Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΥΜΑΤΑ.ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ-ΜΑΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΥΜΑΤΑ.ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ-ΜΑΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Αγία Πελαγία



site analysis

Μνήμη: 4 Μαΐου 

Η Αγία Πελαγία γεννήθηκε στην πόλη Ταρσό της Κιλκισίας και έζησε στη Ρώμη στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού.

Η Αγία Πελαγία μεγάλωσε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον, όμως σε νεαρή ηλικία είδε σε όραμα τον Επίσκοπο της Ρώμης, ο οποίος την προέτρεπε να βαπτισθεί. Όταν ξύπνησε και συνήλθε ζήτησε άδεια από τη μητέρα της και με το πρόσχημα ότι 
θα μεταβεί στην τροφό της, πού ζούσε σε άλλη πόλη, πήγε στον Επίσκοπο, ο οποίος τη βάπτισε χριστιανή.
Η χαρά της ήταν μεγάλη. Αφού παρέδωσε τα πολυτελή της ενδύματα στον Επίσκοπο για να τα πουλήσει και να διαθέσει τα χρήματα στους πτωχούς και αδύνατους, ντύθηκε τη στολή του βαπτίσματος και εν συνεχεία πήγε στην τροφό της η οποία όμως όταν την είδε έτσι ντυμένη έγινε έξαλλη από θυμό και την έδιωξε. Αποφάσισε τότε να επιστρέψει στη μητέρα της, ελπίζοντας στη μητρική κατανόηση και στοργή.
Όταν όμως και η μητέρα της αντίκρισε αυτή της την ενδυμασία αναστατώθηκε και πέφτοντας στο πόδια της, την ικέτευσε να επανέλθει στην αρχική της πίστη.
Η Πελαγία απογοητεύτηκε, στενοχωρήθηκε αλλά της δήλωσε ότι η απόφασή της ήταν οριστική και αμετάκλητη. Όταν όμως πληροφορήθηκε το γεγονός ο γιος του Διοκλητιανού, ο οποίος ήταν αρραβωνιαστικός της Πελαγίας, από τη θλίψη του αυτοκτόνησε. Όταν ο αυτοκράτορας ανακάλυψε την αιτία θανάτου του γιου του κάλεσε την Πελαγία και τη διέταξε να θυσιάσει στο είδωλα.
Η Αγία με παρρησία αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι γνώρισε τον αληθινό Θεό. Έξαλλος ο Διοκλητιανός, διέταξε να πυρώσουν ένα χάλκινο βόδι και να την τοποθετήσουν εντός του, χαρίζοντάς της την ουράνια δόξα.

Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας φυλάσσονται στις Μονές Μεγ. Λαύρας Αγίου Όρους, Προυσού Ευρυτανίας και Νταού Πεντέλης και στό Ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων Βενετίας.
Πηγή
AgiaPelagia02

π.ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ


Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Σοφία, ἡ Πόντισσα Διήγημα (ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ (1886-1974))



site analysis


Φάνυ Κουντουριανοὺ – Μανωλοπούλου


Ὁ ἥλιος ράπιζε μὲ τ’ ἀνελέητα δάχτυλά του ἐκεῖνο τὸν καυτὸ Ἰούλιο τοῦ 1914, πρὶν ἀπὸ τὸν Μεγάλο Πόλεμο, τοὺς θεριστὲς ποὺ εἶχαν βγεῖ στὰ σταροχώραφά τους νὰ δρέψουν τὸν πλούσιο χρυσαφένιο καρπὸ τῆς εὐλογημένης γῆς τοῦ Εὔξεινου Πόντου. Ὁ Ἰορδάνης καὶ ἡ Σοφία, νιόπαντροι κι ἐρωτευμένοι, εἶχαν ἀφήσει τὴ θαλερὴ τους κοίτη ἀχάραγα κι ἐπίασαν τὰ δρεπάνια στὸ μεστωμένο χωράφι τοὺς ἔξω ἀπὸ τὴν Ἄρδασσα, στὸ δρόμο γιὰ τὴν Τραπεζούντα, τὴν στιγμὴ ποὺ μὲ μιὰ ἔκρηξη χρωμάτων καὶ φωτοχυσίας ὁ ἥλιος ἀνέτελλε μεγαλειώδης πίσω ἀπὸ τὰ ἀγέρωχα βουνὰ τοῦ Πόντου. Ἀπὸ τὰ βαθύσκια δάση, τοὺς μαγευτικοὺς δρυμῶνες τῶν ἀσάλευτων στοὺς αἰῶνες Κολχικῶν βουνῶν κι ἀπὸ τὰ ρυάκια ποὺ κελάρυζαν τερπνά, σηκωνόταν δροσερό τό ἀεράκι καὶ τοὺς πρόσφερε ἀναψυχή. Εἶχαν μαζί τους καὶ τὸ βυζανιάρικο μωρό τους ποὺ ἀναπαυόταν στὴν κούνια του.
Ὅταν ὁ ἥλιος ὑψώθηκε μιὰ ὀργυιὰ στὸν οὐρανὸ καὶ κατάπιε τὴ δροσερὴ αὔρα, ἡ Σοφία ἀνασήκωσε τὴν κουρασμένη μέση της, σκούπισε μὲ τὴν ἀναστροφὴ τῆς παλάμης της τὸ ἱδρωμένο μέτωπο κι ἀναζήτησε τὴ λευκή, βαμβακερὴ μαντίλα της. Πρὶν κρύψει κάτω ἀπὸ τὸ χοντρὸ πανὶ τὶς βαριές, ξανθὲς, πλεξοῦδες της, τὸ καμάρι της, κοίταξε στοργικὰ μὲ τὰ ὁλόγλυκα μαῦρα μάτια τῆς τὸν Ἰορδάνη ποὺ κινοῦνταν ρυθμικὰ μὲς στὸ χωράφι, ἅρπαζε μὲ τ’ἀριστερὸ μιὰ μεγάλη χεριὰ στάχυα καὶ μὲ τὸ κοφτερὸ δρεπάνι στὸ δεξί, τὰ’κοβε.
Ἐκεῖνος, ἀπορροφημένος, δὲν εἶδε τὶς ἐρωτευμένες σαϊτιὲς τῶν ματιῶν της καὶ τὸν φώναξε: Ἰορδάν. Ἀνασηκώθηκε καὶ τῆς χαμογέλασε ἀσυναίσθητα. Ἡ γυναίκα του ἦταν τὸ πιὸ ὡραῖο θέαμα γιὰ τὰ μάτια του, τὸ μόνο θέμα γιὰ τὴ σκέψη του, τὸ μόνο ὄνομα στὰ χείλη του, ὅ,τι πιὸ πολύτιμο. Τὴ λάτρευε. Ἐκείνη ἁπλῶς τοῦ’δειξε μὲ τὰ μάτια τὴν κούνια. «Πορπατῶ, Τσόφα μ’ πορπατῶ». Σήκωσε τὴν τρόκνα στὰ στιβαρά του χέρια καὶ τὴ μετέφερε στὴν ἄκρη τοῦ χωραφιοῦ κάτω ἀπὸ μιὰ συστάδα πλατύφυλλων δένδρων ποὺ ἔριχναν δαντελωτὴ σκιὰ στὸ σκληρό, σβολιασμένο χῶμα. Ἡ Σοφία ἔδεσε γερά τό μαντίλι καλύπτοντας αὐτιὰ καὶ πρόσωπο μὴ μαράνει ὁ ἥλιος τὴν ἐξαιρετικὴ ὀμορφιά της κι ἔσκυψε στὸ θέρο τραγουδώντας.
Μιὰ ὥρα μετὰ πῆγε πρὸς τὰ δένδρα νὰ θηλάσει τὸ μωρό. Παραξενεύτηκε ποὺ τόση ὥρα δὲν τὸ ἄκουσε νὰ κλαίει καὶ νὰ τὴν καλεῖ. Στράφηκε πρὸς τὸν Ἰορδάνη. Συνέχιζε ἀκούραστα τὸν θερισμό. Πλησιάζοντας εἶδε τὰ γουρούνια της νὰ γρυλλίζουν ἱκανοποιημένα κοντὰ στὴν κούνια. Τὰ’χαν ξεχάσει ἀφύλαχτα. Σὰν κοφτὴ ξυραφιὰ ἡ μαύρη ἐπίγνωση. Ἄρχισε νὰ τρέχει ἀλλόφρων οὐρλιάζοντας κι ὅταν ἀντίκρυσε τὰ ματωμένα σπάργανα τοῦ παιδιοῦ της ξέσυρε φωνὴ μεγάλη, σπαραχτική, μαύρη λαλιὰ καὶ σωριάστηκε ἀναίσθητη στὸ ξερὸ κι ἀνώμαλο σὰν ἑκατοντάδες κοφτερὲς λόγχες χῶμα. Δραπέτευσε στὴ σκοτεινιὰ τοῦ τίποτε. Ὁ Ἰορδάνης οὔτε κατάλαβε πὼς ἔφτασε στὸν τόπο τῆς τραγωδίας. Οἱ δρασκελιές του σὰν τὸν Διγενῆ Ἀκρίτα, ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνό. Εἶδε μὲ φρίκη τὸ οἰκτρὸ θέαμα τοῦ ἀγαπημένου του γιοῦ καὶ ὕψωσε δυὸ θυμωμένες γροθιὲς στὸν οὐρανό. «Ἄχ, Θεὲ» ἔμπηξε γοερὴ κραυγὴ ποὺ καταξέσχισε τοὺς αἰθέρες. Ὕστερα ἡττημένος κατέβασε τὰ χέρια κι ἔπεσε πάνω ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη του νὰ τὴ συνεφέρει, νὰ τὴ στηρίξει.
Ὅλο αὐτὸ τὸν καιρὸ πρὶν καὶ μετὰ τὴν προσωπική τους συμφορὰ συμμετέχουν στὰ δεινοπαθήματα τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἔχουν ἀρχίσει ἤδη, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν Νεοτούρκων τὸ 1908, οἱ διωγμοὶ τῶν Ἑλλήνων καὶ κλιμακώνονται χρόνο μὲ τὸ χρόνο σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Γερμανοῦ στρατάρχη Liman von Sanders, ἐκπροσώπου τοῦ Κάιζερ στὴν Τουρκία καὶ ἀρχηγοῦ τοῦ Α΄ τουρκικοῦ Σώματος Στρατοῦ, γιὰ τὴ γερμανοποίηση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Ἕλληνες κατέχουν τὴν οἰκονομικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἰσχὺ τοῦ μεγάλου ἀσθενοῦς κι ἀποτελοῦν ἐμπόδιο. Πρέπει ν’ἀφανιστοῦν. Οἱ ἐκτοπισμοί, τὸ οἰκονομικὸ μποϋκοτὰζ, ἡ ψυχολογικὴ τρομοκρατία, οἱ λεηλασίες, οἱ ἀπειλές, οἱ ὕβρεις, οἱ προπηλακισμοί, οἱ διαρπαγές, οἱ φυλακίσεις, οἱ ἀπαγχονισμοί, οἱ σφαγές, οἱ δολοφονίες ὑπηρετοῦν τὸ στόχο τους τῆς ὁμαδικῆς ἐξόντωσης. Ἀλλὰ τὰ πιὸ σατανικὰ μέσα γιὰ τὴ γενοκτονία ἀποδεικνύονται τὰ Ἀμελὲ Ταμπουροῦ, τὰ «τάγματα θανάτου» γιὰ τοὺς μάχιμους ἄνδρες καὶ οἱ μετακινήσεις γυναικοπαίδων καὶ γερόντων ἀπὸ τὶς ἑστίες τους στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς μικρασιατικῆς ἐνδοχώρας. Ἡ πείνα, οἱ κακουχίες, οἱ ἐξαντλητικὲς πορεῖες, ὁ καύσωνας ἢ τὸ δριμὺ ψύχος, οἱ ξυλοδαρμοί, οἱ βιασμοὶ ἀποδεκατίζουν τοὺς δύσμοιρους Ἕλληνες.
Τὸ χαρτὶ τῆς ἐπιστράτευσης γιὰ τὰ ἀμελὲ ταμπουροῦ στὸν Ἰορδάνη ἦλθε πρὸς τὸ τέλος τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1914, λίγες μέρες μετὰ τὸ θάνατο τοῦ παιδιοῦ τους καὶ λίγες μέρες πρὶν τὴν ἔναρξη τοῦ Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Ἀποχαιρετίσθηκαν βαρυαλγεῖς, ὁ Ἰορδάνης τὴν ἕσφιξε στὴν ἀγκαλιά του μὲ βαθὺ πόνο, μὲ καρδιοσωμό, τὰ μάτια του δακρυσμένα, κι ἐκείνη, μὲ χλοϊσμένα τὰ μάτια της, τοῦ’σφιξε τὸ κεφάλι στὸ στῆθος καὶ τοῦ ἐπαναλάμβανε μὲ ραγισμένη φωνή: «Ἰορδάνη μ’, πολλὰ ὑπομονὴ νὰ ἒχ’ς. Ὁ Κύριος νὰ ἐλεά μας». Ὅταν ἐκεῖνος θυμήθηκε τὸ γυιό τους κι ἔκλαψε πικρά, πάλι τὸν παρηγόρησε καὶ τὸν ψευτομάλωσε: «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο».
Ὁ Ἰορδάνης ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑκατοντάδες χιλιάδες Ἕλληνες ποὺ χάθηκαν στὰ ἀμελὲ ταμπουροῦ. Τὴν ἴδια τύχη εἶχε καὶ ὁ πατέρας τῆς Σοφίας, ἐπιστρατευμένος κι αὐτὸς γιὰ καταναγκαστικὴ ἐργασία, στὰ βάθη τῆς περιφέρειας Τριπόλεως στὸ Κιουρτοῦν ὅπου τό 1915 ἔγινε ἡ ἐξόντωση τῶν Ἀρμενίων. Ἡ Σοφία, καθημαγμένη, ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὸ γιαλὸ τῆς Τραπεζούντας μετὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1916 ποὺ οἱ Ρῶσοι καταλαμβάνουν τὴν Ἀρμενία καὶ τὴν Τραπεζούντα. Σὰ ν’ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ τὴν κατάπιε.
……………………………………………………………………………………………………
1970, μοναστήρι τῆς Παναγίας κάπου στὴν Βόρειο Ἑλλάδα. Πλῆθος προσκυνητῶν συρρέουν νὰ γνωρίσουν τὴν ταπεινὴ ἀσκήτρια, τὴ βυθισμένη σὲ εὐγενή ἀφάνεια, τὴ φιλάνθρωπη, τὴ διορατικὴ ποὺ διαβάζει τὶς καρδιὲς σὰν ἀνοιχτὸ βιβλίο καὶ δίνει τὶς κατάλληλες γιὰ τὸν καθένα συμβουλὲς σωτηρίας, τὴ μοναχὴ ποὺ ἰχνηλατεῖ τὴν ἐδῶ ζωὴ μὲ μόχθους καὶ πόνους ὑπέρμετρους πλέκοντας γέφυρες μὲ τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων καὶ ἀξιώνεται μυστικὲς ἀποκαλύψεις ἄρρητης μακαριότητας. Ἀντικρίζουν μιὰ ἀποστεωμένη ἀπὸ τὶς ἀσκητικὲς νηστεῖες γερόντισσα, μὲ μάτια σπηλαιώδη ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία τῆς προσευχῆς, ὡστόσο μάτια ἀθώα καὶ ἱλαρά, μὲ βαθύτητα καὶ πραότητα. Πρόσωπο εἰρηνικό, λαμπερό, καταυγασμένο ἀπὸ ἐσωτερικὸ πνευματικὸ φῶς, μιὰ μορφὴ βυζαντινή, ἐξαϋλωμένη, σὰ νὰ βγῆκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα της ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ νὰ περπατᾶ μπροστά τους. Τοὺς ὑποβάλλει μὲ τὴν παρουσία της τὴ γαλήνια, τὴν προσηνή καὶ διαλλακτική. Τῆς φιλοῦν τὸ ἀπισχνασμένο καὶ ροζιασμένο ἀπὸ τὶς χιλιάδες στρωτὲς μετάνοιες χέρι καὶ τῆς ζητοῦν εὐχή: «Γερόντισσα Σοφία, εὐλόγησον». «Εἶμαι πολλὰ ἁμαρτωλὴ ἐγώ. Ὁ Κύριος νὰ ἐλεά σας», τοὺς χαμογελᾶ χαριτωμένα καὶ φωτίζεται ἀπὸ ἀγάπη τὸ ἁγιασμένο της πρόσωπο. Ἡ Σοφία ἡ Πόντισσα πέρασε ἀπὸ τὴν κόλαση τοῦ πόνου κι ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς ἐνοχῆς, δουλαγώγησε τὴν ἐσωτερική της δουλεία στὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ κατέληξε νὰ γίνει ὁ ἀληθινὰ ἐλεύθερος κι αὐθεντικὸς ἄνθρωπος, ἀχθοφόρος τῆς θεϊκῆς χάρης ποὺ τὴν μπόλιαζε σ’ὅσους προσέτρεχαν στὴν καρδιὰ της τὴ διεσταλμένη γιὰ νὰ τοὺς χωρᾶ ὅλους καὶ νὰ τοὺς καλύπτει μὲ τὸ μανδύα τῆς ἀγάπης.

περιοδικό ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΥΧΟΣ 5ο

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Η Αγία Υπομονή,



site analysis


ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΥΠΟΜΟΝΗ Η μνήμη της Οσίας και Θεοφόρου μητρός ημών Υπομονής, τελείται τη 13η Μαρτίου και 29η Μαΐου.

Από τις εκδόσεις ‘Ορθόδοξος Κυψέλη', (Πνευματικά Ορθόδοξα Μηνύματα Σωτηρίου Οικοδομής).

Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες - κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (=βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν (π.χ. ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας και κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους = όσιος Συμεών ο Μυροβλύτης). Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βορειο - ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.
Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο το Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, περά προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα.
Κοντά σ' αυτά και πάνω απ' αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της. 
Υπολογίζεται νάταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (τέλη του 1390), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.
Η καινούργια ζωή της Ελένης - αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ' όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.
Η Ελένη - αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.
Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάννα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»
Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».
Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η' και ο Κωνσταντίνος ΙΑ', ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας. Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.
Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο
Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού, στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.
Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ', «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:
«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».
Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450, έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κων/ νον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:
       «Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».
       Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».
(Από το ημερολόγιο του 2006 της Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης).
Σύγχρονο θαύμα της Αγίας
       Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει την θαυμαστή εμφάνισί της και θεραπεία κάποιου ασθενή.
       «Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών που εργαζόταν σε ταξί. Το σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθή προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία. Καθ' οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε.
       Γιατί είσαι μελαγχολικός;
       Και εκείνος δεν εδίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλη να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθησε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστή. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι' έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχθηκε απ' το κάθισμά του και φώναξε : ‘Αυτή ήταν'.
       Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ' την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων γίνηκε γνωστό ότι η ημέρα που γίνηκε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».
(Από το βιβλίο εκδόσεως Ι. Μ. Οσίου Παταπίου Λουτρακίου).
Απολυτίκιον.Ήχος πλ. α'.
Τον συνάναρχον Λόγον.
Την κλεινήν βασιλίδα εγκωμιάσωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού, εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει βοώντες, θραύσον, λιταίς σου ημών δεσμούς ανόμους, άνασσα.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Υπομονής θεοστηρίκτου την ομώνυμον και βασιλίδων θεοσόφων την υπέρτιμον, την εκλάμψασαν ως άστρον εν Βυζαντίω και χορούς μοναζουσών καταπυρσεύσασαν, ταπεινώσεως βολαίς ανευφημήσωμεν, πόθω κράζοντες. Χαίροις, Μήτερ πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις εκμαγείον υπομονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών, τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον.

Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Η Αγία Ανθούσα



site analysis



Πατέρας της ήταν ο δυσσεβής αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος. Οι ευσεβείς μητέρα της, η Ειρήνη, την ανέθρεψε πραγματικά σύμφωνα με το ευαγγέλιο.

Όταν η μητέρα της ανέλαβε την αντιβασιλεία το 780 πρότεινε στην Ανθούσα να μοιραστούν την εξουσία, εκείνη όμως αρνήθηκε να αναλάβει οποιαδήποτε επίσημο αξίωμα.
Όσο ζούσε στα ανάκτορα, φορούσε τα πολυτελή αυλικά ενδύματα, αλλά κάτω από αυτά αφορούσε κατάσαρκα τρίχινο χιτώνα. Τηρούσε αυστηρή νηστεία, δεν έπινε παρά μονάχα νερό και ξεδιψούσε μάλλον μετά άφθονα δάκρυα που έρρεαν από τα μάτια της όταν προσευχόταν.

Τελικά, αποτάχθηκε τελείως τα εγκόσμια και εκάρη μοναχή από τον πατριάρχη άγιο Ταράσιο στο μοναστήρι της Ομονοίας στη Βασιλεύουσα το 784. Από τότε δεν ξαναβγήκε από το μοναστήρι και υπήρξε παράδειγμα ταπείνωσης για όλες τις αδελφές. Φρόντισε ιδιαίτερα για το στόλισμα του ιερού ναού του Καθολικού και υπηρετούσε ταπεινά στην τράπεζα θεωρώντας ότι είναι η τελευταία απ' όλες τις αδελφές.
Με αυτόν τον τρόπο αφού στεφανώθηκε με την βασίλισσα των αρετών την ταπείνωση, παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή της στον Κύριο σε ηλικία 52 χρονών το 811. Η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη της στις 12 Απριλίου.

ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, τ. 8ος Απρίλιος, εκδόσεις ΊΝΔΙΚΤΟΣ, ΑΘΗΝΑΙ 2007, σελ. 114-115.

Θαυμαστή εμφάνιση της Αγίας Ελένης



site analysis


Θαυμαστή εμφάνιση της Αγίας Ελένης
Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου
Αποτέλεσμα εικόνας για sfanta elena
Για ν’ αντιληφθούμε το μέγεθος και τη δύναμη της ακολουθίας των εγκαινίων ενός ναού θα σας διηγηθώ μια ιστορία που έγινε προ πενταετίας σε χωριό της μητροπόλεώς μας, το Σαράντι. Εκεί που η αγία Ελένη εμφανίστηκε σε μια γυναίκα που κατάγεται από το χωριό αυτό, που η εκκλησία του είναι αφιερωμένη στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη.
Η γυναίκα αυτή αντιμετώπιζε μια δύσκολη ασθένεια και μια μέρα της εμφανίζεται η αγία Ελένη και της λέει: «Θα σε κάνω καλά! Αλλά, έχω κι εγώ ένα πρόβλημα που χρειάζομαι τη δική σου βοήθεια»
. «Τι πρόβλημα έχεις εσύ, αγία μου Ελένη»; 
«Στο χωριό σου, ο ναός δεν εγκαινιάστηκε ποτέ. Θέλω να το πεις αυτό στον παπά, για να φροντίσει να γίνουν τα Εγκαίνια».
Όταν πλησίαζε η πανήγυρις των αγίων, 21 Μαΐου, πήγε, βρήκε τον ιερέα του χωριού, τον μακαριστό σήμερα πατέρα Στυλιανό, και του το είπε. Ο παπάς την αποπήρε, λέγοντάς της: «Πήγαινε, κόρη μου, στη δουλειά σου. Η Εκκλησία μας είναι 400 χρονών. Πώς γίνεται να μην έχει Εγκαίνια; Έχει τοιχογραφίες. Αν είδες έναν άγιο στο όνειρο σου, τώρα θα πιστεύουμε στα όνειρα»; Πράγματι, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί στα όνειρα.
Οπότε, η γυναίκα ταπεινωμένη, σιωπηλή, έκανε υπακοή κι έφυγε.
Πέρασε ένας χρόνος και όταν πλησίαζε πάλι η εορτή των αγίων, η αγία της εμφανίστηκε για δεύτερη φορά. Αυτή τη φορά όχι στον ύπνο της και θυμωμένη της λέει: «Όταν έρθει ο δεσπότης να το πεις σ’ αυτόν».
Έτσι, λοιπόν, στον εσπερινό των αγίων την ώρα της λιτανείας πρόσεξα πως η γυναίκα αυτή έκλαιγε, χωρίς σταματημό. Τη ρώτησα γιατί κλαίς και μου είπε να σου πω μετά. Είπαμε το «Δι’ ευχών» και μου διηγήθηκε την εμπειρία της.
Τότε, εισήλθα στο ιερό μαζί με τον παπά και σηκώσαμε τα ενδύματα της αγίας τράπεζας, για να δούμε αν υπάρχει ο «ομφαλός» -όπως εμείς έχουμε ομφαλό, έχει και η αγία τράπεζα, γιατί είναι ζωντανό σώμα- που μέσα τοποθετούμε λείψανα μαρτύρων κατά τη διάρκεια των εγκαινίων ενός ναού. Να δούμε αν υπάρχουν οι τέσσερεις οπές των ευαγγελιστών. Και βλέπουμε να μην υπάρχει τίποτα. Ήταν σκέτο μάρμαρο! Κοιτάξαμε και κάτω από την αγία τράπεζα αν υπάρχει το «φυτόν» όπως λέγεται. Διότι κάποιες παλαιές αγίες τράπεζες έχουν τοποθετημένα τα λείψανα των μαρτύρων σ’ αυτή την οπή, στο «φυτόν». Δεν υπήρχε τίποτα που να δεικνύει ότι ο ναός είχε εγκαινιαστεί κι έτσι ορίσαμε ημερομηνία για τα Εγκαίνια.
Την ημέρα των Εγκαινίων και συγκεκριμένα τη στιγμή που έγινε η πλύση, ο ραντισμός και η χρίση με μύρο της αγίας τράπεζας και όταν είπαμε «Πρόσχωμεν» κι εψάλει τρείς φορές το «Αλληλούια», ευωδίασε η εκκλησία όλη. Δείγμα ότι η αγία Ελένη ευαρεστήθηκε από την πράξη των Εγκαινίων.
Πόσο οι άγιοι μας είναι ζωντανοί μέσα στη ζωή μας! Πόσο φροντίζουν τις εκκλησίες τους και πόσο φροντίζουν όλα να γίνονται σύμφωνα με την τάξη που όρισαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Καταλαβαίνουμε έτσι και το νόημα της «οπισθάμβωνος ευχής», την οποία ο ιερέας πριν από την απόλυση λέει μεγαλόφωνα: «Ο ευλογών τους ευλογούντάς σε, Κύριε, και αγιάζων τους επί σοι πεποιθότας, σώσον τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου. Το πλήρωμα της Εκκλησίας σου φύλαξον. Αγίασον τους αγαπώντας την ευπρέπειαν του οίκου σου.Συ αυτούς αντιδόξασον τη θεϊκή σου δυνάμει και μη εγκαταλίπης ημάς τους ελπίζοντας επί σε».
Ας μην ξεχνούμε ότι εγκαινιάζουμε ναούς για να ανακαινίζουμε τους εαυτούς μας. Οι ναοί από μόνοι τους είναι πέτρες και πηλός. Από τη στιγμή όμως που αυτές οι πέτρες και αυτός ο πηλός, μετέχουν της ενέργειας τους Αγίου Πνεύματος και ενώνεται το κτιστό με το Άκτιστο, η δημιουργία με τον Δημιουργό, μπορούμε κι εμείς να μεταβληθούμε, να ανακαινισθούμε και να μεταμορφωθούμε. Κι αυτό γίνεται σιγά-σιγά. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος μας μεταμορφώνει διακριτικά και ανεπαίσθητα. Και μεταμορφωνόμαστε όταν μετέχουμε στα μυστήρια της Εκκλησίας μας, εξαιρέτως δε στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Αυτό να είναι η έγνοια της ζωής μας, για τη ζωή μας την αιώνιον˙ Αμήν!
* Απομαγνηματοφωνημένο απόσπασμα κήρυγμα σε Εγκαίνια Ναού