Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Ὁσία Μεθοδία ἡ ἐν Κιμώλῳ ἀσκήσασα.(5η Οκτωβρίου)



site analysis


Ἀρχιμ.Ἐμμανουὴλ Ἰ. Καρπαθίου

Ἔκδοσις Φοῖνιξ - Λεοννάτου 4
Ἀθῆναι, 1947


ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΙΜΩΛΟΝ

Ἀρχὰς τοῦ ἔτους 1921 κατὰ τὰς ἀπερινοήτους τοῦ Κυρίου Βουλάς, εὑρέθην εἰς τὴν νῆσον Κίμωλον. Ὑπηρέτησα ἐκεῖ ἐπὶ ἓν σχολικὸν ἔτος ὡς Ἑλληνοδιδάσκαλος.
Αἱ ἡμέραι μου ἦσαν «ἡμέραι πικρίας», ἀλλ᾿ ἡ σκέψις ὅτι ἄνευ τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ οὐδὲ θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ἡμῶν ἀπόλλυται μὲ ἔκαμνε πάντοτε νὰ ἀτενίζω μετὰ πίστεως εἰς τὸ παρὸν καὶ εἰς τὸ μέλλον.
Δὲν ἔχω λέξεις νὰ ἐξάρω τὴν ἀδελφικὴν ἐν Χριστῷ ἀντίληψιν, τὴν ποικίλην συνδρομὴν καὶ βοήθειαν, τὴν ὁποίαν προσωπικῶς καὶ οἰκογενειακῶς ὁ ἤδη μακαριστὸς Οἰκονόμος Σπυρίδων Ράμφος, ὁ καλὸς τῆς Ἐκκλησίας ἐργάτης καὶ καλὸς πνευματικὸς πατὴρ τῆς Κιμώλου, ἐπεδαψίλευσεν εἰς ἐμέ. Θὰ μοῦ εἶναι ἀλησμόνητα ὄχι αἱ δεξιώσεις περὶ τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν, ὄχι αἱ παντοῖαι τιμαὶ τὰς ὁποίας, ἐν πάσῃ εὐκαιρίᾳ μοὶ ἐξεδήλωνεν ὁ πρὸ μικροῦ πρὸς Κύριον μεταστὰς Λευίτης· ἀλλ᾿ ἡ πνευματική του πρωτίστως καὶ ὑπεράνω πάντων ἀναστροφή. Δὲν ἦτο θεολόγος- ἀλλὰ τί σημασίαν ἔχει αὐτό! Τίνα σημασίαν ἔχουν τὰ διπλώματα καὶ αἱ γνώσεις; Ὁ Σπυρίδων Ράμφος ἦτο πιστός. Μὲ ἀνεκούφιζεν, ὅταν εἰς ὅλας τὰς περιστάσεις τῆς ζωῆς, εἰς ὅλα τὰ ζητήματα, παντοῦ καὶ πάντοτε ὡμίλει «ἐν πίστει», καὶ τὸν εὕρισκον πάντοτε νὰ βλέπῃ τὴν ζωὴν διὰ μέσου τῆς πίστεως. Αὐτὸ ἤθελα. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μὲ συνέδεσε καὶ μὲ συνδέει μὲ τὸν ἐκλιπόντα ἀπὸ τοῦ προσκαίρου τούτου κόσμου Ἐκκλησιαστικὸν τῆς Κιμώλου λειτουργόν.
Μοῦ εἶναι ἐξαιρετικῶς εὐχάριστον ὅτι μοῦ δίδεται ἡ εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώσω πρὸς τὴν μνήμην του καὶ διὰ τῶν ὀλίγων τούτων λέξεων τὰ εὐγνώμονα πρὸς αὐτὸν αἰσθήματά μου, ἄλλα καὶ τὴν ἀμέριστον πρὸς αὐτὸν ἐκτίμησίν μου. [1]

ΓΛΥΚΕΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ

Δὲν θὰ λησμονήσω τὰς ἡμέρας μου ἐν Κιμώλῳ, μάλιστα τὰς ἀείποτε ζωηρὰς ἐντυπώσεις μου ὡς πρὸς τὴν θρησκευτικὴν καὶ ἠθικὴν ζωὴν τῶν Κιμωλίων. Ἐνθυμοῦμαι, ὅτι καθ᾿ ἑκάστην Κυριακὴν ἢ ἑορτὴν κανεὶς δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τὴν θείαν Λειτουργίαν. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἦσαν εἰς τὰς θέσεις των, καὶ εἰς τὴν ὥραν των εἰς τὸν ναόν. Τὸ ἀντίθετον ἦτο ἐξαίρεσις. Ὁ Κανὼν ἦτο γενικός: Ὅλοι εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Ἀλλὰ δὲν ἦτο αὐτό, τὸ ὁποῖον μοὶ προϋξένει ἰδιαιτέραν ἐντύπωσιν. Ἐκεῖνο ποὺ μὲ ἐνεθουσία, καὶ «ἐκαμάρωνα» ὁσάκις μάλιστα εἶχα τὴν εὐκαιρίαν νὰ διδάξω ἀπ᾿ Ἄμβωνος, ἦτο ὅτι: ὅλοι, καὶ νέοι καὶ γέροντες, ἐστέκοντο εἰς τὴν σειράν, ὡς νὰ ἦσαν μαθηταὶ τοῦ σχολείου! Μὲ εὐχαριστεῖ ἀκόμη τὴν στιγμὴν αὐτὴν ποὺ γράφω τὰς λέξεις αὐτάς, καὶ νομίζω ὅτι τοὺς βλέπω ἐμπρός μου, τοὺς Κιμωλίους ἐν ἐκκλησιασμῷ εἰς παράταξιν. Κανεὶς δὲν ἐγύριζεν οὔτε ἀπ᾿ ἐδῶ, οὔτε ἀπ᾿ ἐκεῖ. Κανεὶς ψίθυρος. Ἄκρα σιγή, ἡσυχία, ἀξιοζήλευτος εὐλάβεια. Δὲν συνεκράτουν τὸν ἐνθουσιασμόν μου· τοσούτῳ μᾶλλον ὅσῳ ἐγνώριζον «πολλῶν ἀνθρώπων ἄστεα καὶ νόον» καὶ ἦτο φυσικὸν νὰ μοῦ κάμνῃ αἴσθησιν ἡ ἐν Κιμώλῳ τάξις τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. Ἔλεγον λοιπὸν εἰς τὸν ἀείμνηστον Οἰκονόμον, τὸν καλόν μου Σπ. Ράμφον: «Τί τάξις εἶναι αὐτή! «Πῶς τὸ κατορθώνεις αὐτό; εἶναι κατόρθωμα, ἅγιε Οἰκονόμε». Καὶ ἐνθυμοῦμαι τὰς συστάσεις του : «Μὴν τὸ λέτε, ἅγιε Ἀρχιμανδρῖτα· μὴ τοὺς λέτε τίποτε, καὶ τὸ πάρουν ἐπάνω των, καὶ μᾶς χαλάσουν»! Καὶ δὲν εἶπα, πράγματι, τίποτε τότε. Ἐπερασαν ἔκτοτε περὶ τὰ εἰκοσιπέντε ἔτη, καὶ ἂν τώρα τὸ λέγω, δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ κανεὶς φόβος διὰ τὴν εὐλάβειαν τῶν προσφιλῶν μου Κιμωλίων.

ΠΡΩΤΑΙ ΜΝΕΙΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ

Ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν παλαιοτέρας πληροφορίας περὶ τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἠθικῆς ζωῆς τῶν Κιμωλίων. Μάρτυς δὲ αὐτόπτης ἐβεβαίωσα τὸ σφρῖγος τῆς εὐσεβείας καὶ τοῦ ἠθικοῦ φρονήματος αὐτῶν. Οὐδέποτε παρέστην θεατὴς ἢ ἀκροατὴς καταλαλιᾶς, κατακρίσεων, ψευδολογιῶν, δολιοτήτων, ἐρίδων καὶ ἀντεγκλήσεων, συνήθων πλεισταχοῦ. Τοὺς εὗρον, καὶ τοὺς ἄφηκα τοὺς Κιμωλίους ἀγαπημένους, εἰρηνεύοντας, εἰλικρινεῖς, φιλοπόνους δὲ εἰς τὸ ἔπακρον, φιλοξένους καὶ σεβαστικοὺς πρὸς τοὺς ἀνωτέρους. Καὶ εὔχομαι ποτὲ νὰ μὴ παύσωσι νὰ εἶναι τοιοῦτοι.
Φιλοσοφοῦντες μὲ τὸν ἀλησμόνητον Οἰκονόμον περὶ τῶν πραγμάτων αὐτῶν, πραγμάτων τὰ ὁποῖα εἶναι οὐσιωδῶς ἐνδιαφέροντα διὰ τὸ Ὑπούργημά μας ὡς λειτουργῶν της Ἐκκλησίας, φυσικὸν ἦτο νὰ ἐξετάζωμεν νὰ εὑρίσκωμεν τὰς φλέβας, διὰ μέσου τῶν ὁποίων εἰς τὸ κοινωνικὸν σῶμα τῆς Κιμώλου ἔρρεεν αὐτὸ τὸ ἅγνον αἷμα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς· τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας. Ἐκ τοιούτων ἀφορμῶν ἤκουσα τὸ πρῶτον ὄνομα τῆς μακαρίας Μεθοδίας μοναχῆς. Δὲν ἐχρειάζετο κόπος πολύς, οὐδὲ σκέψεις μακραί, διὰ νὰ ἐξηγήσω πὼς συνεκρατεῖτο τόσον ἀνθηρὰ μία τοιαύτη θρησκευτικὴ ζωή.
Εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ ἐκφράσω τὴν ἀπόλυτον ἱκανοποίησίν μου διὰ τὸ Ἱερατεῖον τῆς Κιμώλου. Διατηρῶ ζωηρῶς εἰς τὴν μνήμην μου τὸν γεροντότερον ὅλων παπα-Γιάννην Βενιέρην, Μέγαν Σακελλάριον, ἀποβιώσαντα τῷ 1942 μετὰ ἑξηκονταετὴ ἱερατείαν, τὸν νεώτερον παπα-Γεώργιον Σάρδην μετὰ τῶν οἰκογενειῶν των, ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων λόγῳ ἡλικίας, καὶ ὑπεράνω τῶν ὁποίων, λόγω θέσεως, ὡς Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος, ἦτο ὁ Σπυρίδων Ράμφος.
Οἱ Ἱερεῖς οὗτοι δὲν διεκρίνοντο διὰ τὰ πολλά των γράμματα. Ἦσαν ὅμως ξεχωριστοὶ διὰ τὸ ἱερατικόν των ἦθος, διὰ τὴν ἱερατικὴν συνείδησιν, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν. Σεβαστοί, σεβαστότατοι καὶ ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιά! Κανένα δὲν ἤκουσα ποτὲ νὰ ἐκφρασθῇ κατὰ τοῦ Ἱερέως! Κανένα. Ἀπ᾿ ἐναντίας, ὅλοι ἔτρεφον μέγαν σεβασμόν, καὶ ὁ παπάς των ἦτο πραγματικῶς διὰ τὸν Κιμώλιον «ἱερὸν πρόσωπον». Τοῦτο ἦτο εὐλαβὴς παράδοσις διὰ τοὺς Κιμωλίους. Διότι καὶ οἱ μνημονευόμενοι ἐνταῦθα ὑπ᾿ ἐμοῦ Κιμώλιοι ἱερεῖς ἄπετελουν παράδοσιν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας λειτουργῶν, οἵτινες προηγήθησαν αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ καὶ τῇ ποιμαντικῇ διακονίᾳ. Εἶναι δίκαιον νὰ ἀναφέρω ἐνταῦθα, ἐξ ὅσων εὐφήμως παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ Κιμωλιακοῦ λαοῦ εὐχαρίστως λίαν καὶ παρηγόρως ἤκουον τὰ ὀνόματα τῶν ἀειμνήστων Ἐφημερίων Κιμώλου Ἀντωνίου Σάρδη, Οἰκονόμου, Ἀντωνίου Λογοθέτου, Σακελλαρίου, Ἰωσὴφ Κυπριανοῦ, Σκευοφύλακος, μελῶν τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ἐν Κιμώλῳ, τῶν Ἱερομονάχων Ἀθανασίου Βουκάκη καὶ Ἰωαννικίου Σαλιβάρα, τῶν ἱερέων Δημητρίου Σάρδη Οἰκονόμου, Βασιλείου Σάρδη Οἰκονόμου, Φραγκίσκου Ἀ. Λογοθέτου, Ἰωάννου Γ. Ράμφου, Ἰωάννου Ν. Ἀφεντάκη, Σακελλαρίου, Μιχαὴλ Σακελλαρίου Λογοθέτου, Χωρεπισκόπου, Ἀντωνίου Νικ. Σάρδη, Πρωτοπαπᾶ, Γεωργίου Νικ. Λογοθέτου καὶ Ἀντωνίου Γ. Ἀφεντάκη, Πρωτοπαπᾶ. Ἰδιαζούσης εὐφημου καὶ εὐλαβοῦς ἀναμνήσεως ἠξιώθη παρὰ τῶν Κιμωλίων ἡ μεγαλόσχημος Μοναχὴ Εὐγενία Λογοθέτου, ἀδελφὴ τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστουπόλεως Γαβριὴλ Λογοθέτου, βοηθοῦ τοῦ Μητροπολίτου Διδυμοτείχου. Ἡ Μοναχὴ αὕτη ἤσκησεν ἐν Κιμώλῳ περὶ τὰ τέλη τοῦ ΙΘ´ αἰῶνος. Ἐτάφη εἰς τὸν ναὸν τῶν ἁγίων Ἀναργύρων, εἰς οἰκογενειακόν της τάφον.
Λέγω αὐτά, διὰ νὰ ἐξηγήσω ὅτι ἡ προσωπικότης τῶν Ἱερέων ἦτο ἀρρήκτως καὶ φυσικώτατα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἠθικὴν καὶ θρησκευτικὴν φυσιογνωμίαν τῆς Κοινωνίας Κιμώλου. Αἴ! Καὶ νὰ ἐγνωρίζομεν οἱ Ἱερεῖς τὴν δύναμίν μας! Ἀλλὰ καὶ τὴν κλῆσιν καὶ τὸν προορισμόν μας!
Προσθέτω ὅμως, ὅτι ἡ ζωὴ καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Μοναχῆς Μεθοδίας ἐξήσκησε μεγίστην ἐπιρροὴν εἰς τὸν θρησκευτικὸν καὶ ἠθικὸν προσανατολισμὸν τῶν συγχρόνων Κιμωλίων. Εἶναι ἄλλως τε τοῦτο κοινὴ τῶν εὐσεβῶν της Κιμώλου χριστιανῶν ὁμολογία.

Η ΜΙΚΡΑ ΕΙΡΗΝΗ

Αὐτὸ ἦτο τὸ κατὰ κόσμον ὄνομα τῆς Κιμωλίας Μοναχῆς. Ἐγεννήθη ἐν Κιμώλῳ τῇ 10ῃ Νοεμβρίου τοῦ 1865 ἐκ γονέων, πατρὸς μὲν Ἰακώβου, τὸ γένος Σάρδη, μητρὸς δὲ Μαρίας, τὸ γένος Λογοθέτου. Ἀμφότεροι διεκρίνοντο διὰ τὴν εὐσέβειάν των καὶ τὴν προσήλωσίν των εἰς τὸν Χριστόν.[2] Τὰ πρῶτα ἔτη τῆς ζωῆς των, μετὰ τὸν γάμον των, ἔζησαν ἐν Σίφνῳ. Παρ᾿ ὅλον ὅτι ὁ πατήρ της ἦτο ἐμπορευόμενος, δὲν εὕρισκεν ἀσυμβίβαστον τὸ ἐμπόριον μὲ τὴν πίστιν, καὶ μὲ τὸ ὅτι ἦτο ἔμπορος δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι πιστός. Ἀνεγίνωσκε πάντοτε τὴν Ἅγίαν Γραφήν, καὶ μὲ αὐτὴν εἰς τὰς χεῖρας ἐξεψύχησεν.
Ἡ οἰκογένεια ἦτο πραγματικῶς πατριαρχική. Εἶχον τρεῖς υἱοὺς καὶ πέντε θυγατέρας. Ἐξ αὐτῶν ἡ δευτέρα ἦτο ἡ Εἰρήνη. Ἀπὸ τῆς μικρᾶς της ἡλικίας ἐδείκνυε τὸν πόθον νὰ γίνῃ «νύμφη τοῦ Χριστοῦ», νὰ γίνῃ Μοναχή. Καὶ ἦσαν ἔκδηλα πράγματι τὰ προμηνύματα τοῦ ἀγγελικοῦ βίου: ἡ ταπεινοφροσύνη της, ἡ σεμνότης της, ἡ ἁγνότης της, ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἀγάπη της εἰς τὸν Χριστόν. Ἀλλ᾿ ὁ πόθος αὐτὸς ἐφάνη, ὅτι δὲν ἔμελλε νὰ πραγματοποιηθῇ, καὶ ὅτι εἰς τοῦτο δὲν ἦτο κεκλημένη Ἄνωθεν. Διότι ἡ Εἰρήνη ἦλθεν εἰς γάμον κατόπιν οἰκογενειακῆς γνωριμίας ναυτικοῦ τινος ἐκ τῆς νήσου Χίου, εὑρεθέντος εἰς Κίμωλον, τοῦ Παντελῆ Φιλιππάκη, μεθ᾿ οὗ καὶ ἦλθεν εἰς γάμον τῇ 27 Δεκεμβρίου 1882.

ΕΠΙ ΤΗΝ ΚΛΗΣΙΝ

Οἰονεὶ ὡς ἀπὸ λιποταξίας, ὅλως ἀπροβλέπτως, καὶ πρὸς κοινὴν ἔκπληξιν, ἡ Εἰρήνη ἀσπάζεται τὸ ἀγγελικὸν βίον.
Τὸ πλοῖον τοῦ συζύγου αὐτῆς ἐναυάγησεν εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καὶ ὁ ναυτικὸς σύζυγος δὲν ἐπανῆλθεν εἰς Κίμωλον. Ἦσαν τὰ σημεῖα τῆς κλήσεως, ἔστω καὶ ἀνθρωπίνως ὀδυνηρά. Δὲν ἐχρειάσθη πολὺ διὰ νὰ ἑρμηνεύσῃ εὐσεβοφρόνως ἡ Εἰρήνη τὰ γεγονότα. Ἡ οἰκογενειακή της περιπέτεια τὴν ἐκάλει εἰς τοὺς παλαιούς της πόθους· νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ ἀσκητικὸν ἐκεῖνο στάδιον, τὸ ὁποῖον ἐπεισοδιακὸς γάμος τὴν ἀνεχαίτισε. Κατὰ τὴν ψυχολογικήν της ἐκείνην στιγμὴν ἡ θεία Χάρις μετεχειρίσθη ὡς ὄργανον τὸν ἐπὶ ἁγιότητι βίου διακριθέντα ἱερέα Γεώργιον Νικολάου Λογοθέτην (+ 20 Νοεμβρίου 1913), ὅστις προώθησεν αὐτὴν νὰ ἀφιερωθῇ εἰς τὸν ἀγγελικὸν βίον καὶ νὰ πραγματοποιήσῃ οὕτω, ἱερὸν ἀπὸ τῆς παιδικῆς ἡλικίας αὐτῆς πόθον.
Καὶ ἡ «μικρὴ Εἰρήνη» ἰδοὺ γίνεται «Μεθοδία Μοναχή», διάγουσα τὸν βίον ἐν ἀσκήσει, καὶ ἀσκήσει, ἡ ὁποία ὑπενθύμιζε διακεκριμένους Ἀσκητὰς παλαιοτάτων τῆς Ἐκκλησίας χρόνων. Τὸ μοναστικὸν δνομα αὐτῆς ὀφείλεται εἰς τὸν χειροθετήσαντα αὐτὴν Μοναχὴν Ἀρχιεπίσκοπον Σύρου Μεθόδιον.[3] Ἡ χειροθεσία ἔγινεν ἐν Κιμώλῳ, ἐν τῷ ναῷ Παναγίας τῆς Ὁδηγητρίας, ὑπὸ τὴν κοινὴν ἱκανοποίησιν καὶ ἔκπληξιν διὰ τὴν ἐξέλιξιν τῶν περὶ τὴν «μικρὰν Εἰρήνην» γεγονότων.

ΤΟ ΑΣΚΗΤΗΡΙΟΝ

Μέσα εἰς τὸ Κάστρον[4] τῆς Κιμώλου, εἰς μικρὸν κελλίον, εἰς τὸ Στιάδι, ἐκεῖ ἠσκήτευεν ἡ Ὁσία, παραπλεύρως τοῦ ναοῦ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Δυστυχῶς ὅμως δὲν κατώρθωσα νὰ ἔχω φωτογραφίαν τοῦ ἱεροῦ τούτου ἀσκητηρίου, ἔστω καὶ ἠρειπωμένου ὄντος σήμερον, ὡς πληροφοροῦμαι, γνωστοῦ ὄντος ὅτι εἰς τὴν μικρᾶν προσφιλῆ μου νῆσον Κίμωλον δὲν ὑπάρχουν τὰ τεχνικὰ μέσα. Παραθέτω τὴν ἄποψιν τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας Ὁδηγητρίας, τοῦ σεμνώματος τούτου τῶν Κιμωλίων, ὅπου ἡ Ὁσία ἐχειροθετήθη μοναχὴ καὶ τακτικῶς ἐκκλησιάζετο ἐν τῷ Ἱερῷ Βήματι.

Η ΜΟΝΑΧΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΡΙΑ

Δὲν ἔζησεν εἰς Μοναστήριον ἡ Μεθοδία. Δὲν ὑπῆρξεν «ὑποτακτική», καὶ δὲν ἀντέγραψεν ἑπομένως μοναστικὰ ἤθη καὶ μοναστικὰς ἀσκήσεις. Ἀλλ᾿ ἦτο τόσον ἀκριβὴς καὶ τόσον πιστὴ εἰς τὴν ἐφαρμογὴν τῶν Μοναστικῶν διατυπώσεων. Νηστεία, προσευχή, ἀκτημοσύνη, «πνευματικὴ ἠρεμία», συγχρόνως ὅμως καὶ ἐργασία διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀδελφῶν, μελέτη συνεχὴς πνευματική, ἰδοὺ τὸ πρόγραμμα τῆς μακάριας ἐκείνης γυναικός.[5]
Ἠκολούθησε τὸν βίον τῆς «ἐγκλείστου ἀσκήσεως», καὶ δὲν ἐξήρχετο ἔξω τοῦ Ἀσκητηρίου της. Ὅλη ὅμως ἡ Κίμωλος, ἡ γυναικεία μάλιστα Κίμωλος, εὐλαβῶς καὶ μετὰ πόθου ζέοντος ἤρχετο εἰς τὸ Ἀσκητήριόν της. Τὸ «καντηλάκι» τως τὸ ἀκοίμητον ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας, ἦτο μία παρηγοριὰ καὶ δύναμις διὰ τὰς μαθητρίας της, διὰ τοὺς ἀσθενεῖς. Πολλὰς διηγοῦνται οἱ Κιμώλιοι περιπτώσεις, καθ᾿ ἃς ἀσθενεῖς, ἀλειφθέντες μὲ τὸ ἔλαιον ἐκεῖνο ἐθεραπεύθησαν.
Ἡ διδασκαλία της ἦτο ζωντανή. Οὐσία ἦτο: ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς- νὰ μὴ ἀφίνωμεν νὰ μᾶς νικᾷ ὁ κόσμος, καὶ νὰ μᾶς παρασύρῃ εἰς τὰς κακὰς ἐπιθυμίας καὶ πράξεις. Ζῆλον πρὸς τὰ θεῖα ἐζήτει νὰ ἐμφυσήσῃ εἰς τὰς Κιμωλίας μητέρας καὶ κόρας· λέγω Κιμωλίας, διότι μόνον ἐν μέσῳ γυναικῶν ἠσθάνετο δι᾿ ἑαυτὴν ὡρισμένον ἄνωθεν τὸν κύκλον τῆς δράσεώς της.
Πόσας δὲν ἔσωσε, δὲν διεφώτισε, καὶ πόσους ἄνδρας ἐμμέσως διὰ τῶν γυναικῶν καὶ ἀδελφῶν αὐτῶν δὲν ἔφερεν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ δὲν ἐφώτιζε μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ἡ Ὁσία ἐκείνη γυνή! Ἔκαμνεν ἐντύπωσιν καὶ μόνον ἡ ζωή της: Ἐκοιμᾶτο ἐπὶ κλίνης ξυλίνης, χωρὶς στρῶμα, τὸ δὲ φαγητὸν αὐτῆς ἦτο λιτότατον. Τροφὰς καθὼς καὶ ἐνδύματα τὰ ὁποῖα προσέφερον εἰς αὐτὴν αἱ θαυμάστριαί της, ἡ Ὁσία διένεμεν εἰς τοὺς ἔχοντας ἄναγκας πτωχοὺς καὶ ἀσθενεῖς. Καθ᾿ ὅλην τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν δὲν ἐδέχετο καμμίαν νὰ τὴν ἐπισκεφθῇ. Μόνον ἀπὸ ἓν μικρὸν παραθυράκι ἔδιδε τὸ «εὐλογημένον ἔλαιον» τοῦ κανδηλιοῦ της, τὸ ὁποῖον οἱ Κιμώλιοι μὲ εὐλάβειαν ἐλάμβανον καὶ ἐχρησιμοποίουν. Ἑκάστην Κυριακὴν τὸ Ἀσκητήριόν της ἐλάμβανε τὴν ὄψιν «Ἐκκλησίας» μαθητριῶν, πρὸς τὰς ὁποίας ἡ ἐν ὁσίαις Μεθοδία ἀόκνως ἐδιδασκεν ὅ,τι ἔδιδεν εἰς αὐτὴν ἡ Χάρις. Ἐκ τῶν μᾶλλον ἀφωσιωμένων «μαθητριῶν» αὐτῆς καὶ τῶν διακεκριμένων πνευματικῶν της ἀναστημάτων σημειοῦμεν τὰς: Μαρίαν μοναχὴν Ἀναστ. Καλλίνικα, Ἐλίζαν Γ. Βαφία, πρεσβυτέραν Αἰκατερίνην Ἰ. Ράμφου, Μαρουσὼ Μιχ. Καννᾶ, Εἰρήνην Λεον. Καντσοῦ, Μαρίαν Ἰ. Πριμηκύρη, Ἑλένην Ἀντ. Σάρδη, Ἄνναν Ἰ. Ρούσου, Αἰκατερίνην Στεφ. Πετράκη, τὸ γένος Νικ. Ἀνδρουλλιδάκη, καὶ Αἰκατερίνην Ἰ. Σάρδη.

ΕΥΛΟΓΙΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΚΙΜΩΛΟΝ

Κατὰ μήνα Αὔγουστον τοῦ ἔτους 1904, ὁ Γεώργιος Λαμπάκης, γνωστὸς Ἀρχαιολόγος τῶν Χριστιανικῶν Μνημείων, εἶχεν ἐπισκεφθῆ τὴν Κίμωλον. Ἐπεσκέφθη εἰς τὸ ἀσκητήριόν της τὴν Μοναχὴν Μεθοδίαν, καὶ ἔμεινεν ἐκστατικὸς διὰ τὴν ἀναβίωσιν τοῦ ἁγνοῦ ἀρχαίου ἀσκητικοῦ βίου. Κατὰ τὴν διαμονήν του δὲ εἰς τὴν Κίμωλον μίαν σύστασιν ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Κιμωλίους : «Μὴν τὴν ἀφίσετε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν τόπον αὐτόν· εἶναι εὐλογία διὰ τὴν Κίμωλον ἡ παρουσία της».

Η ΚΟΙΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Ἄγραφος ἀπὸ τόσων ἐτῶν, γραμμένη μόνον εἰς τὰς καρδίας τῶν ἁπανταχοῦ Κιμωλίων ἦτο ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμὸς εἰς τὴν Μοναχὴν Μεθοδίαν.
Ἡ σύνταξις τῆς παρούσης σκιαγραφίας ἔδωκεν ἀφορμήν, ὥστε ὁ ἄγραφος σεβασμὸς καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη νὰ γραφῶσι καὶ ἐπὶ του χάρτου εἰς μνήμην καὶ μαρτυρίαν ἀΐδιον, ἄλλα καὶ εἰς πνευματικὸν στήριγμα τῶν πιστῶν. Παραθέτομεν τὸ Μαρτυρικόν:

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Τοὺς ἄνδρας ἐκείνους ἡ τὰς γυναίκας, πάσης ἡλικίας καὶ καταστάσεως, οἵτινες διὰ τοῦ βίου καὶ τῆς ἀναστροφῆς αὐτῶν ὑπῆρξαν «σκεύη ἐκλογῆς» κατὰ τὸν θεῖον Παῦλον, «ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ», ἀκτινοβολοῦντες διὰ τῆς ὁσίας αὐτῶν βιοτῆς τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, καὶ οἰονεὶ χρηματίσαντες Εὐαγγέλια ζῶντα ἐν μέσῳ τῆς Κοινωνίας ἐν ᾗ ἔζησαν, δίκαιον καὶ πρέπον θεωροῦμεν νὰ τιμῶμεν, καὶ ζῶντας, καὶ μετὰ θάνατον, καὶ πρὸς αὐτοὺς ὡς εὐλογίας Κυρίου, ὡς ὑποδείγματα βίου χριστιανικοῦ νὰ ἀποβλέπωμεν, καὶ μιμούμενοι αὐτοὺς νὰ κατευθυνώμεθᾳ, αὐτῶν καθηγουμένων, πρὸς τὴν αἰώνιον πατρίδα, τὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Τοιαύτη, ἔμπλεως πνεύματος Χριστοῦ, «σκεῦος ἐκλογῆς», Εὐλογία θεοῦ, Εὐαγγέλιον ζῶν, ὑπῆρξε διὰ τὴν προσφιλῆ ἡμῶν μικρᾶν πατρίδα Κίμωλον ἡ ἐπὶ ἔτη μακρὰ ὅσιως καὶ ἐν ἀσκήσει τὸν βίον διανύσασα ἐντὸς κελλίου ἐν τῷ «μέσᾳ λεγομένῳ Κάστρω», παρὰ τὸν ναὸν τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Μεθοδία μοναχή, τὸ γένος Ἰακώβου Σάρδη, μεγίστην ἠθικήν, πνευματικὴν καὶ θρησκευτικὴν ἀσκήσασα ἐπίδρασιν ἐπὶ τὰς ψυχὰς μικρῶν καὶ μεγάλων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, νέων καὶ νεανίδων, καὶ γεννήσασα ἐν ταῖς ψυχαῖς πάντων ἡμῶν κοινὴν τὴν πεποίθησιν ὅτι ἡ ἡμετέρα πατρὶς ἐκ πολλῶν ἀντιξοοτήτων καὶ δεινῶν περιστάσεων κατὰ καιροὺς ἀπαλλαγεῖσα, ἐσχάτως δὲ καὶ κατὰ τὸν φρικαλέας μνήμης δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον μόνη αὐτή, ἡ μικρὰ ἡμῶν πατρὶς Κίμωλος ἐξ ὅλων τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν μὴ πατηθεῖσα ὑπὸ βαρβάρου ἐχθρικοῦ ποδὸς ὀφείλει τοῦτο εἰς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (Ὁδηγητρίας) τὴν κραταιὰν ἀντίληψιν καὶ τῆς ὁσίας ταύτης συμπολίτιδος ἡμῶν Μεθοδίας μοναχῆς, εἰς τῶν προσευχῶν αὐτῆς τὴν προστασίαν καὶ ἐνέργειαν.[6]
Τῆς πεποιθήσεως ταύτης φορεῖς οἱ κάτωθι ὑπογεγραμμένοι Ἱερεῖς, Κοινοτικοὶ Ἄρχοντες, Πρόκριτοι καὶ ὁ λαὸς τῆς νήσου Κιμώλου, εὐγνώμονες πρὸς τὴν ὁσίως καὶ ἐν ἀσκήσει ἐν μέσῳ ἡμῶν ὡς δρόσον ἀπ᾿ οὐρανοῦ διανύσασαν τὸν βίον καὶ τῇ 5ῃ Ὀκτωβρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1908, ἡμέρα Κυριακή, τελευτήσασαν Μεθοδίαν μοναχὴν ἔγνωμεν καὶ γραφὴ εἰς τὰς ἑπομένας γενεὰς νὰ παραδώσωμεν αὐτήν, ἵνα τὰ τέκνα ἡμῶν καὶ τὰ τέκνα τῶν τέκνων ἡμῶν ὁμοίως ἡμῖν τὸν αὐτὸν πρὸς ἡμᾶς σεβασμὸν καὶ τὴν αὐτὴν εὐγνωμοσύνην, ὡς πρὸς πολιοῦχον καὶ κηδεμόνα τῆς μικρᾶς ἡμῶν πατρίδος πρὸς τὴν ἐν ὁσίαις Μεθοδίαν μοναχὴν ἀποβλέπωσι καὶ τιμῶσι.
Ἐφ᾿ ὦ συνετάξαμεν εἰς μνήμην αἰώνιον τὴν παροῦσαν μαρτυρίαν καὶ ὑπογράφομεν αὐτὴν ἰδίαις χερσὶν ἐν φόβῳ Θεοῦ καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρὸς δόξαν αὐτῶν, τῶν ἐγειρόντων κατὰ καιροὺς ὡς στήλας φωτός, ἄνδρας ἢ γυναίκας τοιούτους, ὥστε ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς ζωῆς ταύτης νὰ καθοδηγῶσι τὸν νέον Ἰσραὴλ εἰς τὴν Γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, τὴν ὑπεσχημένην τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεόν.
Ἐν Κιμώλῳ τῇ 15ῃ Αὐγούστου 1946
Ὁ Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος Κιμώλου
Οἰκονόμος Σπυρίδων Ἰ. Ράμφος
Οἱ ἄλλοι ἱερεῖς
Οἰκονόμος Ἰωάννης Σπ. Ράμφος πτυχ. θεολογίας
Σακελλάριος Γεώργιος Ἀντ. Σάρδης
Σακελλάριος Στυλιανὸς Γ. Λογοθέτης
Τὸ Κοινοτικὸν Συμβούλιον
Εὐάγγελος Ἱερ. Ράμφος Πρόεδρος
Ἐπαμεινώνδας Ἄντ. Σάρδης
Ἰωάννης Γ. Βορδώνης
Ἰωάννης Γ. Μαγκανιώτης
Πέτρος Κ. Πρεζάνης
Οἱ πρόκριτοι καὶ οἱ ἄλλοι χριστιανοὶ τῆς νήσου
(ἀκολουθοῦν ὀνόματα)

Η ΤΕΛΕΥΤΗ

Τῇ 5ῃ Ὀκτωβρίου τοῦ 1908, ἡμέρα Κυριακή, ἐτελεύτησε τὸν βίον ἡ Κιμωλία Ἀσκήτρια, εἰς ἡλικίαν ὑπερτεσσαράκοντα ἐτῶν. Μετ᾿ ὀλίγα ἔτη ἠκολούθησε τὸν μοναστικὸν βίον καὶ ἡ μήτηρ της Μαρία, μετονομασθεῖσα Χριστοδούλη.[7]
Ἡ κηδεία τῆς Μεθοδίας ἔγινεν ἐν μέσῳ ἐκδηλώσεων ἀφοσιώσεως καὶ σεβασμοῦ, καὶ οἱ Κιμώλιοι συνώδευσαν εἰς τὸν τάφον «μεγάλην αὐτῶν εὐεργέτιδα».[8] Μετὰ τὴν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων τῆς ταῦτα μετὰ πάσης τιμῆς καὶ εὐλαβείας ἀπετέθησαν ἐνταφιασθέντα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος.
Ἀκολουθία εἰς τὴν Ὁσίαν ἐκδίδεται ταυτοχρόνως τῇ παρούση μελέτη ὑπὸ τοῦ Πέτρου Παπαδοπούλου, ἔργον τοῦ ἐν τῷ Ἅγιωνύμῳ Ὄρει ποιητοῦ Ἀκολουθιῶν καὶ Ὕμνογράφου Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου.
Ἐξεδόθη ἐν Ἀθήναις τῇ 12ῃ Ἰανουαρίου 1947

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ἀνάγνωθι καὶ τὸ ἐπιμνημόσυνον Ἄρθρον μου ἐν «Φωνὴ τῆς Κιμώλου», Ἔτει Β´ 1947. ἀριθμ. φύλλου 13. καὶ τὸ τεῦχος: ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ, ὁ Οἰκονόμος τῆς Κιμώλου Σπυρίδων Ἰ. Ράμφος. Ἐν Ἀθήναις 1947 σ. 5-7.
2. Κατὰ τὰ σημειούμενα περὶ αὐτῆς, ὡς ὑποθέτω, εἰς τὸ «Βιβλίον γεννήσεων τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» τῆς Κιμώλου, ἡ Εἰρήνη ἐβαπτίσθη τῇ 8ῃ Δεκεμβρίου, τοῦ αὐτοῦ ἔτους τῆς γεννήσεώς της, τελετουργοῦντος τοῦ Χωρεπισκόπου Κιμώλου Ἱερέως Μιχαὴλ Σακελ. Λογοθέτου, ἀναδεξαμένου αὐτὴν τοῦ Ἰ. Ρούσου.
3. Ἀπεβίωσε τῷ 1903.
4. Περὶ τοῦ Κάστρου τῆς Κιμώλου, ἴδε Ἰ. Κ. Βογιατζίδου, Κίμωλος, Ἱστορικαὶ Ἔρευναι περὶ τῆς νήσου. Ἐν Ἀθήναις καὶ «Ἀθηνᾶ» ΛΕ. 1923 σελ. 105. Ἀντωνίου Μηλιαράκη, Κίμωλος. Ἀθήνησι 1901. σ. 10, 11.
5. Ἰδιαιτέραν τιμὴν καὶ τάσιν ἔτρεφε πρὸς τὴν μελέτην τῶν κατὰ τὸν ἅγιον Συμεὼν τὸν Στυλίτην, τοῦ ὁποίου καὶ ἐμιμεῖτο τὴν αὐστηρὰν ἄσκησιν.
6. Ἄριστα ἐκφράζεται συναφῶς ὁ συντάξας τὴν Ἀκολουθίαν εἰς τὴν Ὁσίαν Ἁγιορείτης Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης διὰ τοῦ ἑξῆς Θεοτοκίου, ὅπερ ἐκ τοῦ χειρογράφου παραλαμβάνομεν.
Ἡ Κίμωλος, Ἄχραντε, τῇ ἀντιλήψει τῇ σῇ, ἀδούλωτος μείνασα ἐξ ἐπελθόντων ἐχθρῶν, κηρύττει τὴν χάριν σου. Ταύτην οὖν Θεοτόκε, ταῖς λιταῖς Μεθοδίας, πάντοτε ἐν κινδύνοις ἀβλαβῆ, διατήρει, ἵνα Παρθενομῆτορ, δοξάζῃ σου τὴν πρόνοιαν.
7. Ἀπεβίωσεν αὕτη ἐν Ἀθήναις τῇ 5ῃ Ἰανουαρίου τοῦ 1924, εἰς ἡλικίαν 90 ἐτῶν.
8. Συγκινητικώτατον καὶ διδακτικώτατον ἐπικήδειον προσφώνημα, ἀποκείμενον ἐν τῷ Ἀρχείῳ τοῦ ἀειμνήστου, ἐξεφώνησεν ὁ πρὸ μικροῦ ἐκλιπὼν Οἰκονόμος τῆς Κιμώλου Σπυρ. Ράμφος, ὅστις ἰδιάζον πρὸς τὴν Ὁσίαν ἔτρεφε σέβας, (βλέπε καὶ «Φωνὴν τῆς Κιμώλου» ἀρ. 13, 1947 καὶ τὸ ἰδιαίτερον τεῦχος, τὸ εἰς μνήμην τοῦ Οἰκονόμου ἐκδοθέν, σελ. 9).
ΠΗΓΗ.users.uoa.gr/.

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Από το Συναξάρι - Η Αγία Επίχαρις.((27 Σεπτεμβρίου))



site analysis

Η αγία Επίχαρις ζούσε στην Ρώμη την εποχή που ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού (303-305). 


Καίτοι ήταν δωδεκα ετών, συνελήφθη ως χριστιανή και ανακρίθηκε από τον έπαρχο Καισάριο, ο οποίο πρόσταξε να την κρεμάσουν και να  την ξύνουν. Ενώ η μάρτυς έπασχε, προσευχόταν στον Θεό να δείξη τα θαυμάσιά του στους παρευρισκομένους ειδωλολάτρες και ευθύς η πέτρα, επάνω στην οποία στεκόταν η αγία, ανέβλυσε άφθονο νερό. Το θαύμα αυτό οδήγησε πολλούς εθνικούς στην πίστι του Χριστού.

Ο Καισάριος όμως το θεώρησε μαγεία και διέταξε τέσσερεις στρατιώτες να την κτυπούν στον τράχηλο με μολύβδονες σφαίρες. Η Επίχαρις παρεκάλεσε τον Θεό να δείξη την δύναμί του και στον Καισάριο. Έπεσαν τότε νεκροί και οι τέσσερεις δήμιοί της, ο δε έπαρχος από την λύπη του συντόμευσε την δίκη, διατάζοντας να αποκεφαλίσουν την μάρτυρα και να καύσουν το τίμιο λείψανό της.



[“Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος – Σεπτέμβριος, σ. 306-307)]

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

῾Η ῾Αγία Παρθενομάρτυς Οὔρσουλα καὶ αἱ σὺν αὐτῇ Παρθενομάρτυρες ἐν Κολωνίᾳ τῆς Γερμανίας*( Μνήμη: 21η ᾿Οκτωβρίου)



site analysis

᾿Απὸ τὸ ᾿Ορθόδοξο ῾Αγιολόγιο τῆς Γερμανίας

Μεγαλυνάριον**
῎Ηνθισας ἐκ ρίζης βασιλικῆς,
κλέος παρθενίας
καὶ Μαρτύρων ἡ καλλονή,
μαθητριῶν προστάτις,
μὴ παύσῃ τοῦ πρεσβεύειν
ὑπὲρ τῶν σὲ τιμώντων,
῾Αγία Οὔρσουλα.

ΚΑΤΑ ΤΗΝ πρώτη χιλιετία τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ Βασιλικὲς Οἰκογένειες τῆς Μεγάλης Βρετανίας, μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐστόλισαν τὴν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ μὲ 50 καὶ πλέον ῞Αγιες Βασιλίσσες καὶ
Πριγκίπισσες, Μάρτυρες καὶ ῞Οσιες ᾿Ασκήτριες.
Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἡ ῾Αγία Παρθένος Οὔρσουλα, ἡ ὁποία ἐδοξάσθη μὲ μαρτυρικὸ τέλος στὴν πόλι Κολωνία τῆς Γερμανίας καὶ τιμᾶται ὡς ἡ ἰδιαιτέρα προστάτις τῆς πόλεως αὐτῆς, ὡς καὶ τῶν νέων
μαθητριῶν1, ἐπίσης καὶ τῶν Πανεπιστημίων τῶν Παρισίων, τῆς Σορβόνης, τῆς Coïmbres (Πορτογαλλία) καὶ τῆς Βιέννης.

ΔΕΝ ΔΙΑΣΩΖΟΝΤΑΙ πολλὲς ἱστορικὲς μαρτυρίες περὶ τῆς ῾Αγίας
Οὐρσούλης καὶ τῆς παρθε-
νικῆς συνοδίας αὐτῆς.
Μία ἐπιγραφὴ (τέλος Δʹ,
ἀρχὴ Εʹ αἰ.) στὴν Κολωνία
μαρτυρεῖ, ὅτι ὁ γερουσιαστὴς
Κλημάτιος (senator Clematius)
ἀνακαίνισε τὴν Βασιλικὴ
τῶν ἐν Κολωνίᾳ μαρτυρη-
σάντων Παρθένων, χωρὶς
ὅμως νὰ ἀναφέρη ὀνόματα,
χρονολογία ἢ ἄλλες πληρο-
φορίες2.
῾Ο ῾Ιερὸς Ναός, στὸν ὁ-
ποῖο κεῖται ἀκόμη καὶ σήμερα
τὸ τίμιο Λείψανο τῆς ῾Αγίας,
φέρει τὸ ὄνομα τῆς ῾Αγίας
Οὐρσούλης τοὐλάχιστον ἀπὸ
τοῦ Ηʹ αἰ.
῾Ο Βίος τὴς ῾Αγίας Οὐρσούλης εἶναι γνωστὸς στὴν ἐποχή μας
ἀπὸ μία πολὺ διαδεδομένη παράδοσι στὶς μεταγενέστερες διηγήσεις
τοῦ Θʹ αἰ. καὶ ἑξῆς. Σὲ πολλὰ σημεῖα, οἱ διηγήσεις αὐτὲς εἶναι ἐπη-
ρεασμένες ἀπὸ τὴν λαϊκὴ εὐσέβεια τοῦ Μεσαίωνος, ἡ δὲ ποικιλία
καὶ οἱ διαφωνίες αὐτῶν καθιστοῦν δύσκολα τὰ τελικὰ συμπεράσματα
ἐν σχέσει μὲ τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα τοῦ Βίου. ᾿Εν τούτοις, φαίνεται ὅτι
πηγάζουν ἀπὸ πυρῆνα τῆς τοπικῆς ἐκκλησιαστικῆς μνήμης, ἐφ᾿ ὅσον
ἔχουν ἀρκετὰ κοινὰ σημεῖα καὶ ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ ἄλλες, ἔστω
καὶ ἀσθενεῖς, ἱστορικὲς μαρτυρίες, ἐκτὸς βεβαίως ἀπὸ τὸ ἀνέκαθεν
εὐσεβὲς βίωμα τῆς προστασίας, παρουσίας καὶ παρρησίας τῆς ῾Αγίας
ἐκ μέρους τῶν πιστῶν.
* * *
ΚΑΤΑ τὴν Παράδοσι, ἡ ῾Αγία Οὔρσουλα ἦταν θυγάτηρ Βασιλέως
ἑνὸς κρατιδίου τῆς Μεγάλης Βρετανίας, πιθανὸν ἐκ τῶν Κελτῶν,
῾Η Λειψανοθήκη τῆς ῾Αγίας Οὐρσούλης στὸν
ὁμώνυμο ῾Ιερὸ Ναὸ ἐν Κολωνίᾳ τῆς Γερμανίας.
– 3 –
στὴν περιφέρεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. ῾Η ῾Αγία ἦταν γόνος
χριστιανῶν γονέων, ἐκ νεαρᾶς δὲ ἡλικίας ἐστόλισε τὴν φυσική της
καλλονὴ μὲ τὶς θεάρεστες ἀρετὲς καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀφιερώση τὴν
παρθενία της στὸν Κύριο ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστό.
Μὲ μία μεγάλη συνοδία χριστιανῶν παρθένων, μεταξὺ τῶν ὁποίων
ἡ Οὔρσουλα διεκρίνετο γιὰ τὴν βασιλικὴ καταγωγὴ καὶ τὶς ἀρετές
της, ἡ Πριγκίπισσα ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Βρετανία.
Μία ἀπὸ τὶς παραδόσεις ἀναφέρει, ὅτι ὁ στρατηγὸς τῆς Βρετανίας
Φλάβιος Κλήμης Μάξιμος, ὅταν ἀπεφάσισε νὰ ἀνατρέψη τὸν Αὐτο-
κράτορα τῆς Δύσεως Γρατιανὸ (383), ἐξεστράτευσε στὴν Γαλλία.
Τότε ὑπεσχέθη στοὺς στρατιῶτες, προκειμένου νὰ τὸν βοηθήσουν,
ὅτι θὰ τοὺς ἔδιδε συζύγους, γῆ καὶ λάφυρα.
Πρὸς τοῦτο, συγκέντρωσε μεγάλο ἀριθμὸ νέων παρθένων στὴν
Μεγάλη Βρετανία γιὰ νὰ τὶς μεταφέρη στὴν Βρετάνη τῆς Γαλλίας.
Μία δυνατὴ ὅμως θύελλα ἐμπόδισε τὰ πλοῖα τῶν παρθένων νὰ
ἀγκυροβολήσουν στὴν ἀκτὴ τῆς Βρετάνης καὶ αὐτὰ ὡδηγήθησαν
βορειότερα, στὶς ἐκβολὲς τοῦ Ρήνου. Τότε, ἡ συνοδία τῶν εὐλαβῶν
παρθένων ἀνέπλευσε τὸν ποταμὸ ὣς τὴν Κολωνία, ἡ ὁποία ἐπο-
λιορκεῖτο ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἀπὸ ὁρδὲς βαρβάρων3.
Οἱ βάρβαροι ὥρμησαν στὴν ὁμάδα τῶν χριστιανῶν παρθένων,
γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὰ χυδαῖα τους πάθη. Οἱ κόρες ὅμως ἀντι-
στάθηκαν μὲ σθένος, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ Οὔρσουλα καὶ αἱ σὺν αὐτῇ
παρθένοι νὰ λάβουν μαρτυρικὸ τέλος ἀπὸ τὰ βέλη τῶν βαρβάρων.
Μετὰ τὴν σφαγὴ αὐτή, οἱ βάρβαροι ἔξαφνα ἐγκατέλειψαν τὴν
πόλι, ἔντρομοι ἀπὸ ἕναν μυστηριώδη φόβο, ὅτι δῆθεν
μία τεράστια στρατιὰ ἑτοιμαζόταν νὰ τοὺς ἐπιτεθῆ.
῎Εκτοτε, ἡ Κολωνία, λυτρωθεῖσα χάρις στὴν θυσία
τῆς ῾Αγίας Οὐρσούλης καὶ τῶν σὺν αὐτῇ Παρθένων4,
τιμᾶ τὴν Βρετανὴ Πριγκίπισσα ὡς Πολιοῦχο.
(*) Πηγές:
α) Acta Sanctorum, Octobrii IX, pp. 73-210, Bruxelles 1858.
β) Mgr. Paul Guérin, Les Petits Bollamdistes, Vies des Saints, t. 12, pp.496-497,
Paris 1876.
γ) Donald Attwater, The Penguin Dictionary of Saints, 1965, λῆμμα: «St. Ursula».
δ) Στὸ Διαδίκτυο: The Catholic Encyclopedia, Online Edition, λῆμμα: «St. Ursula
and the Eleven Thousand Virgins».
ε) Γεωργίου ᾿Εμμανουὴλ Πιπεράκι, ῾Η ἐν ᾿Ορθοδοξία ῾Ηνωμένη Εὐρώπη, σελ. 66-
68: «῾Αγία Οὔρσουλα τῆς Γερμανίας», ἐκδόσεις «῾Επτάλοφος», ᾿Αθήνα 1997.
– 4 –
ϛ) Νέος Συναξαριστὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ὑπὸ ῾Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου, τ. Βʹ, ᾿Οκτώβριος, σελ. 261, ἐκδόσεις «῎Ινδικτος», ᾿Αθῆναι 2004.
(**) Γ. Ε. Πιπεράκι, ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 66.
1. ῾Η ῾Αγία Παρθενομάρτυς Οὔρσουλα θεωρεῖται, ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὸ
Μεγαλυνάριον αὐτῆς, «μαθητριῶν προστάτις».
῍Αν καὶ ἡ ῾Αγία ἔχη ἀφαιρεθῆ ἀπὸ τὸ ἐπίσημο ρωμαιο-καθολικὸ ἑορτολόγιο,
σήμερα δραστηριοποιεῖται διεθνῶς τὸ γυναικεῖο μοναστικὸ Τάγμα τῆς ῾Αγίας
Οὐρσούλης, τὸ ὁποῖο ἱδρύθηκε τὸ 1535 ἀπὸ τὴν ἰταλίδα μοναχὴ ῎Ανζελα Μερίτζι.
Τὸ Τάγμα αὐτὸ ἔχει ἱδρύσει σχολεῖα γιὰ κορίτσια σὲ πολλὲς χῶρες τοῦ κόσμου,
ὡς καὶ στὴν ῾Ελλάδα (᾿Αθήνα, Τῆνο, Νάξο κ.ἀ.), στὴν δὲ Τῆνο ὑπάρχει καὶ παπικὸ
Μοναστήρι τῶν Οὐρσουλίνων.
2. ῾Η λατινικὴ ἐπιγραφὴ αὐτὴ τοῦ Κληματίου εἶναι ἡ ἑξῆς, μετὰ τὴν ὁποία παραθέτουμε
μία κατὰ προσέγγισιν ἑρμηνεία, διότι τὸ κείμενο σὲ μερικὰ σημεῖα εἶναι δεκτικὸ
διαφόρων ἑρμηνειῶν:
DIVINIS FLAMMEIS VISIONIB[VS] FREQVENTER
ADMONIT[VS] ET VIRTVTIS MAGNÆ MAI
IESTATIS MARTYRII CAELESTIVM VIRGIN[VM]
IMMINENTIVM EX PARTIB[VS] ORIENTIS
EXSIBITVS PRO VOTO CLEMATIVS V[IR] C[LARISSIMVS] DE
PROPRIO IN LOCO SVO HANC BASILICA[M]
VOTO QVOD DEBEBAT A FVNDAMENTIS
RESTITVIT SI QVIS AVTEM SVPER TANTAM
MAIIESTATEM HVIIVS BASILICÆ VBI SANC
TAE VIRGINES PRO NOMINE. XPI. SAN
GVINEM SVVM FVDERVNT CORPVS ALICVIIVS
DEPOSVERIT EXCEPTIS VIRGINIB[VS] SCIAT SE
SEMPITERNIS TARTARI IGNIB[VS] PVNIENDVM
Θείαις πυρίναις ὁράσεσι πυκνῶς
ὑπομιμνησκόμενος καὶ [ἐκ τῆς] μεγάλης ἀρετῆς [καὶ τῆς] μεγαλο-
πρεπείας [τοῦ] Μαρτυρίου τῶν οὐρανίων Παρθένων
προσεγγιζουσῶν ἐκ τῶν τῆς ᾿Ανατολῆς τόπων
ὁρμώμενος, ὡς ἀνάθημα, Κλημάτιος, ἀνὴρ λαμπρώτατος,
ἰδίαις δαπάναις ἐν ἰδίῳ τόπῳ ταύτην τὴν Βασιλικήν,
συμφώνως τῷ τάματι αὐτοῦ, ἐκ θεμελίων
ἀνεστήλωσε. Καὶ εἴ τις, παρὰ τὴν τοσαύτην
μεγαλοπρέπειαν τῆς Βασιλικῆς ταύτης, ἔνθα αἱ
ἅγιαι Παρθένοι ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ τὸ
αἷμα αὐτῶν ἐξέχεαν, καταθέσῃ
τὸ σῶμα ἄλλου τινός, ἐκτὸς τῶν Παρθένων, γιγνωσκέτω ἑαυτὸν
ἄξιον τοῦ τιμωρηθῆναι ἐν τῷ αἰωνίῳ πυρὶ τοῦ ταρτάρου.
3. ῾Η παράδοσις, ὅτι οἱ βάρβαροι αὐτοὶ ἦσαν οἱ Οὗννοι, εἶναι μᾶλλον ἀναχρονισμός,
έφ᾿ ὅσον ἡ ἄκρως καταστραφικὴ εἰσβολὴ τῶν Οὕννων στὴν περιοχὴ αὐτὴ ἔγινε
περιίπου στὰ μέσα τοῦ Εʹ αἰ. μ.Χ.
4. Σύμφωνα μὲ διάφορες ἐκδοχὲς τῆς παραδόσεως, οἱ Παρθενομάρτυρες τῆς
συνοδίας ἦσαν 11.000, ἐνῶ ἀρχαιότερα, πρὸ τοῦ Θʹ αἰ., ἡ ἀναφορὰ ἦταν σὲ
πολλὲς χιλιάδες.

Η Αγία Δωροθέα του Κασίν (24 Σεπτεμβρίου)



site analysis



Η αγία Δωροθέα καταγόταν από πριγκιπική οικογένεια και ζούσε στο Κασίν, στην περιοχή βορείως της Μόσχας, στις αρχές του 17ου αιώνα. Ο σύζυγός της είχε βρει τον θάνατο υπερασπιζόμενος την πόλη που πολιορκούσαν Πολωνοί και Λιθουανοί. Έλαβε, λοιπόν, η Δωροθέα την απόφαση να απαρνηθεί τον κόσμο και τις εφήμερες παραμυθίες τους και έφτιαξε εκ των ενόντων ένα αυτοσχέδιο κελλί στα ερείπια της Μονής της Υπαπαντής που κάπνιζαν ακόμη, όπου και επιδόθηκε με θέρμη, παρά την ώριμη ηλικία της, στην νηστεία, την αγρυπνία και την αδιάλειπτο προσευχή λουσμένη στα δάκρυα, όπως και σε άλλους άγιους αγώνες που μόνο ο Θεός γνωρίζει. Είχε μοιράσει όλα της τα υπάρχοντα για την ανοικοδόμηση του μοναστηριού και για να προσφέρει βοήθεια στον δεινοπαθούντα από τον πόλεμο λαό, χωρίς να κρατήσει τίποτε για την ίδια, ούτε καν για την τροφή της σχεδόν.
 Η φήμη της αγάπης της Δωροθέας προς τον πλησίον και της αγιότητος του βίου της προσέλκυσαν σύντομα γύρω της αδελφές που ολοένα πλήθαιναν δίνοντας ξανά ζωή στο ερημωμένο μοναστήρι. Στο κέντρο του ανακαινισμένου καθολικού δέσποζε μια θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, την οποία η αγία είχε βρει στα ερείπια και που για αιώνες παρέμεινε ονομαστό προσκύνημα. Παρά τις επίμονες πιέσεις, η Δωροθέα αρνιόταν να αναλάβει το αξίωμα της ηγουμένης, προτιμώντας να παραμείνει στην σκιά. Όταν έλαβε το Μέγα αγγελικό Σχήμα, διπλασίασε τους κόπους της, δίνοντας έτσι στις νεώτερες αδελφές το παράδειγμα ενός ζήλου που αδιάκοπα αυξανόταν. Εκοιμήθη ειρηνικά στις 24 Σεπτεμβρίου 1629, σε ηλικία ογδόντα ετών. Τα τίμια λείψανά της επιτέλεσαν και συνεχίζουν μέχρι τις ημέρες μας να επιτελούν πλήθος θαυμάτων.
 Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Ίνδικτος (τόμος Φεβρουαρίου

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ



site analysis

«Η αγία Αναστασία έζησε όταν βασιλείς ήταν οι διώκτες της χριστιανικής πίστης  Δέκιος και  Ουαλλεριανός και ηγεμόνας ο Πρόβος. Ήταν Ρωμαία στην καταγωγή, νέα στην ηλικία και ζούσε σε κάποιο Μοναστήρι. Την συνέλαβαν για την πίστη της κι επειδή ομολόγησε την πίστη αυτή με παρρησία, την κτύπησαν στο πρόσωπο. Στη συνέχεια, την άπλωσαν πάνω σε πυρακτωμένους άνθρακες και τη μαστίγωσαν με ράβδους. Την κρέμασαν έπειτα πάνω σε ξύλο, την πίεσαν σε μέγκενη και την τρύπησαν με σιδερένιες ακίδες. Κρεμασμένη την έξυσαν σε όλο το σώμα, της έκοψαν τους μαστούς και της εκρίζωσαν τα νύχια. Της ακρωτηρίασαν τα χέρια και τα πόδια, της αφαίρεσαν τη γλώσσα και της εκρίζωσαν τα δόντια. Στο τέλος, της έκοψαν και το κεφάλι».
Προξενεί κατάπληξη το μαρτύριο της αγίας Αναστασίας. Δεν υπέστη απλώς κάποια βασανιστήρια χάριν της πίστεώς της στον Χριστό, αλλά το κάθε μέλος του σώματός της δέχτηκε πολλαπλά τραύματα, μέχρι σημείου σχεδόν εξαφανισμού της. Η περιγραφή του μαρτυρίου της φέρνει στη μνήμη το τροπάριο από τη Μ. Παρασκευή για τον ίδιο τον Κύριο: «έκαστον μέλος της αγίας σου σαρκός ατιμίαν δι’ ημάς υπέμεινε». Γι’  αυτό και ο υμνογράφος άγιος Ιωσήφ, ο οποίος ζητεί φωτισμό από την αγία, προκειμένου να δοξολογήσει σωστά την αγιότητά της, καλύπτει ένα μεγάλο  μέρος του κανόνα της με την συγκεκριμένη αναφορά στο κάθε είδος από τα μαρτύριά της. Θυμίζει η περίπτωση της αγίας οσιομάρτυρος τα βασανιστήρια άλλων μεγαλομαρτύρων, όπως της αγίας Ευφημίας, για τα οποία εξέφρασε τον θαυμασμό του και ο Γέροντας Παΐσιος, στην εμφάνισή της στο κελί του το 1987.
Ο άγιος υμνογράφος βεβαίως προσπαθεί να δώσει εξήγηση του πώς μπόρεσε η αγία να αντέξει τόσα βάσανα. Έφτασε, λέει, στο δοξασμένο ύψος του μαρτυρίου, με τη νόμιμη άθλησή της, αφού προηγουμένως είχε υπερβεί τα πάθη της σαρκός με την εγκράτειά της. Κι αυτή η υπέρβαση δεν ήταν θέμα μίας στιγμής ή ολίγου χρόνου, αλλά ολόκληρης της ζωής της, αφού από βρέφος αφιερώθηκε στον Θεό. «Εκ βρέφους τω Θεώ ανετέθης, οσία, νεκρώσασα σαρκός εγκρατεία τα πάθη». Με άλλα λόγια, η αγία Αναστασία με την αγιασμένη βιωτή της προ του μαρτυρίου, ήταν έτοιμη και για τους αγώνες του ίδιου του μαρτυρίου, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς απροϋπόθετα να γίνει μάρτυρας. Χωρίς να αποκλείσουμε την περίπτωση εκτάκτου εισπηδήσεως στο μαρτύριο – κάποιος εκείνη την ώρα να δεχθεί φωτισμό και χάρη για να δώσει και τη ζωή του για τον Χριστό – η «φυσιολογική» πορεία είναι να έχει κανείς ετοιμασθεί γι’  αυτό. Εδώ έχουν θέση και οι ονομαζόμενοι «αλείπτες», οι πνευματικοί προπονητές δηλαδή των υποψηφίων μαρτύρων, για τους οποίους πολύ συχνά κάνουν λόγο τα συναξάρια και οι ύμνοι της Εκκλησίας: ετοιμάζουν με λόγο και με πνευματικές ασκήσεις τους πιστούς, εν όψει του μαρτυρίου, ώστε να μη βρεθεί στη θέση ο υποψήφιος μάρτυρας να αρνηθεί τον Κύριο. Εν προκειμένω τονίζεται μία γενική και σπουδαία αλήθεια: κανείς δεν κατορθώνει κάτι μεγάλο και σημαντικό, αν προηγουμένως δεν έχει ετοιμαστεί πολύ καιρό γι’  αυτό. Αν ο ίδιος ο Κύριος ετοιμαζόταν επί τριάντα χρόνια, πριν βγει στη δημόσια δράση Του, αν ο απόστολος Παύλος χρειάστηκε αρκετά χρόνια απομόνωσης και προβληματισμού για να ξεκινήσει τις περιοδείες του, πόσο περισσότερο τούτο είναι αναγκαίο για όλους;
Με τα βασανιστήρια της αγίας το σώμα της στρεβλώθηκε, σε σημείο, είπαμε, τελικώς αφανισμού της. Πάνω σ’ αυτό όμως ο εκκλησιαστικός ποιητής προβαίνει σε δύο παρατηρήσεις: Πρώτον, η στρέβλωση του σώματος της αγίας, χάριν του Χριστού, φανέρωνε την ψυχική της σταθερότητα, το όρθιο της προαίρεσής της. Όσο την κτυπούσαν και την «πετσόκοβαν», τόσο το φρόνημά της δυνάμωνε και παρέμενε όρθιο. «Στρεβλούμενον το σώμα αικισμοίς, εδήλου το όρθιον σης προαιρέσεως προς Θεόν, Αναστασία πανεύφημε». Η αγία δηλαδή επιβεβαίωνε έμπρακτα αυτό που είχε πει ο Κύριος: «μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων τι ποιήσαι». Η ψυχή είναι αυτό που μετράει στις δύσκολες στιγμές του βίου, κι αυτό έδειξε η αγία. Δεύτερον, μέσα σε όλα αυτά τα βάσανα, που θα έπρεπε η νεαρή κόρη να έχει αλλοιωμένα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της από τον πόνο και την οδύνη, εκείνη φαινόταν ακόμη περισσότερο ωραία στη μορφή: «Κάλλος το εγκάρδιον τη ορατή μορφή, ένδοξε, διαδοθέν, σε ωραιοτάτην τοις ορώσιν υπέφαινεν». Δηλαδή: Το κάλλος της καρδιάς σου, η εσωτερική ομορφιά σου, ένδοξε, μεταδόθηκε και στην ορατή, εξωτερική, μορφή σου, και σε έκανε να φαίνεσαι ωραιότατη σ’ αυτούς που σε έβλεπαν. Η αγία φανέρωνε, έστω και στα βάσανα, την υπάρχουσα σ’ αυτήν χάρη του Θεού, η οποία πράγματι κάνει τον άνθρωπο και εξωτερικά να λάμπει και να ομορφαίνει. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» υπενθυμίζει ο λόγος του Θεού. Ο άγιος υμνογράφος με τον ύμνο του αυτό τονίζει ακριβώς τον χαρισματικό χαρακτήρα του μαρτυρίου της αγίας Αναστασίας. Ό,τι υπέστη, το υπέστη με τη δύναμη του Θεού. Αλλά για να λειτουργήσει αυτή η δύναμη, έπρεπε να συναντήσει την καλή προαίρεση της αγίας, για την ύπαρξη της οποίας, όπως είπαμε, εργάστηκε η ίδια ασκητικώς εκ νεότητός της.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΖΗΝΟΒΙΟΣ ΚΑΙ ΖΗΝΟΒΙΑ Η ΑΔΕΛΦΗ ΑΥΤΟΥ (30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ)



site analysis

«Οι άγιοι ζούσαν επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και ήταν τέκνα ευσεβών γονέων. Και ο μεν Ζηνόβιος συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα. Καθώς λοιπόν ανακρινόταν, παρουσιάστηκε από μόνη της και η αδελφή του Ζηνοβία. Κτυπώνται λοιπόν κα οι δύο και ρίχνονται σε λέβητα πίσσας. Διατηρήθηκαν όμως με τη χάρη του Χριστού αβλαβείς, οπότε και δέχονται τον διά ξίφους θάνατο».
Ο άγιος Ιωσήφ είναι ο υμνογράφος του κανόνα και των σήμερα εορταζομένων αγίων. Εκτός από αυτόν όμως και άλλοι υμνογράφοι εξαίρουν την αγιότητά τους, όπως για παράδειγμα ο Ιωάννης μοναχός, που και αυτός με την εξαίρετη ποιητική του γραφίδα προβάλλει  την ανδρεία των δύο αδελφών, του Ζηνοβίου και της Ζηνοβίας, οι οποίοι μαρτύρησαν υπερμαχώντας για την πίστη τους στην αγία Τριάδα, ενώ έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου, πνίγοντας μέσα στο αίμα τους τον πονηρό διάβολο. «Ούτοι γαρ της Τριάδος γεγόνασιν υπέρμαχοι∙ και εν σταδίω ανδρείως τον αόρατον εχθρόν, εν τω σεπτώ αυτών αίματι απέπνιξαν, και τον της νίκης στέφανον ενδόξως εκομίσαντο». Η τελευταία επισήμανση είναι σπουδαιότατη. Διότι, πράγματι, δεν υπάρχει, κατά την πίστη μας, ισχυρότερο όπλο που κατακαίει τον διάβολο, από το αίμα των μαρτύρων. Όπου δορυφορούνται μάλιστα τα λείψανά τους, εκεί φυγαδεύεται η όποια δαιμονική ενέργεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας εγκαινιασμένος ναός, στον οποίο τελείται η αναίμακτη λατρεία, η Θεία Ευχαριστία, θεωρείται ό,τι ισχυρότερο κατά του Πονηρού. Διότι ακριβώς εκεί υπάρχει το αίμα του Κυρίου μας – το απόλυτο όπλο – και μαζί με Αυτό τα λείψανα των μαρτύρων που είναι κατατεθειμένα μέσα στην αγία Τράπεζα. Μακάρι οι πιστοί να είχαμε επίγνωση των δυνάμεων που έχουμε μαζί μας, ιδιαιτέρως όταν βρισκόμαστε μέσα στον Ναό.
Ο άγιος  Ιωσήφ στον κανόνα του επιμένει πάρα πολύ  στο γεγονός της ιερωσύνης του αγίου Ζηνοβίου, την οποία συνδέει στενότατα με το μαρτύριό του. Ο άγιος, λέει, παρίσταται ενώπιον του θρόνου του Θεού, «ως ιερεύς ευπρόσδεκτος και μάρτυς άριστος»,  ενώ το μαρτύριο του αίματός του έκανε πιο έντονο το χρώμα της ιερατικής του στολής, καθιστώντας την με τη χάρη του Θεού ιερότερη. «Μαρτυρίου εν αίματι, την στολήν σου, Ζηνόβιε, επιχρώσας ένδοξε, απετέλεσας ιερωτέραν εν χάριτι». Ο άγιος υμνογράφος  εν προκειμένω επισημαίνει μία βασική αλήθεια: τη μαρτυρική  διάσταση της ιερωσύνης – απόρροια της μετοχής στην αρχιερωσύνη του ίδιου του Κυρίου -  η οποία επιτείνεται απλώς και με το μαρτύριο του αίματος. Ιερωσύνη και μαρτύριο δηλαδή βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος, δείγμα ότι ο ιερέας του Χριστού βρίσκεται πάντοτε στον Σταυρό: η διακονία του είναι οδύνη και πάθος. Ορθά όμως βιούμενη αποκαλύπτει και την περικλειόμενη σ’ αυτήν ανάσταση. Κι είναι ευνόητο ότι τούτο πρέπει να το εννοήσουμε και ως προς την πνευματική ιερωσύνη του κάθε βαπτισμένου και χρισμένου πιστού. Μη ξεχνάμε ότι ο κάθε πιστός, έστω και ο απλός λαϊκός, είναι μέτοχος και αυτός της ιερωσύνης του Κυρίου.
Εκθέτοντας ο άγιος Ιωσήφ τα της ιερωσύνης του αγίου Ζηνοβίου, μέσα στα πλαίσια της μαρτυρικής διαστάσεώς της στον κόσμο τούτο, αναφέρεται στον τρόπο ασκήσεώς της: «ιεράτευσεν ως άγγελος», με δύναμη προσευχής τέτοια υπέρ του ποιμνίου του, ώστε να γίνεται αυτή δεκτή από τον Κύριο «ως θυμίαμα». Κι αυτή «η δέησις της ενθέου ψυχής του» συνδυαζόταν με τη διδασκαλία του, η οποία λειτουργούσε ως ποτιστική βροχή στις καρδιές των πιστών που του ενεπιστεύθη Εκείνος. Η εικόνα που χρησιμοποιεί ο άγιος ποιητής είναι πολύ ωραία: «Ομβροτόκος νεφέλη γέγονεν η γλώσσά σου ως υετίζουσα ευσεβείας όμβρους, και πιστών τας καρδίας αρδεύουσα, και προς ευκαρπίαν, τας διανοίας οδηγούσα, εναρέτων, Ζηνόβιε, πράξεων». (Η γλώσσα σου, Ζηνόβιε, έγινε σαν σύννεφο που φέρνει βροχή και που βρέχει την ευσέβεια, ποτίζοντας τις καρδιές των πιστών και οδηγώντας τις διάνοιες για να καρποφορούν τις ενάρετες πράξεις).
 Έτσι η ιερατική διακονία του ευσεβούς Ζηνοβίου οδηγούσε σε διπλό αποτέλεσμα. Πρώτον: να σώζονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι, αυξανόμενοι στον δρόμο της αρετής∙ Δεύτερον: διαρκώς και να μειώνεται η ασέβεια από την αύξηση της ευσεβείας, δηλαδή της αληθινής πίστεως. «Εστένωσας την ασέβειαν, Μάρτυς, πλατυσμώ της αληθούς ευσεβείας…και έσωσας τους χαλεπώς θαλαττεύοντας πλάνης τοις ύδασιν». (Λιγόστεψες την ασέβεια, Μάρτυς, με την αύξηση της αληθινής ευσέβειας…και έσωσες αυτούς που θαλασσοδέρνονταν από τα κύματα της πλάνης). Είναι ευνόητο πόσο σημαντική είναι αυτή η αλήθεια και για εμάς σήμερα: η μείωση της ασεβείας, ως αίρεσης και ως εγωιστικού τρόπου ζωής έρχεται στον βαθμό που εμείς αυξάνουμε την ευσέβειά μας. Αν σήμερα υπάρχουν τόσες αιρέσεις και τόσες αποκλίσεις από τον ορθό τρόπο ζωής, σε ένα μεγάλο ποσοστό οφείλεται και στο δικό μας έλλειμμα ευσεβείας.

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΧΑΡΙΤΙΝΗ



site analysis


«Η αγία Χαριτίνη έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού, όταν Κόμης ήταν ο Δομέτιος, ενώ η ίδια ήταν δούλη κάποιου Κλαυδίου. Ο Κόμης, επειδή άκουσε ότι ήταν χριστιανή, γράφει στον κύριό της να τη στείλει σ’  αυτόν προς εξέταση. Ο κύριός της, που ήταν και αυτός χριστιανός, λυπήθηκε πάρα πολύ, τόσο που ντύθηκε σάκκο και τη θρηνούσε. Η αγία όμως τον παρηγορούσε και του έλεγε: «Κύριέ μου, μη λυπάσαι, αλλά να χαίρεσαι, διότι θα θεωρηθώ ευπρόσδεκτη θυσία στον Θεό, και για τα δικά μου και για τα δικά σου πλημμελήματα». Ο Κλαύδιος τότε, αφού της είπε: «Να με θυμάσαι στον επουράνιο βασιλιά», την αποστέλλει στον Κόμητα. Όταν οδηγήθηκε εκεί και ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό, της ξύρισαν το κεφάλι και έριξαν πάνω σ’  αυτό  αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα την έδεσαν σε βαριά πέτρα και την έριξαν στη θάλασσα. Αλλά αυτή, με τη χάρη του Θεού, εξήλθε και φάνηκε στον Κόμητα. Κι αφού τιμωρήθηκε και με πολλές άλλες τιμωρίες, της έβγαλαν τα νύχια των χεριών και των ποδιών, κι έτσι παρέθεσε το πνεύμα της στον Θεό».
Κι άλλοτε είχαμε σημειώσει ότι κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας το κάθε μαρτύριο που υφίσταται ένας μάρτυρας του Χριστού αντιστοιχεί σε κάτι ανάλογο από πλευράς πνευματικής. Με τα βάσανα δηλαδή που υφίσταται ο μάρτυρας, με τα οποία έμπρακτα μετέχει στον Σταυρό του Χριστού, κτυπά τον διάβολο και τα όργανά του, ενώ ο ίδιος γεμίζει από τις χάρες του ουρανού, παίρνει τα στεφάνια που ο Κύριος δίνει στους συνεπείς δούλους Του, βιώνει δηλαδή την άλλη όψη του Σταυρού, την Ανάσταση. Την πνευματική αυτή πραγματικότητα διαπιστώνουμε και στην αγία Χαριτίνη: ό,τι υφίστατο είχε και το αντίστοιχο πνευματικό αποτέλεσμα.  «Των λεόντων συνέθλασας σιαγόνας, πολύαθλε, σιαγόνων φέρουσα τα συνθλάματα∙ των δε ονύχων εκρίζωσιν γενναίως υπήνεγκας, εκριζούσα τα δεινά της απάτης φρυάγματα∙ θαλαττίοις δε εν βυθοίς απερρίφης, την κακίαν υποβρύχιον ποιούσα του πονηρού πολεμήτορος». Δηλαδή: Σύτριψες τα σαγόνια των λιονταριών, καθώς υπέφερες τα συντρίμματα των δικών σου σαγονιών. Υπέφερες με γενναιότητα το ξερίζωμα των νυχιών σου, ξεριζώνοντας όμως τη φοβερή αλαζονεία της απάτης. Σε ρίξανε στον βυθό  της θάλασσας, πνίγοντας όμως κι εσύ την κακία του πονηρού διαβόλου. Έτσι αν ο διάβολος και οι πονηροί ακόλουθοί του μπορούσαν να δουν τη θετική έκβαση των παθών ενός μάρτυρα, θα σταμάταγαν αμέσως τα μαρτύριά του, γιατί δεν θα άντεχαν να βλέπουν ότι τα μαρτύρια αυτά γίνονταν «μπούμερανγκ» εναντίον τους. Κι η πιο τρανταχτή απόδειξη της αλήθειας αυτής ήταν βεβαίως ο Σταυρός του Κυρίου μας: με το Πάθος Του ελευθερωθήκαμε και λυτρωθήκαμε. Αλλά είναι γνωστό: ο Πονηρός και όλοι οι πονηροί συνεργάτες του δεν διακρίνονται για την εξυπνάδα τους. Πονηροί είναι και όλα τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν, ναι. Όχι όμως έξυπνοι, με την πραγματική σημασία του όρου: να μπορούν να βλέπουν τα πράγματα στο βάθος τους και να διακρίνουν το αληθινό συμφέρον και γι’  αυτούς.
Ο υμνογράφος βεβαίως, πέραν των παραπάνω, δεν χάνει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί το ίδιο το όνομα της αγίας, προκειμένου να προβάλει δύο κατ’ αυτόν πολύ σημαντικά σημεία: Πρώτον, ότι η αγία Χαριτίνη ήταν γεμάτη από τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία την χαρίτωσε με τη χάρη του μαρτυρίου, ώστε να έχει τη δύναμη να χαριτώνει έπειτα και εμάς με τις πρεσβείες της προς τον Κύριο. «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος σε χαριτώσασα», «Ταις σαις μου, ω Χαριτίνη, χάρισι, τον νουν χαρίτωσον, χαριτωθείσα άθλοις ιεροίς». Το μαρτύριο πράγματι ενός αγίου θεωρείται χάρη του Θεού, με το οποίο αποκτά τεράστια δύναμη ενώπιον του Θεού, προκειμένου να βοηθά και εμάς, τους εν τω κόσμω ακόμη ευρισκομένους χριστιανούς. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί ο οιοσδήποτε να υπομείνει τέτοια βάσανα, όχι, όπως έχουμε εξηγήσει και άλλοτε, με την έννοια ότι δεν τα υπομένουν και άλλοι άνθρωποι, ξένοι προς την πίστη του Χριστού, αλλά με την έννοια ότι ο μάρτυρας του Χριστού τα υπομένει χωρίς να χάνει την αγάπη του προς τον εχθρό του. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εδόθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν».
Δεύτερον, ότι η αγία ήταν γεμάτη από τη χαρά που δίνει το Πνεύμα του Θεού. «Της χαράς ως επώνυμος, εν χαρά προσεχώρησας εις νυμφώνα, πάνσεμνε, τον ουράνιον». «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος…χαροποιαίς εφαίδρυνε πλοκαίς και χαράν την αιώνιον κληρονομείν ενίσχυσεν». Η αγία ως επώνυμη της χαράς μπήκε με χαρά στον ουράνιο νυμφώνα. Το άγιο Πνεύμα, μέσα από τα μαρτύρια, την έκανε να χαίρεται με διάφορους τρόπους και την δυνάμωσε να κληρονομήσει και την αιώνια χαρά. Ο υμνογράφος, είπαμε, εκμεταλλεύεται το όνομά της, για να μας υπενθυμίσει ότι η χαρά είναι το χαρακτηριστικό του χριστιανού. Όχι όμως η χαρά, όπως κατανοείται από τον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο: ως διασκέδαση με τις απολαύσεις του κόσμου, ως απομύζηση των τερπνών μόνο του βίου τούτου, που τις περισσότερες φορές όμως αφήνουν μέσα στην καρδιά του ανθρώπου τη στιφάδα του θανάτου. Αλλά η χαρά που έρχεται ως αποτέλεσμα της επιμονής και της πιστότητας του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού. Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μας και όλων των αγίων: θέλεις να χαίρεσαι με τη βαθειά και αναφαίρετη χαρά, που γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου, έστω και μέσα από τις θλίψεις; Δεν έχεις παρά να τηρείς το θέλημα του Θεού, και μάλιστα την εντολή της αγάπης. Είναι μία πρόκληση, που αν κανείς δεν την πειραματιστεί στον εαυτό του, δεν πρόκειται ποτέ να την γευτεί. «Ο γαρ καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά…».