Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

Η Αργυρώ, της Σπιναλόγκα, ένα ευωδιαστό κομμάτι του Παραδείσου

Άκουσα την ιστορία της πριν λίγες μέρες σε μια ομιλία του π. Ευαγγέλου Παπανικολάου. Αξίζει να καταγραφεί και να κοινοποιηθεί. Γιατί οι άνθρωποι σαν την Αργυρώ αγιάζουν τον τόπο, αγιάζουν τον χρόνο, αφήνουν ευωδία Χριστού στο πέρασμά τους, γίνονται για όλους μας φως και άλας και νοστιμιά της ζωής μας και αφορμή και κίνητρο πνευματικού αγώνα. Και φέρνουν σ’ αυτήν την ταλαίπωρη πραγματικότητά μας που βογγάει απ’ τις κακίες και την ιδιοτέλεια των ανθρώπων ένα ευωδιαστό κομμάτι του Παραδείσου!
Γεννήθηκε στην Κρήτη, σ’ ένα χωριό έξω από το Ηράκλειο γύρω στα 1920. Ήταν μια λεβέντισσα, όμορφη, καλοστημένη! Αγαπήθηκαν μ’ έναν νέο, αλλά πριν προλάβουν να παντρευθούν κηρύχθηκε ο πόλεμος. Το παλικάρι έφυγε και πολέμησε στην Αλβανία τους Ιταλούς. Μετά την συνθηκολόγηση κατέβηκε στην Κρήτη για να αγωνιστεί κι εκεί εναντίον των Γερμανών. Κάποια στιγμή βρίσκεται αιχμάλωτος των Γερμανών να οδηγείται προς εκτέλεσιν. Πληροφορείται η Αργυρώ τα καθέκαστα και τρέχει στον τόπο της εκτέλεσης. Δέκα Έλληνες είναι στημένοι στον τοίχο κι απέναντί τους δέκα Γερμανοί με προτεταμμένα τα όπλα τους περιμένουν τη διαταγή για να πυροβολήσουν. Η Αργυρώ αγέρωχη, περήφανη, όμορφη σαν θεά περνάει μπροστά τους και μία μία κατεβάζει τις κάνες των όπλων. Όλοι σαστίζουν. Ο στρατιωτικός υπεύθυνος της εκτέλεσης την φωνάζει μπροστά του. “Τι κάνεις εκεί; Τι θέλεις; “. “Ο αρραβωνιαστικός μου είναι εδώ. Ή θα τον ελευθερώσεις ή χτύπα κι εμένα!”. Ο άνθρωπος υποκλίνεται. Τέτοιο θάρρος, τέτοια αφοσίωση δεν την έχει ξαναδεί. “Πάρ’ τον και φύγε!” της λέει. Μα η Αργυρώ δεν σταματά εδώ. Και τα άλλα παλικάρια είναι Έλληνες, είναι χωριανοί της. Με περίσσιο θάρρος αντιλέγει! “Όχι! Ή όλους ή στήσε με κι εμένα στον τοίχο!” και με τα λόγια αυτά προχωράει προς τους κατάδικους. Ο διοικητής έχει μείνει άφωνος. Οι στρατιώτες τους το ίδιο. Στέλνει μήνυμα στον ίδιο τον Φύρερ, ο οποίος εκφράζει τον θαυμασμό του και την επιθυμία του να γνωρίσει αυτή την ηρωική Ελληνίδα. Και χαρίζεται η ζωή σε όλους…
Η Αργυρώ κι ο αγαπημένος της παντρεύονται. Αποκτούν ένα παιδάκι. Μετά την γέννα εκδηλώνεται η φοβερή λέπρα στην Αργυρώ. Πρέπει να αφήσει τον άντρα της, το νεογέννητο αγγελούδι της, το σπιτικό της, όλο το στήσιμο της ζωής της και να απομονωθεί στην Σπιναλόγκα, το νησί των καταραμένων. Την περιμένει η κοινή μοίρα αυτών των απόκληρων…
Ο πατέρας μένει μ’ ένα λεχούδι στα χέρια. Αναζητάει τροφό για να του το αναστήσει και βρίσκει βοήθεια από μια γυναίκα στα Χανιά, στην άλλη άκρη της Κρήτης. Περνούν λίγοι μήνες. Η Αργυρώ καίγεται απ΄τη στέρηση του σπλάχνου της και παίρνει μια τρελή απόφαση. Νύχτα βουτάει στη θάλασσα και διασχίζει κολυμπώντας την απόσταση μέχρι την απέναντι στεριά. Έχει κάνει εναν μπόγο τα ρούχα της και τά ‘χει δέσει πάνω στο κεφάλι της. Περπατάει εφτά μερόνυχτα, μόνη, κρυπτόμενη για να μην την αντιληφθούν και την πετροβολήσουν, σχεδόν άσιτη και άποτη και κάποια στιγμή φθάνει στα Χανιά και βρίσκει το σπίτι της τροφού -είχε πάρει τις πληροφορίες της από τα μηνύματα που της έστελνε ο άντρας της. Το βρίσκει έρημο. Κάθεται παράμερα στην αυλή και περιμένει. Κάποια στιγμή έρχονται κάποιοι, μια γυναίκα, δυο-τρεις γριές. Από μακριά τους μιλάει, τους συστήνεται. “Μόνο να μου πείτε αν είναι καλά το παιδί μου. Μόνο να το δω από μακριά!!!” τους λέει. “Το παιδί σου πέθανε χθες το βράδυ! Μόλις το κηδέψαμε, ερχόμαστε από τα μνήματα…”. Μαζεύει τα συντρίμμια της, τον πόνο της και παίρνει το δρόμο της επιστροφής…
Περνούν λίγα χρόνια. Εκείνη πάντα στην Σπιναλόγκα. Παίρνει μήνυμα από τον άντρα της πως θέλει να παντρευτεί. Εκείνος είναι νέος και δεν υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας και επιστροφής για την Αργυρώ. “Μ΄όλη μου την καρδιά και την αγάπη μου!!!”, του απαντάει. Και τη μέρα του γάμου κάνει πάλι την ίδια παράτολμη ενέργεια. Βγαίνει κολυμπώντας και παρευρίσκεται στο γάμο, πάλι από μακριά. Κι όταν τελειώνει το μυστήριο πλησιάζει τη νύφη και της φωνάζει “Έχεις καλόν άντρα να τον αγαπάς!” και της αφήνει και το δώρο της, ένα χρηματικό ποσό που το μάζεψε ψίχουλο-ψίχουλο από το επίδομα που της έδιναν. Και σε κάθε παιδί που γεννούσε αυτή η γυναίκα, έβγαινε με τον ίδιο τρόπο στη βάφτισή του κι άφηνε ένα δώρο, ό,τι μπορούσε η φτώχια της να προσφέρει…
Το 1957 το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκα κλείνει. Έχει φθάσει κι εδώ το φάρμακο της λέπρας. Όσοι είχαν την νόσο σε πρώιμα στάδια θεραπεύθηκαν και επέστρεψαν στα σπίτια και στις οικογένειές τους. Οι παλιοί ασθενείς, στους οποίους είχαν προκληθεί ορατές ανεπανόρθωτες βλάβες και οι οποίοι ως επί το πλείστον είχαν ξεχαστεί και από τις οικογένειές τους, αν και θεωρούνταν ασφαλείς πλέον με την θεραπεία στην οποία είχαν και αυτοί υποβληθεί, μεταφέρθηκαν σε ειδική πτέρυγα του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων στην Αγία Βαρβάρα Αττικής.
Εδώ η Αργυρώ θα γίνει μια ταπεινή διάκονος των πιο ηλικιωμένων ασθενών. Θα γνωρίσει τον Άγιο Νικηφόρο και τον Άγιο Ευμένιο και θα βιώσει την άπειρη αγάπη του Θεού. Θα πάρει και θα δώσει αγάπη και προσφορά, θα αγιάσει με τη ύπαρξή της εκείνον τον ταλαίπωρο τόπο. Μαζί με δυο-τρεις άλλες ομοιοπαθείς γυναίκες έπλεναν, καθάριζαν, περιποιούνταν και νεκροστόλιζαν, όταν ερχόταν η ώρα τους, τις λεπρές αδελφές. Αξιοσημείωτο είναι και το τάμα που είχαν από παλιά κάνει: “Κάνε, Θεέ μου, να βρεθεί το φάρμακο για τη λέπρα, όχι για μας, για τους νέους που χάνουν την αξιοπρέπεια και τη ζωή τους και δεν θα φάμε λάδι στον αιώνα!!!”. Κι αφού βρέθηκε το φάρμακο έπρεπε να κρατήσουν την υπόσχεση. Και την κράτησαν. Και δεν έβαλαν λάδι στο στόμα τους. Και το Πάσχα για να κάνουν κατάλυση βουτούσαν το δάχτυλο, το κολοβωμένο απ’ την αρρώστια, στο λάδι της καντήλας και το ακουμπούσαν στα χείλη τους για να τιμήσουν την ημέρα την Ανάστασης χωρίς να πατήσουν τον όρκο τους.
Αυτή ήταν η Αργυρώ. Ποιος ξέρει πόσα άλλα διαμάντια έκρυβε η μαρτυρική ζωή της! Αλλά ο Θεός την εφανέρωσε και το λείψανό της ευωδίαζε! Το λείψανο αυτής που εν ζωή έπρεπε να περικρύπτει την ασχήμια και την κακοσμία του λεπρού της σώματος!!!

 

Συντάκτης άγνωστος

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Βοηθούσε γυναίκες να κάνουν έκτρωση, όταν ...




Η Αμπι Τζόνσον είχε από μικρή ηλικία αποφασίσει τι θα κάνει όταν μεγαλώσει. Και με βάση αυτό κατέστρωσε το πρόγραμμά της: Θα βοηθούσε τις γυναίκες να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στην έκτρωση και γι’ αυτό σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Texas A&M και απέκτησε Master of Arts στη συμβουλευτική από το Πανεπιστήμιο Sam Houston. Όλα προγραμματισμένα.


Ετσι, από νωρίς εντάχτηκε ως εθελόντρια στο πρόγραμμα του Οικογενειακού Προγραμματισμού στη γενέτειρά της το Τέξας, αν και μεγάλωσε σε οικογένεια που ήταν αντίθετη στις αμβλώσεις. Και το 2001 προσλήφθηκε σε κλινική Planned Parenhood στο Bryan του Τέξας, όπου και εξελίχτηκε σε θέση διευθυντή της κλινικής. Ηταν τόσος ο ζήλος και η ευσυνειδησία της στην εκτέλεση των καθηκόντων της που το 2008 ανακηρύχτηκε «υπάλληλος της χρονιάς». Και ο απολογισμός της πλούσιος: Η κλινική διενήργησε περισσότερες από 22.000 εκτρώσεις σ’ αυτή την οκταετία.

Ώσπου μια μέρα, τον Σεπτέμβριο του 2009, όλα ανατράπηκαν. Όπως γράφει η ίδια στην αυτοβιογραφία της, που τιτλοφορείται Unplanned*, τότε όλα «αποπρογραμματίστηκαν»: «δέκα λεπτά συγκλόνισαν τα θεμέλια των αξιών μου και άλλαξαν την πορεία της ζωής μου».


Ηταν όταν ένας γιατρός της ζήτησε να τον βοηθήσει στην εκτέλεση μιας έκτρωσης στη 13η εβδομάδα κύησης με αναρρόφηση. Διηγείται η ίδια: “Ο γιατρός εισήγαγε τον σωλήνα αναρρόφησης, ο οποίος δεν είχε ακόμη ενεργοποιηθεί. Όταν άγγιξε το μωρό, το μωρό πήδηξε, άρχισε να μετακινείται και να κινεί τα χέρια και τα πόδια του, προσπαθώντας να αντισταθεί και να απελευθερωθεί. Η συσκευή ενεργοποιήθηκε […]. Είδα αυτό το παιδί να διαμελίζεται στη μήτρα της μητέρας του […], με τη μικρή, τέλεια σχηματισμένη σπονδυλική στήλη να στροβιλίζεται στη μήτρα της μητέρας του. Τελικά να απορροφάται και η οθόνη έγινε μαύρη […]. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο Οικογενειακός Προγραμματισμός μου είχε πει ψέματα”.

Εμεινε ακόμα εννέα μέρες στην κλινική και τότε αποφάσισε να απευθυνθεί στη Συμμαχία για τη Ζωή, της κίνησης κατά των αμβλώσεων. «-Πώς μπορούμε να σας βοηθήσουμε κυρία; – Είμαι η Αμπι Τζόνσον και θέλω να αλλάξω ζωή….». Παραιτήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2009.


Τέσσερα χρόνια μετά την παραίτηση της Aμπι Τζόνσον από το Planned Parenthood, οι προσπάθειες των ακτιβιστών υπέρ της ζωής οδήγησαν στο κλείσιμο της παλιάς κλινικής της. Και μάλιστα, η Συμμαχία για τη Ζωή μετακόμισε στις εγκαταστάσεις αυτής της κλινικής και τη μετέτρεψε σε κέντρο εγκύων γυναικών. Στην είσοδο, έχει χτιστεί ένα υπέροχο μνημείο αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά που πέθαναν πριν από τη γέννησή τους σε αυτό το μέρος. Τα σκεπάζουν δύο μεγάλοι άγγελοι.

Η ίδια η Αμπι Τζόνσον, οδηγούμενη και από τις σοβαρές επιπτώσεις των αμβλώσεων στην υγεία των γυναικών**, δημιούργησε μια οργάνωση πρώην εργαζομένων στον Οικογενειακό Προγραμματισμό η οποία βοήθησε στην επαγγελματική αποκατάσταση πάνω από 550 εργαζόμενων σε κλινικές αμβλώσεων να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους.

Η βιογραφία της Αμπι Τζόνσον έγινε ταινία με τον ίδιο τίτλο και, εν μέσω κορωνοϊού, την πρώτη εβδομάδα προβολής μπήκε στις δέκα πρώτες δημοφιλέστερες ταινίες. H παραγωγή της στοίχισε 6 εκ. δολάρια και οι μέχρι τώρα εισπράξεις της ξεπέρασαν τα 21 εκ. δολάρια. Η σκηνοθεσία είναι των Κάρυ Σόλομον και Τσακ Κονζέλμαν. Παίζουν οι ηθοποιοί Ασλη Μπράτσερ, Εμμα Ελ Ρόμπερτς, Ρόμπια Σκοτ και Τζάρεντ Λοτ.

*Abby Johnson, Unplanned: The Dramatic True Story of a Former Planned Parenthood Leader’s Eye-Opening Journey across the Life Line. Colorado Springs: SaltRiver/Focus on the Family, 2010.


**Παραλείποντας τις όχι αμελητέες βλάβες που μπορούν να συμβούν κατά την εκτέλεση, μετά την άμβλωση:

· το 44% των γυναικών παρουσιάζει νευρικές διαταραχές

· το 36% διαταραχές ύπνου

· το 30% – 50% προβλήματα στη σεξουαλική ζωή

· το 25% επισκέπτονται ψυχίατρο

· το 60% αναφέρει ιδεασμό αυτοκτονίας

· το 28% από αυτές επιχειρεί αυτοκτονία

· το 3%-5% εμφανίζει στειρότητα και μάλιστα οδηγούνται σε

· αυτοκαταστροφική συμπεριφορά

· εξασθένηση των μητρικών δεσμών, και έχουν
αυξημένες πιθανότητες κακοποίησης και κατάληξης τού ζευγαριού στο χωρισμό.


Πηγές: La Nef, le salon beige, onmed

Μετάφραση: Ευάγγελος Νιάνιος

Δείτε ακόμα

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Ἡ κυρία Δέσποινα(Μικρό Συναξάρι)!


Ἰωάννης Φρουδαράκης 


 Εἶναι λίγες οἱ λέξεις γιά νά περιγράψεις μιά γυναὶκα πού θύμιζε τήν Παναγία. Δυό λόγια θά πῶ γιά μνημόσυνο.
  Ὁ πρῶτος γιός της γενήθηκε ἀνάπηρος, μέ πόδια ἀτροφικά.
Ὅλη της τήν ζωή τήν ξόδεψε νά τόν ὑπηρετεῖ, γιατί ἐκεῖνος δέν μποροῦσε νά περπατήσει. Ἡ κ. Δέσποινα διακονοῦσε τόν γιό της μόνη της. Δέν ἤθελε νά τόν ἀφήσει σέ ἵδρυμα. Ἑξήντα πέντε χρόνια δέν βγῆκε ἀπό τό φτωχικό της. Τό ἀπέριτο σπιτάκι της ἤτανε ὁ παράδεισος ὁλόκληρης τῆς γειτονιᾶς. 

  Κάποτε καί ἡ κ. Δέσποινα ἀνήμπορη κι ἐκείνη ἔβαλε τό κρεββάτι της δίπλα στόν γιό της. Ὅταν κοιμότανε, τά κεφάλια τους σχεδόν ἀκουμπούσανε.
  Πρίν λίγο καιρό μοῦ εἶπε ἐτούτη τήν κουβέντα συγκινημένη. Γιάννη, μιά ζωή διακονοῦσα τόν γιό μου, μά τώρα μέ ἀξίωσε ὁ Θεός καί τόν ἔχω συντροφιά. Κάθε βράδυ μοῦ χαϊδεύει μέ τό χέρι του τό κεφάλι μου. Ποιός ἄλλος ἀξιώθηκε τέτοια χάρη ; Δόξα σοι ὁ Θεός. 

 Ὁ γιός της, χαριτωμένος καί αὐτός, κάποτε μοῦ εἶπε ἐτούτο τόν ἀπίστευτο λόγο... Εἶμαι πολύ εὐχαριστημένος ἀπό τήν ζωή μου, ἀδερφέ. Ποτέ δέν περπάτησα καί ἔτσι ὁ Θεός δέν μοῦ στέρησε τίποτα στήν ζωή μου.
Τό δωμάτιο τῆς κ. Δέσποινας ἤτανε γιά μένα καί γιά πολλούς ἄλλους τόπος ἀναπαύσεως, γαλήνης, καταφύγιο, ἀληθινό σχολεῖο, ἕνα πραγματικό νοσοκομεῖο γιά ὅλες τίς ἁρρώστιες τῆς ζωῆς.Κοιμήθηκε τήν Β' Κυριακή τῶν Νηστειῶν, σέ ἡλικία 98 ἑτῶν. Αἰωνία της ἡ μνήμη.

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Το κλάμα της Ελληνίδας

20rantobits

Μητροπολίτου Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας Αμφιλόχιου


Ἰδοῦ εἴμαστε πάλι στὴν Βασιλεύουσα. Εἰσερχόμαστε στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, αὐτὴ τὴν θαυμαστὴ ἐνσάρκωση τῆς Θείας ὡραιότητος.

Λέω στοὺς μαθητές: ἥσυχα ψάλτε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…».

Ἀκούγεται ἕνα ἥσυχο βουητὸ ὡς ψαλμωδία ἀηδονιοῦ. Ἡ μᾶζα τῶν ἐπισκεπτῶν στρέφεται ὡς ἐντολέας πρὸς στοὺς μαθητές.

Ὅλοι γνωρίζουν ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀπαγορευμένο αὐστηρὰ ἀπὸ τοὺς τουρκικοὺς νόμους, καὶ ἀποκτᾶ τὴν ἐντύπωση ὅτι πράγματι ὅλοι αὐτὸ περιμένανε.

Στὸν ναὸ τὰ πάντα μετετράπησαν σὲ ὕμνο, ἀναστάσιμη ψαλμωδία, σὰν νὰ μὴν εἶχε διακοπεῖ ἀπὸ τὴν τελευταία λειτουργία τῆς 29ης Μαΐου τοῦ ἔτους 1453.

Ἀνήλθαμε στὴν ὁδὸ τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων στὰ μπαλκόνια τοῦ ναοῦ. Ἐκ τῶν διατηρημένων μωσαϊκῶν μᾶς βλέπουν ὁ Κύριος, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ κάποιος αὐτοκράτορας, ὡς ζῶντες.

Οἱ μαθητὲς ἥσυχα ψέλνουν. Ἡ ψαλμωδία προσελκύει τὴν προσοχὴ ἑνός παντρεμένου ζευγαριοῦ, εἶπαν ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλία.

Ἡ νεαρὴ γυναῖκα μὲ πλησιάζει καὶ μοῦ λέει:

-«Ξέρετε πάτερ σὲ ποιὸν πυλῶνα κρύφθηκε ὁ ἱερέας πρὶν τὴν εἴσοδο τῶν Τούρκων στήν Ἁγιὰ Σοφιά, μὲ τὴν Θεία Κοινωνία καὶ περιμένει μέχρι νὰ ἔρθουν οἱ ἐλευθερωτές; Μήπως βρίσκεται κοντὰ στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ, στὴν ἀριστερὴ πλευρά, ραγισμένη;»

- Ἔτσι μᾶς λέει ἡ παράδοση, λέω.

- Ἀλλά, μήπως ἐσὺ γνωρίζεις τὸ παλαιὸ τραγούδι γιὰ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά, «στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ ἀγνάντια, βλέπω τὰ εὐζωνάκια…..»;

- «Δὲν τὸ ξέρω», μοῦ λέει, «Τραγουδῆστε το, ἂν τὸ ξέρετε».

- Τὶ Ἑλληνίδα εἶσαι τῆς λέω, ὅταν δὲν γνωρίζεις τὸ θλιβερότερο καὶ ὡραιότερο τραγούδι τῶν προγόνων σου; Καὶ ἀρχίζω νὰ τραγουδῶ τὴν πρώτη στροφὴ αὐτοῦ τοῦ ὕμνου τοῦ ὑπόδουλου παραδείσου, μεστοῦ θλίψης ἀλλὰ καὶ χαρμόσυνης ἐλπίδας.

Ὅταν φτάνω στὰ λόγια ποὺ οἱ πολεμιστές, εὔζωνοι, συστήνουν: «Στὴν Κυρὰ τὴν Δέσποινά μας πὲς νὰ μὴν λυπᾶται, στὶς εἰκόνες νὰ μὴν κλαῖνε… τὰ εὐζωνάκια μας τὸ λένε...» βλέπω τὴν νεαρὴ γυναῖκα συνοφρυωμένη, νὰ κλίνει τὸ κεφάλι της στοὺς ὤμους μου, συγκλονισμένη.

Μέσα μου ξανοίγεται κάτι βαθύτερο ἐκ τῆς κατανόησης καὶ τῆς καρδίας, κολλημένο στὸν λαιμό, μετατρεπομένου σὲ λυγμό.

Τὶ ἔγινε; Πνίγηκε στὰ δάκρυα ἕξι αἰώνων σταύρωσης τῆς Ἁγιὰς Σοφιάς; ἡ συνολικὴ φανέρωση τῶν συναθροισμένων κλαμάτων γενεῶν; Τὸ δέος τῆς Θείας ὡραιότητος τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ στὴν ὁποία τοῦτος ὁ μεγαλοπρεπὴς ναὸς εἶναι ἀφιερωμένος;

Ὁ ἱκετευτικὸς ψίθυρος τῶν οἰκουμενικῶν πατριαρχῶν ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο ἕως τὸν πατριάρχη Κύριλλο καὶ Βαρθολομαῖο;

Πέτρωσε τὸ τραγούδι στὰ χείλη. Ἡ γυναῖκα κλαίγοντας ψιθυρίζει: «Τραγουδῆστε». Ὁ ἄνδρας της στέκεται δίπλα μας μὲ ἀπορία καὶ κοιτᾶ.

Οἱ μαθητὲς ἀναρωτιοῦνται: Τὶ συμβαίνει μὲ τὸν ἐπίσκοπο; Γιατὶ αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἐν λυγμῷ εἶναι στοὺς ὤμους του; -

Δὲν μπορῶ νὰ τραγουδήσω ἄφησέ με ἥσυχο, τῆς λέω. Ἡ γυναῖκα κλαμμένη, πιάνει τὸν ἄνδρα της ἀπὸ τὸ χέρι καὶ κοιτᾶ γύρω της σὰν νὰ ἔρχεται κάποιος ἀπὸ ἄλλον κόσμο.

Δίνω στοὺς μαθητὲς σύνθημα νὰ τραγουδήσουν σιγά: «Ὁ Ἄγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ· Ἁγνή, Παρθένε χαῖρε, καί πάλιν ἐρῶ χαῖρε...»

Ἡ εὐλογημένη μελωδία ἄλλη μιὰ φορὰ ξεχύνεται στὸν ναό. Νομίσαμε ὅτι κάπου ἀπὸ τὰ βάθη της ἠχεῖ ὁ ὕμνος κρυμμένου χοροῦ τῆς Ἁγιὰς Σοφιάς. Ἢ μήπως ἔψελναν ἄγγελοι στὸν οὐρανὸ τὸν ἀναστάσιμο ὕμνο;…

Ἀφήνουμε τὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ καὶ τὴν Βασιλεύουσα, ἐπισκεπτόμενοι τὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καθὼς καὶ τὸ πάλαι ποτὲ μοναστήρι «Ἡ Χώρα τῶν ζώντων».

Γυρίζοντας στὸν οἶκο μας στὸ Τσέτινιε, ἔμπλεοι μὲ ὅλα ὅσα βιώσαμε καὶ εἴδαμε, συγκλονισμένοι ἀπὸ τὴν θέαση τῆς Ἁγιὰς Σοφιάς, ρωτοῦμε τὸν Κώστα Ἀσημακόπουλο, τὸν χαρισματικὸ συγγραφέα τοῦ χρονογραφήματος «Στὸ ρέμα τῶν κορυδαλλῶν»: Μήπως σὲ μᾶς, στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, δέν δωρίσθηκε ὁ φωτισμὸς ἐκείνου τοῦ πέμπτου ἀστέρος τοῦ πατριάρχου Κυρίλλου Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ τὴν ὁποία ἔψαχνε ὁ Λάμπρος Ἀνδρόνικος σχεδὸν ἕναν αἰῶνα;

Ὁ μυστικισμὸς τῆς Ἁγιὰς Σοφιάς, ὅπως καὶ νὰ ἦταν, ἀπὸ αὐτὴν τὴν συγκλονιστικὴ ὥρα λάμπει σὲ μᾶς ὡς καθοδηγητικὸς ἀστέρας.

Φωτίζοντας μὲ τὴν λάμψη του τὸ σκότος καὶ τὴν λύπη τῶν προηγουμένων αἰώνων ἀφυπνίζοντας τὴν ἐλπίδα γιὰ τὸν ἐρχόμενο αἰῶνα.

Εὐχαριστῶ τὸν χρονογράφο Κώστα ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ εὑρεθέντος ἀστέρος καὶ μᾶς ἐπεσήμανε τὴν ὁδὸ ποὺ πηγαίνει σ᾿ αὐτό…..

Τσέτινιε 27 Σεπτεμβρίου 2000

ΠΗΓΗ.ΡΟΜΦΕΑ

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

ΓΛΥΚΥΤΑΤΗ ΜΟΥ ΚΛΕΙΩ…..





Σαν σήμερα το 1921 οι Κεμαλικοί έστελναν στην κρεμάλα την πνευματική και οικονομική ηγεσία του Ποντιακού Ελληνισμού, με σκοπό να απορφανίσουν από τα στηρίγματά του τον απλό λαό, να τον οδηγήσουν στην απόγνωση και να τον αφανίσουν!

Σε σχετική ανάρτηση της Αρχοντούλας Κωνσταντινίδου διαβάζουμε:

«Σαν σήμερα, 21 Σεπτεμβρίου 1921, η θλιβερή επέτειος του απαγχονισμού των καταδικασθέντων Ποντίων από τα δικαστήρια της Αμάσειας. Από τους174 καταδικασθέντες, οι 69 κρεμάστηκαν στην πλατεία της Αμάσειας έπειτα από παρωδίες δίκης και παρουσία ψευδομαρτύρων. Η επιλογή της πόλης δεν ήταν τυχαία. Όφειλε να είναι μακριά από τα παράλια, όπου υπήρχαν τα προξενεία των"Μεγάλων Δυνάμεων"...»

Από τα ελάχιστα γράμματα των καταδικασθέντων προς τους οικείους τους που διασώθηκαν είναι και το συγκλονιστικό σημείωμα του εμπόρου Αλέξανδρου Ακριτίδη:

«Γλυκυτάτη μου Κλειώ,

Σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμε όλοι, περί τους 100 από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο δια της κρεμάλας θάνατος.
Αύριον θα πηγαίνουν οι 60, μεταξύ αυτών οι 5 Τραπεζούντιοι και θα γίνει ο δι’ αγχόνης θάνατος.
Την Τρίτην δεν θα είμεθα εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε σας να δώσει ευλογίαν και υπομονήν και άλλο κακόν να μη δοκιμάσητε.
Όταν θα μάθετε το λυπηρόν γεγονός να μη χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή. Τα παιδιά ας παίξουν και ας χορέψουν.
Ας σε βλέπω να κανονίσης όλα όπως ξέρεις εσύ.
Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά, τον Γέργον να τελειώσει το σχολείον και να γίνει καλός πολίτης.
Τον Γιάννην ας τον έχει μαζί του στη δουλειά.
Από τα μικρά, τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείο, την Βαλεντίνην να την μάθης ραπτικήν.
Την Φωφών να μη χωρίζεσαι εν όσω ζεις.
Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τας οικογενειακάς μου υποθέσεις που θα του αναθέσητε.
Ο παπα Συμεών ας με μνημονεύσει εν όσω ζη.
Να δώσης 5 λίρες στην Φιλόπτωχον, 5 λίρες στην Μέριμναν, 5 λίρες στου Λυκαστή το σχολείον.
Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι.
Αντίο, βαίνω προς τον πατέρα και συγχωρήσατέ μου
ο υμέτερος
Αλ. Γ. Ακριτίδης»

Αγία Πουλχερία: Η ευσεβής Αυγούστα του Βυζαντίου



ΑΓΙΑ ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ: Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Ανάμεσα στη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας υπάρχουν και πολλοί βασιλείς, αυτοκράτορες και μέλη των ανακτόρων, οι οποίοι δεν αλλοτριώθηκαν από την εξουσία. Ενέταξαν την εγκόσμια δόξα στη δόξα του Θεού και στη διακονία της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και ανακηρύχτηκαν άγιοι για την προσφορά τους στο εκκλησιαστικό σώμα. Μια από αυτούς υπήρξε και η αγία Πουλχερία, η ευσεβής Αυγούστα του Βυζαντίου.

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 399. Ήταν η μεγαλύτερη κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408) και της Ευδοξίας και αδελφή του Θεοδοσίου Β΄ (408-450). Είχε δε την τιμή να λάβει το άγιο Βάπτισμα από τον ιερό Χρυσόστομο. Αν και βρέθηκε μέσα στην χλιδή των ανακτόρων και συναναστρέφονταν και με ραδιούργους παλατιανούς, είχε καλλιεργήσει στην ψυχή της βαθειά πίστη στο Θεό και απόκτησε σπάνιες αρετές.

Μετά το θάνατο του πατέρα της Αρκαδίου, το 408, η Πουλχερία, εννέα μόλις ετών, ανάλαβε την κηδεμονία του επτάχρονου αδελφού της Θεοδοσίου Β΄, ο οποίος ανάλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο, ως ο νόμιμος διάδοχος του πατέρα τους. Παρά το παιδικό της ηλικίας της, τη διέκρινε σπάνια ωριμότητα και σωφροσύνη. Το πρώτο, που έκαμε ήταν να διαπλάσει το χαρακτήρα του αδελφού της, ώστε να βασιλέψει θεοφιλώς. Του παραστάθηκε με αφοσίωση και προσπάθησε να σταλάξει στην ψυχή του τις αρχές της χριστιανικής πίστεως και να του καλλιεργήσει τις ευαγγελικές αρετές. Τον ήθελε να ξεχωρίζει από τους άλλους ηγεμόνες της εποχής του, οι οποίοι μεθούσαν από την εξουσία και συμπεριφέρονταν με αλαζονεία και τυραννία στους υπηκόους τους. Θεωρούσε την βασιλική και κάθε άλλη εξουσία ως διακονία, έχοντας υπόψη της τα λόγια του Χριστού: «ος αν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος» (Μαρκ.9,42-44).

Όμως ο Θεοδόσιος δεν διέθετε τα απαιτούμενα προσόντα να επιτελέσει τα υψηλά του καθήκοντα, σε αντίθεση με την Πουλχερία, η οποία διακρινόταν για την δυναμικότητά της, τη σωφροσύνη της και την αξιολογότατη μόρφωσή της. Διέθετε μια σπάνια σωματική ομορφιά και έναν πλουσιότατο ψυχικό κόσμο. Σπούδασε τις επιστήμες της εποχής της και μιλούσε, εκτός από τη λατινική γλώσσα, και την ελληνική. Θαύμαζε τον ελληνικό πολιτισμό και μελετούσε τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους. Ήταν αξιολάτρευτη για την πραότητά της, την ευγένειά της, την ανεκτικότητά της, τη σεμνότητά της και την έκδηλη αγάπη της για το λαό.

Το 414, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών αναδείχτηκε Αυγούστα, με τη θέληση του αδελφού της Θεοδοσίου. Υπήρξε δε πραγματικός ηγεμόνας του απέραντου βυζαντινού κράτος, ως το τέλος της βασιλείας του Θεοδοσίου (450), το οποίο σημείωσε ημέρες δόξας, χάρις στην συγκυβέρνηση με την δυναμική και σώφρονα Πουλχερία. Η ίδια αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο Θεό και στο λαό. Αποφάσισε να μείνει σε όλη τη στη ζωή παρθένος και γι’ αυτό φορούσε συνεχώς τη μοναχική καλύπτρα. Προσευχόταν και νήστευε, μη συμμετέχοντας στα πολυτελή τραπέζια του παλατίου. Παράλληλα άρχισε την αναδιοργάνωση του κράτους με την εποπτεία της. Αναδιοργάνωσε το στρατό, εξασφαλίζοντας εξωτερική ασφάλεια και ευημερία στους υπηκόους. Σε κάθε της απόφαση προηγούνταν θερμή προσευχή στο Θεό. Φρόντισε δε να έχει κοντά της ευσεβείς και ειδήμονες συμβούλους όλα τα χρόνια της εξουσία της.

Ασκούσε μεγάλη επιρροή στον αδελφό της αυτοκράτορα Θεοδόσιο, στερούμενος, όπως προαναφέραμε, προσόντων και αποφασιστικότητας, στην οποία άκουε και υπολήπτονταν και έτρεφε για το πρόσωπό της απεριόριστη εμπιστοσύνη. Ο δε λαός την υπεραγαπούσε, για τη συνετή και φιλολαϊκή της διακυβέρνηση.

Η αγάπη της για την ελληνική παιδεία και τον ελληνικό πολιτισμό την ώθησε να νυμφεύσει τον Θεοδόσιο, με τη λόγια κόρη του αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου Αθηναΐδα, η οποία έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, βαπτίσθηκε και ονομάστηκε Ευδοκία. Σκοπός της Πουλχερίας ήταν να μεταλαμπαδευτεί στη Βασιλεύουσα ο ελληνικός πολιτισμός. Και πράγματι, η Αθηναΐδα έφερε μαζί της εκατοντάδες φιλοσόφους και διδασκάλους, οι οποίοι μετέβαλαν την Κωνσταντινούπολη σε «μικρή Αθήνα». Μεγάλης σημασίας γεγονός υπήρξε η ίδρυση, το 425, με τη φροντίδα της Πουλχερίας και την αρωγή της Ευδοκίας, το φημισμένο «Πανδιδακτήριο» (Πανεπιστήμιο) της Κωνσταντινουπόλεως, το πρώτο οργανωμένο πανεπιστήμιο της Ευρώπης και του κόσμου! Επίσης σημαντικό γεγονός υπήρξε και η καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας, ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Τα δύο αυτά μεγάλα γεγονότα υπήρξαν η απαρχή για τον εξελληνισμό του Ρωμαϊκού κράτους.

Η Πουλχερία πρωτοστάτησε και για την περιφρούρηση της ορθοδόξου πίστεως. Με δική της δυναμική παρέμβαση, πέτυχε να πείσει τον Θεοδόσιο να συγκαλέσει την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431), η οποία καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου. Φρόντισε ακόμα να χτίσει λαμπρούς ναούς, όπως το ναό των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη και μοναστήρια, όπως τις Μονές Εσφιγμένου και Ξηροποτάμου στο Άγιον Όρος. Ίδρυσε πλήθος ευαγών ιδρυμάτων (νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, κλπ), όπου έβρισκαν ανακούφιση χιλιάδες ενδεείς. Το 438 φρόντισε να αρθεί μια μεγάλη αδικία που διέπραξαν οι γονείς της Αρκάδιος και Ευδοξία. Να αποκαταστήσει τη μνήμη του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και να μεταφέρει τα λείψανά του στη Βασιλεύουσα, παρακαλώντας γονατιστή τον άγιο να συγχωρήσει τους διώκτες του γονείς της.

Οι αιρετικοί νεστοριανοί την μισούσαν θανάσιμα και πέτυχαν με συκοφαντίες, να την απομακρύνουν από το θρόνο, αλλά για λίγο, διότι το 450 πέθανε ο Θεοδόσιος και έμεινε αυτή, ως η μόνη νόμιμη διάδοχος του θρόνου. Όντας 52 ετών νυμφεύτηκε τον ευσεβή συγκλητικό Μαρκιανό (450-457), στον οποίο παρέδωσε το θρόνο, με την προϋπόθεση να σεβαστεί την απόφασή της να μείνει παρθένα. Εκείνος σεβάστηκε την απόφασή της, διότι ήταν το ίδιο θεοσεβής με την Πουλχερία. Το 451 συγκάλεσαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα, η οποία καταδίκασε την αίρεση του μονοφυσιτισμού. Ο Μαρκιανός και η Πουλχερία είχαν μια σύντομη βασιλεία, την οποία αφιέρωσαν στη στήριξη της Ορθοδοξίας και στην φιλανθρωπία.

Το 453 σε ηλικία πενήντα τεσσάρων ετών κοιμήθηκε ειρηνικά η Πουλχερία, αφιερώνοντας την περιουσία της στους φτωχούς. Τη θρήνησε ολόκληρη η αυτοκρατορία και η Εκκλησία την ανακήρυξε αγία. Η μνήμη της εορτάζεται στις 10 Σεπτεμβρίου. Ο Μαρκιανός κοιμήθηκε το 457 και ανακηρύχτηκε και αυτός άγιος.

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Η αγία οσιομάρτυς Σωσάννα



IMG_2070 (1)

Η μνήμη της τελείται στις 19 Σεπτεμβρίου.

Λίθο πολύτιμο, ατίμητο μαργαριτάρι στο περιδέραιο της πίστεως, κρίκο χρυσό στην αλυσίδα των αγίων της Εκκλησίας μας αποτελεί η οσιομάρτυς Σωσάννα. Γυναίκα ανδρεία (Παροιμ. λα΄ 10), που απώθησε το ασθενές του φύλου της και με την ισχύ της θείας χάριτος, που » πάντοτε τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί «, ενεδύθη με ανδρικό φρόνημα, με την » πανοπλία του Θεού » (Εφεσ. στ΄ 11) και νικηφόρως διεξήγαγε τον αγώνα της στην ασκητική και αθλητική παλαίστρα.
Άνθος ευθαλέστατο, που προήλθε από δυσσεβή ρίζα, ανεβλάστησε η Σωσάννα από πατέρα Έλληνα ειδωλολάτρη και μητέρα Εβραία, τον Αρτέμιο και τη Μάρθα, κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού (286-305). Πατρίδα είχε την Παλαιστίνη. Σε νεαρή ηλικία αρνήθηκε την » ασέβεια και τις κοσμικές επιθυμίες » (Τιτ. α΄ 12), προσέτρεξε στην πίστη του Χριστού, κατηχήθηκε και ομολόγησε μιά πίστη και «εν βάπτισμα» (Εφεσ. δ΄ 5) ενώπιον του πρεσβυτέρου Σιλβανού.
Με το θάνατο των γονέων της, η Σωσάννα ελευθερώνει τους δούλους της και υπακούοντας στο θεϊκό πρσταγμα «πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς «(Ματθ. ιθ΄ 21) διανέμει την περιουσία της στους έχοντες ανάγκη και ακολουθεί το δρόμο της μοναδικής πολιτείας. Ενδύεται ανδρικά ενδύματα, «κείρεται την κεφαλή» και καταφεύγει σε ανδρικό κοινόβιο με το όνομα Ιωάννης. Στη Μάνδρα αυτή της περιοχής των Ιεροσολύμων, που αναδεικνύεται για τη Σωσάννα σχολείο αρετών, «απεκδύεται τον παλαιό άνθρωπο «(Κολοσ. γ΄ 9) και με συνεχείς αγώνες επιδιώκει την ηθική τελείωση και τη νήψη κατά την προτροπή του αποστόλου Πέτρου (Α΄ Πετρ. ε΄ 8). Αναδεικνύεται προϊστάμενος της Μάνδρας και η φήμη της ως Ιωάννου ξεπερνά τα στενά όρια του περιβάλλοντος της Μονής. Οι Άγγελοι χαίρονται στον ουρανό και οι δαίμονες φρίττουν βλέποντες την πνευματική προκοπή της Σωσάννης. Αυτοί βάζουν μιά προσκυνήτρια να συκοφαντήσει τη Σωσάννα, που θεωρούσε άνδρα, ότι προσπάθησε να την παρακινήσει στην αμαρτία. Η γενναία, όμως, δούλη του Χριστού δέχεται προθύμως το πικρό ποτήρι της συκοφαντίας. Πιστεύει ότι στο τέλος η αλήθεια θα λάμψει σαν τον ήλιο, όπως και έγινε.
Ο επίσκοπος Ελευθερουπόλεως που ήλθε για ανακρίσεις πρότεινε την καθαίρεση του Ιωάννου, που, όμως, αμυνόμενος ζήτησε δύο παρθένες διακόνους της Εκκλησίας, ενώπιον των οποίων απεκάλυψε την γυναικεία του φύση. Ο Επίσκοπος εκπληττόμενος, όχι μόνο απάλλαξε τον Ιωάννη – Σωσάννα από την κατηγορία, αλλά θαυμάζων το σθεναρό της φρόνημα τη χειροτονεί διάκονο της Εκκλησίας. Από τη θέση αυτή η Σωσάννα υπηρέτησε την Εκκλησία με πολύ ζήλο και απόλυτη αφοσίωση » τω πνεύματι ζέουσα τω Κυρίω δουλεύουσα» (Ρωμ. ιβ΄ 1). Έτσι έγινε δοχείο ουρανίων δωρεών και προικίσθηκε και με τη χάρη των θαυμάτων. Η καρδιά της, φωτιά που φλεγόταν από την αγάπη προς το Νυμφίο Χριστό ζητεί τώρα να ενωθεί όσο το δυνατό ενωρίτερα μαζί του. Επιθυμεί διακαώς το μαρτύριο.
Όταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος έρχεται στην Ελευθερούπολη και προσφέρει θυσία στα αναίσθητα είδωλα, η Σωσάννα τα κρημνίζει με μόνη την προσευχή της και με παρρησία ομολογεί την «καλή ομολογία «(Α΄ Τιμοθ. στ΄ 12). Ο δρόμος του μαρτυρίου ανοίγεται τώρα μπροστά της. Τραχύς μα ωραίος θέλγει τη γενναία αθλήτρια. Της κόβουν τους μαστούς, αλλά με τη χάρη του Θεού, αυτοί ξαναγίνονται υγιείς. Και τότε το θαύμα παίρνει άλλες διαστάσεις. Το πλήθος των παρισταμένων μη μπορώντας να κατανοήσει το γενόμενο πιστεύει στο Θεό, δέχεται προθύμως το μαρτύριο και αποκεφαλίζεται. Συναριθμείται έτσι στο πλήθος των αθλητών της πίστεως.
Στο στόμα της μακαρίας Σωσάννης οι άνομοι δήμιοι ρίχνουν λειωμένο μόλυβδο, που της κατακαίει τα σπλάγχνα. Και πάλι, όμως, με τη χάρη του Θεού, μένει αβλαβής. Ντροπιάζονται οι ασεβείς από τα καταπληκτικά αυτά γεγονότα. Εθελοτυφλούν με το να απορρίπτουν την αλήθεια της αληθινής πίστεως. Επιμένουν να προτιμούν το σκοτάδι από το φως. Έτσι κτυπούν ανελέητα τη Σωσάννα και τέλος το βασανισμένο της σώμα το ρίχνουν στη φωτιά.
Από αυτήν η ψυχή της πολυάθλου μάρτυρος εξέρχεται στεναφηφόρος. Παίρνει τον κότινο της νίκης, » τον αμαράντινο της δόξης στέφανο » (Α΄ Πετρ. ε΄ 4) που της παραδίδει ο Κύριος καλώντας της κοντά του στην άληκτη μακαριότητα, στη βασιλεία των ουρανών. Εκεί η Σωσάννα απολαμβάνει τη θέα του κάλλους του ωραίου της Νυμφίου και τον παρακαλεί να καταστήσει και όλους εμάς άξιους μιμητές του ηρωϊκού της φρονήματος και της προς αυτόν αμετάθετης αγάπης και πίστεώς της.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας

Υμνογράφος

Θαυμαστά γεγονότα με την Γερόντισσα Ανυσία



Πώς αναστηλώθηκε η Ιερά Μονή Αναλήψεως στην Πρώτη Σερρών, ένα από τα μοναστήρια του γέροντα Εφραίμ του Φιλοθεΐτη (της Αριζόνας)



Όλγα Ροζνιόβα

Συνεχίζουμε τον κύκλο δημοσιεύσεων που αναφέρονται στα μοναστήρια που είχαν ιδρυθεί ή αναστηλωθεί με τη βοήθεια του γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη (της Αριζόνας). Η παρούσα δημοσίευσή μας είναι αφιερωμένη στην Ιερά Μονή Αναλήψεως, στην Πρώτη Σερρών.

Είναι χαράματα, στις αρχές Σεπτέμβρη. Βρίσκομαι στο σταθμό υπεραστικών «KTEL Μακεδονία», τον κύριο κόμβο για τη μετακίνηση ανθρώπων στη Θεσσαλονίκη και σε όλη τη Μακεδονία, ευρύχωρος, άνετος. Από δω μπορεί κανείς να πάει σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας και να φτάσει στα πλοία που πάνε στα νησιά Κρήτη, Κέρκυρα, Ζάκυνθο και άλλα. Είναι εργάσιμη μέρα, γι’ αυτό ο σταθμός δεν έχει πολύ κόσμο. Στο λεωφορείο που αναχωρεί για το ορεινό χωριό Πρώτη Σερρών, μπαίνουν μόλις τέσσερα άτομα. Ο δική μου διαδρομή με οδηγεί στην Ιερά Γυναικεία Μονή της Θείας Αναλήψεως. Στην πορεία οι συνοδοιπόροι μου θα αποβιβαστούν, και έτσι μέχρι την Πρώτη Σερρών θα μείνω ο μοναδικός επιβάτης.


Σπάνια θα δεις Ρώσους σε αυτά τα μέρη. Να πω εκ των προτέρων ότι, σε όλο το διάστημα της παραμονής μου στην Πρώτη Σερρών και στο μοναστήρι, δεν είχα ακούσει ρώσικα ούτε μια φορά. Πολλοί Έλληνες, βέβαια, ξέρουν αρκετά καλά αγγλικά. Εν τω μεταξύ, έμαθα λίγα ελληνικά, οπότε σε όσους δε μιλάνε αγγλικά, τους απευθύνομαι με τα λίγα ελληνικά μου. Οι ντόπιοι χαίρονται τόσο πολύ με την επιθυμία μου να μιλάω τη μητρική τους γλώσσα που μου συγχωρούν το φτωχό μου λεξιλόγιο και η επικοινωνία κυλάει αρκετά καλά.

 

Η γερόντισσα Ανυσία (Εμμανουηλίδου), πνευματικό παιδί του γέροντα Εφραίμ, ευγενικά προσφέρθηκε να μου γνωρίσει τη μονή της και τις μοναχές. Είμαι εδώ, καθώς με την ευλογία της γερόντισσας, μου είχε γράψει, και στη συνέχεια μου είχε στείλει πρόσκληση η αδελφή Γρηγορία η Γραμματικός της Μονής.

 

Η αγάπη των Ελλήνων για τους Ρώσους

Θέλω να πάρω έναν υπνάκο στο λεωφορείο, αλλά τα μάτια μου δεν κλείνουν τις 2,5 ώρες δρόμου, καθώς γύρω μου έχει τόσα ενδιαφέροντα πράγματα! Επιτέλους, ο δρόμος γίνεται πιο τραχύς, πιο ανώμαλος, πράγμα που σημαίνει ότι σε λίγο θα είναι η στάση μου. Το ορεινό χωριουδάκι Πρώτη Σερρών είναι μικρό. Άνετα, όμορφα σπιτάκια, παντού λουλούδια. Ο οδηγός μού εύχεται καλό δρόμο και μένω μόνη μου. Το μοναστήρι βρίσκεται επτά χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, αλλά όλα αυτά τα χιλιόμετρα είναι ανηφορικά. Χρειάζεται να φτάσω σε ύψος περίπου 1000 μέτρων.

 

Σε όλο το χωριό υπάρχει μόνο ένα ταξί, και ο νεαρός οδηγός, ο Γιάννης, στα σβέλτα και γρήγορα με πάει στη Μονή. Η καρδιά μου κάθε τόσο σταματάει στις απότομες στροφές, πάνω από γκρεμό. Όταν έμαθε ότι είμαι Ρωσίδα, ο Γιάννης μου κάνει ουσιαστική έκπτωση. Δηλώνει ότι αγαπάει πολύ τους Ρώσους και τον Πούτιν. Παρεμπιπτόντως, αργότερα άκουσα από πολλούς Έλληνες για την αγάπη τους προς τους Ρώσους και τον πρόεδρό μας. Ο Γιάννης χαμογελάει πλατιά και μου ξεφουρνίζει το εξής:

 

– Εσύ γιατί νομίζεις ότι ο πρόεδρός σας είναι τόσο ωραίος; Kαι πιστός! 

 

 

– Γιατί;

 

- Επειδή έχει προγιαγιά ελληνίδα!

 

Δεν ξέρω για την προγιαγιά του Πούτιν, αλλά είναι πολύ ευχάριστο να ακούς ότι αγαπάνε τον λαό σου και τον πρόεδρό σου. 

 

Μοναστήρι στα βουνά

Το αυτοκίνητο σταματάει στην είσοδο του μοναστηριού και μένω ξανά μόνη μου. Η μονή βρίσκεται ανάμεσα σε βράχια: αριστερά και δεξιά βλέπεις βουνά. Από πάνω έχει ωραία θέα προς το χωριό. Οι πλαγιές είναι αρκετά απότομες. Δεν υπάρχουν αιχμηρές κορυφές ή κορυφογραμμές. Μόνο που η ψηλή και η πυκνή βλάστηση από αγκαθωτούς θάμνους κάνουν αυτά τα βουνά απροσπέλαστα για τους ανθρώπους. Κάτω, στο χωριό, η θερμοκρασία ήταν περίπου στους 30 βαθμούς, αλλά εδώ ο αέρας είναι τόσο δυνατός που βγάζω από το σακίδιο μπουφάν.

 

Αυτό το μπουφάν δεν το έβγαλα μετά, για όλη την εβδομάδα που έμεινα στο μοναστήρι: φυσούσαν δυνατοί άνεμοι, που έκαναν διάλειμμα μόνο για κάνα δύο ώρες, και μετά επέστρεφαν εκ νέου με δύναμη και σφύριζαν καμιά φορά με παράπονο, καμιά φορά ούρλιαζαν γοερά τις νύχτες και διέκοπταν το σύντομο ύπνο των μοναχών.

 



Κοιτάζω ολόγυρα. Το υψόμετρο σαν να μη φαίνεται και τόσο μεγάλο, αλλά το χωριουδάκι είναι μακριά κάτω και τα σπιτάκια από δω φαίνονται όπως στα παιχνίδια. Σε αυτά τα βουνά, κατά τα λεγόμενα των ντόπιων κατοίκων, δεν υπάρχουν αρκούδες αλλά ζουν λύκοι, λαγοί, αλεπούδες. Πολλά ερπετά: σαύρες και φίδια. Αυτά πολύ εύκολα αντιμετωπίζουν τον καύσωνα και την έλλειψη νερού τους καλοκαιρινούς μήνες. Όταν βραδιάζει, νυχτερινά πουλιά κρώζουν διαπεραστικά, την ημέρα μπορείς να παρατηρήσεις ψαλιδιάρηδες και ορεινές πέρδικες, σπάνια αετούς.

 


Οι ναοί και τα κειμήλια του μοναστηριού


Η Ιερά Μονή της Αναλήψεως είναι παλαιός τόπος προσευχής, και αυτό το νιώθεις. Είχε ιδρυθεί ως αντρική τον 18ο αιώνα, αλλά καταστράφηκε. Οι Βούλγαροι όχι μόνο κατέστρεψαν το μοναστήρι, αλλά σκότωσαν και τους μοναχούς. Από τότε, για πολλά χρόνια, η μονή παρέμενε έρημη. Το 1979 στα ερείπια του πρώην μοναστηριού έφτασαν δύο μοναχές. Αλλά για αυτό θα μιλήσουμε αργότερα.

 

Τώρα όμως στέκομαι μπροστά από τις πύλες του μοναστηριού. Δίπλα υπάρχει παρεκκλήσι της Αγίας Μάρτυρος Ανυσίας της εν Θεσσαλονίκη, προστάτιδας της ηγουμένης της Μονής. Απέναντι, είναι ο Ιερός Ναός του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή, πνευματικού πατέρα πολλών αγιορειτών ασκητών, συμπεριλαμβανομένου και του γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας (ακριβώς γι’ αυτό πολλά πνευματικά παιδιά του γέροντα Εφραίμ ονομάζουν τον Όσιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή «παππού»).

 

 

Στις πύλες δεν υπάρχει κανείς. Μπαίνω μέσα. Οι αδελφές στα διακονήματα. Προσκυνητές, εκτός από μένα, εργάσιμη μέρα που είναι, δεν υπάρχουν. Πηγαίνω στο εκθετήριο και επιτέλους συναντώ μια από τις αδελφές, τη Φιλοθέα, που έχει το διακόνημα της αρχοντάρισσας. Η αδελφή Φιλοθέα με προσκαλεί στο αρχονταρίκι, με κερνάει τον καθιερωμένο καφέ με το λουκούμι, πηγαίνει για ευλογία στη γερόντισσα και μετά με ξεπροβοδίζει στο κελλί του προσκυνητή, τα παράθυρα του οποίου έχουν θέα στα βουνά.

 

Οι πατέρες αναγκάζονταν να επεξεργάζονται με τα χέρια τους τις πέτρες, να τις κουβαλάνε στο μοναστήρι στους ώμους τους και να φτιάχνουν με αυτές τα οικήματα

 

Αργότερα, μαθαίνω ότι εδώ υπάρχουν και άλλοι τρείς ναοί: το Καθολικό της Αναλήψεως, με την θαυματουργή εικόνα της Αναλήψεως του Κυρίου, όπως επίσης, ο Ιερός Ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και ο Ιερός Ναός του Ευαγγελισμού.

 

Μαθαίνω επίσης, ότι όταν οι αδελφές αναστήλωναν τους χώρους του μοναστηριού, αναγκάζονταν να σκάβουν, και σκάβοντας, έφτασαν στους τοίχους τους οποίους η αδελφότητα κάποτε είχε κτίσει. Οι πέτρες ήταν δουλεμένες με τα χέρια, δηλαδή οι πατέρες αναγκάζονταν με πολύ πρωτόγονα μέσα να επεξεργάζονται τις πέτρες στα βράχια, να τις κόβουν κάπου στα νταμάρια, να τις κουβαλάνε οι ίδιοι στο μοναστήρι και να φτιάχνουν με αυτές τα οικήματα. Όταν οι αδελφές αντίκρισαν αυτούς τους τοίχους, λυπήθηκαν να τους κρύψουν από τα ανθρώπινα μάτια κάτω από το σουβά, και αποφάσισαν να τους αφήσουν να φαίνονται: να βλέπουν οι άνθρωποι πώς οι πατέρες αγωνίζονταν εδώ. Εδώ επίσης βρίσκονται και πορτραίτα πατέρων που σώθηκαν ως τις μέρες μας.

 

Ανάμεσα στα κειμήλια του μοναστηριού υπάρχουν πολλά τεμάχια από λείψανα αγίων, ανάμεσα στα οποία είναι τεμάχια από τα λείψανα του Αγίου Ιεράρχη Ιωάννη Χρυσοστόμου και του Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη.

 


Οι ιερές ακολουθίες και η τράπεζα

Οι ιερές ακολουθίες στο μοναστήρι συχνά τελούνται τη νύχτα. Η γερόντισσα πηγαίνει στο ναό πρώτη και φεύγει τελευταία. Η ίδια διαβάζει τον Εξάψαλμο. Είναι 78 ετών όμως… Από αυτά, για 57 χρόνια αγωνίζεται στο μοναστήρι. Ακόμα και όταν δεν υπάρχουν νυχτερινές ακολουθίες, ο ύπνος των μοναχών είναι μικρής διάρκειας και το εγερτήριο είναι στις 4 η ώρα το πρωί. Οι πρωινές ακολουθίες αρχίζουν στις 4:30, όταν έχει τελείως σκοτάδι και το μοναστήρι φωτίζεται μόνο με το φως των φαναριών. Τις Κυριακές, ο ναός είναι γεμάτος: έρχονται τα πνευματικά παιδιά της γερόντισσας από την Καβάλα, τις Σέρρες και από τις γύρω περιοχές.

 

Συνήθως στη λογοτεχνία συναντώ συγκρίσεις ανάμεσα στους ψηλούς Ρώσους και τους κανονικούς Έλληνες. Εδώ είχα εκπλαγεί, όταν η αντρική πλευρά του ναού είχε γεμίσει από Έλληνες διάφορων ηλικιών, αλλά όλοι τους, λες και ήταν διαλεγμένοι, είχαν σχεδόν δύο μέτρα ύψος. Είχε έρθει μια ομάδα γεωργιανών προσκυνητών με ιερέα, με μεγάλο πούλμαν.


Όταν τελειώνει η πρωινή ιερή ακολουθία, στις 6 το πρωί, η γερόντισσα δίνει αντίδωρο, οι αδελφές προσεύχονται στα κελλιά και ξεκουράζονται για λίγο μέχρι τις 8, εκτός από αυτές που δουλεύουν στην κουζίνα, στο αρχονταρίκι και σε κάποια άλλα διακονήματα, που απαιτούν τη συνεχή παρουσία. Στις 8 πίνουν ένα μικροσκοπικό φλιτζάνι καφέ. Στις 2 το μεσημέρι η πρώτη τράπεζα. Μετά τη βραδινή ακολουθία, η δεύτερη, πιο φτωχή.

 

Οι αδελφές τρώνε πολύ λιτά. Το τραπέζι είναι, ως επί το πλείστον, νηστίσιμο. Σε μια βδομάδα παραμονής μου στο μοναστήρι, είχαμε ψάρι στο τραπέζι μόνο μια φορά. Σε μια γιορτή έδωσαν γαλακτοκομικά – ελληνικό γιαούρτι. Όλο τον υπόλοιπο καιρό, τρώγαμε τηγανιτές πατάτες, ρύζι, λαχανικά, ελιές. Πιτάκια με γέμιση πατάτες ή λαχανικά. Όπως και σε άλλα ελληνικά μοναστήρια, οι αδελφές αρχίζουν να τρώνε μετά το πρώτο κουδούνι. Το δεύτερο κουδούνι είναι υπενθύμιση ότι μπορείς να βάλεις κρύο νερό από κανάτα. Το τρίτο κουδούνι σημαίνει ότι η τράπεζα τελείωσε και οι αδελφές σηκώνονται, προσεύχονται. Στη διάρκεια της τράπεζας, όπως και σε όλα τα μοναστήρια, διαβάζουν τους αγίους πατέρες.

 

Ο αέρας στο πρόσωπο

Μετά το δείπνο, βγήκαμε στην αυλή του μοναστηριού. Ο αέρας μας έδερνε στο πρόσωπο. Ναι, εκείνο το αεράκι, το οποίο στους πρόποδες του βουνού σε φρέσκαρε ελαφρά και χάιδευε το ιδρωμένο μέτωπο, εδώ, στο βουνό, αναποδογύριζε μεγάλες βαριές γλάστρες με λουλούδια, ξεκάρφωνε παντζούρια, έτσι που αυθόρμητα σκέφτηκα: αν τόσο δυνατοί άνεμοι φυσάνε εδώ αρχές Σεπτέμβρη, πώς αγριεύουν το χειμώνα!

 

Δεν ήταν απλά ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά και ένα σύμβολο, που συμβολίζει το νόημα της πνευματικής ζωής: όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις, τόσο πιο δύσκολα είναι. Τι αναγκάζει τις αδελφές του μοναστηριού, αυτές τις αδύναμες, εύθραυστες γυναίκες, να ασκητεύουν εδώ, στα βουνά; Να βάζουν περιορισμούς στο φαγητό, να μειώνουν τις ώρες του ύπνου, να στερούν από τον εαυτό τους την ελευθερία των μετακινήσεων, των ταξιδιών, της διασκέδασης, να αρνούνται το θέλημά τους; Η Αγάπη προς τον Θεό.

 

Προσκύνημα στο μοναστήρι

Στο μοναστήρι έρχεται πολύς κόσμος. Όσοι προσκυνητές είχαν πάει στις αρχές σε αυτό το μοναστήρι, δεν συνάντησαν καθόλου καλές συνθήκες. Οι αδελφές προσεύχονταν: «Κύριε, δώσε μας τουλάχιστον 20 καρέκλες και 10 κρεβάτια». Ο Κύριος δεν έδινε αμέσως αυτά που ζητούσαν, τους μάθαινε υπομονή. Τώρα, όμως, στο μοναστήρι υπάρχουν πολλές καρέκλες, και όχι απλές, όπως ζητούσαν οι αδελφές, αλλά όμορφες, ξύλινες, φτιαγμένες με το χέρι και με αγάπη. Έτσι, τώρα στο μοναστήρι μπορούν να διανυκτερεύσουν ταυτόχρονα 100 άτομα.

 


Εν υπακοή στην Εκκλησία

 

Απέναντι από την τραπεζαρία είναι ο τάφος του μακαριστού Μητροπολίτη κυρού Σπυρίδωνα (Κυβέτου). Ήταν φίλοι με τον γέροντα Εφραίμ. Όταν ο σεβασμιώτατος είχε αρρωστήσει από καρκίνο, είχε έρθει εδώ, σε αυτό το μοναστήρι, με την παράκληση να τον δεχτούν για να μπορεί να τελειώσει εδώ την επίγεια ζωή του. Η ηγουμένη της Μονής Ανυσία συμβουλεύτηκε τον γέροντα Εφραίμ, και εκείνος απάντησε: «Βεβαίως! Είναι ευλογία Θεού για σας!».

 

Και ο σεβασμιώτατος εκδήμησε προς Κύριον σε αυτό το μοναστήρι. Στην επιτάφια πλάκα γράφει: «Σε όλη μου την ζωή έκανα υπακοή στην Εκκλησία». Αυτά ήταν τα δικά του λόγια που είχε πει λίγο πριν τον θάνατο. Στην πλάκα επίσης γράφει ημερομηνίες: «1974-2003» αλλά δεν είναι τα χρόνια της ζωής του Μητροπολίτη κυρός Σπυρίδωνα, αλλά τα χρόνια της ιεραρχικής του θητείας.

 

Οι αδελφές θυμούνται ότι στην εξόδιο ακολουθία του ιεράρχη ένιωθαν λες και ήταν Πάσχα…


Οι διδαχές της γερόντισσας

 Δεν είναι όλες οι γερόντισσες του γέροντα Εφραίμ ίδιες. Από κάποιες δε θα αποσπάσεις ούτε λέξη: προτιμούν την προσευχή παρά τα λόγια. Στα χαρίσματα είναι και σε αυτά διαφορετικές. Η γερόντισσα Ανυσία έχει το χάρισμα του λόγου, το χάρισμα του κηρύγματος. Έχει πολλά πνευματικά παιδιά. Κάποτε ονειρευόταν την απομόνωση, την ησυχία, αλλά ο γέροντας Εφραίμ την ευλόγησε να τους δέχεται όλους όσοι θα της απευθύνονται για πνευματική βοήθεια. Οι άνθρωποι έρχονται με γεμάτα λεωφορεία για να ακούσουν τις διδαχές της μητερούλας. Κάθε μέρα συμβουλεύει τις αδελφές με σκοπό την πνευματική ωφέλεια.

Μετά την βραδινή ιερή ακολουθία και το δείπνο, οι μοναχές παραδοσιακά μαζεύονται στο σαλόνι και η γερόντισσα Ανυσία τους διαβάζει αποσπάσματα από πνευματικά βιβλία, τους εξηγεί τους ψαλμούς, αναφέρει παραδείγματα από τη ζωή. Οι μοναχές αυτή την ώρα πλέκουν, φτιάχνουν κομποσκοίνια, κεντάνε, αλλά ακούνε προσεκτικά, κάνουν ερωτήσεις.

 

Κάθε χρόνο στη Μονή έρχονται νέες αδελφές. Αυτό είναι πολύ καλό σημάδι για μοναστήρι. Πέρσι ήρθαν τρείς αδελφές. Δίπλα στη μητερούλα κάθεται στην πολυθρόνα η πιο ηλικιωμένη μοναχή: είναι 90 ετών. Άλλες μοναχές, μισές στον αριθμό, είναι νέες και οι άλλες είναι μέσης ηλικίας και ηλικιωμένες.

 

Δίπλα από μένα είναι η νεαρή αδελφή Αλεξία, που με την ευλογία της γερόντισσας Ανυσίας, ψιθυριστά μου μεταφράζει από τα ελληνικά στα αγγλικά το διήγημα της γερόντισσας. Η Αλεξία με χαμόγελο μου δείχνει το ελληνοαγγλικό λεξικό: αντιμετωπίζει το διακόνημα πολύ υπεύθυνα γι’ αυτό και πήρε μαζί της το λεξικό, σε περίπτωση που ξεχάσει τη μετάφραση κάποιας λέξης.

Η γερόντισσα διηγείται για έναν νεαρό από την Πρώτη Σερρών. Οι αδελφές που είχαν έρθει από το ίδιο χωριό, αμέσως θυμήθηκαν ότι στην παιδική και εφηβική του ηλικία ήταν υποδειγματικός. Μετά, ασχολήθηκε με ανατολικές θρησκείες, με ινδουιστικές πρακτικές και απομακρύνθηκε από την Ορθοδοξία. Και ύστερα, τον περικύκλωσαν τα πάθη του και άρχισε να συμπεριφέρεται πολύ άσχημα: άρχισε να παίρνει ναρκωτικά. Ο Κύριος δεν του επέτρεψε να καταστραφεί. Κάποτε ανέβηκε στο βουνό, στο μοναστήρι και απευθύνθηκε για βοήθεια στη γερόντισσα.

Με τις προσευχές της γερόντισσας και των αδελφών της μονής, ο νεαρός αισθάνθηκε καλύτερα. Σιγά-σιγά, βήμα-βήμα, άλλαξε στάση ζωής. Άρχισε να εξομολογείται, να κοινωνάει. Αποφάσισε να πάει ακόμα και στο Άγιο Όρος, αλλά η γερόντισσα δεν τον ευλόγησε, επειδή πνευματικά ήταν ακόμα αδύναμος.

 

Η γερόντισσα μιλάει επίσης για τον κατά σάρκα αδελφό της. Οι αδελφές ξέρουν ότι πάσχει από καρκίνο. Και η μητερούλα τον νουθετεί να έχει υπομονή και πίστη. Γενικά διδάσκει τα πνευματικά της παιδιά να έχουν υπομονή στη ζωή. Να μην ζητάμε από τον Κύριο να μας απαλλάξει από το σταυρό της ζωής, αλλά να μας δίνει υπομονή έτσι ώστε να κουβαλάμε τον σταυρό αυτό αγόγγυστα.


Η γερόντισσα αναφέρει μια πλημμύρα σε ένα από τα ελληνικά νησιά. Λέει ότι όταν ξεχειλίζει το ποτήρι των ανθρώπινων αμαρτιών, γίνονται πλημμύρες και σεισμοί. Οι άνθρωποι ζητάνε: «Κύριε, σταμάτησε τη συμφορά αυτή!» Και ο Κύριος απαντάει: «Άνθρωποι, σταματήστε να αμαρταίνετε!»


Η γερόντισσα επίσης διαβάζει στις αδελφές ένα απόσπασμα από το Γεροντικό, μια ιστορία για τους αγώνες ενός ασκητή στην έρημο. Υπέμενε τον καύσωνα της ημέρας και το κρύο της νύχτας, την πείνα και την έλλειψη πόσιμου νερού. Ο ασκητής, εξαντλημένος από τις δύσκολες δοκιμασίες, αποφάσισε να πάει σε κοινόβιο. Αλλά όταν ο ερημίτης έφτασε στο μοναστήρι, η αδελφότητα του συμπεριφερόταν με πολύ σεβασμό μια και ήταν ένας ασκητής που για πολλά χρόνια αγωνιζόταν στην έρημο. Τότε ένιωσε ότι οι λογισμοί κενοδοξίας και υπερηφάνειας πλησιάζουν στην καρδιά του και αποφάσισε να επιστρέψει στην έρημο, επειδή ο πόλεμος κατά της υπερηφάνειας και της κενοδοξίας είναι πιο δύσκολος από τις σωματικές ασκήσεις.

Μπορούμε να μάθουμε να νηστεύουμε, να υπομένουμε το κρύο και τον καύσωνα, αλλά ο μεγαλύτερος αγώνας είναι το να αποκτήσεις την ταπείνωση. 

 

Η συνομιλία με τη γερόντισσα Ανυσία

Την επόμενη μέρα, η γερόντισσα ευγενικά συμφώνησε να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις για τους αναγνώστες της ιστοσελίδας «Pravoslavie.ru».

 

– Σεβαστή γερόντισσα, θα μπορούσατε να μας μιλήσετε πώς γίνατε μοναχή;

 

– Ήθελα να γίνω μοναχή από μικρή. Γιατί; Πώς να απαντήσεις; Από την αγάπη προς τον Θεό. Αλλά οι γονείς μου ήθελαν να μεγαλώσω λίγο. Πήγα στο μοναστήρι στις 3 Ιανουαρίου του 1959. Συμπλήρωνα τα 21 χρόνια τότε.

Το πρώτο μου μοναστήρι ήταν η Ιερά Μονή της Αναλήψεως, στη Μακεδονία. Εκεί έζησα λίγο παραπάνω από χρόνο. Στη Μονή επικρατούσε το πνεύμα του ησυχασμού: δεν ήταν ευλογημένο στις αδελφές να μιλάνε καθόλου μεταξύ τους, με εξαίρεση, βέβαια, κάποιες λίγες λέξεις που αφορούσαν το διακόνημα. Η επικοινωνία με τους κοσμικούς ανθρώπους δεν επιτρεπόταν καθόλου. Οι αδελφές, και ήταν 33, ασχολούνταν με τη νοερά προσευχή.

Με την Πρόνοια του Θεού, μετά από ένα χρόνο, πήγα σε άλλο μοναστήρι, στην Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έζησα πάνω από 18 χρόνια.


– Και πώς βρεθήκατε στο μοναστήρι που είστε τώρα;

 Το 1979 μας είχε επισκεφτεί ο γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης (της Αριζόνας), το πνευματικό παιδί του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή. Συνομιλούσε με τις αδελφές, τις δίδασκε

 

Εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα υπήρχαν πολλά ερειπωμένα μοναστήρια. Ο γέροντας Εφραίμ, τότε καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου στο Άγιο Όρος Άθω, έψαχνε πνευματικά έμπειρες αδελφές για να τις στέλνει να αναστηλώνουν αυτά τα μοναστήρια, να αναβιώνουν εκεί τη μοναστική ζωή. Δεν μπορώ να θεωρήσω τον εαυτό μου πνευματικά έμπειρη, όμως εκείνο το διάστημα πίσω μου είχα εικοσάχρονη εμπειρία της μοναστικής ζωής και ονειρευόμουν ένα απομονωμένο μοναστήρι, όπου θα μπορούσα να προσεύχομαι χωρίς περισπασμό.

 

Ο γέροντας Εφραίμ είχε μιλήσει για το μοναστήρι μας, το οποίο τότε ήταν ερειπωμένο, με τον επίσκοπο Σπυρίδωνα (τον μετέπειτα Μητροπολίτη), και εκείνος ευλόγησε να βρει αδελφές, οι οποίες θα είχαν το κουράγιο να αναστηλώσουν το μοναστήρι. Τότε, ο γέροντας έφερε εμένα και ακόμα μια αδελφή, τη Μαρκέλλα, εδώ, σε αυτά τα βουνά.


– Πώς ήταν η εικόνα εκείνα τα χρόνια;


– Ο γέροντας Εφραίμ μας είχε δείξει τα ερείπια ενός κάποτε μεγάλου, καλά στημένου ανδρικού μοναστηριού, στο οποίο η αδελφότητα προσευχόταν για πάνω από 200 χρόνια, μέχρι που η Μονή καταστράφηκε από Βούλγαρους, οι οποίοι διεκδικούσαν περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας. Σκότωσαν όλους τους πατέρες και κατέστρεψαν τα κτίρια. Πλέον, εδώ δεν εγκαταβίωνε κανείς. Μόνο λύκοι και φίδια κατοικούσαν στα ερείπια.


Είχαμε καθίσει στις πέτρες, στα ερείπια του μοναστηριού. Γύρω μας μόνο βουνά, καλυμμένα με δάσος. Ούτε ένα κτίριο δεν υπήρχε όπου θα μπορούσαμε να μένουμε. Πολύ δυνατός άνεμος. Οι λύκοι ουρλιάζουν. Εδώ, όπου καθόμαστε, που είναι τώρα το αρχονταρίκι, υπήρχε ένας κατεστραμμένος στάβλος. Δεν υπήρχε τίποτα!

 

«Είχαμε καθίσει στις πέτρες, στα ερείπια του μοναστηριού. Δεν υπήρχε ούτε ένα κτίριο όπου θα μπορούσαμε να μένουμε και να προσευχόμαστε. Και οι λύκοι να ουρλιάζουν»


Δεν υπήρχαν καθόλου οι ανέσεις τις οποίες έχουν συνηθίσει οι σύγχρονοι άνθρωποι. Οι πατέρες ανέβαζαν στο βουνό τα πάντα στους ώμους τους. Για να πάρουμε κάποιο πράγμα, ακόμα και ξύλα, έπρεπε να κατεβαίνουμε από το βουνό κάτω, στο χωριό. Εμείς, όχι αυτοκίνητο, ούτε γαϊδουράκι δεν είχαμε! Και τώρα, με το αυτοκίνητο, από το χωριό στο μοναστήρι, είναι δρόμος μισής ώρας με άσφαλτο. Τότε όμως, με τα πόδια, χωρίς δρόμους, στην ανηφόρα…

 

Και σκέφτηκα: ήθελες απομόνωση; Να, εδώ έχει πάρα πολλή! Πραγματικός τόπος για ησυχαστές.

 

– Και αποφασίσατε να μείνετε εδώ;

 

– Τότε η αδελφή Μαρκέλλα μου είπε: «Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ. Δεν υπάρχει ούτε στέγη πάνω από τα κεφάλια μας! Μόνο λύκοι ουρλιάζουν… Θα μας φάνε!» Σκέφτηκα: «Δύο αδύναμες γυναίκες… Πώς μπορούμε να αναστηλώσουμε έστω και ένα σπίτι; Δεν υπάρχει κάπου για να μένουμε. Δεν υπάρχει κάπου για να προσευχόμαστε…» Και φύγαμε.


Μετά από ένα μήνα, η καρδιά μου μού είπε: «Πήγαινε ξανά, δες το…»

Ήρθαμε ξανά με την αδελφή. Κοιτάξαμε. Όχι, δεν υπάρχει δυνατότητα να μείνουμε εδώ… Φύγαμε ξανά.


Πέρασαν δύο μήνες. Η καρδιά πάλι: «Πρέπει να πας εκεί ξανά…»

 

Και ήρθαμε με την αδελφή για τρίτη φορά. Εδώ υπήρχε πηγή με μια εικόνα από πάνω της. Καθίσαμε στις πέτρες και άρχισα να προσεύχομαι. Διάβαζα την προσευχή του Ιησού και ξαφνικά ένιωσα τέτοια χάρη! Άκουσα στην καρδιά: «Πρέπει να μείνουμε εδώ!»

 

 

 

Είπα στην αδελφή Μαρκέλλα: «Θα μείνουμε! Εδώ είναι ουράνιος παράδεισος! Εδώ είναι τόπος προσευχής... Οι πατέρες προσεύχονταν και εργάζονταν… Αυτός ο τόπος είναι πολύ κατάλληλος για την προσευχή του Ιησού».


 

Μου απάντησε: «Αν μείνουμε εδώ – θα μας φάνε οι λύκοι!» Και της είπα: «Αν ο Χριστός επιτρέψει να μας φάνε οι λύκοι – ας μας φάνε!»

 

 

Έτσι και μείναμε.


– Πώς πήγαινε το κτίσιμο του μοναστηριού;

 


– Ο Επίσκοπος Σπυρίδων μας βοηθούσε να τα αναστηλώνουμε όλα. Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα: ζούσαμε σε σκηνές. Πρώτα αναστηλώναμε τον Ναό, για να μπορούμε να τελούμε τη Θεία Λειτουργία. Αυτό ήταν το σημαντικότερο.

 

 

 

Ο γέροντας Εφραίμ έρχονταν για δύο-τρείς μέρες τρείς φορές το χρόνο και όλες οι δυσκολίες λύνονταν με θαυμαστό τρόπο. Ο γέροντας Εφραίμ έχει πολύ δυνατή προσευχή. Όταν ερχόταν, νιώθαμε τεράστια παρηγοριά και πνευματική χαρά. Είχα ζητήσει από τον γέροντα να πάω σε ένα ήσυχο απομονωμένο μέρος, αλλά όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως ο Κύριος θέλει…

 

 

 

Εγώ ήθελα να έχουμε τρείς-τέσσερις αδελφές, αλλά αυτές πλήθυναν και το μοναστήρι μεγάλωνε. Ήταν θέλημα του Θεού.

 

 

 

Ο γέροντας Εφραίμ μου είπε: «Θα έχεις τέτοιο μοναστήρι, όπου θα καταφεύγουν οι άνθρωποι. Να τους φιλοξενείτε όλους. Να τους δέχεστε όλους».

 

Ο γέροντας Εφραίμ είπε: «Εδώ θα είναι το μοναστήρι όπου θα καταφεύγουν οι άνθρωποι. Να τους δέχεστε όλους»

 


Μου είχε συμβεί ό,τι και στον γέροντα Σιλουανό τον Αθωνίτη: αυτός έψαχνε απομόνωση, αλλά ο Κύριος του έστελνε ανθρώπους. Τώρα έχουμε 25 αδελφές. Ασχολούνται με εργόχειρο, αγιογραφία, μαζεύουν θεραπευτικά βότανα, κάνουν αλοιφές, βάμματα.

 


Ο γέροντας Εφραίμ δεν μπορεί πλέον να έρχεται σε μας. Τώρα εμείς οι ίδιες πηγαίνουμε κάθε χρόνο στην Αριζόνα για να τον βλέπουμε. Γενικώς, καθοδηγούμαστε πνευματικά από τον αρχιμανδρίτη Φιλόθεο, τον καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Καρακάλλου στο Άγιο Όρος, ένα από τα πρώτα πνευματικά παιδιά του γέροντα Εφραίμ (το πρωτότυπο κείμενο είχε γραφτεί πριν την εκδημία του γέροντα Εφραίμ – σημ.μεταφρ.).

 

 

Τρία χρόνια πριν (δεν μπορώ να το περιγράψω αναλυτικά, να πω μόνο σύντομα), είχαμε μια οπτασία, ότι ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής καλύπτει το μοναστήρι μας με την προσευχή του. Η παρουσία του είναι αισθητή παντού.

 

 

– Έχετε ακόμα και Ιερό Ναό αφιερωμένο στον Όσιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή.


– Ναι, και με την ανέγερση αυτού του ναού συνδέεται μια θαυμάσια ιστορία.

 

– Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για αυτήν πιο αναλυτικά;

 

– Αποφασίσαμε να κτίσουμε έναν τελείως μικρό και σεμνό ναό, για να μας θυμίζει το εκκλησάκι στο Άγιο Όρος όπου αγωνιζόταν ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Πήραμε ευλογία από τον επίσκοπο και από τον γέροντα Εφραίμ, αγιάσαμε τον τόπο και αρχίσαμε να κάνουμε τα θεμέλια.

 

Την πρώτη μέρα, εμφανίστηκε στον μάστορα, την ώρα που δούλευε, ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, έτσι όπως απεικονίζεται στη φωτογραφία, με ράβδο στο χέρι. Ο γέροντας τα κοίταξε όλα, χτύπησε με τη ράβδο και είπε: «Μικρό είναι. Δε χωράω».

 

Ο μάστορας έτρεξε σε μένα και φώναξε: «Δεν είναι ευχαριστημένος ο γέροντας! Πρέπει να κτίσουμε μεγαλύτερο ναό!»


Εμείς, εν τω μεταξύ, σκοπεύαμε να πάμε στην Αριζόνα για να δείξουμε το σχέδιο του νέου ναού στον γέροντα Εφραίμ. Τότε αλλάξαμε το σχέδιο. Το κοίταξα και στεναχωρήθηκα: αντί για ένα μικρό ασκητικό εκκλησάκι που είχαμε σχεδιάσει στην αρχή, ο ναός έβγαινε πολύ μεγαλύτερος. Βεβαίως, ήταν και πάλι πολύ μικρός, αλλά τώρα στο σχέδιο εμφανίστηκαν τρούλοι και μάρμαρα. Εγώ κατευθύνθηκα στενοχωρημένη προς το κελλί, και ο μάστορας πήγε να δουλέψει.

 

Και του εμφανίστηκε ξανά ο γέροντας Ιωσήφ. Τα κοίταξε όλα, έμεινε ευχαριστημένος. Είπε στον μάστορα ότι του αρέσουν όλα. Ο μάστορας ξανά ήρθε σε μένα και αποφασίσαμε να αφήσουμε το σχέδιο με τους τρούλους και τα μάρμαρα. Είπα: «Να είναι ευλογημένο».

 

Επίσης, παρακαλέσαμε τον παππού Ιωσήφ: «Όσιε, αν θέλεις μεγαλύτερο ναό, πρέπει να μας δώσεις χρήματα για να μπορέσουμε να το κτίσουμε». Και ο Ναός άρχισε να κτίζεται μόνος του! Ο γέροντας Ιωσήφ μας έστελνε ανθρώπους ακριβώς με τη σειρά που χρειαζόταν για την ανέγερση αυτού του ναού! Όταν υψώνονταν οι τοίχοι, τα χρήματα τελείωσαν. Απευθυνθήκαμε για βοήθεια προς τον γέροντα Ιωσήφ και αμέσως ήρθε άνθρωπος, που είχε κληρονομήσει επιχείρηση μαρμάρων από τον πατέρα του. Μας ρώτησε: «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω; Έχω μάρμαρα». Και αυτός ο άνθρωπος τα έκανε όλα. Του περίσσεψε κιόλας μάρμαρο με το οποίο επένδυσε και το κτίριο των αδελφών.

 

Χρειαζόμασταν εικονοστάσι – εμφανίστηκε άνθρωπος που το έκανε. Δεν κτίζαμε εμείς τον Ναό, τον έκτιζε ο ίδιος ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής.

 

– Αυτό είναι θαύμα!


– Εδώ, στα βουνά, είναι αλήθεια πως καμιά φορά συμβαίνουν θαυμαστά πράγματα… Μια προσκυνήτρια π.χ. άκουσε ότι τελείται ιερή ακολουθία και ότι χτυπάνε οι καμπάνες. Πλησίασε στον ναό με πλήρη σιγουριά ότι τελείται η Λειτουργία, αλλά ο Ναός ήταν άδειος.

 

Δε δώσαμε σημασία σε αυτήν την αφήγηση, αλλά μετά επαναλαμβανόταν κάτι παρόμοιο. Έτσι σε μια περίπτωση είχαν έρθει προσκυνητές, και όταν είδαν αυτά τα άγονα βουνά εκπλήσσονταν: «Πώς είναι δυνατόν αυτό να σας αρέσει;» Μετά, όμως, άκουσαν εσπερινό, παρόλο που δεν τελούνταν καμία ακολουθία.

 

Η μαμά μου μια φορά ήταν κάτω και άκουσε ψαλμωδίες και προσευχές. Σκέφτηκε ότι ακούει εμάς, τις μοναχές, ήταν απόλυτα σίγουρη ότι εμείς προσευχόμαστε και ψέλνουμε. Όταν ανέβηκε, ρώτησε: «Εσείς ψέλνατε τώρα;» - «Όχι, δουλεύουμε και προσευχόμαστε σιωπηλά». – «Ναι, αλλά εγώ άκουσα ψαλμωδίες!» - επέμενε η μαμά μου.

 


Και εμείς πράγματι δουλεύαμε και διαβάζαμε σιωπηλά την προσευχή του Ιησού…


Πολλά γίνονται σε μας, αλλά εμείς παρόμοια περιστατικά δεν τα κοινοποιούμε ιδιαιτέρως, για να μην έχουμε πολλούς προσκυνητές. Οι άγιοι πατέρες έλεγαν: «Ο άνθρωπος που αξιώθηκε να βλέπει τις αμαρτίες του, είναι πιο πάνω από αυτόν που αξιώθηκε να βλέπει τους αγγέλους».


 

– Σας ευχαριστούμε πολύ, σεβαστή γερόντισσα για την θαυμάσια συνομιλία!

 

– Ο Κύριος να σας φυλάει!

 

Πόσο σημαντική είναι η υπακοή στη γερόντισσα


Ετοιμάζομαι να φύγω από το μοναστήρι το Σάββατο. Οι μέρες είναι μετρημένες, επειδή πρέπει να πάω σε ένα ακόμη μοναστήρι, στο νησί της Θάσου, όπου είναι ενταφιασμένη η μαμά του γέροντα Εφραίμ, η μοναχή Θεοφανώ. Προς έκπληξή μου, η γερόντισσα Ανυσία επίμονα μου ζητάει να μείνω και να αναχωρήσω την Κυριακή. Βεβαίως, υπακούω στη γερόντισσα.

 

Όπως αποδείχτηκε, αν είχα ξεκινήσει το Σάββατο, τότε δε θα είχα φτάσει στο μοναστήρι στη Θάσο: δίπλα στη μονή είχε αγριέψει πυρκαγιά, οι δρόμοι ήταν κλειστοί, οι αδελφές και οι προσκυνητές είχαν απομακρυνθεί. Την Κυριακή, η απειλή της φωτιάς για την Μονή πέρασε. Έπαθαν ζημιά μόνο κάποια κτίρια και ο ελαιώνας. Έτσι, εγώ έφτασα ήρεμα στο μοναστήρι.

 

Και όχι μόνο αυτό. Στο λιμάνι με πήγαν τα πνευματικά παιδιά της γερόντισσας, οι σύζυγοι η Ελένη και ο Γιάννης, με τους γιούς τους τον Αλέξανδρο και τον Αντώνη. Μένουν στην Καβάλα, αλλά για χάρη μου με πήγαν μέχρι το λιμάνι της Κεραμωτής, όπου ο Γιάννης με ξεπροβόδισε ως το πλοίο για τη Θάσο.

 



Και πέρα από αυτό, μου μίλησαν για τη γερόντισσά τους.

 

Η συνομιλία με τα πνευματικά παιδιά της γερόντισσας Ανυσίας, τον Γιάννη και την Ελένη

 

– Σας ευχαριστώ πολύ που συμφωνήσατε να με πάτε.

 

Ελένη: Η γερόντισσα ευλόγησε να σας βοηθήσουμε. Πηγαίνουμε πολλά χρόνια σε αυτό το μοναστήρι αλλά είστε η πρώτη Ρωσίδα που συναντάμε εδώ.


– Πηγαίνετε πολύ συχνά σε αυτό το μοναστήρι;


Γιάννης: Κάθε Κυριακή πηγαίνουμε στην ακολουθία. Μετά την Θεία Λειτουργία, συνήθως, η γερόντισσα δίνει στο αρχονταρίκι κάποιες συμβουλές. Και το πιο εκπληκτικό: πριν πάμε στο μοναστήρι, σκέφτομαι κάποιες ερωτήσεις που θέλω να κάνω στη μητερούλα. Αλλά, με τις συμβουλές που μας δίνει, ακούω και όλες τις απαντήσεις στις ερωτήσεις μου, πριν προλάβω να τις κάνω.


- Η μητερούλα είναι γερόντισσα…

 

Γιάννης: Ναι, αυτή μιλάει με τον Θεό και ο Θεός μιλάει με αυτήν. Η μητερούλα προσεύχεται για τον καθένα μας. Κάθε νύχτα σηκώνεται για την προσευχή. Οι αδελφές κάποτε μου είπαν ότι η γερόντισσα μνημονεύει κάθε νύχτα με το όνομά τους περίπου 8000 άτομα. Κάθε νύχτα!


– Και πότε κοιμάται η γερόντισσα;

 

Ελένη: Όταν ο Θεός είναι στην ψυχή σου, δε θέλεις να κοιμηθείς τόσο πολύ όπως κάνουμε εμείς οι συνηθισμένοι άνθρωποι.


Γιάννης: Οι αδελφές μοιράζουν την ημέρα στα τρία: την εργασία, την προσευχή, την ξεκούραση. Όλοι τους κοιμούνται λίγο. Αλλά η γερόντισσα λιγότερο από όλες. Κοιμάται περίπου τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Άντε, τέσσερις και μισή.

- Η γερόντισσα δε με ευλόγησε να ξεκινήσω το Σάββατο, αλλά την Κυριακή. Νομίζω πως δεν είναι τυχαίο…

 

Γιάννης: Βεβαίως! Έχει διορατικότητα. Όταν η γερόντισσα προσεύχεται, βλέπει τις καρδιές όλων αυτών για τους οποίους προσεύχεται. Μια φορά είχα προβλήματα. Της είπα: «Γερόντισσα, έχω προβλήματα». Και αυτή αμέσως κατάλαβε όλες τις δυσκολίες μου, μου έδωσε συμβουλές και απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που δεν είχα προλάβει να κάνω.

 

Ελένη: Η γερόντισσα βλέπει πράγματα αλλά δε λέει τίποτα, τα κρύβει τα χαρίσματά της. Μπορείς να τα υποψιαστείς από έμμεσους υπαινιγμούς. Έτσι, μερικές φορές μπορεί να ξεχαστεί και να ρωτήσει για μια λεπτομέρεια, για παράδειγμα, για ασθένεια παιδιού ή εγγονού ή συγγενή. Ή για ένα πρόβλημα. Και αυτός που συζητάει μαζί της αντιλαμβάνεται μετά ότι δεν το είχε πει στη γερόντισσα. Το είχε καταλάβει μόνη της.


Γιάννης: Γενικώς, όμως, το σημαντικότερο θαύμα είναι ότι δύο αδύναμες γυναίκες, η γερόντισσα Ανυσία και η μοναχή Μαρκέλλα, ήρθαν εδώ, σε αυτό το ερημικό μέρος, στα άγρια βουνά, και στα ερείπια παλαιού μοναστηριού κτίσανε, με τη βοήθεια του Θεού, τόσο μεγάλη και εκπληκτική μονή, με υπέροχους ναούς, με πολλές αδελφές…

 

– Ναι, είναι πραγματικό θαύμα.

 

Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς!


Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα