Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα IΣΤΟΡΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα IΣΤΟΡΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Ἄννα Μελᾶ-Παπαδοπούλου, ἡ μάνα τοῦ στρατιώτη (1871 -12 Φεβρουαρίου 1938)



site analysis



.
Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Φιλόλογος – Θεολόγος
«Ποτέ δέν εἶναι ἀργά», ἐπαναλάμβανε συχνά. Ἡ φράση αὐτή ἔγινε τό σύμβολό της, ὁ κανόνας τῆς ζω­ῆς της. Τή φιλο­τέ­χνησε μάλιστα σέ ἡμερολόγια, πού ζω­γράφισε ἡ ἴδια καί τά ἀπέστειλε σέ φίλους της ὡς ἀναμνηστικό, λίγο πρίν ἀνα­χω­ρήσει γιά τή γει­τονιά τῶν ἀγγέλων. Κι ἀ­πό κάτω: «Ἄννα Μελᾶ-Παπα­δο­πούλου, ἡ Μάνα»…
Ἡ μάνα τίνος; Ἡ μάνα τοῦ στρατιώτη, τοῦ φτω­χοῦ, τοῦ ἀρρώστου, τοῦ ὀρφανοῦ, ἡ μάνα ὅλου τοῦ κόσμου. Τέτοια στάθηκε ἡ Ἄννα Μελᾶ-Παπα­δο­πού­λου, ἀδελφή τοῦ μακεδονομάχου Παύλου Μελᾶ, πρό­τυπο καί κορύφωση τῆς φι­λαλληλίας, πού ’φτασε ὥς τήν αὐταπάρνηση καί τήν αὐτοθυ­σία.
Τέταρτο ἀπό τά ἑφτά παιδιά τοῦ Μι­χαήλ Με­λᾶ καί τῆς Ἑλένης Βουτσινᾶ γεν­νήθηκε στή Μασσα­λία τό 1871. Ὁ φι­λό­τεχνος πατέρας της τήν ἐνθάρ­ρυνε νά ἀναπτύξει τό ταλέντο της στή ζωγραφική, ἐνῶ ἀπό τήν εὐσεβῆ μητέρα της ἔμα­θε νά ὑπηρετεῖ τόν πά­σχοντα συνάνθρωπο. Εἴ­κοσι ἐτῶν παντρεύ­εται τόν Ἀπόστολο Πα­πα­­δόπουλο καί ἐγκαθίσταται μαζί του στό τσιφλίκι τῆς οἰκογένειάς του, στίς Ρο­βιές Εὐβοίας.
Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐγκατάστασής της στήν Εὔ­βοια συγκλονίζεται ἀπό τίς δυ­σκο­λίες τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς ὑπαίθρου καί περνᾶ στή δράση. Πο­λύ συχνά, μάλιστα, διέθετε τά χρήματα τοῦ συ­ζύγου της, γιά νά τούς ἐνι­σχύσει οἰκονομικά. Στίς Ροβιές ἔφερε δάσκαλο, τόν ὁποῖο πλήρωνε ἐκεί­νη, νά δι­δάσκει τά παιδιά τοῦ χω­ριοῦ. Καί στή Λίμνη Εὐ­βοίας ἔχτισε σχολεῖο.
Ἄνθρωπος μέ ἔντονες εὐ­αισθησίες, ἀλλά καί τεράστιες ψυ­χικές καί σω­ματικές ἀντοχές -«ἀγορο­κόριτσο» τήν χα­ρακτή­ρι­ζαν- ἐρ­γάστηκε σκληρά, γιά νά συντρέ­ξει τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Κάποτε ἀπο­- ­κοι­μήθηκε, ἐνῶ ξενυχτοῦσε ἕνα ἄρρωστο παι­δά­κι. Ἀπό τότε ἡ ἀριστοκράτισσα Με­λᾶ, κόρη τοῦ δημάρχου Ἀθη­ναί­ων, δέν ξανακοιμήθηκε σέ στρῶμα, παρά σέ κου­βέρτα πού ἔριχνε ἐπάνω σέ σα­νί­δα. Κατά τή διάρ­κεια τοῦ χει­μώ­να ἡ οἰκογένεια μέ τά δυό παιδιά διέμενε στήν Ἀθήνα· ἐκεῖ ἡ Ἄννα δίδασκε κεν­τητική σέ ἄπο­ρα κορί­τσια.
Στίς 13 Ὀκτωβρίου 1904 ὁ ἀδελ­φός της Παῦλος Μελᾶς σκο­τώ­θηκε στή Μακε­δονία. Γιά λό­γους μυστικό­τητας τῆς ἀπο­στο­­λῆς του, οἱ σύντρο­φοί του ἔκο­ψαν τό κεφάλι καί τό ᾽θαψαν ξέ­χωρα ἀπό τό σῶ­μα. Δύο ἀπό τά ἀδέλφια του, ὁ Κων­σταν­τῖνος καί ὁ Λέων, πῆγαν νά βροῦν τούς χώρους ταφῆς. Ὁ Λέων ἀρ­ρω­σταίνει καί πεθαίνει τρεῖς μῆνες μετά τόν Παῦλο. Αὐ­τά τά τραγι­κά γεγονότα ἐπηρέασαν βαθιά τήν «Κυρά τῶν Ρο­βιῶν». Ἔκτοτε ἀφο­­σι­ώνεται ὁλο­κλη­­ρωτικά στό φιλαν­θρωπικό ἔργο.
Τό 1912, ὅταν ξέσπασε ὁ Α´ Βαλ­κα­νι­κός Πόλεμος, ἡ Ἄννα Πα­παδο­πούλου -παρά τίς ἔν­το­νες ἀντιδράσεις τῶν οἰ­κεί­ων της- κα­τα­τάσ­σεται στόν στρα­τό ὡς ἐ­θε­λόντρια νοσο­κόμα μαζί μέ πολ­λές ἄλ­λες γυναῖκες καί ἀκο­λουθεῖ τήν ἐκ­στρα­τεία στή Μακε­δονία. Τό 1913 ξεσπᾶ ἐπιδημία χολέρας· μετα­­φέρει τότε σκηνές, ἀρρώ­στους καί «ὕπο­πτους» ἀσθενεῖς σέ ἕνα δασάκι μακριά ἀπό τό στρατόπεδο.
Ἡ ἴδια δέν φεύγει οὔτε στιγμή ἀπό κοντά τους· γίνεται ὁ ἐπίγειος ἄγγελος παρηγο­ριᾶς τους. Κρεμᾶ σέ ἕνα δέντρο ἕναν μαυ­ρο­πίνακα, γιά νά ἀνα­κοι­νώνει τίς ἐλλεί­ψεις. Ὁ στρατιώτης, ὁ ὁ­ποῖ­ος δύο ἡμέρες ἀρ­γότερα πλησιάζει, ἔκπλη­­κτος διαβά­ζει πώς ζητᾶ ἕνα τσαπί καί ἕνα φτυάρι. Τά θέλει, γιά νά θάψει τούς πρώ­τους στρα­τιῶτες πού ὑπέκυψαν· μέχρι τότε ἔ­σκαβε τούς τάφους ἡ ἴδια μέ τά χέρια της!  Ἀπό τό 1912 ὥς τό 1922, δέκα ὁλό­κλη­ρα χρόνια, δέν στάθηκε στιγμή. Γύριζε ἀπό μέτωπο σέ μέτωπο, Μακεδονία, Ἤ­πειρο, Σερβία, Θράκη, Μικρασία, νά ἐν­θαρρύνει, νά περιθάλπει τούς πολεμιστές, νά τούς μοιράζει ροῦχα, φανέλες, κάλ­τσες, σκεπά­σματα, φαγώσιμα, βιβλία καί λόγια ἐνθαρ­ρυντικά καί παρήγορα.
Ποῦ τά ἔβρισκε; Τά λόγια στήν καρδιά της. Τά πράγματα τά συγκέντρωνε ἀπό παντοῦ. Εἶχε ξεσηκώσει τόν κόσμο. Ὅλοι τῆς ἔδιναν γιά τόν Στρατιώτη. Στίς πόλεις οἱ γυναῖκες, τά κορίτσια, δέν ἔκαναν ἄλ­λο, παρά νά ράβουν, νά ὑφαίνουν, νά πλέκουν μάλλινα γιά τόν Στρατιώτη καί νά τά δί­νουν στήν ἀεικίνητη αὐτή γυ­ναί­κα, γιά νά πάει νά τόν βρεῖ μέ τόσους κιν­δύνους ἐκεῖ πού πο­λεμοῦσε καί νά τόν ντύσει, νά τόν ζεστάνει, νά τόν ἐγκαρ­δι­ώσει.
Κι ἐκεῖνοι, οἱ ἑτοιμοθάνατοι, οἱ πλη­γω­μένοι στρατιῶτες, πού δέχονταν τή φρον­τίδα της, «μάνα» τήν ἀποκαλοῦσαν. Ἀκόμη καί οἱ Σέρβοι ἔτσι τήν ἔλεγαν στή δική τους γλῶσσα: «σλάτκα μάικα» (=γλυκειά μας μά­­να). Ἔτσι ὀνομάσθηκε «Μάνα τοῦ Στρα­τιώτη».Στή μνήμη της ὁ τίτλος αὐτός ἀπο­δό­θηκε καί σέ ἄλλες ἐξέ­χου­σες νοσοκόμες τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυ­ροῦ. Κι ὅταν τά παλληκάρια ἔφευ­γαν, ἐκείνη τά νεκρο­στόλιζε· κι ἄν στό μέ­τωπο δέν ὑπῆρχε ἱε­ρέας, ἡ «Μάνα» ἔλεγε τή νεκρώσιμη ἀκο­λουθία.
Ὅταν ὁ ἑλληνικός στρατός φεύγει γιά τή Μικρά Ἀσία, πηγαίνει ἀπό τίς πρῶτες. Ἐντελῶς, ὅμως, ξαφνικά ἀποπέμπεται ἀ­πό τό μέτωπο μέ τήν κατηγορία τῆς φι­λο­βε­νιζελικῆς προπαγάνδας, ἐπειδή πάνω της βρέθηκαν φωτογραφίες της μέ τόν Βενι­ζέ­λο.
Πικραμένη ἀλλά ἄκαμπτη δέν πα­ραι­τεῖται ἀπό τό ἔργο της. Μετά τήν κατα­στροφή τοῦ ᾽22 δραστηριοποιεῖται στήν ἀποκατάσταση τῶν ξεριζωμένων Μι­κρα­σιατῶν. Ἔργα της, ἐπίσης, εἶναι τό Σανα­τόριο τῆς Κορφοξυλιᾶς Ἀρκαδίας -ταξί­δεψε ἡ ἴδια στήν Ἀμερική καί Αἴγυπτο καί διενήργησε ἐράνους- τό Σανατόριο τοῦ Πεύκου Μα­τσούκα, μία πτέρυγα στό νοσο­κομεῖο «Σωτηρία» κ.ἄ. Γιά ὅλα αὐτά ἡ Ἀ­καδημία Ἀθηνῶν τῆς ἀπένειμε τό με­γάλο βραβεῖο τῆς Αὐτοθυσίας, ἐνῶ συνο­λικά τιμήθηκε μέ 28 παράσημα.
Ὡστόσο, πολεμώντας μέ τό χτικιό, λα­βώθηκε. Στίς 12 Φεβρουαρίου 1938, σέ ἡ­λι­κία 67 ἐτῶν, σταμάτησε νά χτυπᾶ ἡ φλο­γερή της καρδιά στήν Ἀθήνα. Τάφη­κε στίς Ροβιές. «Ἔπεσε κατά τήν ἐκτέλεση τοῦ κα­θήκοντός της» ἡ ἡρωίδα Ἄννα Με­λᾶ-Πα­παδοπούλου, ἡ ψυχωμένη Ἑλ­λη­νί­δα, πού ἀπό μικρή διάλεξε νά ἐφαρμόσει στή ζωή της τό ρητό-λόγο τῆς ἀρχαίας Ἀντι­γό­νης «θά ζῶ, γιά νά ἀγαπῶ» κι ἔ­κα­νε τή ζωή της ἀγάπη ἀληθινή, προσφορά θυσιαστική.
Πηγή: ΑΚΤΙΝΕΣ

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

«Θύελλα» (Μένη Παπαηλιού), η πρωταντάρτισσα της Ρούμελης



site analysis

(Άγνωστη μαρτυρία και φωτογραφίες)

Ανάμεσα στις χιλιάδες γυναίκες και άντρες που υπηρέτησαν υψηλά ιδανικά και πολέμησαν στην Εθνική Αντίσταση, κάποια πρόσωπα ξεχώρισαν και έγιναν σύμβολα του αγώνα του λαού μας και τα ονόματά τους αναγράφονται  στα κεφάλαια της Ιστορίας που διαβάζουν οι νεώτερες γενιές. Το γεγονός αυτό δεν το επεδίωξαν, βέβαια, οι ίδιοι (έζησαν και έδρασαν ηρωικά, όχι για να ξεχωρίσουν από τους συναγωνιστές τους αλλά εκτελώντας το χρέος τους απέναντι στο λαό και τη συνείδησή τους), ούτε μειώνει την προσφορά των χιλιάδων ηρώων της Αντίστασης που ο πολύς κόσμος δεν θα μάθει ποτέ τα ονόματά τους. Μια τέτοια περίπτωση ανάμεσα στις γυναίκες της Εθνικής μας Αντίστασης που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την κοινωνική προκοπή, αποτελεί η Μένη Παπαηλιού – Ψυχράμη που, με το αντάρτικο ψευδώνυμο «Θύελλα», η δράση της πέρασε στο λαϊκό θρύλο.
Η Θύελλα, πρωταντάρτισσα της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ήταν στο Τάγμα Θανάτου με λοχαγό τον Ντίνο Γιαννόπουλο και τον καπετάν Φώτη Παρνασιώτη, ενώ πολέμησε και στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη. Έλαβε μέρος στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, σε μάχες στην Ευρυτανία, τα Άγραφα και αλλού.  Δεν ήξερε τι πάει να πει φόβος και είχε αποχτήσει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έκαναν τους αντάρτες του ΕΛΑΣ να ξεχωρίζουν. Η κόρη της Κική Σιμιτοπούλου σημειώνει: Η Θύελλα «δεν δίσταζε να κουβαλά, να μεταφέρει τραυματίες σε ασφαλή μέρη αψηφώντας τους κινδύνους για τη ζωή της. Σε μια μάχη είχε μεταφέρει στους ώμους της, την ίδια μέρα, 24 τραυματίες. Πάντα με το χαμόγελο, καβάλα στο άλογό της ήταν σε διαρκή δράση, ένα πραγματικό παλικάρι που πάντα τολμούσε και έτσι της έδωσαν το όνομα “Θύελλα”. Τον Δεκέμβρη του 1944, όταν κατέβηκε η μεραρχία της στη Φυλή Αττικής για τη “μάχη της Ομόνοιας”, στη “Θύελλα” δόθηκε 24ωρη άδεια για νάρθει να δει τα τρία παιδιά της. Ήρθε, μας είδε, μας αποχαιρέτησε. Εκείνη έφυγε για πάντα μακριά μας. Μα ξέρουμε πολύ καλά πως δεν μας εγκατέλειψε. Μεγάλη η περηφάνια μας για σένα.» Η Θύελλα έδωσε τη ζωή της για την Αντίσταση.
Στα λίγα που γνωρίζουμε για τη Θύελλα έρχεται να προστεθεί η μαρτυρία του Κώστα Κουβαρά, αξιωματικού του στρατού των ΗΠΑ, απεσταλμένου της υπηρεσίας  πληροφοριών OSS στο βουνό (περισσότερα παρακάτω). Ο Κ. Κουβαράς θα γνωρίσει τη Θύελλα στα πλαίσια της αποστολής του και θα προσπαθήσει να συνδεθεί ερωτικά μαζί της, παραβλέποντας τους αυστηρούς κανόνες πειθαρχίας του λαϊκού στρατού. Η Θύελλα θα αρνηθεί με αποφασιστικότητα και θα τον βάλει στη θέση του. Σύμφωνα με τον Κ. Κουβαρά θα ακολουθήσουν αρκετές συναντήσεις στις οποίες η Θύελλα θα του διηγηθεί την ζωή της στο διάστημα μέχρι να καταταγεί στον ΕΛΑΣ.
Για την πειθαρχία και τις σχέσεις των δύο φύλων στον ΕΛΑΣ
«Η πειθαρχία ανάμεσα στους αντάρτες είναι θαυμάσια. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού στρατού η πειθαρχία είναι ζήτημα συνείδησης! Όταν οι αντάρτες μπαίνουν σ’ ένα χωριό δε ζητάνε τίποτε και δεν αρπάζουν τίποτε. Δεν αγγίζουν ούτε φρούτα από τα δέντρα. Πρόβλημα γυναίκας δεν υπάρχει επίσης σε τούτο το στρατό! Ο βιασμός και η κλεψιά τιμωρούνται με θάνατο, αλλά ελάχιστες είναι οι ευκαιρίες για τέτοια τιμωρία, γιατί οι αντάρτες καταλαβαίνουν πως οφείλουν να υπομένουν τα πάντα για χάρη του μεγάλου αγώνα. Υπάρχει μια αξιοθαύμαστη προθυμία για δράση από μέρους των νεαρότερων ανταρτών. Θα ’λεγε κανείς ότι υπάρχει μια άμιλλα μεταξύ τους.
Όλη αυτή η καλή συμπεριφορά είναι φυσικά το αποτέλεσμα της διαφωτιστικής δουλειάς από  τα πάνω, της τέλειας οργάνωσης που υπάρχει στην κάθε μονάδα, καθώς επίσης της εθελοντικής προσχώρησης στο αντάρτικο και των υψηλών ιδανικών που εμπνέουν στους μαχητές του. Ο καθένας που γίνεται αντάρτης ξέρει με ακρίβεια γιατί το έκανε και είναι πολύ σοβαρός στο χρέος που ανέλαβε. Οι τυχοδιώκτες και οι χαραμοφάηδες δε διαλέγουν συνήθως μια τόσο δύσκολη ζωή.»
 (Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Κουβαρά «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ»).
Μέσα από τη μαρτυρία του Κ. Κουβαρά, που παρουσιάζουμε σήμερα, εκτός από τα βιογραφικά στοιχεία της Θύελλας, καταδεικνύεται με τη μορφή του «πριν» και του «μετά» η ποιοτική διαφορά στη ζωή των γυναικών (στην προκείμενη περίπτωση) που ενστερνίστηκαν τα ιδανικά της εαμικής Αντίστασης και πήραν μέρος σ’ αυτή. Η ζωή τους απόχτησε το νόημα που δεν είχε και, στην πλειονότητά τους, αγνοούσαν την ύπαρξή του. Εντασσόμενες στην εαμική Αντίσταση και πολεμώντας για τη λευτεριά, αλλά και για μια άλλη Ελλάδα, οι γυναίκες κατάφερναν να χειραφετηθούν από τα δεσμά της παλιάς κοινωνίας που τις ήθελε διπλά καταπιεσμένες (από το σύστημα της οικονομικής εκμετάλλευσης και από τον άντρα) και στις ελεύθερες περιοχές καταχτούσαν για πρώτη φορά δικαιώματα και την ισοτιμία. Παράλληλα, μέσα από τη μαρτυρία του Κ. Κουβαρά, ξεπηδά η ηθική υπεροχή των ανταρτών και ανταρτισσών του ΕΛΑΣ, που υπεράσπιζαν ιδανικά και αξίες με αυταπάρνηση και αναπτυγμένο το  αίσθημα της προσφοράς και της θυσίας χωρίς να υπολογίζουν «κόστος», διαμορφώνοντας στη συνείδησή τους (χωρίς να το γνωρίζουν εκείνη την περίοδο) το μεγαλείο που θα εκφραστεί γιγαντωμένο στα χρόνια της ηρωικής εποποιίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στη σύγκρουση που θα ακολουθήσει με το αστικό πολιτικό σύστημα και τον σύμμαχό του αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Το κείμενο του Κώστα Κουβαρά για τη Θύελλα που παρουσιάζουμε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΝΤΙ τον Σεπτέμβρη του 1976 (από όπου η μεταγραφή) και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του. Γράφτηκε στις αρχές του 1945, δηλαδή λίγους μήνες μετά τη γνωριμία του με τη Θύελλα. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης είναι επίσης του Κώστα Κουβαρά και δημοσιεύτηκαν στο ίδιο τεύχος του ΑΝΤΙ. Όμως πριν προχωρήσουμε στη μαρτυρία ας δούμε πρώτα μερικά επιπλέον στοιχεία για τον συντάκτη της.

Ο Κώστας Κουβαράς στο βουνό (1944)
Ο Κώστας Κουβαράς (1911-1979) αμερικανός αξιωματικός ελληνικής καταγωγής. με το ψευδώνυμο «Οδυσσέας» ήταν επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής ΠΕΡΙΚΛΗΣ  που συνδέθηκε με την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, από τα τέλη του Απρίλη 1944 μέχρι την απελευθέρωση, ενώ παρέμεινε στην Ελλάδα για εννιά μήνες και μετά την απελευθέρωση. Ανήκε στο λεγόμενο Labour Desc, ένα παρακλάδι της μοναδικής εκείνη την εποχή αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών OSS (Office of Strategic Services), που ήταν επιφορτισμένο με τη σύνδεση και παρακολούθηση των ευρωπαϊκών κινημάτων αντίστασης με ευρύτερη λαϊκή βάση. Σε αυτή την υπηρεσία (το αρχηγείο ήταν εγκατεστημένο στο Κάιρο) έστελνε απευθείας τις εκθέσεις του ο Κ. Κουβαράς.
Ο Κ. Κουβαράς ήταν ανηψιός του στοχαστή, αγωνιστή δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Καρβούνη (1880-1947) στιχουργού μεταξύ άλλων και του  αντάρτικου ύμνου «Στ’ άρματα, στ’ άρματα» (Βροντάει ο Όλυμπος), τον οποίο συνάντησε στο βουνό.
Τον Οκτώβρη του 1944 μπαίνει με την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ στην απελευθερωμένη Αθήνα, συνδέεται με την ανώτερη αμερικανική αποστολή και γίνεται αυτόπτης μάρτυρας των Δεκεμβριανών και της τρομοκρατίας ενάντια στο εαμικό κίνημα, γεγονότα τα οποία αναφέρει λεπτομερώς στις εκθέσεις του προς  την υπηρεσία του.
Τι προκάλεσε τον εμφύλιο πόλεμο
«Την εποχή που βρισκόμουν στο Βουνό, πίστευα — και δε νομίζω πως είχα λαθέψει— ότι η πολιτική του ΕΑΜ ήταν να δεχτεί, μετά την Απελευθέρωση, την ετυμηγορία του λαού, και ότι η ηγεσία του ΕΑΜ είχε την πεποίθηση ότι ο ελληνικός λαός θα τη δικαίωνε. Το συμπέρασμά μου ήταν ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων αγαπούσε και υποστήριζε το ΕΑΜ κι ότι, επιπλέον, το ΕΑΜ είχε κάθε λόγο και δικαίωμα να προσδοκά ότι αυτό θα αναλάμβανε μεταπολεμικά τη διακυβέρνηση της χώρας. Στο κάτω-κάτω, ποιο δικαίωμα είχαν οι Βρετανοί να διευθύνουν τις υποθέσεις της Ελλάδας; Έβλεπα όμως, παράλληλα, την αντίδραση να δυναμώνει, τα παλιά κόμματα να κινούνται, τελικά, για την ανακατάληψη της εξουσίας.
Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ διέπραξαν το μεγάλο σφάλμα να πιστέψουν ότι με τη δύναμη που διέθεταν μέσα στο λαό, θα ήταν ακατανίκητα. Δε λογάριασαν πως είχαν να παλέψουν με λύκους κι αλεπούδες. Όταν τα πράγματα φτάσανε στο αδιέξοδο, οι Βρετανοί και η Δεξιά δε δίστασαν να προκαλέσουν τον εμφύλιο πόλεμο για να επιβάλουν τη θέλησή τους. Έχυσαν άφθονο το αίμα του ελληνικού λαού κι έτσι δίχασαν το έθνος. Το επόμενο βήμα ήταν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα προπαγάνδας για να κερδίσουν με το μέρος τους τους ταλαντευόμενους. Με τον τρόπο αυτό στήθηκε το Κράτος και το παρακράτος της Δεξιάς που κατόρθωσε να διευθύνει τις τύχες της Ελλάδας τα επόμενα τριάντα χρόνια. Η τρομοκρατία της Δεξιάς άρχισε αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά.»
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Κουβαρά «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ»).
Ανακαλείται στις ΗΠΑ τον Ιούνη του 1945 και αποστρατεύεται. Στη συνέχεια δραστηριοποιείται πολιτικά εκφράζοντας την αλληλεγγύη του στον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Τον Μάρτη του 1947 καταθέτει στην επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Αμερικανικής Γερουσίας για τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, αποκαλύπτοντας με ντοκουμέντα τη συνεργασία του Ναπ.  Ζέρβα (ΕΔΕΣ) με τους Γερμανούς. Διώκεται από το καθεστώς Μακάρθι («μαύρη λίστα») με επιπτώσεις στην επιστημονική-επαγγελματική του πορεία.
Ο Κώστας Κουβαράς βαθιά δημοκράτης αναλαμβάνει στις ΗΠΑ ενεργό αντιδικτατορική δράση ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών (1967), ενισχύοντας τις αντιστασιακές οργανώσεις στην Ελλάδα και εκφράζει έμπρακτα την αλληλεγγύη και στήριξή του υπέρ του δοκιμαζόμενου κυπριακού λαού.
Στην Ελλάδα έγινε γνωστός από δημοσιεύματά του στον τύπο και από το βιβλίο του «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ» (μετάφραση: Γιάννης Κρητικός, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1976) όπου, σε μορφή ημερολογίου, καταθέτει την μαρτυρία του για την Αντίσταση.
Η μαρτυρία του Κώστα Κουβαρά:
Θύελλα, η πρωταντάρτισσα της Ρούμελης
Αντάρτισσες είδαμε για πρώτη φορά στο Καρπενήσι, ένα μήνα μετά την είσοδό μας στην Ελλάδα. Ντυμένες σαν άντρες πολεμιστές, με σοβαρά πρόσωπα, αυτές οι κοπέλες μοιραζόντουσαν ίσα με  τους άντρες τη σκληρή αντάρτικη ζωή. Οι αντάρτες τις σεβόντουσαν από κάθε άποψη γιατί μερικές απ’ αυτές τις γυναίκες είχαν ήδη αποδείξει την αξία τους στη μάχη. Όταν φτάσαμε στο Καρπενήσι τον Μάη του 1944, οργανωνότανε μόλις μια γυναικεία μονάδα σαν μέρος της XIII Αντάρτικης Μεραρχίας. Οι περισσότερες κοπέλες ήταν καινούργιες στο αντάρτικο, αλλά ανάμεσά τους υπήρχανε μερικές που ανήκανε σε αντάρτικες μονάδες αρκετό διάστημα. Δεν χρειαζότανε να τις ξέρεις για να ξεχωρίσεις αυτές τις «βετεράνες». Το παρουσιαστικό κι η συμπεριφορά τους ήταν πολύ διαφορετική απ’ αυτή των νεοφερμένων. Είχαν αυτοπεποίθηση. Δρούσαν σαν ώριμοι μαχητές με όλη την έννοια της λέξης. Μια απ’ τις κοπέλες τράβηξε την προσοχή μου και σε λίγο ρώτησα τον αντάρτη συνοδό μας γι’ αυτήν.

1944. Η Θύελλα (Μένη Παπαηλιού) φωτογραφημένη από τον Κώστα Κουβαρά
Το όνομά της ήταν Θύελλα! Ψευδώνυμο φυσικά. Το πραγματικό της όνομα δεν ήταν γνωστό στο συνοδό μας. Έπειτα, έμαθα μέρος της ιστορίας της. Δυο χρόνια τώρα, είπε ο συνοδός μας, η Θύελλα έπαιρνε μέρος σ’ όλες τις αντάρτικες εκστρατείες μαζί με τους άντρες.
Στην αρχή ήταν η μόνη κοπέλα, μετά ήλθε και μια άλλη. Οι δυο αυτές κοπέλες συμπεριφερόντουσαν και πολεμούσαν σαν άντρες και οι υπόλοιποι αντάρτες τους φερόντουσαν σαν ίσοι. «Τις σεβόμαστε σαν αδελφές μας», είπε ο Παύλος. Ποτέ δεν γεννήθηκε κανένα ζήτημα στη μονάδα, παρόλο που οι κοπέλες ζούσαν και καμιά φορά ακόμα κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο με τους άντρες.
Γνωρίστηκα με τη Θύελλα λίγο καιρό μετά απ’ αυτό και οι δυο μας γίναμε καλοί φίλοι. Μια μέρα, αφού πήρα φωτογραφίες της μονάδας της, πήγαμε ένα περίπατο λίγο έξω από την πόλη. Εκεί, κάτω απ’ τη σκιά ενός μεγάλου πεύκου, και μπροστά σε μια συναρπαστική θέα από ψηλά βουνά, μικρές κοιλάδες και βαθιές χαράδρες, έγινα ρομαντικός, προσπάθησα να τη δω σα γυναίκα.
Η ηθική στους μαχητές της Αντίστασης ήταν αυστηρή και ήξερα ότι θα γινότανε σοβαρό θέμα, αν μαθευότανε η αδυναμία μου για το άλλο φύλο. Παρόλο που ανήκαμε σε ξένη αποστολή, και η θέση μας ήταν διαφορετική από των υπολοίπων ανταρτών, για τέτοιο παραστράτημα δεν θα ήταν εύκολο ν’ απαλλαγεί κανείς! Μόλις πριν λίγες μέρες, ένας απ’ τους ηγέτες του ΕΑΜ που μας εγκατέστησε στο όμορφο σπίτι μιας χήρας με μια κόρη, μας προειδοποίησε: «Υπάρχει μια όμορφη κοπέλα στο σπίτι αυτό, κοιτάχτε να μη γίνει κανένα θέμα. Είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί σε τέτοια ζητήματα εδώ!».
Η Θύελλα παρόλα αυτά ήταν μια ελκυστική κοπέλα και καθώς αφήσαμε την Αίγυπτο τέσσερις μήνες ήδη, δεν είχαμε δει γυναίκα ούτε από μακριά· έτσι, αυτή τη ρομαντική στιγμή, τα ξέχασα όλα και θέλησα να τη φιλήσω!
Η έκφραση που πήραν τα μάτια της ήταν κάτι απίστευτο και που θα θυμάμαι για πάντα. Έμεινε εμβρόντητη! Για μια στιγμή έμοιαζε σαν το μοναχικό ζαρκάδι που καταλαβαίνει τον κίνδυνο δίπλα  του. Όμως το «όχι» της ήταν εμφατικό κι αμέσως συγκεντρώθηκε κι είπε με σταθερό τόνο: «Δεν υπάρχει καιρός για έρωτες, συναγωνιστή. Έχουμε ένα μεγάλο καθήκον μπροστά μας και δεν πρέπει να πισωδρομήσουμε!».
Ένα χαμόγελο θαυμασμού, ανάμικτου με δυσπιστία, πρέπει να φάνηκε στα χείλη μου γιατί έσπευσε να προσθέσει: «Μη με παρεξηγείς, συναγωνιστή Οδυσσέα. Δεν είμαι απ’ αυτές τις ηθικές και κάνω έτσι. Πριν να πάω στο αντάρτικο του ΕΛΑΣ ζούσα με τον άντρα μου και τα δυο μου παιδιά κι είχα κι ερωμένο. Άλλαξα όμως από τότε!».
Είτε μου άρεσε είτε όχι, η φιλία μου με τη Θύελλα ήταν γραφτό να μείνει πλατωνική. Προσπάθησα να της εξηγήσω τη θεωρία για «λίγο δουλειά και λίγο παιχνίδι», αλλά κι αυτό δεν οδήγησε πουθενά.  Ήταν σοβαρή κι αποφασισμένη για το σκοπό που είχε βάλει και δεν μπορούσα να μη θαυμάσω το χαρακτήρα της. Εξ άλλου ήταν ένας πραγματικά ενδιαφέρων άνθρωπος και κάθε που βλεπόμαστε,  την κατάφερνα να μου λέει και λίγο από την ιστορία της ζωής της, ώσπου ήρθε καιρός και δεν υπήρχε τίποτε περισσότερο να μου πει.
Η Θύελλα ήταν από εργατική οικογένεια και είχε ζήσει την περισσότερη ζωή της στην Αθήνα. Εκεί πήγε και στο σχολείο μέχρι το Γυμνάσιο. Παντρεύτηκε μετά και σε μικρή ηλικία, μ’ έναν άντρα που δεν αγαπούσε, αλλά που κατάφερε να ζήσει μαζί του ήσυχα για πολλά χρόνια. Τα ενδιαφέροντά της εκείνη την εποχή ήταν σαν και των περισσότερων άλλων γυναικών: η διασκέδαση. Ο άντρας της προσπαθούσε να της δώσει ό,τι μπορούσε με το μικρό μισθό ενός κατώτερου αξιωματικού της Χωροφυλακής. Έπειτα ήρθε η Κατοχή κι η ζωή δυσκόλεψε πολύ περισσότερο.
Κατά τη διάρκεια της πείνας του 1941, η οικογένειά της υπόφερε ανείπωτες στερήσεις. Ευτυχώς όμως, ο άντρας της μετατέθηκε σε μια μικρή πόλη έξω από την Αθήνα σαν τοπικός αρχηγός της Χωροφυλακής, κι εκείνη τη στιγμή, το πρόβλημα διατροφής της οικογένειάς της μετριάστηκε. Σ’ αυτή την πόλη η ανήσυχη φύση της Θύελλας φάνηκε για πρώτη φορά. Στην απουσία άλλων ενδιαφερόντων για πιο συναρπαστική ζωή, απόχτησε ενδιαφέρον στον πατριωτισμό και το Κίνημα  της Αντίστασης.
Η μικρή πόλη ήταν πέρασμα που οδηγούσε από την Αθήνα προς τ’ αντάρτικα λημέρια, στα βουνά, και χρησιμοποιότανε συχνά από τους αγγελιαφόρους και για να περνούν τους νεοσύλλεκτους προς τα βουνά. Στην αρχή η Θύελλα έδινε τροφή σ’ αυτούς που περνούσαν· έπειτα έγινε αγγελιαφόρος — σύνδεσμος ανάμεσα στα χωριά της περιφέρειας. Εκείνο τον καιρό απόκτησε κι ερωμένο, έναν οργανωμένο στην Αντίσταση.
Η Θύελλα κατάφερνε να κρύβει το ερωτικό της μπλέξιμο από τον άντρα της, προφασιζόμενη πάντα την Αντίσταση. Όμως, ούτε αυτό άρεσε στον άντρα της. Οι αντάρτες μπορεί να είναι εντάξει, σκεφτότανε, αλλά τι θα πάθαινε ο ίδιος αν μαθευότανε ότι η γυναίκα του ήταν ανακατεμένη μαζί  τους; Εξάλλου, είχε οδηγίες από τους ανωτέρους του να καταδιώκει το παράνομο κίνημα. Μέχρι τότε η Θύελλα δούλευε για το δεξιό κίνημα του Ναπολέοντα Ζέρβα. Εκτός από τις συγκινήσεις, η υπόθεση είχε και λίγα χρήματα, που εισπράττανε από το κίνημα οι άνθρωποι που προσφέρανε τις υπηρεσίες τους σ’ αυτό, κι αυτό στην αρχή άρεσε στη Θύελλα. Έπειτα, μια ωραία ημέρα ήλθε σ’ επαφή με το αριστερό κίνημα. Μια γειτονοπούλα τής ζήτησε να βοηθήσει και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. «Σα γυναίκα του αρχηγού της αστυνομίας, είναι καθήκον σου να βοηθήσεις»,  της είπε. Για ένα διάστημα, έτσι, η Θύελλα βοηθούσε και τους δεξιούς και τους αριστερούς. Εκείνη  την εποχή δεν είχε αρχίσει ακόμα η ένοπλη σύγκρουση των δύο κινημάτων, και της Θύελλας της άρεσε η ιδέα πως ήταν ο μόνος φιλικός κρίκος ανάμεσα σε ιδεολογικούς αντίπαλους.
Η περίοδος της διπλής σύνδεσης δεν κράτησε πολύ. Σύντομα άρχισε να συμπαθεί περισσότερο τους αριστερούς. «Ήταν καλύτεροι άνθρωποι», μου είπε. «Οι άλλοι μιλούσαν για λεφτά όλη την ώρα, και μετά από λίγο, αυτό μου προξενούσε αηδία». Άρχισε να αισθάνεται ότι ήταν λάθος να πληρώνεται κανείς για πατριωτικές πράξεις κι η φτωχοντυμένη ιδεολογία του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ μιλούσε πιο έντονα στην καρδιά της. Όταν οι καβγάδες με τον άντρα της γίνανε συχνοί και ανυπόφοροι, τον άφησε κι ανέβηκε στα βουνά. Εκεί, στην αρχή έγινε νοσοκόμα και αργότερα συντάχτηκε με τους άντρες μαχητές και έτσι απόχτησε τη διάκριση της «Πρώτης Αντάρτισσας», της Ελλάδας.
Όταν πρωτοσυνάντησα εγώ τη Θύελλα, ήταν ήδη φανατική στις ιδέες της. Τα μαρξιστικά διδάγματα που είχε ακούσει κι αφομοιώσει, είχαν βάλει μια νέα θρησκεία στην καρδιά της που δεν υπήρχε ποτέ πριν. Είχε αποκτήσει μια άκρα ηθική και μια ξέφρενη επιθυμία να πολεμήσει γι’ αυτό που πίστευε σωστό.
Στα εικοσιπέντε της η Θύελλα, ήταν όμορφη, αλλά τα σκληρά χαρακτηριστικά της προδίνανε τη δύσκολη ζωή που περνούσε τα τελευταία χρόνια. Τα μαλλιά της, μάλλον κοντά, τα κρεμούσε κοτσίδες στο λαιμό της και τα έδενε όμορφα μ’ ένα κομμάτι σπάγγο. Ζώντας με τους άντρες για  τόσο καιρό, απόκτησε τη συνήθεια να θεωρεί τον εαυτό της σαν ένα απ’ αυτούς. Η μόνη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτήν και τους άντρες ήταν το καθαρό της πρόσωπο και τα τακτοποιημένα ρούχα της. Φορούσε πάντοτε στο κεφάλι της το συνηθισμένο στρατιωτικό δίκοχο, με τα διακριτικά του ΕΛΑΣ κεντημένα επάνω του. Ένα χακί αμπέχονο, παντελόνι μπλε και βαριές αρβύλες με καρφιά, αποτελούσαν το ντύσιμό της, που συμπληρώνονταν από το ιταλικό της ντουφέκι και τα φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος.
Η ιστορία του χοντρού μπλε παντελονιού, το οποίο η Θύελλα δεν αποχωριζότανε ποτέ, είναι ιδιαίτερα διασκεδαστική. Σε μια από τις συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και του Ζέρβα, η Θύελλα έπιασε έναν συνταγματάρχη! Στον υπεροπτικό στρατιωτικό δεν άρεσε καθόλου η ιδέα ότι αιχμαλωτίστηκε από μια γυναίκα κι έκφρασε τη οργή του γι’ αυτό. Αλλά η Θύελλα δεν αστειευότανε και θύμωσε ακόμα περισσότερο απ’ την αναίδεια του αιχμαλώτου της. Έτσι λοιπόν, όπλισε το ντουφέκι της, έτοιμο να πυροβολήσει, και διάταξε το συνταγματάρχη να βγάλει το παντελόνι του. Μια και δεν αστειευότανε, ο συνταγματάρχης αναγκάστηκε να συμμορφωθεί. Έπειτα, η Θύελλα έβγαλε τη φούστα της και τον διάταξε να τη φορέσει. Από τότε φορούσε πάντοτε το λάφυρό της κι αρνιότανε να το ανταλλάξει με οτιδήποτε άλλο. Όταν η γυναικεία μονάδα πρωτοοργανώθηκε, ο επικεφαλής αξιωματικός διάταξε τη Θύελλα να αλλάξει το μπλε παντελόνι της μ’ ένα χακί, για να είναι ομοιόμορφη με την υπόλοιπη μονάδα. Αυτή αρνήθηκε να υπακούσει και η υπόθεση οδηγήθηκε στο διοικητή της μεραρχίας, που αποφάσισε ότι η Θύελλα είχε με το σπαθί της κερδίσει  το δικαίωμα να είναι διαφορετική, στην περίπτωση του μπλε παντελονιού!
Το Νοέμβρη (1944) η Θύελλα ήρθε στην Αθήνα. Ήταν αυτό ένα είδος θριάμβου γι’ αυτήν. Στους δρόμους της πόλης, οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω της να τη θαυμάσουν και να τη ρωτήσουν πράγματα. Φορούσε ακριβώς τα ίδια που είχε και στο βουνό, με το μπλε παντελόνι, ντουφέκι, φυσεκλίκια και τα ρέστα. Δυο μέρες μετά την άφιξή της, ο στρατηγός Σκόμπυ έβγαλε διαταγή κι απαγόρευε στους αντάρτες να φέρουν όπλα μέσα στην πόλη. Η Θύελλα έγινε έξω φρενών! «Φοβούνται που μας βλέπουν οπλισμένους!» μου είπε. Αλλά συμμορφώθηκε με τη διαταγή γιατί το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ είχε βγάλει, κάτω από βρετανική πίεση, μια παρόμοια διαταγή κι αυτό ήταν αρκετό για να καλμάρει το θυμό της Θύελλας.
Τα Δεκεμβριανά ξέσπασαν, και δεν ξανάδα τη Θύελλα ποτέ. Σήμερα μια γυναίκα, μέλος του Κινήματος Αντίστασης, μου είπε πως η Θύελλα σκοτώθηκε πολεμώντας τους Άγγλους στους δρόμους της Αθήνας.
Έκλαψα το χαμό αυτής της γενναίας κοπέλας, όχι τόσο γιατί ήρθε στην άνοιξη της ζωής της, όσο γιατί ήρθε από τη σφαίρα ενός πρώην συμμάχου κι όχι του εχθρού που μισούσε τόσο πολύ.
Το να πεθάνει πολεμώντας, ήταν ένα ταιριαστό τέλος γι’ αυτή τη μοντέρνα Αμαζόνα!
6 του Μάρτη 1945

Δεκαεπτά σφαίρες για ένα άγγελο»...

site analysis 


- 5 Σεπτέμβρη 1944, εκτελείται η δεκαεπτάχρονη ΕΠΟΝίτισσα Ηρώ Κωνσταντοπούλου μετά από βασανιστήρια 4 ημερών από τους Γερμανούς των SS και Έλληνες ταγματασφαλίτες, ντυμένους μάλιστα με Γερμανικές στολές...
Επικεφαλής ο Βάρβαλης, των Ταγμάτων Ασφαλείας, που όταν τον αντίκρυσε η Ηρώ του απευθύνθηκε με λόγια του Ρήγα Φερραίου, ενώ έπαιρνε μέρος και ο διαβόητος εθνικοσοσιαλιστής Αγήνορας.
Ο Αγήνορας σχετιζόταν με την οργάνωση Μπούντ (Σύνδεσμος), η οποία μεταξύ άλλων το 1943 οργάνωσε έναν λόχο από Έλληνες εθνικοσοσιαλιστές εθελοντές και αφού εκπαιδεύτηκαν από τους Γερμανούς στα Βίλια στάλθηκαν τον Δεκέμβριο στο...
ανατολικό μέτωπο όπου και εντάχθηκαν στην μεραρχία Μπράντεμπουργκ).
Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου όχι μόνο δεν λύγισε από τα βασανιστήρια αλλά με την κοφτερή της γλώσσα χτυπούσε Γερμανούς και συνεργάτες, με τα άψογα Γερμανικά που γνώριζε.
¨Ηταν τόσο ατρόμητη (εδώ πραγματικά ταιριάζει η λέξη), που ενώ βρισκόταν κρατούμενη στο Χαιδάρι, κατόρθωσε να αποκόψει τα ηλεκτρικά σύρματα και να βυθίσει στο σκοτάδι το στρατόπεδο των SS!
Τελικά την εκτέλεσαν μαζί με άλλους 49 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με 17 σφαίρες.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν ρώτησαν ένα Γερμανό στρατηγό «γιατί τη σκοτώσατε; Ηταν μόλις 17 χρονών…» εκείνος απάντησε:
«Γιατί τέτοιοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι για εμάς».
Εκείνη την μέρα εκτελέστηκε και η 16χρονη Αθηνά Χατζηεσθήρ. Είχαν προηγηθεί στις 17 Αυγούστου οι εκτελέσεις των 17χρονων κοριτσιών Διαμαντώς Κουμπάκη και Αθηνάς Μαύρου, οργανωμένες στην ΕΠΟΝ και οι δύο.
Στις 25 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, Γερμανικό πολυβόλο είχε γαζώσει την 16χρονη ΕΠΟΝίτισσα Ελένη Παπαγεωργίου.
Ακολουθεί ένα κείμενο της ιστορικού και δημοσιογράφου Κατερίνας Μπαλκούρα για την ζωή και την θυσία της Κωνσταντοπούλου.
17 σφαίρες για μια ΕΠΟΝίτισσα
Της Κατερίνας Μπαλκούρα
Η Ηρώ, μαζί με άλλους 49, μεταφέρεται στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Εκεί τη γάζωσε το εκτελεστικό απόσπασμα με τόσες σφαίρες όσα ήταν και τα χρόνια της, για παραδειγματισμό.
«Χάνει τα δίκαια του πολίτου εκείνος οπού έγινεν εντόπιος εις ξένον βασίλειον και δε βοηθεί την πατρίδα του κι απ’ εκεί, με όποιον τρόπον ημπορεί, αλλ’ αδιαφορεί εις τας προσταγάς της. Ομοίως κι εκείνος όπου δέχεται οφίκιον ή δούλευσιν ή χαρίσματα από χέρι τυράννου. Ο τοιούτος δε λέγεται πλέον πολίτης, αλλά προδότης…»
Το μικρό αυτό κορίτσι, που έδωσε στους διώκτες της μαθήματα ελευθερίας, θάρρους, αξιοπρέπειας και αυταπάρνησης, ήταν μόλις 17 χρονών όταν την έστησαν στον τοίχο. Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου 1927 στην Αθήνα από Σπαρτιάτες γονείς. Μαθήτρια ήταν ακόμα του οκτατάξιου Γυμνασίου του Αρσακείου στο Ψυχικό όταν εντάχθηκε, το 1943, στην ΕΠΟΝ.
Ενα κορίτσι από ευκατάστατη οικογένεια, που μιλούσε τέσσερις γλώσσες.
Τα νιάτα, το πάθος, η ορμή την έκαναν να δοθεί ολόψυχα στον αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας. Η μικρή Ηρώ, που κάτω από την μπλε ποδιά της έκρυβε από προκηρύξεις μέχρι όπλα, ήταν ένα απ’ τα πιο μαχητικά μέλη της ΕΠΟΝ. Πρώτη στον αγώνα, πρώτη στα μαθήματα, πρώτη σ’ όλες τις εκδηλώσεις εναντίον των κατακτητών. Αφισοκολλήσεις, συνθήματα στους τοίχους, μεταφορά προκηρύξεων και παράνομου υλικού. Προκαλούσε τους Γερμανούς ακόμα και μπροστά στα μάτια τους. Ενα περίεργο παιχνίδι με τον θάνατο ήταν η ζωή της. Δεν γνώριζε τη λέξη κίνδυνος ή μπορεί το πάθος της σ’ αυτό που τόσο δυνατά πίστευε να την εμπόδιζε να δει τον οποιοδήποτε κίνδυνο.
Δεν λύγισε στα βασανιστήρια
Αρχές Ιουλίου 1944 μια ομάδα των Ταγμάτων Ασφαλείας εισέβαλε στο σπίτι της στο Κουκάκι. Αφού τη χτύπησαν, τη μετέφεραν στα κρατητήρια. Δεν λύγισε, δεν φοβήθηκε, δεν πρόδωσε. Αντίθετα, έβριζε τους φονιάδες και τους δωσίλογους. Ο πατέρας της κατάφερε με ένα αρκετά καλό χρηματικό ποσό για τα δεδομένα της εποχής να πετύχει την προσωρινή απελευθέρωσή της. Οι πληγές στο πρόσωπο και στο κορμί δεν τσάκισαν το ηθικό της. Αντίθετα, συνέχισε πιο έντονα τον αγώνα. Συμμετείχε μάλιστα λόγω των άριστων γερμανικών της σε μια από τις πιο δύσκολες επιχειρήσεις.
Στην ανατίναξη ενός γερμανικού τρένου γεμάτου πυρομαχικά και πολεμοφόδια.
Αυτή η πράξη δεν θα μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Η μικρή αποδείχτηκε ένας πολύ επικίνδυνος μπελάς για τους Γερμανούς. Μια ωρολογιακή βόμβα που μπορούσε να σκάσει ανά πάσα στιγμή εκεί που δεν θα το περίμεναν. Ετσι Γερμανοί των Ες Ες τη συνέλαβαν ξανά στις 31 Ιουλίου 1944. Την οδήγησαν στην Κομαντατούρ, στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν, όπου τη βασάνιζαν επί 4 μέρες για να μαρτυρήσει τους συνεργάτες της. Είχε μόλις τελειώσει με τις απολυτήριες εξετάσεις της…
Η Ηρώ δεν είπε κουβέντα. Συνέχιζε να «μαστιγώνει» τους βασανιστές της στη γλώσσα τους για να την καταλαβαίνουν καλύτερα. Στους γερμανοντυμένους «Ελληνες» θύμιζε τα λόγια του Ρήγα Φεραίου: «Χάνει τα δίκαια του πολίτου εκείνος οπού έγινεν εντόπιος εις ξένον βασίλειον και δε βοηθεί την πατρίδα του κι απ’ εκεί, με όποιον τρόπον ημπορεί, αλλ’ αδιαφορεί εις τας προσταγάς της. Ομοίως κι εκείνος όπου δέχεται οφίκιον ή δούλευσιν ή χαρίσματα από χέρι τυράννου. Ο τοιούτος δε λέγεται πλέον πολίτης, αλλά προδότης…».
Οι προσπάθειες των δικών της, αυτή τη φορά, να τη σώσουν απέβησαν άκαρπες. Οδηγήθηκε στο Χαϊδάρι, με τα σκυθρωπά κτίρια, τους ψηλούς τοίχους και τα πυκνά συρματοπλέγματα. Ακόμα κι εκεί στην απομόνωση του στρατοπέδου, στο περιβόητο Μπλοκ 15 συνέχιζε τον αγώνα της. Κάποιες γυναίκες θα τις επέλεγαν για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας. Κάποιες κρατούμενες το είδαν σαν λύση στο μαρτύριο που περνούσαν. Η Ηρώ τότε φώναξε: «Ντροπή σας. Δεν είστε Ελληνίδες!… Μα δεν ντρέπεστε; Καμιά δεν πρέπει να πάει στη Γερμανία!… Μα τι φοβάστε… Μη σας τουφεκίσουνε; Καλύτερα να μας τουφεκίσουν παρά να υποστούμε εξευτελισμούς»!
Εκεί μέσα η Ηρώ βρήκε μια δεύτερη μάνα. Ηταν η Λέλα Καραγιάννη, η μεγάλη ηρωίδα που έχασε κι εκείνη τη ζωή της τρεις μέρες μετά. Στην αγκαλιά της η μικρή Ηρώ κοιμόταν κάθε βράδυ κι εκείνη στα μάτια της έβλεπε τα δικά της παιδιά που ήξερε ότι δεν θα τα ξανάβλεπε.
Η συνάντηση με τη Λέλα Καραγιάννη
Από τις 3 Σεπτεμβρίου με κοινή απόφαση του πολιτικού επιτρόπου Νοϊμπάχερ και του στρατιωτικού διοικητή Φέλμι διατάχθηκε η τμηματική αποφυλάκιση ορισμένων κρατουμένων από το Χαϊδάρι. Ωστόσο, η Λέλα Καραγιάννη, μια γυναίκα με απίστευτο ένστικτο, βλέποντας τις κινήσεις μέσα στο στρατόπεδο κατάλαβε ότι κάτι άλλο συνέβαινε. Πλησίασε τότε έναν Ουγγρογερμανό φύλακα, τον Βαλεντίνο, και τον ρώτησε. Εκείνος με σπασμένα ελληνικά της είπε: «Ηρώ αύριο πρωί πρωί…» και με το χέρι του έκανε την ανατριχιαστική κίνηση του δείκτη που τραβάει τη σκανδάλη. Η Ηρώ της. Το κοριτσάκι που κοιμόταν κάθε βράδυ στην αγκαλιά της. Το μυστικό διέρρευσε. Ολες ήταν δακρυσμένες. Μπήκε τότε ο φρουρός φωνάζοντας «Ηρώ Κωνσταντοπούλου». «Εγώ είμαι» είπε περήφανα. «Ερχομαι». Η Λέλα την πλησίασε και της είπε: «Μπράβο, Ηρώ μου. Ετσι πεθαίνουν οι Ελληνίδες» κι έσκυψε και τη φίλησε για τελευταία φορά. Ξημέρωνε 5 Σεπτεμβρίου 1944.
Η Ηρώ μαζί με άλλους 49 μεταφέρεται στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Εκεί οι χιτλερικοί έστησαν στον τοίχο μια έφηβη που δεν είχε καν δικαστεί. Στα μάτια της έβλεπαν όλους όσους δεν κατάφεραν να στήσουν στον τοίχο. Τη γάζωσαν με 17 σφαίρες, όσα ήταν και τα χρόνια της -για παραδειγματισμό όπως είπαν. Η ίδια λίγο πριν οι εκτελεστές της ανοίξουν πυρ σκίζει το φόρεμά της και φωνάζει: «Χτυπάτε! Κτήνη». Οταν ρώτησαν ένα Γερμανό στρατηγό «γιατί τη σκοτώσατε; Ηταν μόλις 17 χρονών…» εκείνος απάντησε: «Γιατί τέτοιοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι για εμάς». Η Ηρώ έπεσε για τη λευτεριά του λαού, λίγες μέρες πριν απελευθερωθεί η Ελλάδα.
Το σώμα της ηρωικής Ελληνίδας, Ηρώς Κωνσταντοπούλου, έγινε λευτεριάς λίπασμα: «Εσύ δε θα μου πεις ευχαριστώ / όπως δε λες ευχαριστώ στους χτύπους της καρδιάς σου / που σμιλεύουν το πρόσωπο της ζωής σου /. Ομως εγώ θα σου λέω ευχαριστώ / γιατί γνωρίζω γιατί σου λέω ευχαριστώ / γιατί γνωρίζω τι σου οφείλω /… Αυτό το ευχαριστώ είναι το τραγούδι μου». (Γιάννης Ρίτσος).
«Υπομονή κι υπομονή, καρτέρι και καρτέρι, και τούτος ο Σεπτέμβρης τη Λευτεριά θα φέρει». Ηταν οι τελευταίοι στίχοι που έγραψε λίγο πριν την πάρουν για εκτέλεση. Η απελευθέρωση ήρθε όντως λίγες μέρες μετά. Οσο για τη λευτεριά… αυτή θα αργούσε ακόμα πολύ.

lefteria-news

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΤΟΥ ΗΡΩΑ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ



site analysis


Σε μια συντροφιά από μητέρες, που ενδιαφέρονται για το φυσικό τρόπο ανατροφής των παιδιών τους, αναφέρθηκε ο λόγος του ήρωα Μακρυγιάννη, ότι ο ίδιος θήλασε για τέσσερα χρόνια. Ο λόγος αυτός προκαλεί εντύπωση τη σημερινή εποχή όπου ο θηλασμός, αλλά και γενικά η φυσικός τοκετός  και ο φυσικός τρόπος ανατροφής των παιδιών έχουν παραμεληθεί, λόγω του σύγχρονου, αφύσικου τρόπου ζωής. 

Αναζήτησα λοιπόν, μέσα στα απομνημονεύματα του ήρωα τη συγκεκριμένη πληροφορία και, με αρκετό κόπο, την εντόπισα. 

***Η περιπετειώδης γέννηση  του ήρωα 

Είναι συγκλονιστική, μέσα στην απλότητα που είναι δοσμένη, η περιγραφή της γέννησης του Μακρυγιάννη. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε μια ετοιμόγεννη, μια έγκυο στις μέρες της, να ξεκινάει να μαζέψει ξύλα από το βουνό, γιατί ήταν απαραίτητα για το σπίτι.

Φορτωμένη με τα ξύλα, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. «Μόνη της η καημένη και αποσταμένη» γέννησε, ξελεχώνεψε, φορτώθηκε λίγα ξύλα, τύλιξε με χόρτα το νεογέννητο, το φορτώθηκε και αυτό και επέστρεψε στο χωριό. Τι δύναμη, τι ψυχή έκρυβε μέσα της αυτή η γυναίκα! Και αν δεχτούμε την άποψη της σύγχρονης επιστήμης ότι  ο τοκετός σηματοδοτεί ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου, κατανοούμε πως αυτό το παιδί πήρε όλη την παλληκαριά της μάνας του…
(Πόσο πιο φυσικά ξεκινούσε τότε η ζωή και πόσο έχουν περιπλακεί σήμερα τα πράγματα σχετικά με τη γέννηση των παιδιών…)


***Μητρικός θηλασμός 

Ήταν  μικρός ο ήρωας όταν ορφάνεψε, αφού οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα του.  Η μάνα του, μαζί με άλλους συγγενείς που γλύτωσαν από την κακία των Τούρκων, αποφάσισαν να φύγουν από το χωριό και να πάνε στη Λεβαδειά, για να γλυτώσουν. Δεκαοχτώ μερόνυχτα κρυβόταν μέσα στα δάση, τρώγοντας αγριοβελάνιδα και «εγώ εβύζαινα και έτρωγα από αυτό το γάλα». Έτσι επιβίωσε, μικρό παιδί , μέσα στα δάση. Με το γάλα της μάνας του, που παρ’ όλη την ταλαιπωρία και τις στερήσεις, ήταν αρκετό για να τον κρατήσει στη ζωή. 
(Εμείς τώρα, οι σημερινές μάνες, δικαιολογούμαστε να λέμε ότι δεν έχουμε γάλα και γι αυτό δεν θηλάζουμε τα παιδιά μας;) 

Το στήθος της μάνας του τον έσωσε πάλι όταν έπρεπε να περάσουν το γεφύρι του χωριού, που το φύλαγαν οι Τούρκοι. Είχαν αποφασίσει να αφήσουν το μωρό στο δάσος, μήπως κλάψει και τους προδώσει. Η μάνα όμως δεν άντεξε να αφήσει το σπλάχνο της.

Διακινδυνεύοντας τη ζωή της, τους είπε να περάσουν πρώτα εκείνοι, και μετά να περάσει και εκείνη. Τύφλωσε ο Θεός τους Τούρκους και πέρασαν οι άνθρωποι. Έπειτα έβαλε  το μωρό στο στήθος να θηλάζει, μην τυχόν και κλάψει και ακουστεί καθώς περνούν, και πέρασαν και εκείνοι το γεφύρι και γλύτωσαν… «Η μητέρα μου και ο Θεός μας έσωσε» , καταλήγει ο ήρωας. Τι γενναία, τι ριψοκίνδυνη μάνα! Πώς να μην έδινε τέτοιο μεγάλο άνθρωπο στο Γένος… 

Αυτή η μάνα συνέχισε να θηλάζει το στερνοπούλι της για τέσσερα χρόνια. Το χρονικό αυτό διάστημα φαίνεται πολύ μεγάλο για εμάς σήμερα. Ωστόσο, δεν έρχεται καθόλου σε αντίθεση με την άποψη της σύγχρονης επιστήμης. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, συνιστάται ο μητρικός θηλασμός για τουλάχιστον δύο χρόνια. Επιπλέον, δεν υπάρχει ανώτερο όριο ηλικίας για το παιδί που θηλάζει, ούτε συνδέεται ο θηλασμός με οποιεσδήποτε ψυχικές βλάβες. 

Ας ακούσουμε το Γ. Παΐσιο να μιλάει για το θέμα του μητρικού θηλασμού «Να θηλάσει το παιδί», επέμενε σε ένα νέο πατέρα. «Το γάλα της μάνας είναι το καλύτερο. Είναι και φάρμακο και δεν αρρωσταίνει το παιδί. Στο χωριό μου τα θήλαζαν τα παιδιά μέχρι πέντε- έξι χρονών. Βλέπεις, τα παιδιά δεν θηλάζουν μόνο γάλα, αλλά θηλάζουν και αγάπη και στοργή και τρυφερότητα και ασφάλεια. Έτσι όταν μεγάλωναν τα παιδιά έπιαναν τους Τσέτες με το ένα χέρι! Ο θηλασμός είναι πολλά πράγματα, δεν είναι μόνο το γάλα. 

Η μητέρα να θηλάσει το παιδί της όσο περισσότερο μπορεί. Τρία- τέσσερα χρόνια.» (από το βιβλίο Ο Π. Παΐσιος μου είπε… του Αθ. Ρακοβαλή) 

Δυστυχώς, υπάρχει πολύ μεγάλη παραπληροφόρηση και αδιαφορία για αυτό το ευαίσθητο θέμα. Όμως, επειδή πλέον οι σύγχρονοι γονείς έχουμε εύκολη πρόσβαση στη γνώση, είναι μεγάλη και η ευθύνη μας. Και δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο μητρικός θηλασμός είναι αναφαίρετο δικαίωμα για το παιδί, που, μετά το μεγάλο δώρο της γέννησης,  οφείλουμε να του προσφέρουμε. 

***Η καλή συνήθεια της προσευχής αποκτάται παιδιόθεν- Η δύναμη της προσευχής του παιδιού 

Στο «Σχέδιο αυτοβιογραφίας» αφού περιγράψει ο ήρωας την περιπετειώδη γέννησή του στο βουνό, μας δίνει μια συγκινητική πληροφορία για την κατά Θεόν παιδεία που έλαβε από τους απλοϊκούς, αλλά βαθειά πιστούς και ευλαβείς γονιούς του. 

Από πολύ μικρός, διδάχτηκε την καλή συνήθεια της προσευχής. Οι ευλαβείς γονείς του (κυρίως η μητέρα του, αφού πολύ μικρός ορφάνεψε από πατέρα) , για να τον παροτρύνουν να κάνει μετάνοιες, επινόησαν ένα  τέχνασμα-τα περδικόπουλα! « Κάνε μετάνοιες και ο Θεός θα σου στείλει περδικόπουλα», του έλεγαν. Και, αφού έκανε μετάνοιες, του έφερναν εκείνοι περδικόπουλα. Έτσι εδραιώθηκε μέσα του η πίστη, η ελπίδα και η προσμονή προς το Θεό, ο οποίος εκπληρώνει τις αιτήσεις όσων με πίστη προσεύχονται. 

Όσα μαθαίνουμε στην τρυφερή ηλικία των πρώτων μας χρόνων, δύσκολα χάνονται.  «Μη φοβάστε τα παιδιά που έχουν πάρει μπογιά. Και να ξεφύγουν λίγο, πάλι θα επιστρέψουν κοντά στο Θεό», έλεγε ο Γ. Παΐσιος. Η προσευχή, αλλά και η νηστεία, ο εκκλησιασμός, η ελεημοσύνη καταγράφονται ανεξίτηλα στις παιδικές ψυχούλες. Ευθύνη των γονέων είναι να μπολιάσουν  μέσα στις ψυχές των παιδιών τους όλες τις ευλογημένες συνήθειες και τα βιώματα της χριστιανικής ζωής. Πρωτίστως με το παράδειγμα, που πείθει όσο δεν μπορούν να πείσουν τα λόγια… 

Εκτός από τη γενναιότητα του χαρακτήρα και τη ρωμαλαιότητα του σώματος, η πιστή ψυχή του ήρωα ήταν εκείνη που τον οδήγησε τόσο ψηλά. Χάρη στην βαθειά πίστη του στο Θεό άντεξε όλες τις κακουχίες και τις κακότητες κατά τα χρόνια της Επανάστασης, αλλά και τα ακόλουθα χρόνια της ανασύστασης του ελληνικού Έθνους. Λίγες ψυχές αντέχουν όσα άντεξε και όσα έζησε ο ήρωας. Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στους άξιους γονείς του και στη δική του προσπάθεια. Με τις θερμές του προσευχές ελάμβανε την εξ ύψους δύναμη και ενίσχυση, αλλά και το φωτισμό για να μεγαλουργήσει και να οδηγήσει το Έθνος στην ελευθερία… 

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Στις ηρωικές ηπειρώτισσες της Πίνδου…


site analysis



Ελάχιστη ανταπόδοση στην τεράστια προσφορά τους. ΑΘΑΝΑΤΕΣ!
(ένα συγκινητικό κείμενο της ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ)

Είχε φασόλια μαυρομάτικα, τα μούσκεψε, έριξε ξύλα στο τζάκι, μπας και σβήσει, γιόμισε καπνούς το σπίτι, δεν καλοτράβαγε το τζάκι, άτσαλα το ‘χε χτίσει ο μακαρίτης.
Απ’ το στενόμακρο παραθύρι κοίταξε τον ουρανό, μπλαβιασμένος ο ουρανός, χιονίζει μερόνυχτα, μα δε λέει να ξεθυμάνει. Καινούργιο χιόνι πάνω στο παλιό και ο λυσσασμένος παγωμένος αγέρας, να το κάνει πάγο. Βουνά ο πάγος να παραβγαίνουν θαρρείς σε μπόι με τα κατσάβραχα.

Για τον κύρη της ξέρει, τον πήρε κοντά του ο Θεός! Θεός σχωρέσ’ τον.
Μα εκείνος που να ‘ναι; Ο γιος της, το μοναχοπαίδι της, ε, βρε παιδεμός να τον μεγαλώσει, άντρακλας έγινε, που η Παναγιά να τον φυλάει.
Κι ήταν ώρες να βρει το ταίρι του, ν’ ανοίξει κι αυτηνής το σπίτι κι η καρδιά της, μα ήρθε ο πόλεμος.
Καί τώρα που να ‘ναι;
Πήγε χωρίς βιάση, άναψε το καντήλι της. “Εγώ δεν ξέρω Παναγιά μου που ‘ναι, μα εσύ ξέρεις· μάνα και του λόγου σου νογάς από καημούς”.

Πήρε μετά μια ξεφτισμένη ρόμπα της κι άρχισε να τη ρεμπατεύει. Το χωριό, το Ηπειρώτικο χωριό δεχόταν με βόγκο το χιόνι που έπεφτε… έπεφτε… έπεφτε.

Το χιόνι έπεφτε… έπεφτε. Κόντευες να πιστεύεις πως δε θα μπορούσε η μέρα να διώξει τη νύχτα. Κι όμως ξημέρωσε και τότε τόλμησαν να ξεκινήσουν.
Μπρος ορθό εχθρικό το βουνό. Κάτω το Ηπειρώτικο χωριό, δεξιά ζερβά οι χαράδρες. Και το χιόνι να τους κόβει την ανάσα, να τους ζαλίζει, που τελειώνει το μονοπάτι, που αρχίζει η χαράδρα;

Καί πάγος κάτω, πάγος που γλιστράει, τσουλήθρα θανάτου. Κι απάνω στο βουνό, ‘κει προς την κορφή να καρτερούν τα πυρομαχικά -ζωή και θάνατος η έλλειψη τους -και τους είχαν τελειώσει. Κι αυτοί ανέβαιναν… ανέβαιναν κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο μέσα στην τόση παγωνιά είχαν ιδρώσει . Απ’ το κόπο κι απ’ τον φόβο…

Και ‘κει ήταν που και τα μουλάρια σταμάτησαν. Ή πιο σωστά πήραν τα πόδια τους τη γλιστρά της κατηφοριάς, οι ασήκωτες κάσες που ‘χαν στις πλάτες τους μετακινήθηκαν… κίνδυνος να γκρεμιστούν στο βάραθρο μαζί με τα μουλάρια. Κι απάνω στο βουνό εκεί προς την κορφή, να καρτερούν τα πυρομαχικά, ζωή και θάνατος η έλλειψη τους, και τους είχαν τελειώσει…

– “Δε φτάνουμε”, είπε ο λοχίας κι όλοι συμφώνησαν.
“Δε φτάνουμε ‘κει πάνω”.
“Να κατεβούμε στο χωριό, να ζητήσουμε παλιολινάτσες να βάλουμε στα ποδάρια των ζωντανών να μη γλιστράνε”, είπε ο δεκανέας κι όλοι το ‘δαν σα μόνη ελπίδα.

Πήρε δυο φανταράκια ο δεκανέας μαζί του και ροβόλησαν για το χωριό. Στο έμπα ήταν που αντάμωσαν τον παπά με δυο-τρεις άλλους που ασφάλιζαν γερά ένα παραθύρι της Εκκλησιάς μη τύχη και ο χιονιάς μπει μέσα.


Τους είδε να ‘ρχονται αλαλιασμένοι.
“Παιδιά, έσπασε το μέτωπο”, ρώτησε ο παπάς και κρεμάστηκαν κι οι υπόλοιποι απ’ το στόμα του. Είχε σπάσει η χολή τους, τέτοια τρομάρα!
“Παπά, το και το, γρήγορα μονάχα βρες παλιολινάτσες κι οι απάνω μείναν χωρίς βόλι”.

Είχε πιαστεί να κάθεται στο σκαμνί, της πόνεσε η μέση “έρμα γεράματα” γκρίνιαξε, τράβηξε κατά το παραθύρι, το παραθύρι, που το μαστίγωνε το χιόνι.
“Αγρίεψε ο καιρός, φύλαγε τα παιδιά μας, Παναγιά μου, ξέρεις εσύ πως…”.

Δεν απόσωσε, τους είδε εκεί στην Εκκλησιά. Λαχτάρησε. Καλά, ο παπάς να ‘ναι εκεί, η φανταρία όμως; Τυλίχτηκε σφιχτά με το χοντρό σάλι της και βγήκε κι αντάμωσε τη χιονοθύελλα. Κουβέντιαζαν έντονα, δε την κατάλαβαν.

“Να μαζώξουμε λινάτσες κι ό,τι μας βρίσκεται, μα μη θαρρείς πως τα ζωντανά δε θα γλιστράνε πάλι. Ξέρουμε από τέτοια κι έχουν χαθεί αν έχουν χαθεί ζωντανά μαζί μ’ ανθρώπους σε τούτα τα φαράγγια!”, είπε σκεφτικά ο παπάς.

“Εγώ θα σας πω και κάτι άλλο παλληκάρια: Τώρα να βαρέσουμε την καμπάνα, να καλέσουμε τις κυράδες να μας βρούνε ό,τι έχουν και δεν έχουν σε λινατσόπανα, θα κυλήσει ώρα. Άντε τα μαζώξαμε, τα πήρατε, πάτε στην ευχή του θεού. Μέχρι ν’ ανταμώσετε τους άλλους και τα ζωντανά σας βρήκε η νύχτα. Και δε δείχνει ο ουρανός να ξανοίγει, ώρα στην ώρα άλλη χιονιά έρχεται. Δε θα προκάνετε και εσείς λέτε πως βόλι πάνω στην κορφή οι φαντάροι μας δεν έχουνε βόλι, όχι οβίδες και…”.
Δεν αποτέλειωσε. Η φωνή κοφτή τον έκοψε. “Δεν προκάνουνε!!!…”.

Γύρισαν, είδαν τη γυναίκα που σίμωσε.
“Δε προκάνουνε”, ξανάπε με πεποίθηση.
“Και κυρά Σαράντη, τι λες να γίνει;” ρώτησε ο παπάς.
“Βάρα την καμπάνα, παπά μου, να μαζωχτούν οι γυναίκες. Εμείς θα ζαλωθούμε τα κιβώτια”. “Εσείς;” ξαφνιάστηκαν οι φαντάροι.


“Τα γουρουνοτσάρουχα δε γλιστράν, ξέρουμε σα τα σπιτικά μας τα μονοπάτια, “θα αντέξετε; Είναι βαριά, πες ασήκωτα”, είπε δειλά ο δεκανέας.
“Βαστάν οι καρδιές και τα κότσια τους”, είπε ο παπάς και ανακούφιση και περηφάνεια ένιωσε.

“Το λοιπόν μην αργείς παπά μου, και ξαναμούτρωσε ο καιρός”, είπε η γυναίκα και ίδια κοπελ-λίτσα τράβηξε για το σπίτι της, να βάλει τα γουρνοτσάρουχά της.

Η καμπάνα αυτοστιγμής χτύπησε δυνατά, χαρούμενα, ίδιος αναστάσιμος ο ήχος της…
Η μια πίσω απ’ την άλλη ανέβαιναν… ανέβαιναν… οι κάσες λύγιζαν τις μέσες τους, το χιόνι τις μάχονταν… ο θάνατος -το φαράγγι -δεξιά ζερβά τις παραμόνευε.
Κι αυτές ανέβαιναν… ανέβαιναν…

πηγή

ΣΧΟΛΙΟ
Ποιος εχθρός θα μπορούσε να νικήσει αυτόν τον αντίπαλο;