site analysis
(Άγνωστη μαρτυρία και φωτογραφίες)
Ανάμεσα στις χιλιάδες γυναίκες και άντρες που υπηρέτησαν υψηλά ιδανικά και πολέμησαν στην Εθνική Αντίσταση, κάποια πρόσωπα ξεχώρισαν και έγιναν σύμβολα του αγώνα του λαού μας και τα ονόματά τους αναγράφονται στα κεφάλαια της Ιστορίας που διαβάζουν οι νεώτερες γενιές. Το γεγονός αυτό δεν το επεδίωξαν, βέβαια, οι ίδιοι (έζησαν και έδρασαν ηρωικά, όχι για να ξεχωρίσουν από τους συναγωνιστές τους αλλά εκτελώντας το χρέος τους απέναντι στο λαό και τη συνείδησή τους), ούτε μειώνει την προσφορά των χιλιάδων ηρώων της Αντίστασης που ο πολύς κόσμος δεν θα μάθει ποτέ τα ονόματά τους. Μια τέτοια περίπτωση ανάμεσα στις γυναίκες της Εθνικής μας Αντίστασης που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την κοινωνική προκοπή, αποτελεί η Μένη Παπαηλιού – Ψυχράμη που, με το αντάρτικο ψευδώνυμο «Θύελλα», η δράση της πέρασε στο λαϊκό θρύλο.
Η Θύελλα, πρωταντάρτισσα της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ήταν στο Τάγμα Θανάτου με λοχαγό τον Ντίνο Γιαννόπουλο και τον καπετάν Φώτη Παρνασιώτη, ενώ πολέμησε και στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη. Έλαβε μέρος στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, σε μάχες στην Ευρυτανία, τα Άγραφα και αλλού. Δεν ήξερε τι πάει να πει φόβος και είχε αποχτήσει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έκαναν τους αντάρτες του ΕΛΑΣ να ξεχωρίζουν. Η κόρη της Κική Σιμιτοπούλου σημειώνει: Η Θύελλα «δεν δίσταζε να κουβαλά, να μεταφέρει τραυματίες σε ασφαλή μέρη αψηφώντας τους κινδύνους για τη ζωή της. Σε μια μάχη είχε μεταφέρει στους ώμους της, την ίδια μέρα, 24 τραυματίες. Πάντα με το χαμόγελο, καβάλα στο άλογό της ήταν σε διαρκή δράση, ένα πραγματικό παλικάρι που πάντα τολμούσε και έτσι της έδωσαν το όνομα “Θύελλα”. Τον Δεκέμβρη του 1944, όταν κατέβηκε η μεραρχία της στη Φυλή Αττικής για τη “μάχη της Ομόνοιας”, στη “Θύελλα” δόθηκε 24ωρη άδεια για νάρθει να δει τα τρία παιδιά της. Ήρθε, μας είδε, μας αποχαιρέτησε. Εκείνη έφυγε για πάντα μακριά μας. Μα ξέρουμε πολύ καλά πως δεν μας εγκατέλειψε. Μεγάλη η περηφάνια μας για σένα.» Η Θύελλα έδωσε τη ζωή της για την Αντίσταση.
Στα λίγα που γνωρίζουμε για τη Θύελλα έρχεται να προστεθεί η μαρτυρία του Κώστα Κουβαρά, αξιωματικού του στρατού των ΗΠΑ, απεσταλμένου της υπηρεσίας πληροφοριών OSS στο βουνό (περισσότερα παρακάτω). Ο Κ. Κουβαράς θα γνωρίσει τη Θύελλα στα πλαίσια της αποστολής του και θα προσπαθήσει να συνδεθεί ερωτικά μαζί της, παραβλέποντας τους αυστηρούς κανόνες πειθαρχίας του λαϊκού στρατού. Η Θύελλα θα αρνηθεί με αποφασιστικότητα και θα τον βάλει στη θέση του. Σύμφωνα με τον Κ. Κουβαρά θα ακολουθήσουν αρκετές συναντήσεις στις οποίες η Θύελλα θα του διηγηθεί την ζωή της στο διάστημα μέχρι να καταταγεί στον ΕΛΑΣ.
Για την πειθαρχία και τις σχέσεις των δύο φύλων στον ΕΛΑΣ
«Η πειθαρχία ανάμεσα στους αντάρτες είναι θαυμάσια. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού στρατού η πειθαρχία είναι ζήτημα συνείδησης! Όταν οι αντάρτες μπαίνουν σ’ ένα χωριό δε ζητάνε τίποτε και δεν αρπάζουν τίποτε. Δεν αγγίζουν ούτε φρούτα από τα δέντρα. Πρόβλημα γυναίκας δεν υπάρχει επίσης σε τούτο το στρατό! Ο βιασμός και η κλεψιά τιμωρούνται με θάνατο, αλλά ελάχιστες είναι οι ευκαιρίες για τέτοια τιμωρία, γιατί οι αντάρτες καταλαβαίνουν πως οφείλουν να υπομένουν τα πάντα για χάρη του μεγάλου αγώνα. Υπάρχει μια αξιοθαύμαστη προθυμία για δράση από μέρους των νεαρότερων ανταρτών. Θα ’λεγε κανείς ότι υπάρχει μια άμιλλα μεταξύ τους.
Όλη αυτή η καλή συμπεριφορά είναι φυσικά το αποτέλεσμα της διαφωτιστικής δουλειάς από τα πάνω, της τέλειας οργάνωσης που υπάρχει στην κάθε μονάδα, καθώς επίσης της εθελοντικής προσχώρησης στο αντάρτικο και των υψηλών ιδανικών που εμπνέουν στους μαχητές του. Ο καθένας που γίνεται αντάρτης ξέρει με ακρίβεια γιατί το έκανε και είναι πολύ σοβαρός στο χρέος που ανέλαβε. Οι τυχοδιώκτες και οι χαραμοφάηδες δε διαλέγουν συνήθως μια τόσο δύσκολη ζωή.»
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Κουβαρά «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ»).
Μέσα από τη μαρτυρία του Κ. Κουβαρά, που παρουσιάζουμε σήμερα, εκτός από τα βιογραφικά στοιχεία της Θύελλας, καταδεικνύεται με τη μορφή του «πριν» και του «μετά» η ποιοτική διαφορά στη ζωή των γυναικών (στην προκείμενη περίπτωση) που ενστερνίστηκαν τα ιδανικά της εαμικής Αντίστασης και πήραν μέρος σ’ αυτή. Η ζωή τους απόχτησε το νόημα που δεν είχε και, στην πλειονότητά τους, αγνοούσαν την ύπαρξή του. Εντασσόμενες στην εαμική Αντίσταση και πολεμώντας για τη λευτεριά, αλλά και για μια άλλη Ελλάδα, οι γυναίκες κατάφερναν να χειραφετηθούν από τα δεσμά της παλιάς κοινωνίας που τις ήθελε διπλά καταπιεσμένες (από το σύστημα της οικονομικής εκμετάλλευσης και από τον άντρα) και στις ελεύθερες περιοχές καταχτούσαν για πρώτη φορά δικαιώματα και την ισοτιμία. Παράλληλα, μέσα από τη μαρτυρία του Κ. Κουβαρά, ξεπηδά η ηθική υπεροχή των ανταρτών και ανταρτισσών του ΕΛΑΣ, που υπεράσπιζαν ιδανικά και αξίες με αυταπάρνηση και αναπτυγμένο το αίσθημα της προσφοράς και της θυσίας χωρίς να υπολογίζουν «κόστος», διαμορφώνοντας στη συνείδησή τους (χωρίς να το γνωρίζουν εκείνη την περίοδο) το μεγαλείο που θα εκφραστεί γιγαντωμένο στα χρόνια της ηρωικής εποποιίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στη σύγκρουση που θα ακολουθήσει με το αστικό πολιτικό σύστημα και τον σύμμαχό του αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Το κείμενο του Κώστα Κουβαρά για τη Θύελλα που παρουσιάζουμε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΝΤΙ τον Σεπτέμβρη του 1976 (από όπου η μεταγραφή) και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του. Γράφτηκε στις αρχές του 1945, δηλαδή λίγους μήνες μετά τη γνωριμία του με τη Θύελλα. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης είναι επίσης του Κώστα Κουβαρά και δημοσιεύτηκαν στο ίδιο τεύχος του ΑΝΤΙ. Όμως πριν προχωρήσουμε στη μαρτυρία ας δούμε πρώτα μερικά επιπλέον στοιχεία για τον συντάκτη της.
Ο Κώστας Κουβαράς (1911-1979) αμερικανός αξιωματικός ελληνικής καταγωγής. με το ψευδώνυμο «Οδυσσέας» ήταν επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής ΠΕΡΙΚΛΗΣ που συνδέθηκε με την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, από τα τέλη του Απρίλη 1944 μέχρι την απελευθέρωση, ενώ παρέμεινε στην Ελλάδα για εννιά μήνες και μετά την απελευθέρωση. Ανήκε στο λεγόμενο Labour Desc, ένα παρακλάδι της μοναδικής εκείνη την εποχή αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών OSS (Office of Strategic Services), που ήταν επιφορτισμένο με τη σύνδεση και παρακολούθηση των ευρωπαϊκών κινημάτων αντίστασης με ευρύτερη λαϊκή βάση. Σε αυτή την υπηρεσία (το αρχηγείο ήταν εγκατεστημένο στο Κάιρο) έστελνε απευθείας τις εκθέσεις του ο Κ. Κουβαράς.
Ο Κ. Κουβαράς ήταν ανηψιός του στοχαστή, αγωνιστή δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Καρβούνη (1880-1947) στιχουργού μεταξύ άλλων και του αντάρτικου ύμνου «Στ’ άρματα, στ’ άρματα» (Βροντάει ο Όλυμπος), τον οποίο συνάντησε στο βουνό.
Τον Οκτώβρη του 1944 μπαίνει με την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ στην απελευθερωμένη Αθήνα, συνδέεται με την ανώτερη αμερικανική αποστολή και γίνεται αυτόπτης μάρτυρας των Δεκεμβριανών και της τρομοκρατίας ενάντια στο εαμικό κίνημα, γεγονότα τα οποία αναφέρει λεπτομερώς στις εκθέσεις του προς την υπηρεσία του.
Τι προκάλεσε τον εμφύλιο πόλεμο
«Την εποχή που βρισκόμουν στο Βουνό, πίστευα — και δε νομίζω πως είχα λαθέψει— ότι η πολιτική του ΕΑΜ ήταν να δεχτεί, μετά την Απελευθέρωση, την ετυμηγορία του λαού, και ότι η ηγεσία του ΕΑΜ είχε την πεποίθηση ότι ο ελληνικός λαός θα τη δικαίωνε. Το συμπέρασμά μου ήταν ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων αγαπούσε και υποστήριζε το ΕΑΜ κι ότι, επιπλέον, το ΕΑΜ είχε κάθε λόγο και δικαίωμα να προσδοκά ότι αυτό θα αναλάμβανε μεταπολεμικά τη διακυβέρνηση της χώρας. Στο κάτω-κάτω, ποιο δικαίωμα είχαν οι Βρετανοί να διευθύνουν τις υποθέσεις της Ελλάδας; Έβλεπα όμως, παράλληλα, την αντίδραση να δυναμώνει, τα παλιά κόμματα να κινούνται, τελικά, για την ανακατάληψη της εξουσίας.
Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ διέπραξαν το μεγάλο σφάλμα να πιστέψουν ότι με τη δύναμη που διέθεταν μέσα στο λαό, θα ήταν ακατανίκητα. Δε λογάριασαν πως είχαν να παλέψουν με λύκους κι αλεπούδες. Όταν τα πράγματα φτάσανε στο αδιέξοδο, οι Βρετανοί και η Δεξιά δε δίστασαν να προκαλέσουν τον εμφύλιο πόλεμο για να επιβάλουν τη θέλησή τους. Έχυσαν άφθονο το αίμα του ελληνικού λαού κι έτσι δίχασαν το έθνος. Το επόμενο βήμα ήταν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα προπαγάνδας για να κερδίσουν με το μέρος τους τους ταλαντευόμενους. Με τον τρόπο αυτό στήθηκε το Κράτος και το παρακράτος της Δεξιάς που κατόρθωσε να διευθύνει τις τύχες της Ελλάδας τα επόμενα τριάντα χρόνια. Η τρομοκρατία της Δεξιάς άρχισε αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά.»
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Κουβαρά «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ»).
Ανακαλείται στις ΗΠΑ τον Ιούνη του 1945 και αποστρατεύεται. Στη συνέχεια δραστηριοποιείται πολιτικά εκφράζοντας την αλληλεγγύη του στον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Τον Μάρτη του 1947 καταθέτει στην επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Αμερικανικής Γερουσίας για τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, αποκαλύπτοντας με ντοκουμέντα τη συνεργασία του Ναπ. Ζέρβα (ΕΔΕΣ) με τους Γερμανούς. Διώκεται από το καθεστώς Μακάρθι («μαύρη λίστα») με επιπτώσεις στην επιστημονική-επαγγελματική του πορεία.
Ο Κώστας Κουβαράς βαθιά δημοκράτης αναλαμβάνει στις ΗΠΑ ενεργό αντιδικτατορική δράση ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών (1967), ενισχύοντας τις αντιστασιακές οργανώσεις στην Ελλάδα και εκφράζει έμπρακτα την αλληλεγγύη και στήριξή του υπέρ του δοκιμαζόμενου κυπριακού λαού.
Στην Ελλάδα έγινε γνωστός από δημοσιεύματά του στον τύπο και από το βιβλίο του «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ» (μετάφραση: Γιάννης Κρητικός, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1976) όπου, σε μορφή ημερολογίου, καταθέτει την μαρτυρία του για την Αντίσταση.
Η μαρτυρία του Κώστα Κουβαρά:
Θύελλα, η πρωταντάρτισσα της Ρούμελης
Αντάρτισσες είδαμε για πρώτη φορά στο Καρπενήσι, ένα μήνα μετά την είσοδό μας στην Ελλάδα. Ντυμένες σαν άντρες πολεμιστές, με σοβαρά πρόσωπα, αυτές οι κοπέλες μοιραζόντουσαν ίσα με τους άντρες τη σκληρή αντάρτικη ζωή. Οι αντάρτες τις σεβόντουσαν από κάθε άποψη γιατί μερικές απ’ αυτές τις γυναίκες είχαν ήδη αποδείξει την αξία τους στη μάχη. Όταν φτάσαμε στο Καρπενήσι τον Μάη του 1944, οργανωνότανε μόλις μια γυναικεία μονάδα σαν μέρος της XIII Αντάρτικης Μεραρχίας. Οι περισσότερες κοπέλες ήταν καινούργιες στο αντάρτικο, αλλά ανάμεσά τους υπήρχανε μερικές που ανήκανε σε αντάρτικες μονάδες αρκετό διάστημα. Δεν χρειαζότανε να τις ξέρεις για να ξεχωρίσεις αυτές τις «βετεράνες». Το παρουσιαστικό κι η συμπεριφορά τους ήταν πολύ διαφορετική απ’ αυτή των νεοφερμένων. Είχαν αυτοπεποίθηση. Δρούσαν σαν ώριμοι μαχητές με όλη την έννοια της λέξης. Μια απ’ τις κοπέλες τράβηξε την προσοχή μου και σε λίγο ρώτησα τον αντάρτη συνοδό μας γι’ αυτήν.
Το όνομά της ήταν Θύελλα! Ψευδώνυμο φυσικά. Το πραγματικό της όνομα δεν ήταν γνωστό στο συνοδό μας. Έπειτα, έμαθα μέρος της ιστορίας της. Δυο χρόνια τώρα, είπε ο συνοδός μας, η Θύελλα έπαιρνε μέρος σ’ όλες τις αντάρτικες εκστρατείες μαζί με τους άντρες.
Στην αρχή ήταν η μόνη κοπέλα, μετά ήλθε και μια άλλη. Οι δυο αυτές κοπέλες συμπεριφερόντουσαν και πολεμούσαν σαν άντρες και οι υπόλοιποι αντάρτες τους φερόντουσαν σαν ίσοι. «Τις σεβόμαστε σαν αδελφές μας», είπε ο Παύλος. Ποτέ δεν γεννήθηκε κανένα ζήτημα στη μονάδα, παρόλο που οι κοπέλες ζούσαν και καμιά φορά ακόμα κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο με τους άντρες.
Γνωρίστηκα με τη Θύελλα λίγο καιρό μετά απ’ αυτό και οι δυο μας γίναμε καλοί φίλοι. Μια μέρα, αφού πήρα φωτογραφίες της μονάδας της, πήγαμε ένα περίπατο λίγο έξω από την πόλη. Εκεί, κάτω απ’ τη σκιά ενός μεγάλου πεύκου, και μπροστά σε μια συναρπαστική θέα από ψηλά βουνά, μικρές κοιλάδες και βαθιές χαράδρες, έγινα ρομαντικός, προσπάθησα να τη δω σα γυναίκα.
Η ηθική στους μαχητές της Αντίστασης ήταν αυστηρή και ήξερα ότι θα γινότανε σοβαρό θέμα, αν μαθευότανε η αδυναμία μου για το άλλο φύλο. Παρόλο που ανήκαμε σε ξένη αποστολή, και η θέση μας ήταν διαφορετική από των υπολοίπων ανταρτών, για τέτοιο παραστράτημα δεν θα ήταν εύκολο ν’ απαλλαγεί κανείς! Μόλις πριν λίγες μέρες, ένας απ’ τους ηγέτες του ΕΑΜ που μας εγκατέστησε στο όμορφο σπίτι μιας χήρας με μια κόρη, μας προειδοποίησε: «Υπάρχει μια όμορφη κοπέλα στο σπίτι αυτό, κοιτάχτε να μη γίνει κανένα θέμα. Είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί σε τέτοια ζητήματα εδώ!».
Η Θύελλα παρόλα αυτά ήταν μια ελκυστική κοπέλα και καθώς αφήσαμε την Αίγυπτο τέσσερις μήνες ήδη, δεν είχαμε δει γυναίκα ούτε από μακριά· έτσι, αυτή τη ρομαντική στιγμή, τα ξέχασα όλα και θέλησα να τη φιλήσω!
Η έκφραση που πήραν τα μάτια της ήταν κάτι απίστευτο και που θα θυμάμαι για πάντα. Έμεινε εμβρόντητη! Για μια στιγμή έμοιαζε σαν το μοναχικό ζαρκάδι που καταλαβαίνει τον κίνδυνο δίπλα του. Όμως το «όχι» της ήταν εμφατικό κι αμέσως συγκεντρώθηκε κι είπε με σταθερό τόνο: «Δεν υπάρχει καιρός για έρωτες, συναγωνιστή. Έχουμε ένα μεγάλο καθήκον μπροστά μας και δεν πρέπει να πισωδρομήσουμε!».
Ένα χαμόγελο θαυμασμού, ανάμικτου με δυσπιστία, πρέπει να φάνηκε στα χείλη μου γιατί έσπευσε να προσθέσει: «Μη με παρεξηγείς, συναγωνιστή Οδυσσέα. Δεν είμαι απ’ αυτές τις ηθικές και κάνω έτσι. Πριν να πάω στο αντάρτικο του ΕΛΑΣ ζούσα με τον άντρα μου και τα δυο μου παιδιά κι είχα κι ερωμένο. Άλλαξα όμως από τότε!».
Είτε μου άρεσε είτε όχι, η φιλία μου με τη Θύελλα ήταν γραφτό να μείνει πλατωνική. Προσπάθησα να της εξηγήσω τη θεωρία για «λίγο δουλειά και λίγο παιχνίδι», αλλά κι αυτό δεν οδήγησε πουθενά. Ήταν σοβαρή κι αποφασισμένη για το σκοπό που είχε βάλει και δεν μπορούσα να μη θαυμάσω το χαρακτήρα της. Εξ άλλου ήταν ένας πραγματικά ενδιαφέρων άνθρωπος και κάθε που βλεπόμαστε, την κατάφερνα να μου λέει και λίγο από την ιστορία της ζωής της, ώσπου ήρθε καιρός και δεν υπήρχε τίποτε περισσότερο να μου πει.
Η Θύελλα ήταν από εργατική οικογένεια και είχε ζήσει την περισσότερη ζωή της στην Αθήνα. Εκεί πήγε και στο σχολείο μέχρι το Γυμνάσιο. Παντρεύτηκε μετά και σε μικρή ηλικία, μ’ έναν άντρα που δεν αγαπούσε, αλλά που κατάφερε να ζήσει μαζί του ήσυχα για πολλά χρόνια. Τα ενδιαφέροντά της εκείνη την εποχή ήταν σαν και των περισσότερων άλλων γυναικών: η διασκέδαση. Ο άντρας της προσπαθούσε να της δώσει ό,τι μπορούσε με το μικρό μισθό ενός κατώτερου αξιωματικού της Χωροφυλακής. Έπειτα ήρθε η Κατοχή κι η ζωή δυσκόλεψε πολύ περισσότερο.
Κατά τη διάρκεια της πείνας του 1941, η οικογένειά της υπόφερε ανείπωτες στερήσεις. Ευτυχώς όμως, ο άντρας της μετατέθηκε σε μια μικρή πόλη έξω από την Αθήνα σαν τοπικός αρχηγός της Χωροφυλακής, κι εκείνη τη στιγμή, το πρόβλημα διατροφής της οικογένειάς της μετριάστηκε. Σ’ αυτή την πόλη η ανήσυχη φύση της Θύελλας φάνηκε για πρώτη φορά. Στην απουσία άλλων ενδιαφερόντων για πιο συναρπαστική ζωή, απόχτησε ενδιαφέρον στον πατριωτισμό και το Κίνημα της Αντίστασης.
Η μικρή πόλη ήταν πέρασμα που οδηγούσε από την Αθήνα προς τ’ αντάρτικα λημέρια, στα βουνά, και χρησιμοποιότανε συχνά από τους αγγελιαφόρους και για να περνούν τους νεοσύλλεκτους προς τα βουνά. Στην αρχή η Θύελλα έδινε τροφή σ’ αυτούς που περνούσαν· έπειτα έγινε αγγελιαφόρος — σύνδεσμος ανάμεσα στα χωριά της περιφέρειας. Εκείνο τον καιρό απόκτησε κι ερωμένο, έναν οργανωμένο στην Αντίσταση.
Η Θύελλα κατάφερνε να κρύβει το ερωτικό της μπλέξιμο από τον άντρα της, προφασιζόμενη πάντα την Αντίσταση. Όμως, ούτε αυτό άρεσε στον άντρα της. Οι αντάρτες μπορεί να είναι εντάξει, σκεφτότανε, αλλά τι θα πάθαινε ο ίδιος αν μαθευότανε ότι η γυναίκα του ήταν ανακατεμένη μαζί τους; Εξάλλου, είχε οδηγίες από τους ανωτέρους του να καταδιώκει το παράνομο κίνημα. Μέχρι τότε η Θύελλα δούλευε για το δεξιό κίνημα του Ναπολέοντα Ζέρβα. Εκτός από τις συγκινήσεις, η υπόθεση είχε και λίγα χρήματα, που εισπράττανε από το κίνημα οι άνθρωποι που προσφέρανε τις υπηρεσίες τους σ’ αυτό, κι αυτό στην αρχή άρεσε στη Θύελλα. Έπειτα, μια ωραία ημέρα ήλθε σ’ επαφή με το αριστερό κίνημα. Μια γειτονοπούλα τής ζήτησε να βοηθήσει και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. «Σα γυναίκα του αρχηγού της αστυνομίας, είναι καθήκον σου να βοηθήσεις», της είπε. Για ένα διάστημα, έτσι, η Θύελλα βοηθούσε και τους δεξιούς και τους αριστερούς. Εκείνη την εποχή δεν είχε αρχίσει ακόμα η ένοπλη σύγκρουση των δύο κινημάτων, και της Θύελλας της άρεσε η ιδέα πως ήταν ο μόνος φιλικός κρίκος ανάμεσα σε ιδεολογικούς αντίπαλους.
Η περίοδος της διπλής σύνδεσης δεν κράτησε πολύ. Σύντομα άρχισε να συμπαθεί περισσότερο τους αριστερούς. «Ήταν καλύτεροι άνθρωποι», μου είπε. «Οι άλλοι μιλούσαν για λεφτά όλη την ώρα, και μετά από λίγο, αυτό μου προξενούσε αηδία». Άρχισε να αισθάνεται ότι ήταν λάθος να πληρώνεται κανείς για πατριωτικές πράξεις κι η φτωχοντυμένη ιδεολογία του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ μιλούσε πιο έντονα στην καρδιά της. Όταν οι καβγάδες με τον άντρα της γίνανε συχνοί και ανυπόφοροι, τον άφησε κι ανέβηκε στα βουνά. Εκεί, στην αρχή έγινε νοσοκόμα και αργότερα συντάχτηκε με τους άντρες μαχητές και έτσι απόχτησε τη διάκριση της «Πρώτης Αντάρτισσας», της Ελλάδας.
Όταν πρωτοσυνάντησα εγώ τη Θύελλα, ήταν ήδη φανατική στις ιδέες της. Τα μαρξιστικά διδάγματα που είχε ακούσει κι αφομοιώσει, είχαν βάλει μια νέα θρησκεία στην καρδιά της που δεν υπήρχε ποτέ πριν. Είχε αποκτήσει μια άκρα ηθική και μια ξέφρενη επιθυμία να πολεμήσει γι’ αυτό που πίστευε σωστό.
Στα εικοσιπέντε της η Θύελλα, ήταν όμορφη, αλλά τα σκληρά χαρακτηριστικά της προδίνανε τη δύσκολη ζωή που περνούσε τα τελευταία χρόνια. Τα μαλλιά της, μάλλον κοντά, τα κρεμούσε κοτσίδες στο λαιμό της και τα έδενε όμορφα μ’ ένα κομμάτι σπάγγο. Ζώντας με τους άντρες για τόσο καιρό, απόκτησε τη συνήθεια να θεωρεί τον εαυτό της σαν ένα απ’ αυτούς. Η μόνη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτήν και τους άντρες ήταν το καθαρό της πρόσωπο και τα τακτοποιημένα ρούχα της. Φορούσε πάντοτε στο κεφάλι της το συνηθισμένο στρατιωτικό δίκοχο, με τα διακριτικά του ΕΛΑΣ κεντημένα επάνω του. Ένα χακί αμπέχονο, παντελόνι μπλε και βαριές αρβύλες με καρφιά, αποτελούσαν το ντύσιμό της, που συμπληρώνονταν από το ιταλικό της ντουφέκι και τα φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος.
Η ιστορία του χοντρού μπλε παντελονιού, το οποίο η Θύελλα δεν αποχωριζότανε ποτέ, είναι ιδιαίτερα διασκεδαστική. Σε μια από τις συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και του Ζέρβα, η Θύελλα έπιασε έναν συνταγματάρχη! Στον υπεροπτικό στρατιωτικό δεν άρεσε καθόλου η ιδέα ότι αιχμαλωτίστηκε από μια γυναίκα κι έκφρασε τη οργή του γι’ αυτό. Αλλά η Θύελλα δεν αστειευότανε και θύμωσε ακόμα περισσότερο απ’ την αναίδεια του αιχμαλώτου της. Έτσι λοιπόν, όπλισε το ντουφέκι της, έτοιμο να πυροβολήσει, και διάταξε το συνταγματάρχη να βγάλει το παντελόνι του. Μια και δεν αστειευότανε, ο συνταγματάρχης αναγκάστηκε να συμμορφωθεί. Έπειτα, η Θύελλα έβγαλε τη φούστα της και τον διάταξε να τη φορέσει. Από τότε φορούσε πάντοτε το λάφυρό της κι αρνιότανε να το ανταλλάξει με οτιδήποτε άλλο. Όταν η γυναικεία μονάδα πρωτοοργανώθηκε, ο επικεφαλής αξιωματικός διάταξε τη Θύελλα να αλλάξει το μπλε παντελόνι της μ’ ένα χακί, για να είναι ομοιόμορφη με την υπόλοιπη μονάδα. Αυτή αρνήθηκε να υπακούσει και η υπόθεση οδηγήθηκε στο διοικητή της μεραρχίας, που αποφάσισε ότι η Θύελλα είχε με το σπαθί της κερδίσει το δικαίωμα να είναι διαφορετική, στην περίπτωση του μπλε παντελονιού!
Το Νοέμβρη (1944) η Θύελλα ήρθε στην Αθήνα. Ήταν αυτό ένα είδος θριάμβου γι’ αυτήν. Στους δρόμους της πόλης, οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω της να τη θαυμάσουν και να τη ρωτήσουν πράγματα. Φορούσε ακριβώς τα ίδια που είχε και στο βουνό, με το μπλε παντελόνι, ντουφέκι, φυσεκλίκια και τα ρέστα. Δυο μέρες μετά την άφιξή της, ο στρατηγός Σκόμπυ έβγαλε διαταγή κι απαγόρευε στους αντάρτες να φέρουν όπλα μέσα στην πόλη. Η Θύελλα έγινε έξω φρενών! «Φοβούνται που μας βλέπουν οπλισμένους!» μου είπε. Αλλά συμμορφώθηκε με τη διαταγή γιατί το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ είχε βγάλει, κάτω από βρετανική πίεση, μια παρόμοια διαταγή κι αυτό ήταν αρκετό για να καλμάρει το θυμό της Θύελλας.
Τα Δεκεμβριανά ξέσπασαν, και δεν ξανάδα τη Θύελλα ποτέ. Σήμερα μια γυναίκα, μέλος του Κινήματος Αντίστασης, μου είπε πως η Θύελλα σκοτώθηκε πολεμώντας τους Άγγλους στους δρόμους της Αθήνας.
Έκλαψα το χαμό αυτής της γενναίας κοπέλας, όχι τόσο γιατί ήρθε στην άνοιξη της ζωής της, όσο γιατί ήρθε από τη σφαίρα ενός πρώην συμμάχου κι όχι του εχθρού που μισούσε τόσο πολύ.
Το να πεθάνει πολεμώντας, ήταν ένα ταιριαστό τέλος γι’ αυτή τη μοντέρνα Αμαζόνα!
6 του Μάρτη 1945
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου