Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ ΜΙΑΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ (+1896-1958)



site analysis








AΠΟ ΤΟ ΒΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΠΡΟΕΣΤΩΣΑΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΡΑΒΑΝΙΤΣΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΕΡΒΙΑ.


ΟΤΑΝ ΕΦΘΑΣΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ νά αναχωρήσει στον Κύριο, ή Μητέρα μας αρρώστησε σοβαρά με διαβήτη. 'Ολόκληρη σχεδόν τήν ζωή της ύπέφερε άπό κάποιο είδος άρρώστειας: δυσεντερία· ρευματικό πυρετό, πού κατέστρεψε τήν καρδιά της· καί τελικά διαβήτη, άπό τον όποιο καί πέθανε.
Σέ όλες της τίς άρρώστειες δεν θέλησε ποτέ νά πάει σε γιατρό ή νά χρησιμοποιήσει φάρμακα. "Οταν ακούσε, όμως, ότι οί άλλοι τήν σχολιάζουν γιά αύτό, καί μέ την επιμονή των άδελφών ότι δέν πρέπει νά είναι πείσμων σε αύτό τό θέμα, συμφώνησε νά πάρει φάρμακα. Πολλές φορές, όταν οί άδελφές τήν προέτρεπαν νά πάρει φάρμακα γιά τήν καρδιά, απαντούσε μέ τούς λόγους τού Ψαλμωδού:
“ ’Ω, αδελφή, δέν γνωρίζεις ότι ό Θεός είναι τό φρούριο της καρδιάς μας”; Ή αρρώστια της ήταν μακρόχρονη και δύσκολή, άλλά ό θάνατός της εύκολος.





Οταν ή αρρώστια τής Μητέρας άρχισε να επιδεινώνεται, ή Μητέρα Γαβριέλα ενδιαφέρθηκε γιά τό πώς θα μπορούσε νά ελαφρύνει τίς δυσκολίες της, τουλάχιστον λιγάκι. Μέσα σέ όλες τις τά προβλήματα ζητούσε την συμβουλή τής Μητέρας καί φρόντιζε αύστηρά νά μην άλλάζουν οί κανόνες καί ή διαθήκη τής Μητέρας. Ή Μητέρα οικοδομούσε καί ενθάρρυνε τήν ψυχή της καί έλεγε στίς αδελφές: “Αδελφές, πρέπει νά είστε πολύ ευγνώμονες στον Θεό διότι έδωσε τήν συγκατάθεσή Του ώστε μία άπό σάς νά μέ αντικαταστήσει. Νά ακούτε καλά τήν Μητέρα
Γαβριέλα καί νά μήν επιτρέπετε νά βαραίνει ή ψυχή της, διότι, αν τό κάνετε αύτό, δέν θά είναι καλό ούτε γιά έσάς”.
"Ολες κατανοήσαμε τά λόγια τής Μητέρας, διότι όλες
άγαπούσαμε τήν Μητέρα Γαβριέλα μέ μία καρδιά έτσι και άλλιώς, όχι μόνο γιά τήν αίσθηση τού καθήκοντος πού είχε καί τήν εύφυΐα της, άλλά καί γιά τήν δική της έπίσης άξια.



Πολλές φορές ή Μητέρα προσπάθησε νά μάς πει γιά το προαίσθημα τού έπικείμενου θανάτου της, άλλά, άπό τήν μεγάλη της αγάπη γιά εμάς, ήταν ανίκανη νά κάνει τόν εαυτό της νά μιλήσει γιά αύτό, καί άμέσως περνούσε σέ άλλο θέμα. Κατά τήν τελευταία της επίσκεψη στήν Μονή τής Αγ. Παρασκευής, τήν ήμερα τής φθινοπωρινής της πανήγυρης τό 1957, φεύγοντας είπε στίς άδελφές: “Αδελφές, έφθασε ό
καιρός πού θά άποχαιρετήσουμε ή μία τήν άλλη σέ αυτήν τήν ζωή”. Οί άδελφές έμειναν κατάπληκτες καί ρώτησαν:
“Μητέρα, γιατί τό λέτε αυτό”; Αλλά εκείνη προσποιήθηκε ότι δέν άκουσε καί αμέσως άρχισε νά μιλά γιά κάτι άλλο.



Αμέσως μετά τήν επιστροφή της άπό τήν Αγ. Παρασκευή άρρώστησε σοβαρά. Πληγές έμφανίσθηκαν σε όλο της τό σώμα, άλλά ιδιαίτερα στά πόδια της, τά όποια έγιναν μία τεράστια πληγή άπό τά γόνατά της μέχρι τά μικρά δάχτυλα των ποδιών. Υπήρχαν απερίγραπτοι πόνοι, αλλά εκείνη προσποιόταν τήν δυνατή, λές καί υπέφερε κάποιος άλλος καί όχι ή ίδια. Τά δάχτυλα των ποδιών της είχαν γίνει απλά προεξοχές πάνω στό δέρμα της. Δέν υπήρχε καμιά ελπίδα Ανάρρωσης.



Οί Αδελφές κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια γιά νά τήν βοηθήσουν καί νά Ανακουφίσουν τά μαρτύριά της, άλλά χωρίς ωφέλεια. Τό δέρμα ξεφλουδιζόταν σέ στρώματα καί τό αίμα καί τό πύον έρρεαν σχεδόν ακατάσχετα. Έπί έξι μήνες ή Μητέρα μας δέν ξάπλωσε καθόλου σέ κρεβάτι, άλλά περνούσε μέρα καί νύχτα καθισμένη σέ καρέκλα.

Κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δέν θά μπορούσε να ύποφέρει τέτοια μαρτύρια χρειαζόταν ή ιδιαίτερη βοήθεια άπό τόν Κύριο. Τής ζητήσαμε νά προσευχηθεί στόν Θεό να τήν θεραπεύσει, όπως τό είχε κάνει πολλές φορές προηγουμένως. Σέ αύτό εκείνη Απάντησε: “Αδελφές, μπορείτε νά προσεύχεσθε, καί πρέπει. Γιά σάς δέν είναι Απρεπές, άλλά έγώ δέν τολμώ”. Μπορούσαμε ξεκάθαρα να διακρίνουμε ότι τής είχε αποκαλυφθεί ότι σύντομα θα πεθάνει, άλλά εκείνη δέν ήθελε νά μιλήσει γιά αύτό.


Πολλοί έμειναν έκπληκτοι πού ό Κύριος έστειλε στήν Μητέρα Εύφημία τέτοια σοβαρή πάθηση, τήν στιγμή πού εύαρέστησε τόσο πολύ σέ Αύτόν. Πρέπει νά θυμάται κανείς τόν δίκαιο Ιώβ, ό όποιος ήταν εύλαβής καί είχε τόν φόβο τού Θεού. 'Ο Κύριος όμως επέστρεφε στόν εχθρό νά μεταβάλει ολόκληρο τό σώμα του σέ μία πληγή, έτσι ώστε νά κάθεται πάνω σέ έναν σωρό κοπριάς καί νά ξύνει τό πύον άπό τίς πληγές του μέ ένα κεραμίδι. Καί έτσι ό Κύριος επέστρεφε ώστε τά πόδια της, μέ τά όποια είχε περπατήσει τόσα πολλά χρόνια καί τά όποια είχαν μουδιάσει καθώς κήρυττε τόν λόγο του Θεού, καί τά όποια είχαν σταθεί τόσο πολύ στίς Ιερές Ακολουθίες καί στήν προσευχή, τώρα Να καλύπτονται μέ πληγές. Άλλά ή φροντίδα της γιά τήν ψυχή της καί γιά τίς ψυχές των αδελφών της τά ξεπερνούσε όλα αυτά.




Τό κελί της βρισκόταν δίπλα στό παρεκκλήσιο, καί το μόνο πού έπρεπε νά κάνει ήταν νά ανοίγει ένα παραθυράκι, μέσα άπό τό όποιο άκουγε τίς Ιερές Ακολουθίες. Όταν τελείτο ή Θεία Λειτουργία, σηκωνόταν όρθια καί στεκόταν ή γονάτιζε όση ώρα διαρκούσε. Καί όταν έκανε κήρυγμα στις αδελφές, ήταν τόσο ειρηνική καί εμψυχωμένη στό πνεύμα, ώστε εκείνος πού δέν είχε δει τίς πληγές της δέν θά πίστευε ότι τίς έχει.
Σέ κάποια περίσταση, ένώ μιλούσε κάνοντας κάποια ομιλία, είπε τυχαία ότι τέτοιες πληγές δέν θά μπορούσε να τίς άντέξει κανείς στήν φυσιολογική πορεία τής φύσης, έφ’ όσον τά πόδια της θερμαίνονταν σάν άπό τήν θέρμη τής κόλασης, καί τίποτε δέν μπορούσε νά τά δροσίσει· και έπειτα κρύωναν σάν άπό τήν παγωνιά τού Ταρτάρου και τίποτε δέν μπορούσε νά τά θερμάνει. Οταν τελείωσε την ομιλία της, οί έπίδεσμοι των ποδιών της είχαν γεμίσει εντελώς μέ ματωμένο πύον. Άλλά γνωρίζουμε ότι ον άγαπα Κύριος παιδεύει, μασηγοϊ δε πάντα υιόν όν παραδέχεται (Έβρ. 12:6), καί μάς έγινε επομένως ξεκάθαρο ότι ό Κύριος της έστειλε μία τέτοια σοβαρή άσθένεια ώστε νά τής δοθεί μεγαλύτερη δόξα στόν Ούρανό. "Οταν τής προσφέραμε κάποιο φάρμακο, γελώντας έλεγε: “Ω, άδελφή, άδελφή, ό Κύριος είναι τό οχύρωμα γύρω άπό τήν καρδιά μου καί ή μερίδα μου διά παντός”. Καί πράγματι, ατό βαθμό της μεγάλης της πίστης, σίγουρα έπαιρνε ύπερφυσική βοήθεια.



Πλησίαζε ή Νηστεία των Αποστόλων, ή όποια εκείνη τήν χρονιά κράτησε έξι έβδομάδες. 'Η νηστεία ήταν δύσκολη γιά έκείνη, καθώς ήταν μιά άρρωστη γυναίκα.
Όταν οί αδελφές τήν ρωτούσαν: “Μητέρα, τί μπορείτε να φάτε”; Έκείνη απαντούσε: “Μήν τό σκέφτεστε τώρα, θα δούμε αύριο". Δέν ήθελε νά πιει γάλα τόν καιρό της νηστείας, καί έλεγε: “ "Οταν έρθει ή ήμέρα τής γιορτής των Αγ. Αποστόλων”. Αλλά όταν έφθασε ή ήμέρα έκείνη, δέν ήθελε πιά νά φάει τίποτε. Καί έτσι γιά τρεις ακόμη έβδομάδες έζησε άσκητικά, τρώγοντας μόνο μία μικρή κούπα μέ σούπα ή γάλα τήν ήμέρα, ή τίποτε. Μέσα στά βαριά της μαρτύρια άγωνιζόταν κάπως νά πάει στήν εκκλησία, καί ορισμένες φορές νά επισκεφτεί την τράπεζα καί νά κάνει μία ομιλία στίς άδελφές. Τήν




Παραμονή των Χριστουγέννων, πού κατά τό έθιμο στρώνεται άχυρο σέ διάφορα δωμάτια, ή Μητέρα έκανε τήν περιοδεία της μέ τά πόδια τυλιγμένα στούς επιδέσμους, μαζί μέ όλες τίς άδελφές της. Γνώριζε ότι ήταν ή τελευταία φορά καί έπιθυμούσε γιά μία άκόμη φορά νά κάνει τήν περιοδεία της μέ τά πόδια της. Οί πληγές της έτρεχαν, άλλά εκείνη έψαλλε, καί στό τέλος είπε: “ Ας γίνεται έτσι άκόμη καί όταν
δέν θά βρίσκομαι άνάμεσά σας”. Στό μοναστήρι μας ύπήρχε τό έθιμο να συγκεντρωνόμαστε όλες μέ τήν Μητέρα στήν τράπεζα μετά τό μεσημεριανό γεύμα γιά νά ψάλουμε. Καθώς κάναμε το Ίδιο τά Χριστούγεννα, ή Μητέρα ήρθε σέ εμάς καί εμείς, βλέποντας τό μαρτύριό της, άρχίσαμε νά κλαίμε.
Αλλά εκείνη, μέ χαρούμενο πρόσωπο μάς είπε: Σήμερα είναι σήμερα χαράς καί όχι θρήνου. Όποιος κλαίει σήμερα δεν έχει μερίδιο μαζί μου. Γι’ αύτό ελάτε νά ψάλουμε όλες μαζί καί νά δοξολογήσουμε τό νεογέννητο Θείο Παιδί”.




'Η Μητέρα πίστευε άκράδαντα ότι έπειτα από όλα τα μαρτύρια καί τίς δυσκολίες της, θά περνούσε από τον θάνατο στήν ζωή. Δέν έλεγε λοιπόν ποτέ ότι θά πεθάνει, ούτε άνέφερε τήν λέξη “θάνατος”. Παρατηρώντας το αυτό ή Μητέρα Γαβριέλα, ή διάδοχός της, κάποια μέρα (τήν 5η Φεβρουάριου 1958), ζήτησε από τήν Μητέρα Εύφημία να τής πει τίς σκέψεις της όσον αφορά τίς αδελφές πού βρίσκονταν κάτω από διάφορες μετάνοιες, στήν περίπτωση τού θανάτου της, καί έπίσης όσον αφορά εκείνες πού είχαν φύγει από τό μοναστήρι χωρίς τήν άγια της εύλογία. Και εκείνη άπάντησε: “Ελπίζω στόν Κύριο ότι θά έχω χρόνο να ζητήσω τήν συγχώρεση από όλους καί ή ίδια έχω αποφασίσει νά πω στίς αδελφές, άν ξαφνικά μέ βρει ό θάνατος, απαλλάσσονται όλες από τίς μετάνοιες όταν εγώ δεν θά βρίσκομαι πιά μαζί τους. Αλλά όσες έχουν μετάνοιες για κάποιο χρονικό διάστημα πού δέν έχει λήξει άκόμη, θα πρέπει νά περιοριστούν από τήν συνείδησή τους να ολοκληρώσουν τήν μετάνοια μέχρι τό τέλος, εάν το επιτρέπει ή υγεία τους. Αλλά γιά τίς αδελφές πού έχουν εγκαταλείπει τό μοναστήρι μας, δεν υπάρχει άφεση, εκτός καί αν επιστρέφουν καί ζήσουν τήν ζωή τους μέ μετάνοια.

Καί εσείς, μήν τίς περιφρονήσετε, άλλά νά τίς δεχθείτε πίσω στήν μονή μας”.
'Η Μητέρα τής είπε νά μήν άναφέρει τίποτε από τα παραπάνω στίς αδελφές όσο ή ίδια βρισκόταν άκόμη εν ζωή, άλλά μόνον εάν προέκυπτε κάποια άνάγκη μετά τον θάνατό της. 'Η Μητέρα 'Ηγουμένη Ευφημία προετοίμαζε άπό πολύ καιρό όλα όσα ήταν άπαραίτητα γιά νά λάβει το Μεγάλο Σχήμα πρίν τό τέλος τής ζωής της. Πέρασε αρρώστια καί δυσχέρειες. Οί αδελφές έβλεπαν τό τέλος της νά πλησιάζει, καμία όμως δέν τολμούσε νά τής θυμίσει ότι έπρεπε να πάρει τό Μεγάλο Σχήμα. Αποφάσισαν λοιπόν νά τής πει κάποια άδελφή: “Μητέρα, νά καλέσουμε τόν Επίσκοπο να έρθει”;
“ Οχι, μήν τόν καλείτε. Είναι δύσκολο γιά μένα”, απάντησε.
“ Ίσως θα έπρεπε νά λάβετε τό Μεγάλο Σχήμα”;
"Ναί, πολύ καλά· καλέστε τον”, είπε. Μέσα στο μαρτύριό της, τό είχε ξεχάσει.

Στίς 11 Απριλίου τού έτους 1958, ή Μητέρα, βαριά άρρωστη, έλαβε τό Μεγάλο Σχήμα άπό τό χέρι του Επισκόπου μας Χρυστοστόμου. Δέν μπορούσε νά πάει μέχρι τήν εκκλησία· γι’ αύτό οί αδελφές τήν μετέφεραν πάνω σέ φορείο στό παρεκκλήσιο. 'Ο Επίσκοπος, σύμφωνα με τήν επιθυμία της, τήν εξομολόγησε καί τήν κοινώνησε μέ τα πάναγνα Μυστήρια του Σώματος καί του Αίματος του Χριστού. Τής έδωσε τό ποτήριο στό χέρι της καί έτσι εκείνη κοινώνησε μόνη της.

Ήταν σκληρό γιά αυτήν νά μήν μπορεί νά σταθεί καί να συμμετέχει στίς προσευχές καί στίς εκκλησιαστικές άκολουθίες. Προσευχόταν στόν Κύριο νά Ανταλλάξει την αρρώστια της μέ κάποια άλλη, άλλά μόνο τά πόδια της να μπορέσουν νά θεραπευτούν. 'Η προσευχή της εισακούστηκε αμέσως. Μέ τήν μεγάλη της πίστη καί μέ την χρήση των φαρμάκων, τό δέρμα της άρχισε να θεραπεύεται καί τά πόδια της ξανάνιωσαν, έτσι ώστε στό διάστημα επτά ήμερων νά θεραπευτεί πλήρως από τίς πληγές της.
'Η αρρώστια της πέρασε από τά πόδια της στά νεφρά της. Έχασε τήν όρεξή της καί δέν μπορούσε νά φάει και εξασθενούσε όλο καί περισσότερο.
Είχε Αποφασίσει ότι, αφού ή γιορτή των Άγ. Πέτρου και Παύλου έπεφτε εκείνη τήν χρονιά Σάββατο, θα ερχόταν στήν τράπεζα γιά νά κάνει μία ομιλία στίς αδελφές. Επειδή ή κατάστασή της χειροτέρεψε τήν νύχτα, δέν μπόρεσε να έρθει, άλλά ήρθε τήν επόμενη ημέρα, τήν Κυριακή, και καθώς στεκόταν όρθια στήν θέση της, έκανε μία θαυμάσια ομιλία. Μεταξύ άλλων είπε: “Αδελφές, ό Κύριος γνωρίζει πόσο μπορεί νά άντέξει ένας άνθρωπος καί επιτρέπει




Ακριβώς τόσο όσο αρκεί γιά νά μάς δοκιμάσει. Αφού δεν μπορείτε νά σηκώσετε τίς μικρότερες δοκιμασίες, ό Κύριος δέν σάς στέλνει μεγάλες. 'Ο Κύριος μάς υπόσχεται μεγάλη Αμοιβή γιά τήν υπομονή. Μόνον εκείνος πού είναι καταρτισμένος στον νόμο του Θεού μπορεί νά έχει μία καθαρή όδό. 'Ο Κύριος λέει ότι όποιος δεν μισεί πατέρα και μητέρα, αδελφό καί αδελφή ακόμη καί τήν ίδια τον τήν ψυχή, δεν μπορεί νά είναι μαθητής Του. Καί εκείνος πού το εκπλήρωσε αυτό, μπορεί νά μάθει τόν νόμο τού Θεού. Ό Απόστολος λέει: Χαίρετε, αδελφοί’ όταν σάς συμβάν ποικίλοι
γήινοι πειρασμοί. 'Ο Κύριος λέει: Προσεύχεσθε στον Θεό γιά να μην πέσετε σε πειρασμό, δηλαδή, στήν αδύναμη πίστη.

Υπήρχε κάποιος μεγαλύτερος άδελφός στο θεραπευτήριο τής μονής. Παραπονέθηκε στόν 'Άγ. Βαρσανούφιο: «'Ο αδελφός πού προσέχει τούς ασθενείς φροντίζει καλά όλους τούς ασθενείς άλλά όχι εμένα. Ούτε πού μέ κοιτάζει. Δέν ξέρω τί να κάνω· δέν μπορώ να το αντέξω άλλο». Αλλά ό 'Άγ. Βαρσανούφιος του απάντησε: « ’Ω, δύστυχε αδελφέ, θα ήθελες να αξίζεις τόν σεβασμό.
Δέν γνωρίζεις ότι ό Κύριος μπορεί να μαλακώσει άκόμη και τήν καρδιά ενός Τούρκου, γιά να σέ υπηρετεί όπως καί τους άλλους; Αλλά ό Κύριος έχει βρει κάποιο ψεγάδι σέ έσένα, εξ αιτίας του όποιου πρέπει να υπομείνεις τόν πόνο καί όταν ευαρεστήσει στόν Κύριο, θα σέ αγαπήσει όπως καί τους άλλους»”.

Ή Μητέρα μίλησε ακόμη περισσότερο στίς αδελφές της πάνω στό θέμα αυτό, άλλά κατόπιν είπε: “'Ο Κύριος θεράπευσε τά πόδια μου, άλλά που θα πάει ή αρρώστια μου από έδώ, δέν τό γνωρίζω. Αυτό μόνο γνωρίζω, ότι όλο τόν καιρό πού ήμουν άρρωστη, αισθάνθηκα ότι ήμουν κάπως πιό καλή”. Μίλησε πολλή ώρα καί αυτή ήταν ή τελευταία της φορά: έπειτα έκλεισε τά χείλη της γιά πάντα.
Έχοντας λάβει τό Μεγάλο Σχήμα, ή Μητέρα συνέχισε να ζει άνάμεσά μας έπί τέσσερεις ολόκληρους μήνες, διάστημα κατά τό όποιο δοκίμασε μεγάλο πόνο, άλλά στην ψυχή της ήταν ειρηνική καί χαρούμενη. Παραμέρισε όλα τα άλλα πατερικά βιβλία καί διάβαζε μόνο τά Ιερά Ευαγγέλια καί τούς Βίους των Αγίων. Τής είχε γίνει δύσκολο να μιλάει, άλλά δέν άφησε τό διάβασμα.



Εκείνη τήν χρονιά άνακαινιζόταν ή μεγάλη εκκλησία της μονής καί γι’ αυτό οί 'Ιερές Ακολουθίες γίνονταν στο παρεκκλήσιο. Τήν ημέρα τής έορτής τής Αγίας Μεγαλομάρτυρος Εύφημίας, τήν11 Ιη Ιουλίου, ή Μητέρα Εύφημία έλαβε τήν Θεία Κοινωνία. Δέν κοινωνούσε συχνά, επειδή αισθανόταν ότι πρέπει κανείς να προετοιμάζει τον εαυτό του άξια, πράγμα πού δέν μπορούσε να τό κάνει εξ αίτιας τής αρρώστιας της. Τήν ίδια ημέρα λάβαμε ένα πρόσφορο καί μία τελευταία ευλογία από τήν Μητέρα, αλλά επειδή ήδη πέθαινε, τήν υπό βάσταζε ή Μητέρα Γαβριέλα.
Στήν περίσταση αυτή οί αδελφές τής έφεραν τά ράσα μιας νέας δόκιμης πού προετοιμαζόταν γιά να τά ευλογήσει. Και έτσι τέλεσε τό τελευταίο κανονικό της καθήκον.


Στήν αγρυπνία τής εορτής τού Αγ. Προφήτη ’Ηλία, της φέραμε τήν εικόνα πού γιόρταζε γιά να τήν ασπαστεί καί ό ιερέας τήν μύρωσε μέ τό λαδάκι. Τήν επόμενη ημέρα, στην  εορτή τού Αγ. Προφήτη Ηλία, πρίν τό βράδυ, κοινώνησε καί έπειτα παρατήρησε ότι άρχιζαν οί τελευταίες της ώρες. Ήταν άρρωστη άκριβώς ένα χρόνο. 'Η κατάσταση της ύγείας της είχε επιδεινωθεί τήν ήμερα τής εορτής του Άγ. Προφήτη Ηλία τόν προηγούμενο χρόνο καί τελείωσε την επίγεια πορεία της τήν ίδια ήμερα αυτού τού χρόνου. Και έτσι ικανοποιήθηκε ή επιθυμία της, διότι πριν συχνά έλεγε:
“Είθε ό Κύριος να μου δώσει να ζήσω ένα χρόνο ελεύθερη από τά ποιμαντικά μου καθήκοντα, γιά να προετοιμαστώ για τόν θάνατο”. ’Ίσως να τό είχε φανταστεί διαφορετικά, αλλά ό Κύριος τό ξεπλήρωσε κατ’ αυτόν τόν τρόπο.



Εκμεταλλεύτηκε έτσι τήν κατάστασή της γιά χάρη της σωτηρίας της. Με μεγάλη αγάπη γιά τόν Θεό, δέχθηκε με ευχαριστία τά πάντα από τά χέρια Του.
Οί αδελφές συγκεντρώθηκαν γύρω από τό κρεβάτι της καί έκλαψαν απαρηγόρητα όλη τήν νύχτα. Εκείνες πού είχαν τήν υπακοή του διορισμού στήν μονή τής Άγ. Παρασκευής έρχονταν όταν τό επέτρεπαν τά ωράρια των διακονημάτων τους. Όταν συνειδητοποίησε ότι είχε φθάσει τό τέλος της, ή Μητέρα Γαβριέλα τής διάβασε τόν Κανόνα γιά τήν



Αναχώρηση τής Ψυχής. Καθώς ή Μητέρα, μέχρι την τελευταία της αναπνοή, αισθανόταν μεγάλη προσκόλληση πρός εμάς, δέν ήθελε να παραδώσει τό πνεύμα μπροστά σε τόσες πολλές αδελφές. Προσευχήθηκε στόν Θεό καί ή επιθυμία της εκπληρώθηκε. Σέ όλες τίς αδελφές ήρθε ή ίδια σκέψη: ή Μητέρα δέν θα πεθάνει ακόμη. Αποφάσισαν λοιπόν να πάνε να αναπαυτούν γιά λίγο, διότι τήν επόμενη ημέρα έπρεπε να μπορούν να σταθούν σε όλη τήν 'Ιερή Ακολουθία. Δέν είχε περάσει ούτε μισή ώρα όταν έφθασε ή ώρα του θανάτου της.

Τήν 21η Ιουλίου/3π Αυγούστου του 1958, στο εξηκοστό τρίτο έτος τής ζωής της, ή Μητέρα Ευφημία αναπαύτηκε καί παρέδωσε τήν -ψυχή της στά χέρια του Κυρίου ενώπιον δύο αδελφών. Αμέσως μετά συγκεντρώθηκαν όλες οί αδελφές καί μέ πολλά δάκρυα ετοιμάσαμε τήν αγαπητή μας καί Αξέχαστη Μητέρα.

Ψάλαμε τήν Πανυχίδα καί διαβάσαμε τό Ψαλτήρι χωρίς διακοπή. 'Η Μητέρα μας αναπαύτηκε στίς 2.30 π.μ., τήν ώρα κατά τήν όποια συνήθιζε να σηκώνεται γιά τήν πρωινή προσευχή. "Όταν, στίς τέσσερις ή ώρα, φέραμε το προετοιμασμένο σώμα της στήν έκκλησία, ήταν ή ώρα πού συνηθίζαμε να συγκεντρωνόμαστε γιά τόν Όρθρο.
Όταν οί αδελφές τής Μονής τής Αγ. Παρασκευής έμαθαν ότι ή Μητέρα είχε αναπαυθεί, ήρθαν όλες γιά να την ασπαστούν. Πρώτα έφθασαν πέντε αδελφές, οί όποιες κατόπιν επέστρεφαν στά διακονήματά τους στήν μονή και γιά να φροντίσουν τήν λειτουργία του ιδρύματος των παιδιών, ενώ οί υπόλοιπες παρέμειναν γιά Αργότερα. Στην κηδεία έπρεπε να παραστούν όλες.

'Η Μητέρα Γαβριέλα έστειλε Αμέσως ένα τηλεγράφημα σε όλους τούς φίλους μας καί τούς γνωστούς. Τήν Τρίτη ημέρα έγινε ή ταφή. Στήν κηδεία παρευρέθηκαν οί εξής: 'Ο Σεβασμιώτατος Επίσκοπος Μπρανίτσεβο Χρυσόστομος· οί ιερείς εξομολόγοι τής μονής, Τύχων, Μάξιμος και Κασσιανός· ό Πατήρ Μελέτιος από τό Τσουκόγιεβατς μαζί  μέ δύο μοναχές της Μονής Βελούτσα ή Μητέρα Ήγουμένη Άννα από τήν Μονή Βρατσέβσνιτσα μαζί μέ τις αδελφές ή Ήγουμένη Παρασκευή από τήν Μονή Μανάσια μέ τίς αδελφές της επτά ακόμη ιερείς πού υπηρετούσαν στήν μονή καί μεγάλος αριθμός λαϊκών.



Όταν αναπαύτηκε ή Μητέρα, όλες οί φροντίδες γιά τις αδελφές, τήν μονή καί οί ετοιμασίες γιά τήν κηδεία έπεσαν στήν Μητέρα Γαβριέλα. Από σεβασμό γιά τήν Μητέρα, αγνίσθηκε να βάλει τά πάντα μέ σύνεση σε καλή τάξη, να ενθαρρύνει τίς αδελφές, να τακτοποιήσει τά πάντα μέ τον κατάλληλο τρόπο καί να δεχθεί εκείνους πού από σεβασμό ήρθαν στήν κηδεία καί στήν ταφή.

Πριν τήν κηδεία ή Μητέρα Γαβριέλα είπε στις αδελφές: “Αδελφές, τώρα πρέπει να υπομείνουμε τήν μεγάλη μας λύπη καί στέρηση. Πρέπει εμείς να εξυμνήσουμε την Μητέρα μας καί να μήν επιτρέψουμε να εξυμνηθεί από άλλους”. Όλες καταλάβαμε τί ήθελε να πει καί τό βάλαμε στήν καρδιά μας.

 Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ . Ο ΒΙΟΣ ΜΙΑΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ 2015.-ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου