Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

28η Οκτωβρίου: Οι γυναίκες και οι μάνες του 1940



28η Οκτωβρίου: Οι γυναίκες και οι μάνες του 1940

 Τη Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 1940, κηρύχτηκε ο πόλεμος μετά το «Όχι» του Ιωάννη Μεταξά προς τον Ιταλό Πρέσβη της Αθήνας , Εμανουέλε Γκράτσι.

Οι άνδρες, αμέσως έσπευσαν να πολεμήσουν με περίσσια ανδρεία και θάρρος. Εξάλλου ελεύθεροι γεννήθηκαν και ελεύθεροι ήθελαν να πεθάνουν. Εκτός από τους άνδρες όμως, αξιοθαύμαστος είναι και ο τρόπος που ανταποκρίθηκαν οι γυναίκες εκείνης της εποχής στο κάλεσμα της πατρίδας.

1.-γυναικα-προσφυγας-με-τα-παιδια-της

Αυτά τα τρυφερά και «αδύναμα» πλάσματα, που εκτός από σύζυγοι και μαμάδες ήταν και οι αφανείς ηρωίδες του έπους του 1940.

GES DIS-35

Η γυναίκες που έμειναν πίσω με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, έπρεπε να αντικαταστήσουν τους άνδρες που είχαν επιστρατευθεί. Νυχθημερόν έπλεκαν χωρίς να σταματούν ούτε λεπτό μάλλινες φανέλες και κάλτσες για τους στρατιώτες. Μπροστά τους εκτός από τον πόλεμο είχαν να αντιμετωπίσουν και τον βαρύ χειμώνα.

59561

ceb3cf85cebdceb1ceb9cebaceb5cf82-ceb7cf80ceb5ceb9cf81

Τα νεαρά κορίτσια γραφόντουσαν ως εθελόντριες στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό για να γίνουν νοσοκόμες να βοηθήσουν και εκείνες όσο μπορούν τους Έλληνες στρατιώτες ενώ στην πρώτη γραμμή του πολέμου βρέθηκαν, οι Ηπειρώτισσες κι οι γυναίκες της Δυτικής Μακεδονίας μεταφέροντας πολεμοφόδια και τρόφιμα στους στρατιώτες μέσα στα χιόνια, στα δύσβατα μονοπάτια των βουνών. Πολλοί που τις έζησαν τις χαρακτηρίζουν αλύγιστες, βουβές, με αδάμαστη θέληση και ηρωική αυτοθυσία.

balafas 6

Οι μάνες φρόντιζαν να μη λείπει τίποτε από τα παιδιά τους. Έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να μην πεθάνουν από την πείνα. Μην έχοντας όμως καθόλου χρήματα για να αγοράσουν αλεύρι για να ζυμώσουν έστω και λίγο ψωμί, αναγκαζόντουσαν να τρέχουν στα συσσίτια με το κονσερβοκούτι για μια κουτάλα ξεροφάσολα. Το συσσίτιο αποτέλεσε για εκείνες, τα παιδιά τους αλλά και γι' αναρίθμητους Έλληνες, το μοναδικό μέσο επιβίωσης στον τρομερό χειμώνα της πείνας εκείνη τη χρονιά. Χωρίς τη φασολάδα οι 300.000 νεκροί από την πείνα εκείνου του ολέθριου χειμώνα θα ήταν εκατομμύρια.

3911

polemos

katoxi4

Οι εύπορες γυναίκες από την άλλη πλευρά, έδωσαν όλα τα χρήματα και τα κοσμήματα που είχαν για να βοηθήσουν τον αγώνα του Ελληνικού στρατού.

ΠΗΓΗ.https://www.mothersblog.gr/

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

ΑΓΙΑ ΤΑΒΙΘΑ: Η ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Η αγάπη και η φιλανθρωπία είναι συνώνυμα με τον Χριστιανισμό. Η βάση του
χριστιανικού κηρύγματος είναι η αγάπη προς όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από
τις όποιες ιδιαιτερότητές τους. Τίποτε δε μπορεί να μπει εμπόδιο στην άσκηση της
χριστιανικής αγάπης, ούτε το φύλο του ανθρωπίνου προσώπου, ούτε η φυλή, ούτε η
κοινωνική και οικονομική του κατάσταση. Ο Ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, όχι
μόνο δίδαξε την αγάπη προς όλους, αλλά και έθεσε ως προϋπόθεση την άσκηση της
αγάπης, σε όσους ήθελαν και θέλουν να είναι δικοί Του, «εντολὴν καινὴν δίδωμι
υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ίνα και ὑμεῖς ἀγαπᾶτε
αλλήλους. Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ότι εμοὶ μαθηταί εστε, εὰν αγάπην έχητε
εν αλλήλοις» (Ιωάν.13,34-35). Επίσης έδωσε ο Ίδιος το παράδειγμα της
αλληλοδιακονίας, πλένοντας τα πόδια των μαθητών Του, πριν το Μυστικό Δείπνο,
συμβουλεύοντας τους μαθητές Του «ει ουν εγὼ ένιψα υμών τους πόδας, ο Κύριος
και ο Διδάσκαλος, και υμείς οφείλετε αλλήλων νίπτειν τους πόδας. υπόδειγμα
γαρ δέδωκα υμίν, ίνα καθὼς εγὼ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε» (Ιωάν.13,13-
15). Μάλιστα η αγάπη αυτή εκτείνεται και στους εχθρούς μας, «αγαπάτε τους
εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδὲν απελπίζοντες» (Λουκ.16,35).
Η αγία μας Εκκλησία έκαμε πράξη την εντολή της αγάπης του Χριστού, η Οποία
προσφέρει εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια απλόχερα την φιλανθρωπία της στον
άνθρωπο. Υπέροχες προσωπικότητες της Εκκλησίας μας άσκησαν κατά καιρούς την
αγάπη και σφράγισαν με τη δράση τους την ιστορία. Ένα από αυτά τα ιερά πρόσωπα
υπήρξε και η αγία Ταβιθά, η αποκαλούμενη Δορκάς, δηλαδή ζαρκάδα, η οποία έζησε
στα χρόνια των Αποστόλων και αναδείχτηκε παράδειγμα φιλανθρωπίας και διακονίας
των ανθρώπων που είχαν ανάγκη.
Για την αγία Ταβιθά κάνει λόγο ο ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο των
«Πράξεων των Αποστόλων»: «Αυτὴ ην πλήρης αγαθών έργων και ελεημοσυνών,
ων εποίει» (Πραξ.9,36). Ζούσε στην πόλη της Παλαιστίνης Ιόππη και ασκούσε το
επάγγελμα της υφάντρας. Είχε γίνει χριστιανή και βίωνε την χριστιανική πίστη στην
καθημερινή της ζωή. Η καρδιά της ξεχείλιζε από άδολη αγάπη για τους πονεμένους
και φτωχούς συμπολίτες της. Γι’ αυτό έραβε νυχθημερόν ενδύματα, τα οποία
πωλούσε και τα χρήματα τα έδινε σε όσους είχαν ανάγκη. Παράλληλα είχε
πλαισιωθεί από άλλες χριστιανούς της πόλεως, όπου οργάνωσε μια εκπληκτική
φιλανθρωπική δράση. Πλήθος πεινασμένων, χηρών και ορφανών, ήταν αποδέκτες της
αγάπης και της φιλανθρωπίας αγίας Ταβιθάς. Όμως ο Θεός οικονόμησε να δεχτεί
σκληρή δοκιμασία, για να δοξασθεί το όνομά Του και να γίνει γνωστή η αγία.
Αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε.
Εκείνες τις ημέρες έκανε περιοδεία στην περιοχή εκείνη ο απόστολος Πέτρος.
Δίδασκε στη γειτονική πόλη Λύδδα, όταν πληροφορήθηκε το τραγικό συμβάν από
δύο απεσταλμένους των πιστών της Ιόππης. Ο Πέτρος έτρεξε αμέσως στην Ιόππη,
όπου όλα ήταν έτοιμα για την κηδεία της Ταβιθάς. Βρήκε ένα μεγάλο πλήθος μέσα
και έξω από το σπίτι της, όπου θρηνούσε το χαμό της ευγενούς κόρης. Όσοι είχαν
ευεργετηθεί από αυτή έκλαιγαν απαρηγόρητοι, διότι είχαν χάσει το στήριγμά τους.
Μόλις έφτασε ο κορυφαίος απόστολος, ζήτησε να δει τη νεκρή, στο υπερώο.
Παρακάλεσε να τον αφήσουν μόνο με το τίμιο σώμα της Ταβιθάς, γονάτισε και
προσευχήθηκε θερμά. Μετά φώναξε δυνατά: «Ταβιθά ανάστηθι», και ω του
θαύματος, το πνεύμα επέστρεψε στο σώμα της νεκρής και σηκώθηκε! Το θαυμαστό
γεγονός όχι μόνο γέμισε με χαρά το παραβρισκόμενο πλήθος, αλλά διαδόθηκε σε όλη
την Παλαιστίνη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δοξασθεί το όνομα του Θεού και να
μεταστραφούν στο Χριστιανισμό πάρα πολλοί Ιουδαίοι και ειδωλολάτρες.

Η αγία Ταβιθά έζησε κατόπιν πολλά χρόνια αγίας ζωής, συνεχίζοντας το
φιλανθρωπικό της έργο, και πέθανε σε προχωρημένη ηλικία. Η Εκκλησία μας την
κατέταξε στους αγίους Της, τιμώντας την μνήμη της στις 25 Οκτωβρίου.
Είναι ανάγκη να έχουμε υπόψη μας το διαχρονικό φιλανθρωπικό έργο της
Εκκλησίας μας, το οποίο απορρέει από την πίστη μας, ότι στο πρόσωπο του κάθε
ενδεούς ανθρώπου εικονίζεται ο Χριστός και σύμφωνα με τη δική Του διαβεβαίωση,
«αμὴν λέγω υμίν, εφ᾿ όσον εποιήσατε ενὶ τούτων των αδελφών μου των
ελαχίστων, εμοὶ εποιήσατε» (Ματθ.25,40). Είναι απαραίτητο επίσης να
επισημάνουμε πως η φιλανθρωπία είναι αποκλειστικό προνόμιο του Χριστιανισμού,
διότι η έννοια της εποποιίας ήταν άγνωστη στον προχριστιανικό κόσμο! Δεν υπάρχει
καμιά μαρτυρία για οργανωμένο δίκτυο φιλανθρωπίας και φιλανθρωπικών
ιδρυμάτων! Από τον πακτωλό του απίστευτου πλούτου των «ιερών» των
παγανιστικών θρησκειών, όπως λ.χ. των Δελφών, ουδέποτε διατέθηκε το παραμικρό
ποσό για την ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου! Ουδεμία μαρτυρία υπάρχει για κάτι
τέτοιο! Αντίθετα μάλιστα, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης τον 4 ο μ. Χ. αιώνα, θέλοντας να
νεκραναστήσει την ειδωλολατρία, ζητούσε από τους ειδωλολάτρες ιερείς να
μιμούνται τους Χριστιανούς στην άσκηση της φιλανθρωπίας, διότι ήταν ανύπαρκτη
σ’ αυτούς!
Η εκκλησιαστική μας ιστορία έχει να μας επιδείξει ένα απέραντο φιλανθρωπικό
έργο στο διάβα των αιώνων. Χιλιάδες μιμητές της αγίας Ταβιθάς προσέφεραν με
αυταπάρνηση τις ανιδιοτελείς τους υπηρεσίες και τα αγαθά τους προς τον πάσχοντα
και ενδεή άνθρωπο, ιδιαίτερα σε καιρούς χαλεπούς. Αλλά και σήμερα, στην εποχή
μας, όπου ο λαός μας δοκιμάζεται από την πρωτοφανή οικονομική κρίση, την οποία
δημιούργησε η ανθρώπινη απληστία, η Εκκλησία μας με τις χιλιάδες μιμητών της
αγίας Ταβιθάς, εθελοντές της αγάπης, τρέφει και περιθάλπει μόνη Αυτή, πληθώρα
συνανθρώπους μας, τους οποίους έχει εγκαταλείψει, τόσο η επίσημη Πολιτεία, και οι
διάφοροι άλλοι «ανθρωπιστικοί» θεσμοί!

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Πήρε το άψυχο σώμα του παιδιού της και το πήγε μπροστά στο λείψανο του αγίου


 
Όταν Αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Μαξιμιανός, μαρτύρησε στην Αίγυπτο γύρω στα 304 ο Άγιος Ούαρος, νεαρός ακόμη αξιωματικός κάποιας ρωμαϊκής λεγεώνας.
 
Ως Χριστιανός, συνελήφθη μέσα στις φυλακές που πήγαινε κρυφά για να ανακουφίζει και να δίνει θάρρος στους μάρτυρες. Ήρθε έτσι και η δική του σειρά να χύσει το αίμα του για την αγάπη του Χριστού. 
 
Στον τόπο του μαρτυρίου του βρέθηκε, σταλμένη από την Θεία Πρόνοια, μια πολύ ευσεβής χριστιανή, η Κλεοπάτρα. Ήταν χήρα, αλλά πλουσιότατη και είχε κοντά της τον μικρό μοναχογιό της. Η ευγενής κύρια παρακολούθησε με βαθύ πόνο τα σκληρά βασανιστήρια, που έκαναν στον νέο για αρνηθεί την πίστη του. 
 
Όταν έμεινε πια άψυχο το μαρτυρικό σώμα, η Κλεοπάτρα έδωσε πολλά χρήματα στους δήμιους και το πήρε. Με μεγάλη ευλάβεια το μετέφερε στο αρχοντικό της και το έθαψε σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο. Ύστερα από λίγα χρόνια, όταν βασίλεψε ο Μέγας Κωνσταντίνος και σταμάτησαν οι διωγμοί εναντίων των χριστιανών, η Κλεοπάτρα άφησε την Αίγυπτο για να γυρίσει πίσω στην πατρίδα της την Παλαιστίνη και πήρε μαζί της το λείψανο του μάρτυρος, σαν πολύτιμο θησαυρό. Εκεί ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος από την περιουσία της και έκτισε μεγαλοπρεπέστατη εκκλησία στο όνομα του Αγίου Ουάρου και αφιέρωσε σε αυτήν το τίμιο λείψανο που φύλαγε σε ολόχρυση λάρνακα. 
 
Όταν ήταν πια όλα έτοιμα, παρακάλεσε τον Επίσκοπο και τους κληρικούς της επαρχίας για τα εγκαίνια. Ύστερα από τη Θεία Λειτουργία, φιλοξένησε όλους τους πιστούς και τους έστρωσε πλούσιο τραπέζι. Η χήρα, μαζί με το νεαρό γιο της, περιποιήθηκαν με τα ίδια τους τα χέρια όλους τους προσκαλεσμένους, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους. 
 
Σαν νύχτωσε και το σπίτι άδειασε από κόσμο, τσακισμένος από την κούραση ο νέος, πήγε στο δωμάτιο του να ξεκουραστεί. Σε λίγο πήγε και η μητέρα του να του πάει φαγητό. Τον βρήκε να καίγεται στον πυρετό. Ανήσυχη του έκανε τις περιποιήσεις που ήξερε, ξεχνώντας την πείνα και την κούραση της. Αλλά όσο πέρναγε η ώρα, ο πυρετός ανέβαινε και προτού προφτάσει να έρθει ο γιατρός, ο νέος ξεψύχησε στην αγκαλιά της απαρηγόρητης μάνας. 
 
Αλλόφρονη εκείνη από την απροσδόκητη συμφορά, σήκωσε το νεκρό σώμα και το πήγε στην εκκλησία του μάρτυρος. Το ακούμπησε πάνω στην λάρνακα των λειψάνων και πέφτοντας στα γόνατα, ξέσπασε σε σπαρακτικό θρήνο. Με πονεμένα λόγια, θύμισε στον μάρτυρα, σαν να τον είχε ζωντανό μπροστά της, όσα είχε κάνει για χάρη του και απαιτούσε από αυτόν να κάνει εκείνο που έκανε ο Ελισαίος για την Σωμανίτιδα. 
 
Ανάμεσα στα δάκρυα και στα αναφιλητά, συντριμμένη από τον πόνο, αποκοιμήθηκε. Είδε τότε ένα θαυμαστό όνειρο, που παρηγόρησε τη μητρική καρδιά της. Άνοιξε μπροστά στα μάτια της ο Ουρανός και μέσα από φως υπέρλαμπρο παρουσιάστηκε ο μάρτυς του Χριστού, στεφανωμένος με ολόχρυσο στεφάνι. Η δόξα του δεν περιγράφεται. Κρατούσε από το χέρι, σαν φίλος τον φίλο του, τον γιο της χήρας, που φόραγε και αυτός ολάνθιστο στεφάνι στο όμορφο κεφάλι του. 
-Μη με κατηγορείς για αγνωμοσύνη, Κλεοπάτρα της είπε ο μάρτυς με γλυκύτητα. 
Θυμάσαι πόσες φορές γονατιστή μπροστά στα λείψανα μου, γύρευες χάριτες για το παιδί σου; 
Τι πιο μεγάλο χάρισμα μπορούσα να σου ανταποδώσω από τούτη τη δόξα που βλέπεις; 
Αν, ύστερα από αυτό εξακολουθείς να τον γυρεύεις κοντά σου, είναι ελεύθερος να έλθει. 
Και γυρίζοντας στον νέο, του έδειξε την πονεμένη μητέρα. 
-Φίλε μου, μπορείς να πας μαζί της. 
Εκείνος όμως έπεσε στην αγκαλιά του μάρτυρος, σαν να μην ήθελε ποτέ να τον αποχωριστεί, και στρέφοντας στη μητέρα του ελαφρά το κεφάλι, της είπε: 
-Επιμένεις λοιπόν να μου στερήσεις αυτή την ευτυχία; 
Θέλεις ποτέ να με ξαναφέρεις από τα αιώνια στα πρόσκαιρα και από τη χαρά στη λύπη; 
Πάψε, μητέρα, να πενθείς και ετοιμάσου να μας συναντήσεις. 
 

Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πληγωμένη καρδιά της χήρας, ύστερα από την οπτασία. Αφού έθαψε το παιδί της στην καινούρια εκκλησία, μοίρασε στους φτωχούς, όλη την περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρούχα και έμεινε εκεί κοντά στον τάφο του μάρτυρος και του παιδιού της. Επτά ολόκληρα χρόνια περιποιήθηκε το ναό και πέθανε με φήμη αγίας.
 
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι,
Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σελ. 18-21).
Εμείς από εδώ
Η πρώτη εικόνα που πλαισιώνει το κείμενο
είναι του Γιώργου Κόρδη

Βάϊα Γεωργαννάκη – Η απλή χωρική.



Η Βάϊα Γεωργαννάκη γεννήθηκε στο χωριό Ριζοβούνι της Λάκκας Σουλίου του νομού Πρεβέζης, το 1927. Ήταν δίδυμη με μία άλλη αδελφή της, η οποία όμως δεν έζησε.
Η μητέρα της Φωτεινή έφυγε και αυτή πολύ νωρίς για τους ουρανούς, πέφτοντας από μια ελιά όταν το βρέφος της ήταν σαράντα ημερών. Ο πατέρας της ξανανυμφεύθηκε και απέκτησε άλλα τρία παιδιά.
Η Βάγια σεβόταν πολύ την μητρυά της. Ώς μεγαλύτερη που ήταν, φρόντιζε για όλα. Ήταν μικρομάννα και έτρεχε παντού στα γίδια, ξυπόλυτη επάνω στο βουνό, στα χωράφια να σκαλίση, στο δάσος να κόψη και να κουβαλήση ξύλα, κ.λπ. Ήταν πολύ γερό κορίτσι και τόσο φιλότιμη και εργατική, που έτρεχε σε όλες τις δουλειές πρώτη.
Παντρεύτηκε μικρή και το 1947 γεννήθηκε το πρώτο της παιδί. Συνολικά απέκτησε έξι παιδιά. Ήταν χαρούμενος άνθρωπος και ζωντανή γυναίκα, ώστε όλοι στο χωριό την θαύμαζαν.
Ένα από τα παιδιά της αρρώστησε βαρειά. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να του προσφέρουν καμμιά βοήθεια. Ως μάννα πονούσε πολύ για το παιδί της και ήταν έτοιμη και την ζωή της να θυσιάση. Έπαιρνε το παιδί στην πλάτη και ανέβαινε στα βουνά και πήγαινε ώρες ποδαρόδρομο σε Μοναστήρια και Εκκλησίες της περιοχής, για να το γιατρέψη.
Ζώντας έτσι καθημερινά μέσα σ’ αυτόν τον πόνο, βλέπει στον ύπνο της μια γυναίκα η οποία της είπε: «Να πάρης το παιδί σου και καθαρά ρούχα και να έρθης στο σπίτι μου. Εκεί θα κατέβεις πολλά σκαλοπάτια στο άγιασμα, θα πλύνεις το παιδί, θα το αλλάξεις, θα πάρεις παπά να λειτουργήση και το παιδί θα γίνει καλά».
Την άλλη ημέρα είπε το όνειρο της στον σύζυγό της, ο οποίος την αποπήρε και την μάλωσε να μην πιστεύη σε όνειρα και φαντασίες. Η Βάγια όμως δεν ησύχαζε. Ρώτησε και τελικά έμαθε ότι υπάρχει μία τέτοια Εκκλησία στο απέναντι χωριό στους Κομτσιάδες-Αμπελιά. Πράγματι σώζεται ο μικρός ναός της Αγίας Παρασκευής, μνημείο του δεκάτου αιώνος. Πίσω από το ναό υπάρχει μία μεγάλη σπηλιά από όπου μία σκάλα με πολλά σκαλοπάτια οδηγεί στο αγίασμα της αγίας Παρασκευής που τρέχει σαν ποτάμι. Μόλις το έμαθε παίρνει το παιδί της και ανεβαίνει στο βουναλάκι της αγίας Παρασκευής.
Εκεί βρήκε την σπηλιά, τα σκαλοπάτια και τον τόπο, όπως τον είχε δει στο όνειρο της. Έλουσε το παιδί, λειτούργησε το Εκκλησάκι και το παιδί έγινε αμέσως καλά.
Η σιδερένια της υγεία όμως πολύ γρήγορα έμελλε να γίνη θρύψαλα. Κάποτε η Βάγια πήγε στην βρύση να πλύνη και λιποθύμησε. Έκτοτε λιποθυμούσε συχνά και η ζωή της έγινε μαρτύριο. Λιποθυμούσε στο σπίτι, στην Εκκλησία, στο χωράφι, στο δρόμο. Έχανε τελείως τις αισθήσεις της, έπεφτε κάτω και μετά από λίγη ώρα συνερχόταν.
Τα μικρά της παιδιά ζούσαν και αυτά το μαρτύριο τους. Έβλεπαν την μάννα τους να υποφέρη και αυτά από πάνω της έκλαιγαν νομίζοντας ότι πέθανε. Πάντοτε όμως καταλάβαινε όταν θα λιποθυμούσε, γι’ αυτό τα προειδοποιούσε, τα καθησύχαζε και τους έλεγε: «Θα αρρωστήσω, να μην φοβηθήτε, να με αφήσετε και εγώ θα συνέλθω μόνη μου».

Τί ήταν αυτό που πάθαινε; Η θεία της που την έζησε από μικρό κοριτσάκι, το αποδίδει στην πείνα. Ζούσε με τόση φτώχεια και πείνα που για τα σημερινά δεδομένα είναι απίστευτο. Η οικογένεια της ήταν η πιο φτωχή στο χωριό και την ίδια την αποκαλούσαν «φτωχοβάγια».
Αλλά στο μαρτύριο αυτό προστέθηκε και ένα άλλο ψυχικό μαρτύριο από τους ανθρώπους, πιο οδυνηρό. Στο χωριό μερικοί χαιρέκακοι άνθρωποι «προσέθηκαν επί το άλγος των τραυμάτων»1 της, επιδίωξαν δηλαδή να την βγάλουν τρελλή για να την κλείσουν σε τρελλοκομείο στην Κέρκυρα.
Άλλοι στο χωριό την απέφευγαν σαν να ήταν ιασμένη και κορόιδευαν τα παιδιά της. Μόνον αυτός που τα έζησε μπορεί να καταλάβη τι σημαίνουν αυτά για μία τρυφερή παιδική ψυχή και πόσο αβάστακτος ήταν ο πόνος για μία μητρική καρδιά, η οποία υπέφερε περισσότερο για τα παιδιά της παρά για τον εαυτό της.
Αλλά η Βάγια ήταν άνθρωπος του Θεού και άντεξε. Σήκωσε αυτόν τον σταυρό που της έδωσε ο Κύριος με πολλή πίστη, υπομονή και ταπείνωση. Ποτέ δεν γόγγυξε, δεν τα έβαλε με τον Θεό. Ταπεινή έσκυβε το κεφαλάκι της στο θέλημα του Θεού.
Σαν άνθρωπος ώρες-ώρες λύγιζε, έκλαιγε, παραπονιόταν και πικραινόταν, ιδιαιτέρως όταν κάποιοι με την στάση τους την εξουθένωναν και επιχειρούσαν να της κάνουν κακό. Αλλά ο καλός Θεός που είναι ο Θεός των καταφρονεμένων, των αδικουμένων και των πονεμένων, ποτέ δεν την άφησε μόνη της. Την προστάτευε πάντα, της έδινε δύναμη και κουράγιο για νέες δοκιμασίες.
Το βράδυ άναβε το καντηλάκι μπροστά στο εικονοστάσι. Αφού πρώτα έβαζε το μικρό γυιό της να κάνη το σταυρό του, του ετοίμαζε να κοιμηθή, με μητρική δε τρυφερότητα τον καληνύχτιζε και τον φιλούσε. Πήγαινε ύστερα μπροστά στις εικόνες και έκανε την προσευχή της.
«Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, Αφέντη μου. Δοξασμένο το όνομα Σου. Παναγία μου, φύλαξε τα παιδιά μου και όλον τον κόσμο». Στο τέλος έβγαζε κι έναν αναστεναγμό «ώϊ, μαννούλα μου». Ύστερα άρχιζε να κάνη μετάνοιες στρωτές μέχρι κάτω με σταυρούς. Κατόπιν έσκυβε κάτω το κεφάλι της σιγοψιθυρίζοντας τις υπόλοιπες αλάλητες προσευχές της.
Στην Εκκλησία πήγαινε πάντα όλες τις Κυριακές και τις Εορτές, και κρατούσε όλες τις αργίες σχολαστικά.
Όταν ο παπάς διάβαζε το Ευαγγέλιο μπροστά στην Ωραία Πύλη, πήγαινε, γονάτιζε κάτω από το Ευαγγέλιο και έβαζε το πετραχήλι πάνω στο κεφάλι της. Όταν τελείωνε η ανάγνωση του Ευαγγελίου, φιλούσε το πετραχήλι, το Ευαγγέλιο και το χέρι του παπά με πολλή ευλάβεια.
Επειδή λιποθυμούσε και μέσα στην Εκκλησία, της έλεγαν μερικές γυναίκες να σταματήση να εκκλησιάζεται επειδή την έπιαναν, όπως έλεγαν, τα κεριά, το λιβάνι και δεν είχε καθαρό αέρα, αλλά αυτή τους απαντούσε:
«Εμένα και να με σκοτώσετε, δεν μπορεί κανένας να με βγάλη μέσα από το σπίτι του Θεού, θα πηγαίνω και ας πεθάνω».
Αλλά οι δοκιμασίες του Ιώβ δεν έχουν τελειωμό για την Βάγια. «Ον αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται»1.

Μία ημέρα, στο σχολείο, ένα από τα παιδιά της έπαιζε με μια μπάλα λερωμένη και μολύνθηκε. Όταν ήρθε στο σπίτι δεν το είπε στην μάννα του για να το λούση, αλλά ξάπλωσε το βράδυ κάτω στρωματσάδα μαζί με τα άλλα παιδιά και το πρωί ξύπνησαν τα παιδιά της όλα με σπυριά στο κεφάλι. Από την στενοχώρια της μόλις τα είδε, έπαθε ισχυρό νευρικό κλονισμό. Στενοχωρήθηκε τόσο πολύ που δεν άντεξε, ξαναρρώστησε και γι’ αυτό την έστειλαν στο Νοσοκομείο. Τα παιδιά της τέλος τα έστειλαν στην Αθήνα στο Νοσοκομείο Συγγρού όπου και θεραπεύτηκαν, αλλά όταν γύρισαν στο χωριό με τα λίγα μαλλάκια τους όλοι τα απέφευγαν ακόμη και οι συγγενείς για να μην κολλήσουν. Κανένας δεν άνοιξε το σπίτι τους να πάρη τα παιδιά παρά μόνο μία ξαδέλφη της (του Θωμά Χρηστια η μάννα) τα πήρε και τα φρόντισε με αγάπη ώσπου να έρθη η μάννα τους.
Νέα όμως φουρτούνα ξεσπάει επάνω της. Είχε γεννηθή και το τέταρτο παιδί της, η Ελενίτσα. Θα ήταν μέχρι δύο χρόνων. Η μάννα έλειπε και πάλι άρρωστη στο Νοσοκομείο. Η Φωτεινή, η μεγάλη αδελφή που θα ήταν και αυτή 5-6 χρόνων, εκτελούσε χρέη μάννας, νοικοκυράς και φρόντιζε και την μικρή. Εκεί που το είχε στην κούνια και το κουνούσε, αυτό έκλαιγε συνέχεια. Το τάισε αλλά αυτό πάλι έκλαιγε. Τέλος σταμάτησε το κλάμα και νόμισε ότι το μωρό αποκοιμήθηκε. Αργότερα ήρθε η νουνά της Ελενίτσας για να δη τι κάνει• το κοιτάζει, το πιάνει αλλά το μικρό είχε πεθάνει. Σαν αγγελουδάκι έφυγε για τους ουρανούς.
Αφού την θάψανε, αργότερα πήγε ο σύζυγος της να παραλάβη την Βάγια από την Ηγουμενίτσα. Με τα πόδια πήγε και με τα πόδια γύρισαν στο χωριό, βουνό-βουνό ημέρες ποδαρόδρομο. Στο Νοσοκομείο την είχαν περιποιηθή. Έφαγε λίγο καλό φαγάκι και πήρε επάνω της, όταν δε γύρισε στο χωριό ήταν πολύ όμορφη, όπως τους φάνηκε. Αυτή όμως με αγωνία και ανησυχία ζητούσε να δη το παιδί της. Ο πατέρας την ξεγελούσε προσπαθώντας να μην της πη το δυσάρεστο και θλιβερό αλλά της έλεγε ότι είναι στους παππούδες στην Φιλιππιάδα. Έτρεξε εκεί όπου έμαθε την αλήθεια ότι πέθανε η Κλενίτσα, και είπε: «Α! καλά το είχα δει εγώ στον ύπνο ότι πέθανε το παιδί μου και σεις με ξεγελάσατε!»
Την έκλαιγε απαρηγόρητα. Και όταν της έλεγαν φτάνει πια, πέρασαν τόσα χρόνια, απαντούσε: «Η μάννα ποτέ δεν ξεχνάει το παιδί της, όσα χρόνια και αν περάσουν».
Παρά τις τόσες μεγάλες φουρτούνες που είχε περάσει στην ζωή της, δεν ήθελε να δείχνη τον πόνο της και έκρυβε μέσα της τον μεγάλο σταυρό που σήκωνε. Δεν ήθελε να την λυπούνται και να την παρηγορούν γι’ αυτό και συμμετείχε σ’ όλες τις χαρές και τις λύπες του χωριού.
Στους γάμους πήγαινε πάντοτε πρώτη με το δώρο της. Όταν της έλεγαν, «βρε Γιώργαινα, τί το θέλεις εσύ το δώρο, φτωχειά γυναίκα, εσένα κανένας δεν σε παρεξηγεί», τότε αυτή έλεγε: «Όχι, η φτώχεια, φτώχεια, και ο γάμος, γάμος. Είναι υποχρέωση, εγώ ας μην έχω να φάω, το δώρο μου θα το πάω και θα τους ευχηθώ».
Και όχι μόνο πήγαινε αλλά και έσερνε πρώτη τον χορό και τραγουδούσε. Χόρευε πολύ ωραία, τους παραδοσιακούς χορούς του χωριού και όλοι δεν πίστευαν στα μάτια τους, πως μία γυναίκα με τόσα βάσανα εύρισκε το κουράγιο και νικούσε τον εαυτό της.
Επίσης της άρεσαν πολύ οι γιορτές που γίνονταν στο Σχολείο. Πήγαινε με λαχτάρα να ακούση τα παιδιά που έλεγαν τα ποιήματα στις Εθνικές Εορτές, που έπαιζαν τα δράματα και τραγουδούσαν.
Όλη της όμως η ψυχή και η καρδιά ήταν δοσμένη στην Εκκλησία, στις γιορτές και στα πανηγύρια που γίνονταν στα διάφορα εξωκκλήσια του χωριού: Στην Παναγία στο Καστρί, στην αγία Μαρίνα, στην αγία Παρασκευή, στην άγια Σοφία, στον προφήτη Ηλία, στην Παναγιά του Λαπόβου, στον άγιο Δημήτριο στην Φιλιππιάδα κ.α.
Εκεί όμως όπου έλαμπε από χαρά ήταν τα Χριστούγεννα, στην γιορτή του γυιού της, και την Μ. Εβδομάδα, όταν άρχιζε τις ετοιμασίες για την Λαμπρή, το Πάσχα.
Κάποιο έτος έστειλε τον μικρό της γυιό να κόψη κόκκινα τριαντάφυλλα από τις τριανταφυλλιές για να τα πάνε στον Επιτάφιο την Μεγάλη Παρασκευή. Πηγαίνοντας για την Εκκλησία ο μικρός από αφέλεια τα μύρισε. Τότε αμέσως του δίνει μία-δυό στα χέρια και του λέγει: «Μην τα μυρίζης, παιδί μου, δεν κάνει. Θα τα πάμε στον Χριστό τα τριαντάφυλλα και πρέπει να είναι αμύριστα, καθαρά και αγνά. Γρήγορα, πέταξε τα και τρέξε να κόψης άλλα».
Και στον Επιτάφιο αν δεν περνούσαν τρεις φορές σταυρωτά κάτω από το τραπέζι μπουσουλώντας τα παιδιά της για να πάρουν ευλογία, δεν τα άφηνε να βγουν έξω από την Εκκλησία.
Ήταν στοργική και πολύ τρυφερή μάννα γιατί είχε πονέσει πολύ για τα παιδιά της. Γι’ αυτά με χαρά εστερείτο τα πάντα, μόνο ήθελε να τα έχει κοντά της.
Η αυτοθυσία της ήταν μεγάλη. Όταν την πήγαιναν στο Νοσοκομείο, καθόταν λίγο καιρό, μόλις δε δυνάμωνε λίγο και ένιωθε τον εαυτό της καλύτερα, δεν μπορούσε κανένας να την κρατήση μέσα, ούτε γιατροί, ούτε νοσοκόμες. «Θα φύγω», έλεγε, «θα πάω στα παιδιά μου, μ’ έχουν ανάγκη». Έφευγε και ερχόταν από την Φιλιππιάδα με τα πόδια. Νύχτα έφτανε, χτύπαγε να της ανοίξουν και τη νόμιζαν φάντασμα.
Εκεί όμως που ξεπέρασε τελείως τον εαυτό της ήταν η μέριμνα της για τα κορίτσια της. Προαισθανόταν τον θάνατο της και ζούσε μέρα-νύχτα σχεδόν με την μνήμη του θανάτου. Ήθελε προτού πεθάνη να έχη τακτοποιήσει τα προικιά των κοριτσιών.
«Όταν κλείσω τα μάτια μου», έλεγε, «θέλω τα παιδιά της Βάγιας να τα έχουν όλα, να μη τους λείπη τίποτα». Είχε πολύ φιλότιμο και μεγάλη λεπτότητα με ευαισθησία στις υποχρεώσεις της. Έτσι μ’ αυτήν την αγωνία και την μέριμνα, είχε καταδικάσει τον εαυτό της σχεδόν σε ασιτία, για να μπορέση να κάνη λίγες οικονομίες για τα παιδιά της. Της είχαν βγάλει μία συνταξούλα ως άρρωστη που ήταν. Μόλις έπαιρνε την συνταξούλα της πήγαινε κατ’ ευθείαν και αγόραζε νήματα. Καθόταν ύστερα ώρες και χτυπούσε στον αργαλειό για να υφάνη τα προικιά των κοριτσιών της που και χορτάτος να είναι κανείς δεν αντέχει και πολύ.
Τα χέρια της δούλευαν πάντα ασταμάτητα. Στον δρόμο που πήγαινε για το χωράφι, κρατούσε τις γίδες και συγχρόνως έπλεκε και καμμιά φανέλλα, ή έγνεθε με την ρόκα της.
Αν και ήταν πολύ φτωχειά, είχε πολύ καλή καρδιά και αγαπούσε να δίνη ελεημοσύνες όσο μπορούσε. Πάντα από’ αυτά που είχε πρώτα ξεχώριζε ένα μερίδιο και το έστελνε σε διάφορες οικογένειες, και ας είχε αυτή μεγαλύτερη ανάγκη από’ αυτές. Είχαν ένα μικρό χωραφάκι κάτω από το Καστρί, το Μοναστήρι, όπου φύτευαν όλα τα καλοκαιρινά. Πήγαινε να τα ποτίση μία ώρα δρόμο με το άλογο. Μάζευε τα κηπευτικά και μέχρι να τα πάη στο σπίτι της τα περισσότερα τα μοίραζε ελεημοσύνη. Ήταν αγράμματη, όμως δίδασκε πράττουσα και προσπαθούσε να μεταδώση στα παιδιά της το πνεύμα της ελεημοσύνης. Μία φορά κρεμάστηκε μία γίδα τους εκεί που βοσκούσε στα βράχια, αλλά πρόλαβε ο γείτονας και την έσφαξε. Τότε παίρνει σχεδόν την μισή γίδα, την βάζει σ’ ένα σακκί και την πηγαίνει σε μία ξαδέλφη του συζύγου της. Η γυναίκα αυτή πολύ συχνά την πρόσβαλλε και την πίκραινε με την στάση της, διότι ήθελε να ανακατεύεται στα οικογενειακά της. Εκείνη τότε συγκινήθηκε και άλλαξε συμπεριφορά.
Εκεί όμως που ήταν υπέροχη, ήταν η επικοινωνία με τους άλλους. Όλους στο χωριό τους αγαπούσε και συνήθιζε πρώτη αυτή, σαν να ήταν μικρότερη, να χαιρετά.
Ήταν ντυμένη πάντα στα μαύρα από τα τριάντα της χρόνια. Είχε επάνω της μία πηγαία γλυκειά ευγένεια, με σεβασμό προς τους άλλους και ευλάβεια στα θεία.
Τελευταία υπέφερε από λευχαιμία. Συχνά έκανε εμετούς. Ό,τι έτρωγε το έβγαζε και η κοιλιά της πρηζόταν. Αυτό φαίνεται πως το είχε χρόνια που την βασάνιζε και επηρέαζε και την όλη υγεία της. Γι’ αυτό είχε μεγάλη αδυναμία στον οργανισμό της. Την έστειλαν πρώτα στο Νοσοκομείο της Αγίας Όλγας στην Ν. Ιωνία. Ύστερα νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο του Αγίου Σάββα, στην Αθήνα. Οι γιατροί της είχαν πει να πηγαίνη κάθε έξι μήνες για εξετάσεις, να τρώη καλά, να ξεκουράζεται και να μην στενοχωριέται. Μόλις όμως γύριζε στο σπίτι, ριχνόταν στις δουλειές του σπιτιού, στα ζώα, στα χωράφια, στην σπορά, στο θέρος, στο νοικοκυριό. Η αρρώστια όμως μέσα της δούλευε σιγά-σιγά και την εξασθένιζε όλο και περισσότερο.
Εκτός από τις πολλές αρρώστιες και τα βάσανα της η Βάγια είχε και πόλεμο από τον διάβολο. Μια ημέρα κατά το μεσημέρι είδε οφθαλμοφανώς τον διάβολο που πήγε να την γκρεμίση κάτω από το άλογο, αλλά η Παναγία την οποία επικαλέστηκε την προστάτευσε. Εκεί κοντά ήταν ένα εξωκκλήσι της Παναγίας της Ελεούσας. Γι’ αυτό και σ’ όλη την ζωή της, όταν περνούσε από εκείνο το σημείο, ξεπέζευε από το άλογο, πήγαινε από ευγνωμοσύνη να ανάψη τα καντήλια και να ευχαριστήση την Παναγία.
Για τελευταία φορά πήγε στην Παναγία στο Καστρί, τον Δεκαπενταύγουστο. Μετά τον Εσπερινό έπιασε από το χέρι τον γυιό της και ρωτούσε:
«Δεν μου λες, παιδί μ’, όλα αυτά εδώ που δείχνουν ψηλά στους τοίχους τα κάναν στους Άγιους; Τόσα μαρτύρια και βασανιστήρια!». Κοίταζε τα παραστατικά μαρτύρια των Αγίων, κάνοντας τον σταυρό της και έλεγε ως συνήθως. «Μέγας Κύριε, Μέγας Κύριε, ήμαρτον, Χριστέ μου». Ποιος ξέρει τι αισθανόταν η ψυχή της! Τους συμπονούσε γιατί και η δική της η ζωή ήταν ένα συνεχές μαρτύριο.
Ύστερα από μισό χρόνο έμπαινε και η ίδια στο τελευταίο στάδιο του μαρτυρίου της. Οι εμετοί συνέχεια αυξάνονταν και αυτή είχε γίνει αδύνατη σαν φτερό, ώσπου μία ημέρα του Μαρτίου φώναξαν τον ταξιτζή του χωριού, ένα πονόψυχο άνθρωπο, τον Τάκη Μηλιώνη, για να την πάη στην Αθήνα στο Νοσοκομείο.
Κοίταζε γύρω-γύρω σα να τα έβλεπε για τελευταία φορά και έλεγε: «Θα γυρίσω πίσω ζωντανή;». Μάλλον έδινε κουράγιο μόνη της στον εαυτό της, διότι το ήξερε πολύ καλά ότι θα αναχωρούσε για τον ουρανό. Γι’ αυτό και πολύ καιρό πριν είχε περάσει και είχε χαιρετήσει το σόι της.
Στην Αθήνα που την πήγε ο ταξιτζής, μόνη της και ασυνόδευτη συνάντησε και πάλι την απονιά, όμως τώρα για τελευταία φορά. Κανένα σπίτι συγγενικό δεν άνοιξε να την δεχτή για λίγο, να ζεσταθή η ψυχούλα της πολύπαθης Βάγιας. Ο ταξιτζής την πήγε από καλωσύνη, με δική του πρωτοβουλία, στο Λαϊκό Νοσοκομείο στο Γουδί, άγνωστη σε άγνωστους και την έβαλαν σ’ ένα διάδρομο σε ράντζο.
Τότε ειδοποιήθηκε ο γυιός της και πήγε στο Νοσοκομείο να την δη. Ο γιατρός του είπε ότι πρέπει να κάνη εγχείρηση και του ζήτησε 50.000 δρχ. Το ποσό ήταν πολύ μεγάλο και δεν είχαν να δώσουν τόσα χρήματα, γι’ αυτό η εγχείρηση δεν έγινε. Έζησε μία εβδομάδα μόνο και εκοιμήθη. Εκεί άφησε το χιλιοβασανισμένο κορμάκι της, ενώ η ψυχούλα της φτερούγισε και πέταξε ανάλαφρη στους ουρανούς, στολισμένη με το στεφάνι της πίστεως, της ταπεινώσεως και της υπομονής. Σταμάτησε πια γι’ αυτήν ο πόνος, η θλίψη και ο στεναγμός, που ήταν οι πιο αγαπημένοι σύντροφοι της σ’ όλη της την ζωή. Εκοιμήθη στις 10 Μαρτίου του 1974, σε ηλικία 47 ετών.
Η κηδεία έγινε στο χωριό. Όλες οι καρδιές συμπόνεσαν την πιο φτωχή, την πιο πονεμένη, την πιο βασανισμένη και την πιο αγαπημένη γυναίκα του χωριού. Κανένας δεν είχε ούτε το παραμικρό παράπονο εναντίον της.
Ο παπάς του χωριού, που ποτέ δεν μιλούσε σε κηδείες, μίλησε στην κηδεία της Βάγιας και είπε πολλά επαινετικά γι’ αυτήν.
Η παρουσία της έχει μείνει αξέχαστη. Για πολλά χρόνια οι γυναίκες ,του χωριού, όταν συναντούσαν τα παιδιά της, ρωτούσαν: «Α, παιδάκι μου, συ είσαι το παιδί της Βάγιας;», και έκλαιγαν.
Η Βάγια όσο ζούσε μερικές φορές μιλούσε λίγο παράξενα, προέλεγε κάποια πράγματα, τα οποία ύστερα από χρόνια γίνονταν πραγματικότητα και τότε θυμούνταν τα λόγια της.
Αρκετό καιρό πριν από τον θάνατο της είχε κάτι προαισθανθή και γι’ αυτό είχε περάσει από το σόι της να τους χαιρετήση. «Φεύγω, εγώ θα φύγω, θα πάω να ανταμώσω την γιαγιά μας, τι θέλετε να της πω;».
Μία εβδομάδα πριν πάη για το Νοσοκομείο στην Αθήνα, πήγε στην αδελφή της την Αθηνά εκεί που μάζευαν τις ελιές στο χωράφι, και της λέει η Αθηνά: «Γιατί έκανες τόσο κόπο και ήρθες εδώ κάτω στο χωράφι;», και της απαντάει: «»Ε, πως να μην έρθω να χαιρετήσω την αδερφή μου; Αθηνά, για μένα πάει, τελείωσε το πανηγύρι, σε μια βδομάδα θα πεθάνω».
Όταν ένα από τα παιδιά της ήταν μικρό, είχε περάσει από το χωριό ένας Δεσπότης. Στο σπίτι εκεί που έτρωγαν και το παιδάκι πιο πέρα έπαιζε, σηκώνεται και λέγει σε ένα συγγενή της: «Αχ, βρε Σταύρε, να μου έδινε και εμένα ο Θεός ένα από τα παιδιά μου να γίνη άνθρωπος δικός του, αφιερωμένος στην Εκκλησία».
Η επιθυμία της και η ευχή της έγιναν πραγματικότητα. Ύστερα από χρόνια, το παιδί της αυτό επέλεξε την μοναχική ζωή.
Σε κάποιο συγγενή της μία φορά είχε πει: «Όταν βγης στην σύνταξη, θα χωρίσεις», και πράγματι χώρισε και έλεγε με θαυμασμό ότι είχε χάρισμα η Βάγια.
Σ’ ένα από τα παιδιά της που την είχε πικράνει πολύ, επειδή και πολύ το αγαπούσε, επάνω στον πόνο της του είχε πει: «Δεν θέλω να βγάλης το όνομα μου και ούτε το όνομα Βάγια να ακούσης».
Πράγματι αυτός στην κόρη του δεν έδωσε το όνομα της μάννας του αλλά και όταν ήταν καλεσμένη στα βαφτίσια της κόρης του αδελφού του ξαφνικά μέσα στην Εκκλησία, όταν άρχισε το μυστήριο, ο γυιός του κάτι έπαθε σαν πυρετό, σαν ρίγος, τον ‘βγαλαν έξω και τον πήγαν στο γιατρό. Όταν γύρισε, το μυστήριο είχε τελειώσει και δεν είχε ακούσει το όνομα Βάγια που έδωσαν στο κοριτσάκι. Και τότε θυμήθηκε την πρόρρηση της μάννας του.
Ο Θεός να αναπαύση την ψυχή της πολύπαθης Βάγιας στην Βασιλεία του, χαρίζοντάς της, αντί των προσκαίρων θλίψεων που υπέμεινε, την αιώνιον ζωήν. Αμήν.

Σημειώσεις :
1.Ψαλμ. ξη’,27.
1. Παροιμ. γ, 12.

Υπό ι. X. Αγιορείτου.

Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 10-η διήγηση.
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής, 2008.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

«Πέτρο κοίταξε πόσοι άγιοι είναι κοντά σου!»




Πριν 3 ημέρες χαιρετίσαμε από τον μάταιο τούτο κόσμο τον οχτάχρονο Πέτρο στον παλαιό Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέου Κανάγκας. Λίγες μέρες νωρίτερα η μαμά του τον έφερε σε κωματώδη κατάσταση στην Ιεραποστολή προκειμένου να ζητήσει βοήθεια από την Εκκλησία. Οι αδελφές αμέσως έδωσαν τα χρήματα για να νοσηλευτεί. Βλέποντας η μητέρα του να σβήνει το παιδάκι της το πήρε και το έφερε στην Ιεραποστολή. Μόλις μπήκε από την πόρτα της Ιεραποστολής το παιδάκι πέταξε στον ουρανό. Η μητέρα του με το κλάμα και με τα συγκινητικά λόγια της μας έσφιγγε την καρδιά. Όπως ήταν το τοποθέτησαμε σε έναν πάγκο. Δίπλα του με ένα κεράκι αναμμένο η πονεμένη μάνα του. Δύο ιερείς έψαλαν την ακολουθία. Εγώ αφού ευλόγησα το παιδί κάθισα σε ένα στασίδι για λίγη προσευχή. Όχι για το παιδί..... ήταν άγγελος!!!! Αλλά για την πονεμένη μάνα. Ακόμη σκεφτόμουν με πόσες τιμές εμείς οι Ευρωπαίοι κηδεύουμε τους ανθρώπους μας και πόσο απέριττα οι αφρικανοί αδελφοί μας. Εκείνη η μάνα  κάποια στιγμή έδειχνε στο παιδί της τους Αγίους που ήταν στο τέμπλο και του έλεγε «Πέτρο κοίταξε πόσοι άγιοι είναι κοντά σου!!!»… Στο τέλος οι αδελφές αγόρασαν ένα μικρό φέρετρο για τον ενταφιασμό του!!!! Ο μικρός Πέτρος θα πήγαινε τώρα στην τετάρτη τάξη αλλά ο Κύριος τον ήθελε κοντά του!!!

Το παραπάνω συγκινητικό και διδακτικό περιστατικό μας το αφηγείται ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κανάγκας κ. Θεοδόσιος, ο οποίος και ήταν παρών και μέτοχος των όσων συνέβησαν πριν λίγες ημέρες στην Ιεραποστολή στη Κανάγκα! 

Μας συγκλονίζει και μας διδάσκει η πίστη αυτής της μητέρας, η οποία παρά τον πόνο και την οδύνη που προκάλεσε ο θάνατος του οχτάχρονου παιδιού της, αυτή γνωρίζει οτι ο γιος της βρίσκεται στη Βασιλεία των Ουρανών συνοδευόμενους από τους Αγίους μας!




Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

Η αγρότισσα μάνα της γενιάς μου μέσα από τα Τετράδιά της


Η αγρότισσα μάνα της γενιάς μου μέσα από τα Τετράδιά της

της Ευαγγελίας Μπίτου, φιλολόγου

Κάθε χρόνο στις 15 Οκτωβρίου σπεύδω να βάλω μια παρουσία βαθιάς ευγνωμοσύνης στη μάνα αγρότισσα,  που υπήρξε και μάνα μου. Μπορεί για την επίσημη πολιτεία να ήταν η χωριάτισσα, μα για μας τα παιδιά της ήταν η αρχόντισσα της καρδιάς μας. Της χρωστάμε πολλά, όπως άλλωστε όλα τα παιδιά στη μάνα τους.

Αυτή τη φορά, κατά καλή συγκυρία, μπορώ να την παρουσιάσω μέσα από γραπτά της. Διάβασα τελευταία το βιβλίο, Τα τετράδια της μάνας, με υπότιτλο, Αναμνήσεις από την παλιά ζωή στον Πλάτανο Τρικάλων, Μεταγραφή – Σχόλια - Γλωσσάριο – επιμέλεια του Θεόδωρου Νημά - του γνωστού για τη μεγάλη του προσφορά στην   πολιτιστική κίνηση  των Τρικάλων,  για το συγγραφικό και εκπαιδευτικό του έργο -  με την παρότρυνση του οποίου η ολιγογράμματη αγρότισσα μάνα του  κατέγραψε τις μνήμες της, καταγράφοντας παράλληλα και την  εποχή της στην ύπαιθρο.

Το διάβασα  και το χάρηκα για την απλότητα,  τη φυσικότητα και την αυθεντικότητά του.  Είναι όντως αληθινό!  Χωρίς πολλές κουβέντες, η Βασιλική Νημά  δίνει  τη ζωή της με αδρές πινελιές, παρουσιάζοντας παράλληλα και τη ζωή στο χωριό. Η ζωή της είναι αντιπροσωπευτική της αγρότισσας μάνας, γι’ αυτό και αντλώ από το βιβλίο της  για τη σημερινή μέρα την αφιερωμένη στην αγρότισσα.

Καταγράφει γεγονότα προσωπικά, των οικείων, αλλά και του χωριού της με τον ίδιο δωρικό τρόπο∙ «Ήρθαν τεχνίτες το φθινόπωρο και φκιάσανε την γέφυρα και την τέλειωσαν το 2005 την άνοιξη. …ήταν και μερικοί που αντιδρούσαν, δήθεν τους έπαιρναν το χωράφι». Παρουσιάζει και τις περιπέτειες της υγείας της, σαν να αφορούν άλλον και θαυμάζεις το κουράγιο,  την υπομονή, την πίστη και τη δύναμη της ψυχής της. «Πάλι αξονική τομογραφία και αλλού πάλι, στην μέση πλάκες και μου βρήκαν πολύ χάλια, άλατα πολλά, ήταν σαν μια χεργιά, και με πονούσε η μέση και τα πόδια και δεν είχα καθόλου ασβέστη στα κόκκαλα και ακόμα δεν έγινα καλά». «Φέτος κάνει πολύ κρύο και με πειράζει πολύ, γιατί στη δεξιά μεργιά έχω κύστη και γι’ αυτό έχω πόνο». « Όλο με παυσίπονα τα περνώ. Δόξα νάχη ο Θεός. Άλλα να μην έχωμε, χειρότερα. Τις δουλειές όλες τις κάνω».

Από δουλειά χόρτασε η  Βασιλική Νημά, η αγρότισσα μάνα της γενιάς μου γενικότερα. Δεν τη φοβήθηκε όμως! Το καθισιό δεν το ήξερε. Ως το τέλος όλο και κάτι θέλει να κάνει, ακόμη και όταν βρίσκεται σε ανάρρωση∙ «Κάθησα 15 μέρες στην Ελένη. Δεν άφηνε καθόλου να κάνω δουλειά», γράφει με διακριτική ευγνωμοσύνη. Η σκληρότητα της δουλειάς δεν την έκανε σκληρή, μα ούτε η θυσιαστική της προσφορά την έκανε απαιτητική. «Το κουράσαμε κι αυτό», έλεγε με τρυφερότητα για την κόρη της που την περιποιήθηκε.

Σκληρή η ζωή τους∙ «ούτε παπούτσια οι γυναίκες, τα κορίτσια, όλες ξυπόλυτες το καλοκαίρι μέσα στον κορνιαχτό. Μόνο ένα ζευγάρι καλά παπούτσια είχαμε να πάμε στην εκκλησία και σε κάνα γάμο. … και στο θέρο φορούσαμε γουρνοτσάρχα… Οι άντρες φορούσαν χειμώνα καλοκαίρι παπούτσια, γιατί είχαν σκληρές δουλειές …». Αυτό όμως δεν τις εμπόδιζε να χαίρονται  τη ζωή.  «Εμείς τα κορίτσια γλιντούσαμε.  …Κάθε Κυργιακή απόγβεμα έπιζε το βγιολί και χορέβαμε» «όταν ήταν καλός ο καιρός από τον χειμώνα μέχρι το Πάσχα» «… κι όχι όπως τώρα ξαπλωμένοι στα κρεβάτια και βλέπουμε χορούδια και διάφορα τραγούδια στην τηλεόραση». Η καθάρια κριτική ματιά της διακρίνει την αλλοτρίωση∙  θεατές του τραγουδιού και της  διασκέδασεως πλέον μέσω της τηλεοράσεως.

Δύσκολα χρόνια.  «Τότε όλοι δύσκολα περνούσαμε. Και οι νοικυραίοι πού χαμε σφαχτά, μόνο πού χαμε γάλα και τυρί και σφάζαμε κανένα πρόβατο ή καμία κατσίκα».  Είχε τις δυνατότητες να σπουδάσει, αλλά εκείνα τα χρόνια ήταν πολυτέλεια οι σπουδές, και για τα κορίτσια αδιανόητες. Αυτό που στερήθηκε όμως φρόντισε να  το χαρεί στα παιδιά της και τα εγγόνια της. Παρακολουθεί και χαίρεται των εγγονών της, Διονυσίας και Βασιλικής,  την πρόοδο, που τη νοιώθει δικαιολογημένα και δική της. Κουράσθηκε βέβαια πολύ για τα παιδιά της. Όταν χρειάσθηκε έφθασε κι ως την Κρήτη για το μάζεμα της ελιάς.

 Όσοι σπουδάσαμε, σπουδάσαμε με πολύ κόπο και πολύ ιδρώτα των αγροτών γονιών μας. Στερήθηκαν εκείνοι, «για να φύγομε εμείς από τη λάσπη», όπως έλεγαν. Πουθενά όμως η Βασιλική Νημά δεν αφήνει να φανεί παράπονο από τη ζωή της. Πάντα με μια αρχοντιά, με μια αξιοπρέπεια, με μια αισιόδοξη ματιά. Εκπλήσσει ευχάριστα με τον τρόπο που αντιμετωπίζει καταστάσεις: «Γιατί να πεισμώσω; Να κάνω δυο κόπους, έναν να πεισμώσω κι έναν να ξεπεισμώσω;» Η λαϊκή σοφία εντυπωσιάζει.

Αγαπούσε τη γη που καλλιεργούσε, και χαίρεται που ο Θόδωρός της, αν και διακρίθηκε στον χώρο των γραμμάτων, ασχολείται και με τη γη∙ «Φέτος 2007 το καλοκαίρι φκιάνει και ο Θόδωρος το περιβόλι. Το φύτεψε, το φκιασε περιοχή με συρματούρα, έφκιασε και δεξαμενή για νάχη νερό να ποτίζη, γεια νάχη να φκιάση όπως ονειρέβεται»

Περιγράφει, φωτογραφίζει γεγονότα, όπως την πλημμύρα του 1965, με παραστατικότητα∙ «Τότε ήρθε το νερό στην αβλή από την κατιβασιά, μας πήρε τιπόζιτα, γαλίκες, καζάνια, ό,τι ήταν στην αβλή και τα βρήκαμε κάτω στις Τσιαγάνες την άλλη μέρα. …Εγώ αν έπεφτε η μάντρα, όταν πέρασα, θα είχα πνιγή. Περιπέτεια». Όλα της τα αισθήματα χώρεσαν στη λέξη περιπέτεια.

Παρακολουθεί όμως και την επικαιρότητα από την τηλεόραση και την  καταγράφει με τη δική της  ευαίσθητη ματιά: «Θα αρχίσω για τις πυρκαγιές, γεγονός μεγάλο. Πρώτα πήρε η Πάρνηθα από τον Ιούνιο – Ιούλιο. Μετά τον Αύγουστο, τότε άρχισε στην Πελοπόννησο και στην Εύβοια, Αρκαδία, Ηλείας Πύργο. 10 φωτιές έσβηναν, 50 άναβαν… Οι πυροσβέστες, χωργιανοί, στρατός ήταν στις μάχες. Αεροπλάνα, λικόπτερα, αλλά άναβε το κακό… Μετά ήρθαν από ξένα κράτη πυροσβέστες… Μεγάλος θρήνος. … ένας μια μέρα έκανε κηδεία επτά άτομα… τι παρηγοριά να κάνη! Μια μάνα ένα παιδί πυροσβέστη είχε και κάηκε επάνω στα καθήκοντά του. Όλοι τα ακούγαμε και κλαίγαμε για το κακό που τους βρήκε… Το νοικοκυριό μπορεί να γίνει, οι άνθρωποι δεν γίνονται… Να μην ξανασυμβή τέτοιο κακό». Εκπλήσσει με την ευαισθησία της και την καθαρή και δυνατή της μνήμη, καθώς καταγράφει προσφορές, πολλούς αριθμούς, προς τους πληγέντες.

 Έντονες οι μνήμες από το ΄40, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Αξίζει ο ιστορικός να ακούσει και τη φωνή των απλών ανθρώπων της υπαίθρου, τη φωνή της ζώσας ιστορίας. Και για την πολιτική κατάσταση ενδιαφέρεται και έχει άποψη. «Κάνας να μην κρατάη έχθρα που ψηφίζει καθένας, όπως νομίζει, που έχει συμφέρον. Δεν μου αρέσει να μαλώνουν». Η δημοκρατική αντίληψη εν τη πράξει.

Όσοι ζήσαμε αυτή τη μάνα της αγροτιάς, της σκληρής δουλειάς, των στερήσεων, μα και της χαράς, διαβάζομε το βιβλίο με συγκίνηση, γιατί ζωντανεύει τα παιδικά και νεανικά μας χρόνια. Στον κόπο της και τη θυσία της χρωστάμε τη μόρφωσή μας. Τους είμαστε ευγνώμονες, γιατί μας δίδαξαν με το παράδειγμά τους ότι  τη ζωή την κερδίζει όποιος δεν την φοβάται και την κοιτάει κατάματα, και να μην τα περιμένομε από τους άλλους έτοιμα.

Το ωραίο είναι πως η Βασιλική Νημά άκουσε τον γιο της, κατέγραψε τη ζωή όπως την έζησε και παρέδωσε μια εποχή, που σχεδόν πέρασε, σε αυτούς που ακολουθούν. Η ίδια έζησε στο μεταίχμιο της εποχής που όλα γίνονταν με το χέρι και της εποχής που η μηχανή εισέβαλε ορμητικά παντού και η ζωή άλλαξε ραγδαία. Γι’ αυτό και τα Τετράδιά της είναι πολύτιμα για τις πληροφορίες τους.

Στην αγρότισσα μάνα βαθιά η ευγνωμοσύνη μας, και στον   Θεόδωρο Νημά από καρδιάς ευχαριστίες για τη δημοσίευση των Τετραδίων της Μάνας, που πλουτίζουν την  πολιτιστική παράδοση της  περιοχής μας και φωτίζουν το πρόσωπο των ανθρώπων της υπαίθρου.

Η Βαγγελιώ από το λοιμωδών νόσων στο Αιγάλεω: Στο σώμα μου απάνω δεν μπορεί να αγγίξει, γιατί είναι γεμάτο προσευχές …



Φαίη

Ομιλεί ο Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος


Πολύ με βοήθησαν όταν ήμουν φοιτητής στην Αθήνα εις την νομικήν μερικοί απλοί, άρρωστοι άνθρωποι με λέπρα. Είχαν θεραπευθεί, αλλά έμειναν τα σημάδια της αρρώστιας πάνω στο πρόσωπό τους και συνδέθηκα μαζί τους, και πήγαινα κάθε βδομάδα και τους έβλεπα.

Είχε εκεί στο λεπροκομείο μίαν αγία ψυχή, την Βαγγελιώ από την Ήπειρο, από την περιοχή των Ιωαννίνων. Ήταν λεπρή, τυφλή και παράλυτη.



Και έλεγε αυτή η γυναίκα που δεν εχάρηκε τίποτα στη ζωή της ανθρωπίνως, αλλά είχε όλες τις χάρες του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά της. Και μας έλεγε ότι τα βράδια δεν θέλει να έχει ύπνο πολύ. Και τι κάνεις Βαγγελιώ; της είπα. Ε, να παιδάκι μου, μου λέει, σηκώνω τα δύο μου κούτσουρα -δεν είχε δάχτυλα της τα έφαγε η αρρώστια, την τάιζαν οι νοσοκόμες-, σηκώνω τα δυο μου κούτσουρα και προσεύχομαι στην Παναγία μας περισσότερο, για μένα και τους συνανθρώπους μας, πιο πολύ για τους συνανθρώπους μας.

Και λέω τους Χαιρετισμούς. Τους έμαθα απ’ έξω και τους λέω. Πόσες φορές τους λες; Πέντε-έξι φορές, μου λέει. Τους λέω μια φορά, μνημονεύω ονόματα ζωντανών. Ξαναλέω τους Χαιρετισμούς, μνημονεύω ονόματα κεκοιμημένων. Ξαναλέω τους Χαιρετισμούς, μνημονεύω ονόματα αρρώστων. Ξαναλέω τους Χαιρετισμούς, μνημονεύω ονόματα ορφανών και παιδιών χωρισμένων οικογενειών.

Ακούτε άνθρωπο. Πως αγιάζει ο άνθρωπος και κάνει την αρρώστια του δύναμη και αγιότητα.

Της λέω, και πως πας με τον πειρασμό; Μου λέει, έρχεται ο πειρασμός και ξέρεις τι κάνει; Τί κάνει; της λέω. Όταν είναι χειμώνας και είμαι σκεπασμένη με τα παπλώματα και τις καλές κουβέρτες εδώ του νοσοκομείου μας -στο λοιμωδών νόσων στο Αιγάλεω- βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου, αφού τα μάτια αυτά δεν βλέπουν τα σωματικά. Βλέπω τον πειρασμό ολόμαυρο να θέλει να έρθει να με φοβίσει. Δεν φοβάμαι γιατί αγαπώ την Παναγία, μου λέει. Αγαπώ τους Αγίους Αναργύρους και δεν φοβάμαι καθόλου.

Και τι κάνει, της λέω, ο πειρασμός; Τραβά τα σκεπάσματα, μου λέει, και τα ρίχνει κάτω στο έδαφος. Στο σώμα μου απάνω δεν μπορεί να αγγίξει, γιατί είναι γεμάτο προσευχές. Και το τελευταίο μου κύτταρο το εγέμισα προσευχή.

Της λέω κι εγώ ο χαζός, ε να φωνάξεις και καμμιά νοσοκόμα να σε σκεπάσει να μην κρυώνεις. Όχι, μου λέει, δεν θέλω να ενοχλώ τα κορίτσια, εγώ είμαι γριά …

Ξέρεις, μου λέει, ποιος έρχεται και με σκεπάζει κάποτε; Ποιος έρχεται; της λέω.

Έρχεται η Παναγία μας, και σκύβει, και πιάνει τα παπλώματα και τις κουβέρτες, και με σκεπάζει σαν καλή Μητέρα …

***

Απομαγνητοφώνηση (22:55 – 26:42) Φαίη/Αβέρωφ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΟΡΦΟΥ

Η Αργυρώ, της Σπιναλόγκα, ένα ευωδιαστό κομμάτι του Παραδείσου

Άκουσα την ιστορία της πριν λίγες μέρες σε μια ομιλία του π. Ευαγγέλου Παπανικολάου. Αξίζει να καταγραφεί και να κοινοποιηθεί. Γιατί οι άνθρωποι σαν την Αργυρώ αγιάζουν τον τόπο, αγιάζουν τον χρόνο, αφήνουν ευωδία Χριστού στο πέρασμά τους, γίνονται για όλους μας φως και άλας και νοστιμιά της ζωής μας και αφορμή και κίνητρο πνευματικού αγώνα. Και φέρνουν σ’ αυτήν την ταλαίπωρη πραγματικότητά μας που βογγάει απ’ τις κακίες και την ιδιοτέλεια των ανθρώπων ένα ευωδιαστό κομμάτι του Παραδείσου!
Γεννήθηκε στην Κρήτη, σ’ ένα χωριό έξω από το Ηράκλειο γύρω στα 1920. Ήταν μια λεβέντισσα, όμορφη, καλοστημένη! Αγαπήθηκαν μ’ έναν νέο, αλλά πριν προλάβουν να παντρευθούν κηρύχθηκε ο πόλεμος. Το παλικάρι έφυγε και πολέμησε στην Αλβανία τους Ιταλούς. Μετά την συνθηκολόγηση κατέβηκε στην Κρήτη για να αγωνιστεί κι εκεί εναντίον των Γερμανών. Κάποια στιγμή βρίσκεται αιχμάλωτος των Γερμανών να οδηγείται προς εκτέλεσιν. Πληροφορείται η Αργυρώ τα καθέκαστα και τρέχει στον τόπο της εκτέλεσης. Δέκα Έλληνες είναι στημένοι στον τοίχο κι απέναντί τους δέκα Γερμανοί με προτεταμμένα τα όπλα τους περιμένουν τη διαταγή για να πυροβολήσουν. Η Αργυρώ αγέρωχη, περήφανη, όμορφη σαν θεά περνάει μπροστά τους και μία μία κατεβάζει τις κάνες των όπλων. Όλοι σαστίζουν. Ο στρατιωτικός υπεύθυνος της εκτέλεσης την φωνάζει μπροστά του. “Τι κάνεις εκεί; Τι θέλεις; “. “Ο αρραβωνιαστικός μου είναι εδώ. Ή θα τον ελευθερώσεις ή χτύπα κι εμένα!”. Ο άνθρωπος υποκλίνεται. Τέτοιο θάρρος, τέτοια αφοσίωση δεν την έχει ξαναδεί. “Πάρ’ τον και φύγε!” της λέει. Μα η Αργυρώ δεν σταματά εδώ. Και τα άλλα παλικάρια είναι Έλληνες, είναι χωριανοί της. Με περίσσιο θάρρος αντιλέγει! “Όχι! Ή όλους ή στήσε με κι εμένα στον τοίχο!” και με τα λόγια αυτά προχωράει προς τους κατάδικους. Ο διοικητής έχει μείνει άφωνος. Οι στρατιώτες τους το ίδιο. Στέλνει μήνυμα στον ίδιο τον Φύρερ, ο οποίος εκφράζει τον θαυμασμό του και την επιθυμία του να γνωρίσει αυτή την ηρωική Ελληνίδα. Και χαρίζεται η ζωή σε όλους…
Η Αργυρώ κι ο αγαπημένος της παντρεύονται. Αποκτούν ένα παιδάκι. Μετά την γέννα εκδηλώνεται η φοβερή λέπρα στην Αργυρώ. Πρέπει να αφήσει τον άντρα της, το νεογέννητο αγγελούδι της, το σπιτικό της, όλο το στήσιμο της ζωής της και να απομονωθεί στην Σπιναλόγκα, το νησί των καταραμένων. Την περιμένει η κοινή μοίρα αυτών των απόκληρων…
Ο πατέρας μένει μ’ ένα λεχούδι στα χέρια. Αναζητάει τροφό για να του το αναστήσει και βρίσκει βοήθεια από μια γυναίκα στα Χανιά, στην άλλη άκρη της Κρήτης. Περνούν λίγοι μήνες. Η Αργυρώ καίγεται απ΄τη στέρηση του σπλάχνου της και παίρνει μια τρελή απόφαση. Νύχτα βουτάει στη θάλασσα και διασχίζει κολυμπώντας την απόσταση μέχρι την απέναντι στεριά. Έχει κάνει εναν μπόγο τα ρούχα της και τά ‘χει δέσει πάνω στο κεφάλι της. Περπατάει εφτά μερόνυχτα, μόνη, κρυπτόμενη για να μην την αντιληφθούν και την πετροβολήσουν, σχεδόν άσιτη και άποτη και κάποια στιγμή φθάνει στα Χανιά και βρίσκει το σπίτι της τροφού -είχε πάρει τις πληροφορίες της από τα μηνύματα που της έστελνε ο άντρας της. Το βρίσκει έρημο. Κάθεται παράμερα στην αυλή και περιμένει. Κάποια στιγμή έρχονται κάποιοι, μια γυναίκα, δυο-τρεις γριές. Από μακριά τους μιλάει, τους συστήνεται. “Μόνο να μου πείτε αν είναι καλά το παιδί μου. Μόνο να το δω από μακριά!!!” τους λέει. “Το παιδί σου πέθανε χθες το βράδυ! Μόλις το κηδέψαμε, ερχόμαστε από τα μνήματα…”. Μαζεύει τα συντρίμμια της, τον πόνο της και παίρνει το δρόμο της επιστροφής…
Περνούν λίγα χρόνια. Εκείνη πάντα στην Σπιναλόγκα. Παίρνει μήνυμα από τον άντρα της πως θέλει να παντρευτεί. Εκείνος είναι νέος και δεν υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας και επιστροφής για την Αργυρώ. “Μ΄όλη μου την καρδιά και την αγάπη μου!!!”, του απαντάει. Και τη μέρα του γάμου κάνει πάλι την ίδια παράτολμη ενέργεια. Βγαίνει κολυμπώντας και παρευρίσκεται στο γάμο, πάλι από μακριά. Κι όταν τελειώνει το μυστήριο πλησιάζει τη νύφη και της φωνάζει “Έχεις καλόν άντρα να τον αγαπάς!” και της αφήνει και το δώρο της, ένα χρηματικό ποσό που το μάζεψε ψίχουλο-ψίχουλο από το επίδομα που της έδιναν. Και σε κάθε παιδί που γεννούσε αυτή η γυναίκα, έβγαινε με τον ίδιο τρόπο στη βάφτισή του κι άφηνε ένα δώρο, ό,τι μπορούσε η φτώχια της να προσφέρει…
Το 1957 το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκα κλείνει. Έχει φθάσει κι εδώ το φάρμακο της λέπρας. Όσοι είχαν την νόσο σε πρώιμα στάδια θεραπεύθηκαν και επέστρεψαν στα σπίτια και στις οικογένειές τους. Οι παλιοί ασθενείς, στους οποίους είχαν προκληθεί ορατές ανεπανόρθωτες βλάβες και οι οποίοι ως επί το πλείστον είχαν ξεχαστεί και από τις οικογένειές τους, αν και θεωρούνταν ασφαλείς πλέον με την θεραπεία στην οποία είχαν και αυτοί υποβληθεί, μεταφέρθηκαν σε ειδική πτέρυγα του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων στην Αγία Βαρβάρα Αττικής.
Εδώ η Αργυρώ θα γίνει μια ταπεινή διάκονος των πιο ηλικιωμένων ασθενών. Θα γνωρίσει τον Άγιο Νικηφόρο και τον Άγιο Ευμένιο και θα βιώσει την άπειρη αγάπη του Θεού. Θα πάρει και θα δώσει αγάπη και προσφορά, θα αγιάσει με τη ύπαρξή της εκείνον τον ταλαίπωρο τόπο. Μαζί με δυο-τρεις άλλες ομοιοπαθείς γυναίκες έπλεναν, καθάριζαν, περιποιούνταν και νεκροστόλιζαν, όταν ερχόταν η ώρα τους, τις λεπρές αδελφές. Αξιοσημείωτο είναι και το τάμα που είχαν από παλιά κάνει: “Κάνε, Θεέ μου, να βρεθεί το φάρμακο για τη λέπρα, όχι για μας, για τους νέους που χάνουν την αξιοπρέπεια και τη ζωή τους και δεν θα φάμε λάδι στον αιώνα!!!”. Κι αφού βρέθηκε το φάρμακο έπρεπε να κρατήσουν την υπόσχεση. Και την κράτησαν. Και δεν έβαλαν λάδι στο στόμα τους. Και το Πάσχα για να κάνουν κατάλυση βουτούσαν το δάχτυλο, το κολοβωμένο απ’ την αρρώστια, στο λάδι της καντήλας και το ακουμπούσαν στα χείλη τους για να τιμήσουν την ημέρα την Ανάστασης χωρίς να πατήσουν τον όρκο τους.
Αυτή ήταν η Αργυρώ. Ποιος ξέρει πόσα άλλα διαμάντια έκρυβε η μαρτυρική ζωή της! Αλλά ο Θεός την εφανέρωσε και το λείψανό της ευωδίαζε! Το λείψανο αυτής που εν ζωή έπρεπε να περικρύπτει την ασχήμια και την κακοσμία του λεπρού της σώματος!!!

 

Συντάκτης άγνωστος

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Βοηθούσε γυναίκες να κάνουν έκτρωση, όταν ...




Η Αμπι Τζόνσον είχε από μικρή ηλικία αποφασίσει τι θα κάνει όταν μεγαλώσει. Και με βάση αυτό κατέστρωσε το πρόγραμμά της: Θα βοηθούσε τις γυναίκες να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στην έκτρωση και γι’ αυτό σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Texas A&M και απέκτησε Master of Arts στη συμβουλευτική από το Πανεπιστήμιο Sam Houston. Όλα προγραμματισμένα.


Ετσι, από νωρίς εντάχτηκε ως εθελόντρια στο πρόγραμμα του Οικογενειακού Προγραμματισμού στη γενέτειρά της το Τέξας, αν και μεγάλωσε σε οικογένεια που ήταν αντίθετη στις αμβλώσεις. Και το 2001 προσλήφθηκε σε κλινική Planned Parenhood στο Bryan του Τέξας, όπου και εξελίχτηκε σε θέση διευθυντή της κλινικής. Ηταν τόσος ο ζήλος και η ευσυνειδησία της στην εκτέλεση των καθηκόντων της που το 2008 ανακηρύχτηκε «υπάλληλος της χρονιάς». Και ο απολογισμός της πλούσιος: Η κλινική διενήργησε περισσότερες από 22.000 εκτρώσεις σ’ αυτή την οκταετία.

Ώσπου μια μέρα, τον Σεπτέμβριο του 2009, όλα ανατράπηκαν. Όπως γράφει η ίδια στην αυτοβιογραφία της, που τιτλοφορείται Unplanned*, τότε όλα «αποπρογραμματίστηκαν»: «δέκα λεπτά συγκλόνισαν τα θεμέλια των αξιών μου και άλλαξαν την πορεία της ζωής μου».


Ηταν όταν ένας γιατρός της ζήτησε να τον βοηθήσει στην εκτέλεση μιας έκτρωσης στη 13η εβδομάδα κύησης με αναρρόφηση. Διηγείται η ίδια: “Ο γιατρός εισήγαγε τον σωλήνα αναρρόφησης, ο οποίος δεν είχε ακόμη ενεργοποιηθεί. Όταν άγγιξε το μωρό, το μωρό πήδηξε, άρχισε να μετακινείται και να κινεί τα χέρια και τα πόδια του, προσπαθώντας να αντισταθεί και να απελευθερωθεί. Η συσκευή ενεργοποιήθηκε […]. Είδα αυτό το παιδί να διαμελίζεται στη μήτρα της μητέρας του […], με τη μικρή, τέλεια σχηματισμένη σπονδυλική στήλη να στροβιλίζεται στη μήτρα της μητέρας του. Τελικά να απορροφάται και η οθόνη έγινε μαύρη […]. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο Οικογενειακός Προγραμματισμός μου είχε πει ψέματα”.

Εμεινε ακόμα εννέα μέρες στην κλινική και τότε αποφάσισε να απευθυνθεί στη Συμμαχία για τη Ζωή, της κίνησης κατά των αμβλώσεων. «-Πώς μπορούμε να σας βοηθήσουμε κυρία; – Είμαι η Αμπι Τζόνσον και θέλω να αλλάξω ζωή….». Παραιτήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2009.


Τέσσερα χρόνια μετά την παραίτηση της Aμπι Τζόνσον από το Planned Parenthood, οι προσπάθειες των ακτιβιστών υπέρ της ζωής οδήγησαν στο κλείσιμο της παλιάς κλινικής της. Και μάλιστα, η Συμμαχία για τη Ζωή μετακόμισε στις εγκαταστάσεις αυτής της κλινικής και τη μετέτρεψε σε κέντρο εγκύων γυναικών. Στην είσοδο, έχει χτιστεί ένα υπέροχο μνημείο αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά που πέθαναν πριν από τη γέννησή τους σε αυτό το μέρος. Τα σκεπάζουν δύο μεγάλοι άγγελοι.

Η ίδια η Αμπι Τζόνσον, οδηγούμενη και από τις σοβαρές επιπτώσεις των αμβλώσεων στην υγεία των γυναικών**, δημιούργησε μια οργάνωση πρώην εργαζομένων στον Οικογενειακό Προγραμματισμό η οποία βοήθησε στην επαγγελματική αποκατάσταση πάνω από 550 εργαζόμενων σε κλινικές αμβλώσεων να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους.

Η βιογραφία της Αμπι Τζόνσον έγινε ταινία με τον ίδιο τίτλο και, εν μέσω κορωνοϊού, την πρώτη εβδομάδα προβολής μπήκε στις δέκα πρώτες δημοφιλέστερες ταινίες. H παραγωγή της στοίχισε 6 εκ. δολάρια και οι μέχρι τώρα εισπράξεις της ξεπέρασαν τα 21 εκ. δολάρια. Η σκηνοθεσία είναι των Κάρυ Σόλομον και Τσακ Κονζέλμαν. Παίζουν οι ηθοποιοί Ασλη Μπράτσερ, Εμμα Ελ Ρόμπερτς, Ρόμπια Σκοτ και Τζάρεντ Λοτ.

*Abby Johnson, Unplanned: The Dramatic True Story of a Former Planned Parenthood Leader’s Eye-Opening Journey across the Life Line. Colorado Springs: SaltRiver/Focus on the Family, 2010.


**Παραλείποντας τις όχι αμελητέες βλάβες που μπορούν να συμβούν κατά την εκτέλεση, μετά την άμβλωση:

· το 44% των γυναικών παρουσιάζει νευρικές διαταραχές

· το 36% διαταραχές ύπνου

· το 30% – 50% προβλήματα στη σεξουαλική ζωή

· το 25% επισκέπτονται ψυχίατρο

· το 60% αναφέρει ιδεασμό αυτοκτονίας

· το 28% από αυτές επιχειρεί αυτοκτονία

· το 3%-5% εμφανίζει στειρότητα και μάλιστα οδηγούνται σε

· αυτοκαταστροφική συμπεριφορά

· εξασθένηση των μητρικών δεσμών, και έχουν
αυξημένες πιθανότητες κακοποίησης και κατάληξης τού ζευγαριού στο χωρισμό.


Πηγές: La Nef, le salon beige, onmed

Μετάφραση: Ευάγγελος Νιάνιος

Δείτε ακόμα

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Ἡ κυρία Δέσποινα(Μικρό Συναξάρι)!


Ἰωάννης Φρουδαράκης 


 Εἶναι λίγες οἱ λέξεις γιά νά περιγράψεις μιά γυναὶκα πού θύμιζε τήν Παναγία. Δυό λόγια θά πῶ γιά μνημόσυνο.
  Ὁ πρῶτος γιός της γενήθηκε ἀνάπηρος, μέ πόδια ἀτροφικά.
Ὅλη της τήν ζωή τήν ξόδεψε νά τόν ὑπηρετεῖ, γιατί ἐκεῖνος δέν μποροῦσε νά περπατήσει. Ἡ κ. Δέσποινα διακονοῦσε τόν γιό της μόνη της. Δέν ἤθελε νά τόν ἀφήσει σέ ἵδρυμα. Ἑξήντα πέντε χρόνια δέν βγῆκε ἀπό τό φτωχικό της. Τό ἀπέριτο σπιτάκι της ἤτανε ὁ παράδεισος ὁλόκληρης τῆς γειτονιᾶς. 

  Κάποτε καί ἡ κ. Δέσποινα ἀνήμπορη κι ἐκείνη ἔβαλε τό κρεββάτι της δίπλα στόν γιό της. Ὅταν κοιμότανε, τά κεφάλια τους σχεδόν ἀκουμπούσανε.
  Πρίν λίγο καιρό μοῦ εἶπε ἐτούτη τήν κουβέντα συγκινημένη. Γιάννη, μιά ζωή διακονοῦσα τόν γιό μου, μά τώρα μέ ἀξίωσε ὁ Θεός καί τόν ἔχω συντροφιά. Κάθε βράδυ μοῦ χαϊδεύει μέ τό χέρι του τό κεφάλι μου. Ποιός ἄλλος ἀξιώθηκε τέτοια χάρη ; Δόξα σοι ὁ Θεός. 

 Ὁ γιός της, χαριτωμένος καί αὐτός, κάποτε μοῦ εἶπε ἐτούτο τόν ἀπίστευτο λόγο... Εἶμαι πολύ εὐχαριστημένος ἀπό τήν ζωή μου, ἀδερφέ. Ποτέ δέν περπάτησα καί ἔτσι ὁ Θεός δέν μοῦ στέρησε τίποτα στήν ζωή μου.
Τό δωμάτιο τῆς κ. Δέσποινας ἤτανε γιά μένα καί γιά πολλούς ἄλλους τόπος ἀναπαύσεως, γαλήνης, καταφύγιο, ἀληθινό σχολεῖο, ἕνα πραγματικό νοσοκομεῖο γιά ὅλες τίς ἁρρώστιες τῆς ζωῆς.Κοιμήθηκε τήν Β' Κυριακή τῶν Νηστειῶν, σέ ἡλικία 98 ἑτῶν. Αἰωνία της ἡ μνήμη.