Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Ταρσώ, η διά Χριστόν σαλή, μια αγία του π.ημ.



site analysis

Το βιβλίο του Ι ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ - ΤΑΡΣΩ Η ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗΗ Γερόντισσα Ταρσώ η διά Χριστόν σαλή ασκήτεψε στο μοναστήρι της Παναγίας της Πευκοβουνογιάτρισσας, στην Κερατέα Αττικής, το σημαντικό πνευματικό κέντρο τουαρχιεπισκόπου Ματθαίου, πνευματικού πατέρα των "Ματθαιικών" ΓΟΧ, από τους οποίους καιτιμάται ως άγιος και Νέος Ομολογητής.
Η αγιότητα της Ταρσώς είναι αποδεκτή από τους ορθόδοξους χριστιανούς ακόμη και του νέου ημερολογίου (μια αναζήτηση στο διαδίκτυο αρκεί για του λόγου το αληθές), πλην ολίγων, που την απορρίπτουν επειδή ανήκε στην Εκκλησία του π.ημ. Μάλιστα η βιογραφία της έχει γραφτεί από τον καθηγητή του παν/μίου Αθηνών Ιωάννη Κορναράκη (ν.η.) και εκδοθεί από το Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη, του Αγίου Όρους.
Οι ΓΟΧ (Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Κήρυκος)αναγνώρισαν επίσημα την αγιότητά της το 2010, ορίζοντας ως ημέρα της μνήμης της την 24η Σεπτεμβρίου (π.ημ.), ημέρα της κοίμησής της.
Το παρακάτω βιογραφικό, απευθυνόμενο στους αδελφούς του ν.ημ. (για να τεκμηριωθεί ότι και εντός της Εκκλησίας του π.ημ. αναδεικνύονται άγιοι), αναδημοσιεύουμε από εδώ και εδώ. Δεν αναφέρει ότι η Ταρσώ ανήκε στην Εκκλησία του π.ημ. Εκτενές βιογραφικό της, με πολλές πληροφορίες και έμφαση στην ιδιότητά της, ως ΓΟΧ, προτρέπω να διαβάσετε στο ιστολόγιο Το Συναξάριο της Εκκλησίας του καθηγητή Αντωνίου Μάρκου. Εκεί αναφέρονται άλλοι δύο αγιασμένοι σαλοί του π.ημ.: 
Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος - ἡ χλευαστικῶς, πλήν ἀδοκίμως θεολογικά, ἀποκαλουμένη «Ἐκκλησία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν» - ὡς ἱστορική καί ὁμολογιακή συνέχεια τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας μετά τό Νεοημερολογιτικό Σχίσμα τοῦ 1924, ἀνέδειξε κατά τόν 20ο αἰ. πλήν τῶν ἄλλων Ἁγίων Της καί τρεῖς διά Χριστόν Σαλούς: Τόν Χαραλάμπη τῶν Καλαμῶν (+ 1974), τήν βιογραφουμένη Ταρσώ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κερατέας (+ 1989) καί τόν Ἱερομόναχο Λεόντιο τῆς Σάμου (+ 1993 [ο βίος του εδώ]).
Διαβάστε επίσης την Ακολουθία της Οσίας Ταρσώς της διά Χριστόν σαλής και τονπαρακλητικό κανόνα της. Ας έχουμε τις πρεσβείες της...

*****

Η Ταρσώ (ή Ταρασία) Ζαγοραίου γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου του έτους 1910, στο χωριό Ρογό, της περιοχής Κορθίου της νήσου Άνδρου. 
Ήταν η μικρότερη από τα έξι παιδιά της οικογένειάς της. Οι γονείς της Περικλής και Μαρία, ήσαν Θεοσεβείς και Θεοφοβούμενοι, ιδιαιτέρως δε η μητέρα της. Ίσως την θρησκευτική ζωή της οικογένειας να επηρέασε θετικά συγγενής της μοναχός, ονόματι Γαλακτίων, ο οποίος από το 1898 έμενε σε έναν απόμερο χώρο του σπιτιού τους. 
Η νεαρή Ταρσώ έτυχε άρτιας μόρφωσης για την εποχή της. τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο στη Χώρα. Ήταν άριστη μαθήτρια, πολλές φορές πρώτη στην τάξη της. 
Η Ταρσώ, σαν στερνοπαίδι, ήταν το πιο χαϊδεμένο από τα αδέλφια, γι' αυτό και δεν την άφηναν να κάνει δουλειές. Σε μικρή ηλικία πήρε μαθήματα μαντολίνου και με την αδελφή της έπαιζαν συχνά σε συντροφιές. Οι γονείς καθώς και τα παιδιά τους, ήταν πολύ εργατικοί και έτσι υπήρχε στο σπίτι επάρκεια αγαθών. Ζούσαν σε ένα κτήμα έξω από το χωριό και η ζωή κυλούσε ήσυχα μέσα σε οπωροφόρα δένδρα, ελιές και έναν λαχανόκηπο που είχαν για τις ανάγκες τους, παρέα με τα αγελαδοπρόβατα, τα οποία τους προμήθευαν μαλλί, γάλα και τυρί. 
Όταν ήταν 8 χρονών, ο θάνατος της μεγάλης αδελφής της, Πηνελόπης, σε ηλικία 20 ετών, βύθισε αυτήν και όλη την οικογένειά της στο πένθος. 
Στο δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας της, άρχισε να εκδηλώνεται ο θρησκευτικός της χαρακτήρας και η διάθεσή της να ασχολείται με τα θεία. Η ίδια ομολογεί και επισημαίνει το χρονικό σημείο της αρχής της ζωής της ευσέβειας της, λέγοντας κάποια φορά: "εγώ έφυγα από το σπίτι μου 14 χρονών, τόσα παιδιά παίζαμε έξω από το φούρνο αλλά ήρθε ο αξιωματικός (ο άγγελος) και εμένα διάλεξε. Με πήρα στην αγκαλιά του και που με πήγε δεν ξέρω. Έπαθα αλλοίωση". 
Πράγματι, φαίνεται ότι από την αποκαλυπτική αυτή χρονική στιγμή άρχισε η εμφάνιση κάποιων τρόπων συμπεριφοράς της, που προοιωνιζαν τη μετέπειτα παράδοξη πνευματική της ζωή, όπως τελικά καταστάλαξε στην ιδιότυπη δια Χριστόν σαλότητά της.
Η Γερόντισσα ΤΑΡΣΩ σε ηλικία 7 ετών στο δημοτικό στην Άνδρο- "Εμείς είμαστε αμαρτωλοί, τι σχέση μπορούμε να έχουμε με τους αγίους;". Η μακαρία Ταρσώ είχε άλλη λογική. Ξεκίνησε τον ασκητικό της αγώνα με την απόφαση ενός θανάτου, του θανάτου του εαυτού της. Συχνά έλεγε, όταν δε μιλούσε με σαλότητα : - "Στον τόπο τούτο μ' έφερε μια νεκροφόρα. Να, εδώ από κάτω μ' έφερε" (και έδειχνε το χώμα). Έτσι, όλη της η ζωή ήταν μια προσπάθεια διαρκούς νεκρώσεως του εαυτού της. Ήταν νεκρή για όλα τα τερπνά και τα ηδέα, αλλά και τα θλιβερά του κόσμου τούτου. Και ακριβώς αυτή η νέκρωση κάθε ανθρώπινου στοιχείου στην προσωπική της ζωή, έκανε εύλογα όσους την πλησίαζαν να σκέπτονται: - Ποιος μπορεί αλήθεια να φτάσει στα μέτρα της Ταρσώς; Αυτή είναι η εκλεκτή του Θεού! 
Η μακαρία Ταρσώ διέβλεψε, χάριτι Θεού, τα δικά της μέτρα και έτσι διάλεξε το δικό της δρόμο, τη δική της οδό προς την Βασιλεία του Θεού, την οδό της σαλότητας διά Χριστόν! Το οικογενειακό της περιβάλλον δεν ήταν φυσικά ικανό να αντιληφθεί τον υψηλό στόχο της, που φαίνονταν αφύσικος για μια τόσο μορφωμένη και ιδιαιτέρα όμορφη κόρη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μιας επίμονης φυγής και καταφυγής στο μοναχικό βίο, η ευκολότερη αντίδραση είναι συνήθως η γνωμάτευση των οικίων, ότι "το παιδί τρελάθηκε"! Έτσι η Ταρσώ "χρειάστηκε" ψυχιατρική βοήθεια. Όμως, η μακαρία Ταρσώ δεν ήταν τρελλή. Ήταν πολύ πιο λογική από πολλές μοναχές της Μονής, που την θεωρούσαν τρελή και γι' αυτό την περιφρονούσαν και την απέφευγαν. Ήταν σαλή διά Χριστόν, δηλαδή, ολόκληρη, με την ψυχή και το σώμα, με την καρδιά και το λογικό της, δοσμένη στον Σωτήρα Χριστό. Συνεπής στον Πατερικό λόγο, "Δώμεν εαυτούς τω Κυρίω εξ ολοκλήρου ίνα ολόκληρον αυτόν αντιλάβωμεν". Σε αυτό το ολοκληρωτικό δόσιμο στο Χριστό το λογικό της εφωτίζετο αδιάλειπτα από το φως του Χριστού, κατά την διαβεβαίωση του ψαλμωδού : "συ φωτίεις λύχνον μου, Κύριε ο Θεός μου, φωτίεις το σκότος μου". 
Τώρα ήθελε να φύγει μακριά από τους ανθρώπους και την οικογένειά της, ποθούσε την μόνωση και την ελευθερία. Παρά το νεαρό της ηλικίας της, σκεπτόταν και μιλούσε για την άλλη ζωή, προσηύχετο για τους νεκρούς συγγενείς της και μάλιστα συζητούσε μαζί τους. Άρχισε να εκδηλώνει χάρισμα διοράσεως σε διάφορα περιστατικά της καθημερινής ζωής. Ένα βράδυ, την ώρα που ετοιμάζονταν να ξαπλώσουν και η μητέρα της τελείωνε την προσευχή της, η Ταρσώ της είπε να μην κάνουν την Θ. Λειτουργία που είχαν προγραμματίσει για την επόμενη σε διπλανό χωριό, επειδή ο παπάς δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει. Η μητέρα της έκπληκτη, την αποπήρε και η Θεία Λειτουργία έγινε. Όπως όμως απεδείχθη, η μικρή Ταρσώ με το μεγάλο χάρισμα, διέβλεψε το κώλυμα: ο ιερέας αποβραδίς είχε μεθύσει. 
Η Γερόντισσα ΤΑΡΣΩ με την ανιψιά της στο ΚόρθιΕν τω μεταξύ, αφού η αδελφή της Κατίνα παντρεύτηκε στην Αθήνα, μετά το 1931, εγκαταστάθηκαν και οι υπόλοιποι εκεί. Η συμπεριφορά της και εδώ παρέμεινε η ίδια : ήρεμη, εσωστρεφής αλλά και αγαπητή σε όλους. Παρουσίαζε όμως και τα παρεξηγήσιμα σαλά καμώματά της. Το πιο ανησυχητικό ήταν ότι συχνά φορούσε ένα λευκό χιτώνα και επίσης λευκό μαντήλι και ότι έφευγε πολλές φορές προς άγνωστη κατεύθυνση, χωρίς κανένα φόβο. Φορούσε πάντοτε παλιά παπούτσια και όταν της έδιναν κάποιο καινούργιο ζευγάρι φρόντιζε να τα "περιποιηθεί" καταλλήλως, κτυπώντας τα επίμονα με μια πέτρα για να τα κάνει όπως ήθελε αυτή. 
Προπολεμικά, το 1939, της έκαναν και συνοικέσιο. Την κάλεσαν για τραπέζι στο σπίτι του γαμπρού, όπου πήγε με τον αδελφό της. Ο Θεός όμως επέτρεψε να γίνει κάποιος μικρός πειρασμός που έκανε τον αδελφό της να θυμώσει και να την πάρει αμέσως να φύγουν. Η ίδια, έφυγε με την ίδια απάθεια με την οποία είχε πάει, χωρίς να εκδηλώσει αντίδραση, ούτε δυσαρέσκεια. Ότι είχε να πει, το έλεγε μυστικά στο Νυμφίο της Χριστό και ήρεμη δεχόταν τα γεγονότα όπως έρχονται, γεμάτη εμπιστοσύνη και πίστη σε Αυτόν που την επέλεξε από μικρή ως νύμφη Του. 
Το καλοκαίρι του 1940, πήγαν για παραθερισμό στην Άνδρο, όπου αποκλείσθηκαν έως το 1942. Εκεί έχασε και την καλύτερή της φίλη, με την οποία έκαναν πολύ παρέα, πράγμα που την λύπησε πολύ. 
Σύμφωνα πάντοτε με πληροφορίες των συγγενών της, η σαλότητα της Ταρσώς, είχε ανησυχήσει τόσο τους οικείους της, ώστε το 1942 που επέστρεψαν στην Αθήνα για να προλάβουν χειροτέρευση της καταστάσεώς της, "την πήγαν με το ζόρι" στους ψυχιάτρους. Eκείνοι διέγνωσαν "σχιζοφρένια". 
Για τους ψυχιάτρους η Ταρσώ είχε κάποια πειστικά ευρήματα μιας τέτοια ψυχοπαθολογίας. Ισχυριζόταν ότι άκουγε φωνές κεκοιμημένων, είχε το στοιχείο της επιμονής και "άλογης" φυγής από τις κοινωνικές σχέσεις, ζητούσε την μόνωση. Αλλά οι ψυχίατροι δεν μπορούσαν φυσικά να αντιληφθούν τις πνευματικές αφετηρίες της, κατ' αυτούς, "παθολογικής" συμπεριφοράς. 
Έτσι την υπέβαλαν σε μια χειρουργική επέμβαση, που συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Έκαναν δύο τρύπες στο κρανίο της, στην θέση των κροτάφων, δεξιά και αριστερά, αλλά χωρίς κανένα "θεραπευτικό" αποτέλεσμα, ούτε εξάλλου βλαπτικό των διανοητικών και ψυχικών της λειτουργιών. 
Η Γερόντισσα ΤΑΡΣΩ με την μητέρα της 1932 ΑθήναΠάντως με την χειρουργική αυτή ψυχιατρική επέμβαση, η Ταρσώ χαρακτηρίστηκε "επίσημα" ως τρελή. Επέτρεψε ο Θεός να φθάσει σε μια πολύ ταπεινωτική, για τους πολλούς, κατάσταση, η οποία εντούτοις συνυπολογίζεται οπωσδήποτε στην εκούσια και ακούσια γενικώς άσκηση, στην οποία την οδήγησε ο Θεός για να τον δοξάσει από το υψηλό πνευματικό βάθρο της έσχατης, κατά κόσμο, ταπεινώσεως της δια Χριστόν Σαλότητας. 
Η Ταρσώ είχε ήδη λάβει Πνεύμα Θεού, προ του πειρασμού του ψυχιατρείου. Έτσι ο πειρασμός της αναγκαστικής της υποβολής σε ψυχιατρική χειρουργική επέμβαση ήταν από το Θεό το καθορισμένο ψυχοσωματικό υπόβαθρο της πνευματικής της σαλότητος. Ήταν δύο φορές "τρελή". Μία φορά κατά κόσμο! Σύμφωνα με την ψυχιατρική διάγνωση! Και μια φορά κατά Χριστόν. Ήταν έτσι περιχαρακωμένη στην έσχατη ταπείνωση. Σε αυτήν την κατάσταση, "δεν ήταν τίποτε, δεν είχε τίποτε!". 
Ίσως γι' αυτό αργότερα έλεγε συχνά : "Μου τα πήραν όλα. Μου πήραν εκατομμύρια και δεν έχω τίποτα". Δεν είχε τίποτα. Είχε λοιπόν την δυνατότητα να αποκτήσει το παν. Την καλή αλλοίωση μέσα από την χαρισματική οδό την εν Χριστώ σαλότητος. 
Το 1944, στον εμφύλιο, ενώ όλοι οι άνθρωποι ήσαν κλεισμένοι στα σπίτια τους, η Ταρσώ εξακολουθούσε να φεύγει ντυμένη στα άσπρα. Ένα βράδυ κάποιοι κτύπησαν το κουδούνι στην πόρτα της αδελφής της – εκείνη έμενε στα Εξάρχεια, στους πρόποδες του λόφου Στρέφη, όπου είχαν ανοίξει χαρακώματα οι αριστεροί και κατείχαν τον λόφο. Η Ταρσώ έμενε με τους γονείς της, στο σπίτι τους, πίσω από το πρώτο νεκροταφείο στην Γούβα. Έντρομη η αδελφή της, που ήταν μόνη με τα τρία της μικρά παιδιά, άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε μια ομάδα από ένοπλους αριστερούς, με γενειάδες, που την ρώτησαν αν έχει μια αδελφή με το όνομα Ταρσώ Ζαγοραίου. Η Γερόντισσα ΤΑΡΣΩ λίγο πριν το μοναστήριΗ αδελφή της τρόμαξε, νομίζοντας ότι είχε πάθει κάτι η Ταρσώ. Ο ένας από του ένοπλους άντρες, που φαινόταν και επικεφαλής, παραμέρισε τότε τους άλλους και έκανε τόπο στην Ταρσώ να περάσει και να μπει στο σπίτι. Στην συνέχεια λέει στην αδελφή της : "Ποια είναι αυτή που περνάει ατρόμητη μέσα από τις σφαίρες και καμιά σφαίρα δεν την αγγίζει;". 
Αυτή η παράδοξη εξωτερικώς και θεία εσωτερικώς κατάσταση της μακαρίας Ταρσώς είχε φέρει σε πλήρη αμηχανία τους δικούς της, οι οποίοι πλέον δεν ήξεραν τι να σκεφτούν και τι να κάνουν. Η αγαπημένη τους Ταρσώ, αν και είχε έναν διαφορετικό από αυτούς τρόπο ζωής, ήταν τόσο προσηνής και υπάκουη, ώστε δεχόταν αδιαμαρτύρητα κάθε κίνηση που γινόταν "για το καλό της", εκ μέρους των άλλων.Είδαμε ότι δεν αντέδρασε στο συνοικέσιο που της έκαναν, αλλά και υπέμεινε στο πραγματικό μαρτύριο της αδικαιολόγητης λοβοτομής, παραδομένη ολοκληρωτικά στον Κύριο και Νυμφίο της. Εφόσον ο Ίδιος την είχε εισάγει στο μεγαλειώδες και ειδικό αυτό αγώνισμα της δι' Αυτόν σαλότητος, ώφειλε να τον ακολουθήσει, αίροντας τον Σταυρό Του, ο οποίος είναι "Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρία" (Α' Κορ. α', 23). 
Πως ήταν δυνατόν ωστόσο, να την αφήσει ο Χριστός στα χέρια των καλοθελητών αυτών μέχρι τέλους, αφού έβλεπε ότι, από το πολύ ενδιαφέρον τους, είχαν καταντήσει επικίνδυνοι για την γνήσια δούλη Του; Έτσι, οδήγησε τα βήματά της, πάλι μέσω της υπακοής, σε τόπο όπου πλέον θα μπορούσε ανενόχλητη να ασκηθεί μαζί με άλλες ψυχές που είχαν επίσης αφιερωθεί σ' Αυτόν. 
Η μητέρα της Ταρσώς ακολουθούσε το παλαιό ημερολόγιο και είχε κάποια σχέση με την Ι. Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης, στην Κερατέα. Η Γερόντισσα ΤΑΡΣΩ με το μικρό κουρελάκι στην μύτη για να μην φαίνεται η ομορφιά τηςΕκείνη την εποχή, που η Ταρσώ εθεωρείτο άρρωστη, με ψυχιατρική βεβαίωση (!), κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Ματθαίος, κτήτωρ και επίσκοπος της Μονής, έκανε θαύματα και ιδιαιτέρως θεραπείες. Για το λόγο αυτό η μητέρα της Ταρσώς σκέφτηκε να συνοδεύσει την κόρη της και να φιλοξενηθούν για κάποιο διάστημα στη Μονή, μήπως γίνει το θαύμα και "θεραπευθεί" η Ταρσώ. Έτσι κάποια μέρα του 1949, την πήρε, απογοητευμένη από κάθε ανθρώπινη βοήθεια και την έφερε, χωρίς να το γνωρίζει, στο οριστικό στάδιο της αθλήσεώς της. 
Φαίνεται ότι εκεί έμειναν περίπου τρεις μήνες, χωρίς όμως το αποτέλεσμα που έλπιζαν και επιθυμούσαν. Έτσι, η μητέρα της Ταρσώς απεφάσισε να την πάρει να γυρίσουν στο σπίτι τους. Η Ταρσώ όμως δεν ήθελε να φύγει από το Μοναστήρι με κανένα τρόπο. Γι' αυτό παρακάλεσε η μητέρα της να την φιλοξενήσουν για κάποιο ακόμα διάστημα. Το διάστημα αυτό ήταν τελικά όλη της η ζωή. 
Δεν συγκαταλέχθηκε στην αδελφότητα της Μονής, παρέμεινε με τις άλλες δόκιμες στον ξενώνα, όπως συνηθίζεται στην Μονή αυτή. Διέμενε στον χώρο αυτό, υπηρετούσε στα διάφορα διακονήματα, έκανε τα σαλά της, ολοένα αυξανόμενα, και εδέχετο τις περιφρονητικές αντιμετωπίσεις των μοναχών και των λαϊκών. Παρακολουθούσε τις καθημερινές ακολουθίες που εγίνοντο για τους εκεί διαμένοντες, όπου και ανεγίγνωσκε τον Εξάψαλμο, τα Ψαλτήρια, τις Ώρες. Πολλοί ακόμη ενθυμούνται την κατανυκτική της φωνή. 
Κατά την διάρκεια της εκεί παραμονής της, της ανέθεσαν το διακόνημα της αντιγραφής των χειρογράφων από το αρχείο της βιβλιοθήκης που διέθεταν, επειδή η Ταρσώ ήταν καλλιγράφος. Οι μοναχές θυμούνται ότι, στην εμφάνισή της ήταν πολύ όμορφη, με ξανθές πυκνές μπούκλες, πράσινα μάτια και χαρούμενο πρόσωπο. Κρατούσε πάντα στα χέρια της ένα Προσευχητάριο με το οποίο προσηύχετο συνεχώς. Απέφευγε τις επαφές με τις άλλες δόκιμες μοναχές και προτιμούσε να κάθετε στο κελί της και να προσεύχεται. 
Το κελί στο οποίο η Γερόντισσα ΤΑΡΣΩ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τηςΚάθε φορά που η αρμόδια μοναχή πήγαινε να την ξυπνήσει νύχτα, στην ώρα του κανόνα, την έβρισκε πάντα όρθια να προσεύχεται. Μετά από λίγες μέρες διαπίστωσαν οι αδελφές ότι δεν ξάπλωνε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί ούτε την ώρα της αναπαύσεως, αλλά κοιμόταν καθιστή. Στον κόπο της νύκτας πρόσθετε και αυτόν της ημέρας. Εκτός από το παραπάνω διακόνημα ανέλαβε να κουβαλά νερό από την Ζωοδόχο Πηγή, 100 μέτρα από τον ξενώνα της Μονής, για τις ανάγκες των εξωτερικών αδελφών. 
Μετά από καιρό άρχισε να συμπεριφέρεται και να μιλά παράξενα, σε σημείο που παρεξηγείτο. Άρχισε να κοροϊδεύει και να επιτιμά τους ανθρώπους και περισσότερο τους ξένους που επισκέπτοντο την Μονή. Οι μοναχές, βλέποντας όλα αυτά της είπαν να φύγει από τον Ξενώνα, όπου είχε μείνει περίπου δύο χρόνια. Έτσι, χωρίς πάλι να το επιδιώξει, βρέθηκε η αγωνίστρια του Χριστού χωρίς κελί, μη έχοντας "που την κεφαλή κλίνη". Εγκαταστάθηκε έξω από την νότια είσοδο της Μονής, στα χωράφια, όπου υπήρχαν τα μαντριά της Μονής και κάποια χαλάσματα. Από τότε, μέχρι το 1988, έμενε εκεί, στο ύπαιθρο ή σε καλύβες από χορτάρια, που τις έστηνε και τις χαλούσε μόνη της. Τα πρώτα χρόνια, δεν είχε σταθερό μέρος να μένει και περιφέρετο μέσα στα χωράφια και στα βουνά. Αργότερα, στην δεκαετία 1970-1980 επιδιόρθωσε τα χαλάσματα που αναφέραμε, τελείως μόνη της, κουβαλώντας τσιμεντόλιθους και σκεπάζοντάς τα με νάιλον και τσίγκους, όταν πλέον είχε αρχίσει να γερνά και είχε ανάγκη από κάποια σταθερή στέγη. Κανείς δεν ήξερε που κοιμόταν και που εύρισκε υπόστεγο στις μεγάλες βροχές και στις κακοκαιρίες. Πολλές φορές ωστόσο, την είδαν μέσα στην βροχή να κάθεται στο ύπαιθρο, κρατώντας μία λαμαρίνα πάνω από το κεφάλι της. 
Πολλές φορές, έβγαινε και έξω από την ακτίνα του χώρου της Μονής και περπατούσε στις κωμοπόλεις της Κερατέας και του Μαρκόπουλου και επισκέπτετο διάφορα σπίτια. Αυτό ανησυχούσε πολύ την Ηγουμένη Ευφροσύνη, επειδή πίστευε ότι ήταν επικίνδυνο για μια γυναίκα να γυρίζει μόνη της τις νύχτες. Γι' αυτό μια μέρα την φώναξε και της είπε να μη φεύγει μακριά από το Μοναστήρι, γιατί διαφορετικά θα την έδιωχνε. Υπάκουσε η Ταρσώ στην Ηγουμένη και από τότε δεν ξαναβγήκε από την περιοχή της Μονής. 
η Γερόντισσα ΤΑΡΣΩ έξω από τον ξενώναΑν και δεν θεωρείτο κανονικά αδελφή της Μονής, συμμετείχε ενεργά στην ζωή της αδελφότητος. Η διακονία της, που την είχε διαλέξει μόνη της, ήταν να μεταφέρει κάθε μέρα, για πολλά χρόνια, το γάλα για όλη την αδελφότητα (περισσότερες από 300 μοναχές) από τα μαντριά που ήταν περίπου 500 μέτρα έξω από την Μονή, στο Μαγειρείο. Τα άδεια δοχεία τα επέστρεφε στο μαντρί γεμάτα νερό από την Ζωοδόχο Πηγή, που το χρησιμοποιούσαν οι μοναχές για να ποτίζουν τα ζώα. Από το Μαγειρείο έπαιρνε και το φαγητό της. 
Επίσης, έριχνε κοπριά στα αμπέλια της Μονής. Το φορτηγό της Μονής άδειαζε την κοπριά εκεί κοντά, για να πάνε οι μοναχές την επομένη ή κάποια άλλη μέρα, να την ρίξουν στα αμπέλια. Δεν προλάβαιναν όμως, γιατί την επομένη το πρωί, τα εύρισκαν όλα έτοιμα. Το μυστήριο αυτό δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν. Έτσι παραφύλαξαν ένα βράδυ και είδαν την Ταρσώ να ρίχνει μόνη της μέσα στην νύχτα όλη την κοπριά απ' άκρη σε άκρη στα αμπέλια. 
Επίσης, συμμετείχε στις γενικές εργασίες - παγκοινίες - όπου συγκεντρώνονταν πολλές αδελφές, όπως στην συλλογή του βίκου, στον τρύγο, στα χωράφια κ.λ.π. εργαζόταν και αυτή όπως και οι άλλες αδελφές, με την διαφορά ότι δεν καθόταν κοντά τους, αλλά σε κάποια απόσταση από αυτές και ακολουθούσε στην εργασία. Στην ώρα του φαγητού, με το κατσαρολάκι της, πήγαινε για να ζητήσει το φαγητό της από την μαγείρισσα που έδινε φαγητό και στις αδελφές. 
Έτσι λοιπόν ο Θεός δια των γεγονότων καθόρισε τον τρόπο της ζωής της αλλά και τον τόπο, στον οποίο θα ζούσε μέχρι την κοίμησή της. Ερημική, ασκητική ζωή. Αδιάλειπτη προσευχή και λογική λατρεία στο Θεό. Διηγείται λοιπόν, η αδελφή της Μαρίνα, πως την συνέλαβε κάποτε σε μια πολύ προσωπική της στιγμή, αφού δεν γνώριζε ότι την παρακολουθούν: "Είχαμε αγρυπνία στο Μοναστήρι. Ήταν καλοκαίρι και η αγρυπνία γινόταν στην αυλή. Είχε φεγγάρι. Όταν άρχισε το Απόδειπνο, έφυγα για να πάω να δω τι κάνει η Ταρσώ. Τότε έμενε στο προηγούμενο κελί της, μια παράγκα από σανίδες. Δεν ήταν έξω. Πλησίασα σιγά-σιγά και, χωρίς να με αντιληφθεί, κοίταξα ανάμεσα από τις χαραμάδες που είχαν οι σανίδες. Ήταν όρθια, έκανε τον σταυρό της, προσηύχετο ψιθυριστά και συνεχώς έλεγε: "Παναγία μου, βοήθησέ με την αμαρτωλή, βοήθα με Παναγία μου, Δέσποινά μου, βοήθα με σε παρακαλώ...". Έμεινα να την ακούω όσο μπόρεσα και όταν επέστρεψα, η αγρυπνία ευρίσκετο στα Απόστιχα, μετά την Λιτή". 
Με τον τρόπο αυτό, τον ασκητικό και ησυχαστικό, διαμόρφωσε ανάλογα την εξωτερική της εμφάνιση και αργότερα το ερημικό κελί της. 
Σ αυτή τη στάση ξεκουράζονταν η Γερόντισσα ΤΑΡΣΩ. Ποτέ δεν κοιμήθηκε ξαπλωμένη"Στην αρχή φορούσε μαύρο ράσο αλλά φρόντιζε να φαίνεται παλιό. Το έραβε μόνη της, με τεράστιες φαρδιές τσέπες για να βάζει τα βιβλία της προσευχής, τη Σύνοψη, την Αγία Γραφή, το Ψαλτήρι, κ.α.. Αλλά καθώς προχωρούσαν τα χρόνια, η ενδυμασία της προσαρμόζετο πλέον στην ψυχολογία και το πνεύμα της σαλότητος, εγίνετο ρυπαρή και κακόγουστη, μέχρι αστεία". 
Μια τακτική επισκέπτρια της Ταρσώς περιγράφει ως εξής την ενδυμασία της: "Φορούσε μια ξεσκισμένη βρώμικη πουκαμίσα (κάποτε λευκή), μακρύτερη από το, κάποτε μαύρο φόρεμα - ζωστικό, η οποία είχε ραμμένη μια τεράστια εσωτερική τσέπη, τέτοια που να χωρά ότι είχε και δεν είχε, αυτή που τίποτα δεν είχε. Από πάνω, προσπαθώντας μάταια να ζεσταθεί το χειμώνα, έβαζε 3-4 αδιάβροχα νάιλον, το ένα πάνω στο άλλο και στους ώμους ένα καφετί προσόψι, με επιτήδεια ραμμένη κορδελίτσα, σαν μπέρτα"! 
Η Ταρσώ φρόντιζε ιδιαίτερα να κρύβει το ωραίο πρόσωπό της, από τα νιάτα της, και ιδιαίτερα τώρα, στην άσκησή της, τα ωραία μάτια της, που αν τα πρόσεχες κάποιες φορές έδειχναν σαν ένα κομμάτι διαμαντένιου ουρανού! Φορούσε στα μάτια της γυαλιά με χοντρούς φακούς, τα οποία στήριζε γύρω στο κεφάλι της με σύρμα. Όταν ήθελε να διαβάσει κάτι, το πλησίαζε πολύ κοντά στο πρόσωπό της. Μια φορά, λοιπόν, λέει σε μια συνομιλήτριά της: "Όλα τους τα έδωσα αδελφούλα μου, τι άλλο να τους δώσω ακόμη; Και τα μάτια μου τους τα έδωσα". Η ευλαβής αδελφή δεν αντιλήφθηκε το νόημα των λόγων αυτών. Όμως αργότερα πληροφορήθηκε, πως όταν ήταν νέα, κάποιος άνδρας, που είχε επισκεφθεί το Μοναστήρι, θαύμασε τα μάτια της και τον άκουσε να λέει πως έχει ωραία μάτια. Τότε αυτή πήγε στο Μοναστήρι, πήρε ένα ζευγάρι γυαλιά με χοντρούς φακούς και τα φόρεσε, με αποτέλεσμα να χαλάσει την όρασή της. 
Επίσης τα κάλυπτε την μύτη της με μια μαύρη κορδέλα, την οποία είχε η ίδια επιμεληθεί για να κρύβει το πρόσωπό της, γιατί κάποιος της είχε πει ότι έχει ωραία μύτη. Την κορδέλα αυτή την έβγαλε από το πρόσωπό της όταν άρχισε να γερνά. Φρόντιζε επίσης να έχει σκυμμένο συνεχώς το κεφάλι της, κάτω στο χώμα. Όπως η ίδια είχε πει, "το καφετί χρώμα είναι το χρώμα μου" ! Εξάλλου, τα παπούτσια της ήταν τρυπητά, λαστιχένια (πάντοτε όμως παλιά), δεμένα με σκουριασμένο σύρμα και επίσης πάντοτε παράταιρα. 
Οι διαστάσεις του κελιού της δεν επέτρεπαν ένα ανθρώπινο κρεβάτι. Μόνο σκυφτός ή καθιστός χωρούσες μέσα. Άλλωστε σαράντα πέντε χρόνια δεν κοιμήθηκε ξαπλωμένη. Μόνο όταν χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο δύο φορές, κοιμήθηκε σε κρεβάτι με κάποιες τύψεις "για την πολυτέλεια". 
Η Γερόντισσα ΤΑΡΣΩ έξω από το κελί της.Το εσωτερικό, πάντως, του κελιού της ήταν εντελώς ακατάστατο. Εκεί υπήρχαν μπόγοι ανοιγμένοι, που έχασκαν χυμένα κάποια παλιόρουχα ή κουβέρτες κουβαριασμένες, ντενεκάκια από κονσέρβες για τις γάτες, σκουπίδια διάφορα και μικροπράγματα άχρηστα.Όλα αυτά σχημάτιζαν ένα σωρό ετερόκλητων πραγμάτων που, στο σύνολό τους, θύμιζαν σκουπιδότοπο. "Στη γωνιά του κελιού της, υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος. Ένας – δύο τσιμεντόλιθοι και ένα στραβωμένο σακί τσιμέντο που πέτρωσε από την βροχή, ήταν τα καθίσματά της. Στα νιάτα της κούρνιαζε σαν σκυλί, δίπλα σε θάμνους και στα γεράματά της, συνήθως την εύρισκες καθιστή σε αυτόν τον πάγκο, με το κεφάλι γερμένο. Ακόμη και όταν, τον τελευταίο χρόνο, την πήραν στο γηροκομείο του Μοναστηριού, την εύρισκαν να περνά τη νύχτα σε ένα πεζούλι, έξω στην βροχή". 
Η τροφή της ήταν πάντοτε λιγοστή. Ο κανόνας της στο φαγητό φάνηκε και στις τελευταίες της μέρες στο Κ.Α.Τ. Έκανε υπακοή να δεχθεί σούπα, αλλά όταν επέμεναν να συνεχίσει, αρνήθηκε. "Έφαγα, έφαγα, τέσσερις κουταλιές". Αυτό ήταν το όριό της. Η αδελφή Μαρίνα, από την Μονή, της έφερνε το μεσημβρινό φαγητό της, που το χώριζε στα δύο για να δειπνήσει με δυο μπουκιές το βράδυ. Στην περίπτωση που η καλή Μαρίνα έλειπε για δουλειές εκτός της Μονής, δεν είχε την έγνοια της κανένας άλλος.Φαίνεται ότι κάποιες φορές έμενε ολόκληρη εβδομάδα νηστική, μέχρι αν επιστρέψει εκείνη από τις δουλειές της. Της έφερναν μερικές φορές καλομαγειρεμένο φαγητό, που διαφέρει πολύ από φαγητό μαγειρεμένο στο καζάνι για 300 ψυχές. Η αδελφή Μαρίνα της έλεγε : "Κράτησε λίγο να φας", διότι την λυπόταν που ήταν ταλαιπωρημένη. Της απαντούσε : "Μα καλά, το κοσμικό φαγητό είναι καλύτερο;". 
Άλλοτε, της πήγε μια πολύ καλή μερίδα ψάρι. Αυτή το καθάρισε και τόδωσε στα γατιά. Της λέει η αδελφή: "μα τι κάνεις; Τι θα φας; Φάε ευλογημένη εσύ το ψάρι και δώσε στα γατιά τα κόκαλα". Και η απάντηση : "μα καλά, εσύ αποφάγια τρως στο Μοναστήρι; Πως θα φάνε τα γατιά τα αγκάθια (κόκαλα);" Με την ίδια στοργή, τάιζε και τα ποντίκια του κελιού της, με μικρά κομματάκια ψωμί. "Θέλουν να φάνε και αυτά", έλεγε. 
Η Γερόντισσα ΤΑΡΣΩ έξω από το κελί της.Η τρυφερότητα που αισθανόταν για τα ζώα ήταν πολύ μεγάλη. Μια φορά βρήκε κοντά στην θάλασσα ένα κοκαλιάρικο γαϊδουράκι, που έπρεπε να το είχαν εγκαταλείψει γέρικο πολύ για να πεθάνει. Το πήρε, το έφερε στο κελί της και το τάιζε με ψωμί, όσο καιρό έζησε. 
Ποιος μπορεί αν αμφιβάλει ότι δεν θα ήταν δυνατόν να μοιράζεται το λιγοστό φαγητό της με τους άλογους και τους λογικούς φίλους της, αν δεν είχε σε μεγάλο βαθμό αποδεσμευτεί από τις υλικές ανάγκες; Όντως, η πραγματική της τροφή, αυτή που την χόρταινε, ώστε να λησμονεί την υλική τροφή, ήταν η πνευματική. Η σκέψη της και η καρδιά της ήταν αποκλειστικά δοσμένες στα ουράνια και στα άγια, στα οποία εντρυφούσε αδιάλειπτα. Αυτό το νόημα είχε ασφαλώς η απάντησή της στην πρόθυμη επισκέπτρια να της φέρει ότι φαγητό θα επιθυμούσε: - Τι να σου φέρω Ταρσώ να φας; - Εσύ θα μου φέρεις να φάω; Εμένα μου φέρνει ο αξιωματικός (ο άγγελος) και η Μαρία! 
Τα λίγα αυτά βιογραφικά στοιχεία δίνουν μία πρώτη γενική εικόνα της ζωής της Ταρσώς που προηγήθηκε της εγκαταστάσεώς της στον τόπο της θεοφιλούς της ασκήσεως, αλλά, μέχρι κάποιου σημείου, και της ζωής της, όπως άρχισε αυτή να διαμορφώνεται πλέον, με την ασκητική της βιοτή, στον τόπο αυτό.

ΤΑΡΣΩ - Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ

 
Η ευωδιάζουσα κάρα της Γερόντισσας Ταρσω (ΠΗΓΗ)

Η ερημική ζωή της Ταρσώς και το γεγονός ότι δεν απομακρυνόταν, παρά σπανιότατα και μόνο για σοβαρό λόγο (όπως στην περίπτωση μιας αναγκαίας νοσηλείας), από τον τόπο αυτό της ασκητικής της διαμονής, δημιουργούσε ευνόητα την απορία στους επισκέπτες, που για πρώτη φορά έφταναν εκεί, ποια μπορούσε να είναι η πνευματική της τροφοδοσία, εφόσον δεν μπορούσε να εκκλησιάζεται και ποια σχέση ήταν δυνατόν να έχει με τη μυστηριακή, ιδιαίτερα, ζωή της Εκκλησίας. Είναι φυσικό, ένας διά Χριστόν σαλός άνθρωπος να μην έχει Εκκλησιαστική ζωή, όπως την ζει ο χριστιανός του κόσμου: εκκλησιασμό και συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, κατά τις τακτές ημέρες και ώρες των Ιερών Ακολουθιών. Ο σαλός και επομένως "άτακτος" τρόπος της ζωής του, δεν του επιτρέπει την παρακολούθηση της εκκλησιαστικής ζωής, κατά τον "κατεστημένο" τρόπο, εφόσον εξάλλου, μεταξύ των στόχων της σαλότητας, υπάρχει και η αποφυγή από οτιδήποτε συντηρεί "κατεστημένη" ευσέβεια, "ευσχημόνως και κατά τάξιν", όπου όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος της "ρουτίνας" της εκκλησιαστικής ζωής. 
Η Γερόντισσα ΤΑΡΣΩ.Αλλά τότε, πως μπορεί ένας σαλός διά Χριστόν να είναι ένας χαρισματικός χριστιανός, χωρίς εκκλησιαστική ζωή;
Αν ένας χριστιανός είναι πράγματι χαρισματικός, και μόνο από το γεγονός αυτό βεβαιώνεται ότι ο άνθρωπος αυτός ζει μέσα στην Εκκλησία και διά της Εκκλησίας πορεύεται προς την Βασιλεία του Θεού, όπως όλοι οι άλλοι χριστιανοί. Κάθε πραγματικό χαρισματικό άνθρωπο τον παρακολουθεί βήμα προς βήμα, κατά την πορεία του αυτή, η χάρη του Θεού και αναπληρώνει τα πνευματικά υστερήματα που μπορεί αν οφείλονται στον ιδιαίτερο τρόπο βιώσεως της χριστιανικής του ζωής, όπως λ.χ. αυτούς που ζουν "στα σπήλαια και στις οπές της γης"!

Είπε κάποτε: "Οι αρχάγγελοι μου έδωσαν τρεις στολές και τρεις η Παναγία. Μία μέχρι κάτω, μία ως εδώ και μία ως το γόνατο. Μου τις πήραν και λειτουργούν στην Εκκλησία".
Τι ήθελε να πει η Ταρσώ με τους συμβολικούς αυτούς λόγους; Ποιο είναι το νόημά τους που απέκρυπτε από το νου του συνομιλητή της; Μια πρώτη εντύπωση, που προκαλούν οι λόγοι αυτοί της Ταρσώς είναι ότι ευλογήθηκε τρεις φορές από τους αρχαγγέλους και από την Παναγία. Να υποθέσουμε ότι τον πλούτο αυτό των ευλογιών η ίδια η Ταρσώ τον κατάθεσε στο Σώμα της Εκκλησίας; Οπωσδήποτε όμως δεν είμαστε έξω από το βασικό νόημα αυτού του λόγου, αν αντιληφθούμε την προσφορά του χαρίσματος της σαλότητας αλλά και ολόκληρης της αναγεννημένης ζωής της στη "λειτουργία" της Εκκλησίας! Η αυτοσυνειδησία της Ταρσώς ήταν βαθύτατα εκκλησιαστική!

Μια κυρία, συχνή επισκέπτρια της Ταρσώς διηγείται: "Μια νύχτα βλέπω στον ύπνο μου πως έκανα καθαριότητα στο σπίτι μου και πίσω μου ακολουθούσε η Ταρσώ με μία σκούπα στο χέρι, σκουπίζοντας το δάπεδο με πολύ προθυμία και επιμέλεια. Είχα χαρά και απορία μέσα μου γι' αυτό που έκανε. Και αμέσως, σαν να διάβασε τις σκέψεις μου εκείνη την στιγμή, μου λέει σαν απάντηση σε αυτά που σκεφτόμουν : "επειδή έστειλες στον αδελφό μου αλάτι για το φαγητό του, ήρθα και εγώ να σε βοηθήσω". Ξύπνησα πολύ χαρούμενη. Προσπαθούσα να καταλάβω τα λόγια της και σκεφτόμουν αν είχα κάνει κάτι καλό εκείνες τις ημέρες. Θυμήθηκα μετά από πολύ κόπο ότι είχα στείλει ένα δεματάκι στο Άγιον Όρος με κιμωλία για την προεργασία των εικόνων και κάποιες πληροφορίες για την αγιογραφία, προκειμένου να βελτιώσουν την δουλειά τους.
Την επόμενη φορά που την επισκέφτηκα μου λέει: "ο αδελφός μου με τρέφει και μένα κάθε μέρα, με μνημονεύει, τον ευχαριστώ, να' ναι καλά". Αργότερα πληροφορήθηκα ότι ο μοναχός στον οποίο είχα στείλει το δέμα, που ήταν ιερέας, είχε ακούσει για την Ταρσώ και την μνημόνευε καθημερινά στις Θείες Λειτουργίες που έκανε".

Η ΜΑΝΑ



site analysis





Γράφει ο Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Σηκωνόταν κάθε πρωί και πριν κάνει οτιδήποτε άλλο κατευθυνόταν προς το προσκυνητάρι. Έκανε τον σταυρό της, αργά, ευλαβικά. Έπιανε με το δεξί της χέρι το μικρό ποτηράκι που χρησιμοποιούσε για καντήλι το έφερνε στο αριστερό της χέρι και ξανάκανε το σταυρό της.

Το άφηνε απαλά πάνω στο τραπέζι που βρισκόταν εκεί δίπλα, άνοιγε μια μικρή μπιζουτιέρα που μέσα αντί για χρυσαφικά είχε θυμίαμα, καρβουνάκια, φυτιλάκια. Πρόσθετε λίγο λάδι, άλλαζε το φυτιλάκι, το άναβε ψέλνοντας το «Άξιον εστίν», το τοπετούσε και πάλι στο κέντρο του προσκυνηταριού.

Το παλιό φυτιλάκι με την χαρτοπετσέτα δεν τα πετούσε στα σκουπίδια, είχε μια ειδική σακούλα, όταν γέμιζε την έπαιρνε και την έκαιγε σε μια άκρη της αυλής του σπιτιού της.

Κάθε μέρα ο γιος της την πετύχαινε σε κάποιο σημείο αλλαγής του φυτιλιού. Αυτός πήγαινε πάντα βιαστικά στο μπάνιο, να πλυθεί, να ντυθεί να πάει στην δουλειά.

Ο πατέρας του τους είχε αφήσει εδώ και χρόνια, μάλλον καλύτερα που έφυγε μιας και η καημένη του η μάνα τράβηξε πολλά από τα μεθύσια και τις ασωτίες του.

Την παρατηρούσε κάθε μέρα, κάθε πρωί να ψέλνει, να θυμιάζει το σπίτι, να τον αποχαιρετά με το θυμιατό στο χέρι, να τον σταυρώνει καθώς αυτός απομακρυνόταν. Και πάλι την έβλεπε να ανοίγει απαλά τις κουρτίνες του παραθύρου και να τον παρατηρεί καθώς έμπαινε στο αμάξι. Μετά και αυτή ντυνόταν και πήγαινε στο ναό να ακούσει την ισχνή φωνή του ιερέα να ψέλνει τον όρθο της ημέρας. Μέσα στο ναό καθόταν όρθια κάτω από την αγιογραφία της Αγίας Αικατερίνης.

Εκεί στο στασίδι ακουμπούσε λίγο, έκλεινε τα μάτια της και έλεγε την ευχή. Μόλις τελείωνε ο όρθος περίμενε τον πάτερ να πάρει την ευχή του. Έβαζε μετάνοια, φιλούσε το χέρι του και έφευγε.

Το απόγευμα καθώς γυρνούσε κουρασμένος από την δουλειά την έβρισκε είτε να κρατά το συναξάρι είτε το προσευχητάρι. Του έβαζε να φάει, δεν τον ρωτούσε πολλά, μόνο αν ήταν καλά, μόνο αν ήθελε κάτι και μπορούσε να το κάνει.

Καθόταν μαζί του και τον έβλεπε να τρώει. Τον έβλεπε και χόρταινε και η ίδια, χαιρόταν όταν έτρωγε όλο το φαγητό στο πιάτο, μα χαιρόταν περισσότερο εάν ζητούσε κι άλλο. Αν σήκωνε τα μάτια του έβλεπε πάντα το χαμόγελό της. Σιωπηλή, ήρεμη, παρόν. Τελείωνε το φαγητό του. Έκανε τον σταυρό της.

Σηκωνόντουσαν από το τραπέζι. Πήγαινε στο σαλόνι, άνοιγε την τηλεόραση, έβλεπε είδήσεις ή αθλητικά, μπορεί να τον έπερνε ο ύπνος εκεί. Κατα το βραδάκι, σηκωνόταν ντυνόνταν και καθώς άνοιγε την πόρτα έλεγε «μάνα, θα βγώ…».

 Η φωνή της ακουγόνταν πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου της, έκαμε να τον προλάβει μα τις περισσότερες φορές τον λόγο της τον προλάβαινε ο ήχος της εξώπορτας «…να προσέχεις παιδί μου…».

Έμενε στην κλειστή εξώπορτα, όρθια, μόνη, σιωπηλή. Μετά από λίγο γυρνούσε στο δωμάτιό της. Δίπλα στο μονό κρεβάτι της είχε ένα μικρό χαλάκι. Σήκωνε απαλά την φούστα της, τα γονατά της ακουμπούσαν χάμο. Το βλέμμα της έμενε καρφωμένο σε μια εικόνα της Παναγίας που είχε στο κομοδίνο της.

Δεν άκουγες τίποτα να βγαίνει από το στόμα της, δεν άκουγες φωνή, μα αν ήσουν παρόν θα έβλεπες τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα, να χαρακώνουν τα μάγουλά της, να κυλάνε στο λαιμό της και να χάνονται στην αλυσίδα του σταυρού της. Οι ώρες περνούσαν, δύο, τρεις και τέσσερις ώρες. Στα γόνατα. Στο μικρό αυτό χαλάκι, στην μικρή αυτή κάμαρα.

Ποτέ της δεν έκανε κύρηγμα στο γιο της. Ποτέ της δεν τον ρωτούσε που πήγαινε, με ποιους ήταν, τί έκανε. Την ανησυχία της την έκανε προσευχή.

Το κλειδί στην πόρτα ακουγόταν. Ήταν ο γιος της. Γύρισε. Έκανε τον σταυρό της. Ακουμπούσε το μέτωπό της χάμο και έμενε εκεί μέχρι ο γιος της να μπει στο δωμάτιό του. Αφού έπεφτε για ύπνο, έκανε αυτή να σηκωθεί. Μα κάποιες φορές ήταν τόσο δύσκολο.

Τόση ώρα στα γόνατα δεν αισθανόταν πλέον τα πόδια της. Προσπαθούσε στηριζόμενη στο κρεβάτι της. Κάποιες φορές ίσα ίσα που κατάφερνε να ακουμπήσει το σώμα της στο στρώμα, κάποιες άλλες φορές έμενε χάμο απλώνοντας τα πόδια της περιμένοντας να κυκλοφορήσει και πάλι το αίμα.

Την επόμενη μέρα, η πόρτα του δωματίου του άνοιγε. Καθώς πήγαινε στο μπάνιο την έβλεπε και πάλι να αλλάζει το φυτιλάκι. Και αυτό γινόταν χρόνια. Πάντα διακριτική. Είχανε μεταξύ τους μια συνδέουσα απόσταση, μία σχέση σεβασμού, κατανόησης, αλληλοπεριχώρησης.

Ο καιρός περνούσε. Γνώρισε μια κοπέλα όμορφη, καλοσυνάτη, απλή. Την αγαπούσε πολύ ο γιος της, και αυτή την αγάπησε πολύ. Την έφερε και στο σπίτι. Της είπανε ότι έχουν σκοπό να παντρευτούν.

Η μάνα του σηκώθηκε έκανε στο σταυρό της, «να ναι ευλογημένο παιδιά μου», είπε, έπεσα στα γόνατα, έπιασε τα χέρια της κοπέλας και τα φίλησε. Τα φίλησε και τα γέμισε δάκρυα, δάκρυα χαράς.

Πέρασαν μερικές ημέρες. Το πρόγραμμα στο σπίτι δεν άλλαξε. Μέχρι εκείνο το πρωινό.

Ξύπνησε, βγήκε από το δωμάτιό του μα δεν είδε την μάνα του. Κοντοστάθηκε. Έμεινε ακίνητος μερικά δευτερόλεπτα. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Τα χείλη του ψέλλιζαν μια λέξη μα την επαναλάμβαναν αδύναμα, ψιθυριστά.

Μα όσο πήγαινε η λέξη δυνάμωνε, μέχρι που η φωνή του έγινε κραυγή… «μάνα μου», έλεγε και ξανάλεγε, έτρεξε στη μικρή της κάμαρα. Άνοιξε την πόρτα. Την είδε γονατιστή πάνω στο μικρό χαλάκι.

Ακίνητη, σιωπηλή, ήρεμη, χωρίς πνοή, με μάτια κλειστά, με το κομποσχοίνι στα χέρια της. Είχε γύρει και ακουμπούσε στο πλάι του κρεβατιού. Το μικρό πορτατίφ ήταν ακόμα αναμένο. Μπροστά της η εικονά της Παναγίας.

Γονάτισε δίπλα της. Σταμάτησε να φωνάζει. Σταμάτησε να κινείται κι αυτός. Και οι δυο πλέον ήταν γονατιστοί. Μάνα και γιος. Δίπλα δίπλα.

Μετά από μερικά λεπτά γύρισε, την είδε, της χάιδεψε τα μαλλιά, την πλησίασε και την ασπάστηκε στα μάτια της, σ’αυτά τα μάτια που ήταν ακόμα υγρά από τα δάκρυα της προσευχής της, της νήψης που βίωνε. Τα δικά του μάτια είχαν γίνει κόκκινα από την αλμύρα των δακρύων του. Η όψη του όμως ήταν ειρηνική, όπως της μάνας του.

Σηκώθηκε. Πήγε προς το προσκυνητάρι. Πήρε με το δεξί του χέρι το καντηλάκι. Άλλαξε το φυτιλάκι. Έκανε το σταυρό του.

Μετά ειδοποίησε τους συγγενείς…

Το μεγαλύτερο κήρυγμα είναι η ζωή μας.
Με παρρησία


ΠΗΓΗ

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Αγία Θεοφανώ: Η ελεήμων και προδομένη βυζαντινή βασίλισσα



site analysis
agia theofano



















Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου – Καθηγητού

Πολλοί βυζαντινοί αυτοκράτορες έζησαν αγία ζωή και συγκαταλέγονται στους αγίους της Εκκλησίας μας, καθ’ ότι δεν αλλοτριώθηκαν από την εγκόσμια δόξα και εξουσία, γενόμενοι διάκονοι του Θεού και του λαού Του. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται η αγία Θεοφανώ η ελεήμων βασίλισσα του Βυζαντίου.
Γεννήθηκε το 862 στην Κωνσταντινούπολη από γονείς πατρικίους, τον Κωνσταντίνο και την Άννα. Την απέκτησαν κατόπιν προσευχής, καθ’ ότι ήταν άτεκνοι. Αλλά η χαρά τους για τη γέννηση της μικρής Θεοφανούς μεταβλήθηκε σε λύπη, αφού η μητέρα της πέθανε από δυστοκία. Την ανατροφή της ανάλαβε μια αφοσιωμένη τροφός του αρχοντικού της.
Ο πατέρας της φρόντισε να τη μορφώσει, όπως ταίριαζε στις βυζαντινές αρχοντοπούλες. Ένας ευλαβής και σοφός δάσκαλος είχε αναλάβει την διαπαιδαγώγησή της. Η Θεοφανώ μεγάλωσε με θεοσέβεια και αποκτούσε αρετές και ήταν προικισμένη με σπάνιο σωματικό κάλλος. 
Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ (867-886) και η αυτοκράτειρα Ευδοκία έμαθαν για την όμορφη, ενάρετη και καλλιεργημένη Θεοφανώ, την οποία ζήτησαν ως σύζυγο, από τον πατέρα της, για τον γιό τους Λέοντα, (τον μετέπειτα αυτοκράτορα) ΣΤ΄ τον Σοφό.
Όμως ο Λέων δεν την ήθελε, διότι συμπαθούσε την Ζωή Ζαούτζαινα. Όμως ο τραχύς Βασίλειος τον νύμφευσε με το ζόρι με την Θεοφανώ, χωρίς ο Λέων να το θέλει και η Θεοφανώ να το γνωρίζει! Ο γάμος πραγματοποιήθηκε με μεγαλοπρέπεια, χωρίς ουσιαστικά τη θέληση των νεόνυμφων! Ο πνευματικός της γέροντας Ευσέβιος είχε αναλάβει να τους στηρίξει και να τους ενώσει ψυχικά. 
Σε λίγο καιρό η Θεοφανώ έμεινε έγκυος, γεγονός που γέμισε χαρά το παλάτι. Γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι, την Ευδοκία. Ο Λέων προσποιήθηκε ότι χάρηκε, διότι είχε το νου του στη Ζωή, την οποία δεν μπορούσε να ξεχάσει.
Το συναισθηματικό κενό που τους χώριζε ήταν εμφανές. Η Θεοφανώ έβλεπε αυτή την ανυπόφορη κατάσταση και η μόνη παρηγοριά της ήταν η προσευχή. Ζούσε ως μοναχή και μάλιστα λέγεται πως κάτω από τα πολυτελή της ενδύματα φορούσε τρίχινο ράκος! 
Μια φρικτή συκοφαντία από κάποιον μάγο και αγύρτη οδηγεί το Βασίλειο να στείλει εξορία τον Λέοντα στη Θεσσαλονίκη, ότι δήθεν ετοίμαζε δολοφονία του. Τον ακολούθησε και η Θεοφανώ με την κόρη τους Ευδοκία. Μαζί τους πήγε και ο πνευματικός τους Ευσέβιος.
Η Θεοφανώ συμπαραστέκεται στον Λέοντα και τον απέτρεψε από την αυτοκτονία. Μετά από τρία χρόνια αποκαλύφτηκε η αλήθεια και επέστρεψε το πριγκιπικό ζευγάρι στη Βασιλεύουσα. 
Μετά από λίγο καιρό πέθανε η πεθερά της Ευδοκία και η Θεοφανώ στέφτηκε Αυγούστα. Από τη θέση της αυτή ασκεί μια πρωτόγνωρη φιλολαϊκή εξουσία. Γίνεται η προστάτης των φτωχών και κατατρεγμένων. Ιδρύει φιλανθρωπικά ιδρύματα και ενισχύει οικονομικά χιλιάδες ενδεείς.
Όμως η σχέση της με τον Λέοντα χειροτερεύουν, αφού εκείνος συνάπτει ερωτικές σχέσεις με τη Ζωή, παραμελώντας επιδεικτικά την Θεοφανώ. Ο Βασίλειος διέταξε την μαστίγωση του Λέοντα και την εξορία της Ζωής. Η Θεοφανώ κρατά απίστευτη στάση αξιοπρέπειας και ανεξικακίας, προσευχόμενη για το ατόπημα του συζύγου της. 
Όμως το 886 ο Βασίλειος πεθαίνει και ο Λέων γίνεται αυτοκράτορας. Πρώτο του μέλημα ήταν να φέρει στο παλάτι την Ζωή και να ανακηρύξει τον πατέρα της «βασιλοπάτορα» και πρωθυπουργό και να υποβιβάσει την Θεοφανώ σε απλή σύμβουλό του! Επειδή δεν είχε αποκτήσει αγόρι από την Θεοφανώ ζητούσε να αποκτήσει από τη Ζωή.
Στο μεταξύ έρχεται ένα ακόμα τραγικό συμβάν για την Θεοφανώ. Αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε η εννιάχρονη κόρη της Ευδοκία. Ο χαμός της γέμισε με απέραντη απελπισία την Θεοφανώ και την απομάκρυνε ακόμα περισσότερο από την καρδιά του Λέοντα.
Επίσης η ακόλαστη Ζωή τη διέβαλε συνεχώς στον Λέοντα, ώστε άρχισε να καλλιεργεί στην ψυχή του, όχι απλά αποστροφή για εκείνη, αλλά μίσος. Όταν ο πνευματικός της Ευσέβιος θέλησε να μιλήσει στον αυτοκράτορα για την κατάσταση, εκείνος τον έστειλε εξορία. 
Η Θεοφανώ δεν έχει άλλο στήριγμα από το Θεό και την Παναγία. Ώρες ολόκληρες έμεινε κλεισμένη στο δωμάτιό της προσευχόμενη. Η θερμή προσευχή την γαληνεύει και τη δίνει κουράγιο να ζήσει. Παράλληλα άρχισε να διαφαίνεται και η αγιότητά της. Σώζει θαυματουργικά ένα ετοιμοθάνατο κορίτσι. Η είδηση έφτασε σε όλη την αυτοκρατορία.
Ο λαός εκφράζει την αγάπη του και την συμπάθειά του για εκείνη. Αλλά αυτή παραμένει ταπεινή και εντείνει την φιλανθρωπική της δράση. Μεταβάλλει τη θλίψη της σε κοινωνική προσφορά. Ολημερίς τρέχει στα ιδρύματα και στα νοσοκομεία, περιθάλποντας τους ασθενείς. Έκτισε δε και την Μονή της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτριας στη Χαλκιδική. 
Περί το 893 αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι στις Βλαχέρνες, δίνοντας την ευκαιρία να παντρευτεί ο Λέων την Ζωή. 
Όμως έρχεται και η αρρώστια. Οι συνεχείς θλίψεις, η συζυγική απόρριψη και κύρια ο θάνατος της πολυαγαπημένης κόρης της κλόνισαν την υγεία της. Αρρώστησε βαριά. Το δυσάρεστο νέο διαδόθηκε σε όλη την Πόλη.
Ο λαός, ο οποίος την υπεραγαπούσε, συγκλονίστηκε θρηνούσε και προσεύχονταν για την αγαπημένη του βασίλισσα. Πανέτοιμη για το μεγάλο της ταξίδι, ξαπλωμένη στο νεκροκρέβατό της, βλέπει τον Κύριο να την περιμένει μέσα σε ένα εκτυφλωτικό φως. Της εμφανίζεται επίσης η κορούλα της Ευδοκία χαρούμενη να την περιμένει! 
Ζήτησε να δει και τον Λέοντα. Του φιλάει τα χέρια και του ζητά συγνώμη για τις τυχόν παραλήψεις της και του εύχεται μακροημέρευση και επιτυχία στο έργο του. Μετά κοιμήθηκε ειρηνικά, το 893. Η ψυχή της φτερούγισε στον ουρανό, να συναντήσει τον Σωτήρα Χριστό και την κορούλα της Ευδοκία. Ήταν μόλις 31 ετών!
Το τίμιο λείψανό της, όταν έγινε η εκταφή του, βρέθηκε άφθορο και πραγματοποιούσε άπειρα θαύματα. Η Εκκλησία μας την ανακήρυξε αγία και η μνήμη της εορτάζεται στις 16 Δεκεμβρίου. Το χαρυτόβρυτο λείψανό της βρίσκεται σήμερα στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι.
-------------------------------------------------------

Αγία Θεοφανώ η αυτοκράτειρα: μια προδομένη σύζυγος…αγία!

 Αγία Θεοφανώ :η Θαυματουργή σύζυγος του βασιλιά Λέοντα του σοφού
διαβάστε για τον  βίο  (από ένα συγκινητικό κείμενο ) και για το άφθαρτο λείψανο  της αγίας Θεοφανούς
ag-Theofano-2011
Ο βίος της αγίας Θεοφανούς της Αυγούστας
862 μ.Χ  και  στον  κόσμο  έρχεται  μια  υπέροχη  ύπαρξη.  Η  κορούλα  του  πατρίκιου  Κωνσταντίνου  και  της  Άννας, που  κατοικούν  στη   Βασιλεύουσα  πόλη, την  Κωνσταντινούπολη.
Είχαν  χρόνια  που  δεν  έκαναν  παιδί, αλλά, ευλαβέστατοι  και  άνθρωποι  της  προσευχής  καθώς  ήταν  και  οι  δυο, εισακούστηκαν  από  το  Θεό.
Έτσι  γεννήθηκε   η  μικρή  Θεοφανώ.
Δεν  πρόλαβαν  όμως  οι  γονείς  της  να  χαρούν  τον  ερχομό  της  και  η  μητέρα  της  από  δυστοκία  πεθαίνει.
Ευτυχώς  που  μια  άλλη  γυναίκα  του  αρχοντικού  σπιτιού  τους  γίνεται  τροφός  της, ακριβή  παραμάνα, και  αφοσιωμένη  στη  μνήμη  της  μητέρας  της.( δική μας προσθήκη: η κοπέλα αυτή θαυματουργικά απέκτησε γάλα και θήλασε το βρέφος, ενώ δεν ήταν μητέρα!-από το βιβλίο: Θεοφανώ, η βασίλισσα της αγάπης, του Ιωσήφ Αγαπητού)
Η  Θεοφανώ  ήταν  προικισμένη  με  πολλές  χάρες. Σωματικές, ψυχικές, διανοητικές.
Ο  Κωνσταντίνος  τής  εξασφάλισε, καθώς  μεγάλωνε, άριστη  παιδεία  μ΄έναν  ευλαβή  και  σοφό  δάσκαλο. Κι  αυτή  ρουφούσε  ό,τι  της  δίδασκε  ο  δάσκαλός  της, μα  ιδιαίτερα  ό,τι  είχε  σχέση  με  το  Χριστό.
Έφτασε  σιγά σιγά  σε  ηλικία  για  γάμο.
Στον  αυτοκρατορικό  θρόνο  της  Βασιλεύουσας  βρίσκεται  ο  Βασίλειος  ο  Μακεδόνας.
Σύζυγός  του, δεύτερη, η  Ευδοκία.
Από  τα  τρία  τους  παιδιά  πρωτότοκος  είναι  ο  Λέων, που  η  ιστορία  θα  του  προσδώσει  τον  τίτλο »ο  σοφός’,” και  ο  οποίος  είναι  ο  διάδοχος  του  θρόνου.
Είναι  καιρός  να  παντρευτεί  όμως  και  αυτό  το  διάστημα  προβληματίζονται  οι  γονείς  του  ποια  νύφη  να  του  επιλέξουν.
Και  δεν  άργησαν  να  τη  βρουν. Η  πανέμορφη  και ενάρετη, συνετή  και  πανέξυπνη  Θεοφανώ  ήταν  αυτή  που  έκανε  για  Αυγούστα…
Ο  Λέων  διαμαρτύρεται  στον  αυτοκράτορα: όχι, πατέρα, τη  Ζωή  συμπαθώ…
Ούτε  καταδέχεται  να  το  ψάξει  ο  Βασίλειος. Κι  ο  γιος  αναγκάζεται  να  υποταχθεί.
Έτσι  ορίστηκε  και  έγινε  ο  γάμος  του  Λέοντα  με  τη  Θεοφανώ,  χωρίς  εκείνος  να  τη  θέλει  και  χωρίς  αυτή  να  το  ξέρει…
Ωστόσο  η  μεγαλοπρέπεια  ήταν  θαυμαστή. Αυτοκρατορική.
eorti-tis-agias-theofanous-1-315x236
Όλοι  καλοτύχιζαν  τη  Θεοφανώ. Η  ίδια  όμως  από  την  ώρα  του  γάμου  ένιωσε  ένα  πλάκωμα  στην  ψυχή, γιατί  της  έλειπε  συναισθηματικά  ο  Λέων της.
Το  ένστικτό  της  την  πληροφορούσε  ότι  ο  γάμος  της  άρχιζε  δυσοίωνα. ΄
Πήγε  κιόλας  να  απελπιστεί, αλλά  το  πρόλαβε  με  τη  σκέψη  ότι  θα  το  συζητούσε  με  τον  πνευματικό  της. Ήταν  το  μόνο  πια  αξιόπιστο  στήριγμα  που  της  είχε  μείνει  στη  ζωή.
Ο  πνευματικός  της  γέροντας  Ευσέβιος,  μια  οσιακή  αγία  μορφή,  όταν  τον  συναντάει, την  ενθαρρύνει : να  του  είσαι  περιποιητική, υπάκουη, να  τον  αγαπάς, Θεοφανώ. Ο  χρόνος  θα  φέρει  και οικογένεια…και  τότε  όλα  μπορεί  να  αλλάξουν. Και  πάνω  απ΄όλα  την  προσευχή  σου. Ο  Θεός  μακάρι  να  μη  σου  επιτρέψει  το  σταυρό  που  βλέπω  να  σου  ετοιμάζει…
 Κι  η  Θεοφανώ  προσπαθούσε  να  διώξει  κάθε  ανησυχία  και  να  προσφέρει  τον  εαυτό της  στον  άντρα  της.
Ο  Λέων  από  την  άλλη  της  ενέκρινε  ό,τι  του  ζητούσε, αλλά  κρατούσε  τη  θέρμη  της  καρδιάς  του  για  τη  Ζωή, την  κόρη  ενός  αυλικού  στο  παλάτι.
Το  διαπίστωνε  η  ευαίσθητη  και  ευγενέστατη  Θεοφανώ  κι ήταν  πολλές  οι  φορές  που  πάνω  στο  λόγο  ο  Λέων  αντί  για  το  δικό  της  όνομα  πρόφερε  εκείνης  και  μετά  προσπαθούσε  να  διαλύσει  την  »παρεξήγηση».
Μια  χαρά  όμως  σε  λίγο  έρχεται  να  δώσει  ελπίδα. ¨Η  Θεοφανώ  φέρει  στα  σπλάχνα  της  μωρό.
Και  σε  λίγους  μήνες  γεννιέται  ένα  χαριτωμένο  κοριτσάκι.
Ο  Βασίλειος  και  η  Ευδοκία  πανηγυρίζουν.  Ο  Λέων  καμαρώνει. Χαίρεται. Κι  η  Θεοφανώ  συγκινείται  βαθιά  και  παίρνει  ανάσα.
Να  όμως  που  και  τώρα  κάτι  ήρθε  να  σκιάσει  τη  χαρά  της.
Όταν  έσκυψε  ο  Λέων  να  δώσει  το  πρώτο  πατρικό  και  τόσο  τρυφερό  φιλί  στην  κορούλα  του, έκανε  μια  κίνηση  να  σκύψει  και  στη  Θεοφανώ,  που  έφερε  στον  κόσμο  αυτή  τη  χαριτωμένη  ύπαρξη,  μα  κάτι  τον  συγκράτησε. ..
Το  πρόσεξε  η  Θεοφανώ  και  πληγώθηκε.
Καθημερινά  πλήθαιναν  και  πάλι  τα  σημάδια  ότι  ο  Λέων  συναισθηματικά  δεν  της  ανήκει. Συναισθηματικά  την  πρόδιδε.
Αλλά,  αν  και  θλιβόταν  κατάβαθα  και  με  τη  σκέψη  της  ακύρωνε  αυτό  το  γάμο, αφού  κάθε  τόσο  διαπίστωνε  ότι  ο  σύζυγός  της  δεν  είχε  συγκινηθεί  από  αυτήν, ξεκουραζόταν  κοντά  στον  πνευματικό  της  Ευσέβιο, που  της  ενίσχυε  την  υπομονή  και  την  προσπάθειά  της  για  θεάρεστη  ζωή.
Επίσης  ώρες  πολλές  μιλούσε  με την  προσευχή  της  στην  Παναγία. Τα  δάκρυά  της  ποτάμι.
Ο  προσωπικός  της  όμως  αυτός  σταυρός  την  έκανε  να  συμπονεί  και  τους  πονεμένους  ανθρώπους  και  με  κάθε  ευκαιρία  να  βρίσκεται  κοντά  τους.
12 Αγία Θεοφανώ Βασίλισσα
Είχε  όλη  την  άνεση  ως  βασίλισσα  να  τους  απαλλάσσει  από  κάθε  οικονομική  ανάγκη  και  με  την  χαριτόβρυτη  αγάπη  της  να  τους  ενισχύει  ψυχολογικά  και  ηθικά
Έτσι  ο  λαός  τη  λάτρευε. .
Στο  μεταξύ  στο  παλάτι  καταφθάνει  ένας  μάγος, προσποιούμενος  τον  άγιο  μοναχό, που  καταφέρνει  να  κερδίσει  την  εμπιστοσύνη  του  αυτοκράτορα  Βασιλείου  και, επειδή  πικραίνεται  απ΄το  Λέοντα,  του  στήνει  πλεκτάνη, τον  διαβάλλει  στον  πατέρα  του  ότι  συνωμοτεί  εναντίον  του  και  γίνεται ]αυτό  αιτία  να  εξοριστεί  τελικά  ο  Λέων  στη  Θεσσαλονίκη, όπου  οικειοθελώς  τον  ακολουθεί  και  η  Θεοφανώ  με  την  κορούλα  τους, την  Ευδοκία.

Ο  γέροντας  Ευσέβιος  αυτοεξορίζεται  κι  αυτός  στη  Θεσσαλονίκη, για  να  είναι  κοντά  στο  ανδρόγυνο.
Εκεί  στην  εξορία  ο  Λέων  εύχεται  να  μην  είχε  γεννηθεί, αλλά  η  Θεοφανώ  του  συμπαραστέκεται. Τον  στηρίζει  ψυχολογικά  με  κάθε  τρόπο  και  η  ίδια  αναλώνεται  στην  αγρυπνία  και  στην  προσευχή.
Πράγματι,  η  αλήθεια  σε  τρία  χρόνια  αποκαλύπτεται  και  ο  Λέων  με  την  οικογένειά  του  γυρίζει  περιχαρής  στη  Βασιλεύουσα, ενώ  ο  Βασίλειος  υποδέχεται  με  λαμπρότητα  το  γιο  του  ζητώντας  συγγνώμη  για  το  λάθος  του.
Στο  μεταξύ  πεθαίνει  η  Αυγούστα  Ευδοκία  και  τα  καθήκοντά  της  στο  παλάτι  αναλαμβάνει  η  Θεοφανώ.
Κι  άλλη  όμως  αφορμή  δίνεται  για  να  πληγωθεί  βαθύτερα  τώρα  η  Θεοφανώ.
Ο  Λέων  στο  παλάτι  ερωτοτροπεί  με  τη  Ζωή. Συναντιέται  κρυφά  μαζί  της  ξανά  και  ξανά.
Ο  πατέρας  του, όταν  το  διαπιστώνει, διατάσσει  να  μαστιγωθεί  ο  γιος  του.
Η  Θεοφανώ  το  αντιλαμβάνεται  και  θες  από  την  ευγένεια  του  χαρακτήρα  της, θες  επειδή  εκτιμούσε  ως  καλύτερο  χειρισμό  του  προβλήματος  την  καλοσύνη, θες  επειδή  φοβόταν  ότι  δεν  θα  άντεχε  ωμή  την  αλήθεια  από  μέρους  του, αν  του  ζητούσε  συνεξήγηση, γιατί  τον  αγαπούσε  πολύ,  δεν  μίλησε  και  πάλι  στο  Λέοντα.
Έδωσε  την  ίδια  απάντηση  στον  εαυτό  της: είναι  ένας  σταυρός, που  ο  Θεός –ποιος  ξέρει  γιατί –μου  τον  επιτρέπει.
Ο  Βασίλειος  στο  μεταξύ, για  να  δώσει  ένα  τέλος  στο  σκάνδαλο, παντρεύει  αναγκαστικά  την  αγαπημένη  Ζωή  του  Λέοντα  με  κάποιον  άλλο  και  την  εξαποστέλλει  από  το  παλάτι.

Ο  ίδιος  όμως  ο  Βασίλειος,  ύστερα  από  ένα  ατύχημα  σε  κυνήγι,  πεθαίνει.
Μετά  το  θάνατο  του  πατέρα  του  ο  Λέων  νιώθει  ελεύθερος  να  κάνει  ό,τι  θέλει.
Το  πρώτο  του  μέλημα  είναι  να  ανακηρύξει  τον  πατέρα  της  ερωμένης  του  Ζωής  Βασιλειοπάτορα  και  πρωθυπουργό.
Απ΄τη  Θεοφανώ  ζητάει  να  μείνει  στο  πλευρό  του  σύμβουλος  πολύτιμη  για  την  οξύτητα  του  πνεύματός  της  και  την  αγάπη  της  για  το  λαό.
Ωστόσο  διάδοχο  αγόρι  απ΄τη  Θεοφανώ  δεν  έχει  ο  αυτοκράτορας  τώρα   Λέων  ο  σοφός,  και  βρίσκει  έναν  επί  πλέον  λόγο  να  έχει  στο  νου  του  τη  Ζωή, αν  και  ήταν  παντρεμένη.
Κι  αυτή  όμως  το  ίδιο. Και  τώρα  που  ο  πατέρας  της  είναι  πρωθυπουργός  έχει  όλη  την  άνεση  να  μπαινοβγαίνει  στο  παλάτι.
Στο  μεταξύ  νέα  δοκιμασία  για  τη  Θεοφανώ. Αρρωσταίνει  βαριά  η  κορούλα  τους  Ευδοκία  και  πολύ  γρήγορα   παρόλες  τις  φροντίδες  τους  πεθαίνει, εγκαταλείποντας  τη  μητέρα  της  σε  μια  κόλαση, που  τη  δημιουργεί  η  απιστία  του  πατέρα  της.
Ως  εδώ  η  παρουσία  της  μικρής  μετρίαζε  και  απάλυνε  τον  πόνο  της  Θεοφανώς. Βάλσαμο  τής  ήταν  η  αγάπη  της.
Τώρα  όμως  και  αυτήν  ο  Θεός  τής  την  αφαιρεί.
Αλλά  και  ο  Λέων, παρόλο  που  για  τη  Θεοφανώ  μένει  ψυχρός  και  ασυγκίνητος,  για  την  κορούλα  του, που  της  είχε  μεγάλη  αδυναμία  και  που  τώρα  τους  φεύγει,  θρηνεί  και  θλίβεται  βαθιά.
Η  μητέρα  της,  την  ώρα  που   κατεβάζουν στο  μνήμα  το  σπλάχνο  της, μόλις  προλαβαίνει  να  της  ευχηθεί: ώρα  καλή  σου  και καλή  αντάμωση, ακριβό  μου  παιδί, και  πέφτει  λιπόθυμη.
Η  Ευδοκία  της  ήταν  μόλις  εννέα  ετών.
Με  το  θάνατό  της  ο  Λέων  ένιωσε  να  ξεκόβεται  οριστικά  απ΄τη  Θεοφανώ.
Η  Ζωή  άρχισε  να  επηρεάζει  εγκληματικά  το  Λέοντα  σε  βάρος  της.
Ο  πνευματικός  της, γέροντας  Ευσέβιος, αποφασίζει  να  μιλήσει  στον  αυτοκράτορα.
Συνέπεια,  να  εξοριστεί.
Η  Θεοφανώ  στη  νέα  της  δοκιμασία  ψάχνει  και  δε  βρίσκει  μέσα  της  κουράγιο. Νιώθει   να  έχουν  εξαντληθεί  της  ψυχής  της  τα  αποθέματα, Έχει  κουραστεί.
»Φτάνει, Κύριέ  μου», κραυγάζει  στο  Θεό,  »με   ξέχασες; γιατί  τόσα  πολλά  βάσανα  σε  μένα;  δεν  μου  άφησες  τίποτε  δικό  μου. Μόνο  πίκρες  πήρα  απ΄αυτή  τη  ζωή. Σε  παρακαλώ  πάρε  με  και  μένα  κοντά  Σου  και  κοντά  σ΄αυτούς  που  αγαπώ  και  που  τώρα  αναπαύονται  εκεί  μαζί  Σου ».
 Συγγνώμη  που  Σου  παραπονιέμαι…όμως, Πατέρα  μου, δεν  αντέχω  άλλο…..
 Η  προσευχή  της  είναι  κραυγαλέα. Αλλά  δεν  της  φτάνει. Κατευθύνεται  στον  τάφο  της  κορούλας  της  και  της  ζητάει  να  την  προσευχηθεί  κι  αυτή  από  κει  που  είναι.
Μια  άφατη  αγαλλίαση  περιλούζει  την  ύπαρξή  της. Μια  θεία  γαλήνη  πλημμυρίζει  την  ψυχή  της.
Από  δω  και  πέρα  όλα  παίρνουν  διαφορετική  τροπή. Νιώθει  να  ανήκει  σε  άλλον  κόσμο, του  Θεού  ολοκληρωτικά.  Μια  χαρμολύπη  εγκαταστάθηκε  μόνιμα  στην  ψυχή  της  και  η  προσευχή  έγινε  η  ζωή  της.
Γίνεται  και  το  πρώτο  της  θαύμα: ένα  ετοιμοθάνατο  κοριτσάκι, όταν  το  επισκέπτεται  και  το  σφίγγει  στην  αγκαλιά  της, αμέσως  ζωηρεύει, συνέρχεται, ενώ  του  ετοίμαζαν  τα  σχετικά  με  την  κηδεία  του.
Άρχισε  να  μιλάει  χαρούμενο, να  αγκαλιάζει  με  ευγνωμοσύνη  την  Αυγούστα  Θεοφανώ, να  περπατάει…
Το  θαύμα  διαδόθηκε  αστραπιαία  σ΄όλη  την  επικράτεια. Όλοι  μιλούν  για  την »αγία »αυτοκράτειρα…
Η  ίδια  όμως  μένει  ταπεινή, αν  και  βλέπει  και  συνομιλεί  με  αγίους.
Προπαντός  είναι  εσωτερικά  ήρεμη, χαρούμενη.
Και  δίνεται  ολόψυχα  στους  αναξιοπαθούντες. Φτωχούς, πεινασμένους, ανάπηρους, αρρώστους, ορφανά, χήρες, αθώους  κατάδικους, ξένους, χρεώστες, δούλους, πενθούντες.
Επισκέπτεται  νοσοκομεία, γηροκομεία, βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία, λεπροκομεία, πτωχοκομεία, φυλακές, ιδρύματα  όπου  στεγάζονται  παραστρατημένες  γυναίκες.
Και  πριν  πάει  σ΄οτιδήποτε  από  αυτά,   περνάει  απ τόν  τάφο  της  κόρης  της  και  πιάνει  κουβέντα  μαζί  της.   Τη  νιώθει  τόσο  κοντά.  Σαν  να  μην  έφυγε  ποτέ   μακριά  της.  Δεν  είναι  ψευδαίσθηση, αλλά  πραγματική  επικοινωνία, που  τη  γεμίζει  αγαλλίαση  πνευματική  και  χαριτωμένη  γλυκύτητα.
Και  ελπίδα  και  φως  και  ειρήνη.
Τελική  φάση  της  ζωής  της  η  αρρώστια  της.
Από  τις  εντάσεις  που  πέρασε  και  τις  θλίψεις  το  σώμα  της  εξαντλήθηκε, ενώ  η  ψυχή  της  εξαγνισμένη   ποθούσε  τον  ουρανό.
Και  ο  Θεός, τη  Θεοφανώ  που  »ενήθλησε  λαμπρώς»  και  επιτυχώς  πέρασε  όλες  τις  δοκιμασίες  της  στη  γη, την  καλεί  πλέον  οριστικά  κοντά  Του.
Η  Θεοφανώ  αρρωσταίνει  βαριά.
Το  νέο  μαθεύτηκε  στη  Βασιλεύουσα  ταχύτατα . Όλοι  συγκλονισμένοι  την  προσεύχονται. Όμως  η  αγαπημένη  Αυγούστα  ετοιμάζεται  με  σπουδή  για  το  αιώνιο  ταξίδιΒλέπει  τον  Κύριό  της  να  την  περιμένει  μέσα  σε  εκτυφλωτική  λαμπρότητα  κι  ένα  φως  τη  λούζει, ενώ  η  κορούλα  της  Ευδοκία  τής  εμφανίζεται  χαρούμενη  που  θα  ανταμώσουν  παντοτινά  εκεί  πάνω.
Κι  εκείνη  έτοιμη  γι΄αυτό  το  ξεκίνημα, δεν  ξεχνάει  να  ζητήσει  να  δει  το  Λέοντα.
Όταν  έρχεται,  τον  φιλάει, φιλάει  τα  χέρια  του, του  ζητάει  συγγνώμη  για  όποια  τυχόν  παράλειψή  της, του  εύχεται  καλή  συνέχεια  στο  έργο  του, του  δίνει  τη  συγγνώμη  της  που  την  πόνεσε  τόσο  πολύ  στη  ζωή  της  και  τον  παρακαλεί  να  φροντίσει  και  για  την  αιώνια  ψυχή  του, για  να  είναι  τουλάχιστον  εκεί…
Δεν  πρόλαβε  να  τελειώσει  το  λόγο  της…σαν  να  επρόκειτο  να  συμπληρώσει  αυτός  τη  συνέχεια  με  το  υπόλοιπο  της  ζωής  του. .
Η  Θεοφανώ  κοιμήθηκε  εν  Κυρίω. Ήταν  μόλις  31  ετών.
Το  πρόσωπό  της  έλαμπε  κι  όλη  ακτινοβολούσε  μια  υπερκόσμια  χάρη, ενώ  ο  Θεός  πιστοποιούσε  την  αγιότητά  της  αμέσως  με  θαύμα.
Την  ώρα  της  εκφοράς  της, ενώ  έξω  έκανε  τσουχτερό  κρύο  και  παγωνιά, όταν  ξεκίνησαν  για  το  ναό, ξαφνικά  βγήκε  ο  ήλιος, απλώθηκε  ζεστασιά  κι  όλοι  μπόρεσαν  να  τη  συνοδέψουν  με  προσευχές  και  δάκρυα. ΄
 Μόλις  μπήκαν  στο  ναό,  ο  καιρός  έγινε  όπως  πριν.
Δε  μπορούσες  να  το  χαρακτηρίσεις  τυχαίο.
Άλλα  θαύματά  της  αναφέρει  ο  σύγχρονός  της  βιογράφος  Λέων  ο  Γραμματικός  και  μάλιστα  με  πρώτα  όσα  έγιναν  στο  άμεσο  περιβάλλον  του.
Διηγείται  ότι   θαυματουργούσε  η  αγία  σε  ανθρώπους  είτε  τοποθετώντας  πάνω  τους  την  εσάρπα  της  είτε  φορώντας  τό  από  ίασπι  δαχτυλίδι  της  είτε  με  το  να  τους  εμφανίζεται  και  να   ανταποκρίνεται  σ΄ό,τι  της  ζητούσαν.
Η   Θεοφανώ  τι  κι  αν  δεν  την  έριξαν  δήμιοι  στα  θηρία  να  την  κατασπαράξουν. Πέρασε  φρικτό  μαρτύριο,  ψυχικό  και  χρόνιο.
Άντεξε  χάρη  στην  πίστη  της  και  την  αγάπη  της  που  δε  γνώριζε  σύνορα  και  διακρίσεις. 
Αλλά  και  χάρη  στην  υπομονή  της  πέρασε  στην  αιωνιότητα. .
Ας  είναι  παράδειγμα  για  όλους  μας  και  ιδιαίτερα  για  πολλές  και  πολλούς  συζύγους  σήμερα, που  σηκώνουν  το  δικό  τους  προσωπικό  βαρύ  σταυρό,  σαν  το  δικό  της. Και  νομίζουμε  είναι  τόσοι  πολλοί.
Την  αγία  Θεοφανώ  η  Εκκλησία  μας  τη  γιορτάζει  στις  16  Δεκεμβρίου.
Να  έχουμε  την  πρεσβεία  της.
Αμήν
Ζιώγα  Κατερίνα Εκπαιδευτικός
αντιγραφή κειμένου από εδώ
.

Το άφθαρτο λείψανο της αγίας Θεοφανούς στον Πατριαρχικό Ναό

Είναι γνωστό ότι στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι φυλάσσονται άφθρτα τα λείψανα τριών αγίων γυναικών: της Αγίας Σολομονής, της Αγίας Ευφημίας και της Αγίας Θεφανούς της Βασίλισσας.
Η αγία Θεοφανώ είναι η κτιτόρισσα της Βασιλικής Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στην Χαλκιδική.
Αυτή η σπουδαία Μονή ιδρύθηκε το 888 από την Αυγούστα Θεοφανώ, επί Πατριαρχίας Φωτίου του Μεγάλου. Η Θεοφανώ δώρησε στη Μονή Τίμιο Ξύλο, αλλά και την προίκα της, γι’ αυτό μέχρι σήμερα εκτάσεις της Μονής φέρουν το όνομα “Βασιλικά”.
.
Η Αγία και θαυματουργή Θεοφανώ ήταν σύζυγος του βασιλιά Λέοντα του επονομαζόμενου Σοφού. Παρ’ όλα τα μεγαλεία και τον πλούτο, διατήρησε τη ταπεινοφροσύνη που την χαρακτήριζε ανέκαθεν. Προτιμούσε να είναι απλά ντυμένη και να βρίσκεται δίπλα στους ανθρώπους που την χρειαζόντουσαν. Ήταν τόση η πίστη της, που αξιώθηκε να θαυματουργήσει. Το λειψανό της φυλασόταν στο ναό των Αγίων Αποστόλων, απ’ όπου ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος το μετέφερε στο Πατριαρχείο, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα. πηγή
.
Ο Μητροπολίτης Θεοδωρουπόλεως Γερμανός ασπάζεται το λείψανο της Αγίας Θεοφανούς
.
Ας έχουμε την χάρη και την ευλογία της αγίας Θεοφανούς. Αμήν!
επιμέλεια ανάρτησης:Alexia-momyof6