Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Η αμετανόητη γυναίκα!



site analysis




Κάποτε, μία γυναίκα ζούσε με Νηστείες και Προσευχές.
Φαινόταν εξωτερικά ευλαβής, είχε όμως πολλή υπερηφάνεια και πίστευε πώς ήταν 
αγία.

Είχε επίσης τόση μνησικακία, πού, αν μάλωνε με κάποια άλλη, όχι μόνο δεν τη συγχωρούσε, μα ούτε ήθελε νά την ξαναδεί στα μάτια της.

Κάποτε αρρώστησε και κάλεσε τον πνευματικό, άλλά δεν εξομολογήθηκε καθαρά.

Αυτό το συνηθίζουν μερικοί επιπόλαιοι χριστιανοί, πού κρύβουν τις μεγάλες αμαρτίες και φανερώνουν τις μικρές. 
Τέλος, όταν ο ιερέας έφερε τα ‘Άγια για να την κοινωνήσει, εκείνη γύρισε στον τοίχο το πρόσωπο και δεν μπορούσε ούτε να αντικρίσει τον Θειο μαργαρίτη.

Την ίδια στιγμή, με θεία παραχώρηση, ομολόγησε με δυνατή φωνή:
Όπως εγώ από υπερηφάνεια δεν συγχωρούσα όσους μου έφταιγαν, αλλά τούς αποστρεφόμουν, έτσι τώρα αποστρέφει και ο Κύριος Το πρόσωπό Του από μένα και δεν θέλει νά μπει στην ανάξια ψυχή μου. δεν θα τον δω στην ουράνια βασιλεία, αλλά θα καίγομαι στην αιώνια κόλαση!

Και μ’ αυτά τα λόγια ξεψύχησε…

Από: ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Η ιστορία της Ελένης της Ρωμιάς



site analysis

(Βιβλίο+ταινία) και «Ρώτα την καρδιά σου» (κείμενο+ταινία με ελλ. υπότιτλους)...


Μια Ιστορία Ξεριζωμού δύο ταινίες κι ένα βιβλίο...
Αγάπη χωρίς κατεχόμενα - Σοφία Ντρέκου[1]

Περιεχόμενα:

  • Η ιστορία της Ελένης της ρωμηάς που έμεινε το '22 στην Τουρκία! (Άρθρο)
  • Βίντεο: «Yüreğine Sor» Ρώτα την καρδιά σου 2010. Ταινία που πραγματεύεται ένα θέμα ταμπού για την Τουρκία: τους κρυπτοχριστιανούς. Συγκλονιστική ταινία με ελληνικούς υποτίτλους. Διάρκεια 117'
  • Την αναζητούσε ο πατέρας της σε όλη τη ζωή του και τελικά τη βρήκε ο εγγονός του στην Τραπεζούντα. Ο εγγονός βρίσκει την Ελένη στην Τραπεζούντα. Βρήκε και τη χαμένη γιαγιά. (Διήγηση)
  • Η Ιστορία της Ελένης σε βιβλίο και Ταινία/Βίντεο. Η «Ταμάμα» 2004 Διάρκεια 128' με ελληνικούς υποτίτλους.
Η MAÇKALI (ΠΟΝΤΙΑ) ΕΛΕΝΗ
Η ιστορία μιας ρωμηάς που έμεινε το '22 στην Τουρκία!

«Η Maçkalı Ελένη είναι η ιστορία μιας Ελληνοπόντιας, της Ελένης, που στην ανταλλαγή των πληθυσμών δεν έφυγε μαζί με τους δικούς της στην Ελλάδα αλλά έμεινε στην Τουρκία και μετά από πολλά χρόνια κάποιοι… Τούρκοι την φέρνουν στο φως της δημοσιότητας για να γίνει κινηματογραφική ταινία που θα δείχνει και το μεγάλο δράμα χιλιάδων Ρωμηών κατά την διάρκεια της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1922-23.

Η προβολή αυτής της καταπληκτικής ιστορίας είναι και άλλο ένα δείγμα του πως κάποιες τύψεις από το μεγάλο εκείνο δράμα των Ελλήνων του Πόντου κατατρέχουν σήμερα πολλούς «Τούρκους», σε σημείο όχι μόνον να την δημοσιοποιήσουν, (εφημερίδα Akşam, 25/5/2013), αλλά και να τολμούν να την κάνουν κινηματογραφική ταινία που σίγουρα θα αποκαλύπτει πολλές πτυχές αυτού του δράματος.

Να μην ξεχνάμε πως πριν από δυο χρόνια είχε προβληθεί η τουρκική ταινία, «Yüreğine Sor», που αποκάλυπτε το μεγάλο δράμα των κρυπτοχριστιανών του Πόντου και η οποία δυστυχώς στη συνέχεια «εξαφανίστηκε» στην Τουρκία.[2]

(«Yüreğine Sor» Ρώτα την καρδιά σου (ταινία) 2010 Διάρκεια 117'


Συγκλονιστική (αλλά και δραματική) Τουρκική ταινία με ελληνικούς υποτίτλους που αποκαλύπτει για πρώτη φορά στην Τουρκική γλώσσα το δράμα και την πίστη των Κρυπτοχριστιανών του Πόντου σπάζοντας τη σιωπή αιώνων. Πρόκειται για μία ταινία του 2010 με τίτλο «Ρώτα την καρδιά σου» (Yuregine Sor) που πραγματεύεται ένα θέμα ταμπού για την Τουρκία: τους κρυπτοχριστιανούς και πιο συγκεκριμένα αυτούς του Πόντου! Μία τραγική ιστορία αγάπης, ανάμεσα σε μία Μουσουλμάνα, την Esma και έναν κρυπτοχριστιανό, τον Mustafa. Πώς αντιδρά μητέρα του Μουσταφά, όταν μαθαίνει ότι ὁ γιος της θέλει να “κλέψει” την μουσουλμάνα Esma; Πώς ὁ μικρός της οικογένειας, μαθαίνει ότι ἡ ομοιογένειά του δεν είναι μουσουλμάνοι όπως νόμιζε, αλλά….κάτι ἄλλο; Πώς ὁ παππούς ενώ πηγαίνουν νὰ των κηδέψουν ὡς μουσουλμάνο, τελικά καταλήγει σὲ χριστιανικό νεκροταφείο;)[3]

  • Η ιστορία λοιπόν αυτής της Ελένης έχει ως εξής:
«Το 1920 ζούσε σε ένα χωριό έξω από την Τραπεζούντα ο μεταλλουργός Χαράλαμπος Χρυσοστομιδης με το παρατσούκλι, Lampo Usta, (δηλαδή Μάστορα Λάμπη), με την γυναίκα του Αναστασία και την μικρή τους κόρη την Ελένη. Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα και ο μάστορας κέρδιζε αρκετά για να ζει η οικογένειά του χωρίς στερήσεις. 

Όλα αυτά όμως άλλαξαν με βίαιο τρόπο το 1923, (εδώ βέβαια οι Τούρκοι δεν κάνουν καμία αναφορά για την φρικτή γενοκτονία των Ποντίων που τότε έχει αποκορυφωθεί), καθώς είχε έρθει η ώρα της αναγκαστικής προσφυγιάς. 

Το ζευγάρι με την 13 χρονών κόρη τους Ελένη πήραν ό,τι μπορούσαν μαζί τους και κατευθύνθηκαν μαζί με πολλούς άλλους Ελληνοπόντιους προς την Τραπεζούντα για να αποβιβαστούν στο πλοίο που θα τους έφερνε στην Ελλάδα. Στον δρόμο όμως τους σταμάτησε ένα ένοπλο τμήμα.
  • Οι Τσέτες συγκέντρωσαν κάποια κορίτσια που διακρίνονταν για την ομορφιά τους και τα απήγαγαν.Ο καημένος ο Χαράλαμπος χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι έστειλε την σύζυγό του προς το λιμάνι της Τραπεζούντιας ενώ εκείνος έμεινε πίσω για να ψάξει για την κόρη του. 
Πέρασαν τέσσερις μήνες όμως χωρίς κανένα αποτέλεσμα και η Ελένη δεν είχε βρεθεί. Εν τω μεταξύ η γυναίκα του η Αναστασία έφυγε με το πλοίο της προσφυγιάς και έφτασε στην Καβάλα. Στον Πόντο ο Χαραλάμπης συνέχιζε να ψάχνει παντού για την κόρη του. Στο χωριό του όπου ξαναπήγε του είπαν πως δεν έμεινε κανένας Έλληνας καθώς όλοι είχαν φύγει και μάλιστα τον προειδοποίησαν ότι το αν παραμείνει εκεί υπήρχε μεγάλος κίνδυνος για την ζωή του.

Τότε ήρθαν κάποιοι και του είπαν πως η Ελένη σκοτώθηκε από τους άτακτους και ότι είχαν δει το πτώμα της μαζί με άλλα πτώματα σε κάποιο ρέμα κοντά στην Τραπεζούντα. Ο καημένος ο Χαραλάμπης χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του αποφάσισε τελικά να φύγει από τον Πόντο. Μετά από περιπλανήσεις τριών μηνών έφτασε στο Καντήκιοϊ της Κωνσταντινούπολης.

Εκεί απελπισμένος, χωρίς την γυναίκα του που είχε φτάσει στην Ελλάδα και την κόρη του χαμένη, ο Χαράλαμπος γνωρίζεται με έναν επιφανή Τούρκο, τον Süreyya Paşa, ο όποιος τον εκτίμησε και θαύμασε την επιδεξιότητά του στην τέχνη του. Ο Τούρκος τότε του άνοιξε ένα μαγαζί στο Καντήκιοϊ και ο Χαράλαμπος με την μεγάλη του εργατικότητα απέκτησε πολλούς πελάτες και άρχισε να βγάζει πολλά χρήματα.

Ο Λάμπης τότε εγκατέλειψε την ιδέα να φύγει στην Ελλάδα και αφού γνωρίστηκε μια κοντοχωριανή του, την Antusa, που είχε μείνει και αυτή στην Πόλη, την παντρεύεται και κάνει μια κόρη, την Σοφία. Η Σοφία αφού μεγάλωσε παντρεύτηκε και έκανε ένα γιο. Ο γιός της αγάπησε πολύ τον παππού του, τον Λάμπη, ο όποιος συνεχώς του μιλούσε για την χαμένη του θεία την Ελένη γιατί ποτέ δεν πίστεψε ότι είχε σκοτωθεί αλλά ότι ζούσε χαμένη κάπου στον Πόντο.

Ο εγγονός βρίσκει την Ελένη στην Τραπεζούντα.

Βρήκε και τη χαμένη γιαγιά...


Ο γιός της Σοφίας μεγάλωσε έγινε χρυσοχόος και άνοιξε ένα μαγαζί κοντά στο Καπαλί Τσαρσί αλλά συνεχώς σκέφτονταν για την Ελένη που είχε χαθεί. Απευθύνθηκε τότε σε ένα δικηγόρο και του ανέθεσε να ψάξει για την χαμένη του θεία. Πριν περάσει πολύς καιρός, ένα τηλεφώνημα έκπληξη ήρθε από την Τραπεζούντα. Αυτοί που τηλεφωνούσαν τον ρώτησαν, «εσείς δεν είστε που ψάχνετε για την Εμινέ;», (δηλαδή την Ελένη).
  • Ο γιος της Σοφίας σάστισε και τότε έμαθε ότι η Ελένη είχε βρεθεί από την οικογένεια του Abdülkadir Sümer που την είχαν υιοθετήσει και την ονόμασαν Εμινέ.
Παράλληλα όμως καθώς έψαχνε για την χαμένη κόρη του παππού του ρωτούσε και για την χαμένη του γιαγιά την Αναστασία. Τότε μαθαίνει ότι η Αναστασία που βρίσκονταν στην Ελλάδα είχε παντρευτεί και αυτή και είχε κάνει δυο παιδιά. Τα παιδιά της Αναστασίας ήθελαν πολύ να έρθουν στην Τουρκία για να ψάξουν για τον Χαραλάμπη και την χαμένη κόρη της Αναστασίας και τελικά κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με το γιο της Σοφίας.

Εν τω μεταξύ από την Τραπεζούντα ο Sümer, δηλαδή ο θετός πατέρας της Ελένης, μόλις έμαθε για όλη αυτή την ιστορία της υιοθετημένης του κόρης ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και προσκάλεσε όλους τους συγγενείς της Εμινέ στην Τραπεζούντα. 

Εδώ αντιλαμβάνεται κανείς τα συναισθήματα όλων αυτών καθώς μετά από πολλά χρόνια τα παιδιά της Αναστασίας και ο γιος της Σοφίας συναντήθηκαν στην Τραπεζούντα και βρήκαν την χαμένη κόρη του Χαραλάμπη, την Ελένη, που τώρα ήταν η Εμινέ. 

Αλλά το πιο ίσως εντυπωσιακό σε όλη αυτή την συγκλονιστική ιστορίαείναι ότι όλοι μαζί πήγαν και προσκύνησαν το μοναστήρι της Βαζελώνας, ένα από τα πιο ιερά μέρη του ελληνορθόδοξου Πόντου. Η συγκλονιστική αυτή ιστορία, (την οποία όταν την διαβάσει κανείς στα τουρκικά πραγματικά συγκινείται), δείχνει για άλλη μια φορά το μεγάλο δράμα των Ελληνορθόδοξων Ποντίων.
Η μονή του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνα στην περιοχή 
της Ματσούκας του νομού Τραπεζούντας, το 1997. 
Εκεί προσκύνησε όλη η οικογένεια 
όταν επανενώθηκε μετά τον ξεριζωμό...

Αλλά το εντυπωσιακό είναι ότι αποφασίστηκε να την κάνουν ταινία μια ομάδα «Τούρκων» οι οποίοι όταν την έμαθαν είχαν συγκλονιστεί καθώς είχαν γίνει και μάρτυρες της συνάντησης μετά από τόσα χρόνια όλων αυτών των χαμένων συγγενών από την φρίκη ενός πολέμου και μιας γενοκτονίας.

Βέβαια το ποιοι είναι αυτοί οι «Τούρκοι» που θα γυρίσουν την ταινία δεν μας γίνεται γνωστό, ίσως για ευνόητους λόγους. Όμως και μόνο που στην σημερινή Τουρκία ένα τέτοιο μεγάλο δράμα των Ελληνοποντίων θα γίνει φιλμ, είναι άλλο ένα δείγμα και σημείο των καιρών και φανερή ένδειξη ότι η πανάρχαια φλόγα της ελληνοορθοδοξίας δεν έχει σβήσει ποτέ σε αυτή την ιστορική μεριά του ελληνισμού.»[2] Επιμέλεια: www.sophia-ntrekou.gr/2013/12/H-istoria-mias-rwmias

Η Ιστορία της Ελένης σε βιβλίο και Ταινία


«Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αυτού αναδύεται όλα το δράμα του Ποντιακού Ελληνισμού, από την αρχή έως τις μέρες μας. Η «Ταμάμα» είναι η ιστορία ενός κοριτσιού που χάθηκε στο διωγμό του ποντιακού ελληνισμού. Κουρελιασμένα και νηστικά προσφυγόπουλα που τριγυρνούσανε χαμένα, έβρισκαν να φωλιάσουν σε σπλαχνικά τούρκικα σπίτια. Οι τούρκικες οικογένειες που τα έκαναν δικά τους και οι ελληνικές που τα είχαν χάσει, δεν μιλούσαν για το περιστατικό. Έτσι και η Ταμάμα, το 1916 βρήκε καταφύγιο σε μια τουρκική οικογένεια, αλλά στα γεράματα της άρχισα να μιλάει τη μητρική της γλώσσα και να ζητάει να πάει στο χωριό της, γεγονός που σηματοδοτεί την περίτρανη απόδειξη ότι η ταυτότητα δεν χάνεται ως το τέλος της ζωής.


Η ιστορία του βιβλίου, η οποία καταγράφηκε ύστερα από μαρτυρίες και επεξεργασία ιστορικών πηγών, καταδεικνύει την τραγική μοίρα των ανθρώπων στον Πόντο, με μεγάλη τρυφερότητα για τη φιλία των λαών, όπως αυτή εκφράζεται στους απλούς ανθρώπους.[4]

Η ιστορία της ηρωίδας μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο στην Τουρκία, το 2004, από τη Yesim Ustaoglu, στην ταινία με τίτλο "Περιμένοντας τα σύννεφα" ("Bulutlari beklerken"), μια κοινή τουρκική, γαλλική, γερμανική και ελληνική παραγωγή που κέρδισε το ειδικό βραβείο της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης και προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.[1]

Δείτε την...

Ταινία/Βίντεο: Η «Ταμάμα» (2004) Η ιστορία της Ελένης


Πηγές/ Παραπομπές:
1. Μια Ιστορία Ξεριζωμού δύο ταινίες κι ένα βιβλίο - Αγάπη χωρίς κατεχόμενα - sophia-ntrekou.gr
2. «Η MAÇKALI (ΠΟΝΤΙΑ) ΕΛΕΝΗ» του Ν. Χειλαδάκη, Δημοσιογράφου-Συγγραφέα-Τουρκολόγου αναδημοσιεύτηκε στο constantinoupoli με πληροφορίες από το aksam... κι εμείς από εδώ.
3. Βίντεο από το YouTube την εταιρία της Google www.youtube.com
4. Η Ιστορία της Ελένης σε βιβλίο από το βιβλιοπωλείο www.biblionet.gr
5. Πηγή και επιμέλεια: http://www.sophia-ntrekou.gr/2013/12/H-istoria-mias-rwmias.html

Δείτε και... 

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Οσία Κασσιανή η Υμνογράφος-αφιερωμα



site analysis




ΚΞΚασσιανή, η αγία υμνογράφος και μουσικός


Μια αγία μουσικοσυνθέτρια και ποιήτρια


Εικόνα από εδώ
Κείμενο από εκεί

Από τα λίγα βιογραφικά στοιχεία που αναφέρουν διάφοροι Βυζαντινοί χρονογράφοι, γνωρίζομε ότι η Κασσιανή είχε ευγενική καταγωγή, με πολύ μόρφωση και αρετή.
Την εικόνα της ζωής και της προσωπικότητάς της την συμπληρώνει το λαμπρό συγγραφικό της έργο. Η ποίησή της μαρτυρεί μια γυναίκα σοφή, με αναπτυγμένο καλλιτεχνικό συναίσθημα, με μεγάλη πνευματική δύναμη, με βαθιά θρησκευτικότητα και θεολογική γνώση της Αγίας Γραφής. Ο Κρουμβάχερ, ο πατέρας της μελέτης της Βυζαντινής λογοτεχνίας, γράφει: 
«Η Κασσιανή υπήρξε η μόνη αξιομνημόνευτη βυζαντινή ποιήτρια, προσωπικότητα ενδιαφέρουσα για το άτομο και τη λογοτεχνική της θέση, και συνδύασε τη λαμπρή συναισθηματικότητα, με τη βαθιά θρησκευτικότητα και τη δραστήρια ειλικρίνεια».
Όταν το 830 μ.Χ. στο Τρίκλινο των ανακτόρων κάλεσε ο αυτοκράτορας Θεόφιλος τις ωραιότερες κόρες του Βυζαντίου για να διαλέξει τη πιο καλή για γυναίκα του, δεν άρχιζε για την Κασσιανή μια ζωή ακολασίας, όπως παρουσιάζουν μερικοί αλλά μια ζωή αγιότητας, που της χάρισε το στεφάνι της αιωνιότητας.
Η ομορφιά και η χάρη της Κασσιανής ξεχώριζε μέσα στις τόσες όμορφες της Πόλης και ο Θεόφιλος την πρόσεξε. Και στην απόφασή του να την κάνει βασίλισσα, ίσως για να δοκιμάσει τη σοφία της, είπε το θρυλικό εκείνο «εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα», δηλ. από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά (εννοώντας την Εύα που έφερε το προπατορικό αμάρτημα). 
Η ενάρετη και σοφή Κασσιανή, έχοντας κατά νου το μεγαλείο και την αγιότητα της Παναγίας Θεοτόκου, απάντησε: «Αλλά και δια της γυναικός πηγάζει τα κρείττονα, ω Βασιλεύ» [=αλλά από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα]. Τη σοφή αυτή απάντηση της Κασσιανής ο αλαζονικός αυτοκράτορας τη θεώρησε προσβολή και με θυμό, ίσως και με αόριστο φόβο, της είπε «ω γύναι! Είθε να εσίγας», δηλαδή καλύτερα να σιωπούσες, και έδωσε το μήλο και την εκλογή στη Θεοδώρα.

Θα πρέπει να πιστέψομε, ότι η θεία πρόνοια επενέβη για να γίνει αυτοκράτειρα η Θεοδώρα που με την ορθόδοξη πίστη της και το δυναμικό χαρακτήρα της έμελλε να βοηθήσει στο θρίαμ­βο της Ορθοδοξίας και την τακτοποίηση του θέματος των εικόνων (εικονομαχίες) το 843 μ.Χ. Και η Κασσιανή να φορέσει το μοναχικό σχήμα και μακριά από τους περισπασμούς και την τύρβη του κόσμου να αναδειχθεί η μεγάλη υμνωδός και Αγία της Εκκλησίας μας.
Η Κασσιανή αρνήθηκε την ύλη για το πνεύμα, τα πρόσκαιρα για τα αιώνια, τα φθαρτά για τα άφθαρτα. Εγκατέλειψε το αρχοντικό της, τον κόσμο και τους δικούς της και έγινε μοναχή, και ίδρυσε τη Μονή της Κασσίας ή Εικασίας ή Κασσιανής. Δεν την οδήγησε στο Μοναστήρι "η αμαρτωλή της ζωή", γιατί ποτέ της δεν υπήρξε αμαρτωλή.
Η Εκκλησία μας έχει τη δύναμη να παρουσιάσει στο φως της δημοσιότητας αμαρτωλές ψυχές και να τις προβάλλει ακόμη σαν παράδειγμα μετανοίας, όπως συμβαίνει με τη Οσία Μαρία την Αιγυπτία και την Πόρνη του Ευαγγελίου. Δεν θα της ήταν δύσκολο να διακηρύξει ότι και η Κασσιανή υπήρξε μετανοημένη αμαρτωλή, αν πραγματικά ήταν τέτοια.
Η Κασσιανή δεν νικήθηκε από το ανθρώπινο πάθος και την αδυναμία, διότι η ψυχή της φλεγόταν από θείο έρωτα, που την οδήγησε τελικά στην υπηρεσία του θείου θελήματος και τη μοναδική αφιέρωσή της.

Συγγραφικό έργο της Οσίας Κασσιανής

Η Οσία Κασσιανή μέσα στην ησυχία του Μοναστηριού προσεύχεται, μελετά τη Γραφή και τα πατερικά κείμενα και συγγράφει. Έγραψε ύμνους εκκλησιαστικούς, τροπάρια, γνωμικά, επιγράμματα σε ιάμβους και «γνώμες», που τα βρίσκομε με το όνομα Κασσίας, Ικασίας, Εικασίας και Κασσιανής μοναχής.
Από τα τροπάριά της σώζονται το δοξαστικό του Εσπερινού των Χριστουγέννων «Αυγούστου μοναρχήσαντος», οι ειρμοί του κανόνος του Μ. Σαββάτου «Κύματι θαλάσσης» και το γνωστό «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή» που είναι ο πιο δημοφιλής ύμνος της.
Τα στιχηρά που ψάλλονται το βράδυ της Μ. Τρίτης και αναφέρονται στην αμαρτωλή του Ευαγγελίου είναι επίσης έργο της Κασσιανής:
«Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον, τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις, η μεν έ χαιρε καινούσα το πολύτιμον, οδε έσπευδε πωλήσαι τον ατίμητον, αυτή τον Δεσπότην ε­πεγίνωσκεν, ούτος του Δεσπότου εχωρίζετο, αύτη ηλευθερούτο και ο Ιούδας δούλος εγεγό νει του εχθρού ...».
Στα νέα ελληνικά:
Όταν η αμαρτωλή πρόσφερε το μύρο, τότε ο μαθητής συμφωνούσε με τους παράνομους. Από τη μια μεριά αυτή χαιρόταν που άδειαζε το πολύτιμο μύρο και ο άλλος έσπευδε να πουλή­σει τον Ανεκτίμητο. Η ίδια αναγνώριζε τον Κύριο, αυτός απομακρυνόταν από τον Κύριο. Η ίδια ελευθερωνόταν και ο Ιούδας είχε γίνει δούλος του εχθρού …
Με άφθαστη πραγματικά τέχνη και ζωηρές αντιθέσεις περιγράφει λυρικά τους δύο τύπους των ανθρώπων. 
«Ω της Ιούδα αθλιότητος! Εθεώρει την πόρνην φιλούσαν τα ίχνη και εσκέπτετο δόλω προδοσίας το φίλημα, εκείνη τους ποκάμους διέλυσε και ούτος τω θυμώ εδεσμείτο φέρων αντί μύρου την κακίαν, φθόνος γαρ είδε προτιμάν το συμφέρον».
Στα νέα ελληνικά:
«Αλίμονο στην αθλιότητα του Ιούδα! Κοίταζε την πόρνη να φιλά τα πόδια και σκεπτόταν με δόλο το φίλημα της προδοσίας. Εκείνη έλυσε τα μαλλιά της και αυτός κατεχόταν από θυμό, φέροντας αντί για το μύρο την βρωμερή κακία. Γιατί ο φθόνος γνωρίζει να προτιμά το συμφέρον».
Και σε άλλο στιχηρό διαβάζομε: 
«Ήπλωσεν η πόρνη τας τρίχας σοι τω Δεσπότη, ήπλωσεν Ιούδας τας χείρας τοις παρανόμοις. Η μεν, λαβείν την άφεσιν, ο δε λαβείν αργύρια».
Δηλαδή:
«Άπλωσε η πόρνη τα μαλλιά της σε Σένα, το Δεσπότη, άπλωσε τα χέρια ο Ιούδας στους παρανόμους. Αυτή για να πάρει την άφεση, αυτός για πάρει χρήματα …»
Σε όλα τα ιδιόμελα και στιχηρά, που υπερβαίνουν τα 40, διακρίνει κανείς την έξαρση, το βάθος αισθήματος, τη μεγάλη ανεξαρτησία και ευσέβεια, χαρακτηριστικά της μεγάλης ποιητικής της πνοής. Αναφέρονται σε Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές [δηλ. γιορτές του Χριστού & της Παναγίας], καθώς και σε πρόσωπα Αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Η Κασσιανή δεν είναι μόνο υμνογράφος, δηλ. δεν έγραψε μόνο τους ύμνους, που ανα φέρονται στο όνομά της, αλλά και τους μελοποίησε, δηλ. είναι και μελωδός[=μουσικοσυνθέτρια].
Εκτός από την καθαρά θρησκευτική ποίηση η Κασσιανή ασχολήθηκε και με ποιήματα ποικίλου περιεχομένου. Συνέγραψε ακόμη πολλά γνωμικά και επιγράμματα.
Σε 32 μόνον στίχους διαπραγματεύεται θαυμάσια το μεγάλο και σοβαρό θέμα της φιλίας. Αξίζει να αναφέρουμε μερικούς:
«Ει θέλεις πάντως και φιλείν και φιλείσθαι, των ψιθυριστών και φθονερών απέχου.» 
Στους δύο αυτούς στίχους ο λεπτός νους της Κασσιανής περιέκλεισε ολόκληρη φιλο σοφία. Και παρακάτω σημειώνει:
«Φρόνιμον φίλον, ως χρυσόν, κόλπω βάλλε τον δι’ αύγε μωρόν φεύγε καθάπερ όφιν».
Δηλαδή, τον φρόνιμο φίλον να βάζεις στο πλευρό σου, όπως θα ήθελες να έχεις και τον χρυσό. Τον ανόητον όμως να τον αποφεύγεις όπως και το φίδι.
Και αλλού: «Φραγμόν πέφυκεν η των φίλων αγάπη» που σημαίνει ότι η αγάπη των φίλων δημιουργεί φραγμό προστατευτικό για τον καθένα απ’ αυτούς.
Η αρετή της αγάπης, το πραγματικό γνώρισμα των οπαδών του Ναζωραίου, που πρέπει να θερμαίνει τις καρδιές των ανθρώπων, δεν πρέπει να τους απομακρύνει από την σύνεση, μας συμβουλεύει η μεγάλη υμνωδός.
«Πάντας δ' αγάπα, μη θάρρει δε τοις πάσιν».
Δηλαδή, ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, ο τέλειος χριστιανός έχει καθήκον να αγαπά όλους, όχι όμως και να εμπιστεύεται σε όλους. Μόνον όσοι νοσταλγούν και στη ζωή τους επιδιώκουν την ένωση με το Χριστό και μέσα στα στήθη τους κοχλάζει ο πόθος της αρετής, αξίζουν την εμπιστοσύνη σου και μπορεί να εγγίζει η δική σου ψυχή την δική τους, χωρίς τον φόβο της καταστροφής.
Η Κασσιανή, εκτός από το σοφό επίγραμμα «περί φιλίας», έγραψε και άλλα βαθυστόχα στα επιγράμματα και αναφέρονται στον χαρακτήρα του ανθρώπου, στη γυναίκα, στην ευτυχία, την χάρη, το κάλλος, το ήθος, στους τρόπους της αληθινής Ζωής, που οδηγεί με τον κόσμο της αρμονίας στην αληθινή μακαριότητα, γιατί πλημμυρίζει την ζωή αυτή το φως του ουρανού και της αλήθειας.
Η Κασσιανή δεν τιμήθηκε από τους Βυζαντινούς σαν βασίλισσά τους ούτε στον αυτοκρατορικό Οίκο του Θεοφίλου αναφέρεται το όνομά της. Αν όμως δεν κάθισε σε επίγειο θρόνο και δεν τιμήθηκε όσο έπρεπε από τους συγχρόνους της, οι γενεές των ευσεβών Χριστιανών δια μέσου των αιώνων υποκλίνονται ευλαβικά μπρος στην άγια ζωή της και κάθε βράδυ της Μ. Τρίτης με μυστηριακή κατάνυξη και ιερή συγκίνηση παρακολουθούν το μελοποιημένο τροπάριό της και διδάσκονται πως οι χρυσοί θρόνοι είναι μηδαμινοί και οι δόξες του κόσμου αυτού παρέρχονται και δεν πρέπει να τις επιθυμούμε. ["Νεκρός": η Εκκλησία την τίμησε ιδιαίτερα, όπως και έπρεπε, όχι μόνο αναγνωρίζοντας την αγιότητά της και καθιερώνοντας τον εορτασμό της μνήμης της, αλλά και εντάσσοντας τα έργα της στη λειτουργική ζωή, δηλ. ψάλλοντάς τα μέσα στους ναούς και μάλιστα σε πολύ επίσημες ημέρες].
Κατά πληροφορίες από την Κάσσο η Κασσιανή, επειδή την ενοχλούσε στο Μοναστήρι της ο Θεόφιλος, αναχώρησε στην Ιταλία και στη συνεχεία με μια άλλη Μοναχή, την Ευδοκία, πήγε στην Κρήτη και κατέληξε στην Κάσο, όπου και εκοιμήθη στην 7η Σεπτεμβρίου. Μετά το θάνατό της ετοποθέτησαν το σώμα της σε μαρμάρινη λάρνακα και την έβαλαν σε παρεκκλήσιο, που ήταν αφιερωμένο στο όνομά της. Σώζεται σήμερα η λάρνακα και το βυζαντινό ψηφιδωτό του 9ου αιώνα.
Επίσης στο εκκλησάκι υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με σημείο του σταυρού και χρονολογία 890 μ.Χ. Κατά πληροφορίες, πάλι από την Κάσσο, τα οστά της Οσίας έχουν μεταφερθεί στην Ικαρία.
Το πέρασμα της Οσίας Κασσιανής από την Κρήτη, ίσως συνδέεται με την δική μας Αγία Κασσιανή, την αδελφή των Οσίων Eυτυχιανών, που ασκήτεψε στο Κεφάλι, κοντά στο Μάρτσαλο. Το θέμα αυτό όμως χρειάζεται έρευνα από ειδικούς ["Νεκρός": Για τους αγίους Ευτυχιανούς δες εδώ. Δε νομίζω πως η αγία Κασσιανή η Υμνογράφος μπορεί να είναι η ίδια με την ομώνυμη αγία της Κρήτης, έστω κι αν πέρασε κι από εκεί. Όμως είναι πιθανόν η αγία Υμνογράφος, όταν μόναζε στην Κρήτη, να έγινε φίλη ή γερόντισσα (πνευματική δασκάλα) της οικογένειας της Κρητικιάς αγίας Κασσιανής και από σεβασμό και θαυμασμό στην αγιότητά της να πήρε το όνομά της η Κρητικιά αγία].
Η μνήμη της Οσίας Κασσιανής τιμάται σε πολλά μέρη της Ελλάδος και ιδιαίτερα στη Κάσσο, την ιδιαίτερη πατρίδα της, γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 7 Σεπτεμβρίου, με ειδική ασματική ακολουθία [μουσικό-ποιητικό έργο που ψάλλεται στην εκκλησία], από την οποία παραθέτομε ένα χαρακτηριστικό τροπάριο ("κάθισμα").
«Τον βίον ευσεβώς, διανύσασα, Μήτερ, δοχείον καθαρόν, Συ του Πνεύματος ώφθης, φωτίζουσα τους πίστει σοι προσιόντας θεόπνευστε, όθεν αίτησαι τον Σον δεσπότην φωτίσαι τας ψυχάς ημών, των ανυμνούντων σε πόθω, Κασσιανή πανθαύμαστε».
πηγη.http://o-nekros.blogspot.gr
--------------------------
Βιογραφία
Η Οσία Κασσιανή (ή Κασσία ή Ικασία ή Εικασία) η Υμνογράφος γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Θεοφίλου (829 -842 μ.Χ.).

Όταν μεγάλωσε συνδύαζε τη σωματική ομορφιά με την εξυπνάδα της. Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη. Σε αυτή ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» «Από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά [πράγματα]», αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα. Η Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττονα» «Και από μία γυναίκα [ήρθαν στον κόσμο] τα καλά [πράγματα]», αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας. Με βάση την παράδοση ο ακριβής διάλογος ήταν:

- Εκ γυναικός τα χείρω.
- Kαι εκ γυναικός τα κρείττω.

Ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα για σύζυγό του.

Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για την Κασσιανή είναι ότι το 843 μ.Χ. ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στην ενέργεια της αυτή. Διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα μ.Χ., με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της (Kurt Sherry, σελ. 56).

Με βάση την παράδοση ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, συνεχίζοντας να είναι ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να την δει για μία τελευταία φορά πριν πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν. Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της γράφοντας το γνωστό τροπάριο της, που ψάλλεται στις Εκκλησίες το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό γι αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το παλιό της πάθος να ξεπεράσει το μοναστικό της ζήλο. Άφησε όμως το μισοτελειωμένο ύμνο πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί της και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια. Εκείνη τον παρακολουθούσε μέσα από μία ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί. Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και τα διάβασε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον ύμνο. Σύμφωνα με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Φεύγοντας εντόπισε την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο.

Η μεγάλη αυτή ποιήτρια, υμνογράφος και μελωδός της εκκλησίας μας, η Αγία Κασσιανή, ταξίδεψε στην Ιταλία και την Κρήτη και κατέληξε στην Κάσο ετελείωσε η επίγεια ζωή της. Μετά το θάνατό της, τοποθέτησαν το σώμα της σε μαρμάρινη λάρνακα και την έβαλαν σε παρεκκλήσιο, που ήταν αφιερωμένο στο όνομά της. Σώζεται σήμερα η λάρνακα και το βυζαντινό ψηφιδωτό του 9ου αιώνα μ.Χ. Επίσης στο εκκλησάκι υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με σημείο του σταυρού και χρονολογία 890 μ.Χ. Κατά πληροφορίες, πάλι από την Κάσσο, τα οστά της Οσίας έχουν μεταφερθεί στην Ικαρία.

Παρόλο που την μνήμη της δεν την αναφέρει κανένας Συναξαριστής, οι Κάσιοι, από τη συγγένεια του ονόματος της με το νησί τους, καθιέρωσαν τη μνήμη αυτής την 7η Σεπτεμβρίου και ο Γεώργιος Σασσός ο Κάσιος φιλοπόνησε και ειδική Ακολουθία, που δημοσιεύθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1889 μ.Χ. στο τυπογραφείο της «Μεταρρυθμίσεως». Το παράδοξο όμως είναι, ότι η Ακολουθία αυτή αφιερώθηκε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, που ο ίδιος στην συνέχεια την έδωσε για εκτύπωση στον Μητροπολίτη Θηβαΐδας Γερμανό (την 1η Σεπτεμβρίου 1889 μ.Χ.) και έτσι, επισημοποιήθηκε κατά κάποιο τρόπο η Αγιοκατάταξη της Κασσιανής από την Εκκλησία της Αλεξανδρείας, όπως το ποθούσαν οι κάτοικοι της Κάσου.

Η παρουσία της Κασσιανής έχει επισκιάσει τους υμνογράφους και μελωδούς της εποχής της, διότι αποτελεί την πλέον επιφανή γυναίκα μελωδό (έγραφε και τους ύμνους και τη μελωδία) στην ιστορία της βυζαντινής μουσικής. Έχοντας ιδιαίτερο ταλέντο, ευφυΐα, ευαισθησία και εκφραστικό πλούτο διακρίθηκε στον τομέα της μελουργίας (σ' αυτό τη βοήθησε η μεγάλη μόρφωση, που η ευγενής καταγωγή της, της επέτρεψε να έχει). Γι' αυτό και το έργο της είναι διαχρονικό και πάντα επίκαιρο, και συγκινεί ιδιαίτερα τον ορθόδοξο κόσμο.

Στην Κασσιανή αποδίδονται γύρω στα 45 έργα, από τα οποία τα 23 τουλάχιστον είναι χωρίς αμφιβολία δικά της, ενώ τα υπόλοιπα είναι αγνώστου προελεύσεως. Έχει επίσης μελοποιήσει κείμενα διαφόρων υμνογράφων. Από τα πιο γνωστά τροπάρια είναι το περίφημο «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή» , σε ήχο πλ. δ΄, που ψάλλεται στους ναούς το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, καθώς και οι ειρμοί από την Α΄Ε΄ ωδή του Κανόνος του Μεγάλου Σαββάτου «Κύματι Θαλάσσης» ). Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της αποτελείται από στιχηρά για εορταζομένους Αγίους. Στην ίδια αποδίδεται και ο τετραώδιος κανόνας: «Ἄφρων γηραλέε» , όπως και πολλά δοξαστικά, μεταξύ των οποίων και ένα περίφημο δοξαστικό των Χριστουγέννων, το «Αὐγούστου μοναρχήσαντος», σέ ήχο β΄. Κατά τον βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ «η Κασσιανή ήταν μια εξαίρετη μορφή και το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, αναφερόμενος στο έργο της, έγραψε ότι «το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».

Μερικές σημαντικές επισημάνσεις για το Τροπάριο της Κασσιανής

Αρκετοί πιστοί πιστεύουν (λανθασμένα) ότι η Κασσιανή ήταν αμαρτωλή και διεφθαρμένη γυναίκα, και μιλώντας η Κασσιανή για την πόρνη γυναίκα του Ευαγγελίου βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει για τον εαυτό της. Όπως όμως διαβάζουμε στον βίο της, από πουθενά δεν φαίνεται αυτό. Η Κασσιανή ήταν μία οσία μοναχή του Βυζαντίου, προικισμένη με καταπληκτικό ποιητικό ταλέντο. Αντί για τη βασιλική αλουργίδα προτίμησε το ταπεινό σχήμα της μοναχής και έγραψε πολλούς ύμνους.

Ποιά λοιπόν είναι η πόρνη γυναίκα, για την οποία μιλάνε όλα τα τροπάρια της Μεγάλης Τρίτης (βράδυ);

Στην ερώτηση αυτή, αρκετοί απαντούν (λανθασμένα) ότι αφού δεν είναι η Οσία Κασσιανή, τότε η αμαρτωλή και διεφθαρμένη γυναίκα θα πρέπει να είναι η Μαρία η Μαγδαληνή! Η αλήθεια όμως είναι ότι η Μαρία η Μαγδαληνή δεν υπήρξε διεφθαρμένη και πόρνη ποτέ. Ήταν μια ύπαρξη, που έπασχε, και την θεράπευσε ο Χριστός. Ο ευαγγελιστής Λουκάς λέγει χαρακτηριστικά για τη Μαρία τη Μαγδαληνή: «Ακολουθούσαν τον Ιησού οι δώδεκα μαθηταί και γυναίκες, μεταξύ των οποίων η Μαρία, που ονομαζόταν Μαγδαληνή, απ’ την οποία είχε βγάλει εφτά δαιμόνια» (Λουκ. 8, 2). Η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν λοιπόν δαιμονισμένη και ο Χριστός της έβγαλε τα δαιμόνια, όπως έβγαλε και τα δαιμόνια τόσων άλλων ανθρώπων.

Και τότε ποιά είναι η πόρνη, που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, η πόρνη, για την οποία μιλάνε τα τροπάρια της Μεγάλης Τρίτης (βράδυ);

Η αμαρτωλή και διεφθαρμένη πόρνη, αυτή που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, μας είναι άγνωστη, είναι ανώνυμη. Ακούσατε σε κανένα τροπάριο το όνομα της πόρνης; Διαβάσατε στον Ευαγγελιστής Λουκά, που περιγράφει τη σχετική σκηνή, να αναφέρει πουθενά το όνομα της; Όχι! Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι Απόστολοι, ενώ δεν έκρυβαν τις δικές τους ατέλειες και πτώσεις, όταν μιλάνε για μεγάλους αμαρτωλούς που μετανοούν, δεν αναφέρουν το όνομά τους. Δεν θέλουν να τους διαπομπεύσουν.

Το Τροπάριο της Κασσιανής

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα Γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νὺξ μοι, ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς Οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει·
καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους,
τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μὴ με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

«Θύελλα» (Μένη Παπαηλιού), η πρωταντάρτισσα της Ρούμελης



site analysis

(Άγνωστη μαρτυρία και φωτογραφίες)

Ανάμεσα στις χιλιάδες γυναίκες και άντρες που υπηρέτησαν υψηλά ιδανικά και πολέμησαν στην Εθνική Αντίσταση, κάποια πρόσωπα ξεχώρισαν και έγιναν σύμβολα του αγώνα του λαού μας και τα ονόματά τους αναγράφονται  στα κεφάλαια της Ιστορίας που διαβάζουν οι νεώτερες γενιές. Το γεγονός αυτό δεν το επεδίωξαν, βέβαια, οι ίδιοι (έζησαν και έδρασαν ηρωικά, όχι για να ξεχωρίσουν από τους συναγωνιστές τους αλλά εκτελώντας το χρέος τους απέναντι στο λαό και τη συνείδησή τους), ούτε μειώνει την προσφορά των χιλιάδων ηρώων της Αντίστασης που ο πολύς κόσμος δεν θα μάθει ποτέ τα ονόματά τους. Μια τέτοια περίπτωση ανάμεσα στις γυναίκες της Εθνικής μας Αντίστασης που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την κοινωνική προκοπή, αποτελεί η Μένη Παπαηλιού – Ψυχράμη που, με το αντάρτικο ψευδώνυμο «Θύελλα», η δράση της πέρασε στο λαϊκό θρύλο.
Η Θύελλα, πρωταντάρτισσα της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ήταν στο Τάγμα Θανάτου με λοχαγό τον Ντίνο Γιαννόπουλο και τον καπετάν Φώτη Παρνασιώτη, ενώ πολέμησε και στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη. Έλαβε μέρος στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, σε μάχες στην Ευρυτανία, τα Άγραφα και αλλού.  Δεν ήξερε τι πάει να πει φόβος και είχε αποχτήσει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έκαναν τους αντάρτες του ΕΛΑΣ να ξεχωρίζουν. Η κόρη της Κική Σιμιτοπούλου σημειώνει: Η Θύελλα «δεν δίσταζε να κουβαλά, να μεταφέρει τραυματίες σε ασφαλή μέρη αψηφώντας τους κινδύνους για τη ζωή της. Σε μια μάχη είχε μεταφέρει στους ώμους της, την ίδια μέρα, 24 τραυματίες. Πάντα με το χαμόγελο, καβάλα στο άλογό της ήταν σε διαρκή δράση, ένα πραγματικό παλικάρι που πάντα τολμούσε και έτσι της έδωσαν το όνομα “Θύελλα”. Τον Δεκέμβρη του 1944, όταν κατέβηκε η μεραρχία της στη Φυλή Αττικής για τη “μάχη της Ομόνοιας”, στη “Θύελλα” δόθηκε 24ωρη άδεια για νάρθει να δει τα τρία παιδιά της. Ήρθε, μας είδε, μας αποχαιρέτησε. Εκείνη έφυγε για πάντα μακριά μας. Μα ξέρουμε πολύ καλά πως δεν μας εγκατέλειψε. Μεγάλη η περηφάνια μας για σένα.» Η Θύελλα έδωσε τη ζωή της για την Αντίσταση.
Στα λίγα που γνωρίζουμε για τη Θύελλα έρχεται να προστεθεί η μαρτυρία του Κώστα Κουβαρά, αξιωματικού του στρατού των ΗΠΑ, απεσταλμένου της υπηρεσίας  πληροφοριών OSS στο βουνό (περισσότερα παρακάτω). Ο Κ. Κουβαράς θα γνωρίσει τη Θύελλα στα πλαίσια της αποστολής του και θα προσπαθήσει να συνδεθεί ερωτικά μαζί της, παραβλέποντας τους αυστηρούς κανόνες πειθαρχίας του λαϊκού στρατού. Η Θύελλα θα αρνηθεί με αποφασιστικότητα και θα τον βάλει στη θέση του. Σύμφωνα με τον Κ. Κουβαρά θα ακολουθήσουν αρκετές συναντήσεις στις οποίες η Θύελλα θα του διηγηθεί την ζωή της στο διάστημα μέχρι να καταταγεί στον ΕΛΑΣ.
Για την πειθαρχία και τις σχέσεις των δύο φύλων στον ΕΛΑΣ
«Η πειθαρχία ανάμεσα στους αντάρτες είναι θαυμάσια. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού στρατού η πειθαρχία είναι ζήτημα συνείδησης! Όταν οι αντάρτες μπαίνουν σ’ ένα χωριό δε ζητάνε τίποτε και δεν αρπάζουν τίποτε. Δεν αγγίζουν ούτε φρούτα από τα δέντρα. Πρόβλημα γυναίκας δεν υπάρχει επίσης σε τούτο το στρατό! Ο βιασμός και η κλεψιά τιμωρούνται με θάνατο, αλλά ελάχιστες είναι οι ευκαιρίες για τέτοια τιμωρία, γιατί οι αντάρτες καταλαβαίνουν πως οφείλουν να υπομένουν τα πάντα για χάρη του μεγάλου αγώνα. Υπάρχει μια αξιοθαύμαστη προθυμία για δράση από μέρους των νεαρότερων ανταρτών. Θα ’λεγε κανείς ότι υπάρχει μια άμιλλα μεταξύ τους.
Όλη αυτή η καλή συμπεριφορά είναι φυσικά το αποτέλεσμα της διαφωτιστικής δουλειάς από  τα πάνω, της τέλειας οργάνωσης που υπάρχει στην κάθε μονάδα, καθώς επίσης της εθελοντικής προσχώρησης στο αντάρτικο και των υψηλών ιδανικών που εμπνέουν στους μαχητές του. Ο καθένας που γίνεται αντάρτης ξέρει με ακρίβεια γιατί το έκανε και είναι πολύ σοβαρός στο χρέος που ανέλαβε. Οι τυχοδιώκτες και οι χαραμοφάηδες δε διαλέγουν συνήθως μια τόσο δύσκολη ζωή.»
 (Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Κουβαρά «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ»).
Μέσα από τη μαρτυρία του Κ. Κουβαρά, που παρουσιάζουμε σήμερα, εκτός από τα βιογραφικά στοιχεία της Θύελλας, καταδεικνύεται με τη μορφή του «πριν» και του «μετά» η ποιοτική διαφορά στη ζωή των γυναικών (στην προκείμενη περίπτωση) που ενστερνίστηκαν τα ιδανικά της εαμικής Αντίστασης και πήραν μέρος σ’ αυτή. Η ζωή τους απόχτησε το νόημα που δεν είχε και, στην πλειονότητά τους, αγνοούσαν την ύπαρξή του. Εντασσόμενες στην εαμική Αντίσταση και πολεμώντας για τη λευτεριά, αλλά και για μια άλλη Ελλάδα, οι γυναίκες κατάφερναν να χειραφετηθούν από τα δεσμά της παλιάς κοινωνίας που τις ήθελε διπλά καταπιεσμένες (από το σύστημα της οικονομικής εκμετάλλευσης και από τον άντρα) και στις ελεύθερες περιοχές καταχτούσαν για πρώτη φορά δικαιώματα και την ισοτιμία. Παράλληλα, μέσα από τη μαρτυρία του Κ. Κουβαρά, ξεπηδά η ηθική υπεροχή των ανταρτών και ανταρτισσών του ΕΛΑΣ, που υπεράσπιζαν ιδανικά και αξίες με αυταπάρνηση και αναπτυγμένο το  αίσθημα της προσφοράς και της θυσίας χωρίς να υπολογίζουν «κόστος», διαμορφώνοντας στη συνείδησή τους (χωρίς να το γνωρίζουν εκείνη την περίοδο) το μεγαλείο που θα εκφραστεί γιγαντωμένο στα χρόνια της ηρωικής εποποιίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στη σύγκρουση που θα ακολουθήσει με το αστικό πολιτικό σύστημα και τον σύμμαχό του αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Το κείμενο του Κώστα Κουβαρά για τη Θύελλα που παρουσιάζουμε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΝΤΙ τον Σεπτέμβρη του 1976 (από όπου η μεταγραφή) και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του. Γράφτηκε στις αρχές του 1945, δηλαδή λίγους μήνες μετά τη γνωριμία του με τη Θύελλα. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης είναι επίσης του Κώστα Κουβαρά και δημοσιεύτηκαν στο ίδιο τεύχος του ΑΝΤΙ. Όμως πριν προχωρήσουμε στη μαρτυρία ας δούμε πρώτα μερικά επιπλέον στοιχεία για τον συντάκτη της.

Ο Κώστας Κουβαράς στο βουνό (1944)
Ο Κώστας Κουβαράς (1911-1979) αμερικανός αξιωματικός ελληνικής καταγωγής. με το ψευδώνυμο «Οδυσσέας» ήταν επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής ΠΕΡΙΚΛΗΣ  που συνδέθηκε με την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, από τα τέλη του Απρίλη 1944 μέχρι την απελευθέρωση, ενώ παρέμεινε στην Ελλάδα για εννιά μήνες και μετά την απελευθέρωση. Ανήκε στο λεγόμενο Labour Desc, ένα παρακλάδι της μοναδικής εκείνη την εποχή αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών OSS (Office of Strategic Services), που ήταν επιφορτισμένο με τη σύνδεση και παρακολούθηση των ευρωπαϊκών κινημάτων αντίστασης με ευρύτερη λαϊκή βάση. Σε αυτή την υπηρεσία (το αρχηγείο ήταν εγκατεστημένο στο Κάιρο) έστελνε απευθείας τις εκθέσεις του ο Κ. Κουβαράς.
Ο Κ. Κουβαράς ήταν ανηψιός του στοχαστή, αγωνιστή δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Καρβούνη (1880-1947) στιχουργού μεταξύ άλλων και του  αντάρτικου ύμνου «Στ’ άρματα, στ’ άρματα» (Βροντάει ο Όλυμπος), τον οποίο συνάντησε στο βουνό.
Τον Οκτώβρη του 1944 μπαίνει με την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ στην απελευθερωμένη Αθήνα, συνδέεται με την ανώτερη αμερικανική αποστολή και γίνεται αυτόπτης μάρτυρας των Δεκεμβριανών και της τρομοκρατίας ενάντια στο εαμικό κίνημα, γεγονότα τα οποία αναφέρει λεπτομερώς στις εκθέσεις του προς  την υπηρεσία του.
Τι προκάλεσε τον εμφύλιο πόλεμο
«Την εποχή που βρισκόμουν στο Βουνό, πίστευα — και δε νομίζω πως είχα λαθέψει— ότι η πολιτική του ΕΑΜ ήταν να δεχτεί, μετά την Απελευθέρωση, την ετυμηγορία του λαού, και ότι η ηγεσία του ΕΑΜ είχε την πεποίθηση ότι ο ελληνικός λαός θα τη δικαίωνε. Το συμπέρασμά μου ήταν ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων αγαπούσε και υποστήριζε το ΕΑΜ κι ότι, επιπλέον, το ΕΑΜ είχε κάθε λόγο και δικαίωμα να προσδοκά ότι αυτό θα αναλάμβανε μεταπολεμικά τη διακυβέρνηση της χώρας. Στο κάτω-κάτω, ποιο δικαίωμα είχαν οι Βρετανοί να διευθύνουν τις υποθέσεις της Ελλάδας; Έβλεπα όμως, παράλληλα, την αντίδραση να δυναμώνει, τα παλιά κόμματα να κινούνται, τελικά, για την ανακατάληψη της εξουσίας.
Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ διέπραξαν το μεγάλο σφάλμα να πιστέψουν ότι με τη δύναμη που διέθεταν μέσα στο λαό, θα ήταν ακατανίκητα. Δε λογάριασαν πως είχαν να παλέψουν με λύκους κι αλεπούδες. Όταν τα πράγματα φτάσανε στο αδιέξοδο, οι Βρετανοί και η Δεξιά δε δίστασαν να προκαλέσουν τον εμφύλιο πόλεμο για να επιβάλουν τη θέλησή τους. Έχυσαν άφθονο το αίμα του ελληνικού λαού κι έτσι δίχασαν το έθνος. Το επόμενο βήμα ήταν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα προπαγάνδας για να κερδίσουν με το μέρος τους τους ταλαντευόμενους. Με τον τρόπο αυτό στήθηκε το Κράτος και το παρακράτος της Δεξιάς που κατόρθωσε να διευθύνει τις τύχες της Ελλάδας τα επόμενα τριάντα χρόνια. Η τρομοκρατία της Δεξιάς άρχισε αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά.»
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Κουβαρά «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ»).
Ανακαλείται στις ΗΠΑ τον Ιούνη του 1945 και αποστρατεύεται. Στη συνέχεια δραστηριοποιείται πολιτικά εκφράζοντας την αλληλεγγύη του στον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Τον Μάρτη του 1947 καταθέτει στην επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Αμερικανικής Γερουσίας για τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, αποκαλύπτοντας με ντοκουμέντα τη συνεργασία του Ναπ.  Ζέρβα (ΕΔΕΣ) με τους Γερμανούς. Διώκεται από το καθεστώς Μακάρθι («μαύρη λίστα») με επιπτώσεις στην επιστημονική-επαγγελματική του πορεία.
Ο Κώστας Κουβαράς βαθιά δημοκράτης αναλαμβάνει στις ΗΠΑ ενεργό αντιδικτατορική δράση ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών (1967), ενισχύοντας τις αντιστασιακές οργανώσεις στην Ελλάδα και εκφράζει έμπρακτα την αλληλεγγύη και στήριξή του υπέρ του δοκιμαζόμενου κυπριακού λαού.
Στην Ελλάδα έγινε γνωστός από δημοσιεύματά του στον τύπο και από το βιβλίο του «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ» (μετάφραση: Γιάννης Κρητικός, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1976) όπου, σε μορφή ημερολογίου, καταθέτει την μαρτυρία του για την Αντίσταση.
Η μαρτυρία του Κώστα Κουβαρά:
Θύελλα, η πρωταντάρτισσα της Ρούμελης
Αντάρτισσες είδαμε για πρώτη φορά στο Καρπενήσι, ένα μήνα μετά την είσοδό μας στην Ελλάδα. Ντυμένες σαν άντρες πολεμιστές, με σοβαρά πρόσωπα, αυτές οι κοπέλες μοιραζόντουσαν ίσα με  τους άντρες τη σκληρή αντάρτικη ζωή. Οι αντάρτες τις σεβόντουσαν από κάθε άποψη γιατί μερικές απ’ αυτές τις γυναίκες είχαν ήδη αποδείξει την αξία τους στη μάχη. Όταν φτάσαμε στο Καρπενήσι τον Μάη του 1944, οργανωνότανε μόλις μια γυναικεία μονάδα σαν μέρος της XIII Αντάρτικης Μεραρχίας. Οι περισσότερες κοπέλες ήταν καινούργιες στο αντάρτικο, αλλά ανάμεσά τους υπήρχανε μερικές που ανήκανε σε αντάρτικες μονάδες αρκετό διάστημα. Δεν χρειαζότανε να τις ξέρεις για να ξεχωρίσεις αυτές τις «βετεράνες». Το παρουσιαστικό κι η συμπεριφορά τους ήταν πολύ διαφορετική απ’ αυτή των νεοφερμένων. Είχαν αυτοπεποίθηση. Δρούσαν σαν ώριμοι μαχητές με όλη την έννοια της λέξης. Μια απ’ τις κοπέλες τράβηξε την προσοχή μου και σε λίγο ρώτησα τον αντάρτη συνοδό μας γι’ αυτήν.

1944. Η Θύελλα (Μένη Παπαηλιού) φωτογραφημένη από τον Κώστα Κουβαρά
Το όνομά της ήταν Θύελλα! Ψευδώνυμο φυσικά. Το πραγματικό της όνομα δεν ήταν γνωστό στο συνοδό μας. Έπειτα, έμαθα μέρος της ιστορίας της. Δυο χρόνια τώρα, είπε ο συνοδός μας, η Θύελλα έπαιρνε μέρος σ’ όλες τις αντάρτικες εκστρατείες μαζί με τους άντρες.
Στην αρχή ήταν η μόνη κοπέλα, μετά ήλθε και μια άλλη. Οι δυο αυτές κοπέλες συμπεριφερόντουσαν και πολεμούσαν σαν άντρες και οι υπόλοιποι αντάρτες τους φερόντουσαν σαν ίσοι. «Τις σεβόμαστε σαν αδελφές μας», είπε ο Παύλος. Ποτέ δεν γεννήθηκε κανένα ζήτημα στη μονάδα, παρόλο που οι κοπέλες ζούσαν και καμιά φορά ακόμα κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο με τους άντρες.
Γνωρίστηκα με τη Θύελλα λίγο καιρό μετά απ’ αυτό και οι δυο μας γίναμε καλοί φίλοι. Μια μέρα, αφού πήρα φωτογραφίες της μονάδας της, πήγαμε ένα περίπατο λίγο έξω από την πόλη. Εκεί, κάτω απ’ τη σκιά ενός μεγάλου πεύκου, και μπροστά σε μια συναρπαστική θέα από ψηλά βουνά, μικρές κοιλάδες και βαθιές χαράδρες, έγινα ρομαντικός, προσπάθησα να τη δω σα γυναίκα.
Η ηθική στους μαχητές της Αντίστασης ήταν αυστηρή και ήξερα ότι θα γινότανε σοβαρό θέμα, αν μαθευότανε η αδυναμία μου για το άλλο φύλο. Παρόλο που ανήκαμε σε ξένη αποστολή, και η θέση μας ήταν διαφορετική από των υπολοίπων ανταρτών, για τέτοιο παραστράτημα δεν θα ήταν εύκολο ν’ απαλλαγεί κανείς! Μόλις πριν λίγες μέρες, ένας απ’ τους ηγέτες του ΕΑΜ που μας εγκατέστησε στο όμορφο σπίτι μιας χήρας με μια κόρη, μας προειδοποίησε: «Υπάρχει μια όμορφη κοπέλα στο σπίτι αυτό, κοιτάχτε να μη γίνει κανένα θέμα. Είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί σε τέτοια ζητήματα εδώ!».
Η Θύελλα παρόλα αυτά ήταν μια ελκυστική κοπέλα και καθώς αφήσαμε την Αίγυπτο τέσσερις μήνες ήδη, δεν είχαμε δει γυναίκα ούτε από μακριά· έτσι, αυτή τη ρομαντική στιγμή, τα ξέχασα όλα και θέλησα να τη φιλήσω!
Η έκφραση που πήραν τα μάτια της ήταν κάτι απίστευτο και που θα θυμάμαι για πάντα. Έμεινε εμβρόντητη! Για μια στιγμή έμοιαζε σαν το μοναχικό ζαρκάδι που καταλαβαίνει τον κίνδυνο δίπλα  του. Όμως το «όχι» της ήταν εμφατικό κι αμέσως συγκεντρώθηκε κι είπε με σταθερό τόνο: «Δεν υπάρχει καιρός για έρωτες, συναγωνιστή. Έχουμε ένα μεγάλο καθήκον μπροστά μας και δεν πρέπει να πισωδρομήσουμε!».
Ένα χαμόγελο θαυμασμού, ανάμικτου με δυσπιστία, πρέπει να φάνηκε στα χείλη μου γιατί έσπευσε να προσθέσει: «Μη με παρεξηγείς, συναγωνιστή Οδυσσέα. Δεν είμαι απ’ αυτές τις ηθικές και κάνω έτσι. Πριν να πάω στο αντάρτικο του ΕΛΑΣ ζούσα με τον άντρα μου και τα δυο μου παιδιά κι είχα κι ερωμένο. Άλλαξα όμως από τότε!».
Είτε μου άρεσε είτε όχι, η φιλία μου με τη Θύελλα ήταν γραφτό να μείνει πλατωνική. Προσπάθησα να της εξηγήσω τη θεωρία για «λίγο δουλειά και λίγο παιχνίδι», αλλά κι αυτό δεν οδήγησε πουθενά.  Ήταν σοβαρή κι αποφασισμένη για το σκοπό που είχε βάλει και δεν μπορούσα να μη θαυμάσω το χαρακτήρα της. Εξ άλλου ήταν ένας πραγματικά ενδιαφέρων άνθρωπος και κάθε που βλεπόμαστε,  την κατάφερνα να μου λέει και λίγο από την ιστορία της ζωής της, ώσπου ήρθε καιρός και δεν υπήρχε τίποτε περισσότερο να μου πει.
Η Θύελλα ήταν από εργατική οικογένεια και είχε ζήσει την περισσότερη ζωή της στην Αθήνα. Εκεί πήγε και στο σχολείο μέχρι το Γυμνάσιο. Παντρεύτηκε μετά και σε μικρή ηλικία, μ’ έναν άντρα που δεν αγαπούσε, αλλά που κατάφερε να ζήσει μαζί του ήσυχα για πολλά χρόνια. Τα ενδιαφέροντά της εκείνη την εποχή ήταν σαν και των περισσότερων άλλων γυναικών: η διασκέδαση. Ο άντρας της προσπαθούσε να της δώσει ό,τι μπορούσε με το μικρό μισθό ενός κατώτερου αξιωματικού της Χωροφυλακής. Έπειτα ήρθε η Κατοχή κι η ζωή δυσκόλεψε πολύ περισσότερο.
Κατά τη διάρκεια της πείνας του 1941, η οικογένειά της υπόφερε ανείπωτες στερήσεις. Ευτυχώς όμως, ο άντρας της μετατέθηκε σε μια μικρή πόλη έξω από την Αθήνα σαν τοπικός αρχηγός της Χωροφυλακής, κι εκείνη τη στιγμή, το πρόβλημα διατροφής της οικογένειάς της μετριάστηκε. Σ’ αυτή την πόλη η ανήσυχη φύση της Θύελλας φάνηκε για πρώτη φορά. Στην απουσία άλλων ενδιαφερόντων για πιο συναρπαστική ζωή, απόχτησε ενδιαφέρον στον πατριωτισμό και το Κίνημα  της Αντίστασης.
Η μικρή πόλη ήταν πέρασμα που οδηγούσε από την Αθήνα προς τ’ αντάρτικα λημέρια, στα βουνά, και χρησιμοποιότανε συχνά από τους αγγελιαφόρους και για να περνούν τους νεοσύλλεκτους προς τα βουνά. Στην αρχή η Θύελλα έδινε τροφή σ’ αυτούς που περνούσαν· έπειτα έγινε αγγελιαφόρος — σύνδεσμος ανάμεσα στα χωριά της περιφέρειας. Εκείνο τον καιρό απόκτησε κι ερωμένο, έναν οργανωμένο στην Αντίσταση.
Η Θύελλα κατάφερνε να κρύβει το ερωτικό της μπλέξιμο από τον άντρα της, προφασιζόμενη πάντα την Αντίσταση. Όμως, ούτε αυτό άρεσε στον άντρα της. Οι αντάρτες μπορεί να είναι εντάξει, σκεφτότανε, αλλά τι θα πάθαινε ο ίδιος αν μαθευότανε ότι η γυναίκα του ήταν ανακατεμένη μαζί  τους; Εξάλλου, είχε οδηγίες από τους ανωτέρους του να καταδιώκει το παράνομο κίνημα. Μέχρι τότε η Θύελλα δούλευε για το δεξιό κίνημα του Ναπολέοντα Ζέρβα. Εκτός από τις συγκινήσεις, η υπόθεση είχε και λίγα χρήματα, που εισπράττανε από το κίνημα οι άνθρωποι που προσφέρανε τις υπηρεσίες τους σ’ αυτό, κι αυτό στην αρχή άρεσε στη Θύελλα. Έπειτα, μια ωραία ημέρα ήλθε σ’ επαφή με το αριστερό κίνημα. Μια γειτονοπούλα τής ζήτησε να βοηθήσει και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. «Σα γυναίκα του αρχηγού της αστυνομίας, είναι καθήκον σου να βοηθήσεις»,  της είπε. Για ένα διάστημα, έτσι, η Θύελλα βοηθούσε και τους δεξιούς και τους αριστερούς. Εκείνη  την εποχή δεν είχε αρχίσει ακόμα η ένοπλη σύγκρουση των δύο κινημάτων, και της Θύελλας της άρεσε η ιδέα πως ήταν ο μόνος φιλικός κρίκος ανάμεσα σε ιδεολογικούς αντίπαλους.
Η περίοδος της διπλής σύνδεσης δεν κράτησε πολύ. Σύντομα άρχισε να συμπαθεί περισσότερο τους αριστερούς. «Ήταν καλύτεροι άνθρωποι», μου είπε. «Οι άλλοι μιλούσαν για λεφτά όλη την ώρα, και μετά από λίγο, αυτό μου προξενούσε αηδία». Άρχισε να αισθάνεται ότι ήταν λάθος να πληρώνεται κανείς για πατριωτικές πράξεις κι η φτωχοντυμένη ιδεολογία του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ μιλούσε πιο έντονα στην καρδιά της. Όταν οι καβγάδες με τον άντρα της γίνανε συχνοί και ανυπόφοροι, τον άφησε κι ανέβηκε στα βουνά. Εκεί, στην αρχή έγινε νοσοκόμα και αργότερα συντάχτηκε με τους άντρες μαχητές και έτσι απόχτησε τη διάκριση της «Πρώτης Αντάρτισσας», της Ελλάδας.
Όταν πρωτοσυνάντησα εγώ τη Θύελλα, ήταν ήδη φανατική στις ιδέες της. Τα μαρξιστικά διδάγματα που είχε ακούσει κι αφομοιώσει, είχαν βάλει μια νέα θρησκεία στην καρδιά της που δεν υπήρχε ποτέ πριν. Είχε αποκτήσει μια άκρα ηθική και μια ξέφρενη επιθυμία να πολεμήσει γι’ αυτό που πίστευε σωστό.
Στα εικοσιπέντε της η Θύελλα, ήταν όμορφη, αλλά τα σκληρά χαρακτηριστικά της προδίνανε τη δύσκολη ζωή που περνούσε τα τελευταία χρόνια. Τα μαλλιά της, μάλλον κοντά, τα κρεμούσε κοτσίδες στο λαιμό της και τα έδενε όμορφα μ’ ένα κομμάτι σπάγγο. Ζώντας με τους άντρες για  τόσο καιρό, απόκτησε τη συνήθεια να θεωρεί τον εαυτό της σαν ένα απ’ αυτούς. Η μόνη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτήν και τους άντρες ήταν το καθαρό της πρόσωπο και τα τακτοποιημένα ρούχα της. Φορούσε πάντοτε στο κεφάλι της το συνηθισμένο στρατιωτικό δίκοχο, με τα διακριτικά του ΕΛΑΣ κεντημένα επάνω του. Ένα χακί αμπέχονο, παντελόνι μπλε και βαριές αρβύλες με καρφιά, αποτελούσαν το ντύσιμό της, που συμπληρώνονταν από το ιταλικό της ντουφέκι και τα φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος.
Η ιστορία του χοντρού μπλε παντελονιού, το οποίο η Θύελλα δεν αποχωριζότανε ποτέ, είναι ιδιαίτερα διασκεδαστική. Σε μια από τις συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και του Ζέρβα, η Θύελλα έπιασε έναν συνταγματάρχη! Στον υπεροπτικό στρατιωτικό δεν άρεσε καθόλου η ιδέα ότι αιχμαλωτίστηκε από μια γυναίκα κι έκφρασε τη οργή του γι’ αυτό. Αλλά η Θύελλα δεν αστειευότανε και θύμωσε ακόμα περισσότερο απ’ την αναίδεια του αιχμαλώτου της. Έτσι λοιπόν, όπλισε το ντουφέκι της, έτοιμο να πυροβολήσει, και διάταξε το συνταγματάρχη να βγάλει το παντελόνι του. Μια και δεν αστειευότανε, ο συνταγματάρχης αναγκάστηκε να συμμορφωθεί. Έπειτα, η Θύελλα έβγαλε τη φούστα της και τον διάταξε να τη φορέσει. Από τότε φορούσε πάντοτε το λάφυρό της κι αρνιότανε να το ανταλλάξει με οτιδήποτε άλλο. Όταν η γυναικεία μονάδα πρωτοοργανώθηκε, ο επικεφαλής αξιωματικός διάταξε τη Θύελλα να αλλάξει το μπλε παντελόνι της μ’ ένα χακί, για να είναι ομοιόμορφη με την υπόλοιπη μονάδα. Αυτή αρνήθηκε να υπακούσει και η υπόθεση οδηγήθηκε στο διοικητή της μεραρχίας, που αποφάσισε ότι η Θύελλα είχε με το σπαθί της κερδίσει  το δικαίωμα να είναι διαφορετική, στην περίπτωση του μπλε παντελονιού!
Το Νοέμβρη (1944) η Θύελλα ήρθε στην Αθήνα. Ήταν αυτό ένα είδος θριάμβου γι’ αυτήν. Στους δρόμους της πόλης, οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω της να τη θαυμάσουν και να τη ρωτήσουν πράγματα. Φορούσε ακριβώς τα ίδια που είχε και στο βουνό, με το μπλε παντελόνι, ντουφέκι, φυσεκλίκια και τα ρέστα. Δυο μέρες μετά την άφιξή της, ο στρατηγός Σκόμπυ έβγαλε διαταγή κι απαγόρευε στους αντάρτες να φέρουν όπλα μέσα στην πόλη. Η Θύελλα έγινε έξω φρενών! «Φοβούνται που μας βλέπουν οπλισμένους!» μου είπε. Αλλά συμμορφώθηκε με τη διαταγή γιατί το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ είχε βγάλει, κάτω από βρετανική πίεση, μια παρόμοια διαταγή κι αυτό ήταν αρκετό για να καλμάρει το θυμό της Θύελλας.
Τα Δεκεμβριανά ξέσπασαν, και δεν ξανάδα τη Θύελλα ποτέ. Σήμερα μια γυναίκα, μέλος του Κινήματος Αντίστασης, μου είπε πως η Θύελλα σκοτώθηκε πολεμώντας τους Άγγλους στους δρόμους της Αθήνας.
Έκλαψα το χαμό αυτής της γενναίας κοπέλας, όχι τόσο γιατί ήρθε στην άνοιξη της ζωής της, όσο γιατί ήρθε από τη σφαίρα ενός πρώην συμμάχου κι όχι του εχθρού που μισούσε τόσο πολύ.
Το να πεθάνει πολεμώντας, ήταν ένα ταιριαστό τέλος γι’ αυτή τη μοντέρνα Αμαζόνα!
6 του Μάρτη 1945