Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΈΝΗΣ ΜΑΚΑΡΊΑΣ


Η καθηγούμενη της Ιεράς Μονής Παναγίας Βλαδιμήρσκαγια στην πόλη Βόλσκ, της επαρχίας Σαράτοβ, Ηγουμένη Μακαρία  διηγείται πώς και γιατί έγινε μοναχή, για τα μαθήματα του μοναχικού βίου και την αναστήλωση της Μονής στο Βολσκ.

Η Ηγουμένη Μακαρία (Σεμιόνοβα)Η Ηγουμένη Μακαρία (Σεμιόνοβα)

Ήθελα να γίνω συγγραφέας

Από πολύ μικρή ηλικία διάβαζα πολύ. Μετά το σχολείο, μπήκα στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της πόλης Καζάν, στη σχολή δημοσιογραφίας. Έχοντας φοιτήσει τέσσερα χρόνια, πήγα στη Μόσχα για να μπω στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Α.Μ.Γκόρκι. Ήθελα να γίνω συγγραφέας, και ήδη όλο και κάτι έγραφα. Και μπήκα με αυτά που είχα γράψει. Έψαχνα το στιλ μου, ονειρευόμουν να μάθω να γράφω.

Ούτε εγώ ούτε γνωστοί μου δεν είχαμε πνευματικά βιβλία. Ποτέ κανείς δε μας μιλούσε για την πίστη. Μόνο πολύ αργότερα κατάλαβα γιατί οι μπολσεβίκοι κατέστρεφαν τα λειτουργικά και πνευματικά βιβλία: αφού είναι ο λόγος του Θεού, είναι η χάρη. Η πραγματική λογοτεχνία μαλακώνει την ψυχή, ετοιμάζει τον άνθρωπο για τη συνάντηση με τον Θεό. Η πνευματική λογοτεχνία οδηγεί σε Αυτόν.

Όταν άρχισα να διαβάζω την «Διήγηση περί περασμένων χρόνων» του Οσίου Νέστωρα του Χρονογράφου, αμέσως ένιωσα το βάθος του έργου αυτού. Και μετά κατάφερα να διαβάσω το Ευαγγέλιο. Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ με αυτό το θεόπνευστο βιβλίο που το όνειρο να γίνω συγγραφέας με εγκατέλειψε για πάντα: δε θα γράψει κανείς τίποτα καλύτερο από το Ευαγγέλιο!

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Η ΠΟΝΤΙΑ ΓΙΑΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ.... ( Σ υ γ κ ι ν η τ ι κ ό )


 

Ήταν ένα απόγευμα της δεκαετίας του ογδόντα. 

Καθόμουν στο 'μπάρ' του ξενοδοχείου που εργαζόμουν ως υπάλληλος στήν Reception, στην κωμόπολη Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). 

Εκείνη τήν ημέρα δεν είχα βάρδια. 

Παρ΄όλο που υπήρξε κίνηση στο ξενοδοχείο, κατέπεσα σε μία αδράνεια.

Το να πάρω παραγγελίες, να δέχομαι πελάτες, να καταγράφω ταυτότητες, να συμπληρώνω φόρμες, να απαντάω στα τηλέφωνα κλπ. όλα αυτά με αγανάκτησαν. 

Παρήγγειλα ένα ποτό και σύρθηκα σε μια γωνιά. 

Μια ανυπότακτη νοσταλγία, είχε περικυκλώσει τον εγκέφαλο μου. 

Είχα επιθυμήσει το χωριό μου.

Μόλις είχα ξεκινήσει να ταξιδεύω προς τα παρχάρια (εξοχικά βουνά), της Μαύρης Θάλασσας, κάτω από τη μελωδία του γαβαλιού (φλογέρα) και της λύρας που ανακατευόταν με τα τραγούδια τον κοριτσιών, με ξύπνησε ένας συνάδελφος από το γλυκό όνειρο που μόλις είχε αρχίσει. 

Είχα ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο μου, που δούλευε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο.

Πέρασε καιρός που είχαμε γνωριστεί. 

Τότε, όταν πρωτογνωρισθήκαμε, μου είχε πει ότι κατά καιρούς φιλοξενούν Έλληνες στο ξενοδοχείο τους. Τον παρακάλεσα να με ειδοποιήσει όταν θα ξαναρθούν Έλληνες. 

Διότι, του είπα, ξέρω Ποντιακά και θέλω να τα συγκρίνω με τα Νέα Ελληνικά.

Γι’ αυτόν τον λόγο με τηλεφωνούσε τώρα :

«Έλα γρήγορα. 
Υπάρχει μία ομάδα Ελλήνων εδώ, οι οποίοι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν από το ξενοδοχείο. 

Είχα άδεια και δεν ήμουν εδώ. 

Γι’ αυτό και δε σε πήρα πιο πριν» μου είπε και χαιρετώντας έκλεισε το τηλέφωνο.

Τελικά παίρνω ένα ταξί και πάω στο ξενοδοχείο που βρισκότανε οι Έλληνες επισκέπτες.

Κατευθύνθηκα στην Reception. 

Πριν να κοντέψω καλά-καλά, ο φίλος μού έκανε σήμα και μού έδειξε το 'πούλμαν' που βρισκότανε έξω. 

Τρέχοντας προς το 'πούλμαν' που περίμενε έξω, με έπιασε ένα απερίγραπτο άγχος. 

Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. 

Δεν ήξερα πώς και με ποιόν να έρθω σε επαφή, τι να πω και τι συμπεριφορά θα δεχτώ. 

Ούτε χρόνος υπήρξε όμως για να σκεφθώ. 

Το μισό το 'πούλμαν' ήταν γεμάτο. 

Μερικοί επισκέπτες κυκλοφορούσαν γύρω από το πούλμαν. 

Μάλλον περιμένανε να έρθουν καί οι υπόλοιποι. 

Εγώ προτίμησα να μπω στο 'πούλμαν'. 

Μόλις μπήκα μέσα, άρχισα να κοιτάω στα μάτια τους ανθρώπους. 

Λες κι έψαχνα κάποιον συγκεκριμένο. 

Άρχισαν και αυτοί να με κοιτάνε διότι δεν ήμουν από την ομάδα, ούτε με συνάντησαν στο ξενοδοχείο. 

Μία στιγμή ντράπηκα τόσο πολύ, πού σκέφτηκα να βγω έξω.

Δεν ξέρω πώς ξεχείλισε η μικρή Ποντιακή φράση από τα χείλη μου, αλλά, λέγοντας «εγρεικά κανείς Ρωμαίικα;»,τους ερώτησα αν ξέρει κανείς Ποντιακά.

Μόλις διατύπωσα αυτήν την ερώτηση, όλα τα μάτια που βρισκόντουσαν μέσα στο 'πούλμαν', στράφηκαν προς τα μένα. 

Ίσως οι περισσότεροι να μην είχαν καταλάβει καν τι τους ερωτούσα.

Όμως μια ηλικιωμένη γιαγιά, σηκώθηκε από τη θέση της και με κοίταζε περίεργα λες κι ήθελε να με ερωτήσει κάτι. 

Μάλλον και αυτή δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. Της έλυσα τη γλώσσα , λέγοντας της την ίδια φράση που χρησιμοποίησα πιο πριν. 

Δηλαδή την ρώτησα αν ξέρει Ποντιακά.

Μου απάντησε με την ερώτηση στα Ποντιακά λέγοντας: «απόθεν είσε;». 

Δηλαδή με ερώτησε από πού είμαι.

Της είπα: «Είμαι ασην Τραπεζούντα (Από τη Τραπεζούντα είμαι)».

Μόλις άκουσε τη λέξη Τραπεζούντα, σηκώθηκε από τη θέση της και διασχίζοντας το στενό διάδρομο του πούλμαν, έρχονταν κοντά μου. 

Δεν είχα καταλάβει το τι έγινε.

Μόλις έφτασε, με αγκάλιασε με φίλησε και αμέσως έβαλε τα κλάματα. 

Από τη μία με αγκάλιαζε και από την άλλη κλαίγοντας άρχισε να μιλά στα Ποντιακά.

Μου είπε:«Να είνομε γουρπάντ σα ποδάρες. (να θυσιαστώ στα πόδια σου)».

Αυτή η φράση χρησιμοποιούνταν από μας αλλά μόνο από μικρούς που ζητούσανε ελεημοσύνη από μεγάλους σε περίπτωση που ήταν ένοχοι για κάτι. 

Ποτέ ένας ηλικιωμένος, ή ηλικιωμένη δεν θα το χρησιμοποιούσε σε μικρότερο. 

Είχα πάθει σοκ. 

Δεν ήξερα τι να πω.

Από την ντροπή μου ίδρωσα και έγινα μούσκεμα.

Συνεχίζοντας η γιαγιά, με ρώτησε: «απόθεν εξέβες και έρθες, αδακές ντ’ αραέυεις, εσείς ακόμε σην Τραπεζούτα γιασαέβειτε; (από πού βγήκες και ήρθες, τι ψάχνεις εδώ, εσείς ακόμη στην Τραπεζούντα ζείτε;)».

Ούτε σε αυτές τις ερωτήσεις της απάντησα. 

Αλώστε με είχε αγκαλιάσει τόσο σφιχτά, που αισθανόμουν τα δάκτυλα της στο κορμί μου. 

Μ’ αγκάλιαζε και δε μ’άφηνε να την κοιτάξω καλύτερα και να της πω και εγώ κάτι. 

Συχνά με κοιτούσε για λίγο στα μάτια, ξανά με αγκάλιαζε και ψιθυρίζοντας κάτι έκλαιγε. 

Λες κι ήμασταν γιός και μητέρα που βρεθήκαμε πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. 

Δεν μπορούσε να με χορτάσει. 

Οι υπόλοιποι Έλληνες που βρισκόντουσαν στο πούλμαν, μας κοιτούσαν έκπληκτοι...

Νομίζω πως δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν την κατάσταση. 
Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε έτσι. 

Όμως ήρθαν και αυτοί που έλειπαν και το πούλμαν ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. 

Κάποιοι από τους επιβάτες, ειδοποίησαν την γιαγιά για να περάσει στη θέση της. 

Η καημένη η γιαγιά, κλαίγοντας με λυγμούς, με άφησε και στράφηκε προς τη θέση της. 

Είχε εξαντληθεί τόσο πολύ που πηγαίνοντας, κρατούσε δεξιά κι’ αριστερά. 

Μάλλον και από τα δάκρυα που κατέβαζε, δεν έβλεπε καλά που βάδιζε. 

Από πίσω, μόνο μερικά δευτερόλεπτα μπόρεσα να την κοιτάξω. 

Έπρεπε να βγω από το 'πούλμαν'.

Βγαίνοντας έξω, έτρεξα προς το μέρος του 'πούλμαν' εκεί που ήταν η θέση της γιαγιάς. 

Με είχε δει και εκείνη και με χαιρετούσε. 

Λες κι αυτή έφευγε στην ξενιτιά και εγώ έμενα στην πατρίδα. 

Το πούλμαν αποχώρισε και απομακρύνθηκε.

Κοιτάζοντας προς το 'πούλμαν', με έπιασε μελαγχολία. 

Σαν να ήρθε η γιαγιά μου από το χωριό, με είδε και προσθέτοντας στην νοσταλγία μου έφευγε. 

Ούτε εγώ μπόρεσα να μάθω το όνομα της γιαγιάς, μα ούτε εκείνη ερώτησε το δικό μου.

Από τότε στη μνήμη μου, αυτή η γιαγιά έμεινε ως «γιαγιά χωρίς όνομα».

Ύστερα από κάμποσα χρόνια βρέθηκα σε κάποιο χωριό της Ελλάδος και φιλοξενήθηκα από μία γιαγιά πού ονομάζονταν Σουμέλα.

Αυτή μού διηγήθηκε κάποιες ιστορίες πού έζησαν οι δικοί της στον ξεριζωμό. 

Μού είπε για τα παιδιά πού χάθηκαν στον δρόμο. 

Όπως και σε μας πριν από είκοσι χρόνια , έτσι και στην εποχή των δικών της, οι κοπέλλες παντρευόντουσαν σε παιδική ηλικία, ώστε πολλές μανάδες πού έχασαν τα παιδιά τους ήταν και οι ίδιες παιδιά. 

Γι αυτό και μερικές δεν άντεξαν και έχασαν τα λογικά τους μετά τον θάνατο των παιδιών τους. 

Η γιαγιά Σουμέλα ακόμα δεν είχε καλά-καλά ξεφορτώσει τους πόνους της επάνω μου, κι’ εγώ ταξίδευα στο παρελθόν. 

Θυμήθηκα την «γιαγιά χωρίς όνομα» πού είχα συναντήσει στην Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). 

Τώρα καταλάβαινα καλύτερα γιατί η «γιαγιά χωρίς όνομα» με αγκάλιαζε τόσο σφιχτά… 

Ίσως στο πρόσωπό μου να έβλεπε κάποιο χαμένο παιδί της… 

Ποιος ξέρει…

Στην εποχή της ανταλλαγής, αυτοί πού ξεριζώθηκαν και βρέθηκαν στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια ήλπιζαν ότι μια μέρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους στην πατρίδα, πού τα έχτισαν με νύχια και με δόντια. 

Ήλπιζαν να ξαναβρεθούν στα πανέμορφα παρχάρια (εξοχικά βουνά) τους, και όπως πριν να ξαναχορέψουν όλοι μαζί.

Προσδοκώντας να επιστρέψουν, πολλοί από αυτούς δεν δημιούργησαν περιουσία. 

Όπως τονίζει ο Τραπεζούντιος συγγραφέας İlyas Karagöz, οι μουσουλμάνοι συμπατριώτες τους, πού έμειναν στον Πόντο, τους περίμεναν επί έξι χρόνια διαφυλάσσοντας τις περιουσίες τους, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα ξαναγυρίσουν οι ιδιοκτήτες τους. 

Γι αυτό και δεν επέτρεψαν σε κανένα μουσουλμάνο πρόσφυγα από τα βαλκάνια να μπει σ΄ αυτά τα χωριά. 

Τόσο πιστοί στάθηκαν απέναντι στους συμπατριώτες τους.

Άρα γε βρίσκεται σήμερα κανείς Τραπεζούντιος πού μοιάζει στον παππού του;


(το άρθρο αυτό, έχει δημοσιευτεί το 23/12/2007 στην εφημερίδα 'Radikal' στην Τουρκία.)
 

Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ

ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ

« Τα παιδικά μου χρόνια χωρίς ιδιαίτερα βιώματα από εκκλησιαστική ζωή. Στη διάρκεια των σπουδών μου, ένταξη στο χώρο της δογματικής αριστεράς, η οποία – τουλάχιστον τότε – περιλάμβανε στο ¨πακέτο¨ και τη μαχητική αθεΐα. Με κλονισμένη την πίστη, γνωρίζω έναν ομοϊδεάτη συνάδελφο και παντρεύομαι….

Γεννιέται η κόρη μας με σπάνιο-σοβαρότατο καρδιολογικό πρόβλημα. Μεγάλος πόνος, που δίνει και τη χαριστική βολή στα τελευταία ψίχουλα της πίστης μου. Πώς να χωρέσει το μυαλό μου ότι αυτό το πανέμορφο λεπτεπίλεπτο πλάσμα έχει μόνο μερικούς μήνες ζωής; Στο κόμμα μου λένε: Τα βλέπεις; Πού είναι ο Θεός;

Φυσικά το παιδί μας δεν το βαφτίσαμε και ήμασταν περήφανοι με τον πατέρα του ότι σταθήκαμε συνεπείς στις αρχές μας. Του δώσαμε το όνομα Μαρία, όταν το δηλώσαμε στο ληξιαρχείο. Παρά τις προβλέψεις η Μαρία δε «φεύγει» στους πρώτους μήνες. Μεγαλώνει με το πρόβλημα της καρδούλας της, με μαρτυρικές κρίσεις άπνοιας, με επιπλοκές. Συμβαίνει όμως κάτι το θαυμαστό.

Παρόλο που ζούσε σε μαχητικά αθεϊστικό περιβάλλον, είχε μια ανεξήγητη πίστη στο Θεό, μια ηρεμία, μια καρτερικότητα. Αντί να τη στηρίζουμε εμείς, μας στήριζε εκείνη! Οκτώ ετών η Μαρία, και σε μια απέλπιδα προσπάθεια θεραπείας την πάμε στην Αμερική. Εκεί απλώς επιβεβαιώνεται ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Γυρίζουμε πίσω χωρίς καμιά πλέον ελπίδα.

Όμως το ταξίδι δεν πήγε τελείως χαμένο, γιατί εκεί γνωρίσαμε μια ομάδα Ελλήνων μεταπτυχιακών φοιτητών, που ήταν συνειδητοί χριστιανοί. Ήταν εθελοντές στον νοσοκομείο. Μας συμπαραστάθηκαν, και το κυριότερο, ανάπτυξαν μια πολύ δυνατή φιλία με τη Μαρία μας. Εγώ κι ο άντρας μου τους βλέπαμε με συμπάθεια και κατανόηση. Δεν μας φαινόταν «φυσιολογικό», άνθρωποι με τέτοια μόρφωση να θρησκεύουν.

Γυρίζοντας στην Ελλάδα η Μαρία συνεχίζει να προσεύχεται και να χαίρεται, όταν η γιαγιά της την πηγαίνει στην Εκκλησία. Πάει στο γυμνάσιο, Άριστη μαθήτρια. Γλυκύτατο πλάσμα. Εγώ, μ΄ένα μόνιμο μαχαίρι στην καρδιά!

Κάποια μέρα στο σχολείο, σε μια ελεύθερη συζήτηση στο μάθημα των θρησκευτικών, μπροστά σε όλα τα παιδιά, λέει στο θεολόγο:

-Κύριε, δεν είμαι βαφτισμένη, και θέλω τόσο πολύ να βαπτιστώ! Μπορείτε να με βοηθήσετε;

Άφωνος ο καθηγητής. Τα παιδιά την πειράζουν: Καλά εσένα σου δώσανε το όνομα όπως στα σκυλάκια!

-Όχι τους είπε. Οι γονείς μου με σεβάστηκαν και μου είπαν να επιλέξω εγώ πότε θα βαπτιστώ. Και τώρα το θέλω πάρα πολύ!

Ο θεολόγος με καλεί στο σχολείο και δειλά με ρωτάει, αν έχω αντίρρηση για τη βάφτιση. Σκίζεται η καρδιά μου στα δύο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν η αιτία να είναι πικραμένο το κοριτσάκι μου, που ποτέ δεν μου είχε ζητήσει τίποτε. Και τώρα – μέσω του καθηγητή της – μου ζητούσε μόνο να βαφτιστεί! Πώς μπορούσα να είμαι τόσο εγωίστρια και εγκλωβισμένη σε ιδεολογίες;

Γυρνάω σπίτι, την αγκαλιάζω κλαίγοντας και της υπόσχομαι ότι θα βαπτιστεί όσο πιο γρήγορα γίνεται. Παρακάμπτοντας θαυματουργικά τη λυσσαλέα αντίρρηση του πατέρα της, βαφτίζεται, σ΄ένα μυστήριο που συγκλόνισε τους λίγους παριστάμενους. Έφτιαξε μόνη της τη λιτή λαμπάδα της, απάγγειλε το «Πιστεύω», συμμετείχε…

Δύο χρόνια μετά η Μαρία είναι στα 14 και η υγεία της επιδεινώνεται ραγδαία. Λόγω πνευμονικής υπέρτασης παθαίνει κρίσεις με συνεχείς αιμοπτύσεις. Ένας μαρτυρικός μήνας στο Ωνάσσειο με εξανεμισμένες όλες πια τις ελπίδες. Το παιδί γαλήνιο, καρτερικό, προσευχόμενο. Κι εγώ απογοητευμένη απ΄ όλες τις ιδεολογίες και τα πολιτικά σχήματα, απλώς είμαι δίπλα της, χωρίς να μπορώ να κατανοήσω, από πού αντλεί δύναμη.

Οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Την παίρνω σπίτι. Το ήθελε και η ίδια. Οι αιμοπτύσεις συνεχίζονται. Εγώ δίπλα της, μόνο να κλαίω μπορούσα, όταν κοιμόταν. Σε μια έντονη αιμόπτυση μου λέει:

-Μανούλα, όταν γίνεται κάτι πολύ κακό, ο Θεός δίνει κάτι πολύ μεγάλο. Κι εγώ τώρα περνάω κάτι πολύ κακό, αλλά ο Θεός μου ετοιμάζει κάτι πολύ μεγάλο!

Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε! ώρα 11 το βράδυ, 12 Νοεμβρίου 1995. Μια νέα αιμόπτυση την εξάντλησε. Δύσπνοια και δυσφορία. Η Μαρία μου σταυροκοπιόταν. Εγώ παρακαλούσα (δεν ξέρω ποιόν) να μην βασανίζεται άλλο. Στις δύο τα ξημερώματα παθαίνει εγκεφαλικό. Γέρνει το κεφαλάκι της και αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά της. Βλέποντάς την να έχει χάσει κάθε επαφή με το περιβάλλον, ουρλιάζω:

– «Δεν υπάρχει Θεός; Πού είναι ο Θεός;»

Και τότε ανοίγει τα μάτια της, μου ρίχνει ένα κουρασμένο, γαλήνιο βλέμμα και ψιθυρίζει:

– Μαμά υπάρχει Θεός!

Και ξανακλείνει τα μάτια της για πάντα, στην αγκαλιά μου. Στην αγκαλιά του Θεού, ξεκούραστη πια, βαφτισμένη! Δεν θα περιγράψω την πορεία μου μετά. Η Μαρία μου έγινε η πνευματική μου μητέρα, ο άγγελος που μεταμόρφωσε την οικογένειά μου, η μεσίτριά μου στον Ουρανό. Αυτή με βοήθησε να αναστηθώ από τον πνευματικό μου θάνατο. Από τότε η ζωή μου, μόνο με θαύμα μπορεί να παρομοιαστεί. Οι δωρεές του Θεού τόσο πλούσιες, που δεν τις αντέχω….»

πηγη.ΒΑΛΣΑΜΟ ΨΥΧΗΣ

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

Τη Ι΄ (10η) Μαρτίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Πατρικίας.


Αναστασία η Οσία Μήτηρ ημών, η Πατρικία, ήκμασεν εν Κωνσταντινουπόλει κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού Α΄ του Μεγάλου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη φκζ΄ - φξε΄ (527 – 565). Κατήγετο δε η μακαρία εξ ευγενών και πλουσίων γονέων, παρά των οποίων και ανετράφη με πάσαν επιμέλειαν και φόβον Θεού. Όθεν και όταν ήλθεν εις ηλικίαν απελάμβανε μεγάλης εκτιμήσεως δια την προς τον Θεόν ευλάβειαν και την φιλάνθρωπον αυτής γνώμην, διο και ο βασιλεύς εκτιμών τας αρετάς της είχεν αναδείξει αυτήν πρώτην πατρικίαν του Παλατίου. Παρ’ όλας όμως τας τιμάς, τας οποίας απελάμβανεν, είχεν η μακαρία τον φόβον του Θεού εν τη καρδία της και εφύλαττε μετά πάσης επιμελείας τας εντολάς του Θεού.

Είχεν ακόμη η αοίδιμος Αναστασία φυσικήν ανδρείαν και πολλήν πραότητα, ώστε όλοι οι φιλόθεοι Χριστιανοί έχαιρον δια τας αρετάς της, ως και αυτός ο ίδιος ο βασιλεύς Ιουστινιανός. Επειδή δε ο των ζιζανίων σπορεύς διάβολος συνηθίζει να φθονή πάντοτε και να κατηγορή το καλόν και την αρετήν και δεν αφήνει να έχωσιν ανάπαυσιν και ειρήνην οι εν αρετή ζώντες, τούτου ένεκα και η μακαρία αύτη Αναστασία εφθονήθη υπό της βασιλίσσης δια τας αρετάς της. 
Όθεν πληροφορηθείσα τα του φθόνου, τον οποίον έτρεφεν εναντίον της η βασίλισσα, είπε καθ’ εαυτήν η όντως φρόνιμος κατά Θεόν Αναστασία· «Επειδή τώρα εύρες εύλογον και αληθή αφορμήν, σώζουσα σώζε την ψυχήν σου και ούτω την μεν βασίλισσαν θέλεις ελευθερώσει από τον άλογον φθόνον, τον δε εαυτόν σου θέλεις προετοιμάσει δια την Βασιλείαν των ουρανών». Αφ’ ου δε εσυλλογίσθη ταύτα η μακαρία, ενοικίασε πλοίον και λαβούσα μέρος του πλούτου και των κοσμημάτων της, τα δε λοιπά εγκαταλείψασα, μετέβη εις την Αλεξάνδρειαν. Εκεί λοιπόν κτίσασα Μοναστήριον εν τόπω ονομαζομένω Πέμπτω ησύχαζεν, υφαίνουσα ιερά υφάσματα και φροντίζουσα τίνι τρόπω να είναι αρεστή εις τον Θεόν. Εις τον τόπον δε εκείνον ευρίσκεται μέχρι σήμερον το Μοναστήριον αυτής, επονομαζόμενον της Πατρικίας. 
Μετά παρέλευσιν ετών τινων απέθανεν η βασίλισσα και τότε ενεθυμήθη ο βασιλεύς την καλήν Πατρικίαν. Έστειλε λοιπόν πανταχού ανθρώπους προς αναζήτησιν αυτής. Μαθούσα δε τούτο η αληθώς αμνάς του Θεού, αφήκε το Μοναστήριόν της και δια νυκτός μετέβη εις την Σκήτην προς τον Αββάν Δανιήλ και εξωμολογήθη εις αυτόν πάντα τα περί αυτής. Ο δε Όσιος, ενδύσας αυτήν ανδρικά ενδύματα, μετωνόμασεν Αναστάσιον και είτα κλείσας αυτήν εντός του σπηλαίου, το οποίον ήτο μακράν της Σκήτης, έθεσε κανόνα και έδωσεν εντολήν εις αυτήν ούτε αυτή να εξέλθη του σπηλαίου ούτε εις άλλον να επιτρέψη, κατ’ ουδένα λόγον, την είσοδον. Διώρισε δε και ένα αδελφόν να κομίζη εις αυτήν εν σταμνίον ύδατος, το οποίον να αποθέτη έξω του σπηλαίου και λαμβάνων ευχήν να αναχωρή. Έμεινε λοιπόν εκεί κεκλεισμένη η όντως αδαμαντίνη και ανδρεία ψυχή, χωρίς να εξέλθη, εικοσιοκτώ όλα έτη, φυλάττουσα ακριβώς τον κανόνα του Γέροντος. 
Ποίος νους δύναται να εννοήση ή ποία γλώσσα να διηγηθή τας αρετάς, όσας απέκτησεν η αοίδιμος εις το διάστημα εκείνο των εικοσιοκτώ ετών; Ή ποία χειρ δύναται να περιγράψη τα δάκρυα, τα οποία καθ’ εκάστην προσέφερεν η τρισολβία, ως θυσίαν εις τον Κύριον, ή τους οδυρμούς της, τας αγρυπνίας και ψαλμωδίας, τας προσευχάς και αναγνώσεις, το στάσιμον και τας γονυκλισίας, τας χαμευνίας και τας νηστείας; Περισσότερον δε πάντων, τις δύναται να διηγηθή τους πολέμους των δαιμόνων και τας επαναστάσεις, τας οποίας η μακαρία εδοκίμασεν εκεί; Ή τας πονηράς φαντασίας των σαρκικών ηδονών και τα τούτοις όμοια; Το δε να είναι έγκλειστος και όλως περιωρισμένη καθ’ όλας τας ημέρας των εικοσιοκτώ ετών, γυνή συγκλητική, ήτις ήτο ανατεθραμμένη εις τα ανάκτορα και συνειθισμένη να συναναστρέφεται διαρκώς πλήθος ανδρών και γυναικών, αληθώς εκπλήττει πάντα νουν και διάνοιαν.
Με τοιούτους λοιπόν αγώνας αγωνισαμένη έγινε σκεύος και κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος. Προγνωρίσασα δε τον θάνατον και την προς Κύριον εκδημίαν αυτής, έγραψεν επί κεράμου προς τον Γέροντα Δανιήλ ταύτα· «Συμπαραλαβών τον αδελφόν, όστις φέρει εις εμέ το ύδωρ και τα εργαλεία, όσα είναι επιτήδεια προς κατασκευήν τάφου, ελθέ ταχέως ίνα ενταφιάσης το τέκνον σου, Αναστάσιον τον ευνούχον». Ταύτα αφού έγραψεν, άφησεν έξω της θύρας του σπηλαίου. Εις δε τον Όσιον Δανιήλ απεκαλύφθησαν ταύτα υπό του Θεού, δια νυκτερινής οπτασίας και λέγει προς τον μαθητήν του· «Σπεύσον, αδελφέ, εις το σπήλαιον, όπου κατοικεί ο αδελφός ημών Αναστάσιος ο ευνούχος και ερευνών έξω του σπηλαίου του, θα εύρης κέραμον γεγραμμένην, την οποίαν λάβε και επίστρεψον κατεσπευσμένως προς ημάς». Αφ’ ου λοιπόν ο αδελφός έφερε την κέραμον, ανέγνωσεν ο Γέρων τα γράμματα και εδάκρυσεν. ‘Επειτα συμπαραλαβών τον αδελφόν και τα επιτήδεια εργαλεία έδραμεν εκεί και ανοίξαντες το σπήλαιον, εύρον τον μακάριον Αναστάσιον θερμαινόμενον. Προσπεσών δε εις αυτόν ο Γέρων, έκλαυσε λέγων· «Μακάριος είσαι, αδελφέ Αναστάσιε, διότι φροντίζων και ενθυμούμενος την ώραν ταύτην του θανάτου, κατεφρόνησας βασιλείαν επίγειον. Εύξαι λοιπόν υπέρ ημών προς τον Κύριον». Είπε δε προς αυτόν η μακαρία· «Εγώ, Πάτερ, έχω μάλλον ανάγκην πολλών ευχών εν τη ώρα ταύτη». Ο Γέρων τότε απεκρίθη· «Εάν εγώ απέθνησκον πρότερον, βεβαίως έμελλον να παρακαλέσω τον Θεόν υπέρ σου». Εγερθείσα τότε η μακαρία και καθήσασα εις ψιάθιον κατεφίλησε την κεφαλήν του Γέροντος και ήρχισε προσευχομένη. Λαβών δε ο Γέρων τον μαθητήν του, τον έρριψεν εις τους πόδας αυτής ειπών· «Ευλόγησον το τέκνον σου και μαθητήν μου». Η δε Αγία καταφιλήσασα αυτόν είπε· «Θεέ των Πατέρων μου, όστις παρίστασαι εις εμέ εν τη ώρα ταύτη, ίνα με χωρίσης από του σώματος τούτου, Συ, Κύριε, ο ειδώς πάντα τα διαβήματα και τας οδοιπορίας του αδελφού τούτου, τας ανόδους και επανόδους του εις το σπήλαιον τούτο, δια το όνομά σου και δια την εμήν ασθένειαν και ταλαιπωρίαν, Συ ανάπαυσον το πνεύμα των Αγίων Πατέρων εις αυτόν, καθώς ανέπαυσας και το πνεύμα του Ηλιού εις τον Ελισσαίον». Στραφείσα είτα η Αγία προς τον Γέροντα λέγει· «Δια τον Κύριον, Πάτερ, μη με εκδύσετε τα ενδύματα, τα οποία είμαι ενδεδυμένη, μηδέ άλλος τις να γνωρίζη τα κατ’ εμέ». Κοινωνήσασα δε των Θείων Μυστηρίων λέγει· «Δότε μοι την εν Χριστώ αγάπην και εύξασθε υπέρ εμού». Αναβλέψασα δε εις τα δεξιά, είδε τους Αγίους Αγγέλους ερχομένους και λέγει προς αυτούς· «Καλώς ήλθατε». Ευθύς τότε έλαμψε το πρόσωπον αυτής εν είδει φλογός. Έπειτα ποιήσασα το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το στόμα της, είπε: «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Και ταύτα ειπούσα, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Αφ’ ου δε έκλαυσαν ο Γέρων και ο μαθητής του, ώρυξαν τάφον έμπροσθεν του σπηλαίου. Εκδυθείς δε ο Γέρων το ένδυμά του, λέγει προς τον μαθητήν αυτού· «Ένδυσον, τέκνον, τον αδελφόν δια του ενδύματος τούτου επάνω από τα ιδικά του ενδύματα». Όταν δε ενέδυεν ο αδελφός την μακαρίαν, εφάνησαν εις αυτόν οι μαστοί της ως φύλλα κατεξηραμμένα, αλλά δεν είπε περί τούτου τίποτε εις τον Γέροντα. Γράφεται δε και τούτο εις τον Παράδεισον των Πατέρων· Ότι αφού ενεταφίασαν αυτήν, είπεν ο Γέρων εις τον μαθητήν του· «Ας καταλύσωμεν σήμερον την νηστείαν και ας ποιήσωμεν αγάπην επί του Γέροντος» και κοινωνήσαντες, εύρον αυτόν έχοντα ολίγα παξιμάδια και ολίγα βρεκτά όσπρια και έφαγον. Λαβόντες δε την σειράν (σειρά=βλαστοί φοινίκων στριμμένοι σχοινοειδώς. Δια της σειράς επλέκοντο ύστερον αι σπυρίδες, ήτοι ζεμπίλια, καλάθις κ.λ.π.), και την σπυρίδα, την οποίαν ειργάζετο η μακαρία, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες τον Θεόν. 
Ενώ δε επέστρεφον εις την Σκήτην, λέγει ο μαθητής εις τον Γέροντα· «Γνωρίζεις, 
Πάτερ, ότι ο ευνούχος Αναστάσιος ήτο γυνή»; Ο δε Γέρων απεκρίθη· «Το γνωρίζω, τέκνον, αλλ’ ίνα μη φανερωθή το πράγμα πανταχού, τούτου ένεκα ενέδυσα αυτήν με ανδρικήν στολήν και ωνόμασα Αναστάσιον, δια το ανύποπτον. Διότι πολλαί αναζητήσεις έγιναν δι’ αυτήν υπό του βασιλέως Ιουστινιανού εις πάσαν πόλιν και χώραν και μάλιστα εις τα μέρη ταύτα, αλλ’ ιδού ότι εφυλάχθη υφ’ ημών αφανής, Χάριτι Χριστού». Και συνεχίζων διηγήθη ο Γέρων λεπτομερώς εις τον μαθητήν του όλον τον βίον της Οσίας Μητρός ημών Αναστασίας της Πατρικίας.

Λευκαδίτισσα γυναίκα! Η αγέραστη Ρήγαινα και δασκάλα της ζωής μας!


Lefkaditissa_gynaika

Γράφει
Ο Θοδωρής Γεωργάκης
thodoris_georgakis

Το συναίσθημα πάντα στην ζωή του ανθρώπου προπορεύεται της σκέψης, ταυτίζεται ουσιαστικά με την πρώτη μας ανάσα και χτιέται απ’ το πρώτο μας χαμόγελο προς την αφέντρα της ζωής μας, την μάνα, η οποία θα ενδυθεί τον ρόλο και της πρώτης μας δασκάλας, που πέρα απ’ το συναίσθημα θα μας οδηγήσει και στην γνώση της ζωής, θα μας μάθει το πρώτιστο και κορυφαίο πρόταγμα, πως σε αυτή την διαδρομή είμαστε σημαντικοί!

Τόσο αισθηματικότερα, τόσο διαισθητικότερα και άλλο τόσο ειλικρινέστερα θα μας οδηγήσει στο βασίλειο της πίστης, σαν γνώση, πως με αυτήν οδηγήτρα στα σωθικά μας μπορούμε να πορευθούμε στο «Ημερόφαντο όναρ», κατά τον Αισχύλο, που είναι οι εκφάνσεις της ζωής. Χίλιες δυο κατευθύνσεις θα λάβει αυτή η ζωή, θα περικυκλωθεί από χαρμόσυνες μα και τυραννικές ιεροτελεστίες, αλλά πάντα ο πρωτόλειος δρόμος της μάνας θα υψώνεται σαν άρτια και αποκλειστικού τύπου επιταγή! Όπως το Ευαγγέλιο είναι για τον άμβωνα, οι δικές της αρετόστροφες διδαχές είναι για λυχνόφωτα στον αγώνα της βιωτής. Οι ήχοι των διδαχών της φτάνουν στ’ αυτιά μας σαν μουσική, που την γνωριμία της την έχομε κάνει απ’ τον βρεφικό κόσμο, ενώ αποτελούν τούτες οι διδαχές το απαρασάλευτο λειτουργικό μας βιβλίο, το αμετάβλητο σε όλα τριγύρω μας τα σημειούμενα αλλάγματα και οδηγεί στην ΟΡΘΗ ΣΚΕΨΗ, απ’ την οποία απορρέει, τελικά, η θεία συγκίνηση με τους αχαλίνωτους αναβάτες που μας εμφύσησε στα σωθικά!

1_lefkaditissa_gynaikaΒαυκερή. Όπως η όρνιθα συνάζει και σκεπάζει τα παιδιά της! (Απ’ την ηλεκτρονική σελίδα του χωριού. Αρχείο Μιχάλη Θερμού).

Πρόθυμοι για το καβαλίκεμα κάθε αντιξοότητας, ανυπέρβλητοι στην ποικιλομορφία των δράσεών μας, ακατάβλητοι στον μόχθο της μάθησης και της εμπειρίας, παράτολμοι στην πρόκληση της τύχης, ανθρωποκεντρικοί μπροστά στην θέα της κοινωνίας, είναι τα κυρίαρχα κεντίδια που η Μάνα σμίλεψε στις καρδιές μας, μυστικολάτρισσα και φυσιοκρατική Δασκάλα της ολιστικής ευωχίας, πάνω στο στημόνι που λέγεται Σέβας και Αγάπη!

Η Λευκαδίτισσα Μάνα πρώτη δασκάλα στη ζωή μας! Με μια Φειδιακή γαλήνη στο πρόσωπο, θα σμιλέψει ψηφίδα την ψηφίδα τον χαρακτήρα μας δίνοντάς του μια ολοκληρωμένη ψυχοσωματική υπόσταση, καταυγασμένη απ’ τον δικό της παλμό της αφοσιωμένης αγάπης και της προφητικής αισιοδοξίας! Και τούτα τα λόγια αρμαθιασμένα στα μαγικά σήματα του γραπτού λόγου παραστέκουν δίπλα στη μνήμη της σαν αιώνιο τυλιγάδι ζωής και λατρείας που της πρέπει… Γιατί, στο λατρεμένο της πρόσωπο βλέπεις να φωλιάζει το φως, που σε κύματα παραχύνεται παντού! Ο άγιος μόχθος της όμοια κορώνα την ανυψώνει τεράστια στα μάτια μας! Είναι η απαράμιλλη ΡΗΓΑΙΝΑ και ΔΑΣΚΑΛΑ της ζωής μας, που μια χειμαρρολογία ύμνων και επαίνων δεν αρκεί να εκφράσει το μέγεθος της προσφοράς και του μεγαλείου της, σαν βλέπεις την αλήθεια να ξεφυτρώνει, όμοια βλαστός από τη γη, μέσα απ’ τα μάτια της και αυτή η αλήθεια να μεταποιείται σε χέρι που μας δείχνει τον δρόμο… Κι ότι κι αν μας έδειξε αυτό το χέρι δεν ξεστόχισε, αλλά καρποφόρησε!

Η Μάνα η Λευκαδίτισσα πρώτη δασκάλα στη ζωή μας! Τα άδυτα των αδύτων της ψυχής μας! Όλα τα μεγάλα ιδανικά μεταφρασμένα σε μυστήριο και θρησκεία, που ιερόπρεπα αγιοκατατάχτηκαν στο είναι μας και διαμόρφωσαν τη βιωτή μας, ώστε να ορέγεται τα μεγάλα, να θηρεύει τα αγαθά, να βαδίζει σε δρόμους λαξευτούς, μα, αναθρώσκοντας πάντα προς τον θόλο τ’ ουρανού! Απ’ την ομορφιά που σκόρπισε στις ζωές μας, μια ακαταδάμαστη θέληση ξεπηδά, αυτή που σαν στέρνα στο μεσοστράτι της ζωής μας επιτακτικά γνέφει το ΕΥΓΕ σε όλους τους ήχους και σε όλους τους ψαλμούς!

2_lefkaditissa_gynaikaΠηγαδισάνοι! Η πρώτη μας Δασκάλα και Αρχόντισσα! (Αρχείο Τέλη Χαλικιόπουλου).

H Λευκαδίτισσα γυναίκα και Μάνα είναι αγράμματη… Έχει ζήσει στο νησί μια σκοταδιστική τουρκοκρατία (1479-1684), εξ ίσου μια απροσπέλαστη σχολικά Ενετοκρατία (1684-1797), για να ακολουθήσει το ίδιο σκοταδιστικά για την Λευκαδίτισσα και η Αγγλοκρατία (1810-1864), ενώ στην ίδια απαίδευτη ζωή, από άποψη μόρφωσης θα μπει και στον εικοστό αιώνα, στον οποίο θα γνωρίσει με σφοδρότητα την εξαθλίωση της Κατοχής, αλλά και τα δεινά του εμφύλιου πολέμου… Τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια και αφετηριακά απ’ το 1950 και εφεξής ανοίγουν οι ορίζοντες της μόρφωσης για τις Λευκαδίτισσες γυναίκες, όταν και καθιερώνεται η υποχρεωτικότητα τουλάχιστον στην στοιχειώδη εκπαίδευση όλων των Ελληνοπαίδων ανεξαρτήτως φύλου, με αποτέλεσμα να ανοίξουν οι γυναικείοι ορίζοντες φτάνοντας στις μέρες μας θριαμβευτικά! Ενθυμούμαι χαρακτηριστικά τα σχολειά δεύτερης ευκαιρίας της δεκαετίας του 1960, όταν είχαν θεσπισθεί, και μεγάλα κορίτσια της παντρειάς πήγαιναν τα βράδια στο δημοτικό σχολείο του χωριού για να μάθουν τουλάχιστον ανάγνωση και γραφή…

Αυτούς του δύσκολους αιώνες μοναδικό σχολειό και παιδευτήριο για την Λευκαδίτισσα ήταν το μητρικό ένστικτο, η αυτοθυσιαστική αγάπη, η ανιδιοτελής προσφορά, η απόλυτη θήρευση της αρετής, κοντολογίς, και ας το αγνοούσε, μέσα από αυτό το μπουκέτο των αρετών, οι οποίες είχαν σαν βασικό πυλώνα και αξιακό κώδικα την παράδοση! Εξελίχθηκε, έτσι, η Λευκαδίτισσα σε έναν άτυπο «παραδοσιακό ιστορικό αφηγητή», που σαν δόκιμος και καλός αγωγός μεταφέρει την παράδοση από γενιά σε γενιά, κάτι σαν σχολείο «Ντελικάτων Εραστών»! Και σε τούτο ακριβώς οφείλομε άπειρες ευχαριστίες και ευαρέσκειες στην Λευκαδίτισσα γυναίκα και μάνα, που μας διέσωσε σαν καλός Μωυσής τον Δεκάλογο του Λευκαδίτικου Λαϊκού μας Πολιτισμού! Χωρίς της τα πάντα θα είχαν χαθεί. Η γυναίκα είναι που με θρησκευτική ευλάβεια τηρεί τα ήθη και τα έθιμα, που ζωντανεύει την παράδοση στα μάτια των παιδιών της, που δεν ξεφεύγει σπιθαμή απ’ τις παραδοσιακές επιταγές της δικής της μάνας και που φροντίζει σαν καλός αγωγός, την μετάβαση στην κοινωνία της συνέχειας και της συνοχής.

Είναι, ως εκ τούτου η Λευκαδίτισσα Μάνα και γυναίκα η θεόρατη τρισχαρά, που μας κέντησε τα στήθη, είναι το φως του ήλιου που με γοργάδα πέρασε στο ανοιχτό παράθυρο της καρδιάς μας, είναι η δια βίου δασκάλα στις ζωές χιλιάδων Λευκαδίων, που πάτησαν τούτα τα ευλογημένα χώματα και γνώρισαν τα πρώτα θωπευτικά της σκιρτήματα. Αιώνια ευγνωμοσύνη! Αιώνιο μνημόσυνο σε καρδιές που δεν πάλεψαν παρά για την προκοπή και το αυγάτεμα των παιδιών τους, της Λευκαδίτικης κοινωνίας μας και του Λαϊκού μας Πολιτισμού, τελικά…

3_lefkaditissa_gynaikaΛευκαδίτισσα ξωμάχα στα 1958! Σηκώνοντας τα βάρη της φαμελιάς! (Φωτο Δημήτρη Χαρισιάδη).

«ΜΑ, ΔΕΝ ΑΠΟΣΤΑΣΑ ΠΟΤΕ ΜΟΥ!!!»

Αν στρέψομε τα μάτια προς το πυκνοφυτεμένο περβόλι της προγονικής αλυσίδας, όσοι από εμάς είχαμε την απορία και την έγνοια και την δίψα να πληροφορηθούμε απ’ τους παππούδες μας, κυρίως, ποιοί ήταν αυτοί οι πρόγονοί μας, που απ’ τα βάθη των χρόνων μας έστρωσαν τη στράτα της ζωής, πληροφορηθήκαμε ολόσωστα πως, πέραν των σπορέων γεννητόρων μας, υπήρξαν εκείνες οι γυναίκες μανάδες μας ουσιαστικά, που στέριωσαν τις φαμελιές και έδωκαν στο όνειρο πνοή… Γιατί έζησαν σε δύσκολα χρόνια, όπου οι καιροί δεν χοράτευαν και δεν στέκονταν, όπως σήμερα, ικετευτικά στον πλούτο και στην δόξα, αλλά επεδίωκαν μόνο την επιβίωση… Και σε αυτόν τον αγώνα της επιβίωσης αυτές οι γυναίκες ήταν οι κολώνες του σπιτιού!

Προσωπικά, και αντιπροσωπευτικά θα έλεγα, έζησα το μεγαλείο αυτών των γυναικών προπατόρων, στο πρόσωπο της μάνας μου της Πολυξένης, της Θειά – Ξένης, όπως την γνώριζε όλο το χωριό, αφού η δεκαετία στην οποία αναφέρομαι και αντλώ τα βιώματά μου, αυτή του 1960, σχεδόν πανομοιότυπη είναι και έχει πολλά ίδια χαρακτηριστικά, σε ότι αφορούσε τη διαβίωση, με τις προπολεμικές δεκαετίες των ελλείψεων και των στερήσεων. Ως εκ τούτου, φρονώ πως αν καταπιαστώ και παρουσιάσω την βιογραφική ξωμάχικη ζωή της Μητέρας μου, έτσι όπως τακτικά μου την διηγούνταν και την προσλάμβανα κοντά της φυσικά, αλλά και συμπερασματικά μου διηγήθηκε, σαν ένα ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ, ακόμη και στα στερνά της στο κρεβάτι του πόνου στο νοσοκομείο, σίγουρα θαρρώ πως αντιπροσωπευτικά, όσο και διαχρονικά, κινούμαι για όλες τις Λευκαδίτισσες μάνες… Όλες, μα όλες την ίδια στράτα βάδισαν της ξωμαχιάς αγόγγυστα για το ανάσταιμα των παιδιών τους!

4_lefkaditissa_gynaikaΝικολής! Άτλαντας για όλα τα βάρη της ζωής μας!!! (Φωτο Judith Aσπασία Koning).

«Απ’ την στιγμή που θυμάμαι την ζωή μου, μου διηγούνταν η μάνα μου, από μικρό παιδί, δουλεύω! Σχολείο πήγα μόνο στην πρώτη τάξη και έμαθα να διαβάζω μοναχά… Από εφτά – οχτώ χρονώνε, παιδάκι ακόμα, ακολουθούσα τον πατέρα μου και την μάνα μου σε όλες τις αγροτικές δουλειές, γιατί ήμουνα και η πρώτη από όλα τους τα παιδιά. Βοηθούσα τη μάνα μου στο φούρνο το Μτζίτικο που είχε και έψενε το ψωμί το χωριό ολόκληρο! Πήγαινα οχτώ δέκα χρονώνε παιδί και φόρτωνα έξι δεμάτια μάζες το άλογο για να έχει η βαβά σου να κολλάει τον φούρνο!

Έσκαβα δίπλα – δίπλα με τον πατέρα μου κλούμια τα αμπέλια, τίναζα και μάζωνα τις ελιές, ακολουθούσα το ζευγάρι που σπέρναμε τα χωράφια και έσκαβα τις άκρες που δεν πήγαινε το αλέτρι, τρύγαγα τα αμπέλια και πάταγα και τα σταφύλια στην πατήρα, φύλαγα τις γίδες και τις προβατίνες! Μια φορά θυμάμαι, δεκαπέντε χρονώνε θα ήμουνα, όταν αλικοτίστηκε μια γίδα που έβοσκα στην Ακόνη που είμαστε και την έσφαξε ο παπούλης σου, έπειτα μου την φόρτωσε στο κεφάλι και πήγαμε απ’ την Ακόνη, μέσα απ’ την Μαντόνα, την Βράχα, το παλιό χωριό του Καρυώτη και τον Κούλμο στη Χώρα για να την πουλήσουμε στον χασάπη!!! Άλλη πάλι κακοτυχιά μου έγινε με το γέρικο άλογο που είχα όταν γυρνούσα στο χωριό φορτωμένο απ’ την Ακόνη και μου έπεσε και ψόφησε, όπως ήταν φορτωμένο στον Άϊ Θωμά… Η στενοχώρια μου ήταν αβάσταχτη για χρόνια… Ακόμη και τώρα στα γεράματα αυτή η σκηνή, όταν τη θυμάμαι, με συντρίβει…

Τα πάντα έκανα από μικρό παιδί! Ακόμη και στην Πούντα με έστελνε ο παππούλης σου το Μάη μήνα με τα πολλά χορτάρια, να καθίσω στην αχυροκαλύβα που είχαμε εκεί, δίπλα από κάτι Καρσάνικες και Καβαλισάνικες, και να βοσκήσω το άλογο να συνέλθει απ’ τις πολλές δουλειές που έκανε το χειμώνα! Ακόμη και την βοηθό της μαμής της Καρφάκως έκανα και ξεγενούσαμε τις γυναίκες!!! Σαν χειροδύναμη που ήμουνα με έβαζε και κράταγα τις γυναίκες απ’ τις μασχάλες για να της πάρει το παιδί! Και ενέσεις με έμαθε να κάνω, γι αυτό μέχρι τα γεράματά μου έκανα τις ενέσεις σε όλο το χωριό! Ούτε και όταν παντρεύτηκα τον πατέρα σου, σε ηλικία εικοσιδύο χρονώνε μπόρεσα να καθίσω στο σπίτι σαν νιόπαντρη έστω… Πήγα στο νέο μου σπίτι και βρήκα τρεις ακόμη κουνιάδους και δυο κουνιάδες, όλοι τους ανύπαντροι!!! Οι κουνιάδοι μεγάλα παιδιά και δεν είχαν εσώρουχο να φορέσουνε γυρνάγανε νύχτα μέρα με ένα τριτσωμένο παντελόνι… Πήγα στη Χώρα και πήρα δέκα μέτρα αλατζά και κάθισα και τους έφτιαξα! Έπειτα έπρεπε να φτιάξω δυο προίκες για τις κουνιάδες που ήταν της παντρειάς, αλλά και να κάνω συγχρόνως και όλες τις αγροτικές δουλειές… Και τις έφτιαξα μόνη μου κάνοντας όλες τις δουλειές απ’ το διασίδι μέχρι τον αργαλειό και το γήκο…

5_lefkaditissa_gynaikaAλυκές Αλέξανδρου. Ξυπόλητη δούλεψα και στο ματωμένο αγόϊ τ’ αλατιού!!! (Φωτογραφικό Λεύκωμα Τσιρίμπαση).

Όταν έκαμα εσάς τα έξι παιδιά μου τότε μπήκα ακόμη βαθύτερα στον όργο της δουλειάς! Έπρεπε να σας μεγαλώσω και όσο μπορούσα να μην σας λείψει τίποτα, όσα μπορούσε εκείνη την εποχή να προσφέρει κάθε γονιός. Να έχετε παπούτσια και ρούχα καθαρά για το σχολειό, σας έπλεγα στα χέρια μου ζελέδες, πήγαινα στην Κασιανή τη μοδίστρα και σας έφτιαχνα παντελονάκια για σας τα αγόρια και φουστανάκια για τα κορίτσια, πήγαινα στη χώρα και σας έπαιρνα ότι ρουχαλάκια άλλα χρειαζόσαστε με χίλιες οικονομίες για να μη σας λείψει τίποτα και να μην περάστε όσο στερημένα πέρασα εγώ σαν παιδί…

Αναγκάστηκα και έφτιαξα και εγώ φούρνο Μτζίτκο, όπως η βαβά σας, για να ψένει το ψωμί του όλο το χωριό και να παίρνω ξάϊ ένα καρβέλι από κάθε νοικοκυρά, για να είναι πάντα η μαλάθα μας γιομάτη καρβέλια και να έχετε ψωμί, γιατί το ψωμί με ζάχαρη και λάδι ήταν και το κολατσό σας και το δειλινό σας, αλλά και η αργανάδα σας για το καλοκαίρι με την ξεροσαρδέλα. Σηκωνόμουν πάντα θαμπά, το πρωί, χειμώνα και καλοκαίρι και έμπαινα μια δυο ώρες στον αργαλειό για να φτιάξω τα προικιά των τεσσάρων κοριτσιών μου τώρα, έφτιασα έξι προίκες με τούτα τα χέρια, δύο για τις κουνιάδες και τέσσαρες για τις κοπέλες μου! Έπειτα απ’ τον αργαλειό ξεκινούσα το άναμμα του φούρνου! Έξι ψησές την ημέρα έκανα και τον άναβα και τις έξι φορές!!!Και σαν τέλειωνα με το φούρνο έτρεχα στα κοντινά κτήματα στο χωριό και μάζωνα τις ελιές ή έσκαβα, τιάφιζα, ράντιζα, στρολόγαγα τ’ αμπέλια και έκοβα το Μάη μήνα με το κλαδευτήρι και με τη κοσά τα χορτάρια για να τα τεκιάσομε σανό.

Μαζί με την φουρνάρισσα έκανα και όλες τις αγροτικές δουλειές, όπως βλέπεις… Μια φορά φορτώθηκα στο κεφάλι την κάδη μέχρι την μέση χαλκό για να ραντίσομε τα αμπέλια και την γύριζα από αμπέλι σε αμπέλι φορτωμένη! Ακόμη φορτωνόμουνα εγώ την κάδη και η αδερφή μου, η θειά σου η Νικολέτα, την πατήρα και τις πηγαίναμε μια ώρα δρόμο στα αμπέλια, γιατί τότε δεν είχαν κοφίνια να κουβαλήσουν τα σταφύλια στο σπίτι, αλλά τα συγκεντρώναμε στο σταφλοκράτη στο αμπέλι και τα πατούσαμε εκεί και μεταφέρναμε τον μούστο στα άλογα μέσα σε ασκιά!

Άλλη μια φορά θυμάμαι που δεν είχαμε νερό και πηγαίναμε πίσω στην πηγή της Αρκολιάς να πλύνομε τα ρούχα όλων του σπιτιού, ή πηγαίναμε στον μεγάλο λόμπο με το τρεχούμενο νερό στο λαγγάδι της Δαφνοπαναγιάς στα Ασρπογερακάτα, που κατεβαίνει απ’ τον Κόντρο, τότε φορτωμένη με τον μεγάλο ξύλινο μαστέλο στο κεφάλι και με μουσκεμένα και ξεβγαλμένα στο σπίτι τα ρούχα, πήγα τόσο δρόμο στην Δαφνοπαναγιά και όταν έφτασα δεν είχα το κουράγιο ούτε να ξεφορτώσω τον μαστέλο και τον πέταξα, όπως ήτανε μαζί με τα ρούχα μέσα στον λόμπο… Άσε τα πλυσταριά το Πάσχα… Όλα τα χοντροσκούτια που σκεπαζόμαστε το χειμώνα, τα τσόλια που στρώναμε μπροστά στην γωνιά έπρεπε να τα πλύνομε. Πηγαίναμε τότε στην Κακαβούλα στο ποτάμι που έσπαγε κάτω απ’ το χωριό μας και έτρεχε τον Απρίλη μήνα και κάναμε ατελείωτες μπουγάδες, βράζαμε τις αλυσίβες και βάναμε μέσα και σμυρτιά για να μοσκοβολάνε τα ρούχα!

6_lefkaditissa_gynaikaΝυδρί. Με τα καρβέλια στο κεφάλι! Το ψωμί της φαμελιάς! (Αρχείο Ελένης Κονιδάρη).

Τι να πρωτοθυμηθώ απ’ την τυραγνισμένη ζωή μου… Εκείνα τα ατελείωτα διασίδια το καλοκαίρι; Γνώριζα καλά την τέχνη του διασιδιού και του αργαλειού, μου τα είχε μάθει η μάνα μου, και έρχονταν σχεδόν όλες οι γυναίκες του χωριού και τους έφτιαχνα τα διασίδια και τα μπελονιάζαμε στα μτάρια και μετά πήγαινα και στα σπίτια τους και τους τα έστηνα στον αργαλειό! Αμ εκείνο το σπ(υ)ροδιάλεγμα τις ελιές; Πέρα απ’ το ότι μαζώναμε τις δικές μας τις ελιές όλο το χειμώνα μέσα στο κρύο και στη βροχή, περιμέναμε το Φλεβάρη πότε θα τελειώσουν το μάζεμα των ελιών τους οι μεγαλονυκοκυραίοι, όπως οι Καραπαναίοι απ’την Κατούνα και τρέχαμε στον Όμπολο και στη Βράχα για να μαζέψομε τα αργιολόγια, τις ελιές που ξέμεναν απ’ τις εργάτριές τους, ή πετιόνταν μακριά με το τίναγμα… Τις μαζεύαμε και κάναμε λίγο λαδάκι, που δεν έμπαινε στο οικογενειακό δεπόζιτο αλλά το πουλάγαμε στους εμπόρους και παίρναμε μια λύτρα γνέμα για τα προικιά των κοπελλώνε!

Και να σ’ πω κάτι, θυμάμαι χαρακτηριστικά τότε τα μάτια της, παρά τον πόνο, να θεριεύουν, να παίρνουν ύφος θριαμβευτικό, να ανοίγουν διάπλατα και με στεντόρεια φωνή να μου λέει: «Έκαμα τόσες δούλεψες στη ζωή μου… Δούλεψα όσο δέκα άντρες μέρα και νύχτα και, μα στο λέω βάνοντας το μεγαλύτερο όρκο «στη ζωή σας», πως ΔΕΝ απόστασα ποτέ μου…»

Τι να πει και τι να μολογήσει κανείς μπροστά σε ένα τέτοιο μεγαλείο ψυχής!!! «ΔΕΝ ΑΠΟΣΤΑΣΑ ΠΟΤΕ ΜΟΥ…»!!! Και πώς να αποστάσεις, ρε μάνα, αφού έκανες τα πάντα με την καρδιά σου, με τόση χαρά δόθηκες στην οικογένειά σου, με τέτοιο πάθος υπεράσπισες τα παιδιά σου! Όλα, μα όλα σου τα έργα ένα ΚΑΤΕΥΘΥΝΘΕΙΤΩ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΟΥ σώκλειναν στα σωθικά τους! Μια τέλεια παράσταση της ψυχής και της καρδιάς σου! Και στη μνήμη σου και στην μνήμη τόσων μανάδων μας, που βαδίσατε στα ίδια βήματα της ξωμαχιάς, του μόχθου, του ιδρώτα και της προκοπής ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ Η ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ…

7_lefkaditissa_gynaikaΚομηλιό! Στον όργο της δουλειάς μέχρι τα βαθιά γεράματα… Και ποτέ μου δεν απόστασα… (Φωτο Fritz Berger).

(H δημοσίευση είναι απόσπασμα απ’ το υπό δημιουργία βιβλίο μου με τίτλο «Η ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΣΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ…»).

http://www.kolivas.de/