Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Η ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΡΙΑ Η ΜΕΘΥΜΟΠΟΥΛΑ.



site analysis
ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ: 1η ΜΑΪΟΥ.
η εικόνα δεν εμφανίζεται

Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάτω Φουρνὴ τοῦ Μεραμβέλλου Ἡρακλείου. Ἔζησε στὰ δύσκολα καὶ πικρὰ χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς. Ὅμως ἡ βαρυχειμωνιὰ τῆς δουλείας δὲν τὴνἔπνιγε,γιατὶ ἄφηνε τὴν ψυχή της νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὰ οὐράνια λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ στάλαζαν μέσα της οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της.Πόσο σημαντικὰ ἦταν ἐκεῖνα τὰ πρῶτα χρόνια.9

Στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες ἦταν ἐπιμελὴς καὶ πρόθυμη, στὸ νοικοκυριὸ ἀκριβὴς καὶ πρώτη, στὰ πνευματικὰ ἄριστη…Μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς Βίους τῶν ἁγίων, εκκλησιαζόταν τακτικά, προσευχόταν μὲ πίστη, ὑπάκουε στοὺς γονεῖς της. Ὅλοι τὴν ἀγαποῦσαν. Ἀλλὰ καὶ ἕνας τήν… φθονοῦσε. Ὁ ἐχθρὸς διάβολος, ποὺ προσπάθησε νὰ τὴν αἰχμαλωτίσει στὰ δίχτυα του. Μάταια ὅμως.

Στὴν περιοχὴ ποὺ ζοῦσε ἡ Μαρία, ἐπόπτευε τὴν τάξη ἕνας χωροφύλακας Τουρκαλβανός, ποὺ τὴν ἔβλεπε καὶ τὴν ἀγάπησε μὲ πονηρὸ πάθος. Καὶ ἄρχισε τὶς ἐνοχλήσεις. Πρῶτα μὲ περιποιητικὰ λόγια καὶ κολακεῖες καὶ ἔπειτα μὲ χαμόγελα καὶ ὑποσχέσεις. Ἡ πιστή μαθήτρια του Χριστού, η Μαρία, ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ γενναία περιφρόνηση. «Δὲν εἶναι δυνατόν», ἔλεγε μέσα της, «νὰ παραδώσω τὸ σῶμα μου καὶ τὴν ψυχή μου σὲ χέρια ἄπιστου ἀνθρώπου». Καὶ προσευχόταν μὲ πίστη νὰ τὴν ἀσφαλίσει ὁ Κύριος.

Ὁ πονηρὸς Τουρκαλβανὸς διαπιστώνοντας ὅτι οἱ προσπάθειές του ναυαγοῦσαν ὀργίσθηκε. Ἡ συμπάθειά του πρὸς τὴν πανέμορφη κόρη μετατράπηκε σε μίσος. Καὶ ἀπό τὸ μίσος του οδηγήθηκε στὴν ἀπόφαση νὰ την ἐξοντώσει. Ἔτσι δυστυχῶς λειτουργοῦν οἱ ἄνομοι ἄνθρωποι.

Ἡ Μαρία ἀσχολοῦνταν με τη σηροτροφία. Ἔτρεφε μεταξοσκώληκες καὶ ἔγνεθε τὸ μετάξι τους . Τὴν ἄνοιξη καὶ καλοκαίρι κάθε μέρα συνέλεγε ἀπὸ τὶς μουριὲς τὰ δροσερότερα φύλλα καὶ τὰ ἅπλωνε στὶς ξύλινες κασέλες. Εκεῖνα τὰ μικρὰ ὁλόχιονα σκουλήκια ἀκατάπαυστα ἔτρωγαν καὶ μεγάλωναν, γιὰ νὰ δώσουν τὸ μεταξένιο κουκούλι τους .

Ἦταν κάποια ὥρα ποὺ ἀνέμελα εἶχε σκαρφαλώσει σὲ μουριὰ και ἔκοβε καὶ συνέλεγε ένα-ένα τὰ μουρόφυλλα. Ξαφνικὰ ἀκούστηκε θόρυβος. Ἦταν τὰ βήματα ἀνθρώπου ποὺ βιαστικὰ καὶ νευρικὰ προχωροῦσε καὶ παραμέριζε τὶς ψηλὲς ἀγριοπρασινάδες.

Καὶ νά, μπροστά της ὁ Τουρκαλβανός, ὁ χωροφύλακας, μὲ ὑπηρεσιακό του ὅπλο καὶ τὸ δάχτυλο στὴ σκανδάλη. Εἶχε ἔρθει γιὰ νὰ σκοτώσει τὸ πιὸ ἁγνὸ λουλούδι. Σημάδεψε καλὰ τὸ θύμα του καὶ πυροβόλησε. Ἡ σφαί ρα βρῆκε τὴν ἁγνὴ κόρη στὴν καρδιά.

Αἱμόφυρτη,νεκρὴ ἔπεσε ἀπὸ τὸ δένδρο ἡ Μαρία. Το ἔγκλημα εἶχε ὁλοκληρωθεῖ.

Ο Ἀγαρηνὸς ἔφευγε πίσω ἱκανοποιημένος καὶ οἱ ἄγγελοι κατέφθαναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ να παραλάβουν τὴν πανέμορφη ψυχὴ τῆς νεομάρτυρος Μαρίας, γιὰ νὰ τὴν παραδώσουν μὲ χαρὰ στὰ χέρια τοῦ Νυμφίου της.

Στὴ γῆ τῆς ἁγιοτόκου καὶ λεβεντογέννας Κρήτης πόση εὐλογία ἔφερε τὸ μαρτυρικὸ σῶμα τῆς ἄφθορης καὶ ἁγνῆς καὶ πιστῆς κόρης, τῆς Μαρίας τῆς Μεθυμοπούλας. Ἦταν τὸ ἔτος1826.

Δύο αἰῶνες πέρασαν ἀπὸ τότε καὶ ὅμως ἡ μνήμη τῆς ἁγίας Μαρίας δὲν ἔσβησε. Εἶναι δυνατὴ καὶ ἐμπνέει δυνατὰ τοὺς πιστοὺς νέους ὄχι μόνο τῆς Κρήτης ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος σὲ ζωὴ δοσμένη στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθεια Του.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν καθικέτευε, ὑπὲρ ἡμῶν ἐκτενῶς, Φουρνῆς ἐγκαλλώπισμα, καὶ Νεοάθλων τερπνόν, Μαρία λευκάνθεμον· ἔρωτα γὰρ ἀπίστου, ἀρνηθεῖσα ἐδέχθης, βλῆμα θανατηφόρον, ἐξ αὐτοῦ ὡς στρουθίον, καὶ πτέρυγας πρὸς τὸν Κτίστην, ψυχῆς σου ἐπέτασας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐσεβούντων οἱ δῆμοι, ἐγκωμιάσωμεν, Μεθυμοπούλαν Μαρίαν, τὴν ἐκ Φουρνῆς ἐκτενῶς, ὡς ἀμνάδα τοῦ Παντάνακτος πανάσπιλον, κράζοντες· πρέσβευε Χριστῷ, Νεομάρτυς θαυμαστή, ὡς ὄρνις ἐπὶ μωρέας, ὑπὸ στυγνῆς ἡ τρωθεῖσα, χειρὸς σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Τριάδος τὴν πίστιν, καλῶς ἐτήρησας, καὶ δι’ αἱμάτων σου ταύτην, καλλιγραφοῦσα πιστῶς, τάς ἐνέδρας τοῦ ἐχθροῦ, πάσας διέφυγες· ὅθεν ἠγώνισαι στεῤῥῶς, ὡς παρθένος εὐκλεής, ὦ νεομάρτυς Μαρία • διό σε πάντες τιμῶμεν, τὰς σὰς πρεσβείας ἐξαιτούμενοι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Στεῤῥῶν ἀμνάδων τοῦ Χριστοῦ τὴν καλλιπάρθενον, τὴν ἐκ Κρήτης ὥσπερ ἄνθος εὐωδέστατον, ἑξανθήσασαν Μαρίαν τὴν ἀθληφόρον, μελῳδίαις καταστέψωμεν καὶ ᾂσμασιν, ὡς παρθένων νεανίδων κῆπον ἥδιστον, ἀνακράζοντες· χαίροις Μάρτυς νεόαθλε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὴν ὀφρὺν ἐπάτησας, τοῦ ἀρχεκάκου, νεομάρτυς δράκοντος, ῥωσθεῖσα χάριτι Θεοῦ, καὶ ἠνδραγάθησας ἄριστα, Μαρία νέον, τῆς πίστεως σέμνωμα.

Ὁ Οἶκος
Ἄνθος τερπνὸν ἁγνείας, ἀνεδείχθης Μαρία, καὶ πίστεως νεόδρεπτον κρίνον, ἐν Φουρνῇ τὸ βλαστῆσαν καλῶς, καὶ ὀδμαῖς ἡδῦναν εὐσεβεῖς ἅπαντας, ἀνδρείας καὶ συνέσεως, βοῶντάς σοι σεμνῶς τοιαῦτα·

Χαῖρε δοχεῖον τῆς παρθενίας·
χαῖρε πυξίον στεῤῥοψυχίας.
Χαῖρε γυναικῶν ἀλκιφρόνων ὑπόδειγμα·
χαῖρε εὐκλεῶν νεανίδων θησαύρσιμα.
Χαῖρε καύχημα τῆς πίστεως καὶ σεμνότητος κανῶν·
χαῖρε ἔρεισμα ἁγνότητος καὶ σοφίας λαμπηδών.
Χαῖρε ὅτι κατεπάτησας τοῦ ἀλάστορος ὀφρύν·
χαῖρε ὅτι πᾶσιν ἔδειξας εὐψυχίαν ἀνδρικήν.
Χαῖρε χαρὰ Φουρνῇς καὶ ὠράϊσμα·
χαῖρε φθορὰ ἀπίστων καὶ σύντριμμα.
Χαῖρε ἀμνὰς ἐκλεκτὴ τοῦ Κυρίου·
χαῖρε ψεκὰς μυστικοῦ θείου μύρου.
Χαίροις Μάρτυς νεοᾶθλε.

Μεγαλυνάριον
Φεύγουσα τὸν ἔρωτα μιαροῦ, ἀλλοπίστου θῦμα, τῷ Νυμφίῳ σου καὶ Θεῷ ἄμωμον προσήχθης Μαρία Νεομάρτυς, αὐτῷ τὴν σὴν ἁγνείαν, προῖκα προσφέρουσα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου