Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Η δασκαλίτσα του Κατηχητικού που ντρόπιασε το Γ΄ Ράιχ


Η Ιουλία ήταν ένα ντροπαλό λεπτοκαμωμένο κορίτσι, που είχε έρθει από τη Σάμο στην Αθήνα για να βρει καλύτερη τύχη. Τύχη δε βρήκε όπως τη θέλουν και την εννοούν οι άνθρωποι, αφού δούλευε παραδουλεύτρα απ' το πρωί ως το βράδυ για να βγάλει ένα κομμάτι ψωμί. Βλέπεις του Δημοτικού ήταν. Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να κάνει άλλη δουλειά.

Βρήκε όμως, ένα όμορφο παλικάρι -στην ψυχή πρώτα- τον Κώστα κι έσμιξαν τις ζωές τους κάτω απ' του Θεού την ευλογία. Νοίκιασαν ένα φτωχικό σπιτάκι στο Κουκάκι, στην οδό Πινότση 14 και ήταν τόσο ευτυχισμένοι. 

Οι κυράδες της γειτονιάς απορούσαν με την τόση ευτυχία του κοριτσιού. Όταν έφευγε απ' το σπίτι ήταν σκοτάδι κι όταν κατάκοπη γυρνούσε, πάλι σκοτάδι ήταν. Κι όμως, το χαμόγελο δεν έλειπε από τα χειλάκια της. Ποια μυστική δύναμη της έδινε κουράγιο; Η αγκαλιά του αγαπημένου της ή μήπως η μεγάλη αγκαλιά του Θεού που ένωσε τις στράτες και τις ζωές τους;  Για κείνην δεν υπήρχε αμφιβολία πως για όλα, τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής υπάρχει ο Μεγάλος Σκηνοθέτης του Ουρανού που τα κανονίζει ένα προς ένα. Να ρθουν την πιο ταιριαστή στιγμή. Και να φέρουν ευλογίες. 

Για τούτο η Ιουλία δοξάζει το Μεγαλοδύναμο κάθε μέρα. Γιατί έστειλε στη ζωή της τον Κώστα. Τα μεγάλα μάτια του διάβασαν από την πρώτη τους συνάντηση το μεγαλείο της άδολης καρδιάς της. Κι ας μην είχαν δει ποτέ τούτα τα μάτια το φως. "Εκ γενετής τυφλός" έγραφε το χαρτί των γιατρών.   

Τις Κυριακάδες τη μόνη μέρα που ήταν ελεύθερη, έπαιρνε την κατηφόρα κι έβγαινε στη μεγάλη εκκλησιά του αγίου Νικολάου. Εκεί με την ευλογία του παππούλη έκανε μάθημα Κατηχητικού σ' ένα τσούρμο παιδάκια που την άκουγαν αμίλητα και σκεφτικά. Τα αγκάλιαζε με το βλέμμα της και με τη θέρμη της καρδιάς της έσταζε στάλα-στάλα τις αλήθειες της πίστης στις ψυχούλες τους.

Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Κουκακίου

"Δασκαλίτσα πες μας κι άλλη ιστορία" είπε μια μέρα ένα μικρούλι με τεράστια πράσινα μάτια και φακίδες στη μύτη. Από τότε της έμεινε σαν όμορφο παρατσούκλι το "δασκαλίτσα". Έτσι, που κι οι γονιοί των παιδιών νομίζανε πως στ' αλήθεια είχε πτυχίο δασκάλας. Κι ας μην είχε διαβεί μήτε την πόρτα του Γυμνασίου!

Οι μέρες όμως δεν είναι πάντα ασυννέφιαστες. Στις 28 του Οκτώβρη του 1940 ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα και τον Απρίλη του επόμενου χρόνου έπιασε καταιγίδα που ρήμαξε ολάκερη την πατρίδα.

Η καρδιά της Ιουλίας μάτωνε ακούγοντας τις φρικαλεότητες των κατακτητών. Πόσο θα 'θελε να ήταν άντρας και να πολεμούσε για τη λευτεριά της Πατρίδας της! Έτσι, όταν άκουσε από τη φίλη της την Κατερίνα πως μπορούσε να πολεμήσει δίχως όπλα τους Γερμανούς, δεν το σκέφτηκε καθόλου. Μπήκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ και μαζί με άλλες κοπέλες έγραφαν στα σκοτεινά στους τοίχους συνθήματα και μοίραζαν εφημερίδες και προκηρύξεις.


Κυριακή, 20 Σεπτεμβρίου 1942. Η Ιουλία αφού πρώτα εκκλησιάστηκε και πήρε την ευλογία του Θεού, μπήκε στο σπίτι της και ύστερα από λίγα λεπτά βγήκε, κρατώντας μια μεγάλη πάνινη τσάντα με χόρτα. Πήρε το δρόμο για το κέντρο. Προορισμός της ήταν το κτίριο μιας φιλογερμανικής οργάνωσης που ήταν στη γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος, δυο βήματα από την Ομόνοια. Εκεί Γερμανοί μαζί με Έλληνες προδότες ήταν μαζεμένοι και σχεδίαζαν να στείλουν Έλληνες εργάτες στη Γερμανία, αλλά και να στρατολογηθούν παλικάρια που θα πολεμούσαν στο πλευρό του Άξονα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Με ναζιστική στολή ...

Αν κατάφερναν οι πατριώτες να ανατινάξουν το κτίριο, όλα τα σχέδια θα ματαιώνονταν. Η επιλογή της μέρας δεν είναι τυχαία. Τις Κυριακές τα γραφεία και τα καταστήματα γύρω ήταν κλειστά. Έτσι, δεν θα κινδύνευαν πατριώτες. Αντίθετα, το κτίριο της φιλοναζιστικής οργάνωσης ήταν γεμάτο Γερμανούς που άλλοτε παρακολουθούσαν διαλέξεις κι άλλοτε κανόνιζαν τη διανομή των δελτίων τροφίμων.

Η ώρα πλησιάζει εντεκάμιση. Η Ιουλία έχει φτάσει στην πλατεία Κάνιγγος κρατώντας την πολύτιμη τσάντα. Κάτω από τα χόρτα βρίσκεται δέκα κιλά δυναμίτης τυλιγμένος σε χαρτί. Ένας περαστικός φτάνει στο παγκάκι. Μετά την ανταλλαγή των συνθηματικών, η Ιουλία του παραδίδει την τσάντα και φεύγει για το καφενείο Αστόρια στα Χαυτεία. Εκεί την περιμένει ο Κώστας Περρίκος, ο αρχηγός της οργάνωσης.  Σε λίγο έρχονται κι άλλοι και περιμένουν τη μεγάλη στιγμή.   

Το "Αστόρια" στην οδό Αιόλου (φωτογραφία της εποχής)

Η ώρα είναι 12:03. Ένας εκκωφαντικός ήχος ακούγεται και ταυτόχρονα ένα πυκνό σύννεφο καπνού κρύβει τον ήλιο. Η Ιουλία πετάγεται όρθια και αγκαλιάζει έναν από τους πατριώτες. Ευτυχώς κανείς δεν την είδε μέσα στην αναμπουμπούλα, αλλιώς κινδύνευε να την εκτελέσουν επιτόπου οι Γερμανοί. 

Λίγο μετά την ανατίναξη του κτιρίου

Τα νέα διαδίδονται από στόμα σε στόμα σ' όλη την Αθήνα κι από κει σ' όλη την Ευρώπη. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σαμποτάζ σε όλη την τότε κατεχόμενη Ευρώπη και έγινε στην πιο κρίσιμη καμπή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε που οι δυνάμεις του Άξονα προχωρούσαν αήττητες στη Βόρεια Αφρική και τη Ρωσία. 

Η αγωνία της σύλληψης διαδέχεται τη χαρά της επιτυχίας. Οι Γερμανοί εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό. Δίνουν τρεις χρυσές λίρες για κάθε Έλληνα που θα πιάσουν. 

Ο επίγονος του Εφιάλτη και του Πήλιου Γούση θαμπώνεται από το χρυσάφι. Ο χωροφύλακας Πολύκαρπος Νταλιάνης μέλος της ΠΕΑΝ και ταυτόχρονα πληροφοριοδότης των Γερμανών, έχει καιρό τώρα που παίζει διπλό παιχνίδι. Κανείς δεν τον υποψιάζεται, γι' αυτό και άπληστα μαζεύει ονόματα. Είναι πολλά τα λεφτά που του έταξαν οι Γερμανοί.

Από τις 2 Οκτωβρίου η οργάνωση στεγάζεται σ' ένα σπιτάκι στην Καλλιθέα, στην οδό Θησέως 261. Κανείς στη γειτονιά δεν υποψιάζεται ότι η αδύνατη κοπελίτσα με τον κότσο κρύβει στο νοικοκυριό της  οκάδες εκρηκτικά, εφημερίδες και προκηρύξεις.

Μέχρι το πρωινό της 11ης Νοεμβρίου. Τότε που στις 4 τα ξημερώματα ο Πολύκαρπος Νταλιάνης οδηγεί τους κατακτητές στο κρησφύγετο. 

Οι αιχμάλωτοι μεταφέρονται στις φυλακές Αβέρωφ. Η Ιουλία κλείνεται στο Εμπειρίκειο Άσυλο, στην πλατεία Μαβίλη και εκεί ξεκινά ο Γολγοθάς της. Υφίσταται απίστευτα βασανιστήρια, μα δεν λυγίζει. 

Όταν την επισκέπτεται ο κουνιάδος της, τη βρίσκει δεμένη σ' ένα δέντρο με τα χέρια απλωμένα, σαν σταυρωμένη.  «Αλέκο μου, να είσαι υπερήφανος, γιατί δεν μαρτύρησα απολύτως τίποτα και ας μου κάνανε του κόσμου τα βασανιστήρια» του λέει μέσα στα αναφιλητά της. 

Στο τελευταίο γράμμα της στη φίλη της, Άννα Πατέρα γράφει:

Αγαπητή Άννα,
είμαι καλά. Στην απομόνωση οι τοίχοι στάζουνε νερά και κρυώνω. Φρόντισε να μου φέρεις καμιά ρόμπα, γιατί κοντεύω να πεθάνω απ' το κρύο. Είμαι όμως καλά. Αντέχω. Έμαθα ότι ετοιμάζονται να μας στείλουν στη Γερμανία. Δεν πειράζει. Έχω μπροστά μου μια ανηφόρα και πρέπει να την ανέβω ως το τέλος, σκαλί-σκαλί. Ίσως όταν φτάσω στην κορυφή, ο κόσμος να φαίνεται από κει πιο όμορφος. Ίσως να μη χρειάζομαι εκεί πια ούτε τη ρόμπα. Κουράγιο.

Σε χαιρετώ
η φίλη σου
Ιουλία Μπίμπα

31 Δεκεμβρίου 1942. Το Γερμανικό στρατοδικείο που συνεδριάζει στο κτίριο του Παρνασσού, αποφασίζει πως η Ιουλία Μπίμπα καταδικάζεται σε θάνατο δι' αποκεφαλισμού διά πελέκεως. Στην Ελλάδα όμως, δεν υπάρχει δήμιος. 

Έτσι, μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς από την Αθήνα στη Βιέννη. Εκεί οι Ναζί την έβαλαν σε μια πολύ μικρή ομάδα μελλοθανάτων, για να έχει "ιδιαίτερη μεταχείριση".

Πριν από την εκτέλεσή τους όλοι τους ήταν αλυσοδεμένοι σε μία μικρή αίθουσα δίπλα στη γκιλοτίνα για περίπου 5 ώρες, μεταξύ 13.00-18.00.

Εκτελέστηκε στη γκιλοτίνα του Δικαστηρίου της 8ης Περιφερείας της Βιέννης (Vienna 8, Landesgerichtsstraße 11) στις 26 Φεβρουαρίου 1943. Ήταν 32 ετών.

Κανείς μέχρι σήμερα δεν ξέρει πού ακριβώς είναι θαμμένη. Οι σοροί των εκτελεσμένων στη γκιλοτίνα της Βιέννης θάφτηκαν ομαδικά στο Κεντρικό Νεκροταφείο της Βιέννης (Wiener Zentralfriedhof) σε θέση που έχει την κωδική ονομασία «Ομάδα 40» (Gruppe 40).
Ο ομαδικός τάφος Gruppe 40. Τότε ...

... σήμερα

Σήμερα ο χώρος αυτός αποτελεί τόπος προσκυνήματος για τους Αυστριακούς και πολλούς ξένους επισκέπτες.

Μόνο στην επίσημη ιστοσελίδα που είναι αφιερωμένη στα θύματα του ναζισμού που εκτελέστηκαν στην γκιλοτίνα της Βιέννης,  γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε αυτήν: 

«Η Ιουλία Μπίμπα, πατρώνυμο Γκαρμπολά (έτος γέννησης 1910) από την Αθήνα, ήταν μέλος της Ελληνικής Αντίστασης εναντίον της Γερμανικής Κατοχής. Στις 31 Δεκεμβρίου 1942 καταδικάστηκε σε θάνατο παρά του Γερμανικού Στρατιωτικού Διοικητή νοτίου Ελλάδος Στρατοδικείου για παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών και όπλων, σαμποτάζ, και απόπειρα φόνου και στις 26 Φεβρουαρίου 1943 εκτελέστηκε στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Βιέννης».

Στο κέντρο της Αθήνας, εκεί που άλλοτε δέσποζε το κτίριο της φιλογερμανικής οργάνωσης,  έχει εντοιχιστεί μία αναθηματική πλάκα σαν ανοιχτό βιβλίο που μνημονεύει το σαμποτάζ και τα ονόματα.

Προτομή του Κώστα Περρίκου
Εκτελέστηκε πριν από τη Μπίμπα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής


Ο καλλιτέχνης Πέτρος Ζερβός, στο πλαίσιο της έκθεσης κόμικς που έγινε στην Αθήνα το 2015, δημιούργησε ένα κόμικ εμπνευσμένο από τη δράση της μεγάλης αγωνίστριας.

Τέλος, το 2017 η Cosmote TV δημιούργησε για λογαριασμό της Cosmote History μια σειρά ντοκιμαντέρ "Αυτοί που τόλμησαν". 
Το 2ο επεισόδιο της σειράς ήταν αφιερωμένο στην Ιουλία Μπίμπα, σε σκηνοθεσία Καλλιόπης Λεγάκη και ιστορική έρευνα του Νίκου Τιλκερίδη.
ΠΗΓΗ.ΑΜΦΟΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ
Υπ.

H Αγία Πρόκλα


 Στις 27 Οκτωβρίου τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία η μνήμη της αγίας Πρόκλας, συζύγου του Ποντίου Πιλάτου του ηγεμόνος, κατά το αξιομνημόνευτο και σωτήριο έτος της φριχτής Σταύρωσης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού!

«Καθημένου δε αυτού επί του βήματος απέστειλε προς αυτόν η γυνή αυτού λέγουσα· μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω· πολλὰ γαρ έπαθον σήμερον κατ' όναρ δι' αυτόν». (Ματθ.27,19)
Ανάμεσα στις 12 Ευαγγελικές περικοπές της Μεγάλης Πέμπτης αναγινόσκεται εν μέσω αυτών και ο παραπάνω στοίχος.

Σε αυτόν τον στοίχο πληροφορούμεθα μέσα από το ευαγγέλιο για το όνειρο της γυναίκας του Πόντιου Πιλάτου την οποία βέβαια ο ευαγγελιστής την αφήνει ως ανώνυμη και την αναφέρει απλά ως "γυνή αυτού".

Το όνομα της συζύγου του Πόντιου Πιλάτου κατά την παράδοση είναι το Πρόκλα το οποίο προέρχεται από το λατινικό όνομα Procula και στην μεταφορά του στην ελληνική αναφέρεται ως Πρόκλα.

Πολλοί την συγχέουν με την Αγία Κλαυδία της Ρώμης μολονότι όμως αυτό δεν μπορεί να ισχύει διότι ούτε ηλικιακά αλλά και ούτε σύμφωνα με μελέτες και την παράδοση μπορεί να συνδεθεί η αγία Κλαυδία ως σύζυγός του Πόντιου Πιλάτου.

Για τον βίο της επίσης πολλά δεν είναι γνωστά παρά μόνο μέσα από τα απόκρυφα ευαγγέλια αλλά και την παράδοση και με βάση κάποιες έρευνες και κάποια στοιχεία μπορούμε να τα θεωρήσουμε πιο ασφαλή και αληθινά.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο οι Ρωμαίοι ονόμαζαν με το όνομα Proculus τα παιδιά τα οποία έρχονταν στην ζωή ενώ οι πατεράδες τους έλειπαν και βρίσκονταν μακρυά από την στιγμή αυτή. Άρα πιθανόν η Πρόκλα να γεννήθηκε χωρίς την παρουσία του πατρός της.

Πολλοί αναφέρουν πως η Πρόκλα ήταν νόθο παιδί ενός αυτοκράτορα αλλά οι ισχυρισμοί τους καταρρίπτονται άμεσα μιας και απλά θέλουν να αποδώσουν μια νουβελοειδή νότα στα μυθεύματα τους.

Η Πρόκλα λογικά ανήκε σε κάποια αριστοκρατική οικογένεια της Ρώμης. Πριν το 26 μ.Χ. νυμφεύεται τον Πόντιο Πιλάτο που αν και η καταγωγή του προέρχεται από την τάξη των ιππέων προωθήθηκε στο αξίωμα του επάρχου και επιτρόπου λόγω της εύνοιας που είχε από τον Λεύκιο Αιλίο Σηιανό αρχηγού των Πραιτωριανών και ευνοούμενος του αυτοκράτορα Τιβέριου.

Το 26 μ.Χ. ο σύζυγος της Πόντιος Πιλάτος μετατέθηκε και ανέλαβε την επαρχία των Ιουδαίων και η σύζυγός του τον ακολούθησε μέχρι εκεί, κάτι που δεν συνηθιζόταν εκείνη την περίοδο αλλά είτε από αφοσίωση στον σύζυγό της είτε από την αγάπη που της έτρεφε ο Πιλάτος ή και από τα δύο μαζί έφτασε κι αυτή στην Ιουδαία.

Διέμεναν στο Πραιτώριο το παλιό παλάτι του Ηρώδη που έμεινε στην ιστορία ως ο σφαγέας των νηπίων και δήμιος των πρώτων μαρτύρων στην Καινή Διαθήκη.

Το 33 μ.Χ. μετέβησαν για το Πάσχα στα Ιεροσόλυμα για να ελέγχει την κατάσταση στο κέντρο των Εβραίων που θα κατέκλυζαν την Ιερουσαλήμ εκείνη την περίοδο μολονότι ανέφερε ότι το έκανε για να τιμήσει τους Ιουδαίους για τις θρησκευτικές τους εορτές.

Ο Ιησούς οδηγείται μπρος τον Πόντιο Πιλάτο ο οποίος αντιλαμβάνεται πως ουδέν αδίκημα έχει πράξει ώστε να τον καταδικάσει και πως οι αρχιερείς με πιέσεις τους προς αυτόν ήθελαν να τον οδηγήσουν στο να λάβει την καταδικαστική απόφαση.

Για έναν ανεξήγητο λόγο προσπαθεί να ξεφύγει από αυτό αν και ως πολέμαρχος δεν είχε φόβο να αφαιρεί ζωές.

Αποστέλλει τον Ιησού στον βασιλιά Ηρώδη Αντύπα ως αρμόδιο λόγω χωρικής εντοπιότητας. Μάταια όμως διότι και ο Ηρώδης τον αποστέλλει ξανά πίσω στον Πιλάτο.

Ο Πιλάτος παρατηρούν οι αρχιερείς ότι προσπαθεί να αποφύγει να λάβει την καταδικαστική απόφαση την οποία τον πίεζαν οι ίδιοι να λάβει.

Μήπως είχε κάποια πληροφορία; Μήπως και ο ίδιος είδε κάποιο όνειρο σαν κι αυτό που είδε η σύζυγος του; Ποτέ αυτό δεν θα μας γίνει γνωστό εκτός κι αν ο Θεός ο ίδιος το αποκαλύψει.

Το μόνο σίγουρο είναι πως μετά από αυτά η σύζυγος του αποστέλει έναν έμπιστο της να ενημερώσει τον Πιλάτο ώστε να τον προειδοποίησει να μην βλάψει τον Ιησού.

Φαίνεται πως η σύζυγος του Πόντιου Πιλάτου είχε μια μεγάλη επιρροή πάνω του. Η Πρόκλα είχε την πεποίθηση πως θα τον επηρεάσει και λογικά αυτό είχε ξαναγίνει στο παρελθόν ώστε να έχει αυτήν την πεποίθηση.

Ο έμπιστος της Πρόκλας ενημερώνει εν μέσω της δικής του Ιησού τον Πιλάτο για το όνειρο της συζύγου του ενώ η ιδια παρακολουθει διακριτικά από απόσταση σεβόμενη τον άνδρας της και το αξιωμα του. Ο ίδιος σκεπτικός και προβληματισμένος προσπαθεί να βρει λύση.

Ίσως κάτι είχε δει και ο ίδιος νωρίτερα το οποίο επισφραγίστηκε με την πληροφορία που του αποκάλυψε η σύζυγος του. Γιατί όμως ο θεός επιλέγει μέσω ονείρου να "βοηθήσει" τον Πόντιο Πιλάτο;

Γιατί προσπαθεί αφού προσέρχονταν ο Υιός Του εκούσια στο πάθος και στην Σταύρωση προκειμένου να αναστήσει το ανθρώπινο γένος και να του δώσει ξανά την παλιά του αίγλη μέσα στην Βασιλεία των Ουρανών;

Ίσως να μην ήθελε να τον αδικήσει ή ίσως ήθελε αυτό να αποτελέσει σημείο για την μετά την βάναυση απόφαση του για μετάνοια και σωτηρία του ίδιου και σίγουρα θα βρισκόταν τρόπος να εκπληρωθεί το σχέδιο του Θεού.

Δυστυχώς ο Πόντιος Πιλάτος δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων διότι φοβούνταν τους Ιουδαίους αρχιερείς οι οποίοι και παλαιότερα προσπάθησαν να τον συκοφαντήσουν στον Καίσαρα. 

Η σύζυγος του όμως Πρόκλα άδραξε αυτήν την ευκαιρία και την μετέτρεψε σε σωτηρία της ψυχής της.

Καθ' ότι έκανε αυτό που ήτο δυνατό από την πλευρά της να αποτρέψει το κακό αλλά και γενικά ο βίος της και η μαρτυρία της την στεφάνωσε με την χάρη του Θεού και την εξύμνησε στους αιώνες.

Είναι πολύ πιθανό δε, η Πρόκλα να είχε ακούσει ή ακόμη και να είχε γνωρίσει τον Χριστό και την διδασκαλία Του για αυτό και δεν άφησε το όνειρο να μην την επηρεάσει, αλλά το πρόσωπο το οποίος της αναφέρθηκε στο όνειρο πιθανόν της ήταν αρκετά γνωστό ώστε να προσπαθήσει μέσω της επιρροής της να Τον σώσει η μάλλον να σώσει τον σύζυγό της από το να βάψει τα χέρια του με αθώο αίμα, το Αίμα του Θεανθρώπου.

Δυστυχώς για τον Πιλάτο δεν τα κατάφερε κι έτσι ο Ιησούς οδηγήθηκε στην Σταύρωση μα και στην Ανάσταση. 

Η ιστορία όμως μας κρύβει και πάλι το τι απογίνεται η σύζυγος του Πιλάτου.

Ο Πόντιος Πιλάτος όμως καλείται από τον Καίσαρα και καταδικάζεται εφόσον και ο ίδιος ομολογεί ότι πήρε αδίκως την απόφαση της Σταυρώσεως του Χριστού. Οι παραδόσεις και οι μύθοι περιπλέκονται για το τέλος του Πιλάτου.

Εμείς όμως ευελπιστούμε στην μετάνοια του και στην σωτηρία του όπως και κάθε ανθρώπου.

Η Πρόκλα εφόσον είχε ακολουθήσει τον σύζυγό της στην Ιουδαία σίγουρα τον ακολούθησε και στην επιστροφή του στην Ρώμη αλλά και σε όπου αυτός κατέληξε.

Η Αγία Πρόκλα άγνωστο το πότε αλλά από πολύ νωρίς στην ιστορία του χριστιανισμού κατατάσσεται στην χωρία των αγίων μιας και γίνεται πολλές φορές μνεία σε εκκλησιαστικά χειρόγραφα για την εορτή της μνήμης της, η οποία μάλιστα είναι στις 27 Οκτωβρίου, αλλά προς τιμήν της υπήρχε και μόνη αφιερωμένη σε αυτήν στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης τον 13ο αιώνα.

Άγνωστη στους ανθρώπους, ιδιαιτέρως γνωστή όμως στον Χριστό η Αγία Πρόκλα μεσσιτεύει από εκεί ψηλά δίπλα στον θρόνο του Πανάγαθου Θεού για οποίο την επικαλείται.

Δεν τιμάται μόνο από τους ορθόδοξους, ενώ η ίδια όπως φαίνεται θέλει να μένει στην αφάνεια ίσως διότι δεν επηρέασε αυτούς που προσπάθησε, ίσως και λόγω της ταπεινοφροσύνης.

Επηρέασε όμως το όνειρο αυτό την ζωή της ίδιας δίδοντας της μεγάλη ευλογία αλλά και παρρησία ενώπιον του θρόνου του Θεού μιας και δεν είναι καθόλου συνηθισμένο όνειρα να αποκαλύπτουν περί του ίδιου του Χριστού σε ανθρώπους.

...και κάπως έτσι το σώμα της εκκλησίας σύσσωμο ψάλλει «Έχει παρεστώσάν σε, Πρόκλα Δεσπότης, Ο Πιλάτω πριν σω παραστάς συζύγω».

Θείου πληρουμένη ἤδη φωτός, Πρόκλα μακαρία, τῆς ψυχῆς μου τόν σκοτασμόν, λῦσον ταῖς εὐχαῖς σου, καί φέγγει μετανοίας, καταύγασον τόν νοῦν μου, καθικετεύω σε.

Αγία Πρόκλα, Αγία του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Εύχεσθαι και εσείς...


Του Σπύρου Συμεών για την Romfea.gr

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Οι αξέχαστες γυναίκες και μητέρες του 1940 και της κατοχής......







Η 28η Οκτωβρίου του 1940, ήταν η ημέρα που δόθηκε η αποστομωτική απάντηση «ΟΧΙ» στον Ιταλό πρέσβη, από τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά.



 Το «ΟΧΙ» ήταν η απάντηση στο τελεσίγραφο της Ιταλίας που απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, ώστε να καταλάβει στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδας (λιμένες, αεροδρόμια κλπ). 

Η άρνηση στην υποδούλωση της Ελλάδας σηματοδοτούσε την έναρξη πολέμου.

Έτσι δυόμισι ώρες μετά, με την αιφνιδιαστική εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος.

albaniko metopo mana stratiotis

Στον πόλεμο του 1940 εναντίον των Ιταλών εκτός από τους Έλληνες άνδρες στρατιώτες πολέμησαν με ίση ανδρεία και τόλμη και γυναίκες.
Πολέμησαν με όλες τις σωματικές, πνευματικές και ηθικές δυνάμεις τους.


grec ital war
Παρόλο που δεν είχαν αναπτύξει την ψυχολογία της αντίστασης αλλά της υποταγής, η συμβολή τους ήταν μεγάλη και πολύτιμη.

Βοήθησαν όχι μόνο παρέχοντάς τα απαραίτητα στους φαντάρους όπως μάλλινα ρούχα, κουβέρτες και νοσοκομειακή φροντίδα, αλλά κουβαλούσαν πυρομαχικά κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες σε μέρη απροσπέλαστα, όπως χαράδρες, δύσβατα μονοπάτια και γκρεμούς.

women in the war of 40 photo 10
Πολλές ήταν οι γυναίκες που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή μεταφέροντας πυρομαχικά στους στρατιώτες κάτω από σκληρές καιρικές συνθήκες.

tumblr og50il0Nxd1sibosao1 1280 1068x793
Πολλές ευκατάστατες γυναίκες έδωσαν χρήματα και κοσμήματα για την ενίσχυση του αγώνα, παραχώρησαν ή μίσθωσαν καράβια και τα έθεσαν στην υπηρεσία του αγωνιζόμενου λαού.

women2
Γυναίκες μορφωμένες έγραφαν επιστολές-εκκλήσεις προς τις γυναίκες της Ευρώπης και της Αμερικής, οι οποίες είχαν μεγάλη απήχηση στο εξωτερικό.

Πάμε να δούμε κάποιες από τις πιο εμβληματικές μορφές γυναικών και μαμάδων που ξεχώρισαν την περίοδο του ’40 για τον ηρωισμό τους στη Gallery που ακολουθεί:


 Η αξέχαστη Λέλα Καραγιάννη, το 1941 που ο Ναζισμός και ο Φασισμός κυριαρχούσαν, είχε επτά παιδιά να φροντίσει, να θρέψει και να μεγαλώσει. Παρόλα αυτά οργάνωσε μια ομάδα αντίστασης κατά των κατακτητών που την ονόμασε «Μπουμπουλίνα» και είχε επαφές με το συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής όπου διαβίβαζε πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού. 

Στην οργάνωση συμμετείχαν και τα παιδιά της και παρόλο που άργησε πολύ να γίνει αντιληπτή από τον εχθρό, δυστυχώς ύστερα από προδοσία συλλήφθηκε μαζί με τα 5 μεγαλύτερα παιδιά της και εκτελέστηκε. 

Εξαιτίας της δράσης της βυθίστηκαν πολλά πλοία, ανατινάχτηκε το αεροδρόμιο του Τατοΐου και πυρπολήθηκαν αποθέματα βενζίνης και πυρομαχικών.


 
Η Σοφία Βέμπο, πολέμησε με τα τραγούδια της, έγινε σύμβολο του έθνους, ταύτισε το όνομά της με το αλβανικό έπος και χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης».

 
Η Ηλέκτρα Αποστόλου ήταν στέλεχος της ΟΚΝΕ, της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ, αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης και υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών. Δολοφονήθηκε από την Ειδική Ασφάλεια το 1944 στην Αθήνα για την αντιστασιακή της δράση.

Η 17χρονη Ηρώ Κωνσταντοπούλου ήταν μαθήτρια γυμνασίου και οργανωμένη στην ΕΠΟΝ, όπου είχε αναπτύξει έντονη απελευθερωτική δράση, παρά το νεαρό της ηλικίας της. Τη συνέλαβαν στις 31 Ιουλίου 1944.

Εκείνη τη μέρα είχε τελειώσει τις απολυτήριες εξετάσεις του Γυμνασίου. Επί τέσσερα μερόνυχτα τη βασάνιζαν να μαρτυρήσει τους συνεργάτες της. Αλλά ούτε τα βασανιστήρια ούτε οι δελεαστικές προτάσεις που τις έκαναν απέδωσαν. 

Στις 5 του Σεπτέμβρη του 1944 μαζί με άλλους πατριώτες οδηγήθηκε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής όπου εκτελέστηκε. 

 

ΠΗΓΗ. mothersblog.gr

28η Οκτωβρίου: Οι γυναίκες και οι μάνες του 1940



28η Οκτωβρίου: Οι γυναίκες και οι μάνες του 1940

 Τη Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 1940, κηρύχτηκε ο πόλεμος μετά το «Όχι» του Ιωάννη Μεταξά προς τον Ιταλό Πρέσβη της Αθήνας , Εμανουέλε Γκράτσι.

Οι άνδρες, αμέσως έσπευσαν να πολεμήσουν με περίσσια ανδρεία και θάρρος. Εξάλλου ελεύθεροι γεννήθηκαν και ελεύθεροι ήθελαν να πεθάνουν. Εκτός από τους άνδρες όμως, αξιοθαύμαστος είναι και ο τρόπος που ανταποκρίθηκαν οι γυναίκες εκείνης της εποχής στο κάλεσμα της πατρίδας.

1.-γυναικα-προσφυγας-με-τα-παιδια-της

Αυτά τα τρυφερά και «αδύναμα» πλάσματα, που εκτός από σύζυγοι και μαμάδες ήταν και οι αφανείς ηρωίδες του έπους του 1940.

GES DIS-35

Η γυναίκες που έμειναν πίσω με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, έπρεπε να αντικαταστήσουν τους άνδρες που είχαν επιστρατευθεί. Νυχθημερόν έπλεκαν χωρίς να σταματούν ούτε λεπτό μάλλινες φανέλες και κάλτσες για τους στρατιώτες. Μπροστά τους εκτός από τον πόλεμο είχαν να αντιμετωπίσουν και τον βαρύ χειμώνα.

59561

ceb3cf85cebdceb1ceb9cebaceb5cf82-ceb7cf80ceb5ceb9cf81

Τα νεαρά κορίτσια γραφόντουσαν ως εθελόντριες στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό για να γίνουν νοσοκόμες να βοηθήσουν και εκείνες όσο μπορούν τους Έλληνες στρατιώτες ενώ στην πρώτη γραμμή του πολέμου βρέθηκαν, οι Ηπειρώτισσες κι οι γυναίκες της Δυτικής Μακεδονίας μεταφέροντας πολεμοφόδια και τρόφιμα στους στρατιώτες μέσα στα χιόνια, στα δύσβατα μονοπάτια των βουνών. Πολλοί που τις έζησαν τις χαρακτηρίζουν αλύγιστες, βουβές, με αδάμαστη θέληση και ηρωική αυτοθυσία.

balafas 6

Οι μάνες φρόντιζαν να μη λείπει τίποτε από τα παιδιά τους. Έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να μην πεθάνουν από την πείνα. Μην έχοντας όμως καθόλου χρήματα για να αγοράσουν αλεύρι για να ζυμώσουν έστω και λίγο ψωμί, αναγκαζόντουσαν να τρέχουν στα συσσίτια με το κονσερβοκούτι για μια κουτάλα ξεροφάσολα. Το συσσίτιο αποτέλεσε για εκείνες, τα παιδιά τους αλλά και γι' αναρίθμητους Έλληνες, το μοναδικό μέσο επιβίωσης στον τρομερό χειμώνα της πείνας εκείνη τη χρονιά. Χωρίς τη φασολάδα οι 300.000 νεκροί από την πείνα εκείνου του ολέθριου χειμώνα θα ήταν εκατομμύρια.

3911

polemos

katoxi4

Οι εύπορες γυναίκες από την άλλη πλευρά, έδωσαν όλα τα χρήματα και τα κοσμήματα που είχαν για να βοηθήσουν τον αγώνα του Ελληνικού στρατού.

ΠΗΓΗ.https://www.mothersblog.gr/

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

ΑΓΙΑ ΤΑΒΙΘΑ: Η ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Η αγάπη και η φιλανθρωπία είναι συνώνυμα με τον Χριστιανισμό. Η βάση του
χριστιανικού κηρύγματος είναι η αγάπη προς όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από
τις όποιες ιδιαιτερότητές τους. Τίποτε δε μπορεί να μπει εμπόδιο στην άσκηση της
χριστιανικής αγάπης, ούτε το φύλο του ανθρωπίνου προσώπου, ούτε η φυλή, ούτε η
κοινωνική και οικονομική του κατάσταση. Ο Ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, όχι
μόνο δίδαξε την αγάπη προς όλους, αλλά και έθεσε ως προϋπόθεση την άσκηση της
αγάπης, σε όσους ήθελαν και θέλουν να είναι δικοί Του, «εντολὴν καινὴν δίδωμι
υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ίνα και ὑμεῖς ἀγαπᾶτε
αλλήλους. Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ότι εμοὶ μαθηταί εστε, εὰν αγάπην έχητε
εν αλλήλοις» (Ιωάν.13,34-35). Επίσης έδωσε ο Ίδιος το παράδειγμα της
αλληλοδιακονίας, πλένοντας τα πόδια των μαθητών Του, πριν το Μυστικό Δείπνο,
συμβουλεύοντας τους μαθητές Του «ει ουν εγὼ ένιψα υμών τους πόδας, ο Κύριος
και ο Διδάσκαλος, και υμείς οφείλετε αλλήλων νίπτειν τους πόδας. υπόδειγμα
γαρ δέδωκα υμίν, ίνα καθὼς εγὼ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε» (Ιωάν.13,13-
15). Μάλιστα η αγάπη αυτή εκτείνεται και στους εχθρούς μας, «αγαπάτε τους
εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδὲν απελπίζοντες» (Λουκ.16,35).
Η αγία μας Εκκλησία έκαμε πράξη την εντολή της αγάπης του Χριστού, η Οποία
προσφέρει εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια απλόχερα την φιλανθρωπία της στον
άνθρωπο. Υπέροχες προσωπικότητες της Εκκλησίας μας άσκησαν κατά καιρούς την
αγάπη και σφράγισαν με τη δράση τους την ιστορία. Ένα από αυτά τα ιερά πρόσωπα
υπήρξε και η αγία Ταβιθά, η αποκαλούμενη Δορκάς, δηλαδή ζαρκάδα, η οποία έζησε
στα χρόνια των Αποστόλων και αναδείχτηκε παράδειγμα φιλανθρωπίας και διακονίας
των ανθρώπων που είχαν ανάγκη.
Για την αγία Ταβιθά κάνει λόγο ο ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο των
«Πράξεων των Αποστόλων»: «Αυτὴ ην πλήρης αγαθών έργων και ελεημοσυνών,
ων εποίει» (Πραξ.9,36). Ζούσε στην πόλη της Παλαιστίνης Ιόππη και ασκούσε το
επάγγελμα της υφάντρας. Είχε γίνει χριστιανή και βίωνε την χριστιανική πίστη στην
καθημερινή της ζωή. Η καρδιά της ξεχείλιζε από άδολη αγάπη για τους πονεμένους
και φτωχούς συμπολίτες της. Γι’ αυτό έραβε νυχθημερόν ενδύματα, τα οποία
πωλούσε και τα χρήματα τα έδινε σε όσους είχαν ανάγκη. Παράλληλα είχε
πλαισιωθεί από άλλες χριστιανούς της πόλεως, όπου οργάνωσε μια εκπληκτική
φιλανθρωπική δράση. Πλήθος πεινασμένων, χηρών και ορφανών, ήταν αποδέκτες της
αγάπης και της φιλανθρωπίας αγίας Ταβιθάς. Όμως ο Θεός οικονόμησε να δεχτεί
σκληρή δοκιμασία, για να δοξασθεί το όνομά Του και να γίνει γνωστή η αγία.
Αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε.
Εκείνες τις ημέρες έκανε περιοδεία στην περιοχή εκείνη ο απόστολος Πέτρος.
Δίδασκε στη γειτονική πόλη Λύδδα, όταν πληροφορήθηκε το τραγικό συμβάν από
δύο απεσταλμένους των πιστών της Ιόππης. Ο Πέτρος έτρεξε αμέσως στην Ιόππη,
όπου όλα ήταν έτοιμα για την κηδεία της Ταβιθάς. Βρήκε ένα μεγάλο πλήθος μέσα
και έξω από το σπίτι της, όπου θρηνούσε το χαμό της ευγενούς κόρης. Όσοι είχαν
ευεργετηθεί από αυτή έκλαιγαν απαρηγόρητοι, διότι είχαν χάσει το στήριγμά τους.
Μόλις έφτασε ο κορυφαίος απόστολος, ζήτησε να δει τη νεκρή, στο υπερώο.
Παρακάλεσε να τον αφήσουν μόνο με το τίμιο σώμα της Ταβιθάς, γονάτισε και
προσευχήθηκε θερμά. Μετά φώναξε δυνατά: «Ταβιθά ανάστηθι», και ω του
θαύματος, το πνεύμα επέστρεψε στο σώμα της νεκρής και σηκώθηκε! Το θαυμαστό
γεγονός όχι μόνο γέμισε με χαρά το παραβρισκόμενο πλήθος, αλλά διαδόθηκε σε όλη
την Παλαιστίνη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δοξασθεί το όνομα του Θεού και να
μεταστραφούν στο Χριστιανισμό πάρα πολλοί Ιουδαίοι και ειδωλολάτρες.

Η αγία Ταβιθά έζησε κατόπιν πολλά χρόνια αγίας ζωής, συνεχίζοντας το
φιλανθρωπικό της έργο, και πέθανε σε προχωρημένη ηλικία. Η Εκκλησία μας την
κατέταξε στους αγίους Της, τιμώντας την μνήμη της στις 25 Οκτωβρίου.
Είναι ανάγκη να έχουμε υπόψη μας το διαχρονικό φιλανθρωπικό έργο της
Εκκλησίας μας, το οποίο απορρέει από την πίστη μας, ότι στο πρόσωπο του κάθε
ενδεούς ανθρώπου εικονίζεται ο Χριστός και σύμφωνα με τη δική Του διαβεβαίωση,
«αμὴν λέγω υμίν, εφ᾿ όσον εποιήσατε ενὶ τούτων των αδελφών μου των
ελαχίστων, εμοὶ εποιήσατε» (Ματθ.25,40). Είναι απαραίτητο επίσης να
επισημάνουμε πως η φιλανθρωπία είναι αποκλειστικό προνόμιο του Χριστιανισμού,
διότι η έννοια της εποποιίας ήταν άγνωστη στον προχριστιανικό κόσμο! Δεν υπάρχει
καμιά μαρτυρία για οργανωμένο δίκτυο φιλανθρωπίας και φιλανθρωπικών
ιδρυμάτων! Από τον πακτωλό του απίστευτου πλούτου των «ιερών» των
παγανιστικών θρησκειών, όπως λ.χ. των Δελφών, ουδέποτε διατέθηκε το παραμικρό
ποσό για την ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου! Ουδεμία μαρτυρία υπάρχει για κάτι
τέτοιο! Αντίθετα μάλιστα, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης τον 4 ο μ. Χ. αιώνα, θέλοντας να
νεκραναστήσει την ειδωλολατρία, ζητούσε από τους ειδωλολάτρες ιερείς να
μιμούνται τους Χριστιανούς στην άσκηση της φιλανθρωπίας, διότι ήταν ανύπαρκτη
σ’ αυτούς!
Η εκκλησιαστική μας ιστορία έχει να μας επιδείξει ένα απέραντο φιλανθρωπικό
έργο στο διάβα των αιώνων. Χιλιάδες μιμητές της αγίας Ταβιθάς προσέφεραν με
αυταπάρνηση τις ανιδιοτελείς τους υπηρεσίες και τα αγαθά τους προς τον πάσχοντα
και ενδεή άνθρωπο, ιδιαίτερα σε καιρούς χαλεπούς. Αλλά και σήμερα, στην εποχή
μας, όπου ο λαός μας δοκιμάζεται από την πρωτοφανή οικονομική κρίση, την οποία
δημιούργησε η ανθρώπινη απληστία, η Εκκλησία μας με τις χιλιάδες μιμητών της
αγίας Ταβιθάς, εθελοντές της αγάπης, τρέφει και περιθάλπει μόνη Αυτή, πληθώρα
συνανθρώπους μας, τους οποίους έχει εγκαταλείψει, τόσο η επίσημη Πολιτεία, και οι
διάφοροι άλλοι «ανθρωπιστικοί» θεσμοί!

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Πήρε το άψυχο σώμα του παιδιού της και το πήγε μπροστά στο λείψανο του αγίου


 
Όταν Αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Μαξιμιανός, μαρτύρησε στην Αίγυπτο γύρω στα 304 ο Άγιος Ούαρος, νεαρός ακόμη αξιωματικός κάποιας ρωμαϊκής λεγεώνας.
 
Ως Χριστιανός, συνελήφθη μέσα στις φυλακές που πήγαινε κρυφά για να ανακουφίζει και να δίνει θάρρος στους μάρτυρες. Ήρθε έτσι και η δική του σειρά να χύσει το αίμα του για την αγάπη του Χριστού. 
 
Στον τόπο του μαρτυρίου του βρέθηκε, σταλμένη από την Θεία Πρόνοια, μια πολύ ευσεβής χριστιανή, η Κλεοπάτρα. Ήταν χήρα, αλλά πλουσιότατη και είχε κοντά της τον μικρό μοναχογιό της. Η ευγενής κύρια παρακολούθησε με βαθύ πόνο τα σκληρά βασανιστήρια, που έκαναν στον νέο για αρνηθεί την πίστη του. 
 
Όταν έμεινε πια άψυχο το μαρτυρικό σώμα, η Κλεοπάτρα έδωσε πολλά χρήματα στους δήμιους και το πήρε. Με μεγάλη ευλάβεια το μετέφερε στο αρχοντικό της και το έθαψε σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο. Ύστερα από λίγα χρόνια, όταν βασίλεψε ο Μέγας Κωνσταντίνος και σταμάτησαν οι διωγμοί εναντίων των χριστιανών, η Κλεοπάτρα άφησε την Αίγυπτο για να γυρίσει πίσω στην πατρίδα της την Παλαιστίνη και πήρε μαζί της το λείψανο του μάρτυρος, σαν πολύτιμο θησαυρό. Εκεί ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος από την περιουσία της και έκτισε μεγαλοπρεπέστατη εκκλησία στο όνομα του Αγίου Ουάρου και αφιέρωσε σε αυτήν το τίμιο λείψανο που φύλαγε σε ολόχρυση λάρνακα. 
 
Όταν ήταν πια όλα έτοιμα, παρακάλεσε τον Επίσκοπο και τους κληρικούς της επαρχίας για τα εγκαίνια. Ύστερα από τη Θεία Λειτουργία, φιλοξένησε όλους τους πιστούς και τους έστρωσε πλούσιο τραπέζι. Η χήρα, μαζί με το νεαρό γιο της, περιποιήθηκαν με τα ίδια τους τα χέρια όλους τους προσκαλεσμένους, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους. 
 
Σαν νύχτωσε και το σπίτι άδειασε από κόσμο, τσακισμένος από την κούραση ο νέος, πήγε στο δωμάτιο του να ξεκουραστεί. Σε λίγο πήγε και η μητέρα του να του πάει φαγητό. Τον βρήκε να καίγεται στον πυρετό. Ανήσυχη του έκανε τις περιποιήσεις που ήξερε, ξεχνώντας την πείνα και την κούραση της. Αλλά όσο πέρναγε η ώρα, ο πυρετός ανέβαινε και προτού προφτάσει να έρθει ο γιατρός, ο νέος ξεψύχησε στην αγκαλιά της απαρηγόρητης μάνας. 
 
Αλλόφρονη εκείνη από την απροσδόκητη συμφορά, σήκωσε το νεκρό σώμα και το πήγε στην εκκλησία του μάρτυρος. Το ακούμπησε πάνω στην λάρνακα των λειψάνων και πέφτοντας στα γόνατα, ξέσπασε σε σπαρακτικό θρήνο. Με πονεμένα λόγια, θύμισε στον μάρτυρα, σαν να τον είχε ζωντανό μπροστά της, όσα είχε κάνει για χάρη του και απαιτούσε από αυτόν να κάνει εκείνο που έκανε ο Ελισαίος για την Σωμανίτιδα. 
 
Ανάμεσα στα δάκρυα και στα αναφιλητά, συντριμμένη από τον πόνο, αποκοιμήθηκε. Είδε τότε ένα θαυμαστό όνειρο, που παρηγόρησε τη μητρική καρδιά της. Άνοιξε μπροστά στα μάτια της ο Ουρανός και μέσα από φως υπέρλαμπρο παρουσιάστηκε ο μάρτυς του Χριστού, στεφανωμένος με ολόχρυσο στεφάνι. Η δόξα του δεν περιγράφεται. Κρατούσε από το χέρι, σαν φίλος τον φίλο του, τον γιο της χήρας, που φόραγε και αυτός ολάνθιστο στεφάνι στο όμορφο κεφάλι του. 
-Μη με κατηγορείς για αγνωμοσύνη, Κλεοπάτρα της είπε ο μάρτυς με γλυκύτητα. 
Θυμάσαι πόσες φορές γονατιστή μπροστά στα λείψανα μου, γύρευες χάριτες για το παιδί σου; 
Τι πιο μεγάλο χάρισμα μπορούσα να σου ανταποδώσω από τούτη τη δόξα που βλέπεις; 
Αν, ύστερα από αυτό εξακολουθείς να τον γυρεύεις κοντά σου, είναι ελεύθερος να έλθει. 
Και γυρίζοντας στον νέο, του έδειξε την πονεμένη μητέρα. 
-Φίλε μου, μπορείς να πας μαζί της. 
Εκείνος όμως έπεσε στην αγκαλιά του μάρτυρος, σαν να μην ήθελε ποτέ να τον αποχωριστεί, και στρέφοντας στη μητέρα του ελαφρά το κεφάλι, της είπε: 
-Επιμένεις λοιπόν να μου στερήσεις αυτή την ευτυχία; 
Θέλεις ποτέ να με ξαναφέρεις από τα αιώνια στα πρόσκαιρα και από τη χαρά στη λύπη; 
Πάψε, μητέρα, να πενθείς και ετοιμάσου να μας συναντήσεις. 
 

Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πληγωμένη καρδιά της χήρας, ύστερα από την οπτασία. Αφού έθαψε το παιδί της στην καινούρια εκκλησία, μοίρασε στους φτωχούς, όλη την περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρούχα και έμεινε εκεί κοντά στον τάφο του μάρτυρος και του παιδιού της. Επτά ολόκληρα χρόνια περιποιήθηκε το ναό και πέθανε με φήμη αγίας.
 
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι,
Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σελ. 18-21).
Εμείς από εδώ
Η πρώτη εικόνα που πλαισιώνει το κείμενο
είναι του Γιώργου Κόρδη

Βάϊα Γεωργαννάκη – Η απλή χωρική.



Η Βάϊα Γεωργαννάκη γεννήθηκε στο χωριό Ριζοβούνι της Λάκκας Σουλίου του νομού Πρεβέζης, το 1927. Ήταν δίδυμη με μία άλλη αδελφή της, η οποία όμως δεν έζησε.
Η μητέρα της Φωτεινή έφυγε και αυτή πολύ νωρίς για τους ουρανούς, πέφτοντας από μια ελιά όταν το βρέφος της ήταν σαράντα ημερών. Ο πατέρας της ξανανυμφεύθηκε και απέκτησε άλλα τρία παιδιά.
Η Βάγια σεβόταν πολύ την μητρυά της. Ώς μεγαλύτερη που ήταν, φρόντιζε για όλα. Ήταν μικρομάννα και έτρεχε παντού στα γίδια, ξυπόλυτη επάνω στο βουνό, στα χωράφια να σκαλίση, στο δάσος να κόψη και να κουβαλήση ξύλα, κ.λπ. Ήταν πολύ γερό κορίτσι και τόσο φιλότιμη και εργατική, που έτρεχε σε όλες τις δουλειές πρώτη.
Παντρεύτηκε μικρή και το 1947 γεννήθηκε το πρώτο της παιδί. Συνολικά απέκτησε έξι παιδιά. Ήταν χαρούμενος άνθρωπος και ζωντανή γυναίκα, ώστε όλοι στο χωριό την θαύμαζαν.
Ένα από τα παιδιά της αρρώστησε βαρειά. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να του προσφέρουν καμμιά βοήθεια. Ως μάννα πονούσε πολύ για το παιδί της και ήταν έτοιμη και την ζωή της να θυσιάση. Έπαιρνε το παιδί στην πλάτη και ανέβαινε στα βουνά και πήγαινε ώρες ποδαρόδρομο σε Μοναστήρια και Εκκλησίες της περιοχής, για να το γιατρέψη.
Ζώντας έτσι καθημερινά μέσα σ’ αυτόν τον πόνο, βλέπει στον ύπνο της μια γυναίκα η οποία της είπε: «Να πάρης το παιδί σου και καθαρά ρούχα και να έρθης στο σπίτι μου. Εκεί θα κατέβεις πολλά σκαλοπάτια στο άγιασμα, θα πλύνεις το παιδί, θα το αλλάξεις, θα πάρεις παπά να λειτουργήση και το παιδί θα γίνει καλά».
Την άλλη ημέρα είπε το όνειρο της στον σύζυγό της, ο οποίος την αποπήρε και την μάλωσε να μην πιστεύη σε όνειρα και φαντασίες. Η Βάγια όμως δεν ησύχαζε. Ρώτησε και τελικά έμαθε ότι υπάρχει μία τέτοια Εκκλησία στο απέναντι χωριό στους Κομτσιάδες-Αμπελιά. Πράγματι σώζεται ο μικρός ναός της Αγίας Παρασκευής, μνημείο του δεκάτου αιώνος. Πίσω από το ναό υπάρχει μία μεγάλη σπηλιά από όπου μία σκάλα με πολλά σκαλοπάτια οδηγεί στο αγίασμα της αγίας Παρασκευής που τρέχει σαν ποτάμι. Μόλις το έμαθε παίρνει το παιδί της και ανεβαίνει στο βουναλάκι της αγίας Παρασκευής.
Εκεί βρήκε την σπηλιά, τα σκαλοπάτια και τον τόπο, όπως τον είχε δει στο όνειρο της. Έλουσε το παιδί, λειτούργησε το Εκκλησάκι και το παιδί έγινε αμέσως καλά.
Η σιδερένια της υγεία όμως πολύ γρήγορα έμελλε να γίνη θρύψαλα. Κάποτε η Βάγια πήγε στην βρύση να πλύνη και λιποθύμησε. Έκτοτε λιποθυμούσε συχνά και η ζωή της έγινε μαρτύριο. Λιποθυμούσε στο σπίτι, στην Εκκλησία, στο χωράφι, στο δρόμο. Έχανε τελείως τις αισθήσεις της, έπεφτε κάτω και μετά από λίγη ώρα συνερχόταν.
Τα μικρά της παιδιά ζούσαν και αυτά το μαρτύριο τους. Έβλεπαν την μάννα τους να υποφέρη και αυτά από πάνω της έκλαιγαν νομίζοντας ότι πέθανε. Πάντοτε όμως καταλάβαινε όταν θα λιποθυμούσε, γι’ αυτό τα προειδοποιούσε, τα καθησύχαζε και τους έλεγε: «Θα αρρωστήσω, να μην φοβηθήτε, να με αφήσετε και εγώ θα συνέλθω μόνη μου».

Τί ήταν αυτό που πάθαινε; Η θεία της που την έζησε από μικρό κοριτσάκι, το αποδίδει στην πείνα. Ζούσε με τόση φτώχεια και πείνα που για τα σημερινά δεδομένα είναι απίστευτο. Η οικογένεια της ήταν η πιο φτωχή στο χωριό και την ίδια την αποκαλούσαν «φτωχοβάγια».
Αλλά στο μαρτύριο αυτό προστέθηκε και ένα άλλο ψυχικό μαρτύριο από τους ανθρώπους, πιο οδυνηρό. Στο χωριό μερικοί χαιρέκακοι άνθρωποι «προσέθηκαν επί το άλγος των τραυμάτων»1 της, επιδίωξαν δηλαδή να την βγάλουν τρελλή για να την κλείσουν σε τρελλοκομείο στην Κέρκυρα.
Άλλοι στο χωριό την απέφευγαν σαν να ήταν ιασμένη και κορόιδευαν τα παιδιά της. Μόνον αυτός που τα έζησε μπορεί να καταλάβη τι σημαίνουν αυτά για μία τρυφερή παιδική ψυχή και πόσο αβάστακτος ήταν ο πόνος για μία μητρική καρδιά, η οποία υπέφερε περισσότερο για τα παιδιά της παρά για τον εαυτό της.
Αλλά η Βάγια ήταν άνθρωπος του Θεού και άντεξε. Σήκωσε αυτόν τον σταυρό που της έδωσε ο Κύριος με πολλή πίστη, υπομονή και ταπείνωση. Ποτέ δεν γόγγυξε, δεν τα έβαλε με τον Θεό. Ταπεινή έσκυβε το κεφαλάκι της στο θέλημα του Θεού.
Σαν άνθρωπος ώρες-ώρες λύγιζε, έκλαιγε, παραπονιόταν και πικραινόταν, ιδιαιτέρως όταν κάποιοι με την στάση τους την εξουθένωναν και επιχειρούσαν να της κάνουν κακό. Αλλά ο καλός Θεός που είναι ο Θεός των καταφρονεμένων, των αδικουμένων και των πονεμένων, ποτέ δεν την άφησε μόνη της. Την προστάτευε πάντα, της έδινε δύναμη και κουράγιο για νέες δοκιμασίες.
Το βράδυ άναβε το καντηλάκι μπροστά στο εικονοστάσι. Αφού πρώτα έβαζε το μικρό γυιό της να κάνη το σταυρό του, του ετοίμαζε να κοιμηθή, με μητρική δε τρυφερότητα τον καληνύχτιζε και τον φιλούσε. Πήγαινε ύστερα μπροστά στις εικόνες και έκανε την προσευχή της.
«Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, Αφέντη μου. Δοξασμένο το όνομα Σου. Παναγία μου, φύλαξε τα παιδιά μου και όλον τον κόσμο». Στο τέλος έβγαζε κι έναν αναστεναγμό «ώϊ, μαννούλα μου». Ύστερα άρχιζε να κάνη μετάνοιες στρωτές μέχρι κάτω με σταυρούς. Κατόπιν έσκυβε κάτω το κεφάλι της σιγοψιθυρίζοντας τις υπόλοιπες αλάλητες προσευχές της.
Στην Εκκλησία πήγαινε πάντα όλες τις Κυριακές και τις Εορτές, και κρατούσε όλες τις αργίες σχολαστικά.
Όταν ο παπάς διάβαζε το Ευαγγέλιο μπροστά στην Ωραία Πύλη, πήγαινε, γονάτιζε κάτω από το Ευαγγέλιο και έβαζε το πετραχήλι πάνω στο κεφάλι της. Όταν τελείωνε η ανάγνωση του Ευαγγελίου, φιλούσε το πετραχήλι, το Ευαγγέλιο και το χέρι του παπά με πολλή ευλάβεια.
Επειδή λιποθυμούσε και μέσα στην Εκκλησία, της έλεγαν μερικές γυναίκες να σταματήση να εκκλησιάζεται επειδή την έπιαναν, όπως έλεγαν, τα κεριά, το λιβάνι και δεν είχε καθαρό αέρα, αλλά αυτή τους απαντούσε:
«Εμένα και να με σκοτώσετε, δεν μπορεί κανένας να με βγάλη μέσα από το σπίτι του Θεού, θα πηγαίνω και ας πεθάνω».
Αλλά οι δοκιμασίες του Ιώβ δεν έχουν τελειωμό για την Βάγια. «Ον αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται»1.

Μία ημέρα, στο σχολείο, ένα από τα παιδιά της έπαιζε με μια μπάλα λερωμένη και μολύνθηκε. Όταν ήρθε στο σπίτι δεν το είπε στην μάννα του για να το λούση, αλλά ξάπλωσε το βράδυ κάτω στρωματσάδα μαζί με τα άλλα παιδιά και το πρωί ξύπνησαν τα παιδιά της όλα με σπυριά στο κεφάλι. Από την στενοχώρια της μόλις τα είδε, έπαθε ισχυρό νευρικό κλονισμό. Στενοχωρήθηκε τόσο πολύ που δεν άντεξε, ξαναρρώστησε και γι’ αυτό την έστειλαν στο Νοσοκομείο. Τα παιδιά της τέλος τα έστειλαν στην Αθήνα στο Νοσοκομείο Συγγρού όπου και θεραπεύτηκαν, αλλά όταν γύρισαν στο χωριό με τα λίγα μαλλάκια τους όλοι τα απέφευγαν ακόμη και οι συγγενείς για να μην κολλήσουν. Κανένας δεν άνοιξε το σπίτι τους να πάρη τα παιδιά παρά μόνο μία ξαδέλφη της (του Θωμά Χρηστια η μάννα) τα πήρε και τα φρόντισε με αγάπη ώσπου να έρθη η μάννα τους.
Νέα όμως φουρτούνα ξεσπάει επάνω της. Είχε γεννηθή και το τέταρτο παιδί της, η Ελενίτσα. Θα ήταν μέχρι δύο χρόνων. Η μάννα έλειπε και πάλι άρρωστη στο Νοσοκομείο. Η Φωτεινή, η μεγάλη αδελφή που θα ήταν και αυτή 5-6 χρόνων, εκτελούσε χρέη μάννας, νοικοκυράς και φρόντιζε και την μικρή. Εκεί που το είχε στην κούνια και το κουνούσε, αυτό έκλαιγε συνέχεια. Το τάισε αλλά αυτό πάλι έκλαιγε. Τέλος σταμάτησε το κλάμα και νόμισε ότι το μωρό αποκοιμήθηκε. Αργότερα ήρθε η νουνά της Ελενίτσας για να δη τι κάνει• το κοιτάζει, το πιάνει αλλά το μικρό είχε πεθάνει. Σαν αγγελουδάκι έφυγε για τους ουρανούς.
Αφού την θάψανε, αργότερα πήγε ο σύζυγος της να παραλάβη την Βάγια από την Ηγουμενίτσα. Με τα πόδια πήγε και με τα πόδια γύρισαν στο χωριό, βουνό-βουνό ημέρες ποδαρόδρομο. Στο Νοσοκομείο την είχαν περιποιηθή. Έφαγε λίγο καλό φαγάκι και πήρε επάνω της, όταν δε γύρισε στο χωριό ήταν πολύ όμορφη, όπως τους φάνηκε. Αυτή όμως με αγωνία και ανησυχία ζητούσε να δη το παιδί της. Ο πατέρας την ξεγελούσε προσπαθώντας να μην της πη το δυσάρεστο και θλιβερό αλλά της έλεγε ότι είναι στους παππούδες στην Φιλιππιάδα. Έτρεξε εκεί όπου έμαθε την αλήθεια ότι πέθανε η Κλενίτσα, και είπε: «Α! καλά το είχα δει εγώ στον ύπνο ότι πέθανε το παιδί μου και σεις με ξεγελάσατε!»
Την έκλαιγε απαρηγόρητα. Και όταν της έλεγαν φτάνει πια, πέρασαν τόσα χρόνια, απαντούσε: «Η μάννα ποτέ δεν ξεχνάει το παιδί της, όσα χρόνια και αν περάσουν».
Παρά τις τόσες μεγάλες φουρτούνες που είχε περάσει στην ζωή της, δεν ήθελε να δείχνη τον πόνο της και έκρυβε μέσα της τον μεγάλο σταυρό που σήκωνε. Δεν ήθελε να την λυπούνται και να την παρηγορούν γι’ αυτό και συμμετείχε σ’ όλες τις χαρές και τις λύπες του χωριού.
Στους γάμους πήγαινε πάντοτε πρώτη με το δώρο της. Όταν της έλεγαν, «βρε Γιώργαινα, τί το θέλεις εσύ το δώρο, φτωχειά γυναίκα, εσένα κανένας δεν σε παρεξηγεί», τότε αυτή έλεγε: «Όχι, η φτώχεια, φτώχεια, και ο γάμος, γάμος. Είναι υποχρέωση, εγώ ας μην έχω να φάω, το δώρο μου θα το πάω και θα τους ευχηθώ».
Και όχι μόνο πήγαινε αλλά και έσερνε πρώτη τον χορό και τραγουδούσε. Χόρευε πολύ ωραία, τους παραδοσιακούς χορούς του χωριού και όλοι δεν πίστευαν στα μάτια τους, πως μία γυναίκα με τόσα βάσανα εύρισκε το κουράγιο και νικούσε τον εαυτό της.
Επίσης της άρεσαν πολύ οι γιορτές που γίνονταν στο Σχολείο. Πήγαινε με λαχτάρα να ακούση τα παιδιά που έλεγαν τα ποιήματα στις Εθνικές Εορτές, που έπαιζαν τα δράματα και τραγουδούσαν.
Όλη της όμως η ψυχή και η καρδιά ήταν δοσμένη στην Εκκλησία, στις γιορτές και στα πανηγύρια που γίνονταν στα διάφορα εξωκκλήσια του χωριού: Στην Παναγία στο Καστρί, στην αγία Μαρίνα, στην αγία Παρασκευή, στην άγια Σοφία, στον προφήτη Ηλία, στην Παναγιά του Λαπόβου, στον άγιο Δημήτριο στην Φιλιππιάδα κ.α.
Εκεί όμως όπου έλαμπε από χαρά ήταν τα Χριστούγεννα, στην γιορτή του γυιού της, και την Μ. Εβδομάδα, όταν άρχιζε τις ετοιμασίες για την Λαμπρή, το Πάσχα.
Κάποιο έτος έστειλε τον μικρό της γυιό να κόψη κόκκινα τριαντάφυλλα από τις τριανταφυλλιές για να τα πάνε στον Επιτάφιο την Μεγάλη Παρασκευή. Πηγαίνοντας για την Εκκλησία ο μικρός από αφέλεια τα μύρισε. Τότε αμέσως του δίνει μία-δυό στα χέρια και του λέγει: «Μην τα μυρίζης, παιδί μου, δεν κάνει. Θα τα πάμε στον Χριστό τα τριαντάφυλλα και πρέπει να είναι αμύριστα, καθαρά και αγνά. Γρήγορα, πέταξε τα και τρέξε να κόψης άλλα».
Και στον Επιτάφιο αν δεν περνούσαν τρεις φορές σταυρωτά κάτω από το τραπέζι μπουσουλώντας τα παιδιά της για να πάρουν ευλογία, δεν τα άφηνε να βγουν έξω από την Εκκλησία.
Ήταν στοργική και πολύ τρυφερή μάννα γιατί είχε πονέσει πολύ για τα παιδιά της. Γι’ αυτά με χαρά εστερείτο τα πάντα, μόνο ήθελε να τα έχει κοντά της.
Η αυτοθυσία της ήταν μεγάλη. Όταν την πήγαιναν στο Νοσοκομείο, καθόταν λίγο καιρό, μόλις δε δυνάμωνε λίγο και ένιωθε τον εαυτό της καλύτερα, δεν μπορούσε κανένας να την κρατήση μέσα, ούτε γιατροί, ούτε νοσοκόμες. «Θα φύγω», έλεγε, «θα πάω στα παιδιά μου, μ’ έχουν ανάγκη». Έφευγε και ερχόταν από την Φιλιππιάδα με τα πόδια. Νύχτα έφτανε, χτύπαγε να της ανοίξουν και τη νόμιζαν φάντασμα.
Εκεί όμως που ξεπέρασε τελείως τον εαυτό της ήταν η μέριμνα της για τα κορίτσια της. Προαισθανόταν τον θάνατο της και ζούσε μέρα-νύχτα σχεδόν με την μνήμη του θανάτου. Ήθελε προτού πεθάνη να έχη τακτοποιήσει τα προικιά των κοριτσιών.
«Όταν κλείσω τα μάτια μου», έλεγε, «θέλω τα παιδιά της Βάγιας να τα έχουν όλα, να μη τους λείπη τίποτα». Είχε πολύ φιλότιμο και μεγάλη λεπτότητα με ευαισθησία στις υποχρεώσεις της. Έτσι μ’ αυτήν την αγωνία και την μέριμνα, είχε καταδικάσει τον εαυτό της σχεδόν σε ασιτία, για να μπορέση να κάνη λίγες οικονομίες για τα παιδιά της. Της είχαν βγάλει μία συνταξούλα ως άρρωστη που ήταν. Μόλις έπαιρνε την συνταξούλα της πήγαινε κατ’ ευθείαν και αγόραζε νήματα. Καθόταν ύστερα ώρες και χτυπούσε στον αργαλειό για να υφάνη τα προικιά των κοριτσιών της που και χορτάτος να είναι κανείς δεν αντέχει και πολύ.
Τα χέρια της δούλευαν πάντα ασταμάτητα. Στον δρόμο που πήγαινε για το χωράφι, κρατούσε τις γίδες και συγχρόνως έπλεκε και καμμιά φανέλλα, ή έγνεθε με την ρόκα της.
Αν και ήταν πολύ φτωχειά, είχε πολύ καλή καρδιά και αγαπούσε να δίνη ελεημοσύνες όσο μπορούσε. Πάντα από’ αυτά που είχε πρώτα ξεχώριζε ένα μερίδιο και το έστελνε σε διάφορες οικογένειες, και ας είχε αυτή μεγαλύτερη ανάγκη από’ αυτές. Είχαν ένα μικρό χωραφάκι κάτω από το Καστρί, το Μοναστήρι, όπου φύτευαν όλα τα καλοκαιρινά. Πήγαινε να τα ποτίση μία ώρα δρόμο με το άλογο. Μάζευε τα κηπευτικά και μέχρι να τα πάη στο σπίτι της τα περισσότερα τα μοίραζε ελεημοσύνη. Ήταν αγράμματη, όμως δίδασκε πράττουσα και προσπαθούσε να μεταδώση στα παιδιά της το πνεύμα της ελεημοσύνης. Μία φορά κρεμάστηκε μία γίδα τους εκεί που βοσκούσε στα βράχια, αλλά πρόλαβε ο γείτονας και την έσφαξε. Τότε παίρνει σχεδόν την μισή γίδα, την βάζει σ’ ένα σακκί και την πηγαίνει σε μία ξαδέλφη του συζύγου της. Η γυναίκα αυτή πολύ συχνά την πρόσβαλλε και την πίκραινε με την στάση της, διότι ήθελε να ανακατεύεται στα οικογενειακά της. Εκείνη τότε συγκινήθηκε και άλλαξε συμπεριφορά.
Εκεί όμως που ήταν υπέροχη, ήταν η επικοινωνία με τους άλλους. Όλους στο χωριό τους αγαπούσε και συνήθιζε πρώτη αυτή, σαν να ήταν μικρότερη, να χαιρετά.
Ήταν ντυμένη πάντα στα μαύρα από τα τριάντα της χρόνια. Είχε επάνω της μία πηγαία γλυκειά ευγένεια, με σεβασμό προς τους άλλους και ευλάβεια στα θεία.
Τελευταία υπέφερε από λευχαιμία. Συχνά έκανε εμετούς. Ό,τι έτρωγε το έβγαζε και η κοιλιά της πρηζόταν. Αυτό φαίνεται πως το είχε χρόνια που την βασάνιζε και επηρέαζε και την όλη υγεία της. Γι’ αυτό είχε μεγάλη αδυναμία στον οργανισμό της. Την έστειλαν πρώτα στο Νοσοκομείο της Αγίας Όλγας στην Ν. Ιωνία. Ύστερα νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο του Αγίου Σάββα, στην Αθήνα. Οι γιατροί της είχαν πει να πηγαίνη κάθε έξι μήνες για εξετάσεις, να τρώη καλά, να ξεκουράζεται και να μην στενοχωριέται. Μόλις όμως γύριζε στο σπίτι, ριχνόταν στις δουλειές του σπιτιού, στα ζώα, στα χωράφια, στην σπορά, στο θέρος, στο νοικοκυριό. Η αρρώστια όμως μέσα της δούλευε σιγά-σιγά και την εξασθένιζε όλο και περισσότερο.
Εκτός από τις πολλές αρρώστιες και τα βάσανα της η Βάγια είχε και πόλεμο από τον διάβολο. Μια ημέρα κατά το μεσημέρι είδε οφθαλμοφανώς τον διάβολο που πήγε να την γκρεμίση κάτω από το άλογο, αλλά η Παναγία την οποία επικαλέστηκε την προστάτευσε. Εκεί κοντά ήταν ένα εξωκκλήσι της Παναγίας της Ελεούσας. Γι’ αυτό και σ’ όλη την ζωή της, όταν περνούσε από εκείνο το σημείο, ξεπέζευε από το άλογο, πήγαινε από ευγνωμοσύνη να ανάψη τα καντήλια και να ευχαριστήση την Παναγία.
Για τελευταία φορά πήγε στην Παναγία στο Καστρί, τον Δεκαπενταύγουστο. Μετά τον Εσπερινό έπιασε από το χέρι τον γυιό της και ρωτούσε:
«Δεν μου λες, παιδί μ’, όλα αυτά εδώ που δείχνουν ψηλά στους τοίχους τα κάναν στους Άγιους; Τόσα μαρτύρια και βασανιστήρια!». Κοίταζε τα παραστατικά μαρτύρια των Αγίων, κάνοντας τον σταυρό της και έλεγε ως συνήθως. «Μέγας Κύριε, Μέγας Κύριε, ήμαρτον, Χριστέ μου». Ποιος ξέρει τι αισθανόταν η ψυχή της! Τους συμπονούσε γιατί και η δική της η ζωή ήταν ένα συνεχές μαρτύριο.
Ύστερα από μισό χρόνο έμπαινε και η ίδια στο τελευταίο στάδιο του μαρτυρίου της. Οι εμετοί συνέχεια αυξάνονταν και αυτή είχε γίνει αδύνατη σαν φτερό, ώσπου μία ημέρα του Μαρτίου φώναξαν τον ταξιτζή του χωριού, ένα πονόψυχο άνθρωπο, τον Τάκη Μηλιώνη, για να την πάη στην Αθήνα στο Νοσοκομείο.
Κοίταζε γύρω-γύρω σα να τα έβλεπε για τελευταία φορά και έλεγε: «Θα γυρίσω πίσω ζωντανή;». Μάλλον έδινε κουράγιο μόνη της στον εαυτό της, διότι το ήξερε πολύ καλά ότι θα αναχωρούσε για τον ουρανό. Γι’ αυτό και πολύ καιρό πριν είχε περάσει και είχε χαιρετήσει το σόι της.
Στην Αθήνα που την πήγε ο ταξιτζής, μόνη της και ασυνόδευτη συνάντησε και πάλι την απονιά, όμως τώρα για τελευταία φορά. Κανένα σπίτι συγγενικό δεν άνοιξε να την δεχτή για λίγο, να ζεσταθή η ψυχούλα της πολύπαθης Βάγιας. Ο ταξιτζής την πήγε από καλωσύνη, με δική του πρωτοβουλία, στο Λαϊκό Νοσοκομείο στο Γουδί, άγνωστη σε άγνωστους και την έβαλαν σ’ ένα διάδρομο σε ράντζο.
Τότε ειδοποιήθηκε ο γυιός της και πήγε στο Νοσοκομείο να την δη. Ο γιατρός του είπε ότι πρέπει να κάνη εγχείρηση και του ζήτησε 50.000 δρχ. Το ποσό ήταν πολύ μεγάλο και δεν είχαν να δώσουν τόσα χρήματα, γι’ αυτό η εγχείρηση δεν έγινε. Έζησε μία εβδομάδα μόνο και εκοιμήθη. Εκεί άφησε το χιλιοβασανισμένο κορμάκι της, ενώ η ψυχούλα της φτερούγισε και πέταξε ανάλαφρη στους ουρανούς, στολισμένη με το στεφάνι της πίστεως, της ταπεινώσεως και της υπομονής. Σταμάτησε πια γι’ αυτήν ο πόνος, η θλίψη και ο στεναγμός, που ήταν οι πιο αγαπημένοι σύντροφοι της σ’ όλη της την ζωή. Εκοιμήθη στις 10 Μαρτίου του 1974, σε ηλικία 47 ετών.
Η κηδεία έγινε στο χωριό. Όλες οι καρδιές συμπόνεσαν την πιο φτωχή, την πιο πονεμένη, την πιο βασανισμένη και την πιο αγαπημένη γυναίκα του χωριού. Κανένας δεν είχε ούτε το παραμικρό παράπονο εναντίον της.
Ο παπάς του χωριού, που ποτέ δεν μιλούσε σε κηδείες, μίλησε στην κηδεία της Βάγιας και είπε πολλά επαινετικά γι’ αυτήν.
Η παρουσία της έχει μείνει αξέχαστη. Για πολλά χρόνια οι γυναίκες ,του χωριού, όταν συναντούσαν τα παιδιά της, ρωτούσαν: «Α, παιδάκι μου, συ είσαι το παιδί της Βάγιας;», και έκλαιγαν.
Η Βάγια όσο ζούσε μερικές φορές μιλούσε λίγο παράξενα, προέλεγε κάποια πράγματα, τα οποία ύστερα από χρόνια γίνονταν πραγματικότητα και τότε θυμούνταν τα λόγια της.
Αρκετό καιρό πριν από τον θάνατο της είχε κάτι προαισθανθή και γι’ αυτό είχε περάσει από το σόι της να τους χαιρετήση. «Φεύγω, εγώ θα φύγω, θα πάω να ανταμώσω την γιαγιά μας, τι θέλετε να της πω;».
Μία εβδομάδα πριν πάη για το Νοσοκομείο στην Αθήνα, πήγε στην αδελφή της την Αθηνά εκεί που μάζευαν τις ελιές στο χωράφι, και της λέει η Αθηνά: «Γιατί έκανες τόσο κόπο και ήρθες εδώ κάτω στο χωράφι;», και της απαντάει: «»Ε, πως να μην έρθω να χαιρετήσω την αδερφή μου; Αθηνά, για μένα πάει, τελείωσε το πανηγύρι, σε μια βδομάδα θα πεθάνω».
Όταν ένα από τα παιδιά της ήταν μικρό, είχε περάσει από το χωριό ένας Δεσπότης. Στο σπίτι εκεί που έτρωγαν και το παιδάκι πιο πέρα έπαιζε, σηκώνεται και λέγει σε ένα συγγενή της: «Αχ, βρε Σταύρε, να μου έδινε και εμένα ο Θεός ένα από τα παιδιά μου να γίνη άνθρωπος δικός του, αφιερωμένος στην Εκκλησία».
Η επιθυμία της και η ευχή της έγιναν πραγματικότητα. Ύστερα από χρόνια, το παιδί της αυτό επέλεξε την μοναχική ζωή.
Σε κάποιο συγγενή της μία φορά είχε πει: «Όταν βγης στην σύνταξη, θα χωρίσεις», και πράγματι χώρισε και έλεγε με θαυμασμό ότι είχε χάρισμα η Βάγια.
Σ’ ένα από τα παιδιά της που την είχε πικράνει πολύ, επειδή και πολύ το αγαπούσε, επάνω στον πόνο της του είχε πει: «Δεν θέλω να βγάλης το όνομα μου και ούτε το όνομα Βάγια να ακούσης».
Πράγματι αυτός στην κόρη του δεν έδωσε το όνομα της μάννας του αλλά και όταν ήταν καλεσμένη στα βαφτίσια της κόρης του αδελφού του ξαφνικά μέσα στην Εκκλησία, όταν άρχισε το μυστήριο, ο γυιός του κάτι έπαθε σαν πυρετό, σαν ρίγος, τον ‘βγαλαν έξω και τον πήγαν στο γιατρό. Όταν γύρισε, το μυστήριο είχε τελειώσει και δεν είχε ακούσει το όνομα Βάγια που έδωσαν στο κοριτσάκι. Και τότε θυμήθηκε την πρόρρηση της μάννας του.
Ο Θεός να αναπαύση την ψυχή της πολύπαθης Βάγιας στην Βασιλεία του, χαρίζοντάς της, αντί των προσκαίρων θλίψεων που υπέμεινε, την αιώνιον ζωήν. Αμήν.

Σημειώσεις :
1.Ψαλμ. ξη’,27.
1. Παροιμ. γ, 12.

Υπό ι. X. Αγιορείτου.

Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 10-η διήγηση.
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής, 2008.