Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

«Έφυγε» η επί 33 χρόνια ιεραπόστολος της αφρικανικής ηπείρου, μάμα Θεανώ



site analysis







Ο Μητροπολίτης Κατάνγκας κ. Μελέτιος περιγράφει τις τελευταίες στιγμές της Θεανώς Μουσδελεκίδου. «Το βράδυ έψαλε, κάποια στιγμή ανασηκώθηκε ελαφρά και τραγούδησε το “Μακεδονία ξακουστή” και μετά ήρεμα βυθίστηκε στον αιώνιο ύπνο» τονίζει
___
“Πέθανε η μητέρα Θεανώ” ήταν τα πρώτα λόγια του Μητροπολίτου Κατάγκας Μελετίου σ’ ένα τηλεφώνημά του το πρωί της Τρίτης. “Καθαρή Δευτέρα βράδυ έφυγε” συνέχισε συγκινημένος. Η τηλεφωνική μας σύνδεση ως συνήθως ήταν γεμάτη παράσιτα, αφού στο Νότο, στα σύνορα σχεδόν με Ζάμπια, η λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι ούτως ή άλλως πολύ μακριά από την Ελλάδα. Δεν μπορεί να ξεφύγει ο άνθρωπος από την έντονη ανάγκη να μοιραστεί με τους άλλους τις τελευταίες στιγμές του αδελφού που κίνησε για το μακρύ ταξίδι στον Ουρανό:
“Ήταν σαν σε κώμα τις τελευταίες μέρες και την είχαμε στο νοσοκομείο της Ιεραποστολής. Δίπλα της ήταν μόνιμα δυο δόκιμες μοναχές ιθαγενείς που την πρόσεχαν. Πήγα να τη δω την Καθαρά Δευτέρα και τη ρώτησα αν είναι καλά. Άνοιξε τα μάτια της, με είδε και είπε αργά. «Ευλογημένος». Συγκινήθηκα. Δεν ήθελα να την κουράσω άλλο κι έφυγα. Την άλλη μέρα εκοιμήθη. Οι δόκιμες που ήταν στο πλευρό της μου είπαν πως πήρε χαρά από την επίσκεψή μου και το βράδυ έψαλλε. Μάλιστα κάποια στιγμή ανασηκώθηκε ελαφρά και τραγούδησε το «Μακεδονία ξακουστή, του Αλεξάνδρου η χώρα». Μετά ήρεμα βυθίστηκε στον αιώνιο ύπνο. Πέρασε στην άλλη όχθη με ψαλμούς και τραγούδια.”
Η μάμα Θεανώ όπως την αποκαλούσαν όλοι στη Μισσιόνα έζησε 33 χρόνια στο μετερίζι της εξωτερικής Ιεραποστολής. Ήταν από τα μακροβιότερα λουλούδια στον κήπο της Αφρικανικής ιεραποστολής μαζί με την Όλγα Παπασαράντου και τη Σταυρίτσα Ζαχαρίου.



Στην κατοχή

Θυμόταν και μας διηγόταν ότι στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής είχε την ευλογία να γνωρίσει, τον Μητροπολίτη Εδέσσης και Πέλλης, μακαριστό Παντελεήμονα, και τους σπουδαίους πνευματικούς συνεργάτες του, τον π. Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο, που ήταν εξομολόγος της, αλλά και τον π. Χαρίτωνα Πνευματικάκη, που της έδωσε την πρώτη εσωτερική ώθηση να αγαπήσει την ιεραποστολή με την ακάματη δραστηριότητά του και τα κηρύγματά του. Ο π. Χαρίτων αγκάλιασε τη Θεανώ Μουσδελεκίδου, όπως και πολλούς νέους της εποχής, και τους χάραξε πορεία ζωής. Τα χρόνια πέρασαν και συνάντησε τον σύντροφο της ζωής της, τον Γιώργο. Μιλούσε πάντοτε με τα θερμότερα λόγια για τον σύζυγό της και τόνιζε πόσα πράγματα της έμαθε, αλλά και πως μαζί διακονούσαν όσο μπορούσαν την Εκκλησία. Διατηρούσαν ένα παντοπωλείο και εργάζονταν μαζί ειρηνικά. Δεν την στενοχωρούσε καθόλου το γεγονός ότι δεν τους έδωσε ο Θεός παιδιά. Το παντοπωλείο έκλεισε όταν ο Γιώργος αρρώστησε κι έφυγε από τη ζωή. Μ΄ ένα γλυκό χαμόγελο σαν ντροπαλή κοπέλα μού έλεγε σε στιγμές που την κατέκλυζε η νοσταλγία του προσώπου του, πως ήταν ομορφάντρας και λεβέντης.



Μαθητική στέγη


Η Θεανώ ήταν μια γυναίκα μέσα από την καθημερινότητα, φτιαγμένη από υλικά του κόσμου αυτού, υλικά που ο Θεός χρησιμοποίησε για να μας πλάσει. Η συζυγία ήταν γι’ αυτήν πράγμα ιερό, ένα στάδιο που την οδηγούσε κοντά στον Θεό και ο σύζυγός της πρόσωπο αναντικατάστατο. Ωστόσο, μετά το πένθος της δεν έμεινε αργή και αποφάσισε να φτιάξει μια “Mαθητική στέγη” αφού πρώτα πήρε συμβουλές και οδηγίες από πνευματικούς ανθρώπους και ιερείς. Έτσι στα 1980 και για δέκα ολόκληρα χρόνια στη στέγη αυτή, που ήταν το ίδιο της το σπίτι, ένα αρχοντικό κληρονομιά από τους γονείς της με πολλά δωμάτια, φιλοξενούσε κοπέλες, οι οποίες έρχονταν από τα γύρω χωριά να σπουδάσουν στο γυμνάσιο και το λύκειο της Έδεσσας. Ήταν ένα άτυπο Οικοτροφείο το οποίο κυβερνούσε σαν γνήσια μανούλα. Μαγείρευε για όλες, μάθαινε οικοκυρικά στα νέα κορίτσια και χαιρόταν απερίγραπτα αυτή την όμορφη κατάσταση που διαμορφώθηκε. Οι περιστάσεις με τον καιρό άλλαξαν, και οι συνθήκες την έσπρωξαν να κλείσει τη στέγη.




Η γνωριμία με τον παπα-Κοσμά της άλλαξε τη ζωή. Ήταν τότε 60 ετών


Μια μέρα επισκέφθηκε την Έδεσσα ο π.Κοσμάς Γρηγοριάτης και έκανε μια ομιλία σε πνευματικό κέντρο της πόλης για το έργο της ιεραποστολής στο Κολουέζι του Ζαΐρ, όπως λεγόταν τότε η σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Τον πλησίασε μετά την ομιλία και τον ρώτησε πώς θα μπορούσε να τον βοηθήσει αλλά από την Ελλάδα. Ήταν ήδη εξήντα ετών. Τότε δεν γνώριζε ότι τα υπόλοιπα τριάντα τρία χρόνια της ζωής της θα τα αφιέρωνε σε μια από τις ηρωικότερες μορφές της Εκκλησίας σ’ αυτή τη γη. Ο π. Κοσμάς διέκρινε το θάρρος και τη δύναμή της, συμπέρανε την αφοσίωση και την υπομονή της γυναίκας και την κάλεσε. Σε αυτό το σημείο πρέπει να μην παραλείψουμε να θαυμάσουμε την ελευθερία του πατρός Κοσμά από κοινωνικές συμβατότητες της εποχής. Συχνά μια λανθασμένη ευσέβεια ταλαιπωρούσε τα έργα των εκκλησιαστικών ανθρώπων. Έτσι στο κλιμάκιο του Κολουέζι μπορούσε κανείς να συναντήσει να εργάζεται εκτός από τον ιερομόναχο Κοσμά της μονής Γρηγορίου, ένας καπετάνιος στις άδειές του, ο Βασίλης Βερβέρης, μια χήρα, η Θεανώ Μουσδελεκίδου, μια νεαρή νοσοκόμα που έγινε μοναχή, η αδελφή Ξένη, μια νοσηλεύτρια η Βαΐα Ναλμπάντη από τις Σέρρες και ένας νέος μοναχός, πρώην ναυτικός από το Αιγάλεω, δεξί χέρι του πατρός Κοσμά, ο πατήρ Κύριλλος. Στο μέλλον και μετά τον θάνατό του προστέθηκαν κι άλλοι όπως η γράφουσα, αλλά και περισσότεροι μοναχοί Γρηγοριάτες, όπως οι πατέρες Νικόλαος, Δαμασκηνός, Βαρνάβας, Ευσέβιος. Δεν έλλειψαν οι κατηγορίες, σε πολλά επίπεδα κυρίως στην αρχή, αλλά η συνέχεια της ιστορίας σήμερα μετά από πολλά χρόνια και μετά θάνατον τον έχει δικαιώσει.




«Φρόντισαν τα πάντα για την κηδεία της. Της έφτιαξαν μέχρι και κόλλυβα. Εκείνη τους είχε μάθει την ορθόδοξη παράδοση»


Όσο για τη Θεανώ Μουσδελεκίδου ήταν μια ήσυχη παρουσία με σιωπηλό δυναμισμό. Ήταν κεφάτη, ξεσήκωνε τους ιθαγενείς και τους Έλληνες συνεργάτες όταν διέκρινε ότι έπεφταν σε στενοχώρια ή καμμιά φορά οι δεύτεροι στην ακηδία της ξενιτιάς. Οι τσέπες της είχαν πάντα ένα γλυκό, μια καραμέλα και όταν πήγαινε στα καλύβια των ενοριτών θα τους έδινε ό,τι είχε από τα λιγοστά που μπορούσε να έχει. Όπως μια μάνα, έτσι κι εκείνη ασχολιόταν με τα πάντα στο σπίτι της Ιεραποστολής. Έβρισκε τρόπους να βοηθήσει σε κάθε δυσκολία ή περίπλοκο πρόβλημα και έλεγε όμορφες ιστορίες από τα νιάτα της στην Έδεσσα, και μιλούσε για τις ζωές των αγίων. Αγαπούσε ιδιαίτερα τον σκληρό τόπο των φυλακών και συμπονούσε τους φυλακισμένους. Στις φυλακές αυτές δεν υπήρχε φαγητό για τους κρατούμενους, ούτε ρούχα ή κουβέρτες. Τους πήγαινε σαπούνι, ψωμάκια και παίρνοντας μαζί της κάποια παιδιά του οικοτροφείου, τους τραγουδούσαν όμορφα τραγούδια για να παρηγοριούνται. Έτσι, αυτοί οι σκελετωμένοι απόκληροι της ζωής την περίμεναν κάθε φορά σαν μάννα εξ ουρανού. Το ίδιο και οι ασθενείς των νοσοκομείων.




Βάσανα και καημοί


Ο καιρός περνούσε και η ίδια η μητέρα Θεανώ περιγράφει στους συνεργάτες της, αλλά και σε ομιλίες που κάνει πια η ίδια στην Ελλάδα για να μάθουν οι Έλληνες το έργο ώστε να βοηθούν από τα μετόπισθεν, τα βάσανα και τους καημούς. Μια φορά κινδύνεψε πραγματικά και κόντεψε να πεθάνει. Η ίδια γράφει σε γράμμα της σε καλή της φίλη στην Ελλάδα:
“Στις 5 Νοεμβρίου 1990, σε μια εξόρμηση του Κλιμακίου πηγαίνοντας προς το Λικάσι, στην επιστροφή προς Κολουέζι, σε μια στροφή, τουμπάρει το αμάξι και παίρνει αρκετές στροφές. Ο π. Μελέτιος και ο οδηγός φορούσαν τις ασφαλιστικές ζώνες και δεν πάθανε τίποτε, βγήκανε από το αμάξι. Εγώ και η αδελφή Ξένη βρισκόμασταν στα πίσω καθίσματα. Η Ξένη επίσης βγαίνει καλά, εγώ καταπλακωμένη, τραυματισμένη στο κεφάλι και στην πλάτη, περιμένοντας να πεθάνω. Ξαφνικά με τραβάνε έξω, πάλι στη ζωή. Να! και περνά ένα φορτηγό αυτοκίνητο και με πηγαίνουν κατ’ ευθείαν στο Νοσοκομείο, στο Λικάσι. Μένω στην «Εντατική», ξένη στους ξένους, με τον άγγελο φύλακά μου. Ήταν θέλημα Θεού, αφού μαρτύρησα και έχυσα το αίμα μου. Η ραφή που έγινε στο μέτωπό μου ήταν σαν να φορούσα ακάνθινο στεφάνι…”
Μας έδειχνε με καμάρι, σαν στρατηγός το παράσημό του το σημάδι που της έμεινε για πάντα.
“Τα τελευταία χρόνια, μοίραζε τα ρούχα της στους φτωχούς. Έβλεπα που κάποιος φορούσε το παλτό της, άλλη τα παπούτσια της, τις ζακέτες και τα υπόλοιπα ρούχα της ή τα μαντήλια της. ‘Ετσι στο τέλος, όταν εκοιμήθη δεν είχε τίποτα να της φορέσουν για την κηδεία. Μάζεψαν λοιπόν χρήματα, αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι, τα παιδιά της και της αγόρασαν ένα όμορφο φόρεμα και παπούτσια. Φρόντισαν τα πάντα για την κηδεία της και της έφτιαξαν μέχρι και κόλλυβα. Εκείνη τους τα είχε μάθει όλα αυτά, την παράδοση την Ορθόδοξη!” πρόσθεσε ο Δεσπότης Μελέτιος στην τηλεφωνική συνομιλία μας και όταν σκέφτηκα φωναχτά ότι θα του λείψει η παρουσία της μου απάντησε με απροσποίητη θλίψη: “Τριάντα τρία χρόνια είχαμε τη Θεανώ δίπλα μας. Εγώ εδώ τη βρήκα. Πρώτη στις ακολουθίες, ακόμη κι όταν γέρασε πολύ και ίσα που έσερνε τα πόδια της. Δεν ήθελε να πάει στην Ελλάδα. Ήθελε να ταφεί εδώ. Θα μου λείψει. Σε όλους μας θα λείψει!”



Την έθαψαν στη μονή του Αγίου Νεκταρίου



Στην κηδεία της ήρθε πλήθος κόσμου: Ιερείς απ’ όλη την Κατάγκα , πολιτικοί της περιοχής, ενορίτες, τα παιδιά των σχολείων της Ιεραποστολής. Την έθαψαν στο γυναικείο μοναστήρι του αγίου Νεκταρίου, το πρώτο μοναστηράκι που έχτισε ο μακαριστός πατήρ Κοσμάς Γρηγοριάτης, θαμμένος κι εκείνος στο Κολουέζι. Η μητέρα Θεανώ άναβε από το 1989 κάθε βράδυ το καντήλι του τάφου του. Έβρεχε θυμούνται την ημέρα που σκοτώθηκε ο παπα- Κοσμάς στο αυτοκινητιστικό και η βροχή ξέπλενε το αίμα του και πότιζε τη γη. Έβρεχε και την ημέρα που ταξίδεψε στην άλλη όχθη η μητέρα Θεανώ.
Εμείς που μένουμε πίσω και γνωρίζουμε μέρος της ιστορίας των φίλων και αδελφών συνηθίζουμε να δημιουργούμε εικόνες με τη φαντασία μας, όταν αυτοί αναχωρούν. Έτσι φανταζόμαστε παιδιάστικα, ότι τώρα θα τα λένε η Μητέρα Θεανώ και ο παπα-Κοσμάς μεταξύ τους και θα δέχονται κατευχαριστημένοι την θυσία την εσπερινή, το καντήλι και το θυμίαμα που καίγεται δώρο γι΄ αυτούς από τους Ιθαγενείς. Αντίδωρο γιατί χάρισαν τη ζωή τους κι έσυραν με κέφι τα βήματά τους μέχρι τελευταίου στους χωματόδρομους της Αφρικής.


___________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 18.03.2020

Διαβάστε παλιότερο σχετικό άρθρο:

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Η θεια-Μαργαρώ και η χαμένη ευγένεια της κατά Χριστόν διάκρισης.



site analysis
Πάντα με συγκλόνιζε αυτό το διήγημα!Βγαλμένο θα λεγε κανείς από τις σελίδες του Γεροντικού.
Η χαμένη ευγένεια της κατά Χριστόν διάκρισης. Η αγαπη για την μεταμέλεια των άλλων,πανω από τους τυπους.Μαθημα από τους απλούς,τους εν κρυπτώ...
Η καημένη η θεια-Μαργαρώ κάπου θα βρίσκεται εκεί ψηλά τώρα στον παράδεισο, που τόσο πολύ πίστευε, παρέα με τ΄ αγγελάκια, στα «χρυσά τα σύννεφα», κοντά στήν κυρά την Παναγία και όλους τους Αγίους, που θυμιάτιζε και μνημόνευε με τόσες μετάνοιες, κάθε απόβραδο μπροστά στο εικονοστάσι και προσκυνούσε με τρίδιπλες μετάνοιες στη μικρή ενοριακή της εκκλησιά…
Κι όμως, δεν το ‘λπιζε να πάει κι έλεγε:
– Κολάζεται κανένας, γιε μου! Κολάζεται και δεν το καταλαβαίνει! Γι΄ αυτό, δεν πρέπει κανένας να ολιγωρεί και να κάνει τα πρεπούμενα. Εκείνα που μας έχουνε μάθει οι πατεράδες μας και που ξέρανε οι παλιοί…
Κι ανάμεσα σ΄ αυτά τα «πρεπούμενα», που ενέπνεε μιαν αληθινή και αφελής ευλάβεια και πίστη, τις μετάνοιες, τα θυμιάματα, τα σταυροκοπήματα, τ΄ αγιοκέρια που φώτιζαν με την ψιλή τους φλόγα, το εικονοστάσι της γωνιάς με τ΄ άσπρα νταντελωτά μπερντεδάκια, ολονυκτίες στα πανηγύρια, τους όρθρους στις μεγάλες δεσποτικές γιορτές, την ταχτική παρακολούθηση της λειτουργίας και την αυστηρή τήρηση όλων των θρησκευτικών καθηκόντων, η μεγάλη δουλειά ήτανε η Σαρακοστή κι η νηστεία… Νήστευε τα Τετραδοπαράσκευα, νήστευε τις προηγιασμένες, νήστευε των Αγίων Αποστόλων, το Δεκαπενταύγουστο, της Σταυροπροσκύνησης, κάθε φορά που το έγραφαν τα «χαρτιά» και που το νόμιζε αναγκαίο η ψυχούλα της. Μα η μεγάλη νηστεία ήταν η «Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή».
– Κολάζεται κανένας, γιε μου! Κολάζεται και δεν το καταλαβαίνει! έλεγε η καημένη η θεια-Μαργαρώ, κι εμείς οι πειρασμοί, εκπρόσωποι του Πονηρού και του Παγκακίστου, μέσα στο ήρεμο αναχωρητήρι της καλής γερόντισσας, εβάλαμε σκοπό να την κολάσουμε!… Μιαν εβδομάδα ολόκληρη, ύστερα από την Καθαρή Δευτέρα, ενήστευε παραδειγματικά, με μαρουλάκια, ελίτσες, βρεχτοκούκια, και κάπου κάπου λιγάκι χαλβά, που ήταν τα μόνα επιτρεπόμενα εδέσματα του νηστίσιμου «οψολογίου» της και μονάχα την πρώτη Κυριακή εμετρίαζε λίγο τη νηστεία κι εμαγείρευε κανένα λαδερό, αγκιναροκούκι, κανένα λαδοπίλαφο με ξερό χταπόδι… Κι έπειτα, λιγάκι ρετσινάτο, «για να στυλωθεί κανενός η καρδιά του, γιε μου!» επισφράγιζε πραγματικά την «κατάλυση οίνου και ελαίου».
Όσο για τα καρύδια και τα σύκα, που εφίλευε εμάς, τα παιδόπουλα, ήταν για τη θεια-Μαργαρώ πράγματα απαγορευμένα… Όχι από τα περίφημα «πρεπούμενα», μα γιατί δεν είχε πια κανένα δόντι. Όμως, για μας, τα πάστρευε με προσοχή και δεν μας τα ΄δινε ποτέ ατσάκιστα, κι είχε πολλούς λόγους, εκτός από την καλοσύνη της, για τούτο. Φρόντιζε πρώτα πρώτα για την ακεραιότητα της κόψης της πόρτας, που τα μαγκώναμε ανάμεσα και την εκάναμε καρυδοσπάστη, αφήνοντας σημαντικά σημάδια της χρησιμοποίησης αυτής, μα και για την ασπράδα των ασβεστωμένων πεζουλιών της αυλής, που ήταν το τελευταίο καταφύγιο για να τσακίσουμε τα καρύδια, χτυπώντας τα με λιθάρια!…
– Μπρε Ιούδες!… Μπρε Ιούδες! εξεφώνιζε, σαν εκαταλάβαινε κατιτί τέτοιο… Ελάτε εδώ, μπρε, να σας τα τσακίσω εγώ!…
Και δεν ήξερε κανένας τι την επονούσε πιο πολύ απ΄ τα τρία: τα δόντια μας, το μάγκωμα της πόρτας ή το λέρωμα των πεζουλιών;
Κι όμως εμείς, οι «Ιούδες», εβαλθήκαμε να τη λερώσουμε!… Έξω, στο παράσπιτο, στην άκρη της αυλής, για να μη λερώσει την κουζίνα που άστραφτε από πάστρα και γυαλοκοπούσαν τα μπακιρικά, είχε βάλει να μαγειρέψει το περίφημο λαδοπίλαφό της με το χταπόδι, ενώ για μας, σ΄ άλλο τσουκάλι, έβραζε αληθινό πιλάφι με το κρέας, ένα «ατζέμ πιλάφι» από κείνα που μονάχα η θεια-Μαργαρώ ήξερε να φτιάνει αλτρουιστικά για την τέρψη των άλλων!… Κι ο Πειρασμός ξελαμπάδιασε μονομιάς μέσα στο μυαλό μας, εκεί που παίζαμε «καλόγερο» στα άσπρα καί μαύρα πλακάκια της αυλής… Κι ούτε καιρό δεν χάσαμε σε μάταιη συνεννόηση… Με μια ματιά, συνεννοηθήκαμε και το κακό έγινε. ΄Ενα κομμάτι κρέας, παχύ και όλο ψαχνό, έσμιξε μέσα στο λαδοπίλαφο με τα ισχνά κομμάτια του ξερού χταποδιού…
Με τι καρδιοχτύπι περιμέναμε το μεσημέρι, με τι ανυπομονησία προσμέναμε ν΄ αρχίσει το φαγητό της, ξεχνώντας μες στα πιάτα το νόστιμο δικό μας πιλάφι και κοιτάζοντας το λαδοπίλαφό της…
Και να… Εκεί που δεν το προσμέναμε πια, ύστερα από την πρώτη-δεύτερη μπουκιά, το πιρούνι της ανάσυρε το σώμα του εγκλήματος. Το γύρισε από δω, το γύρισε από κει, με ιερή φρίκη. Το γεροντικό της, μα τόσο συμπαθητικό, πρόσωπο πήρε μια έκφραση συντριβής, και μας κοίταξε ύστερα, ενώ εμείς σκύβαμε τα μάτια στα πιάτα μας, έτοιμοι να γελάσουμε, μα χωρίς να μπορούμε… Περιμέναμε τη δίκαιη τιμωρία μας. Μα εκείνη είπε μονάχα με σπαραγμό, σπρώχνοντας το πιάτο:
– Η αμαρτία στο λαιμό σας!…
Κι αλήθεια, θαρρείς σαν η Αμαρτία να ήταν κάτι το ψηλαφητό, κάποιο πράγμα ήρθε κι έκατσε πραγματικά στο λαιμό μας!… Κομπιάσαμε, ξεροκατάπιαμε, αφήσαμε το φαΐ μας και, μπρουμιτίζοντας στο τραπέζι, αρχίσαμε τα κλάματα.
Τότε η καλή γερόντισσα, που ο θρήνος μας κι η μεταμέλειά μας την είχε συγκινήσει, κατανικώντας κάθε της απέχθεια, κάθε της ευλάβεια και κάθε πεποίθηση, προσπάθησε να μας παρηγορήσει. Και παίρνοντας το κρέας του Πειρασμού, άρχισε να τρώει κι αυτή, μπροστά στα κατάπληκτα και κλαμένα μάτια μας, λέγοντας:
– Να, μπρε σεις!… Φάτε!… Κι άστε τα κλάματα!… Να! Φάτε!… ο Θεός δεν ...ξεσυνερίζει...!
Παντελής Πρεβελάκης

Ἁγία Σοφία τοῦ Σλούτσκ. Ἡ προστάτιδα τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τοὺς Οὐνίτες, μὲ τὸ ἄφθαρτο λείψανο



site analysis


Ἡ Ἁγία Σοφία γεννήθηκε τὴν 1 Μαίου 1585. Τὴν ἴδια χρονιὰ πέθανε ἡ μητέρα της, ἐνῶ ἕναν χρόνο ἀργότερα, στὶς 6 Μαίου πέθανε καὶ ὁ πατέρας της. Ἔτσι ἡ μικρὴ καὶ ὀρφανὴ Σοφία μεγάλωσε κοντὰ σὲ διάφορους συγγενεῖς της οἱ ὁποῖοι μονίμως σφετερίζονταν τὴν περιουσία της καὶ βρισκόνταν σὲ διαμάχες.

Ὅταν ἡ Σοφία ἔφτασε στὴν κατάλληλη ἡλικία, ὁ Ἰάνουζ Ράντζιβιλ πρίγκηπας τοῦ Νέσβιζ, στὶς 20 Ἰουλίου 1600 ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ πάπα γιὰ νὰ παντρευτεῖ τὴν πριγκίπισσα Σοφία τοῦ Σλουτσκ (τὸ 1596 ὁ μεγάλος δούκας τῆς Λιθουανίας εἶχε ἀποφασίσει τὴν ἕνωση μὲ τὴν Ρώμη). Ἡ Σοφία ὅμως ἦταν ἀποφασισμένη νὰ παραμείνει ὀρθόδοξη καὶ τὰ παιδιά της νὰ τὰ βαπτίσει ὀρθόδοξα.

Ὁ γάμος ἔγινε σὲ μία ἀπὸ τίς ἐκκλησίες τῆς Βρέστῆς. Μετὰ τὸν γάμο ἡ ζωή της δὲν ἄλλαξε. Οἱ λύπες ἦταν πολλές. Ἡ διαμάχη τῆς οἰκογένειας τοῦ συζύγου της μὲ τοὺς Τσιοντκίεβιτς καὶ ἡ λαιμαργία τους τὴν ἔκαναν νὰ ὑποφέρει. Κοντὰ σὲ αὐτὰ εἶχε προστεθεῖ καὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸν πάπα.
Η Σοφία ἦταν πολὺ πιστὴ καὶ ἡ μόνη της παρηγοριὰ ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἦταν οἱ προσευχές.

Η Σοφία ἦταν ἡ προστάτιδα τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν καὶ προσπαθοῦσε νὰ τοὺς προστατεύει ἀπὸ τὴν μανία τῶν οὐνιτῶν. Εἶχε μεγάλη ἐπιρροὴ στοὺς ντόπιους ὀρθοδόξους χριστιανοὺς καὶ τοὺς στήριζε τόσο πνευματικὰ ὅσο καὶ ὑλικά.
Ἂν καὶ ὁ σύζυγός της ἦταν παπικός, ἐκείνη κατάφερε νὰ τὸν πείσει νὰ ὑπογράψει ἕνα διάταγμα διὰ τοῦ ὁποίου οἱ ὀρθόδοξοι δὲν θὰ ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ γίνουν οὐνίτες. Ἐπίσης φρόντιζε τὶς ἐκκλησίες, τὰ μοναστήρια καὶ τὸν κλῆρο, ἔκανε πολλὲς δωρεὲς καὶ ἔχτιζε νέες ἐκκλησίες.
Χάρη στὸν ζῆλο της καὶ τὴν εὐλάβειά της, τὸ Σλούτσκ εἶχε γίνει...τὸ πιὸ σημαντικὸ πνευματικὸ κέντρο τῆς Λευκορωσίας, ἕνα φρούριο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Η Ἁγία Σοφία ἐκοιμήθη στὶς 19 Μαρτίου 1612 ἀμέσως μετὰ τὴν γέννηση τοῦ πρώτου της παιδιοῦ. Ἦταν μόλις 27 ἐτῶν.
Τὸ σῶμα της βρέθηκε ἄφθαρτο καὶ τοποθετήθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Μὶνσκ, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα, τελώντας ἀναρίθμητα θαύματα. Ἡ ἁγιοκατάταξή της ἔγινε τὸ 1983.
πηγή

Η κόρη του παπά

 site analysis 

Ο κορονοϊός αποτελεί αφορμή για να διαμφισβητηθούν οι εκκλησιαστικές παραδόσεις με ένα τρόπο αδιάντροπα χλευαστικό
.



Μεγάλωσα σε μια εκκλησιαστική οικογένεια στην επαρχιακή πόλη της Λευκάδας στα χρόνια του 60. Ο πατέρας μου ήταν εφημέριος της αστικής ενορίας των Αγίων Αναργύρων, ο παππούς μου ήταν πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης Λευκάδας και Ιθάκης και ο αδελφός της μητέρας μου ήταν εφημέριος στο Μητροπολιτικό ναό της Ευαγγελίστριας Λευκάδας. Ο νονός μου ήταν ο μακαριστός Μητροπολίτης Λευκάδας και Ιθάκης Δωρόθεος με την μακαριστή αδελφή του Ιουστίνη Παλλαδηνού.
Οι Κυριακές μας ήταν ταγμένες στο Κυριακάτικο εκκλησίασμα και στο Κατηχητικό. Η μαμά μας καλόντυνε , μας καλοχτένιζε και μας πήγαινε στην εκκλησιά του πατερούλη, όπου κοινωνούσαμε κάθε Κυριακή αδιαλείπτως καθώς μεγαλώναμε αθώοι και ανυποψίαστοι εκεί στην όμορφη μικρή πόλη μας.
Χωρίς αγκυλώσεις ο πατέρας μου, ένας άκρως προοδευτικός άνθρωπος, μας μύησε στις παραδόσεις της Ορθοδοξίας, προσπαθώντας να μας εμφυσήσει την πίστη σε όσα εκείνος πίστευε και δίδασκε στο εκκλησίασμα.
Το σπιτικό μας ήταν ανοιχτό σε όλους όσους χρειαζόταν τον πατερούλη, στους συγγενείς από το χωριό που ήταν αναλφάβητοι κι έπρεπε να πάνε στους γιατρούς, στους πένητες που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, αλλά και στις Βλάχες που χειμωνιάτικα μέσα στο κρύο ροβολούσαν από την Αιτωλοακαρνανία κουβαλώντας σακιά με άγρια χόρτα να τα πουλήσουν στους Λευκαδίτες για να εξοικονομήσουν τον άρτον τον επιούσιον.
Οι γονείς μου είχαν το σπίτι ανοιχτό σε όλους, το τραπέζι μας τα μεσημέρια είχε πάντα φιλοξενούμενους κι εμείς κάναμε χαρά μεγάλη χωρίς να συνειδητοποιούμε πως τότε ακριβώς διδασκόμασταν τις βασικές αρχές του ουμανισμού που διέπουν τη Χριστιανική θρησκεία. Η φιλικότητα προς τους συγγενείς και η αγάπη για το διπλανό μας είχε πολλά ονόματα: Και ποιός δεν πέρασε από το Φραγκουλέικο εκείνα τα χρόνια, κάτοικοι Εγκλουβής, Σύβρου, Μαραντοχωρίου, Βασιλικής, Καρυάς.
Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές πασπαλίζονταν από τα καλάθια με τα καλούδια που πηγαίναμε με την αγαπημένη θεία μας Κουλίτσα στις φτωχές οικογένειες και ανήμερα δεν τρώγαμε στο σπίτι μας τη γαλοπούλα ή τον αμνό. Πηγαίναμε στο Νοσοκομείο και στο Γηροκομείο να επισκεφθούμε τους άρρωστους και γέρους και καταλήγαμε οικογενειακώς στο σπίτι αργά το μεσημέρι σβήνοντας την πείνα μας με μια σούπα αυγολέμονο.
Κι όταν έγινα 10 ετών ο πατερούλης μου εξήγησε πως τώρα πιά δεν θα κοινωνούσα κάθε Κυριακή, αλλά θα κοινωνούσα όταν ήμουν έτοιμη, δηλαδή όταν ήθελα να απαλλαγώ από όσα «ανάρμοστα» είχα κάνει σε εκείνη την αθώα ηλικία. Και αυτό γινόταν με εξομολόγηση στο θείο παπα-Νίκο που ήταν άκρως συγχωρητικός και αγαπημένος, διότι έλεγε πως ο Χριστός είναι της αγάπης και της συγχώρεσης και κοίτα πώς συγχωρεσε τους δυό ληστές στο σταυρό του μαρτυρίου του.
Και μετά από μια εβδομάδα νηστείας που σήμαινε αφενός εγκράτεια και αφετέρου αποτοξίνωση από τις ζωικές πρωτεΐνες, δηλαδή καθαρισμό του σώματος, πήγαινα στην εκκλησιά με το ωραίο μου φουστάνι (κόκκινο βελούδο με λευκή δαντέλα το χειμώνα, οργάντζα με φουρό το καλοκαίρι) και κοινωνούσα των Αχράντων Μυστηρίων. Κι ένιωθα ανάλαφρη και γελαστή, γιατί παρά τη μικρή μου ηλικία είχα αντιληφθεί πως η ανάγκη του καθαρισμού από τις περιπλοκές της παρακοής και των τύψεων ήταν εκεί δυνατή και μοιραία.
΄Ετσι έμαθα λοιπόν να καθαρίζω εαυτήν από τα ζιζάνια που με τυραννούσαν στον ενήλικο βίο μου. Διδάχθηκα τη μέθοδο της χριστιανοσύνης για να καθαίρομαι σε τακτικά χρονικά διαστήματα και να τακτοποιώ μέσα μου τα ανθρώπινα μίση και πάθη μου. Έτσι έμαθα να τινάζω τα εσώψυχά μου και να επανεκκινώ εξ αρχής. Αυτή η μέθοδος με βοήθησε να ξεπεράσω τους διάφορους της ζωής μου πόνους, τις αμυχές και τις πληγές που έφεραν στο δρόμο μου απρόβλεπτα γεγονότα.
Τώρα οι αρνητές της χριστιανοσύνης έχουν βρει ευκαιρία με την επιδημική εξάπλωση του κορονοϊού να σπείρουν αμφισβήτηση για την λατρευτική ζωή των Ορθοδόξων:
  1. Οι ιερείς δεν είναι αγράμματοι ταλιμπάν και πληροφορούνται για τους κινδύνους που εγκυμονούνται πανταχού
  2. Οι πιστοί δεν είναι πρόβατα για να καθοδηγούνται από οποιονδήποτε εγγράμματο ή αγράμματο
  3. Ο κορονοϊός αποτελεί αφορμή για να διαμφισβητηθούν οι εκκλησιαστικές παραδόσεις με ένα τρόπο αδιάντροπα χλευαστικό
  4. Η πολιτεία πρέπει να λάβει τα μέτρα της και αν κρίνει πως η μεταδοτικότητα του ιού είναι τέτοιας έκτασης να κλείσει σχολεία, εκκλησίες, γήπεδα κλπ. 
Αυτά και νιώθω περήφανη που μεγάλωσα στην εκκλησία ως κόρη παπά!

Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη 

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Η Οσία Δήμητρα του Κιέβου(+9/22 Μαρτίου 1878)



site analysis




Η Οσία Δήμητρα είναι βουλγαρικής καταγωγής.Γεννήθηκε στη Σίλιστρα το 1810.Οι ευλαβείς γονείς της ονομάζοντας Αλέξανδρος και Μαρία.
Ο σύζυγός της,Ιβάν Yegorov αξιωματικός του ρωσικού στρατού  πέθανε ηρωικά στον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856).Η ίδια πήρε μέρος στις μάχες υπεράσπισης της Σεβαστούπολης(1855-1856)φροντίζοντας τους τραυματίες στο πεδίο της μάχης
Το 1856 ταξίδεψε στο Κίεβο και εγκαταστάθηκε κοντά στην Λαύρα Πετσέρσκα.Προσευχόνταν,μελετούσε πνευματικά βιβλία και είχε την ελπίδα της στο έλεος του Θεού.
Εδώ στο Κίεβο έμελλε να έχει μία συνάντηση που της άλλαξε την ζωή.Γνώρισε μία μεγάλη μορφή,τον μητροπολίτη Κιέβου Ισίδωρο(Νικόλσκυ 1858-1860).Έγινε πνευματικός της πατέρας και της πρότεινε να φτιάξουν μία θρησκευτική κοινότητα για τις χήρες και τα ορφανά εκείνων που σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου.
Έτσι με διάταγμα του τσάρου Αλεξάνδρου του Β' 1878 ιδρύθηκε η θρησκευτική κοινότητα που φιλοξένησε αρχικά 33 χήρες και ορφανά.

Λίγες ημέρες αργότερα στις 9/22 Μαρτίου 1878 αφού εκάρη μοναχή η Οσία Δήμητρα εκοιμήθη.

Το 1901 η θρησκευτική αυτή κοινότητα μετατράπηκε σε μοναστήρι,γνωστή ως μονή Βεντένσκιι όπου βρίσκονται και τα άγια λείψανά της.Το 2008 έγινε η αγιοκατάταξη της Οσίας Δήμητρας.

Στην Ιερά Μονή Βεντένσκιι του Κιέβου βρίσκεται και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας ''Η βοήθεια των ταπεινών''(ΕΔΩ)
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Η Γυναίκα Ρωμηά και οι Μικρασιάτικες Σαρακοστές της



site analysis



Μικρασιάτικες Σαρακοστές

Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου 

  «Θυμάμαι την μητέρα μου που μου 'λεγε για την γιαγιά της, πρώτη γενιά προσφύγων από την Προύσσα της Μ. Ασίας. Το σπίτι με μεγάλη αυλή που έπρεπε την περίοδο της σαρακοστής να το ασπρίσουν. Κήπος μεγάλος σαν περιβόλι, με ότι δέντρο θέλεις μέσα. Ροδιές, Συκιές, Κυδωνιές, Μουριές. Η πρόγιαγιά με την βράκα και το τσεμπέρι, έτρωγε μόνο μεσημέρι (έκανε ενάτες* την σαρακοστή).

Το φαγητό της λίγο ψωμί κι ένα κρεμμυδάκι που έκοβε από τον κήπο. Όλο το βράδυ, μου λέγε η μητέρα μου, ακούγαμε έναν θόρυβο: ντουκ-ντουκ-ντουκ... κοιτούσαμε από την κλειδαρότρυπα και βλέπαμε την γιαγιά να κάνει αμέτρητες μετάνοιες μπροστά στο εικόνισμα... Να πέφτει, να σηκώνεται... ο θεός να την αναπαύσει!»[1]

Γυναίκα Ρωμηά

«Ήταν μια απλή γυναίκα του λαού, αλλά η λειτουργικότητά της ήταν αρκετά μεγάλη. Λειτουργούσε στην κοινωνία σαν τα ζωντανά και υγιή πνευμόνια. Ανέπνεε η ίδια και βοηθούσε και άλλους να αναπνέουν. Ήταν απλή γυναίκα του λαού, αλλά η σοφία της ήταν μεγάλη. Είχε σοφία πέρα από την ανθρώπινη γνώση.

Η σοφία της ήταν καρπός της άγνωστης γνώσης. Ο βίος της ήταν απαύγασμα της πονεμένης Ρωμηοσύνης. Η ζωή της ήταν ένας πόνος και μια χαρά, ένας σταυρός και μία ανάσταση. Μπορεί να πει κανείς ότι ήταν σάρκωση του μαρτυρικού μας Γένους…

Είχε μητρική καρδιά. Η καρδιά της χτυπούσε για όλους, όχι απλώς για να συντήρηση την βιολογική ζωή, αλλά για να στηρίξει τον κόσμο. Μπορεί να πει κανείς ότι ήταν μια μάνα της ανθρωπότητας. Αγαπούσε και την Παναγία, γιατί την καταλάβαινε. 


Ώρες ολόκληρες προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Δεν ξεχώριζε εχθρούς και φίλους, συγγενείς και αγνώστους. Γι’ αυτήν όλοι ήταν γνωστοί. Προσευχόταν για τον Πατριάρχη, για τους επισκόπους, τους ιερείς, τους μοναχούς, τους ιεραποστόλους και όλο τον κόσμο.

Προσευχόταν περισσότερο για τους νεκρούς. Έτσι ένοιωθε πραγματικά την ενότητα του κόσμου, χωρίς ρομαντισμούς και ψευδαισθήσεις. Η προσευχή της ξεχείλιζε με κλάματα, με δάκρυα. Είχε καρδιά ευαίσθητη. Διάβαζε και κουβέντιαζε με την καρδιά. 

Είχε μια πολύ μεγάλη ευαισθησία. Και αυτό δεν ήταν απλώς μια γυναικεία ευαισθησία, αλλά συνδυασμένο με ανδρεία και γενναιότητα αποτελούσε μια αρμονία και ισορροπία. 


Πίστευε στην μεγάλη αγάπη του Θεού και μπορούσε εύκολα να παρηγορήσει τον κάθε πονεμένο. Αυτή που πέρασε τόσους πόνους, γνώριζε τρόπους παρηγοριάς. Και η αγάπη της προς την Παναγία ήταν καρπός αυτής της ευαίσθητης και στοργικής καρδιάς.


Δεν ήξερε τί θα πει «δικαίωμα». Γνώριζε καλά το καθήκον, το καθήκον της αγάπης και της αρχοντιάς. Η ζωή της ήταν δόσιμο ολοκληρωτικό. Προσφορά. 


Αγαπούσε και κουραζόταν. Ήξερε να αγαπά και ήξερε να το εκφράζει. Και οι μικρές της αδυναμίες ντυνόταν με ωραία φορεσιά. Γι’ αυτό φαινόταν και αυτές ωραίες. 

Πώς να ξεχάσεις την θυσία και την προσφορά; Πώς να λησμονήσεις την απλόχερη αρχοντιά; Ζούσε μέσα ατό Φως του Θεού, στο φως της αγάπης και της ελπίδας, της υπομονής και της καρτερίας, του πόνου και της χαράς. 

Ακατάπαυστη προσευχή της ήταν το όνομα του Χριστού. Μέσα της κυκλοφορούσαν όλοι οι χυμοί της Παράδοσης, της Ορθόδοξης Παράδοσης, Έπινε γάλα όχι από κουτιά, αλλά από τον ζωντανό μαστό της Εκκλησίας».[2]

«…έφτασα στο σημείο να ονειρεύομαι για τον άνθρωπο
μια καινούργια Σαρακοστή, όπου να νηστεύει όλους τους
καρπούς της επικαιρότητας και να μη συντηρείται παρά
μόνον από τη στοιχειακή έννοια των πραγμάτων και τη
μεταφυσική τους προέκταση.»[3] Οδυσσέας Ελύτης

*Ενάτες=Εκκλησιαστικά, στην νηστεία εννοείται η λήψη ξηράς τροφής, άνευ ελαίου, οίνου ή άλλης λιπαρής ουσίας και μόνο μια φορά την ημέρα, κατά την ενάτη ώρα. Στο Βυζαντινό ωρολόγιο, η ενάτη ώρα αντιστοιχεί περίπου με τις 3 μετά το μεσημέρι.

παραπομπές:
1. «Μικρασιάτικες Σαρακοστές» Διήγηση Μικρασιάτη για την Αέναη επΑνάσταση
2. «Γυναίκα Ρωμηά» Μητρ. Ιεροθέου Βλάχου, από το βιβλίο του «Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί» ηλ. πηγή stratisandriotis
3. Απόσπασμα από την συλλογή «Ιδιωτική Οδός» του Οδυσσέα Ελύτη εκδ. Ύψιλον, 2009 σελ. 84
Πηγή

Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

Το ''ύστατο'' χαίρε στην Ιεραπόστολο του Κονγκό Θεανώ Μουσδελεκίδου (ΦΩΤΟ)



site analysis
istato theano 19
Μέσα σε κλίμα συγκίνησης σύσσωμος κλήρος και λαός, αποχαιρέτησαν για την τελευταία της κατοικία τη γυναίκα, η οποία έγινε σύμβολο θυσίας, αγάπης και προσφοράς στους Κονγκολέζους αδελφούς μας, την μητέρα Θεανώ Μουσδελεκίδου.
Συγκεκριμένα, την Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020, στις 10:30 π.μ., στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου στο Κολουέζι, τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία της θαυμαστής Ιεραποστόλου μητέρας Θεανώς Μουσδελεκίδου.
Στην εξόδιο ακολουθία χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κατάνγκας κ. Μελέτιος, πλαισιούμενος από τον Πρωτοσύγκελλο Αρχιμ. Κοσμά Θασίτη, τον Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίων Αποστόλων Τσαμπούλας Αρχιμ. Βαρνάβα Γρηγοριάτη, τον προιστάμενο του Ιερού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Λομπουμπάσι Πρωτοπρ. Αμβρόσιο Διαμαντίδη, Ιερείς και Διακόνους της Ιεράς Μητροπόλεως.
Κατά την διάρκεια της εξοδίου ακολουθίας η συγκίνηση και η χαρά συγχρόνως ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων των παρισταμένων.
Έβλεπες ένα πλήθος, το οποίο ευεργετήθηκε πολύπλευρα από την μακαριστή μητέρα Θεανώ, να συμμετέχει με απεριόριστο σεβασμό και αγάπη εκείνη τη στιγμή.
Μία σιωπηλή κραυγή επικρατούσε εκείνες τις ώρες της χαρμολύπης. Η σκέψη αυτομάτως, σε οδηγούσε στο παρελθόν και στο παρόν.
Στο παρελθόν, γιατί ταξίδευε το μυαλό στα μέρη που περπάτησε, που άπλωσε το χέρι της σε ανήμπορους ανθρώπους, που αγκάλιασε ορφανά και κατατρεγμένα παιδιά, που άνοιξε την αγκαλιά της στους ελαχίστους αδελφούς μας, τους φυλακισμένους, δίνοντας ένα κομμάτι ψωμί και ένα χαμόγελο ελπίδας και επιστροφής στην αληθινή ζωή, που έγινε συνεργάτης και συνοδοιπόρος του Ευαγγελίου και της αγάπης του μακαριστού Ιεραποστόλου, Αρχιμ. Κοσμά Γρηγοριάτη και του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κατάνγκας κ. Μελετίου.
Και στο παρόν διότι έβλεπες για τελευταία φορά τον άνθρωπο, ο οποίος έδωσε υλικούς και πνευματικούς θησαυρούς, και κερδίζει τώρα τους ουράνιους θησαυρούς.
Το παρόν έδωσαν όμως και τα παιδιά των σχολείων της Ιεραποστολής, όπου με την παρουσία τους εξέφρασαν κι’ αυτά την ευγνωμοσύνη τους προς το πρόσωπο της μητέρας Θεανώς γι’ αυτά τα σπουδαία που προσέφερε στην παιδεία.
Σημαντική θα λέγαμε, ήταν η παρουσία του Υπουργού Δημοσίων Έργων, κ. Μwangal Mbangu, και του Διευθυντού των Φυλακών στο Κολουέζι, κ. Tshikandji για τη συνεργασία που είχε όλα αυτά τα χρόνια η μητέρα Θεανώ. Ιδιαιτέρως, με τον Διευθυντή των Φυλακών για τις επισκέψεις που έκανε όλα αυτά τα χρόνια στο Σωφρονιστικό κατάστημα των Φυλακών βοηθώντας υλικά και πνευματικά τους «ελαχίστους» αδελφούς μας.
Λίγο πριν το τέλος της εξοδίου ακολουθίας, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κατάνγκας κ. Μελέτιος αναφέρθηκε για στην προσωπικότητα της μακαριστής μητέρας Θεανώς τονίζοντας: «Η μητέρα Θεανώ, ζούσε για το Χριστό και για τους αδελφούς της. Μοίρασε την περιουσία που της άφησε ο σύζυγός της και μετά το θάνατό του, αφιέρωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό της στην υπηρεσία του Ευαγγελίου. Προτίμησε τον Χριστό και όχι το χρυσό. Πριν ξεκινήσει για την Εξωτερική Ιεραποστολή, γνώρισε τον μακαριστό Ιεραπόστολο Αρχιμ.π. Κοσμά Γρηγοριάτη, και τον συμβουλεύτηκε. Εκείνη ακολούθησε τον π.Κοσμά, και από εκείνη τη στιγμή άνοιξε και ο παράδεισός της».
Συνεχίζοντας ο Σεβασμιώτατος, τόνισε σε άλλο σημείο: «Ήταν πρώτη στην Εκκλησία. Πρώτη στους φυλακισμένους. Επισκεπτόταν προβληματικές οικογένειες. Φρόντιζε για τους Ιεραποστόλους. Μας είχε σαν παιδιά της. Μας περίμενε μεσάνυχτα να φθάσουμε μετά από ένα κοπιαστικό ταξίδι. Τα χέρια της ήταν πάντα γεμάτα με δώρα αγάπης. Μητέρα Θεανώ αγκάλιαζες τους Ιερείς, αλλά ιδιαιτέρως τα παιδιά και όλα τα μοίρασες τα υπάρχοντα σου. Δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό σου. Την τελευταία μέρα την επισκέφθηκα στο νοσοκομείο. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Όμως, μετά την ευχή που της διάβασα, γύρισε, με κοίταξε, με χαμογέλασε και μου τραγούδησε το τραγούδι, «Μακεδονία ξακουστή». Όταν έφυγα από το νοσοκομείο είπε στις μοναχές εκείνη τη μέρα ότι είδε η μητέρα Θεανώ την Παναγία και της είπε ότι οι βαλίτσες είναι έτοιμες για να φύγει. «Θέλω να με βοηθήσετε να φθάσω στον προορισμό μου» μου είπε.
Κλείνοντας ο Σεβασμιώτατος τον λόγο του τόνισε: «Μητέρα Θεανώ, έφυγες με πολλές ευλογίες. Τούτη τη στιγμή, θα ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη, εάν κάποιες στιγμές σε πίκρανα και σε στενοχώρησα. Γι’ αυτό και βάζω μία μετάνοια μπροστά στο σκήνωμά σου. Και θερμώς σε παρακαλώ, αν βρεις παρρησία στο Θεό, προσευχήσου και για μας, για την Ιεραποστολή, για τα παιδιά της Ιεραποστολής και για τους χριστιανούς. Σε ευχαριστούμε για ό,τι έκανες για μας. Ποτέ δεν θα σε ξεχάσουμε. Αιωνία σου η μνήμη».
Έπειτα, έλαβε το λόγο ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος Πρωτοπρεσβύτερος, π. Θεόφιλος Κatang, ο οποίος ανέγνωσε το βιογραφικό της μητέρας Θεανώς, το έργο που ανέπτυξε στην Ιερά Μητρόπολη Κατάνγκας και αναφέρθηκε στα πρόσωπα με τα οποία συνεργάστηκε.
Στο τέλος της εξοδίου ακολουθίας, πέρασαν όλοι κλήρος και λαός και ασπάστηκαν για τελευταία φορά με δάκρυα στα μάτια το σκήνωμα της μακαριστής Ιεραποστόλου.
Βγαίνοντας από το ναό με προεξάρχοντα τον Σεβασμιώτατο και μία μεγάλη πομπή ενός χιλιομέτρου που ακολουθούσε κατευθυνθήκαμε στην Ιερά Μονή Αγίου Νεκταρίου για να γίνει η ταφή. Μπορούμε να πούμε ότι στο δρόμο τα συναισθήματα όλων μας ήταν κυρίως χαράς και όχι λύπης. Οδηγούσαμε την μητέρα Θεανώ στην τελευταία της κατοικία. Τα παιδιά του οικοτροφείου έψελναν το Άγιος ο Θεός και οι «μάμες» όπως χαρακτηρίζονται εδώ, τραγουδούσαν χριστιανικά τοπικά τραγούδια από αυτά που τραγουδούσαν μαζί με την μητέρα Θεανώ όλα αυτά τα χρόνια που έζησε εδώ στο Κολουέζι.
Πριν φθάσουν στην Ιερά Μονή Αγίου Νεκταρίου, ο Σεβασμιώτατος μπροστά στην είσοδο του νοσοκομείου της Ιεραποστολής, έκανε μία δέηση υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της μητέρας Θεανώ, η οποία επί 5 μήνες νοσηλευόταν εκεί.
Έπειτα, έφθασαν δίπλα στην Ιερά Μονή, όπου εκεί ο Σεβασμιώτατος τέλεσε τρισάγιο και τάφηκε το σκήνωμα της μακαριστής Ιεραποστόλου, μητέρας Θεανώς Μουσδελεκίδου.
Πλέον αναπαύεται το σώμα της από τους κόπους και τα βάσανα. Αφιέρωσε τον εαυτό της για 33 ολόκληρα χρόνια στην υπηρεσία του Ευαγγελίου και του ανθρώπου.
Ας είναι αιωνία της η μνήμη.
ΠΗΓΗ.ΡΟΜΦΕΑ


































Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Θεανώ Μουσδελεκίδου, μια θαυμαστή Ιεραπόστολος



site analysis
theano
Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Ὅπως πληροφορηθήκαμε, τά ξημερώματα τῆς 3ης Μαρτίου ἐ.ἔ. κοιμήθηκε στό Κολουέζι τοῦ Κονγκό ἡ Ἱεραπόστολος «μητέρα» Θεανώ Μουσδελεκίδου, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἔδεσσα καί τήν γνώριζα ἀπό τά χρόνια ἐκεῖνα πού διακονοῦσα ὡς Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας.
Ἡ Ἔδεσσα εἶναι ἡ πόλη πού γαλούχησε μεγάλους Ἱεραποστόλους. Πρῶτος ἦταν ὁ Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος, τόν ὁποῖον ἔφερε στήν Ἔδεσσα ὁ τότε Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου, ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, καί μάλιστα ἔμεινε μαζί του στό Μητροπολιτικό Οἴκημα. Δεύτερος ἦταν ὁ Ἀρχιμ. Χαρίτων Πνευματικάκης, Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης. Ἐκεῖ γνωρίσθηκαν μέ τόν π. Χρυσόστομο καί ἀργότερα τόν ἀκολούθησε στήν Ἀφρική. Τρίτος ἦταν ὁ Ἀρχιμ. Ἰγνάτιος Μαδενλίδης, ἀργότερα Μητροπολίτης Πενταπόλεως, πού γνώρισε καί τούς δύο στήν Ἔδεσσα καί ἀργότερα ἀκολούθησε τόν Πνευματικό του π. Χαρίτωνα στήν Ἱεραποστολή. Καί τέταρτη ἦταν ἡ Ἐδεσσαία Θεανώ Μουσδελεκίδου, πού ἀκολούθησε τούς προηγουμένους στήν Ἱεραποστολή.
Ὅταν δῆ κανείς τήν ζωή τῶν τεσσάρων αὐτῶν Ἱεραποστόλων, θά διαπιστώση ὅτι ὑπάρχει ἕνας ἐσωτερικός σύνδεσμος, μιά ἐσωτερική μυστική ἑνότητα μέ κέντρο τήν Ἔδεσσα, ἡ ὁποία πράγματι ἀναδείχθηκε ὡς μιά πόλη μεγάλων Ἱεραποστόλων τῆς Ἀφρικῆς. Καί ὅπως ἡ Ἔδεσσα εἶναι κατά τήν ὀνομασία της πόλη «πολλῶν ὑδάτων» καί φημίζεται γιά τόν θαυμαστό καταρράκτη της, ἔτσι τώρα θά φημίζεται καί γιά τούς μεγάλους Ἱεραποστόλους πού ἀνέδειξε καί ἔγινε πόλη τῶν καταρρακτῶν τῆς Ἱεραποστολῆς στήν Ἀφρική.
Ἡ ἴδια διηγεῖται: «Στά δύσκολα χρόνια τῆς Κατοχῆς εἴχαμε τή μεγάλη εὐλογία νά ἔχουμε καλό ποιμένα, τόν Μητροπολίτη Ἐδέσσης καί Πέλλης, τόν μακαριστό Παντελεήμονα (μετέπειτα Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης) καί τούς ἀξιόλογους πνευματικούς συνεργάτες του, τόν π. Χρυσόστομο (Παπασαραντόπουλο), τόν παππούλη καί ἐξομολόγο μας, ὡς παιδιά τῶν κατηχητικῶν τότε ἐμεῖς, καθώς ἐπίσης καί τόν π. Χαρίτωνα (Πνευματικάκη), ὁ ὁποῖος, μέ τήν ἀκάματη δραστηριότητά του καί μέ τά πύρινα κηρύγματά του, ἀγκάλιασε ὅλους τούς νέους τῆς ἐποχῆς καί τούς χάραξε πορεία ζωῆς. Τά κατηχητικά, οἱ κύκλοι Ἁγίας Γραφῆς, ὁ λόγος του ἔγινε βίωμα ζωῆς».
Γνώριζα ἀπό παλαιά πολύ καλά τήν Θεανώ Μουσδελεκίδου. Κατ' ἀρχάς τήν ἔβλεπα νά βοηθᾶ τόν σύζυγό της στό παντοπωλεῖο καί φαινόταν ὡς μιά ἀξιοπρεπής, εὐγενής, σοβαρή καί ἐξυπηρετική κυρία, μέ ἐξαιρετική ἐξωτερική ἐμφάνιση. Τήν συναντοῦσα καί στόν κεντρικό δρόμο πού ὁδηγεῖ ἀπό τόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Σκέπης πρός τόν Μητροπολτικό Οἶκο ὅπου ἔμενα, ὅταν πήγαινε νά δῆ τήν εὐγενέστατη καί ἀρχόντισσα μητέρα της Ἑλένη Ἀντωνιάδου, πού ἔμενε μέ τόν καθηγητή υἱό της καί τήν οἰκογένειά του ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη. Ἡ σοβαρότητά της ἦταν στενά συνδεδεμένη μέ τήν εὐγένειά της καί τήν χαρούμενη ὄψη τοῦ προσώπου της, διέκρινα μέσα της μιά ὁρμή.
Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ σύζυγός της, ἐπειδή δέν εἶχαν παιδιά, ἄρχισε νά προβληματίζεται γιά τό τί θά κάνη στό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της. Δέν τήν ἱκανοποιοῦσε τό νά διατηρήση τό παντοπωλεῖο καί ἤθελε νά προσφέρη τίς δυνάμεις της στήν κοινωνία καί τήν Ἐκκλησία.
Τότε ἦταν πού τήν γνώρισα καλύτερα, διότι μέ πλησίασε γιά νά μέ ἐνημερώση γιά κάποια σχέδιά της. Σκέφθηκε καί ἀποφάσισε νά μετατρέψη τήν εὐρύχωρη οἰκία της σέ χῶρο, ὅπου θά ἔμεναν μαθήτριες πού προέρχονται ἀπό τά πέριξ τῆς Ἐδέσσης χωριά καί πήγαιναν στά Γυμνάσια καί τά Λύκεια τῆς πόλεως, παρακινούμενη ἀπό τό ἴδιο πού ἔπραξε ἡ Μαρία Ἀρτοπούλου.
Σχεδιάσαμε καί προχωρήσαμε μαζί τήν λειτουργία ἐνός ἀτύπου Οἰκοτροφείου, μιᾶς «Μαθητικῆς Στέγης». Στήν πραγματικότητα δέν ἦταν Οἰκοτροφεῖο, ἀλλά μιά μεγάλη οἰκογένεια μέ πολλές μαθήτριες, πού ἔμεναν μαζί, σάν νά τίς φιλοξενοῦσε ἐκείνη, καί ἡ ἴδια φρόντιζε γιά τήν ἑτοιμασία τοῦ φαγητοῦ καί εἶχε τήν γενική ἐπίβλεψή τους. Ἦταν πραγματικά μιά πνευματική οἰκογένεια.
Ἐκείνη ἦταν πολύ χαρούμενη γιά τό νέο αὐτό ἔργο, πού τῆς ἔδωσε μεγάλη ἔμπνευση, τό ἀσκοῦσε μέ ὑπευθυνότητα καί ἀναπλήρωσε τήν ἔλλειψη τῆς οἰκογένειάς της. Ἔτσι ἔβλεπε ὅλες τίς μαθήτριες ὡς δικά της παιδιά καί ἀνταποκρινόταν σέ αὐτές ὡς μητέρα τους. Αὐτό ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιατί ἦταν ἕνα στάδιο προετοιμασίας της γιά τήν ἱεραποστολή στήν Ἀφρική.
Μέ τήν ἐπικοινωνία πού εἴχαμε μέ καλοῦσε συχνά τά βράδυα στήν «Μαθητική Στέγη» γιά νά συζητῶ μέ τίς μαθήτριες, τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ Μητροπολίτης Καλλίνικος. Θαυμάζαμε ὅλοι τόν ἱεραποστολικό ζῆλο τῆς κ. Θεανοῦς.
Ἡ ἴδια διηγεῖται: «Τό 1980, μέ τήν καθοδήγηση τοῦ πνευματικοῦ μου καί ἐπί μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἐδέσσης καί Πέλλης κ. Καλλινίκου, μετατρέπω τό σπίτι μας σέ μαθητική στέγη καί ἐπί 10 χρόνια φιλοξενῶ κοπέλες ἀπό τήν γύρω περιοχή, πού ἐπιθυμοῦσαν νά φοιτήσουν στό Γυμνάσιο. Τό σπίτι λειτουργοῦσε σάν μία μεγάλη οἰκογένεια, μέ τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Μητροπολίτη μας καί μέ πνευματικό τότε τόν π. Ἱερόθεον, Μητροπολίτη Ναυπάκτου σήμερα» (tastv.gr).
Ἀργότερα ὁ νέος Μητροπολίτης Ἐδέσσης Χρυσόστομος εἶχε τίς δικές του ἀπόψεις καί ἐκείνη ἐξαναγκάσθηκε νά κλείση τήν «Μαθητική στέγη», ἐκφράζοντας ἔτσι τό ἐκκλησιαστικό της φρόνημα καί τόν σεβασμό της στούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς.
Ὅμως, εἶχε πολλές δυνάμεις, μεγάλη ὄρεξη νά προσφέρη στόν ἱεραποστολικό τομέα. Θυμᾶμαι ὅτι συζητήσαμε ἐκτενῶς τό θέμα αὐτό καί ἐκείνη συμβουλεύθηκε τόν ἐξ Ἐδέσσης Ἀρχιμ. Ἰγνάτιο Μαδενλίδη καί τελικά ἔλαβε τήν ἀπόφαση νά μεταβῆ στήν Ἱεραποστολή στό Κολουέζι τοῦ Κονγκό, στήν Ἱερά Μητρόπολη Κατάνγκας, στήν ἀρχή δοκιμαστικά καί ἔπειτα μόνιμα.
Μετέβη ἐκεῖ καί ἄρχισε μέ ζῆλο τό ἱεραποστολικό της ἔργο. Κατά καιρούς μοῦ τηλεφωνοῦσε καί ἐρχόταν στήν Ναύπακτο σέ ἑορταστικές ἡμέρες. Μάλιστα ἔδωσε σέ ἕνα «μαυράκι» τό ὄνομά μου γιά νά θυμᾶται τήν συνεργασία μας στήν Ἔδεσσα.
Τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἔτους 2007 ἡ μητέρα Θεανώ ἦλθε στήν Ναύπακτο γιά νά μοῦ εὐχηθῆ γιά τήν ὀνομαστική μου ἑορτή. Τότε ὁ Ἀρχιμ. π. Καλλίνικος Γεωργᾶτος, πού ἡ μητέρα του ἦταν φίλη τῆς κ. Θεανοῦς, τῆς πῆρε συνέντευξη ἀπό τήν ὁποία, μεταξύ τῶν ἄλλων, προῆλθε καί τό κατωτέρω κείμενο, τό ὁποῖο δείχνει τόν τρόπο πού ἐργαζόταν ἡ Ἱεραποστολή καί τό ἔργο τῆς μητέρας Θεανοῦς.
«Στό κέ­ντρο τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κῆς δρά­σης βρί­σκε­ται ὁ Ἱ­ε­ρός Να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου στό Κο­λου­έ­ζι. Εἶ­ναι τό κέ­ντρο τῆς λα­τρευ­τι­κῆς καί μυ­στη­ρια­κῆς ζω­ῆς τῶν ἱ­ε­ρα­πο­στό­λων, τῶν συ­νερ­γα­τῶν τους καί τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου λα­οῦ τοῦ Κο­λου­έ­ζι. Κτί­σθη­κε τό 1950 ἀ­πό τήν ἑλ­λη­νι­κή κοι­νό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α ἀν­θοῦ­σε τόν και­ρό ἐ­κεῖ­νο. Τώ­ρα ἑλ­λη­νι­κές κοι­νό­τη­τες ὑ­πάρ­χουν στήν πρω­τεύ­ου­σα Κιν­σά­σα καί τήν συ­μπρω­τεύ­ου­σα Λου­μπου­μπάσ­σι.
Δί­πλα στόν Ἱ­ε­ρό Να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου εἶ­ναι τά Γρα­φεῖ­α τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς καί οἱ ἀ­πο­θῆ­κες μέ τά ἀ­πα­ραί­τη­τα ἐ­κεῖ­να σκεύ­η καί ἀ­γα­θά γιά τήν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή.
Κά­θε ἡ­μέ­ρα στίς 5:30 τό πρω­ΐ ση­μαί­νει τό ἐ­γερ­τή­ριο, καί ἀρ­χί­ζει νά βου­ΐ­ζει σι­γά-σι­γά ἡ ζω­ή στήν Κο­μιτ­τέ (Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή). Στίς 6:00 ἀρ­χί­ζει ὁ Ὄρ­θρος στόν Ἱ­ε­ρό Να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί ἐ­άν εἶ­ναι κά­ποια ἑ­ορ­τή ἀ­κο­λου­θεῖ θεί­α Λει­τουρ­γί­α.
Στίς 7:30 ἔ­χει τε­λει­ώ­σει ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α. Στίς 7:00 μέ 7:30 ἀ­νοί­γουν τά Γρα­φεῖ­α τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς. Ὁ ἐ­πι­κε­φα­λῆς π. Με­λέ­τιος πα­ρα­δί­δει τά κλει­διά στούς ὑ­πευ­θύ­νους, πα­ρου­σιά­ζει τό πρό­γραμ­μα τῆς ἡ­μέ­ρας καί μοι­ρά­ζει τίς ἐρ­γα­σί­ες στούς ἑ­κα­τόν πε­νή­ντα (150) ἐρ­γα­ζο­μέ­νους, Ἱ­ε­ρεῖς, δα­σκά­λους, ἐρ­γά­τες, ὁ­δη­γούς κλπ.
Ὅ­λοι αὐ­τοί οἱ ἄν­θρω­ποι μι­σθο­δο­τοῦ­νται ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή μέ μι­σθό πού κυ­μαί­νε­ται ἀ­πό 40 ἕ­ως 100 δολ. τόν μή­να, ἀ­νά­λο­γα μέ τήν προ­ϋ­πη­ρε­σί­α καί τήν οἰ­κο­γε­νεια­κή κα­τά­στα­ση.
Τά χρή­μα­τα αὐ­τά προ­έρ­χο­νται ἀ­πό δω­ρε­ές ἀ­πό ἄλ­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, ἀ­πό Μη­τρο­πό­λεις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­πό τήν Ἀ­πο­στο­λι­κή Δια­κο­νί­α, ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους καί ἄλ­λες Ἱ­ε­ρές Μο­νές, ἀ­πό τόν Σύλ­λο­γο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης «Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός» μέ πρό­ε­δρο τόν κ. Ἀσ­λα­νί­δη, ἀ­πό διά­φο­ρους Συλ­λό­γους καί ἰ­δι­ῶ­τες πού ἐν­δια­φέ­ρο­νται καί βο­η­θοῦν τό ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό ἔρ­γο.
Στήν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή ἀ­νή­κει καί ἕ­να ἀ­γρό­κτη­μα μέ κα­λα­μπό­κι, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει ἕ­να μι­κρό ἔ­σο­δο. Στούς ἐρ­γα­ζο­μέ­νους στήν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή χο­ρη­γεῖ­ται καί ἀ­λεύ­ρι ὡς συ­μπλή­ρω­μα στόν μι­σθό τους.
Τόν π. Με­λέ­τιο βο­η­θοῦν στό ἔρ­γο τῆς διοί­κη­σης τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς καί ὁ Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κός Ἐ­πί­τρο­πος π. Θε­ό­φι­λος, «τό μά­τι καί τό αὐ­τί», ἡ κ. Θε­α­νώ πού εἶ­ναι ἡ «μητέρα»τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς καί τό Ἐκ­κλη­σια­στι­κό Συμ­βού­λιο (Κο­μι­τέ).
Ὑ­πό τήν ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς καί τοῦ ἐ­πι­κε­φα­λῆς της π. Με­λε­τί­ου εἶ­ναι ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α τῶν νέ­ων Ἐ­νο­ρι­ῶν, τοῦ κτι­σί­μα­τος τῶν νέ­ων Ἐ­νο­ρια­κῶν Να­ῶν, ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α τῶν νέ­ων Πρε­σβυ­τέ­ρων, τῶν Σχο­λεί­ων καί Ἰ­α­τρεί­ων πού πλαι­σι­ώ­νουν κά­θε Ἐ­νο­ρί­α.
Στήν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή γί­νε­ται τα­κτι­κά ἡ κα­τή­χη­ση, μέ κέ­ντρο τόν Ἱ­ε­ρό Να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Ἀ­πό τόν π. Με­λέ­τιο κά­θε Κυ­ρια­κή γί­νε­ται τό θεῖ­ο Κή­ρυγ­μα, κά­θε Πέ­μπτη ἡ ὁ­μι­λί­α γιά τούς ἄν­δρες, συ­νά­ξεις Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, καί σέ ὅ­λες τίς Ἐ­νο­ρί­ες ἀ­πό τούς κα­τά τό­πους Ἱ­ε­ρεῖς τους. Ἡ κ. Θε­α­νώ ἔ­χει ὑ­πό τήν ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τά της τήν ὁ­μι­λί­α στίς νέ­ες μη­τέ­ρες (50-60 μη­τέ­ρες), κά­θε Τε­τάρ­τη, τήν ὁ­μι­λί­α στήν Σχο­λή Οἰ­κο­κυ­ρι­κῶν καί Ἀ­ναλ­φά­βη­των (250-300 κο­ρί­τσια) κά­θε Πα­ρα­σκευ­ή, καί τήν ὁ­μι­λί­α στίς ὑ­πο­ψή­φι­ες δα­σκά­λες (100 πε­ρί­που) κά­θε Σάβ­βα­το.
Στίς ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νες Ἐ­νο­ρί­ες δη­μιουρ­γεῖ­ται τό με­γά­λο πρό­βλη­μα μέ τίς με­τα­κι­νή­σεις. Ξε­κι­νᾶ τό Κλι­μά­κιο τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς ἀ­πό τό κέ­ντρο μέ ὅ­λα τά χρει­ώ­δη καί δέν ξέ­ρου­ν πό­τε θά φτά­ση, πό­τε καί πῶς θά ἐ­πι­στρέ­ψη».
Ἐπίσης, ἀπό ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ Ἱερομονάχου Ἱεραποστόλου π. Νικολάου Γρηγοριάτη («Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση», τεῦχος 151, Φεβ. 2009) μαθαίνουμε τό ἑξῆς γιά τήν μητέρα Θεανώ:
«Ση­μα­ντι­κή εἶ­ναι ἡ προ­σφο­ρά τῆς κ. Θε­α­νῶς Μουσ­δε­λε­κί­δου ἀ­πό τήν Ἔ­δεσ­σα, γνω­στῆς ὡς "Μη­τέ­ρα Θε­α­νώ". ... Ἡ κυ­ρί­α Θε­α­νώ Μουσ­δε­λε­κί­δου εἶ­ναι πο­λύ­τι­μος συ­νερ­γά­της τοῦ Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κοῦ Κλι­μα­κί­ου Κο­λου­έ­ζι ἐ­πί μί­α 20ετία. Εἶ­ναι οἰ­κο­νό­μος τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς ἐ­κεῖ κα­θώς καί κα­τη­χή­τρια στίς μα­θή­τρι­ες τῶν Ἐκ­παι­δευ­τη­ρί­ων. Συ­νά­ζει τίς γυ­ναῖ­κες τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας καί κά­νουν ἐ­ξορ­μή­σεις στίς φυ­λα­κές, στά Νο­σο­κο­μεῖ­α καί ὅ­που ἀλ­λοῦ χρειά­ζε­ται, δια­νέ­μο­ντας τρό­φι­μα, ρου­χι­σμό καί γε­νι­κά κά­νο­ντας φι­λαν­θρω­πί­α. Δι­καί­ως τῆς ἔ­χει ἀ­πο­νε­μη­θῆ ὁ τίτ­λος "Μη­τέ­ρα Θε­α­νώ" ἤ "Μά­μα Θε­α­νώ", ὅ­πως τήν ἀ­πο­κα­λοῦν οἱ ντό­πιοι».
Οἱ δυσκολίες τῆς ἱεραποστολικῆς της προσπάθειας ἦταν πολλές. Ἡ ἴδια διηγεῖται μιά ἀπό αὐτές:
«Στίς 5 Νοεμβρίου 1990, σέ μιά ἐξόρμηση τοῦ Κλιμακίου πηγαίνοντας πρός τό Λικάσι, στήν ἐπιστροφή πρός Κολουέζι, σέ μια στροφή, τουμπάρει τό ἁμάξι καί παίρνει ἀρκετές στροφές. Ὁ π. Μελέτιος καί ὁ ὁδηγός φοροῦσαν τίς ἀσφαλιστικές ζῶνες καί δέν πάθανε τίποτε, βγήκανε ἀπό τό ἁμάξι. Ἐγώ καί ἡ ἀδελφή Ξένη βρισκόμασταν στά πίσω καθίσματα. Ἡ Ξένη ἐπίσης βγαίνει καλά, ἐγώ καταπλακωμένη, τραυματισμένη στό κεφάλι καί στήν πλάτη, περιμένοντας νά πεθάνω. Ξαφνικά μέ τραβᾶνε ἔξω, πάλι στή ζωή. Νά! καί περνᾶ ἕνα φορτηγό αὐτοκίνητο και μέ πηγαίνουν κατ’ εὐθείαν στό Νοσοκομεῖο, στό Λικάσι. Μένω στήν "Ἐντατική", ξένη στούς ξένους, μέ τόν ἄγγελο φύλακά μου. Ἦταν θέλημα Θεοῦ, ἀφοῦ μαρτύρησα καί ἔχυσα τό αἷμα μου. Ἡ ραφή πού ἔγινε στό μέτωπό μου ἦταν σάν νά φοροῦσα ἀκάνθινο στεφάνι...» (tastv.gr).
Ἡ Ἱεραποστολή ἔχει πολλές θυσίες. Κατά τήν διήγησή της «εἴχαμε, ὅπως εἶναι ἑπόμενο, ποικίλα προβλήματα· διανυκτερεύσεις στό δάσος, χαμένοι στή ζούγκλα, βουτηγμένοι στούς βάλτους, πεζοπορίες, κατεστραμμένες γέφυρες. Ὅλα πρός δόξαν Θεοῦ! Ταπεινά τά ἀποδεχόμαστε» (tastv.gr).
Ἡ «μητέρα» Θεανώ Μουσδελεκίδου-Ἀντωνιάδου ἔγραψε πράγματι μιά θαυμάσια ἱστορία στό ἔργο τῆς Ἱεραποστολῆς στήν Ἀφρική. Δέν ὑπολόγισε ἀσθένειες, πολέμους, δυσκολίες καί αὐτόν τόν θάνατο. Τήν δραστηριότητα καί τό ἔργο της τό γνωρίζει καλύτερα ἀπό ὅλους ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Κατάνγκα-Κονγκό κ. Μελέτιος καί ἀσφαλῶς θά γραφοῦν πολλά γιά τό ἔργο αὐτό.
Ὅταν ἤμουν στήν Ἔδεσσα καί συνεργαζόμουν μαζί της, δέν μποροῦσα νά διανοηθῶ τό θάρρος της καί τήν ἀποφασιστικότητά της νά φύγη ἀπό τήν Ἑλλάδα καί νά μεταβῆ στήν Ἀφρική, νά ἀφήση τούς συγγενεῖς της, τό γνώριμο περιβάλλον της, τήν ὄμορφη Ἔδεσσα, ὅπου μεγάλωσε, καί νά πετάξη στό ἄγνωστο μέ τίς πολλές δυσκολίες, καί τελικά νά κοιμηθῆ καί νά ἐνταφιασθῆ στήν Ἀφρική, ἀναμένοντας τήν μελλοντική ἀνάσταση τῶν νεκρῶν γιά νά λάβη τόν στέφανο τῆς ζωῆς. Ὁ ἀείμνηστος π. Κοσμᾶς Γρηγοριάτης, θέτοντας τό ἐρώτημα «τί σημαίνει Ἱεραποστολή;», ἀπαντοῦσε: «Νά πεθάνης στήν Ἀφρική». Αὐτό ἐνέπνεε καί ἐκείνη καί αὐτό ἔγινε στήν ζωή της.
Τήν θαύμαζα τήν «μητέρα», τήν «μάμα», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσαν «τά μαυράκια της», Θεανώ Μουσδελεκίδου καί τήν ζήλευα, καί ἀκόμη τήν ζηλεύω, πού ἀκολούθησε αὐτό τό δύσκολο ἔργο μέ ἐνθουσιασμό μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της καί εἰσῆλθε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μνήμη της θά εἶναι αἰώνια, θά τήν ἀγαποῦν καί τά «μαυράκια» της καί οἱ λευκοί οὐράνιοι ἄγγελοι, ἀλλά καί ὅλοι ἐμεῖς πού τήν γνωρίσαμε καί συμμετείχαμε σέ ἕναν βαθμό στούς εὐγενεῖς πόθους της.
ΠΗΓΗ.ΡΟΜΦΕΑ

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Μια αλλιώτικη πεθερά...



site analysis


Όλη νύχτα ,η Νίκη η νεαρή μάνα με τα δύο μικρά παιδιά γύριζε στο στρώμα της.
Πώς θα το κρατούσε μυστικό το ότι μεγάλωνε μέσα της ένα νέο παιδί που δεν ήταν του άνδρα της ο οποίος έλειπε στην ξενιτιά;
Είχε σχεδόν αποφασίσει να πάει και να τελειώσει τη ζωή της πέφτοντας στο ποτάμι παρακάτω από το χωριό με τη μεγάλη ρουφήχτρα.
Τα παιδιά θα τα άφηνε στην πεθερά της που έμενε μαζί τους και ήταν χρυσός άνθρωπος.
Το πρωί αποφάσισε να της πει την τρομερή της απόφαση.
Το κακό δεν θεραπεύεται με κακό αλλά μόνο με καλό, θα το λύσουμε το θέμα.
Η Αρετή, η εφευρετική πεθερά είχε ένα αγροτόσπιτο στην άκρη του χωριού και μέσα σε 20 μέρες αφού το άσπρισε και ετοίμασε μετακόμισαν εκεί μάνα, δύο παιδιά και η πεθερά. Στο χωριό είπαν ότι πήγαν νωρίτερα για να είναι έτοιμοι και θα παρακολουθούν το σιτάρι για τη συγκομιδή.
Πέρασαν 5 μήνες.
Η Νίκη γέννησε και η πεθερά σαν μαμή την ξεγέννησε και άρχισε να περιποιείται το νεογέννητο.
Μετά από 25 μέρες η πεθερά έβαλε σε ένα καλαθάκι το μωρό και πήγε στο έμπα του χωριού και το άφησε στην άκρη του δρόμου κρυμμένη κοντά για να δει τι θα γίνει.
Το μωρό ξύπνησε άρχισε να κλαίει και δύο περαστικοί άκουσαν το κλάμα του και έκπληκτοι πλησίασαν το καλάθι.
Η Αρετή που παραφύλαγε προσευχόμενη πετάχτηκε πάνω , άρπαξε το μωρό και άρχισε να το χορεύει λέγοντας:
"Το είχα τάμα να μεγαλώσω ένα ορφανό και να που μου το έστειλε ο Θεός.
Ας έρθουν να το αναζητήσουν οι δικοί του".
Και απομακρύνθηκε με το μωράκι στην αγκαλιά.
Το χωριό έμαθε ότι η καλόψυχη Αρετή μάζεψε ένα ορφανό και έτσι μεγάλωνε μαζί με τα άλλα ώσπου ήρθε ο πατέρας.’’
Τίνος είναι το παιδί μάνα; ρώτησε.
- Είναι δικό μου και θα το μεγαλώσω απάντησε η Αρετή, γιατί το βρήκα πεντάρφανο στο δρόμο.
Η Νίκη πρόλαβε και σκούπισε δύο δάκρυα, πριν τη δει ο άνδρας της ο οποίος δέχθηκε την ευεργεσία της μάνας του.
Ο άνδρας δεν έφυγε πια για την ξενιτιά και η οικογένεια απέκτησε άλλα δύο παιδιά και μεγάλωναν όλα μαζί.
Μετά από 12 χρόνια πέθανε η Αρετή και όταν την έθαψαν ήταν ζεστή και σε 40 μέρες φύτρωσε στον τάφο της ένας βασιλικός, που στο χρόνο είχε γίνει θάμνος που κατασκήνωναν τα πουλιά.
Η Νίκη που ήξερε τι μεγάλο καλό είχε κάνει η πεθερά της για χρόνια σιωπούσε, μα κάποτε αποκάλυψε το μυστικό στο σύζυγό της.
- Αφού η μάνα μου δεν σε κατέκρινε, ούτε και εγώ απάντησε ο άνδρας της, σε συγχωρώ.
Ήταν ο ‘’γιος’’ της μάνας του!!