Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

ΟΙ ΔΥΟ ΜΗΤΕΡΕΣ




site analysis 

H Παναγία η Ένθρονος,
χαρακτηριστικό δείγμα της Κρητικής Σχολής
βρίσκεται στην Ενορία της Παναγίας στο Βραχάσι



Του 
Πρωτ. Ευαγέλου Παχυγιαννάκη

Δύο μητέρες. Η μία η Παναγία, η μητέρα του Χριστού. Η άλλη η μητέρα του Ιούδα. Κι οι δυό μητέρες ανέβηκαν η καθεμία τον δικό της Γολγοθά. Η Παναγία τον άδικο θάνατο του Γιού της. Η άλλη τον αδόκητο θάνατο του παιδιού της. Στην πρώτη περίπτωση άλλοι κατέστρωσαν το σχέδιο και το εκτέλεσαν με τον πλέον σατανικό τρόπο, επιδιώκοντας την εξόντωσή Του. Στη δεύτερη περίπτωση το ίδιο το παιδί καταδίκασε τον εαυτόν του στη σκληρότερη έξοδο του ανθρώπου από τον παρόντα βίο, την αυτοχειρία.
Το κρίμα μεγάλο και ο πόνος αβάσταχτος για τις καρδιές των δύο αυτών μανάδων. Κι οι δυό σήκωσαν και καμάρωσαν στα στοργικά χέρια τους τον καρπό των σπλάχνων τους. Με χαρά και με όνειρα μεγάλωσαν τα παιδιά τους και με τις ελπίδες εκείνες που έχουν όλες οι μανάδες του κόσμου να δουν τα παιδιά τους χαρούμενα, τα τρυγούν και να γεύονται τους καρπούς της ζωής. Η μία στους κόλπους της θείας προνοίας αντιμετώπιζε καρτερικά όλους τους πειρασμούς και τα εμπόδια που έσπερναν στο δρόμο της η κακία κι ο φθόνος των ανθρώπων και μεγάλωσε τον Μοναχογιό της με πίστη και ελπίδα στο έλεος του Θεού. Και χάρηκε αρκετές όμορφες στιγμές, βαστάζοντας και συνοδοιπορώντας με το Γιό του Θεού.
Η άλλη, με τις ορμέμφυτες χάρες που έχει η κάθε μάνα για το μεγάλωμα του παιδιού της μεγάλωνε κι εκείνη το παιδί της για να το δει μια μέρα να περπατά ευεργετικά μέσα στην κοινωνία. Κι όταν αυτά τα δύο παιδιά έσμιξαν για ένα σκοπό, η χαρά της μάνας του Ιούδα μεγάλωσε, που ο γιός της τάχθηκε συντροφικά στη συνοδεία του Μεσσία.
Όμως τώρα όλα δείχνουν πως τα πάντα άλλαξαν στην πορεία. «Ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῦ ὑψίστου»! Κι οι δυό μητέρες βαδίζουν τώρα μές στο σκοτάδι της θλίψεως και του πόνου. Η Παναγιά, με μαχαιρωμένα τα σπλάχνα από τον άδικο πόνο της σταυρώσεως του Παιδιού της, κατέβαινε από τον Γολγοθά με μόνη συντροφιά τον αγαπημένο Ιωάννη πλάι της, μέσα στην αφέγγαρη νύχτα κι οι πέτρες ανατρίχιαζαν από τον μυστικό της θρήνο.
Γύρω, τριγύρω σιγαλιά, βουβός είναι ο δρόμος του πόνου, θαρρείς κι όλο τον κόσμο νέκρωσε κάποιος μεγάλος τρόμος. Κι όσο βαδίζουν σαν σκιές στ’ άχαρα ’κείνα μονοπάτια, λέγοντας μοιρολόγια η Παναγιά τα πιο όμορφα που ξέρειˑ λέει τα κι ο αντίλαλος από όπου και αν διαβαίνει κάθε λουλούδι τρυφερό τ΄ αγγίζει, ξεφυλλίζει το κι άσπλαχνα το μαραίνει.
Όμως, μέσα σ’ αυτή τη νεκρική σιγή ακούγεται κι ένα άλλο μοιρολόγι. Στέκετ’ η Παναγιά και αφουγκράζεται. Αχ, τί φωνή λυπητερή! Ποιος τάχα και γιατί αναστενάζει; Ποιος σαν κι εμένα άλλος πονά και μοιρολόγια λέει, μη του παιδιού της το χαμό και άλλη μανούλα κλαίει;
Ναι, κάποια μητέρα είναι κι αυτή, που απαρηγόρητα θρηνεί μονάχη της, μακριά από τα βλέμματα του κόσμου και χύνει μαύρο δάκρυ. Και τούτη σαν τη Μαριάμ, τον γιό της έχει χάσει και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει. Η Μαριάμ τον Ιησού τον είδε σταυρωμένο και τούτη είδε τον γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο. Και κλαίει, μα το κλάμα της δεν συγκινεί κανένανˑ νιώθει όμως τον πόνο της η Παναγιά η Παρθένα, που την ακούει και τραβά και πάει να την γνωρίσει, λόγια αγάπης να της πει, να την παρηγορήσει.
Με ένα γλυκό χαμόγελο γεμάτο από συμπόνια, μάνα της κράζει, δύστυχη, μη δέρνεσαι, προχώρα! Δεν είσαι μόνη που έχασες το φώς των ομματιών σου, είμαι κι εγώ, μην θλίβεσαι, ποιος ήταν πες μου ο γιός σου;
Κι αυτή δειλά, σαν ένοχος της απαντά με κλάμα: Ω, αδελφή πονετική, εμένα το παιδί μου Ιούδας ονομάζεται… και σιωπά… και κλαίει. Μόνο μια μάνα, μόνο αυτή, σ όλο τον κόσμο ξέρει, ποιο κοφτερό νιώθει βαθιά στα σπλάχνα της μαχαίρι . Στους πέντε δρόμους ρίχτηκα, σαν ορφανή ζητιάνα. Αχ, κάλλιο να μην έσωνα, Θεέ, να γίνω μάνα!
Η Παναγιά κατάλαβε, τον γιό της τον γνωρίζει. Όμως σαν μάνα του Χριστού, δεν φεύγει, δεν γογγύζει. Τον εδικό της τον καημό ξεχνά την ώρα εκείνη και για τη μάνα τώρα αυτή τα δάκρυά της χύνει. Σκύβει και την ασπάζεται, χαϊδεύει τα μαλλιά της, και την κρατάει με στοργή μέσα στην αγκαλιά της. Της λέει λόγια της καρδιάς και την γλυκομερώνει, της δίνει θάρρος, δύναμη και απάνω την σηκώνει. Έλα, της λέει, πάμε μαζί στο σπίτι μου, την νύχτα να περάσεις, εκεί και οι δύο τον πόνο μας, τον μητρικό να πούμε, το δάκρυ μας να σμίξουμε και να προσευχηθούμε.
Η μια στης άλλης το πλευρό, σκυφτές, συλλογισμένες, οι δύο μανάδες περπατούν αδελφαγκαλιασμένες.
Αυτή ’ναι η Παναγία μας, η πιο γλυκιά Μητέρα κι η πρώτη που εφάρμοσε την εντολή Κυρίου: για τους εχθρούς να εύχεσθε και ν’ «αγαπάτε αλλήλους»!

Διασκευή, Αύγουστος ’017,† Πρωτ.Ε.Π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου