site analysis
Πρωτ. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
13 Μαρτίου
Ἡ ἁγία Ὑπομονή, κατά κόσμον Ἑλένη Δραγάση, καταγόταν ἀπό βασιλική γενιά. Ἦταν θυγατέρα τοῦ Κωνσταντίνου Δραγάση, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπό τούς πολλούς ἡγεμόνες-κληρονόμους τοῦ Σέρβου βασιλιά Στεφάνου Δουσάν. Σέ ἡλικία 19 περίπου ἐτῶν ἔγινε σύζυγος τοῦ Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (τέλη τοῦ 1390) καί ὀνομάσθηκε «Ἑλένη ἡ ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ αὐγούστα καί αὐτοκρατόρισσα τῶν Ρωμαίων ἡ Παλαιολογίνα». Γαλουχήθηκε μέ τά νάματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καί αὐτή ἡ πίστη τήν στήριξε στίς πολλές καί μεγάλες δυσκολίες πού ἀντιμετώπισε στήν ζωή της. Εἶχε πολλά χαρίσματα, μεγάλες ἀρετές καί τεράστια ψυχική δύναμη, γι’ αὐτό καί στήριξε τόν σύζυγό της στίς δύσκολες στιγμές, στά 35 χρόνια πού ἔζησαν μαζί. Ὁ Θεός τούς χάρισε ὀκτώ παιδιά, ἕξι ἀγόρια καί δύο κορίτσια. Δύο ἀπό τά ἀγόρια ἀνέβηκαν στόν αὐτοκρατορικό θρόνο, ὁ Ἰωάννης Η΄ καί ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄, ὁ τελευταῖος θρυλικός αὐτοκράτορας.
Ἡ ἁγία Ὑπομονή (Αὐγούστα Ἑλένη) ἀγάπησε ἀληθινά τόν λαό καί τοῦ συμπαραστάθηκε στίς ἀγωνίες καί τίς ἀνησυχίες του ἐνώπιον τῶν φοβερῶν ἐθνικῶν κινδύνων καί τόν ἐνίσχυε μέ τήν προσευχή της καί τόν παρηγορητικό της λόγο. Ἀντιμετώπιζε καί τίς χαρές καί τίς θλίψεις μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό καί γι’ αὐτό ἦταν σέ ὅλα ἰσορροπημένη. Ὁ φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων γράφει γι’ αὐτήν μεταξύ τῶν ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Ἡ βασιλίς αὕτη μέ πολλήν ταπείνωσιν καί καρτερικότητα ἐφαίνετο νά ἀντιμετωπίζη καί τάς δύο μορφάς τῆς ζωῆς. Οὔτε κατά τούς καιρούς τῶν δοκιμασιῶν ἀπεγοητεύετο, οὔτε ὅταν εὐτυχοῦσε ἐπανεπαύετο, ἀλλά εἰς κάθε περίπτωσιν ἔκανε τό πρέπον. Συνεδύαζε τήν σύνεσιν μέ τήν γενναιότητα, περισσότερον ἀπό κάθε ἄλλην γυναίκα. Διεκρίνετο διά τήν σωφροσύνην της. Τήν δέ δικαιοσύνην τήν εἶχε εἰς τελειότατον βαθμόν. Δέν ἐμάθαμε νά κάμνει κακόν εἰς οὐδένα ἀλλά μόνον τό ἀγαθόν εἰς πολλούς».
Ἐπίσης, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ πρῶτος Οἰκουμενικός Πατριάρχης μετά τήν ἅλωση, στόν παραμυθητικό του λόγο πρός τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο ΙΑ΄ «ἐπί τῇ κοιμήσει τῆς μητρός Αὐτοῦ ἁγίας Ὑπομονῆς», γράφει: «Τήν μακαρίαν ἐκείνη Βασίλισσαν ὅταν τήν ἐπεσκέπτετο κάποιος σοφός, ἔφευγε κατάπληκτος ἀπό τήν ἰδικήν της σοφία. Ὅταν τήν συναντοῦσε κάποιος ἀσκητής, ἀποχωροῦσε ντροπιασμένος διά την πτωχεία τῆς δικῆς του ἀρετῆς... Ὅταν συνομιλοῦσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ὅτι ἔχει ἐνώπιόν του ἔμπρακτον κανόνα Δικαίου. Ὅταν κάποιος θαρραλέος τήν συναντοῦσε ἔνοιωθε νικημένος, αἰσθανόμενος ἔκπληξιν ἀπό τήν ὑπομονήν, τήν σύνεσιν καί τήν ἰσχυρότητα τοῦ χαρακτῆρος της... Κάθε πονεμένος μέ τήν συνάντησιν μαζί της, καταλάγιαζε τόν πόνο του... Καί γενικά κανένας δέν ὑπῆρξε, πού νά ἦλθεν εἰς ἐπικοινωνίαν μαζί της καί νά μήν ἔγινε καλύτερος».
Μετά τήν κοίμηση τοῦ συζύγου της (1425) -ὁ ὁποῖος δύο μῆνες πρίν εἶχε γίνει μοναχός- ἐκάρη μοναχή στήν Μονή τῆς κυράς Μάρθας, μέ τό ὄνομα Ὑπομονή. Καί ὅπως γράφει ὁ σύγχρονός της Γεώργιος Φραντζῆς «συνέδεσε τήν ἔννοια τοῦ μοναχικοῦ της ὀνόματος (Ὑπομονή) μέ τόν τρόπον ἀντιμετωπίσεως καί τῶν εὐτυχῶν στιγμῶν καί τῶν ἀπείρων δυσκολιῶν τῆς ζωῆς της. Ὑπομονή κατά βίον, πρᾶξιν καί μοναχικόν ὄνομα». Ὁ Θεός εὐδόκησε νά μή βιώση καί τόν πόνο ἀπό τήν πτώση τῆς αὐτοκρατορίας, γι’ αὐτό καί τήν κάλεσε κοντά Του τήν 13η Μαρτίου 1450.
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Ἡ ὑπομονή εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο δίδεται σέ αὐτούς πού ἀγωνίζονται καί προσεύχονται νά τό ἀποκτήσουν, γιά νά μποροῦν νά ἀντέχουν στά καθημερινά προβλήματα, τίς δυσκολίες καί τούς πειρασμούς τῆς παρούσης ζωῆς. Ἡ ὑπομονή εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη, ἐπειδή χωρίς τήν ὑπομονή δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά παραγματοποιήση κανένα σημαντικό ἔργο, καί κυρίως τό σημαντικότερο ἀπό ὅλα, τήν σωτηρία του. Καί μέ τόν ὅρο σωτηρία δέν ἐννοεῖται ἡ κληρονομία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μετά θάνατον. Εἶναι, βέβαια, καί αὐτό, ἀλλά κυρίως ἐννοεῖται ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκτᾶται μέ τήν βίωση τοῦ τρόπου ζωῆς πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, εἶναι ἀδύνατον νά ἀντέξη κανείς τόν τρόπο ζωῆς στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν τόν ἔχει βιώση ἀπό τήν παροῦσα ζωή, ἐπειδή θά τοῦ φανῆ κόλαση. Αὐτό, ἄλλωστε, στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ κόλαση, δηλαδή τό νά μή μπορῆ ὁ ἄνθρωπος νά ἀντέξη τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀντί νά τήν βιώνη ὡς φῶς καί χαρά, «διά τήν ἐσωτερική καθαρότητα», νά τήν βιώνη ὡς φωτιά καί πόνο, «διά τήν ἐσωτερικήν ρυπαρότητα».
Ἡ ὑπομονή συνδέεται στενά μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό καί μέ τήν ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη Του. Ἄν δέν πιστεύη κανείς στήν αἰώνια ζωή καί τήν «ἀπόλαυσιν τῶν μελλόντων ἀγαθῶν», τότε γιατί νά ὑπομείνη, ἀλλά καί ποιός θά τοῦ δώση τήν δύναμη γιά νά ὑπομείνη; Ἡ ὑπομονή ἀντλεῖται ἀπό τόν Θεόν, καί ταυτόχρονα ὁδηγεῖ στήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τήν κοινωνία μαζί Του. Ὄχι στήν γνώση περί τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκτᾶται ἐγκεφαλικά, μέ τήν ἀνάγνωση, ἀλλά στήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι προσωπική κοινωνία μαζί Του. Καί ἡ γνώση αὐτή, κατά τόν ὅσιο Μᾶρκο τόν ἀσκητή, ἀποκτᾶται διά τῆς ὑπομονῆς στά θλιβερά γεγονότα τῆς ζωῆς καί διά τῆς ἀνάληψης τῆς προσωπικῆς εὐθύνης -ἀπό τόν καθένα- γιά τά λάθη του καί τίς ἁμαρτίες του. Λέγει: «Γνῶσις ἀληθής ὑπάρχει ἡ τῶν θλιβερῶν ὑπομονή καί τό μή αἰτιᾶσθαι τούς ἀνθρώπους ἐπί ταῖς ἑαυτοῦ συμφοραῖς». Μέ ἄλλα λόγια, διά τῆς ὑπομονῆς στά λυπηρά γεγονότα τῆς ζωῆς ἀποκτᾶται ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ὅποιος γνωρίζει τόν Θεό καί ἔχει κοινωνία μαζί Του λαμβάνει μεγάλη δύναμη, καί ἔτσι μπορεῖ νά ὑπομένη ἀγόγγυστα, εὐχαριστώντας καί δοξολογώντας τόν Θεό. Καί μάλιστα θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς αἴτιο τῶν ἀποτυχιῶν καί τῶν συμφορῶν του καί ὄχι τούς ἄλλους, ἐπειδή οἱ ἄλλοι δέν εἶναι ἡ κόλασή μας, ὅπως ἔλεγε ὁ ἄθεος ὑπαρξιστής Σάρτρ, ἀλλά ὁ παράδεισός μας, σύμφωνα μέ τόν πατερικό λόγο «εἶδες τόν ἀδελφόν σου, εἶδες τόν Θεόν σου».
Ἡ ὑπομονή προϋποθέτει ταπείνωση καί αὐτομεμψία, πνευματική ἀνδρεία καί γενναιότητα, ἐλπίδα στόν Θεό καί ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη Του. Δι’ αὐτῆς ὑπερβαίνονται τά καθημερινά προβήματα καί οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς καί διατηρεῖται ἡ ἐσωτερική εἰρήνη.
Ἐπίσης, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ πρῶτος Οἰκουμενικός Πατριάρχης μετά τήν ἅλωση, στόν παραμυθητικό του λόγο πρός τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο ΙΑ΄ «ἐπί τῇ κοιμήσει τῆς μητρός Αὐτοῦ ἁγίας Ὑπομονῆς», γράφει: «Τήν μακαρίαν ἐκείνη Βασίλισσαν ὅταν τήν ἐπεσκέπτετο κάποιος σοφός, ἔφευγε κατάπληκτος ἀπό τήν ἰδικήν της σοφία. Ὅταν τήν συναντοῦσε κάποιος ἀσκητής, ἀποχωροῦσε ντροπιασμένος διά την πτωχεία τῆς δικῆς του ἀρετῆς... Ὅταν συνομιλοῦσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ὅτι ἔχει ἐνώπιόν του ἔμπρακτον κανόνα Δικαίου. Ὅταν κάποιος θαρραλέος τήν συναντοῦσε ἔνοιωθε νικημένος, αἰσθανόμενος ἔκπληξιν ἀπό τήν ὑπομονήν, τήν σύνεσιν καί τήν ἰσχυρότητα τοῦ χαρακτῆρος της... Κάθε πονεμένος μέ τήν συνάντησιν μαζί της, καταλάγιαζε τόν πόνο του... Καί γενικά κανένας δέν ὑπῆρξε, πού νά ἦλθεν εἰς ἐπικοινωνίαν μαζί της καί νά μήν ἔγινε καλύτερος».
Μετά τήν κοίμηση τοῦ συζύγου της (1425) -ὁ ὁποῖος δύο μῆνες πρίν εἶχε γίνει μοναχός- ἐκάρη μοναχή στήν Μονή τῆς κυράς Μάρθας, μέ τό ὄνομα Ὑπομονή. Καί ὅπως γράφει ὁ σύγχρονός της Γεώργιος Φραντζῆς «συνέδεσε τήν ἔννοια τοῦ μοναχικοῦ της ὀνόματος (Ὑπομονή) μέ τόν τρόπον ἀντιμετωπίσεως καί τῶν εὐτυχῶν στιγμῶν καί τῶν ἀπείρων δυσκολιῶν τῆς ζωῆς της. Ὑπομονή κατά βίον, πρᾶξιν καί μοναχικόν ὄνομα». Ὁ Θεός εὐδόκησε νά μή βιώση καί τόν πόνο ἀπό τήν πτώση τῆς αὐτοκρατορίας, γι’ αὐτό καί τήν κάλεσε κοντά Του τήν 13η Μαρτίου 1450.
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Ἡ ὑπομονή εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο δίδεται σέ αὐτούς πού ἀγωνίζονται καί προσεύχονται νά τό ἀποκτήσουν, γιά νά μποροῦν νά ἀντέχουν στά καθημερινά προβλήματα, τίς δυσκολίες καί τούς πειρασμούς τῆς παρούσης ζωῆς. Ἡ ὑπομονή εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη, ἐπειδή χωρίς τήν ὑπομονή δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά παραγματοποιήση κανένα σημαντικό ἔργο, καί κυρίως τό σημαντικότερο ἀπό ὅλα, τήν σωτηρία του. Καί μέ τόν ὅρο σωτηρία δέν ἐννοεῖται ἡ κληρονομία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μετά θάνατον. Εἶναι, βέβαια, καί αὐτό, ἀλλά κυρίως ἐννοεῖται ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκτᾶται μέ τήν βίωση τοῦ τρόπου ζωῆς πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, εἶναι ἀδύνατον νά ἀντέξη κανείς τόν τρόπο ζωῆς στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν τόν ἔχει βιώση ἀπό τήν παροῦσα ζωή, ἐπειδή θά τοῦ φανῆ κόλαση. Αὐτό, ἄλλωστε, στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ κόλαση, δηλαδή τό νά μή μπορῆ ὁ ἄνθρωπος νά ἀντέξη τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀντί νά τήν βιώνη ὡς φῶς καί χαρά, «διά τήν ἐσωτερική καθαρότητα», νά τήν βιώνη ὡς φωτιά καί πόνο, «διά τήν ἐσωτερικήν ρυπαρότητα».
Ἡ ὑπομονή συνδέεται στενά μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό καί μέ τήν ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη Του. Ἄν δέν πιστεύη κανείς στήν αἰώνια ζωή καί τήν «ἀπόλαυσιν τῶν μελλόντων ἀγαθῶν», τότε γιατί νά ὑπομείνη, ἀλλά καί ποιός θά τοῦ δώση τήν δύναμη γιά νά ὑπομείνη; Ἡ ὑπομονή ἀντλεῖται ἀπό τόν Θεόν, καί ταυτόχρονα ὁδηγεῖ στήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τήν κοινωνία μαζί Του. Ὄχι στήν γνώση περί τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκτᾶται ἐγκεφαλικά, μέ τήν ἀνάγνωση, ἀλλά στήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι προσωπική κοινωνία μαζί Του. Καί ἡ γνώση αὐτή, κατά τόν ὅσιο Μᾶρκο τόν ἀσκητή, ἀποκτᾶται διά τῆς ὑπομονῆς στά θλιβερά γεγονότα τῆς ζωῆς καί διά τῆς ἀνάληψης τῆς προσωπικῆς εὐθύνης -ἀπό τόν καθένα- γιά τά λάθη του καί τίς ἁμαρτίες του. Λέγει: «Γνῶσις ἀληθής ὑπάρχει ἡ τῶν θλιβερῶν ὑπομονή καί τό μή αἰτιᾶσθαι τούς ἀνθρώπους ἐπί ταῖς ἑαυτοῦ συμφοραῖς». Μέ ἄλλα λόγια, διά τῆς ὑπομονῆς στά λυπηρά γεγονότα τῆς ζωῆς ἀποκτᾶται ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ὅποιος γνωρίζει τόν Θεό καί ἔχει κοινωνία μαζί Του λαμβάνει μεγάλη δύναμη, καί ἔτσι μπορεῖ νά ὑπομένη ἀγόγγυστα, εὐχαριστώντας καί δοξολογώντας τόν Θεό. Καί μάλιστα θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς αἴτιο τῶν ἀποτυχιῶν καί τῶν συμφορῶν του καί ὄχι τούς ἄλλους, ἐπειδή οἱ ἄλλοι δέν εἶναι ἡ κόλασή μας, ὅπως ἔλεγε ὁ ἄθεος ὑπαρξιστής Σάρτρ, ἀλλά ὁ παράδεισός μας, σύμφωνα μέ τόν πατερικό λόγο «εἶδες τόν ἀδελφόν σου, εἶδες τόν Θεόν σου».
Ἡ ὑπομονή προϋποθέτει ταπείνωση καί αὐτομεμψία, πνευματική ἀνδρεία καί γενναιότητα, ἐλπίδα στόν Θεό καί ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη Του. Δι’ αὐτῆς ὑπερβαίνονται τά καθημερινά προβήματα καί οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς καί διατηρεῖται ἡ ἐσωτερική εἰρήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου