Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Αγία Θεοφανώ η Θαυματουργή σύζυγος του βασιλιά Λέοντα του σοφού



site analysis



Αγία Θεοφανώ
Αγία Θεοφανώ
Εορτάζει στις 16 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.
Εγγύς Βασιλίς Θεοφανώ Κυρίου,
ταις αρεταίς έστηκεν εστιλβωμένη.

Βιογραφία
Η Αγία Θεοφανώ ήταν μια ευσεβέστατη και ενάρετη βασίλισσα, που εξυμνήθηκε πολύ από τους χρονογράφους της εποχής εκείνης, για την ευαγγελική της ζωή, τις ελεημοσύνες της και την άκρα ευσέβειά της.
Ήταν κόρη του Κωνσταντίνου του Μαρτινακίου, του Ιλλουστρίου και της Άννας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ανατράφηκε με επιμέλεια.
Σε κατάλληλη ηλικία, ο βασιλιάς Βασίλειος ο Μακεδόνας την έδωσε για σύζυγο στον γιο του Λέοντα τον Σοφό (886 – 912 μ.Χ.), με τον οποίο για 12 χρόνια ζούσε με αφοσίωση συζυγική και αναγνωρίστηκε αμέσως από τους συγχρόνους της σαν αγία και θαυματουργή για τα πολλά έργα αγάπης που έκανε.
Παρ’ όλο τα μεγαλεία και τον πλούτο που την πλαισίωνε, διατήρησε τη ταπεινοφροσύνη και την μετριοφροσύνη που την χαρακτήριζε πριν. Προτιμούσε να είναι απλά ντυμένη και να βρίσκεται δίπλα στους ανθρώπους που την χρειαζόντουσαν. Γι’ αυτό ντυνόταν απλά για να μην αναγνωρίζεται και με την συνοδεία δύο έμπιστων υπηρετριών της, γύρναγε στα σπίτια των φτωχών και κατατρεγμένων και πρόσφερε την βοήθειά της. Ήταν τόση η πίστη της, που αξιώθηκε να θαυματουργήσει. Όταν εγκατέλειπε η ιατρική επιστήμη κάποιον ασθενή διότι δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει, του επανέφερε την υγεία του η Αγία με την δύναμη της ψυχής της. Παρ’ όλο τις πίκρες που δέχθηκε στη ζωή της η Αγία Θεοφανώ υμνούσε τον Κύριο με μία άσβεστη φλόγα.
Όταν πέθανε, ο σύζυγός της, έκτισε ωραιότατο ναό, κοντά στον ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου εναποτέθηκε το τίμιο λείψανό της. Αυτό μετακόμισε ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και από ‘κεί αργότερα μεταφέρθηκε στο Πατριαρχείο, όπου μέχρι σήμερα σώζεται.

Απολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Προελομένη τα ουράνια πόθω, Θεοφανώ την βιοτήν διεξήλθες, αγγελικώς εν γη περιπολεύουσα• όθεν κατηξίωσαι, ουρανίων χαρίτων, συν Αγγέλων τόξεσι, και Αγίων χορείαις, παριστάμενη τω Παμβασιλεί ον εκδυσώπει, ευρείν ημάς έλεος.

Κοντάκιον
Ήχος δ’. Επεφάνη σήμερον.
Εορτήν σου σήμερον, την λαμπροτάτην, εκτελούντες κράζομεν, Θεοφανώ, πανευσεβώς, τους σε υμνούντας διάσωσον, από παντοίων κινδύνων τους δούλους σου.

Ο Οίκος
Ο των απάντων Πλαστουργός, και βασιλεύς των όλων, το της ψυχής ειλικρινές, της σης ω πανοσία, προγνούς πανσόφως, των φθαρτών, υψώσε σε, λαμπρύνας σε των αρετών ακτίσιν, ώσπερ δέον νυν εν ουρανοίς αυτώ συμβασιλεύουσαν, υμνούμεν σε κράζοντες μετά πόθου, διάσωσον από παντοίων κινδύνων τους δούλους σου.

Αγία Θεοφανώ
Αγία Θεοφανώ
Αγία Θεοφανώ
Αγία Θεοφανώ
Αγία Θεοφανώ
Αγία Θεοφανώ

Πηγή: saint.gr 

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

“Ιερό καθήκον των ορθοδόξων χριστιανών είναι να αντισταθούμε στο κακό με καλό, στον διχασμό με αδελφοσύνη(”ΛΟΓΟΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΑΣ



site analysis
20131211-IMG_3215ΛΟΓΟΣ
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΑΣ
ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ «ΦΩΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 11-12-2013

Σεβασμιώτατοι αρχιερείς

Πανοσιολογιώτατε, αγαπητέ εν Κυρίω πάτερ Εφραίμ

Αγαπητοί εν Κυρίω πανοσιολογιώτατοι πατέρες, οσιώτατοι μοναχοί, φιλόθεοι αδελφοί και αδελφές

Βρισκόμαστε στα πρόθυρα της ενδόξου εορτής της Γεννήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού και πάλιν μετά χαράς και αγάπης σας χαιρετούμε στην δική σας ευλογημένη γη. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ονομάζει τα Χριστούγεννα «επίσημον (δηλ. πολύ σημαντική) εορτήν», «την απαρχήν πασών των εορτών», διότι σε αυτήν ακριβώς θεμελιώνονται όλες οι υπόλοιπες εορτές. Σύντομα όλοι μας θα βιώσουμε τις πανηγυρικές στιγμές της συναντήσεως με την μεγάλη αυτή ημέρα.

Ο κατεξοχήν διδάσκαλος της μετανοίας, ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος στον λόγο του στα Χριστούγεννα γράφει τα εξής: «Η παρούσα νύκτα προσφέρει γαλήνη και ειρήνη στην οικουμένη. Η νύκτα αυτή ανήκει στον Πράο – ας αφήσει ο καθένας μας την οργή και την σκληρότητα• ανήκει στον Ταπεινό – ας δαμάσει ο καθένας μας την υπερηφάνειά του και ας ταπεινώσει την υπεροψία_ του. Ανέτειλε νυν η ημέρα του ελέους – ας μην επιδιώκει κανένας εκδίκηση για την προσβολή που υπέστη• είναι η μέρα της χαράς –  ας μην γίνει κανένας αιτία λύπης η στενοχωρίας για τον άλλον• είναι η μέρα της ευδοκίας – ας συγκρατηθεί κάθε είδους αγριότητα• είναι η μέρα ξάστερη – ας δαμαστεί ο θυμός που αναταράσσει την ειρήνη και την γαλήνη».

Αυτά τα λόγια γράφτηκαν τον 4ο αιώνα μ.Χ. αλλά διαβάζοντάς τα θαρρείς ότι έχουν ειπωθεί στις μέρες μας. Εμείς μετά πολλής λύπης παρατηρούμε ότι σήμερα η ειρήνη και η φιλαδελφία σαν να φεύγουν από την ζωή μας, σε πολλούς υπερισχύει η διάθεση να μην υποχωρήσει ο ένας στον άλλον. Το υψηλό και ιερό καθήκον μας των ορθοδόξων χριστιανών συνίσταται στο να αντισταθούμε στο κακό με καλό, στον διχασμό με αδελφοσύνη. Να μην γογγύζουμε όταν ο Κύριος μας στέλνει θλίψεις και ασθένειες, επειδή αυτό είναι ακριβώς το αστέρι που θα μας οδηγήσει στην σωτηρία. Ας παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας βοηθήσει να ενισχύσουμε την αγάπη μεταξύ των λαών μας και να ξεριζώσουμε το πνεύμα του μίσους που επικρατεί στη σημερινή κοινωνία.

Για μας, τους Ρώσους μοναζόντες -και για τον μοναχικό μας αγώνα, και για την διακονία μας στον κόσμο- το στήριγμα και η πηγή δυνάμεως πάντα υπάρχει το Άγιον Όρος. Οι σχέσεις μας με το Άγιον Όρος γίνονται πιο στενές. Η πνευματική άνθιση στην Μονή μας οφείλεται κυρίως στο παράδειγμα των Αγιορειτών μας αδελφών. Γι  αὐτό, εξ όλης της καρδίας μας σας ευχαριστούμε για αυτήν την πνευματική συμπαράσταση και τις θερμές προσευχές που γίνονται για μας στο Άγιον Όρος.

Από τότε, Γέροντα Εφραίμ, που έγινε μία παρόμοια εκδήλωση στην Αθήνα το 2011, ο Κύριος έκρινε να περάσετε δύσκολες δοκιμασίες, το βάρος των οποίων προσπαθήσαμε και εμείς, κατά το δυνατόν να συμμεριστούμε μαζί σας. Αλλά και όλος ο λαός μας, επειδή μέχρι τώρα με ευγνωμοσύνη ενθυμείται την παρουσία στην Ρωσική γη -σε διάφορες πόλεις και γωνίες της χώρας μας- της Τιμίας Ζώνης της Παναγίας – όπως θα ψάλλει σήμερα η παιδική μας χορωδία: «Η Ζώνη της Παναγίας Θεοτόκου, στον εαυτό της ενώνοντας τον λαό, έζωσε όλην την Πατρίδα μας, από του Ντον μέχρι του Νορίλσκ τα πεδία…»

Με την πάντιμη Ζώνη της η Υπεραγία Θεοτόκος ένωσε όλους τους Ρώσους. Το μεγάλο Ρωσικό έθνος τραυματισμένο, αφενός με τα σκληρά γεγονότα του 20ου αιώνα, αφετέρου δε διαμέσου πολλών προκλήσεων και σκανδάλων του σύγχρονου κόσμου φάνηκε ένας λαός ενωμένος στην πίστη όπως παλαιά, στους περασμένους αιώνες • χάρη ακριβώς σ  αυτού του είδους ένωση η Αγία Ρωσία μπόρεσε να επιβιώσει σε πολλές δυσκολίες και πολλές επιδρομές των αλλοφύλων.

Θα θέλαμε άλλη μία φορά εκ μέρους όλων των ορθοδόξων της Ρωσίας να σας απευθύνουμε λόγια ευγνωμοσύνης για αυτήν την μεγάλη χάρη. Δεν ήταν δυνατόν τέτοιο αγαθό και σημαντικό έργο να έμενε χωρίς την σφραγίδα των πειρασμών και της εκδικήσεως του εχθρού. Ο Παντελεήμων Κύριος που κατέβηκε στην γη σε μορφή δούλου και με πολλή ταπείνωση, Αυτός παραχώρησε να δοκιμαστεί και η Μονή Βατοπαιδίου. Τότε, σε εκείνες τις δύσκολες μέρες, ο Ρωσικός λαός, σαν ένας άνθρωπος στάθηκε στην άμυνα της δικαιοσύνης: μαζεύτηκαν πολλές υπογραφές προς υπεράσπιση του Γέροντα Εφραίμ, στον ορθόδοξο κόσμο κανένας δεν έμεινε αδιάφορος στο γεγονός. Όλοι προσεύχονταν και πίστευαν ότι θα θριαμβεύσει το δίκαιο και η σκέπη της Παναγίας δεν θα εγκαταλείψει την Μονή Βατοπαιδίου. Σε αυτήν την δοκιμασία όλοι οι όντως ορθόδοξοι των λαών μας ενώθηκαν πιο πολύ και έγιναν πιο οικείοι ο ένας στον άλλο.

Τα Χριστούγεννα είθισται να προσφέρουμε δώρα στον πλησίον μας, μιμούμενοι τους αρχαίους μάγους που έφεραν δώρα στο Θεονήπιο. Σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης μας σε εσάς, επιτρέψτε να σας προσφέρουμε το χριστουγεννιάτικο δώρο μας – την συναυλία της χορωδίας των παίδων του ορφανοτροφείου «Παραμυθία» της Μονής μας του Αγίου Νικολάου Μαλαγιαροσλάβετς. Τα κορίτσια θα σας παρουσιάσουν ρωσικούς και ελληνικούς χορούς και τραγούδια, κάλαντα – με σκοπό να σας χαρίσουν την χριστουγεννιάτικη χαρά και για άλλη μία φορά να εκφράσουν την αγάπη μας σε σας, στον λαό σας και την Αγία Εκκλησία σας. Δεχθείτε από μας τις ευχές για την επικείμενη λαμπρή και ευφρόσυνος εορτή της του Χριστού Γεννήσεως, όπως επίσης για το ερχόμενο νέο «ενιαυτόν της χρηστότητος του Κυρίου».

Χριστός γεννάται. Δοξάσατε!
www.pemptousia.gr

Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΒΑΡΕΝΚΑ ΤΟΥ ΣΕΡΚΑΣ ΜΕ ΤΟ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΠΟΥ ΈΒΛΕΠΕ ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. (1914- 1980)



site analysis




Η μακάρια Βάρενκα Πάβλοβνα Σουλάγεβα, γεννήθηκε το 1914 στο χωριό Μάιντανι της επαρχίας Νίζνι - Νόβγκοροντ, από γονείς χωρικούς. Οι γονείς της ήταν ευλαβείς άνθρωποι. Δούλευαν όλη τη βδομάδα και τις Κυριακές πήγαιναν στην εκκλησία. Ή Βάριενκα δεν ξεχώριζε από τ' άλλα παιδιά του χωριού, ακολουθούσε κι αυτή τούς γονείς της στην εκκλησία.

Κάποτε, πού ήταν δεκατριών χρονών, είδε στον ύπνο της μια εκκλησία. Στην εκκλησία βρισκόταν μια γυναίκα με μοναχική περιβολή και γύρω της ήταν πολλοί άλλοι άνθρωποι. Όλοι είχαν τα μάτια στραμμένα πάνω της. Όλοι πήγαιναν στη γυναίκα Εκείνη κι έπαιρναν την ευλογία της. Ή Βάρενκα ήθελε κι αυτή πάρα πολύ να την πλησιάσει, να πάρει κι αυτή την ευλογία της. Σηκώθηκε λοιπόν μετά από τούς άλλους -υπήρχαν εκεί μοναχές, καθώς και ιερείς- και την πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε. 

Τελικά κατόρθωσε να βρεθεί μπροστά της και της είπε:
-           Δώσε μου την ευλογία σου!
-           Όχι, εγώ ευλογώ τους τακτικούς, εκείνους πού εκκλησιάζονται και τις καθημερινές.

Πόση θλίψη ένιωσε στην καρδιά του το μικρό κορίτσι! Ήθελε τόσο πολύ να πάρει την ευλογία της, πού από τότε άρχισε να πηγαίνει κάθε μέρα στην εκκλησία. Και για να μη την κοροϊδεύει ό κόσμος πού την έβλεπε να εκκλησιάζεται καθημερινά, όπως οι καλόγριες, τύλιγε το πρόσωπο της μ' ένα σάλι και πήγαινε στην εκκλησία μέσα από τα περιβόλια.

Λίγο καιρό αργότερα έπεσε σ' έναν ασυνήθιστο ύπνο. Κοιμόταν ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο. Στον ύπνο της είδε τούς ένοικους του παραδείσου και της κόλασης και κατάλαβε τί περιμένει τον άνθρωπο μετά το θάνατο του.

Όταν ξύπνησε, είπε στη μητέρα της:
-           Θυμάσαι όταν άπλωσα τα χέρια μου ψηλά; Αυτό έγινε όταν είδα μια γυναίκα να την δέρνουν με σιδερένια χτένια. Μετά την έριξαν σ' ένα καζάνι πού έβραζε και τρομοκρατήθηκα.

Κι από τότε ή Βάρενκα έπεφτε συχνά σε ύπνωση κι έβλεπε περίεργα και θαυμαστά πράγματα πού είχαν σχέση κυρίως με το μέλλον. Μερικές φορές έλεγε στους ανθρώπους όσα ευαρεστήθηκε ό Κύριος να της αποκαλύψει.
Ό Ματθαίος Λεόντιεφ πέθανε στο Μάιντανι.

Ήταν εποχή πείνας όμως κι οι συγγενείς του δεν ήθελαν να κάνουν το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο και το επιμνημόσυνο δείπνο, όπως συνηθιζόταν στο χωριό. Όταν ή Βάρενκα κοιμήθηκε το βράδυ, είδε στον ύπνο της το Ματθαίο να στέκεται χωμένος ως τα γόνατα σ' ένα πύρινο ποτάμι.
- Πες στους ανθρώπους μας να με βοηθήσουν, της είπε.


Ή Βάρενκα το διηγήθηκε αυτό στους συγγενείς του κι αυτοί μετά αποφάσισαν να κάνουν το μνημόσυνο και το επιμνημόσυνο δείπνο. Μετά απ' αυτό ή Βάρενκα τον ξαναείδε στον ύπνο της, άλλ' αυτή τη φορά καθόταν στην όχθη του ποταμού.
Ή φήμη για το ασυνήθιστο χάρισμα της διαδόθηκε γρήγορα ανάμεσα στους ορθόδοξους πιστούς. Έτσι άρχισαν να την επισκέπτονται πολλοί για να μάθουν την τύχη των νεκρών συγγενών τους.

Στο χωριό ζούσε τότε κάποια ηλικιωμένη γυναίκα, ή Όλγα. Ήταν πάρα πολύ φτωχή κι αδύνατη. Ό φράχτης γύρω από το σπίτι της ήταν από καλαμωτή και ξεχαρβαλωμένος. Για το κόψιμο των ξύλων είχε ένα δικέλλι αντί για τσεκούρι, ενώ ή αυλή της ήταν σκεπασμένη με χιόνι. Δεν είχε ούτε τη δύναμη ούτε το χρόνο να την καθαρίσει, γιατί είχε επίσης να φροντίσει ένα άλογο και μια αγελάδα. Χωρίς τα ζωντανά αυτά κανένας χωρικός δεν μπορούσε να επιβιώσει εκεί. Όσο θυμόταν τον εαυτό της δούλευε συνέχεια, ή ζωή της ήταν πολύ σκληρή. Κι όταν πέθανε, ή Βάρενκα την είδε στον παράδεισο.

Μερικές φορές τη ρωτούσαν για κάτι μα εκείνη δεν απαντούσε αμέσως. Την απάντηση την έδινε όταν ξυπνούσε από τον ύπνο της. την επόμενη φορά.
Κάποτε, αρκετές μέρες πριν από τον ύπνο της, εμφανίστηκε άγγελος και της είπε να μην απομακρυνθεί από το σπίτι, μήπως πέσει κάπου και δεν είχε κανένα να την φροντίσει. Κι όταν μετά έπεσε να κοιμηθεί, έμοιαζε με νεκρή. Τα άκρα τού σώματος της μούδιασαν κι έμεινε ακίνητη.

Μια άλλη φορά στην εκκλησία, μόλις τέλειωσε ή θεία λειτουργία, ή Βάρενκα είπε στην Αναστασία Άσταφίεβα, πού ήταν φίλη της:
-           Πάμε σπίτι, θα κοιμηθώ σε λίγο.
-           Δεν πήγα ακόμα να προσκυνήσω το σταυρό, απάντησε εκείνη.
-           Γρήγορα, της είπε βιαστικά ή Βάρενκα. Δεν είχαν φτάσει καλά καλά στην πλατεία, όταν ή Βάρενκα αποκοιμήθηκε. Χρειάστηκε να βρουν ένα φορείο για να την μεταφέρουν στο σπίτι.

Μερικές φορές, την ώρα πού κοιμόταν, διηγιόταν με λεπτομέρειες αυτά πού έβλεπε τη στιγμή εκείνη. Τις ιστορίες αυτές τις είχαν καταγράψει μερικοί, γέμισαν ολόκληρο βιβλίο μ' αυτές. Όταν όμως άρχισαν οι διωγμοί πέταξαν το βιβλίο στη φωτιά, επειδή φοβούνταν τούς άθεους.

Τις αποκαλύψεις αυτές τις έβλεπε συνέχεια για δέκα περίπου χρόνια. Κάποτε είπε πώς είχε δει την Παναγία, πώς την καθοδηγούσε ό άγιος Νικόλαος, πώς υπάρχει ένας πύρινος ποταμός πού πρέπει να τον περάσει κάθε ψυχή μετά το θάνατο της. Έδειξε μάλιστα ένα σημείο στο χέρι της πού είχε καεί ως το κόκκαλο, από μια σταγόνα τού πύρινου ποταμού πού έπεσε πάνω της.

Κάποτε οι αρχές έμαθαν για τη Βάρενκα κι από τότε μέλη της Κομσομόλ πήγαιναν πολλές φορές στο σπίτι της την ώρα πού κοιμόταν. Πολλές φορές την χτυπούσαν, με την ελπίδα πώς θα ξυπνούσε και θ' αποκάλυπταν την «άπατη» της. Μετά ήρθαν και γιατροί από το Γκόρκυ (Νίζνι -Νόβγκοροντ). Της έκαναν δραστικές ενέσεις ταχείας ενέργειας, έχοντας τον ίδιο σκοπό με τα μέλη της Κομσομόλ. Της έκαναν τόσο μεγάλες δόσεις και τόσο συχνά, ώστε όταν ξυπνούσε, δεν μπορούσε ούτε τα χέρια της να κουνήσει.

Ότι κι αν έκαναν οι άθεοι όμως, δέ ήταν ικανό να την ξυπνήσει. Έτσι αποφάσισαν να τη μεταφέρουν σ' ένα νοσοκομείο, για να συνεχίσουν εκεί τα πειράματα τους.
Κάποτε είχαν ήδη φτάσει κοντά της και προσπαθούσαν να τη σηκώσουν. Την βρήκαν όμως τόσο βαριά, πού δεν μπόρεσαν να την μετακινήσουν από το κρεβάτι της.
- Δεν πειράζει, είπαν. Αύριο θα 'ρθουμε με το αυτοκίνητο και θα τη μεταφέρουμε μαζί με το κρεβάτι της.

 Όταν έφυγαν εκείνοι, ξύπνησε ή Βάρενκα. Ή μητέρα της της είπε τί είχαν σκοπό να της κάνουν οι γιατροί και παραπονιόταν επειδή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Την ίδια μέρα ή Βάρενκα μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε από το σπίτι. Για μερικά χρόνια περιπλανιόταν στους ιερούς τόπους της περιοχής τού Βόλγα, μερικές φορές μόνη της κι άλλοτε με παρέα.

Μια φορά ό ιερέας π. Πέτρος της έστειλε τα θεία δώρα πού τα είχε τοποθετήσει σε μια εικόνα κατάλληλα προσαρμοσμένη. Μετά οι μπολσεβίκοι πήγαν να συλλάβουν τον π. Πέτρο στο σπίτι του. Με το πού πλησίασαν στην πόρτα του όμως, εκείνος έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε.


Το 1936 ή Βάρενκα ήταν είκοσι δύο χρονών. Τότε πήγε μαζί με κάτι φίλους στο γέροντα Ιωάννη Άρντατόφσκυ, πού ήταν φημισμένος σ' ολόκληρη την περιοχή για την άγια ζωή του και το προορατικό του χάρισμα. Εκείνος της είπε:
-           Πήγαινε στο Σάρωφ. δεν είναι μακριά από δώ. Οι φίλοι της δεν ήθελαν να την ακολουθήσουν,
βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι τους. Έτσι και κείνη, επειδή φοβήθηκε πώς ή μητέρα της θ' ανησυχούσε, δεν πήγε στο Σάρωφ.
-           Καλύτερα να πάω σπίτι πρώτα, να ενημερώσω και τη μητέρα μου, σκέφτηκε.

Μετά έφυγε από το σπίτι για την Πίλνα, όπου συγκατοίκησε με τις αδελφές Όπάρινυ στο σπίτι τους, για ν' αποφύγει την καταδίωξη. Έπειτα έφυγε και από κει μαζί με μια κοπέλα, τη Δάμασα, για να πάει στο Σάρωφ. Εκεί όμως κρύβονταν σ' ένα απομονωμένο σημείο έξι αστυνομικοί και την περίμεναν. Ένας απ' αυτούς την κυνηγούσε πολύ καιρό. Τ' όνομα του ήταν Γαβρίλωφ.

Ή Βάρενκα κατάλαβε πώς δέ θα την άφηναν να πάει στο Σάρωφ κι έκανε μια θερμή προσευχή στην Παναγία.

Οι αστυνομικοί την έπιασαν και την έδειραν ανελέητα. Την κλωτσούσαν, τη χτυπούσαν με σιδερόβεργες. Της έδωσαν τόσο ξύλο. πού το πρόσωπο της παραμορφώθηκε, έμοιαζε με κόκκινη μάσκα. Το αίμα έτρεχε από το στόμα και τ' αυτιά της. Μετά ετοιμάστηκαν να την ατιμάσουν, μα εκείνη τη στιγμή ή Παναγία την προστάτεψε και μια αόρατη δύναμη τούς εμπόδισε να την πλησιάσουν.

Στο τέλος πήραν τις κοπέλες στην αστυνομία, μα ή σκέψη της τιμωρίας της δεν τούς είχε εγκαταλείψει. Όταν ή Βάρενκα ζήτησε κάτι να πιει της έδωσαν νερό. Μα μέσα έριξαν λίγο αρσενικό, δήθεν πώς της έδωσαν φάρμακο. Οι αστυνομικοί παραξενεύτηκαν πολύ πού δεν πέθανε. Περίμεναν να δράσει το φάρμακο, όταν όμως δεν είδαν κανένα σημάδι δηλητηρίασης, της είπαν:

-           Πόσο σφριγηλή γυναίκα είσαι... Ίσως να είσαι και αγία.
Από τότε όμως ή Βάρενκα έχασε τα πόδια της, δεν την κρατούσαν πια. Τα υπόλοιπα σαράντα χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο κρεβάτι. Μόνο από τη μέση και πάνω όριζε τον εαυτό της.

-           Αυτό είναι το δικό μου Σάρωφ, έλεγε. Ή ανυπακοή μου φταίει.
Από τότε σταμάτησε κι ή ύπνωση της. Συνέχισαν όμως να την κυνηγούν οι αρχές κι έτσι δεν μπορούσε να μείνει για πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Έπρεπε να μετακινείται από τόπο σε τόπο, όποιος κι αν ήταν ό καιρός. Το χειμώνα την μετέφεραν σ' ένα καλάθι, δεμένο σε φορείο.

Μια νύχτα πού ό καιρός ήταν πολύ άσχημος, ένας ανεμοστρόβιλος την παρέσυρε κι ή Βάρενκα έπεσε από το καλάθι. Οι συνοδοί της την έχασαν, δεν την βρήκαν αμέσως. Κι όπως γύριζαν όλη νύχτα να τη βρουν, μπερδεύτηκαν κι έχασαν το δρόμο. Άργησαν πολύ να την εντοπίσουν.

Ή Βάρενκα δεν υπόφερε μόνο από τούς αθεϊστές, αλλά κι από ανθρώπους πού βρίσκονταν κοντά της. Στην αρχή την φρόντιζε ή 'Άννουσκα, πού είχε το παρατσούκλι «Κουλή», και ή Νιούρα. Όταν κάτι δεν άρεσε στην 'Άννουσκα, χτυπούσε την ανάπηρη Βάρενκα άγρια. Αίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκε ή Νιούρα και πήρε όλα τα πράγματα της Βάρενκα, έκτος από τις εικόνες και το κρεβάτι της. Σύντομα όμως το σπίτι όπου έμενε με τον άντρα της, πήρε φωτιά και κάηκε. Μετά έχτισαν άλλο, πού κάηκε κι αυτό. Τότε μόνο κατάλαβε ή μητέρα της Νιούρα πώς την τιμωρούσε ό Κύριος επειδή έκλεψε την ανάπηρη Βάρενκα και πήγε να ζητήσει συγγνώμη για λογαριασμό της κόρης της.

Τελικά ή Βάρενκα κατόρθωσε ν' αγοράσει ένα μικρό αλλά καλοφτιαγμένο σπίτι, με χρήματα πού της έδιναν οι χριστιανοί. Την επισκέπτονταν πολλοί άνθρωποι. Μερικοί της ζητούσαν να προσευχηθεί γι' αυτούς, άλλοι ζητούσαν πνευματική καθοδήγηση. Οι αρχές παρατήρησαν πώς την επισκέπτονταν πολλοί άνθρωποι κι όταν έμαθαν το λόγο της επίσκεψης τους, αποφάσισαν να τη διώξουν. Άρχισαν να πιέζουν τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του σπιτιού να της επιστρέψει τα χρήματα και να πάρει πίσω το σπίτι. Τρομοκρατημένος ό πρώην ιδιοκτήτης συμφώνησε. Ό Θεός όμως ού μυκτηρίζεται. Την άλλη μέρα πέθανε ό πρώην ιδιοκτήτης και το σπίτι παρέμεινε στη Βάρενκα.

Κάποτε επισκέφτηκε τη Βάρενκα ή Ντάρια Ζαϊκίνα κάθισε λίγο μαζί της κι έπειτα ετοιμάστηκε να φύγει. Ή Βάρενκα όμως της είπε:
-           Μη φύγεις. Υπάρχουν τόσο πολλά πονηρά πνεύματα στο σπίτι...
Λέγοντας αυτά ή Βάρενκα. κάλυψε το κεφάλι της με την κουβέρτα.
-           Βάρενκα, κοίταξε με, είπε ή Ντάρια.
-           Δεν μπορώ ν` ανοίξω τα μάτια μου, είναι τόσο φοβερά.
Εκείνη τη στιγμή έμπαινε μέσα μια γυναίκα πού άρχισε να προσεύχεται και είπε:
-           Πηγαίνετε από κει πού ήρθατε.
Ό δαίμονας αποκρίθηκε με αντρική φωνή:
-           Κανένας μας δεν είναι εκεί τώρα, είμαστε μαζεμένοι όλοι εδώ στη γη. Σε όποιον δέ φορά σταυρό και δεν κρατά κομποσκοίνι τού κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Μετά γύρισε στη Βάρενκα και είπε:
-           Βγάλε τα αυτά, πέταξε τα γρήγορα!
-           Δέ θα τα βγάλω, δέ θα τα πετάξω, απάντησε ή Βάρενκα.
Δυό φορές ό δαίμονας πρόβαλε την ίδια απαίτηση και δύο φορές τού απάντησε ή Βάρενκα. Ξαφνικά ό δαίμονας είπε με μανία:
-           'Αχ, τί μεγάλη μπουκιά πού είσαι! Έχεις κρεμάσει μέσα σου ένα παλιόσχοινο (κομποσκοίνι), αλλιώς θα σε πέταγα έξω ολόκληρη.
Μετά την άρπαξε, τη σήκωσε ψηλά και τη χτύπησε δυνατά.
Κι ό δαίμονας συνέχισε να την βασανίζει ολόκληρο εικοσιτετράωρο, για να την τρομοκρατήσει.
-           Παναγία μου, βοήθησε με, κραύγαζε εκείνη.
Εκείνο τον καιρό οι δαίμονες την επισκέπτονταν τακτικά στο σπίτι, το 'χαν βάλει σκοπό να την τρομοκρατήσουν. Μόνο όταν εμφανίστηκε ή ίδια ή Παναγία κι ακούμπησε στο κεφάλι της ένα πετραχείλι, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Με το πού παρουσιάστηκε ή Παναγία, οι δαίμονες εξαφανίστηκαν, έγιναν καπνός.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ Γ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΡΙΕΣ.
ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ. ΑΘΗΝΑ 2012
--------------------------------------------------------------------------
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Η Αγία μάρτυς Λουκία(+13 Δεκεμβρίου)



site analysis


Η Αγία Λουκία έζησε γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από τις Συρακούσες της Σικελίας.

Μοναχοκόρη, είχε ορφανέψει μικρή από τον πατέρα της και έμεινε μόνη με τη μητέρα της, η οποία ήταν βαριά άρρωστη με μία ανίατη ασθένεια. Έχοντας απελπιστεί από την βοήθεια των γιατρών, ευελπιστούσαν μόνο στη Θεία Χάρη για την ίαση της ασθένειάς της. Γι' αυτό μετέβηκαν στην Κατάνη, όπου βρίσκονταν το λείψανο της Αγίας Αγαθής ( 5 Φεβρουαρίου).

Η Αγία Λουκία μαζί με την μητέρα της στον τάφο της Αγίας Αγάθης

Το βράδυ που έπεσε να κοιμηθεί η Λουκία, αφού είχε προσευχηθεί θερμά για την υγεία της μητέρας της, είδε την Αγία Αγαθή σε όραμα. Η Αγία της είπε ότι η μητέρα της θα γιατρευτεί, αλλά η ίδια θα στεφθεί το στέφανο του μαρτυρίου. Η Λουκία περιχαρής, ξύπνησε το πρωί για την ανάρρωση της μητέρας της, αλλά και για το μαρτυρικό στέφανο που την περίμενε.
Datei:SantaLucia.jpg
Το λείψανο της Αγίας Λουκίας στην Βενετία

Όταν γύρισαν στις Συρακούσες την κατήγγειλαν στον αυτοκράτορα Δέκιο, λόγω του φιλανθρωπικού και χριστιανικού της έργου. Επειδή δε δεν απαρνήθηκε την πίστη της στον Κύριο, διατάχθηκε ο θάνατός της. Η αγία Λουκία παρέδωσε το πνεύμα της κάτω από το ξίφος του δημίου.
proskynitis.blogspot.com

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Η ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ



site analysis


Όσιομάρτυς Μαργαρίτα, ή ηγουμένη μάρτυρας του Μενζελίνσκ

H μητέρα  Μαργαρίτα  (κατά κόσμον Μαρία) Μιχαήλοβνα ήταν ηγουμένη της μονής του Προφήτου Ήλιου στο Μενζελίνσκ, της επισκοπής της Ουφας.  Προτού γίνει μοναχή ή Μαρία Μιχαήλοβνα ζούσε στο Κίεβο. Εξομολόγος της ήταν ό πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Κορσακόβσκι, προϊστάμενος του ναού της Κιεβο-Γεωργιέβσκαγια, στην ενορία όπου έμενε ή Μαρία.

Στ' απομνημονεύματα του ό πρίγκιπας Ν. Ζεβαχώφ, πού τη γνώριζε πολύ προτού γίνει μοναχή, έγραφε:
«Στο πρόσωπο της Μαρίας έβλεπε την ενσάρκωση της ένθερμης πίστης και της αγάπης της για το Θεό. Ήταν κοντή κι αδύνατη, μια γυναίκα πού έκαιγε πάντα σαν κερί μπροστά στο Θεό.

Όλοι όσοι την ήξεραν, γνώριζαν πώς γεννήθηκε μόνο και μόνο για να θερμαίνει τους άλλους με την αγάπη της.»

Ό πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Κορσακόβσκι έβλεπε τη διάθεση της Μαρίας, ότι υπόφερε και μελαγχολούσε ζώντας στον κόσμο. Ή συνείδηση της δεν συμβιβαζόταν, δεν είχε «μισή» καρδιά. Σε κάθε της πρόβλημα συμβουλευόταν τον πνευματικό της. Ή αμέτρητη αγάπη πού είχε για τούς συνανθρώπους της, την ωθούσε ν' αναζητά ευκαιρίες για να βοηθήσει. Ή απέραντη συγκαταβατικότητα στην ανθρώπινη αδυναμία όμως δεν την οδηγούσε σε συμβιβασμούς με τη συνείδηση της. Δεν ήταν δίψυχη, δεν είχε τίποτα πού να κρύβεται δήθεν από ευσέβεια, ενώ στην πραγματικότητα εκφράζει μόνο αδιαφορία στο χριστιανικό καθήκον... Τέτοιοι άνθρωποι πού δίνουν τα πάντα στους άλλους χωρίς να ζητάνε τίποτα, μοιάζουν να είναι μόνοι...Κανένας δέ θα τούς ρωτήσει αν χρειάζονται κι αυτοί κάτι, κάποια υποστήριξη ή φροντίδα. Πηγαίνουν κοντά τους μόνο όταν έχουν την ανάγκη τους και τούς αγνοούν όταν δεν τούς χρειάζονται...Στήν πραγματικότητα όμως ποτέ δέ νιώθουν μοναξιά».


Μετά τη μοναχική κουρά της ή μοναχή Μαργαρίτα έζησε αρχικά σ' ένα γυναικείο κοινόβιο, όπου υπήρχε κι ή εικόνα της Παναγίας «Χαρά και Παρηγοριά», στην περιοχή Σέρπουχωφ της επαρχίας της Μόσχας. Ηγουμένη εκεί ήταν μια ηλικιωμένη κοντέσα, ή Όρλόβα-Νταβίντοβα. Αυτή ή περίοδος ήταν μια πολύ σκληρή δοκιμασία για τη Μαργαρίτα, πού απαιτούσε μεγάλη ανδρεία, υπομονή και ταπείνωση.
 Στις 18 Ιανουαρίου του 1917, με διάταγμα της Ιεράς Συνόδου, ή μοναχή Μαργαρίτα διορίστηκε ηγουμένη της Ιεράς Μονής του Προφήτη Ηλία, στο Μενζελίνσκ της επισκοπής Ούφας. Ή τελετή ενθρόνισης έγινε στη Μόσχα και παραστάθηκε επίσης ή Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ Φιοντόροβνα, πού αγαπούσε πολύ την ηγουμένη Μαργαρίτα. Το 1917 στο μοναστήρι ζούσαν 50 μοναχές και 248 δόκιμες.
Όπως γράφει ό π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος στο βιβλίο του «Νεομάρτυρες της Ρωσίας», «ή ηγουμένη Μαργαρίτα διακρινόταν για την εξαίρετη μόρφωση της, τη σύνεση, αλλά και την αυστηρή ασκητική ζωή της. Οργάνωσε το μοναστήρι της κατά τα πρότυπα των παλαιών μοναστηριών της Ελλάδος. Μια από τις μοναχές πού επέζησε ως τις μέρες μας, ή μοναχή Άλεφτίνα. τυφλή στα τελευταία της χρόνια, διέσωσε τις πληροφορίες πού καταγράφουμε. Οι μοναχές, με την έμπνευση και καθοδήγηση της ηγουμένης Μαργαρίτας, ζούσαν αυστηρή μοναχική ζωή, τελώντας ανελλιπώς τις ακολουθίες και το μοναχικό τους κανόνα. Όλες εργάζονταν με πνεύμα θυσίας και πολύ φιλότιμο στα διακονήματά τους

. Το μοναστήρι είχε πολλούς κήπους με οπωροφόρα δέντρα, λαχανόκηπους, χωράφια, μελίσσια κλπ. Διέθετε ακόμα και εργαστήριο καλλιτεχνικών φωτογραφιών, κάτι σπάνιο και πρωτοποριακό για εκείνη την εποχή».
Προς το τέλος του 1918 ό Λευκός Στρατός εγκατέλειψε το Μενζελίνσκ και τις γειτονικές πόλεις κι ή μητέρα Μαργαρίτα αποφάσισε να μη μείνει στην κυριαρχία των μπολσεβίκων.Βρισκόταν στην αποβάθρα, έτοιμη να φύγει, όταν της παρουσιάστηκε σε όραμα ό άγιος Νικόλαος και της είπε: - Γιατί αποφεύγεις και αρνείσαι το στεφάνι σου;

Ξαφνιασμένη από το όραμα ή ηγουμένη Μαργαρίτα γύρισε στο μοναστήρι και διηγήθηκε στον ιερέα αυτό πού είδε.
Με την αίσθηση ότι σύντομα θα έπρεπε να δοκιμαστεί για την πίστη της, ζήτησε να της ετοιμάσουν ένα φέρετρο κι έδωσε εντολή να την ενταφιάσουν την ίδια μέρα του θανάτου της, αμέσως μετά την κηδεία.

Την άλλη μέρα την ηγουμένη Μαργαρίτα την συνέλαβαν ως «άντεπαναστάτρια». Την τράβηξαν βίαια από την εκκλησία στην αυλή του μοναστηριού την ώρα της ακολουθίας. Ζήτησε να την αφήσουν να κοινωνήσει, μα εκείνοι αρνήθηκαν. Την πυροβόλησαν αμέσως εκεί, στον αυλόγυρο. Μετά οι αδελφές του μοναστηριού της έψαλαν την κηδεία κι έπειτα την ενταφίασαν πίσω από το Ιερό της εκκλησίας, εκεί ακριβώς πού την πυροβόλησαν.

Ό ιερέας είχε παραξενευτεί πολύ με την απαίτηση της ηγουμένης να ενταφιαστεί την ίδια μέρα του θανάτου της. Μόνο την επόμενη μέρα έγινε κατανοητό το αίτημα της. Τότε οι ίδιοι τσεκάδες  πού είχαν θανατώσει την ηγουμένη Μαργαρίτα έφεραν στο μοναστήρι έναν μουσουλμάνο μουλά για να τον θανατώσουν και ζήτησαν να ταφεί σ' έναν τάφο, μαζί με την ηγουμένη Μαργαρίτα. Ή ηγουμένη όμως είχε ήδη ενταφιαστεί κι έτσι οι τσεκάδες δεν μπόρεσαν να εκτελέσουν το σκοπό τους. Έτσι πήραν τον μουλά κι έφυγαν.

Ένας μεγάλος Ρώσος γέροντας, μάλλον ό σταρετς Αμβρόσιος της Οπτινα θα πρέπει να ήταν, είχε προφητέψει πώς στη διάρκεια διοίκησης μιας ηγουμένης στο μοναστήρι θα οικοδομηθεί μια εκκλησία, στη διάρκεια διοίκησης της δεύτερης ή ίδια ή ηγουμένη θα γίνει μάρτυρας και στη διάρκεια ηγουμενίας της τρίτης, θα πέσουν οι καμπάνες. Ή προφητεία εκπληρώθηκε. Ή ηγουμένη Μαργαρίτα έγινε μάρτυρας. Στην ηγουμενία της επόμενης μονάχης, της τρίτης, οι μπολσεβίκοι πήραν τις καμπάνες της εκκλησίας κι έκλεισαν το μοναστήρι.

Τη δεκαετία του 1970, πού το μοναστήρι ήταν ακόμα κλειστό, κάποιοι άνθρωποι αποφάσισαν να σκάψουν ένα λάκκο πίσω από το ιερό του ναού. Ξαφνικά έπεσαν πάνω σ' ένα φέρετρο. Μέσα στο φέρετρο βρήκαν το άφθαρτο λείψανο της ηγουμένης Μαργαρίτας, μ' ένα σταυρό στο στήθος. Από σεβασμό δεν πείραξαν το φέρετρο, αλλά βρήκαν άλλον τόπο για να σκάψουν το λάκκο.




πηγή:ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ Γ -ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΡΙΕΣ.
ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ. ΑΘΗΝΑ 2012