ο άνδρας σου σε αγαπάει περισσότερο απ’ όσο τον αγαπάς εσύ, μη κυττάξης να του πάρης τον αέρα, κράτα πάντα τη θέσι που σου ορίζει το Ευαγγέλιο… Να τον σέβεσαι και να τον αγαπάς «ως εν Κυρίω»…
Εσύ να ξέρης ότι είσαι γυναίκα, έχεις μεγάλο προορισμό, αλλά διαφορετικό από τον άνδρα, που, πρέπει να είναι η κεφαλή. Άσε την ανόητη ισότητα των δύο φύλων και προσπάθησε να καταλάβης τα καθήκοντα του γάμου. Στην εφαρμογή τους θα δης πόση αντοχή χρειάζεται για ν’ ανταποκριθής, όπως πρέπει, σ’ αυτά τα καθήκοντα, αλλά και πόση δύναμη κρύβεται στο ασθενές φύλο. Θα ξέρης, πόσο εύκολα θυμώνουν οι άνδρες. Είναι ασυγκράτητοι και μοιάζουν με λιοντάρια.
Σ’ αυτό το σημείο η γυναίκα πρέπει να είναι δυνατότερη και ανώτερη. Πρέπει να παίζη το ρόλο του θηριοδαμαστή. Τι κάνει ο θηριοδαμαστής όταν βρυχάται το θηρίο; Γίνεται περισσότερο ήρεμος και με την καλωσύνη καταπραΰνει την οργή. Του μιλάει γλυκά και μαλακά, το χαϊδεύει, το περιποιείται και πάλι το χαϊδεύει κι έτσι το καταπραΰνει…
Ποτέ μη κατηγορήσης και αποπάρης τον άνδρα σου, για κάτι που έκανε στραβό! Ούτε πάλι για την αδράνειά του, έστω κι αν το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που ήθελες εσύ. Γιατί ο διάβολος είναι αυτός, που μπαίνει εμπόδιο στην ομοψυχία των συζύγων…
Να έχετε κοινά τα πάντα και τις χαρές και τις λύπες. Γιατί ο γάμος όλα σάς τα έκανε κοινά. Κοινές και οι φροντίδες, γιατί έτσι το σπίτι θα στεριώση. Να συμβάλλης εκφράζοντας τη γνώμη σου, ο άνδρας όμως ας αποφασίζη. Όταν τον βλέπης λυπημένο, συμμερίσου τη λύπη του κείνη την ώρα. Γιατί είναι μεγάλη ανακούφιση στη λύπη, η λύπη των φίλων. Όμως αμέσως να ξαστεριάζη η όψη σου και νάσαι ήρεμη, χωρίς αγωνία. Η γυναίκα είναι το ακύμαντο λιμάνι για το θαλασσοδαρμένο σύζυγο. Να ξέρης ότι η παρουσία σου στο σπίτι σου είναι αναντικατάστατη, γι’ αυτό πρέπει να το αγαπήσης μ’ όλες τις φροντίδες του νοικοκυριού. Να το βλέπης σαν βασίλειό σου, και να μη συχνοβγαίνης από το κατώφλι σου. Άφησε τις έξω δουλιές για τον άνδρα. Πρόσεχε τις συναναστροφές σου. Πρόσεξε τις συγκεντρώσεις, που πηγαίνεις. Μη πας σε άπρεπες συγκεντρώσεις, γιατί είναι μεγάλος κίνδυνος για την αγνότητά σου. Αυτές οι συναναστροφές αφαιρούν την ντροπή κι απ’ τις ντροπαλές, σμίγουν μάτια με μάτια, κι όταν φύγη η ντροπή γεννιούνται όλα τα χειρότερα κακά («αιδώς οιχομένη, πάντων γενέτειρα κακίστων»).
Τις σοβαρές όμως συγκεντρώσεις με συνετούς φίλους να τις επιζητής, για να εντυπώνεται στο νου σου ένας καλός λόγος, ή κάποιο ελάττωμα να κόψης ή να καλλιεργήσης τους δεσμούς σου με εκλεκτές ψυχές. Μη εμφανίζεσαι ανεξέλεγκτα σε οποιονδήποτε, αλλά στους σώφρονες συγγενείς σου, στους ιερείς και σε σοβαρούς νεώτερους ή ηλικιωμένους. Μη συναναστρέφεσαι φαντασμένες γυναίκες, που έχουν το νου τους στο έξω, για επίδειξη. Ούτε ακόμα άνδρες ευσεβείς, που ο σύσυγός σου δεν θέλει στο σπίτι, αν και συ πολύ τους εκτιμάς. Υπάρχει για σένα πιο ακριβό πράγμα από τον καλό σου σύζυγο, που τόσο αγαπάς; Η σκέψη σου να πετάει στα υψηλά, να μην είσαι όμως ακατάδεκτη. Επαινώ τις γυναίκες, που δεν τις ξέρουν οι πολλοί άνδρες. Μη τρέχης σε τραπέζια κοσμικά και ας είναι για γάμο ή για γενέθλια. Εκεί ανάβουν άνομοι πόθοι, με τους χορούς, τους πήδους και τα γέλια, την ψεύτικη ευχαρίστηση, που παραπλανεύουν ακόμη και τους αγνούς και σώφρονες. Και η αγνότητα είναι τόσο λεπτό πράγμα! σαν το κερί στις ακτίνες του ήλιου. Απόφευγε ακόμα και στο σπίτι σου τα κοσμικά τραπέζια. Αν μπορούσαμε να περιορίσουμε τις ορέξεις της κοιλιάς, θα κυριαρχούσαμε στα πάθη μας…Κράτα τη μορφή σου γαλήνια και μη την αλλοιώνης ούτε με ξεκαρδιστικά γέλια αλλ’ ούτε με μορφασμούς, όταν είσαι θυμωμένη. Στολίδια τ’ αυτιά νάχουν όχι μαργαριτάρια, αλλά ν’ ακούν καλά λόγια και να βάζουν για τα άσχημα λουκέτο στο νου. Έτσι, είτε κλειστά είναι, είτε ανοιχτά, η ακοή θα μένη αγνή. Όσο για τα μάτια, είναι κείνα, που δείχνουν όλο το εσωτερικό της ψυχής.
Ας σταλάζη αγνό κοκκίνισμα η παρθενική ντροπή κάτω από τα βλέφαρά σου κι ας προκαλή τη σεμνότητα και την αγνή ντροπή σε όσους σε βλέπουν και σ’ αυτόν ακόμα το σύζυγό σου. Είναι πολλές φορές προτιμότερο, για πολλά πράγματα, να κρατάς κλειστά τα μάτια, χαμηλώνοντας το βλέμμα. Και τώρα στη γλώσσα. Θάχης πάντα εχθρό τον άνδρα σου, αν έχης γλώσσα αχαλίνωτη, έστω κι αν έχης χίλια άλλα χαρίσματα. Γλώσσα ανόητη βάζει, πολλές φορές, σε κίνδυνο και τους αθώους. Προτίμα κι όταν ακόμα έχης δίκιο, τη σιωπή. Είναι προτιμότερη για να μη ριψοκινδυνεύσης να πης ένα άτοπο λόγο. Κι αν έχης την επιθυμία να λες πολλά, το καλλίτερο είναι να σωπαίνης. Πρόσεχε ακόμα και το βάδισμά σου. Μετράει στη σωφροσύνη. Και τούτο πρόσεχε και άκουσε: Μην έχης αδάμαστη σαρκική ορμή. Πείσε και τον άνδρα σου να σέβεται τις ιερές ημέρες. Γιατί οι νόμοι του Θεού είναι ανώτεροι από την εικόνα του Θεού. Αν και το θεσμό του γάμου τον έθεσε ο άσαρκος Υιός του Θεού στο ανθρώπινο γένος, για να βοηθήση το πλάσμα του, ώστε ενώ άλλοι έρχονται, και άλλοι φεύγουν, η γέννηση να διατηρή σε κάποια ισορροπία το ανθρώπινο γένος…
Αν από μένα το γέροντα πήρες κάποιο λόγο πνευματικό, σου συνιστώ να φυλάξης στα βάθη της ψυχής σου. Έτσι με ό,τι πήρες από αυτά που άκουσες και με την ηθική σου ανωτερότητα, θα θεραπεύσης τον εξαίρετο σύζυγό σου και περίφημο πολιτικό άνδρα από την υπερηφάνεια. Αυτό τώρα το παρόν δώρο, κειμήλιο, σου προσφέρω. Αν θέλης πάλι να σου ευχηθώ και το καλλίτερο, σου εύχομαι να γίνης αμπέλι πολύκαρπο, με τέκνα τέκνων, για να δοξάζεται από περισσότερους ο μεγάλος Θεός, για τον οποίον γεννιόμαστε και προς τον Οποίον πρέπει απ’ αυτή τη ζωή να οδεύουμε».
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Αγία Νεομάρτυς Λυγερή, η Χιοπολίτης




ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΛΥΓΕΡΗ Η ΧΙΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Ανάμεσα στην πληθώρα των ηρωικών Νεομαρτύρων μας υπάρχουν και πολλές Χριστιανές κόρες, οι οποίες αντάλλαξαν με τη ζωή τους την ομολογία τους στο Χριστό και διαφύλαξαν την τιμή τους από τους αισχρούς και αλλόθρησκους τυράννους. Μια από αυτές είναι και η αγία και ένδοξος Νεομάρτυς Λυγερή η Χιοπολίτης.

Γεννήθηκε περί το 1804 στο χωριό Ανάβατο του μαρτυρικού νησιού της Χίου, η οποία δοκίμασε το πλέον σκληρό πρόσωπο της τουρκικής δουλείας. Οι γονείς της ήταν απλοϊκοί νησιώτες, οι οποίοι όμως είχαν ακλόνητη πίστη στο Θεό, δίνοντάς τους δύναμη να συνεχίζουν την πικρή ζωή της δουλείας. Να υπομένουν τους εξευτελισμούς, τις αγγαρείες, τη βαριά φορολογία και τον υποβιβασμό τους στην κατηγορία των κτηνών. Ως «άπιστοι», σύμφωνα με το Κοράνιο και τις ισλαμικές παραδόσεις, η ζωή τους είχε μικρή αξία για τους μουσουλμάνους κατακτητές και τυράννους.

Μια από τις μεγάλες χαρές τους ήταν η χαριτωμένη κορούλα τους Λυγερή, ένα πραγματικά θεόσταλτο δώρο στη ζωή τους. Την ανάθρεψαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Με την απλοϊκή, αλλά βαθειά πίστη τους στο Θεό, στάλαξαν στην αγνή ψυχή της την πίστη στον αληθινό Τριαδικό Θεό και με το παράδειγμά τους της δίδαξαν την αρετή, τη σεμνότητα, την τιμιότητα και την αγνότητα. Μεγάλωσε και έγινε μια άρτια προσωπικότητα, με πνευματικά χαρίσματα και σπάνιο σωματικό κάλλος. Οι χωριανοί της την αγαπούσαν, την τιμούσαν και τη θαύμαζαν.

Στα 1822 ορίστηκε από την Υψηλή Πύλη (οθωμανική διοίκηση) ένας σκληρός, απάνθρωπος και φιλήδονος πασάς. Η πλειοψηφία των τούρκων αξιωματούχων θεωρούσαν τους υπόδουλους Χριστιανούς ως κτήμα τους και αντικείμενα εκμετάλλευσής τους. Τους άνδρες ως υποζύγια, να εργάζονται και να τους φορολογούν και τις γυναίκες να τις χρησιμοποιούν, τις μεν όμορφες και νεαρές για την ικανοποίηση των κτηνωδών ορέξεων τους, τις δε άσχημες και προχωρημένης ηλικίας για υπηρέτριες των σπιτιών τους. Όποια γυναίκα τους άρεσε, χωρίς να ρωτήσουν την ίδια, ή τους οικείους της, την άρπαζαν και την έκλειναν στα σκοτεινά και αμαρτωλά χαρέμια τους.

Ο ακόλαστος αυτός πασάς, σε μια από τις περιοδείες του στο νησί έτυχε να δει την δεκαοχτάχρονη τότε Λυγερή. Η ομορφιά της και το αρχοντικό της παράστημα του έκαμε εντύπωση και την επιθύμησε ερωτικά. Έδωσε εντολή να την οδηγήσουν μπροστά του και με παρακάλια και ταξίματα της ζήτησε να ενδώσει στις αμαρτωλές του έξεις. Της έταξε πλούτη, δόξα, τιμές και δύναμη, αν ήθελε να την πάρει στο σαράι του. Να την κάμει ερωμένη του. Αλλά εκείνη, χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, απέρριψε τις ανήθικες προτάσεις του. Μάλιστα σήκωσε το κεφάλι της προς τον ουρανό, στο Νυμφίο της ψυχής της, προς τον Οποίο προσεύχονταν μυστικά, για να την ενδυναμώσει και να μη πέσει θύμα των δολωμάτων του πασά. Αναλογιζόταν τα ουράνια αγαθά, τα άφθαρτα και αιώνια, ασύγκριτα ανώτερα από αυτά που της έταζε ο ακόλαστος μουσουλμάνος αξιωματούχος. Σκεφτόταν την ατέρμονη Βασιλεία των Ουρανών, η οποία δεν έχει καμιά ομοιότητα με την σαθρή και τυραννική βασιλεία των τυράννων αλλοθρήσκων Οθωμανών.

Ο πασάς προσπάθησε να συγκρατήσει το θυμό του, ελπίζοντας ότι με τον καιρό θα την έπειθε να ικανοποιήσει την αμαρτωλή του επιθυμία. Έστελνε συχνά ανθρώπους του στο χωριό της, παρακαλώντας την και παροτρύνοντάς την να δεχτεί τις προτάσεις του. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο θέριευε το αμαρτωλό του πάθος για την Χριστιανή κοπέλα. Αλλά εκείνη έμεινε αμετάπειστη.

Στις 6 Σεπτεμβρίου του έτους 1822 οι κάτοικοι του χωριού είχαν πανηγύρι, γιόρταζαν την εορτή του εν «Χώναις θαύματος» του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, όπου ο Ταξιάρχης των ουρανίων δυνάμεων είχε σώσει θαυματουργικά την πόλη της Μ. Ασίας. Αυτή την ημέρα διάλεξε ο ακόλαστος πασάς να αρπάξει την Λυγερή. Έστειλε ένα απόσπασμα στρατιωτών, για να τη συλλάβουν, την ώρα που οι χωριανοί της γλεντούσαν, χαίρονταν και χόρευαν αμέριμνοι. Οι χωριανοί, βλέποντας τους τούρκους στρατιώτες αναστατώθηκαν και άρχισαν να τρέχουν να σωθούν. Μόνο η Λυγερή έμεινε ατρόμητη στη θέση της. Της ζήτησαν να τους ακολουθήσει με τη θέλησή της και όταν αυτή αρνήθηκε, την άρπαξαν με το ζόρι και έτρεξαν προς το σημείο που λεγόταν Ελίντα, όπου την περίμενε ο πασάς.

Η Λυγερή προσευχόταν καθ’ οδόν, παρακαλώντας το Χριστό, το Νυμφίο της ψυχής της να την ενδυναμώσει στη νέα περιπέτειά της. Να διατηρήσει ανόθευτη την πίστη της σε Εκείνον και αγνό το κορμί της. Όσο εκείνη αντιστέκονταν, τόσο οι τραχείς και σκληρόκαρδοι στρατιώτες την κακομεταχειρίζονταν, την έβριζαν, την έδερναν και την απειλούσαν. Όταν έφτασαν σε κάποιο απόκρημνο σημείο η Λυγερή πιάστηκε από μια αγριοβερυκοκιά, με τόση δύναμη, ώστε ήταν αδύνατο στους στρατιώτες να την αποκολλήσουν από το δένδρο. Τότε άρχισαν να την κακοποιούν, να τη βρίζουν και να την απειλούν περισσότερο. Την βλασφημούσαν και την απειλούσαν ότι θα την σκότωναν επί τόπου, αν δεν άφηνε το δένδρο. Εκείνη απαντούσε: «Εγώ Χριστιανή γεννήθηκα και Χριστιανή θα πεθάνω, την πίστη δεν αλλάζω. Παρακάτω δεν πρόκειται να πάω, κάντε μου ό, τι θέλετε».

Τότε πλησίασε ένας θηριώδης μαύρος σκλάβος Λαζός, ο οποίος έβγαλε το γιαταγάνι του και της έκοψε το κεφάλι, το άρπαξε και έφυγε τρέχοντας για την Ελίντα. Μερικοί Χριστιανοί τον κυνήγησαν μάταια να του το πάρουν. Το ιερό της σώμα σπαρταρούσε ακέφαλο και πότιζε με το τίμιο αίμα του το χώμα της χιακής γης. Έτρεξε και η μητέρα της, με κλαμένα μάτια, μα και καμάρι, καθότι η κόρη της αξιώθηκε του μαρτυρίου για το Χριστό, πήρε τρεις χούφτες από το αίμα της κάνοντας τρεις σταυρούς στα βράχια. Ο ένας από αυτούς διακρίνεται μέχρι σήμερα. Ο σκλάβος όταν πήγε το κεφάλι στον πασά εκείνος θύμωσε, διότι ήθελε ζωντανή την Λυγερή και αποκεφάλισε το σκλάβο, φεύγοντας λυπημένος για την πόλη της Χίου και υψώνοντας μαύρη σημαία στο πλοιάριό του. Ο τόπος του μαρτυρίου έγινε τόπος προσκυνήματος για τους Χιώτες, οι οποίοι ευλαβούνται την αγία Λυγερή.

Η μνήμη της τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

To μωρό που έζησε τόσο... όσο για να αλλάξει τη ζωή μας



Πραγματικό περιστατικό... που έγινε μέσα στο 2019, με πρωταγωνίστρια μια Ελληνίδα ΜΑΝΑ του αποδήμου Ελληνισμού.
Πού να το φανταζόμουν, ότι μετά από έναν υπέρηχο ρουτίνας τα πράγματα δε θα πήγαιναν όσο καλά και βολικά είχα συνηθίσει μέχρι τώρα στη ζωή μου. Μια ζωή όμορφη, προσαρμοσμένη και κανονισμένη όπως ακριβώς ήθελα. Είχα ξεχάσει βέβαια πως Άλλος ελέγχει την κατάσταση…

Έγκυος λοιπόν στο δεύτερο παιδί μου. Ύστερα από την πρώτη υποψία της γιατρού, οι εξετάσεις που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν το τραγικό γεγονός. Τρισωμία 18. Το μωρό ήταν τραγικά άρρωστο και μη συμβατό με τη ζωή. Τρύπα στην καρδιά, το νεφρό μη σωστά σχηματισμένο, το χεράκι του γυρισμένο ανάποδα και άλλα πολλά που δεν χρειάζεται να αναφέρω.


Οι πιθανότητες να επιζήσει έστω και ενδομητρίως ήταν απειροελάχιστες. Η λύση που μου προτάθηκε;  Έκτρωση! Γιατί ; Διότι θα γλυτώναμε οικογενειακώς το ψυχικό κόστος και οποιαδήποτε τυχόν επιπλοκή σε μένα. Η καρδιά μου σκίστηκε στα δυο. Ήταν το πιο οδυνηρό συναίσθημα που ένιωσα ποτέ. Ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο σε εμάς; Αλλά και πάλι πώς θα μπορούσα να σκοτώσω εγώ το μωρό μας;  

Είχα την ελπίδα πως θα γεννιόταν ζωντανό για να το αεροβαφτίσουμε και να πάει στην αγκαλιά του Θεού. Οδυνηρή για εμένα υπήρξε και η στάση του συζύγου μου. Για να γίνω πιο σαφής, ο άντρας μου τάχθηκε εναντίον μου, με όποιο ψυχολογικό κόστος συνεπάγεται αυτό, ιδιαίτερα σε μια τέτοια κύηση.

Ήταν βαρύς ο σταυρός μου. Προσευχές, δάκρυα που κυλούσαν μέχρι το πάτωμα και χρόνος που έμοιαζε ατελείωτος. Βαριά ωστόσο έπεσε πάνω μου και η «άνωθεν» βοήθεια. Άνθρωποι που δεν γνώριζα στάθηκαν δίπλα μου σαν οικογένεια. Ο πνευματικός μου πατέρας με στήριζε και με ενεθάρρυνε σε όλη αυτή τη διαδρομή, με τις ευχές τα λόγια και την προσευχή του.

 Έτσι λοιπόν το αντιμετώπιζα, με πολλή προσευχή αλλά και παρηγοριά από τη μητέρα μας την Παναγία. Οι εννέα μήνες πέρασαν. Γεννήθηκε ένα πολύ όμορφο και βαρύτατα άρρωστο μωράκι. Ο άντρας μου με δάκρυα στα μάτια με ευχαριστούσε για το δώρο που του έκανα. Γνώρισε τον γιο του, που του έμοιαζε απίστευτα. Μπροστά στο θαύμα άλλαξαν όλα. Το αεροβαφτίσαμε, του δώσαμε πολλά φιλιά το αποχαιρετίσαμε και έφυγε ήρεμα από αυτήν τη ζωή για να πάει στην αληθινή. Ο πόνος πολύς και βαθύς, η καρδιά μου κομμάτια. Άξιζαν παρόλα αυτά όλες οι προσωπικές μου θυσίες.

Το κακό που προξένησε αυτό το μωράκι; Σας το καταθέτω με απόλυτη ειλικρίνεια.

Ξύπνησε τη μαμά του θυμίζοντας της την ματαιότητα αυτής της ζωής και έδειξε σε όλους μας πως το να αποφεύγεις τον πόνο για να μη χάσεις τη βολή σου, δεν σε κάνει δυνατό. Το να αντιμετωπίζεις αντιθέτως τον πόνο με υπομονή και εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού σε κάνει ήρωα. Τουλάχιστον η κόρη μου έτσι θα μας βλέπει σε λίγα χρόνια από τώρα και αυτό μου αρκεί!


 Αφήστε με να ζήσω!

Πηγή:  https://www.tideon.org/

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Η Αγία ένδοξος, θεόστεπτος και Ισαπόστολος Βασίλισσα Πουλχερία η Παρθένος



Αυτή η αγιωτάτη και Ισαπόστολος Βασίλισσα ήταν εγγονή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του λεγομένου Μικρού.

Ήταν σοφώτατη και ευσεβέστατη και υποσχέθηκε στο Θεό την δια βίου παρθενία και γι’αυτό αναφέρεται ως Πουλχερία η Παρθένος.

Ανέλαβε τη μόρφωση και διαπαιδαγώγηση στην ευσέβεια του μικροτέρου αδελφού της μέχρι της ενηλικιώσεώς του, αλλά και αργότερα υπήρξε το δεξί χέρι του και ο πραγματικός κυβερνήτης της Αυτοκρατορίας.

Πολύ υπερασπιζόταν την Ορθοδοξία και βοήθησε την Εκκλησία. Οι Πατριάρχες και ο λοιπός κλήρος και ο λαός την σέβονταν και την τιμούσαν πολύ. Τιμήθηκε όσο ελάχιστοι άλλοι βασιλείς για την ευλάβεια, τη σύνεση, τις πολλές αρετές και τις αμέτρητες αγαθοεργίες της. Με ειλικρινή και άπειρο σεβασμό αναφέρονταν σε αυτήν και την επευφημούσαν ως νέα Αγία Ελένη.

Το 450 απεβίωσε ο αδελφός της αυτοκράτορας Θεοδόσιος και η διακυβέρνηση του Κράτους απέμεινε σε αυτήν. Κατανόησε ότι η διακυβέρνηση χρειαζόταν στιβαρώτερα χέρια και, καθ’ υπόδειξη και της Συγκλήτου, έλαβε σύζυγο τον ευλαβέστατο και ενάρετο συγκλητικό Μαρκιανό τον οποίο κατέστησε βασιλέα, υπό τον όρο ότι θα φυλάξει ως τέλους την παρθενία της.

Το 451, μαζί με το Μαρκιανό, ο οποίος συγκαταλέγεται επίσης μεταξύ των Αγίων, συνεκάλεσαν την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία αναθεμάτισε τον Ευτυχή και το Διόσκορο και γενικά τον μονοφυσιτισμό.

Τιμήθηκε ακόμη και εν ζωή ως αγία από όλους τους Επισκόπους και τους Πατριάρχες και ιδιαίτερα από τόν άγιο Λέοντα Πάπα Ρώμης. Είναι εκ των ευλαβεστέρων Βασιλισσών οι οποίες τίμησαν την Εκκλησία. Προς αυτήν απηύθυνε ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας θεολογικώτατες επιστολές του, με τις οποίες αποδεικνύει την δυσσέβεια της αίρεσης του Νεστορίου.

Αυτή πρώτη θέσπισε δια νόμου το «περί του Ελληνιστί διατίθεσθαι» , να χρησιμοποιείται δηλ. η Ελληνική ως επίσημη γλώσσα του Κράτους, ενώ πριν χρησιμοποιόταν η Λατινική.

Η Αγία Πουλχερία επί Πατριαρχείας Αγίου Πρόκλου, συνήργησε στην επαναφορά του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.

Πολλά είναι τα ευαγή ιδρύματα, οι Σχολές, τα Νοσοκομεία, οι Ναοί και οι Μονές, τα οποία οικοδόμησε και πλούτισε ποικιλοτρόπως με προσόδους, προνόμια και άλλα αγαθά, ώστε να μένουν εις δόξαν Θεού και μνημόσυνό της.

Αυτή υπήρξε και η πρώτη κτιτόρισσα της Μονής του Εσφιγμένου, γι’αυτό και δικαίως και πρεπόντως δοξάζεται σε αυτήν αιωνίως.

Το όνομά της φέρει και ένα από τα πολυτιμότερα κειμήλια της Μονής, ο πολυτιμότατος και ανεκτίμητος ομώνυμος Σταυρός.

Η Αγία απήλθε προς Κύριον την 10η Σεπτεμβρίου του έτους 453.

Πηγή: http://www.esphigmenou.gr/index.php?mid=4&sid=101