site analysis
Φάνυ Κουντουριανοὺ – Μανωλοπούλου
Ὁ ἥλιος ράπιζε μὲ τ’ ἀνελέητα δάχτυλά του ἐκεῖνο τὸν καυτὸ Ἰούλιο τοῦ 1914, πρὶν ἀπὸ τὸν Μεγάλο Πόλεμο, τοὺς θεριστὲς ποὺ εἶχαν βγεῖ στὰ σταροχώραφά τους νὰ δρέψουν τὸν πλούσιο χρυσαφένιο καρπὸ τῆς εὐλογημένης γῆς τοῦ Εὔξεινου Πόντου. Ὁ Ἰορδάνης καὶ ἡ Σοφία, νιόπαντροι κι ἐρωτευμένοι, εἶχαν ἀφήσει τὴ θαλερὴ τους κοίτη ἀχάραγα κι ἐπίασαν τὰ δρεπάνια στὸ μεστωμένο χωράφι τοὺς ἔξω ἀπὸ τὴν Ἄρδασσα, στὸ δρόμο γιὰ τὴν Τραπεζούντα, τὴν στιγμὴ ποὺ μὲ μιὰ ἔκρηξη χρωμάτων καὶ φωτοχυσίας ὁ ἥλιος ἀνέτελλε μεγαλειώδης πίσω ἀπὸ τὰ ἀγέρωχα βουνὰ τοῦ Πόντου. Ἀπὸ τὰ βαθύσκια δάση, τοὺς μαγευτικοὺς δρυμῶνες τῶν ἀσάλευτων στοὺς αἰῶνες Κολχικῶν βουνῶν κι ἀπὸ τὰ ρυάκια ποὺ κελάρυζαν τερπνά, σηκωνόταν δροσερό τό ἀεράκι καὶ τοὺς πρόσφερε ἀναψυχή. Εἶχαν μαζί τους καὶ τὸ βυζανιάρικο μωρό τους ποὺ ἀναπαυόταν στὴν κούνια του.
Ὅταν ὁ ἥλιος ὑψώθηκε μιὰ ὀργυιὰ στὸν οὐρανὸ καὶ κατάπιε τὴ δροσερὴ αὔρα, ἡ Σοφία ἀνασήκωσε τὴν κουρασμένη μέση της, σκούπισε μὲ τὴν ἀναστροφὴ τῆς παλάμης της τὸ ἱδρωμένο μέτωπο κι ἀναζήτησε τὴ λευκή, βαμβακερὴ μαντίλα της. Πρὶν κρύψει κάτω ἀπὸ τὸ χοντρὸ πανὶ τὶς βαριές, ξανθὲς, πλεξοῦδες της, τὸ καμάρι της, κοίταξε στοργικὰ μὲ τὰ ὁλόγλυκα μαῦρα μάτια τῆς τὸν Ἰορδάνη ποὺ κινοῦνταν ρυθμικὰ μὲς στὸ χωράφι, ἅρπαζε μὲ τ’ἀριστερὸ μιὰ μεγάλη χεριὰ στάχυα καὶ μὲ τὸ κοφτερὸ δρεπάνι στὸ δεξί, τὰ’κοβε.
Ἐκεῖνος, ἀπορροφημένος, δὲν εἶδε τὶς ἐρωτευμένες σαϊτιὲς τῶν ματιῶν της καὶ τὸν φώναξε: Ἰορδάν. Ἀνασηκώθηκε καὶ τῆς χαμογέλασε ἀσυναίσθητα. Ἡ γυναίκα του ἦταν τὸ πιὸ ὡραῖο θέαμα γιὰ τὰ μάτια του, τὸ μόνο θέμα γιὰ τὴ σκέψη του, τὸ μόνο ὄνομα στὰ χείλη του, ὅ,τι πιὸ πολύτιμο. Τὴ λάτρευε. Ἐκείνη ἁπλῶς τοῦ’δειξε μὲ τὰ μάτια τὴν κούνια. «Πορπατῶ, Τσόφα μ’ πορπατῶ». Σήκωσε τὴν τρόκνα στὰ στιβαρά του χέρια καὶ τὴ μετέφερε στὴν ἄκρη τοῦ χωραφιοῦ κάτω ἀπὸ μιὰ συστάδα πλατύφυλλων δένδρων ποὺ ἔριχναν δαντελωτὴ σκιὰ στὸ σκληρό, σβολιασμένο χῶμα. Ἡ Σοφία ἔδεσε γερά τό μαντίλι καλύπτοντας αὐτιὰ καὶ πρόσωπο μὴ μαράνει ὁ ἥλιος τὴν ἐξαιρετικὴ ὀμορφιά της κι ἔσκυψε στὸ θέρο τραγουδώντας.
Μιὰ ὥρα μετὰ πῆγε πρὸς τὰ δένδρα νὰ θηλάσει τὸ μωρό. Παραξενεύτηκε ποὺ τόση ὥρα δὲν τὸ ἄκουσε νὰ κλαίει καὶ νὰ τὴν καλεῖ. Στράφηκε πρὸς τὸν Ἰορδάνη. Συνέχιζε ἀκούραστα τὸν θερισμό. Πλησιάζοντας εἶδε τὰ γουρούνια της νὰ γρυλλίζουν ἱκανοποιημένα κοντὰ στὴν κούνια. Τὰ’χαν ξεχάσει ἀφύλαχτα. Σὰν κοφτὴ ξυραφιὰ ἡ μαύρη ἐπίγνωση. Ἄρχισε νὰ τρέχει ἀλλόφρων οὐρλιάζοντας κι ὅταν ἀντίκρυσε τὰ ματωμένα σπάργανα τοῦ παιδιοῦ της ξέσυρε φωνὴ μεγάλη, σπαραχτική, μαύρη λαλιὰ καὶ σωριάστηκε ἀναίσθητη στὸ ξερὸ κι ἀνώμαλο σὰν ἑκατοντάδες κοφτερὲς λόγχες χῶμα. Δραπέτευσε στὴ σκοτεινιὰ τοῦ τίποτε. Ὁ Ἰορδάνης οὔτε κατάλαβε πὼς ἔφτασε στὸν τόπο τῆς τραγωδίας. Οἱ δρασκελιές του σὰν τὸν Διγενῆ Ἀκρίτα, ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνό. Εἶδε μὲ φρίκη τὸ οἰκτρὸ θέαμα τοῦ ἀγαπημένου του γιοῦ καὶ ὕψωσε δυὸ θυμωμένες γροθιὲς στὸν οὐρανό. «Ἄχ, Θεὲ» ἔμπηξε γοερὴ κραυγὴ ποὺ καταξέσχισε τοὺς αἰθέρες. Ὕστερα ἡττημένος κατέβασε τὰ χέρια κι ἔπεσε πάνω ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη του νὰ τὴ συνεφέρει, νὰ τὴ στηρίξει.
Ὅλο αὐτὸ τὸν καιρὸ πρὶν καὶ μετὰ τὴν προσωπική τους συμφορὰ συμμετέχουν στὰ δεινοπαθήματα τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἔχουν ἀρχίσει ἤδη, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν Νεοτούρκων τὸ 1908, οἱ διωγμοὶ τῶν Ἑλλήνων καὶ κλιμακώνονται χρόνο μὲ τὸ χρόνο σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Γερμανοῦ στρατάρχη Liman von Sanders, ἐκπροσώπου τοῦ Κάιζερ στὴν Τουρκία καὶ ἀρχηγοῦ τοῦ Α΄ τουρκικοῦ Σώματος Στρατοῦ, γιὰ τὴ γερμανοποίηση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Ἕλληνες κατέχουν τὴν οἰκονομικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἰσχὺ τοῦ μεγάλου ἀσθενοῦς κι ἀποτελοῦν ἐμπόδιο. Πρέπει ν’ἀφανιστοῦν. Οἱ ἐκτοπισμοί, τὸ οἰκονομικὸ μποϋκοτὰζ, ἡ ψυχολογικὴ τρομοκρατία, οἱ λεηλασίες, οἱ ἀπειλές, οἱ ὕβρεις, οἱ προπηλακισμοί, οἱ διαρπαγές, οἱ φυλακίσεις, οἱ ἀπαγχονισμοί, οἱ σφαγές, οἱ δολοφονίες ὑπηρετοῦν τὸ στόχο τους τῆς ὁμαδικῆς ἐξόντωσης. Ἀλλὰ τὰ πιὸ σατανικὰ μέσα γιὰ τὴ γενοκτονία ἀποδεικνύονται τὰ Ἀμελὲ Ταμπουροῦ, τὰ «τάγματα θανάτου» γιὰ τοὺς μάχιμους ἄνδρες καὶ οἱ μετακινήσεις γυναικοπαίδων καὶ γερόντων ἀπὸ τὶς ἑστίες τους στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς μικρασιατικῆς ἐνδοχώρας. Ἡ πείνα, οἱ κακουχίες, οἱ ἐξαντλητικὲς πορεῖες, ὁ καύσωνας ἢ τὸ δριμὺ ψύχος, οἱ ξυλοδαρμοί, οἱ βιασμοὶ ἀποδεκατίζουν τοὺς δύσμοιρους Ἕλληνες.
Τὸ χαρτὶ τῆς ἐπιστράτευσης γιὰ τὰ ἀμελὲ ταμπουροῦ στὸν Ἰορδάνη ἦλθε πρὸς τὸ τέλος τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1914, λίγες μέρες μετὰ τὸ θάνατο τοῦ παιδιοῦ τους καὶ λίγες μέρες πρὶν τὴν ἔναρξη τοῦ Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Ἀποχαιρετίσθηκαν βαρυαλγεῖς, ὁ Ἰορδάνης τὴν ἕσφιξε στὴν ἀγκαλιά του μὲ βαθὺ πόνο, μὲ καρδιοσωμό, τὰ μάτια του δακρυσμένα, κι ἐκείνη, μὲ χλοϊσμένα τὰ μάτια της, τοῦ’σφιξε τὸ κεφάλι στὸ στῆθος καὶ τοῦ ἐπαναλάμβανε μὲ ραγισμένη φωνή: «Ἰορδάνη μ’, πολλὰ ὑπομονὴ νὰ ἒχ’ς. Ὁ Κύριος νὰ ἐλεά μας». Ὅταν ἐκεῖνος θυμήθηκε τὸ γυιό τους κι ἔκλαψε πικρά, πάλι τὸν παρηγόρησε καὶ τὸν ψευτομάλωσε: «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο».
Ὁ Ἰορδάνης ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑκατοντάδες χιλιάδες Ἕλληνες ποὺ χάθηκαν στὰ ἀμελὲ ταμπουροῦ. Τὴν ἴδια τύχη εἶχε καὶ ὁ πατέρας τῆς Σοφίας, ἐπιστρατευμένος κι αὐτὸς γιὰ καταναγκαστικὴ ἐργασία, στὰ βάθη τῆς περιφέρειας Τριπόλεως στὸ Κιουρτοῦν ὅπου τό 1915 ἔγινε ἡ ἐξόντωση τῶν Ἀρμενίων. Ἡ Σοφία, καθημαγμένη, ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὸ γιαλὸ τῆς Τραπεζούντας μετὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1916 ποὺ οἱ Ρῶσοι καταλαμβάνουν τὴν Ἀρμενία καὶ τὴν Τραπεζούντα. Σὰ ν’ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ τὴν κατάπιε.
……………………………………………………………………………………………………
1970, μοναστήρι τῆς Παναγίας κάπου στὴν Βόρειο Ἑλλάδα. Πλῆθος προσκυνητῶν συρρέουν νὰ γνωρίσουν τὴν ταπεινὴ ἀσκήτρια, τὴ βυθισμένη σὲ εὐγενή ἀφάνεια, τὴ φιλάνθρωπη, τὴ διορατικὴ ποὺ διαβάζει τὶς καρδιὲς σὰν ἀνοιχτὸ βιβλίο καὶ δίνει τὶς κατάλληλες γιὰ τὸν καθένα συμβουλὲς σωτηρίας, τὴ μοναχὴ ποὺ ἰχνηλατεῖ τὴν ἐδῶ ζωὴ μὲ μόχθους καὶ πόνους ὑπέρμετρους πλέκοντας γέφυρες μὲ τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων καὶ ἀξιώνεται μυστικὲς ἀποκαλύψεις ἄρρητης μακαριότητας. Ἀντικρίζουν μιὰ ἀποστεωμένη ἀπὸ τὶς ἀσκητικὲς νηστεῖες γερόντισσα, μὲ μάτια σπηλαιώδη ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία τῆς προσευχῆς, ὡστόσο μάτια ἀθώα καὶ ἱλαρά, μὲ βαθύτητα καὶ πραότητα. Πρόσωπο εἰρηνικό, λαμπερό, καταυγασμένο ἀπὸ ἐσωτερικὸ πνευματικὸ φῶς, μιὰ μορφὴ βυζαντινή, ἐξαϋλωμένη, σὰ νὰ βγῆκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα της ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ νὰ περπατᾶ μπροστά τους. Τοὺς ὑποβάλλει μὲ τὴν παρουσία της τὴ γαλήνια, τὴν προσηνή καὶ διαλλακτική. Τῆς φιλοῦν τὸ ἀπισχνασμένο καὶ ροζιασμένο ἀπὸ τὶς χιλιάδες στρωτὲς μετάνοιες χέρι καὶ τῆς ζητοῦν εὐχή: «Γερόντισσα Σοφία, εὐλόγησον». «Εἶμαι πολλὰ ἁμαρτωλὴ ἐγώ. Ὁ Κύριος νὰ ἐλεά σας», τοὺς χαμογελᾶ χαριτωμένα καὶ φωτίζεται ἀπὸ ἀγάπη τὸ ἁγιασμένο της πρόσωπο. Ἡ Σοφία ἡ Πόντισσα πέρασε ἀπὸ τὴν κόλαση τοῦ πόνου κι ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς ἐνοχῆς, δουλαγώγησε τὴν ἐσωτερική της δουλεία στὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ κατέληξε νὰ γίνει ὁ ἀληθινὰ ἐλεύθερος κι αὐθεντικὸς ἄνθρωπος, ἀχθοφόρος τῆς θεϊκῆς χάρης ποὺ τὴν μπόλιαζε σ’ὅσους προσέτρεχαν στὴν καρδιὰ της τὴ διεσταλμένη γιὰ νὰ τοὺς χωρᾶ ὅλους καὶ νὰ τοὺς καλύπτει μὲ τὸ μανδύα τῆς ἀγάπης.
Μιὰ ὥρα μετὰ πῆγε πρὸς τὰ δένδρα νὰ θηλάσει τὸ μωρό. Παραξενεύτηκε ποὺ τόση ὥρα δὲν τὸ ἄκουσε νὰ κλαίει καὶ νὰ τὴν καλεῖ. Στράφηκε πρὸς τὸν Ἰορδάνη. Συνέχιζε ἀκούραστα τὸν θερισμό. Πλησιάζοντας εἶδε τὰ γουρούνια της νὰ γρυλλίζουν ἱκανοποιημένα κοντὰ στὴν κούνια. Τὰ’χαν ξεχάσει ἀφύλαχτα. Σὰν κοφτὴ ξυραφιὰ ἡ μαύρη ἐπίγνωση. Ἄρχισε νὰ τρέχει ἀλλόφρων οὐρλιάζοντας κι ὅταν ἀντίκρυσε τὰ ματωμένα σπάργανα τοῦ παιδιοῦ της ξέσυρε φωνὴ μεγάλη, σπαραχτική, μαύρη λαλιὰ καὶ σωριάστηκε ἀναίσθητη στὸ ξερὸ κι ἀνώμαλο σὰν ἑκατοντάδες κοφτερὲς λόγχες χῶμα. Δραπέτευσε στὴ σκοτεινιὰ τοῦ τίποτε. Ὁ Ἰορδάνης οὔτε κατάλαβε πὼς ἔφτασε στὸν τόπο τῆς τραγωδίας. Οἱ δρασκελιές του σὰν τὸν Διγενῆ Ἀκρίτα, ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνό. Εἶδε μὲ φρίκη τὸ οἰκτρὸ θέαμα τοῦ ἀγαπημένου του γιοῦ καὶ ὕψωσε δυὸ θυμωμένες γροθιὲς στὸν οὐρανό. «Ἄχ, Θεὲ» ἔμπηξε γοερὴ κραυγὴ ποὺ καταξέσχισε τοὺς αἰθέρες. Ὕστερα ἡττημένος κατέβασε τὰ χέρια κι ἔπεσε πάνω ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη του νὰ τὴ συνεφέρει, νὰ τὴ στηρίξει.
Ὁ Ἰορδάνης ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑκατοντάδες χιλιάδες Ἕλληνες ποὺ χάθηκαν στὰ ἀμελὲ ταμπουροῦ. Τὴν ἴδια τύχη εἶχε καὶ ὁ πατέρας τῆς Σοφίας, ἐπιστρατευμένος κι αὐτὸς γιὰ καταναγκαστικὴ ἐργασία, στὰ βάθη τῆς περιφέρειας Τριπόλεως στὸ Κιουρτοῦν ὅπου τό 1915 ἔγινε ἡ ἐξόντωση τῶν Ἀρμενίων. Ἡ Σοφία, καθημαγμένη, ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὸ γιαλὸ τῆς Τραπεζούντας μετὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1916 ποὺ οἱ Ρῶσοι καταλαμβάνουν τὴν Ἀρμενία καὶ τὴν Τραπεζούντα. Σὰ ν’ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ τὴν κατάπιε.
1970, μοναστήρι τῆς Παναγίας κάπου στὴν Βόρειο Ἑλλάδα. Πλῆθος προσκυνητῶν συρρέουν νὰ γνωρίσουν τὴν ταπεινὴ ἀσκήτρια, τὴ βυθισμένη σὲ εὐγενή ἀφάνεια, τὴ φιλάνθρωπη, τὴ διορατικὴ ποὺ διαβάζει τὶς καρδιὲς σὰν ἀνοιχτὸ βιβλίο καὶ δίνει τὶς κατάλληλες γιὰ τὸν καθένα συμβουλὲς σωτηρίας, τὴ μοναχὴ ποὺ ἰχνηλατεῖ τὴν ἐδῶ ζωὴ μὲ μόχθους καὶ πόνους ὑπέρμετρους πλέκοντας γέφυρες μὲ τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων καὶ ἀξιώνεται μυστικὲς ἀποκαλύψεις ἄρρητης μακαριότητας. Ἀντικρίζουν μιὰ ἀποστεωμένη ἀπὸ τὶς ἀσκητικὲς νηστεῖες γερόντισσα, μὲ μάτια σπηλαιώδη ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία τῆς προσευχῆς, ὡστόσο μάτια ἀθώα καὶ ἱλαρά, μὲ βαθύτητα καὶ πραότητα. Πρόσωπο εἰρηνικό, λαμπερό, καταυγασμένο ἀπὸ ἐσωτερικὸ πνευματικὸ φῶς, μιὰ μορφὴ βυζαντινή, ἐξαϋλωμένη, σὰ νὰ βγῆκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα της ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ νὰ περπατᾶ μπροστά τους. Τοὺς ὑποβάλλει μὲ τὴν παρουσία της τὴ γαλήνια, τὴν προσηνή καὶ διαλλακτική. Τῆς φιλοῦν τὸ ἀπισχνασμένο καὶ ροζιασμένο ἀπὸ τὶς χιλιάδες στρωτὲς μετάνοιες χέρι καὶ τῆς ζητοῦν εὐχή: «Γερόντισσα Σοφία, εὐλόγησον». «Εἶμαι πολλὰ ἁμαρτωλὴ ἐγώ. Ὁ Κύριος νὰ ἐλεά σας», τοὺς χαμογελᾶ χαριτωμένα καὶ φωτίζεται ἀπὸ ἀγάπη τὸ ἁγιασμένο της πρόσωπο. Ἡ Σοφία ἡ Πόντισσα πέρασε ἀπὸ τὴν κόλαση τοῦ πόνου κι ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς ἐνοχῆς, δουλαγώγησε τὴν ἐσωτερική της δουλεία στὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ κατέληξε νὰ γίνει ὁ ἀληθινὰ ἐλεύθερος κι αὐθεντικὸς ἄνθρωπος, ἀχθοφόρος τῆς θεϊκῆς χάρης ποὺ τὴν μπόλιαζε σ’ὅσους προσέτρεχαν στὴν καρδιὰ της τὴ διεσταλμένη γιὰ νὰ τοὺς χωρᾶ ὅλους καὶ νὰ τοὺς καλύπτει μὲ τὸ μανδύα τῆς ἀγάπης.
περιοδικό ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΥΧΟΣ 5ο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου