Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Η αγία οσιομάρτυς Σωσάννα



site analysis


IMG_2070 (1)
Η μνήμη της τελείται στις 19 Σεπτεμβρίου.
Λίθο πολύτιμο, ατίμητο μαργαριτάρι στο περιδέραιο της πίστεως, κρίκο χρυσό στην αλυσίδα των αγίων της Εκκλησίας μας αποτελεί η οσιομάρτυς Σωσάννα. Γυναίκα ανδρεία (Παροιμ. λα΄ 10), που απώθησε το ασθενές του φύλου της και με την ισχύ της θείας χάριτος, που ” πάντοτε τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί “, ενεδύθη με ανδρικό φρόνημα, με την ” πανοπλία του Θεού ” (Εφεσ. στ΄ 11) και νικηφόρως διεξήγαγε τον αγώνα της στην ασκητική και αθλητική παλαίστρα.
Άνθος ευθαλέστατο, που προήλθε από δυσσεβή ρίζα, ανεβλάστησε η Σωσάννα από πατέρα Έλληνα ειδωλολάτρη και μητέρα Εβραία, τον Αρτέμιο και τη Μάρθα, κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού (286-305). Πατρίδα είχε την Παλαιστίνη. Σε νεαρή ηλικία αρνήθηκε την ” ασέβεια και τις κοσμικές επιθυμίες ” (Τιτ. α΄ 12), προσέτρεξε στην πίστη του Χριστού, κατηχήθηκε και ομολόγησε μιά πίστη και “εν βάπτισμα” (Εφεσ. δ΄ 5) ενώπιον του πρεσβυτέρου Σιλβανού.
Με το θάνατο των γονέων της, η Σωσάννα ελευθερώνει τους δούλους της και υπακούοντας στο θεϊκό πρσταγμα “πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς “(Ματθ. ιθ΄ 21) διανέμει την περιουσία της στους έχοντες ανάγκη και ακολουθεί το δρόμο της μοναδικής πολιτείας. Ενδύεται ανδρικά ενδύματα, “κείρεται την κεφαλή” και καταφεύγει σε ανδρικό κοινόβιο με το όνομα Ιωάννης. Στη Μάνδρα αυτή της περιοχής των Ιεροσολύμων, που αναδεικνύεται για τη Σωσάννα σχολείο αρετών, “απεκδύεται τον παλαιό άνθρωπο “(Κολοσ. γ΄ 9) και με συνεχείς αγώνες επιδιώκει την ηθική τελείωση και τη νήψη κατά την προτροπή του αποστόλου Πέτρου (Α΄ Πετρ. ε΄ 8). Αναδεικνύεται προϊστάμενος της Μάνδρας και η φήμη της ως Ιωάννου ξεπερνά τα στενά όρια του περιβάλλοντος της Μονής. Οι Άγγελοι χαίρονται στον ουρανό και οι δαίμονες φρίττουν βλέποντες την πνευματική προκοπή της Σωσάννης. Αυτοί βάζουν μιά προσκυνήτρια να συκοφαντήσει τη Σωσάννα, που θεωρούσε άνδρα, ότι προσπάθησε να την παρακινήσει στην αμαρτία. Η γενναία, όμως, δούλη του Χριστού δέχεται προθύμως το πικρό ποτήρι της συκοφαντίας. Πιστεύει ότι στο τέλος η αλήθεια θα λάμψει σαν τον ήλιο, όπως και έγινε.
Ο επίσκοπος Ελευθερουπόλεως που ήλθε για ανακρίσεις πρότεινε την καθαίρεση του Ιωάννου, που, όμως, αμυνόμενος ζήτησε δύο παρθένες διακόνους της Εκκλησίας, ενώπιον των οποίων απεκάλυψε την γυναικεία του φύση. Ο Επίσκοπος εκπληττόμενος, όχι μόνο απάλλαξε τον Ιωάννη – Σωσάννα από την κατηγορία, αλλά θαυμάζων το σθεναρό της φρόνημα τη χειροτονεί διάκονο της Εκκλησίας. Από τη θέση αυτή η Σωσάννα υπηρέτησε την Εκκλησία με πολύ ζήλο και απόλυτη αφοσίωση ” τω πνεύματι ζέουσα τω Κυρίω δουλεύουσα” (Ρωμ. ιβ΄ 1). Έτσι έγινε δοχείο ουρανίων δωρεών και προικίσθηκε και με τη χάρη των θαυμάτων. Η καρδιά της, φωτιά που φλεγόταν από την αγάπη προς το Νυμφίο Χριστό ζητεί τώρα να ενωθεί όσο το δυνατό ενωρίτερα μαζί του. Επιθυμεί διακαώς το μαρτύριο.
Όταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος έρχεται στην Ελευθερούπολη και προσφέρει θυσία στα αναίσθητα είδωλα, η Σωσάννα τα κρημνίζει με μόνη την προσευχή της και με παρρησία ομολογεί την “καλή ομολογία “(Α΄ Τιμοθ. στ΄ 12). Ο δρόμος του μαρτυρίου ανοίγεται τώρα μπροστά της. Τραχύς μα ωραίος θέλγει τη γενναία αθλήτρια. Της κόβουν τους μαστούς, αλλά με τη χάρη του Θεού, αυτοί ξαναγίνονται υγιείς. Και τότε το θαύμα παίρνει άλλες διαστάσεις. Το πλήθος των παρισταμένων μη μπορώντας να κατανοήσει το γενόμενο πιστεύει στο Θεό, δέχεται προθύμως το μαρτύριο και αποκεφαλίζεται. Συναριθμείται έτσι στο πλήθος των αθλητών της πίστεως.
Στο στόμα της μακαρίας Σωσάννης οι άνομοι δήμιοι ρίχνουν λειωμένο μόλυβδο, που της κατακαίει τα σπλάγχνα. Και πάλι, όμως, με τη χάρη του Θεού, μένει αβλαβής. Ντροπιάζονται οι ασεβείς από τα καταπληκτικά αυτά γεγονότα. Εθελοτυφλούν με το να απορρίπτουν την αλήθεια της αληθινής πίστεως. Επιμένουν να προτιμούν το σκοτάδι από το φως. Έτσι κτυπούν ανελέητα τη Σωσάννα και τέλος το βασανισμένο της σώμα το ρίχνουν στη φωτιά.
Από αυτήν η ψυχή της πολυάθλου μάρτυρος εξέρχεται στεναφηφόρος. Παίρνει τον κότινο της νίκης, ” τον αμαράντινο της δόξης στέφανο ” (Α΄ Πετρ. ε΄ 4) που της παραδίδει ο Κύριος καλώντας της κοντά του στην άληκτη μακαριότητα, στη βασιλεία των ουρανών. Εκεί η Σωσάννα απολαμβάνει τη θέα του κάλλους του ωραίου της Νυμφίου και τον παρακαλεί να καταστήσει και όλους εμάς άξιους μιμητές του ηρωϊκού της φρονήματος και της προς αυτόν αμετάθετης αγάπης και πίστεώς της.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Υμνογράφος
ΠΗΓΗ.ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Προφητείες της Οσίας μοναχής Μακαρίας († 18 Ιουνίου 1993)



site analysis

Από το βιβλίο του Ghenadie Durasov «Οσία μοναχή Μακαρία, η παρηγοριά των
θλιβομένων» (στα ρουμανικά).
...Σύντομα θα συμβεί κάτι…
-Τι συγκεκριμένα μάτουσκα;
-Πόλεμος, πόλεμος θα είναι παντού, θα αρχίσουν να χτυπιούνται μεταξύ τους με ρόπαλα
… Δεν θα υπάρχει κάποιος να θάψει τους νεκρούς. και πολλοί άνθρωποι θα πεθάνουν. Όταν θα αρχίσουν να χτυπιούνται με τα ρόπαλα όλοι θα γελάνε. Όταν όμως θα αρχίσουν να τους πυροβολούν όλοι θα κλαίνε (4 Μαρτίου 1992).
-Βλέπετε πόσο σκοτεινά είναι όλα; Οι μάγοι τα σκοτείνιασαν όλα.
Θα τους πετάνε σ’ έναν λάκκο και εκεί θα τους θάβουν (28 Μαΐου 1992).
Σας το ξαναείπα. Σύντομα όλα θα είναι σκοτεινά (17 Νοεμβρίου 1987).
-Ο ήλιος έλαμπε και τον χειμώνα. Τώρα δεν θα λάμπει ούτε το καλοκαίρι. Οι μάγοι θα ρίξουν κατάρες
… Αυτή είναι μόνο η αρχή. Σύντομα θα κάνει πολύ κρύο. Το Πάσχα θα έχουμε χιόνια, ενώ ο χειμώνας θα αρχίζει από της Αγίας Σκέπης (σ.σ. 1 παλ. / 14 Οκτωβρίου νέο ημερ. στη Ρωσία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε στις 28 Οκτ,).
-Δεν θα βγαίνει χορτάρι μέχρι των Αγίων Αποστόλων. Ο ήλιος θα σμικρυνθεί στο μισό
στον ήλιο (27 Αυγούστου 1987).
-Οι μάγοι σκοτείνιασαν τον ουρανό για να μην φαίνονται οι πράξεις τους. Οι μάγοι
αγαπούν το σκοτάδι (5 Οκτωβρίου 1987).
-Στους σκοτεινούς ανθρώπους αρέσει να μαυρίζουν την γη, ενώ οι δυνάμεις του
κακού πολλαπλασιάζονται. Σύντομα ο καθένας θα ξέρει αυτήν την δουλειά (σ.σ. την μαγεία). Όλα τα ακάθαρτα πνεύματα θα συγκεντρωθούν γύρω από τον κακό. Θα τους συγκεντώσει και θα αρχίσουν. Η ζωή θα είναι άσχημη (28 Οκτωβρίου 1987)
  • Τώρα ήρθε η ώρα τους, ενώ οι καλές εποχές τελειώνουν. Θα ξεγελάσουν τον λαό
    και θα δείχνουν ο ένας τον άλλον (σαν φταίχτη) με το δάχτυλο. (27 Μαρτίου 1987)
  • Οι μάγοι θα καλύψουν όλο τον κόσμο με το σκοτάδι, ενώ χωρίς ήλιο τίποτα δεν θα
    μεγαλώνει. (18 Φεβρουαρίου 1988)
  • Ο ήλιος θα εμφανιστεί τέσσερις φορές και μετά θα είναι πάλι σκοτάδι. Θα ζούμε
    στα σκοτεινά. (27 Αυγούστου 1987)
  • Δεν θα σας αφήνουν να ανάψετε τα φώτα. Θα λένε ότι πρέπει να κάνετε οικονομία
    στην ενέργεια. (28 Ιουνίου 1988)
. . . -Θα είναι δύσκολα το καλοκαίρι και ακόμη πιο δύσκολα τον χειμώνα. Οι δρόμοι θα είναι γεμάτοι με χιόνια και κανένας δεν θα τους καθαρίζει. Η παγωνιά θα είναι σκληρή και ανυπόφορη (29 Απριλίου 1988).
. . . – Σύντομα θα μείνετε χωρίς ψωμί (29 Ιανουαρίου 1989)
  • Σύντομα δεν θα έχετε ούτε νερό, ούτε μήλα, ούτε πατάτες (19 Δεκεμβρίου 1987).
  • Μεγάλη πείνα θα υπάρχει, χωρίς ψωμί. Θα κόβετε την κλώδα στα δυο για να την
    μοιραστείτε. (18 Φεβρουαρίου 1988)
  • Θα λάβει χώρα μεγάλη εξέγερση. Οι άνθρωποι θα φεύγουν από τα υψωμένα (σ.σ.
    εννοεί τις πόλεις, και τα υψηλά κτίρια). Θα τρέχουν οι άνθρωποι από εδώ και από εκεί. Κανένας δεν θα μένει στο σπίτι του – δεν θα υπάρχει τίποτα για φαγητό, ούτε ψωμί. (28 Δεκεμβρίου
    1990).
 Εάν προσευχηθούμε στον Χριστό, στην Παναγία και στον Προφήτη Ηλία αυτοί
δεν θα μας αφήσουν να πεθάνουμε από την πείνα. Θα προστατέψουν όσους πιστεύουν
στον Θεό και προσεύχονται ανυπόκριτα.
… – Όταν θα αρχίσουν να εξορίζουν τους καλόγερους θα σταματήσουν να φυτρώνουν
τα σιτηρά.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Tο σπουργιτάκι του Θεού.


Τα μαρτύρια των Αγίων Πίστεως,Ελπιδος και Αγάπης



site analysis
Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη

Μαρτύριο της δωδεκάχρονης Αγίας Πίστεως (17 Σεπτεμβρίου)


Αφού ο δικαστής έμαθε την ηλικία και τα ονόματα των τριών θυγατέρων της Σοφίας, πρόσταξε και οδήγησαν ενώπιόν του την πρώτη κόρη, τη δωδεκάχρονη Πίστη στην οποία είπε: «Θυσίασε, νεαρή μου, στη θεά Άρτεμη· αυτό που σε προστάζουμε να πράξεις δεν είναι κάτι το νέο, αλλά εκείνο ακριβώς που γίνεται από εμάς ήδη από πολ­λά χρόνια».
Η προσταγή όμως του δικαστή έπεσε στο κενό και πήρε την απάντηση που έπρεπε και είπε στον δικαστή τα εξής: «Ω της ανήκουστης πώρω­σής σας, που φτάνει ως τα κατάβαθα της ψυχής σας· εσείς, όντας πανάθλιοι τυφλοί, θέλετε να είσθε οδηγοί και σε άλλους και έτσι τους αναγκάζετε να προχωρήσουν και εκείνοι στην οδό της καταστροφής που κι εσείς βαδίζετε. Ποιός όμως συνετός άνθρωπος θα ήταν δυνατόν ποτέ να αρνηθεί τον αληθινό Θεό, του Οποίου έργα των χειρών είναι ο ουρανός και η γη και όλα όσα υπάρχουν και να προσέλθει σε έργα κατα­σκευασμένα από ανθρώπινα χέρια, θεωρώντας τα θεούς; Πώς είναι δυνατόν ένας νουνεχής άνθρωπος να προσφέρει λατρεία σε θεούς που δεν έχουν νου και αισθήσεις, σε ανύ­παρκτους δηλαδή θεούς; Αυτό θα ήταν φοβερός παραλογισμός, όντως φοβερός· και φοβερή παραφροσύνη και των προσταζόντων και των πειθομένων. Πράξε λοιπόν αυτό που θέλεις, και παράδωσέ με σε οποιαδήποτε βασανιστήρια θέ­λεις. Διότι πραγματικά είναι καλύτερο να πάθουμε πριν τα πάντα, όσο έχουμε το λογικό μας, παρά να πεισθούμε να κά­νουμε εκείνο που θέλεις εσύ».
Μόλις άκουσε τα λόγια αυτά ό δικαστής, έγινε έξαλλος από την οργή του και, επειδή δεν μπορούσε να πείσει την Αγία, προχώρησε στην επιβολή βασανιστηρίων. Πρόσταξε λοιπόν να της βγάλουν την εσθήτα και, αφού της δέσουν τα χέ­ρια πισθάγκωνα, να αρχίσουν να τη δέρνουν ανελέητα με βαρύτατες ράβδους.
Αμέσως δε οι δήμιοι εκτέλεσαν την προσταγή του δικα­στή. Ο πειραματισμ0ς του όμως, το βασανιστήριο δηλαδή, έδειχνε ακόμη περισσότερο τη στερεότητα του φρονήματος της Μάρτυρος· και η αθλήτρια αυτή του Χριστού φαινόταν όχι ως ραβδιζόμενη, αλλά ραινόμενη μάλλον από τριαντά­φυλλα, στο δε σώμα της δεν διακρινόταν κανένας μώλωπας. Ο δικαστής όμως, αντί να συνετιστεί από τα θαυμάσια αυτά, ερεθίστηκε ακόμη περισσότερο και προχώρησε σε ωμότερες πράξεις. Συγκεκριμένα, πρόσταξε και έκοψαν και τους δύο μαστούς της Μάρτυρος. Και τότε συνέβη ένα γεγονός υπερθαύμαστο και πρωτοφανές: από τις τομές, αντί να τρέχει αίμα, έτρεχε γάλα άφθονο, σαν από βρύση. Πλην όμως ο δι­καστής εξοργίστηκε πολύ περισσότερο από το υπερθαύμαστο αυτό γεγονός και έγινε έξω φρένων. Έτσι, πρόσταξε τους δη­μίους και ξάπλωσαν τη Μάρτυρα πάνω σε μια πυρακτωμένη σχάρα. Αλλά, όπως εκείνος, όντας κακός και πανούργος, εύκολα επινοούσε βασανιστήρια, έτσι και ο πανάγαθος Θεός δεν σταματούσε, μέσα από τα βασανιστήρια αυτά, να δοξάζει την Αγία. Πράγμα το οποίο έγινε και στην περίπτωση αυτή: το πυρ της σχάρας απέβαλε την καυστική του ιδιότητα, και έτσι η Μάρτυς διατηρήθηκε απόλυτα αβλαβής.
Παρά ταύτα ο ανόσιος εκείνος δικαστής δεν σταμάτησε τα βασανιστήρια. Έτσι λοιπόν, με προσταγή του, οι δήμιοι σή­κωσαν τη Μάρτυρα από τη σχάρα και την έριξαν σε ένα τηγά­νι πυρακτωμένο, μέσα στο οποίο κόλλαγε πίσσα και άσφαλ­τος. Η Μάρτυς δε, με το πρόσωπο γαλήνιο και ατάραχο, στά­θηκε στο μέσο αυτού του κολαστηρίου οργάνου και καλούσε την άνωθεν βοήθεια, η οποία και έφτασε πάραυτα. Έτσι λοιπόν το πυρ και η αφάνταστα υψηλή θερμότητα μεταβλήθηκε σε δροσιά. Τοιουτοτρόπως νόμιζε κανείς πως η Αγία αναπαυόταν σε ολόδροσο λειμώνα ή σε κάποια χλόη απαλή.
Έτσι λοιπόν όλα τα βασανιστήρια στα οποία υποβαλ­λόταν η Μάρτυς δεν της προκαλούσαν ούτε την παραμικρή βλάβη, και εκείνοι που έβλεπαν το γεγονός αυτό εκδήλωναν τον θαυμασμό τους. Για τον λόγο αυτό ο δικαστής, ο γνήσιος αυτός υπηρέτης του πονηρού, δεν είχε τίποτε άλλο να πράξει και αποφάσισε τον διά ξίφους θάνατο της Μάρτυρος.
Η εξαγγελία της αποφάσεως αυτής χαροποίησε πάρα πο­λύ τη Μάρτυρα, και η ανεκλάλητη αυτή χαρά διακρινόταν ολοκάθαρα στο πρόσωπό της. Αμέσως δε η Αγία παρακάλεσε την μητέρα της να προσεύχεται γι’ αυτήν, και εν συνεχεία συμβούλεψε τις αδελφές της να μην παραμελήσουν ούτε το παραμικρό τη φροντίδα τους για το βραβείο της άνω κλήσεως, λέγοντάς τους: «Ξέρετε πολύ καλά με ποιον συνταχθήκα­με και με ποιου τη σφραγίδα σφραγιστήκαμε. Να μείνουμε λοιπόν ακλόνητες στην ομολογία Αυτού μέχρι θανάτου, και να μη φοβηθούμε και αποκάμουμε. Μία μητέρα μάς γέννησε- η ίδια και τις τρεις μας- από μία λάβαμε τη σωματική και την πνευματική τροφή. Ένα επομένως ας είναι και για τις τρεις μας το τέλος· αδελφά ας είναι στις αδελφές και τα φρονήματα. Η πρώτη ας είναι οικείο υπόδειγμα στις επόμενες».
Από τα λόγια αυτά της αδελφής τους οι δύο άλλες αδελφές πήραν θάρρος και δύναμη· και, αφού της είπαν κάποια τελευ­ταία λόγια και την αποχαιρέτησαν, την παρακάλεσαν να προ­σευχηθεί γι’ αυτές στον κοινό Δεσπότη, τον Ιησού Χριστό, ώστε να διέλθουν απρόσκοπτα και αυτές τον ίδιο με αυτή δρόμο, προκειμένου να αξιωθούν και των ίδιων στεφάνων.
Η γενναία δε μητέρα της Αγίας, η Σοφία, δεν εκδήλωσε τίποτε το ταπεινό ούτε κάτι μικρόψυχο και γυναικείο· αλλά, σαν να ντρεπόταν να πράξει ή και να πει κάτι που θα ήταν ταπεινωτικό και ανάξιο για μια τέτοια θυγατέρα, στεκόταν απόλυτα στο ύψος της και διατηρούσε πλήρως το μεγάλο και ιερό της φρόνημα. Τούτο μόνο της προκαλούσε στενοχώρια, μήπως δηλαδή δει τις άλλες της κόρες να υπολείπονται κατά τι του παραδείγματος της πρώτης, και κινδυνεύσει να φανεί πως είναι μητέρα μιας μόνο Μάρτυρος και όχι τριών. Για τούτο και προέπεμπε την κόρη της αυτή στη σφαγή με λόγια επάξια, λέγοντας: «Εγώ, κόρη μου, σε γέννησα, και υπέμεινα για σένα τις ωδίνες του τοκετού, και σε έφερα τρέφοντάς σε στο στάδιο αυτό της ηλικίας σου. Τώρα όμως λαμβάνω τα τροφεία (=την αμοιβή για την τροφή), τώρα λαμβάνω τις ανταποδόσεις των κόπων μου, και μάλιστα πολλαπλάσια. Πράγματι, αν και δεν είναι δυνατόν σε κανέναν να ανταποδώσει στους γονείς του ευεργεσίες ίσες προς εκείνες που αυτοί προσφέρουν στα παιδιά τους (και αλήθεια, πώς θα ήταν δυ­νατόν ένα τέτοιο πράγμα προς αυτούς από τους οποίους λαμ­βάνουμε την ύπαρξη;), εσύ μου ανταπέδωσες τα πάντα με πε­ρίσσεια πολλή, αφού με ανέδειξες μητέρα τέτοιας κόρης, η οποία άθλησε έτσι μεγαλόψυχα για τον Χριστό. Πήγαινε λοι­πόν προς Αυτόν, τέκνο μου· πήγαινε πορφυρωμένη από τα αίματα που θα χύσεις γι’ Αυτόν, με τα οποία και θα παρου­σιαστείς στον Νυμφίο σου, και θα σταθείς μπροστά Του καλ­λωπισμένη με χρώμα ωραιότερο από κάθε κοκκινάδι και άνθος».
Μόλις η Αγία άκουσε αυτά που είπαν οι αδελφές της και η μητέρα της, έσκυψε τον αυχένα της και ο δήμιος της έκοψε με το ξίφος του την κεφαλή. Έτσι λοιπόν η πρώτη κόρη της Σο­φίας, η Πίστις, ετελειώθη και ανήλθε στεφανηφόρος προς τον Χριστό, ο Οποίος είναι η κεφαλή όλων.


 Βασανιστήρια και τελείωση της δεκάχρονης Αγίας Ελπίδας (17 Σεπτεμβρίου)


Αλλά ο ανόσιος εκείνος δικαστής δεν μπορούσε να υποφέρει την καταισχύνη, και σκεφτόταν να εξαλείψει την ήττα του από τις δύο άλλες. Βεβαίως όμως και από αυτές επίσης νικήθη­κε και καταντροπιάστηκε· και μάλιστα πολύ περισσότερο.
Ευθύς αμέσως κάλεσε τη δεύτερη κόρη της Σοφίας, την Ελπίδα, και της είπε: «Πείσου σ’ έμενα, νεαρή μου, και προ­σκύνησε την Άρτεμη, την μέγιστη θεά· μετά φύγε πολύ χαρού­μενη». Εκείνη όμως, η όντως ακαταίσχυντη Ελπίς, του είπε: «Όπως πίστεψες ότι εγώ είμαι αδελφή της προηγούμενης, της οποίας και έλαβες πείρα, έτσι να πειστείς και στη γνώμη μου και την απόφασή μου να αποδειχθώ και στην πράξη αδελφή εκείνης. Και βέβαια να ξέρεις ότι δεν υπάρχει τίποτε απολύτως, ούτε από τα ευχάριστα ούτε από τα δυσάρεστα, το οποίο να με μεταπείθει από τη γνώμη μου αυτή και την απόφασή μου».
Μόλις ο δικαστής άκουσε τα λόγια αυτά, έκρινε μάταιο και περιττό να συνεχίσει τις ερωτήσεις και προχώρησε ευθύς αμέσως στην επιβολή βασανιστηρίων. Λοιπόν, αφού της έβγαλαν την εσθήτα και τη γύμνωσαν, ο αδίστακτος εκείνος δικαστής πρόσταζε να τη μαστιγώσουν και αυτή με ωμά βούνευρα. Η δε Μάρτυς, επειδή υποβαλλόταν σε ίσο προς την αδελφή της βασανιστήριο, έδειχνε και ίση καρτερία και υπομονή. Ο θυμός όμως του δικαστή άνα­ψε μεγαλύτερος. Έτσι λοιπόν πρόσταξε αμέσως και έριξαν τη σεμνή νεάνιδα μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο. Αλλά ο Θε­ός της αδελφής της φρόντιζε εξίσου και γι’ αυτήν. Έγινε δη­λαδή και τώρα κάτι παραπλήσιο προς τη βαβυλώνια φλόγα: έριξαν τη μάρτυρα στο πυρ, πλην όμως εκείνο δεν την άγγιξε ούτε το παραμικρό. Βγαίνοντας δε η Μάρτυς από την κάμινο του πυρός σώα και αβλαβής, έκανε μια ολόθερμη ευχαριστή­ρια και ικετήρια προσευχή στον Θεό. Ευχαριστήρια, διότι διατηρήθηκε αβλαβής από τα βασανιστήρια στα οποία είχε υποβληθεί ως εκείνη τη στιγμή· ικετήρια, για αυτά που έμελλε να ακολουθήσουν, ώστε με όλα να δοξαστεί το όνομα του Θεού και να καταισχυνθούν οι ασεβείς.
Παρ’ όλα αυτά, ο άνομος δικαστής δεν σεβάστηκε τη Μάρτυρα· την οποία, όπως φάνηκε, τη σεβάστηκε και αυτό τούτο το άψυχο πυρ και δεν την άγγιξε καθόλου. Έτσι λοιπόν ο ανόσιος πρόσταξε να την κρεμάσουν σε ένα ξύλο και να της κα­ταξεσκίσουν το σώμα με σιδερένια νύχια. Αλλά και κατά το βασανιστήριο αυτό η Μάρτυς έδειχνε την ίδια με τα προηγού­μενα ευψυχία. Για τούτο μια χάρη δαψιλής καταύγαζε τα μάτια της, ενώ από τα ξεσκιζόμενα μέλη του σώματός της έβγαινε μια άρρητη ευωδία. Με ένα δε απαλότατο μειδίαμα και ανεπαίσθητο στα χείλη η Ελπίς είπε στον δικαστή: «Εσύ, μιαρέ φο­νιά, νομίζεις πως με τα βασανιστήρια θα με αποδυναμώσεις· εγώ όμως, τονωμένη και δυναμωμένη από τον Χριστό μου, έχω τη βεβαιότητα ότι Εκείνος εσένα θα σε αποδυναμώσει και θα σε αποδείξει άπρακτο. Εσένα που κήρυξες πόλεμο σε μια γυ­ναίκα, και μάλιστα πολύ νεαρή, η οποία δεν έχει καμιάν άλλην αρωγή και στήριγμα, παρά μόνο τον αψευδή Θεό».
Ο δικαστής έγινε έξω φρενών από τα λόγια αυτά της Μάρ­τυρος. Έτσι λοιπόν πρόσταξε να γεμίσουν ένα λέβητα με πίσ­σα και ρητίνη (=ρετσίνι) και, αφού πρώτα τον θερμάνουν μέ­χρι που αυτά να κοχλάσουν, να ρίξουν την Αγία μέσα σ’ αυτόν. Με την επέμβαση όμως, ως συνήθως, του Θεού ο λέ­βητας διαλύθηκε σαν κερί από το πυρ, ενώ το κοχλαστό μείγμα της πίσσας και της ρητίνης χύθηκε απότομα έξω και κατέκαψε πολλούς από τους ειδωλολάτρες που στέκονταν ολόγυρα.
Αλλά, ακόμη και ύστερα από αυτά, εκείνος ο τυφλός στον νου δικαστής δεν μπορούσε να καταλάβει ποιά ήταν η δύνα­μη που επιτελούσε τα θαύματα. Όθεν, αν και σε όλα όσα αυτός έπραξε, αποκόμισε την ήττα, νικήθηκε δηλαδή, βρισκόμενος σε αμηχανία πλέον και ωσάν βέβαια να έπραττε εκείνο που η Μάρτυς επιθυμούσε, αποφάσισε την διά ξίφους θανά­τωσή της. Πήρε δηλαδή την ίδια απόφαση που είχε πάρει και για την αδελφή της.
Μόλις η Ελπίς άκουσε την απόφαση του δικαστή, ζήτησε και αυτή επίσης, όπως είχε πράξει και η αδελφή της, την εξόδια μητρική προσευχή, ενώ παράλληλα υποκινούσε και ξεσήκωνε προς αγώνες την τρίτη και τελευταία κατά σειρά αδελφή, την Αγάπη, παρέχοντας τον εαυτό της ως ασφαλές υπόδειγμα και επιβεβαιώνοντας την αξιοπιστία των λόγων της από τα βασανι­στήρια που η ίδια υπέστη. Όταν δε η Μάρτυς οδηγήθηκε στον τόπο της τελειώσεώς της, είδε καταγής το λείψανο της πρώτης αδελφής. Αμέσως έπεσε πάνω σ’ αυτό και το αγκάλιαζε και το καταφιλούσε· και από ένα μέρος τιμούσε το λείψανο αυτό ως λείψανο αγίας, από το άλλο συγκινήθηκε, ως αδελφή της και εκδήλωσε με δάκρυα τον πόνο της. Φέρνοντας όμως στη σκέψη της το γεγονός ότι η αδελφή της υπήρξε Μάρτυς, ο πόνος της μεταβλήθηκε πάλι σε απερίγραπτη χαρά και αγαλλίαση. Διότι πώς θα μπορούσε να χύνει δάκρυα για την Αγία, την αδελφή της, προς την οποία και έσπευδε ήδη με τον ίδιο τρόπο τελευτής; Δέ­χθηκε λοιπόν και η Ελπίς τον διά ξίφους θάνατο, και πορεύτη­κε την ωραία πορεία, την μακαρία όντως οδό, η οποία είναι επι­θυμητή σε όλους τους χριστιανούς, αλλά λίγοι τη βρίσκουν.

Μαρτύριο και τελείωση της οκτάχρονης Αγίας Αγάπης (17 Σεπτεμβρίου)


Ο άνομος δικαστής έφτασε πλέον στην έσχατη αμηχανία και δεν μπορούσε να υποφέρει τον καταφανή εξευτελισμό του. Υπήρχε όμως και η τρίτη κατά σειράν κόρη της Σοφίας, η Αγάπη· είχε δε την ελπίδα πως αυτήν θα τη νι­κούσε, και την ελπίδα του αυτή τη στήριζε στο γεγονός ότι η Αγάπη ήταν πολύ νέα στην ηλικία, και έτσι νόμιζε πως θα μπορούσε εύκολα να την πείσει. Πρόσταξε λοιπόν και την οδήγησαν ενώπιον του· και αφού της έκανε μερικές ερωτήσεις, της είπε και λόγια κολακευτικά, που θα μπορούσαν να την πείσουν. Η Αγάπη όμως του είπε: «Μη σε ξεγελάει το νε­αρό της ηλικίας μου και νομίζεις πως θα με εξαπατήσεις εύκολα με τα λόγια σου και θα με παγιδέψεις. Μετά από λίγο θα σε διδάξει η πείρα ότι εγώ είμαι βλαστός από την ίδια ρίζα και γέννημα από τη μία εκείνη γαστέρα, από την οποία προήλθαν και οι δύο άλλοι βλαστοί, δηλαδή οι δύο προηγού­μενες κόρες, πείρα των οποίων ήδη έχεις λάβει. Και βέβαια εγώ τις αδελφές μου δεν θα τις ντροπιάσω, ούτε θα διαψεύσω την ευγένεια του γένους μας· αλλά μάλλον και θα τις ξεπεράσω κατά την καρτερία, και μάλιστα τόσο, όσο πλεονεκτώ κατά την πείρα, αφού είμαι διδαγμένη και ξέρω από αυτές ότι θα έχω τη βοήθεια του Χριστού».
Την παρρησία όμως της Αγάπης δεν την ανέχτηκε ο μια­ρός δικαστής. Για τούτο πρόσταξε να την κρεμάσουν από ένα ικρίωμα και να την τεντώσουν με ιμάντες από κάθε μέρος τό­σο πολύ, ώστε με τη σφοδρότητα της εντάσεως εκείνης να διασπώνται οι αρθρώσεις των μελών από τη φυσική τους σύνδε­ση. Αλλ’ όμως η δύναμη του Θεού, που συμπαραστάθηκε στις άλλες αδελφές, ήταν και μαζί μ’ αυτήν και τη διατηρούσε σώα και άβλαβή. Λοιπόν, ανάφτηκε και γι’ αυτήν κάμινος με χρήση κάθε είδους καύσιμης ύλης, ύστερα από προσταγή του μυαρού δικαστή, ο οποίος ήταν ήδη πολύ αναμμένος από την οργή του. Προτού όμως να ρίξουν τη Μάρτυρα στην κάμινο, της είπε: «Βλέπεις το πυρ που καίγεται εναντίον σου; Δεν θα μπορέσεις με κανέναν άλλο τρόπο να αποφύγεις την απειλή του, παρά μόνον αν σπεύσεις να εκτελέσεις χωρίς καμιά πρό­φαση το προσταζόμενο. Εγώ μάλιστα θα σου συμπεριφερθώ και πιο φιλάνθρωπα. Πες λοιπόν απλά και μόνο “μεγάλη η Άρτεμη”, και αμέσως θα απαλλαγείς από κάθε κατηγορία». Η Μάρτυς όμως του είπε: «Μη γένοιτο· μακριά από μένα αυτό. Εγώ μήτε θα διαπράξω ποτέ με λόγο κατιτί το ανόσιο και άπρεπές, μήτε θα ρυπάνω τη γλώσσα μου με τέτοια φρά­ση, που είναι αλλότρια από την πίστη στον δημιουργό του πα­ντός, στον μόνο και αληθινό Θεό».
Και τί έγινε μετά; Ο ανόσιος εκείνος δικαστής άφησε τα λόγια και έπραξε αυτό που είχε προστάξει υπό το κράτος μεγάλης οργής: έδωσε εντολή στους δημίους να ρίξουν με ορμή τη Μάρτυρα στο πυρ. Εκείνη όμως πρόλαβε όχι μόνο τους δημίους, αλλά σχεδόν και αυτό τούτο το πρόσταγμα, και πήδησε μόνη της στη μέση της φλόγας, ωσάν σε νερά θερμά και πολύ ευχάριστα λουτρά. Και τότε συνέβη το εξής θαυμα­στό: η φλόγα διασκορπίστηκε πάραυτα και κατέκαψε τους ειδωλολάτρες που στέκονταν ολόγυρα. Αλλά το πυρ εκείνο έφτασε και ως τον ίδιο τον δικαστή και του προκάλεσε πολλά εγκαύματα. Και τούτο έγινε αφενός για να ελεγχθεί η ασέβειά του και αφετέρου, για να μην έχει καμιά αμφιβολία, αλλά να χρησιμοποιεί τον εαυτό του ως μάρτυρα της δυνάμεώς του Θεού. Τοιουτοτρόπως οι πράξεις των ασεβών καταισχύνο­νταν, ενώ ο Θεός διά της Μάρτυρός Του δοξαζόταν.
Το μέρος του σώματος του δικαστή, που το είχε αγγίξει η φλόγα, βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Έτσι λοιπόν αυτός έστειλε κάποιους να του φέρουν ενώπιόν του την Αγία. Οι αποσταλέντες όμως έβλεπαν κάποιους λευκοφορούντες, ευπαρουσίαστους και πολύ χαριτωμένους άνδρες, οι οποίοι και μόνο με τη μορφή τους μπορούσαν να προκαλούν την έκπληξη και τον θαυμασμό, προσέτι δε αυτοί θεάθηκαν και πολλές φορές μέσα στην κάμινο, συναναστρεφόμενοι με τη μακαριστή Αγάπη και αναπέμποντες μαζί μ’ αυτήν προσευ­χές στον Θεό. Όταν λοιπόν οι απεσταλμένοι του δικαστή επιχείρησαν να πιάσουν τη Μάρτυρα και να τη βγάλουν έξω, για να την οδηγήσουν ενώπιόν του, παρέλυσαν τα δεξιά τους χέ­ρια· και επειδή δεν μπορούσαν πλέον να κάνουν τίποτε περισσότερο, φώναζαν προς αυτήν: «Έβγα από την κάμινο, δούλη του Θεού· σε καλεί ο δικαστής».
Όταν λοιπόν η Μάρτυς βγήκε από τη φωτιά άθιχτη και απολύτως αβλαβής, ο δυσσεβής δικαστής, καίτοι είχε μισοκαμένο ακόμα το σώμα του και μπορούσε και από μόνος του να είχε συνετιστεί, έχοντας στα μάτια της διάνοιάς του παχύ το νέφος της ψυχής του, παρέμενε καταφανώς ανόητος και ασύνετος. Για τούτο και πάλι προέβη σε τιμωρίες κατά της Μάρτυρος. Πρόσταξε λοιπόν να τρυπήσουν πέρα ως πέρα τα μέλη του σώματός με περόνια. Επειδή όμως η Μάρτυς, έχο­ντας παντελώς στραμμένη τη σκέψη της στον Θεό, λίγο νοια­ζόταν για τα βασανιστήρια, ή και καθόλου, ο δικαστής αποφάσισε και γι’ αυτήν τη διά ξίφους θανάτωση.
Μόλις η γενναία και με ανδρικό φρόνημα νεάνιδα άκουσε αυτή την απόφαση και λογαριάζοντας το γεγονός αυτό σαν σφραγίδα και ασφάλεια της προς Θεόν ομολογίας, ομολο­γούσε τη μεγάλη της ευγνωμοσύνη προς Αυτόν, λέγοντας: «Ευχαριστώ Σέ, παναγία Τριάς, μία θεότης, μία δόξα, μία δύναμις, διότι και εμένα την ελάχιστη με ανέδειξες άξια του ουράνιου νυμφώνα Σου και με συναρίθμησες με τις αδελφές μου, που μαρτύρησαν για Εσένα. Να ευδοκήσεις δε, πανά­γαθε Θεέ μου, μετά την τελευτή μου, να επιζήσει η μητέρα μου σ’ αυτόν τον άθλιο βίο, ώστε να επιτελέσει για εμάς τις θερα­παινίδες Σου τα καθιερωμένα και αρμόζοντα».
Αυτά είπε στην προσευχή της η Αγάπη. Ακολούθως η θαυμάσια μητέρα της θαυμάσιας κόρης έκανε γι’ αυτήν μία προσευχή. Όχι βέβαια για να τη βλέπει ζωντανή· ούτε για να ζήσει μακρό χρόνο, αποφεύγοντας τον θάνατο, ώστε να μπο­ρεί να την έχει παραμυθία και ελπίδα και στήριγμα στα γηρα­τειά της, αφού οι δύο άλλες της κόρες είχαν αποκεφαλιστεί. Τίποτε τέτοιο, ούτε το ζήτησε στην προσευχή της ούτε το θέλη­σε· διότι έκρινε ότι αυτά ήταν μητέρων που δεν είχαν γενναιό­τητα και που προσέβλεπαν μόνο στον παρόντα βίο. Ώστε σύμ­φωνα με την πρόθεσή της δέχθηκε και την τελείωση· και τις κα­λές πράξεις τις ακολούθησε και καλό τέλος. Για τούτο η Σο­φία, εμψυχώνοντας την κόρη της Αγάπη προς τον θάνατο και στηρίζοντάς την και ενθαρρύνοντάς την στην πορεία της προς το τέλος του δρόμου, έλεγε προς αυτήν: «Εύγε, κόρη μου· ω φυτό της γαστέρας μου όντως ευλογημένο! ω εσύ που τίμησες τους γονείς σου! ω εσύ που δόξασες με τα μέλη σου τον Θεό! Ποιός δεν θα σε επαινέσει για την ανδρεία σου; Ποιός για την καρτερία σου; Ποιός για τη σταθερότητά σου; Πήγαινε λοιπόν προς τον κοινό Δεσπότη, προς τον νυμφώνα τον άφθαρτο, προς τη μακαρία όντως ανάπαυση· πήγαινε να λάβεις τις αμοιβές των άθλων σου. Τί ωραία που βλέπω τους αγγέλους να χαί­ρονται και να αναμένουν την τελείωσή σου! Ω εγώ, με ποιες τρεις θυγατέρες έχω τιμήσει την αγία Τριάδα! Ποια δώρα, ποια θύματα (=σφάγια) προσέφερα σ’ Αυτήν!». Τέτοιες ευχές και τέτοια λόγια προσέφερε ως εφόδιο στην κόρη της η καλή εκείνη μητέρα, και την προέπεμψε στην ποθούμενη οδό.
Όταν λοιπόν, η μακαριστή Αγάπη έφτασε στον τόπο της εκτελέσεως, πρότεινε τον αυχένα της στον δήμιο και υπέστη προθύμως τον υπέρ Χριστού θάνατο. Η Σοφία δε, η μητέρα της, αγκάλιασε το ιερό της σώμα και το φιλούσε με πολλή αγάπη και ευλάβεια. Ακολούθως η γενναία αυτή μητέρα, πράττοντας εκείνο που επιβαλλόταν από τη φύση και τη σύνεση, ευωδίασε με μύρα το σώμα και το περιτύλιξε με λαμπρά και πο­λυτελή σάβανα, όπως έπρεπε να πράξει μια μητέρα και φιλομάρτυς· και αφού επιτέλεσε όλα τα καθιερωμένα για τέτοια λείψανα, το ένωσε με τα λείψανα των δύο άλλων θυγατέρων της και εν συνεχεία τα εναπέθεσε και τα τρία μαζί σε έναν ολό­λαμπρο Ναό, τον οποίο εκείνη είχε χτίσει πρωτύτερα. Τοιου­τοτρόπως η Σοφία, η όντως φιλόχριστος αυτή μητέρα, δώρισε στους χριστιανούς έναν πλούτο ανεκτίμητο και έναν αδαπάνητο θησαυρό, προς ίαση ψυχής και σώματος, απρόσκοπτο βίο, οικείωση προς τον Θεό· θησαυρό δυνάμενο να παρέχει πλούσιες τις δωρεές και ευλογίες στους προσερχόμενους με πίστη και ζητούντες βοήθεια.

(Συμεών του Μεταφραστού, Η άθληση και το μαρτύριο των Αγίων Αγάθης, Βαρβάρας, Ευφημίας, Θέκλας, Ιουλιανής, Σοφίας και των θυγατέρων αυτής, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 164-168. Μετάφραση Γεωργίου Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου, Φιλολόγου-Λυκειάρχου)


Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Μνήμη της Αγίας Κωνσταντίας Προστάτιδος της Πάφου



site analysis



15904Η Αγία Κωνσταντία καταγόταν από την Πάφο και σύμφωνα με την αναφορά του Αγίου Ιερωνύμου Ιππώνος, στο βιβλίο του «Εις το περί εκκλησιαστικών συγγραφέων βιβλίον», υπήρξε μαθήτρια του Αγίου Ιλαρίωνα του Μεγάλου, του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 21 Οκτωβρίου, και ο οποίος ασκήτεψε στην Κύπρο και μάλιστα στο χωριό Επισκοπή της Πάφου.
Μετά τον θάνατό του Οσίου Ιλαρίωνα, η αγία Κωνσταντία παρέμεινε στο ασκητήριο, όπου και ο τάφος του Οσίου. Εκεί, με αγώνες ασκητικούς προσπαθούσε να μιμηθεί τον άγιο Ιλαρίωνα, προσευχόμενη αδιάλειπτα και αγωνιζομένη για την ψυχική της τελείωση. Με την πίστη της και τις πρεσβείες του αγίου Ιλαρίωνος αξιώθηκε να κάνει, με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματο θαύματα για την πνευματική ωφέλεια των πονεμένων ανθρώπων.
Για την Αγία Κωνσταντία γίνεται μνεία και από τον χρονογράφο Κυπριανό ενώ ο Κύπριος λόγιος Στέφανος Λουζινιάνος (16ου αιώνα μ.Χ.) αναφέρει ότι η Αγία Κωνσταντία εθεωρείτο προστάτιδα της Πάφου. Ο Στάφανος Λουζινιανός γράφει επίσης τα εξής για την Αγία Κωνσταντίνα:
«Η Κωνσταντία, πολύ ευγενής κυρία της πόλεως Πάφου, υπήρξε μαθήτρια του Αγιοτάτου Πατρός Ιλαρίωνος, η οποία απέθανεν από αφόρητον λύπην, όταν ήκουσε τον θάνατον του κυρίου της και πως το σώμα του εκλάπη από μαθητήν του. Αξιέπαινος η πιστή αγάπη της: όχι μόνον ηγάπησε τον κύριον της ενόσω έζη, αλλά και του απέδιδεν άκραν αγάπην και μετά τον θάνατόν του».
Η Αγία Κωνσταντία έχει πλήρη ακολουθία στα Κύπρια Μηναία και στο απολυτίκιό της ονομάζεται «Προστάτιδα της Πάφου».
Ας έχουμε την ευχή της όλοι οι πιστοί και ιδιαίτερα οι εκ Πάφου αδελφοί μας όπου γης.
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου
Πηγή churchofcyprus.org.cy

Η «Μάνα των πονεμένων» που ανακάλυψε το σκήνωμα του Αγίου Εφραίμ



site analysis



Θεωρείται το σημαντικότερο ίσως προσκύνημα της Αττικής. Η υπερχιλιετής ιστορία του (10ος αιώνας), που αναβλύζει Ορθοδοξία και πνευματικότητα στο πέρασμα των αιώνων, καθηλώνει ακόμα και τον πιο αδιάφορο επισκέπτη.
Εκεί μαρτύρησε ένας μεγάλος νεοφανής Αγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, ο Αγιος Εφραίμ.
Οι Οθωμανοί κατακτητές τον υπέβαλλαν σε πλήθος φρικτών βασανιστηρίων και στο τέλος τον κρέμασαν ανάποδα καρφώνοντάς τον με σουβλερά καρφιά σε μία μουριά, που διασώζεται στις ημέρες μας, στον περιβάλλοντα χώρο του μοναστηριού.
Ο λόγος για τη γυναικεία πλέον (τα παλαιά χρόνια ήταν ανδρική) Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Αγίου Εφραίμ που δεσπόζει στο όρος των Αμώμων (η τωρινή Νέα Μάκρη).
Στη μονή φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού ένας τεράστιος πνευματικός θησαυρός, τα λείψανα του Αγίου Εφραίμ. Ομως δεν θα υπήρχαν αν δεν τα είχε ανακαλύψει με θαυματουργικό τρόπο (το 1950) η μακαριστή ηγουμένη Μακαρία Δεσύπρη.
Δεν είναι τυχαίο ότι επιλέχθηκε από τον Θεό να μας αποκαλύψει το ιερό θησαύρισμα, τη μεγάλη ευλογία με τη «ζωντανή» παρουσία του Αγίου Εφραίμ.
Η μακαριστή Μακαρία (κατά κόσμον Μαργαρίτα) γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1911 στο χωριό Φαλατάδο του αγιασμένου τόπου της Τήνου.
Από πολύ μικρή έδειξε την ξεχωριστή κλίση της προς την Εκκλησία, την άφθονη αγάπη και την αμέριστη βοήθεια προς τους συνανθρώπους της.
Σε ηλικία μόλις 19 ετών επέλεξε με ζήλο τον μοναστικό βίο. Τα πρώτα δύο χρόνια υπήρξε (ως είθισται) δόκιμη.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής παρηγορούσε και έδινε κουράγιο στις κρατούμενες των Γυναικείων Φυλακών Αβέρωφ, φροντίζοντας τα παιδιά τους.
Το καλοκαίρι του 1945 ανηφόρισε για την ερειπωμένη ανδρική μονή στο όρος των Αμώμων.
Εγκαταστάθηκε εκεί, έζησε όμως, όπως γίνεται αντιληπτό, κάτω από πολύ άσχημες και αντίξοες συνθήκες μέσα στα ερείπια.
Σύμφωνα με προσωπικές μαρτυρίες της, τη νύχτα έπλεκε κάλτσες «διά να προσπορίζεται τα προς το ζην» και την ημέρα «ξέθαβε» τα ερείπια για να βρει τα κελιά των μοναχών ώστε να τα ανοικοδομήσει.
«Πρώτη φορά επισκέφθηκα τη μονή ως μαθητής το 1975, 40 χρόνια πριν. Με πρωτοπήγαν οι γονείς μου να προσκυνήσω τον νεοφανή Αγιο. Τότε, θυμάμαι, τελείωνα το δημοτικό σχολείο. Συνδέθηκα πολύ στενά με τη μακαριστή, εγώ ήμουν βέβαια ένα παιδάκι. Μπορώ να πω ότι έπειτα, η αιτία που πήγαινα στη μονή δεν ήταν μόνο ο Αγιος Εφραίμ, αλλά και η μακαριστή Μακαρία. Εξέπεμπε μια “βαθιά” αγάπη, ήταν πολύ συναισθηματικός και εγκάρδιος άνθρωπος. Είχε σπάνια χαρίσματα. Αντίθετα, ήταν προσηνής και ασχολούνταν συνεχώς με τα προβλήματα των ανθρώπων. Με στήριξε στα σχολικά και τα πρώτα ιερατικά χρόνια μου. Με επηρέασε καταλυτικά ώστε να χειροτονηθώ. Ηταν η πηγή έμπνευσής μου για να γίνω κληρικός και να υπηρετήσω την Εκκλησία» αναφέρει στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» ο αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Θεοδωρόπουλος, ένας ιερέας που έχει νιώσει από κοντά τον ανθρώπινο πόνο αφού, μεταξύ άλλων, είναι και εφημέριος στο Αρεταίειο Νοσοκομείο. Γιατί όμως κατέχει ξεχωριστή θέση (η μακαριστή) στην καρδιά και τη συνείδηση χιλιάδων πιστών; «Είχε μεγάλη συμπόνια για τα βάσανα και τους καημούς του κόσμου. Παρακαλούσε τον Αγιο για πολλά θαύματα. Κρατούσε προσευχόμενη ένα κουτάκι που είχε ένα τεμάχιο ιερού λειψάνου του Αγίου. Γενικότερα, είναι γνωστή ως Οσία Μακαρία».
«Μου είχε προφητεύσει όλη μου τη ζωή! Είχε πει ότι θα γίνω πρωτοσύγκελλος»
Ο πατήρ Φιλόθεος συνεχίζει ενθυμούμενος μνήμες και εμπειρίες από την πολύτιμη συναναστροφή του με τη μακαριστή: «Μου έλεγε χαρακτηριστικά: “Εμείς θα συνδεθούμε διαφορετικά”. Αναρωτιόμουν τι εννοούσε. Η απάντηση ήρθε το 1993, όπου έγινα πνευματικός στη μονή. Μου είχε πει τότε να αναλάβω την εξομολόγησή της. Της είπα: “Γερόντισσα, εγώ είμαι το παιδί σας”. Το αισθανόμουν αυτό που έλεγα γιατί μεγάλωσα κοντά της χωρίς υπερβολή. Εκείνη όμως επέμεινε. Με την ευλογία της είμαι μέχρι και σήμερα στη μονή με την ιδιότητα του πνευματικού. Μου προφήτευσε όλη μου τη ζωή, για παράδειγμα μου είχε πει ότι θα πάω στη Μητρόπολη Θηβών και θα γίνω πρωτοσύγκελλος. Είχε το προορατικό χάρισμα».
Η μακαριστή επαληθεύτηκε, αφού ο πατήρ Φιλόθεος βρέθηκε στο πλευρό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρίου Ιερωνύμου (τότε Μητροπολίτου Θηβών) ως πρωτοσύγκελλος επί μία εικοσαετία στην περιοχή της Βοιωτίας μέχρι το 2008.
Η μεγάλη στιγμή στη ζωή της μακαριστής Μακαρίας ήταν στις 3 Ιανουαρίου του 1950.
Εκείνη την αλησμόνητη ημέρα άκουσε μία φωνή να της λέει έντονα: «Σκάψε εκεί και θα βρεις αυτό που επιθυμείς». Τότε ζήτησε παρακλητικά από έναν εργάτη να αρχίσει το σκάψιμο στο συγκεκριμένο σημείο. Εκείνος αρχικά δεν συμφωνούσε, αλλά τελικά υπέκυψε με απροθυμία στη βούληση της μοναχής. Επειτα από λίγη ώρα εμφανίσθηκε περίπου στο 1 μέτρο και 70 εκατοστά μέσα στη γη το σκήνωμα του αγίου. Αμέσως αναδύθηκε πρωτόγνωρη ευωδία σε όλο το μέρος. Η Μακαρία, αισθανόμενη την αγία παρουσία, γονάτισε με ευλάβεια και ασπάσθηκε το σκήνωμα, ενώ κατάλαβε ότι πρόκειται για κληρικό βλέποντας το στρίφωμα του μανικιού του ράσου στα χέρια του. Ηταν ο Αγιος Εφραίμ, μία συγκλονιστική ανακάλυψη για την Ορθοδοξία μας. Σίγουρα η ηγουμένη δεν επιλέχθηκε κατά τύχη να ανακαλύψει τον πολύτιμο πνευματικό θησαυρό.
Αναμένεται να προταθεί άμεσα για αγιοκατάταξη
Το 1999 σε ηλικία 88 ετών η «Μητέρα Μακαρία» με την οσία μορφή «πέταξε» για τον ουρανό στις 23 Απριλίου, στην εορτή του Αγίου Γεωργίου, όπως και είχε η ίδια προβλέψει και το είχε ανακοινώσει σε αρκετούς πιστούς.
Ο τάφος της αποτελεί πόλο έλξης των πιστών, ενώ στη συνείδηση του κόσμου είναι μία Αγία, που είναι και το σπουδαιότερο.
Συνεχώς ακούγονται φωνές από τον ευσεβή λαό που επιθυμεί διακαώς της αγιοκατάταξή της.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Ορθόδοξης Αλήθειας», στο επόμενο διάστημα ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Κηφισίας κύριος Κύριλλος θα την προτείνει προς αγιοκατάταξη, υποβάλλοντας σχετικό υπόμνημα προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
«Τις προάλλες είχε έρθει στη μονή ο Μητροπολίτης Μόρφου κύριος Νεόφυτος από την Κύπρο, ο οποίος ανέφερε ότι είχε πνευματικό τον γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη.
Επειτα από ερώτηση του μητροπολίτου αν υπάρχουν αγίες γυναίκες, ο γέροντας του απάντησε: «Γνώρισα τρεις, μία από αυτές ήταν η Μακαρία του Αγίου Εφραίμ» αναφέρουν μοναχές του εν λόγω μοναστηριού που επιθυμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους.
Τονίζουν ότι δεν ξεχνούν την ευωδία που απέπνεαν τα ρούχα της και το πρόσωπό της, ενώ όταν κοιμήθηκε ευωδίασε το δωμάτιο, με τους γιατρούς να τα χάνουν και να αδυνατούν να εξηγήσουν τι συμβαίνει. Το λείψανό της ήταν ζεστό και εύκαμπτο για τρεις ολόκληρες ημέρες.
Η «Μητέρα Μακαρία» ή «Μάνα των πονεμένων», όπως αποκαλείται χαρακτηριστικά από τους εκατοντάδες πιστούς που συρρέουν στον τάφο της για να μοιραστούν τον πόνο τους και τα προβλήματά τους, υπήρξε σπουδαία φιλάνθρωπος.
Συντηρούσε, παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, έως το 1980 ορφανοτροφείο με περίπου 70 παιδιά στα οποία παρείχε στέγη, τροφή, ενδυμασία και εκπαίδευση, αλλά κυρίως αγάπη και θαλπωρή.
Αν και δεν είχε πανεπιστημιακή μόρφωση, προέβη σε έκδοση πατερικών κειμένων, αλλά και δεκαεξάτομη καταγραφή των θαυμάτων του αγίου.
Η σχέση της με τον Κόντογλου, τα οστά του οποίου είναι στη μονή
Είχε μεγάλο πνευματικό σύνδεσμο με τον Φώτη Κόντογλου.
Μάλιστα γράφει χαρακτηριστικά ο σπουδαίος λογοτέχνης και αγιογράφος τον Μάη του 1964 στον «Εσπερινό» του για το αγαπημένο μοναστηράκι της Παναγιάς: «Αγιασμένος είναι όλος εκείνος ο τόπος. Βγαίνει να μας καλωσορίσει η ηγουμένη Μακαρία, μορφή οσία. Το σεμνό πρόσωπό της ακτινοβολά μέσα στο μαύρο ράσο. Αληθινή και άξια νύμφη του Χριστού, λάμπει από τη χαρά που χαρίζει ο Κύριος σε κείνους που τον αγαπήσανε περισσότερο από γονείς και αδελφούς. Η πίστη και η προσευχή της έκαναν ν' ανθίσει η ξερή έρημος σαν κρίνος. Νεότατη κι ολομόναχη ήρθε πριν από χρόνια σε τούτο το έρημο και άγριο μέρος και κάθισε μέσα στα ερείπια που φωλιάζανε τα τσακάλια. Επί μήνες δεν έβλεπε άνθρωπο».
Συνεχίζοντας, ο Φώτης Κόντογλου συμπληρώνει: «Η γλυκιά και ήσυχη Μακαρία τράβηξε κοντά της κάμποσες νέες μοναχές που αφοσιωθήκανε σ' αυτή. Και όχι μονάχα αυτό, αλλά μέσα στη φτωχή φωλιά τους βρήκανε καταφύγιο και άλλα πουλάκια του Θεού, 15 ορφανά, από 1 έως 18 χρονών. Ω πλούσια φτώχεια, που ντροπιάζεις τον φτωχό πλούτο, που έχουν οι πλούσιοι!».
Αξιοσημείωτο είναι ότι έχει φιλοτεχνήσει πρώτος την εικόνα του Αγίου Εφραίμ, ενώ έπειτα από δική του επιθυμία τα οστά του φυλάσσονται στο μοναστήρι.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Η ΑΦΑΝΗΣ ΤΥΦΛΗ ΑΓΙΑ ΑΣΠΑΣΙΑ



site analysis



Η ΑΦΑΝΗΣ ΤΥΦΛΗ ΑΓΙΑ ΑΣΠΑΣΙΑ
Σε μια κωμόπολι της βορείου Ελλάδος ζούσε μια κοπέλα τυφλή , ονόματι Ασπασία. Ήταν ορφανή, πολύ φτωχή και εγκαταλελειμμένη απ’ όλους γι’ αυτό και μεγάλωσε χωρίς να μπορέση να μάθη γράμματα.
Ήταν περίπου 18-20 ετών , όταν πέρασε κάποιος ιεροκήρυκας της μητροπολιτικής περιφερείας και την είδε, την πήρε μαζί του και την έβαλε στη Σχολή Τυφλών στη Θεσσαλονίκη κι έτσι έμαθε ανάγνωσι δια της αφής κατά το σύστημα των τυφλών. Εν συνεχεία, αφού έμαθε καλώς να διαβάζη, της χάρισε και μια Καινή Διαθήκη , γραμμένη στην ίδια γλώσσα, στη γλώσσα των τυφλών.
Άρχισε λοιπόν η κοπέλα να τη διαβάζη ψηλαφώντας τη με τα δάχτυλα. Κι όσο τη μελετούσε, τόσο και μάθαινε τι ήταν ο Χριστός και τι έκανε γι’ αυτήν προσωπικά καθώς και για ολόκληρο τον κόσμο. Και όσο μάθαινε, τόσο γαλήνευε και τόσο ειρήνευε η ταραγμένη της καρδιά. Ο πόνος από τα τόσα βασανιστικά χρόνια που πέρασε, μαλάκωσε μέσα από τη μελέτη της Καινής Διαθήκης. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά γέμισε από χαρά και ειρήνη. Πλημμύρισε από ευτυχία. «Βρήκα τη χαρά, έλεγε. Τώρα άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου κι αν λείπουν τα μάτια του σώματος, δεν με πειράζει. Με τα μάτια της ψυχής μπορώ να δω όλο τον κόσμο». Έβλεπε το φως του Θεού σε κάθε Θεία Λειτουργία και εχαίρετο. ( Εμείς που είμαστε «ανοιχτομάτηδες» το βλέπουμε αυτό το Φως;…) .
Κάποτε όμως έπαθε μια φοβερή δερματική νόσο που επρόσβαλε ακόμη και τα χέρια της, τα οποία «κάηκαν» , με αποτέλεσμα να χάση από τα δάχτυλά της την αφή. Δεν μπορούσε πλέον να ψηλαφήση την Αγία Γραφή ούτε και κανένα άλλο ιερό βιβλίο.
Η λύπη της και ο πόνος της ήταν απερίγραπτος . Έκλαιγε μέρα-νύχτα. Είχε χάσει τη δυνατότητα να παίρνη δύναμι και χαρά μέσα από το άγιο Βιβλίο. Της είχε μείνει όμως η προσευχή. Διότι, όταν ήταν στη Θεσσαλονίκη, στη Σχολή τυφλών ένας Αγιορείτης μοναχός, της δίδαξε τον τρόπο πώς να λέγη την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Έκανε λοιπόν πολλή προσευχή , για να δώση ο Ιησούς Χριστός μια καλή λύσι. Και ο Θεός απάντησε.
Μια μέρα πήρε με λαχτάρα το ιερό Βιβλίο , την Καινή Διαθήκη, και το έφερε στο στόμα της, για να ασπαστή τα γράμματά του, που αυτά τα γράμματα , μας μεταφέρουν τη σοφία του Θεού, τη λύτρωσι και τη σωτηρία. Και τότε ανακάλυψε κάτι παράξενο: κατάλαβε ότι μπορούσε να διαβάζη την γραφή των τυφλών με τα χείλη της! Και ξαναγέμισε η ζωή της χαρά, που της την έδινε πάλι η μελέτη του λόγου του Θεού. Και μέσα απ’ αυτή την παράδοξη μελέτη, ήλθε η δοξολογία, ήλθε η ευχαριστία, ήλθε η ζώσα προσευχή.
Μελετούσε και ύστερα έκανε προσευχή μετά δακρύων για όσους είχαν τα ίδια προβλήματα με σωματικές αναπηρίες και ασθένειες και ιδιαιτέρως προσευχή για όσους ήσαν τυφλοί στην ψυχή από την αμαρτία. Με την προσευχή της έβλεπε το θρόνο του Θεού και Τον παρακαλούσε και Τον ικέτευε για τους πτωχούς , τα ορφανά, τους ανέργους, τους αστέγους, για όλους τους ασθενείς. Για τους καλούς και τους κακούς, για τους αγαθούς και πονηρούς, για τους δικαίους και αδικουμένους, αλλά και για εκείνους που εξακολουθούν να αδικούν τον κόσμο… για τους άρχοντας και τους αρχομένους. Όλοι τους να φωτιστούν κι όλοι τους να δουν το Φως το αληθινό, τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου!
Κάποτε, αρρώστησε βαρειά. Εξομολογήθηκε για τελευταία φορά και κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων. Και ζήτησε την Καινή Διαθήκη, είπε να την ανοίξουν και ανοιχτή να της την ακουμπήσουν στα χείλη της.
Άπλωσε τα χέρια της η Ασπασία και την κράτησε γερά, αλλά ξεψυχισμένα. Οι οικείοι της κατά Θεία Πρόνοια την άνοιξαν στο Α΄ κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Και επαναλαμβάνοντας συνεχώς το «Εν αρχή ην ο Λόγος ,και ο Λόγος ην προς τον Θεόν», πέταξε η ψυχούλα της ψηλά στον ουρανό, ενώ συγχρόνως πλημμύρισε το δωμάτιό της με άρρητη γλυκύτατη ευωδία.
Είναι κι αυτή μια αφανής αγία!…
Από το βιβλίο: «ΟΙ ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ
ΣΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΠΟΡΕΙΑ»
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Κ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2011
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΟΥ ΓΥΝ. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ
«ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ»
ΣΕΡΓΟΥΛΑ ΔΩΡΙΔΟΣ 2011